Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευεργετινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευεργετινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Αυγούστου 26, 2012

Όποιος έχει αγάπη και ταπείνωση


Ένας γέροντας είπε ,  πώς η ταπείνωση είναι ισχυρότερη από κάθε δύναμη.
Διηγήθηκε μάλιστα και τούτο :
Δύο επίσκοποι γειτονικών επαρχιών είχαν κάποτε μεταξύ τους κάποια παρεξήγηση .
Κι ήταν ο ένας πλούσιος και αυταρχικός , ενώ ο άλλος ταπεινός.
Ο αυταρχικός ζητούσε να κάνει κακό στον ταπεινό.
Το άκουσε αυτός κι έλεγε στους κληρικούς του :
- Θα νικήσουμε  , με τη χάρη του Θεού.
- Ποιος μπορεί , δέσποτα , να τον νικήσει αυτόν ; του έλεγαν οι κληρικοί.
- Κάνετε υπομονή , παιδιά μου , και θα δείτε το έλεος του Θεού , τους απαντούσε εκείνος.
Περίμενε λοιπόν την κατάλληλη ευκαιρία. Και όταν ο άλλος επίσκοπος είχε πανήγυρη κάποιων αγίων μαρτύρων , πήρε τους κληρικούς του και κίνησε , λέγοντάς τους :
- Ακολουθήστε με ! Και ό,τι με βλέπετε να κάνω , αυτό να κάνετε κι εσείς. Και θα τον νικήσουμε !
Καθώς λοιπόν τον ακολουθούσαν , έλεγαν μεταξύ τους :
- Τι πρόκειτε να κάνει άραγε ;
Φτάνοντας , βρήκαν να γίνεται λιτανεία . Κι ήταν συγκεντρωμένη όλη η πόλη.
Τότε ο επίσκοπος  , μαζί με τους κληρικούς του , πέφτει στα πόδια εκείνου του αυταρχικού λέγοντας :
– Συγχώρα μας , δέσποτα , δούλοι σου είμαστε !
Ο άλλος  , κατάπληκτος από το γεγονός , συγκινήθηκε – γιατί ο Θεός αλλοίωσε την καρδιά του – , έπιασε κι αυτός τα πόδια του και του είπε :
– Εσύ είσαι δεσπότης και πατέρας μου !
Από τότε δημιουργήθηκε μεγάλη αγάπη ανάμεσά τους.
και έλεγε στους κληρικούς του ο ταπεινός επίσκοπος :
- Δεν σας έλεγα , παιδιά μου , ότι θα νικήσουμε με την αγαθότητα του Θεού ;  
Κι εσείς λοιπόν , όταν έχετε έχθρα με κάποιον , το ίδιο να κάνετε , και θα νικάτε με τη χάρη του Κυρίου.
πηγή
”  Μικρός  Ευεργετινός ”

Σάββατο, Αυγούστου 25, 2012

Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ἀπελπίζεται



Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ ἀπελπίζεται, ἔστω κι ἂν ἔκανε πολλὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ σωθεῖ μὲ τὴ μετάνοια.
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
Ἁμαρτία θανάσιμη εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μένει ἀμετανόητος. Κανένας δὲν εἶναι τόσο ἀγαθὸς καὶ σπλαγχνικὸς ὅσο ὁ Θεός. Τὸν ἀμετανόητο ὅμως οὔτε Αὐτὸς τὸν συγχωρεῖ.
Πολὺ λυπόμαστε ὅταν κάνουμε ἁμαρτίες. Τὶς αἰτίες τους ὅμως μὲ εὐχαρίστηση τὶς δεχόμαστε».
Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
Πρόσεχε, ἀδελφέ, τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ φέρνει τὴ λύπη στὸν ἄνθρωπο. Γιατὶ εἶναι φοβερὴ ἡ καταδίωξη ποὺ σοῦ κάνει, μέχρι νὰ σὲ ρίξει κάτω. 
Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη, ἀντίθετα, εἶναι χαρὰ γιὰ σένα, γιατὶ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου νὰ στέκεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέει: «Ποῦ θὰ πᾶς γιὰ νὰ ξεφύγεις; Μετάνοια δὲν ἔχεις!», αὐτὸς εἶναι ἐχθρός, ποὺ πασχίζει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐγκράτεια. Γιατὶ ἡ κατὰ Θεὸν λύπη δὲν ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο μὲ ἐπιθετικὴ ὁρμή, ἀλλὰ εἰρηνικά, καὶ τοῦ λέει:
«Μὴ φοβᾶσαι. Ἔλα πάλι». Γνωρίζει, βλέπεις, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος, καὶ τὸν δυναμώνει.
Μὲ γενναιοφροσύνη ἀντιμετώπιζε τοὺς λογισμούς, καὶ θὰ σοῦ γίνουν ἐλαφρότεροι. Γιατὶ ὅποιον τοὺς φοβᾶται, τὸν λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τους.
Ἡ δύναμη ἐκείνων ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, φανερώνεται σὲ τοῦτο: Νὰ μὴ μικροψυχήσουν ἂν συμβεῖ νὰ πέσουν, ἀλλὰ πάλι νὰ ρίχνονται στὸν ἀγῶνα.

Καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ φανερώνεται σὲ τοῦτο: Ὁποιαδήποτε ὥρα ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, τὸν ὑποδέχεται μὲ χαρά, χωρὶς νὰ τοῦ λογαριάζει τὰ προηγούμενα σφάλματά του, ὅπως εἶναι γραμμένο γιὰ τὸν ἄσωτο υἱὸ (Λουκ. 15:11-32). Αὐτὸς ἄφησε τὴν τροφὴ τῶν χοίρων, δηλαδὴ τὰ σαρκικά του θελήματα, καὶ γύρισε ταπεινωμένος στὸν πατέρα του. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε, προστάζοντας ἀμέσως νὰ τοῦ φορέσουν τὴ στολὴ τῆς ἁγνότητας καὶ τὸν ἀρραβῶνα τῆς υἱοθεσίας, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. (πρβλ. Ρωμ. 8:15, 23. Β´ Κορ. 1:22, 5:5. Ἐφ. 1:13-14).
Γιατὶ ὁ Κύριός μας εἶναι ἐλεήμων καὶ θέλει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς εἶπε:
«Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ, ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (πρβλ. Λουκ. 15:7).
Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, ἔχουμε τὸ τόσο μεγάλο ἔλεός Του καὶ τὸν πλοῦτο τῆς εὐσπλαγχνίας Του, ἂς ἐπιστρέψουμε κοντά Του μ᾿ ὅλη μας τὴν καρδιά. Κι Αὐτὸς θὰ μᾶς δεχθεῖ φιλάνθρωπα καὶ θὰ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἀφοῦ ὅμως ἐπιστρέψεις, νὰ κυριαρχεῖς στὴν καρδιά σου καὶ νὰ μὴν πέσεις σὲ ἀκηδία (δηλαδὴ σὲ πνευματικὴ χαυνότητα) λέγοντας, «Πῶς μπορῶ ἐγώ, ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, νὰ φυλάξω ὅλες τὶς ἀρετές;». Ἡ μετάνοια ὅμως δὲν σοῦ ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἐπιστρέψει στὸ Θεό, ἀμέσως ἡ μετάνοιά του τὸν ἀναγεννάει καὶ τοῦ δίνει, σὰν σὲ βρέφος, γάλα ἀπὸ τοὺς ἅγιους μαστούς της, καὶ τὸν ἀνατρέφει σὰν στοργικὴ μάνα. Γιατὶ ὅσο τὸ βρέφος βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του, ἐκείνη τὸ φυλάει κάθε στιγμὴ ἀπὸ κάθε κακό. Κι ὅταν κλάψει, τοῦ δίνει ἀμέσως τὸ μαστό της. Μετά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντοχή του, τὸ χτυπάει λίγο-λίγο καὶ τὸ φοβερίζει, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἔστω κι ἀπὸ φόβο τὸ γάλα της καὶ νὰ μὴν ἔχει καρδιὰ ἀνυπότακτη. Ἂν ὅμως βάλει τὰ κλάματα, τὸ σπλαγχνίζεται -γιατὶ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της βγῆκε- καὶ ἀρχίζει νὰ τὸ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ τὸ καλοπιάνει, ὥσπου νὰ δεχθεῖ τὸ μαστό της. Ἂν κάποιος δείξει στὸ βρέφος χρυσάφι ἢ ἀσῆμι ἢ μαργαριτάρια ἢ ἄλλα πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἐκεῖνο τὰ παρατηρεῖ βέβαια μὲ προσοχή, ὅσο ὅμως βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του, ὅλα τὰ παραβλέπει προκειμένου νὰ θηλάσει.
Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς φροντίσουμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας. Ἂς μείνουμε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς μετάνοιας καὶ ἂς θηλάσουμε γάλα ἀπὸ τοὺς ἅγιους μαστούς της. Ἂς τὴν ἀφήσουμε νὰ μᾶς θρέψει κι ἂς σηκώσουμε τὸν παιδευτικὸ ζυγό της, ὥσπου ν᾿ ἀναγεννηθοῦμε ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ κάνουμε πιὰ τὸ θέλημά Του καὶ νὰ φτάσουμε «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4:13).
Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ
Πρόσεχε, ἀδελφέ, γιατὶ ὁ ἐχθρὸς πολεμάει μὲ διάφορους τρόπους τοὺς ἀγωνιστές. Καὶ πρὶν μὲν πραγματοποιηθεῖ ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρὸς τὴ δείχνει στὰ μάτια τους πολὺ μικρή. Προπαντὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς τόση ἀσήμαντη τὴν παρουσιάζει πρὶν γίνει πράξη, ὥστε φαίνεται στὸν ἀδελφὸ ὅτι σχεδὸν δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ χυθεῖ στὴ γῆ ἕνα ποτῆρι κρύο νερό. Μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ὅμως, ὁ πονηρὸς τὴν παρουσιάζει ὑπερβολικὰ βαριὰ στὰ μάτια ἐκείνου ποὺ ἁμάρτησε, σηκώνοντας ἐναντίον του μύρια κύματα λογισμῶν, ἔτσι ὥστε, πνίγοντας μέσα σ᾿ αὐτὰ τὴ λογικὴ σκέψη τοῦ ἀδελφοῦ, νὰ τὸν καταποντίσει στὸ βυθὸ τῆς ἀπελπισίας.
