Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Γαλίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Γαλίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουλίου 19, 2015

Ζητεῖται Ἠλίας


Profitis Ilias
Ἠλίας ὁ Ζηλωτής. «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς». Δέν ὑπάρχει τόπος στήν Ἑλλάδα πού νά μήν ἔχει μιὰ ἐκκλησία, ἕνα ξωκλήσι, ἕνα προσκυνητάρι πρός τιμήν του. Ἀνάλογα τιμᾶται καί στίς ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες καί στόν χριστιανικό κόσμο γενικότερα. Ὁ ἀριθμός αὐτῶν πού φέρουν τό ὄνομά του συναγωνίζεται ἐπάξια αὐτόν ἄλλων λαοφιλῶν ἁγίων. Οὔτε αὐτός ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, οὔτε ὁ θεοπτης Μωυσῆς, οὔτε ὁ μεγαλοφωνότατος εὐαγγελικός προφήτης Ἠσαΐας συγκίνησαν τήν λαϊκή εὐσέβεια. Μόνο ὁ Ἠλίας τήν συνήγειρε. Γιατί ἄραγε; Ποῦ ὀφείλεται αὐτή ἡ ξεχωριστή ἀγάπη; Εἶναι ἡ διαίσθηση τῆς διαχρονικότητας τοῦ μηνύματος τοῦ ἔργου του; Εἶναι ὁ θερμός του ζῆλος, τό ἄκαμπτο φρόνημα, ἡ ἀνυποχώρητη ἀντίσταση στό παντοῖο κακό, ὁ ἀμείλικτος ἔλεγχος τῆς κρατικῆς αὐθαιρεσίας, αἰώνια πλήν ἀνεκπλήρωτα ζητούμενα; 

Ὅποια ἀπάντηση καί ἄν δεχθοῦμε ἀκόμη καί τήν πεζὴ τῶν λαογράφων, αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι τό μήνυμα. Μήνυμα ἰδιαζόντως ἐπίκαιρο. 


Ἐποχές παράλληλες 

Τό κρατικό βασίλειο πού εἶχε οἰκοδομήσει ὁ μέγας Δαβίδ καί εἶχε στεριώσει ὁ σοφός Σολομῶν, εἶχε τόν 10ο αἰώνα π.Χ. διαιρεθεῖ, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται. Ἡ ἐμφύλια σύγκρουση μέ δυσκολία ἀποφεύχθηκε· ἐθνικός διχασμός ὅμως παρέμεινε βαθύς. Στό ἐσωτερικό τῶν δύο νέων βασιλείων οἱ συγκρούσεις δέν ἔλειψαν, αἱματηρές πολλές φορές. 

Στό Βόρειο βασίλειο, τό ἐπονομαζόμενο «τοῦ Ἰσραήλ», ἡ κατάσταση ἦταν ἀπελπιστική. Κρατική αὐθαιρεσία, διαφθορά καί ὀργανωμένη προσπάθεια ἀπομακρύνσεως τοῦ λαοῦ ἀπό τίς πατροπαράδοτες ἀξίες. Ὁ λαός ἀρχίζει σιγά-σιγά νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς θρησκεῖες τῶν γύρω λαῶν καί τά ἔθιμά τους, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀλλοίωση τῆς ἐθνικῆς φυσιογνωμίας καί ταυτότητάς του. Στό ἀποκορύφωμα ἔφθασε ἡ κατάσταση, ὅταν ὁ βασιλιάς Ἀχαάβ (873-854) νυμφεύθηκε τήν δυναμική Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Τύρου. Ἡ Ἰεζάβελ ἔφερε μαζί της ὡς «προίκα» τή λατρεία τοῦ Βάαλ-Μελκάρτ, τήν ὁποία ἐπιδίωξε νά ἐπιβάλει ὡς κρατική. Ὑπονόμευσε μέ κάθε τρόπο τήν πίστη τοῦ λαοῦ, ἐφόνευσε τούς θρησκευτικούς ἡγέτες, κατάστρεψε τούς ἱερούς τόπους καί στή θέση τους ἀνήγειρε βωμούς φοινικικῶν θεῶν. Πλῆθος λαοῦ ἐγκατέλειψε τήν λατρεία τοῦ ἑνός Θεοῦ καί προσχώρησε στήν ξενόφερτη πολυθεΐα. 


Ἔλεγχος τοῦ προφήτη. 

Καί τότε ἐμφανίζεται ὁ Ἠλίας. Παρουσιάζεται στόν Ἀχαάβ καί τόν ἐλέγχει δριμύτατα, ἐπισύροντας ἔτσι τήν μήνη τῆς Ἰεζάβελ. Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ. 

Στό μεταξύ ἡ διαφθορά ὀργιάζει, μέ κέντρο τό παλάτι. Κι ὅταν ὁ Ἀχαάβ καί ἡ Ἰεζάβελ κατόρθωσαν, μέ δόλια μέσα καί διεφθαρμένους συνεργούς, πολίτες καί κρατικούς λειτουργούς, καί κατευθύνοντας τεχνηέντως τό λαό, νά σφετερισθοῦν τήν περιουσία κάποιου ἀθώου φονεύοντάς τον μέ «νομιμότατο» τρόπο, ὁ Ἠλίας βγαίνει ἀπό τήν ἀπομόνωση. Ἐπιστρέφει στόν δημόσιο ἔλεγχο, ἐμφανίζεται στόν Ἀχαάβ καί τόν ἐπιτιμᾶ μέ σκληρότατη γλώσσα, συγκλονίζοντας μέχρις ἐξουθενώσεως τόν βασιλέα. 

Ὁ ζηλωτής Προφήτης ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς ἕνα αἰώνιο σύμβολο τῆς ἀνυποχώρητης ἀγωνιστικότητας. 


Λείπει ὁ Προφήτης 

Σᾶς θυμίζουν τίποτε ὅλα αὐτά; Ἄν ναί, τότε μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἐποχές παράλληλες. Μέ τή διαφορά, ὅτι μᾶς λείπει ὁ Προφήτης. Ἐμφύλιες αἱματηρές συγκρούσεις καί καταστρεπτικούς ἐθνικούς διχασμούς ζήσαμε καί ἐμεῖς. Αὐθαιρεσία, διαφθορά, συστηματική ὑπονόμευση τῶν ἀξιῶν καί τῆς πίστης πού στήριξε καί ἔθρεψε τό λαό μας, πόλεμος στή Ἐκκλησία καί ἐπιχείρηση ἀπαξίωσης τῶν ταγῶν της, δόλιες μεθοδεύσεις, σφετερισμοί ξένης περιουσίας, διαφθορά στή δημόσια διοίκηση καί στή δικαιοσύνη, ἄδικες ἀποφάσεις, ὀργανωμένη προσπάθεια παραχάραξης τῆς ἐθνικῆς φυσιογνωμίας καί ἀλλοίωσης τῆς ταυτότητάς μας στό ὄνομα μιᾶς ἀκατανόητης πολυπολιτισμικότητας καί τῆς ἰσοπεδωτικῆς παγκοσμιοποίησης, ὅλα αὐτά ὑποσκάπτουν τό ἦθος τοῦ λαοῦ καί ἀπειλοῦν τήν ὕπαρξή του, ὅπως καί στήν ἐποχή τοῦ Ἀχαάβ καί τοῦ Ὀχοζία. 

Καί τότε ὁ Θεός ἔστειλε τόν Ἠλία… 

Ἄν οἱ καιροί εἶναι παράλληλοι, νά ἐλπίσουμε, ὅτι καί τώρα ὁ Θεός θά στείλει κάποιον Ἠλία; Κάποιον μέ πύρινο λόγο, μέ ἔνθεο ζῆλο, μέ ἄκαμπτο φρόνημα, ἀνυποχώρητο ἐλεγκτή κάθε παρανομίας, ἀδιάφθορο τιμητή κάθε παρεκκλίσεως. Εἶναι πολύ αὐτό ποὺ ζητᾶμε; Εἶναι οὐτοπία νά τό περιμένουμε; Ἤ εἴμαστε τόσο σεσηπότες, ὥστε κάθε ἐλπίδα εἶναι φρούδα; 

Ἐν πάση περιπτώσει…ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΗΛΙΑΣ! 

Παρασκευή, Ιουλίου 17, 2015

Ζητεῖται Ἠλίας


Ἠλίας ὁ Ζηλωτής. «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς». Δέν ὑπάρχει τόπος στήν Ἑλλάδα πού νά μήν ἔχει μιὰ ἐκκλησία, ἕνα ξωκλήσι, ἕνα προσκυνητάρι πρός τιμήν του. Ἀνάλογα τιμᾶται καί στίς ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες καί στόν χριστιανικό κόσμο γενικότερα. Ὁ ἀριθμός αὐτῶν πού φέρουν τό ὄνομά του συναγωνίζεται ἐπάξια αὐτόν ἄλλων λαοφιλῶν ἁγίων. Οὔτε αὐτός ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, οὔτε ὁ θεοπτης Μωυσῆς, οὔτε ὁ μεγαλοφωνότατος εὐαγγελικός προφήτης Ἠσαΐας συγκίνησαν τήν λαϊκή εὐσέβεια. Μόνο ὁ Ἠλίας τήν συνήγειρε. Γιατί ἄραγε; Ποῦ ὀφείλεται αὐτή ἡ ξεχωριστή ἀγάπη; Εἶναι ἡ διαίσθηση τῆς διαχρονικότητας τοῦ μηνύματος τοῦ ἔργου του; Εἶναι ὁ θερμός του ζῆλος, τό ἄκαμπτο φρόνημα, ἡ ἀνυποχώρητη ἀντίσταση στό παντοῖο κακό, ὁ ἀμείλικτος ἔλεγχος τῆς κρατικῆς αὐθαιρεσίας, αἰώνια πλήν ἀνεκπλήρωτα ζητούμενα; 

Ὅποια ἀπάντηση καί ἄν δεχθοῦμε ἀκόμη καί τήν πεζὴ τῶν λαογράφων, αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι τό μήνυμα. Μήνυμα ἰδιαζόντως ἐπίκαιρο. 


Ἐποχές παράλληλες 

Τό κρατικό βασίλειο πού εἶχε οἰκοδομήσει ὁ μέγας Δαβίδ καί εἶχε στεριώσει ὁ σοφός Σολομῶν, εἶχε τόν 10ο αἰώνα π.Χ. διαιρεθεῖ, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται. Ἡ ἐμφύλια σύγκρουση μέ δυσκολία ἀποφεύχθηκε· ἐθνικός διχασμός ὅμως παρέμεινε βαθύς. Στό ἐσωτερικό τῶν δύο νέων βασιλείων οἱ συγκρούσεις δέν ἔλειψαν, αἱματηρές πολλές φορές. 

Στό Βόρειο βασίλειο, τό ἐπονομαζόμενο «τοῦ Ἰσραήλ», ἡ κατάσταση ἦταν ἀπελπιστική. Κρατική αὐθαιρεσία, διαφθορά καί ὀργανωμένη προσπάθεια ἀπομακρύνσεως τοῦ λαοῦ ἀπό τίς πατροπαράδοτες ἀξίες. Ὁ λαός ἀρχίζει σιγά-σιγά νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς θρησκεῖες τῶν γύρω λαῶν καί τά ἔθιμά τους, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀλλοίωση τῆς ἐθνικῆς φυσιογνωμίας καί ταυτότητάς του. Στό ἀποκορύφωμα ἔφθασε ἡ κατάσταση, ὅταν ὁ βασιλιάς Ἀχαάβ (873-854) νυμφεύθηκε τήν δυναμική Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Τύρου. Ἡ Ἰεζάβελ ἔφερε μαζί της ὡς «προίκα» τή λατρεία τοῦ Βάαλ-Μελκάρτ, τήν ὁποία ἐπιδίωξε νά ἐπιβάλει ὡς κρατική. Ὑπονόμευσε μέ κάθε τρόπο τήν πίστη τοῦ λαοῦ, ἐφόνευσε τούς θρησκευτικούς ἡγέτες, κατάστρεψε τούς ἱερούς τόπους καί στή θέση τους ἀνήγειρε βωμούς φοινικικῶν θεῶν. Πλῆθος λαοῦ ἐγκατέλειψε τήν λατρεία τοῦ ἑνός Θεοῦ καί προσχώρησε στήν ξενόφερτη πολυθεΐα. 


Ἔλεγχος τοῦ προφήτη. 

Καί τότε ἐμφανίζεται ὁ Ἠλίας. Παρουσιάζεται στόν Ἀχαάβ καί τόν ἐλέγχει δριμύτατα, ἐπισύροντας ἔτσι τήν μήνη τῆς Ἰεζάβελ. Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ. 

Στό μεταξύ ἡ διαφθορά ὀργιάζει, μέ κέντρο τό παλάτι. Κι ὅταν ὁ Ἀχαάβ καί ἡ Ἰεζάβελ κατόρθωσαν, μέ δόλια μέσα καί διεφθαρμένους συνεργούς, πολίτες καί κρατικούς λειτουργούς, καί κατευθύνοντας τεχνηέντως τό λαό, νά σφετερισθοῦν τήν περιουσία κάποιου ἀθώου φονεύοντάς τον μέ «νομιμότατο» τρόπο, ὁ Ἠλίας βγαίνει ἀπό τήν ἀπομόνωση. Ἐπιστρέφει στόν δημόσιο ἔλεγχο, ἐμφανίζεται στόν Ἀχαάβ καί τόν ἐπιτιμᾶ μέ σκληρότατη γλώσσα, συγκλονίζοντας μέχρις ἐξουθενώσεως τόν βασιλέα. 

Ὁ ζηλωτής Προφήτης ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς ἕνα αἰώνιο σύμβολο τῆς ἀνυποχώρητης ἀγωνιστικότητας. 


