Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευεργετινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευεργετινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Μαρτίου 27, 2013

Ιστορία απ' το γεροντικό


Ένας στρατιώτης ρώτησε τον αββά Μιώς, αν άραγε ο Θεός δέχεται τη μετάνοια του αμαρτωλού. Και ο αββάς, αφού τον δίδαξε με πολλούς τρόπους, είπε:
- Πες μου, αγαπητέ. Αν σκιστεί το χιτώνιό σου, το πετάς;
- Όχι, απάντησε εκείνος. Το ράβω και το χρησιμοποιώ πάλι.
- Αν, λοιπόν, εσύ λυπάσαι το ρούχο σου, του είπε τότε ο γέροντας, δε θα λυπηθεί ο Θεός το δικό του πλάσμα;

απ' τον Μικρό Ευεργετινό, εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου

πηγή

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27, 2013

Ταπεινοφροσύνη - Κατάκριση - Σωτηρία




του αββά Ησαΐα, Από τον Μικρό Ευργετινό:
Όποιος έχει ταπεινοφροσύνη, γλώσσα δεν έχει για να ελέγξει τον έναν που είναι αμελής ή τον άλλον που είναι ασεβής· ούτε μάτια έχει, για να παρατηρεί τα ελαττώματα άλλου· ούτε αυτιά έχει, για να ακούει όσα δεν ωφελούν την ψυχή του· και δεν έχει να μιλήσει σε κανέναν για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τις αμαρτίες του· αλλά και με όλους τους ανθρώπους έχει ειρηνικές σχέσεις όχι για κάποια φιλία, αλλά για χάρη της εντολής του Θεού (Μάρκ. 9:50).
Αν κανείς δεν βαδίζει τον δρόμο τούτο (της ταπεινοφροσύνης), ακόμα κι αν νηστεύει (αυστηρά, τρώγοντας κάθε) έξι μέρες ή επιδοθεί σε (οποιουσδήποτε) μεγάλους αγώνες, χαμένοι πηγαίνουν όλοι του οι κόποι.

πηγή /  αντιγραφή

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013

ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΑΡΕΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. (ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ)





Ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος εἶπε:

- Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει σωστὰ ὅσα δὲν ξέρει ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε. Ἂν δὲν θέλει νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, τότε δὲν εἶναι καλά. Γιατὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας βρίσκεται στὴν ἔλλειψη τῆς διδαχῆς καὶ στὴν ἀνορεξία τοῦ θείου λόγου, ποὺ τὸν πεινάει πάντα ἡ φιλόθεη ψυχή.

***


Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:...

- Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια. 
Γιατὶ στοὺς ἐνάρετους ὑπάρχουν πολλά, καὶ ἐξωτερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, ποὺ φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους: τὸ χρῶμα, ποὺ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία, ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας, ἡ ἁπλότητα τοῦ ἤθους, ἡ σεμνότητα στὰ λόγια, τὸ ἀπέριττο στὶς λέξεις, ἡ σύνεση στὶς σκέψεις, ἡ προσοχὴ στὶς ἐκδηλώσεις. Ὅλα τοῦτα ὠφελοῦν ὑπερβολικὰ ὅσους τὰ παρατηροῦν, καὶ ἀποτυπώνουν στὶς ψυχές 
τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.
***

Ἕνας γέροντας - διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς - ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ 
τοῦ δώσει τοῦτο τὸ χάρισμα: Ὅταν γίνεται πνευματικὴ συζήτηση, νὰ μὴ νυστάζει ποτέ, ὅταν ὅμως κανεὶς ἀργολογεῖ ἢ κατακρίνει, τότε νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, γιὰ νὰ μὴ μολύνονται τ᾿ αὐτιά του μὲ τέτοιο δηλητήριο. Καὶ πραγματικά, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε.


Ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ γέροντας, πὼς ὁ διάβολος εἶναι θιασώτης τῆς ἀργολογίας καὶ ἀντίπαλος κάθε πνευματικῆς διδαχῆς.

