Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδακτικές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδακτικές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαρτίου 03, 2017

Διδακτική ιστορία: Η ξεχειλισμένη κούπα


διδακτική

Μια διδακτική ιστορία για το σημερινό άνθρωπο, που κατακλύζεται από το εγώ του, αλλά και απο άγχος, αδυνατώντας να δει καθαρά μέσα του και γύρω του.

Στη διδακτική μας ιστορία, ένας πολυάσχολος άνθρωπος του καιρού μας, αποφάσισε κάποτε να επισκεφθεί ένανάγιο ερημίτη.
Ήθελε να ηρεμήσει λίγο από το άγχος που τον βασάνιζε. Και να ζητήσει τις συμβουλές του γέροντα.
Τον συνάντησε σε μια φτωχική καλύβα.
– Ευλογείτε, είπε χαιρετώντας τον ερημίτη. Ξέρετε, έκανα πολύ δρόμο για να έλθω εδώ . . .
– Κάθισε, τον διέκοψε ο γέροντας. Άσε με να σου βάλω λίγο τσάι.
– Έχω περάσει πολλά χρόνια σπουδάζοντας σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού … , άρχισε να αυτοσυστήνεται ο επισκέπτης.
– Ας πιούμε πρώτα λίγο τσάι, επέμεινε ο γέροντας.
– Τώρα διευθύνω μια μεγάλη επιχείρηση … , συνέχισε να περιαυτολογεί ο ξένος.
– Πιστεύω ότι το τσάι θα σας αρέσει πολύ, είπε ο ερημίτης συνεχίζοντας να γεμίζει την κούπα του επισκέπτη του.
– Μα εσείς την ξεχειλήσατε, πάτερ· το τσάι χύνεται απ’ έξω! παρατήρησε ενοχλημένος ο ξένος.
– Κι εσύ μοιάζεις μ’ αυτήν την ξεχειλισμένη κούπα! απάντησε τότε ο σοφός γέροντας. Αν δεν αδειάσεις, ευλογημένε, έστω λίγα από αυτά που κουβαλάς, πώς θα αφήσεις να στάξει μέσα σου κάτι από τα λίγα πράγματα πού ξέρω.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2017

Ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν!


ψυχές

Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ.

Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της. Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.
Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό, αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.
Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Είχε δημιουργήσει περιουσία κι απολάμβανε πλέον τους κόπους του. Δυστυχώς όμως ήταν σχεδόν άπιστος, παρ’ όλο που είχε καλή καρδιά. Τα βραδάκια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του παπά μαζί με μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία, έπιναν το ζεστό τους φασκόμηλο και κουβέντιαζαν. Ο καπετάνιος ένα βράδυ ειρωνεύτηκε τον ιερέα και του είπε:
– Σιγά καημένε παπά, μην υπάρχει άλλη ζωή και σε βλέπει η κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε!
Ο ιερέας με πραότητα προσπάθησε να τον βοηθήσει ν’ αποβάλει την απιστία, γιατί ήξερε πως κατά βάθος υπέφερε η ψυχή του μέσα στη θανατερή παγωνιά της. Εκείνος όμως δε φάνηκε να επηρεάζεται.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον ύπνο του. Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει: “Πατέρα, σ’ ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις προσευχές σου, και τις ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που μούστειλε!”.
Αυτά είπε κι ενώ χαμογελούσε αγγελικά, τόνειρο έσβησε…
Ο ιερέας , όταν σηκώθηκε το πρωί, αισθανόταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση.
Το βράδυ διηγήθηκε τόνειρο στη συντροφιά. Όλοι συγκινήθηκαν, μόνο ο καπετάνιος κοιτούσε δύσπιστα τον αδελφό του. Όταν όμως του είπε ότι η ανιψιά του τον ευχαριστεί για το ψάρι που της έστειλε, κι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά τα λόγια της, ο καπετάνιος τινάχθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Απ’ το στόμα του βγήκε η κρυφή Πίστη της καρδιάς του:
– “Θεέ μου!”, ψιθύρισε και μια κοίταζε τον ένα και μια τον άλλον σαστισμένος.
Όλοι τον ρώτησαν τι συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Εκείνος, όταν συνήλθε κάπως, ξανακάθησε στην καρέκλα του και χωρίς να εμποδίζει τα δάκρυά του να τρέχουν στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, τους είπε με ταπεινή φωνή:
– “Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν! Ανήμερα στην κηδεία της ετοιμαζόμουν να κατέβω στην εκκλησία, όπου θα την διαβάζατε. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Το ξέρεις, παπά, πόσο αγαπούσα αυτή τη θυγατέρα σου. Ήταν πάντα άγγελος…
Εκείνη τη στιγμή έφθασε ένας φίλος μου ψαράς κάτω απ’ τον πέρα γιαλό. Τούχα πει πως, όταν έπιανε καλό ψάρι να μου τόφερνε κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο.
Εκείνη όμως τη στιγμή με νευρίασε η παρουσία του, καθώς κρατούσε το ροφό κρεμασμένο στο πλάι του. Του είπα λοιπόν απότομα:
– Δε θέλω ψάρια σήμερα, δεν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω την ανηψιά μου!
Ο άνθρωπος όταν τάκουσε πάγωσε και με κοίταζε αμίλητος. Τον λυπήθηκα και του είπα:
– Όμως, να, στο πληρώνω και συ δώστο σε κανένα φτωχό για την ψυχή της!
Εκείνος πήρε τα χρήματα, με συλλυπήθηκε κι έφυγε γρήγορα. Το περιστατικό αυτό δεν τόπα σε κανέναν και το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μούστειλε τις ευχαριστίες της”, είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του. Μετά χαμογέλασε γλυκά, μα τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο ο ιερέας διέκρινε το γλυκοχάραμα της αναγεννημένης Πίστεώς του. Η νύχτα της απιστίας έφυγε…
– “Δοξασμένο τόνομά Σου Πολυέλεε Κύριε”, ψιθύρισε ο ιερέας κα τον αγκάλιασε με το βλέμμα του…

Παρασκευή, Νοεμβρίου 11, 2016

Ο ΠΕΡΙΠΛΟΚΟΣ ΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.







 Ό περίπλοκος ιστός της ζωής

Από κάποιον κύριο στα Λουτρά Βρνιάτσκα, ακούσαμε αυτή την παράξενη καί φοβερή ιστορία: τό συμπέρασμα αυτής της ιστορίας είναι ότι ή δικαιοσύνη έρπει, αλλά στο τέλος φθάνει! Κάποια κυρία ξεκίνησε γιά τά Λουτρά Βρνιάτσκα. Ετοίμασε τρεις βαλίτσες πράγματα καί έφθασε στο σταθμό του Βρντσί. 



Λέει σε κάποιον φτωχό αχθοφόρο, να βγάλει τά πράγματα καί να τά πάει μέχρι τά Λουτρά με την άμαξα. Όμως ή κυρία δεν είχε προσέξει τά πράγματά της. Πράγματι είχε ετοιμάσει τρεις βαλίτσες στο σπίτι της, αλλά όταν ξεκίνησε μόνο δύο βαλίτσες είχαν βγει άπ’ τό σπίτι καί φορτώθηκαν στο τρένο. Εκείνη όμως είχε μείνει μέ την πεποίθηση ότι καί οι τρεις βαλίτσες ταξίδευαν μαζί της. Έτσι λοιπόν ό αχθοφόρος της έφερε στα Λουτρά Βρνιάτσκα δύο βαλίτσες, όσες καί είχε βρει. Όταν ή κυρία είδε δυο βαλίτσες καί όχι τρεις, άρχισε να φωνάζει στον αχθοφόρο ότι έκρυψε την τρίτη βαλίτσα της. Έκπληκτος ό αχθοφόρος άρχισε ν’ αμύνεται, λέγοντας ότι κατά την αποβίβασή της στην κουκέτα της βρήκε δυο βαλίτσες καί όχι τρεις, καί ότι δεν μπορούσε να της φέρει τρεις αφού υπήρχαν μόνο δυο. Φυσικά ή κυρία δεν τόν πίστεψε καί έξαλλη καλεί την αστυνομία να τη βοηθήσει. Ή αστυνομία συλλαμβάνει αμέσως εκείνον τό φτωχό. Γιά όσο ήταν στη φυλακή τόν κακοποίησαν, τόν έδειραν καί τόν βασάνισαν οι δεσμοφύλακες, μόνο καί μόνο γιά να αναγνωρίσει καί να ομολογήσει που έκρυψε την τρίτη βαλίτσα. Τέλος ένας άπ’ τους δεσμοφύλακες τόν αρπάζει μια νύχτα άπ’ τό λαιμό κι άρχισε να τόν πνίγει, ώστε να τόν κάνει να ομολογήσει.


 Όμως αδύναμος καθώς ήταν ό φτωχός λιποθύμησε μέ τό σφίξιμο στο λαιμό, πέφτει στο έδαφος καί παραδίδει την ψυχή του στο Θεό. Τότε φοβισμένος ό δεσμοφύλακας, γιά να καλύψει την πράξη του,
 παίρνει ένα σχοινί τό τυλίγει στο λαιμό του πτώματος καί τό κρεμά άπ’ ένα δοκάρι. Την επομένη κατέβηκε ή επιτροπή στη φυλακή καί βεβαίωσε ότι ό κρατούμενος «αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού» καί τό πράγμα πετάχτηκε στη σκόνη του αρχείου. Όταν ή κυρία γύρισε σπίτι της βρήκε την τρίτη βαλίτσα στο δωμάτιό της. Όμως εκείνος ό δεσμοφύλακας παραιτήθηκε άπ’ την υπηρεσία καί πήγε να ζήσει στο χωριό του. Ό φτωχός αχθοφόρος είχε αφήσει πίσω του ένα γιό που έγινε οδηγός. Μια μέρα αυτός ό οδηγός πήγαινε μέ τ’ αυτοκίνητο στο δρόμο.



