Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαρτίου 10, 2015

Πώς να ονομάσω το παιδί μου;


Δεν είναι σπάνιο το ερώτημα στα χείλη νέων γονέων. Ερώτημα που το απευθύνουν ο ένας στον άλλον πρώτα, σε γνωστούς και φίλους κατόπιν, στον πνευματικό τους κάποιοι.
Και θα ήταν ανάξιο λόγου ένα τέτοιο ερώτημα, αν η απάντησή του δεν γεννούσε έριδες, διαφωνίες και ψυχρότητες και αν αντιμετωπιζόταν χωρίς καμία πνευματική επίπτωση στο νεογέννητο παιδί.
Τί συμβαίνει λοιπόν; Την χαρά της τεκνογονίας, την εμπειρία της πατρότητας και μητρότητα, την ευλογία της συνδημιουργίας ζωής με το Θεό να σκιάζουν ευθύς εξ αρχής έριδες και διχογνωμίες σχετικά με το όνομα του παιδιού! «Του πατέρα μου», επιμένει ο σύζυγος. «Της μητέρας μου», η σύζυγος. «Δεν μ” αρέσει το όνομα του πατέρα σου».
«Είναι όμως η σειρά των δικών μου γονέων να χαρίσουν το όνομα στο εγγονάκι τους». Πόσες τέτοιες αντιπαραθέσεις και καυγάδες! Και όταν μάλιστα αυτές υποδαυλίζονται εκατέρωθεν από τους γονείς και τους συγγενείς των δύο νέων γονέων, τότε τα πράγματα μπορεί να φθάσουν σε εντάσεις και ρήξεις οικογενειακές μεγάλες, με απρόβλεπτες και μακροχρόνιες συνέπειες.
Βέβαια είναι καλό και προσδίδει τιμή και σεβασμό το έθιμο και η παράδοση, το κάθε παιδί να παίρνει το όνομα του παππού ή της γιαγιάς του. Χαρίζει αυτό και μια ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση στους παππούδες, καθώς αισθάνονται μια πληρότητα βίου και μια ολοκλήρωση προσφοράς. Όμως το όνομα του παιδιού δίνεται στο παιδί για το παιδί.
Συνοδεύει από την ήμέρα της Βαπτίσεώς του και έξης εις αιώνας αιώνων αυτό το ίδιο το νεογέννητο παιδί. Μ” αυτό το όνομα θα μνημονεύεται όσα χρόνια ζήσει επί της γης, αλλά και μ” αυτό το όνομα θα μνημονεύεται στους τεθνεώτας μετά τον θάνατό του, αφού μ” αυτό το όνομα θα ζήσει στην αιωνιότητα.
Επομένως, το όνομα του παιδιού αφορά πρωτίστως και καθοριστικώς αυτό το ίδιο το παιδί. Έτσι και η επιλογή του δεν πρέπει να επηρεάζεται από κοσμικά, φιλοσυγγενικά και υστεροφημικά κριτήρια, αλλά η βαρύτητα πρέπει να πέφτει στο πως το όνομα του παιδιού θα επηρεάσει το ίδιο, θα το εμπνεύσει και θα το καθοδηγήσει στην ζωή του προς το αγαθό.
Ο Άγιος που κάθε άνθρωπος φέρει το όνομά του καθίσταται πρότυπο στην ζωή του. Εμπνευστής στον βίο του. Προστάτης και βοηθός στον δρόμο της ζωής του. Δημιουργεί συγκινήσεις και πόθους μιμήσεως έτσι, ώστε να υποβοηθείται ο άνθρωπος στον αγώνα για να χαριτωθεί, να αξιωθεί και της δικής του αγιότητος δια πρεσβειών του Αγίου του οποίου το όνομα φέρει.
Αυτά πρέπει να είναι τα κριτήρια των γονέων. Έτσι πρέπει να επιλέγουν, και όχι με το ποιο όνομα είναι της μόδας για τον άλφα ή βήτα λόγο. Ποιο όνομα φτιάχνει ωραίο και μοντέρνο χαϊδευτικό ή μερικές φορές με τη διπλή ονοματοδοσία, για να ικανοποιήσουν διάφορες επιθυμίες και απαιτήσεις.
Μετά το θαύμα της εισόδου στη ζωή ενός παιδιού ακολουθεί ένα δεύτερο θαύμα: της εισόδου του στην αγία μας Εκκλησία δια του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Μαζί με την ευλογία και την Χάρη του ιερού Μυστηρίου το νεογέννητο λαμβάνει και το ιδιαίτερο όνομά του. Ακολουθούν και οι πρεσβείες και η ευλογία του Αγίου του οποίου το όνομα λαμβάνει.
Αναλαμβάνει συγχρόνως και την παρακαταθήκη, την ευθύνη και την υποχρέωση να μιμείται και να εμπνέεται από την ζωή του Αγίου του, καθώς θα μεγαλώνει και θα μαθαίνει γι” αυτόν, αλλά και θα αρχίζει να αγωνίζεται στον πνευματικό στίβο της ζωής.
Ας μη το ξεχνούν λοιπόν αυτό οι νέοι γονείς. Και ας μην επιτρέπουν την χαρά της γεννήσεως ενός παιδιού να επισκιάζουν έριδες σχετικά με το όνομά του. Αλλά και να μην αφήνουν να κυριαρχούν στην επιλογή του ονόματος κοσμικά και ανθρώπινα κριτήρια, που θα αποκόπτουν το παιδί από την ζωή των Αγίων, την ευλογία και την χάρη τους στην ζωή του.
 


