Από την Αλεξάνδρα Τσόλκα
Απόσπασμα από το κείμενο «Μια τρομακτική μέρα για όλους», για την εμπειρία της Λένας Διβάνη μετά το τουίτ της περί «τσαμπατζήδων». «… Πήγα και κάθισα στο πιο κοντινό καφενείο. Διάβαζα και διάβαζα και σταμάτημα δεν είχα. Ήθελα να το δω όλο το πρόσωπο της αρρώστιας που κατατρώει την πατρίδα μου, να τη χωνέψω και να την ξεράσω.
Κατάπια αργά όλη την πικρότατη χολή που πριν από μένα είχε εκτοξευτεί εναντίον της Σώτης Τριανταφύλλου, του Χωμενίδη, της Έρσης Σωτηροπούλου, του Κουμανταρέα, του Τατσόπουλου, της Δημουλά, εναντίον όλων των διανοούμενων, των καθηγητών, όλων. Δεν είναι ότι διαφωνούν με αυτά που λέμε, η διαφωνία είναι η πηγή που ποτίζει τον διάλογο, είναι που τον μισούν τον διάλογο. Το ΨΟΦΑ δεν είναι λέξη, είναι όπλο. Γιατί μιλάτε, ουρλιάζει η έξαλλη μειονότητα -γιατί μειονότητα είναι, απλώς φωνάζει πολύ και παρασύρει τους ανθρώπους τους μαυρισμένους απ´ τα προβλήματα- που λίγο πριν ούρλιαζε «γιατί δε μιλάτε;». Αυτοί φυσικά δεν θέλουν να μιλάς, θέλουν να χαϊδεύεις τα αυτιά τους. Αυτοί δεν σκέφτονται, μισούν. Δεν μιλάνε, ξερνάνε όξος»…
Απόσπασμα από το κείμενο «Φωνάζει ο κλέφτης» του Χρήστου Χωμενίδη, με αφορμή την ομαδική –και φυσικά όχι κόσμια- κατακραυγή για το ατυχές τουίτ της κ. Διβάνη: «…Ο όχλος -θα μου πείτε- για ετούτο ακριβώς αποκαλείται όχλος: Επειδή επιτίθεται στα τυφλά και ξεσκίζει με πρωτόγονη ηδονή όποιον έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ξεχωρίσει ή όποιον προβάλλει κάποια έστω ένσταση στις πεποιθήσεις και στις δοξασίες του. Από το «ωσαννά εν τοις υψίστοις» στο «άρον-άρον, σταύρωσον αυτόν». Ο όχλος είναι εξ’ ορισμού ποτάμι φουσκωμένο, ανεξέλεγκτο, αυθόρμητο… Αυθόρμητο; Θα ξέσπαγα εδώ σε τρανταχτά γέλια, εάν η πικρία μου το επέτρεπε. Μόνο αυθόρμητη δεν είναι η στοχοποίηση καλλιτεχνών, συγγραφέων και διανοουμένων, η οποία συμβαίνει στην Ελλάδα εδώ και τρία περίπου χρόνια. Μόνο ακαθοδήγητη. Αρκεί κανείς να προσπεράσει τις άναρθρες κραυγές στα social media και να φτάσει στις «συγκροτημένες, νηφάλιες απόψεις» που δημοσιεύονται υπό μορφήν άρθρων από «έγκριτους δημοσιογράφους», για να το διαπιστώσει…»…
Χωρίς να ανήκω -μάλλον και δεν παίρνω και όρκο- στους «έγκριτους δημοσιογράφους» που αναφέρεται ο κ. Χωμενίδης, αλλά –μπορεί- ούτε και σε εκείνους που η κ. Διβάνη, με ίδια επιχειρηματολογία με αυτήν του ομότεχνού της ορίζει σε άλλο χωρίο του κειμένου της, ως «η γνωστή βρώμα του ημικίτρινου Τύπου, τα ανεκδιήγητα μπλογκς, τα νούμερα που έβγαιναν σε τηλεριάλιτι και τώρα κατακεραυνώνουν το σύμπαν, καλλιτέχνες του θεάματος που χρωστάνε τα μαλλιοκέφαλά τους στο ΙΚΑ, την εφορία και στους εργαζόμενους αλλά τώρα «αγωνίζονται» στο πλευρό του λαού και φυσικά οι Ρομπέν των βλακών», μόνο απορώ. Μπορεί να είμαι μέρος εκείνου του «όχλου» φυσικά που ορίζει ο διανοούμενος, ο οποίος ως τέτοιος, από τη δεξαμενή του θα τον μόρφωνε σε «λαό» και αναγνώστες.