 Συνάντησε μερικά κάρα χωριατών γεμάτα σανό. Άρχισε να κορνάρει γιά να παραμερίσουν τά κάρα. Οι χωρικοί άρχισαν να τραβούν τά βόδια τους στήν άκρη. Ξαφνικά ένας χωρικός πηδά άπ' τό κάρο καί πέφτει μπροστά στις ρόδες του αυτοκινήτου. Τό αυτοκίνητο τόν χτύπησε καί τόν άφησε στον τόπο. Ό νεκρός αυτός χωριάτης, κάτω από τό αυτοκίνητο του γιου εκείνου του φτωχού, ήταν ό δεσμοφύλακας που είχε πνίξει τόν δύστυχο αχθοφόρο!


 ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ . ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΟΕΣ

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2016

Όταν η αγάπη του λαϊκού διδάσκει τον πνευματικό


Ήταν ένα ζευγάρι άτεκνο. Και οι δύο με κοινό πνευματικό και θρησκευόμενοι.

Οπότε η σύζυγος, εγκαταλείπει τον σύζυγο γιατί δεν της έκανε παιδιά. Δεν δίνει καμιά ευκαιρία στον γάμο της, πού ήταν μάλιστα και ο δεύτερος γάμος της!

Σκοπός της και θέλημα της να κάνει παιδιά. Τον διώχνει από το σπίτι λοιπόν, αλλά δέχεται και να την συντηρεί, ασχέτως αν δεν τον παραδέχοταν για άντρα της.

Ο σύζυγος να την παρακαλεί, να βάζει μεσίτη τον πνευματικό, αλλά και να την συντηρεί οικονομικά χωρίς να γογγύζει. Αυτή εκμυστηρεύεται στον πνευματικό, μετά από πολλά, ότι κατάφερε να μείνει έγκυος από έναν άλλο, εκτός γάμου και πάει για τρίτο γάμο!

Θρησκευόμενη και δεν κατανόησε πώς σκοπός του γάμου δεν είναι μόνο η παιδοποιία. Τα λεφτά εν τω μεταξύ τα λάμβανε κανονικά από τον κανονικό της σύζυγο, εν πλήρει αναισθησία.  


Οπότε ασθενεί η κυρία αυτή και κινδυνεύει μάνα και παιδί. 

Ο κανονικός σύζυγος ζητά την προσευχή του πνευματικού! 
Ο πνευματικός του απαντά πώς δικαίως δοκιμάζεται αυτή γιατί το άδικο δεν το ευλογεί ο Θεός. 
Και τί λέει τότε ο απατημένος άνθρωπος πλην ευλογημένος:

Για εκείνη παρακαλώ, αλλά και για το παιδάκι!

 Πονούσε το ξένο παιδάκι πού ήταν απόδειξη της απάτης και της κακίας της συζύγου του! 
Κόκκαλο ο πνευματικός!
 Διδάχτηκε από το πνευματικοπαίδι! 

Γι αυτό και οι γέροντες λένε: Τί καλό θα ήταν κάποτε να διδασκόμαστε από τις αρετές των κοσμικών, και να αποφεύγουμε τις "αρετές" των χριστιανών. 
από ψυχωφελές βιβλίο
(πραγματικό περιστατικό)


πηγή: www.vimaorthodoxias.gr



το είδαμε εδώ

Κυριακή, Οκτωβρίου 02, 2016

Η όνος του Βαλαάμ




Αριθμοί 22ο

20 καὶ ἦλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Βαλαὰμ νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ καλέσαι σε πάρεισιν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, ἀναστὰς ἀκολούθησον αὐτοῖς· ἀλλὰ τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν λαλήσω πρὸς σε, τοῦτο ποιήσεις. 21 καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ τὸ πρωΐ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη μετὰ τῶν ἀρχόντων Μωάβ. 22 καὶ ὠργίσθη θυμῷ ὁ Θεός, ὅτι ἐπορεύθη αὐτός, καὶ ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ διαβαλεῖν αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐπιβεβήκει ἐπὶ τῆς ὄνου αὐτοῦ, καὶ δύο παῖδες αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ. 23 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὴν ρομφαίαν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐξέκλινεν ἡ ὄνος ἐκ τῆς ὁδοῦ καὶ ἐπορεύετο εἰς τὸ πεδίον· καὶ ἐπάταξε τὴν ὄνον ἐν τῇ ράβδῳ αὐτοῦ τοῦ εὐθῦναι αὐτὴν ἐν τῇ ὁδῷ. 24 καὶ ἔστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς αὔλαξι τῶν ἀμπέλων, φραγμὸς ἐντεῦθεν καὶ φραγμὸς ἐντεῦθεν· 25 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ προσέθλιψεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον καὶ ἀπέθλιψε τὸν πόδα Βαλαὰμ πρὸς τὸν τοῖχον· καὶ προσέθετο ἔτι μαστίξαι αὐτήν. 26 καὶ προσέθετο ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπελθὼν ὑπέστη ἐν τόπῳ στενῷ, εἰς ὃν οὐκ ἦν ἐκκλῖναι δεξιὰν ἢ ἀριστεράν. 27 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ συνεκάθισεν ὑποκάτω Βαλαάμ· καὶ ἐθυμώθη Βαλαὰμ καὶ ἔτυπτε τὴν ὄνον τῇ ράβδῳ. 28 καὶ ἤνοιξεν ὁ Θεὸς τὸ στόμα τῆς ὄνου, καὶ λέγει τῷ Βαλαάμ· τί ἐποίησά σοι ὅτι πέπαικάς με τρίτον τοῦτο; 29 καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῇ ὄνῳ· ὅτι ἐμπέπαιχάς μοι· καὶ εἰ εἶχον μάχαιραν ἐν τῇ χειρί, ἤδη ἂν ἐξεκέντησά σε. 30 καὶ λέγει ἡ ὄνος τῷ Βαλαάμ· οὐκ ἐγὼ ἡ ὄνος σου, ἐφ’ ἧς ἐπέβαινες ἀπὸ νεότητός σου ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας; μὴ ὑπεροράσει ὑπεριδοῦσα ἐποίησά σοι οὕτως; ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί. 31 ἀπεκάλυψε δὲ ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς Βαλαάμ, καὶ ὁρᾷ τὸν ἄγγελον Κυρίου ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὴν μάχαιραν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ κύψας προσεκύνησε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ. 32 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ· διατί ἐπάταξας τὴν ὄνον σου τοῦτο τρίτον; καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐξῆλθον εἰς διαβολήν σου, ὅτι οὐκ ἀστεία ἡ ὁδός σου ἐναντίον μου, 33 καὶ ἰδοῦσά με ἡ ὄνος ἐξέκλινεν ἀπ’ ἐμοῦ τρίτον τοῦτο· καὶ εἰ μὴ ἐξέκλινεν, νῦν οὖν σὲ μὲν ἀπέκτεινα, ἐκείνην δ’ ἂν περιεποιησάμην. 34 καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῷ ἀγγέλῳ Κυρίου· ἡμάρτηκα, οὐ γὰρ ἠπιστάμην ὅτι σύ μοι ἀνθέστηκας ἐν τῇ ὁδῷ εἰς συνάντησιν· καὶ νῦν εἰ μή σοι ἀρκέσει, ἀποστραφήσομαι. 35 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πρὸς Βαλαάμ· συμπορεύθητι μετὰ τῶν ἀνθρώπων· πλὴν τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν εἴπω πρὸς σε, τοῦτο φυλάξῃ λαλῆσαι. καὶ ἐπορεύθη Βαλαὰμ μετὰ τῶν ἀρχόντων Βαλάκ.

Απόδοση

Και ήρθε ο Θεός στον Βαλαάμ  τη νυχτα και του είπε: Αν σε καλέσουν οι άνθρωποι αυτοί, σήκω και ακολούθησέ τους. Και ότι θα σου πούνε κάνετο. Και σηκώθηκε το πρωί ο Βαλαάμ και ετοίμασε το γαϊδουράκι του και ταξίδεψε με τους άρχοντες της Μωάβ. Και θύμωσε ο Θεός ότι πήγε μαζί τους, και πήγε να τον βρει άγγελος του θεού, ενώ αυτός ήταν πάνω στο γαϊδουράκι μαζί δύο βοηθούς. Και βλέποντας το γαϊδουράκι τον άγγελο του Θεού να κλείνει το δρόμο και να κρατά σπαθί στα χέρια του βγήκε απο το δρόμο και πήγαινε προς τα χωράφια. Και χτύπησε το γαϊδουράκι με το ραβδί του για να μπει πάλι στο δρόμο. Και στάθηκε ο άγγελος του Θεού στα αυλάκια των αμπελιών, και υπήρχε φράχτης από τη μία και από την άλλη πλευρά. Και βλέποντας το ζώο τον άγγελο πέρασε ξυστά από τον φράχτη και σύνθλιψε το πόδι του Βαλαάμ στον τοίχο.Και αυτός το χτύπησε περισσότερο. Και επέμενε ο άγγελος του Θεού και πήγε και στάθηκε σε ένα μέρος στενό, όπου δεν υπήρχε πέρασμα αριστερά και δεξιά. Και βλέποντας το γαϊδουράκι τον άγγελο του Θεού γονάτισε κάτω από τον Βαλαάμ. Και θύμωσε ο Βαλαάμ και το χτύπησε ξανά με τη ράβδο. Και άνοιξε ο Θεός το στόμα του γαϊδουριού και λέει στον Βαλαάμ. Τι σου έκανα και με χτυπάς και τρίτη φορά; και είπε ο Βαλαάμ. Γιατί με κορόϊδεψες. και αν είχα μαχαίρι στο χέρι θα σε χτυπούσα. Και λέγει η όνος. Δεν είμαι εγώ η όνος , που με έχεις από τα νιάτα σου μέχρι σήμερα; σου ξανάκανα τέτοιο πράγμα; Και είπε, όχι. Και αποκάλυψε ο Θεός τα μάτια του Βαλαάμ και βλέπει τον άγγελο του Κυρίου να στέκεται στον δρόμο και να έχει το σπαθί στα χέρια και έπεσε και τον προσκύνησε. και του είπε ο άγγελος του Θεού. γιατί χτύπησες το ζώο σου τρείς φορές; και να εγώ ήρθα για να σου αλλάξω τον δρόμο , ότι πήρες άλλο δρόμο, και βλέποντάς με το ζώο έφυγε από μένα τρεις φορές. και αν δεν άλλαζε δρόμο, εσένα θα σε σκότωνα ενώ εκείνη θα την περιποιόμουν. Και είπε ο Βαλαάμ, έκανα λάθος , δεν ήξερα ότι εσύ έκλεινες το δρόμο, και τώρα αν σου αρέσει γυρίζω πίσω. και είπε ο άγγελος , πήγαινε μαζί με τους ανθρώπους. αλλά αυτό που θα σου πω αυτό μόνο θα τους πεις. Και πήγε με τους άρχοντες της Βαλάκ.

