Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίοι Γερόντων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίοι Γερόντων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουλίου 12, 2014

Αυτόπτης περιγράφει την τελευταία μέρα του Γέροντος Παϊσίου στο Νoσοσοκομείο



Ο Γέροντας Παίσιος τελικά προσβλήθηκε από καρκίνο, και νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης! Στο νοσοκομείο φρόντισαν το Γέροντα όσο μπορούσαν καλύτερα. Ο καρκίνος, όμως, προχώρησε τόσο, πού το τέλος ήταν πολύ ορατό.
Η αναχώρησή του για τους ουρανούς ήταν ζήτημα χρόνου. Γι΄αύτη την αναχώρηση, για την οποία προετοιμαζόταν σε όλη του τη ζωή, ήθελε να αφιερώσει και τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής. Ο μακαριστός Χριστόφορος Οικονόμου ήταν κοντά του και σε γράμμα του περιγράφει την αναχώρηση του Γέροντα από το Νοσοκομείο:
«Σήμερα έφυγε και ο π. Παΐσιος από το νοσοκομείο. Είχε πολύ κόσμο και μας είπαν ότι θα έβγαινε στο σαλόνι για να ευλογήσει.
Τελικά, εκείνη την ώρα έφευγε από το νοσοκομείο. Ο κόσμος, οι γυναίκες, νοσοκόμες, γιατροί, άρρωστοι, συνωστίζονταν όλοι γύρω του. Ψήλωσε το χέρι του και από την πόρτα χαιρέτησε τους άρρωστους στους διπλανούς θαλάμους. Ένας άρρωστος στο διάδρομο πού είχε ορρούς στο χέρι πήγε να του φιλήσει το χέρι, αλλά ο π. Παΐσιος φίλησε το χέρι του ασθενούς. Μπροστά από το ανσανσέρ ψήλωσε το χέρι του και μας ευλόγησε όλους. Μπήκε στο ασανσέρ να κατέβει κάτω στο δρόμο. Όλοι τρέξαμε από τις σκάλες να τον δούμε για τελευταία φορά. Χαιρετούσε τον κόσμο. Βγήκε έξω από το νοσοκομείο. Ο κόσμος τον περιτριγύρισε γύρω από το αυτοκίνητο, ενώ λεπτές νιφάδες χιονιού έπεφταν. Η νοσοκόμα φώναζε να τον αφήσει ο κόσμος να μπει μέσα στο αυτοκίνητο, γιατί έκανε πολλή ψύχρα και ο άνθρωπος δεν μπορούσε. Μπήκε, τελικά, στο αυτοκίνητο, αφού έκανε το σταυρό του. Όλοι προσπαθούσαν να τον αγγίξουν· έπιαναν το χέρι του, άγγιζαν το τζάμι τοΰ αυτοκινήτου. Ξεκίνησε τελικά το αυτοκίνητο, αλλά προχωρούσε πολύ σιγά, λόγω της μεγάλης κυκλοφορίας. Γιάτραινες, νοσοκόμες, νοσοκόμοι, γιατροί, κατέβηκαν κάτω και όπως ήταν μέσα στο αυτοκίνητο άγγιζαν το τζάμι του αυτοκινήτου πού προχωρούσε αργά-αργά για να τον χαιρετήσουν. Το αυτοκίνητο πέρασε από το δρόμο πού βρίσκεται μπροστά από το σπίτι μου». Και συνεχίζει ο Χριστόφορος:
«Τί ήταν το πέρασμα αυτού του ανθρώπου! Ο κόσμος τον ακολουθούσε σαν να ήταν ο Μεσσίας. Σκηνή σαν την Βαϊφόρο, μόνο πού αντί για γαϊδουράκι τώρα ήταν ένα αυτοκινητάκι! Όλος ο κόσμος, οι περισσότερες γυναίκες, ήσαν συγκινημένοι, άλλες δάκρυζαν. Αλλά και ο ίδιος ήταν συγκινημένος με την αγάπη πού του έδειχνε ο κόσμος. Σαν να έλεγε πώς θα την ξεπληρώσει με πολλή προσευχή για τους συνανθρώπους του». Και επιλέγει ο Χριστόφορος:
«Αλλά μήπως είναι λίγα πού χρωστούμε η γενιά μας, στις ευχές και προσευχές αυτού του ανθρώπου. Ένας άγιος ανάμεσά μας. Η ενσάρκωση της εκπλήρωσης των Ευαγγελικών λόγων».
Ο Γέροντας Παΐσιος άφησε την τελευταία του πνοή στις 12 Ιουλίου 1994.

Πηγή: Από το τέλος του Γέροντα Παΐσιου Αγιορείτη, Περιοδικό «Παρά την Λίμνην», Μηνιαία έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, περίοδος β΄, έτος ιη΄, αρ. 7, Ιούλιος 2008

πηγή  το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2014

Μαρτυρίες για τον Γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή


Η κ.Μαρία Πετρούτσου (τ.Διευθύντρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου), αφήνει την δική της μαρτυρία για τον Γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή (1889–1970). Μας λέει τα εξής: 
«Γνώρισα τον Γέροντα Αμφιλόχιο όταν ήμουν μαθήτρια Γυμνασίου στην Κάλυμνο, καθώς και την Γερόντισσα Ευστοχία (την Ηγουμένη της Μονής του Ευαγγελισμού) όταν ήταν δασκάλα ακόμη.

Στην Πάτμο όταν έγινα δασκάλα κι εγώ, είχα την ευτυχία να τους πλησιάσω περισσότερο και να ζήσω μαζί τους εκείνες τις ευλογημένες αλλά και πολύ δύσκολες μέρες της αδελφότητας και τις δικές μου. Συνδεθήκαμε ιδιαίτερα καθώς συνεργαστήκαμε στο “Κρυφό Σχολειό” όταν το 1937 η Ιταλική Κυβέρνηση κατάργησε την Ελληνική Παιδεία και στα σχολεία τα Ελληνόπουλα της Δωδεκανήσου διδάσκονταν μόνο την Ιταλική γλώσσα.

Ο Γέροντας υπήρξε τότε για μένα το στήριγμα, ο απεσταλμένος του Θεού, ο παρηγορητής, ο ενισχυτής, ο σοφός συμπαραστάτης. Όταν η δική μου συνείδηση επαναστατούσε για τα όσα ήμουν υποχρεωμένη να λέω ή να κάνω στο δημόσιο τότε Σχολείο, όταν άγρια τρικυμία αναστάτωνε το είναι μου, έτρεχα στον Γέροντα να βρω ανακούφιση.

“Δεν αντέχω άλλο, Γέροντα!”, του έλεγα με λυγμούς, “Θα παραιτηθώ!”. 

Εκείνος, με άκουγε ψύχραιμος αλλά κατά βάθος υπέφερε μαζί μου. Μου έλεγε: “Εε! Να παραιτηθείς, Μαρία! Να μείνουν τα Ελληνόπουλα μόνα τους μαζί με τους Ιταλούς δασκάλους (ήμουν η μοναδική Ελληνίδα στο δημόσιο Σχολείο). Εσύ θα ησυχάσεις κι εκείνα δεν θα βλέπουν πια έναν άνθρωπο δικό τους να βρίσκεται κοντά τους!”.
Έτσι, με βοηθούσε να βλέπω το βαθύτερο νόημα του σταυρού μου και να τον αισθάνομαι ελαφρότερο.

Όταν ήταν αργία, πήγαινα με τα παιδιά στην εξοχή για να μαζέψουμε χόρτα και 

αγριολούλουδα, με σκοπό να περάσουμε και από την Μονή του Ευαγγελισμού για να τον συναντήσουμε, να τα συμβουλέψει, να τα εξομολογήσει.
Η Γερόντισσα της Μονής του Ευαγγελισμού, Ευστοχία, μας μάθαινε τραγούδια 

εθνικού και θρησκευτικού περιεχομένου και εκκλησιαστικούς ύμνους. Μερικοί τους έλεγαν ότι οι επισκέψεις μας εκεί στο Μοναστήρι ήταν επικίνδυνο πράγμα. Αλλά εκείνοι, δεν λογάριαζαν τίποτα.
Συμφωνώ απόλυτα με ένα ξένο περιοδικό που αποκάλεσε τον Γέροντα “πολύκορφο όρος”. Με εξέπληττε η ευρύτητα του πνεύματός του, παρά το αυστηρό ασκητικό του ήθος. 
Ένα, μόνο παράδειγμα θα δώσω:
Κάποτε μια μοναχή πήγε και του είπε για μένα τα εξής:
“Γέροντα! Δεν της λες να καθίσει να παρακολουθήσει τον Εσπερινό, αντί να τρέχει πέρα στα βουνά;”.
Η απρόσμενη απάντησή του, ήταν αυτή:
“Άφησέ την! Αυτή εκεί πάνω συναντά τον Θεό!”.
Ποτέ δεν δυσανασχέτησε για τον θόρυβο και την ανησυχία που δημιουργούνταν
 από τα παιδιά, όποτε πηγαίναμε εκδρομή εκεί στο Μοναστήρι. Η απεριόριστη 
αγάπη του γι’ αυτά, τα έβλεπε όλα ωραία. Άλλωστε, ήταν πολύ ισχυρός ο πόθος του να τα νιώθει να βρίσκονται όλα κοντά στον Χριστό.
Στις συζητήσεις μας, κατά την εξομολόγηση, θαύμαζα την ψυχολογική του 
εμβάθυνση. Συχνά σκεφτόμουν: “Ο Γέροντας μιλάει σαν να έχει μελετήσει την ψυχολογία του βάθους”. Αλλά και μήπως οι νηπτικοί μας Πατέρες δεν μίλησαν γι’ αυτά τα φαινόμενα, αιώνες πριν από τους ψυχολόγους;…».
«ΦΙΛΟΙ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ;…»
Σύμφωνα με την μαρτυρία της κ.Μαρίκας Κουφάκη, «συνέβη κάποτε να δημιουργηθεί ένα απόστημα στο πόδι του Γέροντα Αμφιλόχιου. Βρισκόταν τότε στην Πάτμο. Τον εξέτασε γιατρός και του είπε ότι έπρεπε να χειρουργηθεί επειγόντως. Αυτό όμως θεραπεύτηκε θαυματουργικά, όπως μου το διηγήθηκε ο ίδιος ο Γέροντας, όταν τον συνάντησα αργότερα στην Αθήνα. Τον ρώτησα:
–Γέροντα, πώς εξαφανίστηκε το απόστημα;
–Ο Άγιος Νεκτάριος με έκανε καλά, μου απαντά.
–Τον είδατε τον Άγιο Νεκτάριο εσείς; Πώς έγινε;
–Ευλογημένη! Φθάνουν τα δικά μου μάτια ως εκεί (του να βλέπω τον Άγιο); Τα γυαλιά μου (που φοράω) βλέπουν αυτά (τα πράγματα);
Εγώ, επέμενα.
–Πείτε μου· πώς έγινε το θαύμα;
–Να, όταν ο γιατρός έκανε την διάγνωση, το βράδυ που έμεινα μόνος μου, ζήτησα από τις αδελφές να μου ανεβάσουν στον Πύργο το λείψανο του Αγίου.
Και όταν μείναμε μόνοι, του είπα:
–“Φίλοι, δεν είμαστε; Σε παρακαλώ, τώρα να με βοηθήσεις!”.
Και το πρωί, δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο μια μελανή κηλίδα.
Έτσι, είδα και το πόδι του εκείνη την στιγμή. Είδα την μελανή κηλίδα, που δεν είχε ούτε ερεθισμό ούτε φλεγμονή…».
«Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ…»
Σύμφωνα με την μαρτυρία της μακαριστής Αρσενίας Μοναχής, «κάποτε ο Γέροντας Αμφιλόχιος βρισκόταν στην Αθήνα και πήγαινε να συλλυπηθεί μια οικογένεια που πρόσφατα είχε χάσει το μονάκριβο παιδί της. Στην αρχή της οδού Πειραιώς, στην Ομόνοια, τον σταματά ένας νέος, τον πιάνει από τον ώμο και του λέει:
–Παπά, εσύ πιστεύεις στον Θεό;
Ο Γέροντας τον κοιτάζει με έκπληξη και με συγκίνηση και του απαντά:
–Παιδί μου· η Χάρη του Θεού είναι για όλους τους ανθρώπους.
–Παπά μου, χάνομαι! Βοήθησέ με!
Τότε ο Γέροντας στέλνει αυτόν που τον συντρόφευε στο σπίτι της οικογένειας, όπου στο μεταξύ είχαν φτάσει, για να ρωτήσει αν υπάρχει ένα ιδιαίτερο δωμάτιο για να εξομολογήσει τον άγνωστο. Πράγματι, παραχωρήθηκε το κατάλληλο δωμάτιο και ο Γέροντας παρέμεινε για πολύ μαζί του. Στο τέλος, όταν άνοιξε η πόρτα και βγήκαν, ήταν και οι δύο τους κατασυγκινημένοι και με την ιλαρότητα διάχυτη στο πρόσωπό τους. Ο άγνωστος, στην μορφή του Γέροντα είδε κάτι το ξέχωρο και αγκιστρώθηκε από αυτόν για να βρει τελικά τον Χριστό.
Ο Γέροντας, φιλοξενούσε ακόμη και τους εχθρούς.
Ακόμη και στην στεναχώρια, γελούσε. Μετά, έπαιρνε στάση σοβαρότητας και έλεγε:
–“Με τον παραστρατημένο τον άνθρωπο, ποτέ να μην έρθεις σε διένεξη, γιατί θα τον χάσεις. Άφησέ τον να σκεφτεί καλύτερα, ηρεμότερα”.
Τί ηρεμία είχε αυτός ο άνθρωπος! Τί σκέπη ήταν εκείνη!…».
«ΕΛΕΝΗ, ΠΟΥ ΠΑΣ; ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΗΡΘΑ!»
Σύμφωνα με την μαρτυρία του μακαριστού Αρχιμ. π.Παύλου Νικηταρά, «κάποτε ενώ βρισκόταν ο Γέροντας στο κελλί του στην Πάτμο, ακούει κάποια Ελένη από την Ικαρία να τον φωνάζει να πάει γρήγορα να την σώσει. Δεν χάνει καιρό, κατεβαίνει στο λιμάνι του νησιού και, από θαύμα, βρίσκει ιστιοφόρο που έφευγε για την Ικαρία. Θαλασσοδαρμένος, φτάνει στον προορισμό του και ρωτάει αν υπάρχει κάποια Ελένη χήρα και πληροφορείται ότι πριν από μέρες έχασε τον άντρα της· αμέσως ρώτησε να μάθει τον δρόμο που οδηγεί στο σπίτι της. Δεν ζήτησε να αναπαύσει το κουρασμένο του σώμα, αλλά βιάζεται χωρίς καμμία καθυστέρηση, γιατί η φωνή της Ελένης τον ενοχλεί.
Εκεί που βάδιζε, βλέπει μια έξαλλη γυναίκα να τρέχει απελπισμένη. Αμέσως, την φωνάζει με τ’ όνομά της και της λέει:
–Ελένη, που πηγαίνεις; Για σένα, ήρθα!
Και η πονεμένη γυναίκα συνέρχεται, βλέπει τον Πνευματικό, σκέφτεται αυτό που θα έκαμνε και εξομολογείται ότι, την στιγμή εκείνη, πήγαινε να πνιγεί στην θάλασσα.
Το θαύμα έγινε και η γυναίκα σώθηκε!…».
Ο μακάριος Γέροντας, ήταν αυτό που συχνά έλεγε ο ίδιος:
«Ο Χριστιανός, είναι πραγματικά άνθρωπος. Ξέρει όλους τους τρόπους της ευγενείας. Δεν θέλει να λυπήσει κανένα!».
Γι’ αυτό και η αγάπη του, τον ωθούσε να διαβεβαιώνει όσα ιερά αισθήματα ένιωθε για όλους τους αδελφούς του, για όλα τα παιδιά του:
«Παράδεισο, χωρίς εσάς παιδιά μου, δεν τον θέλω!».
Μητροπολίτου Αυλώνος Ιγνατίου Τριάντη: «Ο Γέροντας της Πάτμου», κεφ. κβ΄, σελ. 447, 449,483–484, 486–487, 494–495, 497–498, Ιερά Μονή «Ευαγγελισμός Μητρός Ηγαπημένου», Πάτμος 2004./π.Δαμιανὸς Σαράντης

Πέμπτη, Ιουνίου 27, 2013

Ἀλήθεια καὶ τόλμη.(Ὁμολογητές: Γρηγόριος, Θεόδωρος καί Λέων). Πρωτοπρ. Γεωργίου Αντζουλάτου

Ἀλήθεια καὶ τόλμη

Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Αντζουλάτου

Μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του, στό φῶς τοῦ Παρακλήτου καί στό φῶς τῶν Ἁγίων Του, ἐπαληθεύεται καί ἡ Ἱστορία. Ἡ λήθη ἐξαφανίζεται καί στή θέση της ἀνατέλλει ἡ μνήμη. Ἡ σκιά καί τό ἡμίφως διαλύονται καί λάμπει ἡ ἀλήθεια τοῦ φωτός, γεμίζοντας δημιουργικά τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων μέ χαρά. Διανύοντες λοιπόν τήν ἀκατάπαυστη Ἀναστάσιμη εὐφροσύνη, δέν θά μπορούσαμε νά δοῦμε τίποτε ἄλλο κατάματα, παρά τήν Ἀλήθεια καί τήν ἀλήθεια περί τῶν Ἁγίων Της, ὅπως αὐτή μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτεται στό πέρασμα τῶν αἰώνων.

