Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2018

Ο ήρωας που έκανε το κορμί του κοντάρι για την σημαία

Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Σπύρου Καγιαλέ
Ξημέρωμα του 1897 η Κρήτη «βράζει» από τις θηριωδίες των Τούρκων. Οι Κρητικοί αποφασίζουν να κηρύξουν την Ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου Χανίων Κρήτης οχυρώνονται οι επαναστάτες και υψώνουν την ελληνική σημαία, που τους παρέδωσε ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ναύαρχου Κανάρη.
Εκτός από τους Τούρκους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων (Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας), που στις 9 Φεβρουαρίου 1897, ξεκινούν σφοδρό βομβαρδισμό.
Μία από τις οβίδες κτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την ελληνική σημαία. Ο οπλίτης Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του πετάγεται μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, ξαναστήνει τον ιστό και η σημαία κυματίζει και πάλι περήφανη.
Μια νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό. Ο Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης τον ξαναστήνει όπως πριν. 
Τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την σημαία. Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο: 
Ο Σπύρος Καγιαλές – Καγιαλεδάκης αρπάζει την σημαία και την ανυψώνει κάνοντας το ίδιο του το σώμα κοντάρι! 
Μόλις οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια ότι η σημαία και πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν… επαναστάτη, δεν πίστευαν στα μάτια τους και αμήχανοι διέταξαν παύση πυρός. Το στρατόπεδο δονείται από ζητωκραυγές και πανηγυρισμούς. Στο ελληνικό θωρηκτό “‘Υδρα”  ψέλνεται ο εθνικός ύμνος. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!! 
Ο Ιταλός επικεφαλής του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων, υποναύαρχος Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ».
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος, που πρωτοστατούσε στα γεγονότα της εποχής,  ο ναύαρχος Κανεβάρο του είχε πει, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ωραία αυτή και κατ’εξοχήν ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που εκείνη ακριβώς την ημέρα νίκησε -στην κυριολεξία- την ευρωπαϊκή διπλωματία. Όχι μόνο γιατί προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους. Με αποτέλεσμα μετά από λίγους μήνες να κερδίσει η Κρήτη την αυτονομία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία που προηγήθηκε της Ένωσής της με την Ελλάδα. 
Η πρώτη θετική εξέλιξη “προαναγγέλθηκε” δύο μέρες μετά την ηρωική όσο και μοναδική στην ιστορία, πράξη του Σπύρου Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, με την Προκήρυξη των Ναυάρχων του ενωμένου στόλου Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας. 
Ο δήμος Ακρωτηρίου γιορτάζει κάθε χρόνο την επέτειο του βομβαρδισμού της 9ης Φεβρουαρίου 1897 και μαζί τιμά με καταθέσεις στεφάνων στον ανδριάντα του (δίπλα στους Τάφους των Βενιζέλων), τον ήρωα Σπύρο Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που έγινε σύμβολο στον αγώνα των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2018

Ίμια: Το παρασκήνιο της κρίσης του 1996 – Ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα αποκαλύπτει άγνωστους διαλόγους

Ίμια: Το παρασκήνιο της κρίσης του 1996 – Ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα αποκαλύπτει άγνωστους διαλόγους [pics, vids] | Newsit.gr
Η κρίση στα Ίμια το 1996 συζητήθηκε και αναλύθηκε πολύ. Ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα εκείνη την εποχή, μιλάει για πρώτη φορά και εξηγεί πως έζησε τα γεγονότα στο «Βήμα της Κυριακής».
Ο Δημήτρης Νεζερίτης μιλάει για την κίνηση που έδωσε το έναυσμα στους Τούρκους να σχεδιάσουν το επεισόδιο, θυμάται διαλόγους που είχε στο τουρκικό υπουργείο εξωτερικών, αναλύει την επιχειρηματολογία της Άγκυρας και κάνει τον τελικό απολογισμό της κρίσης που βρήκε την Ελλάδα να θρηνεί 3 ήρωες αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού.

Ο πραγματικός στόχος της Τουρκίας στα Ίμια το 1996

«Κατά τη γνώμη μου, ο στόχος ήταν απλός: επιθυμούσε να προκληθεί μια περιορισμένη σύρραξη με έναν σχετικό αριθμό θυμάτων και από τις 2 πλευρές, αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν να πέσουν κυριολεκτικά οι πάντες πάνω σε Ελλάδα και Τουρκία για να αποτρέψουν ευρύρτερη σύρραξη και να τις υποχρεώσουν να καθίσουν σε ένα δωμάτιο και να τα βρουν για όλα τα θέματα του Αιγαίου. Η συνολική αυτή διαπραγμάτευση σίγουρα δεν θα ήταν προς όφελος της Ελλάδας. Είναι προφανές ότι η Τουρκία δεν επέτυχε τον επιδιωκόμενο στόχο.»

Πότε η Τουρκία αποφάσισε να στήσει το επεισόδιο

«Πιστεύω πως το έναυσμα έδωσε μια απόφαση που υιοθετήθηκε στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1995, η οποία ανακοινώθηκε με τις συνήθεις τυμπανοκρουσίες περί εποικισμού διάφορων ακατοίκητων βραχονησίδων. Ο εποικισμός αυτός προέβλεπε αν θυμάμαι καλά, ανέγερση εικονοστασίου, τοποθέτηση κάποιου λιμενικού υπαλλήλου και κάτι παρεμφερείς συμβολικές ενέργειες. Για την Τουρκία οι ενέργειες αυτές δεν μπορούσαν παρά να είναι τμήμα ευρύτερου σχεδίου της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Εξ ου και θα έπρεπε να προκληθεί μία κρίση, που θα απέτρεπε την εδραίωση της ελληνικής κυριαρχίας.»

«Το σχέδιο ήταν πολύ καλά στημένο»

Η αφορμή που έψαχναν οι Τούρκοι δόθηκε με την προσάραξη πλοίου στις βραχονησίδες των Ιμίων. Κατά την διάρκεια της ολιγοήμερης αυτής κρίσης, οι δύο χώρες μετέφεραν στρατιωτικές δυνάμεις (κυρίως ναυτικές) γύρω από τα Ίμια και τις ανέπτυξαν φτάνοντας κοντά στην ένοπλη σύρραξη. Ο Δημήτρης Νεζερίτης επισημαίνει: «Αναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί αν αφήναμε το σκάφος έρμαιο στα κύματα του Νότιου Αιγαίου χειμωνιάτικα. Πιθανότατα θα έστελνε η Τουρκία ένα ρυμουλκό για να προκαλέσει τη δική μας αντίδραση στην οποία θα απαντούσε, επικαλούμενη δική της κυριότητα. Το σχέδιο ήταν πολύ καλά στημένο.»
«Η Τουρκική επιχειρηματολογία ήταν ασθενέστατη. Σε σημείο που ένα από τα βασικά σημεία της, ήταν η επίκληση των «ιδιαζουσών πολιτικών συνθηκών» δηλαδή η ύπαρξη στην Ιταλία, του επιθετικού φασιστικού καθεστώτος, όταν υπεγράφη το ιταλο-τουρκικό πρωτόκολλο χαράξεως των θαλασσίων συνόρων»
Δύο δημοσιογράφοι του γραφείου της εφημερίδας Χουριέτ στη Σμύρνη, πήγαν με ελικόπτερο στις 27 Ιανουαρίου στη Μικρή Ίμια, υπέστειλαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική σημαία. Η όλη επιχείρηση των δημοσιογράφων βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι που ανήκει στη Χουριέτ.
Η κρίση κλιμακώθηκε τις επόμενες μέρες. Την Κυριακή το πρωί στις 28 Ιανουαρίου 1996 το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική παραβαίνοντας την πολιτική εντολή που ήταν μόνο να υποσταλεί η τούρκικη σημαία. Το βράδυ Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάστηκαν στη Μικρή Ίμια από το περιπολικό «Πυρπολητής» προκειμένου να φυλάξουν τη σημαία κατά τις νυχτερινές ώρες και να επιστρέψουν στο σκάφος τους πριν την ανατολή του ηλίου. Το μεσημέρι της Δευτέρας ο σχεδιασμός άλλαξε και αποφασίστηκε η συνεχής φύλαξή της σημαίας, οπότε οι βατραχάνθρωποι επέστρεψαν στη βραχονησίδα.
Τη Δευτέρα το απόγευμα στις 29 Ιανουαρίου, ο νέος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, στέλνει μήνυμα προς την Τουρκία, ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει άμεσα και δυναμικά. Την Τρίτη στις 30 Ιανουαρίου, η πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ δηλώνει κατηγορηματικά μέσα στην Τουρκική βουλή ότι την επόμενη μέρα η ελληνική σημαία και ο ελληνικός στρατός θα απομακρυνθούν από τα Ίμια.