Ἐπιβεβαίωνε μάλιστα τὸ λόγο του μὲ τοῦτο τὸ παράδειγμα:

- Μιὰ φορά, καθὼς μιλοῦσα γιὰ ψυχωφελῆ ζητήματα σὲ κάποιους ἀδελφούς, τόσο πολὺ νύσταξαν, ποὺ δὲν μποροῦσαν οὔτε τὰ βλέφαρά τους νὰ κουνήσουν. Κι ἐγὼ τότε, θέλοντας νὰ φανερώσω πὼς αὐτὸ συμβαίνει ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἄρχισα ν᾿ ἀργολογῶ. Στὴ στιγμὴ ξενύσταξαν κι ἔγιναν ὁλόχαροι! Ἀναστέναξα καὶ τοὺς εἶπα: «Δέστε, ἀδελφοί μου! Ὅσο μιλούσαμε γιὰ οὐράνια πράγματα, τὰ μάτια ὅλων σας τὰ ἔκλεινε ὁ ὕπνος. Μόλις ὅμως ἀκούστηκαν λόγια μάταια, ὅλοι ξενυστάξατε καὶ ἀκούγατε πρόθυμα. Σὰς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ συναισθανθεῖτε τὴν ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ δαίμονα, κι ἔτσι νὰ εἶστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τὸ νυσταγμό, κάθε φορὰ ποὺ κάνετε ἢ ἀκοῦτε κάτι πνευματικό».
***

Τρεῖς πατέρες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνουν κάθε χρόνο στὸν μακάριο Ἀντώνιο. Ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ δυὸ τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ τρίτος ὅμως σώπαινε καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦρθαν πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἔτσι πάντα σώπαινε, μὴ ρωτώντας τὸ παραμικρό, τοῦ λέει κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

- Μὰ τόσον καιρὸ ἔχεις ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ, καὶ δὲν μὲ ρωτᾷς τίποτα;

Ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε:

- Μοῦ φτάνει μόνο ποὺ σὲ βλέπω, πάτερ.

***


Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὅτι ὅσο ζοῦσαν οἱ γέροντες, ποὺ ἔμεναν δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ κελί του, 
πήγαινε καὶ τοὺς συναντοῦσε δυὸ φορὲς τὸ μήνα. Τοὺς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι ἐκεῖνοι δὲν τοῦ ἔλεγαν
 τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τοῦτο:

«Ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, μὴ λογαριάζεις τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση».

Διηγήθηκαν γιὰ ἕνα γέροντα, ὅτι νήστεψε ἑβδομήντα ἑβδομάδες, τρώγοντας μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, καὶ 
παρακαλώντας στὸ διάστημα αὐτὸ τὸ Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει τὴ σημασία ἑνὸς χωρίου τῆς Γραφῆς. 
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὴν ἀποκάλυψε.

Λέει τότε μέσα του:

«Νά, τόσους κόπους ἔκανα, καὶ τίποτα δὲν κατόρθωσα. Ἂς πάω λοιπὸν στὸν ἀδελφό μου καὶ ἂς τὸν ρωτήσω».

Φεύγοντας ὅμως, καθὼς ἔκλεινε πίσω τοῦ τὴν πόρτα, ἔστειλε ὁ Κύριος ἕναν ἄγγελο, ποὺ τοῦ εἶπε:

- Οἱ ἑβδομήντα ἑβδομάδες τῆς νηστείας σου δὲν ἔφτασαν στὸ Θεό.

Ὅταν ὅμως ταπεινώθηκες καὶ κίνησες νὰ πᾶς στὸν ἀδελφό σου, Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ ρητό.

Καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ σημασία τοῦ χωρίου ποὺ ζητοῦσε, ἀναχώρησε.
***

Εἶπε κάποιος γέροντας:

- Αὐτὸς ποὺ μπαίνει σὲ ἀρωματοπωλεῖο, κι ἂν ἀκόμα δὲν ἀγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως ἐπάνω του
 κάποια εὐωδία. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐπισκέπτεται τοὺς πατέρες. Ἂν θελήσει νὰ ἐργαστεῖ 
πνευματικά, τοῦ δείχνουν τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, ποὺ τὸν προστατεύει σὰν τεῖχος ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν δαιμόνων.
***

Πῆγε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του καὶ μερικοὺς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπὸν
 τὸν Ἀββᾶ νὰ τοὺς πεῖ ὠφέλιμο λόγο. Ὁ γέροντας ὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ ὥρα
 πολλή, ὁπότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

- Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο;

- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν.

- Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος, εἶπε ὁ γέροντας. Γιατὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ρωτοῦσαν τοὺς γέροντες καὶ ἔκαναν
 ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς συμβούλευαν, ὁ Θεὸς ἔδινε λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ρωτοῦσαν.
 Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτᾶνε ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ λόγου ἀπὸ 
τοὺς γέροντες. Δὲν βρίσκουν πιὰ τί νὰ ποῦν, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς.

Ὅταν τὸν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες, ἀναστέναξαν καὶ εἶπαν:

- Προσευχήσου γιὰ μᾶς, Ἀββᾶ.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2012

Να μην αναβάλλουμε τη μετάνοια για το μέλλον. Μετά το θάνατο δεν υπάρχει διόρθωση.

πηγή


ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ
Πώς πρέπει να μετανοούμε. Να μην αναβάλλουμε 
τη μετάνοια για το μέλλον.
Μετά το θάνατο δεν υπάρχει διόρθωση.




Από το Γεροντικό


Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό:
- Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού! Στείλε μου λοιπόν κεραυνό ή 
καμιάν άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι 
έτσι έρθει σε φόβο η πωρωμένη μου ψυχή.
            Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε:
- Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, 
και πώς είναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου. Γι΄ αυτό
και δεν τολμώ να Σου ζητήσω να με συγχωρέσεις. 
Αν όμως είναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαγχνία
 Σου. Αν πάλι είναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με 
στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη. Κι αν είναι 
και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της
 τιμωρίας και αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε 
μόνο από τώρα να με τιμωρείς. Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά,
όχι με την οργή Σου, Δέσποτα.
Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι
 αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα και 
ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και
ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες.
Μια μέρα καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε,
θρηνώντας και φωνάζοντας σπαραχτικά, από την
πολλή του λύπη, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.
Και να! Παρουσιάζεται μπροστά του ο Χριστός και του
λέει με φωνή γεμάτη ιλαρότητα:
- Τι έχεις, άνθρωπέ μου; Γιατί κλαις έτσι;
Ο αδελφός Τον αναγνώρισε και αποκρίθηκε έντρομος:
- Γιατί έπεσα, Κύριε!
- Έ, σήκω!
- Δεν μπορώ, Δέσποτα, αν δεν μου δώσεις το χέρι Σου!
Τότε Εκείνος άπλωσε το χέρι Του, έπιασε τον αδελφό 
και τον σήκωσε.
Μά κι όταν αυτός σηκώθηκε, συνέχισε να θρηνεί.
- Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου; Γιατί είσαι λυπημένος; του
ξαναλέει ο Κύριος με απαλή και ιλαρή πάλι φωνή.
- Δεν θέλεις, Κύριε, να κλαίω και να λυπάμαι, απάντησε ο
αδελφός, πού τόσο πολύ Σε πίκρανα, αν και απόλαυσα τόσα
αγαθά από Σένα;
Εκείνος άπλωσε ξανά το χέρι Του, τ΄ ακούμπησε στο 
κεφάλι του αδελφού και του είπε:
- Μη λυπάσαι πιά. Γιατί αν έδωσα το αίμα μου για σένα,
 πολύ περισσότερο θα δώσω συγχώρηση και σε σένα και
σε κάθε άλλη ψυχή που γνήσια μετανοεί.
Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε
 την καρδιά του γεμάτη χαρά. Έτσι πληροφορήθηκε
πώς ο Θεός τον ελέησε. Κι από τότε ζούσε με
πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας Τον.

 +++


Είπε ένας γέροντας:
- Αν πέσεις σε μιάν αμαρτία και σηκωθείς κι αρχίσεις 
να θλίβεσαι και να μετανοείς γι΄ αυτήν, πρόσεξε να μη
σταματήσεις τη λύπη και τους στεναγμούς ενώπιον του Κυρίου ως την ημέρα του θανάτου σου. Αλλιώς θα πέσεις πάλι γρήγορα στον ίδιο βόθρο. Η κατά Θεόν λύπη είναι για την ψυχή χαλινάρι, πού δεν την αφήνει να πέσει.