το είδαμε: εδώ

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2015

Τι είναι και τι συμβολίζει η Τσικνοπέμπτη;



Του Πατρός Νικολάου Λαγουμτζή
Η τσικνοπέμπτη είναι η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου και για την φετινή Αποκριά,την γιορτάζουμε την Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου
. Οι άνθρωποι προετοιμάζονται για την μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής και δίνει την ευκαιρία στα νοικοκυριά να καταναλώσουν με εορταστικό και χαρούμενο τρόπο ό,τι κόκκινο κρέας τους έχει απομείνει πριν από τη νηστεία της Σαρακοστής!

Η λέξη “τσικνοπέμπτη” προέρχεται από την λέξη “τσίκνα” (η μυρωδιά του ψημένου κρέατος) και από την λέξη “Πέμπτη”. Γιορτάζεται άλλωστε την Πέμπτη, 11 ημέρες πριν την Καθαρά Δευτέρα.
Είναι μια μέρα προ- ετοιμασίας για την μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής πριν από το Πάσχα, μια προετοιμασία που έγκειται στην προσπάθεια να βιώσουμε τις επερχόμενες ημέρες της Μεγάλης Τεασσαρακοστής.
Η Τσικνοπέμπτη βρίσκεται στη 2η εβδομάδα της περιόδου που εκκλησιαστικά ονομάζεται Τριώδιο, η οποία αποτελείται απο τρεις εβδομάδες πριν εισέλθουμε στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή, δηλαδή την νηστεία πριν από το Πάσχα:
την 1η εβδομάδα την λέμε Προφωνή ή Προφωνέσιμη ή και Απολυτή, την 2η εβδομάδα την λέμε Κρεατινή ή Κρεοφάγος και την 3η εβδομάδα την λέμε Τυρινή ή Τυροφάγος που πλέον δεν τρώγεται το κρέας (από εγκράτεια και «φρενάρισμα» των θελημάτων μας), αλλά τρώμε μόνο γαλακτοκομικά προϊόντα (άμα είναι και βιολογικά, ακόμη καλύτερα)!!!
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του Τριωδίου, δηλαδή την Απολυτή σταματάει η συνηθισμένη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, ενώ στη δεύτερη εβδομάδα των «απόκρεω» ίσχυε η νηστεία καιέτσι η Τσικνοπέμπτη αποκτά ιδιαίτερη σημασία και εθεωρείτο εορτάσιμη ημέρα και το τραπέζι είναι γιορτινό αφού έρχεται μετά από νηστεία και την επομένη έχουμε πάλι νηστεία, δηλαδή προετοιμασία για τα επερχόμενα.
Ο λόγος που έχει καθιερωθεί αυτή η γιορτή να γίνεται ημέρα Πέμπτη είναι πως η ορθόδοξη εκκλησία θεωρεί σημαντικές τις νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής, οπότε και έγινε επιλογή της ενδιάμεσης ημέρας από την Τετάρτη και την Παρασκευή, δηλαδή την Πέμπτη.
Επειδή με τον τρόπο που έχει καθιερωθεί το μαγείρεμα της τσικνοπέμπτης, στα κάρβουνα ή τηγανισμένο, αναδύεται έντονη τσίκνα-κάπνα, ονομάζεται τσικνοπέμτη.
Εχει καθιερωθεί να κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα την τσικνοπέμπτη, είτε το κρέας είναι αυτό, είτε το κρασί, για να μας θυμίσει το Πάσχα και την χαρά της Αναστάσεως.
Ας θυμηθούμε όμως κάτι πολύ σημαντικό λόγω των γιορτινών συναντήσεων μας και των σχετικών τραπεζωμάτων. Καλή διασκέδαση να έχουμε και όσοι γευθούν το κρασάκι, αυτό ν αγίνει με το προβλεπόμενο μέτρο, τα ξέρετε άλλωστε, αλλά συγχωρέστε μου την επανάληψη, ΟΧΙ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ και ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΙΣ και ασφαλώς ΔΕΝ ΟΔΗΓΟΥΜΕ ΠΟΤΕ εφόσον τα εύγεστα ποτηράκια είναι πλέον των 1-2!! ΔΕΝ ΟΔΗΓΟΥΜΕ!!! ΚΑΛΗ ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΤΗ!!!
πηγή

Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2014

Πως η πρόνοια του Θεού, συνεργάζεται με την δική μας προαίρεση.

Η Πρόνοια του Θεού
 
Την πορεία της ζωής του ανθρώπου επηρεάζουν τρεις σπουδαίοι παράγοντες.
 