Κι ἐσὺ λοιπόν, ἀγαπητέ, γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν αὐτὲς τὶς πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, πρόσεχε μὴ σὲ γελάσει καὶ ἁμαρτήσεις. Ἀλλὰ κι ἂν ἔχεις ἤδη πέσει σ᾿ ἕνα παράπτωμα, μὴν τὸ συνεχίζεις, ἀπελπισμένος γιὰ τὴ σωτηρία σου. Σήκω καὶ γύρνα πίσω στὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Κι Ἐκεῖνος θὰ σ᾿ ἐλεήσει. Γιατὶ ὁ Δεσπότης μας εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, καὶ δὲν περιφρονεῖ ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, ἀλλὰ πρόθυμα καὶ μὲ χαρὰ τοὺς δέχεται.
Ὅταν λοιπὸν σοῦ λέει ὁ ἐχθρός, «Χάθηκες, δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ σωθεῖς!», ἐσὺ πές του:
«Ἐγὼ ἔχω Θεὸ εὔσπλαγχνο καὶ μακρόθυμο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπελπίζομαι γιὰ τὴ σωτηρία μου. Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἄφησε ἐντολὴ νὰ συγχωροῦμε τὸ συνάνθρωπό μας «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22), ὁ Ἴδιος, πολὺ περισσότερο, θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνων ποὺ ἐπιστρέφουν κοντά Του μ᾿ ὅλη τους τὴν ψυχή».
Κι ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, θὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τὸν πόλεμο.
Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
Τὶς ἀμελεῖς καὶ ρᾴθυμες ψυχές, ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, κι ἐκεῖνες ποὺ ἀπὸ νωθρότητα δὲν καταφέρνουν νὰ προκόψουν στὴν ἀρετή, καθὼς καὶ ὅσες κυριεύονται εὔκολα ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση, πρέπει νὰ τὶς ἐνθαρρύνουμε. Ἂν μάλιστα παρουσιάσουν ἀκόμα κι ἕνα μικρὸ καλό, νὰ τὸ θαυμάζουμε καὶ νὰ τὸ μεγαλοποιοῦμε. Ἀπεναντίας, καὶ τὰ πιὸ σοβαρὰ καὶ μεγάλα σφάλματά τους, νὰ τὰ χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σὰν πολὺ μικρὰ κι ἀσήμαντα. Γιατὶ ὁ διάβολος, ποὺ θέλει ὅλα νὰ τὰ διαστρέφει γιὰ νὰ μᾶς κολάσει, προσπαθεῖ νὰ κρύβει ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς ἐπιμελεῖς στὴν ἄσκηση τὶς ἁμαρτίες τους, κάνοντάς τους νὰ τὶς ξεχνοῦν, γιὰ νὰ τοὺς ρίξει ἔτσι στὴν ὑπερηφάνεια. Ἐνῷ, ἀντίθετα, στὶς ἀρχάριες καὶ ἀστερέωτες ψυχὲς παρουσιάζει ἐξογκωμένα τὰ ἁμαρτήματά τους, γιὰ νὰ τὶς ρίξει σὲ ἀπελπισία.
Νὰ πῶς πρέπει λοιπὸν νὰ παρηγοροῦμε τὶς ψυχὲς αὐτὲς ποὺ κλονίζονται: Νὰ τοὺς θυμίζουμε τὴν ἀπέραντη συμπάθεια καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Νὰ τὶς βεβαιώνουμε πὼς ὁ Κύριός μας εἶναι πολυέλεος καὶ σπλαγχνικὸς καὶ μακρόθυμος, ἕτοιμος πάντα νὰ ἀνακαλέσει τὴν καταδίκη τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (πρβλ. Ἰωὴλ 2:13). Σ᾿ αὐτὲς τὶς ψυχὲς νὰ φέρνουμε καὶ μαρτυρίες ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφές, ποὺ νὰ φανερώνουν τὴν ἀπροσμέτρητη συμπάθεια τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.
Νὰ τοὺς λέμε, γιὰ παράδειγμα:
•    Πὼς ἡ Ραὰβ ἦταν πόρνη, ἀλλὰ σώθηκε χάρη στὴν πίστη της (Ἰησ. Ναυῆ 2:1 κ.ἔ. Ἑβρ. 11:31).
•    Πὼς ὁ Παῦλος ἦταν διώκτης, ἔγινε ὅμως σκεῦος ἐκλογῆς (Πράξ. 9:1 κ.ἔ.)
•    Καὶ πὼς ὁ λῃστὴς λεηλατοῦσε καὶ σκότωνε, ἀλλὰ μ᾿ ἕναν του μόνο λόγο ἄνοιξε πρῶτος τη θύρα τοῦ παραδείσου (Λουκ. 23:39-43).
•    Νὰ τοὺς λέμε ἀκόμα γιὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (Ματθ. 9:9-13) καὶ τὸν τελώνη (Λουκ. 18:9-14) καὶ τὸν ἄσωτο (Λουκ. 15:11-32)
καὶ κάθε ἄλλη παρόμοια περίπτωση. Καὶ μὲ ὅλ᾿ αὐτὰ νὰ στηρίζουμε τὶς ἀδύνατες ψυχές, γλιτώνοντάς τες ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση.
