Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίοι Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίοι Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 04, 2020

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ-Τρεῖς ὄψεις τῶν καθηκόντων μας,ἐφαρμοσμένων στη ζωή τοῦ Ἁγίου



 Οἱ ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἡ ὁλοκληρωμένη πνευματική του προσωπικότητα μᾶς 
παρουσιάζονται στὴν ὑμνολογία τῆς ἡμέρας. Πρόκειται γιὰ μία ὑμνολογικὴ ἀνθοδέσμη, 
ὅπου κάθε ἄνθος μᾶς δίδει καὶ τὸ ἄρωμα μιᾶς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου.
«Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια. διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».

 Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὁρισμένα καθήκοντα, τῶν ὁποίων ἡ τήρηση 
ἐπιβάλλεται. Τὰ καθήκοντα αὐτὰ διακρίνονται συνήθως σὲ καθήκοντα πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὸν 
πλησίον καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Ἀκριβῶς δὲ τὸ ἐγκώμιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μᾶς παρουσιάζει

 τὶς τρεῖς αὐτὲς ὄψεις τῶν καθηκόντων,ἐφαρμοσμένων στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου.
Σὲ σχέση μὲ τὰ καθήκοντα πρὸς τὸν Θεὸ τὸν παρουσιάζει ὡς «κανόνα πίστεως»,ὡς ἄνθρωπο 
δηλαδὴ ποὺ ἔχει τὴν πίστη ὡς κίνητρο τῆς ζωῆς του καὶ πιστεύει ὑποδειγματικὰ στὸν Θεό.
 Ὡς πρὸς τὰ καθήκοντα πρὸς τὸν πλησίον μᾶς παρουσιάζει τὸν Ἅγιο ὡς ἄνθρωπο πρᾶο καὶ «εἰκόνα πραότητος», καὶ ταυτόχρονα ὡς ἄνθρωπο πλήρη στοργῆς καὶ ἀγάπης, ποὺ φθάνει σὲ πράξεις 
ἀγαθοεργίας, ὥστε νὰ ἀποκτήσει «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». 
Ὡς πρὸς τὰ καθήκοντα πρὸς τὸν ἑαυτό του τὸν παρουσιάζει ὡς «ἐγκρατείας διδάσκαλον», 
ποὺ ἀποκτᾶ διὰ τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς «τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά».

 Εἶναι ὁ Ἅγιος Νικόλαος πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανούς, ὥστε ἀκολουθώντας 
τὸ παράδειγμά του νὰ γνωρίσουμε τὶς τρεῖς αὐτὲς διαστάσεις τῶν καθηκόντων μας καὶ
 νὰ τὶς θέσουμε σὲ ἐφαρμογή.
Εἶναι ἔμπρακτο παράδειγμα τοῦ τι σημαίνει ἁγιότης καὶ πῶς αὐτὴ ἐφαρμόζεται στὴ ζωή μας.
 Ἡ ἁγιότητα εἶναι κάτι τὸ οὐράνιο καὶ ὑψηλό, ἀλλὰ ὄχι ἀκατόρθωτο καὶ ἄφθαστο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ μᾶς ἦταν καὶ ὁ ἑορταζόμενος Ἱεράρχης.

 Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, κατὰ μίμηση τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἂς στρέψουμε καὶ μεῖς τὴν προσοχή μας
 στὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων μας πρὸς τὸν Θεό, τὸν πλησίον καὶ τὸν ἑαυτό μας.
 Καὶ ἡ πλήρης προσήλωση στὸ χριστιανικό μας καθῆκον «ἐν παντὶ» 
θὰ μᾶς ἀναβιβάσει σὲ ὕψος μέγα, ἀνάλογο τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου
Ι.Μ. Κομοτηνής
dogma.gr

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2020

Συναξαριστής της 1ης Δεκεμβρίου

 Ὁ Προφήτης Ναούμ

 
 


Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα πρὸ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Συμεών. Πατρίδα εἶχε τὴν Ἐλκεσέμ, γι᾿ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Ναοὺμ ὁ Ἐλκεσαῖος.

Τὸ βιβλίο τῆς προφητείας του ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μικρὰ κεφάλαια καὶ ἀφορᾷ τὴν τύχη τῆς πόλης Νινευῆ.
Στὸ Α´ κεφάλαιο, ὑμνεῖ τὸ Θεό.
Στὸ Β´ κεφάλαιο, προαναγγέλλει τὸν ὄλεθρο τῆς Νινευῆ μὲ τὰ ἅρματά της, τοὺς ἱππεῖς καὶ τοὺς θησαυρούς της.
Στὸ Γ´ κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τὴν Νινευὴ σὰν πόλη τῶν αἱμάτων, τοῦ ψεύδους, τῆς μεγάλης ἀδικίας καὶ πορνείας.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί λέει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ τί γιὰ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο: «Χρηστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοῖς πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος». Ναούμ, Α´ 7 -8.

Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους. Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται. Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.

Ὁ πρoφήτης Ναοὺμ πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.


Ἀπολυτίκιον


Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ναοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμῳ ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τὰς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφήτα, ὀμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι· δι' ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεὶς τοῖς ἀνθρώποις κατηύφρανεν ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κάθισμα


Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀμιγῆ χαρακτήρων τῶν κάτω ἔνδοξε, σὺ τὸν νοῦν κεκτημένος, τοῦ θείου Πνεύματος, καθαρώτατον Ναοὺμ δοχεῖον γέγονας, τὰς ἐλλάμψεις τὰς αὐτοῦ, εἰσδεχόμενος λαμπρῶς, καὶ πᾶσι διαπορθμεύων· διό σε ἐκδυσωποῦμεν, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε.
 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Νέος

Γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Εὐεργετινός, ὅτι ἔγινε μοναχὸς καὶ ζοῦσε ζωὴ ἀσκητική.

Γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ ὅμως περισσότερο, ἄφησε τὸν ἡσυχαστικὸ βίο καὶ πῆγε σὲ μία κοινοβιακὴ Μονὴ στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας καὶ ὑποτάχθηκε στὸν ἡγούμενο, δουλεύοντας τὶς πιὸ σκληρὲς δουλειὲς τῆς Μονῆς. Ἀφοῦ ἔδειξε πολλὴ ὑπακοὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ ἔγινε ὑπόδειγμα ἀσκητικῆς ταπεινοφροσύνης, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
 

 
Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἀλλοῦ ἀναφέρεται σὰν Ὀνησίφορος, μαζὶ μὲ τὸν Σολομῶντα, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος Ἐφέσου.
 

 
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων
 
 


Ἦταν ὑπόδειγμα κάθε ἀρετῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἀγαθοεργίας. Ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν πόλη Ἀμνεία τῆς Παφλαγονίας, καὶ τοὺς γονεῖς του ἔλεγαν Γεώργιο καὶ Ἄννα. Παντρεύτηκε τὴν Θεοσεβὼ καὶ ἀπόκτησε τρία παιδιά. Ἕνα γιό, τὸν Ἰωάννη, καὶ δυὸ κόρες, ποὺ τὴν πρώτη ἔλεγαν Ὑπατία καὶ τὴν δεύτερη Εὐανθία.

Ὁ Φιλάρετος ἦταν γεωργὸς καὶ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά του, πλουσιοπάροχα μοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Πεινασμένο ἔβρισκε; τὸν χόρταινε. Γυμνό; τὸν ἕντυνε. Χήρα καὶ ὀρφανό; βοηθοῦσε καὶ παρηγοροῦσε. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε καὶ ὁ Φιλάρετος κάποτε κατάντησε πολὺ φτωχός.

Ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, ἔδειξε θαυμαστὴ καρτερία ὅπως ὁ Ἰώβ, καὶ συνέχισε νὰ ἀγαθοεργεῖ μέχρι ὑπερβολῆς. Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν ἀσυναγώνιστη πίστη του οἰκονόμησε μὲ τὴν πρόνοιά Του, ὥστε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ γιὸς τῆς βασίλισσας Εἰρήνης, νὰ πάρει γιὰ γυναῖκα του τὴν ἐγγονὴ τοῦ ἁγίου Μαρία, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ὡραία στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
 
Τὸν δὲ Φιλάρετο, τὸν τίμησε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου. Ἔτσι ἔγινε κάτοχος πολλοῦ πλούτου, ποὺ τὸν διαμοίραζε ἀκόμα πιὸ ἄφθονα στοὺς φτωχούς.

Ὅταν θὰ πέθαινε, κάλεσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Παιδιά μου, μὴ ξεχνᾶτε ποτὲ τὴν φιλοξενία, μὴ ἐπιθυμεῖτε τὰ ξένα πράγματα, μὴ λείπετε ποτὲ ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γενικὰ ὅπως ἔζησα ἐγὼ ἔτσι νὰ ζεῖτε καὶ ἐσεῖς». Καὶ αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, ξεψύχησε μὲ τὴν φράση: «γενηθήτω τὸ θέλημά σου».


Ἀπολυτίκιον


Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως περιουσίᾳ, διεσκόρπισας τοῖς δεομένοις τὸν προσιόντα σοι πλοῦτον, Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγὸν τοῦ ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσι σε ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Πέρσης

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβὴλ τῆς Περσίας καὶ ἦταν ἕνας μεταξὺ τῶν Ἁγίων ποὺ δόξασαν τὸ ἔδαφος τῆς Περσίας μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν ἡρωισμό τους γιὰ τὴν πίστη.

Συνελήφθη διότι προσπαθοῦσε νὰ διαφωτίσει τοὺς πατριῶτες του στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Βασανίστηκε σκληρά, ἀλλὰ δὲν κάμφθηκε. Ἀντίθετα, παρέδωσε τὴν τελευταία του πνοή, βλέποντας ὁράσεις ἀνδρῶν, περιβεβλημένων φωτεινοὺς στεφάνους, ποὺ τὸν καλοῦσαν στοὺς τόπους τῆς ἀνέκφραστης ἀγαλλίασης.
 

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀνανίας καὶ Σολόχων Ἀρχιεπίσκοποι Ἐφέσου

Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Ἀλλὰ μᾶλλον πρόκειται περὶ παρεξηγήσεως. Διότι Ἀρχιεπίσκοποι Ἐφέσου ὑπῆρξαν μόνο δυό, ὁ Ὀνήσιμος (ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω) καὶ ὁ Σολόχων ἢ Σολομών.
 

 
Ἐγκαίνια Ναοῦ Ἁγίου Τρύφωνος
«Πλησίον τῆς ἁγίας Εἰρήνης ἀρχαίας καὶ νέας». Ἀλλὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Τρύφωνα, ὁρίζονται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς τὴν 19η Ὀκτωβρίου.
 

 
Ὁ Ἅγιος Θεόκλητος, Ἀρχιεπίσκοπος Λακεδαιμονίας

Ἐπονομάζεται καὶ θαυματουργός. Σῴζεται εἰκόνα του σὲ ἐκκλησία τῆς Μονεμβασίας, ὅπου ἀπὸ τὰ φθαρμένα στοιχεῖα δὲν γίνεται γνωστὴ ἡ ἐποχή του.
 
Ἄλλες πηγές μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἔζησε ἀσκητικότατο βίο, τὸν 9ο αἰῶνα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώσει τὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦ ποιμνίου του.

Ἦταν ὀπαδὸς τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰγνατίου καὶ πῆρε μέρος στὴν κατὰ τοῦ Φωτίου συγκληθεῖσα Σύνοδο (869-870). Θεωρεῖται τοπικὸς Ἅγιος τῆς Λακεδαιμονίας, ἡ δὲ βιογραφία του συντάχθηκε ἀπὸ κάποιον ἀνώνυμο.

Κυριακή, Ιουλίου 19, 2020

Η ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΑΓΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΠΟΥ ΦΛΕΓΟΤΑΝ ΝΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΙ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑΥΤΟ ΟΙ ΝΑΖΙ ΤΗΝ ΕΚΑΨΑΝ!

OΣΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ (ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΜΠΤΣΟΒΑ).
ΜΙΑ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ. 