Πηγή

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2016

Στο "αμπέλι" της ζωής...





Τα καλοκαίρια πηγαίναμε οικογενειακώς στο χωριό, να τρυγήσουμε τα αμπέλια του παππού. Ο πατέρας η μάνα και τα δυο μου αδέλφια. Ο παππούς πάντα μας έδινε μια αρχική συμβουλή, «θα κόβεται τα σταφύλια και δεν θα κοιτάτε ποτέ το τέλος του αμπελιού. Θα κοιτάτε μονάχα την κουρμούλα που κόβεται, διαφορετικά θα απογοητευθείτε». Αυτή την απλή 


αλλά γεμάτη σοφία συμβουλή του παππού, την χρειάστηκα πολλές φορές στην ζωή μου. Γιατί κατάλαβα ότι κι η ζωή είναι ένα αμπέλι, που δεν χρειάζεται να κοιτάς το μέλλον, αλλά το τώρα, το εδώ, το σήμερα. Να κάνεις βήματα και να προχωράς όπως είσαι, κι ας μην είσαι τέλειος. Να περπατάς, βήμα βήμα,όσο και όπως μπορείς. Να μην σκέφτεσαι, ούτε να αναλύεις, πόσα χιλιόμετρα χρειάζεται να περπατήσεις, μα το ένα βήμα που πρέπει να κάνεις… Μοναχα έτσι θα φτάσεις στον τερματισμό, όταν τον ξεχάσεις και ζήσεις την διαδρομή...

Αναρτήθηκε από π. ΛίΒυος 
το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2016

Τὸ ἀηδόνι καὶ τὸ γεράκι

«Ἄκουσε, γεράκι, τὸ καηµένο τ᾿ ἀηδόνι.

Ἡ ζωή µου εἶναι στὴν ἐξουσία σου, ὅπως καὶ τὸ πέταγµά µας αὐτὸ µέσα στὰ σύννεφα, ὅπου δὲν εἶχα φτάσει ποτέ.

Ἀλλὰ ἄκουσέ µε: Ἀπὸ τὶς µυστικὲς πηγὲς τῆς φύσης ἐρχόταν µιὰ ἤπια πνοὴ καὶ συναντοῦσε µιὰν ἄλλη, ἐξίσου ἤπια, µέσα στὸ στῆθος µου. 

Αὐτὴ ἡ πνοὴ γινόταν τραγούδι, ὅπως καὶ τὸ φύλλωµα τοῦ δέντρου ποὺ µὲ φιλοξενοῦσε, ὅπως τὰ ἄστρα ποὺ ἔλαµπαν ψηλά. 

Ἡ ὀµορφιὰ τῶν πραγµάτων ποὺ ἦταν γύρω µου µὲ συγκινοῦσε καὶ µεταβαλλόταν σὲ µουσική. 

Εἶδα κι ἐσένα νὰ ἔρχεσαι καταπάνω µου, καὶ ὁ φόβος µου νικήθηκε ἀπὸ τὸ θαῦµα τῆς γρήγορης καὶ µεγαλόπρεπης πτήσης σου, ποὺ τὴ θαύµαζα σὰν δῶρο τῶν θεῶν. 

Ἀλλὰ τὴ στιγµὴ ἐκείνη, ἀπὸ άπροσµέτρητο βάθος, ἑτοιµάζονταν ν᾿ ἀναβρύσουν ἀπὸ µένα τραγούδια θλίψης γιὰ ἕνα ρόδο ποὺ τὸ µάδησε ὁ ἀέρας. 

Τὰ ἄρχιζα, τὰ τραγούδια αὐτά, ἐγὼ πού, ὅταν ξεσποῦσε ὁ κεραυνός, ἔνιωθα νὰ µοῦ τρέµει τὸ στῆθος, καθὼς ἤµουν µαζεµένο µέσα στὸ νέο φύλλωµα. 

Ἄφησέ µε νὰ ζήσω µιὰ στιγµὴ µόνο, ὅσο γιὰ νὰ βγάλω στὸν αἰθέρα καὶ γιὰ τὸ αὐτί σου τὸ θησαυρὸ ποὺ αἰσθάνοµαι µέσα µου. Μὴ σκοτώσεις αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γεννηθεῖ!».

Καθὼς τὸ ἀηδόνι µιλοῦσε, τὸ γεράκι χαλάρωνε τὸ ἁρπακτικὸ νύχι του, καὶ µὲ τὸ ἄλλο ἔκανε φιλικὸ νεῦµα στὸ ἀηδόνι, ποὺ ὅµως τὴ στιγµὴ ἐκείνη ξεψύχησε. 

Πέμπτη, Μαΐου 05, 2016

"ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΗΓΗ, ΑΠ΄ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΠΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΔΙΑ" - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ


Κάποτε, έναν άξιο και σεβάσμιο Επίσκοπο, τον Πατέρα Αυγουστίνο Καντιώτη, τον κατηγόρησαν ότι όταν βρισκόταν στην Κοζάνη ως Ιερέας, στον εμφύλιο πόλεμο, από τις 8000 μερίδες φαγητού που μοίραζε κάθε μέρα, έτρωγαν και παιδιά μερικών κομμουνιστών και ανταρτών που ήταν στα βουνά. Τον κάλεσαν, λοιπόν, οι αρχές και οι εξουσίες και του ζήτησαν εξηγήσεις.

Και εκείνος απάντησε με μια παροιμιώδη φράση : "Στο βουνό και στο δάσος υπάρχει μια πηγή. Απ΄ την πηγή πίνουν και τα πουλάκια και τα ελάφια και τα φίδια. ".

Έτσι, λοιπόν, δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς κάποιον πεινασμένο από το φαγητό, λόγω της θεωρίας που μπορεί να έχει η οικογένειά του και το σόι του.

ΠΗΓΗ : ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, εκδ.ΦΕΡΕΝΙΚΗ, σ. 85

Δευτέρα, Μαΐου 02, 2016

Ποτέ ξανά εχθρός( (Μικρό διήγημα Πασχαλινό και αληθινό)




Ποτέ ξανά εχθρός

Νώντα Σκοπετέα
(Μικρό διήγημα Πασχαλινό και αληθινό σε 3 πράξεις ...)
   Σκηνή πρώτη :
''Ο Θεός, συ έγνως την αφροσύνην μου και αι πλημμέλειαι μου από σου ούκ απεκρύβησαν…''
O Φώτος ο Αθηναίος που λάτρευε το χωριό του.Περαχωρίτης έλεγε είμαι ! με πείσμα από μικρός , όποτε τον ρωτούσαν. Και έτσι ένιωθε.
Παρ ότι μεγάλωσε στην γκρίζα και άχαρη τσιμεντούπολη , αυτός αποζητούσε συνέχεια τον τόπο των γονιών του, στη σκιά την λεβεντόκορμη της Πυραμίδας του Αγιολιά,που απλώνεται ως τις ανήμερες θάλασσες,στα βράχια με τους αντιλάλους της σιωπής ,στις γραίες ελιές και στα αγριόδεντρα τα ανυπότακτα σε κυριότητες και μαντρώματα…
Τα χρόνια της νιότης της πρώτης του βέβαια , οι αποστάσεις ήταν μεγάλες . Οχτώ ώρες ταξίδι χρειαζόταν με δυο λεωφορεία για να φτάσουν . Μα που να καταλάβουν τότε αυτός και ο αδελφός του από κούραση και ταλαιπώριες ..Ίσα-ίσα που το απολάμβαναν το κάθε λεπτό που τους έφερνε πιο κοντά στα τιμημένα χώματα, όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας μόλις έμπαιναν στα σύνορα με την Αρκαδία .
Τα κατάφερναν λοιπόν και όλες τις μεγάλες μέρες τις περνούσαν στο χωριό . Καλοκαίρια , Χριστούγεννα , Πάσχα …Μόλις τα σχολεία κλείναν , την άλλη μέρα στον Κηφισό με των 12 παρά τέταρτο …Τι λαχτάρα , τι πόθος !
Ο Φώτος μόλις έφταναν, έπαιρνε τους δρόμους και ήθελε να τους αγκαλιάσει όλους και όλα, ως και τις άψυχες πέτρες των παλιών πυργόσπιτων , που πάντα τις σημάδευε και έκρυβε μέσα στο ανοιχτό αρμολόημά τους διάφορα φυλαχτά και υποσχέσεις επιστροφής , όποτε έφτανε η τελευταία και πάντα μελαγχολική μέρα του αποχαιρετισμού.
Το Πάσχα στο χωριό του ήταν για εκείνον κάτι το απερίγραπτο. Ζούσε γι αυτό και προετοιμαζόταν καιρό πριν…Λαμπάδες για όλους χρωματιστές ! Φαναράκια για τον επιτάφιο ! Καινούριο εγκόλπιο με γυαλιστερό και έγχρωμο εξώφυλλο! Αυτοκόλλητα για τα αβγά ! Βεγγαλικά με τις κούτες για όλες τις μέρες και κυρίως για το βράδυ της Ανάστασης…