Τὶς ψυχὲς πάλι ποὺ κυριεύονται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, νὰ τὶς διορθώνουμε μὲ πιὸ ἐντυπωσιακὰ παραδείγματα.
Νὰ ἐνεργοῦμε δηλαδὴ σὰν τοὺς πολὺ ἔμπειρους κηπουρούς, πού, ὅταν δοῦν ἕνα φυτὸ καχεκτικὸ καὶ ἀσθενικό, τὸ ποτίζουν μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ τὸ περιποιοῦνται μὲ πολλὴ φροντίδα, γιὰ ν᾿ ἀναπτυχθεῖ κὰ νὰ δυναμώσει. Ἐνῷ, ἀντίθετα, ὅταν δοῦν σ᾿ ἕνα φυτὸ πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τὰ περιττά, γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦν σύντομα. Ἀλλὰ καὶ οἱ γιατροί, σ᾿ ἄλλους ἀρρώστους συνιστοῦν πολυφαγία καὶ κινητικότητα, ἐνῷ σ᾿ ἄλλους ἐπιβάλλουν μακρόχρονη δίαιτα καὶ ἀκινησία».
Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιῶς, ἂν ἄραγε ὁ Θεὸς δέχεται τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε:
- Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
- Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.
- Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;
***
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἔκανα ἁμαρτία μεγάλη, καὶ θέλω νὰ μείνω σὲ μετάνοια τρία χρόνια.
- Πολὺ εἶναι, τοῦ λέει ὁ γέροντας.
Ρώτησαν τότε κάποιοι, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ:
- Φτάνουν σαράντα μέρες;
- Πολὺ εἶναι, εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς. Ἐγὼ νομίζω πώς, ἂν ἕνας ἄνθρωπος μετανοήσει μ᾿ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει ν᾿ ἁμαρτάνει πιά, ἀκόμα καὶ σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός.
***
Κάποιος ἄλλος ρώτησε πάλι τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσει καὶ μετανοήσει, τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ νὰ κάνουν. Δὲν θὰ τὸ κάνει λοιπόν, πολὺ περισσότερο, ὁ Ἴδιος;
Γιατὶ πρόσταξε τὸν Πέτρο νὰ συγχωρεῖ «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22) ὅσους ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.
***
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
- Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
- Νὰ σηκωθεῖς.
- Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.
- Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.
- Μέχρι πότε;
- Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴ καὶ φεύγει.
***
Σ᾿ ἕναν ἀδελφό, ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, φανερώθηκε ὁ σατανᾶς καὶ τοῦ λέει:
- Δὲν εἶσαι χριστιανός! 
Μὰ ὁ ἀδερφὸς τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὅ,τι καὶ νά᾿ μαι, τώρα σ᾿ ἀφήνω καὶ φεύγω!
- Σοῦ τὸ λέω, θὰ πᾶς στὴν κόλαση! Ἐπέμεινε ὁ σατανᾶς.
- Δὲν εἶσαι σὺ ὁ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου! τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.
Ἔτσι, καθὼς δὲν κατόρθωνε τίποτα ὁ σατανᾶς, σηκώθηκε κι ἔφυγε. Ὁ ἀδελφός, πάλι, μετανόησε εἰλικρινὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἀγωνιστής.
***
Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα:
- Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης λέγοντας, «οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ;» (Ψαλμ. 3:3).
- Ἐννοεῖ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπελπισίας, εἶπε ὁ γέροντας, ποὺ ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες σ᾿ ὅποιον ἁμάρτησε. Τοῦ λένε, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται πιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ ἔτσι προσπαθοῦν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὰ βάραθρα τῆς ἀπογνώσεως. Τέτοιους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς διώχνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ λόγια:
«Κύριος καταφυγή μου, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου» (πρβλ. Ἔξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).
πηγή