Λείπει ὁ Προφήτης 

Σᾶς θυμίζουν τίποτε ὅλα αὐτά; Ἄν ναί, τότε μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἐποχές παράλληλες. Μέ τή διαφορά, ὅτι μᾶς λείπει ὁ Προφήτης. Ἐμφύλιες αἱματηρές συγκρούσεις καί καταστρεπτικούς ἐθνικούς διχασμούς ζήσαμε καί ἐμεῖς. Αὐθαιρεσία, διαφθορά, συστηματική ὑπονόμευση τῶν ἀξιῶν καί τῆς πίστης πού στήριξε καί ἔθρεψε τό λαό μας, πόλεμος στή Ἐκκλησία καί ἐπιχείρηση ἀπαξίωσης τῶν ταγῶν της, δόλιες μεθοδεύσεις, σφετερισμοί ξένης περιουσίας, διαφθορά στή δημόσια διοίκηση καί στή δικαιοσύνη, ἄδικες ἀποφάσεις, ὀργανωμένη προσπάθεια παραχάραξης τῆς ἐθνικῆς φυσιογνωμίας καί ἀλλοίωσης τῆς ταυτότητάς μας στό ὄνομα μιᾶς ἀκατανόητης πολυπολιτισμικότητας καί τῆς ἰσοπεδωτικῆς παγκοσμιοποίησης, ὅλα αὐτά ὑποσκάπτουν τό ἦθος τοῦ λαοῦ καί ἀπειλοῦν τήν ὕπαρξή του, ὅπως καί στήν ἐποχή τοῦ Ἀχαάβ καί τοῦ Ὀχοζία. 

Καί τότε ὁ Θεός ἔστειλε τόν Ἠλία… 

Ἄν οἱ καιροί εἶναι παράλληλοι, νά ἐλπίσουμε, ὅτι καί τώρα ὁ Θεός θά στείλει κάποιον Ἠλία; Κάποιον μέ πύρινο λόγο, μέ ἔνθεο ζῆλο, μέ ἄκαμπτο φρόνημα, ἀνυποχώρητο ἐλεγκτή κάθε παρανομίας, ἀδιάφθορο τιμητή κάθε παρεκκλίσεως. Εἶναι πολύ αὐτό ποὺ ζητᾶμε; Εἶναι οὐτοπία νά τό περιμένουμε; Ἤ εἴμαστε τόσο σεσηπότες, ὥστε κάθε ἐλπίδα εἶναι φρούδα; 

Ἐν πάση περιπτώσει…ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΗΛΙΑΣ! 

Παρασκευή, Ιουνίου 12, 2015

Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος

Προϋπόθεση τῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ γνώση δηλαδὴ ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας μας νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοητικῆς ὁδοῦ. Παρὰ ταῦτα ὁ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία Θεὸς γνωρίζεται καὶ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν νοεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν βιώνει. Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὸν εἶναι βιωματική, εἶναι μία πορεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς τέρμα τὴν θέωση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἀ-λογίας φτάνει στὴν δοξο-λογία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι μὲν ἀπρόσιτος, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Εἶναι ὅμως προσιτὸς σὲ μᾶς κατὰ τὴν ἐνέργεια: διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο. Στὴν πραγματικότητα λοιπὸν δὲν πρόκειται γιὰ ἀντίφαση, ἀλλὰ γιὰ μία διαλεκτικὴ σύνθεση. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτὰ πιὸ ἀναλυτικά.

Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση, τί εἶναι Θεός. Θεὸς εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ τὸ τελείως ἀπρόσιτο. Ἂν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι Θεός, αὐτὴ εἶναι μία ἀνόητη ἐρώτηση, δὲν ἔχει νόημα, γιατί Θεὸς εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ ρωτήσουμε, νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι: γιατί ὁ Θεὸς ἁπλὰ εἶναι. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ εἶναι. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τὸ Θεὸ στὴ φλεγομένη βάτο, «ἀπὸ ποιὸν ἐγὼ θὰ πῶ ὅτι ἔχω τὴν ἐντολὴ αὐτή, ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου», ἐκεῖνος ἀπάντησε «ἐχγιὲ ἀσὲρ ἐχγιέ», ἐγὼ εἶμαι ὁ «ἐγὼ εἶμαι», αὐτὸς ποὺ ἐγὼ εἶμαι. Αὐτὸ τὸ μετέφρασαν οἱ Ἑβδομήκοντα «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Αὐτὸ τὸ «ὁ ὤν», ποὺ σημαίνει ὁ ὑπάρχων, ἀποδίδει κατὰ κάποιον τρόπο τὸ Γιαχβὲ τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶναι παλαιότερη μορφὴ τοῦ «ἐχγιέ». Τὸ Γιαχβὲ σημαίνει, λοιπόν, «ἐγὼ εἰμί». Ὅταν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο κυρίως, ὁ Χριστὸς ἀναφέρει τὶς λέξεις «ἐγὼ εἰμί», αὐτὸ τὸ «ἐγὼ εἰμὶ» εἶναι τὸ Γιαχβέ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Κάθε Εὐαγγελιστὴς ἔχει ἕναν εἰδικὸ θεολογικὸ σκοπό. Ὁ σκοπὸς τοῦ Ἰωάννη εἶναι αὐτός. Ὅσες φορὲς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐγὼ εἰμί», ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»…

Ὁ Χριστὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Γιαχβέ, εἶναι ἐκεῖνος, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύφθη ὁ Γιαχβέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Γιαχβέ, ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου πηγαίνει κανεὶς στὸν Γιαχβέ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»• «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» «ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμί». Ἐὰν κανεὶς δὲν ξέρει, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε: «Τίνα ζητεῖτε»; Καὶ ὅταν αὐτοὶ εἶπαν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ Χριστὸς ἀπάντησε «ἐγὼ εἰμί». Ἀκούγοντας «ἐγὼ εἰμὶ» ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν πρηνεῖς, σὰν μία δύναμη νὰ τοὺς ἔσπρωξε, γιατί ἄκουσαν τὴ λέξη, τὴ φράση αὐτή, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ. Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς «ἐγὼ εἰμί», τοὺς ἔλεγε ἐγὼ εἶμαι ὁ Γιαχβέ. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε δύο δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀποφατικός, δηλαδὴ ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ εἶναι ὁ ἀποφατικὸς δρόμος. Λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀναφής, ἀπρόσιτος, στὴν πραγματικότητα λέμε τί δὲν εἶναι. Λέμε τί εἶναι, λέγοντας τί δὲν εἶναι. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὁ καταφατικός. Λέμε, ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἤ, στὴν εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, («Σὺ γὰρ εἰ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…»), «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν»· ἐδῶ μιλᾶμε καταφατικά. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καταφατικὰ ποὺ λέμε γιὰ τὸν Θεό, πάλι δὲν λέμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ: λέμε τὰ περὶ τὸν Θεό, λέμε ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ· «ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀνεπλάσθη τὰ τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ὑπάρχουμε ἐν χρόνῳ, ὁ Θεὸς εἶναι ἀεὶ ὤν· ἐμεῖς ἀλλοιούμεθα, ὁ Θεὸς εἶναι ὡσαύτως ὤν. Αὐτὰ ὅλα, ἡ καταφατικὴ ὁδός, δὲν μᾶς λέει πάλι τί εἶναι ὁ Θεός.

Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, στὸ 6ο κεφάλαιο, ὁ Θεὸς ἀναφέρεται ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν» (πάλι ἀποφατικὸς δρόμος), «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Τὸ ἀναλύσαμε ἤδη. Ἀπρόσιτο φῶς, τὸ ὁποῖο «οὐδεὶς ἀνθρώπων εἶδεν ἢ ἰδεῖν δύναται» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ὅμως, «φῶς οἰκῶν». Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ καταφατικὸς δρόμος, συνδυασμένος ἐδῶ μὲ τὸν ἀποφατικό.


*****

Γιὰ νὰ προσεγγίσει τὴν ἔννοια τοῦ ἀπροσίτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὅλως ἄλλου, τοῦ ὁλοκληρωτικὰ διαφορετικοῦ ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ συλλάβουμε, ἡ κλασικὴ θεολογία, ἀκολουθοῦσα τὴ φιλοσοφία, κυρίως τὴν ἀριστοτελική, διακρίνει μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ. Βέβαια ὁ Ἀριστοτέλης δὲν εἶπε τίποτε περὶ τῆς ἐννοίας μεταφυσική, ἁπλῶς μετὰ τὰ Φυσικὰ ἔγραψε ἕνα ἄλλο κείμενο, ποὺ ὀνομάσαμε Μετὰ τὰ Φυσικά, ὅθεν τὰ Μεταφυσικά. Ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ δὲν εἶναι κυρίως εἰπεῖν ὀρθόδοξη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη ὑπερφυσικό. Καὶ αὐτὸ τὸ λέμε πάλι γιὰ νὰ συνεννοηθοῦμε: ὑπὲρ τὴν φύσιν. Ἡ μόνη θεολογικὴ ὀρθόδοξη διάκριση εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπρόσιτος μὲν κατὰ τὴν οὐσία, προσιτὸς δὲ κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές του ἐπίσης ἄκτιστες, ἀλλὰ ὅμως προσιτές. Κτιστὸς εἶναι ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅτι ἄλλο ὑπάρχει ἐκτός τοῦ Θεοῦ.

Ἄλλη διάκριση ποὺ γίνεται, εἶναι ἡ μεταξύ τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅμως τοποθετοῦνται οἱ ἄγγελοι, ἡ ψυχή, ὁ Θεός. Συμφυρμὸς δηλαδὴ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Οἱ δύο ἔννοιες, τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μὴ συμβατές, εἶναι δύο ἔννοιες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμία ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἡ συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου αὐτῆς τῆς ἀποστάσεως μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος. Ἡ προσπάθεια γεφυρώσεως αὐτοῦ τοῦ ἄγχους γεννᾶ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ ὀνομάζουμε θρησκεία. Ἡ θρησκεία δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ προσπαθεῖ νὰ γεφυρώσει τὴν ἀπόσταση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Ζοῦμε στὸν κόσμο καὶ καταλαβαίνουμε ὅτι πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ ὑπὲρ-κόσμος. Ἕνα κάλυμμα σκεπάζει τὸν κόσμο καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ διαπεράσουμε τὸ κάλυμμα, νὰ δοῦμε ἀπὸ πάνω. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια λέγεται θρησκεία.

Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ θρησκεία καὶ τὰ ὑποκατάστατα τῆς θρησκείας νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα, νὰ φτάσει ψηλά. Ὑποκατάστατα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ οἱ ἰδεολογίες, αὐτὲς ποὺ τελειώνουν σὲ ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· ὅλα αὐτὰ εἶναι προσπάθειες νὰ γεφυρώσουμε τὸ χάσμα. Ἄλλος προσπαθεῖ νὰ φτάσει ἐπάνω μὲ μία ἰδεολογία, ἄλλος μὲ τὴν τέχνη, μὲ τὰ ταξίδια, μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, εἴτε αὐτὰ λέγονται χρῆμα, εἴτε δόξα, εἴτε ἡδονή, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑποκατάστατα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦμε νὰ γεμίσουμε τὴν ψυχή μας, τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὸ ὑπαρξιακὸ χάος, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος καὶ νὰ φτάσουμε στὸν ὑπερκόσμο. Ἀκόμη ἔχουμε, χειρότερες μορφὲς ὑποκαταστάτων, τὰ ναρκωτικά, τὰ βαριά, ἢ καὶ πιὸ ἀθώα ναρκωτικά, ὅπως τὸ κάπνισμα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσυνείδητες ἀναζητήσεις μιᾶς χαμένης Ἐδέμ.

Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες τῆς θρησκείας ἢ τῶν ὑποκαταστάτων της, εἶναι ἀνίκανες νὰ λυτρώσουν τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνίκανες νὰ μᾶς δείξουν τί βρίσκεται στὸν ὑπερκόσμο. Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, ὁ Ἐπάνω νὰ ἀνοίξει μία καταπακτή, νὰ ρίξει μία σκάλα, νὰ ἔρθει κάτω ὁ ἴδιος καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐπάνω. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός, αὐτὸ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κατέβηκε κάτω, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Χριστὸς «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» καὶ «ἡ θύρα», γι’ αὐτὸ καὶ λέμε στὴν Παναγία: «Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἦς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».

Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἄλλην εἰκόνα, περπατᾶμε στὸ σκοτάδι, καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπουμε μπροστὰ μας τίποτα, ξαφνικὰ μία ἀστραπὴ μᾶς φωτίζει καὶ βλέπουμε ποῦ βαδίζουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Δὲν ἀνακαλύψαμε μόνοι μας ποῦ βαδίζουμε, αὐτὸ εἶναι ἀποκάλυψη. Κάποιος μοῦ ἀποκαλύπτει κάτι.

Ἄρα λοιπὸν ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία. Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει μόνος, δι΄ ἰδίων δυνάμεων ἐκεῖ πάνω, πράγμα ἀδύνατο. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς, εἶναι ἡ εἰσβολὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ὁ Θεὸς ὁ ἄκτιστος ἔφτιαξε τὸν κτιστὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὁ κτιστὸς ἔπεσε διὰ τῆς ἁμαρτίας στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο. Βρίσκεται στὴν ταλαιπωρία, στὸ ἄγχος, καὶ πρέπει κάποιος νὰ τὸν λυτρώσει. Γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς εἰσέβαλε στὸ χῶρο, στὴν ἱστορία, ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἐν Χριστῷ μᾶς ἔσωσε. Ἄρα τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως δὲν εἶναι μία ἰδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοὶ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο χριστιανικὴ κοσμοθεωρία, ἢ χριστιανικὴ ἰδεολογία. Δὲν πιστεύουμε σὲ μία κοσμοθεωρία. Τὸ πρόβλημά μας δὲν λύνεται μὲ ἰδέες καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε. Σ’ αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὴν κλίμακα, νὰ τοῦ δώσουμε τὸ χέρι νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πάνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ἀποκάλυψη.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως μία ἰδέα καὶ μία θεωρία, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ λένε, ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ἠθικὸς ἀναμορφωτής, κοινωνικὸς ἐργάτης. Ἂν ἦταν κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλίμονό μας. Ἡ σωτηρία μας θὰ ἦταν ἀδύνατη. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ, ὁ Κομφούκιος εἶπε πολὺ ὡραῖα πράγματα, καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ δὲν εἶπε ἄσχημα πράγματα. Καὶ ὁ Μωϋσῆς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶπε ὡραῖα πράγματα, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ὅμως, κανεὶς δὲν εἶναι ὁ σωτήρας. Δὲν σώζουν οἱ ἠθικὲς διδασκαλίες, δὲν σωζόμαστε ἂν γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι. Καὶ ἕνας ἄθεος, βουδδιστής, ἰνδουϊστής, μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Σώζεται κανεὶς ἂν ἀφήσει τὸ χέρι του νὰ τὸ πιάσει ὁ Χριστός, ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐπάνω. Δὲν ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις στὸν Θεό. Σὲ θεὸ πιστεύουν ὅλες οἱ θρησκεῖες. Πρέπει νὰ πιστεύεις στὸν Χριστό. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύφθηκε• «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», λέγει ὁ Φίλιππος (Ἰω. 14, 8). Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν πατέρα»: διότι στὸ πρόσωπό μου βλέπει κανεὶς τὸν Πατέρα. Γι’ αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 4) «τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).

Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.


*****

Ἡ κλασικὴ θεολογία διακρίνει μεταξὺ φυσικῆς καὶ ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη πραγματώνεται στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι στὴ θέα τοῦ κόσμου, «τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 20). Ἄρα λοιπὸν ὑπάρχει ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη. Ὅμως ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Χρειάζεται καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη. Χρησιμοποιοῦμε τὴ λέξη, ὅπως εἶπα, τῆς κλασικῆς, ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοῶ τὴν πατερικὴ θεολογία, αὐτὴ ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής. Οἱ Πατέρες δὲν συμπαθοῦν αὐτὸν τὸν ὅρο. Περισσότερο χρησιμοποιοῦν ἄλλες εἰκόνες:

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Τὰ τρία πρόσωπα περιχωροῦνται καὶ εἶναι ἑνωμένα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὁ Θεός, τὸ μόνο ὄντως μακάριο Ὄν, ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, δὲν θέλησε νὰ κρατήσει τὴ μακαριότητά του γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀνοίγει, τρόπον τινά, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ καὶ δημιουργεῖ ἄλλα ὄντα γιὰ νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του. Τὰ ὄντα αὐτὰ πρέπει, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του, νὰ εἶναι λογικὰ καὶ ἐλεύθερα. Ἂν ἦταν λογικά, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἐλεύθερα, σκεφθεῖτε τὸ βάσανο ἑνὸς λογικοῦ ὄντος ποὺ εἶναι καταναγκασμένο νὰ κάνει κάτι. Ἐὰν ἦταν ἐλεύθερα, ἀλλὰ δὲν ἦταν λογικά, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὶς συνέπειες, ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἀφῆστε τα νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἦταν καταστροφή. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπλάσθη καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκπληρώσει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογικός. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἀξία ἡ προσπάθειά του, δὲν θὰ μποροῦσε τὸ καλὸ νὰ εἶναι καλό. Τὸ καλὸ εἶναι καλό, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ κακὸ εἶναι κακό, γιατί πάλι ἐλεύθερα τὸ ἐπέλεξε ὁ ἄνθρωπος. Καλὸ καὶ κακὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.

Ἀνοίγει λοιπὸν ὁ Θεός, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, δημιουργεῖ τὴν κτίση γιὰ νὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτήν, καὶ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή.

Ἐδῶ θὰ κάνω μία παρένθεση. Ὅλο αὐτὸ τὸ σύμπαν ποὺ ὑπάρχει – ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο ὅπου τὸ ἡλιακὸ σύστημα εἶναι ἕνα μέρος, ἕνας κόκκος, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δισεκατομμύρια ἀστέρια τοῦ γαλαξία μας, καὶ ὑπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – ὅλα αὐτὰ τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ναί, γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ σημερινοὶ φυσικοὶ καὶ οἱ ἀστρονόμοι δέχονται στὴν πλειοψηφία τους ὡς λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε τὸ σύμπαν τὴ λεγόμενη ἀνθρωπικὴ ἀρχή. Τὸ σύμπαν ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συντείνουν στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ τὸ τέρμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ἂν θέλετε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς λεγομένης μεγάλης ἐκρήξεως, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅλα κατατείνουν στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλα ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν… καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς• καὶ ἐγένετο φῶς… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός…» (Γέν. 1, 1 κ. ἑ.). Αὐτὸ τὸ «καὶ εἶπεν» εἶναι μία ἀνθρωποπαθὴς ἔκφραση. Σημαίνει ὅτι διὰ τοῦ Λόγου του ἐποίησε τὰ πάντα, «τῷ λόγω τοῦ Κυρίου ἐστερεώθησαν οἱ οὐρανοί», «αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». «Ὁ Πατὴρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύμαπ ποιεῖ τὰ πάντα». Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποκαλύψεως δηλαδή. Τὸ τέλος; «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. 1, 1-2). «Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1, 18). Ἐκεῖνος. Δὲν χρειαζόμαστε ἄλλον. Δὲν χρειαζόμαστε δηλαδὴ γκουρού, τὸν τεκτονισμό, τὸν ἕνα ὁποιονδήποτε -ισμὸ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πληρότης. «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1,17). Ὁ νόμος ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἐγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετικὴ λέξη, μία διαφορετικὴ ἔννοια. Καὶ τὸ ἴδιο μᾶς λέγει πάλι ὁ Ἰωάννης: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 14). Τὸ ἴδιο ρῆμα. Τὸ ἐγένετο σημαίνει τὴν πραγματοποίηση, τὴν ὑλοποίηση, κάτι τὸ χειροπιαστό. Ὁ Λόγος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ «σὰρξ ἐγένετο». Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον «οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ἀπεκαλύφθη διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ μεσίτης τῆς ἀποκαλύψεως.



Ἐδῶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς βαθμίδες ἀποκαλύψεως. Ἡ πρώτη εἶναι ὅταν ὁ Θεὸς ἀνοίγει, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν κόσμο («Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»)· στὴν δεύτερη ἔχουμε τὴν πλήρωση τῆς ἀποκαλύψεως («Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»)· καὶ ἔχουμε καὶ μίαν τρίτη ἀποκάλυψη, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση, εἶναι ἡ μέλλουσα κρίση. Ἐκεῖ θὰ ἀποκαλυφθεῖ πάλι ὁ Θεός, ἀλλὰ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς φῶς γιὰ τοὺς ἀξίους καὶ ὡς «πῦρ καταναλίσκον» γιὰ τοὺς ἀναξίους («Ἀποκαλύπτεται ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1,18).


*****

Τὸ περιεχόμενο λοιπὸν τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος ἐν Υἱῷ, δηλαδὴ σὲ μία συγκεκριμένη ἀνθρώπινη μορφή, ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο, στὸ ὁποῖο, «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἑνώθηκε ἡ θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.

Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ποῦ φυλάσσεται, ποιὸς τὴν προσφέρει;

Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ, ἔζησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη, ἀλλὰ δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο. Συνεχίζει νὰ ζεῖ παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος μὲ τὴ σταυρική του θυσία, καὶ τὴν ὁποία τρέφει καὶ συντηρεῖ μὲ τὸ αἷμα του διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτὸς ἔστειλε ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ συνήγαγε στὸ ὄνομά του ὅλους ὅσοι πίστευσαν καὶ βαπτίσθηκαν γιὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν μεσσιανικὴ σύναξη, τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, τὸν νέο Ἰσραήλ, τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὴν θεία κοινωνία τῶν πιστῶν, λέει ὁ ἱερέας: «Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαὸς τοῦ Θεοῦ, κληρονομιά του, διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ μόνον στὴν Ἐκκλησία προσφέρεται καὶ ἡ ὁποία μόνον δομεῖ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπου Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία.

Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ μέλη ἐκείνους ποὺ μπολιάσθηκαν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ζωτικοὺς χυμοὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: τρέφονται ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν, ἀπρόσιτο μέν, ἀλλὰ ἀποκαλυπτόμενο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Θεό.

Αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τὴν προσφέρει ὡς θεματοφύλαξ της μὲ δύο τρόπους:

α) ὡς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Παίρνοντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ παίρνουμε τὸν ἴδιο τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεὸ ποὺ κατέβηκε κάτω στὴ γῆ·

β) ὡς κήρυγμα, ὡς προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Τὴν μὲν πρώτη μορφὴ τῆς ἀποκαλύψεως τὴν παίρνουμε διὰ τοῦ στόματος, τὴ δεύτερη διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς· βρώση καὶ ἀκοή. Αὐτὰ συμβολίζουν καὶ οἱ δύο Εἴσοδοι ποὺ γίνονται στὴν Ἐκκλησία, Μικρὰ καὶ Μεγάλη. Στὴ Μικρὰ Εἴσοδο ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας κρατεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο λιτανεύει διὰ μέσου τῶν πιστῶν – ὅλοι, ὅλος ὁ λαὸς μετέχει σ’ αὐτὸ – καὶ λέει: «Σοφία»: αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ἡ Σοφία· «ὁ Χριστὸς ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 1, 30). Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Σοφία. «Ὀρθοὶ» λοιπόν. Καὶ ψάλλεται κατόπιν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ…», δηλαδὴ τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθως ἐναποτίθεται τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ στὴ συνέχεια διὰ τῆς ἀναγνώσεως καὶ τοῦ κηρύγματος γίνεται ὁ ἀποκαλυφθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ προσιτὸς σὲ μᾶς διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς.

Στὴ Μεγάλη Εἴσοδο παίρνει ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας τὰ Τίμια Δῶρα ποὺ δὲν ἔχουν μεταβληθεῖ ἀκόμη σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἔχουν ὅμως προετοιμασθεῖ στὴν Προσκομιδή, καὶ ἐν λιτανείᾳ λέει πάλι: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. Ὅλη αὐτὴ ἡ λιτανεία συμβολίζει τὴν πορεία πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασιλεία ἀνοίχθηκε μὲ τὴν πόρτα τοῦ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» στὴν ἀρχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀνοίγουμε μὲ τὴ Λειτουργία τὶς πύλες: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα» (Ἰω. 10, 7.9), ἐλᾶτε νὰ μπεῖτε δι’ ἐμοῦ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅλοι μας γνωρίζουμε ὅτι στὴ θέση τοῦ τρίτου Ἀντιφώνου, στὸ σημεῖο ποὺ σήμερα ψάλλουμε γιὰ λόγους συντομίας τὸ Ἀπολυτίκιο, κανονικὰ ψάλλονται οἱ Μακαρισμοί, στοὺς ὁποίους ἀναλύεται πὼς ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου καὶ πὼς ὁ ληστὴς «παρεβίασε» τὶς πύλες του μὲ τὸ «μνήσθητί μου». Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἄρα λοιπὸν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μὲ τὶς δύο αὐτὲς πομπές, λιτανεῖες, εἰσόδους, ποὺ εἶναι ἕνα νόμισμα μὲ δύο πλευρές. Δὲ μποροῦμε νὰ τὶς χωρίσουμε. Δὲ μποροῦσε νὰ κάνουμε Θεία Εὐχαριστία χωρὶς ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, οὔτε ἀνάγνωση Εὐαγγελίου χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο πόλοι, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία καὶ συνεπῶς ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας. Ἄρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη, εἶναι κηρυσσομένη καὶ βιουμένη, κηρυγματικὴ καὶ βιωματική. Πρῶτα κηρύσσεται καὶ ὕστερα βιοῦται. Πρῶτα διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μετὰ κοινωνοῦμε. Πῶς θὰ σωθοῦν, ἂν δὲν πιστέψουν; καὶ πῶς θὰ πιστέψουν, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἂν δὲν ἀκούσουν; καὶ πῶς θὰ ἀκούσουν ἂν κάποιος δὲν τοὺς κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Ἀπόστολος, Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Πρὶν ὅμως, ὁμολογοῦμε τί πιστεύουμε. Αὐτὰ ὅλα εἶναι μὲ σοφία, θεόπνευστα βαλμένα ἔτσι. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρόσληψη τοῦ ἀποκαλυφθέντος Χριστοῦ, ἄρα ἡ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρίας. Πρὶν ἀπὸ τὴ βίωση πρέπει νὰ πιστέψουμε. Σ’ αὐτὸ συντελεῖ ἡ Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ κηρυσσομένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, προϋπόθεση γιὰ τὴν βιουμένη. Κηρυσσομένη καὶ βιουμένη ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία. Δὲν χωρίζονται, γιατί καὶ τὰ δύο οἰκοδομοῦν, συντηροῦν, τρέφουν καὶ αὐξάνουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Γραφὴ δὲν εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἐνσωματωμένη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μόνον στὴν Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, μόνον ἐκεῖ βιώνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό.


******

Ἕνα λάθος πολλῶν ποὺ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὅτι βλέπουν σὲ αὐτὴν ἁπλῶς ἕνα ἠθικὸ μήνυμα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς εὐσέβειας. Δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γνωρίζεται, παραλαμβάνεται καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκόμη καὶ ὁ ψάλτης, ποὺ εἶναι κατώτερος κληρικός, καὶ αὐτὸς παραλαμβάνει τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ σ’ αὐτὸν τὸ ἐπιστρέφει· αὐτὴ εἶναι μία συμβολικὴ κίνηση, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Βιβλίο βεβαίως ποὺ οἰκοδομεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ πρωτίστως τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομηθεῖ μόνος του, αὐτόνομα, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν κάνει τίποτα. Ἂν ἀπομονώσουμε τὴ Γραφὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Γραφὴ εἶναι ἕνα ξεριζωμένο δένδρο καὶ δὲν μᾶς χρειάζεται σὲ τίποτε.

Ποιὸς μᾶς λέει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφή; Μᾶς τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς παραδόσεως. Τί εἶναι ἡ παράδοση; Παλιὰ τὰ σχολικὰ βιβλία ἔλεγαν ὅτι, δύο εἶναι οἱ πηγὲς τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις. Αὐτὸ τὸ ἀντιγράψαμε ἀπὸ ἐγχειρίδια Δογματικῆς τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ θέλησαν νὰ ἀπαντήσουν στὸ Λούθηρο, ποὺ ὑποστήριζε τὸ sola scriptura, μόνον ἡ Γραφή.

Δὲν κυριολεκτοῦμε ὅταν λέμε γιὰ τὴν παράδοση, ὅτι εἶναι πηγὴ τῆς πίστεώς μας. Ὡς παράδοση ἐννοοῦμε τὴν πράξη τοῦ παραδίδειν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παραδώσω, τὸ παρέλαβα ἀπὸ κάπου. Τὴν παράδοση παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πατέρες κ.ο.κ., γιὰ νὰ φθάσουμε μέχρι τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολοι τὴν παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αὐτὸ λέγεται ἀποστολικὴ παράδοση καὶ παρεδόθη ὄχι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ Ἐκκλησία μας ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἄρα παράδοση εἶναι, πρῶτα ἡ πράξη τοῦ παραλαμβάνειν καὶ παραδίδειν, καὶ ὕστερα αὐτὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ τί παραλαμβάνουμε καὶ παραδίδουμε.