Οι σημειώσεις του Ντενίς Μπαϊκάλ

«Κάποια στιγμή καθόμουν στον ίδιο καναπέ με τον κ. Μπαϊκάλ. Διάβαζε από το αντίγραφο της ρηματικής διακοινώσεως της οποία στη συνέχεια μου επέδωσε το πρωτότυπο. Πρόσεξα ότι πάνω στο αγγλικό κείμενο από το οποίο διάβαζε, οι ξένες γλώσσες του οποίου ήταν περιορισμένης εμβέλειας, υπήρχε σε διάφορα σημεία γραμμένη με μολύβι η μετάφραση στα τουρκικά» θυμάται ο κύριος Νεζερίτης που έβλεπε το θερμόμετρο να ανεβαίνει. Και φτάνουμε στη δραματική νύχτα της 31ης Ιανουαρίου…

Ο εκρηκτικός διάλογος στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών

«Λίγο μετά την κρίση στα Ίμια όταν η Τουρκία είχε δημιουργήσει θέμα γκρίζων ζωνών, μιλούσα με τον εκπρόσωπο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, πρεσβευτή Ακμπέλ. Η Άγκυρα είχε αναφέρει ότι η Ελλάς έπρεπε να αποδείξει την κυριότητά της επί των μη ρητά κατονομαζόμενων σε διεθνή κείμενα νησίδων. Ακολούθησε ο εξής διάλογος
  • Δ.Νεζερίτης: Τι θέλετε να πείτε; Ότι η Ελλάδα πρέπει να σας αποδείξει τους τίτλους κυριότητός της;
  • Ακμπλέκ: Ακριβώς!
  • Δ.Νεζερίτης: Γιατί; Τι είστε εσείς; Ποιοι είστε εσείς;
  • Ακμπλέκ: Είμαστε μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη και έχουμε λέγειν στο τι γίνεται και τι υπάρχει στην περιοχή μας.
Ο Έλληνας πρέσβης τότε δεν μπόρεσε να κρύψει τον εκνευρισμό του. Όπως λέει: «Παρακάμπτω την απάντησή μου που δεν διεκρίνετο για την ευγένειά της».

Ο Έλληνας βοσκός και η διαμαρτυρία της Τουρκίας

«Η Τουρκία εξέφρασε την έντονη δυσφορία της με την εκφρασθείσα εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και διαμαρτυρήθηκε επειδή η Ρώμη υποστήριξε την ελληνική ερμηνεία του ιταλο-τουρκικού πρωτοκόλλου. Θυμάμαι διάβημα του διευθυντού ελληνοτουρκικών θεμάτων κ. Gokce επειδή Έλληνας βοσκός είχε επιστρέψει στα Ίμια με τις κατσίκες του. Σε παρατήρησή μου ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε και παλαιότερα και συνεπώς αντεπεκρίνετο στο συμφωνηθέν status quo ante, μου απάντησε πως για εκείνους, το status quo ante αναφερόταν στη χρονικά αμέσως προ της εντατικοποιήσεως  της κρίσεως στιγμή και όχι παλιότερα.»

Ο τελικός απολογισμός του Έλληνα πρέσβη

«Είναι γνωστό ότι οι χειρισμοί της ελληνικής πλευράς στο θέμα των Ιμίων επεκρίθηκαν από διάφορους που προέκριναν τη λύση της δυναμικής αντιμετωπίσεως της κρίσης. Πιστεύω ότι η γραμμή που ακολουθήθηκε δηλαδή η εκτόνωση της κρίσης με ειρηνικά μέσα ήταν κατά πολύ η καλύτερη. Για την ακρίβεια η μόνη ενδεδειγμένη. Μια δυναμική επιλογη, ανεξαρτήτως βραχυπρόθεσμου αποτελέσματος ουσιαστικά έπαιζε το παιχνίδι των Τούρκων που την επεδίωκαν».
Σήμερα 22 χρόνια μετά οι τουρκικές προκλήσεις στα Ίμια συνεχίζονται με αμείωτη ένταση. Οι Τούρκοι προκαλούν και καταγράφουν τα επεισόδια που στήνουν οι ίδιοι…
Πηγή:Βήμα της Κυριακής
 το είδαμε  εδώ

Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2018

Ο 9ος των Φυλακισμένων Μνημάτων 18 Ιανουαρίου 1957 Μάρκος Δράκος

Λάζαρος Μαύρος
πηγή
ΕΙΡΗΣΘΩ ΠΕ 18.1.2018
Ο 9ος των Φυλακισμένων Μνημάτων
18 Ιανουαρίου 1957 Μάρκος Δράκος
Π Α Ρ Α Σ Κ Ε Υ Η 18 Ιανουαρίου 1957 θυσιάστηκε στην Ευρύχου, πολεμώντας τον στρατό των Εγγλέζων Κατακτητών ο 25χρονος Αντάρτης της Ε.Ο.Κ.Α. Μάρκος Δράκος. Ο αρχιαντάρτης «πάνω στου Τζύκκου τα βουνά».
- Επικεφαλής των βομβιστών της αγιότερης Παρασκευής της Κυπριακής Επανάστασης, της 1ης Απριλίου 1955, που επέδραμαν και ανατίναξαν τον ραδιοφωνικό σταθμό των Εγγλέζων, την «Κυπριακή Ραδιοφωνική Υπηρεσία» εκεί που μέχρι σήμερα εδρεύει το ΡΙΚ.
- Ο επικεφαλής της απόδρασης 23.9.1955 από την φυλακή του Κάστρου της Κερύνειας.
- Ο επικεφαλής της ομάδας ανταρτών «Ουρανός» της Ε.Ο.Κ.Α. στα βουνά του Κύκκου κι επικεφαλής πλειάδας ενεδρών κατά των αγγλικών στρατευμάτων.
- Συν-αντάρτης του Αρχηγού Διγενή απ’ τον Ιανουάριο έως τον Μάιο 1956 στον Κύκκο.
- Γιός των ηρωοτόκων Κυριάκου και Δέσποινας, ο οποίος μεγάλωσε στον Καλοπαναγιώτη, τη Βατυλή και τη Λεύκα, αδελφός της Μεγαλύνης και της Μαρίας, στέλεχος της ΟΧΕΝ του Παπασταύρου και συνδικαλιστής της ΣΕΚ, με την Αγία Γραφή στην τσέπη του.
Κ Ι ΟΤΑΝ οι αγγλικές αρχές κάλεσαν τον πατέρα του στο Νοσοκομείο της Πεντάγυιας κι αναγνώρισε τον νεκρό του γιό, βγαίνοντας απ’ το νεκροτομείο ο Κυριάκος Δράκος, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο δακρυσμένο πρόσωπο του ανάγγειλε στους απ’ έξω ότι:
«Στο στήθος του Μάρκου είναι οι σφαίρες
των Άγγλων. Όχι στην πλάτη»!
ΟΙ ΕΓΓΛΕΖΟΙ του Κυβερνήτη της Colony of Cyprus, στρατάρχη σερ Τζων Χάρντινγκ, δεν έδωσαν τον Νεκρό Ήρωα να τον κηδεύσουν οι δικοί του.
- Τον έθαψαν στα Φυλακισμένα Μνήματα:
- Ένατο μετά τους πρώτους Οκτώ Απαγχονισθέντες Συναγωνιστές του της ΕΟΚΑ, Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου 10 Μαΐου 1956, Ιάκωβο Πατάτσο, Χαρίλαο Μιχαήλ, Ανδρέα Ζάκο 9 Αυγούστου 1956, Στέλιο Μαυρομμάτη, Μιχάλη Κουτσόφτα και Ανδρέα Παναγίδη 21 Σεπτεμβρίου 1956.
- Μετά από τον Μάρκο Δράκο, 10ος στα Φυλακισμένα Μνήματα ο Γρηγόρης Αυξεντίου 3 Μαρτίου 1957. Ακολούθησε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης 14.3.1957, ο Στυλιανός Λένας 28.3.57 και 13ος και τελευταίος ο Κυριάκος Μάτσης 19 Νοεμβρίου 1958.
- Οι Αρχάγγελοι της Λευτεριάς στην έκτοτε Κιβωτό με τα Αγιότερα των Αγίων του κυπριακού Ελληνισμού.
Σ Τ Α ΜΑΡΜΑΡΕΝΙΑ αλώνια της τελικής αναμέτρησης του Μάρκου Δράκου με τον στρατό των Εγγλέζων αποικιοκρατών, τον «πρόδωσε» το όπλο του. Κατ’ ακρίβειαν ένα από τα φυσίγγιά του:
- Στη μάχη με τους ενεδρεύοντες Άγγλους στρατιώτες του Suffolk Regiment της 3ης βρετανικής Ταξιαρχίας, ώρα 23:10 της Παρασκευής 18 Ιανουαρίου 1957, στα βουνά της Σολέας, ενάμιση μίλι νοτιοανατολικά της Ευρύχου, το εγγλέζικο αυτόματο όπλο Στεν, με το οποίο ο Δράκος ανταπέδιδε τα πυρά στους διώκτες του, έπαθε εμπλοκή καθώς το 13ο φυσίγγιο στην θαλάμη είχε αφλογιστία.
ΤΟ ΚΑΤΕΘΕΣΑΝ οι ίδιοι οι Εγγλέζοι: Οι επικεφαλής μίας εκ των ομάδων της ενέδρας, ο δεκανέας Brian King κι ο υποδεκανέας Henry Kenneth Fowler, στην έρευνα που ακολούθησε για εξακρίβωση των αιτιών θανάτου του Μάρκου Δράκου. Και τον βρετανικό φάκελο εντόπισε στο Κρατικό Αρχείο Κύπρου, ο ιστορικός ερευνητής Ανδρέας Κάρυος.
Κ Α Τ Ε Θ Ε Σ Ε ο Brian King: «Περίπου η ώρα 23:10 αλλάξαμε τις δύο ομάδες της ενέδρας μας. Αντιληφθήκαμε έναν άνδρα ακριβώς μέσα στη γραμμή πυρός μας. Μια από τις ομάδες των στρατιωτών μας αμέσως άνοιξε πυρ και την ίδια στιγμή αυτός ο άνδρας άνοιξε πυρ εναντίον μας. Είχε ένα όπλο Sten. Πυροβόλησε περίπου 12 φορές. Ο Fowler κι εγώ ανταποδώσαμε τα πυρά […] Αυτός ο άνδρας θεάθηκε να πέφτει στο έδαφος περίπου δέκα γιάρδες [σ.σ. περίπου εννέα μέτρα] μακριά από μένα […] Έπειτα προσεγγίσαμε το σώμα του άνδρα στο έδαφος, το οποίο δεν κινήθηκε από τότε που έπεσε. Πρώτα πήραμε το όπλο του. Ήταν γεμισμένο με ένα αριθμό σφαιρών στον γεμιστήρα. Ήταν ένα όπλο Sten […] Ο λόγος για τον οποίο ο συγκεκριμένος άνδρας σταμάτησε να πυροβολεί ήταν ότι υπήρξε μια σφαίρα που απέτυχε να πυροδοτηθεί μέσα στο όπλο» [σ.σ. μέσα στην θαλάμη το φυσίγγιο με αφλογιστία που παύει τη λειτουργία του Στεν]…
Δ Η Λ Α Δ Η :
Τα κρίσιμα δευτερόλεπτα της εκ του συστάδην μάχης, ένα φυσίγγιο αφλογιστίας μέσα στην θαλάμη, προκάλεσε εμπλοκή στο Στεν του Μάρκου Δράκου. Την πιο μοιραία γι’ αυτόν στιγμή.
Το άγνωστο, επί 56 χρόνια σημαντικό αυτό στοιχείο, περιλαμβάνεται στο κείμενο του ιστορικού ερευνητή Α. Κάρυου «Οι βρετανικές αρχειακές πηγές και οι επιμέρους πτυχές του κυπριακού αγώνα», που δημοσίευσε το 2013 στο 31ο τεύχος του περιοδικού, «Εθνική Φρουρά & Ιστορία» που εκδίδει κάθε εξάμηνο η Διεύθυνση Ιστορίας του ΓΕΕΦ…
«Μες τες καρκιές μας εν’ να ζιείς, λεβέντη μας εν θα χαθείς», τραγούδησε και τραγουδάει ακόμη ο κυπριακός Ελληνισμός, κάθε 18η Ιανουαρίου, με το τραγούδι « Ο Αντάρτης - Πάνω στου Τζύκκου τα βουνά», του Μιχάλη Βιολάρη, την θυσία του Μάρκου Δράκου, κορυφαίου εκ των Αρχαγγέλων του αγώνα απελευθέρωσης της Κύπρου.
ΛΑΖΑΡΟΣ Α. ΜΑΥΡΟΣ

Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2018

Η καθιέρωση της γαλανόλευκης ελληνικής σημαίας – 13 Ιανουαρίου 1822


Η Πρώτη εθνοσυνέλευση του επαναστατημένου Ελληνισμού πραγματοποιήθηκε στην Πιάδα, κοντά στην Επίδαυρο και γι’ αυτό, «της Επιδαύρου» ονομάζεται. Ξεκίνησε στις 20 Δεκεμβρίου 1821 και διάρκεσε ως τις 16 Δεκεμβρίου 1822.
Την πρωτοχρονιά του 1822, ο πρόεδρός της, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εξέδωσε την πανηγυρική διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Είναι το πρώτο επίσημο κείμενο του ελεύθερου ελληνικού κράτους στον διεθνή χώρο:
«Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος:
Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων συνέλευσιν, ενώπιον θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Στις 13 Ιανουαρίου 1822 κι ενώ οι οπλαρχηγοί έλειπαν στον Ακροκόρινθο, η εθνοσυνέλευση αποφάσισε την κατάργηση όλων των διακριτικών της Φιλικής Εταιρείας και την αντικατάστασή τους με άλλα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και η σημαία της που αντικαταστάθηκε από τη γαλανόλευκη του Γιάννη Σταθά.
Το “Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος” που προέκυψε από αυτή την συνέλευση, είναι ουσιαστικά το πρώτο ελληνικό σύνταγμα. Στις παραγράφους ρδ’ και ρε’ υπάρχει η πρώτη απόφαση για τη μορφή της Ελληνικής σημαίας.
Το Πολίτευμα καθιέρωσε τα χρώματα κυανό και λευκό και ανέθεσε στο Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει τη μορφή της.
Στις 15 Μαρτίου 1822 εκδόθηκε η απόφαση 540 του εκτελεστικού, υπογεγραμμένη από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του.
Το διάταγμα όριζε για τις σημαίες ότι:
α) των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου, θα είχεν εμβαδόν κυανούν, το οποίο θα διηρείτο εις τέσσαρα ίσα τμήματα από άκρων έως άκρων του εμβαδού.
β) η δε κατά θάλασσαν σημαία θα ήτο διττή’ μία διά τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία.
Και της μεν διά τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν θα διηρείτο ες εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμειβομένων εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού’ εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού λευκοχρόου.
Της δε διά τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδό θα ήτο κυανούν’ εις την άνω προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού κυανοχρόου.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1930 νέο διάταγμα για τη μορφή της Σημαίας, όριζε ότι η κλίμακα της εθνικής σημαίας είναι 2:3.
Η επίσημη σημαία είναι «κυανούν ορθογώνιο, με αναλογίες διαστάσεων επίσης 2:3, το οποίο διαιρείται σε τέσσερα ίσα ορθογώνια δι’ ορθίου λευκού σταυρού, του οποίου αι κεραίαι έχουσι πλάτος ίσον προς το 1/5 του πλάτους της σημαίας»
Η πρώτη Ελληνική σημαία με τη σημερινή της μορφή (κυανό φόντο και λευκός σταυρός) σχεδιάστηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε το 1807 στη Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο.
Σ’ αυτή ο ηγούμενος Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον Σκιαθίτη διδάσκαλο του Γένους Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, τους Λαζαίους, τον Καρατάσο, τον Λιόλιο, τον Τσάμη και πολλούς άλλους.
Οι καπεταναίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Μοναστήρι για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους για την Επανάσταση. Παραλλαγή της ήταν η σημαία του Παπαφλέσσα, φτιαγμένη από το μπλε εσωτερικό του ράσου του και την φουστανέλα ενός συμπολεμιστή του.

ΠΗΓΕΣ:

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2017

«Πούλα το λάδι γιατί θα πέσει η τιμή του». Αυτό ήταν το σύνθημα για τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη, εκεί που πολέμησε τους Τούρκους και τον δολοφόνησαν οι συμπολεμιστές του...




Στις 5 Ιουνίου 1825 ο αγωνιστής της επανάστασης, Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε στις φυλακές της Ακρόπολης. Τον είχε συλλάβει ο παλιός του φίλος και πρωτοπαλίκαρο του, Γιάννης Γκούρας, ύστερα από διαταγή του Ιωάννη Κωλέττη και Μαυροκορδάτου, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ως «προδότη». 
Ο λόγος ήταν η συνεργασία του με τους Τούρκους του Ευρίπου, την περίοδο που ο Έλληνας αγωνιστής ήταν απογοητευμένος από τα πάθη του εμφυλίου και είχε συχνές διαφωνίες με τους πολιτικούς της εποχής.
 Η κυβέρνηση έχρισε τον Γκούρα αρχηγό μιας στρατιωτικής μονάδας για να τον συλλάβουν. Ο Ανδρούτσος παραδόθηκε στον άλλοτε φίλο του με τον όρο να τον στείλει στην Πελοπόννησο για να δικαστεί. Ωστόσο, ο Γκούρας τον οδήγησε στις φυλακές του πύργου Γούλα, που βρισκόταν στα προπύλαια της Ακρόπολης. 
Το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι ο Ανδρούτσος φυλακίστηκε από πρώην συναγωνιστές του στο ίδιο μέρος όπου ο ίδιος είχε πολεμήσει τους Τούρκους. Εκεί το 1822 είχε χτίσει έναν απόρθητο Προμαχώνα για να ενισχύσει την άμυνα του ιερού βράχου και να προφυλάξει την περίφημη αρχαία πηγή της Κλεψύδρας, που υδροδοτούσε τους επαναστάτες κατά την πολιορκία τους από τους Τούρκους.


 Η αποκαλούμενη «Ντάπια του νερού ή του Δυσσέα» χτίστηκε από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Ακρόπολη για να προστατευτεί η πηγή και το πηγάδι που ξεδίψαγε τους αγωνιστές. Η αναμνηστική επιγραφή με τον σταυρό (δεξιά) το μαρτυρά.  
Στην ίδια περιοχή ο γενναίος οπλαρχηγός είχε λίγα χρόνια αργότερα ο τραγικό τέλος από «αδελφικά» χέρια. Όταν ο Καραϊσκάκης το έμαθε, προσπάθησε να τον απελευθερώσει χωρίς επιτυχία. Η δολοφονία του διατάχθηκε με την εξής αποκρυπτογραφημένη φράση: ‘’πούλα το λάδι γιατί θα πέσει η τιμή του’’. Το βράδυ της 4ης Ιουνίου οι Μαμούρης, Τριανταφυλλίνας, Τζαμάλας και Θεοχάρης εισήλθαν στο κελί του Ανδρούτσου, ο οποίος σηκώθηκε και έβρισε τους υποψήφιους δολοφόνους του. Χαρακτηριστικά τους είπε: «Ξέρω καλά ποιος σας έστειλε και γιατί ήρθατε στο κελί μου. Αν μου λύνατε το ένα χέρι θα βλέπατε ποιος είμαι και εγώ». Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα, τον φύλακα του κελιού, Κωνσταντίνο Καλατζή, τον βασάνισαν στρίβοντας του τα γεννητικά του όργανα ή κατ’άλλους του τα συνέθλιψαν με μια πέτρα. 4Αφού τον ξυλοκόπησαν άγρια στο πρόσωπο και στο σώμα, τον στραγγάλισαν.
 Στη συνέχεια πέταξαν το άψυχο σώμα του στα βράχια της Ακρόπολης, για να φανεί ως αυτοκτονία. 
Ο Γκούρας έστειλε επιστολή στην κυβέρνηση, στην οποία μιλούσε για τους ανθρώπους του Ανδρούτσου, τον Βρετανό ακόλουθό του, Τρελώνυ και τον Καπετάν Ιωάννη και για τον θάνατο του πρώην φίλου του. Το περιεχόμενο του γράμματος διασώθηκε από τον γραμματικό του Αντώνιο Γεωργαντά. “Σεβαστή Διοίκησις!