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2012

Καλές είναι οι πράξεις, αν φυλάξεις καθαρή τη συνείδηση απέναντι στον συνάνθρωπο...


πηγή


Επισκέφτηκαν κάποτε τον αββά Παμβώ δύο αδελφοί.


Ο ένας τον ρώτησε: "Αββά, εγώ νηστεύω τρώγοντας κάθε δύο μέρες δύο μικρά ψωμιά.
Άραγε θα σωθώ ή βρίσκομαι σε πλάνη;"
Ο άλλος είπε: "Αββά, εγώ με το εργόχειρο μου βγάζω δύο κεράτια[1] την ημέρα.
Κρατώ λίγα νουμία[1] για την τροφή μου και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη.
Άραγε θα σωθώ ή βρίσκομαι σε πλάνη;"


Ο γέροντας δεν τους αποκρίθηκε, αν και τον παρακαλούσαν πολύ.
Μετά από τέσσερις μέρες αποφάσισαν να φύγουν, οι κληρικοί[2] όμως τους ενθάρρυναν
λέγοντας: "Μη στενοχωρηθείτε, αδελφοί, ο Θεός θα σας ανταμείψει.
Γιατί τέτοια συνήθεια έχει ο γέροντας. Δεν βιάζεται να μιλήσει, αν δεν τον φωτίσει ο Θεός".


Πήγαν λοιπόν οι αδελφοί στον γέρονται και του είπαν: "Αββά, προσευχήσου για εμάς".


"Θέλετε να φύγετε;", τους ρώτησε. "Ναι", αποκρίθηκαν.


Άρχισε τότε να γράφει στο χώμα και, αποδίδοντας στον εαυτό του τις πράξεις εκείνων,
μονολογούσε:


"Ο Παμβώ, με το να νηστεύει τρώγοντας κάθε δύο μέρες δύο μικρά ψωμιά,
άραγε γίνεται με αυτό μοναχός; Όχι.


Ο Παμβώ βγάζει με τη δουλειά του δύο κεράτια και τα δίνει ελεημοσύνη.
Άραγε γίνεται με αυτό μοναχός; Όχι ακόμη".