Τὸ περιεχόμενο τῆς παραδόσεως εἶναι ἡ πίστη μας ποὺ κατεγράφη στὴν Ἁγία Γραφή. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι μέρος τῆς παραδόσεως. Τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφτηκε περὶ τὸ 50 (πρόκειται γιὰ τὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή), τὰ τελευταῖα βιβλία (κατὰ Ἰωάννην, Ἀποκάλυψη) γύρω στὸ 100. Στὸ μεταξὺ διάστημα τῶν 50 ἐτῶν δὲν εἴχαμε πλήρη τὴν Ἁγία Γραφή. Ἤ, ἂν θέλετε, πρὸ τοῦ 50 δὲν εἴχαμε κἄν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ παράδοση καὶ ἡ πίστη. Ἄρα ἡ παράδοση εἶναι κάτι τὸ ζωντανό, κάτι ποὺ περιέχει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ Γραφὴ εἶναι ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ παράδοση εἶναι ἡ ἄγραφη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄγραφο βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι παράδοση τύπων, ἰδεῶν, δογματικῶν ἀπόψεων, παράδοση ἠθῶν ἢ ἐθίμων εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι, εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἱδρυτή της καὶ τὰ πρῶτα βήματά της, εἶναι ἡ καταγραφὴ τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ πιστεύουμε «κατὰ τὰς Γραφάς». Εἶναι θεόπνευστη, γιατί ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη. Ἔτσι στὸ sola scriptura ἢ στὸ sola fide τοῦ Λουθήρου θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε καὶ ἐμεῖς sola ecclesia. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν πίστη, τὴ Γραφή. Ἔτσι Γραφή, παράδοση καὶ Ἐκκλησία περιχωροῦνται, ὅπως τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν χωρίζονται, τὸ ἕνα περιέχεται στὸ ἄλλο, τὸ ἕνα μαρτυρεῖται, ζωοποιεῖται, ἑρμηνεύεται καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ ζεῖ μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀποκαλύπτουσα τὸν ἀπρόσιτο Θεό. Ἡ παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες εἶναι τὰ στόματα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν Γραφὴ ἐφάπαξ ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τοὺς Πατέρες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία μας τὸ λεγόμενο «Συνοδικόν», τὸ ὁποῖο ἐκφράζει ἄριστα ὅσα εἴπαμε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ ποὺ διαφυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία:

«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον [πρβλ. Παλαιὰ Διαθήκη], οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν [πρβλ. Καινὴ Διαθήκη], ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν [πρβλ. Ἱερὰ Παράδοση], οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι], ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν».


*****

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαδρομὴ στὸ μυστήριο τοῦ ἀπροσίτου πλὴν ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, μποροῦμε νὰ κλείσουμε τὴν εἰσήγησή μας συνοψίζοντας ἐν εἴδει συμπεράσματος τὰ λεχθέντα:

Ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς ἀπεκαλύφθη ὅταν «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἡ πληρότης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», εἶναι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Πατρὸς ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰώνας» (ἱ. Αὐγουστίνος). Συνεπῶς: στὴν Ἐκκλησία κηρύσσεται διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ζεῖ, φυλάσσεται καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ὁ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεὶς ἀπρόσιτος Θεός. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πιστὸς ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς καὶ θύρα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὸν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθέντα ἀπρόσιτο Θεό. Ἀκολουθώντας αὐτὴν τὴν ὁδό, περνώντας ἀπὸ αὐτὴν τὴν θύρα, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, παύει νὰ εἶναι ἀπρόσιτος καὶ εἶναι πλέον πατέρας.

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2014

Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος



Προϋπόθεση τῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ γνώση δηλαδὴ ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας μας νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοητικῆς ὁδοῦ. Παρὰ ταῦτα ὁ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία Θεὸς γνωρίζεται καὶ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν νοεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν βιώνει. Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὸν εἶναι βιωματική, εἶναι μία πορεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς τέρμα τὴν θέωση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἀ-λογίας φτάνει στὴν δοξο-λογία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι μὲν ἀπρόσιτος, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Εἶναι ὅμως προσιτὸς σὲ μᾶς κατὰ τὴν ἐνέργεια: διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο. Στὴν πραγματικότητα λοιπὸν δὲν πρόκειται γιὰ ἀντίφαση, ἀλλὰ γιὰ μία διαλεκτικὴ σύνθεση. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτὰ πιὸ ἀναλυτικά.

Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση, τί εἶναι Θεός. Θεὸς εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ τὸ τελείως ἀπρόσιτο. Ἂν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι Θεός, αὐτὴ εἶναι μία ἀνόητη ἐρώτηση, δὲν ἔχει νόημα, γιατί Θεὸς εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ ρωτήσουμε, νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι: γιατί ὁ Θεὸς ἁπλὰ εἶναι. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ εἶναι. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τὸ Θεὸ στὴ φλεγομένη βάτο, «ἀπὸ ποιὸν ἐγὼ θὰ πῶ ὅτι ἔχω τὴν ἐντολὴ αὐτή, ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου», ἐκεῖνος ἀπάντησε «ἐχγιὲ ἀσὲρ ἐχγιέ», ἐγὼ εἶμαι ὁ «ἐγὼ εἶμαι», αὐτὸς ποὺ ἐγὼ εἶμαι. Αὐτὸ τὸ μετέφρασαν οἱ Ἑβδομήκοντα «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Αὐτὸ τὸ «ὁ ὤν», ποὺ σημαίνει ὁ ὑπάρχων, ἀποδίδει κατὰ κάποιον τρόπο τὸ Γιαχβὲ τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶναι παλαιότερη μορφὴ τοῦ «ἐχγιέ». Τὸ Γιαχβὲ σημαίνει, λοιπόν, «ἐγὼ εἰμί». Ὅταν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο κυρίως, ὁ Χριστὸς ἀναφέρει τὶς λέξεις «ἐγὼ εἰμί», αὐτὸ τὸ «ἐγὼ εἰμὶ» εἶναι τὸ Γιαχβέ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Κάθε Εὐαγγελιστὴς ἔχει ἕναν εἰδικὸ θεολογικὸ σκοπό. Ὁ σκοπὸς τοῦ Ἰωάννη εἶναι αὐτός. Ὅσες φορὲς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐγὼ εἰμί», ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»…

Ὁ Χριστὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Γιαχβέ, εἶναι ἐκεῖνος, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύφθη ὁ Γιαχβέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Γιαχβέ, ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου πηγαίνει κανεὶς στὸν Γιαχβέ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»• «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» «ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμί». Ἐὰν κανεὶς δὲν ξέρει, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε: «Τίνα ζητεῖτε»; Καὶ ὅταν αὐτοὶ εἶπαν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ Χριστὸς ἀπάντησε «ἐγὼ εἰμί». Ἀκούγοντας «ἐγὼ εἰμὶ» ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν πρηνεῖς, σὰν μία δύναμη νὰ τοὺς ἔσπρωξε, γιατί ἄκουσαν τὴ λέξη, τὴ φράση αὐτή, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ. Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς «ἐγὼ εἰμί», τοὺς ἔλεγε ἐγὼ εἶμαι ὁ Γιαχβέ. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε δύο δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀποφατικός, δηλαδὴ ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ εἶναι ὁ ἀποφατικὸς δρόμος. Λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀναφής, ἀπρόσιτος, στὴν πραγματικότητα λέμε τί δὲν εἶναι. Λέμε τί εἶναι, λέγοντας τί δὲν εἶναι. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὁ καταφατικός. Λέμε, ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἤ, στὴν εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, («Σὺ γὰρ εἰ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…»), «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν»· ἐδῶ μιλᾶμε καταφατικά. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καταφατικὰ ποὺ λέμε γιὰ τὸν Θεό, πάλι δὲν λέμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ: λέμε τὰ περὶ τὸν Θεό, λέμε ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ· «ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀνεπλάσθη τὰ τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ὑπάρχουμε ἐν χρόνῳ, ὁ Θεὸς εἶναι ἀεὶ ὤν· ἐμεῖς ἀλλοιούμεθα, ὁ Θεὸς εἶναι ὡσαύτως ὤν. Αὐτὰ ὅλα, ἡ καταφατικὴ ὁδός, δὲν μᾶς λέει πάλι τί εἶναι ὁ Θεός.

Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, στὸ 6ο κεφάλαιο, ὁ Θεὸς ἀναφέρεται ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν» (πάλι ἀποφατικὸς δρόμος), «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Τὸ ἀναλύσαμε ἤδη. Ἀπρόσιτο φῶς, τὸ ὁποῖο «οὐδεὶς ἀνθρώπων εἶδεν ἢ ἰδεῖν δύναται» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ὅμως, «φῶς οἰκῶν». Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ καταφατικὸς δρόμος, συνδυασμένος ἐδῶ μὲ τὸν ἀποφατικό.


*****

Γιὰ νὰ προσεγγίσει τὴν ἔννοια τοῦ ἀπροσίτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὅλως ἄλλου, τοῦ ὁλοκληρωτικὰ διαφορετικοῦ ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ συλλάβουμε, ἡ κλασικὴ θεολογία, ἀκολουθοῦσα τὴ φιλοσοφία, κυρίως τὴν ἀριστοτελική, διακρίνει μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ. Βέβαια ὁ Ἀριστοτέλης δὲν εἶπε τίποτε περὶ τῆς ἐννοίας μεταφυσική, ἁπλῶς μετὰ τὰ Φυσικὰ ἔγραψε ἕνα ἄλλο κείμενο, ποὺ ὀνομάσαμε Μετὰ τὰ Φυσικά, ὅθεν τὰ Μεταφυσικά. Ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ δὲν εἶναι κυρίως εἰπεῖν ὀρθόδοξη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη ὑπερφυσικό. Καὶ αὐτὸ τὸ λέμε πάλι γιὰ νὰ συνεννοηθοῦμε: ὑπὲρ τὴν φύσιν. Ἡ μόνη θεολογικὴ ὀρθόδοξη διάκριση εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπρόσιτος μὲν κατὰ τὴν οὐσία, προσιτὸς δὲ κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές του ἐπίσης ἄκτιστες, ἀλλὰ ὅμως προσιτές. Κτιστὸς εἶναι ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅτι ἄλλο ὑπάρχει ἐκτός τοῦ Θεοῦ.

Ἄλλη διάκριση ποὺ γίνεται, εἶναι ἡ μεταξύ τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅμως τοποθετοῦνται οἱ ἄγγελοι, ἡ ψυχή, ὁ Θεός. Συμφυρμὸς δηλαδὴ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Οἱ δύο ἔννοιες, τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μὴ συμβατές, εἶναι δύο ἔννοιες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμία ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἡ συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου αὐτῆς τῆς ἀποστάσεως μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος. Ἡ προσπάθεια γεφυρώσεως αὐτοῦ τοῦ ἄγχους γεννᾶ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ ὀνομάζουμε θρησκεία. Ἡ θρησκεία δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ προσπαθεῖ νὰ γεφυρώσει τὴν ἀπόσταση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Ζοῦμε στὸν κόσμο καὶ καταλαβαίνουμε ὅτι πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ ὑπὲρ-κόσμος. Ἕνα κάλυμμα σκεπάζει τὸν κόσμο καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ διαπεράσουμε τὸ κάλυμμα, νὰ δοῦμε ἀπὸ πάνω. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια λέγεται θρησκεία.

Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ θρησκεία καὶ τὰ ὑποκατάστατα τῆς θρησκείας νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα, νὰ φτάσει ψηλά. Ὑποκατάστατα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ οἱ ἰδεολογίες, αὐτὲς ποὺ τελειώνουν σὲ ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· ὅλα αὐτὰ εἶναι προσπάθειες νὰ γεφυρώσουμε τὸ χάσμα. Ἄλλος προσπαθεῖ νὰ φτάσει ἐπάνω μὲ μία ἰδεολογία, ἄλλος μὲ τὴν τέχνη, μὲ τὰ ταξίδια, μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, εἴτε αὐτὰ λέγονται χρῆμα, εἴτε δόξα, εἴτε ἡδονή, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑποκατάστατα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦμε νὰ γεμίσουμε τὴν ψυχή μας, τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὸ ὑπαρξιακὸ χάος, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος καὶ νὰ φτάσουμε στὸν ὑπερκόσμο. Ἀκόμη ἔχουμε, χειρότερες μορφὲς ὑποκαταστάτων, τὰ ναρκωτικά, τὰ βαριά, ἢ καὶ πιὸ ἀθώα ναρκωτικά, ὅπως τὸ κάπνισμα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσυνείδητες ἀναζητήσεις μιᾶς χαμένης Ἐδέμ.

Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες τῆς θρησκείας ἢ τῶν ὑποκαταστάτων της, εἶναι ἀνίκανες νὰ λυτρώσουν τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνίκανες νὰ μᾶς δείξουν τί βρίσκεται στὸν ὑπερκόσμο. Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, ὁ Ἐπάνω νὰ ἀνοίξει μία καταπακτή, νὰ ρίξει μία σκάλα, νὰ ἔρθει κάτω ὁ ἴδιος καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐπάνω. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός, αὐτὸ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κατέβηκε κάτω, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Χριστὸς «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» καὶ «ἡ θύρα», γι’ αὐτὸ καὶ λέμε στὴν Παναγία: «Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἦς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».

Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἄλλην εἰκόνα, περπατᾶμε στὸ σκοτάδι, καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπουμε μπροστὰ μας τίποτα, ξαφνικὰ μία ἀστραπὴ μᾶς φωτίζει καὶ βλέπουμε ποῦ βαδίζουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Δὲν ἀνακαλύψαμε μόνοι μας ποῦ βαδίζουμε, αὐτὸ εἶναι ἀποκάλυψη. Κάποιος μοῦ ἀποκαλύπτει κάτι.

