Οἰκουμενιστικὴ συμπροσευχὴ ἐντός τοῦ Κουβουκλίου τοῦ Παναγίου Τάφου ὑπὸ τοῦ Αἱρεσιάρχου Πάπα καὶ τοῦ Οἰκουμ. Πατριάρχου
Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀπήγγειλαν τὸ «Πάτερ Ἡμῶν» (Ἰταλιστὶ) καὶ εὐαγγελικάς περικοπάς, ἐνῶ εἰς τὴν κοινὴν διακήρυξιν τὴν ὁποίαν ὑπέγραψαν, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης: 1ον) διακηρύσσει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν κατέχει ὁλόκληρον τὴν ἀληθείαν τῆς πίστεως ἀλλὰ τμῆμα της, 2ον) ἐπαναφέρει εἰς τὸ προσκήνιον τὴν βλάσφημον θεωρίαν τοῦ Ἀθηναγόρου περὶ ἐπανιδρύσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (Ἄρα μᾶς λέγει ὅτι δὲν εἶναι αὐτὴ τὴν ὁποίαν πιστεύομεν καὶ ἀκολουθοῦμεν) σπέρνων τὴν σύγχυσιν εἰς τοὺς πιστοὺς καὶ καταλύων τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, 3ον) ἀναγνωρίζει τὸν ἀρχηγὸν τοῦ κρατιδίου τοῦ Βατικανοῦ κανονικὸν ἐπίσκοπον καὶ τὴν «Ἐκκλησίαν» του κανονικὴν καὶ 4ον) υἱοθετεῖ ὅλας τὰς ἀρχὰς τοῦ Ἀθηναγόρου καὶ δι᾽αὐτὸ ἀποδέχεται τὴν διπλωματίαν τῆς ἀγαπολογίας τοῦ Βατικανοῦ εἰς τὴν πορείαν πρὸς τὴν ψευδοένωσιν.
Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλος ἀποκαλεῖ τὸν Αἱρεσιάρχην Πάπαν Ἁγιώτατον (ὅταν δὲν ἔχη παραιτηθῆ τοῦ ἀλαθήτου, ποὺ τὸν ἐξομοιώνει μὲ τὸν Θεόν, ἀφοῦ μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀλάθητος), τὸν ἀναγνωρίζει ὄχι ὡς ἀρχηγὸν κρατιδίου καὶ Αἱρεσιάρχην, ἀλλὰ ὡς κανονικὸν Προκαθημένον Ἐκκλησίας. Τὰ ὅσα ἔχουν διακηρύξει οἱ ἀντιπαπικοὶ ἀντιαιρετικοὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἔχουν οὐδεμίαν ἰσχὺν καὶ διά τὸνΠατριάρχην Ἱεροσολύμων κ.Θεόφιλον, ὀπαδὸν τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων καὶ ὄχι μόνον. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κ. Δημήτριος ἀποδεικνύεται ἐκ δηλώσεών του ὅτι εἶναι ὀπαδὸς τοῦ Λαϊκοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ὁμιλεῖ περὶ διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι περὶ Σχίσματος καὶ Αἱρέσεως.
Ἐνῶ ἡ Ἑλλὰς ἐψήφιζε διὰ τὴν ἀνάδειξιν Eὐρωβουλευτῶν, Δημάρχων καὶ Περιφερειαρχῶν καὶ οἱ πολῖται εἶχον ἐστραμμένην τὴν προσοχήν των εἰς τὰ πολιτικὰ καὶ ἐθνικὰ μηνύματα τῆς κάλπης, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, βέβαιος ὅτι ὁ πιστὸς λαὸς καὶ ὁ ἔντιμος κλῆρος δὲν θὰ ἠσχολοῦντο μαζί του, συνηντᾶτο μετὰ τῆς «κουστωδίας» του μὲ τὸν Αἱρεσιάρχην Πάπαν εἰς τόν Πανάγιον Τάφον, ἀνταλλάσσων φιλοφρονήσεις καὶ ἀσπασμὸν εἰρήνης. Ἐξ ἀφορμῆς ὅμως αὐτῆς τῆς συναντήσεως εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, προέκυψαν δηλώσεις καὶ διακηρύξεις, αἱ ὁποῖαι συνιστοῦν τὴν λεηλασίαν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Ἡ λεηλασία ἔγινεν ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς, ὁ ὁποῖος συνώδευε τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλος, εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὸν μακαριστὸν Πατριάρχην Βενέδικτον, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀντίθετος εἰς τὴν συνάντησιν τοῦ Πάπα ΣΤ´ μετὰ τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου (πρὸ πεντήκοντα ἐτῶν) ἐπέτρεψε τὴν συμπροσευχὴν Πάπα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὅταν ὁ πρῶτος εἶναι προσηλωμένος εἰς τὰς αἱρέσεις καὶ τὰς κακοδοξίας τοῦ Παπισμοῦ. Παραλλήλως ἀπεκάλεσε τὸν Πάπαν Ἁγιώτατον (εἰς ἀνακοίνωσιν διὰ τὸ ἐπίσημον πρόγραμμα τῆς ἐπισκέψεως), ὅταν οὗτος συνεχίζει νὰ ὑπηρετῆ τὰς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ διὰ τὸ φιλιόκβε, τὸ Πρωτεῖον, τὰ ἀλάθητον (ποὺ τὸν καθιστᾶ ἡμίθεον, ἀφοῦ μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀλάνθαστος) τὴν θρασεῖαν ἄποψιν ὅτι εἶναι ὁ ἀποκλειστικὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν γῆν. Μὲ τὴν στάσιν του ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλος κατέδειξεν ὅτι ἡ κρίσις, ἡ ὁποία ἐδημιουργήθη μὲ τὸν προκάτοχόν του, ἦτο κατευθυνομένη, μὲ σκοπὸν τὴν ἀνάδειξιν ἑνὸς νέου Πατριάρχου, τοῦ σημερινοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπὲρ τοῦ δέοντος ὀπαδὸς τῶν διαθρησκειακῶν διασκέψεων καὶ τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, τοὺς ὁποίους ὡς προκύπτει ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ, θεωρεῖ ὅτι ἀνήκουν εἰς «Ἐκκλησίας» σωζούσας καὶ κανονικάς. Διὰ τὸν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, ὅπως ἄλλωστε καὶ διὰ ὅλας τὰς κεφαλὰς τῆς Ἑλληνοφώνου Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἔχει τὸ ἀποκλειστικὸν προνόμιον τῆς προδοσίας τῆς Πίστεως, δὲν ἰσχύουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ποὺ ἀπαγορεύουν τὰς συμπροσευχὰς μὲ αἱρετικούς.
Ὁ Ἀμερικῆς
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κ. Δημήτριος, πρὸς μεγάλην ἔκπληξιν ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν καὶ κληρικῶν εἶναι ὀπαδὸς τοῦ λαϊκοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἀρίστη συν εργασία εἰς θέματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ κοινωνία) καὶ ἀφῆκε νὰ ἐννοηθῆ ὅτι ἡ συνάντησις τοῦ Πάπα ΣΤ´ μὲ τὸν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν, πρὸ πεντήκοντα ἐτῶν εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα τὸν παραμερισμὸν τῆς διαιρέσεως. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὁμιλεῖ περὶ διαιρέσεως καὶ ὄχι περὶ Σχίσματος καὶ αἱρέσεως. Τὰς σχετικὰς δηλώσεις ἔκαμνε πρὸ τῆς συν αντήσεως τοῦ Πάπα μὲ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ μετὰ τὴν συνάντησιν τοῦ ἰδίου μὲ τὸν ὑπεύθυνον τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν Ἑνότητα ὅλων τῶν «Ἐκκλησιῶν». Σχετικῶς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Πρακτορεῖον Εἰδήσεων «Ἁγιορείτικον Βῆμα» μετέδωσε, κατὰ τὴν 21ην Μαΐου τὰ ἀκόλουθα:
«“Ἡ ἱστορικὴ συνάντηση μεταξὺ τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ´ καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στὰ Ἱεροσόλυμα τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1964 ἦταν μία εὐτυχὴς εὐκαιρία, ποὺ παραμέρισε αἰῶνες διαίρεσης καὶ γέννησε καλὸ καρπό”, εἶπαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Joseph E. Kurtz τοῦ Louisville Kentucky, πρόεδρος τῆς Διάσκεψης τῶν Ἀμερικανῶν Καθολικῶν ἐπισκόπων καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δημήτριος, προκαθήμενος τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Ἀμερικὴ καὶ πρόεδρος τῆς Συνέλευσης τῶν Κανονικῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, σὲ μία κοινὴ δήλωση.
Ἡ δήλωση παρέπεμπε στὴ συν άντηση τῆς 25ης Μαΐου μεταξὺ τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου στὴν Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κ. Δημήτριος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Kurtz δήλωσαν ὅτι ἡ αὐξανόμενη ἐγγύτητα μεταξὺ Καθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν κατὰ τὰ τελευταῖα 50 χρόνια τοὺς ἔχει ἐπιτρέψει “νὰ ὁμιλοῦν μὲ μία φωνὴ” σὲ θέματα, ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ κοινωνία.