Μόλις ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα πως χαιρόταν με αυτήν την πολύβουη ατμόσφαιρα! Όλα τα σπίτια γεμάτα από κόσμο ,παιδιά συνέχεια στην πλατεία της Εκκλησίας …Εκεί θυμάται να κυλούν όλες οι άγιες μέρες …Μπαινόβγαιναν απ την πόρτα του Ιερού ,όποτε ήταν η ώρα να κρατήσουν τα κεριά και τα εξαπτέρυγα , ντυμένοι παπαδάκια με τους άλλους στον Νυμφίο και στο Ευαγγέλιο …Την Μεγάλη Πέμπτη , συναγωνίζονταν ποιος θα βγει στα περισσότερα …Ο Φώτος τα χε καταφέρει αρκετές φορές να αντέξει και στα δώδεκα ! Στα ενδιάμεσα φρόντιζαν να …ξυπνάνε τα αίματα , όπως τους έλεγαν κάτι μεγάλοι γελώντας , και ξεκινούσαν την μάχη με τα βεγγαλικά και τα αυτοσχέδια δυναμιτάκια...
Και έπειτα ξενύχτι για το στόλισμα του Επιταφίου και το πρωί νωρίς-νωρίς στο καμπαναριό για το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας ως την Αποκαθήλωση …Στην περιφορά , λιβανωτές στάσεις στις φωτισμένες αυλές και ευκαιρία… για πόλεμο με φωτοβολίδες και …
-Βαράτε παιδιά !κάψτε τον παπά ! και του χρόνου ! Να περάσουμε και από κάτω για το καλό ! Τρεις φορές παιδιά ! Και του χρόνου ! Αποκαμωμένος έπεφτε για λίγες ώρες ύπνου , γιατί το πρωί μετά την μεταλαβιά και το βοήθειά μας , είχαν να φτιάξουν μπόμπες και κανούλια για την Ανάσταση και τον Ιούδα …Τρίζανε τα τζάμια όλου του χωριού μα και των απέναντι στο Χριστός Ανέστη ! Βομβαρδισμός κανονικός ! - Να τρομάξει ο χάρος ! Να ακουστούμε ως την Καλαμάτα ! Άντε και του χρόνου παιδιά ! Χρόνια πολλά ! έλεγε ο κόσμος που σχεδόν τρέχοντας έφευγε για τα μοσχομύριστα σπίτια …
Ο Φώτος , όπως πάντα είχε δοκιμάσει απ τη μαγειρίτσα της μάνας του το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου …Αφού έγινε η πρώτη Ανάσταση ! του λεγε… δοκίμασε να μου πεις αν την πέτυχα και φέτος , φάε και ένα αβγό και ένα κουλούρι…όχι άλλο όμως ..ο Χριστός είναι στον τάφο ακόμα! Μόλις η εκκλησία άδειαζε σχεδόν και τα πυρομαχικά τελείωναν , έπαιρνε και εκείνος την ανηφόρα για το σπίτι …Ο Πατέρας σταύρωνε την πόρτα με το Φως …
-Όλοι στο τραπέζι ..Θα φάω τρία πιάτα και πέντε αβγά φέτος ! έλεγε ο Μιχάλης και γελούσαν όλοι μαζί του!Χρόνια πολλά!Χριστός Ανέστη!Αληθινός ο Κύριο ! Η τηλεόραση πάντα είχε εορταστικό πρόγραμμα με παραδοσιακά τραγούδια …Κατά τις δύο το πρωί ξάπλωνε ευτυχισμένος …
-Τι όμορφα που ήταν πάλι όλα είπε στον Μιχάλη που ήταν ήδη στο κρεβάτι …Η Καμπάνα ακούστηκε να χτυπά χαρούμενα …
-Τέτοια ώρα ποιος την βαράει ; ρώτησε μια χρονιά .
-Τώρα σχολάει ο παπά- Σωτήρης , είπε η μάνα τους που έμπαινε κείνη την ώρα … -Μικρή είχα κάτσει και εγώ θυμάμαι μια φορά ως το τέλος με την γιαγιά σας …Εκείνη πάντα στεκόταν ως το τέλος με το κερί αναμμένο και κοινωνούσε ! Είν αμαρτία έλεγε να φεύγουμε πριν το δι ευχών και του Χρυσοστόμου τον λόγο … έτσι έλεγε η μακαρίτισσα ! Αλλά πάλι, ξημερώματα να γυρίσουμε ; Εξάλλου δεν πήγαμε και το πρωί και μεταλάβαμε ; Άσε που από τις 6 πρέπει να σηκωθούμε για να κάψουμε τον φούρνο , να ανάψουμε τα ξύλα για το αρνί …Άντε τώρα κοιμηθείτε …Ποιος νομίζετε ότι θα γυρίζει τη σούβλα ;


Σκηνή Δεύτερη :
Εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν, Κύριον εκ πηγών Ισραήλ…
Άνοιξε τα μάτια του ο Φώτος σαν από όνειρο αληθινό …Χαμογελά που τα θυμάται όλα τούτα …Μπροστά στην ωραία Πύλη κρατώντας την κόκκινη λαμπάδα του . Μεγάλος πια,φοιτητής στην Πάτρα στο Μαθηματικό …Αυτό δα έλειπε,να μην έρθω το Πάσχα στο χωριό μου ! έλεγε σ'όποιον τον χαιρετούσε …Γεμάτη η Εκκλησία και έξω μάχη σωστή …
-Αφήσαμε άξιους διαδόχους ! λέει στον Μήτσο και τον Βαγγέλη που στέκουν δίπλα του !
Ναι ! Ναι ! Συμφωνούν εκείνοι με καμάρι! Σβήνουν τα φώτα …Βγαίνει ο παπά-Σωτήρης με το Άγιο Φως ! Γερασμένος του φαίνεται και κάπως μελαγχολικός ! Αυτός ο ήσυχος παππούλης που ποτέ δεν τους θύμωσε, ακόμα και όταν έκαψαν μια Μεγάλη Παρασκευή το υφαντό στρωσίδι μπρος το παγκάρι , αφού θέλησαν να τρομάξουν τις γιαγιάδες που δεν ακολούθησαν την περιφορά και έμειναν μέσα στην Εκκλησία ! Τα γέλια που κάνανε τότε ! Διαβάζει το Ευαγγέλιο ύστερα και μόλις που ακούγεται η φωνή του μέσα στην χαρούμενη αναστάτωση …
-Και του χρόνου ! Χρόνια πολλά ! ευχές συνέχεια και όλο αγκαλιές και φιλιά με αυτούς που τώρα μπαίνουν τελευταίοι …Μόλις ακούγεται το Χριστός Ανέστη , κρότοι , φασαρίες , επιφωνήματα και σπρώξιμο προς την πόρτα…
-Σταματήστε ! Σταματήστε !Ασυνήθιστα δυνατή η φωνή του παπά τους κάνει όλους να στραφούν προς το μέρος του . Οι ψαλτάδες σωπαίνουν …Κάποιοι είχαν προλάβει ήδη να βγουν...
-Ακούστε με σας παρακαλώ ! Ποτέ μου δεν σας μίλησα , μήτε σας μάλωσα για τίποτα …Μετανιώνω όμως , έστω και τώρα στα γεράματα, που δεν το τόλμησα πρότερα ! Χριστός Ανέστη αδελφοί μου ! Χριστός Ανέστη ! Τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα …
- Άντε παπά τελείωνε ! πετάγεται ένας …θα κρυώσουν και οι γαρδούμπες ! λέει με νόημα και όλοι γελούν μαζί του …
-Η καρδιά μας κρύωσε παιδιά μου … Θα την ξαναζεστάνετε την μαγειρίτσα …Την καρδιά όμως μόνο ο Χριστός ο Αναστημένος μπορεί να την θερμάνει …Ακούσατε τι έγινε μόλις πριν λίγο ; Αναστήθηκε ο Χριστός και εμείς του γυρίζουμε την πλάτη και φεύγουμε …Και έπειτα θα πούμε : κάναμε Πάσχα ! Με την γαστέρα μας κάναμε ή με τον Χριστό ; Δεν θα σας κουράσω άλλο ! Άλλωστε δεν έχω και μόρφωση να σας πω ωραία λόγια, Θεολογικά … Μόνο… να δείτε τα δάκρυά μου και θυμηθείτε αυτό που σε λίγο μόλις θα ακουστεί απ το στόμα μου : Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Μα την αλήθεια , όπως σας βλέπω κάθε χρόνο να ξεμακραίνετε βιαστικοί για τα σπίτια σας , αναρωτιέμαι …
Ποιους άραγε εννοούσε ο προφήτης μόλις τα γραφε αυτά τα λόγια , χίλια και χρόνια πριν κατέβη ο Θεός στη γη ; Μήπως εμάς αδέλφια μου ; Με το που ακούγεται το Χριστός Ανέστη διασκορπίζεστε και φεύγετε μακριά από τον Αναστημένο Κύριο …Τι είστε λοιπόν , εχθροί Του ; ή μήπως Τον μισείτε ;
- Ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού. Και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν , θα ψάλλουμε έπειτα …Θα χαθούμε έτσι αδελφοί μου …Μόνο όσοι , και αυτοί ελάχιστοι, μείνουν πίσω ως το ξημέρωμα θα ευφρανθούν …Αυτοί θα κάνουν Πάσχα αληθινό ! Που δεν θα λεν μόνο χρόνια πολλά μα Χριστός Ανέστη και Αληθώς –όχι Αληθινός- ο Κύριος , δίχως να κουράζονται συνέχεια …

Που θα μείνουν για να μεταλάβουν όχι από συνήθεια και για το καλό ,λες και γίναμε όλοι άξιοι για μια μέρα , μα για να κοινωνήσουν Αυτόν που θυσιάστηκε σαν άκακο αρνί για όλους εμάς , που Αναστήθηκε για να χουμε εμείς αιώνια χαρά …Και σε εμάς μένει μόνο η σούβλα και τα πανηγύρια …οι δυναμίτες και τα νταούλια τα αυγά και τα κουλούρια …Προετοιμασίες ατέλειωτες και φεύγουν δίχως να καταλάβουμε τίποτα η Μεγάλη Εβδομάδα και τα Πάθη τα σεπτά …Και περνά καλά η κοιλιά μας μα η ψυχή δεν κάνει Πάσχα Κυρίου πανσεβάσμιο ! Αυτά είχα να σας πω παιδιά μου και να με συγχωράτε ! Θα χαιρόμουνα πολύ να μένατε απόψε και να κάναμε Πάσχα μαζί εδώ με τον Χριστό μας ! Πολλοί γύρισαν στις θέσεις τους ! Κάποιοι φώναξαν :
- Καλά τα λέει ο Παπάς μα έλα που έχουμε και ξένους! Και άρχισαν σιγά –σιγά να βγαίνουν προς τα έξω …
Ο Φώτος είχε μείνει ακίνητος βαστώντας το Άγιο Φως …Έσταζε το καυτό λιώσιμο στα χέρια του, μα πάλι δεν κουνούσε από την θέση του …
-Εγώ εχθρός , εγώ μισώ τον Χριστό ; που δεν έφευγα όλην την Μεγάλη Εβδομάδα από δω μέσα …που …
Άρχισε να λειτουργεί η ευλογημένη συνείδηση μέσα του …Εδώ μέσα …ή εκεί έξω…το αρνί ή ο Αμνός …ο Νυμφίος ή τα έθιμα ….τα Θεία Πάθη ή η καλοπέραση …ο Eπιτάφιος ή η γλυκιά συνήθεια …η Καμπάνα ή τα βαρελότα …ο κόσμος ή ο Χριστός …η αληθινή χαρά και το Χριστός Ανέστη ή το : χρόνια πολλά και του χρόνου …