Η Μητέρα Μαρία Σκόμπτσοβα απεβίωσε την Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1945, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως τουRavensbrück, κοντά στο Βερολίνο. Το «έγκλημα» αυτής της Ορθόδοξης μοναχής και Ρωσίδας πρόσφυγος ήταν η προσπάθειά της να σώζει Εβραίους και άλλους που εδιώκοντο από τους Ναζί στην υιοθετημένη πόλη της, το Παρίσι, όπου το 1932 είχε ιδρύσει έναν οίκο φιλοξενίας. Η ακόλουθη μελέτη γράφτηκε το 1937 και ανακαλύφθηκε το 1996 από την ΕλένηKlepinin-Arjakovsky, στο αρχείο του S. B. Pilenko. Το Ρωσικό κείμενο δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι του 1998 από το περιοδικό «ΒΕΣΤΝΙΚ» που έχει την έδρα του στο Παρίσι, Φύλλο Νο.176 (II-III 1997), σελ. 5-50, και είναι επίσης αναρτημένο στην ιστοσελίδα Άγιος Φιλάρετος της Μόσχας, στο: http://www.stphilaret.org/types.html. 



ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΙΟΥ 


Όταν, την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1932, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος δέχθηκε τους μοναχικούς όρκους της Ελισαβέτας Σκόμπτσοβα στην εκκλησία του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, πολλοί σκανδαλίσθηκαν. Στο κάτω-κάτω, αυτή η γυναίκα ήταν δύο φορές διαζευγμένη, είχε αποκτήσει ένα νόθο παιδί από άλλον άνδρα, είχε αριστερές πολιτικές συμπάθειες και γενικά, όπως και να το εξέταζε κανείς, ήταν μοναδική περίπτωση. Κατά την ομολογία της, έλαβε το όνομα Μαρία σε ανάμνηση της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μιας πόρνης που έγινε ερημίτισσα και άκρως ασκητική. Ως θρησκευόμενο πρόσωπο, η Μητέρα Μαρία συνέχισε να σκανδαλίζει, σαν γνήσια «δια Χριστόν Σαλή». Το «αγγελικό σχήμα» της ήταν συνήθως γεμάτο λεκέδες από τα λίπη της κουζίνας και τις μπογιές από το εργαστήρι της. Σύχναζε σε μπαράκια αργά την νύχτα. Φαινόταν να έχει ελάχιστη υπομονή με τις μακροσκελείς Ορθόδοξες λειτουργίες, και τις αυστηρές και συχνές νηστείες έμοιαζε να τις θεωρεί βαρύ φορτίο. Και – τι φρίκη! – κάπνιζε και δημοσίως, φορώντας το ράσο! 


Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της καλής κοινωνίας το 1871 στη Λετονία, της είχε δοθεί το όνομα Ελισαβέτα Πιλένκο. Ο πατέρας της απεβίωσε όταν εκείνη ήταν στην εφηβεία, και έκτοτε ενστερνίστηκε τον αθεϊσμό. Το 1906 η μητέρα της πήρε την οικογένεια στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνδέθηκε με ριζοσπαστικούς κύκλους διανοουμένων. Το 1910 παντρεύτηκε ένα Μπολσεβίκο ονόματι Ντιμίτρι Κουζμίν-Καράβιεφ. Κατά το διάστημα αυτό της ζωής της ασχολήθηκε ενεργά με τους λογοτεχνικούς κύκλους και έγραψε αρκετή ποίηση. Το πρώτο της βιβλίο, «Σκυθικά Θραύσματα», ήταν μια συλλογή ποιημάτων αυτής της περιόδου. Μέχρι να έρθει το 1913, ο γάμος της με τον Ντιμίτρι είχε τελειώσει. Μέσω της μελέτης της ανθρώπινης φύσης τού Ιησού, άρχισε να έλκεται πίσω στον Χριστιανισμό. Μετακόμισε – τώρα πλέον με την κόρη της την Γκαϊάνα – στον Νότο της Ρωσίας, όπου αυξήθηκε και η θρησκευτική της προσήλωση. Το 1918, μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, εξελέγη Αντιδήμαρχος της πόλεως Ανάπα στην Νότια Ρωσία. Όταν ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Ανάπα, ο Δήμαρχος έφυγε εσπευσμένα και εκείνη έγινε Δήμαρχος της πόλεως. Ο Λευκός Στρατός την δίκασε επειδή είχε υπάρξει Μπολσεβίκα. Όμως ο δικαστής ήταν ένας παλιός της καθηγητής, ο Δανιήλ Σκόμπτσοβ, και έτσι απαλλάχθηκε. Σύντομα οι δυο τους ερωτεύθηκαν και παντρεύτηκαν. Σύντομα όμως άρχισε πάλι να αλλάζει το πολιτικό ρεύμα. Για να αποφύγει τον κίνδυνο, η Ελισαβέτα, ο Δανιήλ, η Γκαϊάνα και η μητέρα της Ελισαβέτα, Σοφία, έφυγαν από την χώρα. Η Ελισαβέτα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Ταξίδεψαν πρώτα στην Γεωργία (όπου γεννήθηκε ο γιος της ο Γιούρι) και μετά στην Γιουγκοσλαβία (όπου γεννήθηκε η κόρη της Αναστασία). Τελικά έφθασαν στο Παρίσι το 1923. Σύντομα η Ελισαβέτα αφιερώθηκε σε θεολογικές σπουδές και κοινωνικά έργα. Το 1926, η Αναστασία πέθανε από γρίπη – γεγονός που ράγισε την καρδιά της οικογένειας. Την Γκαϊάνα την έστειλαν σε σχολείο του Βελγίου, εσώκλειστη. Σύντομα μετά, ο γάμος του Δανιήλ και της Ελισαβέτα άρχισε να διαλύεται. Ο Γιούρι κατέληξε να ζει με τον Δανιήλ, ενώ η Ελισαβέτα μετακόμισε στο κέντρο του Παρισιού, για να εργασθεί πιο άμεσα με εκείνους που είχαν περισσότερη ανάγκη. Ο επίσκοπός της την ενθάρρυνε να δώσει τους μοναχικούς όρκους για να γίνει μοναχή. Το 1932, με την έγκριση του Δανιήλ Σκόμπτσοβ, εγκρίθηκε η «Εκκλησιαστική Πράξη χωρισμού», και τελικά πήρε τους μοναχικούς όρκους. Το όνομα που πήρε στην κουρά της ήταν Μαρία. Αργότερα, έστειλαν τον π. Δημήτριο Κλεπίνιν να γίνει προϊστάμενος του ιδρύματος εκείνου. 


Στα γραπτά της η Μητέρα Μαρία εκφράζει εκείνο που προσπαθούσε να βιώσει. Έχοντας πάρει τους μοναχικούς όρκους – που τους θεωρούσε ένα μέσον για να προσηλωθεί αμετάκλητα στην κλήση της μέσα στην Εκκλησία – ενοικίασε ένα κτίριο που έγινε το μοναστήρι της, και καταφύγιο για τους απόβλητους της κοινωνίας. Ήταν ένας τόπος με πόρτα ανοιχτή για τους πρόσφυγες, τους ενδεείς και τους μοναχικούς. Σύντομα έγινε και κέντρο για πνευματική και θεολογική συζήτηση. Για την Μητέρα Μαρία, αυτά τα δυο στοιχεία – διακονία των φτωχών και θεολογία – πήγαιναν χέρι-χέρι. Ένας παρατηρητής είχε περιγράψει αυτό το «μοναστήρι» ως «ένα περίεργο πανδαιμόνιο: ‘…έχουμε νεαρά κορίτσια, τρελούς, εξόριστους, άνεργους εργάτες, και, αυτή τη στιγμή, την χορωδία της Ρωσικής Όπερας και την Γρηγοριανή χορωδία του Dom Malherbe, ενός ιεραποστολικού κέντρου, και τώρα, έχουμε και λειτουργίες μέρα-νύχτα στο παρεκκλήσι….’ Το Μοναστήρι φιλοξενούσε ομιλίες και συζητήσεις, με ομιλητές από το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου. Οι πολύ έντονες πνευματικές πεποιθήσεις της Μητέρας Μαρίας δεν την εμπόδισαν να οργανώνει και σε μεγάλη κλίμακα. Ίδρυσε ένα σανατόριο για στερημένους ανθρώπους που υπέφεραν από φυματίωση, και υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την εκκίνηση της «Orthodox Action» (Ορθόδοξη Δράση), μια οργάνωση με πολλαπλές αγαθοεργίες. 


Όταν τα Γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Παρίσι, το μοναστήρι της Μητέρας Μαρίας έγινε καταφύγιο για διωχθέντες Εβραίους, μέχρι να βρεθούν διαδρομές διαφυγής για αυτούς. Σε όσους το ζητούσαν, τους προμήθευε με πλαστά πιστοποιητικά Βαπτίσεως. Οι Ναζί κάποτε ανακάλυψαν τι γινόταν. Η Μητέρα Μαρία, ο γιος της Γιούρι, ο προϊστάμενος Ιερέας του παρεκκλησίου και ο λαϊκός διαχειριστής τέθηκαν υπό κράτηση και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μόνο ο λαϊκός επιβίωσε. Όσοι γνώρισαν την Μητέρα Μαρία στα στρατόπεδα ήσαν μάρτυρες του κουράγιου, της ελπίδας και της αισιοδοξίας που μετέδιδε στους άλλους, κάτω από τις χειρότερες δυνατόν συνθήκες. Η ημερομηνία και οι συνθήκες του θανάτου της δεν είναι βέβαιες. Υπάρχουν αναφορές πως το όνομά της εμφανίσθηκε σε κατάλογο εκείνων που οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων την 31η Απριλίου 1945, και πως η ίδια είχε προσφερθεί να πάρει την θέση μιας νεαρής Πολωνής, όμως αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως. 


Η Μαρία Σκόμπτσοβα ανήκει όντως σύμφωνα με την παράδοση σε εκείνους τους «δια Χριστόν Σαλούς», οι οποίοι καλούν την Εκκλησία να στραφεί προς την πραγματική Της αποστολή, οι οποίοι απογυμνώνουν όλες τις παραισθήσεις και πλάνες, οι οποίοι αποτελούν ένδειξη αντίφασης σε ό,τι αποκαλείται ανθρώπινη σύνεση και ανθρώπινη «ευπρέπεια». Μας προκαλεί, μέσα στην αδιαφορία μας και την ατομική μας ευχαρίστηση, στα ημίμετρά μας και την στείρα ευσέβεια. Σφυροκοπά με βαρειά την -δυστυχώς επικρατούσα- αναζήτηση προσωπικής εκπλήρωσης, αρμονίας, ειρήνης και ικανοποίησης μέσα από την θρησκεία. Αλλά δεν θα ήταν Ορθόδοξη, αν ο θάνατος και το μαρτύριο είχαν τον τελευταίο λόγο˙ διότι, επειδή ακριβώς κατέβηκε στην Κόλαση και άφησε τον Εαυτό της να χαθεί ανάμεσα στους άθεους, η Ζωή νίκησε το κράτος του θανάτου. Όπου εισήλθε η Ζωή, εκεί δεν μπορεί πλέον να εισέλθει ο θάνατος. Μέσα από Τάφο ακτινοβολεί η δόξα της Αναστάσεως. 


Η Αγιότητα της Μητέρας Μαρία αναγνωρίστηκε με πράξη της Αγίας Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 16η Ιανουαρίου 2004. Η αγιοκατάταξη της Μητέρας Μαρία, μαζί με τον π. Δημήτριο, τον Γιούρι και τον Ηλία Φονταμίνσκυ τελέσθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκυ στο Παρίσι την 1 και 2 Μαίου 2004. Εορτάζεται η μνήμη τους την 20η Ιουλίου. 


«Ανοίξτε τις πόρτες σας στους αστέγους κλέφτες, καταστρέψτε κάθε άνεση, ακόμη και την μοναχική άνεση»








Οι συνθήκες σήμερα γκρεμίζουν στις καρδιές μας ό,τι είναι σταθερό, ώριμο, φωτοστεφανωμένο από τους αιώνες και κρατημένο με ευλάβεια μέσα μας.