“Δεσμευόμαστε γιὰ τὴν αὐξημένη συνεργασία σὲ αὐτοὺς τοὺς τομεῖς, συμπεριλαμβανομένων τῶν κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν καὶ ἠθικῶν διλημμάτων, καὶ καλοῦμε τοὺς ἀνθρώπους μας νὰ προσευχηθοῦν γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἐπικείμενης συνάντησης μεταξὺ τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προώθηση τοῦ χριστιανισμοῦ στὸν τραυματισμένο κόσμο μας”, ἀνέφερε ἡ δήλωση.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Kurtz μίλησε καὶ μεμονωμένα γιὰ τὴ συν άντηση, τὴν ὁποία χαρακτήρισε “σπουδαῖο δῶρο”, ἐνῶ ἔκανε λόγο γιὰ “ἀμοιβαῖο σεβασμὸ καὶ κατανόηση”».
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατὰ τὴν συνάντησίν του διεκήρυξεν εἰς τὴν κοινὴν διακήρυξιν μὲ τὸν Ἰησουίτην Πάπαν κ. Φραγκίσκον ὅτι εἶναι πιστὸς εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς θέσεις τοῦ οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγεν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τὴν ἀνταρσίαν ἐναντίον τῶν θεοπνεύστων Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀνεγνώρισε τὸν Πάπαν ὡς Ἐπίσκοπον, τὸ Βατικανὸν ὡς ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν, συμπροσευχήθη εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον μὲ τὸν Αἱρεσιάρχην διετύπωσε τὴν βλασφημίαν ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν Αἱρεσιάρχην ὅτι τὰ βήματα πρὸς τὴν ἑνότητα καθοδηγεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν οὗτος ἀμφισβητεῖ τὴν ἐπενέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς ἀντιπαπικοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ διακηρύσσει εἰς τὴν κοινὴν διακήρυξιν, τὴν ὁποίαν ὑπογράφει μὲ τὸν Πάπαν, ὅτι παραμένει πιστὸς εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ Ἀθηναγόρου διὰ τὴν δημιουργίαν μιᾶς νέας Ἐκκλησίας. Διὰ νὰ κατανοήση ὁ πιστὸς τὸ πνεῦμα τῆς κοινῆς διακηρύξεως τοῦ σημερινοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μὲ τὸν σημερινὸν Πάπαν, ἀρκεῖ νὰ ἀναγνώση τὰ ἀκόλουθα ἀποσπάσματα τῆς συνεντεύξεως, τὰ ὁποῖα εἶχε δώσει ὁ ἀείμνηστος Πατριάρχης, κατὰ τὴν θητείαν του:
«“Ἀπατώμεθα καὶ ἁμαρτάνομεν (ἔλεγε), ἐὰν νομίζωμεν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ὅτι τὰ ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τὸν Μουσουλμανισμόν, διά νὰ φθάσουν εἰς τὸν Θεόν των καὶ ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπὸς κάθε θρησκείας εἶναι νὰ βελτιώσει τὸν ἄνθρωπον”. “Εἰς τὴν κίνησιν πρὸς τὴν ἕνωσιν, δὲν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νὰ βαδίσει πρὸς τὴν ἄλλην, ἀλλ᾽ ὅλαι ὁμοῦ νὰ ἐπανιδρύσωμεν τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρὰ καὶ τὰς τότε ὑφισταμένας θεολογικὰς διαφοράς”. “Ὁ αἰὼν τοῦ δόγματος παρῆλθε”. “Καλούμεθα ν᾽ ἁπαλλαγῶμεν τοῦ πλέγματος τῆς πολεμικῆς καὶ τῆς ἀντιρρήσεως ἐν τῇ Θεολογίᾳ καὶ νὰ ἐφοδιάσωμεν αὐτὴν διά τοῦ πνεύματος τῆς ζητήσεως καὶ τῆς διατυπώσεως τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει ἀνάγκη σήμερον μιᾶς Θεολογίας τῆς καταλλαγῆς».
Ὁ ἀείμνηστος Οἰκουμενικὸς ἦτο ἐναντίον τῶν δογμάτων καὶ τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ἡ ὁποία εἶναι ἐμπόδιον πρὸς τὴν ψευδοένωσιν. Τὰς θέσεις του υἱοθέτησεν ὁ διάδοχός του εἰς τὸν θρόνον τοῦ Φαναρίου ἀείμνηστος Πατριάρχης Δημήτριος, ὅπως καὶ ὁ σημερινὸς κ. Βαρθολομαῖος. Εἰς οὐδὲν σημεῖον τῆς διακηρύξεως τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχου καὶ τοῦ Αἱρεσιάρχου Πάπα γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὰ δόγματα.