Σκηνή Τρίτη :
Και επιστρέψας παρεκάλεσας με και εκ των αβύσσων της γης πάλιν ανήγαγες με….
Θυμάται εκείνη την Ανάσταση που σημάδεψε όλη του την ζωή …Θυμάται εκείνο το πρώτο αληθινό του Πάσχα και την διάβασή του στην φωτεινή αλήθεια …Πέρασε το πρωί από το κοιμητήρι να ευχαριστήσει όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, μετά το Ανάστα ο Θεός , τον μακαριστό παπά-Σωτήρη που εκείνη τη νύχτα μίλησε μέσα του τόσο αξέχαστα …Ποτέ ξανά εχθρός ορκίστηκε τότε …Ποτέ ξανά μόνος ο Αναστημένος Χριστός …Νηστικός από της Σταύρωσης το βράδυ . Ούτε νερό σήμερα δεν ήπιε …Καθαρό κίτρινο κερί κρατά στο χέρι του …το ίδιο και τα παιδιά του και η γυναίκα του …Όλη την Μεγάλη Εβδομάδα την πέρασαν μέσα στην Εκκλησιά, συμπορεύτηκαν προς τα Ιεροσόλυμα και το εκούσιον πάθος του Θεανθρώπου ,ελκόμενοι και αυτοί συμπάσχησαν, μετανοημένοι και εξομολογημένοι συσταυρώθηκαν βάλανε μετάνοια κάτω απ τον Επιτάφιο και τώρα ήρθε η μεγάλη ώρα της συνΑνάστασης …
-Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος…Ξεκινά ο Παπά-Δημήτρης να λέει τους στίχους: Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν…
Ψέλνει ο Φώτος δυνατά το Χριστός Ανέστη και τα μάτια του βουρκώνουν όπως κάθε χρόνο τέτοια στιγμή . Δεν είναι ο μόνος …
Ποτέ ξανά εχθρός! ψιθυρίζει η καρδιά του η πλέον ευσεβής και φιλόθεη , έτοιμη να λάβει το δηνάριό της, να φωνάξει το Επικράνθη,να κάνει Πάσχα αληθινό με τον Χριστό και σήμερα και όλην την Διακαινήσιμο ,την κυριώνυμο εβδομάδα , και κάθε φορά που θα πλησιάζει το Άγιο δισκοπότηρο… Όχι για το καλό και για του χρόνου μα για την ψυχή την αιώνια …
Είναι γεμάτη η Εκκλησία , ολοφώτεινη και πασίχαρη τώρα , στο ξημέρωμα το πανευφρόσυνο …Όπως η γιαγιά έτσι μάνα ; έλα να σου δώσω της αγάπης το φιλί …Προχωρήστε εσείς να ζεστάνετε και το φαΐ και έρχομαι …να χτυπήσω και την καμπάνα !
Στάθηκε για λίγο μόνος στην πλατεία την τόσο αγαπημένη του … Και ήρθαν πάλι στο μυαλό του οι παιδικές του αναμνήσεις… Η νυξ προέκοψε , η δε ημέρα ήγγικεν ! Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε ! ψέλισε ! Τράβηξε το σχοινί της καμπάνας και έβαλε όλη του την δύναμη ! Να φτάσει μακριά το χαρμόσυνο μήνυμα …να ευφρανθούν οι δίκαιοι που τούτη την περασμένη ώρα επέστρεφαν στα σπίτια τους … Του Αγαπημένου Χριστού οι γνήσιοι φίλοι …

Απόσπασμα από εκπομπή με τίτλο : Ποτέ ξανά εχθρός .
Εις αγαθή ανάμνηση του μακαριστού Ιεροκήρυκα του Παραδείσου Δημητρίου Παναγόπουλου .
Φωνή Χριστού ασίγαστα αφυπνιστική έως της συντελείας . 


Σάββατο, Απριλίου 09, 2016

Τὰ Τέσσερα Κεριὰ

Ἄγνωστος συγγραφεύς



“Tέσσερα κεριὰ ἔλιωναν ἀργά, ἀργά…

Ὁ χῶρος ἦταν τόσο ἥσυχος

ποὺ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ ἡ συζήτησή τους…

Τὸ πρῶτο κερὶ εἶπε:

Ἐγὼ εἶμαι ἡ Εἰρήνη.

Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν καταφέρνουν νὰ μὲ διατηρήσουν.

Πιστεύω πὼς δὲν μοῦ μένει ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ συνεχίσω νὰ σβήνω!!!

Κι ἔτσι ἀφέθηκε σιγά, σιγὰ νὰ σβήσει ὁλοκληρωτικά.



Συνεχίζοντας τὸ δεύτερο κερὶ εἶπε:

Ἐγὼ εἶμαι ἡ Πίστη.

Δυστυχῶς δὲν χρειάζομαι πουθενά.

Οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νὰ ξέρουν γιὰ μένα κι ἔτσι δὲν ἔχει νόημα νὰ μένω ἀναμμένο.

Μόλις ὁλοκλήρωσε τὰ λόγια του ἕνα ἁπαλὸ ἀεράκι φύσηξε πάνω του καὶ τὸ ἔσβησε.



Πολὺ λυπημένο τὸ τρίτο κερὶ λέει μὲ τὴ σειρά του:

Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀγάπη.

Δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ μείνω ἀναμμένο.

Οἱ ἄνθρωποι δὲν μοῦ δίνουν σημασία καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται

τὸ πόσο σημαντικὸ εἶμαι. Αὐτοὶ μισοῦν ἀκόμα κι αὐτοὺς

ποὺ τοὺς ἀγαποῦν περισσότερο…

καὶ χωρὶς νὰ περιμένει ἄλλο, τὸ κερὶ ἀφέθηκε νὰ σβήσει.



 




Ξαφνικὰ ἕνα παιδὶ μπῆκε στὸ δωμάτιο κι εἶδε τὰ τρία κεριὰ σβησμένα.

Φοβισμένο ἀπὸ τὸ σκοτάδι εἶπε:

Μὰ τί κάνετε; Πρέπει νὰ παραμείνετε ἀναμμένα,

ἐγὼ φοβᾶμαι τὸ σκοτάδι!!!

Καὶ ξέσπασε σὲ κλάματα.



Τότε τὸ τέταρτο κερὶ εἶπε μὲ συμπόνια:

Μὴ φοβᾶσαι καλό μου, μὴν κλαῖς…

Ὅσο θὰ εἶμαι ἐγὼ ἀναμμένο θὰ μποροῦμε πάντα

νὰ ξανανάψουμε τὰ ἄλλα τρία κεριά…

Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἐλπίδα !



Μὲ μάτια λαμπερὰ καὶ γεμάτα δάκρυα,

τὸ παιδὶ πῆρε τὸ κερὶ τῆς Ἐλπίδας καὶ ἄναψε καὶ τὰ ἄλλα τρία κεριὰ

ποὺ εἶχαν σβήσει, τῆς Εἰρήνης, τῆς Πίστης καὶ τῆς Ἀγάπης! “
πηγή

Τρίτη, Απριλίου 05, 2016

Η παραβολή του αετού.

Μια φορά κι έναν καιρό ένας άνθρωπος πήγε στο δάσος κι έψαχνε να βρει κανένα πουλί της προκοπής. Τελικά έπιασε ένα αετόπουλο. Το πήρε στο σπίτι του και το ‘βαλε ανάμεσα στις κότες, στις πάπιες και στα γαλόπουλα, και μόλο που ήτανε αετόπουλο το τάιζε με το ίδιο φαί που τάιζε και τα’ άλλα πουλιά.

Περάσανε πέντε χρόνια. Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας φυσιοδίφης. Εκεί που σεργιανούσαν στον κήπο του είπε:

«Αυτό το πουλί δεν είναι κοτόπουλο. Αετός είναι».
«Το ξέρω, απάντησε ο ιδιοκτήτης του αετού, αλλά τον έχω εξασκήσει να συμπεριφέρεται σαν κοτόπουλο. Δεν είναι πια αετός. Έγινε κοτόπουλο, μόλο που οι φτερούγες του από τη μιαν άκρη στην άλλη έχουν μήκος 15 πόδια».
«Όχι, του λέει ο φυσιοδίφης, εξακολουθεί να είναι αετός, έχει την καρδιά ενός αετού και θα τον κάνω να πετάξει στον ουρανό».
«Είναι κοτόπουλο και δε θα πετάξει ποτέ», ξαναλέει ο ιδιοκτήτης του.

Συμφωνήσανε τότε να κάνουν ένα πείραμα. Ο φυσιοδίφης πήρε τον αετό τον σήκωσε ψηλά και του είπε επιτατικά:
«Αετέ, είσαι ένας αετός, ανήκεις στον ουρανό κι όχι σ’ αυτή τη γη.
Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».
Ο αετός γύρισε από δω γύρισε από κει και ύστερα βλέποντας τις κότες που τρώγανε πήδηξε κάτω. Και ο ιδιοκτήτης:
«Δε σου ‘λεγα πως είναι κοτόπουλο…».
«Όχι, επέμενε ο φυσιοδίφης, είναι αετός. Δωσ’ του ακόμα μια ευκαιρία αύριο».