Απορώ για τον ορισμό της διανόησης και του ποιοι ανήκουν σε αυτή, με ποιο άτυπο χρίσμα…
Απορώ γιατί οι δικοί μας λογοτέχνες μεταξύ βουτιών όπως καταμαρτυρούν στα κείμενα τους, πρέπει να τουιτάρουν άποψη για έναν θάνατο που ακόμα ορίζεται τραγικά, μέσα στη θλίψη ενός έρημου Αύγουστου, που βάζει τιμή: 1,40 ευρώ στην ανθρωπινή ζωή.
Απορώ για τη θλίψη και «τρομάρα» όλων, επειδή σε βρίζουν, την ίδια μέρα που ο πόνος, η οδύνη, το πένθος σε ένα σπίτι έχουν να κάνουν με τον οριστικό θάνατο ενός παιδιού.
Απορώ γιατί οι δικοί μας λογοτέχνες πρέπει να ρίξουν λίπασμα σε ενοχές, σε εξευτελισμούς, σε καταθλίψεις, με γενικεύσεις τύπου «όλοι φταίμε», «μαζί τα φάγαμε», «τεμπέλικος, κατώτερος λαός», «όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι επίορκοι, απατεώνες, διεφθαρμένοι», «όλοι της ΕΡΤ βολεψάκηδες και αργόμισθοι», όλοι «τσαμπατζήδες», «παραβάτες» καλ. Σε μια Ελλάδα που το πάρτι συνεχίζεται, ο λαός που γίνεται όχλος και ο επιβάτης που δεν είχε ένα 1,40 ευρώ φταίει; Και ποιος λέει πως ο λαός δεν έγινε και όχλος στις εξεγέρσεις του; Όταν σε πνίγει ο θύμος θα πάρει η μπάλα και τον αθώο ή έστω τον λιγότερο ένοχο. Δεν θα ρωτήσει ο πεινασμένος «ευκαιρείτε στις και τέταρτο να οργιστώ λιγάκι;».
Απορώ γιατί οι μεγάλοι λογοτέχνες, που κριθήκαν τέτοιοι από τον χρόνο πρώτα απ’ όλα και όχι από τις πωλήσεις τους ή τα λόγια των φίλων, της παρέας και της οικογενείας τους (ε, κι αυτοί θα “χαν!), γραφαν για Γιάννηδες Αγιάννηδες και για Ρασκόλνικοφ –ήμαρτον ζητώ από τον Ουγκώ και τον Ντοστογιέφσκι στη μακαριότητά τους- και οι σημερινοί όχι; Πόσους «Αθλίους» και πόσα «Έγκλημα και τιμωρία» θα έγραφαν αν μάρτυρες μιας εποχής ενοχών, αποκλεισμών, αυτοκτονιών, ενόχων σιωπών και κραυγαλέων συνενοχών στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, γνώριζαν πως ένα παιδί 19 χρόνων, έχασε τη ζωή του, από τρόμο, ενοχή, πανικό, σε ένα λεωφορείο που κινούταν, σε μια άδεια Αθήνα του 15αύγουστου και σε μια ερημιά ελπίδας; Πόσες σελίδες, πόσες λέξεις πένθους, θλίψης, μοιρολογιού έπρεπε να γεννήσουν; Ο Ρίτσος από μια φωτογραφία της μάνας που έκλαιγε πάνω από το αγόρι της έβαλε λέξεις σε έναν εθνικό Επιτάφιο, χωρίς λουλούδια και άνοιξη –και πάλι ήμαρτον για την επίκληση ονόματος άνευ αιτίας.