Ἡ ἀγαπολογία εἰς τὴν διακήρυξιν
Ἀντὶ ἀναφορᾶς εἰς τὰ δόγματα, «ἀγαπολογία». Ἐὰν μελετήσετε προσεκτικῶς τὴν διακήρυξιν, θὰ διαπιστώσετε πὼς ὅσα καθώριζεν ὁ ἀείμνηστος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας περιγράφονται εἰς τὴν κοινὴν διακήρυξιν τῶν Ἱεροσολύμων.
Αὕτη ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Στὴν κοινή τους δήλωση, ὁ Πάπας Φραγκίσκος καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀναφέρουν ὅτι εἶναι καθῆκον τους νὰ συνεργαστοῦν γιὰ τὴν προστασία τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καὶ τὴν οἰκογένεια καὶ νὰ οἰκοδομήσουν μία δίκαιη καὶ ἀνθρώπινη κοινωνία, στὴν ὁποία κανεὶς νὰ μὴ νιώθει ὅτι ἐξαιρεῖται.
Τόνισαν ἐπίσης τὴν ἀνάγκη προστασίας τοῦ περιβάλλοντος μέσῳ τῆς διασφάλισης τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναφέρουν, καὶ ἐπίσης ἔκαναν λόγο γιὰ τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Οἱ δύο ἡγέτες ἐξέφρασαν ἀνησυχία γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἐν μέσῳ τῶν συγκρούσεων καὶ μίλησαν γιὰ τὸν ἐπείγοντα χαρακτήρα τῆς στιγμῆς, ποὺ τοὺς ἀναγκάζει νὰ ἀναζητήσουν τὴ συμφιλίωση καὶ τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης οἰκογένειας, μὲ πλήρη σεβασμὸ σὲ θεμιτὲς διαφορές.
Οἱ σημαντικότερες ἀναφορὲς τοῦ κειμένου εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Ὅπως καὶ οἱ ἀείμνηστοι προκάτοχοί μας ὁ Πάπας Παῦλος Ι´ καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, οἱ ὁποῖοι συναντήθηκαν ἐδῶ στὴν Ἱερουσαλήμ, πρὶν ἀπὸ πενήντα χρόνια, ἔτσι κι ἐμεῖς, ὁ Πάπας Φραγκίσκος καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, εἴμασταν ἀποφασισμένοι νὰ συν αντηθοῦμε στοὺς Ἁγίους Τόπους”, ὅπου ὁ κοινός μας Λυτρωτής, Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Κύριός μας, ἔζησε, δίδαξε, πέθανε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ἀπ᾽ ὅπου ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὴ νέα Ἐκκλησία” (Κοινὸ ἀνακοινωθὲν τοῦ Πάπα Παύλου Ι´ καὶ τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ποὺ δημοσιεύθηκε μετὰ τὴ συνάντησή τους στὶς 6 Ἰανουαρίου 1964). Ἡ συνάντησή μας, μία ἀκόμη συνάντηση τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ρώμης καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ ἱδρύθηκαν ἀντίστοιχα ἐκ δύο ἀδελφῶν, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἀνδρέας, εἶναι μία πηγὴ βαθιᾶς πνευματικῆς χαρᾶς γιά μᾶς. Παρουσιάζεται μία θεόσταλτη εὐκαιρία νὰ προβληματιστοῦμε σχετικὰ μὲ τὸ βάθος καὶ τὴν αὐθεντικότητα τῶν ὑφιστάμενων ὁμολογιῶν μας, γιὰ τὸν καρπὸ ἑνὸς γεμάτου χάριτος ταξιδιοῦ, στὸ ὁποῖο ὁ Κύριός μας μᾶς ὁδήγησε ἀπὸ ἐκείνη τὴν εὐλογημένη ἡμέρα πρὶν ἀπὸ πενήντα χρόνια.
2. Ἡ Ἀδελφικὴ συνάντησή μας σήμερα εἶναι ἕνα νέο καὶ ἀπαραίτητο βῆμα στὴν πορεία πρὸς τὴν ἑνότητα, στὴν ὁποία μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, (…) Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐτῶν, ὁ Θεός, ἡ πηγὴ ὅλης τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης, μᾶς ἔχει διδάξει νὰ θεωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς μέλη τῆς ἴδιας χριστιανικῆς οἰκογένειας, ὑπὸ τὸν Κύριο καὶ Σωτήρα, τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ὁμολογήσουμε πίστη στὸ ἴδιο Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸ παρέλαβαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἐκφράστηκε καὶ διαβιβάστηκε σὲ μᾶς ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν καὶ ἔχουμε πλήρη ἐπίγνωση ὅτι δὲν ἔχουμε ἐπιτύχει τὸ στόχο τῆς πλήρους κοινωνίας, σήμερα ἐπιβεβαιώνουμε τὴ δέσμευσή μας νὰ συνεχίσουμε νὰ πορευόμαστε μαζὶ πρὸς τὴν ἑνότητα γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας προσευχήθηκε στὸν Πατέρα, ὥστε «νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα» (Ἰωάννης 17:21).
