20ΝΟΕ
«Επέλαμψεν ημέρα χαρμόσυνος και εορτή πανσεβάσμιος. Σήμερον γαρ η προ τόκου Παρθένος και μετά τόκον Παρθένος μείνασα, εν ναώ Αγίω προσάγεται».
Δια των λόγων τούτων ο ιερός της Εκκλησίας υμνωδός εισοδεύει τους πιστούς εις το μέγα γεγονός, το οποίον συνεορτάζομεν σήμερον. Και ημείς, … «εν ψαλμοίς και ύμνοις, τω Κυρίω άδοντες» τιμώμεν «την αυτού ηγιασμένην σκηνήν, την έμψυχον κιβωτόν, την τόν αχώρητον Λόγον χωρήσασαν… την μόνην εν γυναιξίν ευλογημένην Αγνήν», η οποία προσφέρεται «του ετοιμασθήναι εις κατοίκησιν του Παντάνακτος» και της αποδίδoμεν ευχαριστιακώς τα μύρα της αγάπης και της ευγνωμοσύνης ημών δια την συνεργίαν Αυτής εις την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων.
………………………………………………………………………………………………………
Η Εκκλησία τιμά σήμερον ενταύθα, άπαξ έτι, την Μητέρα της Εκκλησίας και καλεί πάντας να εννοήσωμεν ότι τα Εισόδια της Πανάγνου εις το προαιώνιον σχέδιον του Θεού δια την σωτηρίαν του κόσμου εγένοντο «της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις», ότι η «Παναγία εν Ναώ του Θεού τρανώς δείκνυται και τον Χριστόν τοις πάσι προκαταγγέλλεται» δια να βοήσωμεν έπειτα Αυτή μεγαλοφώνως το «Χαίρε της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις» και να συμψάλωμεν μετά του Αγγέλου της Μεγάλης Εκκλησίας τον Ακάθιστον ύμνον Αυτής ενταύθα, όπου εψάλη το πρώτον.
«Δεύτε προθύμως τη Θεοτόκω προσέλθωμεν και τα εις αυτήν προτελεσθέντα θεία μυστήρια οικονομικώς εποπτεύσωμεν» προτρέπει ο εν Αγίοις Aρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Γερμανός ο Α, κατά την φαιδράν ταύτην εορτήν των Εισοδίων της Μητρός του Κυρίου, η οποία αποτελεί «σήμαντρον ακριβές της εσομένης περί αυτήν δόξης», «προοίμιον της μελλούσης επισκιάζειν αυτή θείας χάριτος» και «γνώρισμα τηλαυγές της υπερβαλλούσης αυτής καθαρότητος». (Γερμανού Α’, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Εγκώμιον εις την Αγίαν Θεοτόκον).
«Δεύτε ίδωμεν» εισερχομένην εις τα Άγια των Αγίων την Παναγίαν, τον γλυκύτατον καρπόν της προσευχής και της αγωνίας των Αγίων και δικαίων θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, την θεόσδοτον θυγατέρα αυτών, την κεχαριτωμένην παρά τω Θεώ, την προωρισμένην δια την υπηρεσίαν του Μυστηρίου της Σαρκώσεως.
«Ταύτην ο Πατήρ μεν προώρισε, προφήται δε δια του πνεύματος προεκήρυξαν, η δε του Πνεύματος αγιαστική δύναμις επιφοιτήσασα εκάθηρε και ηγίασεν» ( Εκδ. ΙΙΙ, 2) κατά τον ιερόν Δαμασκηνόν, ο οποίος αναφέρει ότι οι θεοπάτορες «δια λιτής, ήτοι δια προσευχής, καί επαγγελίας προς Θεού την Θεοτόκον κομίζονται» (Εκδ. IV, 14) και ότι υπ’ αυτών η Παναγία ήδη από μικράν ηλικίαν «τω ιερώ ναώ του Θεού προσάγεται και ανατίθεται» (Β , 7• Εκδ. IV, 14).