Ο πρώτος παράγων είναι η πρόνοια του Θεού. Ο Θεός προνοεί ειδικά για κάθε άνθρωπο και καταστρώνει ειδικό σχέδιο για τη σωτηρία του, το οποίο είναι για κάθε άνθρωπο ξεχωριστό. Έτσι του δίνει προσωπικά χαρίσματα και δυνατότητες τα οποία αν αξιοποιήσει ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγιος. Μάλιστα ο Θεός προνοεί το καλύτερο, το τελειότερο, το αγιότερο. Όμως, δεν του επιβάλει την αγιότητα, του δίνει τα χαρίσματα, τις δυνατότητες και τον καλεί να συνεργαστεί ελεύθερα μαζί Του για να γίνει αυτό πραγματικότητα. Η επιλογή είναι του ανθρώπου, ο Θεός σέβεται απόλυτα την ελεύθερη βούλησή του.
 
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η παρέμβαση του διαβόλου. Ο διάβολος εκμεταλλεύεται τα πάθη και τις αδυναμίες του ανθρώπου, του υπόσχεται με το τρόπο του, πλούτο, δόξα, ηδονές και όπου τον “πιάσει”. Και επειδή η αμαρτωλή φύση ρέπει στα πάθη και την αμαρτία, οι πιθανότητες που έχει να τον κερδίσει είναι μεγάλες. Εκμεταλλεύεται ακόμη την άγνοιά του και την ανωριμότητά του, τον παγιδεύει συνεχώς και επειδή ο άνθρωπος δεν ξέρει ή δεν έχει πείρα να τον αντιμετωπίσει πέφτει πολλές φορές στις παγίδες που του στήνει.
 
Και ο τρίτος παράγοντας είναι η ελευθερία του ανθρώπου. Αν θα δεχτεί ο άνθρωπος να συνεργαστεί με τον Θεό, να καλλιεργήσει τα χαρίσματα του Θεού ή να δουλέψει στα πάθη και τις προκλήσεις του πονηρού είναι καθαρά στην ελεύθερη βούλησή του.
 
Ο Μέγας Βασίλειος λέει οτι o Θεός προνοεί το καλύτερο στη ζωή σου, όμως το “καντήλι” της ζωής σου δεν το κρατάει Εκείνος, αλλά σου το δίνει να το κρατήσεις εσύ στα χέρια σου και Εκείνος θέλει να σε βοηθήσει και να σε στηρίξει. Αν εσύ δεν προσέξεις, σκοντάψεις και πέσεις, τότε το λάδι απο το καντήλι θα χυθεί και το δοχείο θα σπάσει. Όμως για αυτό δεν θα ευθύνεται η Πρόνοια του Θεού, αλλά οι δικές σου επιλογές.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
 
Οι άγιοι με τη πίστη τους και τον αγώνα τους καθάρισαν τον χώρο του νου και της καρδιάς από την παθογένεια της αρρωστημένης, αμαρτωλής ανθρώπινης φύσεως κι έγιναν τα εύχρηστα δοχεία του πνεύματος. Η ψυχή τους είναι ένας πνευματικός καθρέφτης, στον οποίο αντανακλώνται όλες οι ιδιότητες, τα χαρίσματα του Θεού, και διαχέονται στο περιβάλλον γύρω τους. Στους αγίους, η ζωή τους είναι ένας τόπος φανέρωσης των ενεργειών του Θεού.

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
 
Οταν ο άνθρωπος θέλει να τηρήσει το θέλημα του Θεού, έχει καλή θέληση και διάθεση, έχει φιλότιμο, θέλει να είναι ενάρετος, όμως επειδή είναι αμελής και επιπόλαιος, δεν καλλιεργεί τον εαυτό του στις αρετές και στο θέλημα του Θεού, τότε η Πρόνοια του Θεού, λειτουργεί παιδαγωγικά, για να τον βοηθήσει να ωριμάσει και να δυναμώσει η θέλησή του. Πάντα όμως με διάκριση, χωρίς ποτέ να παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου. Προσπαθεί μόνο να δώσει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να ενεργοποιήσει τα χαρίσματά του και να καρποφορήσει τελικά τις αρετές. Στη παρέμβαση αυτή ο Θεός “κρύβεται”, δεν ενεργεί φανερά, αλλά “πλησιάζει” μυστικά, γιατί αν ενεργήσει φανερά, πρώτον, θα παραβιάσει την ελευθερία του ανθρώπου, την οποία ο Θεός, ως χορηγός της ελευθερίας σέβεται σε απόλυτο βαθμό και προτιμάει να αφήσει τον άνθρωπο, όταν δεν θέλει τη σωτηρία του, να κολασθεί, παρά να του στερήσει την ελευθερία του. Έτσι δεν επιβάλλει ποτέ το θέλημά Του, την παρουσία Του. Και δεύτερον, αν ο Θεός φανερωθεί χωρίς ο άνθρωπος να έχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, χωρίς δηλαδή να έχει ψυχική και πνευματική ωριμότητα, θα πάθει ηθική και πνευματική ζημιά. Το καλό αποτέλεσμα έρχεται συνήθως μέσα απο τα αντίθετα, δηλαδή μέσα από δοκιμασίες, θλίψη, πόνο, στενοχώριες, οι οποίες όμως είναι μόνο παιδαγωγικές.