Στράφηκε έπειτα και είπε στους αδελφούς:"
Καλές είναι οι πράξεις, αν όμως φυλάξεις καθαρή τη συνείδηση απέναντι
στον συνάνθρωπο, τότε θα σωθείς".


Και εκείνοι, ικανοποιημένοι με την απάντηση, έφυγαν γεμάτοι χαρά.



[1] Το κεράτιον ήταν μικρό ασημένιο νόμισμα, ενώ το νουμίον
ήταν νόμισμα ευτελούς αξίας: 300 νουμία έκαναν ένα κεράτιον.


[2] Εννοεί τους ιερείς του μοναστικού οικισμού, όπου ζούσε ο γέροντας


Ευεργετινός, Τόμος Γ΄

Τρίτη, Ιουλίου 10, 2012

Ὅποιος θέλει νὰ σωθεί . Μικρὸς Ευεργετινός


ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΑΡΕΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.(ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ)

Ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος εἶπε:
- Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει σωστὰ ὅσα δὲν ξέρει ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε. Ἂν δὲν θέλει νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, τότε δὲν εἶναι καλά. Γιατὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας βρίσκεται στὴν ἔλλειψη τῆς διδαχῆς καὶ στὴν ἀνορεξία τοῦ θείου λόγου, ποὺ τὸν πεινάει πάντα ἡ φιλόθεη ψυχή. 
***
Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:
- Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια. Γιατὶ στοὺς ἐνάρετους ὑπάρχουν πολλά, καὶ ἐξωτερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, ποὺ φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους: τὸ χρῶμα, ποὺ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία, ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας, ἡ ἁπλότητα τοῦ ἤθους, ἡ σεμνότητα στὰ λόγια, τὸ ἀπέριττο στὶς λέξεις, ἡ σύνεση στὶς σκέψεις, ἡ προσοχὴ στὶς ἐκδηλώσεις. Ὅλα τοῦτα ὠφελοῦν ὑπερβολικὰ ὅσους τὰ παρατηροῦν, καὶ ἀποτυπώνουν στὶς ψυχές 
τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.
Ἕνας γέροντας – διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς – ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ 
τοῦ δώσει τοῦτο τὸ χάρισμα: Ὅταν γίνεται πνευματικὴ συζήτηση, νὰ μὴ νυστάζει ποτέ, ὅταν ὅμως κανεὶς ἀργολογεῖ ἢ κατακρίνει, τότε νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, γιὰ νὰ μὴ μολύνονται τ᾿ αὐτιά του μὲ τέτοιο δηλητήριο. Καὶ πραγματικά, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε.
Ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ γέροντας, πὼς ὁ διάβολος εἶναι θιασώτης τῆς ἀργολογίας καὶ ἀντίπαλος κάθε πνευματικῆς διδαχῆς.
Ἐπιβεβαίωνε μάλιστα τὸ λόγο του μὲ τοῦτο τὸ παράδειγμα:
- Μιὰ φορά, καθὼς μιλοῦσα γιὰ ψυχωφελῆ ζητήματα σὲ κάποιους ἀδελφούς, τόσο πολὺ νύσταξαν, ποὺ δὲν μποροῦσαν οὔτε τὰ βλέφαρά τους νὰ κουνήσουν. Κι ἐγὼ τότε, θέλοντας νὰ φανερώσω πὼς αὐτὸ συμβαίνει ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἄρχισα ν᾿ ἀργολογῶ. Στὴ στιγμὴ ξενύσταξαν κι ἔγιναν ὁλόχαροι! Ἀναστέναξα καὶ τοὺς εἶπα: «Δέστε, ἀδελφοί μου! Ὅσο μιλούσαμε γιὰ οὐράνια πράγματα, τὰ μάτια ὅλων σας τὰ ἔκλεινε ὁ ὕπνος. Μόλις ὅμως ἀκούστηκαν λόγια μάταια, ὅλοι ξενυστάξατε καὶ ἀκούγατε πρόθυμα. Σὰς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ συναισθανθεῖτε τὴν ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ δαίμονα, κι ἔτσι νὰ εἶστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τὸ νυσταγμό, κάθε φορὰ ποὺ κάνετε ἢ ἀκοῦτε κάτι πνευματικό». 