Ἄρα λοιπὸν ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία. Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει μόνος, δι΄ ἰδίων δυνάμεων ἐκεῖ πάνω, πράγμα ἀδύνατο. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς, εἶναι ἡ εἰσβολὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ὁ Θεὸς ὁ ἄκτιστος ἔφτιαξε τὸν κτιστὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὁ κτιστὸς ἔπεσε διὰ τῆς ἁμαρτίας στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο. Βρίσκεται στὴν ταλαιπωρία, στὸ ἄγχος, καὶ πρέπει κάποιος νὰ τὸν λυτρώσει. Γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς εἰσέβαλε στὸ χῶρο, στὴν ἱστορία, ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἐν Χριστῷ μᾶς ἔσωσε. Ἄρα τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως δὲν εἶναι μία ἰδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοὶ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο χριστιανικὴ κοσμοθεωρία, ἢ χριστιανικὴ ἰδεολογία. Δὲν πιστεύουμε σὲ μία κοσμοθεωρία. Τὸ πρόβλημά μας δὲν λύνεται μὲ ἰδέες καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε. Σ’ αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὴν κλίμακα, νὰ τοῦ δώσουμε τὸ χέρι νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πάνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ἀποκάλυψη.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως μία ἰδέα καὶ μία θεωρία, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ λένε, ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ἠθικὸς ἀναμορφωτής, κοινωνικὸς ἐργάτης. Ἂν ἦταν κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλίμονό μας. Ἡ σωτηρία μας θὰ ἦταν ἀδύνατη. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ, ὁ Κομφούκιος εἶπε πολὺ ὡραῖα πράγματα, καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ δὲν εἶπε ἄσχημα πράγματα. Καὶ ὁ Μωϋσῆς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶπε ὡραῖα πράγματα, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ὅμως, κανεὶς δὲν εἶναι ὁ σωτήρας. Δὲν σώζουν οἱ ἠθικὲς διδασκαλίες, δὲν σωζόμαστε ἂν γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι. Καὶ ἕνας ἄθεος, βουδδιστής, ἰνδουϊστής, μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Σώζεται κανεὶς ἂν ἀφήσει τὸ χέρι του νὰ τὸ πιάσει ὁ Χριστός, ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐπάνω. Δὲν ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις στὸν Θεό. Σὲ θεὸ πιστεύουν ὅλες οἱ θρησκεῖες. Πρέπει νὰ πιστεύεις στὸν Χριστό. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύφθηκε• «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», λέγει ὁ Φίλιππος (Ἰω. 14, 8). Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν πατέρα»: διότι στὸ πρόσωπό μου βλέπει κανεὶς τὸν Πατέρα. Γι’ αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 4) «τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).

Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.


*****

Ἡ κλασικὴ θεολογία διακρίνει μεταξὺ φυσικῆς καὶ ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη πραγματώνεται στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι στὴ θέα τοῦ κόσμου, «τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 20). Ἄρα λοιπὸν ὑπάρχει ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη. Ὅμως ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Χρειάζεται καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη. Χρησιμοποιοῦμε τὴ λέξη, ὅπως εἶπα, τῆς κλασικῆς, ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοῶ τὴν πατερικὴ θεολογία, αὐτὴ ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής. Οἱ Πατέρες δὲν συμπαθοῦν αὐτὸν τὸν ὅρο. Περισσότερο χρησιμοποιοῦν ἄλλες εἰκόνες:

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Τὰ τρία πρόσωπα περιχωροῦνται καὶ εἶναι ἑνωμένα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὁ Θεός, τὸ μόνο ὄντως μακάριο Ὄν, ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, δὲν θέλησε νὰ κρατήσει τὴ μακαριότητά του γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀνοίγει, τρόπον τινά, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ καὶ δημιουργεῖ ἄλλα ὄντα γιὰ νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του. Τὰ ὄντα αὐτὰ πρέπει, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του, νὰ εἶναι λογικὰ καὶ ἐλεύθερα. Ἂν ἦταν λογικά, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἐλεύθερα, σκεφθεῖτε τὸ βάσανο ἑνὸς λογικοῦ ὄντος ποὺ εἶναι καταναγκασμένο νὰ κάνει κάτι. Ἐὰν ἦταν ἐλεύθερα, ἀλλὰ δὲν ἦταν λογικά, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὶς συνέπειες, ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἀφῆστε τα νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἦταν καταστροφή. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπλάσθη καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκπληρώσει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογικός. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἀξία ἡ προσπάθειά του, δὲν θὰ μποροῦσε τὸ καλὸ νὰ εἶναι καλό. Τὸ καλὸ εἶναι καλό, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ κακὸ εἶναι κακό, γιατί πάλι ἐλεύθερα τὸ ἐπέλεξε ὁ ἄνθρωπος. Καλὸ καὶ κακὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.

Ἀνοίγει λοιπὸν ὁ Θεός, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, δημιουργεῖ τὴν κτίση γιὰ νὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτήν, καὶ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή.

Ἐδῶ θὰ κάνω μία παρένθεση. Ὅλο αὐτὸ τὸ σύμπαν ποὺ ὑπάρχει – ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο ὅπου τὸ ἡλιακὸ σύστημα εἶναι ἕνα μέρος, ἕνας κόκκος, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δισεκατομμύρια ἀστέρια τοῦ γαλαξία μας, καὶ ὑπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – ὅλα αὐτὰ τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ναί, γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ σημερινοὶ φυσικοὶ καὶ οἱ ἀστρονόμοι δέχονται στὴν πλειοψηφία τους ὡς λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε τὸ σύμπαν τὴ λεγόμενη ἀνθρωπικὴ ἀρχή. Τὸ σύμπαν ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συντείνουν στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ τὸ τέρμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ἂν θέλετε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς λεγομένης μεγάλης ἐκρήξεως, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅλα κατατείνουν στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλα ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν… καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς• καὶ ἐγένετο φῶς… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός…» (Γέν. 1, 1 κ. ἑ.). Αὐτὸ τὸ «καὶ εἶπεν» εἶναι μία ἀνθρωποπαθὴς ἔκφραση. Σημαίνει ὅτι διὰ τοῦ Λόγου του ἐποίησε τὰ πάντα, «τῷ λόγω τοῦ Κυρίου ἐστερεώθησαν οἱ οὐρανοί», «αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». «Ὁ Πατὴρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύμαπ ποιεῖ τὰ πάντα». Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποκαλύψεως δηλαδή. Τὸ τέλος; «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. 1, 1-2). «Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1, 18). Ἐκεῖνος. Δὲν χρειαζόμαστε ἄλλον. Δὲν χρειαζόμαστε δηλαδὴ γκουρού, τὸν τεκτονισμό, τὸν ἕνα ὁποιονδήποτε -ισμὸ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πληρότης. «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1,17). Ὁ νόμος ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἐγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετικὴ λέξη, μία διαφορετικὴ ἔννοια. Καὶ τὸ ἴδιο μᾶς λέγει πάλι ὁ Ἰωάννης: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 14). Τὸ ἴδιο ρῆμα. Τὸ ἐγένετο σημαίνει τὴν πραγματοποίηση, τὴν ὑλοποίηση, κάτι τὸ χειροπιαστό. Ὁ Λόγος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ «σὰρξ ἐγένετο». Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον «οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ἀπεκαλύφθη διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ μεσίτης τῆς ἀποκαλύψεως.



Ἐδῶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς βαθμίδες ἀποκαλύψεως. Ἡ πρώτη εἶναι ὅταν ὁ Θεὸς ἀνοίγει, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν κόσμο («Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»)· στὴν δεύτερη ἔχουμε τὴν πλήρωση τῆς ἀποκαλύψεως («Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»)· καὶ ἔχουμε καὶ μίαν τρίτη ἀποκάλυψη, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση, εἶναι ἡ μέλλουσα κρίση. Ἐκεῖ θὰ ἀποκαλυφθεῖ πάλι ὁ Θεός, ἀλλὰ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς φῶς γιὰ τοὺς ἀξίους καὶ ὡς «πῦρ καταναλίσκον» γιὰ τοὺς ἀναξίους («Ἀποκαλύπτεται ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1,18).


*****

Τὸ περιεχόμενο λοιπὸν τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος ἐν Υἱῷ, δηλαδὴ σὲ μία συγκεκριμένη ἀνθρώπινη μορφή, ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο, στὸ ὁποῖο, «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἑνώθηκε ἡ θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.

Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ποῦ φυλάσσεται, ποιὸς τὴν προσφέρει;

Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ, ἔζησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη, ἀλλὰ δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο. Συνεχίζει νὰ ζεῖ παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος μὲ τὴ σταυρική του θυσία, καὶ τὴν ὁποία τρέφει καὶ συντηρεῖ μὲ τὸ αἷμα του διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτὸς ἔστειλε ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ συνήγαγε στὸ ὄνομά του ὅλους ὅσοι πίστευσαν καὶ βαπτίσθηκαν γιὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν μεσσιανικὴ σύναξη, τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, τὸν νέο Ἰσραήλ, τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὴν θεία κοινωνία τῶν πιστῶν, λέει ὁ ἱερέας: «Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαὸς τοῦ Θεοῦ, κληρονομιά του, διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ μόνον στὴν Ἐκκλησία προσφέρεται καὶ ἡ ὁποία μόνον δομεῖ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπου Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία.

Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ μέλη ἐκείνους ποὺ μπολιάσθηκαν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ζωτικοὺς χυμοὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: τρέφονται ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν, ἀπρόσιτο μέν, ἀλλὰ ἀποκαλυπτόμενο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Θεό.

Αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τὴν προσφέρει ὡς θεματοφύλαξ της μὲ δύο τρόπους:

α) ὡς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Παίρνοντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ παίρνουμε τὸν ἴδιο τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεὸ ποὺ κατέβηκε κάτω στὴ γῆ·

β) ὡς κήρυγμα, ὡς προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Τὴν μὲν πρώτη μορφὴ τῆς ἀποκαλύψεως τὴν παίρνουμε διὰ τοῦ στόματος, τὴ δεύτερη διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς· βρώση καὶ ἀκοή. Αὐτὰ συμβολίζουν καὶ οἱ δύο Εἴσοδοι ποὺ γίνονται στὴν Ἐκκλησία, Μικρὰ καὶ Μεγάλη. Στὴ Μικρὰ Εἴσοδο ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας κρατεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο λιτανεύει διὰ μέσου τῶν πιστῶν – ὅλοι, ὅλος ὁ λαὸς μετέχει σ’ αὐτὸ – καὶ λέει: «Σοφία»: αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ἡ Σοφία· «ὁ Χριστὸς ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 1, 30). Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Σοφία. «Ὀρθοὶ» λοιπόν. Καὶ ψάλλεται κατόπιν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ…», δηλαδὴ τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθως ἐναποτίθεται τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ στὴ συνέχεια διὰ τῆς ἀναγνώσεως καὶ τοῦ κηρύγματος γίνεται ὁ ἀποκαλυφθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ προσιτὸς σὲ μᾶς διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς.

Στὴ Μεγάλη Εἴσοδο παίρνει ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας τὰ Τίμια Δῶρα ποὺ δὲν ἔχουν μεταβληθεῖ ἀκόμη σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἔχουν ὅμως προετοιμασθεῖ στὴν Προσκομιδή, καὶ ἐν λιτανείᾳ λέει πάλι: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. Ὅλη αὐτὴ ἡ λιτανεία συμβολίζει τὴν πορεία πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασιλεία ἀνοίχθηκε μὲ τὴν πόρτα τοῦ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» στὴν ἀρχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀνοίγουμε μὲ τὴ Λειτουργία τὶς πύλες: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα» (Ἰω. 10, 7.9), ἐλᾶτε νὰ μπεῖτε δι’ ἐμοῦ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅλοι μας γνωρίζουμε ὅτι στὴ θέση τοῦ τρίτου Ἀντιφώνου, στὸ σημεῖο ποὺ σήμερα ψάλλουμε γιὰ λόγους συντομίας τὸ Ἀπολυτίκιο, κανονικὰ ψάλλονται οἱ Μακαρισμοί, στοὺς ὁποίους ἀναλύεται πὼς ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου καὶ πὼς ὁ ληστὴς «παρεβίασε» τὶς πύλες του μὲ τὸ «μνήσθητί μου». Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἄρα λοιπὸν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μὲ τὶς δύο αὐτὲς πομπές, λιτανεῖες, εἰσόδους, ποὺ εἶναι ἕνα νόμισμα μὲ δύο πλευρές. Δὲ μποροῦμε νὰ τὶς χωρίσουμε. Δὲ μποροῦσε νὰ κάνουμε Θεία Εὐχαριστία χωρὶς ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, οὔτε ἀνάγνωση Εὐαγγελίου χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο πόλοι, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία καὶ συνεπῶς ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας. Ἄρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη, εἶναι κηρυσσομένη καὶ βιουμένη, κηρυγματικὴ καὶ βιωματική. Πρῶτα κηρύσσεται καὶ ὕστερα βιοῦται. Πρῶτα διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μετὰ κοινωνοῦμε. Πῶς θὰ σωθοῦν, ἂν δὲν πιστέψουν; καὶ πῶς θὰ πιστέψουν, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἂν δὲν ἀκούσουν; καὶ πῶς θὰ ἀκούσουν ἂν κάποιος δὲν τοὺς κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Ἀπόστολος, Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Πρὶν ὅμως, ὁμολογοῦμε τί πιστεύουμε. Αὐτὰ ὅλα εἶναι μὲ σοφία, θεόπνευστα βαλμένα ἔτσι. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρόσληψη τοῦ ἀποκαλυφθέντος Χριστοῦ, ἄρα ἡ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρίας. Πρὶν ἀπὸ τὴ βίωση πρέπει νὰ πιστέψουμε. Σ’ αὐτὸ συντελεῖ ἡ Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ κηρυσσομένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, προϋπόθεση γιὰ τὴν βιουμένη. Κηρυσσομένη καὶ βιουμένη ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία. Δὲν χωρίζονται, γιατί καὶ τὰ δύο οἰκοδομοῦν, συντηροῦν, τρέφουν καὶ αὐξάνουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Γραφὴ δὲν εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἐνσωματωμένη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μόνον στὴν Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, μόνον ἐκεῖ βιώνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό.


******

Ἕνα λάθος πολλῶν ποὺ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὅτι βλέπουν σὲ αὐτὴν ἁπλῶς ἕνα ἠθικὸ μήνυμα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς εὐσέβειας. Δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γνωρίζεται, παραλαμβάνεται καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκόμη καὶ ὁ ψάλτης, ποὺ εἶναι κατώτερος κληρικός, καὶ αὐτὸς παραλαμβάνει τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ σ’ αὐτὸν τὸ ἐπιστρέφει· αὐτὴ εἶναι μία συμβολικὴ κίνηση, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Βιβλίο βεβαίως ποὺ οἰκοδομεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ πρωτίστως τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομηθεῖ μόνος του, αὐτόνομα, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν κάνει τίποτα. Ἂν ἀπομονώσουμε τὴ Γραφὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Γραφὴ εἶναι ἕνα ξεριζωμένο δένδρο καὶ δὲν μᾶς χρειάζεται σὲ τίποτε.