Έτσι την άλλη μέρα ο φυσιοδίφης πήρε τον αετό στη στέγη του σπιτιού και του είπε:
«Αετέ, είσαι ένας αετός. Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».
Ο αετός όμως βλέποντας τα κοτόπουλα να τρώνε πήδηξε πάλι κάτω κι άρχισε να τρώει κι αυτός μαζί τους.
Τότε ο ιδιοκτήτης ξανάπε:
«Δε σου το είπα πως είναι κοτόπουλο».
«Όχι, επέμενε ο φυσιοδίφης, είναι ένας αετός κι εξακολουθεί να έχει την καρδιά ενός αετού. Δωσ’ του μόνο μια ευκαιρία ακόμα. Αύριο θα τον κάνω να πετάξει».

Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς και πήρε τον αετό έξω από την πόλη, μακριά από τα σπίτια, στα ριζά ενός ψηλού βουνού. Ο ήλιος, που μόλις γεννιότανε, έβαφε χρυσαφιά την κορφή του βουνού κι έκανε όλα τα βράχια να λάμπουνε μέσα σ’ εκείνο τ’ όμορφο πρωινό.
Ο φυσιοδίφης σήκωσε τον αετό και του είπε:
«Αετέ, είσαι ένας αετός, ανήκεις στον ουρανό κι όχι σ’ αυτή τη γη.
Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».

Ο αετός κοίταξε γύρω και τρεμούλιασε, λες κι έμπαινε μέσα του καινούρια ζωή. Δεν πέταξε όμως. Ο φυσιοδίφης τον έκανε τότε να κοιτάξει κατά τον ήλιο. Ξαφνικά άπλωσε τα φτερά του και με μιαν αετίσια κραυγή πέταξε ψηλότερα και ψηλότερα και δεν ξαναγύρισε πια.

Έμεινε ένας αετός, μόλο που θελήσανε να τον υποτάξουνε και να τον κάνουνε κοτόπουλο.

Λαέ μου, πλαστήκαμε κατ’ εικόνα του Θεού, ορισμένοι όμως θέλησαν να μας κάνουν να πιστεύουμε πως είμαστε κοτόπουλα, και το πιστεύουμε ακόμα. Όμως είμαστε αετοί.

Απλώστε τα φτερά σας και πετάξτε! Μην ευχαριστιέστε με το φαί που δίνουνε στα κοτόπουλα.

Τζέιμς Ε Κ. Αγκρει
Αφρικανοί πεζογράφοι
Μετάφραση Κατσούρη Ντίνα 
το είδαμε ΕΔΩ

πηγή

Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2016

Η αδικία

Η αδικία



Λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνον· εάν σου ακούση, εκέρδησες τον αδελφόν σου» (Ματθ. ιη, 15).
Δηλαδή εάν σου πταίση εις κάτι ο αδελφός σου, πήγαινε και υπόδειξέ του το πταίσιμό του αυτό, ιδιαιτέρως μεταξύ σου και αυτού, χωρίς να είναι παρών κανένας άλλος. Εάν σε ακούση και αναγνωρίση το σφάλμα του, εκέρδησες τον αδελφό σου.
Πως το εξηγεί αυτό ο Μέγας Βασίλειος.
Αυτούς που αδικούν πρέπει να τους προειδοποιήσουμε για την αμαρτία της ιεροσυλίας, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου: «Εάν ο αδελφός σου αμαρτήσει, πήγαινε και έλεγξε αυτόν και λοιπά» (Ματθ. 18, 15). Να ζητάμε όμως το δίκιο μας μ᾽ αυτούς σε κοσμικά δικαστήρια απαγόρευσε ο λόγος της θεοσεβείας με το «εάν κάποιος θέλει να κριθή υπό του νόμου, (να κάμη δίκην μαζί σου) και να λάβη τον χιτώνα σου, δος εις αυτόν και το ιμάτιον» (Ματθ. 5, 40) και με το «τολμά κάποιος από σας, έχων κάτι εναντίον του άλλου, να κριθή ενώπιον των αδίκων και όχι ενώπιον των αγίων;» (Α´ Κορ. 6, 1). Και σ᾽ αυτές δε τις περιπτώσεις ας τους προσκαλέσουμε στην κρίση ενώπιον των αγίων, περισσότερο από ενδιαφέρον για τη σωτηρία του αδελφού παρά για την αφθονία του πλούτου. Γιατί και ο Κύριος, όταν είπε το «εάν σε ακούση», πρόσθετε το «κέρδησες», όχι τον πλούτο, αλλά «τον αδελφό σου» (Ματθ. 18, 15).
*  * *
Όταν ο Όσιος Αμμούν βρισκόταν στο όρος της Νιτρίας, του έφεραν ένα παιδί που το είχε δαγκώσει ένας σκύλος λυσσασμένος και έτσι λύσσαξε και αυτό. Το είχαν δεμένο με αλυσίδες, διότι ξέσχιζε το σώμα του από αυτήν την αρρώστια.
Οι μεν γονείς του παιδιού παρακαλούσαν τον Όσιο να κάνη δέηση προς τον Κύριο για τον γυιό τους, ο δε Όσιος από ταπείνωση τους έλεγε: «Άνθρωποι, τι με πιέζετε να κάνω εκείνα που δεν μπορώ; Όμως η ιατρεία του παιδιού σας είναι στο χέρι σας. Δώστε το βόδι της χήρας, που πήρατε κρυφά και θα γιατρευτή ο γιος σας».
Εκείνοι όταν άκουσαν αυτά θαύμασαν για την διορατικότητα του Αγίου, και αφού πήραν την ευχή του, έδωσαν το βόδι στην χήρα και αμέσως θεραπεύθηκε ο γιος τους.
*  * *
Επίσης στον Ευεργετινό διαβάζουμε για τον Άγιο Μαρκιανό το εξής συγκλονιστικό:
Ο Μέγας Μαρκιανός, κατά τα μεσάνυκτα, όταν ενόμιζε ότι δεν ήτο δυνατόν κανείς να τον δη, συνήθιζε να πηγαίνη σε κάποιο γνωστό του τραπεζίτη, δια να αλλάξη τα χρυσά νομίσματα με πολλά μικρά χάλκινα νομίσματα, δια να τα μοιράζη εις τους πτωχούς· αμέσως δε μετά εγύριζε. Ο τραπεζίτης λοιπόν, λάμβανε ως πρόφαση ότι η αλλαγή γινόταν την νύκτα και θα μπορούσε να κερδίζη περισσότερα, εζύγιζε τα χρυσά νομίσματα με όχι σωστή ζυγαριά. Ο Άγιος δεν πρόβαλλε καμμία αντίρρηση, και δεν εφρόντιζε καθόλου να τον ελέγχη· έτσι έδειχνε ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην συνείδηση αυτού, ο οποίος εζύγιζε.
Επειδή όμως αυτό έγινε πολλές φορές και ο Μακάριος υπεκρίνετο ότι δεν αντιλαμβάνεται τίποτα, ούτε κατηγορούσε τον τραπεζίτη, ο τραπεζίτης άρχισε να απορή· αφού λοιπόν πρόσεξε και πάλι την ώρα, ότι ήταν μεσάνυκτα, παρήγγειλε, σε κάποιο υπηρέτη του να παρακολουθήση τον Μαρκιανό, όταν φύγη από το εργαστήριο, δια να μάθη που πηγαίνουν τα χρήματα. Και ο μεν υπηρέτης τον παρακολουθούσε· όταν δε ο Άγιος άνθρωπος συνάντησε κάποιο ζητιάνο, που ήτο νεκρός επάνω σε ένα κρεβάτι, αμέσως επήρε από κάποιο οινοπωλείο κρασί, όπως συνήθιζε, και έπλυνε, με αυτό, τον νεκρό και τον εσαβάνωσε. Κατόπιν όμως ο νεκρός αναστήθηκε και αφού τον ασπάσθηκε, πάλιν έμεινε νεκρός, και ο Άγιος έφυγε.
Μόλις είδε αυτά τα πράγματα ο υπηρέτης έφριξε· και αφού έτρεξε όσον πιο γρήγορα μπορούσε σ᾽ αυτόν που τον έστειλε, τα ανέφερε λεπτομερώς όλα. Τότε ο τραπεζίτης μετενόησε δι᾽ όσα έγιναν και έκλαιε, διότι είχε αδικήσει πάρα πολύ τον Όσιο· και η συνείδησή του, με τις τύψεις, τον ετιμωρούσε. Δι᾽ αυτό, όταν ήλθε πάλιν ο Άγιος, δια να ανταλλάξη τα χρυσά νομίσματα, πέφτει ο τραπεζίτης στα πόδια του, εξομολογείται τα κακά που διέπραξε και του επέστρεψε όσα του επήρε παραπάνω.
Έτσι μία καλή πράξη, αποσιωπουμένη, μπορεί να ωφελήση περισσότερο από τα πολλά λόγια· και εκείνους που δεν ωφέλησαν έλεγχοι και συμβουλές, τους διώρθωσε ένα αξιέπαινο έργο που διεξάγεται ήσυχα και χωρίς να φαίνεται, διότι ήγγιξε την συνείδησή τους, τους διώρθωσε και τους έκαμε να μάθουν μόνοι τους το καλό.
Ο Μαρκιανός όμως είπε προς τον τραπεζίτη ότι δεν αδικήθηκε καθόλου και αμέσως εγκατέλειψε και το επιπλέον που του έδιδε και τον ίδιο, για να μη ζημιωθή ψυχικά από την ματαιοδοξία.

