πηγή
Παραμονές Σαρακοστής . Χαρούμενη είναι και φέτος η Μαρία …μα έχει μια αδιόρατη μελαγχολία το κάθε της χαμόγελο . Να ΄ ναι που στο σχολείο την κοιτάνε κάπως περίεργα οι άλλες μανάδες , από τότε τους είπε πως τα μικρά της τα "ακουμπάει" στο πετραχήλι του πνευματικού της … Να ΄ναι που φέτος δεν τα στειλε σε κανένα χορό με μασκαράδες , που στα γενέθλια της μεγάλης το Σάββατο της Τυρινής δεν πρόσφερε κρεατάκι στα παιδάκια …
-Υπερβολική είσαι καημένη ! Στον δικό σου κόσμο ζεις και θέλεις πεισματικά να σε ακολουθήσουν ακόμα και τα μικρά παιδιά …Γιατί δεν έβαλες και κανένα κεφτεδάκι και άσε τα αυτά να αποφασίσουν ! Τα εισερχόμενα δεν βλάπτουν Μαρία ! μόνο τα εξερχόμενα ! Το είπε ο ίδιος ο Χριστός !
Δικοί της άνθρωποι της τα παν όλα τούτα … Και κείνη βάλθηκε να τους απαντά ήρεμα και με απλά λογάκια πως την Κυριακή της Τυρινής θυμόμαστε την …ξουρία των πρωτοπλάστων που έλεγε και η γιαγιούλα της , που ο Θεός τους είπε μες σε χίλια δέντρα μόνο το ένα να μην ζυγώσουν …- Έτσι και εμείς την Τυρινή εβδομάδα σε ανάμνηση της θλιβερής εξώσεως , τρώμε τα πάντα πλην κρέατος …Και για τα εισερχόμενα που είπε ο Κύριος , δεν εννοούσε ότι δεν πειράζει το να μην νηστεύουμε, μα το είπε όταν οι τυπολάτρες και υποκριτές Φαρισαίοι, οι τυφλοί οδηγοί των τυφλών , τον κατηγόρησαν ότι αφήνει τους μαθητάδες του να τρώνε με χέρια άνιπτα, διδάσκοντάς τους έπειτα για την καθαρή καρδιά …
Το βράδυ της Παραμονής της Συγχώρεσης μετά την όμορφη γιορτούλα τους , θέλησε να πει ένα παραμύθι στα παιδιά της πριν κοιμηθούν , μα πιο πολύ το είπε για την δική της την ψυχή , που γύρευε να γαληνέψει …
Ήτανε που λέτε παιδιά τα πολύ παλιά χρόνια μια πολιτεία μακρινή με δρόμους μεγάλους και σπίτια ψηλά …Οι κάτοικοί της ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Όλο γιόρταζαν και τραγουδούσαν. Έτρωγαν έπιναν και συνεχώς γλεντούσαν . Μια ατέλειωτη γιορτή ήτανε η ζωή τους . Απ ' όποιο σπίτι και να περνούσες θα σου ' λεγαν : - Πέρνα μέσα να φας να πιεις και να χορέψεις και αύριο το πρωί μπορεί να ξεμπερδέψεις ! Κάθε χρόνο τέτοια εποχή στην τεράστια πλατεία της πολιτείας , γινόταν το μεγάλο πανηγύρι . Εκεί μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι , νέοι γέροι και παιδιά και τρία ολόκληρα μερόνυχτα χορεύανε , τρώγανε και πίνανε και καμιανού δεν δίνανε ! Την Τρίτη ημέρα, όπως πάντα, ήρθε και ο άρχοντας ο βασιλιάς ο μέγας ! Κάθισε πάνω στον θρόνο του λοιπόν και απολάμβανε και αυτός τα γλέντια και τις χαρές …Έλεγε κάθε τόσο : Δώστε στον κόσμο να φάει και να πιεί με την ψυχή του !
Χορέψτε ! Τραγουδήστε ! Ξεφαντώστε ! φώναζε όλο ένα και δως του να πίνει και να τρώει κι εκείνος …
Οι παρατρεχάμενοί του υπασπιστές , κόντηδες και κόμηδες με πλουμιστές στολές , ενθουσιάζονταν που έβλεπαν τον βασιλιά τους τρισευτυχισμένο και τόσο μα τόσο ….μπουκωμένο, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα ! Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον ικανοποιήσουν πιότερο …μέχρι και τις καμπάνες βάλανε να χτυπάνε ολοένα για να μην μπορεί να κοιμηθεί κανείς και όλοι να συνεχίζουνε το ατέλειωτο το γλεντοκόπι !