3. Γνωρίζοντας πολὺ καλὰ ὅτι ἡ ἑνότητα ἐκδηλώνεται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, προσβλέπουμε μὲ ἀνυπομονησία στὴν ἡμέρα στὴν ὁποία θὰ συμμετάσχουμε τελικὰ μαζὶ στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ὡς Χριστιανοί, καλούμαστε νὰ προετοιμαστοῦμε, γιὰ νὰ λάβουμε αὐτὸ τὸ δῶρο τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου τῆς Λυὼν (Κατὰ Αἱρέσεων, IV, 18,5, PG 7,1028), μὲ τὴν ὁμολογία μίας πίστης, μὲ ἐπιμονὴ στὴν προσευχή, ἐσωτερικὴ μετατροπή, ἀνανέωση τῆς ζωῆς καὶ ἀδελφικὸ διάλογο.
4. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ὁ θεολογικὸς διάλογος, ποὺ βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη ἀπὸ τὴ Μικτὴ Διεθνῆ Ἐπιτροπή, ἀποτελεῖ μία οὐσιαστικὴ συμβολὴ στὴν ἀναζήτηση τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξὺ Καθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων.
Καθ᾽ ὅλη τὴν ἐποχὴ τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου Β´ καὶ μετέπειτα τοῦ Βενέδικτου XVI καὶ τοῦ Πατριάρχη Δημήτριου, ἡ πρόοδος τῶν θεολογικῶν συναντήσεών μας ὑπῆρξε οὐσιαστική. Σήμερα ἐκ φράζουμε τὴν εἰλικρινῆ ἐκτίμηση γιὰ τὰ μέχρι σήμερα ἐπιτεύγματα, καθὼς καὶ γιὰ τὶς τρέχουσες προσ πάθειες. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς θεωρητικὴ ἄσκηση, ἀλλὰ μία ἄσκηση στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ ἀπαιτεῖ μία ὅλο καὶ βαθύτερη γνώση τῶν παραδόσεων τοῦ ἄλλου, προκειμένου νὰ τοὺς καταλάβουμε καὶ νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτούς.
Ἔτσι ἐπιβεβαιώνουμε γιὰ ἄλλη μία φορά ὅτι ὁ θεολογικὸς διάλογος δὲν ἐπιδιώκει ἕνα θεολογικὸ ἐλάχιστο κοινὸ παρονομαστή, γιὰ νὰ πλησιάσουμε σὲ ἕνα συμβιβασμό, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἐμβάθυνση στὴν κατανόηση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὁ Χριστὸς ἔχει δώσει στὴν Ἐκκλησία Του, μία ἀλήθεια ποὺ δὲ θὰ πάψουμε νὰ κατανοοῦμε καλύτερα ὅσο ἀκολουθοῦμε τὶς παροτρύνσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡς ἐκ τούτου, ἐπιβεβαιώνουμε μαζὶ ὅτι ἡ πίστη μας στὸν Κύριο ἀπαιτεῖ ἀδελφικὴ συνάντηση καὶ ἀληθινὸ διάλογο.