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ. 
 
Όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να εφαρμόσει το θέλημα τού Θεού, δεν θέλει να καλλιεργήσει τον εαυτό του στις αρετές, δεν θέλει να έχει καμμία γνώση και επίγνωση του Θεού, δεν θέλει να μετανοήσει, δεν θέλει τη σωτηρία του, τότε η Πρόνοια του Θεού τον “εγκαταλείπει”. Τον αφήνει δηλαδή να κάνει χρήση της ελευθερίας του, της δικής του επιλογής σεβόμενος την ελεύθερη βούλησή του, περιμένοντας τη μετάνοιά του. Και όταν μετανοήσει, τον δέχεται κι αυτόν, τον κάνει πάλι δικό του αγαπημένο παιδί και του δίνει όλα τα ευεργετήματα που έχει για τα αληθινά και γνήσια παιδιά του. Όπως ακριβώς μας περιγράφει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, στην περίπτωση του ασώτου υιού.

Όπως τονίζει πολύ σοφά ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης (Λόγος Ε εις τους Μακαβ.) Η δίκαιη κρίση του Θεού εξομοιώνεται με τη δική μας διάθεση, όποια είναι η διάθεσή μας, τέτοια είναι και η κρίση του Θεού. Η πρόγνωση του Θεού λένε οι άγιοι θεολόγοι πατέρες είναι θεωρητική και όχι πρακτική που σημαίνει: Όχι γιατί σε προβλέπει ο Θεός σωσμένο, σώζεσαι ή γιατί σε προβλέπει ο Θεός κολασμένο κολάζεσαι, αλλά γιατί από τα καλά σου έργα, συνεργούσα η χάρη του Θεού, σώζεσαι και ο Θεός σε προβλέπει σωσμένο, ή για τα κακά σου έργα, αποφεύγοντας τη χάρη του Θεού, κολάζεσαι, ο Θεός σε βλέπει κολασμένο… Όπως αλλάζεις ζωή, έτσι και ο Θεός αλλάζει απόφαση. Η κρίση του Θεού εξομοιώνεται με τη δική μας προαίρεση. Ο Θεός θέλει να μας σώσει γιατί είναι φιλάνθρωπος, εμείς όμως μπορούμε να σωθούμε γιατί είμαστε ελεύθεροι. Η Χάρη του Θεού και η δική μας προαίρεση κάνουν τη σωτηρία… Αποφάσισε ο Θεός να σώσει τους δικαίους και να κολάσει τους αμαρτωλούς;

Είσαι δίκαιος; Πρόσεξε μη πέσεις, γιατί η απόφαση σωτηρίας σου γίνεται απόφαση της κολάσεώς σου. Είσαι αμαρτωλός, πρόσεξε να μετανοήσεις, γιατί η απόφαση της κολάσεώς σου γίνεται απόφαση της σωτηρίας σου. Θέλεις να ξέρεις πως έχουν τα πράγματα για τη σωτηρία σου; Θέλει ο Θεός γιατί είναι φιλάνθρωπος, αν θέλεις και εσύ, γιατί είσαι ελεύθερος, είσαι σεσωσμένος.

Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Κουρκουβάτη
Eκδόσεις Ν. Αγχίαλος (2007)