+++


Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
Αββά, ήταν δύο άνθρωποι, ο ένας μοναχός και ο άλλος 
κοσμικός. Μια νύχτα ο μοναχός αποφάσισε να πετάξει
 το σχήμα του μόλις θα ξημέρωνε. Ο κοσμικός πάλι
 αποφάσισε να γίνει μοναχός. Και οι δυο όμως πέθαναν
την ίδια νύχτα, κι έτσι δεν πρόφτασαν να πραγματοποιήσουν 
τις προθέσεις τους. Σαν τι θα θεωρηθούν άραγε;
Και ο γέροντας αποκρίθηκε:
- Ο μοναχός πέθανε σαν μοναχός και ο κοσμικός πέθανε
σαν κοσμικός. Γιατί έφυγαν στην κατάσταση πού βρέθηκαν.


+++


Διηγούνταν για κάποιον γέροντα, πώς, όταν οι
λογισμοί του έλεγαν, «Άφησε σήμερα, και 
αύριο μετανοείς», τους πολεμούσε λέγοντας:
- «Όχι! Σήμερα θα μετανοήσω, και αύριο ας γίνει το
θέλημα του Θεού».


+++


Είπε ένας γέροντας: «Κακία που δεν πραγματοποιήθηκε,
κακία δεν είναι. Και αρετή πού δεν πραγματοποιήθηκε,
αρετή δεν είναι».


+++



Του αββά Ισαάκ


Σ΄ αυτά που έχασες την αρετή, σ΄ αυτά να την 
αποκτήσεις και πάλι. Χρωστάς χρυσάφι στο Θεό; Δεν 
δέχεται να του δώσεις μαργαριτάρι. Έχασες, για 
παράδειγμα, την αγνεία σου; Ο Θεός δεν δέχεται 
από σένα ελεημοσύνη, όσο επιμένεις στην πορνεία.
 Σου ζητάει τον εξαγνισμό του σώματος, επειδή αυτή
την εντολή αθέτησες, νικημένος από το φθόνο του
διαβόλου. Τι κι αν πολεμάς τον ύπνο αγρυπνώντας; 
Τι κι αν καταγίνεσαι με τη νηστεία; Καθόλου δεν
θα σε ωφελήσουν αυτά ενάντια σ΄ εκείνο το πάθος.
Γιατί κάθε αρρώστια, είτε ψυχική είτε σωματική,
με τα δικά της και κατάλληλα φάρμακα θεραπεύεται.
Όποιος πέφτει στην αμαρτία για δεύτερη φορά, 
με την ελπίδα της κατοπινής μετάνοιας, αυτός 
πορεύεται με πανουργία ενώπιον του Θεού. 
Τον άνθρωπο αυτόν τον βρίσκει απροσδόκητα
 ο θάνατος. Κι έτσι δεν φτάνει στον καιρό πού,
σύμφωνα με την ελπίδα του, θα μετανοούσε.



Του αγίου Εφραίμ


Αδελφοί, ο τωρινός καιρός είναι καιρός για
μετάνοια. Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος, πού δεν
έπεσε καθόλου στα δίχτυα του εχθρού. Μακάριος
 είναι για μένα κι εκείνος πού έπεσε στα δίχτυα του, 
αλλά κατόρθωσε να τα σκίσει και να του ξεφύγει
όσο βρίσκεται στην παρούσα ζωή. Αυτός, ζώντας 
ακόμα σωματικά, μπόρεσε να ξεφύγει από τον πόλεμο
και να σωθεί, όπως ξεγλιστράει το ψάρι από το δίχτυ. 
Γιατί το ψάρι, και να πιαστεί, αν σκίσει το δίχτυ και
 ορμήσει προς το βυθό, όσο βέβαια είναι ακόμα στο νερό,
σώζεται. Αν όμως το τραβήξουν στη στεριά, τότε πιά δεν 
μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του. 
Έτσι κι εμείς. Όσο είμαστε σ΄ αυτή τη ζωή, έχουμε 
πάρει τη δύναμη και την εξουσία από το Θεό να 
σπάσουμε μόνοι μας τις αλυσίδες των θελημάτων του εχθρού,
να πετάξουμε το φορτίο των αμαρτιών μας με τη
 μετάνοια και να σωθούμε, κερδίζοντας τη βασιλεία 
των ουρανών. Αν όμως μας προφτάσει το φοβερό εκείνο
πρόσταγμα, αν η ψυχή χωριστεί από το σώμα και
το σώμα μπει στον τάφο, τότε δεν μπορούμε πιά να
 βοηθήσουμε τον εαυτό μας - όπως ακριβώς συμβαίνει
και με το ψάρι, πού το τράβηξαν απ΄ το νερό και το 
έκλεισαν μέσα σε δοχείο. Αδελφέ, μην πεις,
«Σήμερα αμαρτάνω και αύριο μετανοώ»,
 γιατί δεν έχεις σιγουριά.
Στον Κύριο ανήκει η φροντίδα για το αύριο.