Τόν βίο πολλῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, γνωρίζουμε ἄριστα. Γιά ὁρισμένους ἄλλους, λιγότερο γνωστούς, ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ φροντίζει νά κοινοποιεῖται τό Συναξάρι τους καί νά εὐεργετοῦνται οἱ χριστιανοί ἀπό τίς μεσιτείες τους. Μεταξύ αὐτῶν, τῶν κάποτε ἀφανῶν Ἁγίων, οἱ τρεῖς ἑορταζόμενοι τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων Ὁμολογητές, Γρηγόριος, Θεόδωρος καί Λέων.
Στρατιῶτες στό ἐπάγγελμα, πιστεύοντας ἀκράδαντα στό Χριστό, γιά νά μήν ὑποκύψουν στήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἐγκατέλειψαν τόν αὐτοκρατορικό στρατό στή Σικελία καί κατέφυγαν στήν Κεφαλονιά στά μέσα τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ. Ἐγκαταστάθηκαν στήν περιοχή τῆς Σάμης, ὅπου πέρασαν τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους μέ προσευχή, ὥσπου κοιμήθηκαν ὁσιακά. 

Ἡ φθορά καί ὁ θάνατος, νικημένα μεγέθη ἀπό τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου, δέν μπόρεσαν νά ἐξαφανίσουν ἀπό τόν ἐπίγειο τόπο καταπαύσεως τῶν τριῶν ὁμολογητῶν, τά φωταγωγικά ἴχνη τους. Μέ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἡ θεϊκή Πρόνοια φρόντισε, ὥστε νά ἀποκαλύψει τά πλήρη χάριτος Θεοῦ ἄφθαρτα σώματά τους καί νά τά ἐντάξει στό ἱστορικό γίγνεσθαι τῆς Κεφαλληνιακῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

 Ἄν καί ἀπό τήν ἱδρυθεῖσα πρός τιμήν τους παλαίφατη Ἱερά Μονή, τά χαριτόβρυτα λείψανα ἀφαιρέθηκαν ἐδῶ καί πολλούς αἰῶνες, στήν Κεφαλλονιά δέν ἔπαψε νά διατηρεῖται ἡ μνήμη τους, στά χείλη καί στίς καρδιές τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ. Ἡ «τῶν Ἁγίων Φανέντων» Μονή στή Σάμη, καταγεγραμμένη ἤδη τό ἔτος 1264, ἀποτελεῖ διαχρονικό μαρτύριο τόσο τοῦ ἔνθεου βίου, τῆς ὑπέρβασης τοῦ θανάτου καί τῆς θαυμαστῆς ἀποκαλύψεώς τους, ὅσο καί κεντρικό σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν χριστιανῶν πού τιμοῦν κάθε χρόνο τέτοια μέρα, Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, τούς τρεῖς Ἁγίους. Ἔπειτα ἀπό παραμονή τῶν ἀγνοούμενων ἱερῶν λειψάνων τους στή Βενετία, γιά τουλάχιστον ἑπτά αἰῶνες, τόν Μάϊο τοῦ 2009, μέρος τους, ἐπέστρεψε μέ κάθε τιμή στό νησί τοῦ Ἰονίου.

Καί ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ Ἱστορία, κατά τά τελευταῖα ἔτη διαπιστώνεται, ὅτι ὁρισμένες γραφίδες ἐκ μέρους τῆς Αἰγαιοπελαγίτικης νήσου Σάμου, ἐπιχειροῦν σφετερισμό τῆς τοπικῆς διαστάσεως τῶν τριῶν Ἁγίων, μέ ἀπώτερο στόχο τήν ἐνσωμάτωσή τους στό Τοπικό Ἁγιολόγιο. Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Σάμου, ἐνστερνιζόμενη τίς ἀπόψεις, δίνει ἔδαφος γιά καλλιέργεια καί ἄλλων καινοφανῶν θεωριῶν. Ἔτσι, μόλις τό 1996 καί γιά πρώτη φορά, ἁγιογραφεῖται εἰκόνα τῶν τριῶν ἁγίων μέ αὐθαίρετη ἀπόδοση τῶν χαρακτηριστικῶν τῶν ἱερῶν μορφῶν, τό ἑπόμενο ἔτος καθιερώνεται ἑορτή σέ ἐσφαλμένη ἡμερομηνία, ἐνῶ λίγο ἀργότερα συντάσσεται ἀκολουθία βρίθουσα ἀπό ἀνακρίβειες καί θεμελιώνεται Παρεκκλήσι σέ στρατόπεδο.

Καί εὔλογα διερωτᾶται κάποιος: Γιατί νά μήν παρουσιάζεται ἡ ἀλήθεια, ἀκέραια καί ἀνόθευτη; Γιατί ἐξ αἰτίας ἀβάσιμων καί χαλκευμένων συγγραφῶν, νά παραπλανῶνται οἱ χριστιανοί καί νά προκαλεῖται σύγχυση; Γιατί νά παραποιεῖται τό ἐκκλησιαστικό γίγνεσθαι, ἀπό τήν προωθούμενη παραχάραξη τῆς ἱστορίας;
Ἄν καί ἔχει λεχθεῖ ἀπό τά πλέον ἁρμόδια χείλη, ὅτι "δέν διεκδικοῦμε τίποτε", ἡ ἐπιμονή στήν προβολή ἀνιστόρητων στοιχείων καί ὑποθέσεων, καταδεικνύουν, πώς τοπικιστικές σκοπιμότητες λειτουργοῦν δεσμευτικά καί ἔχουν ἐγκλωβίσει τούς ὑπευθύνους. Ἐπιτέλους! Ἀς ἀφήσουμε τό φῶς νά πλημμυρίσει τή ζωή μας. Ὅποιος γεύεται τή χαρά τοῦ Ἀναστημένου Ἰησοῦ καί τήν πληρότητα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἔχει τήν ἐξ ὕψους δύναμη, τήν ποιμαντική  εὐχέρεια καί τήν Νικοδήμου τόλμη, νά δώσει στόν πιστό λαό τήν ὀρθή ἱστορική διάσταση τῶν γεγονότων. Κάθε φορέας Ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων, ἀκολουθῶντας τό Φῶς τό Ἀληθινό, δέν φοβᾶται, οὔτε ἐθελοτυφλεῖ, ἀλλά ὀρθοτομεῖ τήν Ἀλήθεια καί τήν ἀλήθεια τῶν Ἁγίων Του.

Οἱ κληρικοί παντός βαθμοῦ, ὡς πνευματικοί ὁδηγοί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, (προϋποτίθεται ὅτι) γνωρίζουμε καί (ὀφείλουμε νά) διδάσκουμε τήν Ἀλήθεια. Ὁ Χριστός μας, ἡ Ἀλήθεια, νικᾶ τό θάνατο, τή φθορά, τό ψεῦδος, τή λύπη καί τό σκότος. Ἐμφανιζόμενος μέ θεοσημίες στούς ἀνά τούς αἰῶνες μαθητές του, τούς ὁδηγεῖ στό φῶς.
Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει καταδείξει, πώς κάθε χριστιανός, ὅταν ἀκολουθεῖ τό ἀνέσπερο φῶς Του, καταλαμπρύνεται καί γεύεται ἀνεκλάλητων δωρεῶν. Χαρισμάτων, τά ὁποῖα τό Πανάγιο Πνεῦμα διανέμει πλουσιοπάροχα στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του. Τρανή  ἀπόδειξη,  οἱ  ἀγαπημένοι  καί  φίλοι  τοῦ  Θεοῦ, οἱ  Ἅγιοί  Του.
πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 03, 2013

Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης (1912-2006)



 



