Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2012

Ἀπό τήν ζωή μερικῶν ταπεινῶν μοναχῶν. Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε



Ἀπό τήν ζωή μερικῶν ταπεινῶν μοναχῶν

Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε 

Ἐλᾶτε νά ἰδῆτε τό μαρτύριο αὐτῶν τῶν μικρῶν ξένων, ἔλεγε ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Μέγας, ὅταν ἐρχόταν κάποιος ἀπό τούς πατέρας πρός αὐτόν καί τοῦ ἔδειχνε τό κελλί τῶν δύο ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν σιωπή καί τήν βαθειά ταπείνωσι εἴχαν φθάσει σέ μεγάλα πνευματικά μέτρα.
Τόσο ἀπό τήν ζωή τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ Μακαρίου, ὅσο καί ἀπό τήν ζωή τοῦ ὁσίου Παφνουτίου, γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτει σ᾿ αὐτούς ὅτι ἁπλοῖ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου: δύο γυναῖκες ἀπό ἕνα χωριό, ἕνας ἔμπορος καί ἕνας ψάλτης ἦταν προοδευμένοι πνευματικά, ὅπως καί αὐτοί. 
Ἀπό τότε πού ξεχύθηκε στόν κόσμο τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀδιάκοπα ἐργάζεται μέ τίς θαυμαστές του δυνάμεις, πού ἐπιτελοῦνται ἀπό τούς πρώην ἀλιεῖς Ἀποστόλους καί ἁπλοῦς θεολόγους ἀνθρώπους, τούς ὡραίους καρπούς: τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνη κλπ. 
Καί, ὅπως ὁ ἀριθμός τῶν ἀγνώστων ἁγίων εἶναι πολύ μεγαλύτερος αὐτῶν πού γράφοντα στά συναξάρια καί τιμῶνται μέ ἀκολουθίες, ἔτσι καί ὁ ἀριθμός τῶν ἀληθινά ταπεινῶν καί ἀγνώστων εἶναι πολύ μεγαλύτερος ἀπ᾿ ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι προβάλλονται ἐνώπιόν μας μέ τήν ζωή καί τά ἰδιαίτερα χαρίσματά τους. 
Τούς συναντᾶς ἐξ ἴσου ἀνάμεσα στούς ἁπλοῦς χριστιανούς τοῦ κόσμου, καθώς καί στήν μοναχική ζωή. Στά ὅσα ἀκολουθοῦν θά ἀνααφερθῶ σέ μερικούς ἀγωνιστάς μοναστηριῶν,τούς ὁποίους εἶχα τήν εὐλογημένη εὐκαιρία νά τούς συναντήσω καί γνωρίσω σ᾿ αὐτή τήν ζωή καί ἀπό τό παράδειγμα τους πολύ ὠφελήθηκα.

Ἐλπίζω ὅτι καί ἄλλοι ἀδελφοί μας θά ὠφεληθοῦν πνευματικά ἀπό τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τους.