Του αββά Μάρκου


Αν κάποιος πέσει σε μιάν αμαρτία και δεν λυπηθεί
 ανάλογα με το σφάλμα του, εύκολα θα ξαναπιαστεί
 στο ίδιο δίχτυ.

Όταν αποφεύγεις την κακοπάθεια και τους 
εξευτελισμούς, μην ισχυρίζεσαι πώς θα μετανοήσεις
με άλλες αρετές, γιατί η κενοδοξία και η αποφυγή της
κακοπάθειας από τη φύση τους υποδουλώνουν στην 
αμαρτία ακόμα και με εύλογες προφάσεις.







Σάββατο, Σεπτεμβρίου 01, 2012

Η ελεημοσύνη έλκει τη Χάρη του Θεού


Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, που έγραψε τους βίους των αγίων της Ιταλίας σε μορφή διαλόγου κι έγινε πάπας και πατριάρχης της Ρώμης, πριν χειροτονηθεί αρχιερέας ήταν μοναχός και ηγούμενος της μονής του αγίου Ανδρέα, που είχε την επωνυμία Κλιοσκαίρη.
Μια μέρα λοιπόν, ενώ καθόταν στο κελλί του και καλλιγραφούσε, ήρθε ένα φτωχός. Ο άγιος, σαν αληθινός δούλος του Χριστού, κάλεσε το διακονητή του και τον πρόσταξε να του δώσει έξι νομίσματα. Εκείνος εκπλήρωσε την εντολή του.
Την ίδια μέρα όμως και ύστερα από λίγη ώρα, ξανάρχεται ο φτωχός στον άγιο και του λέει:
-Ελέησέ με, δούλε του Θεού του Υψίστου, γιατί έχασα πολλά και μου έδωσες λίγα!
Ο άγιος φώναξε πάλι τον υποτακτικό του.
-Πήγαινε, αδελφέ, του είπε, και δώσ’ του άλλα έξι νομίσματα.
Ο αδελφός το έκανε, και ο φτωχός έφυγε, έχοντας τώρα δώδεκα νομίσματα.
Αλλά μετά από λίγο έρχεται πάλι ο φτωχός, για Τρίτη φορά μέσα στην ίδια μέρα, λέγοντας:
-Ελέησέ με, δούλε του Θεού του Υψίστου! Δώσε μου κι άλλη ευλογία, γιατί πολλά έχασα!
Ξανακάλεσε το διακονητή του ο άγιος και του λέει:
-Δώσ’ του, αδελφέ, άλλα έξι νομίσματα.
Μα τούτη τη φορά ο αδελφός αποκρίθηκε:
-Πίστεψέ με, πάτερ, πως δεν έχει μείνει ούτε ένα νόμισμα στο ταμείο.
Τότε τον ρωτάει ο μακάριος Γρηγόριος:
-Δεν έχεις λοιπόν κάποιο σκεύος ή ρούχο να του δώσεις;
-Άλλο σκεύος, άγιε πάτερ, δεν έχουμε, παρά μόνο το ασημένιο λεκανάκι, που μας έστειλε, όπως συνηθίζει, η μεγάλη κυρία με λίγα βρεγμένα όσπρια.
-Πήγαινε, αδελφέ, και δωσ’ του το λεκανάκι, είπε ο δούλος του Θεού.
Εκείνος έκανε ό,τι τον πρόσταξε ο μακάριος. Και ο φτωχός, αφού πήρε μαζί με τα δώδεκα νομίσματα και το ασημένιο σκεύος, έφυγε.
Όταν ο άγιος Γρηγόριος έγινε πατριάρχης, έδωσε μια μέρα εντολή στο σακελλάριό του, σύμφωνα με μια συνήθεια των τότε πατριαρχών, να καλέσει δώδεκα άτομα για να φάνε μαζί του. Εκείνος έκανε όπως τον πρόσταξε. Όταν όμως κάθισαν στο τραπέζι, ο άγιος έβλεπε δεκατρείς. Κάλεσε λοιπόν το σακελλάριο και του λέει:
-Δεν σου είπα να καλέσεις δώδεκα άτομα; Πώς τότε, παρά την υπόδειξή μου, κάλεσες δεκατρείς;
Με φόβο και έκπληξη τον άκουσε ο σακελλάριος.
-Πίστεψέ με, σεβάσμιε δέσποτα, δώδεκα μόνο είναι, αποκρίθηκε.