 Η επιστολή του Γκούρα στην κυβέρνηση Διά της από 30 Απριλίου αναφοράς μου, επληροφορήθη το περιστατικόν εις την υποψίαν του οποίου μ’ έκαμον να μετακομίσω τον Οδυσσέα από την μονήν του Δομπού εις το φρούριον των Αθηνών διά να φυλαχθή ασφαλέστερα προσώρας. Η καταστροφή των Σαλώνων μετά ταύτα παρά του άσπονδου εχθρού της Ελλάδος, η οποία θλίβει την ψυχήν μου, μ’ έκαμεν να πέσω εις την συλλογήν της και εις το στρατόπεδον τούτο, όπου έξαφνα χθες μοι παρρησιάσθη γράμμα από τον Αντιφρούραρχον Ιωάννη Μαμούρη 5 τρέχοντος, το οποίον μοι φανερώνει τας πανουργίας και μηχανάς όπου μεταχειρίσθη και εκεί ο Οδυσεύς διά να φύγει και αποτυχών καθ’ όλας τους τρόπους εσκοτώθη αφού εμηχανεύθη να φύγει από την Γούλιαν κρεμασμένος με σχοινιά και έπεσεν. αντίγραφον του γράμματος τούτου το περικλείω προς πληροφορίαν σας. Ούτως εστάθη το συμβεβηκός αυτού του ανθρώπου και ο θάνατός του από τας ιδίας του χείρας. Πληροφορείται προς τούτοις η σεβαστή Διοίκησις, ότι κατάρα του Θεού και του έθνους, έφθασε και εις το Σπήλαιον αυτού του ανθρώπου ……….. εστάθη άλλο συμβεβηκός εκεί. Άγνωστον διά ποίας αιτίας, εκτυπήθησαν ο Τρελώνυ με τους λοιπούς. Ένας κάποιος καπ. Ιωάννης το όνομα, εφονεύθη παρά του Τρελώνυ. Ο δε Τρελώνυ έλαβε δύο πληγάς και ευρίσκεται μέσα όπου ευρίσκονται και πέντε έξι ασήμαντοι άνθρωποι και δύο Τούρκοι κάποιος μπαμπαχμέντης και μουσταφάς. Μένω με βαθύτατο σέβας Εκ του στρατοπέδου της Μονής του Προφ. Ηλίου την 11 Ιουνίου 1825 Γιάννης Γκούρα» Ο Γιάννης Γκούρας έμεινε στην ιστορία ως προδότης και «δολοφόνος» του αγωνιστή Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή εκεί που μερικά χρόνια πριν οι Αθηναίοι τον είχαν υποδεχτεί με ενθουσιασμό ως φρούραρχο της Ακρόπολης.

  Ο Ανδρούτσος τιμήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα από το ελληνικό κράτος.
 Τιμήθηκε όμως και ο δολοφόνος του, ο οποίος απέκτησε τον «δικό» του δρόμο στην Πλάκα. Ισως δεν είναι το μοναδικό παράδοξο στην ελληνική ιστορία…... 
Tο είδαμε : εδώ



Δευτέρα, Μαΐου 29, 2017

Ἡ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης(Φώτης Κόντογλου)


Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.

Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.

Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.

Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.


Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.

Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.

Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου.


 Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!

Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.

Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.

Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.

Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.

Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.

Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.

Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.

Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.

Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;

Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.

Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.

Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ.
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»

Κωνσταντινούπολη. Τρίτη 29 Μαΐου 1453, οκτώ η ώρα το πρωί.


Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Λεωνίδα Κουμάκη «Ματιές στις ρίζες του Ελληνισμού» (αυτό-έκδοση 1997).

Πέρασαν κιόλας πεντακόσια εξήντα τρία χρόνια από την άλωση της Πόλης που ήταν το τελευταίο μεγάλο κέντρο του αρχαίου, του αθάνατου ελληνικού πολιτισμού. Της Πόλης που η άλωση της σήμανε
το τέλος μιας μακράς και ένδοξης ιστορίας.

Η Κωνσταντινούπολη συγκέντρωνε την εποχή της ακμής της μαζί με τα προάστια 1.000.000 κατοίκους. Τις παραμονές της άλωσης ο συνολικός πληθυσμός που είχε απομείνει δεν ξεπερνούσε τους 80.000 κατοίκους.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν το επακόλουθο, η συνέπεια μιας μακροχρόνιας και πολύπλευρης κρίσης που είχε αρχίσει πολλούς αιώνες νωρίτερα και είχε φθείρει σταδιακά κάθε δύναμη, είχε εξαντλήσει κάθε ικμάδα του άλλοτε παντοδύναμου βυζαντινού κράτους, ενός κράτους που αποτελούσε τον προμαχώνα της Ευρώπης απέναντι σε κάθε επιδρομέα.

Η στρατιωτική αποτυχία του Διογένη Ρωμανού στο Ματζικέρτ το 1071 σηματοδότησε επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις μέσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι εσωτερικές αυτές έριδες οδηγούσαν τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στην πρόσληψη μισθοφόρων Τούρκων. Έτσι, οι Βυζαντινοί «έβαζαν τους λύκους να φυλάγουν τα πρόβατα» και οι Τούρκοι άρχισαν να εγκαθίστανται σε τεράστιες εκτάσεις της Μικράς Ασίας  και να δημιουργούν διάφορα τουρκικά εμιράτα μέσα στην καρδιά του Βυζαντίου.

Το 1081, δέκα μόλις χρόνια μετά την Μάχη του Ματζικέρτ, ο Σουλειμάν ιδρύει στη Νίκαια το κράτος των Σελτζούκων και ως μισθοφόρος προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Μιχαήλ τον 7ο εναντίον του Νικηφόρου Βοτανειάτη, στον Νικηφόρο Βοτανειάτη εναντίον του Νικηφόρου Βρυέννιου και τέλος στον Νικηφόρο Μελισσηνό εναντίον του Νικηφόρου Βοτανειάτη, με την συμφωνία όμως να κρατήσει τα μισά από τα εδάφη που θα αφαιρούσαν από τον «εχθρό».

Από τους 93 αυτοκράτορες που κάθισαν στον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι 30 αναφέρονται ως σφετεριστές της εξουσίας. Οι συνεχείς αυτές έριδες και αντιδικίες υπέσκαψαν σταδιακά τα θεμέλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και οδήγησαν στην παρακμή και στην πτώση της. Έτσι, 239 χρόνια μετά την μάχη του Ματζικέρτ, το πιο ασήμαντο τουρκικό εμιράτο, που ξεκίνησε το 1.300 από τα βουνά της Κιλικίας με αρχηγό τον Οσμάν, έμελλε να εκμεταλλευτεί την αναρχία και τις εμφύλιες διαμάχες των Βυζαντινών και να σφραγίσει το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το 1326 ο εμίρης Οσμάν, αφού καταλαμβάνει την Νικομήδεια, φθάνει μέχρι την περιοχή του Βοσπόρου, αυτοανακηρύσσεται σουλτάνος και κάνει πλέον άμεση, εμφανή και σοβαρή την απειλή για την Κωνσταντινούπολη. Παρ΄ όλα αυτά, όταν το 1341 ξεσπάει στην Κωνσταντινούπολη πόλεμος μεταξύ του Ιωάννη Κατακουζηνού και των ανθρώπων του περιβάλλοντος του ανήλικου βασιλέως Ιωάννου του 5ου, ο Ιωάννης Κατακουζηνός χρησιμοποιεί ως μισθοφόρους τους Τούρκους,  αποκτά μάλιστα και συγγενικό δεσμό μαζί τους, αφού η αδελφή του, η Θεοδώρα, παντρεύτηκε τον σουλτάνο Ορχάν. Ο σουλτάνος Ορχάν στέλνει 6.000 άντρες στην Θράκη για την υποστήριξη του γυναικάδελφου του, ο οποίος επιβάλλεται των αντιπάλων του και ανεβαίνει στον θρόνο με το όνομα Ιωάννης ο 6ος. Οι Τούρκοι μισθοφόροι παραμένουν όμως στην Θράκη και, όταν ο Ιωάννης Κατακουζηνός χάνει τον θρόνο από τον Ιωάννη τον 5ο, βρίσκουν την «κατάλληλη ευκαιρία» και καταλαμβάνουν το Διδυμότειχο και την Αλεξανδρούπολη. Το 1360 ιδρύουν τουρκικό κράτος επί Ευρωπαϊκού εδάφους και στα νώτα πλέον της Κωνσταντινούπολης.