Ἡ συγχώρησις. 
Ὁ ἀδελφός Γαβριήλ εἶχε πολλά χρόνια στό μοναστήρι, ἀλλά δέν βιαζόταν νά γίνη μοναχός. «Εἶναι μεγάλη τιμή νά εἶσαι μοναχός, ἐνῶ ἐγώ ὡς ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, δέν εἶμαι ἄξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς», ἔλεγεν, ὅταν τόν  ἐρωτοῦσαν γιατί δέν γίνεται μοναχός. Ὅμως μέ τόν ζῆλον του, τόν κόπο του καί τήν ὑπακοή του δέν ἦταν κατώτερος ἀπό τούς καλλιτέρους μοναχούς τοῦ Κοινοβίου.
Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ Δόκιμος Γαβριήλ εἶχε κι αὐτή τήν συνήθεια: Κάθε Σάββατο, πρίν σημάνη γιά τόν Ἑσπερινό, περνοῦσε ἀπ᾿ ὅλα τά κελλιά τῶν μοναχῶν καί τῶν δοκίμων ἀδελφῶν λέγοντας: «Εὐλογεῖτε καί συγχωρέστε με τόν ἁμαρτωλό». «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογήση καί νά σέ συγχωρήση», τοῦ ἀπαντοῦσαν οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν τήν συνήθειά του. Ἔτσι, ὁ δόκιμος Γαβριήλ ἐπήγαινε στό ἑπόμενο κελλί μέχρι πού τά ἐτελείωνε ὅλα.
Μιά φορά τόν ἐρώτησα γιατί τό κάνει αὐτό τό ἔργο καί ἰδού τί μοῦ διηγήθηκε: «Ἐδιάβασα σ᾿ ἕνα παλαιό βιβλίο ὅτι κάθε Σάββατο, μετά τόν Ἑσπερινό, ὅλες οἱ ἀγγελικές χοροστασίες συγκεντρώνονται μπροστά στόν Θρόνο τοῦ Θεοῦ γιά νά παρακολουθήσουν τήν ἐξομολόγησι τῶν ἀγγέλων, πού εἶναι φύλακες τῶν ἀνθρώπων, καί οἱ ὁποῖοι ἔρχονται μπροστά στόν Οὐράνιο Πατέρα καί τοῦ λέγουν ἀναφορικά μέ τό ἔργο τους. 
Καί οἱ ἄγγελοι τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, πού κάνουν ἁμαρτίες, εἶναι λυπημένοι, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι τῶν ἀνθρώπων πού κάνουν καλά ἔργα εἶναι χαρούμενοι καί φωτεινοί. Χαίρεται λοιπόν ὁ οὐράνιος Πατέρας μας γιά τά καλά ἔργα τους καί γίνεται «χαρά ἐν οὐρανῶ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι».
 Πιό πέρα ἀπό τόν Θεῖο Θρόνο στέκονται δύο ἀγγελικοί χοροί: ὁ ἕνας φωτεινός καί δοξασμένος καί ὁ ἄλλος φοβερός καί αὐστηρός. Τότε στέλλει ὁ Θεός τούς φωτεινούς ἀγγέλους νά πληρώσουν τούς καλούς ἀνθρώπους καί τούς φοβερούς νά παιδεύσουν τούς ἁμαρτωλούς.
 Γι᾿ αὐτό κι ἐγώ σήμερα συγχωροῦμαι μέ ὅλους, συμπλήρωσε στό τέλος ὁ δόκιμος Γαβριήλ, γιά νά ἀνέβη χαρούμενος στόν οὐρανό ὁ φύλακας ἄγγελός μου καί νά χαροποιήση μέ τήν ἐξομολόγησί του καί τόν οὐράνιο Πατέρα, ἐνῶ ἐγώ νά λυτρωθῶ ἀπό τίς τιμωρίες τῶν φοβερῶν ἀγγέλων.

Εὐλάβεια καί ταπείνωσις.
Ὁ ἀρχιδιάκονος π. Γεννάδιος εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τά νειᾶτα του γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐμαθήτευσε πνευματικά καί διδάχθηκε τέλεια τήν ἐκκλησιαστική μουσική, διότι εἶχε ἐξαιρετική φωνή. Ἐπιστρέφοντας στήν Ρουμανία ὑπηρέτησε σάν καθηγητής τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς σέ ἐκκλησιαστικές σχολές καί μοναστήρια καί ὡς ἀρχιδιάκονος στήν Ἐπισκοπή. 
Εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια καί ἀγάπη γιά τίς ἱερές ἀκολουθίες. Ἀπό τόν χορό τῶν ψαλτῶν οὐδέποτε ἀπουσίαζε. Ἦταν ὁ πρῶτος παρών. Προσκυνοῦσε νά βαθειά εὐλάβεια στό μέσον τῆς ἐκκλησίας, μετά τίς ἅγιες εἰκόνες καί κατόπιν μετέβαινε στό στασίδι του στόν χορό, ἀπ᾿ ὅπου ἀποχωροῦσε τελευταῖος ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς. 
Ἐδιάβαζε μέ αἴσθησι καί κατανόσηι τονίζοντας τήν ἔννοια τῆς κάθε λέξεως καταλλήλως καί ἀκούοντάς τον αίσθανόσουν ὅτι τρέφεσαι μέ τίς ἀναγνώσεις του. Τίς Κυριακές καί ἑορτές στόν χορό ἤ στό Ἱερό Βῆμα ὁ π. Γεννάδιος ἦταν ἕνα στολίδι στίς ἱερές ἀκολουθίες. Παρέμεινε διάκονος σ᾿ ὅλη τήν ζωή του.
Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τά ἐπέρασε στό μοναστήρι Συχαστρία. Τά γεράματά του ἦλθαν καί μέ ἀρκετές δοκιμασίες: πόνοι στά πόδια, τοῦ εἶχαν πέσει σχεδόν ὅλα τά δόντια. «Νά πᾶς στόν ὀδοντίατρο, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι πατέρες καί ἐκεῖνος τούς ἀπαντοῦσε χαμογελώντας: «Γιά ἕνα γέρο σάν καί μένα νά ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος» καί ἔδειχνε μέ τό χέρι του τό Κοιμητήριο τῆς μονῆς.

