Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θαυμαστές Διηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θαυμαστές Διηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Μαρτίου 13, 2022

Κατώφλι του Παραδείσου…


Αχ αυτό το σχέδιο ιλασμού και σωτηρίας  του Αγίου Θεού! Δεν φτάνουν για να μετρήσουν τις σελίδες του,  ούτε τα αστέρια του Ουρανού, ούτε τα πετεινά του,  ούτε το αμοθάλασσο, που σαν να γίνηκε για να σου θυμίζει πάντοτε το άπειρο της ευεργεσίας Του. Και εσύ στη… σκηνή της πράξης του, να νιώθεις  την μια στιγμή πρωταγωνιστής και άξαφνα να καταλαβαίνεις πως είσαι μόνο  ένας κομπάρσος του ευλογητού Θεού και κρίκος μιας αιώνιας αλυσίδας που συνδέει το όλον με  το «παν-πλήρωμα»*  Ιησού. Όσο και να κρυφτεί κάθε φτωχός Λάζαρος σε τούτη τη ζήση, αν είναι  θέλημα του Στεφανοδότη Κυρίου, θα λάμψει η μνήμη του, να φωτίσει σαν Μωσέας και φωνή προφητών, τα σκοτάδια όσων ακόμα πολεμούν με τον σκοτοδότη εχθρό να σώσουν την ψυχή τους πριν περάσουν απέναντι. Έτσι έγινε και με την Κυρά-Σοφία μας. Δεν την γνώρισα ποτέ, δεν την άκουσα έστω μια λέξη να προφέρει. Κι όμως αν με ρωτήσετε θα σας πω ότι την έχω πλέον και για όσο ζω τούτο το πρόσκαιρο, μέσα σε εκείνους οι οποίοι  στάλαξαν μέσα στην κατάξερη ψυχή μου ένα μυρωμένο δάκρυ από το βίωμά τους! Το βίωμα των διδαχτών του Θεού! Εκείνων που δεν διάβασαν ποτέ τους τα λεγμένα και τα δίκαιά Του, μα στις καρδιές τους με πύρινο μελάνι έχουν ανεξίτηλα γραμμένη την λέξη: Ιησούς. Εκείνων που σαν θελήσουν να πληροφορηθούν το Θεάρεστο λαβαίνουν συμμαρτυρία(Ρωμ.2,14-15) όχι από τους σοφούς και τους  σπουδασμένους τούτου του κόσμου, μα από την ασφαλή τους συνείδηση, που σαν πυξίδα σε έναν μόνο προσανατολισμό και σε ένα κατώφλι αταλάντευτα  οδηγεί.

Η κυρά Σοφία ήρθε και μας συνάντησε σχεδόν δέκα χρόνια μετά την κοίμησή της. Μόλις λίγα λεπτά αφού κάποια άλλα ταπεινά και εξουθενωμένα τούτου του κόσμου φανερώθηκαν σε ένα αληθινό ιστόρημα.        ( σ.σ.«Να γεννήσει η νύφη τα κουφέτα») Παράλληλοι βίοι της γιαγιάς Σταμάτας  και της γιαγιάς Σοφίας. Σαν δημοσιεύθηκαν της νύφης τα κουφέτα, φανερώθηκε η δεύτερη. Έψαχνα να βρω μια φωτογραφία να ταιριάζει με εκείνα τα θαυμαστά της γιαγιάς Μάνε. Μόλις λοιπόν βρήκα μια φωτογραφία, με μια γερόντισσα καθισμένη σε ένα ντιβανάκι, σιμά στο καπνισμένο τζάκι, με ένα τεντζερέ πάνω στην πυροστιά, συγκλονίστηκα. Σκέφτηκα πως κάποιος καλλιτέχνης φωτογράφος την …σκηνοθέτησε! Έψαξα να βρω περισσότερα στοιχεία για να τα αναφέρω, να λάβω μια άδεια για να την δημοσιεύσω, αλλά δεν τα κατάφερα.

Την… έκλεψα λοιπόν, αφού τόσο συναφής ήταν με το αληθινό διήγημα και τόσο με είχε συνεπάρει. Δεν είχαν περάσει λοιπόν  παρά ελάχιστα λεπτά, αφ ότου το κείμενο με την φωτογραφία «ανέβηκε» και ένα μήνυμα που ήρθε μας συντάραξε:  

  Αχ και να ξερες πόσο με συγκίνησες με αυτή τη φωτογραφία και για τα όσα έγραψες... Αυτήν τη φωτογραφία την τράβηξα 20 Ιουλίου του 2012... Σε μία φτωχή γειτονιά του χωριού μου... Μπήκα μέσα στην κυρά Σοφία... μέσα στο φτωχικό της σπίτι, που όλο κι όλο ήταν αυτό το δωμάτιο... Εκεί τα πράγματα της εκεί τα δύο της κρεβάτια... κ εκεί στο χωματένιο τζάκι χειμώνα καλοκαίρι, όλες οι αναμνήσεις απ' την ζωή των απλών κ αληθινών ανθρώπων ξανά έπαιρναν ζωή... Είχε τον άντρα της και το παιδί της τον Διαμαντή... Την ειδοποίησαν (γιατί τηλέφωνο δεν έχει) μία βραδιά και της είπαν ότι  το παιδί σου βρέθηκε κεκοιμημένο σε ένα παγκάκι στα Γιάννενα... Έγινε η κηδεία του, με πόνο και αυτή η χαροκαμένη μάνα ήταν πάντοτε εκείνη που άναβε το καντήλι του, δακρυσμένη μπροστά  στην εικόνα της Παναγίας... Έπειτα έφυγε και ο άντρας της ο μπάρμπα-Χρήστος... Και στο τέλος μόνη της, έφυγε και αυτή από τούτον τον κόσμο για να πάει κοντά τους, να πάει κοντά στο Χριστό να αναπαυτεί η ψυχή της... Σε έναν τόπο που δεν υπάρχει πόνος ούτε λύπη ούτε αναστεναγμός αλλά η Χαρά και το Φως το Ανέσπερο της αιωνίου ζωής... Δόξα τω Θεώ που τους γνώρισα... που την γνώρισα και με δίδαξε στον πόνο,  στη φτώχεια και στο δρόμο της Ιεροσύνης μου... Σε Ευχαριστώ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου... Ακόμα και αυτό είναι ένα μνημόσυνο και  ένα κερί στη μνήμη της...

Ένας Ιερέας λοιπόν ο παπά- Δημήτρης ήταν ο φωτογράφος. Τίποτα το φτιασιδωμένο όπως πρώτα είχα σκεφτεί. Η αλήθεια της καθαρής ψυχής να αντανακλάται σε μια εικόνα. Η έμψυχη αγαθοσύνη! Το μήνυμά του το συνόδεψαν ακόμα κάποιες φωτογραφίες από εκείνη του την επίσκεψη. Νέα έκσταση! Κάθε μια, σαν να διαβάζεις κάθισμα απ το ψαλτήρι. Μακαρία πτωχεία. Οσιακή μορφή προβάλλει στο κατώφλι μιας ξύλινης  πόρτας με ένα ετοιμόρροπο μάνταλο για αμπάρωμα. Ω εκείνο το κατώφλι!

Πόσο λαχτάρησε η ψυχή μου να το διαβώ, για να μπω σε έναν επί γης Παράδεισο! Τοίχοι μαυρισμένοι ολόγυρα,  θαρρείς πως έκρυβαν Αγιογραφίες που κάπνισαν άγρυπνα κεριά. Ένα εικόνισμα της Παναγίας, και μια ξεθωριασμένη κορνίζα με τον μακαρίτη τον γιό της, βαλμένες ακανόνιστα πάνω από το κρεβάτι της. Το νοικοκυριό της, όλο κι όλο λίγα μπιτονάκια με νερό και μερικά χαρανάκια πολυκαιρισμένα, βαλμένα στο χωμάτινο δάπεδο. Μερικές κρύπτες με λιγοστά τρόφιμα και μια για το καντήλι. Ένας σοφράς  και ένα ντουλάπι να θυμίζουν τα στερημένα πρωτινά της. Έξω απ το πλίθινο σπίτι, μερικά δεμάτια με ξύλα, λίγοι σωροί με προσανάμματα για τη φωτιά της  και ανεμπόδιστος ο καθαρός Ηπειρώτικος ουρανός. Και έπειτα η κυρά Σοφία σε άλλη φωτογραφία, βαστώντας  ένα πιατέλο χαμογελαστή και χαρμολυπημένη να σε πλησιάζει για να σου προσφέρει το κέρασμα που το έχει πολύτιμο και κρατημένο για όποιον τόσο σπάνια καταδεχτεί να την επισκεφτεί σαν Χριστός αναμενόμενος. 

Ένα κουφέτο και ένα γλυκάκι γεύτηκαν οι...νηστικές ψυχές μας Κύριε, σαν αποκάλυψες αυτές τις...μυστικές διαλεχτές Σου.

Η Ελένη, η  Σταμάτω, η Φώτω, η Σοφία! Τις ένωσες Κύριε σε μια τόσο αντιπροσωπευτική  χορεία ταπεινών, πενθούντων, πραέων και  καθαρών τη καρδία, για να τις μνημονεύουμε και έτσι να γεμίζουμε  τις κενές καρδιές μας με την  ελπίδα πως κάποτε ίσως,  με το έλεός Σου,  να μας περιμένουν αυτές οι γεροντισούλες, εκεί στου Παραδείσου το κατώφλι,  με ένα πιατελάκι στο χέρι και το ίδιο φως που από εδώ τις έλουζε. Αν…καταδεχτήκαμε να μπούμε  από εδώ στα φτωχόσπιτά τους,  ίσως το έλεός Σου Κύριε να ανοίξει και εκείνη την πύλη, που οι ετοιμόρροπες ψυχές μας μόνο μπορούν να αμπαρώσουν…

Νώντας Σκοπετέας

Ιδιαίτερες ευχαριστίες από καρδιάς στον σεβαστό πατέρα Δημήτριο Ε. για τα κεράσματα του Παραδείσου και για  το επι γης κατώφλι του, που εκείνο τον Ιούλιο απαθανάτισε…

 *(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 42)

To αντιγράψαμε από εδώ

Τρίτη, Μαρτίου 01, 2022

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αποκάλυψη κρυμμένης εικόνας

 


Δι­ή­γη­ση Πα­να­γι­ώ­του Μα­τρατ­ζῆ τοῦ Νι­κο­λά­ου, κα­τοί­κου Βεροί­ας, ὁδός Μο­ρά­βια 10, συντα­ξι­ού­χου Ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ:

«Τό 1962, τόν Μάρ­τιο μῆ­να ὑ­πη­ρε­τοῦ­σα στό νη­σί Γυά­ρο, ἀ­πέ­ναντι ἀ­πό τήν Σύ­ρο, στίς φυ­λα­κές γιά ἐγ­κλη­μα­τί­ες. Ἕ­να Σάβ­βα­το, ἐ­νῶ κοι­μό­μουν στόν θά­λα­μο μό­νος μου, κα­τά τά ξη­με­ρώ­μα­τα μοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν ὕ­πνο ἡ κε­κοι­μη­μέ­νη μη­τέ­ρα μου πού ἦταν πο­λύ πι­στή, καί ὅ­λος ὁ θά­λα­μος ἔλαμ­ψε ἀπό φῶς. Μοῦ εἶ­πε: “Ζῶ, δέν πέ­θα­να”, ἐ­νῶ εἶ­χε πε­θά­νει τό 1958. Συ­νέ­χι­σε: “Νά πᾶς στόν πέ­μπτο ὅρ­μο[1]. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι πα­ρα­χω­μέ­νη (θαμ­μέ­νη) ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας. Θά βρεῖς μί­α μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα ἄ­σπρη. Θά σέ ὁ­δη­γή­σω ἐ­γώ ἀ­πό ποῦ θά πᾶς. Νά πά­ρης τήν εἰ­κό­να”. Μοῦ ἔ­δει­ξε τήν το­πο­θε­σί­α καί τήν πλά­κα. Ἀλ­λά πῶς νά πά­ω ἐ­κεῖ;

»Τό πρω­ΐ πή­γα­με νά βά­λου­με μπρός τό κα­ΐ­κι γιά νά κά­νου­με πε­ρι­πο­λί­α γύ­ρω ἀ­πό τό νη­σί. Ὅ­μως δέν ἔ­παιρ­νε μπρο­στά. Ἐ­γώ τούς ἀ­νέ­φε­ρα τό ὄ­νει­ρο καί τούς εἶ­πα ὅ­τι πρέ­πει νά πά­ω στόν πέμ­πτο ὅρ­μο.