Το 1395 και το 1422 δύο πολιορκίες της Πόλης καταλήγουν σε αποτυχία και η Κωνσταντινούπολη σώζεται. Μέχρι το 1451 στο κράτος αυτό σουλτάνος ήταν ο Μουράτ ο 2ος . Με τον θάνατό του στον θρόνο ανεβαίνει ένας αδίστακτος, σκληρός και φιλοπόλεμος εικοσάχρονος νεαρός: Ο Μεχμέτ ο Πορθητής.

Ο ιστορικός Δούκας γράφει για τον νεαρό σουλτάνο πως, όποιος κάποιος αισθάνεται ένα είδος ευχαρίστησης όταν σκοτώνει ψύλλους, έτσι και αυτός ηδονιζόταν να σκοτώνει ανθρώπους με τα ίδια του τα χέρια. Από μικρότερος ακόμα ήταν φιλόδοξος, ορμητικός και φανατικός εχθρός του ελληνισμού. Έβριζε τους χριστιανούς και απειλούσε πως όταν πάρει την εξουσία θα τους εξαφανίσει από προσώπου γης.

Από την πρώτη ημέρα που πήρε την εξουσία, η έμμονη ιδέα της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, που θα του χάριζε αιώνια δόξα, γίνεται ο μοναδικός σκοπός της ζωής του. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό της δραστηριότητας του είναι πλέον αφιερωμένο στον σκοπό αυτό. Από την άλλη πλευρά, το πάλαι ποτέ πανίσχυρο βυζαντινό κράτος δεν είναι τίποτε άλλο από μια πάμπτωχη και ερειπωμένη πόλη η οποία, κλεισμένη μέσα στα τείχη είναι τελείως εγκαταλελειμμένη από όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος που διαδέχτηκε το 1448 τον αδελφό του, κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει βοήθεια από την Δύση. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του, παρά τις ολοένα και πιο ταπεινωτικές συμφωνίες για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, η Δύση στάθηκε σιωπηλή και αδιάφορη λες και ο θανάσιμος κίνδυνος δεν απειλούσε, σε τελευταία ανάλυση, τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης.

Τον Μάρτιο του 1452 ο νεαρός σουλτάνος αποφασίζει να χτίσει μεγάλο φρούριο στα παράλια του Βοσπόρου, σε σημείο που η ασιατική και η ευρωπαϊκή ακτή πλησιάζουν τόσο πολύ ώστε να αποκλείσει την Κωνσταντινούπολη από την Μαύρη Θάλασσα, να μεταφέρει εύκολα στρατεύματα από την Ασία στην Ευρώπη και να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο του. Το φρούριο, που ο σουλτάνος ονόμασε Boyazkesen, δηλαδή «λαιμοκόπτη», και που σήμερα είναι γνωστό σαν Ρούμελη Χισάρ, χτίστηκε σε χρόνο ρεκόρ. Ήταν έτοιμο στα τέλη Αυγούστου 1452.

Ένας μεγάλος Ούγγρος τεχνίτης, κατασκευαστής πυροβόλων, ο Ουρμπάν, προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα, που όμως δεν μπορεί να τον πληρώσει παρά μόνο με μια ασήμαντη αμοιβή λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης του Βυζαντίου. Έτσι ο Ουρμπάν εγκαταλείπει την Πόλη και σπεύδει στον σουλτάνο Μεχμέτ, ο οποίος του προσφέρει πλούσια αμοιβή. Μέσα σε τρείς μήνες κατασκευάζει για τον στρατό του σουλτάνου ένα τηλεβόλο, που όπως γράφει ο ιστορικός Δούκας ήταν ένα «τέρας φοβερό και απαίσιο».

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1453 ο σουλτάνος δίνει εντολή να μεταφερθεί το τηλεβόλο πέντε μίλια από την Πόλη και η μεταφορά του κρατάει σχεδόν δύο μήνες. Χρειάστηκαν 30 αμάξια, 60 βόδια και 200 άντρες για το σύρουν και να το ισορροπούν. Ταυτόχρονα ο σουλτάνος στέλνει αγγελιοφόρους σε όλη την Ανατολή προσκαλώντας τους πάντες να πάρουν μέρος στην άλωση και στην λεηλασία της Πόλης. Οι πύργοι, τα χωράφια, τα χωριά που βρισκόταν έξω από τα τείχη της Πόλης κυριεύονται. Συγκεντρώνεται άφθονο πολεμικό υλικό, πολεμικές μηχανές, ελαιοβόλα που εμφανίζονται για πρώτη φορά σε πολεμικές επιχειρήσεις, 420 πλοία, τριήρεις, διήρεις, μονήρεις και πολλά άλλα σκάφη, 200.000 τακτικός στρατός και ένα αναρίθμητο πλήθος πεινασμένων πολιορκητών που ήρθαν μόνο και μόνο για να είναι παρόντες την ώρα της λεηλασίας.

Μέσα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν μόλις 5.000 μαχητές –συμπεριλαμβανομένων των μοναχών και των εθελοντών- καθώς επίσης και 2.000 ξένοι. Στη θάλασσα βρισκόταν λίγα μόνο σκάφη, που ήταν αγκυροβολημένα στον λιμένα της Κωνσταντινούπολης.

Ο αυτοκράτορας διατάζει να κλείσει το λιμάνι, δηλαδή ο Κεράτιος Κόλπος, με την μεγάλη αλυσίδα, ένα μέρος της οποίας βρισκόταν στον πύργο του Ευγενίου, κάτω από την ακρόπολη, ενώ το άλλο στον πύργο των παραθαλασσίων τειχών, στον Γαλατά. Και την Δευτέρα 2 Απριλίου 1453 αρχίζει η εικοστή και τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. 

Η πρώτη μεγάλη έφοδος των Τούρκων γίνεται στις 20 Απριλίου 1453. Ο αυτοκράτορας τρέχει αδιάκοπα σε όλη την Πόλη δίνοντας κουράγιο και ηθικό στους πολιορκούμενους. Οι επιδρομείς θερίζονται σαν στάχυα γύρω από τα τείχη της Πόλης και το αίμα τους ρέει σαν ποτάμι. Η επιδρομή σημειώνει αποτυχία. Ο αυτοκράτορας περιφέρεται κάθε βράδυ σε όλες τις αμυντικές θέσεις αγρυπνώντας και επιβλέποντας την αποκατάσταση των ζημιών στα τείχη ή συμμετέχοντας στο άδειασμα των τάφρων γύρω από τα τείχη.

Η δεύτερη μεγάλη τουρκική επίθεση γίνεται στις 11 το βράδυ της 7ης Μαΐου 1453, που όμως αποκρούστηκε και αυτή με μεγάλες απώλειες των επιτιθεμένων και μικρές βλάβες των τειχών που επισκευάστηκαν αμέσως.

Την ίδια τύχη είχε και η Τρίτη μεγάλη επίθεση των Τούρκων που εκδηλώθηκε στις 12 Μαΐου 1453.