Κάποια ἡμέρα ἕνας μοναχός τόν ἐρώτησε: «Πάτερ Γεννάδιε, ποιά καλά ἔργα πρέπει νά έπιτελέση περισσότερο ἕνας κοινοβιάτης μοναχός; Κι αὐτός τοῦ ἀπήντησε ἁπλᾶ: «Εὐλάβεια καί ταπείνωσις». Ἀστείρευτη εἶναι ἡ πηγή τῶν χαρισμάτων τά ὁποῖα ὁ Καλός Θεός διανέμει ἀδιάκοπα σ᾿ἐμᾶς. 
Τί θ᾿ ἀνταποδώσουμε στόν Κύριο γιά ὅλα αὐτά; Συνεχής πρέπει νά εἶναι καί ἡ εὐγνωμοσύνη  καί καρδιακή ἡ εὐχαριστία μας τά ὁποῖα πρέπει νά τά προσφέρουμε μέ εὐλάβεια στόν Θεό γιά τό πλῆθος τῶν εὐεργεσιῶν του. Ἐνῶ τήν ταπείνωσι, ὅπως λέγει καί ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, πρέπει νά τήν ἔχουμε πάνω ἀπό ὅλα. Αὐτή εἶναι τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μᾶς κάνει ὅμοιους μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ταπεινώθηκε γιά ἐμᾶς». Ὁ π. Γεννάδιος τά ἐγνώριζε αὐτά ἀπό τήν προσωπική του ζωή, διότι στολιζόταν ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτές τίς ἀρετές.

Ἀδιάκοπη προσευχή.
Ὁ ἱερομόναχος Ἰσίδωρος ἦταν ἐκ φύσεως σιωπηλός καί φίλος τῆς ἡσυχίας. Γι᾿ αὐτό εἶχε φτιάξει μιά καλύβα στήν ἄκρη τοῦ δάσους τῆς περιοχῆς τῆς Μονῆς Συχαστρία, ὅπου καί ἀποσυρόταν, ἀφοῦ ἐτελείωνε τό διακόνημά του στήν Μονή. Εἶχε ὁσιακή μορφή καί λειτουργοῦσε ὡραῖα καί μέ πολλή εὐλάβεια. Κάποτε, μετά τό τέλος τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου, ὅπου εἶχε λάβει μέρος καί ὁ π. Ἰσίδωρος, μία πιστή χριστιανή μ᾿ἐρώτησε δείχνοντας πρός τόν π. Ἰσίδωρο: «Πῶς ὀνομάζεται ἐκεῖνος ὁ πατήρ, διότι ἔχει τήν μορφή ἁγίου καί λειτουργεῖ πολύ ὡραῖα».
Μεταξύ τῶν μοναχῶν τῆς ἀδελφότητος τῆς Συχαστρίας εἶναι καί ὁ μοναχός Βησσαρίων. Αὐτός ἦταν γιά πολλά χρόνια ἔμπορος στήν πρωτεύουσα τῆς Χώρας, ἀλλά δέν εἶχε παντρευθῆ. Μιά καλή ἡμέρα, ὑπακούοντας στήν φωνή τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπώλησε τά πάντα γιά ν᾿ ἀγοράση τόν ἀτίμητο μαργαρίτη τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔτσι, ἐπῆγε στήν μονή Συχαστρία καί ἔγινε μοναχός.

«Κάποια ἡμέρα, διηγεῖται ὁ π. Βησσαρίων, δέν γνωρίζω τό γιατί, μία στενοχώρια ἐσκέπασε τήν ψυχή μου καί, μετά τήν ἀκολουθία, ἦταν ἑορτή, ἀνεχώρησα μόνος μου γιά τό λειβάδι μας στό δάσος. Πηγαίνοντας στό κελλί τοῦ π. Ἰσιδώρου, τόν εὑρῆκα ἔξω καί ἐδιάβαζε κάποιο βιβλίο. Ὅταν μέ εἶδε χάρηκε καί μοῦ πρότεινε νά μπῶ μέσα γιά νά μέ κεράση κάτι, ὅπως εἶναι ἡ συνήθεια.
 Μέ ρώτησε γιατί εἶμαι πικραμένος κι ἐγώ τοῦ εἶπα γι᾿ αὐτή τήν στενοχώρα πού μέ εἶχε κυριεύσει. Τότε μοῦ εἶπε μερικά παρηγορητικά λόγια, ἔβαλε τό ἐπιτραχήλι του καί μοῦ ἐδιάβασε μία εὐχή ἀπό τό Εὐχολόγιο μπροστά στίς ἱερές εἰκόνες. Κατόπιν, ἄφησε τό βιβλίο λίγο μακριά, ἐγονάτισε δίπλα μου καί προσευχήθηκε μέ δυνατή φωνή: «Κύριε, παρηγόρησε καί δώσε τήν ὑγεία στόν πατέρα Βησσαρίωνα, διότι εἶναι καλός ἄνθρωπος καί ὁλόκληρη τήν περιουσία του τήν ἐδώρισε σέ Σένα, Κύριε. 
Ἄς ἔλθει σέ μένα ἡ ἀσθένειά του, διότι ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος. Νά ὑποφέρω ἐγώ ἀντί αὐτοῦ κι αὐτός νά γίνη πάλι ὑγιής καί χαρούμενος, διότι εἶναι καλός ἄνθρωπος καί δέν ἔκανε κακά ἔργα, ὅπως ἐγώ».
«Ἔτρεμα ἀπ᾿ αὐτή τήν προσευχή τοῦ π. Ἰσιδώρου, εἶπε τελικά ὁ π. Βησσαρίων. Ἡ λύπη πού μέ εἶχε κυριεύσει ἐξαφανίσθηκε. Αἰσθάνθηκα εἰρηνικός καί ψυχικά ἐλαφρωμένος. Εὐχαρίστησα μέ τήν καρδιά μου τόν π. Ἰσίδωρο καί ἐπέστρεψα στό κελλί μου πολύ συγκινημένος ἀπό τήν προσευχή τοῦ π. Ἰσιδώρου, τόν ὁποῖον δέν θά ξεχάσω σέ ὅλη μου τήν ζωή».