το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 19, 2014

ΓΗ ΘΡΑΚΙΚΗ – ΓΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ


imagesK0UCD5UQΙωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός
* Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην εκλεκτή πνευματική θυγατέρα του και προσφυγομάνα Θράκη.
* Η Θράκη στο διάβα των αιώνων τελεί αδιαλείπτως υπό το «Πρωτόθρονο Μητρικό Ωμοφόριο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η αδέκαστη ιστορία έχει καταγράψει αψευδώς και διά «τεκμηρίων πολλών» ότι η εκκλησιαστική οργάνωση των Επαρχιών του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης είναι συνυφασμένη ακατάλυτα με την ζωή της πρωτοθρόνου και πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Ο Απόστολος  Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων, έδρασε, σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές πηγές και την παράδοση της Εκκλησίας, στην Μικρά Ασία, τiς περί τον Εύξεινο Πόντο περιοχές, την Θράκη και την Αχαΐα, όπου και εμαρτύρησε. Έτσι, η αποστολικότητα του θρόνου της Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας είναι αποδεδειγμένα συνδεδεμένη και με την αποστολικότητα των ιδρυθεισών κατά τόπους Εκκλησιών στις παραπάνω περιοχές, όπου έδρασε ο Πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας, και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και εκείνες της ευλογημένης Θρακικής Γης.
Ο «κοινός αποστολικός σύνδεσμος» ανάμεσα στην Θράκια Γη και την ιερά εκκλησιαστική Καθέδρα της του Κωνσταντίνου Πόλεως, της Θεοτοκουπόλεως Βασιλίδος των Πόλεων, ενισχύεται κατά τους μετέπειτα χρόνους και εκ του γεγονότος ότι προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου η μικρά πόλις (Πολίχνη) του λεγομένου Βυζαντίου, η αρχαία αυτή αποικία των Μεγαρέων ήταν επισκοπή κατά το χριστιανικό αυτής τμήμα, υπαγομένη στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου της εν Θράκη Ηρακλείας. Ο δε εκάστοτε Μητροπολίτης Ηρακλείας μέχρι και σήμερα, εάν βεβαίως υπάρχει εν ενεργεία Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον τίτλο του «Ηρακλείας», σύμφωνα με αρχαιότατο εκκλησιαστικό έθος, εγχειρίζει την πατριαρχική ποιμαντορική ράβδο (πατερίτσα) στον εκάστοτε νεοεκλεγέντα και ενθρονιζόμενο Οικουμενικό Πατριάρχη.
Η άλλοτε τοπική Εκκλησία της πολίχνης του Βυζαντίου, αρχικώς υπαγομένη στον εκάστοτε Μητροπολίτη Ηρακλείας, κυρίως δε από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.) και ακόμη σταθερότερα και εντονότερα με τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.) κατέστη σταδιακά και συν τω χρόνω στην «καθ’ ημάς Ανατολή» η όντως τροφός και φιλόστοργος «Ιερά καθέδρα και το αδιάσειστον Ιερόν Κέντρον» των Επισκοπών, Αρχιεπισκοπών και Μητροπόλεων, μεταξύ των οποίων και εκείνες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική, πνευματική και διοικητική δικαιοδοσία αυτής.
Παρόλο που οι επαρχίες του λεγομένου Ανατολικού Ιλλυρικού (το πλείστον μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου- η άλλοτε Γιουγκοσλαβία, πλην της Δαλματίας η οποία υπήγετο στο Δυτικό Ιλλυρικό, η Αλβανία, η Δυτική Βουλγαρία, η Ελλάς, η Κρήτη, η Μακεδονία) υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Επισκόπου Ρώμης, εντούτοις από τα τέλη του Δ’  αιώνος οι Επίσκοποι αυτών, παραθεωρούντες τις αντιδράσεις της Εκκλησίας της «Πρεσβυτέρας Ρώμης», προτιμούσαν να απευθύνονται στον Κωνσταντινουπόλεως ως τον πρωτόθρονο Επίσκοπο της «Νέας Ρώ-μης» για την ρύθμιση των επαρχιακών εκκλησιαστικών και εν γένει πνευματικών υποθέσεών τους, τις οποίες η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επέλυε στο πλαίσιο της «κηδεμονικής προνοίας και συναντιλήψεως αυτής». Έτσι, αυτό που de facto επικρατούσε ως εκκλησιαστική πρακτική, επιβεβαιώθηκε και de jure, όταν η Δ’  εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.) με τον 28ο κανόνα αυτής υπήγαγε τις τρεις Διοικήσεις Πόντου, Ασίας και Θράκης στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Εν προκειμένω δε ο πολύς συγγραφέας Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος στο μνημειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», γράφει σχετικά ότι: «Τούτο δε κρίνεται μάλλον ως φυσική κατάστασις, α) διότι προηγήθη η διοικητική μεταρρύθμισις και απόσπασις του Ιλλυρικού από του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, β) διότι εις τας επαρχίας του ανατολικού Ιλλυρικού η γλώσσα της λατρείας ήτο η ελληνική, οι δε Επίσκοποι αυτού, ιδίως της Μακεδονίας και όλων των ελληνικών επαρχιών, ωμίλουν ελληνιστί, και γ) διότι γενικώς επρόκειτο περί πληθυσμών πλησιέστερων και οικειότερων, υπό πάσαν έποψιν, προς τον θρόνον Κωνσταντινουπόλεως».
Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σημείο αναφερόμενος στην πολιτιστική σύνδεση και συνάφεια των περιοχών της Θράκης με την νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Νέα Ρώμη, την Θεοτοκούπολη Κωνσταντινούπολη, γράφει: «Ενώ δηλαδή εν Αιγύπτω αναπτύσσεται κυρίως η κοπτική φιλολογία και εν τη Διοικήσει της Ανατολής η συριακή και η αρμενική, αι περιοχαί της Θράκης, της Ασίας και του Πόντου, διαποτίζονται και καλλιεργούνται ολονέν και περισσότερον υπό της ελληνικής γλώσσης και παιδείας. Η πολιτιστική αυτή συγγένεια επέδρα μεγάλως εις τον προσανατολισμόν των Επισκόπων των τριών Διοικήσεων προς την Κωνσταντινούπολιν, η οποία εγένετο ήδη το κυριώτερον κέντρον της ελληνικής παιδείας».
Στο διάβα των αιώνων λοιπόν σφυρηλατήθηκαν ακατάλυτοι και άρρηκτοι εκκλησιαστικοί, πνευματικοί και ιστορικοί δεσμοί ανάμεσα στην ευλογημένη θρακική Γη και την Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα αδιαλείπτως η Θράκη ως ενιαίος γεωγραφικός χώρος (στη σύγχρονη εποχή πλην της Βορείου Θράκης ή Ανατολικής Ρωμυλίας που υπάγεται στο Πατριαρχείο Βουλγαρίας) τελεί υπό το «Πρωτόθρονο Κηδεμονικό Ωμοφόριο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εν τοις πράγμασι αποδεικνύεται αυτό που από ετών εγράψαμε «περί Γης Θρακικής- Γης Πατριαρχικής». Δεν νοείται δηλαδή εκκλησιαστική οργάνωση των επαρχιών της γεωγραφικώς ενιαίας Θράκης άνευ της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς επίσης δεν νοείται και το Οικουμενικό Πατριαρχείο άνευ των εκλεκτών εκκλησιαστικών επαρχιών του στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης.
Στο σχέδιο του Θεού η θρακική Γη υπήρξε και παραμένει ανά τους αιώνες ο «ζωτικός φυσικός χώρος» της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του μαρτυρικού και δι’ αιμάτων καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείο, το οποίο αδιαλείπτως συνεχίζει να σκέπει υπό τις φιλόστοργες πτέρυγές του την θρακική Γη. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν επισημαίναμε ότι από τις πλέον εκλεκτές εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες υπήρξαν και παραμένουν αλησμόνητες, είναι εκείνες της Ανατολικής Ρωμυλίας ή Βορείου Θράκης και της Ανατολικής Θράκης, που από το 1922/1923 είναι απορφανεμένες από το ποίμνιό τους, ενώ ακμαίες και δραστήριες παραμένουν οι επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου στη Δυτική Θράκη, οι οποίες αποτελούν αδιάκοπα μέσα στον χωροχρόνο κανονικό έδαφος της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας μέχρι και στις μέρες μας.
Στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης έχουν καταγραφεί «χρυσοίς γράμμασι» στις σελίδες της εκκλησιαστικής ιστορίας από την βυζαντινή περίοδο και μέχρι το 1922 οι περισσότερες Επισκοπές, Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις εν συγκρίσει με άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες, οι οποίες υπήγοντο στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρ-χείου. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα που καταγράφονται από τους
κατά καιρούς ερευνητές, στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης (Βόρεια, Ανατολική και Δυτική) από Χριστού και μέχρι την δεκαετία του 1930 διέλαμψαν περί τις 94 συνολικά Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επι-σκοπές, στις οποίες, κατά προσέγγιση και στο ίδιο χρονικό διάστημα, ε-ποίμαναν περί τους 1824 αρχιερείς (Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι, Επίσκοποι), εν ενεργεία ή απλώς τιτουλάριοι).
Όλες αυτές οι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές είχαν την έδρα τους στην έκταση των 6 Επαρχιών που αποτελούσαν το έδαφος της «Διοικήσεως» της Θράκης, η οποία με τη σειρά της αποτελούσε μέρος του «Ανατολικού Θέματος» σύμφωνα με την υπό του Μ. Κωνσταντίνου γενομένη νέα διαίρεση του αχανούς Ρωμαϊκού Κράτους σε «Υπαρχίας ή Θέματα» και αυτά σε «Διοικήσεις», οι οποίες διαιρούνταν σε «Επαρχίες». Οι έξι Επαρχίες της Διοικήσεως Θράκης ήταν: 1) Ευρώπης (Ηρακλείας). 2) Ροδόπης (Τραϊανουπόλεως), 3) Αιμιμόντου (Αδριανουπόλεως), 4) Θράκης (Φιλιππουπόλεως), 5) Μυσίας ή Αιμιμόντου (Μαρκιανουπόλεως) και 6) Σκυθίας (Τόμης).