 Ο Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης, ο πνευματικός της ιεράς Μονής Παναγίας της Γαυριώτισσας του Δαδίου, αποτελεί μια αγιασμένη ιερατική μορφή, που κράτησε από τη θέση της διακονίας του αναμμένη τη δάδα της πνευματικής ζωής και φώτισε τα πέρατα του κόσμου.
Ο Ιερομόναχος Αμβρόσιος Λάζαρης γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1912 στα Λαζαράτα Λευκάδος και ανήκε σε πολύτεκνη οικογένεια πέντε τέκνων. Το κοσμικό του όνομα ήταν Σπυρίδων. Ο πατέρας του υπηρέτησε για χρόνια στους Βαλκανικούς πολέμους με ξεχωριστό θάρρος και τόλμη. Αργότερα υπηρέτησε ως γραμματοδιδάσκαλος στη Λευκάδα και μαρτυρίες αναφέρουν ότι ήταν πολύ αυστηρός και αυταρχικός. Αντίθετα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες η μητέρα του ήταν πολύ ήπιος και ήρεμος άνθρωπος και ο Γέροντας της είχε αδυναμία. Ο Γέροντας Αμβρόσιος έκρυβε, όχι τυχαίως, μέσα στο γιγαντώδες σώμα του μια λεπτή παιδική ψυχή φλεγόμενη από θείο έρωτα.
Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες στο χωριό και η πείνα θέριζε όλες τις οικογένειες, με αποτέλεσμα ο Γέροντας στην παιδική του ηλικία να στερηθεί πολλά. Αναγκάστηκε πολύ νωρίς να σταματήσει το σχολείο, προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια, εργαζόμενος ως εργάτης σε κτήματα των συγχωριανών του. Γράμματα δεν έμαθε πολλά, όμως χάρη στη μητέρα του είχε καλή επαφή με τον Χριστό και την Εκκλησία. Από πολύ νωρίς εξέφραζε την πίστη του στον πνευματικό κόσμο, επισκεπτόμενος τους ναούς και απομακρυσμένα εξωκκλήσια.
Οι κουβέντες εύστοχες και συχνά αυστηρές με ύφος έντονο που όμως έκρυβε τις μεγάλες ευαισθησίες και την ασίγαστη λαχτάρα του να μην χάσουν οι άνθρωποι την ψυχή τους. Με πηγαίο χιούμορ και βλέμμα που ακτινογραφούσε. Ένας χαρακτήρας τόσο ιδιαίτερος, με πίστη ακλόνητη και αδιατάραχτη προς τον Χριστό, την Παναγία και τις άγιες πνευματικές οντότητες. Μάλιστα, επειδή είχε ωραίο παράστημα επιλέχθηκε στους ευζώνους στο στρατό. Το βλέμμα του ήταν πάντα καθάριο και αγνό. Την ομορφιά του, τη δύναμη και τα νιάτα του προσέφερε με προθυμία στο Χριστό, καθώς αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ο πλούτος της ψυχής και τις πίστης στο Θείο Λόγο.
Αμέσως μετά το στρατό πήγε στο Άγιο Όρος. Με το που έμεινε στο Μοναστήρι έπαψε να έχει επαφές με την οικογένειά του. Εκείνοι τον επισκέπτονταν και εκείνος τους εξεδήλωνε την αγάπη του, όπως για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και τους βοηθούσε μέσα από τις προσευχές του. Τα υλικά αγαθά και το παρελθόν του τον άφηναν αδιάφορο. Για εκείνον αλλού βρισκόταν ο πλούτος, η κατοικία και η αληθινή ευτυχία.
Βγήκε από το Άγιο Όρος, με προτροπή του αγαπημένου του φίλου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου, πήγε στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Γαυριώτισσας στο Δαδί. Στα χρόνια της ιταλογερμανικής Κατοχής, ηγούμενος της Μονής από τον Οκτώβριο του 1940 και για 2,5 χρόνια υπήρξε ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Δημάκος (με το ψευδώνυμο Ανυπόμονος κατά την περίοδο της Αντίστασης), μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος από το 1950 και μετά, με μεγάλο πνευματικό, κοινωνικό και πολιτιστικό έργο. Η ηγουμένη τότε της Μονής, Γερόντισσα Παρθενία, είχε ζητήσει από τον Γέροντα Πορφύριο, που πολύ εκτιμούσε, κάποιον καλό Πνευματικό και εκείνος πρότεινε τον Γέροντα Αμβρόσιο.
Ο τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Αμβρόσιος τον χειροτόνησε πρώτα ιεροδιάκονο μετονομάζοντας τον Σπυρίδωνα σε Αμβρόσιο και λίγες ημέρες αργότερα εκάρη πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα του έδωσε την ευλογία για «το της πνευματικής αξίας λειτούργημα» (του Πνευματικού). Όμως, επειδή η Μονή Δαδίου ήταν πολύ φτωχή και δύσκολα τα χρόνια πήγε ως εφημέριος σε διάφορους ναούς, ενισχύοντας οικονομικά τη Μονή. Στην Ιερά Μονή Δαδίου ο Γέροντας από το 1954 ήταν ο Πνευματικός και εκεί έζησε, προσευχήθηκε, βοήθησε την Γερόντισσα να ανακατασκευάσει το Μοναστήρι, στήριξε πλήθος ανθρώπων στις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Φανερώθηκε από τον Θεό στον κόσμο κυρίως τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του.
Η περιφρόνηση των υλικών αγαθών, οι αγώνες του κατά της ψυχολέθρου αμαρτίας, η αγάπη του για τους πονεμένους ανθρώπους και η αφοσίωσή του στα Μοναχικά ιδεώδη τον κατέστησαν έσοπτρο του Αγίου Πνεύματος «ακτινοβόλους αστραπάς εισδεχόμενον».
Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται πολλά χαρίσματα και αρετές, που οδήγησαν πλήθος ψυχών απλανώς προς τον Κύριο. Ο χαρακτήρας του συνδύαζε την αδιατάρακτη πίστη του προς τον Χριστό, την Παναγία Μητέρα του και τις Άγιες πνευματικές Οντότητες, τις οποίες έπλασε ο Θεός, αλλά και την αγάπη του προς τους ανθρώπους. Διαρκώς εφάρμοζε τη μετάνοια ως τον μόνο και σίγουρο δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισο και αγαλλιάζει τις πονεμένες ψυχές.
Ο Γέροντας είχε αποκτήσει το χάρισμα της νοεράς προσευχής, της ευχής του Ιησού (Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με), η οποία έβγαινε από μέσα του αβίαστα, καρδιακά. Ο ίδιος είχε πει κάποτε ότι είχε ωφεληθεί πολύ από τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, καθώς και από τον Σοφρώνιο του Έσσεξ.
Είχε το χάρισμα της θεωρίας, της αγάπης, της σοφίας, το προορατικό και διορατικό χάρισμα, καθώς και το χάρισμα να μιλάς στην ψυχή των ανθρώπων. Οι νουθεσίες του, οι ομιλίες του πάνω σε διάφορα θέματα ήταν πάρα πολλές. Συχνά έλεγε: Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο Σωτήρας μας, ο οποίος ήρθε στη Γη για να πιάσει τον άνθρωπο από τα χέρια και να τον ανεβάσει στον ουρανό. Κανένας άλλος τρόπος δεν θα μπορούσε να υπάρξει που να απαλλάξει τον άνθρωπο από την ενοχή και την καταδίκη μετά την πτώση των πρωτοπλάστων. Κι εμείς οι απόγονοι αυτών φέραμε τα ιδιώματα του γήινου ανθρώπου, φέραμε τις αδυναμίες και όλα τα παρεπόμενα που ακολουθούν τον σύγχρονο άνθρωπο στην παρούσα ζωή του».
«Βλέπουμε πόσο υποφέρουν οι άνθρωποι σήμερα, γι' αυτό και με την ταπεινή μας αδυναμία να λέμε πολλές φορές την ημέρα «Δέσποινα Παναγία μας έλα και σώσε μας γιατί χανόμαστε. Έλα, Εσύ είσαι η δύναμη η θεϊκή» και βλέπουμε ότι η Παναγία όταν με την καρδιά μας, με την ψυχή μας, με ειλικρίνεια στην καρδιά και με πίστη σταθερή πούμε και επικαλεστούμε το όνομά Της το Άγιο, τότε η Παναγία μας δε θα μας εγκαταλείψει, μέχρι τέλους θα βρίσκεται εδώ μέσα, σ' αυτόν τον ταλαίπωρο κόσμο της εποχής».
Είναι κατάδηλο ότι ήταν συνδεδεμένος με τον Κύριο του σύμπαντος, ο Οποίος τον χρησιμοποιούσε ως αγγελιαφόρο και ως δίαυλο, προκειμένου να μεταφέρει στους άλλους ανθρώπους το θέλημά Του, το μήνυμά Του, το σχέδιό Του. Επομένως ο πιστός, που είχε ανάγκη από τη βοήθεια του Θεού, μπορούσε να την δέχεται μέσα από αυτόν τον επίγειο Άγγελό Του, όπως και μέσα από άλλους «ασυρματιστές του Θεού», ήτοι τους Γέροντες Παϊσιο, Πορφύριο, Ιάκωβο Τσαλίκη. Αγαπημένος του φίλος ήταν ο Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.
Ήταν άνθρωπος της προσευχής, της μετανοίας. Για την εξομολόγηση τόνιζε ότι είναι το μυστήριο της φιλανθρωπίας του Θεού και ότι πρέπει να εξομολογούμαστε στον πνευματικό τα πάντα. Έλεγε μάλιστα ότι η ελευθερία που παίρνουμε από το Άγιο Πνεύμα, όταν φανερώνουμε τους λογισμούς μας, είναι τεράστια. Με τον Γέροντα Πορφύριο είχε κοινά τα χαρίσματα της ταπείνωσης, της μετάνοιας και της αγάπης. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι μετά την κοίμηση του Γέροντος Πορφυρίου την 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Γέρων Αμβρόσιος κοιμήθηκε λίγα χρόνια αργότερα την ίδια όμως ημερομηνία, την 2 Δεκεμβρίου 2006. Είναι φανερό ότι ο Θεός οικονόμησε να φύγουν την ίδια μέρα.
Όμως και με την Γερόντισσα Παρθενία παρουσίαζε κοινά χαρίσματα, που δεν είναι άλλα από το γνήσιο Ορθόδοξο φρόνημα, την καλοσύνη, την ειρήνη και την προσευχή.
Η ενοίκηση του Παναγίου Πνεύματος στην ύπαρξή του τον κατέστησε οντότητα πολλών προσωπικών θαυμάτων και δέκτη θείων φωτοφανειών. Αυτή η ακτινοβολία που εξέπεμπε είλκυσε ως μαγνήτης πολλούς ανθρώπους κοντά του. Επί πολλές δεκαετίες η αγιασμένη Μάνδρα της Παναγίας στις πλαγιές του Παρνασσού είχε καταστεί ζωοδόχος πηγή για τους «πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην».
Ήταν τόσο αγαπητός που τον επισκέπτονταν καθημερινά πλήθη ανθρώπων, κοσμικών και λαϊκών. Χαρακτηριστική ήταν η αγάπη, η τιμή και η ευλάβεια που έδειχνε προς τους Αγίους. Γι' αυτό και εδέχθη πολλών Αγίων την επίσκεψη: οι Άγιοι Ανάργυροι, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Άγιος Αμβρόσιος των Μεδιολάνων, ο Άγιος Χαρίτων, ο Όσιος Λουκάς, ο Άγιος Ανδρέας, ο Άγιος Γεράσιμος, ο Άγιος Τίτος, ο Άγιος Παντελεήμων, ο Άγιος Νεκτάριος, κ.ά.
Ολοκληρώνοντας την πολύ σύντομη αναφορά μας για τον θεοφώτιστο πνευματικό πατέρα, Γέροντα Αμβρόσιο, σκόπιμη κρίνεται η παράθεση μιας νουθεσίας, που συμπυκνώνει στο περιεχόμενό της το πηγαίο πνευματικό φρόνημα του Γέροντος. «Πρέπει ν' αποφασίσουμε να βάζουμε το θέλημά μας στο Θέλημα του Θεού. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, γιατί τότε ελευθερώνεσαι. Αν βάλεις το θέλημά σου στο Θέλημα του Θεού, ο κόσμος να χαλάσει θα είσαι ειρηνικός και ατάραχος. Γιατί καμιά δυσκολία, κανένα πρόβλημα ή καμιά ευτυχία δεν είναι δική μας. Του Θεού είναι. Ο διαχειριστής της ζωής και του θανάτου είναι Άλλος, όχι εμείς. Και ο Γέροντας Αμβρόσιος αυτό μας δίδαξε με τη ζωή του».
πηγή

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2012

Σύντομος Βίος Γέροντος Ιακώβου



Όσιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών

Ο Γέροντας Ιάκωβος γεννήθηκε σης 5 Νοεμβρίου 1920 από ευσεβείς γονείς. Την Θεοδώρα από το Λιβίσι της Μικράς Ασίας και τον Σταύρο από την Ρόδο. Η οικογένεια της μητέρας του ήταν γνωστοί στο Πατριαρχείο, ευεργέτες των σχολείων της Μάκρης και με σπουδαία εκκλησιαστική παράδοση. Στις αρχές του 1922 «Τούρκοι πιάσανε τον πατέρα του ο οποίος οδηγήθηκε στα βάθη της Ασίας. Μετά την καταστροφή η οικογένεια του ακολούθησε τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς. Το καράβι τους μετέφερε στην Ιτέα και από εκεί πήγαν στην Άμφισσα Εκεί για καλή τους τύχη το 1925 βρήκαν τον πατέρα του μικρού Ιακώβου και μαζί πλέον η οικογένεια μετακινήθηκε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας. Ο μικρός Ιάκωβος ήταν επτά χρονών και είχε μάθει απέξω την θεία Λειτουργία χωρίς να γνωρίζει γράμματα. Το 1927 πήγε σχολείο και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Η αγάπη του για την εκκλησία ήταν έκδηλη. Την ίδια χρονιά εμφανίσθηκε μπροστά του η Αγία Παρασκευή και του φανέρωσε το λαμπρό εκκλησιαστικό του μέλλον ενώ συχνά διάβαζε ευχές, προσευχόταν και θεράπευε συγχωριανούς του. Το 1933 τελείωσε το δημοτικό αλλά οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Ακολούθησε τον πατέρα του στην δουλειά του. Ο μητροπολίτης Χαλκίδος εντυπωσιασμένος από το ψάλσιμο του τον χειροθέτησε αναγνώστη. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά ασκητική. Έτρωγε λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχόταν συνεχώς και δούλευε σκληρά. Τα βάσανα και οι κακουχίες της κατοχής ταλαιπώρησαν τους άτυχους πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντας του ότι θα γίνει ιερέας. Το 1947 ο Ιάκωβος πήγε στρατιώτης. Τα πειράγματα των συναδέλφων του που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο «πάτερ Ιάκωβος» αλλά και ο χλευασμός τους δεν τον πτοούσαν. Ο διοικητής του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και ήταν από τους λίγους που κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. Μετά την απόλυση του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και τον πατέρα του. Ο αγώνας του τώρα για να αποκαταστήσει την αδελφή γίνεται εντονότερος, χωρίς όμως να παραμελεί αυτό το οποίο ποθεί από τα παιδικά του χρόνια. Να γίνει μοναχός.
Έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας του, να παντρέψει την αδελφή του το Νοέμβριο του 1952 προσέρχεται στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ στις Ροβιές, για να εκπληρώσει και την δική του επιθυμία Σε ηλικία 32 ετών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου 1952 στην Χαλκίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε ιερέα. Έτσι συνέχισε η ζωή του ασκητή Ιάκωβου, εργασία στο μοναστήρι, προσευχή στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ, οι θεοπτίες και θαύματα τα οποία με τον καιρό πλήθαιναν. Ο βαθμός άσκησης του ήλθε σε υψηλά πνευματικά επίπεδα και πολλές φορές οι δαίμονες τον έδειραν βάναυσα Ο ίδιος έβλεπε και συνομιλούσε συχνά με τους οσίους Δαβίδ και Ιωάννη Ρώσο, ενώ το προορατικό του χάρισμα ήταν σπουδαίο. Τον Αύγουστο του 1963 με θαυμαστό τρόπο τάισε με δυόμισι οκάδες μανέστρα, 75 εργάτες με πλουσιοπάροχες μερίδες και περίσσεψε και μισή κατσαρόλα.! Στις 25 Ιουνίου 1975 ο γέροντας Ιάκωβος ανέλαβε το πηδάλιο της μονής της μετανοίας του. Από την λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία Του άρχισε να κλονίζεται. Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγχείριση Βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «..η θεία δύναμη κρατούσε τον παππού..». Από το 1990 και μετά ο γέροντας δεν είχε πλέον δυνάμεις και οι κρίσεις στην υγεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από μικρο-εμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό. Επιστρέφοντας στην μονή έπαθε φλεγμονή η οποία εξελίχτηκε σε πνευμονία Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του. Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991 πήγε στην ακολουθία, έψαλε και κοινώνησε. Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματική του κόρη, ενώ τον υποτακτικό του Ιλαρίωνα, τον οποίον εκείνη την μέρα θα χειροτονούσε σε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδος. Μόλις ήλθαν οι πατέρες ο γέροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγμός του εξασθένησε και από τα χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα Ο γέροντας είχε πάρει πλέον τον δρόμο για την μακαρία ζωή. Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν γη την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλιβερό γεγονός. Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν το μοναστήρι, κληρικοί όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα, ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Η αυλή της μονής ήταν κατάμεστη. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο ύπαιθρο και μετά από τους επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος είπε να υψώσουν το φέρετρο ψηλά να δουν α πιστοί τον Όσιο γέροντα. Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύγασαν « Άγιος, Άγιος». Σήμερα έχει γίνει πλέον πεποίθηση σε όλη την Ελλάδα ότι ο γέροντας Ιάκωβος με τα δεκάδες μετά θάνατον του θαύματα, έχει καταταγεί στην χορεία των Αγίων.

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2012

Οσία Πελαγία



Οσία Πελαγία





Αἴσχους πλυθεῖσα καὶ λιποῦσα τὸν σάλον,
Πρὸς ὅρμον ἥκεις οὐρανοῦ Πελαγία.
Ὀγδοάτῃ ὑπάλυξε βίου πέλαγος Πελαγία.
Βιογραφία
Η Οσία Πελαγία ζούσε στην Αντιόχεια και ανήκε στην τάξη των ελαφρών γυναικών. Ήταν πόρνη. Η ζωή της ήταν βουτηγμένη μέσα στον οίστρο των αμαρτωλών ηδονών. Η ακολασία είχε πωρώσει τόσο τη συνείδησή της, ώστε καμιά έννοια μετανοίας να μη μπορεί να εισχωρήσει στην ψυχή της. Επομένως, θα μπορούσε να πει κανείς, ήταν καταδικασμένη από την επίγεια ζωή της στο πυρ της κολάσεως. Όμως όχι! Ο πολυεύσπλαχνος Κύριός μας διαβεβαίωσε ότι «αι τελώναι και αι πόρνοι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού». Δηλαδή, οι τελώνες και οι πόρνες, που στην αρχή έδειξαν απείθεια στο Νόμο του Θεού, αλλά κατόπιν ειλικρινά μετάνιωσαν, προλαμβάνουν στη βασιλεία του Θεού εσάς, που μόνο με τα λόγια δείξατε υπακοή στο Θεό, στην πράξη όμως υπήρξατε απειθείς και άπιστοι.

Πράγματι η Πελαγία τυχαία σε κάποια σύναξη χριστιανών άκουσε θερμό κήρυγμα περί αγνότητας, του επισκόπου Νόννου (βλέπε 10 Νοεμβρίου). Τα λόγια του ήλεγξαν και συγκλόνισαν την ψυχή της. Με τη χάρη του Θεού, απαρνήθηκε την άσωτη ζωή της, πούλησε τα διάφορα κοσμήματά της και τα χρήματα διαμοίρασε στους φτωχούς. Αφού κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε, μετά οκτώ μέρες πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου με σκληρή άσκηση πέρασε την υπόλοιπη ζωή της.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Πελαγία τὸ πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ρόδον εὐῶδες, τὴ Ἐκκλησία Πελαγία ἐδείχθης, ταὶς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἠμᾶς, ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὂν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἠμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τὲ καὶ σώματος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τὸ σῶμα τὸ σὸν νηστείαις κατατήξασα, ἀγρύπνοις εὐχαῖς, τὸv Κτίστην καθικέτευες, τοῦ λαβεῖν σῶν πράξεων, τὴv τελείαν Μῆτερ συγχώρησιv, ἢν καὶ ἔλαβες ἀληθῶς, ὁδὸν μετανοίας ὑποδείξασα.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Μετανοίας τῇ δρόσῳ τὴν τῶν παθῶν, ἀποσβέσασα φλόγα τὴν σεαυτῆς, ζωὴν ἀνατέθεικας, τῷ Θεῷ καὶ Σωτῆρί σου, διὰ τοῦτο κόσμον, φυγοῦσα ἐμόνασας, ἐν ἐρήμῳ βίον, Ἀγγέλων ζηλώσασα· ὅθεν σοῦ τὸ τέλος, μετὰ δόξης μεγάλης, θεόθεν τιμώμενον, ἐπεγνώσθη τοῖς πέρασι, Πελαγία πανένδοξε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Ὅσοι ἐν βίῳ ἁμαρτίαις ἐμολύνθητε, ὡς ὁ τάλας ἐγώ, ζηλώσωμεν τὴν μετάνοιαν, τὸν ὀδυρμόν τε μετὰ δακρύων τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Πελαγίας, ἵνα ταχὺ ἐκ Θεοῦ τὴν συγχώρησιν λάβωμεν, καθάπερ ἡ μακαρία, ἔτι ζῶσα, τὸν ῥύπον ἀπέπλυνε τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἔλαβεν ἐκ Θεοῦ τὴν τελείαν συγχώρησιν, ὁδὸν μετανοίας ὑποδείξασα.