Ἡ τελευταία του ἡμέρα. 
Ὁ μεγαλόσχημος μοναχός π. Γερόντιος ἦταν ἀπό τούς τελευταίους Γέροντες μοναχούς τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης τοῦ Προδρόμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κοντός στό ἀνάστημα καί λίγο κυρτωμένος, ὅμως παρά τά 84 χρόνια του, ἦταν εὐκίνητος καί πάντα ἕτοιμος γιά ὑπακοή.
 Μοῦ ἔμεινε σάν μιά εἰκόνα στήν ψυχή ὑπάκουου, ταπεινοῦ καί ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ. Εἶχε περίπου 50 χρόνια ζωῆς στήν Σκήτη μας, ἔξω ἀπό τήν ὁποία γιά 20 χρόνια δέν ἐπῆγε πουθενά. Εἶχε περάσει ἀπ᾿ὅλα τά διακονήματα: Βουρδουνάρης (ὑπεύθυνος τῶν ζώων), μάγειρος, φούρναρης, κηπουρός. Ὅταν τοῦ ἔμενε λίγο ἐλεύθερος χρόνος, ἔτρεχε στό κελλί του καί ἐδιάβαζε τό Ψαλτήρι, τό ὁποῖο εἶχε πάντοτε  ἀνοικτό στό ἀναλόγιό του. Ἡ ἁπλότης καί ἡ πτώχεια του δέν περιγράφονται.
 Ἐάν ἐλάμβανε ἀπό κάποιον λίγα ἤ πολλά χρήματα, τά ἔδινε ὅλα στό γραφεῖο. «Νά μή μέ εὕρη ἡ νύκτα μέ χρήματα στό κελλί μου», ἔλεγε συχνά. Ἔμεινε βαθειά στήν μνήμη μου ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του:
Τό πρωΐ εἶχε πάει στό μαγειρεῖο νά βοηθήση στόν καθαρισμό τῶν λαχανικῶν. Κατόπιν βλέποντας στήν αὐλή τήν μεταφορά ἄμμου πού ἔφερε τό τρακτέρ μέ τήν καρότσα τό βράδυ γιά ἐπισκευές τῶν κτιρίων, ἄρχισε νά φορτώνεται σέ μικρό τσουβάλι τήν ἄμμο νά τήν πάη πιό πέρα. «Γιατί δέν ἀφήνεις νά σηκώση τήν ἄμμο ἔνας νεώτερος μοναχός;» τόν ἐρώτησα ἐγώ. «Ἄφησέ με, διότι οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, εἶναι ἀλλοῦ ἀπασχολημένοι», μοῦ εἶπε.
Τήν ἴδια ἡμέρα ὁ φούρναρης ἔφτιαξε ψωμί καί ὁ π. Γερόντιος ἐπῆγε καί τόν ἐβοήθησε στό κοσκίνισμα τοῦ ἀλεύρου. Ἀφοῦ τό τελείωσε, τοῦ εἶπε ὁ φούρναρης: 
-Πάτερ Γερόντιε, σέ παρακαλῶ, νά ἔλθης πάλι μετά ἀπό μισή ὥρα γιά νά μέ βοηθήσης στό ζύμωμα». 
-Πηγαίνω στό κελλί, τοῦ εἶπε αὐτός, καί εἰδοποίησέ με.
Μετά ἀπό μισή ὥρα ἐπῆγε ὁ φούρναρης στό κελλί του: 
-Πάτερ Γερόντιε, μπορεῖς νά ἔλθης τώρα νά μέ βοηθήσης;
Δέν πῆρε καμμία ἀπάντησι. Ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καί τί νά ἰδῆ: «Ο π. Γερόντιος ἦταν ξαπλωμένος στό κρεββάτι ἔχοντας δίπλα του ἀνοικτό τό ψαλτήρι. Ἐνόμισε ὅτι κοιμᾶται καί τόν ἐρώτησε καί πάλι:
-Πάτερ Γερόντιε, ἄϊντε, ἔλα νά μέ βοηθήσης.
Ἀλλά αὐτή τήν φορά ὁ ταχύς στήν ὑπακοή μοναχός δέν ἀποκρίθηκε πλέον. Εἶχε ἀναχωρήσει πρό ὀλίγου γιά νά πάρη τόν μισθό τῆς ὑπακοῆς του στήν αἰώνια ἀνάπαυσι, μέσα στήν χαρά τοῦ Κυρίου του, τόν Ὁποῖον ὑπηρετοῦσε σ᾿ὅλη του τήν ζωή μέ πολλή ἀγάπη, ταπείνωσι καί ἔνθεο ζῆλο.