»Ξε­κί­νη­σα μό­νος μου. Αἰ­σθα­νό­μουν σάν νά μέ ὡ­δη­γοῦ­σε μί­α ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη. Προ­χώ­ρη­σα πε­νήντα μέ­τρα στόν δρό­μο καί με­τά ἔ­στρι­ψα ἀ­πό­το­μα πρός τά βρά­χια. Τά μέ­ρη ἐ­κεῖ­να εἶ­ναι ἀ­πά­τη­τα καί τά βρά­χια πο­λύ ἀ­πό­το­μα. Μο­νο­πά­τια δέν ὑ­πῆρ­χαν. Ἀ­νέ­βη­κα πρί­που 300 μέ­τρα καί ἔ­φθα­σα σέ μί­α κο­ρυ­φή. Ἀ­πό κά­τω οἱ κρα­τού­με­νοι μέ τόν φύ­λα­κα ἀ­πο­ροῦ­σαν καί ἔ­λε­γαν: “Μά κα­λά, αὐ­τός εἶ­ναι τρελ­λός, ποῦ ἀ­νε­βαί­νει ἐ­κεῖ πά­νω;”.

»Φθά­νοντας στόν τρί­το ὅρ­μο, σκέ­φθη­κα νά κα­θή­σω νά ξε­κου­ρα­στῶ ἀλ­λά τά πό­δια μου δέν λύ­γι­ζαν καί προ­χώ­ρη­σα. Εἶ­χα ἀ­πό τίς 6 τό πρωΐ πού βά­δι­ζα καί στίς 10 ἔ­φθα­σα στόν πέμ­πτο ὅρ­μο. Εἶ­δα ἐ­κεῖ τήν πλά­κα πού εἶ­χα δεῖ στό ὄ­νει­ρό μου. Αἰ­σθάν­θη­κα συγ­κί­νη­ση καί χα­ρά. Ἄρ­χι­σα νά κα­θα­ρί­ζω τά χόρ­τα καί βρῆ­κα σέ βά­θος μιᾶς πι­θα­μῆς κά­τω ἀ­πό τήν πλά­κα μί­α παμ­πά­λαι­α εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας μέ τόν Χρι­στό, δι­α­στά­σε­ων 30 ἐ­πί 30 ἑ­κα­το­στά, ἁπλῆ χω­ρίς ἀ­σή­μι, ἀλ­λά φαί­νο­νταν κα­θα­ρά τά πρό­σω­πα. Βρῆ­κα καί ἕ­να καντή­λι χω­νε­μέ­νο.

»Τό μέ­ρος ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἀ­πό­με­ρο καί ἀ­κα­τοί­κη­το. Ποιός ξέ­ρει πῶς βρέ­θη­κε ἐ­κεῖ ἡ εἰ­κό­να.

»Στόν γυ­ρι­σμό δέν κα­τά­φε­ρα νά γυ­ρί­σω ἀ­πό τόν ἴ­διο δρό­μο, για­τί ἦ­ταν ἀ­πό­το­μος˙ φο­βή­θη­κα μήν πέ­σω στόν γκρε­μό καί σκο­τω­θῶ. Πῆ­γα ἀ­πό ἄλ­λο μέ­ρος, βά­δι­σα πέντε χι­λι­ό­με­τρα καί ἔ­φθα­σα στίς 5 τό ἀ­πό­γευ­μα στόν θά­λα­μο πού ἔ­με­να.

»Ὅ­ταν μέ εἶ­δαν οἱ συ­νά­δελ­φοί μου ἐ­ξε­πλά­γη­σαν καί προ­σκύ­νη­σαν τήν εἰ­κό­να. Με­τά πή­γα­με στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Σύ­ρου, ἀ­να­φέ­ρα­με τά σχε­τι­κά, ἀλ­λά οὔ­τε ἐ­κεῖ ἤ­ξε­ραν πῶς βρέ­θη­κε ἡ εἰ­κό­να σ᾿ ἐ­κεῖ­νο τό ἐ­ρη­μι­κό μέ­ρος, οὔ­τε κα­νείς κά­τοι­κος γνώ­ρι­ζε ἂν ὑ­πῆρ­χε Μο­να­στή­ρι ἢ Ἐκ­κλη­σί­α στό μέ­ρος πού βρέ­θη­κε ἡ εἰ­κό­να. Τό­τε κά­να­με ἐκεῖ ἕ­να μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σι, βά­λα­με εἰ­κό­νες καί ἀ­νά­βα­με καντή­λι. Ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό φαί­νε­ται ἀ­πέ­ναντι ὁ Σταυ­ρός τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Τή­νου».

[1]. Λό­φοι πού συγ­κλί­νουν στήν θά­λασ­σα, ὅ­πως στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο» και την ενότητα: «Θαυμαστά και διδακτικά περιστατικά», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

πηγή

Σάββατο, Ιουνίου 27, 2020

Όταν εξαντλούνται τα όρια μου, Του λέω: «Βλέπεις ότι ζορίζομαι... Κανόνισε» (Μ. Κωχ)



Πιστεύετε στον Θεό;

Αν δεν πίστευα, δεν θα είχα επιβιώσει.

Πιστεύω πως με τη δύναμη του Θεού ζω.

Και μη σου φανεί μελοδραματικό.

Ζω με τη χαρά ότι η ζωή τούτη είναι μια δοκιμασία και το επάνω είναι ένα όνειρο.

Η σκέψη μου είναι στον... ουρανό!

Νιώθω από τώρα τη χαρά της «αρπαγής».

Έχετε βιώσει το θαύμα στη ζωή σας; 

Έχω καταλάβει πολύ βαθιά το «Γεννηθήτω τω θέλημα σου».

Στη ζωή, παλεύω, δεν παραιτούμαι.

Και όταν εξαντλούνται τα δικά μου όρια, Του λέω:

«Παύω να ασχολούμαι. Βλέπεις ότι ζορίζομαι... Κανόνισε».

Όταν με ξεπερνά η δυσκολία, Του κάνω ανάθεση έργου!

Γίνεται πάντα κάτι μετά; 

Ναι, κι αυτό είναι το θαύμα!

(Αποσπάσματα από τη συνέντευξη της Μαρίζας Κωχ στο περιοδικό "ΕΓΩ")

Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2019

Συνοπτική αφήγησις περί της Αγίας Δεξιάς τον Τιμίου Προδρόμου...


Συνοπτική αφήγησις περί της Αγίας Δεξιάς τον Τιμίου Προδρόμου και του τρόπου ελεύσεώς της εις την εν Αγίω Όρει Ι. Μονήν Διονυσίου 
Εκ του αμύθητου και αμετρήτου πλούτου των ιερών κειμηλίων, τα οποία σεμνύνουν και στολίζουν τας Ιεράς Μονάς του Αγίου Όρους, ασφαλώς ωρισμένα εκτιμώνται ιδιαιτέρως και κατέχουν ιδιάζουσαν θέσιν. Εις την Ιεράν Μονήν Βατοπεδίου π.χ. διακρίνομεν την τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου, εις την Ιεράν Μονήν Ιβήρων την θαυματουργόν Πορταΐτισσαν, εις την Ιεράν Μονήν Ξηροποτάμου το μέγιστον τμήμα του Τιμίου Ξύλου του Κυρίου, εις την Ιεράν Μονήν Αγίου Παύλου τα Τίμια Δώρα των Μάγων. Η Ιερά Μονή Διονυσίου ως ανεκτίμητον θησαυρόν έχει να παρουσιάση την αγίαν εκείνην δεξιάν χείρα του Τιμίου Προδρόμου, με την οποίαν εβάπτισεν τον Σωτήρα μας καθώς μελωδικώτατα η εκκλησία μας ψάλλει- Την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου.
Αυτής της αγίας Δεξιάς το ιστορικόν, δηλ. τον τρόπον της προς ημάς συγκαταβατικής ελεύσεώς της προς αγιασμόν τόσον των εν τη ημετέρα Μονή όσον και όλων των εν Αγίω Όρει θεοφιλώς μοναζόντων —των οποίων αρχηγός και προστάτης μετά την Θεοτόκον τυγχάνει ο Μέγας Πρόδρομος— καθώς και των ευλαβών προσκυνητών, η Μονή μας θεωρεί χρέος να παρουσιάση συνοπτικώς από της παρούσης στήλης· εις ευθετότερον δε χρόνον προτιθέμεθα να εκδώσωμεν λεπτομερή διήγησιν του όλου ιστορικού σε αυτοτελές τεύχος. 