                                          Σύναξη των εν Κύπρω Αγίων
Βιογραφία
Κάθε πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου εορτάζουμε την σύναξη όλων των Κύπριων Αγίων.

Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός.

Ἀπολυτίκιον
Τους εν Κύπρω Αγίους, Αποστόλους και Μάρτυρας, και συν Ιεράρχας Οσίους κατά χρέος οι Κύπριοι, χορείαν συγκροτήσαντες καινήν, τιμήσωμεν ωδαίς πνευματικαίς, ως της Νήσου καλλώπισμα ευκλεή, και αρωγούς κραυγάζοντες. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι δι' υμών, ημίν θεία δωρήματα.

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

Αγια Ερωτηϊς


Ἐρωτηΐδα πυρπολοῦσι παρθένον,
Ἔρωτι Χριστοῦ τὴν προπυρπολουμένην.
Βιογραφία
Η Αγία Ερωτηΐς μαρτύρησε δια πυρός.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2012

Γιὰ τὸν Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος


Ὁ συνεχιστὴς τῆς Παραδόσεως τῆς Νοερᾶς προσευχῆς Ὀσιότατος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς


Τὸ Ἅγιον Ὄρος χριστιανοί μου εἶναι αὐτό, ποὺ μὲ τὸ ἔμψυχο ὑλικό του συνεχίζει τὴν παράδοση τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, τῆς νοερᾶς καρδιακῆς προσευχῆς. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀνέδειξε στὰ χίλια χρόνια τῆς ἱστορικῆς πορείας του, ἀναρίθμητες ὁσιακὲς μορφές. Καὶ πιστεύω πὼς ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἡ μεγαλυτέρα προσφορὰ στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὄχι μόνον στὴν πατρίδα μας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ὁσίους μοναχούς, ἀναχωρητάς, ἐρημίτας καὶ ἠσυχαστάς, ἔγιναν γνωστοὶ καὶ εὐμενῶς ἀποδεκτοὶ ὡς ἅγιοι, καὶ ἀπὸ μᾶς ποὺ ζοῦμε ὡς λαϊκοὶ μέσα στὸν κόσμο, καὶ γενικὰ ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀνεγνωρίσθησαν καὶ ὡς Ἅγιοι.

Ἄλλοι πάλι, καὶ αὐτοὶ ἦσαν οἱ περισσότεροι, θέλησαν νὰ παραμείνουν στὴν ἀφάνεια, ἀκόμα καὶ μετὰ τὸν ὀσιακὸ θάνατό τους. Καὶ αὐτὸ τὸ κατόρθωσαν μὲ πολὺ κόπο καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἀληθινὸς Ἁγιορείτης μοναχὸς μὲ τὴ βοήθεια κυρίως τῆς νοερᾶς νηπτικῆς ἐργασίας του καὶ μὲ τὸ πτωχὸ κομποσχοινάκι του καὶ μὲ τὸν κανόνα του, προσπαθεῖ μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια νὰ ζήσει στὴν ἀφάνεια. Δὲν ἐπιζητεῖ καμιὰ ἀναγνώριση σ’ αὐτὴν τὴν ζωή. Καὶ μερικὲς φορὲς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μπορεῖ ἀκόμα νὰ κάμει καὶ τὸν σαλὸ γιὰ νὰ ἀποφύγει τιμὲς καὶ δόξα.

Μέσα στὴν ἀφάνεια ἔζησε καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ἄνθρωπος τῆς πολλῆς νοερᾶς προσευχῆς. Μέγας στὰ μάτια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, γιὰ τὴν κρυπτή του νηπτικὴ ἐργασία στὴ θεωρία τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς πολλῆς ἀγάπης καὶ τοῦ συντετριμμένου πνεύματος.

Μετὰ τὸ θάνατό του ὅμως καὶ τὴν παρουσίαση τῆς ὅλης του ὁσιακῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του, καὶ τὰ γραπτὰ του ἀπὸ τὸν μακαριστὸ γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ἀπεδείχθηκε ἡ ὁσιότητά του καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο.

Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὸν Ἅγιο γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, τὸν πνευματικό μου παππού, τὸν Ἁγιορείτη αὐτὸ μοναχὸ ποὺ ἔζησε σαράντα περίπου χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος μέσα στὴν ἀφάνεια. Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι περίπου χρόνια ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του, δημοσιεύονται ἀρκετὲς ἐπιστολές του, ἀπ’ αὐτὲς ποὺ διεσώθησαν, διότι πολλὲς ἔχουν χαθεῖ ἢ καταστραφεῖ. Ὅπως ἐπίσης διασώζονται δώδεκα ἢ δεκατρεῖς ἐπιστολές, πρὸς κάποιον ἐρημίτη μοναχό, καὶ τέλος ἡ «Δωδεκάφωνος Σάλπιγξ» ποὺ περιέχει ἰαματικὰ βότανα τῆς ψυχῆς, λίαν ὠφέλιμα γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ σωθοῦν διὰ μέσου τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καὶ ἀσκήσεως.
Ταυτόχρονα δημοσιεύεται καὶ ἡ ζωή του, μὲ τὰ μέχρι τότε γνωστὰ στοιχεῖα καὶ ἔτσι ἔγινε γνωστὴ ὄχι μόνον ἡ σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ ἡ νηπτικὴ διδασκαλία του γιὰ τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα στὸν ἴδιον ἀπὸ τὴν Παναγία ἡ ἀκριβὴς ἡμερομηνία τοῦ ὁσιακοῦ του τέλους.

Ὁ ὁσιότατος γέροντας Ἰωσήφ, κατὰ κόσμον Φραγκίσκος Κοτῆς, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λεῦκες, στὸ νησὶ τῆς Πάρου τὸ 1898. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Μαρία ἦσαν ἄνθρωποι ἁπλοϊκοὶ ἀλλὰ θεοσεβεῖς καὶ μὲ πολλὴ εὐλάβεια. Καὶ ὅπως φαίνεται ἦταν προορισμένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του νὰ γίνει ὄχι μόνον μαθητής, μοναχός, τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ στρατηγός Του. Ποὺ θὰ ἔμπαινε πρῶτος στὴ μάχη κατὰ τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, διάδοχος τῆς νηπτικῆς παραδόσεως καὶ πατέρας χιλιάδων τέκνων.

Τὸ ὅτι ἦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς προορισμένος γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔργο, μᾶς τὸ διηγεῖται ἡ ἴδια ἡ μητέρα του μὲ ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα.
«Ὅταν γέννησα τὸν μικρὸν Φραγκίσκον», λέγει, «καὶ ἤμουν ἀκόμα στὸ κρεβάτι ἀσαράντιστη μὲ τὸ μωρὸ δίπλα μου φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγει ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μας καὶ νὰ κατεβαίνει ἀνάλαφρα ἕνας ὁλόλαμπρος ἄγγελος Κυρίου, ἱεροπρεπὴς καὶ ὁλοφώτεινος, καὶ ἦταν τόση μεγάλη ἡ λάμψις του, ποὺ μόλις μποροῦσα μετὰ βίας νὰ τὸν ἀντικρύσω. Κατέβηκε λοιπὸν ὁ ἄγγελος καὶ στάθηκε δίπλα ἀπὸ τὸ μωρό. Ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζει μὲ σκοπό, ὅπως φάνηκε γιὰ νὰ τὸ πάρει. Ἀμέσως διαμαρτυρήθηκα μὲ ἀγωνία λέγοντας,

- Τί πᾶς νὰ κάνεις ἐκεῖ, θὰ μοῦ πάρεις τὸ μωρό;

- Τὸν ἔχουμε γραμμένο ἐδῶ! μοῦ ἀπαντᾶ καὶ μοῦ δείχνει ἕναν κατάλογο μὲ ὀνόματα μοναχῶν. Εἶναι γραμμένος στὸ τάγμα τῶν ἀγγέλων.

Κατάλαβα, ἠρέμησα καὶ γαλήνεψε ἡ ψυχή μου. Πῆρε τὸ μωρό, τὸν μικρὸ Φραγκίσκο, καὶ στὴ θέση του ἄφησε ἕνα πολύτιμο κόσμημα σὲ σχῆμα Σταυροῦ. Μετὰ συνῆλθα καὶ ὅλα ἦσαν κανονικά.

Ἀπὸ τότε πίστευω», κατέληξε ἡ μητέρα του, ὅτι τὸ παιδί μου αὐτὸ μία μέρα θὰ ἐγίνετο μοναχός, καὶ μάλιστα βεβαιώθηκα ὅταν μοῦ χάρισαν ἕνα χρυσάκτινο Σταυρό.»

Κατὰ λέξη αὐτὰ ἀπὸ τὴ μητέρα του.


Τὸν ὁσιότατο γέροντα Ἰωσὴφ τὸν γέννησε τὸ νησὶ τῆς Πάρου, ἀλλὰ τὸν ἀναγέννησε τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸν μεταμόρφωσε, τὸν δόξασε, τὸν θέωσε, ὕστερα ἀπὸ μία φοβερὴ μαρτυρικὴ ἀσκητικὴ πορεία καθάρσεως ἀπὸ τὰ ψεκτὰ πάθη. Καὶ παρόλο ποὺ ἦτο ἁγνὸς καὶ ἀμόλυντος, ὅπως ἐξῆλθε, ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἐν τούτοις βασανίστηκε ἀπ’ τὸν πόλεμο τῆς σαρκός, μὲ τέτοια μανία καὶ λύσσα ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ κανένα ἀνθρώπινο χέρι καὶ καμιὰ ἀνθρώπινη γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει.

Ὁ ὁσιότατος γέροντας, ὁ τότε Φραγκίσκος, παρέμεινε μέχρι τῆς ἐφηβικῆς του ἡλικίας κοντὰ στὴν οἰκογένειά του, καὶ τὴν βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως. Στὰ δεκαοκτώ του ὅμως χρόνια φεύγει ἀπ’ τὴν Πάρο καὶ ἔρχεται στὸν Πειραιᾶ, καὶ γίνεται ἐργάτης στὰ μεταλλεῖα τοῦ Λαυρίου μέχρι τῆς στρατεύσεώς του στὸ Πολεμικὸ Ναυτικό.

Ὅταν ἀποστρατεύτηκε ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριον μὲ κέντρο τὴν Ἀθήνα ὡς μικροπωλητής. Ἔτσι περιερχόταν στὶς διάφορες ἐμποροπανηγύρεις γιὰ νὰ πωλεῖ τὴν πραμάτειά του μὲ ἀπόλυτη δικαιοσύνη.

Κάποτε βρέθηκε καὶ στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας τῆς Τήνου ἀλλὰ παρέμεινε ἄπραγος. Πώληση σχεδὸν μηδενική. Καὶ τότε ξεπήδησε ἕνα μικρὸ παράπονο.

- Δὲν μὲ λυπᾶσαι Θεέ μου;

Τὸ βράδυ ὅμως στὸν ὕπνο του βλέπει κάποιον ὑπερφυῶς λάμποντα καὶ ἀπαστράπτοντα νὰ τὸν ἐρωτᾶ.

- Ποιὸς εἶμαι Φραγκίσκε;

- Δὲ σὲ γνωρίζω Κύριε …

- Πῶς δὲ μὲ γνωρίζεις, ἀφοῦ γιὰ μένα μέρα νύχτα φλογίζεται ἀπὸ ἀγάπη ἡ καρδιά σου; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θέλω νὰ ἐμπορεύεσαι ἐδῶ τὰ γήινα καὶ τὰ ψεύτικα, ἀλλὰ νὰ ἐμπορεύεσαι ψυχές. Θὰ πᾶς ἐκεῖ ὅπου δὲ βγαίνουν ὅσοι δὲν θέλω ἐγώ, ἀπὸ κεῖνον τὸ στρατό.

Ξύπνησε γεμάτος χαρά, εὐτυχία, καὶ πολὺ ἀνάλαφρος. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες πῆγε στὸν Πνευματικό του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅσα εἶδε καὶ ἀπήλαυσε στὸν ὕπνο του, καὶ πῶς τὸ Θεϊκὸ Φῶς φώτισε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, καὶ μὲ ποιὸ παράδοξο τρόπο ξεδιάλυνε ἀπὸ τότε νοήματα καὶ λογισμούς. Καὶ ὁ διακριτικὸς πνευματικὸς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τοῦ λέγει ἀμέσως

- Εἶσαι γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος.

- Καὶ τὴν οἰκογένειά μου στὴν Πάρο μὲ τὶς τόσες ὑποχρεώσεις;

- Ἄφησέ τους. Αὐτοὶ ξεφτούρησαν. Ἔβγαλαν δηλαδὴ φτερά. Μποροῦν πλέον ἀπὸ μόνοι τους νὰ τὰ καταφέρουν στὴ ζωή.

Θὰ ἔφευγε ἀσφαλῶς ἐνωρίτερα, ἂν δὲν ἐμποδίζετο κατὰ συνείδησιν ἀπὸ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ εἶχε, ἰδίως τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἄγαμης ἀδελφῆς του. Ἔτσι ἀπὸ τότε ἦτο διαρκῶς συλλογισμένος καὶ λυπημένος.

- Πῶς εἶσαι ἔτσι λυπημένος καὶ ἄκεφος, τὸν ρώτησαν ἡ σπιτονοικοκυρὰ του ἐκεῖ μὲ τὰ παιδιά της.

- Πῶς νὰ εἶμαι; Δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ τίποτα.