 ***
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Ἐπιμέλεια κειμένου   Ἀναβάσεις

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Ἐν τῷ φωτί τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε. Μέρος Α'


πηγή


Ἐν τῷ φωτί τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ
Ἡ κλήσις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας

Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε 

Ρώτησε κάποιος τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο: «Τί νά κάνω γιά νά ἀρέσω στόν Θεό;» καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: «Ὁπουδήποτε πηγαίνεις νἄχεις μπροστά σου τόν Θεό....Φύλαξε αὐτό καί θά σωθῆς».
Ἕνας μοναχός ρώτησε μιά φορά ἕνα πνευματικό πατέρα: «Ποιό πρᾶγμα βοηθεῖ τόν μοναχό σέ κάθε πειρασμό καί ἀκηδία πού θά τόν καταλάμβανε;» Καί ὁ πατήρ τοῦ ἀπήντησε: «Νά πιστεύη μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς ψυχῆς του ὅτι ὁ Θεός εἶναι παρών καί ὅτι πάντοτε βλέπει τόν ἄνθρωπο. Χωρίς αὐτό τόν λογισμό ὅλος ὁ κόπος καί ἡ ἐργασία τοῦ μοναχοῦ εἶναι μάταια».
Οἱ δύο αὐτές πνευματικές συμβουλές δείχνουν ἕνα καί τό αὐτό πρᾶγμα, ὅτι δηλαδή τό νά βλέπη κανείς πάντοτε τόν Θεό μπροστά του εἶναι τόσο σπουδαῖο πρᾶγμα, ὥστε μόνο αὐτό εἶναι σέ θέσι νά μᾶς σώση, καί χωρίς αὐτό ὅλοι οἱ ἄλλοι πνευματικοί κόποι καί ἐργασίες εἶναι ἀνωφελῆ πράγματα. Τί μυστήριο ἄρα γε νά κρύβη αὐτή ἡ «θέα»τοῦ Θεοῦ», ὥστε οἱ ἅγιοι Πατέρες νά τήν θεωροῦν τόσο σημαντική γιά τήν σωτηρία μας;
Εἶναι πρᾶγμα ἁπλό γιά κάθε χριστιανό ὅτι ὁ Θεός ὡς Δεσπότης καί Δημιουργός τοῦ παντός, δέν ὑπόκειται σέ κανέναν περιορισμό, οὔτε τοπικό, οὔτε χρονικό καί ἑπομένως εἶναι πάντοτε καί πανταχοῦ παρών. «Ποῦ φύγω ἀπό τοῦ προσώπου σου;» (Ψαλμ.138,7), διερωτᾶται ὁ Ψαλμωδός. Μᾶς τό εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Σωτήρας μας: «καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματ.28,20).