Σύντομος ιστορική αναδρομή, από της απότομης της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου μέχρι της εις την Βασιλεύουσαν ελεύσεως της Αγίας Δεξιάς 
Διά την περίοδον ταύτην ιστορικάς μαρτυρίας αρυόμεθα από τους ιστορικούς Γεώργιον Κεδρηνόν[1], Θεόδωρον Δαφνοπάτην[2]  και Δοσίθεον Πατριάρχην Ιεροσολύμων[3]. 
Ο Τίμιος Πρόδρομος, κατά την μαρτυρίαν των Ευαγγελιστών, απετμήθη την κεφαλήν υπό του Ηρώδου Αγρίππα του τετράρχου, υιού του άλλου γνωστού Ηρώδου του και παιδοκτόνου. Το σώμα του ετάφη υπό των μαθητών του εις την πόλιν Σεβαστήν εις τον τόπον ένθα εγένετο και η αποτομή. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, επιθυμών να εμπλουτίση την γενέτειρά του Αντιόχειαν, θέλησε να μετακομίση εκεί το σώμα του Προδρόμου. Μη επιτρέποντος όμως του Μωσαϊκού νόμου την μετακομιδήν, έλαβεν κρυφίως την αγίαν μόνον Δεξιάν. Επί Ιουλιανού αύτη εκρύβη εις ένα πύργον ονομαζόμενον Γωνία προς διαφυγήν εκ της μανίας του Παραβάτου. Από του 7ου αιώνος, ότε η Αντιόχεια περιέπεσεν εις χείρας των Αράβων, η αγία Δεξιά συνεχίζει να απαντάται εις Αντιόχειαν, τιμώμενη ου μόνον υπό των Χριστιανών αλλά και των Αράβων. Επί Ιουστινιανού μεταφέρεται εις Κωνσταντινούπολιν ομού μετά της κάρας του Τιμίου Προδρόμου προς αγιασμόν και πάλιν επιστρέφεται. 
Πολλοί αυτοκράτορες επεθύμησαν να εμπλουτίσουν την Βασιλεύουσαν με την αγίαν Δεξιάν του Βαπτιστού, κατ’ εξοχήν ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (913-959). Επειδή όμως φανερώς τούτο ήτο αδύνατον, πάλιν κατ' οικονομίαν του Τιμίου Προδρόμου, κάποιος διάκονος ονόματι Ιώβ, εκπληρώνει τον αυτοκρατορικόν πόθον, υποκλέψας την αγίαν Δεξιάν εκ του ναού του Αποστόλου Πέτρου ένθα εφυλάσσετο, αφού πρώτον εξοικειώθη μετά του φύλακος. Καθ' ην στιγμήν σάλος μέγας εγένετο εις Αντιόχειαν επί τη απώλεια της Δεξιάς, συνεργούντος του Βαπτιστού, ο διάκονος ήδη ευρίσκετο έκτος των εχθρικών συνόρων. Ο δε βασιλεύς επί τω ακούσματι μετά του πατριάρχου Πολυεύκτου και πάσης της Συγκλήτου, αναμένοντες εις Χαλκηδόνα επεφύλαξαν λαμπράν υποδοχήν. Τα ανωτέρω αρυόμεθα, ως προείπομεν, εκ των ιστορικών Κεδρηνού και Δαφνοπάτη. 
Μετά την πτώσιν της βασιλευούσης, ο ιστορικός Δοσίθεος μάς παραθέτει τα εξής σημαντικά στοιχεία: Γενομένης καταγραφής των βασιλικών θησαυρών κατά το 1680 υπό του βεζύρη Μουσταφά πασά, απαντάται και η αγία αυτή χειρ εις χρυσούν κιβώτιον, αποπνέουσα άρρητον ευωδίαν, ήτις και σεβασθείσα υπό του αλλοθρήσκου εφυλάχθη επιμελώς. 

Έλευσις της αγίας Δεξιάς εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Ιεράν Μονήν Διονυσίου 
Το εν λόγω ιστορικόν αρυώμεθα κατά πλάτος από αξιόπιστον πρόσωπον, τον ευγενέστατον και ευλαβέστατον δραγουμάνον του βασιλέως της Πρωσίας εν Κωνσταντινουπόλει κ. Ιωάννην Φραγκόπουλον, τον μετέπειτα εν τη καθ’ ημάς Ιερά Μονή εγκαταβιώσαντα. Ούτος ως αυτήκοος, αυτόπτης αλλά και συνεργός, συνέγραψεν το κατά πλάτος ιστορικόν της όλης υποθέσεως, το οποίον ευρίσκεται εις τον υπ' αριθ. 1032 χειρόγραφον κώδικα της Μονής μας υπό τον τίτλον «Διήγησις απ’ αρχής περί της αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου και πώς ήλθεν εις το ιερόν τούτο Μοναστήριον του Αγίου Διονυσίου εν τοις καθ' ημάς χρόνοις». 
Κατά το έτος 1778 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, λόγω της αισθητής πτωχείας του κράτους, εγύμνωσεν όλα τα πολύτιμα περικαλύμματα του βασιλικού θησαυροφυλακίου, διορίσας προς τούτο ως υπευθύνους τον Έλληνα αργυραμοιβόν Πετράκην και κάποιον Αρμένιον ονόματι Τουζόγλου. Οι ανωτέρω με βεζυρικήν άδειαν οικειοποιήθηκαν όσα ήθελον εκ των φυλασσομένων εντός των πολυτίμων θηκών, εξ ων ο μεν Αρμένιος έλαβεν Σταυρόν πηχιαίου μήκους μετά Τιμίου Ξύλου, ο δε Πετράκης την Δεξιάν του Προδρόμου γυμνήν, μετά τεμαχίου εκ του λειψάνου της άγιας Παρασκευής. Ατυχώς όμως, μετ' ου πολύ ο προαναφερθής Πετράκης, διαβληθείς από τον βεζύρην Χασάν πασάν ως φιλορώσος, προστάξει βασιλική απαγχονίζεται έξω της βασιλικής πόρτας. Αφού το μέγιστον της περιουσίας του εδημεύθη, παρέμεινεν εις τους οικείους του ως κληρονομιά και η χαριτόβρυτος Δεξιά του Προδρόμου μετά του λειψάνου της αγίας Παρασκευής. 
Προαναφέραμεν ότι το πρώτον εκλάπη η αγία χειρ υπό της αγίας και Ευαγγελικής χειρός του Λουκά. Εκλάπη το δεύτερον υπό διακόνου τινός Ιώβ. Άβυσσος των κριμάτων σου, ω Βαπτιστά! Και πάλιν εκ τρίτου ηυδόκησας διά κλοπής όπως μεταβής και παρηγορήσης την ποίμνην σου διά της αγίας σου Δεξιάς, πενθούσαν ήδη και κλαίουσαν διά την προ μικρού απώλειαν διά κλοπής της σεβάσμιας Κάρας σου[4]. 
Ο τρόπος της τε κλοπής και ελεύσεως εις την Μονήν μας της αγίας Δεξιάς έχει ούτως: Κάποιος νεανίας ονόματι Θεοχάρης, γνωστός εις την αρχοντικήν οικίαν Πετράκη, προσυνεννοηθείς με τον τότε εφησυχάζοντα εις την Ιεράν Μονήν Διονυσίου πρώην Βελεγράδων Ιερεμίαν, εισήλθεν με οικειότητα εις ανύποπτον χρόνον εν ώρα μεσημβρίας εις την εν λόγω οικίαν και αφαιρέσας εκ του σεντουκίου την Δεξιάν του Προδρόμου ομού μετά του λειψάνου της αγίας Παρασκευής μετέφερεν ταύτα μετά σπουδής, ως προσυνεννοήθη, εις τον ευγενέστατον δραγουμάνον Ιωάννην Φραγκόπουλον.
Εν τω μεταξύ, σάλος μέγας γενόμενος εις την οικίαν Πετράκη άμα τη διαπιστώση της κλοπής, καταγγέλλεται ευθύς η υπόθεσις εις τον τότε οικουμενικόν Πατριάρχην Νεόφυτον, όστις και αμέσως εξαπολύει φρικτόν αφορισμόν κατά παντός σχέσιν και γνώσιν έχοντος με την κλοπήν.
Θορυβηθείς ευλόγως εκ τούτου ο ανωτέρω Φραγκόπουλος αποκαλύπτει κρυφίως την υπόθεσιν εις τον Πατριάρχην, καθώς και τον απώτερον σκοπόν της κλοπής. Ο δε Πατριάρχης έλυσεν κρυφίως τον αφορισμόν, κρίνας ότι το έργον ήτο νεύσις του Βαπτιστού, αρεσκομένου να διαμένη μάλλον εις τόπους κρημνώδεις και ασκητικούς παρά εις κοσμικούς οίκους, ένθα συμβαίνουν ενίοτε και πολλά άτοπα. Ούτω λοιπόν ο ανωτέρω Φραγκόπουλος συνοδεύων και συνοδευόμενος υπό του Προδρόμου καταφθάνει εις την Ιεράν Μονήν Διονυσίου κατά την 6ην Αυγούστου του 1800. 
Επειδή όμως εις τους πολλούς η λύσις του αφορισμού ήτο άγνωστος και επειδή ο κεκρυμμένος θησαυρός ώφειλε να φανερωθή προς αγιασμόν πάντων των αγιορειτών και πάλιν ο Μέγας Ιωάννης αναλαμβάνει την ολοκλήρωσιν της ευεργεσίας του. Νεύσει Προδρομική μεταβαίνει ο τότε ηγούμενος Ιωακείμ με συστατικά γράμματα προς τους Ιεροσολύμων Άνθιμον και Θεσσαλονίκης Γεράσιμον, οι οποίοι από συμφώνου μετά του Πατριάρχου Καλλινίκου κατέπεισαν τους δικαιούχους της οικίας Πετράκη Βαρβάραν, Αικατερίνην, Γεώργιον και Δημήτριον όπως, οικεία βουλήσει και αντί ωρισμένης αμοιβής, προς ψυχικήν των ωφέλειαν και εις μνημόσυνον αιώνιον, δι' αφιερωτικού γράμματος δωρήσουν εις την Ιεράν Μονήν Διονυσίου την αγίαν Δεξιάν ομού μετά του προειρημένου λειψάνου της αγίας οσιομάρτυρος Παρασκευής. 
Εις το αρχείον της Μονής μας φυλάσσονται τρία πατριαρχικά έγγραφα, ων το πρώτον είναι αφοριστικόν και υπογεγραμμένον υπό του πατριάρχου Νεοφύτου εν έτει 1799, το δεύτερον αναιρετικόν του προηγουμένου και υπογεγραμμένον υπό του τότε πατριάρχου Καλλινίκου, συνυπογράφουν δε και οι προειρημένοι Ιεροσολύμων Άνθιμος και Θεσσαλονίκης Γεράσιμος εν έτει 1802 μηνί Ιανουαρίω 15, και το τρίτον αφιερωτικόν, υπογεγραμμένον υπό του πατριάρχου Καλλινίκου εν έτει 1802 και συνυπογράφουν οι αρχιερείς Ηρακλείας Μελέτιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Γεράσιμος, Τυρνόβου Ματθαίος, Λαρίσης Διονύσιος και Αγκύρας Ιωαννίκιος· προσυπογράφουν δε και βεβαιούν οι δωρηταί Βαρβάρα, Αικατερίνη, Γεώργιος και Δημήτριος Πέτρου. 
Ούτω λοιπόν δεξάμενος ο καθηγούμενος Ιωακείμ το αφιερωτικόν γράμμα, μετά πολλής χαράς και καθαρού συνειδότος, επέστρεψεν εις την Μονήν κατά την Δ' Κυριακήν των Νηστειών του έτους 1802, ένθα ανεκηρύχθη μετά πανηγυρικής αγρυπνίας ομού μετά πλήθους αγιορειτών Μοναχών η επίσημος έλευσις της αγίας Δεξιάς, ήτις έκτοτε καθιερωθείσα τελείται κατ' έτος την αυτήν Δ' Κυριακήν των Νηστειών, εις μνήμην της τε ελεύσεως αλλά και της ευεργεσίας του Βαπτιστού προς πάντας τους εν τη Μονή και παντί τω Αγιονύμω Όρει θεοφιλώς ενασκουμένους, σκέπων και φυλάσσων ημάς διά της αγίας αυτού Δεξιάς, ως αρχηγός του μοναχικού τάγματος, από πάσας τας χαλεπάς παγίδας του αλλοτρίου. 
Τέλος, άξιον σημειώσεως τυγχάνει και τούτο: Κατά την πρόσφατον αποκάλυψιν της επιχρύσου θήκης της αγίας χειρός υπό της γεροντίας της Μονής διεπιστώθη ότι ενώ υπάρχουν ολόκληρα τα δύο οστά (κερκίς και ωλένη) από του αγκώνος μέχρι της παλάμης, ελλείπουν μικρά τεμάχια των οστών της παλάμης και των δακτύλων. Περί του θέματος αυτού θα ασχοληθώμεν προσεχώς- σημειούμεν μόνον ενταύθα, ότι επί των ημερών μας και επί ηγουμενίας του αρχιμανδρίτου κυρού Γαβριήλ αντηλλάγη εις δάκτυλος αντί ελαχίστου τεμαχίου εκ της αγίας Ζώνης της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου. Εκείνο όμως το οποίον δεν δεχόμεθα κατόπιν των ανωτέρω συνοπτικών στοιχείων είναι η διακύβευσις της γνησιότητος της αγίας Δεξιάς. Δεχόμεθα βεβαίως την ύπαρξιν μικρών τεμαχίων εκ της αγίας Δεξιάς εκτός της Μονής μας, ουχί όμως και αυτής ταύτης της Δεξιάς. Θα χαρώμεν εάν αποδειχθή δι' επιστημονικού καλάμου η γνησιότης των εμφαινομένων μικρών τεμαχίων εις την κλειστήν θήκην του εν Κωνσταντινουπόλει μουσείου Τοπ-Καπί. Η Μονή μας πάντως δεν έχει στοιχεία, διό και δεν αποφαίνεται σχετικώς. 