Τότε ἐκείνη τοῦ ἔδωσε τὸ βιβλίον «Νέο Ἐκλόγιον» μὲ βίους Ἁγίων Ἀσκητῶν, καὶ ἄλλα ψυχωφελῆ φυλλάδια ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀπὸ τὰ ὁποία ὅταν τὰ διάβασε αἰσθάνθηκε πνευματικὴ ἀλλοίωση, ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος. Οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀπόφασή του νὰ μονάσει. Ἔτσι ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ἐφαρμόζει ὅσα διάβαζε στοὺς βίους τῶν ὁσίων ἀσκητῶν μὲ τὸ νὰ νηστεύει ἀνὰ δύο ἡμέρες, νὰ κάμει τὸν στυλίτη, καὶ νὰ ἀσκητεύει πάνω στὰ δένδρα, στὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Πεντέλης. Ἔκαμε δὲ καὶ προσκυνηματικὰ ταξίδια, γιὰ νὰ τονωθεῖ ἡ πίστις του καὶ νὰ εὐλογηθεῖ ἡ μελλοντική του ἀποταγή του στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἡ ψυχική του ὠφέλεια ἦταν πολὺ μεγάλη ὅταν ἐπισκεύτηκε τὸν Ἅγιο Γεράσιμο στὴν Κεφαλονιά. Ἐκεῖ, ἀπὸ ἄκρα ταπείνωση, προσποιεῖται τὸν δαιμονισμένον. Καὶ ἔτσι τὸν συγκαταλέγουν μεταξὺ τῶν ἐνεργουμένων ὑπὸ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Πρὸς ὅλους αὐτοὺς κάθε μέρα, πρωὶ καὶ ἀπόγευμα, ὁ ἐφημέριος τῆς μονῆς, διάβαζε τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ Φραγκίσκος, ποὺ ράγιζε ἡ καρδιά του ἀπὸ τὴ συμπόνοια, τοὺς προέτρεπε νὰ κάμουν ὅλοι μαζὶ μεγάλες στρωτὲς μετάνοιες φωνάζοντας «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον» ἢ «Ἅγιε Γεράσιμε βοήθησέ μας, σῶσε μας» καὶ ἄλλα πολλά. Οἱ δαιμονισμένοι ὅμως ἀντὶ γιὰ τὶς στρωτὲς μετάνοιες, ξάπλωναν κάτω, καὶ μὲ μία χαρακτηριστικὴ κίνηση τίναζαν τὸ ἀριστερό τους πόδι πρὸς τὰ πίσω, φανερώνοντας ἔτσι τὴν δαιμονική τους ἀνυποταξία καὶ τὴν πλαστὴ μετάνοια. Βλέποντας ὁ Φραγκίσκος τὶς διαβολικές τους ἀναποδιές, τοὺς φώναξε λέγοντας,

- Τί εἶναι αὐτὰ ποῦ κάνετε; Δὲν γίνονται ἔτσι οἱ μετάνοιες..

- Αὐτὲς εἶναι μετάνοιες μὲ οὐρά. Καὶ μὲ τὸ τίναγμα τοῦ ποδιοῦ μας, τὶς στέλνουμε στὸ δικό μας ἀρχηγό, ἀπάντησαν.

Ἄρα λοιπόν, κάνει καὶ ὁ δαίμονας τὶς δικές του μετάνοιες. Ἔφριξε ὁ καημένος ὁ Φραγκίσκος ἀκούγοντας αὐτά, καὶ ἄλλα παρόμοια μαζὶ μὲ τὶς βλαστήμιες τους, κατενόησε καὶ πόνεσε γιὰ τὸ φοβερὸ δράμα τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ὑπάρξεων, καὶ τοὺς περιέβαλε μὲ περισσότερη ἀγάπη.

Ὅταν ξαναῆλθε ὁ ἐφημέριος καὶ διάβασε τοὺς ἐξορκισμούς, εἶδε τὴ διαφορὰ ποὺ εἶχε ὁ Φραγκίσκος ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν δαιμονισμένων, καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἐπιτρόπους νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ κοντὰ τους διότι ἦτο ὑγιέστατος.

Ὁ Φραγκίσκος ὅμως κινήθηκε ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία πρὸς τὰ δυστυχισμένα αὐτὰ πλάσματα ποὺ ἐβασανίζοντο ἀπὸ λεγεῶνες δαιμόνων, ἡ θεϊκὴ ὅμως αὐτὴ συμπαράστασις, κινήθηκε αὐθόρμητα καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα του, καὶ εἶχε τέτοιο βάθος ταπεινώσεως, ποὺ δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ ἐμεῖς νὰ τὸ καταλάβουμε μὲ τὰ νερόβραστα μυαλὰ ποὺ διαθέτουμε.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἐπέστρεψε στὸν Πειραιᾶ, καὶ συνέχισε μαζὶ μὲ τὶς μικροδουλειές, νὰ ἀσκεῖται στὴ νηστεία μὲ ἕνα λουκούμι, ἢ καὶ μισὸ τὴν ἡμέρα, καὶ μὲ ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες, πάνω στὰ δένδρα ἢ σὲ τρύπες, στὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης, χειμώνα καλοκαίρι.

Τὴν τελική του ἀπόφαση γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν πῆρε ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα.

Ἕνα βράδυ, γράφει, εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα, καὶ ἀμέσως μ’ ἅρπαξαν δύο ἀξιωματικοί τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς, καὶ μὲ ἀνέβασαν στὸ παλάτι. Δὲν κατάλαβα τὸν λόγο, γι’ αὐτὸ καὶ διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλοσύνη, νὰ μὴ φοβᾶμαι. Ἀλλὰ νὰ ἀνέβω διότι εἶναι αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε λοιπὸν σὲ ἕνα ὑπέροχο ἀνάκτορο, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε τί ἐπίγειο. Μοῦ φόρεσαν μία ὁλόλευκη ὡραιότατη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν:

- Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ.

Καὶ μετὰ μὲ πῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλιά. Ξύπνησα ἀμέσως. Καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχτηκαν πολὺ βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά μου. Καὶ δὲν μποροῦσα νὰ σκεφτῶ ἢ νὰ κάνω τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἡ ἐντολή. «Ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε. Μέρα νύχτα μὲ κατέτρωγαν τὰ σπλάχνα μου, τὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά μου ἡ θεϊκὴ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ».

Ἐπιτέλους ἔφτασε ἡ ὥρα. Σὲ μία ὥριμη ἡλικία μεταξὺ εἰκοσιτριῶν καὶ εἰστεσιτεσσάρων ἐτῶν, ἄλλοι λὲν καὶ εἰκοσιπέντε, ἀποφασίζει ὁριστικὰ γιὰ νὰ φύγει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὰ 1920 μὲ ’22. Προηγουμένως φρόντισε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀδελφή του, μοίρασε τὴ μικρὴ περιουσία ποὺ εἶχε κάμει σὲ διάφορες ἐλεημοσύνες, καὶ γεμάτος φλόγα γιὰ μία ζωὴ ἀγγελικὴ καὶ ἄυλη, φτάνει στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ζήσει τὴν τελειοτάτη μοναχικὴ ζωή. Μία ζωὴ ὅπως τὴν εἶχε διαβάσει ὅμως στὰ βιβλία μὲ τοὺς βίους τῶν ὁσίων ἀσκητῶν, πού ’χαν μονόδρομο τὴν ἄυλη πορεία τους μέσα στὸν Ἀθωνικὸ Παράδεισο τρώγοντας ὅπως πίστευε μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα καὶ αὐτὸ μόνο λάχανο. Ἡ δική του ὅμως μοναχικὴ ζωή, ἦταν μία ζωὴ συνεχοῦς προσευχῆς, σκληρῶν ἀσκήσεων καὶ κακοπαθειῶν, μὲ ἐλάχιστον ὕπνον καὶ ποτὲ στὸ κρεβάτι. Καὶ τρώγοντας πάντοτε μία φορὰ ἀνὰ δύο μέρες. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ὅπως θὰ τὸ δοῦμε καὶ παρακάτω.

Πρωτοσταθμεύει στὶς Καρυὲς γιὰ λίγες ἡμέρες, κοντὰ σὲ κάποιον μοναχὸν Ὀνούφριον, τὸν ὁποῖον εἶχε γνωρίσει στὸν Πειραιά. Ἀπὸ κεῖ φεύγει, καὶ μ’ ἕναν τουρβά, ἕνα ταγάρι στὸν ὦμο, κατευθύνεται πρὸς τὴν ἔρημο φωνάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. "Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με", "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με".

Ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὶς ἱερὲς μονές, τὰ ἀσκητήρια, τὰ Κατουνάκια, τὰ Καυσοκαλύβια, τὰ φρικτὰ Καρούλια καὶ τὰς ἐρήμους γιὰ νὰ βρεῖ αὐστηροὺς ἀσκητάς, λίαν ἐγκρατεῖς καὶ νηστευτάς, ποὺ νὰ ἦσαν πνευματοφόροι καὶ θεοφόροι, γιὰ νὰ τοῦ διδάξουν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν, ὄχι μόνο τῆς οὐρανοφόρου πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν νοερὰν προσευχήν.

Ὅταν ἦτο ἀκόμη στὸν κόσμο, ἔτρωγε κάθε δυὸ μέρες καὶ πάντοτε τὴν ἐνάτην, πότε μ’ ἕνα λουκούμι ὅπως προεῖπα, καὶ πότε μὲ λίγο παξιμάδι. Τὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης καὶ τὰ σπήλαια, γράφει ὁ ἴδιος σὲ μία του ἐπιστολή, ἔγνωσάν με ὡς νυκτοκόρακα, πεινώντα καὶ κλαίοντα καὶ ζητοῦντα σωθεῖναι. Δοκιμάζοντας ἐὰν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει, τοὺς πόνους τῆς σκληρᾶς ἀσκήσεως τοὺς ὁποίους καὶ θὰ ὑποστεῖ ὡς μοναχὸς πλέον στὸ Ἅγιον Ὅρος.

Καὶ ἀφοῦ γυμνάστηκε καὶ σκληραγωρήθηκε δύο τρία χρόνια, προσευχόμενος μὲ ὅσες προσευχὲς ἔμαθε καὶ κυρίως μὲ τὴν προφορικὴ εὐχή, καὶ μὲ πλῆθος ἀπὸ δάκρυα, ζητοῦσε ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρέσει ποὺ ἔτρωγε μία φορὰ ἀνὰ δύο μέρες, καὶ ὄχι μία φορὰ ἑβδομαδιαίως ἀνὰ Κυριακή, ὅπως περιλαμβάνονται, στοὺς βίους τῶν περισσοτέρων ἁγίων ποὺ εἶχε διαβάσει. Παρόλο ποὺ ἔψαξε, μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ ἀγωνία, δὲ βρῆκε μοναχοὺς ἀσκητάς καὶ ἐρημίτας, παρὰ μόνον τὸ ἅπαξ ἐσθίειν, τὸ νὰ τρώγουν δηλαδὴ μία φορὰ τὴν ἡμέρα. Τὰ δάκρυα καὶ ὁ πόνος τῆς ψυχῆς του, μαζὶ μὲ τὶς γοερὲς κραυγές του, ἦσαν τόσο πονετικές, ποὺ ράγιζαν βράχια καὶ βουνά. Μόνον τὰ δικά μας κοσμικὰ μυαλὰ δὲν μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν ὅλα αὐτά. Τὰ μεγάλα χαρίσματα καὶ οἱ οὐράνιες δωρεές, μαζὶ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ νοερὰ προσευχή, δὲν πλημμυρίζουν ποτὲ τὴν ψυχὴ ἂν ὁ χριστιανὸς δὲν χύσει αἷμα γιὰ νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ φωτιστεῖ ὁ νοῦς του. Οἱ σπηλιὲς καὶ τὰ ἀσκητήρια ὁλοκλήρου τοῦ Ἄθωνος, τὸν ὑποδέχονται ὡς ἐπισκέπτην, ἀδιαλείπτως προσευχόμενον μὲ τὴν εὐχὴ τὴν προφορική, "Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με", ἐπαναλαμβάνω μόνον προφορικά, διότι δὲν ἐγνώριζε ἀκόμα νὰ τὴν λέγει μὲ τὸν νοῦν καὶ νοερά. Ἔψαχνε, ἔψαχνε, ἔψαχνε, γιὰ νὰ βρεῖ πνευματικὸν ὁδηγὸν γιὰ νὰ τὸν διδάξει πρῶτα τὴν κάθαρση ἀπ’ τὰ πάθη καὶ ὕστερα οὐράνια θεωρία καὶ πράξη.

Ἐπιτέλους, ὕστερα ἀπὸ δυὸ χρόνια φοβερῶν ταλαιπωριῶν, καὶ κολυμβήθρας δακρύων, τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία μας, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχή. Ὁ ὁσιότατος, ὁ τότε Φραγκίσκος, ὑπῆρξε θεοδίδακτος ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος.

Νὰ πῶς τὸ περιγράφει ὁ ἴδιος:

- Εἶχα συνήθεια κάθε ἀπόγευμα, δυὸ τρεῖς ὧρες μέσα στὴν ἔρημο, ὅπου μόνο θηρία ὑπάρχουν, καθόμουν καὶ ἀπαρηγόρητα ἔκλαιγα, ὥσπου ἐγένετο λάσπη τὸ χῶμα ἀπὸ τὰ δάκρυα. Καὶ μὲ τὸ στόμα ἔλεγα τὴν εὐχή. Δὲν ἐγνώριζα μὲ τὸ νοῦ νὰ τὴν λέγω ἀλλὰ παρακαλοῦσα τὴν Παναγία μας καὶ τὸν Κύριο, νὰ μοῦ δώσουν τὴν χάρη νὰ τὴν λέγω νοερῶς τὴν εὐχή, καθὼς γράφουν εἰς τὴν φιλοκαλίαν οἱ Ἅγιοι. Καθότι διαβάζοντας ἐννοοῦσαν, ὅτι κάτι ὑπάρχει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα. Καὶ μία μέρα, μ’ ἔτυχαν πολλοὶ πειρασμοί. Καὶ ὅλη τὴν ἡμέρα φώναζα μὲ μεγάλο μεγάλο πόνο. Καὶ πλέον τὸ βράδυ, δύνοντος τοῦ ἡλίου κατέπαυσα, νηστικός, μπαϊλντισμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο. Ἐκοίταζα τὴν ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος, καὶ παρακαλοῦσα τὸν Κύριο μαραμένος καὶ καταπληγωμένος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μοῦ φάνηκε ὅτι ἦρθε μία βιαῖα πνοὴ καὶ γέμισε ἡ ψυχή μου ἄρρητον εὐωδίαν. Καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἄρχισε ἡ καρδιά μου σὰ ρολόγι νὰ λέγει νοερῶς τὴν εὐχή. Ἠγέρθην λοιπὸν πλήρης χάριτος καὶ ἀπείρου χαρᾶς, καὶ ἐμβήκα εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ κύψας τὴ σιαγόνα μου εἰς τὸ στῆθος, ἄρχισα νὰ λέγω νοερῶς τὴν εὐχήν. Καὶ μόλις εἶπον ὀλίγας φορὰς τὴν εὐχὴν εὐθὺς ἠρπάγην εἰς θεωρίαν. Καὶ ἐνῶ ἤμουν μέσα στὸ σπήλαιον μὲ φραγμένη τὴ θύρα του, βρέθηκα ἔξω στὸν οὐρανόν, σ’ ἕνα θαυμάσιο μέρος ἐν ἄκρᾳ εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ ψυχῆς. Τετελειωμένη ἀνάπαυσις. Καὶ τοῦτο μόνον διενοούμην. Θεέ μου ἂς μὴ γυρίσω στὸν κόσμο, στὴν πληγωμένη ζωή, ἀλλὰ ἂς μείνω ’δῶ γιὰ πάντα. Ὅπως εἶπαν καὶ οἱ μαθηταὶ στὴν Μεταμόρφωση, «καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Κατόπιν, ἀφοῦ μὲ ἀνέπαυσεν ὅσον ὁ Κύριος ἤθελε, τότε ἦρθα καὶ πάλι στὸν ἑαυτό μου καὶ βρέθηκα στὸ σπήλαιο. Ἔκτοτε δὲν ἔπαυσε μέσα μου νὰ λέγεται νοερῶς ἡ εὐχή.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς περιγράφει ὁ Ἅγιος γέροντας Ἰωσήφ, τότε ἀκόμα Φραγκίσκος, ἐπραγματοποιήθησαν τὰ δύο πρῶτα χρόνια τῶν ἀγώνων στὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ μάλιστα στὴν ἡσυχαστικὴ περιοχὴ τῆς Βίγλας, καὶ γύρω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.