Ο αριθμός των παραπάνω Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών της καθόλου Θράκης υπέστη σημαντικές αυξομειώσεις και μεταβολές δια μέσου των αιώνων και μέχρι της αλώσεως (1453). Έτσι, από της αλώσεως και μέχρι την δεκαετία του 1920 καταγράφονται, κατόπιν πολλών συγχωνεύσεων, στην Ανατολική και Δυτική Θράκη, οι παρακάτω Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές: Αδριανουπόλεως, Μετρών και Αθύρων, Αίνου, Αργυρουπόλεως, Αρκαδιουπόλεως, Βιζύης και Μηδείας, Γάνου και Χώρας, Δέρκων (αρχικά υπό τον Ηρακλείας), Διδυμοτείχου, Ηρακλείας και Ραιδεστού, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου, Μαρωνείας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Ξάνθης και Περιθεωρίου, Παμφίλου, Σαράντα Εκκλησιών, Τυρολόης και Σερεντίου, Σηλυβρίας, Σκοπέλου (υπό τον Αδριανουπόλεως), Τραϊανουπόλεως, Χαριουπόλεως κ.ά. Άξιο μνείας είναι ότι στην καρδιά της γεωγραφικής εκτάσεως της σημερινής λεγομένης Δυτικής Θράκης, από του Δ’ αιώνος και μέχρι τον ΙΔ΄ αιώνα, κυριαρχούσε η Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως έχουσα ως Επισκοπές τις εξής: Μαρωνείας, Μαξιμιανουπόλεως, Αίνου, Τοπείρου, Κυψάλων, Αναστασιουπόλεως, Διδυμοτείχου, Μάκρης, Μοσυνουπόλεως, Πόρων, Ξανθείας, Περιθεωρίου κ.ά. Πλείστες εξ αυτών ανεβιβάσθησαν σε Αρχιεπισκοπές και αργότερα συγχωνεύθησαν στις ήδη από του ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνος ιδρυθείσες Μητροπόλεις της Δυτικής Θράκης, ήτοι Μαρωνείας, Διδυμοτείχου, Ξάνθης και Περιθεωρίου, ενώ η εσχάτως ιδρυθείσα Μητρόπολη της Δυτικής Θράκης είναι της Αλεξανδρουπόλεως (1922).
Στην δε Βόρεια Θράκη ή Ανατολική Ρωμυλία από της αλώσεως (1453) και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1910, οι καταγεγραμμένες Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, κατόπιν πολλών μεταβολών και συγχωνεύσεων, ήταν οι εξής: Αγαθονικείας, Αγαθουπόλεως, Αγχιάλου, Αξιουπόλεως, Βάρνης, Βιδύνης, Βράτσας, Διοσπόλεως, Δρύστρας, Κεστεντηλίου, Κωνσταντίας, Λεύκης, Λιτίτσης. Λοφτσού, Μεσημβρίας, Περκόφτσας, Πρεσλάβας, Ροδοστόλου, Σαμακοβίου, Σοφίας, Σωζοπόλεως (Σωζοαγαθουπόλεως), Τζερβενού, Τορνόβου, Φιλιππουπόλεως.
Η ύπαρξη τόσου μεγάλου αριθμού Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Θράκης συγκριτικά με άλλες γεωγραφικές περιοχές, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, δεν υπήρξε ένα γεγονός τυχαίο και περιστασιακό. Αντιθέτως, αποδεικνύει περίτρανα τόσο το υψηλό και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα των Θρακών, όσο  και την ιδιαιτέρα μεγάλη σημασία και βαρύτητα που έδιδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σ’ όλες αυτές τις νευραλγικές εκκλησιαστικές επαρχίες του με τον υψηλού επιπέδου ακμάζοντα ορθόδοξο πληθυσμό, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος, παρά το κατά καιρούς βαρύτατο κόστος που πλήρωναν λό-γω της προσηλώσεως και αφοσιώσεώς τους στην μαρτυρική και «αει εσταυρωμένη» Μητέρα τους Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Μητροπόλεις αυτές, κυρίως μετά την άλωση της Πόλεως (1453), υπήρξαν οι «Κιβωτοί της Σωτηρίας» για το δεινώς δοκιμαζόμενο υπόδουλο γένος των Ρωμηών σε όλη την ενιαία γεωγραφική έκταση της θρακικής Γης και όχι μόνον. Ανεδείχθησαν όντως οι «πνευματικές ασπίδες προστασίας» του Χριστεπωνύμου πληρώματος, αλλά και η «πνευματοφόρος εστία» της προόδου σε όλα τα επίπεδα. Οι Μητροπολίτες της Θρακώας γης και οι υπ’ αυτούς Επίσκοποι, οι οποίοι εξελέγοντο και απεστέλοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις «Φαναριοσκέπαστες» αυτές επαρχίες, όπου χτυπούσε δυνατά η καρδιά της αθανάτου Ρωμηοσύνης του φιλοχρίστου και φιλοθέου γένους μας, εφύτευαν και μεταλαμπάδευαν στους Θράκες τα «ανόθευτα νάματα» της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως, την άσβεστη φλόγα της Ρωμηοσύνης, την γνήσια και ανόθευτη συνείδηση ότι οι εκκλησιαστικές επαρχίες της θρακικής Γης ήταν και μέχρι σήμερα παραμένουν πατριαρχικό έδαφος, και ότι επίσης το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε την «αει εσταυρωμένη» και φιλόστοργη Μητέρα
τους Εκκλησία. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ως Μητροπολίτες και Επίσκοποι στις Εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης εξελέγοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι άριστοι των πατριαρχικών κληρικών από τους οποίους πολλοί στο διάβα των αιώνων ανήρχοντο ως Οικουμενικοί Πατριάρχες στο θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας.