Εκεί, εις τον Ναόν, «ο καθαρώτατος Ναός του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και Παρθένος, το ιερόν θησαύρισμα της δόξης του Θεού» «έζη καθάπερ εν παραδείσω…, Θεώ βλεπομένη μόνω, Θεώ τρεφομένη, Θεώ τηρουμένη μόνω, δι’αυτής σκηνώσειν εν ημίν μέλλοντι…». Εκεί «εν τω οίκω Θεού φυτευθείσά τε και πιανθείσα τω Πνεύματι, ωσεί ελαία κατάκαρπος, πάσης αρετής καταγώγιον γέγονε… αγιωσύνην μετέρχεται και ναός άγιος και θαυμαστός του Υψίστου Θεού αναδείκνυται άξιος» (Εκδ. IV,14). Και εκεί ανεδεικνύεται η ιερωτέρα ανθρωπίνη ύπαρξις, η οποία, «ότε ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου», υπούργησε το μέγα μυστήριον της σωτηρίας ημών και κατά τον Άγιον Ανδρέαν Κρήτης «όλη όλω το της Εκκλησίας Νυμφίω ναοποιηθείσα τω τής ενσαρκώσεως θαύματι» εγένετο Εκκλησία και εγέννησε την Εκκλησίαν, αφού οΧριστός «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβεν».
Εις την διακονίαν του φιλανθρώπου θεϊκού σχεδίου δια την σωτηρίαν τού ανθρωπίνου γένους η Παναγία έλαβεν την πρώτην θέσιν, αφού κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν «τον μεν Θεόν Υιόν ανθρώπου εποίησε, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού άπειργάσατο».
Δια τούτο η Παναγία είναι η δυνάμει σωτηρία ημών. Και δια τούτο την αναγνωρίζομενως Μητέρα του Χριστού και Μητέρα ημετέραν, ενός εκάστου και πάντων ομού, Μητέρα της Εκκλησίας. Ζώμεν και κινούμεθα υπό την σκέπην της θεομητορικής στοργής και προστασίας Αυτής και Της αναθέτομεν «την πάσαν ελπίδα» ημών οσάκις ταράσσουσιν ημάς «παθών προσβολαί», οσάκις συνεχόμεθα «πολλοίς πειρασμοίς».Εκείνη είναι η μόνη καταφυγή, απαντοχή και ελπίς ημών, διότι είναι η Δέσποινα τούκόσμου, η σκέπη της ανθρωπότητος, η ακαταίσχυντος προστασία των χριστιανών, ηΜήτηρ πάντων, αδιακρίτως, των υιών του Θεού, των κοπιώντων και πεφορτισμένων, των αμαρτανόντων και μετανοούντων, των εσταυρωμένων, ιδία, τέκνων της πάντοτεΕσταυρωμένης Μεγάλης Εκκλησίας ημών.
Η Εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου γίνεται σήμερον και πάλιν δι’ ημάς υπόμνησις, κλήσις και προσδοκία.
Γίνεται, το πρώτον, υπόμνησις των Εισοδίων του Χριστού εις τον κόσμον και τήν ιστορίαν «δια την ημετέραν σωτηρίαν». Η εορτή των Εισοδίων, όπως άλλως τε και πάσα θεομητορική εορτή, παραπέμπει εις το μέγα γεγονός της Ενανθρωπήσεως τούΚυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η Ενανθρώπησις αποτελεί το μεγαλύτερον δείγμα της θείας αγάπης του Θεού προς τον πεπτωκότα άνθρωπον, διότι ο Θεός Πατήρ «τούιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν» (Ρωμ. η 32). Και «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν.γ 16).
Ο Χριστός έμελλε, κατά τον Αχρίδος Θεοφύλακτον, «πάντας δικαιώσαι χάριτι και λύσας το μεσότοιχον του φραγμού πάσιν ανοίξαι τας των πριν αβάτων εισόδους καίαγιάσας πάντας και καθαρίσας ύδατί τε και Πνεύματι εις τα των αγίων εισδέξασθαιΆγια. Δια ταύτα την Παρθένον προϋποδέχεται και τα νυν επ’αυτή γεγονότα τη προς αυτόν παντός του γένους μετά ταύτα καταλλαγή όμηρα (ενέχυρα) πιστά δίδωσι».