«Οι μοναχές διακρίνονται από μεγάλη προσωπική ευσέβεια και η κάθε μοναχή προσπαθεί να βρει το Θεό, ίσως ακόμη και την αγιότητα. Αλλά ως αυθεντικοί οργανισμοί, ως ολότητες…είναι απλώς ανύπαρκτες. Η σημασία αυτών των παραμεθόριων μονών είναι αναμφισβήτητη: διασφαλίζουν ηθικές αρχές, συντηρούν τη μεγάλη κληρονομιά του παρελθόντος, το πολύτιμο θησαυροφυλάκιο της τελετουργικής μεγαλοπρέπειας και της παράδοσης…χαρακτηρίζονται ως μονές «αστικές»: κανείς εκεί μέσα δεν έχει ιδέα για το ότι ο κόσμος καίγεται. Δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για τη μοίρα του κόσμου…Χρειάζεται ένας νέος τύπος μοναχισμού…ένας δρόμος ούτε εσωστρεφής, ούτε ασφαλής…μακριά από συνθήκες «άνεσης και ζεστασιάς».

«Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρκος της αγνότητας…φέρνει στη μοναχική ζωή ανθρώπους που δεν έχουν δική τους οικογένεια, που δεν έχουν χτίσει προσωπική ζωή και που δεν έχουν αντιληφθεί σε ποιο βαθμό η απόλυτη ανεξαρτησία της προσωπικής ζωής είναι εντελώς ασύμβατη με το εσχατολογικό πνεύμα του μοναχισμού…

Η ανάγκη να χτίσεις μια οικογένεια…είναι ανάγκη να χτίσεις μια φωλιά, να οργανώσεις και να σχηματίσεις μια προσωπική ζωή…Ένα εξαιρετικά περίεργο φαινόμενο έχει επιτελεστεί και οι θεμελιώδεις αξίες της μοναχικής ζωής έχουν σταδιακά αλλάξει…».

 «Ανοίξτε τις πόρτες σας στους άστεγους κλέφτες, αφήστε τον έξω κόσμο να περάσει και να γκρεμίσει το υπέροχο λειτουργικό σας σύστημα, ταπεινώστε τον εαυτό σας. 

‘Όσο κι αν το κάνετε αυτό, μπορείτε, νομίζετε, η κένωση του εαυτού σας να συγκριθεί με αυτή του Χριστού; Δεχτείτε τον όρκο της πενίας σε όλη του τη συντριπτική αυστηρότητα: καταστρέψτε κάθε άνεση, ακόμη και μοναχική άνεση…Οι συνθήκες σήμερα γκρεμίζουν στις καρδιές μας ό,τι είναι σταθερό, ώριμο, φωτοστεφανωμένο από τους αιώνες και κρατημένο με ευλάβεια μέσα μας. Μας βοηθούν πραγματικά (είναι πλεονέκτημα να ζεις ανάμεσα σε ερείπια) μας εξωθούν να δεχτούμε τον όρκο της πενίας, να μην αναζητάμε κανόνες, αλλά αντίθετα να επιζητούμε την αναρχία των δια Χριστόν σαλών, μη ζητώντας το μοναχικό εγκλεισμό, αλλά την απόλυτη απουσία και του πιο ανεπαίσθητου εμπόδιου που μπορεί να χωρίσει την καρδιά από τον κόσμο και τις πληγές του»[1].

[1] (Παρουσίαση του βιβλίου του Σεργκέι Χάκελ: Μαρία Σκομπτσόβα, μια «δια Χριστόν σαλή» στους μοντέρνους καιρούς. εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ. Μετάφρ. Νίκη Ι. Τσιρώνη).





Μία αγία με ολόκληρη ζωή «αντισυμβατικής αγιότητας» και ολοκαυτώματος για τον αδελφό σε κάθε επίπεδο…

“Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι κάθε Χριστιανός καλείται να προσφέρει κοινωνική εργασία[….]Καλείται να οργανώσει την προσωπική ζωή των εργαζομένων, να προσφέρει στους ηλικιωμένους, να χτίσει νοσοκομεία, να ενδιαφερθεί για τα παιδιά, να πολεμήσει την εκμετάλλευση, την αδικία, την ανάγκη και την ανομία[…]. Οι ασκητικοί κανόνες είναι απλοί από αυτήν την άποψη, δεν επιτρέπουν παρεκβάσεις[…]για μυστικιστικές πτήσεις, συχνά περιορίζονται σε απλούς καθημερινούς στόχους και ευθύνες.(1939, Pravoslavnoe Delo, σσ.37-38).

Η Μητέρα Μαρία είχε την δική της Λειτουργία «πέρα από τα σύνορα του ναού «μια Λειτουργία που προεκτεινόταν από την εκκλησία στον κόσμο». Εκείνοι που σχολίαζαν την απουσία της από τις ακολουθίες δε λάμβαναν υπόψη τους την επιμονή της στην ρήση:

«μέσα στην βαρετή, εργάσιμη ημέρα και τους , κάποιες φορές, κοινότοπους , ασκητικούς κανόνες που αφορούν στην συμπεριφορά μας απέναντι στις υλικές ανάγκες του πλησίον μας υπάρχει επίσης η εγγύηση της πιθανής κοινωνίας μας με τον Θεό.»

Η «ευσέβεια» μπορούσε να εξοργίσει και να θλίψει βαθειά την Μητέρα Μαρία. Όταν έμαθε ότι η Μητέρα Ευδοκία, μάζευε χρήματα στην εκκλησία για να αγοραστούν λειτουργικά βιβλία, θύμωσε πολύ. Ήταν δικαιολογημένη μια τέτοια δαπάνη σε εποχή ανεργίας και δυστυχίας; «Αυτό που με θλίβει περισσότερο από όλα είναι ότι ακόμη και με τους κοντινούς μου ανθρώπους αισθάνομαι να μας χωρίζει ένα τείχος , ακόμη και στα πιο στοιχειώδη πράγματα» έγραφε στο σημειωματάριο της. «Ευσέβεια, ευσέβεια, ευσέβεια, αλλά που η αγάπη που μετακινεί όρη; Όσο προχωρώ τόσο περισσότερο δέχομαι μέσα μου ότι αυτό είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά κάποια υποχρεωτική εξωτερική πειθαρχία»


Οι δια Χριστόν σαλοί ήταν οι άγιοι της ελευθερίας


Οι δια Χριστόν σαλοί ήταν οι άγιοι της ελευθερίας. Η ελευθερία μας καλεί, ενάντια σ’ όλο τον κόσμο, ενάντια όχι μόνο στους ειδωλολάτρες, αλλά και σε πολλούς που αρέσκονται να λέγονται Χριστιανοί, να αναλάβουμε το έργο της Εκκλησίας σ’ αυτό το δρόμο ο οποίος είναι και ο πιο δύσκολος. Και θα γίνουμε σαλοί δια Χριστόν, γιατί γνωρίζουμε όχι μόνο τη δυσκολία αυτού του δρόμου, αλλά και την απέραντη ευτυχία του να νιώθουμε το χέρι του Θεού σε ό,τι κάνουμε.


Υπάρχουν δύο τρόποι για να ζήσεις


Εντελώς νόμιμα και αξιοπρεπώς μπορείς να περπατάς πάνω στη γη: να μετράς, να ζυγίζεις και να προγραμματίζεις για το μέλλον. Aλλά είναι εξίσου δυνατό να περπατάς επί των υδάτων. Τότε είναι αδύνατο να μετράς και να προγραμματίζεις το μέλλον. Το μόνο πράγμα που είναι απαραίτητο είναι να πιστεύεις διαρκώς. Μια στιγμή ολιγοπιστίας κι αρχίζεις να βυθίζεσαι.



Θυμίαμα εύοσμο - Aγία Μαρία Σκομπτσόβα:η μετουσίωση της αγάπης






Tην τελευταία μέρα του Mαρτίου του 1944, μια μικρή στήλη καπνού από την κατάμαυρη καμινάδα του στρατοπέδου του Pάβεσμπουργκ, ανεβαίνει ελεύθερη στον ουρανό μαζί με άλλες πολλές, εκείνη η πρώτη, η σταθερά γοργή, ήταν της Mητέρας Mαρίας Σκομπτσόβα. «Θυμίαμα εύοσμο», περνάει στη δοξασμένη αιωνιότητα.

Πριν την αγιοποίησή της είχε γίνει πόλος έλξης των πάσης ανάγκης και φροντίδας Pώσων εμιγκρέδων, και όχι μόνο, στο προπολεμικό Παρίσι. H Rue de la Lurmel, στο κέντρο του Παρισιού, γίνεται ο δρόμος της αγάπης για τον άνθρωπο, το καταφύγιο των πεινασμένων, των αστέγων, για πολλά χρόνια, μέχρι τα μέσα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Mένει ανεξίτηλη η προσωπικότητά της Aγίας σε όσους μελετούν το συναξάρι της και γίνεται παράδειγμα προς μίμηση στους δικούς μας καιρούς, από τους οποίους απουσιάζει παγερά η αγάπη, το τεράστιο έργο που έκανε με λίγα ψίχουλα, αλλά λαχτάρα και πόθο για τον συνάνθρωπο πάσης ηλικίας, φύλου και θρησκεύματος. 

Σήμερα, το σκηνικό μεταφέρεται στη πόλη Βικτώρια του Kαναδά. Σε ένα πάρκο μεγάλο, στην πλευρά που βλέπει στον κεντρικό δρόμο, βλέπουμε φουριόζο τον διάκονο Kέιβιν να αρπάζει μια μεγάλη σακούλα γεμάτη σάντουιτς από το αυτοκίνητο και να τα φέρνει κοντά στα άλλα αντικείμενα, στη ρίζα ενός μεγάλου δέντρου. Κάποιοι άλλοι κουβαλούν το μεγάλο τραπέζι και άλλοι δύο τοποθετούν όλες τις προμήθειες με γρήγορες κινήσεις επάνω. Φρέσκα φρούτα κομμένα και ολόκληρα κομμάτια σοκολάτας, χυμοί φρούτων διάφοροι.

«Δεν προλαβαίνουμε να τα τοποθετήσουμε όλα, γιατί άνθρωποι μαζεύονται, τρέχοντας από όλα τα σημεία του πάρκου», λέει ο διάκος.

«Bλέπω τον Άντονι, που με χαιρετάει από την απέναντι πλευρά του πάρκου. Mόλις έχει βγει από το σταθμό του τρένου, έρχεται κατ’ ευθείαν στο τραπέζι. Πιο πέρα λίγο, ο Nτόναλντ, αδύνατος, καθαρός, πάντα ευγενικός, όποτε μας συναντά, θέλει να μας χαιρετά διά χειραψίας, θα έρθουν και άλλοι πολλοί ακόμα», μας λέει με χαρά ο Kέιβιν.

Δυο-τρεις άλλοι, κοντά στο φορτηγάκι του εφοδιασμού, ετοιμάζουν επιπλέον σάντουιτς με φυστικοβούτυρο, άλλοι δύο τα βάζουν σε τσάντες. Ήδη οι πρώτες δέκα τσάντες εξαφανίστηκαν.

«Mόλις πάρουν και την καθιερωμένη σούπα θα σκορπίσουν μέσα και έξω από το πάρκο», λέει η Aνίτα, εθελόντρια, πρώην άστεγη.

«Πάντα ζητούν μια επιπλέον τσάντα για κάποιον φίλο» λέει ο Θωμάς, ο οδηγός του μικρού φορτηγού.

H μαμά Nτι δεν έχει έρθει ακόμα. Δεν έρχεται κάθε Σάββατο. Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτήν. Tην έχω δει μόνο μία φορά. Mια γυναίκα γύρω στα πενήντα, με πολύ ψιλή και σιγανή φωνή, που πρέπει να βάλεις το αυτί σου στο στόμα της, για να την ακούσεις. Tα μαλλιά της δεν είναι γκρίζα και είναι μάλλον αδύνατη. Έχασε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, το σπίτι της, γιατί το πήραν οι τράπεζες από τα χρέη του γιου της, που επιπόλαια χρησιμοποιούσε τις πιστωτικές του κάρτες και τώρα δουλεύει σε πλοία, χαμένος για χρόνια. Aναφέρεται σε αυτήν, ο διάκος και δείχνει να ανησυχεί πραγματικά.

Πάει μισός χρόνος από τότε που άρχισαν τα σαββατιάτικα σάντουιτς. Ένας φούρνος τούς δίνει τα ξερά του ψωμιά και εκείνοι τα ψήνουν και τα χρησιμοποιούν ανάλογα.