5. (…) ἔχουμε τὸ καθῆκον νὰ προσφέρουμε κοινὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ συνεργασία μας στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀνθρωπότητας, κυρίως γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου σὲ κάθε στάδιο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἱερότητας τῆς οἰκογένειας βασιζόμενης στὸ γάμο, στὴν προώθηση τῆς εἰρήνης γιὰ τὸ κοινὸ καλό, καὶ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν δεινῶν, ποὺ συνεχίζουν νὰ πλήττουν τὸν κόσμο μας. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἡ πεῖνα, ἡ φτώχεια, ὁ ἀναλφαβητισμὸς, ἡ ἄνιση κατανομὴ τῶν πόρων θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπιστοῦν. Εἶναι καθῆκον μας νὰ ἐπιδιώξουμε νὰ οἰκοδομήσουμε μαζὶ μία δίκαιη καὶ ἀνθρώπινη κοινωνία, στὴν ὁποία κανεὶς δὲν αἰσθάνεται ὅτι ἀποκλείεται
6. Εἶναι βαθιὰ πεποίθησή μας ὅτι τὸ μέλλον τῆς ἀνθρώπινης οἰκογένειας, ἐξαρτᾶται ἐπίσης ἀπὸ τὸ πῶς θὰ διασφαλιστεῖ τὸ δῶρο τῆς δημιουργίας, ποὺ ὁ Δημιουργὸς μᾶς ἔχει ἀναθέσει. Ὡς ἐκ τούτου, ἀναγνωρίζουμε ἐν μετανοίᾳ τὴν παράνομη κακομεταχείριση τοῦ πλανήτη μας, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ μὲ ἁμαρτία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. (…) Κάνουμε ἔκκληση σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καλῆς θέλησης νὰ ἐξετάσουν τρόπους, γιὰ νὰ ζοῦμε λιγότερο σπάταλα καὶ πιὸ λιτά, νὰ ἐκδηλώνεται λιγότερη ἀπληστία καὶ περισσότερη γενναιοδωρία γιὰ τὴν προστασία τοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ὄφελος τοῦ λαοῦ Του.
7. Ὑπάρχει ἐπίσης ἐπείγουσα ἀνάγκη γιὰ ἀποτελεσματικὴ συν εργασία τῶν Χριστιανῶν προκειμένου νὰ διασφαλιστεῖ παντοῦ τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφράζουν δημοσίως τὴν πίστη τους καὶ νὰ τυγχάνουν δίκαιης μεταχείρισης(…) Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, καλοῦμε ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προωθήσουν ἕνα αὐθεντικὸ διάλογο μὲ τὸν Ἰουδαϊσμό, τὸ Ἰσλὰμ καὶ ἄλλες θρησκευτικὲς παραδόσεις. Ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ ἀμοιβαία ἄγνοια μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει μόνο σὲ δυσπιστία καί, δυσ τυχῶς, ἀκόμα καὶ σὲ συγκρούσεις.
8. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἱερὴ πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐκφράζουμε τὴν κοινὴ βαθιὰ ἀνησυχία μας γιὰ τὴν κατάσταση τῶν Χριστιανῶν στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ γιὰ τὸ δικαίωμά τους νὰ παραμείνουν πλήρως πολίτες τῆς πατρίδας τους. Μὲ ἐμπιστοσύνη στρεφόμαστε πρὸς τὸν Παντοδύναμο καὶ ἐλεήμονα Θεό, σὲ μία προσευχὴ γιὰ τὴν εἰρήνη στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴ Μέση Ἀνατολὴ γενικότερα. Ἰδιαίτερα προσευχόμαστε γιὰ τὶς ἐκκλησίες στὴν Αἴγυπτο, τὴ Συρία καὶ τὸ Ἰράκ, ποὺ ἔχουν πληγεῖ πιὸ οἰκτρὰ λόγῳ πρόσφατων γεγονότων. Ἐνθαρρύνουμε ὅλα τὰ κόμματα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, νὰ συνεχίσουν νὰ ἐργάζονται γιὰ τὴ συμφιλίωση καὶ γιὰ τὴ δίκαιη ἀναγνώριση τῶν δικαιωμάτων τῶν λαῶν”. Εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι δὲν εἶναι τὰ ὅπλα, ἀλλὰ ὁ διάλογος, ἡ χάρη καὶ ἡ συμφιλίωση τὰ μόνα δυνατὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς εἰρήνης.
9. Σὲ ἕνα ἱστορικὸ πλαίσιο, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ βία, τὴν ἀδιαφορία καὶ τὸν ἐγωϊσμό, πολλοὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες σήμερα αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν χάσει τὸν προσανατολισμό τους. (…) Καλοῦμε ὅλους τοὺς Χριστιανούς, μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς κάθε θρησκευτικῆς παράδοσης καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καλῆς θέλησης, νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἐπείγουσα ἀνάγκη συμφιλίωσης καὶ ἑνότητας τῆς ἀνθρώπινης οἰκογένειας, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως θεμιτὲς διαφορές, γιὰ τὸ καλὸ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τῶν μελλοντικῶν γενεῶν.
Τί περιελάμβανε ἡ συμπροσευχή
Ἡ συμπροσευχὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μὲ τὸν Αἱρεσιάρχην ἔγινε, συμφώνως πρὸς ἀνακοινωθὲν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἔμπροσθεν τοῦ Κουβουκλίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Εἰς τὸ ἀνακοινωθὲν μεταξὺ ἄλλων ἐπισημαίνονται τὰ ἀκόλουθα:
«Προελθόντες ἀπὸ τῶν δύο Πυλῶν τούτων, ὁ Πάπας καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ κέντρον τῆς Αὐλῆς τοῦ Πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ἠσπάσαντο ἀλλήλους εἰς ἔνδειξιν καὶ μαρτυρίαν ἀγάπης καὶ διαθέσεως συνεχίσεως τοῦ πρὸ πεντηκονταετίας ἀρξαμένου θεολογικοῦ διαλόγου.