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2016

Μία αγιορείτικη ιστορία για την θεία δικαιοσύνη

Ήμουν στο Άγιο Όρος για περιήγηση και προσκύνηση στα ιερά καθιδρύματα των μονών. Καλοκαίρι ήταν θαρρώ. Ένα απόγευμα ήμουν φιλοξενούμενος της ιεράς μονής Ξ. Μετά το απόδειπνο, ο κηπουρός της μονής, μοναχός, προσκάλεσε τους προσκυνητές της μονής -ήμασταν καμιά δεκαριά- για καφέ και συζήτηση στο κελλί του κήπου.
Το κελλί του κήπου ήταν χτισμένο στη μία άκρη του μεγάλου κήπου της μονής και με την παραδοσιακή πέτρινη αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους. Το κελλί είχε ισόγειο και ανώγειο με περιμετρικά ξύλινα μπαλκόνια. Καθίσαμε στο ξύλινο μπαλκόνι του ανωγείου και χαζεύαμε τη δύση του ηλίου απέναντι στη χερσόνησο της Κασσάνδρας.
Ο κηπουρός της μονής μάς έφτιαξε καφέ και μάς τον έφερε μαζί με νηστίσιμα κουλουράκια. Ταυτόχρονα μάς σύστησε έναν ιερομόναχο, ο οποίος άρχισε να μάς ρωτάει από πού ήμασταν, αν είχαμε ξαναέρθει στο Άγιο Όρος, αν πιστεύαμε στο Θεό και άλλα τέτοια. Ήθελε φαίνεται ν' ανοίξει συζήτηση με πνευματικό περιεχόμενο.
Ένας από την ομάδα των προσκυνητών ρώτησε αν ο Θεός οικονόμησε μετά την κοίμηση του θαυμαστού γέροντος Π. να φανερώσει άλλον στη θέση του, άλλον γέροντα χαρισματικό και πνευματικό.
Ο ιερομόναχος απάντησε ότι υπάρχουν πολλοί και ότι ο Θεός πάντοτε φανερώνει στον κόσμο αγίους και πνευματικούς. Του ζητήσαμε να μάς πει ποιοι ήταν, αν ήξερε κανέναν. Αυτός αρνήθηκε να μάς πει ονόματα, επέμενε όμως ότι υπάρχουν πολλοί και μερικούς τους ήξερε προσωπικά.
Έπειτα έγινε μία συζήτηση για τα διάφορα χαρίσματα και τη διαφορά ανάμεσα στο προορατικό και διορατικό χάρισμα.
Κάποια στιγμή τον ρώτησα πώς μπορεί κάποιος να απαλλαγεί από επίμονους λογισμούς. "Με εξομολόγηση και πνευματικό αγώνα" είπε. "Έχετε παιδιά μου λογισμούς που θα θέλατε να συζητήσουμε; Πολλές φορές ο πονηρός μάς βάζει στο νου λογισμούς για να αδυνατίσει την πίστη μας και να έχουμε αμφιβολίες για τον Θεό" ρώτησε.
"Εγώ, πάτερ, θα μπορούσα να σάς πω έναν λογισμό που έχω και με κατατρέχει καιρό τώρα" είπα. Όλοι έδειξαν ενδιαφέρον, μοναχοί και προσκυνητές.
"Υποθέστε", είπα, "ότι εντελώς αναίτια σκοτώνω κάποιον και μάλιστα με ιδιαίτερα επαχθή τρόπο. Με συλλαμβάνουν και πάω στο δικαστήριο. Το δικαστήριο μού επιβάλλει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Ξέρετε τι σημαίνει ισόβια κάθειρξη; Εικοσιπέντε χρόνια! Ο δικηγόρος μετά θα σου πει ότι ισόβια κάθειρξη είναι στην πραγματικότητα ποινή δώδεκα χρόνων λόγω των ευεργετικών διατάξεων του ελληνικού ποινικού κώδικα, όπως η απόλυση μετά την έκτιση των δύο τρίτων της ποινής, οι εργάσιμες ημέρες που προσμετρούνται διπλές κτλ. Χώρια πάλι οι μειώσεις της ποινής σε μεταγενέστερο στάδιο, η υπό όρους απόλυση λόγω καλής συμπεριφοράς ή λόγω υγείας, οι πενθήμερες ημέρες άδειας κ. ά."
"Σκεφθείτε", είπα μετά, "ότι πεθαίνεις και παρουσιάζεσαι μπροστά στο ιερό βήμα της δίκαιας κρίσης του Θεού. Και ότι ο Θεός για την ίδια πράξη σε στέλνει στην Κόλαση. Για πόσο καιρό; Για μια αιωνιότητα! Για περισσότερο ακόμα και από μια αιωνιότητα. Τιμωρία χωρίς τέλος! Και ποιες είναι οι ευεργετικές διατάξεις; Πυρ αιώνιο, σκώληξ ακοίμητος, σκότος εξώτερο, βρυγμός των οδόντων!"
 "Λοιπόν", συνέχισα, "δεν είναι η τιμωρία δυσανάλογη του παραπτώματος; Είναι δυνατόν η ανθρώπινη δικαιοσύνη να είναι επιεικέστερη της θεϊκής; Αυτός είναι ο λογισμός μου."
Ο λογισμός κέντρισε την προσοχή όλων. Όλοι περίμεναν ν' ακούσουν τι θα πει ο ιερομόναχος. Ο ιερομόναχος είπε μερικά κοινότυπα λόγια, έτσι μας φάνηκε τότε. Η ώρα είχε περάσει. Το βράδυ έπεφτε γοργά και έπρεπε να φύγουμε. Οι μοναχοί σηκώθηκαν και έδωσαν το σήμα της λήξης. Σηκωθήκαμε όλοι, τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε για το αρχονταρίκι, όπου θα περνούσαμε το βράδυ στους κοιτώνες των προσκυνητών. Πριν φύγω, ο ιερομόναχος με κάλεσε παράμερα και μου έδωσε το όνομα ενός γέροντα με προορατικό χάρισμα. Ήταν ο ιερομόναχος Ι από την Αγία Άννα. ¨Πρέπει να πας να τον δεις" μου τόνισε.
Την άλλη μέρα αποφάσισα να πάω να συναντήσω τον γέροντα Ι. Δύο άλλοι από τους προσκυνητές θέλησαν να έρθουν μαζί μου, όταν τούς είπα ότι ο ιερομόναχος μού αποκάλυψε το όνομα και τη διεύθυνση ενός νεοφανούς προορατικού γέροντος.
Ξεκινήσαμε με τα πόδια νωρίς το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία. Η σκήτη της Αγίας Άννας απέχει αρκετά από την μονή Ξ. Φθάσαμε το απόγευμα στο αρχονταρίκι της σκήτης. Ήταν αργά πια για να επισκεφθούμε τον γέροντα. Ρωτήσαμε τον αρχοντάρη για την ακριβή διεύθυνση του κελιού του και αυτός μάς έκανε ένα πρόχειρο σκαρίφημα του τόπου. Έπειτα καταλύσαμε στο αρχονταρίκι της σκήτης.
Την άλλη μέρα αργά το πρωί, κατηφορίσαμε για το κελλί του ως έλεγαν προορατικού γέροντος. Το κελλί πέτρινο και μικρό. Είχε και μία αυλή με λίγα οπωροφόρα δένδρα. Χτυπήσαμε ένα μεταλλικό μικρό καμπανάκι σφηνωμένο στην εξώπορτα της αυλής. Σε λίγο φάνηκε ένας νέος μοναχός και μας ρώτησε τι θέλαμε. Απαντήσαμε ότι ήρθαμε να επισκεφθούμε τον γέροντα Ι. Μάς είπε να περιμένουμε και πήγε μέσα. Περιμέναμε για λίγα λεπτά. Τέλος ο νέος μοναχός ήρθε και μάς οδήγησε σε ένα μικρό σαλονάκι και μάς προέτρεψε να καθίσουμε μέχρι να έρθει ο γέροντας.
Το σαλόνι είχε δύο παλιούς ξύλινους καναπέδες. Παρατήρησα ότι το πάτωμα ήταν γεμάτο από μία άσπρη σκόνη. Ήταν μαγνησία, αντικολλητική άσπρη σκόνη που χρησιμοποιείται στην κατασκευή θυμιάματος. Το θυμίαμα ήταν το εργόχειρο της συνοδείας του γέροντα.
Ο γέροντας ήρθε σε λίγο μαζί με τον νεαρό μοναχό, ο οποίος έφερε και το παραδοσιακό αγιορείτικο κέρασμα, δηλαδή καφέ, λουκούμι και νερό. Νερό αντί ρακής. Σηκωθήκαμε αμέσως και πήγαμε να του φιλήσουμε το χέρι. Αυτός αποτραβήχτηκε ταπεινά και μάς κάλεσε να κεραστούμε.
Ο γέροντας ήταν κάπου εξήντα  πέντε χρονών, κοντός κι αδύνατος πολύ, με άσπρα μακριά γένια. Μάς ρώτησε ποιοί ήμασταν, από πού ερχόμασταν και γιατί πήγαμε να τον επισκεφθούμε.
Είπαμε γενικά ότι πήγαμε να προσκυνήσουμε. Θυμήθηκα ότι ο ιερομόναχος στην ιερά μονή Ξ μού τόνισε ότι για κανένα λόγο δεν έπρεπε να πω ποιός μάς στέλνει, ούτε να κάνω λόγο για χαρίσματα και τέτοια. Είπαμε διάφορα τυπικά, αλλά σε λίγο σιωπούσαμε αμήχανοι. Η επίσκεψη φαινόταν να οδεύει στο τέλος της.
Θ
Αφού ήρθατε μέχρις εδώ τότε να σας πω μια ιστορία για πνευματική ωφέλεια. Εμένα μου αρέσει πολύ η Παλαιά Διαθήκη και γι' αυτό θα σας πω μια ιστορία που μοιάζει να είναι παλαιοδιαθηκική" είπε σε μια στιγμή ο γέροντας με ήρεμο τόνο χαμογελώντας ελαφρά. Και συνέχισε.
"Κάποτε στα αρχαία χρόνια, ο Κύρος, ο βασιλιάς της περσικής αυτοκρατορίας, πήγε στο ιερό όρος των αρχαίων Περσών να προσευχηθεί στους θεούς, ώστε να του χαρίσουν ένα παιδί, έναν γιο, έναν διάδοχο. Είχε οχτακόσιες γυναίκες και τρεις χιλιάδες παλλακίδες, αλλά καμιά δεν έμενε έγκυος, καμιά δεν του χάριζε ένα παιδί. Ήταν βαθύτατα θλιμμένος και συντετριμμένος. 
Τίποτα πια δεν τον ευχαριστούσε στη ζωή. Στο βουνό εκείνο πήγε μόνος, χωρίς εφόδια, ξυπόλητος. Νήστεψε σαράντα μέρες και με πόνο ψυχής παρακαλούσε τους θεούς να του χαρίσουν ένα παιδί, όσο ήταν ακόμα καιρός.