Kάθε Παρασκευή βράδυ συγκεντρώνονται όλα στο Kέντρο «Aγία Mαρία Σκομπτσόβα». Tο απόγευμα του Σαββάτου συναντιούνται στο «Δέντρο», στο Xάρι Γκριν, στη Bικτώρια , στη Bρεττανική Kολούμπια.

Tρεις άνθρωποι επινόησαν τα σάντουιτς και ένας από αυτούς, ο ιερέας Iωάννης Hainsworth, ο διάκος Kέιβιν Mίλλερ και ο Έντουαρντ.

O Έντουαρντ ζούσε στους δρόμους χρόνια, ναρκομανής, άστεγος, πριν καθαριστεί και βρεί το Θεό, πάνε τώρα από τότε επτά χρόνια. Όταν ένα ρωμαιοκαθολικό βιβλιοπωλείο του έκανε πίστωση, με ανταλλαγή την επισκευή ενός κομπιούτερ, αυτός διάλεξε να διαβάσει την Oρθόδοξη Aγία Γραφή. «Έχει πιο πολλά βιβλία απ’ όσα έχω ποτέ δει», είπε αστειευόμενος. Tα περιεχόμενα τον γοήτευσαν. Mέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων άρχισε αλληλογραφία με δύο ορθόδοξους ιερείς, που τον συμβούλεψαν να έρθει σε επαφή με τον τοπικό ιερέα, τον π. Iωάννη.

Συναντήθηκαν οι δυο τους για καφέ και μίλησαν. O Έντουαρντ συνάντησε τον διάκονο Kέιβιν και οι τρεις μαζί κουβέντιασαν πολλές-πολλές φορές. Kάποια στιγμή βαπτίστηκε ο Έντουαρντ και μπήκε πλέον στην Oρθόδοξη πίστη. O π. Iωάννης και ο Eδουάρδος έχουν ένα βαθύ ενδιαφέρον για την κοινωνία των πτωχών και των αστέγων.


«Πάντα ήθελα να κάνω κάτι για τους δρόμους», εξηγεί ο π. Iωάννης: «Όλα άρχισαν το 2003. Ήταν τότε που έβαλα όλες μου τις δυνάμεις για την ενορία». Δεν είχε αναφέρει ότι είχε ιδρύσει μια νέα ενορία, των Aγίων Πάντων, το 2002, οργανωμένη ιεραποστολή στο Πανεπιστήμιο και δημιουργία μιας κατασκήνωσης νέων. «Πάντα στο νου μου ήταν να αρχίσω να γεμίζω τσάντες με πράγματα για τους αστέγους. Kαι έτσι, μετά τη λειτουργία, την ημέρα της γιορτής του Aγίου Nικολάου, ξεκινήσαμε δειλά -δειλά».

O Έντουαρντ ήξερε τους δρόμους. Aυτός οδηγούσε και βρήκαμε ανθρώπους, μίλησαν και επιστρατεύθηκαν οικειοθελώς.

«Kαι να! Mια μέρα, το βιβλίο της αγίας Mαρίας Σκομπτσόβα και του «Σπιτιού φιλοξενίας», που είχε ιδρύσει το 1932, έρχεται να μας επιβεβαιώσει τα σχέδια που είχαμε στο νου. Προσευχηθήκαμε σε αυτήν, πριν πάρουμε την τελική απόφαση να βγούμε στο δρόμο. Θαύματα απανωτά άνοιξαν το δρόμο γι’ αυτήν τη δραστηριότητα. Bρέθηκε ένας διώροφος σταύλος για τη λειτουργία του οποίου βοήθησαν πολλοί. Πράγματι, λειτούργησε ως τόπος συνάντησης, επαφής και προετοιμασίας των γευμάτων και των βοηθημάτων».

O π. Iωάννης διάβασε, όταν βρισκόταν στη Σκωτία, ένα βιβλίο της αγίας Mαρίας Σκομπτσόβα, με τίτλο: «Bασικά κείμενα». O διάκονος Kέιβιν τη συνάντησε στο παιδικό βιβλίο του Tζιμ Φόρεστ: «Σιωπηλή σαν πέτρα: Mητέρα Mαρία». Tο αγόρασε και το διάβαζε επί ένα χρόνο στα δύο του παιδιά. 

H Mητέρα Mαρία έγραφε: «H αγάπη είναι ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα: Kάποιες φορές πρέπει να πέφτει στα πιο χαμηλά επίπεδα του ανθρώπινου πνευματικού επιπέδου, πρέπει να εκτίθεται στην ασκήμια, στη βία, στη δυσαρμονία».

O ένας τη συνέστησε στον άλλο και έτσι οι άνθρωποι που έρχονταν τακτικά σε όλες τις συνάξεις και τα γεύματα έμαθαν για αυτήν, την αγάπησαν τόσο, που ένοιωθαν πως ήταν κοντά τους. Tα σαββατιάτικα σάντουιτς είναι το πρώτο βήμα, το επόμενο, εκτός από τα καθημερινά γεύματα, το ξέρει ο Θεός και η Aγία, που μεσιτεύει για μας». Aυτά είπε ο π. Iωάννης, με πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεων του απέναντι στον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων, που χορταίνουν την πείνα του σώματος και της ψυχής μέσα από τον ιερό σκοπό που έβαλαν οι άνθρωποι αυτοί, ακολουθώντας τα χνάρια μιας μπροστάρισας γυναίκας, η οποία αφού πρώτα έλεγξε το καθεστώς της χώρας της, ξενιτεύτηκε και ρίχτηκε στην ανάπαυση του συνανθρώπου, μέχρι την ημέρα που οι φλόγες της αφιλίας και του μίσους την έστειλαν στον Oυράνιο Πατέρα μας, ως θυμίαμα εύοσμο εις τους αιώνες...

Στάση ζωής σε μια μόνιμη Σταυροαναστάσιμη πορεία.

Kαλή Ανάσταση!

Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2019

Συναξαριστής της 25ης Ιανουαρίου

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 


Ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς λαμπρότερους ἀθλητὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Γεννήθηκε τὸ 329 στὴν Ἀριανζό, κωμόπολη τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ τὸν Γρηγόριο, ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ (1 Ἰανουαρίου) καὶ τὴν Νόννα (5 Αὐγούστου).

Στὴ Ναζιανζὸ διδάσκεται τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευση, ἐνῷ τὴν μέση στὴν Καισάρεια, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸ συμμαθητή του Μ. Βασίλειο. Ἔπειτα, πηγαίνει κοντὰ σὲ περίφημους διδασκάλους τῆς ῥητορικῆς καί, τέλος, στὰ πανεπιστήμια τῆς Ἀθήνας, ὅπου βρίσκει, συμφοιτητὴ τώρα, τὸ Μ. Βασίλειο.

Ὅταν ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του, ὁ πατέρας του, ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, τὸν χειροτονεῖ πρεσβύτερο. Ἀλλ᾿ αὐτὸς προτιμᾶ τὴν ἡσυχία τοῦ ἀναχωρητηρίου στὸν Πόντο, κοντὰ στὸ φίλο του Βασίλειο, γιὰ περισσότερη ἄσκηση στὴν πνευματικὴ ζωή. Μετά, ὅμως, ἀπὸ θερμὲς παρακλήσεις τῶν δικῶν του, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του καὶ μπαίνει στὴν ἐνεργὸ δράση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅμως, τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου ἔρχεται νὰ πληγώσει τὴν ψυχή του, μὲ ἀλλεπάλληλους θανάτους συγγενικῶν του προσώπων. Πρῶτα του ἀδελφοῦ του Καισαρείου, ἔπειτα τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, μετὰ τοῦ πατέρα του καί, τέλος, τῆς μητέρας του Νόννας.

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς θλίψεις, ἡ θεία Πρόνοια τὸν φέρνει στὴν Κωνσταντινούπολη (378), ὅπου ὑπερασπίζεται μὲ καταπληκτικὸ τρόπο τὴν Ὀρθοδοξία καὶ χτυπᾷ καίρια τοὺς Ἀρειανούς, ποὺ εἶχαν πλημμυρίσει τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὸ σκληρὸ αὐτὸ ἀγῶνα, ὁ Μ. Θεοδόσιος τὸν ἀναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381).

Στὴ Β´ Οἰκουμ. Σύνοδο, μία μερίδα ἐπισκόπων τὸν ἀντιπολιτεύεται γιὰ εὐτελὴ λόγο. Τότε ὁ Γρηγόριος, ἀηδιασμένος, δηλώνει τὴν παραίτησή του, ἀναχωρεῖ στὴ γενέτειρά του Ἀριανζὸ καὶ τελειώνει μὲ εἰρήνη τὴν ζωή του, τὸ 390. Ἄφησε μεγάλο συγγραφικὸ ἔργο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τὰ φιλοσοφημένα ποιήματά του.

 


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τάς συμπλοκάς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν, ἐξυφανθέντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐστόλισας, ὅν καί φοροῦσα, σύν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· Χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.

 
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος

Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καὶ ἦταν βουλευτῆς. Ὁ Πούπλιος, ψυχὴ ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὴν φιλάνθρωπη αὐταπάρνηση τῶν πρώτων χριστιανῶν, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ὅλα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα μικρὸ ἀναχωρητήριο.

Ἐκεῖ, δὲν ἄργησε νὰ σχηματισθεῖ γύρω τοῦ μικρὴ κοινωνία ἀδελφῶν ἐρημιτῶν, τῆς ὁποίας αὐτὸς ἦταν ὁ ὁδηγὸς καὶ ὁ διδάσκαλος. Τοὺς κατάρτιζε στὴν εὐσέβεια καὶ ἐγκράτεια, καὶ ἀνέδειξε ἀπ᾿ αὐτοὺς πνευματικοὺς ἄνδρες οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς χρησίμευσαν στὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι καλὰ ἀγωνίστηκε ὁ ἀοίδιμος Πούπλιος, παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

 
Ὁ Ὅσιος Μαρής

Τὴ βιογραφία του ἔγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος. Ὁ Ὅσιος Μαρὴς ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ ἦταν ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ καλλίφωνος. Ἔψαλλε στοὺς ναοὺς καὶ ζοῦσε μὲ ἐγκράτεια καὶ σεμνότητα. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια, ἦλθε σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Ὅμηρου ἡ Νήτις καὶ ἔκτισε σπίτι, ὅπου διέμεινε γιὰ τριάντα ἑπτὰ (37) ὁλόκληρα χρόνια, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔζησε συνολικὰ ἐνενήντα (90) χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώς

Ὁ ὅσιος Ἀπολλὼς βρέφος ἀκόμα ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ σὲ ἡλικία δέκα πέντε χρονῶν πῆγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἀπόκτησε πολλὲς καὶ μεγάλες ἀρετές. Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μεγάλων χαρισμάτων, ὅπως τὸ προορατικὸ καὶ τὸ θαυματουργικό. Ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε, πίστεψε σχεδὸν ὅλη ἡ Αἴγυπτος στὸν Χριστό. Ἔτσι, λοιπόν, καλὰ ἀγωνιζόμενος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.

 
Ἡ Ἁγία Μεδούλη μὲ τὴν συνοδεία της

Μαρτύρησαν ἀφοῦ τὶς ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά.

 
Ὁ Ὅσιος Καστῖνος ἐπίσκοπος Βυζαντίου

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη, εἶχε ἀξίωμα συγκλητικοῦ καὶ ἦταν στὴν ἀρχὴ εἰδωλολάτρης. Στὸν χριστιανισμὸ τὸν προσείλκυσε ὁ ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως Κυριλλιανός. Ἀμέσως τότε ὁ Καστῖνος μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἔκανε τὸ 230 μὲ 237. Μέχρι τῆς ἐποχῆς του ὁ καθεδρικὸς ναὸς ἦταν στὰ παραθαλάσσια τοῦ σημερινοῦ Γαλατᾶ. Πρῶτος δὲ αὐτὸς ἔκτισε ναὸ στὸ Βυζάντιο, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τὸν γράφει: Κωνσταντῖνον.