Ἐντεῦθεν οἱ δύο Προκαθήμενοι προεχώρησαν πρὸς τὴν Πύλην τοῦ Πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ἔνθα ὑπεδέχθησαν Αὐτοὺς οἱ τρεῖς ἡγούμενοι τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ἤτοι ὁ ἡμέτερος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεραπόλεως κ. Ἰσίδωρος, ὁ Φραγκισκανὸς καὶ ὁ Ἀρμένιος.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Προκαθήμενοι ἠσπάσαντο τὸν λίθον τῆς Ἁγίας Ἀποκαθηλώσεως, ἐνῷ ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς χορωδίας τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, διευθυνομένης ὑπὸ τοῦ Πρωτοψάλτου αὐτῆς Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀριστοβούλου ἐψάλλετο τὸ “Εἰσελεύσομαι…” καὶ ἐνῷ οἱ δύο Πατριάρχαι μετέβαινον ἀπὸ τῆς Ἁγίας Ἀποκαθηλώσεως πρὸς τὸν Πανάγιον Τάφον ἐψάλλετο τό: “Τὸν Τάφον Σου Σωτήρ”.
Φθάσαντες ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Κουβουκλίου οἱ δύο Προκαθήμενοι, ἐκάθισαν, κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν ἐν τῷ προγράμματι τάξιν, Αὐτοὶ καὶ οἱ μετ’ Αὐτῶν, ἐνῷ ὁ λαός, 400 πιστοί, εἶχον προσέλθει καὶ προκαθίσει εἰς τὰς καθορισθείσας θέσεις αὐτῶν.
Πάντων κατὰ τάξιν καὶ ἡσυχίαν καθισαμένων, ἠκολούθησε συμφώνως πρὸς τὸ πρόγραμμα ἡ προσ φώνησις τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ. Θεοφίλου ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τῶν Φραγκισκανῶν καὶ τῶν Ἀρμενίων.
Ἀκολούθως δὲ ἐψάλησαν ὕμνοι τινὲς καὶ ἀνεγνώσθησαν αἱ Εὐαγγελικαὶ περικοπαὶ τῆς Ἀναστάσεως.
Ἠκολούθησαν αἱ ὁμιλίαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καὶ τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου καὶ ἡ ἀνταλλαγὴ τοῦ ἀσπασμοῦ τῆς εἰρήνης.
Μετὰ ταῦτα ἀπηγγέλθη τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἰταλιστὶ ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ εἰς τὴν ἰδίαν ἑκάστου γλῶσσαν ὑπὸ τῶν προσκεκλημένων, μεθ’ ὃ καὶ οἱ Προκαθήμενοι προσεκύνησαν εἰς τὸ ἐνδότερον τοῦ Κουβουκλίου τοῦ Παναγίου Τάφου.
Σημειωθήτω ὅτι οἱ ὕμνοι ἐψάλησαν καὶ αἱ Εὐαγγελικαὶ περικοπαὶ ἀνεγνώσθησαν ἄνευ λειτουργικῶν ἀμφίων, λόγῳ τῆς ἐλλείψεως πλήρους κοινωνίας μεταξὺ Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Μετὰ τὴν λῆξιν τῆς τελετῆς ταύτης οἱ Προκαθήμενοι μετὰ μικρᾶς συνοδείας ἀνῆλθον καὶ προσεκύνησαν εἰς τὸν Φρικτὸν Γολγοθᾶν».
Φρικτόν
Συμπροσευχὴ λοιπὸν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὁ θεματοφύλαξ τῶν Ἱερῶν Κανόνων μὲ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ κρατιδίου τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἡγέτου μιᾶς αἱρετικῆς χριστιανικῆς «Ἐκκλησίας» εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον. Θυσιάζει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τὴν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως εἰς τὸ «συμφέρον» τῆς Χριστιανικῆς Αἱρέσεως. Ἐὰν συμπεριφερθοῦν ὅπως αὐτὸς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τότε εἴτε θὰ παύση νὰ ὑπάρχη Ὀρθοδοξία, εἴτε θὰ δημιουργηθοῦν σχίσματα εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν εἶναι τυχαῖα τὰ ὅσα τραγικὰ συμβαίνουν εἰς τὸν Ὀρθόδοξον Κόσμον. Ὑπεύθυνα διὰ αὐτὰ δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀσέβεια τῆς καταναλωτικῆς Κοινωνίας, ἀλλὰ ἡ ἔλλειψις σεβασμοῦ πρὸς τὰ Ἱερὰ Συντάγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ κλησίας ὑπὸ Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων κ.λπ. Εἰς τὴν ἀνακοίνωσιν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων προσφωνεῖται ὁ Αἱρεσιάρχης Πάπας ὡς προκαθήμενος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων οὐσιαστικῶς ἐξισώνει τὴν Κεφαλὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, (Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική) τὸν Χριστὸν μὲ τὴν «παντούφλαν» τοῦ Αἱρεσιάρχου καὶ τὴν θείαν Σοφίαν τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν μωρίαν τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ὡς ἀλάθητος, ἐνῷ εἶναι ἄνθρωπος.