Παρόλον ποὺ ἦτο πλέον θεοδίδακτος, ἐν τούτοις τὸν ἀσκητικό του αἱματηρὸ ἀγώνα, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν νοερὰν προσευχήν, δὲν τὴν ἐγκατέλειψε ποτέ. Τὴν κράτησε μέχρι καὶ τῆς τελευταίας του πνοῆς. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἠγωνίζετο κάθε βράδυ ἕξι μὲ ὀκτὼ ὧρες, τὴ νοερὰ καρδιακὴ προσευχή, ἦταν μία ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τῆς ὅλης νηπτικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Ἀπὸ τὶς προσωπικὲς μαρτυρίες τοῦ γέροντός μου Ἐφραὶμ τοῦ Φιλοθεΐτου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν ἄλλων γερόντων καὶ ὑποτακτικῶν του πρὸς ἐμένα, τὰ πρῶτα χρόνια ποὺ πήγαινα στὸ Ἅγιον Ὄρος, καταμαρτυροῦνται δύο πράγματα.

Πρῶτον. Κατὰ κύματα καὶ πλουσιοπαρόχως, πλημμύριζε ἡ Θεία Χάρις τὴν ψυχή του, καὶ ὁ νοῦς του ἠρπάζετο σχεδὸν κάθε μέρα εἰς οὐράνιον θεωρίαν, καὶ

Δεύτερο, ὅτι ἦτο κάτοχος, ἢ καλύτερα, μέτοχός τοῦ ἀκτίστου φωτός, θεομένος πλέον, μέτοχός τῆς ἀρρήτου δόξης τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὅλη του ἡ ζωὴ ὑπῆρξε ἕνα πνευματικὸ συναξάρι, ποὺ μᾶς θυμίζει καὶ ποὺ ταυτίζεται μὲ τοὺς παλιοὺς ἁγίους ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Ἦτο βιαστὴς σὲ ἀφάνταστο βαθμό, ἰδίως στὴν ἀγρυπνία τῶν ἕξι μὲ ὀκτὼ ὡρῶν, βυθίζοντας τὸ νοῦ του στὴν καρδιὰ καὶ μὴ ἐπιτρέποντος οὐδένα λογισμὸ νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Κανέναν λογισμόν, κανέναν, κανέναν. Ποτάμι ὁ ἱδρώτας. Φρικτὴ οἱ πόνοι ἀπὸ τὴν ἀκινησία. Πλημμύρες τὰ δάκρυά του. Ἀλύπητο τὸ ξύλο στὸν πόλεμο κατὰ τῆς σαρκός. Ἀπέκτησε ὅμως καὶ τόσο πολλὴ ψυχοσωματικὴ καθαρότητα, ποὺ εἶχε ὡς παράδειγμα τὴν Παναγία.

Ἔγραφε σὲ μία του ἐπιστολή. «Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω, πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνη, τὴν ἁγνότητα, καὶ τὴν καθαρότητα, ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη Ἁγνὴ Παρθένος, δι’ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».

Κατέστη στὴν ἐποχή του, ὁ πλέον ἔμπειρος ὁδηγὸς στὴν καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὄχι μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο, διότι εἶχε ἀλληλογραφία καὶ μὲ μοναχοὺς καὶ μοναχὲς μεσ’ στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλοὺς λαϊκοὺς κοσμικούς, ὅπως ἐπίσης εἶχε ἀλληλογραφία μὲ τὴ Γερμανία, μὲ τὴν Γαλλία, μὲ τὴν Ἀμερική.

Ὅσο ζοῦσε ὁ πατὴρ Δανιὴλ τῶν Κατουνακίων, τὸν εἶχε καὶ ὡς πνευματικόν. Ἀργότερα ἐξομολογεῖτο στὸν ἡσυχαστὴ πατέρα Εὐθύμιο, καὶ ἀκόμη ἀργότερα τὸν πατέρα Κοδρᾶτο τὸν Κωνσταμονίτη.

Ἀφοῦ παρέλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριόν μας, τὴν καρδιακὴ εὐχή, στὸ δεύτερο χρόνο τῶν σκληρῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, συνδέεται μὲ τὸν πατέρα Ἀρσένιο, ποὺ γίνεται ἀχώριστος σύντροφος καὶ συνασκητής, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Σαράντα χρόνια ἀγωνίστηκαν μαζί, ἀδελφικά.

Σὰν πιὸ γερὸς στὴν κράση ὁ πατὴρ Ἀρσένιος, ἦταν τὸ σῶμα, καὶ σὰν γίγαντας τοῦ πνεύματος, ὁ ὁσιότατος γέροντας Ἰωσήφ, ἦταν ἡ ψυχή. Τὸ πνεῦμα. Οἱ δυὸ μαζὶ ἕνας ἄνθρωπος. Μὲ τὶς διακριτικὲς συμβουλὲς τοῦ γέροντος Δανιὴλ τοῦ Κατουνακιώτου, ὑπετάχθησαν σὲ ἕνα ἀγαθότατο γεροντάκι, τὸν πατέρα Ἐφραὶμ τὸν Βαρελᾶ, ποὺ εἶχε τὴν καλύβα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὰ Κατουνάκια.
Ἡ ὑποταγὴ τους αὐτή, ἔδωσε τὴν σφραγίδα τῆς εὐλογίας τῆς ὑπακοῆς, καὶ ἔτσι ἀπέκτησαν τὸ πνευματικὸ δικαίωμα τῆς διαδοχῆς. Τὸ 1924, ὁ νέος γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Βαρελᾶς, ἔκυρε μικροσχημο μοναχὸ τὸν Φραγκίσκο, μὲ τ’ ὄνομα Ἰωσήφ, στὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, μὲ ἐφημέριο τὸν πνευματικὸ παπα Εὐθύμιο ποὺ ἡσύχαζε ἐκεῖ κοντά.

Λίγο πρὶν κοιμηθεῖ ὁ γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Βαρελᾶς, γιὰ λόγους περισσοτέρας ἡσυχίας, μεταφέρθηκαν στὰ πλέον ἡσυχαστικὰ καὶ ἀσκητικὰ μέρη τῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ἐκεῖ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Βαρελᾶ, ὁ νέος μοναχὸς Ἰωσήφ, καὶ γέροντας πλέον ἄρχισε μία αὐστηροτάτη καὶ ὑπέρμετρη ἄσκηση νηστείας, πτωχείας, ἀκτημοσύνης, κακοπαθείας, τὰ ὁποῖα συνδυάζονταν πάντοτε μὲ τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἔντονοι ἀγῶνες μὲ τὰ σαρκικὰ πάθη καὶ μὲ τοὺς δαίμονες, σῶμα μὲ σῶμα, ἀλλὰ καὶ μεγάλες ἀντιλήψεις τῆς Θείας Χάριτος συνέβησαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς παραμονῆς των στὸν Ἅγιο Βασίλειο.

Πέρασαν πολλοί, διότι εἶχε ἀκουστεῖ ἡ φήμη του ὡς μεγάλου ἀσκητοῦ. Δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ παραμείνουν γιατί ἦτο πολὺ αὐστηρὸς καὶ ἀπαιτητικός. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου πήγαιναν ἀπὸ σπηλιὰ σὲ σπηλιά, ὅλες τὶς ἡσυχαστικὲς περιοχὲς τῆς Ἀθωνικῆς γῆς, γιὰ νὰ βροῦν καὶ συναντήσουν πεπειραμένους παλαιοὺς γεροντάδες, ἁγίους, εὐλαβεῖς, ταπεινούς, καὶ γνησίους ἀσκητὰς γιὰ νὰ τοὺς διδάξουν καὶ μεταδώσουν πράξιν καὶ θεωρίαν τῆς πνευματικῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Ἀκόρεστα διψοῦσαν γιὰ τελείωση καὶ θέωση, γιὰ νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς μέσα στὶς καρδιές τους.

Τὸ χειμώνα; Τὸ χειμώνα παρέμεναν στὰ πάμπτωχα ἀπὸ ντενεκέδες κελιά τους, λιώνοντας τὸ χιόνι γιὰ νὰ τὸ πίνουν ὡς νερό, καὶ κάνοντας ὅλη τὴ νύχτα χιλιάδες μετάνοιες, γιὰ νὰ μὴν παγώσουν ἀπὸ τὸ φοβερὸ ψύχος ἐὰν παρέμεναν γιὰ πολλὴ ὥρα ἀκίνητοι. Ὁ Ἅγιος γέροντας Ἰωσὴφ ἄσκησε στὸ ἔπακρο τὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν νοερὰ προσευχή. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς, ἔτρωγε μία φορὰ τὴν ἡμέρα ὀγδόντα γραμμάρια ἀλεύρι, ποὺ τὸ ἔβραζε μὲ λίγο νερὸ καὶ ἁλάτι. Τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τοῦ χρόνου, ἕνα μικρὸ κονσερβοκούτι ἀποτελοῦσε τὴν ἡμερήσια μεζούρα γιὰ τὴν ποσότητα τοῦ φαγητοῦ του, - τὸ ἐλάχιστο αὐτὸ φαγητὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σαββατοκύριακο ἦταν ἀλάδωτο γιὰ τριάντα χρόνια μέχρι ποὺ συγκροτήθηκε ἡ τελευταία του συνοδεία. Τὰ πρῶτα ὀκτὼ χρόνια της ἀσκήσεώς του δὲν κοιμήθηκε στὸ κρεβάτι. Πάνω σ’ ἕνα σκαμνὶ τὸν ἔπαιρνε λίγο ὁ ὕπνος. Ἀγρυπνοῦσε ἀπ’ τὴ δύση μέχρι τὴν αὐγὴ τοῦ ἡλίου, ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἦτο ἄτεκτος στὸν ἑαυτό του. Σκληρότατος. Δὲν ἔδειχνε καμιὰ συγκατάβαση ὡς πρὸς τὸ πρόγραμμα τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀγρυπνίας, καὶ ἂς ἦταν ἄρρωστος, καὶ ἂς ἦταν Πάσχα. Αὐτὰ τὰ ὀχτὼ χρόνια βίαζε τὸν ἑαυτόν του, σὲ σκληρὴ ἀγρυπνία, μόνο μὲ τὴν εὐχή, ἀπὸ ἕξι ὡς ὀκτὼ ὧρες, φωνάζοντας καὶ πιέζοντας τὸ νοῦ του μέσα στὴν καρδιά, καὶ φωνάζοντας καὶ λέγοντας "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με". Καὶ νὰ οἱ θεωρίες, καὶ νὰ οἱ ἀποκαλύψεις, καὶ νὰ οἱ θεϊκὲς ἀντιλήψεις καὶ τὰ ἀπόρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἁγιασμός, ἡ τελείωσις καὶ ἡ θέωσις χριστιανοί μου πληρώνονται μὲ αἷμα. Μὲ σκληρὲς στερήσεις καὶ ἀσκήσεις. Δὲν εἶναι λουκούμια καὶ στραγαλάκια ποὺ τὰ παίρνουμε στὸ χαρτί. Τὰ λέμε ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ ξυπνήσουμε λίγο ἀπὸ τὴ νάρκη τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀρχίσουμε καὶ μεῖς σιγὰ σιγά, καὶ κάθε μέρα νὰ λέμε προφορικὰ τὴν εὐχούλα "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με" χωρὶς νὰ παραλείπουμε καὶ τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικές μας ἢ οἰκογενειακές μας ὑποχρεώσεις.

Ὁ ὀσιότατος γέροντας Ἰωσὴφ ἐπινοοῦσε τρόπους κακοπαθείας γιὰ τὸν ἑαυτόν του ποὺ φαίνονται ἀπίστευτα πράγματα γιὰ τὴ γενιά μας, διότι φοβόταν ὅπως ἔλεγε τὸν μεγαλύτερο ἐχθρὸ ποὺ λέγεται ἀμέλεια, ποὺ λέγεται ἀκηδία, ποὺ λέγεται πνευματικὴ τεμπελιά, ποὺ λέγεται ἀναβολή. Γι’ αὐτὸ τὸν αὐστηρὸ τρόπο καὶ τυπικό τῆς ἀσκήσεως ποὺ εἶχε, κατηγορήθηκε ἀπὸ κάποιους ὡς πλανεμένος. Πρόκειται γιὰ τὸν πόλεμο ποὺ ἔχουν οἱ ἀμελεῖς μοναχοί, πρὸς τοὺς ἐπιμελεῖς καὶ βιαστάς. Ἔτσι εἶχε κατηγορηθεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ἀπὸ τοὺς συμμοναστάς του ὡς πλανεμένος καὶ καταραμένος ἅγιος. Ὁ γέροντας ὅμως Ἰωσὴφ ἦταν ἄνθρωπος τῆς ἀρετῆς. Ποθοῦσε καὶ ἐργαζόταν τὴν ἀρετή, μὲ ὅλη του τὴν προαίρεση καὶ καρδιὰ ἐπιδιώκοντας τὴν τελειότητα, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ καθαρότητα. Ἀγωνίστηκε πολὺ σκληρά, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε σὲ τέλειο βαθμὸ τὸ χάρισμα τῆς ἁγνότητος. Ἀξιώθηκε δὲ νὰ κοινωνήσει καὶ οὐράνια τροφὴ ἀπὸ ἄγγελον Κυρίου – ἀλλὰ αὐτὸ θὰ τὸ ποῦμε ἄλλη φορά. Ἀλλὰ καὶ μεῖς ποὺ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὰ τόσα βάσανα, τὶς θλίψεις, τὶς στεναχώριες καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔχουμε στὴ ζωή, μποροῦμε μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἀδιαλείπτου προφορικῆς εὐχῆς - "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ" λέμε – "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με", στὸ κατὰ δύναμιν, ὅσο μποροῦμε, αὐτὸ θὰ πεῖ στὸ κατὰ δύναμιν, μὲ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, καὶ μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀντιστοίχων ἀρετῶν, καὶ μὲ τὴν συμμετοχή μας στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, νὰ προοδεύουμε πνευματικὰ μὲ τὴν κάθαρση ἀπ’ τὰ πάθη μας. Ἡ κάθαρσις βοηθεῖται ἀπὸ τὴν καθαρὴ αὐτομεμψία, ἡ αὐτομεμψία πάλι βοηθεῖται ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τὴ μνήμη τῆς Δικαίας Κρίσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ δώσει λόγο γιὰ τὶς πράξεις του.

Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὡς βιωματικὴ κατάστασις, εἶναι φραγμὸς γιὰ τὴν ἑκουσία τουλάχιστον ἁμαρτία, ὅποτε ἀκολουθοῦν τὸ πένθος, τὰ δάκρυα καὶ ἡ παρακλητικὴ προσευχή, καὶ στὸ μέτρον τοῦ δυνατοῦ τὸ "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με".

Ἕνα πράγμα πίστευε καὶ ἦταν πράξις γι’ αὐτόν: «Ὅτι σὲ κάθε ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ ἐὰν δὲν τρέχουν ἀπὸ τὰ μάτια σου δάκρυα, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑποβόσκει ἢ ἡ ἄγνοια, ἢ ἡ ὑπερηφάνεια, ἢ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς σου». Αὐτὰ ἔλεγε καὶ πίστευε.