 
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ὁ Σκευοφύλακας

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ὁ Νεομάρτυρας

 


Γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία Βελλᾶς τῶν Ἰωαννίνων τὸ 1600, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Νεαρὸς ἀκόμα, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δούλευε τὴν τέχνη τῶν γουναράδων στὸ χάνι, τὸ λεγόμενο Μαχμούτ-Πασᾶ. Ἀργότερα ὅμως, ἐπεθύμησε τέρψεις καὶ ἡδονές, ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη του καὶ προσλήφθηκε στὰ βασιλικὰ καράβια, ὅπου ξεφάντωνε μὲ τοὺς Τούρκους φίλους του.

Αὐτοὶ οἱ φίλοι του ὅμως, τὸν συκοφάντησαν ὅτι ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησε τὴ θρησκεία τους. Φοβισμένος ὁ Αὐξέντιος ἐγκατέλειψε τὰ καράβια καὶ ἀφοῦ ἀγόρασε μία βάρκα, ἔκανε τὸν βαρκάρη. Μετανιωμένος ὅμως γιὰ τὰ προηγούμενα σφάλματά του, θέλησε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Τυχαία τότε, συνάντησε τὸν Σύγκελλο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γρηγόριο Ξηροποταμηνὸ καὶ ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του.

Ἀργότερα, τὸν συνάντησαν στὸν δρόμο ναυτικοί του στόλου, τὸν ἀναγνώρισαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Στὸ κριτήριο ὁ Αὐξέντιος, παρὰ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησε πὼς εἶναι χριστιανός. Ἔτσι τὸν φυλάκισαν στὸ Πασά - Καπισί. Στὴ φυλακὴ αὐτή, ὁ Σύγκελλος Γρηγόριος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε νὰ σταθεῖ ἀνδρεῖος μπροστὰ στοὺς ἀπίστους.

Ἀνακρινόμενος καὶ πάλι ὁ Αὐξέντιος ἐπέμενε λέγοντας: «Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θέλω ν᾿ ἀποθάνω». Τότε τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμό. Τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 25 Ἰανουαρίου 1720 στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου σῴζεται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου.

 
Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος ἡγούμενος Μονῆς Πουπλίου

Τὸν ὅσιο αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ γραφόμενά του, ὁ Ὅσιος αὐτός, ἀφοῦ ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πουπλίου (βλ. σχετικῶς γιὰ τὸν ὅσιο Πούπλιο, αὐτὴ τὴν μέρα, πιὸ πάνω), καὶ ἀφοῦ ἔζησε ὁσιακά, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ἡ Ἁγία Μαργαρίτα

 


Ἴσως πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια μ᾿ αὐτὴ τῆς 1ης Σεπτεμβρίου.
 

 
Ὁ Ἅγιος Μωυσής ὀ Θαυματουργός Ἐπισκοπος Νόβγκοροντ

 


Ὀ Ὄσιος Μωυσής, κατά κόσμο Μητροφάνης, ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.×. καί γεννήθηκε στό Νοβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπό τήν παιδική τοῦ ἠλικία ἀγάπησε τόν μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἐγκατέλειψε κρυφά τήν πατρική τοῦ οἰκία καί εἰσῆλθε στή μονή Ὀτρόχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὄπου ἔγινε μοναχός. Οἰ γονεῖς τοῦ τόν ἀναζητοῦσαν παντού. Ὄταν τόν βρῆκαν, τόν παρακάλεσαν νά ἔρθει κοντά τους καί νά μονάσει σέ κάποια μονή τοῦ Νόβγκοροντ. Ὀ Ἅγιος, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἐπραξε συμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καί συνέχισε τόν ἀσκητικό τοῦ βίο στή μονή Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἀργότερα ἀπεστάλη ὦς Ἀρχιμανδρίτης στή μονή Γιοῦρεφ.

Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυίδ (τιμᾶται 21 Δεκεμβρίου), ὀ Ἅγιος Μωυσής ἐξελέγη, τό ἔτος 1325 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετά τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τήν παρακλήση νά ἀποσυρθεῖ καί νά ζήσει ἀσκητικά, μέσα στή σιωπή καί τήν ἡσυχία. Τό 1330 μ.×. ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Κολμώφ, ἀλλά δέν ἔμεινε για πολύ. Βρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο στήν περιοχή Ντερεβγιανίτσα, ὄπου κατέφυγε καί ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο στήν Ἀναστάση τοῦ Κυρίου.

Τό 1354 μ.Χ. ὀ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθεός (1354 - 1355 μ.Χ., 1364 -1376 μ.Χ.), ἀπό βαθύ σεβασμό πρός τό προσωπο τοῦ Ἁγίου Μωυσέως, τοῦ ἔδωσε τό προνόμιο νᾶ φορεῖ πολυσταύριο.

Ὀ Ἅγιος Μωυσής ἑξακολούθησε τό θεάρεστο ἔργο του. Ἀνήγειρε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά, στό μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1362 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του διατηρήθηκε, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο

 
Ἅγιος Γαβριήλ ἐκ Γεωργίας

 


Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κατά κόσμο Γεράσιμος, γεννήθηκε στίς 15 Νοεμβρίου 1825 μ.Χ. στό χωριό Βάκχβι τῆς Γεωργίας. Σπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Ψυχολογία, τή Θεολογία καί τή Φιλοσοφία. Ἐξελέγη Ἐπισκοπος στήν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1896 μ.Χ.

 
Ἅγιος Βλαδίμηρος ὀ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Κιέβου

 


Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου 1848 μ.Χ. στό χωριό Μάλιε Μορόσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπώφ τῆς Ρωσίας. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Ἔμαθε τά πρώτα γράμματα στό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο καί ἐπειτα σπούδασε στή θεολογική σχολή τοῦ Κιέβου. Ὄταν τό 1874 μ.Χ. ἀποπεράτωσε τίς σπουδές του, διορίσθηκε ὦς καθηγητῆς στήν ἐκκλησιαστική σχολή τοῦ Ταμπώφ, ὄπου καί νυμφεύθηκε.

Ἀπό μικρό παιδί εἶχε κλήση πρός τήν ἱεροσύνη. Ἔτσι, τό ἔτος 1882 μ.Χ., χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί τοποθετεῖται στό ναό τοῦ Κοζλώφ. Ἡ πρώτη δοκιμασία δέν ἄργησε νά ἔλθει. Στήν ἀρχή τῆς ἱερατικῆς τοῦ διακονίας, μαζί μέ τόν σταυρό τῆς ἱεροσύνης, σηκώνει καί τόν σταυρό τῆς χηρείας. Τό 1886 μ.Χ. ἀπεβίωσε ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός του καί λίγο ἀργότερα τό μονάκριβο παιδί του.

Ἡ ὑπομονή τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅμοια μέ αὐτῆ τοῦ πολυπαθου Ἰώβ. Φεύγει πλέον ἀπό τόν κόσμο καί ἀκολουθεῖ τή μοναχική ὀδό. Ἐγκαταβιώνει σέ μονή τοῦ Κοζλώφ καί στίς 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός μέ τό ὄνομα Βλαδίμηρος. Τό ἔτος 1888 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἐπισκοπος τῆς πόλεως Σταρορούσκϊυ καί καλεῖται νά διακονήσει τό λαό τοῦ Θεοῦ. Ἀφιερώνεται ὁλοψυχα στό πολυπαθο καί ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Ὅλοι ἀναγνώριζαν στό προσωπό τοῦ τόν ἀληθινό ποιμένα καί πατέρα καί τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τόν γνησιότατο μιμητή.

Στίς 19 Ἰανουαρίου 1891 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τό 1892 μ.Χ. Ἀρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καί Καχεζίας καί στίς 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Τό ποιμαντικό, φιλανθρωπικό καί κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὄμως καί πάλι, ὄταν ἐκλέγεται, στίς 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χχ., Μητροπολίτης τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τό 1915 μ.Χ. ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναθέτει τά καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου.

Τά γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917 μ.Χ.) ἀποτέλεσαν, για τούς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τήν ἀφορμή για νά ἐπιχειρήσουν τήν ἀνεξαρτησία τους. Τό Οὐκρανικό συμβούλιο πίεσε τόν Ἅγιο νά προβεῖ σέ ἐκκλησιαστική αὐτονομία. Ἐκεῖνος δέν τό ἐπραξε καί τόν ἐκθρόνισαν. Ἔτσι κατέφυγε στή μονή τῶν Σπηλαίων. Δέν θέλησε νά ὑποχωρήσει παρά τίς ἀπειλές.

Τά γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δέν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο τό Κίεβο, τό ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπό τόν ἐπαναστατικό στρατό. Στίς 23 Ἰανουαρίου 1918 μ.Χ. οἰ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στή μονή τῶν Σπηλαίων. Τόν συνέλαβαν καί τόν ἐκτέλεσαν. Τό μόνο πού ζήτησε, πρίν τόν ἐκτελέσουν, ἦταν νά τοῦ χαρίσουν λίγη ὤρα, για νᾶ προσευχηθεῖ.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2019

Συναξαριστής της 24ης Ιανουαρίου

Ἡ Ὁσία Ξένη



Ὀνομαζόταν Εὐσεβία, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἦταν «φεμινίστρια» τῆς ἐποχῆς της, μὲ τὴν ὑγιή, βέβαια, ἔννοια τῆς λέξης. Πίστευε πὼς ἡ γυναῖκα εἶχε δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ μὴ δέχεται σύζυγο ποὺ θὰ τῆς ἦταν καθημερινὸ ἐμπόδιο στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή.

Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις». Δηλαδή, μὴ μπαίνετε στὸν ἴδιο ζυγὸ (γάμο) μὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πίστη στὸ Θεό. Διότι «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν», ποὺ σημαίνει, τὸ μυστήριο αὐτὸ τοῦ γάμου εἶναι μεγάλης σημασίας. Καὶ τὸ λέω αὐτό, ἀναφερόμενος στὴν πνευματικὴ ἕνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ γονεῖς, ὅμως, τῆς ὁσίας, εἶχαν διαφορετικὴ γνώμη καὶ ἤθελαν νὰ τὴν παντρέψουν στανικῶς, μὲ ὅποιον αὐτοὶ ἤθελαν. Τότε ἐκείνη κρυφὰ φεύγει γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετονομάζεται Ξένη καὶ γιὰ νὰ χαθοῦν τὰ ἴχνη της, πηγαίνει στὸ νησὶ Κῶς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, στὰ Μύλασσα τῆς Καριᾶς. Ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε μὲ τὶς δυὸ ὑπηρέτριες ποὺ τὴν εἶχαν συνοδεύσει σὲ ἡσυχαστικὰ κελιά. Κοντὰ ἐκεῖ, ἔκτισε μικρὸ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Ἀφοῦ ἦλθαν κοντά της καὶ μερικὲς ἄλλες μοναχές, ἔκαναν μία ἐξαίρετη χριστιανικὴ ἀδελφότητα.

Ἡ παιδεία της, ἡ εὐγένειά της καὶ ἡ θερμή της πίστη γρήγορα ἔφθασαν παντοῦ. Καθημερινὰ ἔτρεχαν κοντά της γυναῖκες, γιὰ νὰ πάρουν συμβουλὲς καὶ νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές της. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ὁσία τὶς εἵλκυε στὸ Χριστὸ καὶ τὶς ὁδηγοῦσε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπεροράν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τό πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τὴ κλήσει τὸν τρόπον σου, σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τό σόν ξενότροπον Ξένη μνημόσυνον, ἐπιτελοῦντες οἱ πόθῳ τιμῶντές σε, ὑμνοῦμεν Χριστόν τόν ἐν ἅπασι, σοί παρέχοντα ἰσχύν τῶν ἰάσεων· ὅν πάντοτε δυσώπει, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος 
Ἵλεων Ξένη, τὸν ξενοτρόπως ἐκ Παρθένου τεχθέντα, ἐκδυσώπει Χριστὸν ἡμῖν γενέσθαι Ἀοίδιμε, τοῖς κατὰ χρέος σοι προσφοιτῶσιν ἐκ ψυχῆς καὶ καρδίας καθαρωτάτης, καὶ εὐσεβῶς τὴν σὴν μνήμην ὑμνῆσαι σπουδάζουσιν, ἣν πᾶσαι τῶν οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις ἀξίως ἐτίμησαν, ὡς φωτοφόρον καὶ ἄμωμον καὶ ἁγίαν πανήγυριν, Ἔνδοξε, πρεσβεύουσα ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παύστριος καὶ Θεοδοτίων οἱ αὐτάδελφοι

Ἔζησαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κλεοπατρίδα τῆς Αἰγύπτου, τὸ τωρινὸ Σουέζ. Οἱ δυὸ πρῶτοι ἀκολούθησαν τὴν ἁγία ἐρημικὴ ζωή. Ὅταν ὅμως ἄναψε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀρειανὸ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο.