Δια τον λόγον τούτον η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού, «η μητρόπολις πασών τώνεορτών», είναι εορτή αρρήκτως συνδεδεμένη μετά της Εορτής των Εισοδίων. Και δια τούτο από της σήμερον ψάλλομεν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…» προευτρεπίζοντες των γενεθλίων Χριστού τας εισόδους, προευτρεπίζοντες εαυτούς δια την συνάντησιν με τον Ερχόμενον.
Η Εορτή των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνεται, το δεύτερον, υπόμνησις των εισοδίων εις την ζωήν και την ιστορίαν ενός εκάστου εξ ημών. Πάντες εγεννήθημεν, είδομεν το φως της ζωής, ελάβομεν θεία χαρίσματα, απολαμβάνομεν τα μεγαλεία της θείας δημιουργίας έχοντες το προνόμιον της συνδημιουργίας και χαιρόμεθα την μεταξύ ημών κοινωνίαν και την θέσιν ημών εντός του κόσμου και του φυσικούπεριβάλλοντος.
Η Αγία Εκκλησία παιδαγωγεί συνεχώς ημάς εις την ευχαριστιακήν βίωσιν τούτων. Ως παράδειγμα προς μίμησιν αδιαλείπτως προβάλλει την Υπεραγίαν Θεοτόκον, τα εν τώ Ναώ Εισόδια της οποίας σήμερον υπομιμνήσκουσιν ότι ο δρόμος της ζωής ημών δεν δύναται να είναι άλλος από εκείνον, τον οποίον διδασκόμεθα υπ’ Αυτής, ο δρόμος, ο οποίος οδηγεί εις τα Άγια των αγίων της ελευθερίας «της δόξης των τέκνων τούΘεού»(Ρωμ.8,21), ο δρόμος της ταπεινώσεως, της πρακτικής, συνεχούς και κενωτικής αγάπης εις την σχέσιν μας με τον Θεόν, τον συνάνθρωπον και τον κόσμον, ο δρόμος της θυσίας του εαυτού μας και των ιδιοτελειών του, της φιλαυτίας και των εγωϊστικών επιδιώξεών του προς χάριν του πλησίον, όστις δεν είναι εχθρός, ξένος η αντίπαλος αλλά αδελφός και τέκνον ηγαπημένον του Θεού Πατρός.
Η Εορτή των Εισοδίων της Παναγίας γίνεται, το τρίτον, υπόμνησις των Εισοδίων ημών εις την Αγίαν Εκκλησίαν δια του θείου βαπτίσματος, «του λουτρού της παλιγγενεσίας» (Τιτ. 3,5), του μυστηρίου της εν Χριστώ αναγεννήσεως ημών.
Πάντες εβαπτίσθημεν εις την Αγίαν κολυμβήθραν της Εκκλησίας «εις Χριστόν Ιησούν» και «συνετάφημεν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός… ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ.6,4-5). Το βάπτισμα είναι η Ωραία Πύλη, δια της οποίας εισοδεύει ο άνθρωπος εις την Εκκλησίαν, γίνεται μέλος του μυστικού θεανθρωπίνου σώματός της και κοινωνεί τούπληρώματος της ζωής της.
Καλούμεθα, οι πιστοί, να έχωμεν συνεχώς προ οφθαλμών την εικόνα των δια του ιερούβαπτίσματος εισοδίων ημών εν τω αγίω Σώματι της Εκκλησίας και νάεπαναλαμβάνωμεν το «Συντάσσομαι τω Χριστώ» οσάκις το φρόνημα του κόσμου καλεί ημάς να αρνηθώμεν την αληθή πίστιν, να πιστεύσωμεν εις άλλους θεούς, νάαποκαθηλώ-σωμεν, ως άλλοι εικονοκλάσται, από το εικονοστάσιον της καρδίας ημών τον Χριστόν και να παύσωμεν να ζώμεν «σωφρόνως, δικαίως και ευσεβώς εν τω νυν αιώνι»(Τιτ.2,11). Βοηθός ημών εν τω έργω τούτω και πάλιν υπάρχει η Παναγία, η οποία τιμάται εις την ιστορίαν της σωτηρίας ως Εκείνη «δι’ ης ημείς εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν επολιτογραφήθημεν».