Επίλογος 
Παρουσιάζοντες τα ανωτέρω στοιχεία αισθανόμεθα ότι εκπληρούμεν ελάχιστον χρέος έναντι της απείρου ευεργεσίας του εν γεννητοίς μείζονος προς ημάς τα τέκνα του, τόσον τα εν τη Μονή όσον και πάντας τους εν τω Αγίω Όρει θεοφιλώς ενασκουμένους, των οποίων προστάτης και έφορος μετά την Κυρίαν μας Θεοτόκον τυγχάνει ο Μέγας Βαπτιστής, ως αρχηγός του μοναχικού τάγματος· προσέτι δε και προς πάντας τους φιλοπροδρομικούς ευλαβείς προσκυνητάς, οι οποίοι μετά πόθου συρρέουν εις την Μονήν προς αγιασμόν και προσκύνησιν της αγίας Δεξιάς και οι οποίοι στερεούνται έτι μάλλον, αφαιρουμένης και της ελαχίστης προκαταλήψεως περί της γνησιότητος του προς αγιασμόν προσφερομένου θησαυρού. 
Περαιώνοντες, απευθυνόμενοι προς σε τον μέγαν Πρόδρομον και Βαπτιστήν μετά πάντων των μοναστών και μετά παντός φιλοπροδρομικού συστήματος κλήρου και λαού, ικετευτικώς αλλά και μελωδικώς μετά του υμνωδού σου λέγομεν την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου.,.έπαρον υπέρ ημών Βαπτιστά...ως παρρησίαν έχων πολλήν και γαρ μείζων των προφητών απάντων υπό Χριστού μεμαρτύρησαι.
 

1. Γεώργιος Κεδρηνός: Έζησεν περί τα τέλη του ια' αι. Έγραψεν εν είδος παγκοσμίου Ιστορίας τιτλοφορουμένης «Σύνοψις ιστοριών» και εκτεινομένης από της δημιουργίας του κόσμου έως της εμφανίσεως Ισαακίου Α' Κομνηνού (1057). Το έργον του είναι μία συμπλήρωσις παλαιοτέρων χρονικών. 
2. Θεόδωρος Δαφνοπάτης (900 - 963): Βυζαντινός συγγραφεύς και δημόσιος λειτουργός, προαχθείς βαθμηδόν μέχρι και του μεγίστου αξιώματος του Μαγίστρου υπό Ρωμανού Β'. Εξεφώνησεν λόγον επί τη εις Κωνσταντινούπολιν ελεύσει της αγίας Δεξιάς εν έτει 959, παρουσία του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και πατριάρχου Πολευεύκτου. 
3. βλ. Ιστορία περί των εν Ιεροοολύμοις πατριαρχευσάντων. βιβλ. Γ', κεφ. ΙΑ', παρ. Γ’, σελ. 267, Βουκουρέστι 1715 
4. Την αγίαν Κάραν του Προδρόμου αφιέρωσεν εις Ι. Μ. Διονυσίου, ο ηγεμών της Μολδοβλαχίας Νεάγγοε Βοεβόδας (1512 - 1521), παραμείνασα δε εις την Μονήν μέχρι τον Ρωσσοτουρκικόν πόλεμον (1769 - 1770), ηρπάγη υπό τούρκων πειρατών κατά την διάρκειαν ταξιδίου εις την νήσον Άγιος Ευστράτιος.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ 8-9
τεύχος 8-9
Ιούνιος Νοέμβριος 1990 

Σάββατο, Ιανουαρίου 05, 2019

"Εδώ εμένα o Θεός με πήρε απ' το Πεδίο του Άρεως με τη σύριγγα στο χέρι και μ' έκανε καλόγερο..." "Ταξίδευε στον αληθινό Θεό! Πες και στους χριστιανούς να ταξιδεύουν!"


"Ταξίδευε στον αληθινό Θεό! Πες και στους χριστιανούς να ταξιδεύουν!"
 
Προσκυνητής
 
Μίλησα χθες μ' ένα φίλο που ΄ναι μοναχός και πριν απ' αυτό ως λαϊκός ήταν χρήστης ναρκωτικών. Πήγε απεξάρτηση κι έπειτα έβαλε το σχήμα. Τις μεγάλες μέρες κοιτάω να τα λέμε γιατί όλο και κάτι φωτισμένο έχει να πει. Εχθές βέβαια, ομολογώ, ότι τονε πήρα τηλέφωνο περισσότερο για να διαμαρτυρηθώ - σε σχέση με την αρνητική στάση που συνάντησα από πολλούς ανθρώπους όταν έβλεπαν τούτες τις ημέρες τον παπά με την αγιαστούρα- παρά για να τον ακούσω. Όπως και να 'χει, με άκουγε με πολύ υπομονή χωρίς ν' ακούω κάποια αντίδραση στο τηλέφωνο.
Τελειώνοντας το σχεδόν λογύδριο που θα μπορούσε να έχει τίτλο "πάμε απ' το κακό στο χειρότερο" με τη δόση υπερβολής -που χαρακτηρίζει πάντοτε τους ανθρώπους της πόλης- εκείνος, σε αντίθεση μ' εμένα -που 'ναι άνθρωπος του βουνού και της ησυχίας- δεν άντεξε και με διέκοψε:

- Να σου πω πάτερ... Ταξιδεύεις καθόλου;
- Εννοείς αν φεύγω απ' την Αθήνα;
- Σε ρώτησα αν ταξιδεύεις, αν την ώρα της Λειτουργίας και μετά, στο αμάξι προς το σπίτι, όταν φτάνεις σπίτι, όταν ξεκουράζεσαι, φεύγει το μυαλό σου σ' εκείνα που τέλεσες πριν λίγο.. Αν σου μιλάει η Λειτουργία. Αν σου μιλάει ο Χριστός! Αν σου μιλάει, τότε πως λες ότι πάμε απ' το κακό στο χειρότερο; Είσαι καλά;

- Ωραία πάτερ, η Λειτουργία -του λέω- αλλά εδώ έξω εκτός απ' τον κόσμο που δε θέλει τον παπά ή τον αγιασμό, υπάρχει φτώχεια, υπάρχει πείνα...

- Τότε, καλέ μου παπα Ιάσονα, τι Θεοφάνεια γιορτάσαμε σήμερα; Όσο πιο σκοτεινά, τόσο φωτεινά μπορούνε να γίνουν. Όσο αδικία, τόση κι η Δικαιοσύνη! Φτιάξε την εικόνα στο μυαλό σου: ένα τσούρμο πόρνες, τελώνες στην ουρά να βαφτιστούν στον Ιορδάνη... Στην ουρά όμως ήτανε κι ο Θεός να βαφτιστεί λες κι ήτανε ο πιο σκάρτος της κοινωνίας. Στην ουρά με τ' αποβράσματα! Πάνε το μυαλό εκεί, σ' αυτά που γιορτάζουμε σήμερα, ταξίδεψε στον Ιορδάνη! Ε, ορίστε: τα πάντα, να λες, πάνε απ' το κακό στο καλύτερο. Τώρα ξέρουμε, παλιά δε ξέραμε.
Εδώ εμένα o Θεός με πήρε απ' το Πεδίο του Άρεως με τη σύριγγα στο χέρι και μ' έκανε καλόγερο. Ο Θεός είναι ζωντανός και ξέρουμε ποιος είναι. Ταξίδευε στον αληθινό Θεό! Πες και στους χριστιανούς να ταξιδεύουν! Πίστευε στον αληθινό Θεό και μη φοβάσαι. Εκεί που γεμίσαμε σκοτάδι, Αυτός μας έδωσε το Φως. Μη διαμαρτύρεσαι λοιπόν! Να χαίρεσαι! Σε χαιρετώ κι εγώ... αργολογήσαμε*. Χρόνια Φωτεινά"!