 Τό ὁμολογοῦμε κι ἐμεῖς στήν πολύ γνωστή προσευχή: «Βασιλεῦ οὐράνιε...ὁ πανταχοῦ παρών...», ὅπως ἐπίσης καί μ᾿ ὅλο τόν τρόπο τῆς προσευχῆς μας ἐφ᾿ ὅσον οἱ προσευχές μας ἀπευθύνονται σ᾿ ἕνα πρόσωπο πού εἶναι μπροστά μας καί αἰσθανόμεθα ὅτι ἡ προσευχή εἶναι συνομιλία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.
 Ἑπομένως, χωρίς τήν παραμικρή ἀμφιβολία, ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ Παρών, κοντά στόν καθένα μας καί ἀκόμη περισσότερο «εἶναι πιό κοντά σ᾿ ἐμᾶς ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι». (Ἱερός Αὑγουστῖνος), διότι «ἐν αὐτῶ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμεν» (Πράξ.17,28). Εὑρισκόμεθα μέσα στό ἄπειρο, ἀκατανόητο, ἀνέκφραστο ὠκεανό τοῦ Θεοῦ».(π. Δημ. Στανιλοάε).
Ὅμως ἡ θεϊκή Παρουσία εἶναι τελείως διαφορετική ἀπό τήν παρουσία τῶν ὑπάρξεων καί τῶν πραγμάτων τοῦ περιβάλλοντός μας.
 Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ Παρών, ὄχι μόνον ἁπλῶς μέ τήν ὕπαρξί του, ἀλλά μέ ὅλη τήν πληρότητα τοῦ θείου Προσώπου του. Μέ τήν αἰώνια παντοδυναμία του ἐργαζομένη, μέ τήν ὁποίαν ἔφερε τά πάντα ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι, μέ τήν ὁποία, ὅταν εὑρισκόταν στήν γῆ, θεράπευε κάθε ἀσθένεια, ἔδιωχνε δαιμόνια, ἀνέστησε νεκρούς.
Μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη του, ἡ ὁποία τόν κατέβασε στήν γῆ καί τόν ἔκανε νά πάρη ἐπάνω του ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, γιά τήν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέγει ὅτι εἶναι φωτιά μυστηριώδης, πού ὅπως μιά σπίθα περιμένει μέσα στήν καρδιά μας γιά νά τήν πυρπολήση καί νά τήν γεμίση δῶρα: μέ τήν ἀγαθότητα, τήν ἁγιότητα, τόν ἄπειρο πλοῦτο τῶν θείων Αὐτοῦ δυνάμεων, πού ἐκχύνονται ἐπάνω σέ κάθε πλάσμα, χωρίς νά σταματοῦν ἤ νά ἐλαττώνονται μέ σκοπό νά τό κρατοῦν στήν ὕπαρξι, καθότι, ἄν «ἀποστρέψη ὁ Θεός τό πρόσωπον του τά πάντα ἐπιστρέφουν εἰς τόν χοῦν». (Ψαλμ.103) καί νά τό βοηθήσουν νά αὐξηθῆ, νά τελειοποιηθῆ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν». (Ἰωάν.15,5).
Ἀλλά, ἐπειδή «Πνεῦμα ὁ Θεός», (Ἰωάν.4,24) καί ἡ παρουσία του εἶναι πνευματική, ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξις σωματική καί περιωρισμένη καί εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατέλθη στό δικό μας τό ἐπίπεδο, νά γίνη ὁρατός μέ σχῆμα καί μέ τρόπο, πού εἶναι δυνατόν νά γίνη ἀντιληπτός ἀπό τίς δικές μας αἰσθήσεις γιά νά μπορέση νά μᾶς χαροποιήση, χωρίς ἐμπόδιο μέ τήν θεϊκή του παρουσία.
Ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἔλαβε ὅμοιο μέ τό ἰδικό μας σῶμα, χωρίς ἁμαρτία, ἐνῶ μετά τήν Ἀνάληψί του στούς οὐρανούς ἐδιάλεξε παντοτεινή κατοικία πάνω στήν γῆ. Ἔτσι, στήν Ἐκκλησία, στόν «Οἶκο Κυρίου», βλέπουμε στίς ἅγιες εἰκόνες τήν μορφή του «πλήρη χάριτος καί ἀληθείας», (Ἰωάν.1,14), τόν ἀκοῦμε νά μᾶς ὁμιλῆ μέ τό θεῖο του Εὐαγγέλιο, τόν ἐγγίζουμε καί τόν γευόμεθα στήν Ἁγία Κοινωνία γιά νά βεβαιωθοῦμε μέ ὅλες μας τίς αἰσθήσεις γιά τήν θεϊκή Του παρουσία.
Σάν σ᾿ἕνα σχολεῖο, στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε πρῶτα νά συναντώμεθα μέ τόν Κύριον στόν οἷκο του, γιά νά μπορέσουμε μετά νά τόν συναντήσουμε καί στόν ἰδικό μας τόν οἶκο καί στήν ἐργασία μας, παντοῦ καί πάντα γιά νά τόν αἰσθανόμεθα μαζί μας καί ἐμᾶς ποτέ χωρισμένους ἀπ᾿ Αὐτόν.
Κι ἀκόμη περισσότερο ὁ Θεός ἀναμείχθηκε μέ τήν ἰδική μας φύσι στήν πιό βαθειά οἰκειότητα. Μέ τό βάπτισμα κατοίκησε μέσα μας, διότι «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» ψάλλουμε στήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος. Ἔτσι μετέφερε «τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν» (Λουκ.17,21).