Είχε φτάσει η νύχτα στο μέσο της, μόλις ο Βασιλιάς φώναξε : Εμπρός, αγκαλιαστείτε όλοι και χορέψτε στον ρυθμό του βασιλικού ταγκό! Εμπρός μουσικάντηδες αρχινήστε ! Ξεκίνησαν εκείνοι λοιπόν να παίζουν δυνατά την μουσική που διέταξε ο Βασιλιάς ! Κάνανε όλοι ζευγάρια και άρχισαν να χορεύουν και να περνούν από μπροστά του καμαρωτοί -καμαρωτοί ! Κάποια στιγμή κάπου στο βάθος , ο Βασιλιάς ξεχώρισε έναν άνθρωπο . Δεν ήταν αυτός σαν όλους τους άλλους , τους ξέφρενους πανηγυριστές κατοίκους . Αυτός ήταν θλιμμένος και σκυφτός ολοένα . Καθόταν πάντα μόνος του , κανείς δεν του μιλούσε ...Όλοι τον ελυπόντουσαν , γιατί ποτέ του δεν χαιρότανε , ποτέ του δεν γλεντούσε .... Του' χανε βγάλει και ένα σωρό παρατσούκλια και τον φωνάζανε άχαρο και αλλοπαρμένο και γρουσούζη και βλαμμένο… Διέταξε λοιπόν ο Βασιλιάς να του τον φέρουνε μπροστά του ! Σηκώθηκε λοιπόν εκείνος και με βροντερή φωνή και τα φρύδια του σμιχτά του λέει : -Γιατί άνθρωπε δεν γελάς και δεν γλεντάς ; Γιατί δεν χορεύεις , πως τολμάς ; Δεν ακούς αυτήν την ονειρεμένη μουσική που παίζουν τα βιολιά και οι τρομπέτες , τα πιατίνια κι οι κορνέτες , δεν βλέπεις πως λικνίζονται οι όμορφες κοκέτες ; -Βασιλιά μου , του λέει ένας στρατηγός σοφός , έτσι είναι πάντα τούτος ο ...πτωχός βοσκός! Γι αυτό κανείς δεν τον πλησιάζει και είναι όλο μόνος του εκεί πάνω στο μαντρί του …-Ναι , μα σήμερα είναι μέρα ξεχωριστή , της χρονιάς η διαλεχτή ! φώναξε ο Βασιλιάς έξαλλος .. Οι μουσικοί σταμάτησαν και όλοι γύρισαν να τον ακούσουν με προσοχή :
- Δεν επιτρέπεται να είσαι έτσι ! Απαγορεύω σήμερα να μην είσαι χαρούμενος ! Απαγορεύεται να μην γιορτάζεις όπως όλοι !
Αυτά είπε και περίμενε την απόκριση του ανθρώπου μας ... –Βασιλιά μου , είπε εκείνος με σιγανή φωνή , χαρούμενος είμαι , μα είναι αλλιώτικη η δική μου η χαρά !- Χόρεψε λοιπόν , τραγούδησε και εσύ για να μου το αποδείξεις! του είπε ο Βασιλιάς . Ξεκίνησε λοιπόν ο άνθρωπός μας τότε να λέει ένα τραγούδι , που κανείς δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει … Ελέησόν με ο Θεός ελέησόν με …την ουσίαν της ψυχής καταναλώσας ταις ασωτίαις έρημος ειμί αρετών ευσεβών …λιμώττων δε κράζω ο πατήρ των οικτιρμών προφθάσας συ με οίκτειρον ….
Απότομα τον διέκοψε ένα χαχανητό που απλώθηκε σε όλην την τεράστια πλατεία …
- Τι είναι αυτά άνθρωπέ μου !!! έσκουξε ο Βασιλιάς και άρχισε να γελά τρανταχτά .. Χα-χα-χα ! Αυτό δεν είναι τραγούδι ..αυτό είναι μοιρολόι ! είπε και όλοι γελώντας συμφώνησαν μαζί του …-Καλά εσύ σίγουρα είσαι τρελός! Λοιπόν από σήμερα είσαι επισήμως ο τρελός του Βασιλείου μου ! είπε και όλοι γέλασαν μέχρι δακρύων ! Φέρτε μου αμέσως μια μαγκούρα! είπε αυστηρά τώρα ο Βασιλιάς...Κόπασε η φασαρία και το χαρδαβαλιό και όλοι νόμιζαν πως την ήθελε για να τιμωρήσει τον άνθρωπό μας που δεν γιόρταζε σαν και κείνους ...Μα σε λίγο μόλις του την έφεραν, άκουσαν τον Βασιλιά να λέει : - Σε διατάζω από δω και στο εξής , να κρατάς συνέχεια αυτήν την μαγκούρα και μόνο αν βρεθεί κάποιος άλλος πιο τρελός από σένα , που πολύ αμφιβάλλω , τότε και μόνο τότε θα την αποχωριστείς! Φύγε τώρα από μπροστά μου τρελέ , γιατί μας χαλάς την γιορτή ! Μουσικάντηδες ! ξαναρχίστε το ταγκό ! φώναξε και ο χορός ξεκίνησε και πάλι !