***
Τρεῖς πατέρες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνουν κάθε χρόνο στὸν μακάριο Ἀντώνιο. Ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ δυὸ τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ τρίτος ὅμως σώπαινε καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦρθαν πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἔτσι πάντα σώπαινε, μὴ ρωτώντας τὸ παραμικρό, τοῦ λέει κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
- Μὰ τόσον καιρὸ ἔχεις ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ, καὶ δὲν μὲ ρωτᾷς τίποτα;
Ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε:
- Μοῦ φτάνει μόνο ποὺ σὲ βλέπω, πάτερ. 
***
Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὅτι ὅσο ζοῦσαν οἱ γέροντες, ποὺ ἔμεναν δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ κελί του, πήγαινε καὶ τοὺς συναντοῦσε δυὸ φορὲς τὸ μήνα. Τοὺς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι ἐκεῖνοι δὲν τοῦ ἔλεγαν τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τοῦτο:
«Ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, μὴ λογαριάζεις τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση».
Διηγήθηκαν γιὰ ἕνα γέροντα, ὅτι νήστεψε ἑβδομήντα ἑβδομάδες, τρώγοντας μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, καὶ παρακαλώντας στὸ διάστημα αὐτὸ τὸ Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει τὴ σημασία ἑνὸς χωρίου τῆς Γραφῆς. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὴν ἀποκάλυψε.
Λέει τότε μέσα του:
«Νά, τόσους κόπους ἔκανα, καὶ τίποτα δὲν κατόρθωσα. Ἂς πάω λοιπὸν στὸν ἀδελφό μου καὶ ἂς τὸν ρωτήσω».
Φεύγοντας ὅμως, καθὼς ἔκλεινε πίσω τοῦ τὴν πόρτα, ἔστειλε ὁ Κύριος ἕναν ἄγγελο, ποὺ τοῦ εἶπε:
- Οἱ ἑβδομήντα ἑβδομάδες τῆς νηστείας σου δὲν ἔφτασαν στὸ Θεό.
Ὅταν ὅμως ταπεινώθηκες καὶ κίνησες νὰ πᾶς στὸν ἀδελφό σου, Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ ρητό.
Καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ σημασία τοῦ χωρίου ποὺ ζητοῦσε, ἀναχώρησε. 
***
Εἶπε κάποιος γέροντας:
- Αὐτὸς ποὺ μπαίνει σὲ ἀρωματοπωλεῖο, κι ἂν ἀκόμα δὲν ἀγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως ἐπάνω του κάποια εὐωδία. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐπισκέπτεται τοὺς πατέρες. Ἂν θελήσει νὰ ἐργαστεῖ πνευματικά, τοῦ δείχνουν τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, ποὺ τὸν προστατεύει σὰν τεῖχος ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν δαιμόνων. 
***
Πῆγε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του καὶ μερικοὺς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Ἀββᾶ νὰ τοὺς πεῖ ὠφέλιμο λόγο. Ὁ γέροντας ὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ ὥρα πολλή, ὁπότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
- Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο;
- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν.
- Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος, εἶπε ὁ γέροντας. Γιατὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ρωτοῦσαν τοὺς γέροντες καὶ ἔκαναν ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς συμβούλευαν, ὁ Θεὸς ἔδινε λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ρωτοῦσαν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτᾶνε ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ λόγου ἀπὸ τοὺς γέροντες. Δὲν βρίσκουν πιὰ τί νὰ ποῦν, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς.
Ὅταν τὸν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες, ἀναστέναξαν καὶ εἶπαν:
- Προσευχήσου γιὰ μᾶς, Ἀββᾶ. 

Τρίτη, Αυγούστου 09, 2011

Ο διακριτικός υποτακτικός.Διήγηση από Ευεργετινο.