Ὁ τρίτος ἀδελφός, ὁ Θεοδοτίων, εἶχε πάρει ἄλλο δρόμο. Παρασύρθηκε ἀπὸ κακοὺς φίλους καὶ ἔγινε λῃστής. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴν τύχη τῶν δυὸ μεγαλύτερων ἀδελφῶν του, πῆγε νὰ δεῖ τὸ τέλος τους. Τότε ἡ καρδιὰ του μαλάκωσε, συγκινήθηκε, μετάνιωσε καὶ ὁμολόγησε τὸν ἑαυτό του χριστιανό, ἐπιπλήττοντας θαῤῥαλέα τὸν τύραννο. Ἐκεῖνος ἐξαγριωμένος διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν ἀνελέητα. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν. Τοὺς δυὸ μεγαλύτερους ἀδελφούς του, τοὺς ἔριξαν στὰ νερὰ καὶ τοὺς ἔπνιξαν. Ἔτσι καὶ τὰ τρία ἀδέλφια μαζί, πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.

Οἱ Ἅγιοι Βαβύλας ὁ ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἀγάπιος καὶ Τιμόθεος οἱ μαθητές του

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεούπολη (τὴν Ἀντιόχεια πιθανῶς), καὶ πῆρε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ ἀνατροφή. Μετὰ τὸ θάνατό τους, διαμοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο μὲ δυὸ μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο. Ἐκεῖ, συμπλήρωσε τὶς μελέτες του, καὶ κατάρτησε καλά τους μαθητές του στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη.

Μετὰ ἀπὸ ἔντονη παράκληση καὶ πίεση, χειροτονήθηκε Ἱερέας, μὲ πλήρη συναίσθηση τῶν μεγάλων καὶ Ἱερῶν ὑποχρεώσεών του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ταξίδεψε στὴ Ῥώμη καὶ κατόπιν στὴ Σικελία, ἐργαζόμενος πάντα ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ διοικητής, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ὁμολογία, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ὅταν δὲ καὶ αὐτὰ ἀποδείχτηκαν ἀδύνατα νὰ κάμψουν τὴν σταθερότητα τῶν Ἁγίων, τοὺς κατέσφαξε μὲ μαχαίρια καὶ τὰ σώματά τους ἔριξε στὴ φωτιά. Τὰ λείψανά τους, ὅμως, διαφυλάχτηκαν ἀβλαβῆ, καὶ χριστιανοὶ εὐσεβεῖς τὰ παρέλαβαν καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ ὅλη τὴν χριστιανικὴ τιμή.

Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος

Πέρασε τὴν ζωή του στὰ ἐρημικὰ ἀναχωρητήρια της Φοινίκης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. Περίφημος γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀρετή του, ἔβλεπε πολλὲς φορὲς νὰ ἔρχονται σ᾿ αὐτὸν ἄνδρες μεγάλων ἀξιωμάτων, ποὺ ὠφελοῦνταν πολὺ ἀπὸ τὴν συνομιλία του. Ἀλλὰ καὶ στὶς πόλεις κατέβαινε, ὅταν ἦταν ἀνάγκη νὰ πάρουν ἐνίσχυση οἱ χριστιανοὶ στὶς γενικὲς δοκιμασίες τους.

Εἶναι γνωστὸ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας συνέτριψαν τοὺς βασιλικοὺς ἀνδριάντες ἐπὶ Μεγάλου Θεοδοσίου καὶ ἡ πόλη περίμενε μὲ τρομερὴ ἀγωνία τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα, στὸν ὁποῖο πῆγε σὰν ἱκέτης ὁ ἐπίσκοπος Φλαβιανός. Ὁ Χρυσόστομος, ἱερέας τότε, ἔβγαζε τοὺς περίφημους παρηγορητικοὺς λόγους του, πλήθη δὲ ἐρημιτῶν κατέβηκαν γιὰ νὰ δώσουν καὶ αὐτοὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά.

Μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μακεδόνιος, ποὺ πολὺ συνετέλεσε στὴν ἐνθάῤῥυνση τῶν φοβισμένων κατοίκων. Τὸν κόσμο αὐτὸ ἄφησε ὁ Μακεδόνιος 70 χρονῶν. Ὁ δὲ θάνατός του θρηνήθηκε ἀπὸ πολλούς.

Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου

Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὁσιομάρτυρα Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου, ἔγινε δέκα χρόνια μετὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος. Κατὰ τοὺς Συναξαριστές, κάποιος ἐπίσκοπος Ῥωμαῖος πῆγε στὴν Περσία καὶ μετακόμισε αὐτὰ στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν δὲ κάρα του μετέφερε στὴ Ῥώμη.

Οἱ Ἅγιοι Ἑρμογένης καὶ Μᾶμας

Ποῦ καὶ πὼς μαρτύρησαν δὲν γνωρίζουμε. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ γιορτάζουν τὴν 10η Δεκεμβρίου, Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος καὶ Ἑρμογένης.

Ὁ Ὅσιος Φίλων ἐπίσκοπος Καλπασίου (Καρπασίας)

Τὸν Φίλωνα, ἁπλὸ ἀκόμα διάκονο, ἐκτίμησε πολὺ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Καλπασίου στὴν Κύπρο τὸ 401. Κατὰ δὲ τὸν Σουίδα, ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς ἔγραψε ὑπομνήματα στὴν Πεντάτευχο καὶ στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων.

Ὁ Ὅσιος Φιλιππικός ὁ πρεσβύτερος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Βάρσιμος καὶ τὰ Δύο του ἀδέρφια

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ποὺ βρῆκε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ γιορτάζει στὶς 4 Ἀπριλίου, διακρίθηκε γιὰ τὴν λαμπρὴ μέθοδο ποὺ εἶχε ἐφαρμόσει στὸν ἑαυτό του ἐναντίον τοῦ θυμοῦ καὶ δίδαξε κατόπιν καὶ στοὺς ἄλλους.

Ἡ μέθοδος αὐτὴ ἦταν νὰ μένει σὲ ἀπόλυτη σιωπή, ὅταν θύμωνε.

Ἔτσι ὁ θυμὸς ἔσβηνε ἀπὸ ἀτροφία, χωρὶς νὰ βγάλει φλόγες, καὶ ἡ ὀργὴ κόπαζε εὔκολα, ὅπως ἡσυχάζει ἀμέσως ἡ θάλασσα, ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ἄνεμος στιγμιαῖος.

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου πλησίον τοῦ Ταύρου

Ἴσως τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου κοντὰ στὸν Ταῦρο.

Ὁ Ἅγιος Φιλήμων ἐπίσκοπος Καρπάθου

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόμνημα.

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος



Αὐτὸς ἦταν Κύπριος καὶ γεννήθηκε στὴ Λευκάρα τῆς ἐπαρχίας Ἀμαθοῦντος τὸ 1134. Μὲ τὴν μεγάλη του ἀσκητικὴ ζωή, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε μάλιστα τὴν διάσημη Ἐγκλείστρα, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα, στὴν ὁποία μέσα πέρασε ὅλη σχεδὸν τὴν ζωή του μὲ προσευχὴ καὶ μελέτη. Ἐπίσης, ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ ἀσκητὴς ὅσιος. Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 12η Ἀπριλίου).

Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στή Θεσσαλονίκη

Δημητριεύσκη, Τυπικὸν Α, 158. Δὲν βρίσκουμε ἄλλο στοιχεῖο γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή.

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κομενταρήσιος

Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ στὶς παλιὲς ἐκδόσεις τῶν Μηναίων. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 18ης Ἰανουαρίου.

Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη

Τὴν μάρτυρα αὐτὴ ἀγνοεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 μαζὶ μὲ αὐτὴ τῆς Θεοδούλης (βλ. 18 Ἰανουαρίου).

Ἀλλὰ στὶς 24 Ἰανουαρίου, τὴν ἡμέρα αὐτὴ δηλαδή, ἀναφέρεται στὸν Κώδικα αὐτὸν καὶ ἡ μνήμη Ἑρμογένους καὶ Φιλήμονος ἐπισκόπου Καρπάθου, γιὰ τοὺς ὁποίους καμιὰ ἀναφορὰ δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο στὸν Συναξαριστή του.

Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος, ἱδρυτὴς Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους καὶ οἱ Ὅσιοι Θεοδόσιος, Διονύσιος, Συμεών, Δομέτιος, Δαμιανὸς καὶ Κοσμᾶς (ὁ Αἰτωλός)

Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Φιλόθεου στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα. Τὴ μνήμη του γιορτάζουν οἱ μοναχοὶ τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὁσίους ποὺ ἔλαμψαν πνευματικὰ σ᾿ αὐτή, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χειρόγραφη Ἀκολουθία, ποὺ σῴζεται στὴ Μονή.

Καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἀκολουθία τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων Φιλόθεου πρωτίστου δομήτορος τῆς ἱερᾶς ταύτης ἐπωνύμου αὐτοῦ Μονῆς. Θεοδοσίου ἡγουμένου ταύτης καὶ μητροπολίτου Τραπεζοῦντος. Διονυσίου καὶ Συμεῶνος ἤγησαντων αὐτῆς. Δομετίου τοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ σημειοφόρου. Διαμιανοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ καὶ ὁσιομάρτυρος. Καὶ Κοσμᾶ τοῦ Ἰσαποστόλου καὶ ἱερομάρτυρος, ἐφόρων, προστατῶν καὶ συνασκητῶν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς».
Ἡ μνήμη δὲ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές.

Μνήμη ἐγκαινίων ναοῦ Ἁγ. Ζαχαρία στὴ Μονὴ τῆς ὁσίας Δομνίκης

Ὁ Ἅγιος Cadoc, ἡγούμενος (Οὐαλός)

Ὀ Ἅγιος Cadoc (Κάντοκ) καταγόταν ἀπό εὐγενική οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας. Οἰ γονεῖς τοῦ ἔγιναν μοναχοί. Ἴδρυσε τήν περιφημη μονή Λάνσαρφαν κοντά στό Κάρντιφ, ἀλλά ἡ ἱεραποστολική τοῦ δράση ἐπεκτάθηκε μέχρι τήν Κορνουάλη, τή Σκωτία καί τήν Ἰρλανδία. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Δαυίδ καί διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Φιννιανοῦ. Σώζονται καί μερικά ἀποφθέγματά του μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά ἀκόλουθα:

«Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πρωτοτόκος θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τό φῶς τίποτε δέν εἶναι καλό, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει εὐλάβεια, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει πίστη».

«Ὀ κάλλιστος τῶν τρόπων εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἡ καλλίστη τῶν ἀσχολιῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν. Τό κάλλιστο τῶν αἰσθημάτων εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Ἡ κάλλιστη λύπη εἶναι ἡ μετανοια. Τό κάλλιστο ἰδίωμα ἡ μεγαλοψυχία. Ὄταν τόν ρώτησαν τί εἶναι ἀγάπη, ἀπάντησε: Ἡ ἀγάπη εἶναι ὀ παραδεισος. Καί τί μίσος: τό μίσος εἶναι ἡ κόλαση. Καί ἡ συνείδηση; Ἡ συνείδηση εἶναι ὀ ὀφθαλμός τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ψυχῆς».

Μαρτύρησε τό ἔτος 590 μ.×. φονευθεῖς ἀπό Ἀγγλοσάξονες εἰδωλολάτρες, ἐνῶ τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία. Οἰ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Ἀόρατε βασιλεῦ, Σῶτερ Ἰησού, Σέ ἰκετεύω, προστάτευσε τούς Χριστιανούς τῆς χώρας μου».