Ὁ γέροντας Ἰωσὴφ ἂν καὶ ἦταν ἄμοιρος στὴν κατὰ κόσμον παιδεία διότι μόλις εἶχε βγάλει τὴν Δευτέρα Δημοτικοῦ, ἀγαποῦσε ὅμως ὑπερβολικὰ τὴν μελέτη καὶ τὴν ἀνάγνωση ἰδίως τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατερικῶν κειμένων, συνιστοῦσε νὰ ἔχουμε πάντοτε μαζί μας ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅταν βρίσκουμε εὐκαιρία νὰ διαβάζουμε μία μικρὴ περικοπή. Τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴ μελέτη του, ἔλεγε, σοῦ χαρίζει φῶς καὶ σοῦ δίνει δύναμη γιὰ νὰ τηρεῖς τὶς ἐντολές. Ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο. Σοῦ ἀναπληρώνει τὴν ἀγάπη καὶ πυρπολεῖ τὴν καρδιά σου στὸ νὰ θέλεις νὰ μιμηθεῖς τὸν Χριστό.

Ἐπίσης εἶχε ἀπόλυτη τὴν πίστη, ὅτι μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὁ ἀγωνιζόμενος μοναχὸς λαμβάνει καὶ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως λογισμῶν καὶ πνευμάτων. Γιὰ τὴν διάκριση ὁμιλοῦσε πάντοτε μὲ θαυμασμὸ καὶ τὴν χαρακτήριζε ὡς τὸ πλέον ἄριστον μέσον βοηθείας στὴ συνεχῆ μάχη τῶν ἀοράτων πολέμων, γιὰ κάθε μοναχὸ καὶ ἀσκητή, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ διάκρισις νὰ εἶναι τὸ θεόθεν χάρισμα, στοὺς πνευματικοὺς ἐξομολόγους, καὶ μέσα στὸ Ἅγιον Ὅρος ἀλλὰ καὶ μέσα στὸν κόσμο. Ἡ διάκρισις ἔλεγε εἶναι ἀπαραίτητη ἀκόμα καὶ στὶς ἀρετὲς γιὰ τὸν τρόπον καὶ τὸν χρόνον ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργοῦνται. Εἶναι τὸ ἁλάτι ὅλων τῶν ἀρετῶν.

Ὅπως γνωρίζει κανεὶς τὸ ἐπάγγελμά του καὶ τὴν τέχνη του, ἀνάλογη λοιπὸν καὶ ἦταν ἡ δική του βιωματικὴ ἐμπειρία στὴν νοερὰ προσευχή. Ἐπαναλαμβάνω ἐπὶ ὀκτὼ ὧρες κάθε βράδυ εὐχή. Καὶ δὲν ἐπέτρεπε τὸ μυαλό του, τὸ νοῦ του, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν καρδιά του, καὶ δὲν ἐπέτρεπε νὰ δεχθεῖ οὔτε ἕναν λογισμό. Ξύλο ἀλύπητο, μέχρι ποὺ πέτυχε αὐτὸ ποὺ ἤθελε, τὴ θέωση. Ἡ ἕνωσις τοῦ νοῦ μὲ τὴν καρδιὰ εἶναι ὄχι μόνον προσφιλὴς ἀλλὰ ἐπιθυμητὴ κατάστασις σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦνται στὴν νοερὰ ἡσυχία καὶ προσευχή. Ὅταν ὁ νοῦς ἑνωθεῖ μὲ τὴν καρδιά, ἀμέσως διώκεται κάθε πνευματικὸ σκοτάδι ποὺ κυριεύει καὶ βασανίζει τὴν ψυχή μας καὶ τὸ νοῦ μας. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος ψυχοσωματικὰ ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς καθαρίζεται καὶ γίνεται ὅλο φῶς. Οἱ αἰσθήσεις ἀποκτοῦν ἀπόλυτη εἰρήνη καὶ ἡ ψυχὴ πλημμυρίζει ἀπὸ ἀνεκλάλητη χαρά. Ἡ κεχαριτωμένη του συμβουλὴ πρὸς ὅλους, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ἦταν ἡ ἑξῆς: «Ὅποιος θέλει ἂς δοκιμάσει, νὰ δοκιμάσει νὰ λέγει τὴν εὐχὴ "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με" ἔστω καὶ προφορικά. Καὶ ὅταν χρονίσει ἡ ἐνέργεια τῆς εὐχῆς, τότε μέσα σου θὰ ζήσεις τὸν Παράδεισο. Θὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, θὰ γίνεις ἄλλος ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν ἀκόμα εἶσαι χριστιανὸς καὶ ἀγωνίζεσαι μέσα στὸν κόσμο». Ἀνάλογα λοιπὸν μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ χριστιανοῦ ποὺ θὰ ἔχει, καὶ τὴν ταπείνωση ποὺ θὰ καλλιεργεῖ, θὰ γευθεῖ πολύτιμους καρποὺς ἀπὸ τὴν κατὰ δύναμιν νοερὰν καρδιακὴν προσευχήν. Ἡ δοκιμὴ ὅμως θὰ γίνει μὲ τὶς ὁδηγίες ἑνὸς ὁδηγοῦ, ἀπλανοῦς καὶ καθαροῦ.

Ἂν πάλι αὐτὸς ὁ ἐργάτης τῆς καρδιακῆς προσευχῆς ζεῖ στὴν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής, ὤ, τότε, δὲν περιγράφονται τὰ οὐράνια χαρίσματα τῆς εὐχῆς. Συνιστοῦσε τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχὴ στὴν ἀρχὴ προφορικά, ὕστερα ἐσωτερικὰ μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο, μὲ τὸ νοῦ νὰ προσέχει τὴν εὐχὴ χωρὶς νὰ μετεωρεῖται. Χωρὶς νὰ φαντάζεται τίποτα. Χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ καμιὰ σκέψη. Μέχρις ὅτου ὁ νοῦς, ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη, σὰν ἄλλο χταπόδι, ἁρπάξει μὲ τὰ πλοκάμια του, τὴν εὐχή, τὴν ἐγκλωβίσει μέσα στὸ εἶναι του, καὶ στὴν συνέχεια πυρπολούμενος ἀπὸ θεϊκὸ ἔρωτα κατεβάσει τὴν εὐχὴ στὴν καρδιά. Καὶ τότε ἡ καρδιὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, λέγει αὐτὴ τὴν εὐχὴ "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με" ἀπὸ μόνη της. Ἡ καρδιὰ ὁμιλεῖ καὶ τότε μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς μεταμορφώνει, μᾶς ἐξαγιάζει, μᾶς χαρίζει πλούσια τὰ θεϊκὰ δῶρα της, καὶ τοὺς θεϊκοὺς καρπούς της, καὶ μὲ στεναγμοὺς ἀλαλήτους κράζει «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ, εἶσαι ὁ Πατέρας μου, ὁ Θεός μου, ὁ Σωτήρας μου».

Αὐτὸ τὸ τελειότατο στάδιο τῆς θεώσεως ποὺ ἔχει καὶ τὴν θεοπτία τοῦ ἀκτίστου φωτός, κατ’ ἀρχὰς μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ ὕστερα πρὸς τὰ ἔξω, εἶναι μία παρηγοριὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ποὺ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο καὶ παλεύουμε τόσο πολὺ μὲ τὰ πάθη μας. Πρῶτον διότι εἶναι κατορθωτὴ αὐτὴ ἡ καρδιακὴ προσευχή, καὶ δεύτερον διότι μὲ τὶς ὀσιακὲς εὐχὲς τους οἱ ἅγιοι αὐτοὶ στηρίζουν καὶ μᾶς ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένην καὶ τέλος δοξάζουν καὶ τὸν Πανάγιον Θεόν. Στήριζε πολὺ τὴν ἐλπίδα του εἰς τὴν Παναγία, καὶ ὅταν γιὰ λίγο του ἤρχετο μία μικρὴ ἔτσι ὅπως πήγαινε νὰ τὸν πλησιάσει ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, ἀπελπισία ἢ ἀπόγνωση, ἐκείνη ἐμφανιζόταν καὶ τοῦ τόνιζε «Δὲν σοῦ εἶπα νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ μένα; Γιατί ἀποθαρρύνεσαι; Γιατί χάνεις τὸ θάρρος σου;»

Μία φορὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὶς σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης, ἀπὸ τὸ τέμπλο ποὺ εὑρίσκετο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁλόσωμη, ὁλοζώντανη καὶ ὁλόφωτη ἡ Θεοτόκος, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσευχή, καὶ εἶπε στὸν ὁσιότατο γέροντα: «Νὰ πάρε τὸ Χριστὸ ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά μου».

Γιὰ σκεφτεῖτε τὴν Παναγία τώρα, νὰ σᾶς πεῖ «πάρε τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μας». Γιὰ σκεφτεῖτε το λιγάκι… Καὶ αὐτὸς ντράπηκε, μαζεύτηκε, ἔπαθε Θεία Συστολή, καὶ δὲν ἔκαμε καμία κίνηση, καὶ τότε τὸ Θεῖο Βρέφος ἅπλωσε τὸ χεράκι Του, καὶ θώπευσε τρεῖς φορὲς τὸ μέτωπο καὶ τὸ κεφάλι τοῦ μακαρίου ὁσιοτάτου γέροντος Ἰωσήφ, καὶ γέμισε ἡ καρδιά του καὶ τὸ εἶναι του ἀπὸ ἄκτιστο φῶς καὶ Θεία Παρηγορία.

Αὐτὸς ποὺ βιώνει τὸ ἄκτιστο φῶς εἶναι θεολόγος. Ὅποιος ἀληθῶς προσεύχεται, αὐτὸς εἶναι καὶ θεολόγος καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ ξέρει γράμματα καὶ ἔχει γνώσεις. Καὶ λέγει μόνο λόγια καὶ λόγια καὶ λόγια σὰν καὶ μένα. Ἡ θεολογία κατὰ τὸν γέροντα Ἰωσήφ, εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος ποὺ κατοικεῖ μέσα στὴν καρδιά μας. Ὅποιος μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς νοερᾶς ἡσυχίας ἀγνίσει τὶς αἰσθήσεις, εἰρηνεύσει τὸν νοῦν καὶ καθαρίσει τὴν καρδιά του, τὸν ἐπισκέπτεται ἡ Θεία Χάρις καὶ λαμβάνει φωτισμὸν πνευματικῆς γνώσεως. Γίνεται ὅλος φῶς. Ὅλος νοῦς. Ὅλος διαύγεια. Καὶ βρύει θεολογίαν. Ὅπου ἐὰν γράφουν τρεῖς μαζί, δὲν προλαμβάνουν τὸ ρεῦμα τῆς θεολογίας ποὺ βρύει κυματωδῶς, καὶ σκορπίζει εἰρήνην καὶ ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν σὲ ὅλο τὸ σῶμα. Ἡ παρουσία του ὡς γνησίου ἐκφραστοῦ τῆς νηπτικῆς Πατερικῆς Παραδόσεως στὸ Ἅγιον Ὄρος, δημιούργησε μεγάλο ρεῦμα προσελεύσεως στὸ μοναχισμὸ χιλιάδων νέων, ποὺ ἀκολούθησαν τὴν μοναχικὴ ἀγγελικὴ πολιτεία, μὲ ἀξιόλογες πνευματικὲς ἀναβάσεις. Ὑπολογίζεται ὅτι ἀπ’ τὴ ρίζα τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, προέρχονται ἄμεσα περισσότεροι ἀπὸ χίλιοι μοναχοὶ καὶ μοναχές. Ἕξι Μονές, μία κοινοβιακὴ σκήτη καὶ πολλὰ κελιὰ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, δεκαοκτὼ μοναστήρια στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἕξι στὴν Κύπρο, δεκαέξι στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, δύο στὸν Καναδὰ καὶ ἕνα στὴν Ἰταλία, ἀνάγουν τὴν πνευματική τους πατρότητα στὸν μακάριο γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή. Ἐπειδὴ τὸ προγνώριζε αὐτὸ ὁ γέροντας, ὀκτὼ μῆνες πρὶν κοιμηθεῖ, δηλαδὴ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1958, χώρισε τοὺς ὑποτακτικούς του σὲ τέσσερεις συνοδεῖες, γιὰ νὰ γίνουν ἡγούμενοι καὶ γεροντάδες μεγάλων κοινοβίων.

Ἐκεῖνο ποὺ κάνει ἐντύπωση καὶ προκαλεῖ πρωτόγνωρο θαυμασμὸ εἶναι τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὸ γέροντά μου Ἐφραίμ, προηγούμενον τῆς Μονῆς Φιλοθέου στὴν Ἀμερικὴ καὶ Καναδά. Ἐπὶ μία δεκαετία, δωδεκαετία, πότιζε μὲ τὰ νάματα τῆς πίστεως τὶς διψασμένες ψυχὲς τῶν χριστιανῶν, κυρίως μὲ τὴν Ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ ὕστερα μὲ τὶς πνευματοφόρες ὁμιλίες του, καὶ τοῦτο τὸ Παύλειον ἔργον σὲ κάθε σπίτι καὶ αἴθουσα, καὶ ἰδιαιτέρως στοὺς ἱεροὺς ναούς, ἀπὸ πρωΐας μέχρι νυκτὸς χωρὶς καμιὰ ἀνάπαυση. Ἐγκατέστησε δὲ σὲ διάφορες πολιτεῖες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καὶ Καναδὰ τοὺς πρώτους πυρῆνες ἀπὸ τὰ γυναικεῖα καὶ ἀνδρικὰ Ἑλληνικὰ μοναστήρια. Τὰ νέα 18 μοναστικὰ κοινόβια καλλιεργοῦν τὸ οὐράνιο νέκταρ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς ὁποίας τὸ γλυκύτατο μέλη τὸ γεύονται πλέον ὡς τρόπον ζωῆς οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖ στὴν Ἀμερική. Ἀπὸ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Ἀριζόνας ὁ γέροντάς μου Ἐφραὶμ κατευθύνει ὁλόκληρο τὸ πνευματικό του ἔργο, ἐνῶ συγχρόνως συρρέουν καθημερινὰ ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον κατὰ ἑκατοντάδες οἱ προσκυνηταὶ γιὰ νὰ ἀπολαύσουν πνευματικὰ μέσα στὴν ἔρημο μία τρισευλογημένη ὄαση ποὺ ἀναγεννᾶ τὸν κόσμον ὁλόκληρον. Ἐκεῖ βιώνεται ἡ Ὀρθοδοξία καὶ μάλιστα μέσα στὴν Βαβυλωνία τῶν αἱρέσεων. Ἐκεῖ ἀναπτερώνεται τὸ Ὀρθόδοξο θρησκευτικὸ συναίσθημα. Ἐκεῖ καταμαρτυρεῖται τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ἡ ὀρθὴ πίστις. Ἐκεῖ συνιστᾶται καὶ ἡ σωστὴ συμμετοχὴ στὰ πανάγια σωστικὰ μυστήρια καὶ ἡ πράξις τῆς Εὐαγγελικῆς ζωῆς ὅπως ἀσφαλῶς καὶ ἐδῶ στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας ἀπὸ εὐλαβεῖς ἐργάτας καὶ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖ δημιουργεῖται τρόπον τινα μία καινούργια Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα στὴν ἀχανῆ αὐτὴ ἤπειρο ἀπὸ τὸν γέροντά μου ποὺ ξεκίνησε τὸ 1947 ἀπὸ μία σπηλιὰ τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἄθωνος, μαθητὴς καὶ ἄξιος ὑποτακτικός τοῦ ὀσιοτάτου γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ παπποῦ.