Ποιὸς μᾶς λέει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφή; Μᾶς τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς παραδόσεως. Τί εἶναι ἡ παράδοση; Παλιὰ τὰ σχολικὰ βιβλία ἔλεγαν ὅτι, δύο εἶναι οἱ πηγὲς τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις. Αὐτὸ τὸ ἀντιγράψαμε ἀπὸ ἐγχειρίδια Δογματικῆς τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ θέλησαν νὰ ἀπαντήσουν στὸ Λούθηρο, ποὺ ὑποστήριζε τὸ sola scriptura, μόνον ἡ Γραφή.

Δὲν κυριολεκτοῦμε ὅταν λέμε γιὰ τὴν παράδοση, ὅτι εἶναι πηγὴ τῆς πίστεώς μας. Ὡς παράδοση ἐννοοῦμε τὴν πράξη τοῦ παραδίδειν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παραδώσω, τὸ παρέλαβα ἀπὸ κάπου. Τὴν παράδοση παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πατέρες κ.ο.κ., γιὰ νὰ φθάσουμε μέχρι τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολοι τὴν παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αὐτὸ λέγεται ἀποστολικὴ παράδοση καὶ παρεδόθη ὄχι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ Ἐκκλησία μας ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἄρα παράδοση εἶναι, πρῶτα ἡ πράξη τοῦ παραλαμβάνειν καὶ παραδίδειν, καὶ ὕστερα αὐτὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ τί παραλαμβάνουμε καὶ παραδίδουμε.

Τὸ περιεχόμενο τῆς παραδόσεως εἶναι ἡ πίστη μας ποὺ κατεγράφη στὴν Ἁγία Γραφή. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι μέρος τῆς παραδόσεως. Τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφτηκε περὶ τὸ 50 (πρόκειται γιὰ τὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή), τὰ τελευταῖα βιβλία (κατὰ Ἰωάννην, Ἀποκάλυψη) γύρω στὸ 100. Στὸ μεταξὺ διάστημα τῶν 50 ἐτῶν δὲν εἴχαμε πλήρη τὴν Ἁγία Γραφή. Ἤ, ἂν θέλετε, πρὸ τοῦ 50 δὲν εἴχαμε κἄν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ παράδοση καὶ ἡ πίστη. Ἄρα ἡ παράδοση εἶναι κάτι τὸ ζωντανό, κάτι ποὺ περιέχει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ Γραφὴ εἶναι ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ παράδοση εἶναι ἡ ἄγραφη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄγραφο βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι παράδοση τύπων, ἰδεῶν, δογματικῶν ἀπόψεων, παράδοση ἠθῶν ἢ ἐθίμων εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι, εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἱδρυτή της καὶ τὰ πρῶτα βήματά της, εἶναι ἡ καταγραφὴ τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ πιστεύουμε «κατὰ τὰς Γραφάς». Εἶναι θεόπνευστη, γιατί ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη. Ἔτσι στὸ sola scriptura ἢ στὸ sola fide τοῦ Λουθήρου θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε καὶ ἐμεῖς sola ecclesia. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν πίστη, τὴ Γραφή. Ἔτσι Γραφή, παράδοση καὶ Ἐκκλησία περιχωροῦνται, ὅπως τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν χωρίζονται, τὸ ἕνα περιέχεται στὸ ἄλλο, τὸ ἕνα μαρτυρεῖται, ζωοποιεῖται, ἑρμηνεύεται καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ ζεῖ μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀποκαλύπτουσα τὸν ἀπρόσιτο Θεό. Ἡ παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες εἶναι τὰ στόματα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν Γραφὴ ἐφάπαξ ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τοὺς Πατέρες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία μας τὸ λεγόμενο «Συνοδικόν», τὸ ὁποῖο ἐκφράζει ἄριστα ὅσα εἴπαμε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ ποὺ διαφυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία:

«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον [πρβλ. Παλαιὰ Διαθήκη], οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν [πρβλ. Καινὴ Διαθήκη], ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν [πρβλ. Ἱερὰ Παράδοση], οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι], ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν».


*****

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαδρομὴ στὸ μυστήριο τοῦ ἀπροσίτου πλὴν ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, μποροῦμε νὰ κλείσουμε τὴν εἰσήγησή μας συνοψίζοντας ἐν εἴδει συμπεράσματος τὰ λεχθέντα:

Ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς ἀπεκαλύφθη ὅταν «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἡ πληρότης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», εἶναι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Πατρὸς ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰώνας» (ἱ. Αὐγουστίνος). Συνεπῶς: στὴν Ἐκκλησία κηρύσσεται διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ζεῖ, φυλάσσεται καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ὁ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεὶς ἀπρόσιτος Θεός. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πιστὸς ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς καὶ θύρα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὸν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθέντα ἀπρόσιτο Θεό. Ἀκολουθώντας αὐτὴν τὴν ὁδό, περνώντας ἀπὸ αὐτὴν τὴν θύρα, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, παύει νὰ εἶναι ἀπρόσιτος καὶ εἶναι πλέον πατέρας.