Δυνάμεθα να είπωμεν, κατόπιν τούτων, ότι η Εορτή των Εισοδίων αποτελεί κλήσιν προσωπικήν ενός εκάστου εις την αγιότητα. Καλούμεθα να βαδίζωμεν εις την οδόν της θεώσεως, την οδόν της ορθοδόξου πνευματικότητος, να εισοδεύωμεν εις την πνευματικήν, λειτουργικήν και μυστηριακήν ζωήν της Εκκλησίας. Καλούμεθα να εισοδεύωμεν εις τον κρυπτόν της καρδίας ημών άνθρωπον (Α’Πετρ.3,4), να κάνωμεν συνεχώς προσευχητικά Εισόδια εις τους Ιερούς Ναούς, όπου αδιαλείπτως η λατρεία του Θεού επιτελείται, αλλά και να κάνωμεν συνεχώς εισόδια εις το ταμιείον της καρδιακής οικίας μας. Ο Κύριος εκάλεσε πάντας να ευρίσκωνται εν κοινωνία μετ’ αυτού εις το ταμιείον της προσευχής, εκεί όπου «ο Πατήρ… ο βλέπων εν τω κρυπτώαποδώση …εν τω φανερώ» (Ματθ.6,6). Ο άνθρωπος εκεί συνεργάζεται, μετά τούεργαζομένου δια την σωτηρίαν του Θεού, εκουσίως, αφού «βουλομένων… η σωτηρία, ουκ αναγκαζομένων», κατά την έκφρασιν των Πατέρων.
Αυτήν την συνεργασίαν διδάσκει σήμερον η εισερχομένη εις τα Άγια των Αγίων τριετίζουσα Παναγία, διο και αποτελεί πρότυπον δια πάντα χριστιανόν. Αυτήν την συνεργασίαν έχομεν προ οφθαλμών εις την ιεράν εικόνα των Εισοδίων Αυτής. Μίαν συνεργασίαν, η οποία έχει σκοπόν να διδάξη ημάς ότι «ζώμεν, κινούμεθα και εσμέν»εντός του μυστικού σώματος της Εκκλησίας δια να εισέλθωμεν εις την Βασιλείαν των ουρανών, την οποίαν ο Κύριος εγγυάται «δια των ήδη κεχαρισμένων ημίν αγαθών».
Αυτό είναι το τέλος και ο προορισμός των χριστιανών. Η Μεγάλη είσοδος της Θείας Λειτουργίας της ζωής ημών. Όλος ο πνευματικός αγών έχει ταύτην την ενδελέχειαν. Και η ύπαρξις ημών εντός της Εκκλησίας έχει μόνον τούτον τον υψηλόν στόχον. Να εισέλθωμεν εις τα Άγια των Αγίων της κατά Χριστόν ζωής, να λάβωμεν την σταθεράναπόφασιν να ταυτίσωμεν το θέλημα ημών με το του Θεού και να πραγματοποιήσωμεν τα εισόδια ημών εις τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον, δια να δυνηθώμεν, όταν έλθηη κλήσις του Θεού δι’ένα έκαστον εξ ημών, να γίνουν μετά την έξοδον εκ των προσκαίρων τα εισόδιά του εις την Βασιλείαν των ουρανών.
(Απόσπασμα ομιλίας του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Κνωσσού κ.Ευγενίου,που εκφωνήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Σταυροβουνίου κατά την Πατριαρχική και Συνοδική Λειτουργία την 21/11/2006)