*αργολογώ: μιλάω περισσότερο απ' όσο πρέπει- όρος καλογερικός

Από την σελίδα στο facebook του ιερομονάχου Ιάσωνα 

πηγή

Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2018

Μια δημόσια εξομολόγηση


Ο Α. Χ. από την Αθήνα μάς διηγείται
την μεταστροφή του από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία
Ονομάζομαι Α. Χ. και γεννήθηκα το 1982 στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν Ιουδαίος στο θρήσκευμα ενώ η μητέρα μου παρότι ήταν βαπτισμένη Ορθόδοξη Χριστιανή ήταν αδιάφορη προς την Χριστιανική Πίστη. Παντρεύτηκαν στην Συναγωγή της Αθήνας και εκτός από εμένα απέκτησαν και άλλο ένα παιδί.
Μου έκαναν περιτομή όταν ήμουν μικρός όπως σε όλα τα εβραιόπουλα και την τελετή ενηλικίωσης που κάνουν δεκατριών ετών στα αγόρια (δώδεκα στα κορίτσια). Πήγα στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο Αθηνών όπου εκτός των άλλων μαθημάτων που γίνονται σε όλα τα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν την εβραϊκή γλώσσα, εβραϊκή ιστορία και Παλαιά Διαθήκη. Ξεκινάνε τη μέρα με εβραϊκές προσευχές και τηρούν όλες τις γιορτές του έτους με αργίες ή άλλες εκδηλώσεις και έθιμα. Συχνά πηγαίναμε στη συναγωγή για διάφορες τελετές. Κάθε Παρασκευή γινόταν μια ειδική γιορτή πρίν από το Σάββατο που είναι η ιερή τους ημέρα. Πολλές εκδρομες και ταξίδια που γινόντουσαν είχαν ως κέντρο την εβραϊκη θρησκεία. Επίσης υπάρχουν στην Ελλάδα διάφορες ομάδες νεότητος όπου οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις εδώ ή στο εξωτερικό. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην εβραϊκή κατασκήνωση στους Πρόποδες του Ολύμπου. Και εκεί ό,τι γινόταν, γινόταν με κέντρο τα έθιμα και τις παραδόσεις της Εβραϊκής θρησκείας και της χώρας της. (Κάθε απόγευμα λένε ακόμα και τον ύμνο του Ισραήλ!).
Αυτά ήταν τα πρώτα θρησκευτικά ερεθίσματα που είχα ενώ προσωπικά δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το θέμα της ύπαρξης του Θεού, της Πίστης, ή της ζωής μετά το θάνατο. Θα έλεγα οτι έκανα μια κοσμική ζωή όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής μου, με ότι αυτό συνεπάγεται στο θέμα των αμαρτημάτων. Και ενώ τα χρόνια πέρναγαν σε αυτή την κοσμική ελευθέρια, με διασκεδάσεις αμαρτωλές, ένα τεράστιο ψυχικό κενό δημιουργόταν μέσα μου. Ενώ είχα όλες τις ανέσεις και τις ευκολίες που μπορεί να έχει ένας νέος, ενώ είχα την δυνατοτητα να αναλωθώ σε κάθε είδους αμαρτωλη πράξη και ψευτικη χαρά αυτού του κόσμου έβλεπα οτι κάτι έλειπε… Ένοιωθα ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα και αξία ένοιωθα ότι στην ουσία δεν είμαι ευτυχισμένος. Και καθώς ο καιρός και τα χρόνια πέρναγαν το ψυχικό αυτό κενό γινόταν όλο και μεγαλύτερο χωρίς να μπορω να προσδιορίσω τι είναι αυτό που λείπει και που να μπορεί να δώσει πραγματικό νόημα στην ύπαρξή μου.
Δύο είναι τα περιστατικά που συνδέονται με τα γυμνασιακά μου χρόνια και που μέσα από αυτά φαίνεται η πρόνοια του Θεού να με οδηγήσει στην Εκκλησἰα Του.
Ήμουν στη Δευτέρα Γυμνασίου αν θυμάμαι καλά όταν κάποιοι καθηγητές μας αποφάσισαν να φτιάξουμε μια εικόνα των Τριών Ιεραρχών για την εορτή τους. Ανάμεσα στους τόσους μαθητές (κάθε σχολικό έτος είχε εφτά τμήματα των 20 με 30 μαθητών) επέλεξαν εμένα, που δεν ἠμουν καν Χριστιανός ούτε είχα κανένα ιδιαίτερο χάρισμα στη ζωγραφική να κάνω τον Μέγα Βασἰλειο.
Ο Ναὀς των Τριών Ιεραρχών στον κέντρο της Αθήνας ήταν αυτός που πολλά χρόνια αργότερα, θα έμπαινα για πρὠτη φορά συνειδητά στη ζωή μου να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου και να ξεκινήσω την πνευματική μου ζωή με τακτικό εκκλησιασμό. Επίσης η αγιογραφια είναι μια τέχνη που έμαθα καλά με τα χρόνια και εξασκώ τακτικά όποτε έχω χρόνο.
Το δεύτερο περιστατικό έχει να κάνει με την Αγιορείτικη Μονή της Σίμωνος Πέτρας που επισκεφτήκαμε με έναν φίλο μου. Είμασταν τότε δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών. Το βράδυ ξαπλώσαμε στο κελί μας να ξεκουραστούμε. Εγώ μόλις έκλεισα τα μάτια μου άρχισα αμέσως να νοιώθω οτι γίνεται σεισμός στο δωμάτιο. Μόλις το είπα στον φίλο μου, μου απάντησε ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει σεισμός εδώ και είναι ιδέα μου, καλύτερα να
προσπαθήσω να κοιμηθώ. Το ίδιο φαινόμενο συνεχίστηκε πολλές φορές κατά την διάρκεια της νύχτας. Με το που έκλεινα τα μάτια μου ένοιωθα να σείεται όλο το δωμάτιο. Μόλις τα άνοιγα και σηκωνόμουν λίγο αυτό σταμάταγε. Με τα πολλά κάποια στιγμή αργά την νύχτα μπόρεσα να κοιμηθώ κάτω από τα γέλια και τις ειρωνίες του φίλου μου. Να σημειώσω εδω ότι στο Άγιο Όρος πήγα αβάπτιστος.
Σε μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας μετά από αρκετά χρόνια μια ευλογημένη μέρα δέχθηκα το Ιερό Μυστηριο της Βαπτίσεως και εισήλθα κανονικά στην Εκκλησία μας.
Μία ευσεβής σεμνή κόπέλα, γνήσιο τέκνο της Εκκλησίας, είναι ο πρώτος άνθρωπος που έγινε όργανο του Θεού για να με οδηγήσει στην μετάνοια και την επιστροφή μου σε Αυτόν. Εργαζόταν στο φροντιστήριο που μάθαινα Αγγλικα και γνωρίζοντας την εβραϊκή μου καταγωγή όπως και το ψυχικό κενό που βίωνα στη ζωή μου εκείνα τα χρόνια, δεν δίσταζε πολύ συχνά να μου ανοίγει συζητήσεις για πνευματικά θέματα, ακόμη και να μου δίνει βίβλία Χριστιανικού περιεχομένου, τα οποία έγω αγνοούσα πλήρως μέχρι εκείνη την εποχή. Το ενδιαφέρον μου για τον Χριστό, την Εκκλησία, και τους Αγίους ήταν τόσο που δυσκολευόμουν και εγώ ο ίδιος να παρακολουθήσω τον εαυτό μου! Διψούσα πραγματικά να μάθω για όλα αυτά τα πρωτόγνωρα πράγματα που πρώτη φορά άκουγα και άγγιζαν πραγματικά τη ψυχή μου. Ένοιωθα σαν να μου είχαν στερήσει κάτι όλα αυτά τα χρόνια και επιτέλους μάθαινα για αυτό. Ξαφνικά όλα αποκτούσαν νόημα. Υπήρχε τελικά στη ζωή κάτι που να αξίζει πραγμάτικα κάτι αληθινό. Και αυτός ήταν ο Χριστός μας. Το σκοτάδι που είχα μέσα μου άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί και να φαίνονται οι πρώτες ακτίνες φωτός. Μέσα σε πολύ λίγο δίαστημα χωρίς να πω τιποτα σε κανεναν ημουν βέβαιος οτι θέλω να βαπτιστώ Ορθόδοξος Χριστιανός.
Τον καιρό εκείνο είχα προγραμματίσει με ένα φίλο μου να πάμε ένα ταξίδι αναψυχής σε ένα νησί της Αμερικής. Από τη μία σκεφτόμουν την απόφαση που είχα πάρει να βαπτισθώ και να αρχίσω να ζώ μια σωστή πνευματική ζωή, από την άλλη δεν ήθελα να χάσω και αυτό το ταξίδι που είχαμε προγραμματίσει και ανυπομονούσαμε τόσο πολύ να πάμε. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω και μόλις επιστρέψω να πραγματοποιήσω το σκοπό μου.
Κατά την διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόμουν συχνά τις αποφάσεις μου και όσα είχαν συντελεστεί στην ψυχή μου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και ήθελα να κάνω κάτι για τον Κύριο σαν δείγμα της απόφασής μου να Τον ακολουθήσω από έδω και πέρα. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να κόψω το τσιγάρο! Εδώ και εφτά χρόνια σχεδόν κάπνιζα ένα με δύο πακέτα την ημέρα μανιωδώς και ούτε ήθελα να το αφήσω. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα όταν άνοιγα τα μάτια μου το πρώι και όταν έπεφτα να κοιμηθώ το βράδυ. Ήμουν εθισμένος σε αυτό σε απίστευτο βαθμό. Μαλιστα αγόρασα από το αεροδρόμιο πριν φύγουμε από την Ελλάδα μια ολόκληρη κούτα με πόλλα πακέτα να τα έχω μαζί μου στις διακοπές μου.
Αφου λοιπόν προσευχήθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου στον Θεό γι᾽ αυτό το θέμα με πίστη και αφού ζήτησα την βοήθειά Του να με στηρίξει στην απόφασή μου το θαύμα έγινε. Από εκείνη τη μέρα σταμάτησα το κάπνισμα! Έτσι απλά. Αυτή είναι η δύναμη του Χριστού μας όταν Τον επικαλούμαστε να μας βοηθήσει να κόψουμε τα πάθη μας και να δείξουμε λίγη καλή προαίρεση.
Στο αεροπλάνο της επιστροφής από το ταξίδι στην Αμερική, δίπλα μου κάθησε ένας ιεραπόστολος. Λες και τον έβαλε εκεί ο Θεός να με περιμένει στο αεροπλάνο της επιστροφής για να μου υπενθυμίσει τις υποσχέσεις μου και τι έπρεπε να κάνω από εδώ και πέρα. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού κάναμε μια πολύ ωραία συζήτηση για διάφορα πνευματικά θέματα και μου έλυσε πολλές απορίες που είχα. Στο τέλος κατα την άφιξή μας στην Αθήνα μού έκανε δώρο μια Καινή Διαθήκη.
Ετσι γύρισα απο την Αμερικη μέ δύο δώρα. Μία Αγία Γραφή και μία κούτα τσιγάρα που δεν κάπνισα ποτέ…!
Ο καιρός να πραγματοποιήσω τον πόθο μου να γίνω μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είχε φτάσει. Και έγω δεν ήξερα από πού να αρχίσω, πού πρέπει να απευθυνθώ. Σε μια συζήτηση με ένα φίλο του αδελφού μου, που στα αλήθεια δεν γνώριζα και τόσο κάλα, δεν ξέρω πώς μου ηρθε να του πω τις σκέψεις μου. Αυτός αποδείχτηκε πως έιχε στενή σχέση με την Εκκλησία και μου πρότεινε να επισκεφτούμε τον Πνευματικό του Πατέρα, ο οποίος είναι γνωστός Αρχιμανδρίτης της Αθήνας, με μεγάλο συγγραφικό έργο σε θεματα κυρίως απολογητικά και μεταστροφές ανθρώπων από άλλες θρησκείες και αιρέσεις. Ο κατάλληλος άνθρωπος δηλαδή για την περίπτωση τη δική μου που δεν γνώριζα ούτε τα πιο βασικά της Πίστης μας. Έτσι λοιπόν ενα απόγευμα κατευθυνθήκαμε στον Ι. Ναό των Τριών Ιεραρχών που υπηρετούσε τότε ο παππούλης.
Για άλλη μια φορά βλέπουμε την Θεία Πρόνοια του Θεού να ενεργεί σκανδαλωδώς και να έργάζεται τη σωτηρία μου. Από όλους τους φίλους και γνωστούς που είχα εξομολογούμε τις σκέψεις μου σε έναν άνθρωπο, το φίλο του αδελφού μου, τον όποιο εκείνο τον καιρό γνώριζα ελάχιστα, και αυτός αποδεικνύεται όχι μονο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός αλλά με οδηγεί και σε έναν Πνευματικό Πατέρα που μπορεί πραγματικά να με βοηθήσει στην απόφασή μου και να με κατηχήσει με το σωστό τρόπο.
Ο Γέροντας μάς άκουσε και τους δύο μέ πολύ αγάπη και ενδιαφέρον. Δέχτηκε να ξεκινήσουμε την κατήχηση και μόλις ένοιωθα έτοιμος και έκρινε και αυτός οτι είχε έρθει ο καιρός θα προχωρούσαμε στη βάπτιση. Επίσης μου γνώρισε όλη την πνευματική αδελφότητα που είχε σχηματιστεί απο πνευματικά του παιδιά με τα οποία κάναμε εκδρομές, πηγαίναμε βόλτες, εκκλησιαζόμασταν και πηγαίναμε στα κυρήγματα μαζί. Και ενώ στην αρχή δεν ήθελα να βιαστώ στο θέμα της βάπτισης μεχρι να περάσει λίγος καιρός και να είμαι απόλυτα βέβαιος για αυτό το βήμα στη ζωή μου, τόσο πολύ με γέμιζε η Θεία Χάρη του Θεού με την παρουσία Της και με την παρουσία των πνευματικών μου αδέλφών που άρχισα να παρακαλάω τον Γέροντα να προχωρήσουμε στο Ιερό Μυστήριο της Βάπτισης το συντομότερο δυνατόν. Τελικά αυτο πραγματοποιήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 2005 στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψως παρουσία πολλών πνευματικών αδελφών, αφού την προηγούμένη μέρα εξομολογήθηκα με συντριβή για πρώτη φορά ολά τα αμαρτήματα που είχα διαπράξει μέχρι εκείνη την ωρα. Ήμουν τότε 23 χρονών.
Η Βάπτιση σε μεγάλη ηλικία είναι μία πνευματική εμπειρία, ένα βίωμα που αποτυπώνεται ανεξήτηλα στην ψυχή του ανθρώπου. Νοιώθει ότι ανακαινίζονται τα πάντα μέσα του. Νους, ψυχή, καρδια, όλα καινούργια. Κάνει λογισμούς και σκέψεις τόσο αγνές και καθαρές που ποτέ δεν φανταζόταν οτι θα είχε. Νοιώθει ότι έχει ψυχή και μάλιστα είναι λευκή, καθαρή. Υπάρχουν στιγμές που την ώρα της προσευχής η ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας νοιώθει μια φλόγα και ένα θεϊκό πύρ να σιγοκάιει στο σημείο της καρδιάς του. Και όλα αυτά βέβαια είναι έργα του Αγίου Πνεύματος. Μακάριος αυτός που θα διατηρήσει την καθαρότητα που έλαβε στο Άγιο Βάπτισμα σε όλη του τη ζωή, που θα κρατήσει και θα αυξήσει αυτές τις χαρισματικές καταστάσεις. Ακόμα και το σώμα του το νοιώθει πιο ελαφρύ.
Ανυπομονούσα να βρεθώ μόνος μου σε κάποιο σημείο να κάνω προσευχή. Κάθε Θεία Λειτουργία γινόταν πανυγήρι στη ψυχη μου. Νοιώθει αγάπη κανείς για τα πάντα, όλους και όλα. Δεν προλάβαινα να ζητήσω στην προσευχή μου κάτι πνευματικό και ο Κύριος μού το πραγματοποιούσε την επόμενη μέρα. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού σε όλους τους ανθρώπους που αποφασίζουν συνειδητά να βαπτιστούν σε μία ώριμη ηλικία για να τους κάνει να καταλάβουν οτι η απόφαση τους ήταν η σωστή. Ότι Αυτή είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή και οτι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησια πάνω στη Γη, το Σώμα Του.
Η υπάρξη Πνευματικού Πατέρα, πνευματικού οδηγού,  είναι μια τεράστια ευλογία στη ζωή μας. Αληθινά ευτυχισμένοι αυτοί που το συνειδητοποίησαν και το βίωσαν αυτό στη ζωή τους. Η Εκκλησία μας τα έχει ορίσει όλα πολύ σοφά. Όλοι οι μεγάλοι Άγιοι της εποχής μας, Άγιος Παϊσιος, Αγιος Πορφύριος, πατήρ Σωφρόνιος τόνιζαν αυτή την παράμετρο στην πνευματική ζωή των ανθρώπων που τους επισκέπτονταν. Δύο χιλιάδες χρόνια η Εκκλησια μας εχει αποταμιεύσει πλούσια πνευματική εμπερία που μεταλαμπαδεύουν οι Πνευματικοί μας Πατέρες σε μας τα απλά μέλη της. Έχουμε υποχρέωση να ψάξουμε για έναν καλό Πνευματικό Πατέρα που δόξα τω Θεώ είναι πολλοί στις μέρες μας, να εξομολογούμαστε με καθαρότητα και ειλικρίνια τις αμαρτίες μας, αλλα και να τον συμβουλευόμαστε για τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Όχι μόνο θα αποφεύγουμε τις παγίδες του διαβόλου αλλά θα βλέπουμε και μεγάλη ευλογία σε κάθε πράξη μας. Θα ανανεώνουμε τη Θεία Χάρη που λάβαμε στο Άγιο Βάπτισμα και θα οδεύουμε με ασφάλεια προς την αιωνιότητα και την Βασιλεία των Ουρανων.
Σαν επίλογο θέλω να αναφερθώ στους Εβραίους της Ελλάδας, γιατί έχω γνωρίσει αρκετούς από αυτούς είτε συγγενείς είτε φίλους. Οι περισσότεροι απο αυτούς είναι άνθρωποι καλής προαιρέσεως οι οποίοι όμως έχουν άγνοια στα θέματα της Πίστεως. Το γεγονός οτι ζούν σε μια Ορθόδοξη χώρα δρα ευεργετικά στη ψύχη τους, στους περισσότερους από αυτούς. Αν παραμένουν Εβραίοι το κάνουν μόνο από κάποια συνήθεια, στην παράδοση των προγόνων τους, ελάχιστοι από αυτούς γνωρίζουν τι πρεσβεύει η εβραϊκή θρησκεία, ή τα σχέδια και τις επιδιώξεις του σιωνισμού παγκοσμίως. Αν πλησιάσεται τους περισσότερους από αυτούς και με σωστό τρόπο τούς βάλετε την καλή ανυσηχία για τα πνευματικά μπορεί να γίνουν θαύματα. Σαν μαθήτες του Χριστού και συνεχιστές των Αποστόλων έχουμε ευθύνη να βοηθήσουμε όλους τους ανθρωπόυς γύρω μας, είτε είναι άλλης θρησκείας, είτε αιρετικοί είτε μακρυά απο την Εκκλησία, να τους δείξουμε αυτά που έκανε ο Χριστός σε μάς και να τους οδηγήσουμε στον δρόμο της Αλήθειας. Είναι κάτι που θα μας ζητηθεί λόγος εν ημέρα Κρίσεως.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2018