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτού του ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Ἅγιος Ἰωάννης ὀ Μάρτυρας ἐκ Καζᾶν



Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, μαρτύρησε στό Καζᾶν τῆς Ρωσίας τό ἔτος 1529 μ.Χ. Δέν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τόν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ἡ Ἁγ. Ξενία τῆς Πετρουπόλεως. Ἡ θαυματουργὸς (Ῥωσίδα)



Ἡ Ὀσία Ξένη γεννήθηκε στήν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας, τό ἔτος 1730 μ.Χ., καί ὦς νεαρή ὄμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τόν Ἀντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ πού εἶχε τόν βαθμό τοῦ συνταγματάρχου καί ἦταν πρωτοψάλτης στήν βασιλική αὐλή. Ἡ θέση αὐτή ἦταν μια πολύ ὑψηλή κοινωνική θέση καί ἔδινε δόξα καί ὑλική ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἴχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καί οἰ δύο στήν βασιλική αὐλή, ἔκαναν τό γάμο τους. Ζοῦσαν πολύ εὐτυχισμένοι μαζί. Λόγω τῆς νεοτητᾶς τους, τούς ἄρεσε πολύ νά πηγαίνουν σέ χοροεσπερίδες καί σέ συμπόσια. Καλοῦσαν φιλοξενουμένους στό σπίτι τους καί αὐτοί οἰ ἴδιοι πήγαιναν ὦς φιλοξενούμενοι σέ ἄλλα σπίτια. Αὐτά οἰ ἀνθρωποι τά ὀνομάζουν «καλή τύχη» καί φαινόταν ὄτι τίποτε στό ἀνδρόγυνο αὐτό, τόν Ἀνδρέα καί τήν Ξένια, δέν θά ἔδινε τέλος σ’ αὐτή τούς τή χαρά. Ἀλλά ξαφνικά ἕνα φοβερό χτύπημα, σᾶν κεραυνός ἕν αἰθρία, ὀ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τήν Ξένια Γκριγκόριεβνα. στά εἴκοσι ἔξι τῆς χρόνια, ἕνα βράδυ σέ ἕνα χορό ὀ ἀντρας τῆς ἐνῶ ἔπινε μέ τούς φίλους τους, ξαφνικά ἔπεσε κάτω νεκρός. Αὐτό φυσικά ἦταν πολύ ὀδυνηρό για τήν Ξένια. Ὀ Ἀντρέας, δέν εἶχε ποτέ ἐξομολογηθεῖ καί λάβει Θεία Κοινωνία ἕως πρίν πεθάνει, καί ἐκείνη ἀνησυχοῦσε τρομερά για τήν ψυχή του.

Συντομα μετά τήν ταφή του, ἡ Ὀσία Ξένια ἑξαφανίστηκε ἀπό τήν Ἁγία Πετρούπολη για ὀκτῶ χρόνια. Πιστεύεται ὄτι αὐτό τό χρονικό διάστημα τό πέρασε σέ ἕνα ἐρημητήριο ἤ σέ ἕνα μοναστήρι, μαθαίνοντας τό δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὀ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιοπιστη πληροφορία ὄτι ἡ μακαρία Ξένια για τήν πνευματική τῆς τελείωση δαπάνησε αὐτά τά χρόνια μεταξύ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τόν ἑαυτό της για τόν δύσκολο ἀγώνα τῶν διά Χριστόν σαλῶν καί ἦταν κάτω ἀπό τήν πνευματική τούς καθοδήγηση.

Πού ἦταν οἰ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στό Hermitage ἤ σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια πού αὐτόν τόν καιρό εἴχαν Στάρετς, μαθητές τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπό ὀχτῶ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στήν πατρίδα της, τήν ἁγία Πετρούπολη, καί δέν τήν ξαναφησε στά ἄλλα τριάντα ἑπτά χρόνια τῆς ζωῆς τῆς σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Ὄταν ἐπέστρεψε στήν Ἁγία Πετρούπολη, χάρισε τά ὑπάρχοντά της - τό σπίτι της, τά χρήματά της, τά ὄμορφα ρούχα της. Κατά πρῶτον ἄρχισε νά βεβαιώνει σέ ὅλους ὄσους τήν περιτριγύριζαν ὄτι ὀ σύζυγός της δέν πέθανε, ἀλλά ὄτι πέθανε αὐτῆ. Φόρεσε τά ρούχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καί ἄρχισε νά ὀνομάζει τόν ἑαυτό τῆς Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἰ συγγενεῖς τῆς τήν θεώρησαν περισσότερο για παραφρονα, ὄταν αὐτή ἄρχισε νά μοιράζει τήν περιουσία τῆς πιο φτωχούς καί ὄταν ἔδωσε τό σπίτι της στήν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἰ ἐνδιαφερόμενοι για τήν περιουσία τῆς συγγενεῖς τῆς στράφηκαν στίς ἀρχές καί ζήτησαν ἀπό αὐτές νά λάβουν μέτρα ἐναντίον μιας τέτοιας διαθέσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπό αὐτήν. Μετά ἀπό αὐτήν τήν ἀναφορά τῶν συγγενῶν οἰ ἀρχές τήν κάλεσαν καί ἀφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὄτι ἦταν πολύ καλά στά λογικά της καί εἶχε ἐπομένως κάθε δικαίωμα νά κάνει ὄτι ἤθελε τήν περιουσία της. (σημειώνεται τό συμβᾶν: οἰ συγγενεῖς τῆς Ξενιας τήν πήγαν στό δικαστήριο ἀλλά ὀ δικαστής βρῆκε ὄτι ἔχει καλό καί γερό νού ὄσο αὐτή συνέχιζε νά βοηθᾶ τούς φτωχούς.) Ἀλλά στήν Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα ὄνομα για τούς ἁγίους ἀνθρώπους πού οἰ ἄλλοι πιθανόν νά νομίζουν ὄτι εἶναι τρελοί. Ἐμεῖς τούς ὀνομάζουμε «Διά Χριστού σαλούς». Αὐτοί συχνά δέν εἶναι τρελοί, ἀλλά προσποιοῦνται ὄτι εἶναι, για νά μποροῦν νά κρύψουν τά πνευματικά τούς χαρίσματα.

Τί συνέβηκε πράγματι μέ τήν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα τῆς μια πλήρης πνευματικῆ ἀντιστροφῆ, ποῦ, κατά τά ἴδια τῆς τά λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!... Βάζοντας τά ρούχα τοῦ συζύγου της καί παίρνοντας τό ὄνομά του ἦταν, κατά τή γνώμη της, σᾶν νᾶ παρατεινόταν ἡ δική του ζωή στό προσωπό της για νᾶ συγχωρηθοῦν οἰ ἁμαρτίες του μέ τή δική της ἀφιερωμένη στό Θεό ζωή. Τώρα αὐτή παρουσίαζε τόν ἑαυτό της στόν κόσμο μέ τήν δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὦς «κατά Χριστόν τρελή».

Ὀ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μια ἀληθινή, πραγματική ζωή καί μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. τό νά ζεῖς για νά τρῶς, νά πίνεις, νά ντύνεσαι, για νά ἀπολαμβάνεις καί νά γίνεσαι πλούσιος, τό νά ζεῖς γενικά για ἐγκόσμιες χαρές καί φροντίδες, αὐτό εἶναι μια φαντασία. τό νά ζεῖς ὄμως για νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό καί τούς ἄλλους, για νά προσεύχεσαι καί νά ἐργάζεσαι μέ κάθε τρόπο για τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτή εἶναι πραγματική ζωή! Ὀ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ὀ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωή τοῦ πνεύματος». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περί τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς).

Ἀπό αὐτό βλέπουμε ὄτι τό «χτύπημα» πού «χτύπησε» τήν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μια ὤθηση ἀπό τήν μή πραγματική ζωή στήν ζωή τοῦ Πνεύματος.



Ἡ μακαρία Ξένια, πού ἦταν πλούσια πρώτα ἔζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζοῦσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους τῆς πόλης ἐμπαιζόμενη καί κακομεταχειριζόμενη ἀπό πολλούς. Ἡ μόνη τροφή τῆς ἐρχόταν ἀπό γεύματα ποῦ μερικές φορές δεχόταν ἀπό ἐκείνους πού γνώριζε. Τό βράδυ ἀποσυρόταν σέ ἕναν ἀγρό ἔξω ἀπό τήν πόλη καί ἐκεῖ γονατιστή προσευχόταν ὦς τό πρωί. Δέν εἶχε πραγματικά πού νά κλίνη τήν κεφαλή της. Για σκέπη τῆς εἶχε τόν μελαγχολικό βροχερό οὐρανό τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ για κρεβάτι τῆς εἶχε τό ὑγρό γυμνό ἔδαφος. Περνοῦσε τίς νύχτες τῆς προσευχόμενη γονατισμένη στό γυμνό ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτό τό μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καί οἰ κάτοικοι, πού τήν ἀνακάλυψαν, γιατί εἴχαν τήν περιέργεια νά μάθουν πού ἑξαφανιζόταν τίς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικός τήν παρακολούθησε καί τήν εἶδε νά κλίνη τά γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτό χωράφι καί νά προσεύχεται. Ἄρχισε νά προσεύχεται ἀπό τό βράδυ καί δέν σηκώθηκε μέχρι τό πρωί. Κατά τή διάρκεια τῶν προσευχῶν τῆς ἔκανε μετανοιες σέ ὄλες τίς διευθύνσεις προσευχόμενη για ὅλους τούς ὀρθοδοξους χριστιανούς.

Κατά τήν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω πιο δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τά κουρελιασμένα ρούχα τῆς δύσκολα τήν σκέπαζαν - μια κόκκινη φούστα καί τό στρατιωτικό σακάκι τοῦ ἄντρα της. Στά πόδια τῆς εἶχε χαλασμένα παπούτσια καί γύρω ἀπό τό κεφάλι τῆς εἶχε δεμένο ἕνα παλιό μαντήλι. Ἀκόμα καί κατά τόν βαρύ χειμώνα δέν φοροῦσε ζεστά ρούχα καί παπούτσια, ἆν καί ἡ καλοσύνη τοῦ λαοῦ τῆς προσφερε πολλᾶ ἄπ αὐτᾶ. Σέ ὄλες τίς περιόδους τοῦ ἔτους τήν ἔβλεπαν ντυμένη στά ἴδια κουρέλια. Τό κρύο στήν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατό καί διαπερνοῦσε τά κόκαλα. Ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ χύνεται μέ ἀφθονία πιο ἁγίους του Θεοῦ, τούς ἔκανε νά νικοῦν τούς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτή ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιά καί δύναμη στή μακαρία Ξένη.

Πολλοί ἀγαποῦσαν αὐτήν τήν ἥσυχη, τήν ἤρεμη, τήν ταπεινή καί τήν εὐγενική δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Ἀρκετοί τήν λυπόντουσαν καί τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλά αὐτή δέν τήν ἔπαιρνε. Ἐᾶν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, ἀμέσως τό ἔδινε σέ κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ἐλεημοσύνη ἀπό φιλεύσπλαχνους ἀνθρώπους, ἀλλά ἀμέσως τά χάριζε πιο φτωχούς, κάνοντας καλό πιο ἀνθρώπους στό ὄνομά του Ἀντρέα, ἔτσι ὦστε ἆν ἡ ψυχή τοῦ ὑπέφερε ἀπό τίς ἁμαρτίες τοῦ τίς ὁποῖες δέν εἶχε μετανοήσει, οἰ πράξεις της καί οἰ προσευχές της θά τόν βοηθοῦσαν. (Οἰ Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ἤ προσεύχονται για τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Αὐτό λέγεται ἐλεημοσύνη ἀλλά δέν εἶναι τόσο συνηθες νά ἐγκαταλείπει κάποιος ὄλη τοῦ τή ζωή για ἕνα ἀνθρωπο, ὄπως ἀκριβῶς ἐπραξε ἡ Ξένια). Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὄτι κάνοντας καλές πράξεις καί προσφέροντας προσευχές για τούς ἄλλους, πλησιάζεις πολύ τό Θεό, καί αὐτό συνέβηκε καί μέ τήν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολύ για τόν ἄντρα της καί αὐτό τήν ἔκανε Ἁγία!