Κάποτε ζούσε ένας αναχωρητής πάρα πολύ διακριτικός. Αυτός ήθελε να μένει  στα κελιά, αλλά προς το παρόν δεν εύρισκε κελί. Ένας άλλος Γέροντας, όταν έμαθε για τον αναχωρητή, και επειδή είχε ένα παράμερο κελλί άδειο, τον παρεκάλεσε να καθίσει σ’ εκείνο, μέχρις ότου βρει άλλο καλύτερο. Πράγματι ο αναχωρητής πήγε και κάθισε εκεί.
Μερικοί όμως από αυτούς που κατοικούσαν σε εκείνο τον τόπο έρχονταν προς τον αναχωρητή  σαν να έρχονταν σε ξένο και ο καθένας  απ’ αυτούς  έφερνε ό,τι μπορούσε-και αυτός τους δεχόταν και τους φιλοξενούσε.
Ο Γέροντας που του πρόσφερε το κελί άρχισε να τον φθονεί, να τον κακολογεί και να λέει: εγώ, αν και έχω τόσα χρόνια εδώ με αυστηρή άσκηση, εν τούτοις κανείς δεν έρχεται σε μένα· και αυτός ο απατεώνας λίγες ημέρες έχει και κοίταξε πόσοι τον επισκέπτονται. Αμέσως δε λέει  στο μαθητή του.
- Πήγαινε και πες του να φύγει γρήγορα, διότι το χρειάζομαι το κελλί.
Πράγματι ο υποτακτικός πήγε στον αναχωρητή και του λέει.
-Ο Γέροντάς μου ερωτά πώς είσαι;

-Να εύχεται δι’ εμέ, διότι έχει βαρύνει το στομάχι μου.
Όταν επέστρεψε στο κελί του, λέει στο Γέροντα που τον έστειλε.
-Μου είπε ο Γέροντας, ότι αναζητεί άλλο κελί και φεύγει.
Μετά δύο ημέρες λέει πάλι ο Γέροντας στον υποτακτικό του.
-Πήγαινε και πες του, ότι εάν δεν αναχωρήσει από το κελλί, εγώ θα έρθω να τον διώξω με το ξύλο.
Ο υποτακτικός ήλθε στον αναχωρητή και του είπε.
-Άκουσε ο Γέροντάς μου ότι είσαι άρρωστος και λυπάται και με έστειλε να σε επισκεφθώ.
Και ο αναχωρητής του απάντησε.
-Πες του, ότι με τις ευχές του έγινα καλά.
Όταν επέστρεψε ο υποτακτικός, λέει στο Γέροντά του.
-Μου είπε ότι, μέχρι την Κυριακή φεύγω με το θέλημα του Θεού.
Όταν λοιπόν έφθασε η Κυριακή και δεν έφυγε ο αναχωρητής από το κελί, πήρε ο Γέροντας ένα  ραβδί και πήγε για να τον δείρει και να τον διώξει.
Ενώ όμως πήγαινε, του λέει ο υποτακτικός.
-Πηγαίνω, Γέροντα, εγώ γρηγορότερα, μη τυχόν ευρίσκονται τίποτε άνθρωποι εκεί και σκανδαλισθούν.
Ο Γέροντας του το επέτρεψε. Πρότρεξε τότε ο υποτα­κτικός και λέει στον αναχωρητή.
-Έρχεται ο Γέροντάς μου να σε παρακαλέσει και να σε πάρει  στο κελλί του.
Ο αναχωρητής μόλις άκουσε για την αγάπην του Γέροντα, βγήκε από το κελί να τον προϋπαντήσει, και μόλις τον είδε, του έβαλε μετάνοια από μακρυά και του λέει:
-Μη κουράζεσαι, Πάτερ· εγώ έρχομαι προς την αγιοσύνη σου.
Βλέποντας ο Θεός την καλοπροαίρετη εργασία του υποτακτικού, συγκίνησε την καρδιά του Γέροντα και, αφού πέταξε εκείνος το ραβδί, έτρεξε να τον ασπαστεί. Πράγματι τον ασπάσθηκε και τον πήρε μαζί του στο κελί, σαν να μην είχε ακούσει ο αναχωρητής τίποτε από όσα είπε εναντίον του ο Γέροντας. Όταν έφθασαν στο κελί, ρώτησε τον υποτακτικό του.
-Τίποτε δεν του είπες από όσα σου είπα;
-Όχι, απάντησε ο υποτακτικός.
Όταν το πληροφορήθηκε αυτό, χάρηκε ο Γέροντας και αντιλήφθηκε ότι ο φθόνος του οφειλόταν στο διάβολο και τον μεν αναχωρητή τον ανέπαυσε και τον περιποιήθηκε, στη συνέχεια δε πέφτει  στα πόδια του υποτακτικού του και του λέει.
-Συ πλέον πρέπει να είσαι Γέροντας και εγώ υποτακτικός σου, διότι με την εργασία σου σώθηκαν και των δύο μας οι ψυχές.

(Ευεργετινός)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...