Μεσολόγγι: Το θαύμα που κατέγραψε ένας πρωθυπουργός σαν σήμερα 27 Δεκεμβρίου…


Ήταν παραμονή του Αγίου Στεφάνου και στον πολιούχο της πόλεως του Μεσολογγίου, του Αγίου Σπυρίδωνα, μια οικογένεια παρακαλεί τον ιερέα να ξενυχτήσει το παράλυτο παιδί τους μέσα στην εκκλησία.

Γράφει ο Σπύρος Συμεών

     Με ικεσίες, παρακλήσεις και πολύ πίστη για ένα θαύμα.
    Η αγάπη ενός γονιού για το παιδί του, εκεί που δεν το χωράει ο νούς του να βλέπει το παιδί του, το ίδιο του το σπλάχνο να μην μπορεί να περπατήσεικαι ειδικά εκείνες τις παλεές εποχές αυτό γινόταν πιο δύσκολο μιας και δεν μπορούσε να έχει ειδικές φροντίδες αυτό το παιδί από κανέναν πέραν αυτής, των γονιών του.
        -Και τι θα απογίνονταν αν οι γονείς έφευγαν από την ζωή; -Ποιος θα διακονούσε με τόση αγάπη και υπομονή το παράλυτο παιδάκι τους; -Ποιος;

      Ο Ιερέας δέχεται και τους επιτρέπει να «ξενυχτήσουν» το παιδί μέσα στον ναό. Τους αποχαιρετά ευχόμενος να πιάσουν οι παρακλήσεις τους.
         Όλη την νύχτα ξάγρυπνοι οι γονείς, γονατιστοί, με ικεσίες προς τον Πανάγαθο Θεό μπροστά στην εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος, του προστάτου της πόλεως τους, αυτουνού που άκουγε κάθε μέρα τα παρακάλια τους.......



      Του ζήταγαν για ακόμη μια φορά να μεσιτεύσει στον Θεό να κάνει καλά το παιδί τους.

      Και ω του θαύματος!!!!! εκεί κάπου στα ξημερώματα το παιδί ξαπλωμένο και ανήμπορο όπως ήταν να σταθεί στα πόδια του, μπροστά στην εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα, βλέπει τον Άγιο Σπυρίδωνα να βγαίνει από την εικόνα του να του απλώνει το χέρι δίνοντάς του κάτι, σαν ένα μικρό κομμάτι αντίδωρου έμοιαζε, και να του λέει σήκω.
«Σήκω και περπάτα, μπορείς, είσαι καλά τώρα»

            Το παιδί σηκώνεται και ξαφνικά το βλέπουν οι γονείς του να περπατά,άρχισαν τα κλάματα. Αυτήν την φορά δάκρυα χαράς κύλισαν στα ξάγρυπνα πρόσωπά τους.
        Δεν πίστευαν στα μάτια τους και όταν ρώτησαν το παιδί τους τι έγινε αυτό τους είπε τι είχε δεί.
        Γονατιστοί ευχαριστούσαν τον Θεό μα και τον Άγιο που πραγματοποίησε την μεγαλύτερη ευχή τους, να γιάνει το παιδί που τόσο αγαπούσαν.

          Το θαύμα αυτό έγινε ξημερώνοντας του Αγίου Στεφάνου, δυστυχώς ο χρόνος μα και τα λοιπά στοιχεία δεν διεσώθησαν.
        Διασώθηκε όμως η καταγραφή αυτού του θαύματος από τον ένανπρωθυπουργό της Ελλάδας. Τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.
          Όχι μόνο κατέγραψε το θαύμα αλλά συνέταξε και ειδική ακολουθία για το γεγονός αυτό προς τιμήν του Αγίου Σπυρίδωνος και του Αγίου Στεφάνου ανήμερα της μνήμης του οποίο έγινε το θαύμα.
          Από τότε και κάθε χρόνο ψάλετε ανήμερα του Αγίου Στεφάνου αυτή ηακολουθία που συνέταξε ένας πρωθυπουργός και εκείνη την ημέρα σαν σήμερα δηλαδή στο Μεσολόγγι έχουν την λεγόμενη Μονοεκκλησία.

         Τελείτε δηλαδή (εκτός αν πέσει ημέρα Κυριακή) Θεία Λειτουργία μόνο στον μητροπολιτικό ναό της πόλης, αυτόν του Αγίου Σπυρίδωνοςπαρευρισκόμενων όλων των ιερέων της πόλεως και σύσσωμου του πληρώματος της εκκλησίας.
        Ενώ περίλαμπρο προσκυνητάρι με την εικόνα του μαρτυρίου του πρωτομάρτυρα και Αρχιδιακόνου Στεφάνου κοσμεί τον ναό.
Θαυμαστά τα έργα σου Κύριε εν τοις Αγίοις σου!!!

romfea.gr

Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2018

Ο άγνωστος συνταξιδιώτης


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονα χριστουγεννων

Χριστουγεννιάτικες στορίες, ἀρ. 17

π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13)
Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του, καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή.

Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέμισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξαναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες;
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ειρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει;
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώδη. Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύλιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του;
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται καλά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή;
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο άκουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στράτευμα να επελαύνει πίσω του. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγμή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά;
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να παρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας.
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναικείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φωνές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγά-σιγά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή.
Τινάχτηκε απορημένος ο ληστής, σκαρφάλωσε στου βράχου την κορφή ξανά. Μα σαν αντίκρυσε το θέαμα μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τί ήταν πάλι τούτο; Απ’ όλες τις γωνιές πετάγονταν τρέχοντας με τα μωρά στην αγκαλιά τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιώτες με γυμνά σπαθιά τις κυνηγούσαν. Κι όταν τις έφταναν, αντί γι’ αυτές, άρπαζαν και σκότωναν τα νήπια. Μα αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Από πότε τα βρέφη έγιναν απειλή για τον Ηρώδη; Ποια επιβουλή διέβλεπε σ’ αυτά για την εξουσία του; Ποιον επικίνδυνο «ύποπτο» καταζητούσε ανάμεσά τους; Κάποιον ίσως μελλοντικό βασιλιά; Αντί να βρει εξήγηση ο ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως η τόση εκστρατεία στόχευε τελικά αλλού. Δεν ήταν αυτός στο στόχαστρο. Προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να χαλαρώσει.
Απ’ την κρυψώνα του παρακολουθούσε με ασφάλεια την εξέλιξη. Και να! Ερχόταν τώρα προς το μέρος του, τρικλίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας, μια έξαλλη μητέρα, με το βρέφος της στην αγκαλιά της. Μα η γριά Ελισάβετ είχε μετρημένες τις δυνάμεις της. Οι στρατιώτες την πλησίαζαν με γρηγοράδα. Κι ερχόντουσαν ίσια καταπάνω του. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω από τον βράχο κι έτρεξε γοργά προς το πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτά πέτρες και χαμόκλαδα, να βγει απ’ την ακτίνα καταδίωξης.
Μα καθώς έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν επικίνδυνα την άτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Άρπαξε αστραπιαία το τόξο του, πέρασε γρήγορα ένα βέλος και σημάδεψε. Μα στη στιγμή το χαμήλωσε. Τί πήγαινε να κάνει; Τί ελπίδες μπορούσε να έχει απέναντι σε τόσους στρατιώτες; Θα ’ταν σίγουρα αυτοκτονία ν’ αναμετρηθεί με τόσο στράτευμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να προδώσει τη θέση του. Ελεεινολόγησε τον εαυτό του. Τί τον έπιασε τώρα; Αυτός, ο φοβερός λήσταρχος που έφαγε κόσμο και κοσμάκη δίχως έλεος, να προδοθεί έτσι, στα καλά καθούμενα, από ανόητα αισθήματα!
-Τα ’χω χάσει για τα καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας με θυμό τον εαυτό του.
Μα ό,τι ακολούθησε τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Ο πρώτος στρατιώτης είχε φτάσει σχεδόν την ταλαίπωρη γραία, που σερνόταν αποκαμωμένη από τον τρόμο και την κόπωση. Ο βράχος που προστάτευε νωρίτερα τον ληστή, υψωνόταν βουνό μπροστά της και της έκοβε τον δρόμο. Ο στρατιώτης αμείλικτος άπλωσε το στιβαρό χέρι του να αποσπάσει το τρυφερό βρέφος από τη μητρική αγκαλιά. Στο άλλο χέρι του έσταζε γυμνό το ματωμένο ξίφος του. Ήταν φανερό το τί θα επακολουθούσε. Την ύστατη εκείνη στιγμή η τραγική μάνα ύψωσε χέρια και μάτια ψηλά και έκραξε γεμάτη αγωνία:
-Σώσε μας, Κύριε! Έδωσες υπόσχεση γι’ αυτό το παιδί!
Ο τεράστιος βράχος που έφραζε τον δρόμο της, άνοιξε αυτοστιγμεί στα δυο. Μάνα και γιος βρέθηκαν στην αγκαλιά του και τα δυο του κομμάτια ξανάκλεισαν ακαριαία. Ο στρατιώτης εμβρόντητος έβγαλε δυνατή κραυγή τρόμου και έκαμε άλμα προς τα πίσω, σαν να τον έσπρωξε αόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στον τόπο του κι έμεινε να κοιτάζει ενεός, αδυνατώντας να συλλάβει το τί μόλις παίχτηκε μπροστά του.
Μα και ο ληστής αναπήδησε και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Μόνο που δεν σάλεψαν τα λογικά του. Ακούσια στρατιώτης και ληστής, έγιναν ταυτόχρονα αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Ύψιστος την ημέρα εκείνη «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα» και ήλθε «βοηθός και σκεπαστής εις σωτηρίαν» του αδύναμου βρέφους. Υπακούοντας στην εντολή Εκείνου που είχε τη δύναμη να «οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών», ο σκληρός γρανίτης θα προστάτευε το εύθραυστο βρέφος. Γιατί το βρέφος της Ελισάβετ μόνο τυχαίο δεν ήταν. Είχε αποστολή. Ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου πρόδρομος.
Ο Ηρώδης δεν άργησε να λάβει αναφορά για τα γενόμενα. Κατάλαβε πως το θεόσωστο εκείνο βρέφος δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα με ό,τι τόσο έντονα απασχολούσε τον ίδιο. Να ήταν άραγε ο «καταζητούμενός» του; Ο μελλοντικός βασιλιάς; Ή μήπως ο κρίκος που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν; Αναζήτησε αμέσως τον πατέρα του. Ο γηραιός προφήτης Ζαχαρίας εκτελούσε στον ναό του Υψίστου την τάξη «της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού». Οι στρατιώτες ζήτησαν να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένος ο γιος του. Όμως εκείνος απάντησε πως δεν γνώριζε κάτι, αφού δεν βρισκόταν «εις τον οίκον αυτού, …εν τη ορεινή της Ιουδαίας», αλλά στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να συμπληρωθούν «αι ημέραι της λειτουργίας αυτού». Μα η απάνθρωπη καχυποψία του Ηρώδη δεν κάμφθηκε. Έδωσε εντολή να σφαγιασθεί ο προφήτης, πράγμα που έγινε αμέσως εκεί, στον άγιο τόπο του θείου θυσιαστηρίου. Ο Ζαχαρίας, σε αντίθεση με τον μικρό του γιο, είχε επιτελέσει την αποστολή του. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου του.
Άγγελοι του Θεού έφεραν την αγία του ψυχή ενώπιον του θρόνου του Βασιλέως του μεγάλου, της έδωσαν θέση «υποκάτω του θυσιαστηρίου». Εκεί που οι ψυχές όλων «των εσφαγμένων διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου», ντυμένες λευκές στολές, αναπαύονται και περιμένουν «έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί».Μάζεψαν ευλαβικά το αίμα του και το έσμιξαν, μέσα σε ολόχρυση φιάλη, με το «αίμα αγίων και προφητών»,ώστε ενώπιον «του καθημένου επί του θρόνου» να βρίσκεται διαρκώς «παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου», που μόλις είχε άδικα φονευτεί «μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου».
Τα απρόσμενα γεγονότα συντάραξαν και έριξαν σε βαθειά συλλογή τον ληστή. Γιατί τόσο μένος απέναντι στα άκακα βρέφη; Όσο κι αν έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, το απλοϊκό του μυαλό δεν μπόρεσε να βρει την άκρη. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό να δείξει φρόνηση. Γιατί να διακινδυνεύει σε μέρη τόσο επικίνδυνα; Καλύτερα να βγει από τα όρια της επιρροής του στρατού του Ηρώδη. Και πού αλλού θα εύρισκε καλύτερη ασφάλεια και ησυχία από τις αχανείς ερήμους του νότου, προς Αίγυπτο μεριά, όπου κάθε κατατρεγμένος εύρισκε από αιώνες καταφύγιο!
Ακολουθώντας λοιπόν την πάγια πεπατημένη βρέθηκε να πορεύεται κι αυτός μέρες αργότερα «κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν». Στις έρημες καυτές περιοχές με την ελάχιστη βλάστηση, ακόμα και για έναν ρωμαλέο άντρα σαν αυτόν, η πορεία ήταν πάντα επίπονη. Μα ωστόσο ήταν τέλεια εξασκημένος στην κάθε κακουχία. Και γνώριζε να εφοδιάζεται καλά με την απαιτούμενη εφεδρεία. Όσο για τους κακοποιούς που καθ’ οδόν ενέδρευαν, όντας φόβητρο αυτός, αρματωμένος σαν αστακός, τον φοβόντουσαν αντί να τους φοβάται. Δεν περνούσε άλλωστε άγνωστα μέρη. Πολλές φορές είχε αναζητήσει καταφύγιο στις αφιλόξενες εκείνες ερημιές. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κανόνιζε την πορεία του με βάση τις λιγοστές μα τόσο απαραίτητες πηγές, που γνώριζε καλά τη θέση τους.
Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά μεταβάλλοντας την έρημο σε φλόγα, όταν ο ληστής αραξοβόλησε στην πρώτη δροσερή όαση. Μια πράσινη συστάδα δέντρων έριχνε την πολυπόθητη σκιά της γύρω από την πηγή, που ανέβλυζε πλούσια και ξαναχάριζε τη ζωογόνα φλέβα της στη διψασμένη γη. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τη σκόνη που είχε σκεπάσει τα ρούχα και την πανοπλία του.
Ξεκουραζόταν ακόμα στην απολαυστική σκιά, όταν στο βάθος του δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μια συνοδεία πλησίαζε αργά μέσα στην πνικτική λαύρα της ερήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στην πυκνή συστάδα και παραμόνευε προσεκτικά. Η συνοδεία, ιδιαίτερα μικρή -ένας σεβάσμιος πρεσβύτης, ένας μεσόκοπος άντρας, ένα νεαρό κορίτσι πάνω σε γαϊδουράκι με το μωρό της αγκαλιά- ήρθε κατ’ ευθείαν και πέζεψε στην πηγή. Ο ληστής τούς ζύγισε με μια και μόνο ματιά. Ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν να τους βάλει στο χέρι του.
Ο μεσόκοπος, που τον φώναζαν Ιάκωβο και ήταν ο μεγάλος γιος του πρεσβύτη, βοήθησε τη νεαρή μητέρα να κατέβει. Έφερε νερό απ’ την πηγή και τους έδωσε να πιουν, πότισε και το διψασμένο ζώο. Άνοιξε το σακούλι του και έβγαλε τις λιγοστές τους προμήθειες.
-  Ελάτε, πατέρα! είπε μόνο.