Ἑπομένως ὁ Θεός, πού μᾶς ἐδημιούργησε κατ᾿ εἰκόνα του, ὄχι μόνο μᾶς ὥρισε ἕναν ὑψηλό προορισμό, νά γίνουμε δηλαδή «καθ᾿ ὁμοιώσίν του», ἀλλά καί μᾶς βοηθῆ νά πραγματοποιήσουμε αὐτή τήν κλῆσι θέτοντας στήν διάθεσί μας ὅλο τό πλήρωμα τῶν θεϊκῶν του δυνάμεων.
Εὑρίσκεται πάντοτε μαζί μας καί συγχρόνως ἡ παρουσία του εἶναι μία εὐεργετική παρουσία, παντοδύναμη, δυναμική, ἐνεργητική, ἐγκαθιδρυμένη μέσα στά ἐνδότερα τῆς ὑπάρξεώς μας, στήν διάθεσί μας, περιμένοντας μόνο νά χρησιμοποιηθῆ γιά νά μᾶς τελειώση νά μᾶς θεώση.
Τί καταπληκτική σημασία ἔχει γιά ἐμᾶς αὐτή ἡ δυναμική παρουσία μᾶς τό λέγει ὁ ἴδιος ὁ Σωτῆρας «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῆ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. 8,12) «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε.(Ἰωάν.6,35), «Ἐγώ  εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰωάν.11,25), «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»(Ἰωάν.14,6).
Μερικά ἁπλᾶ παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινή ζωή μπορεῖ νά μᾱς φωτίσουν περισσότερο τό νόημα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.
Ἄν στό φῶς καί στήν θερμότητα ἑνός κτίσματος, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος, ὁ ἄνθρωπος καί ὁλόκληρη ἡ κτίσις αἰσθάνονται καλά, παίρνουν ζωή, τότε τί βαθειά μεταβολή μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ μέσα στόν ἄνθρωπο πού βαδίζει μέσα στό ἄκτιστο καί ζωοποιό φῶς τοῦ αἰωνίου Ἡλίου; «Ἡ παρουσία ἑνός καλοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μᾶς ἀλλάζει, μᾶς γεμίζει χαρά. Τότε τί μεταβολή μπορεῖ νά ἐπιφέρη ἡ παρουσία τοῦ Οὐρανίου Δεσπότου; (Κλῖμαξ 30,10).
Ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι μόνος του, αἰσθάνεται ἰσχυρός, ὅταν εὑρίσκεται μαζί μέ κάποιον ἄλλον. Ἀλλά τί δύναμι θ᾿ ἀποκτήση, ὅταν συνειδητοποιήση ὅτι εἶναι μαζί μέ τόν Παντοδύναμο, καί δέν θά πῆ μαζί μέ τόν Ἀπόστολο: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῶ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῶ» (Φιλιπ.4,13).
Λουσμένοι μέσα σ᾿ αὐτό τόν ὠκεανό τῶν ἀγαθοποιῶν δυνάμεων, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἔπρεπε νά εἶναι τέλειοι, ἅγιοι, πλήρως εὐτυχισμένοι.
 Καί ὅμως πάντοτε εἶναι ἀληθινός ὁ λόγος τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ἐγώ εἶπα θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες, ὑμεῖς δέ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε»(Ψαλμ.81,6-7). Σπανίως προσέχουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν βλέπουμε τόν Θεό μπροστά μας, δέν τόν αἰσθανόμεθα δίπλα μας, μέσα μας!
Ἕνας ὁλόκληρος κόσμος εὑρίσκεται στό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας καί στήν σκιά τοῦ θανάτου, πεινασμένος καί διψασμένος γιά τήν τροφή τῆς ζωῆς, περιπλανώμενος σάν τό πρόβατο, χωρίς ποιμένα, καταπονημένος ἀπό τίς ἐχθρικές δυνάμεις τοῦ σκότους, μακριά από τόν Κύριον, πού εἶναι τόσο κοντά μας.
Ταξιδεύουμε  στόν δρόμο τῆς ζωῆς καί ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας, ὅμως οἱ ὀφθαλμοί μας «κεκράτηνται», ὅπως ἐκείνων τῶν δύο μαθητῶν, πού βάδιζαν πρός Ἐμμαούς (Λουκ.24,16). Βλέπουμε τόν Κύριο στήν ἀκτή τῆς ζωῆς μας καί ὅμως «δέν γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἐκεῖνος» (Ἰωάν.21,4).
Δέν εὑρισκόμεθα στό σκοτάδι ἐξ αἰτίας τοῦ ἡλίου, ἀλλά ἐπειδή κλεινόμαστε σ᾿ ἕνα δωμάτιο χωρίς παράθυρα.
Δέν ταιριάζει στήν ἀγαθότητα καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο ὄν, νά μήν ὑπολογίση αὐτήν τήν  ἰδιότητά μας καί νά μᾶς ἐπιβάλη τήν θεία του παρουσία. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι παντοδύναμος καί πανταχοῦ παρών, δέν μᾶς ἐπιβάλλεται, ἀλλά δέχεται νά μᾶς κρατᾶ σέ ἀπόστασι καί περιμένει ἐμεῖς νά τόν ἰδοῦμε, νά μή τόν παραβλέψουμε.