Σάββατο, Ιουνίου 15, 2013

Θεός αποκαλυπτόμενος Γεώργιος Γαλίτης

Προϋπόθεση της προσεγγίσεως του απροσίτου Θεού είναι η αγνωσία, η γνώση δηλαδή ακριβώς της αδυναμίας μας να προσεγγίσουμε και να γνωρίσουμε τον Θεό διά της νοητικής οδού. Παρά ταύτα ο απρόσιτος κατά την ουσία Θεός γνωρίζεται και αποκαλύπτεται στους ανθρώπους διά των ακτίστων ενεργειών του. Ο άνθρωπος δεν νοεί τον Θεό, αλλά τον βιώνει. Η οδός που οδηγεί σ’ αυτόν είναι βιωματική, είναι μία πορεία, η οποία έχει ως τέρμα την θέωση. Έτσι ο άνθρωπος μέσω της α-λογίας φτάνει στην δοξο-λογία του Θεού.
Ο Θεός, λοιπόν, είναι μεν απρόσιτος, αλλά κατά την ουσία. Είναι όμως προσιτός σε μας κατά την ενέργεια: διά των ακτίστων ενεργειών του, με τις οποίες αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Στην πραγματικότητα λοιπόν δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για μία διαλεκτική σύνθεση. Ας τα δούμε αυτά πιο αναλυτικά.
Ξεκινάμε από την ερώτηση, τί είναι Θεός. Θεός είναι εξ ορισμού το τελείως απρόσιτο. Αν ρωτήσει κάποιος τί είναι Θεός, αυτή είναι μια ανόητη ερώτηση, δεν έχει νόημα, γιατί Θεός είναι αυτό για το οποίο δεν μπορούμε να ρωτήσουμε, να ορίσουμε τί είναι: γιατί ο Θεός απλά είναι. Ο Θεός είναι το είναι. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε. Όταν ο Μωϋσής ρώτησε το Θεό στη φλεγομένη βάτο, «από ποιόν εγώ θα πω ότι έχω την εντολή αυτή, ποιό είναι το όνομά σου», εκείνος απάντησε «εχγιέ ασέρ εχγιέ», εγώ είμαι ο «εγώ είμαι», αυτός που εγώ είμαι. Αυτό το μετέφρασαν οι Εβδομήκοντα «εγώ ειμί ο ων». Αυτό το «ο ων», που σημαίνει ο υπάρχων, αποδίδει κατά κάποιον τρόπο το Γιαχβέ του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, που είναι παλαιότερη μορφή του «εχγιέ». Το Γιαχβέ σημαίνει, λοιπόν, «εγώ ειμί». Όταν στην Αγία Γραφή, στην Καινή Διαθήκη, στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο κυρίως, ο Χριστός αναφέρει τις λέξεις «εγώ ειμί», αυτό το «εγώ ειμί» είναι το Γιαχβέ. Ο Ιωάννης έχει ως σκοπό να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι ο Γιαχβέ. Κάθε Ευαγγελιστής έχει έναν ειδικό θεολογικό σκοπό. Ο σκοπός του Ιωάννη είναι αυτός. Όσες φο¬ρές ο Χριστός είπε «εγώ ειμί», εννοούσε ότι είναι ο Γιαχβέ, και γι’ αυτό ο Ιωάννης αναφέρει: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή». «Εγώ ειμί το φως του κόσμου». «Εγώ ειμί η θύρα»…
Ο Χριστός είναι λοιπόν ο Λόγος του Γιαχβέ, είναι εκείνος, στο πρόσωπο του οποίου απεκαλύφθη ο Γιαχβέ. Ο Χριστός είναι η αποκάλυψη του Γιαχβέ, εκείνος διά του οποίου πηγαίνει κανείς στον Γιαχβέ: «Εγώ ειμί η θύρα»· «εγώ ειμί η οδός» «ίνα γνώτε ότι εγώ ειμί». Εάν κανείς δεν ξέρει, δεν μπορεί να ερμηνεύσει το «εγώ ειμί ο ων». Όταν πήγαν οι στρατιώτες στον κήπο της Γεθσημανή για να τον συλλάβουν, ο Χριστός τους ρώτησε: «Τίνα ζητείτε»; Και όταν αυτοί είπαν «Ιησούν τον Ναζωραίον», ο Χριστός απάντησε «εγώ ειμί». Ακούγοντας «εγώ ειμί» οπισθοχώρησαν και έπεσαν πρηνείς, σαν μια δύναμη να τους έσπρωξε, γιατί άκουσαν τη λέξη, τη φράση αυτή, που κανείς δεν μπορούσε να πει. Λέγοντας ο Ιησούς «εγώ ειμί», τους έλεγε εγώ είμαι ο Γιαχβέ. Αυτή είναι λοιπόν η ουσία της αποκαλύψεως του Θεού.
Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για το Θεό, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε, χρησιμοποιούμε δύο δρόμους. Ο ένας είναι ο αποφατικός, δηλαδή η γνώση της αγνωσίας του Θεού. Ο Θεός είναι αόρατος, ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος. Όλα αυτά τα αρνητικά είναι ο αποφατικός δρόμος. Λέγοντας ότι ο Θεός είναι αόρατος, αναφής, απρόσιτος, στην πραγματικότητα λέμε τι δεν είναι. Λέμε τι είναι, λέγοντας τι δεν είναι. Ο άλλος τρόπος είναι ο καταφατικός. Λέμε, ο Θεός είναι δίκαιος, ή, στην ευχή της Θείας Λειτουργίας, («Συ γαρ εί Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος…»), «αεί ων, ωσαύτως ων»· εδώ μιλάμε κατα¬φατικά. Αλλά και από τα καταφατικά που λέμε για τον Θεό, πάλι δεν λέμε την ουσία του Θεού: λέμε τα περί τον Θεό, λέμε ιδιότητες του Θεού· «εκ των ημετέρων ανεπλάσθη τα του Θεού». Εμείς υπάρχουμε εν χρόνω, ο Θεός είναι αεί ων· εμείς αλλοιούμεθα, ο Θεός είναι ωσαύτως ων. Αυτά όλα, η καταφατική οδός, δεν μας λέει πάλι τι είναι ό Θεός.
Στην Α’ προς Τιμόθεον Επιστολή, στο 6ο κεφάλαιο, ο Θεός αναφέρεται ως «ο μόνος έχων αθανασίαν» (πάλι αποφατικός δρόμος), «φως οικών απρόσιτον». Το αναλύσαμε ήδη. Απρόσιτο φως, το οποίο «ουδείς ανθρώπων είδεν ή ιδείν δύναται» (Ιωάννης Χρυσόστομος). Όμως, «φως οικών». Αυτός είναι λοιπόν ο καταφατικός δρόμος, συνδυασμένος εδώ με τον αποφατικό.
*****
Για να προσεγγίσει την έννοια του απροσίτου του Θεού, του όλως άλλου, του ολοκληρωτικά διαφορετικού από ό,τι γνωρίζουμε και από ό,τι είναι δυνατόν να γνωρίσουμε και να συλλάβουμε, η κλασική θεολογία, ακολουθούσα τη φιλοσοφία, κυρίως την αριστοτελική, διακρίνει μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού. Βέβαια ο Αριστοτέλης δεν είπε τίποτε περί της εννοίας μεταφυσική, απλώς μετά τα Φυσικά έγραψε ένα άλλο κείμενο, που ονομάσαμε Μετά τα Φυσικά, όθεν τα Μεταφυσικά. Η διάκριση μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού δεν είναι κυρίως ειπείν ορθόδοξη. Άλλοι χρησιμοποιούν τη λέξη υπερφυσικό. Και αυτό το λέμε πάλι για να συνεννοηθούμε: υπέρ την φύσιν. Η μόνη θεολογική ορθόδοξη διάκριση είναι η διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Άκτιστος είναι μόνον ο Θεός. Απρόσιτος μεν κατά την ουσία, προσιτός δε κατά τις ενέργειες. Άκτιστος είναι ο Θεός, η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη, οι ενέργειές του επίσης άκτιστες, αλλά όμως προσιτές. Κτιστός είναι ο κόσμος, το σύμπαν, οι άγγελοι, οι άνθρωποι και ότι άλλο υπάρχει εκτός του Θεού.
Άλλη διάκριση που γίνεται, είναι η μεταξύ του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Στον πνευματικό κόσμο όμως τοποθετούνται οι άγγελοι, η ψυχή, ο Θεός. Συμφυρμός δηλαδή κτιστού και ακτίστου.
Οι δύο έννοιες, το κτιστό και το άκτιστο, είναι εξ ορισμού μη συμβατές, είναι δύο έννοιες που δεν μπορούν να έχουν καμία επαφή μεταξύ τους. Η συνειδητοποίηση εκ μέρους του ανθρώπου αυτής της αποστάσεως μεταξύ κτιστού και ακτίστου δημιουργεί στον άνθρωπο το υπαρξιακό άγχος. Η προσπάθεια γεφυρώσεως αυτού του άγχους γεννά όλες τις εκδηλώσεις που ονομάζουμε θρησκεία. Η θρησκεία δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να προσπαθεί να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, του Θεού και του ανθρώπου.
Ζούμε στον κόσμο και καταλαβαίνουμε ότι πάνω από τον κόσμο υπάρχει ένας άλλος κόσμος, ο υπέρ-κόσμος. Ένα κάλυμμα σκεπάζει τον κόσμο και εμείς προσπαθούμε να διαπεράσουμε το κάλυμμα, να δούμε από πάνω. Αυτή η προσπάθεια λέγεται θρησκεία.
Προσπαθεί ο άνθρωπος με τη θρησκεία και τα υποκατάστατα της θρησκείας να γεφυρώσει το χάσμα, να φτάσει ψηλά. Υποκατάστατα μπορεί να είναι και οι ιδε¬ολογίες, αυτές που τελειώνουν σε ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· όλα αυτά είναι προσπάθειες να γεφυρώσουμε το χάσμα. Άλλος προσπαθεί να φτάσει επάνω με μια ιδεολογία, άλλος με την τέχνη, με τα ταξίδια, με την ικανοποίηση των παθών, είτε αυτά λέγονται χρήμα, είτε δόξα, είτε ηδονή, είτε οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά είναι υποκατάστατα, με τα οποία προσπαθούμε να γεμίσουμε την ψυχή μας, το υπαρξιακό κενό, το υπαρξιακό χάος, να απαλλαγούμε από το υπαρξιακό άγχος και να φτάσουμε στον υπέρκοσμο. Ακόμη έχουμε, χειρότερες μορφές υποκαταστάτων, τα ναρκωτικά, τα βαριά, ή και πιο αθώα ναρκωτικά, όπως το κάπνισμα. Όλα αυτά είναι ασυνείδητες αναζητήσεις μιας χαμένης Εδέμ.
Όσο κι αν ο άνθρωπος προσπαθεί να ανέβει επάνω, όλες αυτές οι προσπάθειες της θρησκείας ή των υποκαταστάτων της, είναι ανίκανες να λυτρώσουν τον άνθρωπο, είναι ανίκανες να μας δείξουν τι βρίσκεται στον υπέρκοσμο. Ο μόνος τρόπος είναι, ο Επάνω να ανοίξει μία καταπακτή, να ρίξει μια σκάλα, να έρθει κάτω ο ίδιος και να μας ανεβάσει επάνω. Αυτό έκανε ο Χριστός, αυτό είναι η εν Χριστώ αποκάλυψη, αυτή είναι η αποκάλυψη του Θεού. Ο Θεός κατέβηκε κάτω, γι’ αυτό λέει ο Χριστός «εγώ ειμί η οδός» και «η θύρα», γι’ αυτό και λέμε στην Παναγία: «Χαίρε κλίμαξ επουράνιε, δι’ ης κατέβη ο Θεός, χαίρε γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν».
Ή, για να χρησιμοποιήσω μίαν άλλην εικόνα, περπατάμε στο σκοτάδι, και εκεί που δε βλέπουμε μπροστά μας τίποτα, ξαφνικά μια αστραπή μάς φωτίζει και βλέπουμε πού βαδίζουμε. Αυτή είναι η αποκάλυψη. Δεν ανακαλύψαμε μόνοι μας πού βαδίζουμε, αυτό είναι αποκάλυψη. Κάποιος μου αποκαλύπτει κάτι.
Άρα λοιπόν ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου να φτάσει μόνος, δι’ ιδίων δυνάμεων εκεί πάνω, πράγμα αδύνατο. Ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη, είναι η αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους. Για να το πω αλλιώς, είναι η εισβολή του Υιού του Θεού στην ιστορία. Ο Θεός ο άκτιστος έφτιαξε τον κτιστό κόσμο. Ο κόσμος ο κτιστός έπεσε διά της αμαρτίας στη φθορά και στον θάνατο. Βρίσκεται στην ταλαιπωρία, στο άγχος, και πρέπει κάποιος να τον λυτρώσει. Για να λυτρώσει τον άνθρωπο ο Θεός εισέβαλε στο χώρο, στην ιστορία, έγινε άνθρωπος, και εν Χριστώ μάς έσωσε. Άρα το περιεχόμενο της αποκαλύψεως δεν είναι μία ιδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο χριστιανική κοσμοθεωρία, ή χριστιανική ιδεολογία. Δεν πιστεύουμε σε μία κοσμοθεωρία. Το πρόβλημά μας δεν λύνεται με ιδέες και θεωρίες, αλλά με την πίστη στον ένα Θεό, ο οποίος αποκαλύφθηκε. Σ’ αυτόν που κατέβηκε από την κλίμακα, να του δώσουμε το χέρι να μας ανεβάσει εκεί πάνω. Αυτό είναι η σωτηρία, η αποκάλυψη.
Δεν είναι λοιπόν το περιεχόμενο της αποκαλύψεως μία ιδέα και μία θεωρία, αλλά ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Πολλοί λένε, ο Χριστός ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος, ηθικός αναμορφωτής, κοινωνικός εργάτης. Αν ήταν κάτι από αυτά, αλίμονό μας. Η σωτηρία μας θα ήταν αδύνατη. Θα μπορούσε κάποιος να πει, ο Κομφούκιος είπε πολύ ωραία πράγματα, και ότι ο Μωάμεθ δεν είπε άσχημα πράγματα. Και ο Μωϋσής στην Παλαιά Διαθήκη είπε ωραία πράγματα, κανείς δεν μπορεί να μας σώσει όμως, κανείς δεν είναι ο σωτήρας. Δεν σώζουν οι ηθικές διδασκαλίες, δεν σωζόμαστε αν γίνουμε καλοί άνθρωποι. Και ένας άθεος, βουδδιστής, ινδουϊστής, μπορεί να είναι καλός άνθρωπος. Σώζεται κανείς αν αφήσει το χέρι του να το πιάσει ο Χριστός, ο αποκαλυφθείς Θεός, και να τον οδηγήσει επάνω. Δεν αρκεί να πιστεύεις στον Θεό. Σε θεό πιστεύουν όλες οι θρησκείες. Πρέπει να πιστεύεις στον Χριστό. Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού είναι ο Θεός που αποκαλύφθηκε· «Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν», λέγει ο Φίλιππος (Ιω. 14, 8). Και απαντά ο Χριστός: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα»: διότι στο πρόσωπό μου βλέ¬πει κανείς τον Πατέρα. Γι’ αυτό γράφει και ο Παύλος, ότι ο Χριστός είναι η «εικών του Θεού» (Β’ Κορ. 4, 4) «του αοράτου» (Κολ. 1, 15).
Αυτό είναι λοιπόν το περιεχόμενο της αποκαλύψεως του Θεού.
*****
Η κλασική θεολογία διακρίνει μεταξύ φυσικής και υπερφυσικής αποκαλύψεως. Η φυσική αποκάλυψη πραγματώνεται στον κόσμο, στην ιστορία και στη συνείδηση του ανθρώπου. Πράγματι στη θέα του κόσμου, «τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται τα αόρατα του Θεού» (Ρωμ. 1, 20). Άρα λοιπόν υπάρχει η φυσική αποκάλυψη. Όμως η φυσική αποκάλυψη δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Χρειάζεται και η υπερφυσική αποκάλυψη. Χρησιμοποιούμε τη λέξη, όπως είπα, της κλασικής, ακαδημαϊκής θεολογίας. Στην ορθόδοξη θεολογία, εννοώ την πατερική θεολογία, αυτή η διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού δεν είναι ιδιαίτερα προσφιλής. Οι Πατέρες δεν συμπαθούν αυτόν τον όρο. Περισσότερο χρησιμοποιούν άλλες εικόνες:
Ο Θεός είναι αγάπη. Τα τρία πρόσωπα περιχωρούνται και είναι ενωμένα «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Ο Θεός, το μόνο όντως μακάριο Ον, υπάρχει ως αγάπη. Επειδή είναι αγάπη, δεν θέλησε να κρατήσει τη μακαριότητά του για τον εαυτό του, αλλά ανοίγει, τρόπον τινά, εξέρχεται εαυτού και δημιουργεί άλλα όντα για να μετάσχουν στην μακαριότητά του. Τα όντα αυτά πρέπει, για να μπορέσουν να μετάσχουν στην μακαριότητά του, να είναι λογικά και ελεύθερα. Αν ήταν λογικά, αλλά δεν ήταν ελεύθερα, σκεφθείτε το βάσανο ενός λογικού όντος που είναι καταναγκασμένο να κάνει κάτι. Εάν ήταν ελεύθερα, αλλά δεν ήταν λογικά, μπορείτε να καταλάβετε τις συνέπειες, από τα μικρά παιδιά. Αφήστε τα να κάνουν ό,τι θέλουν. Θα ήταν καταστροφή. Αυτό σημαίνει το ότι ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα» Θεού. Αλλά επλάσθη και «καθ’ ομοίωσιν». Για να μπορέσει να εκπληρώσει το «καθ’ ομοίωσιν» πρέπει να είναι ελεύθερος και λογικός. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να έχει αξία η προσπάθειά του, δεν θα μπο-ρούσε το καλό να είναι καλό. Το καλό είναι καλό, γιατί είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. Το κακό είναι κακό, γιατί πάλι ελεύθερα το επέλεξε ο άνθρωπος. Καλό και κακό είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής.
Ανοίγει λοιπόν ο Θεός, εξέρχεται εαυτού, δημιουργεί τον άνθρωπο, δημιουργεί την κτίση για να βάλει τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτήν, και του δίνει την εντολή.