Τον δέκατο τρίτο δεν τον έβλεπε άλλος, παρά μόνο ο πατριάρχης. Καθώς έτρωγαν, τον παρατηρούσε, καθισμένο στην άκρη του τραπεζιού, ν’ αλλάζει κάθε τόσο μορφές: Άλλοτε του φαινόταν γέρος και άλλοτε νέος!
Όταν λοιπόν σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι, ο μακάριος Γρηγόριος άφησε όλους τους άλλους να φύγουν, εκείνον όμως τον δέκατο τρίτο, που του φαινόταν τόσο θαυμαστός, τον έπιασε απ’ το χέρι, τον οδήγησε στο δωμάτιό του και του είπε:
-Σε ορκίζω στη μεγάλη δύναμη του Θεού, ποιος είσαι; Και ποιο είναι τ’ όνομά σου;
-Και γιατί ρωτάς τ’ όνομά μου; είπε ο άλλος με τη σειρά του. Είναι θαυμαστό κι αυτό! Μάθε όμως, πως εγώ είμαι ο φτωχός που σ’ επισκέφθηκα στη μονή του αγίου αποστόλου Ανδρέα, και μου έδωσες τα δώδεκα νομίσματα και το ασημένιο λεκανάκι που σου είχε στείλει με βρεγμένα όσπρια η μητέρα σου, η μακαρία Συλβία. Να ξέρεις λοιπόν, πως από την ημέρα εκείνη που με τόση μακροθυμία μου πρόσφερες αυτά τα πράγματα, ο Κύριος όρισε να γίνεις πρόεδρος της Εκκλησίας Του, για την οποία έχυσε το αίμα Του, και να είσαι διάδοχος του κορυφαίου αποστόλου Πέτρου. Γιατί μιμήθηκες την αρετή εκείνου, που με απλότητα καρδιάς μοίραζε στους φτωχούς, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, όσα έθεταν στη διάθεσή του οι χριστιανοί.
Του λέει τότε ο μακάριος Γρηγόριος:
-Και πώς ξέρεις εσύ, πως από τότε είχε ορίσει ο Κύριος να γίνω πατριάρχης;
-Επειδή είμαι άγγελος του παντοκράτορα Κυρίου, γι’ αυτό το ξέρω! Εμένα είχε στείλει και τότε ο Θεός για να δοκιμάσω την προαίρεσή σου, αν δηλαδή κάνεις την ελεημοσύνη από γνήσια φιλανθρωπία ή για επίδειξη.
Ακούγοντάς τον ο άγιος φοβήθηκε, γιατί ποτέ ως τότε δεν είχε αντικρίσει άγγελο. Εκείνος πάλι του φερόταν και του μιλούσε σαν άνθρωπος.
-Μη φοβάσαι, του είπε τότε ο άγγελος. Μ’ έστειλε ο Κύριος για να μείνω κοντά σου όσο θα βρίσκεσαι σ’ αυτή τη ζωή. Και ό,τι θέλεις, θα το ζητάς από τον Κύριο με τη δική μου μεσολάβηση.
Μόλις ο άγιος το άκουσε κι αυτό, έπεσε με το πρόσωπο καταγής και προσκύνησε το Θεό, λέγοντας:
-Αν για τη μικρή, τη μηδαμινή τούτη προαίρεση, ο παντελεήμων Κύριος μού έδειξε τέτοιο πλήθος οικτιρμών, ώστε και τον άγγελό Του να μου στείλει για να είναι μαζί μου παντοτινά, ποια δόξα θ’ αξιωθούν άραγε αυτοί που τηρούν τις εντολές Του και ζουν ενάρετα; Ναι, αψευδής είναι εκείνος που είπε, ότι «κατακαυχάται έλεος κρίσεως» (Ιακ. β΄ 13) και «δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν» (Παροιμ. ιθ΄ 17).
(Από το βιβλίο «Μικρός Ευεργετινός» των εκδόσεων «Ιερό Μονή Παρακλήτου»)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...