 Αὐτός ὁ παντοδύναμος περιμένει ἀπό  ἐμᾶς νά διώξουμε τήν ἀπόστασι, στήν ὁποία τόν κρατᾶμε, «ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». (‘Αποκ.3,20).
Ἀλλά τί εἶναι ἡ παράδοξη αὐτή ἀπόστασι ἀνάμεσα σ᾿ ἐμᾶς καί στόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι πανταχοῦ παρών;
Ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο ἀδιάκοπα εὐφραινόταν μέ τήν θέα τοῦ Θεοῦ (Γέν.3,8), ἐνῶ, ὅταν ἁμάρτησε, κρύφθηκε ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔγινε ὁ Θεός ἀόρατος, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἔκρυψε τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά μή βλέπη τόν Θεό.
 Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ εἶναι «τό μεσότειχον τῆς ἔχθρας», ἐνῶ ἡ ἁμαρτωλή θέλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό «χάλκινο τεῖχος» ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί στόν Θεό. Ὅπως ἕνα τεῖχος ἐμποδίζει τήν ὅρασι γιά νά ἰδῆ κανείς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία κλείνει τόν ὁρίζοντα τῆς θέας τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς κλείνει μέσα στόν ἑαυτό μας σάν μέσα σ᾿ ἕνα τεῖχος, μᾶς κάνει ὅλο καί πιό ἀνόμοιους πρός τόν Θεό καί γι᾿ αὐτό αἰσθανόμεθα ὅλο καί πιό μακριά ἀπ᾿ Αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο κοντά μας.
Μόνον ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία ἐξαφανίζει τό διαχωριστικό τεῖχος.
Κατά τό μέτρο πού ὁ ἄνθρωπος προοδεύει στήν ἐργασία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη καί στήν ἐπιτέλεσι τῶν ἐντολῶν, ἡ ἀνομοιότητα ἐξαφανίζεται, ἡ ἀπόστασις μικραίνει καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅλο καί πιό ὁλοφάνερη, ὅλο καί πιό φωτεινή. Γι᾿ αὐτό καί ἡ αἴσθησις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι τό στατικό, δέν εἶναι παντοῦ καί γιά ὅλους τό ἴδιο, ἀλλά ὁ καθένας εὑρίσκεται μπροστά στόν Θεό σέ διαφορετική ἀπόστασι, σέ μιά ἀπόστασι προσωπική, σύμφωνα μέ τό πνευματικό ἐπίπεδο στό ὁποῖο εὑρίσκεται.
Ἡ ἀπόστασις ἀπό τόν Θεό, στήν ὁποία μᾶς κρατεῖ ἡ ἁμαρτία, ὅπως εἶναι φανερό δέν εἶναι τοπική, διότι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλά εἶναι χρονική, διότι ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ πρόοδος στήν ἀρετή, πού μᾶς κάνουν ὅμοιους μέ τόν Θεό, πραγματοποιοῦνται ἐν χρόνῳ (π. Δημ. Στανιλοάε).
Ἄν καί κάθε ἁμαρτία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἐργασία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μᾶς πλησιάζει, ἐν τούτοις μέσα στό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν ἀρετῶν μερικές ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἄποψί μας.
Ἄς σταματήσουμε στούς δύο μαθητές πού ἐπορεύοντο πρός Ἐμμαούς. Γιατί οἱ ὀφθαλμοί τους «ἐκρατοῦντο», ὥστε νά μή γνωρίσουν τόν Διδάσκαλο; Τό βλέπουμε ἀπό τήν παρατήρησι, πού τούς κάνει ὁ Κύριος ὀνομάζοντάς τους «ὦ ἀνόητοι καί βραδεῖς τῆ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπί πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ.24,25).
 Ἡ ἀδύνατη καί ἀμφίβολη πίστις τους ἦταν αὐτό πού τούς κρατοῦσε τούς ὀφθαλμούς, ὥστε νά μή  βλέπουν τόν Χριστό. «Πίστις ἐστι...πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». (Ἑβρ.11,1), γι᾿ αὐτό οἱ ὀφθαλμοί τῆς πίστεως εἶναι κατά πολύ πιό διεισδυτικοί ἀπό τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος καί ἡ ὅρασίς τους δέν εἶναι ἀπατηλή. Δέν αἰσθανόμεθα καί δέν βλέπουμε τόν Κύριο, πού εὑρίσκεται μπροστά μας. Αὐτό συμβαίνει ἀπό ἀπιστία ἤ ἀπό τήν ἀδύναμη καί ἀμφίβολη πίστι μας.

 ***
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Ἐπιμέλεια κειμένου   Ἀναβάσεις

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...