Εδώ θα κάνω μία παρένθεση. Όλο αυτό το σύμπαν που υπάρχει – ζούμε σε έναν κόσμο όπου το ηλιακό σύστημα είναι ένα μέρος, ένας κόκκος, ένα από τα πολλά δισεκατομμύρια αστέρια του γαλαξία μας, και υπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – όλα αυτά τα έφτιαξε ο Θεός για τον άνθρωπο; Ναι, για τον άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημερινοί φυσικοί και οι αστρονόμοι δέχονται στην πλειοψηφία τους ως λόγο για τον οποίο έγινε το σύμπαν τη λεγόμενη ανθρωπική αρχή. Το σύμπαν έγινε για τον άνθρωπο. Όλα συντείνουν στον άνθρωπο. Αλλά το τέρμα όλης αυτής της εξελίξεως, αν θέλετε από το μηδέν, από τη στιγμή της λεγομένης μεγάλης εκρήξεως, μέχρι τη στιγμή που εμφανίσθηκε ο άνθρωπος, όλα κατατείνουν στη δημιουργία του ανθρώπου και όλα έγιναν για τον άνθρωπο. Το άνοιγμα αυτό του Θεού δημιουργεί την αρχή του κόσμου και του χρόνου. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην… και είπεν ο Θεός· γενηθήτω φώς· και εγένετο φως… Και είπεν ο Θεός… Και είπεν ο Θεός…» (Γεν. 1, 1 κ.ε.). Αυτό το «και είπεν» είναι μία ανθρωποπαθής έκφραση. Σημαίνει ότι διά του Λόγου του εποίησε τα πάντα, «τω λόγω του Κυρίου εστερεώθησαν οι ουρανοί», «αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ένετείλατο και έκτίσθησαν». «Ο Πατήρ δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύμαπ ποιεί τα πάντα». Αυτό ήταν η αρχή του ανοίγματος του Θεού, η αρχή της αποκαλύψεως δηλαδή. Το τέλος; «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υίώ» (Εβρ. 1, 1-2). «Ο μονογενής υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18). Εκείνος. Δεν χρειαζόμαστε άλλον. Δεν χρειαζόμαστε δηλαδή γκουρού, τον τεκτονισμό, τον ένα οποιονδήποτε -ισμό για να μας οδηγήσει, να μας εξηγήσει τα του Θεού, δεν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε αποκάλυψη. Ο Χριστός είναι η πληρότης. «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. 1,17). Ο νόμος εδόθη, η χάρις και η αλήθεια εγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετική λέ¬ξη, μία διαφορετική έννοια. Και το ίδιο μας λέγει πάλι ο Ιωάννης: «Ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω. 1, 14). Το ίδιο ρήμα. Το εγένετο σημαίνει την πραγματοποίηση, την υλοποίηση, κάτι το χειροπιαστό. Ο Λόγος αυτός του Θεού «σαρξ εγένετο». Ο Θεός, τον οποίον «ουδείς εώρακε πώποτε», απεκαλύφθη διά Ιησού Χριστού, ο οποίος έγινε ο μεσίτης της αποκαλύψεως.
jesus_pantokratorΑποκαλυπτόμενος
Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βαθμίδες αποκαλύψεως. Η πρώτη είναι όταν ο Θεός ανοίγει, εξέρχεται εαυτού, δημιουργεί τον κόσμο («Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην»)· στην δεύτερη έχουμε την πλήρωση της αποκαλύψεως («Ο Λόγος σαρξ εγένετο»)· και έχουμε και μιαν τρίτη αποκάλυψη, που είναι η ολοκλήρωση, είναι η μέλλουσα κρίση. Εκεί θα αποκαλυφθεί πάλι ο Θεός, αλλά θα αποκαλυφθεί ως φως για τους αξίους και ως «πυρ καταναλίσκον» για τους αναξίους («Αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων»(Ρωμ. 1,18).
*****
Το περιεχόμενο λοιπόν της αποκαλύψεως είναι ο Ιησούς Χριστός, δηλαδή ο Θεός αποκαλυπτόμενος εν Υιώ, δηλαδή σε μία συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή, ένα συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, στο οποίο, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», ενώθηκε η θεότητα με την ανθρωπότητα.
Πού βρίσκεται η αποκάλυψη αυτή; Πού φυλάσσεται, ποιός την προσφέρει;
Ο Χριστός ήλθε στη γη, έζησε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, ανελήφθη, αλλά δεν έφυγε από τον κόσμο. Συνεχίζει να ζει παρατεινόμενος στους αιώνες ως Εκκλησία. Ο Χριστός είναι η Εκκλησία, την οποία ίδρυσε ο ίδιος με τη σταυρική του θυσία, και την οποία τρέφει και συντηρεί με το αίμα του διά της Θείας Ευχαριστίας. Αυτός έστειλε από το θρόνο του Θεού το Άγιο Πνεύμα, που συνήγαγε στο όνομά του όλους όσοι πίστευσαν και βαπτίσθηκαν για να αποτελέσουν την μεσσιανική σύναξη, την κοινωνία των αγίων, τον νέο Ισραήλ, το λαό του Θεού. Γι’ αυτό μετά την θεία κοινωνία των πιστών, λέει ο ιερέας: «Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαός του Θεού, κληρονομιά του, διά της Θείας Ευχαριστίας, που μόνον στην Εκκλησία προσφέρεται και η οποία μόνον δομεί την Εκκλησία. Όπου Εκκλησία, εκεί και Θεία Ευχαριστία, και όπου τελείται η Θεία Ευχαριστία εκεί βρίσκεται η Εκκλησία.
Αυτό είναι η ‘Εκκλησία: ο λαός του Θεού, το σώμα του Χριστού, με κεφαλή το Χριστό και μέλη εκείνους που μπολιάσθηκαν στο σώμα της Εκκλησίας και τρέφονται από τους ζωτικούς χυμούς του δένδρου αυτού, που είναι η Εκκλησία: τρέφονται από την Θεία Ευχαριστία. Εκεί μπορεί να βρει κανείς τον, απρόσιτο μεν, άλλα αποκαλυπτόμενο εν Χριστώ Ιησού Θεό.
Αυτήν την αποκάλυψη η Εκκλησία την προσφέρει ως θεματοφύλαξ της με δύο τρόπους:
α). ως σώμα και αίμα Χριστού. Παίρνοντας το σώμα και το αίμα του Χριστού παίρνουμε τον ίδιο τον αποκαλυφθέντα Θεό που κατέβηκε κάτω στη γη·
β). ως κήρυγμα, ως προφορικό και γραπτό λόγο του Θεού.
Την μεν πρώτη μορφή της αποκαλύψεως την παίρνουμε διά του στόματος, τη δεύτερη διά των ώτων, της ακοής· βρώση και ακοή. Αυτά συμβολίζουν και οι δύο Είσοδοι που γίνονται στην Εκκλησία, Μικρά και Μεγάλη. Στη Μικρά Είσοδο ο διάκονος ή ο ιερέας κρατεί το Ευαγγέλιο, το οποίο λιτανεύει διά μέσου των πιστών – όλοι, όλος ο λαός μετέχει σ’ αυτό – και λέει: «Σοφία»: αυτό που κρατώ είναι η Σοφία· «ο Χριστός εγενήθη σοφία ημίν από Θεού» (Α’ Κορ. 1, 30). Η σοφία του Θεού είναι ο Χριστός. Αυτό που κρατώ είναι ο Χριστός, η Σοφία. «Ορθοί» λοιπόν. Και ψάλλεται κατόπιν: «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ…», δηλαδή τη Σοφία του Θεού. Ακολούθως εναποτίθεται το Ευαγγέλιο στην Αγία Τράπεζα και στη συνέχεια διά της αναγνώσεως και του κηρύγματος γίνεται ο αποκαλυφθείς Λόγος του Θεού προσιτός σε μας διά των ώτων, της ακοής.
Στη Μεγάλη Είσοδο παίρνει ο διάκονος ή ο ιερέας τα Τίμια Δώρα που δεν έχουν μεταβληθεί ακόμη σε σώμα και αίμα Χριστού, έχουν όμως προετοιμασθεί στην Προσκομιδή, και εν λιτανεία λέει πάλι: «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη βασιλεία αυτού πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Εν τη βασιλεία αυτού. Όλη αυτή η λιτανεία συμβολίζει την πορεία προς τη βασιλεία του Θεού, η οποία βασιλεία ανοίχθηκε με την πόρτα του «Ευλογημένη η βασιλεία…» στην αρχή της Θείας Λειτουργίας. Ανοίγουμε με τη Λειτουργία τις πύλες: «Εγώ ειμί η θύρα» (Ιω. 10, 7.9), ελάτε να μπείτε δι’ εμού στη βασιλεία των ουρανών. Και όλοι μας γνωρίζουμε ότι στη θέση του τρίτου Αντιφώνου, στο σημείο που σήμερα ψάλλουμε για λόγους συντομίας το Απολυτίκιο, κανονικά ψάλλονται οι Μακαρισμοί, στους οποίους αναλύεται πως ο Αδάμ εξεβλήθη του παραδείσου και πως ο ληστής «παρεβίασε» τις πύλες του με το «μνήσθητί μου». Ο παράδεισος είναι η βασιλεία του Θεού.
Άρα λοιπόν η βασιλεία του Θεού εκφράζεται με τις δύο αυτές πομπές, λιτανείες, εισόδους, που είναι ένα νόμισμα με δύο πλευρές. Δε μπορούμε να τις χωρίσουμε. Δε μπορούσε να κάνουμε Θεία Ευχαριστία χωρίς ανάγνωση Ευαγγελίου, ούτε ανάγνωση Ευαγγελίου χωρίς τη Θεία Ευχαριστία. Αυτοί είναι οι δύο πόλοι, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται όλη η Θεία Λειτουργία και συνεπώς όλη η εν Χριστώ ζωή μας. Άρα η βασιλεία του Θεού, η αποκάλυψη, είναι κηρυσσομένη και βιουμένη, κηρυγματική και βιωματική. Πρώτα κηρύσσεται και ύστερα βιούται. Πρώτα διαβάζουμε το Ευαγγέλιο και μετά κοινωνούμε. Πώς θα σωθούν, αν δεν πιστέψουν; και πώς θα πιστέψουν, λέγει ο Απόστολος Παύλος, αν δεν ακούσουν; και πώς θα ακούσουν αν κάποιος δεν τους κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Απόστολος, Ευαγγέλιο, και μετά πάμε να κοινωνήσουμε. Πριν όμως, ομολογούμε τι πιστεύουμε. Αυτά όλα είναι με σοφία, θεόπνευστα βαλμένα έτσι. Η Θεία Κοινωνία είναι η πρόσληψη του Χριστού, η πρόσληψη του αποκαλυφθέντος Χριστού, άρα η βίωση της εν Χριστώ και διά του Χριστού σωτηρίας. Πριν από τη βίωση πρέπει να πιστέψουμε. Σ’ αυτό συντελεί η Γραφή, που είναι η κηρυσσομένη αποκάλυψη του Θεού, προϋπόθεση για την βιουμένη. Κηρυσσομένη και βιουμένη αποτελούν μιαν ενότητα, όπως η Θεία Λειτουργία. Δεν χωρίζονται, γιατί και τα δύο οικοδομούν, συντηρούν, τρέφουν και αυξάνουν την Εκκλησία. Και η Γραφή δεν είναι ένα μέρος της ζωής της Εκκλησίας, αλλά είναι ενσωματωμένη στη ζωή της Εκκλησίας, γιατί μόνον στην Εκκλησία αποκαλύπτεται ο Θεός, μόνον εκεί βιώνει ο άνθρωπος το Θεό.
******
Ένα λάθος πολλών που διαβάζουν την Αγία Γραφή είναι ότι βλέπουν σε αυτήν απλώς ένα ηθικό μήνυμα. Η Αγία Γραφή δεν είναι βιβλίο προσωπικής ευσέβειας. Δεν είναι βιβλίο προσωπικής ερμηνείας. Είναι ένα βιβλίο της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή γνωρίζεται, παραλαμβάνεται και ερμηνεύεται διά της Εκκλησίας, υπό της Εκκλησίας, εν τη Εκκλησία και διά την Εκκλησίαν. Ακόμη και ο ψάλτης, που είναι κατώτερος κληρικός, και αυτός παραλαμβάνει τον Απόστολο από το χέρι του ιερέως και σ’ αυτόν το επιστρέφει· αυτή είναι μία συμβολική κίνηση, που δείχνει ότι η Αγία Γραφή είναι βιβλίο της Εκκλη-σίας. Βιβλίο βεβαίως που οικοδομεί τον άνθρωπο, αλλά οικοδομεί πρωτίστως την Εκκλησία. Αν ο άνθρωπος οικοδομηθεί μόνος του, αυτόνομα, έξω από την Εκκλησία, δεν κάνει τίποτα. Αν απομονώσουμε τη Γραφή από την Εκκλησία, η Γραφή είναι ένα ξεριζωμένο δένδρο και δεν μας χρειάζεται σε τίποτε.
Ποιός μάς λέει ότι η αποκάλυψη περιέχεται στην Αγία Γραφή; Μας το λέει η Εκκλησία διά της παραδόσεως. Τί είναι η παράδοση; Παλιά τα σχολικά βιβλία έλεγαν ότι, δύο είναι οι πηγές της πίστεώς μας, η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις. Αυτό το αντιγράψαμε από εγχειρίδια Δογματικής των ρωμαιοκαθολικών, που θέλησαν να απαντήσουν στο Λούθηρο, που υποστήριζε το sola scriptura, μόνον η Γραφή.
Δεν κυριολεκτούμε όταν λέμε για την παράδοση, ότι είναι πηγή της πίστεώς μας. Ως παράδοση εννοούμε την πράξη του παραδίδειν, αλλά και αυτό που παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, αλλά για να το παραδώσω, το παρέλαβα από κάπου. Την παράδοση παραλάβαμε από τους Πατέρες μας και εκείνοι από τους άλλους Πατέρες κ.ο.κ., για να φθάσουμε μέχρι τους Αποστόλους, που την παρέλαβαν από τον ίδιο τον Χριστό. Ο Απόστολοι την παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αυτό λέγεται αποστολική παράδοση και παρεδόθη όχι εκτός της Εκκλησίας, αλλά μέσα στην Εκκλησία υπό της Εκκλησίας, γι’ αυτό και λέγεται η Εκκλησία μας αποστολική Εκκλησία. Άρα παράδοσή είναι, πρώτα η πράξη του παραλαμβάνειν και παραδίδειν, και ύστερα αυτό το περιεχόμενο του τι παραλαμβάνουμε και παραδίδουμε.
Το περιεχόμενο της παραδόσεως είναι η πίστη μας που κατεγράφη στην Αγία Γραφή. Αλλά και η Αγία Γραφή είναι μέρος της παραδόσεως. Το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής γράφτηκε περί το 50 (πρόκειται για την Α’ προς Θεσσαλονικείς Επιστολή), τα τελευταία βιβλία (κατά Ιωάννην, Αποκάλυψη) γύρω στο 100. Στο μεταξύ διάστημα των 50 ετών δεν είχαμε πλήρη την Αγία Γραφή. Ή, αν θέλετε, προ του 50 δεν είχαμε καν Καινή Διαθήκη. Και όμως υπήρχε η παράδοση και η πίστη. Άρα η παράδοση είναι κάτι το ζωντανό, κάτι που περιέχει την Αγία Γραφή. Η Γραφή είναι η γραπτή παράδοση της αποκαλύψεως του Θεού, όπως η παράδοση είναι η άγραφη αποκάλυψη του Θεού, το άγραφο βιβλίο της αποκαλύψεως του Θεού. Δεν είναι παράδοση τύπων, ιδεών, δογματικών απόψεων, παράδοση ηθών ή εθίμων είναι αυτή η ίδια η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή εν Αγίω Πνεύματι, είναι η μνήμη της Εκκλησίας για τον ιδρυτή της και τα πρώτα βήματά της, είναι η καταγραφή της εμπειρίας της Εκκλησίας. Γι’ αυτό πιστεύουμε «κατά τας Γραφάς». Είναι θεόπνευστη, γιατί όλη η ζωή της ‘Εκκλησίας είναι θεόπνευστη. Έτσι στο sola scriptura ή στο sola fide του Λουθήρου θα μπορούσαμε να απαντήσουμε και εμείς sola ecclesia. Η Εκκλησία διατηρεί την πίστη, τη Γραφή. Έτσι Γραφή, παράδοση και Εκκλησία περιχωρούνται, όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Δεν χωρίζονται, το ένα περιέχεται στο άλλο, το ένα μαρτυρείται, ζωοποιείται, ερμηνεύεται και ελέγχεται από το άλλο.
Η Εκκλησία είναι ο χώρος που η Αγία Γραφή ζει μέσα στην Ιερά Παράδοση, αποκαλύπτουσα τον απρόσιτο Θεό. Η παράδοση αυτή της Εκκλησίας εκφράζεται διά των αγίων Πατέρων. Οι Πατέρες είναι τα στόματα της Εκκλησίας. Με την Γραφή εφάπαξ η Εκκλησία εξέφρασε την εμπειρία της ως προς την αποκάλυψη του Θεού διά Ιησού Χριστού. Με τους Πατέρες εκφράζει η Εκκλησία διαρκώς την εμπειρία της ως προς την πορεία της μέσα στην ιστορική πραγματικότητα.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας ακούμε στην Εκκλησία μας το λεγόμενο «Συνοδικόν», το οποίο εκφράζει άριστα όσα είπαμε για την αποκάλυψη του απροσίτου Θεού που διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία:
«Οι Προφήται ως είδον [πρβλ. Παλαιά Διαθήκη], οι Απόστολοι ως εδίδαξαν [πρβλ. Καινή Διαθήκη], η Εκκλησία ως παρέλαβεν [πρβλ. Ιερά Παράδοση], οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οικουμενικές Σύνοδοι], η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών… Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν».
*****
Ύστερα από αυτή τη διαδρομή στο μυστήριο του απροσίτου πλην αποκαλυπτομένου Θεού, μπορούμε να κλείσουμε την εισήγησή μας συνοψίζοντας εν είδει συμπεράσματος τα λεχθέντα:
Ο απρόσιτος Θεός απεκαλύφθη όταν «ο Λόγος σαρξ εγένετο». Η πληρότης της αποκαλύψεως του Θεού είναι ο ενανθρωπήσας Υιός Ιησούς Χριστός.
Ο Ιησούς Χριστός είναι «φως εις αποκάλυψιν εθνών», είναι η μόνη πηγή της αποκαλύψεως του Πατρός εν Αγίω Πνεύματι διά της Εκκλησίας, η οποία Εκκλησία είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας» (ι. Αυγουστίνος). Συνεπώς: στην ‘Εκκλησία κηρύσσεται διά της Αγίας Γραφής, που ζει, φυλάσσεται και ερμηνεύεται μέσα στην Ιερά Παράδοση, ο εν Χριστώ αποκαλυφθεις απρόσιτος Θεός. Μέσα στην Εκκλησία ο πιστός ενώνεται με τον Χριστό, που είναι η μοναδική οδός και θύρα η οποία οδηγεί στον διά του Ιησού Χριστού αποκαλυφθέντα απρόσιτο Θεό. Ακολουθώντας αυτήν την οδό, περνώντας από αυτήν την θύρα, ο άνθρωπος συναντά τον Θεό. Και έτσι ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, παύει να είναι απρόσιτος και είναι πλέον πατέρας.
(Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Αποκάλυψη και Εκκλησία», εκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, Πύργος 2006, σ.24-39)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...