Κυλήσανε τα χρόνια και ο άνθρωπός μας, πάντα από τότε γυρνούσε με την μαγκούρα που του' δωσε ο Βασιλιάς! Όλοι πλέον τον φωνάζανε τρελό και τον κορόιδευαν ! Εκείνος δεν κάκιωνε σε κανέναν , μόνο χαμογελούσε ...μα είχε μια παράξενη μελαγχολία το κάθε του χαμόγελο …Πλησίαζε και ο καιρός της μεγάλης γιορτής ! Ετοιμασίες παντού ! Φορέματα , στολίσματα , μαγειρέματα και μυρουδιές , τύμπανα , και μουσικές και πρόβες εξαντλητικές για τη μεγάλη γιορτή του χρόνου ! Έξαφνα μια είδηση διαδόθηκε σε όλη την πολιτεία . Ο Βασιλιάς έπεσε άρρωστος βαριά στο κρεβάτι και δεν σηκωνότανε… Ήρθανε οι καλύτεροι γιατροί του βασιλείου και άλλοι από πολύ μακριά , του δώσανε τα πιο δυνατά τους γιατροσόφια , μα ο Βασιλιάς δεν σηκωνόταν … Συμφορά μας! λέγανε οι άνθρωποι ... Τώρα πως θα γίνει το πανηγύρι μας δίχως τον Βασιλιά μας …Δυστυχία μας ! Όλοι μαζεύτηκαν έξω από το παλάτι ! Να σου και ο τρελός με την μαγκούρα του ..- Εσύ μας έλειπες του είπαν …Πήγε και αυτός και ζήτησε να δει τον Βασιλιά και επέμενε πολύ …Σαν το παν στον Βασιλιά πως τον ζητούσε ο τρελός με την μαγκούρα , εκείνος πάνω στην απελπισιά του, σκέφτηκε πως ίσως να ξερε τούτος κανένα ματζούνι θεραπευτικό εκεί στα βουνά που τριγυρνούσε , για να τον κάνει καλά και έτσι τους είπε να τον αφήσουν να ανέβει …Πάει λοιπόν ο τρελός και στέκεται μπροστά στην Βασιλική κλίνη ..- Βασιλιά μου τι έχεις ;
- Ωχ ο δυστυχής πονάω και υποφέρω! του απάντησε εκείνος .- Τι λένε οι γιατροί Βασιλιά μου ; -Εμένα δεν μου λένε τίποτε , μα φοβάμαι από τα πρόσωπά τους τα σκυθρωπά , πως λίγες είναι οι μέρες μου ,δεν θα τα καταφέρω …-Βασιλιά μου βλέπω πως ετοιμάζεσαι για μεγάλο ταξίδι ! είπε ο τρελός … -Δεν μου λες έχεις κανέναν να σε περιμένει εκεί που θα πας ; Όχι… του αποκρίνεται εκείνος σαστισμένος, δίχως να νογάει όμως , για ποιο ταξίδι τον ρωτούσε ...
-Βασιλιά μου έκλαψες ποτέ στην ζωή σου ; Δάκρυσες , μετάνιωσες για κάτι από όλα αυτά που έκανες και είπες σε ολάκερη τη ζήση σου ; Τότε φάνηκε να καταλαβαίνει ο Βασιλιάς - Τι είναι αυτά που λες άνθρωπέ μου ! Φρουροί πετάξτε τον αμέσως έξω τον τρελό ! φώναξε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει…Τον πήραν τον άνθρωπό μας και τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές …Και έφυγε αυτός για άλλη πολιτεία που ποτέ δεν μάθαμε ποια ήταν …Μόνο που κανείς δεν πρόσεξε πως μόλις τον βγάλανε από το παλάτι, για πρώτη φορά μετά από χρόνια δεν βάσταγε την μαγκούρα του ο… τρελός . Την είχε αφήσει πάνω στο βασιλικό κρεβάτι δίπλα στον ετοιμοθάνατο βασιλιά …όπως κάποτε εκείνος τον είχε διατάξει …
Τέλειωσε το παραμύθι, μα μην είναι αληθινό ;
Αύριο το βράδυ θα ρθω , άλλο πάλι να σας πω !
Καληνύχτα ψυχούλες μου ! Καλή Σαρακοστή !