Καθώς κατέβαινε από το βουνό, μετά από σαράντα μέρες νηστείας και προσευχής, σκονισμένος και εξουθενωμένος, είδε μακριά απέναντι σκόνη από καβαλάρηδες που έτρεχαν προς το μέρος του.
Ήταν η αυτοκρατορική του φρουρά που με δυνατές φωνές και αλαλαγμούς τού ανακοίνωναν, όταν έφταναν κοντά του, ότι μία από τις γυναίκες του ήταν έγκυος. Ο Κύρος έπεσε αμέσως με μια κραυγή στο έδαφος κλαίγοντας. Ήταν όμως μεγάλα δάκρυα χαράς και ευχαριστίας αυτά τα δάκρυα που ανέβλυζαν από τα μάτια του. Διέταξε αμέσως ότι εκείνη την ημέρα κάθε κάτοικος της αχανούς τότε περσικής αυτοκρατορίας θα έπαιρνε ένα ασημένιο νόμισμα από τα βασιλικά θησαυροφυλάκια, ως δώρο για την καλή είδηση.
Ο καιρός περνούσε και μετά από μερικούς μήνες η έγκυος εκείνη γυναίκα τού έφερε στον κόσμο ένα παιδί, έναν γιο. Τα πανηγύρια του ερχομού του βάσταξαν σαράντα μέρες. Ο Κύρος διέταξε ότι όλοι οι κάτοικοι θα σιτίζονταν δωρεάν για σαράντα μέρες, όσο θα διαρκούσαν δηλαδή οι γιορτές, και ότι θα αποζημιώνονταν με ένα χρυσό νόμισμα, με έναν δαρεικό, για κάθε μέρα που θα κρατούσαν οι γιορτές.
Στο νάρθηκα του ιερού ναού του Αγίου Αχιλλείου,στον Πεντάλοφο Κοζάνης,απεικονίζoνται οι Πέρσες βασιλείς,
Κύρος, Πώρος και Δαρείος.κρατώντας στα χέρια τους σπαθιά.
Ακριβώς δίπλα τους εμφανίζεται η μορφήτου Μεγάλου Αλεξάνδρου,ο οποίος νικώντας τους,κληρονόμησε το βασίλειό τους.
Έτσι και έγινε. Η γενναιοδωρία του βασιλιά Κύρου διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και θαυμάστηκε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Όλοι μιλούσαν γι' αυτόν τον φιλανθρωπο βασιλιά. Από εκείνη τη στιγμή, ο Κύρος βρισκόταν συνέχεια μαζί με το γιο του. Ότι και να έκανε, ο γιος του ήταν πάντα μαζί του. Επιτέλους η περσική αυτοκρατορία είχε διάδοχο! Το παιδί μεγάλωνε και ο Κύρος το υπεραγαπούσε, εξάλλου καμιά του γυναίκα από κει και πέρα δεν θα τού έκανε άλλο παιδί. Το παιδί θα ήταν τελικά μοναχοπαίδι.

Ο Κύρος είχε συνήθεια να ταξιδεύει στο βασίλειό του και να επισκέπτεται διάφορες πόλεις της επικράτειάς του. Και πάντοτε έπαιρνε και το παιδί του μαζί, δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Έτσι μία φορά βρέθηκε στην Τύρο, λαμπρή πόλη της αρχαίας Φοινίκης.
Εκείνη την εποχή, μία άγρια και βάρβαρη φυλή, οι Φιλισταίοι, εισέβαλλε ξαφνικά στην περσική αυτοκρατορία και σκορπούσε παντού γύρω της το θάνατο. Κούρσευε πόλεις, διαγούμιζε θησαυρούς, κατέστρεφε σπίτια και σοδειές, εξολόθρευε ανθρώπους, σκότωνε ακόμα γέρους, γυναίκες και παιδιά.
Η συγκυρία το έφερε έτσι, ώστε οι βάρβαροι να πολιορκούν την Τύρο, τη στιγμή που ήταν και ο Κύρος μέσα. Περικύκλωσαν την πόλη, έστησαν πολιορκητικές μηχανές, έκοψαν τα νερά της πόλης και περίμεναν πότε θα παραδοθεί για να την καταστρέψουν.
Όσο η πολιορκία συνεχιζόταν, τα τρόφιμα σπάνιζαν και ο κόσμος άρχιζε να πεθαίνει από πείνα, δίψα και άλλες κακουχίες. Στρατός να ερχόταν να λύσει την πολιορκία δεν φαινόταν πουθενά, γιατί κανένας, εκτός από τους πολιορκημένους, δεν ήξερε ότι οι βάρβαροι πολιορκούσαν την Τύρο. Και πώς να το μάθουν;
Όταν άρχισε ο λαός της Τύρου να υποφέρει σοβαρά, ο Κύρος διέταξε να σταλούν το βράδυ κρυφά έξω από την πόλη αγγελιοφόροι με σκοπό να ειδοποιήσουν τον περσικό στρατό, ώστε να μαζευτεί και να έρθει προς αντιμετώπιση των βαρβάρων. Ο αγγελιοφόρος που θα κατόρθωνε να περάσει τις γραμμές του εχθρού, θα έπρεπε να κάνει ένα ειδικό σήμα με φωτιά, όταν θα ήταν μακριά, ώστε να ειδοποιήσει τους πολιορκούμενους γα την επιτυχή έκβαση της απόπειρας.
Μετά από διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες, ένα βράδυ στάλθηκαν κρυφά έξω από την πόλη και σε διάφορες κατευθύνσεις δεκαεπτά αγγελιοφόροι. Μετά από μερικές ώρες, μακριά στον ορίζοντα, φάνηκε μία φωτιά να κάνει το συμφωνημένο σήμα. ΄Ενας είχε περάσει!
Χάραζε. Οι βάρβαροι, εκτός των διατεταγμένων φρουρών, κοιμόταν ήσυχοι στις σκηνές τους. Ξαφνικά ακούστηκαν διαπεραστικές σάλπιγγες να σχίζουν τον αέρα με το στριγκό ήχο τους. Τι έγινε αναρωτιόντουσαν οι βάρβαροι αγουροξυπνημένοι. Μέσα στο ημίφως και το πρωινό αγιάζι έστρεψαν τα μάτια τους προς την πόλη, από όπου ακούγονταν οι σάλπιγγες. Και τι να δουν με τα θαμπά τους μάτια; Ο ίδιος ο μέγας βασιλιάς, ο βασιλιάς των βασιλέων, ο ίδιος ο Κύρος βρισκόταν στις επάλξεις της Τύρου ντυμένος με τη χρυσή στολή του. Αμέσως έτρεξαν προς τα τείχη για να δουν καλύτερα. Ναι, χωρίς αμφιβολία, ήταν ο ίδιος ο Κύρος! Δεν ήξεραν ότι αυτός βρισκόταν εκεί μέσα πολιορκούμενος!
Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι κάτω από τα τείχη, ο Κύρος διέταξε να σταματήσουν οι σάλπιγγες. Μόλις σταμάτησαν οι σάλπιγγες, ο Κύρος φέρνει μπροστά του ένα μικρό παιδί ντυμένο με λαμπρή, χρυσή στολή. Βγάζει τότε το σπαθί του, το σηκώνει ψηλά και με μια απότομη κίνηση κόβει το κεφάλι του παιδιού. Το σώμα του μικρού παιδιού πέφτει προς τα μέσα και ο Κύρος πετά το κομμένο κεφάλι στους βάρβαρους κάτω.
Οι βάρβαροι μαζεύονται όλοι έκπληκτοι γύρω από το κομμένο κεφάλι του παιδιού. Ανακαλύπτουν με φρίκη ότι είναι το κεφάλι του μονάκριβου, πολυαγαπημένου παιδιού του Κύρου! Του διάδοχου της περσικής αυτοκρατορίας!
Μέσα σε απόλυτη σιωπή ο Κύρος λέει: Βάρβαροι, σήμερα το βράδυ αγγελιοφόροι έφυγαν κρυφά από την πολιορκημένη πόλη και πέρασαν τις γραμμές σας. Σε λίγο ένας τεράστιος στρατός θα ετοιμασθεί και θα έρθει προς καταδίωξή σας. Τότε όταν τα στρατεύματά μου θα σάς σφάζουν, οι γυναίκες σας θα πέφτουν μπροστά στα πόδια μου τείνοντας προς εμένα τα παιδιά σας και θα εκλιπαρούν με δάκρυα και γόους το έλεος μου. Έλεος φιλάνθρωπε βασιλιά θα φωνάζουν!  Έλεος! Κι εγώ που είμαι φύση αγαθή και ελεήμων βασιλιάς, λίγο λίγο, σιγά σιγά, θα συγκινηθώ από τα παρακάλια και τις ικεσίες τους και στο τέλος θα χαρίσω, στις γυναίκες και στα παιδιά σας, τη ζωή. Αλλά τώρα, το άδικα χυμένο αίμα του αθώου μου παιδιού θα με εμποδίσει να σάς δείξω έλεος!

Αυτά είπε ο Κύρος και έφυγε. Οι βάρβαροι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους σιωπηλά πολύ σκεφτικοί. Χωρίς καν να το συζητήσουν έλυσαν την πολιορκία την ίδια στιγμή. Άφησαν πίσω τους ένα σωρό, έμοιαζε με λόφο, ένα λόφο με όλα τα πολύτιμα πράγματα που διαγούμισαν από τόσες πόλεις και λαούς που συνάντησαν στο διάβα τους. Τα άφησαν ανάθημα στον Κύρο τιμώντας τον. Λένε μάλιστα πως αποφάσισαν να ζήσουν από εκεί και πέρα μακριά, στην άγνωστη και έρημη χώρα με τους μεγάλους πάγους, γιατί εξαφανίστηκαν από προσώπου γης"
Ο γέροντας σταμάτησε. Γύρισε αργά, σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. "Ο καλός Θεός, παιδί μου, ο αγαθός αυτός Πατέρας, έσφαξε τον μονάκριβο, μονογενή του γιο για μας. Το άδικα χυμένο αίμα του σταυρωμένου του παιδιού θα τον εμποδίσει να μάς δείξει έλεος;.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...