Χριστιανοί μου, τὸ 1938 ὁ ἅγιος γέροντας Ἰωσὴφ μὲ τὸν συνασκητὴ του Ἀρσένιο παρέμειναν στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Προσετέθη ἀργότερα καὶ ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του πατὴρ Ἀθανάσιος. Τὸ ’38 μετακομίζουν στὶς σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Τὸ καλοκαίρι τοῦ ’47 συγκαταλέγεται στὴ συνοδεία ὁ πατὴρ Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς ὅπου βρίσκει τὸν Ἀρσένιο καὶ τὸν πατέρα Ἀθανάσιο. Οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν φύγει. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἰδίου ἔτους, τὸ Σεπτέμβριο δηλαδὴ ἔρχεται ὁ πατὴρ Ἐφραίμ, ὁ γέροντάς μου, ὁ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, ἐνῶ τὸ καλοκαίρι τοῦ ’50 προστίθεται καὶ ὁ πατὴρ Χαράλαμπος ὁ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου.

Στὸ τέλος ἔλεγε τὰ ἑξῆς μὲ πολλὴ χαρά:

- Ἀρσένιε, τώρα μπορῶ μὲ ἀνάπαυση νὰ πῶ στὸν Κύριο, νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου. Ἐζήσαμε μαζὶ τόσο σκληρά, μέχρι αἷμα χύσαμε, γιὰ νὰ βροῦμε μέσα μας τὸ Θεό. Ὅμως τὸ παντοτινὸ παράπονό μου σὲ ὅλα τὰ χρόνια ἦταν αὐτό. Πολλοὶ πέρασαν ἀπὸ κοντά μας, ὠφελήθηκαν καὶ ἔφευγαν. Ὅμως τὴν πνευματική μας ἐργασία δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν ἀκολουθήσουν. Ἐνόμιζα ὅτι θὰ φύγω μὲ αὐτὸ τὸ παράπονο. Ὅμως νά. Φανέρωσε τώρα στὰ ὑστερνά μας, ὁ Θεὸς αὐτὰ τὰ τελευταῖα καλογεράκια καὶ κοντά τους νὰ μὲ θυμᾶσαι θὰ ἀκουμπήσει ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καὶ ὄχι μόνον τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀλλὰ καὶ πολλὰ μοναστήρια στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό, μὲ χίλιους καὶ πλέον μοναχοὺς καὶ χιλιάδες ἐξομολογουμένους καὶ σεσωσμένους, Δόξα σοι ὁ Θεός.

Τὸ 1953 μεταφέρονται στὴ Νέα Σκήτη ὅπου ὑπῆρχαν καλύτερες συνθῆκες διαβιώσεως, ἀφοῦ οἱ τρεῖς νέοι ὑποτακτικοὶ ἄρχισαν νὰ ἔχουν σοβαρὰ προβλήματα ὑγείας. Κατὰ τὴν περιόδο φαίνεται ἡ ποιμαντικὴ διάστασις τοῦ ἔργου τοῦ μακαρίου ὀσιοτάτου γέροντος Ἰωσήφ, ἀφοῦ πολλοὶ μοναχοὶ ἐκτὸς καὶ ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἰδιαιτέρως δὲ οἱ λαϊκοί, προσέφευγαν κοντά του καὶ τὸν συμβουλεύονταν ὡς ἀπλανῆ καὶ διακριτικὸ ὁδηγό.

Κοιμήθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὴν ἀρχική του ἐπιθυμία ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Παναγίας, τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς 15 Αὐγούστου 1959, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Καὶ θὰ κλείσω μὲ τὶς τελευταῖες φράσεις του:

- Ἡ νοερὰ προσευχὴ σὲ μένα εἶναι ὅπως ἡ τέχνη τοῦ καθενός,
καθότι ἐργάζομαι αὐτὴν τριανταέξι καὶ ἐπέκεινα χρόνια.

Τέλος καὶ τῷ Θεῷ Δόξα,

Ἀμήν.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2012

Σαν σήμερα, το 1983, κοιμήθηκε ο Γέροντας Αρσένιος ο Σπηλαιώτης


πηγή


Σαν σήμερα, το 1983, κοιμήθηκε ο Γέροντας Αρσένιος ο Σπηλαιώτης


Γέρων Αρσένιος Σπηλαιώτης (1886-1983)

Στην καταγωγή ήταν Πόντιος. Σε νεαράν ηλικία πυρομένος από θείο ζήλο αναχωρεί με τα πόδια από τη Ρωσία μέχρι τη Βασιλεύουσα και από εκεί με πλοίο καταφθάνει στους Αγίους Τόπους, όπου αόκνως υπηρέτησε σχεδόν μία δεκαετία στον Πανάγιον Τάφο και σε άλλα προσκυνήματα.
Εκεί κατά θείαν οικονομία γνωρίστηκε με τον γνωστό μεγάλον ασκητή της Αιγίνης, Ιερώνυμο από τον οποίον διδάχτηκε και τα πρώτα ανώτερα μαθήματα της ασκητικής ζωής. Αλλά η διψασμένη εκείνη ψυχή, πυρομένη από τον ένθεον έρωτα λέγοντας μετά του Δαυΐδ: «εδίψησέ σε η ψυχή μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω», άφησε τους θορύβους του κόσμου και μετέβη στον Άθωνα, στο Αγιώνυμο περιβόλι της Θεοτόκου.
            
Παραδομένος στο Πανάγιο Πνεύμα σαν σε πρώτο σταθμό έμεινε λίγα χρόνια
 στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα όπου και έλαβε το άγιο σχήμα μετονομασθείς σε Αρσένιον από Ανατόλιος όπου ονομάσθη με ρασοευχή στα Ιεροσόλυμα. Εκμεταλλευόμενος το ιδιόρρυθμο σύστημα της μέχρι τότε λειτουργούσης Μονής, προέβη σε σκληρούς και ανώτερους αγώνες. Όμως η δίψα της ασκήσεως πολύ σύντομα τον ώθησε κατόπιν πληροφορίας άνωθεν να εγκαταλείψη τη μοναστηριακή ζωή και να μεταβή στην ακρώρειαν του Όρους αναζητώντας ανώτερους ασκητές όπου με την διδαχή και το παράδειγμα τους οδηγούν εις την τελειότητα.
Βλέποντας ο Κύριος, τον ειλικρινή πόθον του δεν άργησε να του φανερώση το ποθούμενο. Και το ποθούμενο ήταν ένας άλλος νέος, ο οποίος έψαχνε ακριβώς για τον ίδιο σκοπόν και με τον ίδιον πόθο. Οι δύο αυτοί νέοι για πρώτη φορά συναντήθηκαν ψηλά εκεί πάνω στην αγία κορυφή του Άθω. Και όπως ο μαγνήτης έλκει και ενώνεται με το σίδηρο, κατ΄ αυτόν τον τρόπο το Πανάγιον Πνεύμα είλκυσε τον ένα προς τον άλλο. Έκτοτε ενωμένοι τω Πνεύματι παρέμειναν οι δύο νέοι αχώριστοι κατά την υπόσχεση που έδωκαν μεταξύ τους μέχρις ότου τους εχώρησε ο θάνατος.
             
Ο άλλος νέος ήταν ο μεγάλος μετέπειτα νηπτικός ασκητής του 20ου αιώνος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο οποίος τότε με το λαϊκό του όνομα λεγόταν Φραγκίσκος Κώττης. Οι δύο αυτοί νέοι έκτοτε ωσάν μέλισσες μάζεψαν ότι το πιο εκλεκτό είχε τότε η έρημος του Αγίου Όρους προκειμένου να τρυγήσουν τους γλυκύτατους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Γνωρίστηκαν πρώτα με τον φημισμένο Γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη, με τον Καλλίνικον τον Ησυχαστή, με τον Γεράσιμο, με τον Ιγάτιο και όσα άλλα εύοσμα άνθη της ερήμου. Γράφει σε μία επιστολήν ο αείμνηστος Ιωσήφ: «τα σπήλαια ολοκλήρου του Άθωνα με εδέχοντο επισκέπτην, βήμα προς βήμα ... ίνα εύρω πνευματικόν να με διδάξη ουράνιον θεωρίαν και πράξιν».
Έτσι λοιπόν ψάχνοντας βρήκαν και το εκλεκτώτερο ρόδο της ερήμου τον παπα-Δανιήλ τον Ησυχαστήν εκεί ψηλά στη σπηλιά του Αγίου Πέτρου. Ο ασκητής αυτός λειτουργούσε κάθε βράδυ μεσάνυχτα και η λειτουργία κρατούσε 3-4 ώρες, διότι από την πολλήν κατάνυξη και αίσθηση του μυστηρίου η λειτουργία γινόταν με πολλές διακοπές και πάντοτε το έδαφος γινόταν λάσπη από τα πολλά δάκρυα. Ο Γέροντας αυτός ήταν προικισμένος με πολλά χαρίσματα μεταξύ των οποίων και το προορατικό χάρισμα. Ζούσε με συνεχή ξηροφαγία και μονοφαγία όλο το έτος. Απ΄ αυτόν οι δύο ασκητές Ιωσήφ και Αρσένιος παρέλαβαν την τάξιν της μονοφαγίας και ξηροφαγίας, αλλά και την τάξιν της παντοτινής αγρυπνίας.
Στο διάστημα της αγρυπνίας ο Γέρων Αρσένιος καθώς ο ίδιος μου ομολόγησε έβγαζε επί πολλά χρόνια 3.000 γονυκλισίες κάθε βράδυ και η υπόλοιπη αγρυπνία γινόταν με ορθοστασία. Όσο για ανάπαυση για πολλά χρόνια κρεββάτι δεν φιλοξένησε τους δύο ασκητές. Μετά την ολονύχτια κοπιαστική αγρυπνία επρόσφεραν λίγο φόρο στο σαρκίον καθήμενοι σε σκαμνάκι.
Όσο για φαγητό; Καθημερινά μονοφαγία, το δε κυριότερο γεύμα παξιμάδι μάλιστα πολλές φορές μουχλιασμένο και σκουλικιασμένο. Το Σαββατοκυρίακο, αν έβρισκαν, έτρωγαν και οτιδήποτε άλλο εκτός κρέατος, αλλά και πάλιν άπαξ (μονοφαγία)
             
Πέραν αυτών ο Γερο-Αρσένιος επεμελείτο και τις χειρονακτικές εργασίες. Ζώντας τα πρώτα χρόνια εκεί ψηλά στα βράχια του Αγίου Βασιλείου, ανεβοκατέβαινε 1-2 ώρες απότομο ανήφορο ανεβάζοντας προμήθειες όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για όλους τους ασκητές. Κουβαλούσε στους ώμους πέτρες και διάφορα υλικά για την συντήρηση και επισκευή των λιθόκτιστων καλύβων και πεζουλιών.
Επειδή τα έργα αυτά είναι ανώτερα των ανθρωπίνων δυνάμεων, ρωτώντας κάποτε τον παππού, μου ομολόγησεν, ότι μόλις έβαζε μπροστά την ευχή του Γέροντα το φορτίο ξελάφρωνε και μια ανώτερη δύναμη τον έσπρωχνε, ώστε με μεγάλη ευκολία ανέβαινε εκείνο τον ανήφορο και μάλιστα μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού, με την ευχή αδιάλειπτη στα χείλη.
Όσο για περιβολή; Για πολλά χρόνια οι δύο ασκητές, χειμώνα καλοκαίρι, ζούσαν ρακένδυτοι και ξυπόλητοι σε βαθμό, που πολλοί τους θεωρούσαν «σαλούς». Δεν ήσαν σαλοί κατά κόσμον, αλλά δια Χριστόν. Γι΄ αυτούς άρμοζε ο λόγος του αποστόλου: «περιήλθον εν μηλωταίς εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος· εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γής» (Εβρ. ια΄ 37-38).
           
Οι δύο μεγάλοι αυτοί ασκητές, αφού έζησαν σχεδόν είκοσι χρόνια εκεί ψηλά στη σκήτη του Αγίου Βασιλείου, το 1938 αποφάσισαν να κατέβουν χαμηλώτερα στη Μικρά Αγία Άννα μαζί με μια μικρή συνοδεία που ήδη προσκολλήθηκε κοντά τους. Εκεί παρέμειναν μέχρι το 1953. Μετά το '53 μετέβησαν ακόμα πιο χαμηλά στη Νέα Σκήτη. Ο μεγάλος ασκητής Ιωσήφ ήδη απήλθε προς τα ουράνια το 1959. Δεν αξιώθηκα να τον γνωρίσω. Αξιώθηκα όμως το 1964 να πρωτογνωρίσω το Γέροντα Αρσένιο. Η αρετή του αειμνήστου Γέροντα μου Παπα Χαραλάμπους, υποτακτικού τότε του Γέροντος Αρσενίου, αλλά και θείου και αναδόχου του κατά σάρκα, θεία χάριτι με σαγήνεψαν ώστε έκτοτε να παραμείνω μαζί τους μέχρι της οσίας τελευτής τους.
Με τον Γέροντα Αρσένιον έζησα δεκαοκτώ συναπτά έτη. Εγνώρισα την αρετή του. Τους πλούσιους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, αγάπη, χαρά, ειρήνη κ.λ.π., αλλά προ πάντων την μακαρίαν απλότητα και ακακία, την ευθύτητα, την ειλικρίνεια και τη μεγάλη ταπείνωση, το μεγάλο αγωνιστικό φρόνημα κ.ά.
Επιλήψει με ο χρόνος διηγούμενον περί της θαυμαστής ζωής του μεγάλου αυτού ασκητού. Όμως ο χώρος δεν επιτρέπει. Εν κατακλείδι, παραθέτω σπαράγματα από τον πρόλογον του βιβλίου «Γέρων Αρσένιος Σπηλαιώτης», από ένα άλλο εκλεκτό μέλος της συνοδείας του, τον αείμνηστον Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινόν:
«Για τον Γέρο Αρσένιον, ισχύει το ευαγγελικό «ίδε αληθώς Ισραηλίτης εν ω δόλος ουκ έστι» Ήτο εκ φύσεως ευθύς, απλός, άκακος, πράος, υπήκοος και κατ΄ εξοχήν, σπάνιος αγωνιστής και ακτήμων. Όταν αγρυπνούσε, από βραδύς ξεκινούσε με χιλιάδες γονυκλισίες και ολονύκτιον ορθοστασίαν μέχρι να ξημερώση. Πολλές φορές ο παππούς αυτός δεν εννοούσε να ξεκολλήση από την ευχήν. Πλησιάζαμε στο παράθυρο. Ήταν μεταρσιωμένος.
- Γέροντα ήλθε η ώρα της δουλειάς, και ο παππούς αφού συνερχόταν απαντούσε με απλότητα
- Ξημέρωσε κιόλα;
          
Με τον άγιον αυτόν παππού έζησα τρία χρόνια στην Νέα Σκήτη. Δώδεκα στο
 Χιλανδαρινό κελλί «Μπουραζέρι» και τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του στην
 ευαγή Ιερά Μονή Διονυσίου, όπου λόγω λειψανδρίας προσκλήθηκε ο αείμνηστος 
Γέροντάς μου Παπα Χαράλαμπος να την στελεχώση αναλαμβάνοντας και τα σκήπτρα
 της ηγουμενίας. Η Μονή αυτή τιμάται επ΄ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου.
Σ΄ όλα του τα χρόνια ο Γέρων Αρσένιος είχε προστάτην τον Μέγαν Πρόδρομον. 
Εκεί λοιπόν στη Μονή πλήρης ημερών με οσιακό τέλος αφήκε την τελευταία του 
αναπνοή στις 2/15 Σεπτεμβρίου του 1983 στα χέρια του Βαπτιστού Ιωάννου.
          
Αιωνία αυτού η μνήμη.
Ας έχουμε την ευχήν του

Ιωσήφ Μ.Δ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...