Στις 18 Μαΐου 1453 ένας τεράστιος πολιορκητικός πύργος εμφανίστηκε μπρος τα τείχη της Πόλης και άρχισε η επόμενη μεγάλη τουρκική επίθεση. Ο Γ. Σφραντζής γράφει στο «Χρονικό» του:

«Οι Τούρκοι κατά πρώτο άρχισαν την επίθεση με την φοβερή εκείνη μηχανή του Ούγγρου τεχνικού και γκρέμισαν τον πύργο πλάι στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αμέσως μετά έσυραν το τηλεβόλο αυτό και το τοποθέτησαν στο άνοιγμα του τείχους. Η μάχη είχε γίνει φρικαλέα. Άρχισε πριν την ανατολή του ηλίου και κράτησε όλη μέρα. Από αυτά που έριχναν οι Τούρκοι μέσα στην τάφρο και απ΄ αυτά που έπεσαν από τον γκρεμισμένο πύργο, δημιουργήθηκε για τους επιδρομείς ένας σχεδόν ίσιος δρόμος. Αλλά οι πολεμιστές μας απέκρουσαν πολλές φορές και με γενναιότητα τους εχθρούς που συνέχιζαν τις επιθέσεις τους μέχρι την πρώτη ώρα της νύχτας. Τότε αποσύρθηκαν με την ελπίδα ότι την επομένη θα κυριεύσουν την Πόλη. Οι ελπίδες τους όμως δεν πραγματοποιήθηκαν. Όλοι οι Έλληνες, μαζί με τον αυτοκράτορα, όλη την νύχτα άδειασαν την τάφρο και επισκεύασαν με κάθε δυνατό μέσο τον μισογκρεμισμένο πύργο. Την επομένη τα ξημερώματα, όταν επανήλθαν οι Τούρκοι, απόρησαν. Ο σουλτάνος στεναχωρήθηκε και ντροπιάστηκε».

Και πώς να μην στεναχωρηθεί και να μην ντροπιαστεί ο νεαρός σουλτάνος, όταν μέσα σε μια τόσο απελπιστική κατάσταση μια χούφτα περικυκλωμένων μαχητών αντιμετώπιζε με επιτυχία επί σαράντα έξη μέχρι τότε ημέρες τον ατέλειωτο ποταμό των εκατοντάδων χιλιάδων επιδρομέων, αποκρούοντας συνεχώς τις λυσσασμένες επιθέσεις τους;

Λίγες μόνο μέρες πριν από την καινούργια έφοδο ο νεαρός σουλτάνος στέλνει μήνυμα στον αυτοκράτορα λέγοντας πως δεν πρόκειται να υποχωρήσει και προτείνει ειρηνική παράδοση της Πόλης με σημαντικά ανταλλάγματα. Αντί απάντησης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συνεχίζει να συμπληρώνει την άμυνα της Πόλης, όταν ο νεαρός σουλτάνος στέλνει νέο μήνυμα λέγοντας στον αυτοκράτορα:

«Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να πας με τους άρχοντες σου και τα υπάρχοντα σου όπου θέλεις ή να αντισταθείς και να χάσεις εσύ και οι δικοί σου τη ζωή σας και τα υπάρχοντα σας και ο λαός σου να αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους και να σκορπιστεί σαν σκλάβος σ΄όλη τη γη;»

Ο πονηρός σουλτάνος προσπαθούσε πλέον να αρπάξει με υποσχέσεις αυτό που δεν μπόρεσε να καταλάβει με την βία. Και είχε πολύ σημαντικούς λόγους να το κάνει. Ο στρατός του πλέον έδειχνε μεγάλη αδημονία και εκνευρισμό, αφού είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την έναρξη της πολιορκίας και όχι μόνο δεν είχαν πετύχει τον στόχο τους, αλλά δεν είχαν σημειώσει ούτε μια αποφασιστική νίκη, είτε στην ξηρά είτε στην θάλασσα. Κοντά σ΄αυτά υπήρχαν και πληροφορίες για πολύ μεγάλη βοήθεια που ετοίμαζαν οι Δυτικοί και που θα ανέτρεπε την ισορροπία υπέρ των πολιορκημένων.

Ο ιστορικός Δούκας μας μεταφέρει την λιτή και ηρωική απάντηση του αυτοκράτορα, που είχε την σύμφωνη γνώμη όλης της συγκλήτου:

«Εάν μεν θέλεις να ζήσεις και συ, όπως και οι πατέρες σου, ειρηνικά μαζί μας, θα οφείλουμε χάρη στο Θεό. Κράτησε τα κάστρα και τη γη που άδικα μας άρπαξες, σαν να τα ΄χεις αποκτήσει δικαίως και καθόρισε ακόμα φόρους τόσους όσους θα μπορούσαμε να σου δίνουμε κατ΄έτος και φύγε ειρηνικά. Δεν είναι δικαίωμα μου να σου παραδώσω την Πόλη και είμαστε όλοι αποφασισμένοι αυτόβουλα να μη λυπηθούμε τη ζωή μας και να πεθάνουμε».

Ο σουλτάνος ήταν πλέον αποκαρδιωμένος. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ κοντά στην απαλλαγή από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του εχθρού. Ο Μεχμέτ ήταν ώριμος να λύσει την πολιορκία και είχε αποφασίσει πως μια τελευταία έφοδος θα έκρινε και την τύχη της. Αν αποτύγχανε και αυτή όπως και οι προηγούμενες, θα υποχωρούσε λύνοντας την θηλιά που κοντά δυο μήνες είχε σφίξει στον λαιμό της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να πετύχει τον σκοπό του.

Το απόγευμα του Σαββάτου 26 Μαΐου 1453 ο σουλτάνος συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο. Ο πρώτος σύμβουλος του σουλτάνου που είχε μεγάλο κύρος, ο βεζίρης Χαλήλ Πασάς, εισηγείται την άμεση λύση της πολιορκίας. Αντίθετα ο δεύτερος στην ιεραρχία Ζογάν Πασάς, εισηγείται την συνέχιση των επιθέσεων λέγοντας χαρακτηριστικά στον νεαρό σουλτάνο:

«Ούτε ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν ήταν τόσος όσος είναι ο δικός σου, ούτε είχε κάνει τόση προετοιμασία. Κι όμως κατέκτησε τον κόσμο!»

Αυτά ήταν τα λόγια που ήθελε να ακούσει ο νεαρός σουλτάνος. Υποστηριζόμενος από τους νεότερους και πλέον ενθουσιώδεις στρατηγούς, πήρε την απόφαση για την τελευταία, μεγάλη προσπάθεια. Την νύχτα της Κυριακής 27 προς την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 διατάζει να ανάψουν φωτιές και να καίνε φανοί γύρω από την πολιορκημένη Πόλη. Και το απόγευμα της Δευτέρας 28 Μαΐου 1453 απευθύνεται στο στρατό του στοχεύοντας στο ευαίσθητο σημείο του. Τα λόγια του, που μας μεταφέρει ο Γ. Σφραντζής στο «Χρονικό» του, είναι χαρακτηριστικά της πολιτισμικής στάθμης των υπηκόων του: 

«Σ΄αυτή την Πόλη υπάρχει πολύς και παντοειδής πλούτος, στα ανάκτορα, στα σπίτια των αρχόντων και στα σπίτια των ιδιωτών, αλλά καλύτερος και περισσότερος πλούτος βρίσκεται στους ναούς με αναθήματα και κειμήλια από χρυσό και άργυρο και πολύτιμους λίθους και πολυτελή μαργαριτάρια. Όλα αυτά θα γίνουν δικά σας. Έπειτα υπάρχουν πολλοί άνδρες ευγενείς και επίσημοι που άλλοι μεν θα γίνουν δούλοι σας άλλοι δε θα πουληθούν από εσάς. Και γυναίκες υπάρχουν πολλές, νέες και ωραίες και ευπαρουσίαστες και παρθένες και από οικογένειες ευγενών. Υπάρχουν επίσης και παίδες ωραιότατοι και καθώς πρέπει που θα είναι στη διάθεση σας».

Και λίγο πριν τελειώσει τον λόγο του ο σουλτάνος δίνει το αποφασιστικό κίνητρο στον πεινασμένο ποταμό των επιδρομέων:

«Για τρείς μέρες η Πόλη θα είναι στη διάθεση σας να την λεηλατήσετε. Οτιδήποτε θα βρείτε ή θα αρπάξετε, είτε αυτό είναι σκεύος από χρυσάφι ή άργυρο είτε είναι ενδύματα ή αιχμάλωτοι, άντρες ή γυναίκες, μικροί ή μεγάλοι, κανείς δεν θα έχει το δικαίωμα να σας τα αφαιρέσει ή να σας ενοχλήσει σε κάτι!»