Έφαγαν το λιτό φαγητό τους και η νεαρή μητέρα σηκώθηκε. Κατέβηκε στην πηγή και έπλυνε τα σπάργανα του μωρού της. Τα άπλωσε παραπέρα σε μια μεγάλη πέτρα, να στεγνώσουν στον ήλιο. Ο ληστής δεν έχανε κίνηση. Ετοιμαζόταν για την εξόρμησή του. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Η ληστεία ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε για να ζει. Μα καθώς η ανύποπτη κόρη γύρισε προς το μέρος του, αντικρύζοντας το πρόσωπό της ο ληστής, καθηλώθηκε. Εντυπωσιάστηκε βαθιά. Τέτοια μορφή με τόση χάρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το πρόσωπό της, παιδικό σχεδόν, αχτιδοβολούσε παρθενική ανέγγιχτη ομορφιά. Φως υπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, απ’ το καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Μα ποια ήταν η κόρη αυτή, που έσταζε δροσιά σαν την αυγή;«Η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»;
Η νεαρή μητέρα με ελαφρές κινήσεις πήρε το βρέφος στην αγκαλιά της. Έσκυψε, ακούμπησε απαλά το μάγουλό της στο πρόσωπό του, το φίλησε γλυκά. Βλέποντας το βρέφος και τη γλυκοφιλούσα μητέρα ο ληστής, ξέχασε τα σχέδιά του εντελώς. Έμεινε μόνο να παρατηρεί ασάλευτος, χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου. Το φωτεινό χαμόγελο του βρέφους και η απέραντη αγάπη που αντιφέγγιζε στο παιδικό ακόμα βλέμμα της μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ένοιωσε ανάλαφρος. Μια παραδεισιακή γλυκύτητα εισχώρησε στην καρδιά του, ανοίγοντας βαθειά ρωγμή στη γρανιτένια σκληράδα της. Τα πυκνά κλαδιά τον έκρυβαν κι όμως είχε την αίσθηση πως το βρέφος εκείνο, χωρίς να τον κοιτάζει, τον έβλεπε. Αισθανόταν γυμνός μπρος στο βλέμμα του και ήθελε να κρυφτεί, σαν τον πρωτόπλαστο μες στην Εδέμ μετά την παρακοή. Μα ταυτόχρονα μια έλξη μυστική τον τραβούσε προς το βρέφος και τη μητέρα του. Μια πρωτόφαντη μαγευτική έκσταση, παντελώς άγνωστη μέχρι τότε, αιχμαλώτιζε την καρδιά του.
Διαισθανόταν σχέση μυστική ανάμεσα στο βρέφος αυτό και σε εκείνο που θαυματουργικά σώθηκε απ’ τη σφαγή στην ορεινή της Ιουδαίας. Μυστικό νήμα ένωνε τις ζωές τους με τρόπο ανερμήνευτο. Θαυμαστό εκείνο, μα ετούτο πανθαύμαστο! Εκείνο λύχνος προδρομικός, ετούτο ήλιος ολοφώτεινος! Η βαθειά τους επιρροή αλλοίωνε τώρα και τη δική του ζωή. Η σκέψη του έπαιρνε δρόμους διαφορετικούς. Αυτός που δεν λογάριασε ποτέ την ανθρώπινη ζωή, ένοιωθε, για πρώτη φορά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τη μητέρα τούτη και το βρέφος της. Για πρώτη φορά πλημμύριζε από διάθεση να τους προστατεύσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε την ανάγκη κι ευχήθηκε να ήταν κι αυτός καλός. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχει τη δύναμη να αγαπήσει κι αυτός. Και τί παράξενο! Δεν νόμιζε πια αδυναμία την αγάπη. Το να ζει για το καλό, του φαινόταν τώρα υπέροχος σκοπός. Η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του!
Η μικρή συνοδεία συνέχισε τον δρόμο της. Βάδιζε για μέρες στους έρημους δρόμους, μα δεν ήταν πια μόνη. Κρυμμένος προσεκτικά πίσω τους, ακολουθούσε ένας άγνωστος συνταξιδιώτης. Ο ληστής τους πήρε κατά πόδι. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, αυτοανακηρύχτηκε μυστικά προσωπικός τους φρουρός. Γιατί το έκανε; Παραξενευόταν και ο ίδιος. Και τί δεν είδαν όμως τα μάτια του, στην παράξενη τούτη αποστολή του! Τα γεγονότα τον πήγαιναν από έκπληξη σε έκπληξη.
Θηρία τους πλησίαζαν, λέοντες και παρδάλεις, μα αντί να τους κατασπαράξουν, σέρνονταν σαν πιστά σκυλάκια στα πόδια τους, προσκυνούσαν υπάκουα κι έφευγαν. Φοβεροί ληστές πετάγονταν μπροστά τους, μα αντί να τους πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινά και φιλούσαν τα ίχνη τους στο χώμα, χωρίς να αγγίζουν ούτε τρίχα τους. Κι όπου πατούσαν τα ευλογημένα πόδια τους, φύτρωναν αμέσως σε μια ατέλειωτη σειρά πίσω τους ευωδιαστά πολύχρωμα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τις φορτωμένες τους κορφές, αποθέτοντας μπρος τους ώριμους γλυκύτατους καρπούς. Σε κάθε πηγή που σταματούσαν να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, τα δέντρα έγερναν και τους προσκυνούσαν ευλαβικά.
Ο ληστής ακολουθούσε, παρακολουθούσε, αλλοιωνόταν. Κρυβόταν επιδέξια, μα ωστόσο αναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μα τους ήταν άραγε ακόμα άγνωστος; Είχε την αίσθηση πως του μικρού εκείνου βρέφους η ματιά δεν έφευγε από πάνω του, με όση φροντίδα κι αν έκρυβε τον εαυτό του. Πως το γλυκό του χαμόγελο προοριζόταν γι’ αυτόν. Κι όταν στην αγκαλιά της μάνας του κουνούσε στον αέρα τα μικρά του χέρια, νόμιζε πως ένευε προς το μέρος του, πως τον καλούσε μυστικά κοντά του.
Ο χρόνος υποτάχτηκε κι αυτός στην ακατανίκητη επιρροή του μυστηριώδους βρέφους. Οι μέρες του ταξιδιού ανεξήγητα συντομεύτηκαν. Ο ληστής τις μέτραγε, μα δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στα πρόθυρα της Θηβαΐδας, στην Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου. Η θεϊκή συνοδεία δροσίστηκε για τελευταία φορά κάτω απ’ τη σκιά μιας περσικής τεράστιας μηλιάς, που λύγισε την κορφή της ως τη γη, για να τους υποδεχτεί και αυτή θεοπρεπώς. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων φάνηκε να έρχεται απ’ τη μεριά της πόλης. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Τί ήθελαν όλοι αυτοί; Ποιες ήταν οι προθέσεις τους; Οχυρώθηκε αθέατος και έπιασε τα όπλα του. Θα υπερασπιζόταν το θεϊκό βρέφος και τηλοχεύουσα κόρη. Δεν φοβόταν πια να πεθάνει γι’ αυτούς.
Μα δεν χρειάστηκε. Οι άνθρωποι ήρθαν να τους αναγγείλουν συνταρακτικά νέα. Είπαν ότι κατάλαβαν τον ερχομό τους, γιατί έγινε στον τόπο τους την προηγούμενη νύχτα μια παράξενη καταστροφή. Τα είδωλα σ’ όλους τους ναούς τους έπεσαν και συντρίφτηκαν με φοβερό πάταγο στη γη. Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός μια εξήγηση μόνο μπορούσε να έχει γι’ αυτούς: Πως ήλθε στη χώρα τους ένας μεγάλος, ανίκητος, μοναδικός, αληθινός Θεός. Που εμπρός του οι θεοί-δαιμόνια των εθνών δεν είχαν τόπο να σταθούν. Και οι άνθρωποι αυτοί, λυτρωμένοι πλέον από τη στυγερή καταδυνάστευσή τους, βγήκαν σε αναζήτηση αυτού του παντοδύναμου Θεού. Για να τον υποδεχθούν. Να τον προσκυνήσουν. Να τον κάμουν Θεό τους. Ο φωτισμός της αλήθειας είχε λάμψει ήδη και στη χώρα τους. Κατάλαβαν ότι ζούσαν μέχρι τότε στο σκοτάδι.
Ήταν τα παιδιά εκείνων που πεισματικά, αιώνες πριν, δείχτηκαν απειθάρχητοι στο άγιο θέλημά του και γεύτηκαν την αδέκαστη δικαιοσύνη του, τις δέκα φοβερές πληγές, τη μόνη γλώσσα που μπορούσαν τότε να καταλάβουν. Ο Κύριος «εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ» έκαμε «θαυμάσια μεγάλα» απέναντί τους, μα αυτοί δεν άνοιξαν τα μάτια τους να δούν. Και τελικά ο Κύριος «επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω» της Αιγύπτου, «εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. Επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς».
Μα τώρα ο δυνατός Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, αδύναμο, επισκέπτεται ξανά τη χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μα στην ουσία τούς καλεί σε νέα σχέση μαζί του. Έρχεται αδύναμος, για να ωθήσει την πέτρινη καρδιά τους σε κίνηση αγάπης απέναντί του. Και να, που αυτοί δεν κάνουν το λάθος των πατέρων τους. Αναγνωρίζουν ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος». Και αυτό έγινε αποκλειστικά για χάρη τους. Για να ονομάσει λαό του κι αυτούς, «τον ου λαόν» του.  Αποκρυπτογραφούν στη δική του κίνηση τη γλώσσα της άφατης αγάπης του, που αδυνατούσαν να διαβάσουν οι πατέρες τους.
Η άγνωστη ως τότε προοπτική μιας νέας κτίσης, πάνω στη θέση των αρχαίων πραγμάτων, ανέτελλε ήδη σαγηνευτική, ελπιδοφόρα, υπέροχη, από το βλέμμα του θείου βρέφους. Έβλεπαν τη μητροπάρθενη κόρη να βαστάζει «εν αγκάλαις», χωρίς να φλέγεται, άυλο πυρ, την θεότητα, όπως η άφλεκτος βάτος «πάλαι η εν Σινά». «Νεύματι θεαρχικώ» οδηγημένοι, γνώρισαν όλοι μυστικά και προσκύνησαν «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».Μια δοξολογική κραυγή υψώθηκε από όλα τα στόματα προς την άχραντη μητέρα του:
-  «Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων! Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων»!
Η ανύμφευτη νύμφη με τον άφθορο τοκετό της τους πρόσφερε σαρκοφόρο τον Θεό, αποδεικνύοντας απάτη, πλάνη, δόλιο ψεύδος τα είδωλα. Η ομορφιά της, πηγάζοντας έσωθεν, φάνταζε απύθμενη θάλασσα,«ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», όπως η Ερυθρά «πόντω εκάλυψε» τον ιταμό Αιγύπτιο δυνάστη άλλοτε. Στα μάτια τους δεν ήταν πια η εύθραυστη κόρη, αλλά βράχος, η πέτρα που ανέβλυζε ποταμούς «ύδατος ζώντος» για«τους διψώντας την ζωήν», όπως από την άλλη εκείνη πέτρα της ερήμου «ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν» για τον διψασμένο λαό του Θεού. Το ταπεινό της ανάστημα υψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «οδηγών τους εν σκότει», «σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γη της επαγγελίας» η Θεοτόκος ανέβλυζε «μέλι και γάλα», «τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν», την αθάνατη ζωηφόρα τροφή που διαδέχτηκε «άρτον αγγέλων», το θεόσδοτο μάννα της ερήμου.
Πεσμένος στα γόνατα, προσκυνούσε μαζί τους το θείο βρέφος απ’ την αθέατη κρύπτη του και ο άγνωστος συνταξιδιώτης. Όχι τον ασήμαντο ληστή λοιπόν, αλλά αυτό το βρέφος, τον Βασιλέα των όλων και παντοδύναμο Θεό, κυνηγούσε απεγνωσμένα και ανόητα ο Ηρώδης. Έταξε τότε ο ληστής ενδόμυχα με ζέση, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Βασιλέα του, να συνταξιδεύει ισόβια μαζί του μυστικά. Και τέτοιος άνεμος χαράς τον συνεπήρε, που έλειωνε μέσα του, ριγούσε σαν του
Ἀντιύλη
Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00  Πρέβεζα
Τηλ. 26820 23075 / 25861 / 697-280.9268
μικρού παιδιού η σκληροτράχηλη καρδιά του.
Έστρεψε γελαστό το βρέφος τη ματιά του στον κρυφό του ακόλουθο, «φως ιλαρόν», αχτιδοβόλο, έπεμψε πάνω του.
Πρώτος, καλόδεχτος στον ουρανό, ακόμα κι ο ληστής που δέχεται με την καρδιά μικρού παιδιού τη Βασιλεία του Θεού!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...