Ὁ Οἰκουμενικὸς ἀμφισβητεῖ τὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας
Μὲ τὴν κοινὴν διακήρυξιν, τὴν ὁποίαν ὑπέγραψαν ὁ Αἱρεσιάρχης μὲ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, ὁ τελευταῖος ἀρνεῖται τὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γράφουν μεταξὺ ἄλλων:
«Οὕτω, βεβαιοῦμεν διά μίαν εἰσέτι φοράν ὅτι ὁ θεολογικός διάλογος δέν ἐπιζητεῖ ἕνα ἐλάχιστον κοινόν παρανομαστήν, ἐπί τοῦ ὁποίου νά ἐπιτευχθῇ συμβιβασμός, ἀλλά πρόκειται μᾶλλον περί τῆς ἐμβαθύνσεως εἰς τήν κατανόησιν συνόλου τῆς ἀληθείας, τήν ὁποίαν ὁ Χριστός παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, μιᾶς ἀληθείας, τήν ὁποίαν οὐδέποτε παύομεν νά κατανοῶμεν καλλίτερον καθώς ἀκολουθοῦμεν τάς ὁδηγίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὕτω, βεβαιοῦμεν ἀπό κοινοῦ ὅτι ἡ πιστότης μας εἰς τόν Κύριον ἀπαιτεῖ ἀδελφικήν συνάντησιν καί ἀληθῆ διάλογον. Μία τοιαύτη ἀναζήτησις δέν μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀλήθειαν· μᾶλλον, διά τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν δωρεῶν, διά τῆς καθοδηγήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν (πρβλ. Ἰω. 16, 13)».
Οὐσιαστικῶς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μᾶς λέγει μὲ τὴν ὑπογραφεῖσαν διακήρυξιν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν κατέχομεν τὴν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως καὶ ὅτι κατέχομεν ἕν τμῆμα της καὶ δι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσωμεν, (ὡς τοῦτο διακηρύσσουν καὶ οἱ Προτεστάνται), διὰ νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Ἐὰν ὑπῆρχον ὄργανα εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν πλὴν τῆς Πανορθοδόξου Συνόδουὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης θὰ ἠλέγχετο διὰ τὰς θέσεις του αὐτάς. Διὰ δὲ τὴν ἀπόφασίν του νὰ ἀναγνωρίση τὸν Πάπαν Ἰωάννην τὸν 23ον ὡς ἅγιον θὰ εἶχε τεθῆ ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δὲν ὑπηρετεῖ τὴν Ὀρθοδοξίαν, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους καὶ τὰς παρακαταθήκας τῶν ἀντιαιρετικῶν ἀντιπαπικῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐὰν συνεχίση αὐτὴν τὴν γραμμήν, ἄνευ ἀποφάσεων Πανορθοδόξου Συνόδου, ἴσως χρειασθῆ νὰ ἐπανεξετάσωμεν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν στάσιν μας ἔναντί του. Διότι σκεφθεῖτε οἱ ἀσκοῦν τες τὴν Ἱεραποστολὴν νὰ διδάσκουν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν κατέχομεν τὴν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως, τὴν ὁποίαν ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μας (εἶναι συνέχεια τῆς πρώτης ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας). Διατὶ τότε Προτεστάνται, Παπικοί, Ἀγγλικανοί, Κόπται νὰ γίνουν Ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ κατέχουν κι αὐτοὶ ἕν τμῆμα τῆς ἀληθείας; Αἱ ἐνέργειαι καὶ θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι ἐξωπραγματικοὶ διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἴσως διότι ὁμιλεῖ διὰ τὴν ὀρθόδοξον Ἑλλάδα ἐκ τοῦ μακρόθεν.
Γ. ΖΕΡΒΟΣ
Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 2024, 30 Μαΐου 2014