Το σύνθημα «Yiagma! Yiagma!», δηλαδή «Λεηλασία! Λεηλασία!» γίνεται η ιαχή του ποταμού των πεινασμένων πολιορκητών της Κωνσταντινούπολης.

Μέσα στα τείχη οι πολιορκημένοι είναι ενωμένοι σε μια αδιάσπαστη ενότητα που μόνο τέτοιες στιγμές μπορούν να δημιουργήσουν. Την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 κάνουν ξυπόλητοι λιτανεία με τις άγιες εικόνες τόσο πάνω στα τείχη όσο και μέσα στην Πόλη. Μετά το τέλος της λιτανείας ο αυτοκράτορας καλεί όλους τους προύχοντες και τους στρατιωτικούς αρχηγούς. Δεν τους τάζει λάφυρα, δούλους, πλούτη και σαρκικές απολαύσεις, όπως ο σουλτάνος. Απευθύνεται στην ψυχή και στο πνεύμα τους. Με θλίψη, παράπονο αλλά και αποφασιστικότητα ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αφού απαριθμεί τις χώρες και τους λαούς που ήλεγχε το Βυζάντιο στην περίοδο της ακμής του, τους απευθύνει λόγια που έχουν ένα μοναδικό, ανεπανάληπτο μεγαλείο - όπως μας τα μεταφέρει ο Γ. Σφραντζής στο «Χρονικό» του:

«Σας εμπιστεύομαι την λαμπρή και ένδοξη αυτή πόλη και πατρίδα μας που είναι η Βασίλισσα όλων των Πόλεων. Γνωρίζεται καλά αδελφοί μου πως όλοι είμαστε υποχρεωμένοι για τέσσερα πράγματα να πολεμούμε μέχρι θανάτου, παρά να ζούμε σαν δούλοι. Πρώτον για την πίστη και την θρησκεία μας. Δεύτερο για την πατρίδα μας. Τρίτο για τον Βασιλέα που είναι αντιπρόσωπος του Κυρίου μας. Και τέταρτο για τους συγγενείς και φίλους μας. Λοιπόν αδελφοί μου, εάν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για κάθε ένα από αυτά τα τέσσερα ιδανικά, πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε και τη ζωή μας ακόμα και για τα τέσσερα μαζί!»

Και ο λόγος του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου τέλειωνε με τα εξής λόγια:

«Όταν αγωνιστούμε ηρωικά… τότε ένα αδαμάντινο στεφάνι ετοιμάστηκε για μας στον ουρανό και μια μνήμη αιώνια και δοξασμένη μας περιμένει σ΄αυτό τον κόσμο».

Η τελευταία τουρκική έφοδος άρχισε στις 2 τα ξημερώματα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453. Η πρώτη επίθεση διήρκησε δύο ώρες και τέλειωσε με τον αποδεκατισμό των βαζιβουζούκων που αποκρούστηκαν από τους αμυνόμενους και διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Αμέσως μετά ακολουθεί η δεύτερη επίθεση με όλα πλέον τα τακτικά και καλά εξοπλισμένα τουρκικά στρατεύματα. Οι επιτιθέμενοι και πάλι υφίστανται πολύ σοβαρές απώλειες γιατί λόγω του τεράστιου όγκου δεν έχουν καμιά απολύτως ευελιξία, ενώ οι αμυνόμενοι, χάρη στην πλεονεκτική –λόγω ύψους- θέση τους, τους αποδεκατίζουν.

Ο σουλτάνος, μετά την αποτυχία των άτακτων βαζιβουζούκων αλλά και των τακτικών τουρκικών στρατευμάτων, έχει ένα τελευταίο χαρτί: τους 12.000 άριστα εκπαιδευμένους, ρωμαλέους και αφοσιωμένους σ΄αυτόν γενίτσαρους. Έξαλλος και αγανακτισμένος από την αδυναμία του στρατού του, ηγείται της νέας επίθεσης με τους γενίτσαρους που ξεκούραστοι και κάτω από το βλέμμα του αρχηγού τους ξεχύνονται στα τείχη γεμάτοι ορμή σα μαινόμενοι ταύροι. Οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν για τρίτη φορά την ίδια νύχτα και σημάνουν νέο, υπέρ πάντων συναγερμό. Η λυσσαλέα όμως επίθεση των γενίτσαρων εκφυλίζεται και φαίνεται να ακολουθεί την τύχη των δύο προηγούμενων επιθέσεων.

Τότε όμως, σύμφωνα με την άποψη πολλών ιστορικών, ένα συμπτωματικό περιστατικό θα καθορίσει την έκβαση της μάχης. Στο σημείο που ενώνεται το τείχος των Βλαχερνών με το διπλό Θεοδοσιανό τείχος και στο χαμηλότερο τμήμα του ανακτόρου του Εβδόμου υπήρχε από παλιά μια μικρή ημιυπόγειος πόρτα που την έλεγαν Κερκόπορτα. Από πολλά χρόνια η πόρτα αυτή ήταν κλειστή και αχρηστεμένη, αλλά τις παραμονές της πολιορκίας άνοιξε και χρησιμοποιούνταν για εξόδους κλεφτοπόλεμου. Η πόρτα λοιπόν αυτή είχε ξεχαστεί ανοικτή και τις δραματικές εκείνες στιγμές για τους αμυνόμενους, έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους. Χωρίς να μπορούν να πιστέψουν στην ανέλπιστη τύχη τους, οι γενίτσαροι βρέθηκαν μέσα στην Πόλη. 

Οι υπερασπιστές της Πόλης όταν είδαν τους γενίτσαρους μέσα από τα τείχη, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως ήταν λιγοστοί και πως είχαν εισχωρήσει από την Κερκόπορτα. Έτσι, από την μοιραία αυτή στιγμή και μετά άρχισε η κατάρρευση της άμυνας των υπερασπιστών της Κωνσταντινούπολης και σε λίγες ώρες ο νεαρός σουλτάνος θα έμπαινε νικητής στην Βασίλισσα των Πόλεων και θα έμενε στην ιστορία σαν Μεχμέτ ο Πορθητής.

Όλα είχαν τελειώσει στις δύο και μισή το μεσημέρι της Τρίτης 29 Μαΐου 1453 όταν η Κωνσταντινούπολη βυθίστηκε σε ένα παρατεταμένο χειμώνα.

Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ: 
«Οι στιγμές είναι μεγάλες και ιερές. Οι άνθρωποι που μάχονται στις ερειπωμένες επάλξεις έχουν συνείδηση της σημασίας και του αγώνα και της θυσίας τους. Γνωρίζουν πως το Βυζάντιο θα πέσει, αλλά ότι η τελευταία του ώρα δεν μπορεί παρά να είναι φωτεινή. Γνωρίζουν πως η ευγενής και άσκοπος θυσία –ευγενεστέρα ακριβώς επειδή είναι άσκοπος- αποτελεί χρέος απαράβατο προς τον όγκο του παρελθόντος. Γνωρίζουν πως γράφοντας την τελευταία ηρωική σελίδα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις και τα σύμβολα της αναγέννησης. Η ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία ορισμένων μόνο στιγμών. Απ΄αυτές εξαρτάται πολλές φορές η μακρά πορεία των αιώνων. Και η υπέρτατη θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των αγωνιστών του, κατηύθυνε πράγματι των αιώνων τις τύχες». (Από το βιβλίο του Διονύσιου Ζακυνθινού «Άλωση της Κωνσταντινούπολης και Τουρκοκρατία», 1954)  

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...