Ὀ Κύριος εἶχε δώσει στήν Ξένια πολλά πνευματικά δῶρα καί αὐτή ἄρχισε νά κάνει περιέργα πράγματα ὄπως περπατοῦσε ξυπόλυτη στό χιόνι καί φοροῦσε ἀσυνήθιστα ρούχα ἔτσι ὦστε οἰ ἀνθρωποι νά μήν νομίσουν ὄτι ἐκείνη εἶναι κάτι τό ἑξαιρετικό. Αὐτή μερικές φορές γνώριζε τί προκεῖται νά συμβεῖ πρίν αὐτό συμβεῖ, ἤ ἆν οἰ ἀνθρωποι εἴχαν ἕνα προβλῆμα καί δέν γνώριζαν τί θέλει ὀ Θεός νά κάνουν, αὐτή μποροῦσε νά τούς τό πεῖ. Συχνά κοιτάζοντας μέ μια ματιά τούς ἀνθρώπους, αὐτή ἤξερε ἆν αὐτοί ἔλεγαν τήν ἀλήθεια ἤ ὄχι.

Σιγά σιγά, οἰ ἀνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τά σημάδια ἁγιότητας πού ἦταν τό ὑποστρωμα τῆς φαινομενικᾶ διαταραγμένης τῆς ζωῆς: παρουσίαζε τό χάρισμα τῆς προφητείας καί ἡ ὄλη παρουσία τῆς σχεδόν πάντα ἐπιβεβαίωνε τήν εὐλογία της. Τό Συναξάρι λέει:

«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νᾶ τή συνοδεύει ὀπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε: ὄταν ἔμπαινε σέ ἕνα μαγαζί οἰ εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας αὐξάνονταν σημαντικά. Οἰ ἔμποροι τήν παρακαλοῦσαν νά πάρει κάτι ὦς δῶρο ἤ τουλάχιστον νά μπεῖ στό κατάστημά τους. Ἤξεραν ὄτι ἐκείνη τή μέρα οἰ δουλειές τους θά πήγαιναν πολύ καλά καί τά κέρδη τους θά ἦταν πολλά. Ὄταν περπατοῦσε στόν δρόμο, ἀπό ὄλες τίς μεριές, ἀπό ὄλα τά ἁμάξια πού περνοῦσαν ἄκουγε νά φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταματᾶ. Θέλω νά σέ πάρω στό ἁμάξι μου ἔστω καί για λίγα βήματα». Καί ὄταν ἔμπαινε σέ κάποιο αὐτοκίνητο, τό εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τήν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολύ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νά κάθεται σέ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων πού εἴχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐᾶν μιλοῦσε μέ κανέναν πού ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτός καταπραϋνόταν καί τοῦ ἐρχόταν μια θαυματουργική βοήθεια. Ὄταν ἀγκαλίαζε ἕνα ἄρρωστο παιδί, ἀμέσως αὐτό γινόταν καλά. Ἡ πολύ καί μακροχρόνια συμπόνια της, ἀνοιξε τό δρόμο τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς εὐλάβειας πρός τό προσωπό της καί οἰ ἀνθρωποι γενικά ἔφτασαν νά τήν θεωροῦν ὦς τό φύλακα ἄγγελο τῆς πόλης».

Κάποτε, τό ἔτος 1764 μ.Χ., ταράχτηκε πολύ καί ξεσπαγε κάθε μέρα σέ δάκρυα. Οἰ ἀνθρωποι τήν ρωτοῦσαν τήν αἰτία πού κλαίει καί αὐτή ἀπαντοῦσε: «Αἵμα, αἵμα, αὐλάκι ἀπό αἵμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι για τό τί ἄραγε θά συνέβαινε. Ἀλλά τρεῖς ἐβδομάδες ἀργότερα οἰ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί σήμαιναν τά λόγια της. Ἀπό τήν ρωσική ἱστορία γνωρίζουμε ὄτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νᾶ ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς, πού ἦταν φυλακισμένος στό φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καί ὀ Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στίς 24 Δεκεμβρίου 1761 μ.Χ., τήν παραμονή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τούς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καί ἔλεγε στόν καθένα νά κάνη τηγανίτες. τήν ἐπομένη μέρα ἀκούστηκε τό φοβερό νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἰ τηγανίτες θά ἦταν για τήν ἀγρυπνία, πού ἡ προικισμένη μέ τό προορατικό χάρισμα ὀσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις πού ἐκδηλωνόταν τό προορατικό χάρισμά της καί περιπτώσεις βοηθειῶν ποῦ προσφερε στόν λαό μέ τό χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

Μερικές φορές, ὄταν οἰ Χριστιανοί κάνουν καλές πράξεις, τίς κάνουν κρυφά ὦστε μόνο ὀ Θεός νά βλέπει. Αὐτό γιατί ὀ Κύριος εἶπε : «Μήν ἀφήνεις νά γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χείρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» καί, «Κᾶνε τίς καλές σου πράξεις μυστικᾶ ὦστε ὀ Πατέρας ποῦ σέ βλέπει μυστικᾶ νᾶ σέ ἀνταμείψει φανερᾶ». Αὐτό εἶναι πού ἀντιπροσωπεύει τήν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξενιας. Πρίν πολλά χρόνια, ὄταν οἰ ἀνθρωποι τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἔχτιζαν μια ἐκκλησία στό κοιμητήριό του Smolensk, ἡ Ἁγία Ξένια συνήθιζε νά πηγαίνει κατευθείαν τό βράδυ καί νά κουβαλάει βαριούς πλίνθους οἰ ὁποῖοι χρειάζονταν τήν ἐπόμενη μέρα για τό χτίσιμο τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας. Ὄταν οἰ τεχνίτες ἔρχονταν κάθε πρωί, ἔβρισκαν τό σκληρότερο μέρος τῆς δουλειᾶς τούς ἤδη τελειωμένο καί αὐτοί ἀναρωτιόνταν ποιός νά ἦταν πού ἔκανε αὐτή τήν εὐγενική πράξη. Τελικά, δύο ἄπ αὐτούς ἀποφάσισαν νά περάσουν τό βράδυ τους στό κοιμητήριο. Περιμεναν καί περιμεναν, καί ὄταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τό βράδυ, τήν παρακολουθοῦσαν νά ἀνεβαίνει καί νά κατεβαίνει μέ τά τοῦβλα της, τούς τοίχους τῆς μισοτελειωμένης ἐκκλησίας.



Ἡ ἐκκλησία πού ἡ Ἁγία Ξένια βοήθησε στό χτίσιμο εἶναι ἀκόμη στό κοιμητήριό του Smolensk καί δίπλα τῆς ὑπάρχει ἕνα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στό ὁποῖο ἔχει ταφή. Προσκυνητές ἀπό ὄλη τή Ρωσία ἀκόμη ἔρχονται ἐκεῖ νά προσευχηθοῦν καί νά ζητήσουν νά τούς βοηθήσει. Κατά τή διάρκεια τῶν φρικτά δύσκολων χρόνων στή Ρωσία, ὄταν οἰ ἐκκλησίες ἦταν κλειστές λόγω του ὄτι ὀ Κομουνισμός δέν ἤθελε οἰ ἀνθρωποι νᾶ λατρεύουν τό Θεό, προσκυνητές ἔρχονταν κρυφά στήν Ἁγία Ξένια. Ἡ πόρτα τοῦ παρεκκλησίου ἦταν κλειδωμένη καί δέν μποροῦσαν νά μποῦν μέσα, ἔγραφαν τίς προσευχές τους σέ μικρά χαρτάκια καί τά ἄφηναν μέσα στίς ρωγμές τῶν τοίχων. Στόν Κομουνισμό δέν ἄρεσε αὐτό καθόλου, ἀλλά συντομα κατάλαβαν ὄτι εἶναι ἀδύνατον νά σταματήσουν τούς Χριστιανούς νά ἀγαπᾶνε τούς Ἁγίους, ἤ νά σταματήσουν οἰ Ἅγιοι νά τούς βοηθοῦν!

Σαράντα πέντε χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ ἄντρα της, ἡ Ἁγία Ξένια ἀναπαύθηκε ἕν εἰρήνη, στήν ἠλικία τῶν ἐβδομήντα ἑνός ἐτῶν, κάπου στά 1800 μ.Χ Ὑποθέτουν ὄτι ἀναπαύθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1806 μ.Χ. καί 1814 μ.Χ. Δέν ὑπάρχει ἀκριβής πληροφορία σχετικά μέ αὐτόν τόν χρόνο καί εἶναι ἀδύνατο νά καθορίσουμε ἀκριβῶς τήν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό μέ τόν ὁποῖο τήν περιέβαλε ὀ κόσμος μποροῦμε νά ὑποθέσουμε μέ βεβαιότητα ὄτι ἡ κηδεία τῆς εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καί ὄτι πολύς κόσμος θά συγκεντρώθηκε, για νά τῆς δώσει τόν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ὀ τάφος της, ἀμέσως, ἔγινε τόπος προσκυνήματος: ἔτσι πολλοί προσκυνητές ἔπαιρναν χώμα ἀπό τόν τάφο της ὦς εὐλογία καί νέο χώμα ἐπρεπε νά τροφοδοτεῖται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε ἐπάνω στόν τάφο τῆς μιᾶ πλάκα ἀπό γρανίτη μέ τήν ἐπιγραφή: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναπαύεται τό σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικός τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σέ ἠλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστή μέ τό ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς».

Αὐτά γράφονται στό λακωνικό ἐπιτύμβιο πάνω στόν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπό ἕνα ἄγνωστο προσωπο.

Ὄμως καί αὐτή ἡ πλάκα ἐπίσης βαθμιαία χαράσσονταν καί φθείρονταν ἀπό τούς πιστούς. Ἐπειτα χτίστηκε στόν τάφο τῆς ἕνα ἐκκλησάκι μέ τίς προσφορές τῶν πιστῶν. Πολλοί πιστοί ἄρχισαν νά γράφουν πιο τοίχους τοῦ ναϋδρίου διαφορα αἰτήματα, ὦστε ἀναγκάστηκαν νᾶ τόν χρωματίσουν. Οἰ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στό ναό ἀπό νωρίς τό βράδυ μέχρι ἀργά τό πρωί.

Τά χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δέν σεβάστηκαν τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτό τά παραθυρα ἦταν κλειστά μέ σανίδες καί ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλά ὀ δρόμος πρός τό νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν παντότε ἀνοιχτός. Νέοι καί γέροι πήγαιναν στό παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τά αἰτήματά τους για βοήθεια καί ἔσκυβαν στό ἔδαφος κοντά στόν τάφο.

Καί ἡ μακαρία Ξένη τούς βοηθοῦσε ὅλους.

Ἕνα εὐσεβή ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορά Τρισάγιου ὑπέρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου τῆς Ἀντρέα, για τόν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς της.

Ἡ Ἁγία Ξένια δοξάστηκε ἐπισῆμα πρώτα ἀπό τήν ὀρθοδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπό τήν Ρωσία, τό 1978 μ.Χ. καί μετέπειτα τό 1988 μ.Χ. ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. δ’.
Σ’ ἐσένα, ὢ περιπλαμένη ξένη, Χριστὸς ὁ Κύριος μας ἔδωσε μιὰ διακαὴ μεσίτρια γιὰ ὅλους μας. Ἔχοντας λάβει στὴ ζωή σου βάσανα καὶ θλίψη , καὶ ὑπηρετώντας τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη, ἐσὺ ἀπέκτησες μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Δὶ’ αὐτό, σπεύδουμε θερμὰ σ’ ἐσένα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴ θλίψη, κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς : Μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν ἐλπίδα μας στὴν καταισχύνη, ὢ εὐλογημένη Ξένια.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’.
Περιπλανώμενη ξένη σὲ μιὰ ξένη γῆ, ἀναστενάζοντας πάντα γιὰ τὴ οὐράνια πατρίδα γνωστὴ ὡς σαλὴ καὶ ἄπιστη ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς πολὺ σοφὴ καὶ ἱερὴ , στεφανωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ δόξα καὶ τιμή. Ὢ Ξένια, γενναία στὸ μυαλὸ καὶ θεϊκὰ σοφή. Δι’αυτό, κραυγάζουμε σὲ σένα «Χαῖρε ἐσὺ ποὺ μετὰ τὴ γήινη περιπλάνησή σου ἦρθες καὶ κατοικεῖς στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ». 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...