Απορώ γιατί χρησιμοποιούνται ονόματα άλλων λογοτεχνών, σε μια γενίκευση αυθαίρετη, ενώ όλοι τους είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και ορίζονται ως θύματα ενός βάσει σχεδίου αόρατου εχθρού.
Απορώ σε τελευταία ανάλυση πότε οι λόγιοι και οι καλλιτέχνες υπήρξαν στο απυρόβλητο, ιερές αγελάδες των κοινωνιών τους; Εκτελεστήκαν όπως ο Λόρκα, πέρασαν ζωές σε ξερονήσια και φυλακές όπως ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης, ο Θεοδωράκης, αυτοκτόνησαν όπως ο Μαγιακόφσκι, αφορίστηκαν όπως ο Καζαντζάκης ή ο Λασκαράτος, δολοφονήθηκαν όπως ο Παζολίνι. Για όλους αυτούς, αν και στέκονται εξ’ ορισμού -όπως οι καλλιτέχνες από φύση τους κάνουν απέναντι σε κάθε εξουσία και δεν της απαγγέλουν άτεχνες μαντινάδες- μόνο το απυρόβλητο δεν ίσχυε. Και αδικηθήκαν και λοιδορηθήκαν και λατρευτήκαν, φυσικά και μόνο χειροκροτητές δεν είχαν σε κάθε βήμα να τους αντιμετωπίζουν ως τοτέμ, με ταμπού να μην αγγιχθούν.
Απορώ γιατί ο καθένας δεν έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του, ακόμα και όταν ξεφεύγουν σε λέξεις το ίδιο με εκείνους που ο βιοπορισμός τους αφορά στο να τις εμπορεύονται επί χρόνια.
Απορώ με την πραγματικότητα πως ένας ακόμα θάνατος, τόσο οδυνηρός, τόσο απαρηγόρητος, τόσο απελπιστικός, όσο ενός 19χρονου νέου, αντιμετωπίζεται όχι ως αποτέλεσμα μιας σύνθετης κοινωνικής, πολιτικής, ιστορικής πραγματικότητα αλλά με ευκολία, μεταξύ δυο βουτιών. Ανέλυσέ μου, εσύ ο διανοούμενος, λοιπόν, τι συμβαίνει, εξήγησέ μου, παρηγόρησέ με, δώσε μου ελπίδα, μίλα μου, με τρυφερότητα, σα να μαι παιδί, με απλές λέξεις, μπας και καταλάβω και πάψω να “μαι μέρος του όχλου…
Απορώ τέλος, για όλους όσοι σαν άνθρωποι, όχι ως αυθεντίες και ημίθεοι με ανάληψη στον Όλυμπο, όντας ζωντανοί ακόμη, δεν μπορούν να ψελλίσουν ένα «λυπάμαι», ένα «βιάστηκα», ένα «δεν αξιολόγησα καλά». Για «συγγνώμη» ούτε κουβέντα! Ο «όχλος» ο απαρηγόρητος και έρμος δεν συγχωρεί. Είναι απασχολημένος σοβαρά με το να επιβιώσει και να γλιτώσει από τους Ιαβέρηδες της εποχής του, αυτάρκεις και όλο βεβαιότητες στη μικρή ή μεγάλη εξουσία τους…
(προσωπικά δεν παίρνω θέση. Μόνο να απορώ μπορώ. Τις απαντήσεις και τις λύσεις τις έχουν αυτοί που είναι σίγουροι για τον εαυτό και τις απόψεις τους. Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες των βεβαιοτήτων – αν μπορεί να υπάρξει τέτοιο πράγμα…)