Η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε η «κιβωτός της ελληνορθοδόξου παιδείας» και η «πνευματοφόρος κολυμβήθρα» του αναβαπτισμού των ρωμηόπουλων στα γράμματα και τις τέχνες. Δεν μεριμνούσε δηλαδή μόνο να εκλέγει και να αποστέλει τους αρίστους Επισκόπους και Μητροπολίτες στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης, αλλά ως Εθναρχούσα Εκκλησία αόκνως και νυχθημερόν αγωνιζόταν να ιδρύονται Εκκλησίες, ιερές μονές (Παπίκιον Όρος επί της οροσειράς της Ροδόπης, Ι.Μονή Παναγίας Πετριτσονιτίσσης Μπατσκόβου- Βόρεια Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Σκαλωτής- Ανατολική Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Κοσμοσώτειρας- Δυτική Θράκη κ.α.), ευαγή φιλανθρωπικά και κοινωφελή ιδρύματα, καθώς επίσης νηπιαγωγεία, δημοτικά σχολεία, σχολαρχεία (Αστικές Σχολές) και λοιπά ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αλλεπάλληλα τα αιτήματα του Πατριαρχείου προς την Υψηλή Πύλη για την έκδοση Σουλτανικών Φιρμανίων και την χορήγηση υπουργικής αδείας με σκοπό την ανίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων κάθε βαθμίδος. Το Πατριαρχείο με τους διακεκριμένους φιλεκπαιδευτικούς και φιλοπροόδους συλλόγους της Κωνσταντινουπόλεως φρόντιζε να αποστέλλονται διδάσκαλοι και διδασκάλισσες σε όλα τα σχολεία της Θράκης προκειμένου τα Ρωμηόπουλα να γεύονται τα νάματα της ελληνορθοδόξου παιδείας και παραδόσεως με τα οποία ως θώρακα και ασπίδα προστασίας να ανθίστανται στις προπαγανδιστικές και προσηλυτιστικές απόπειρες του εκτουρκισμού, εκβουλγαρισμού και εκλατινισμού τους.
Η μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ήταν και παραμένει το «Ιερόν Κέντρον» του φιλοχρίστου και ευσεβούς Γένους μας, για την παιδεία και μόρφωση των υποδούλων τέκνων του εφάνη σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την άλωση, όταν, παρόλες τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε η Θράκη, επετεύχθη η άνθιση της ελληνορθοδόξου παιδείας με την πρωτοβουλία του εξ Αγχιάλου Θρακός Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ του επικαλουμένου Τρανού (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), ο οποίος κατά το έτος 1593 ενεπνεύσθη και απέστειλε την ιστορικής σημασίας σχετική εγκύκλιο για την ίδρυση σχολείων απανταχού των εδαφών της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου, όπου υπήρχε έστω και η ελάχιστη εστία ελληνισμού. Έτσι άρχισε η άνθιση της ελληνικής παιδείας στη Θράκη με την πληθώρα των λογίων Θρακών, κληρικών και λαϊκών, που ανεδείχθησαν καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανοκρατίας.
Από δε την δεκαετία 1850/1860 και εντεύθεν το Οικουμενικό Πατριαρχείο νυχθημερόν και με επιμονή απαιτούσε την έκδοση και υπογραφή φιρμανίων από την Υψηλή Πύλη και σχετικών υπηρεσιακών αδειών (ιστιλάμιον) από τα αρμόδια υπουργεία της εκάστοτε οθωμανικής κυβερνήσεως για την ίδρυση εκπαιδευτηρίων, τα οποία επληθύνοντο ραγδαίως σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και στα πλέον απομακρυσμένα χωριά όλου του ενιαίου θρακικού χώρου, όπου λειτουργούσαν όλων των βαθμίδων εκπαιδευτήρια, όπως γραμματοδιδασκαλεία, Δημοτικά, Παρθεναγωγεία, Αρρεναγωγεία (Σχολαρχεία), Ημιγυμνάσια, Γυμνάσια, Ανώτερα και Ανώτατα φροντιστήρια. Σημειώνουμε εν προκειμένω ότι κατά την περίοδο 1881-1912 υπήρχαν στις ένδοξες Μητροπόλεις της Αν. και Βορ. Θράκης, κατά μία πρώτη προσέγγιση, τετρακόσιες τρεις κοινότητες στις οποίες λειτουργούσαν ισάριθμα σχολεία, πλην, βεβαίως, των μεγάλων σχολείων των αστικών κέντρων, στα οποία κύρια φροντίδα ήταν η μετάδοση όχι μόνον των γνώσεων, αλλά και η εμπέδωση της εθνικής συνειδήσεως και της Ορθοδόξου πίστεως.
Το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο ως «αεί εσταυρωμένη» φιλόστοργη Μητέρα Εκκλησία με πρώτον τον εκάστοτε Πατριάρχη του Γένους και συν αυτώ με άπαντες τους Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και τους εν γένει αγάμους και εγγάμους κληρικούς αυτού απανταχού των επαρχιών του στη Θράκη, από της υποδουλώσεως της ευλογημένης θρακικής Γης στους Οθωμανούς και εντονότερα μετά την άλωση της Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως (1453), καθώς και κατά την διάρκεια της εθνικής παλιγγενεσίας (1821), προσέφερε αφειδώς «ημέρας και νυκτός» προς τους φιλοχρίστους και φιλογενείς Θράκες την σκέπη και προστασία του. Ποταμοί αιμάτων Πατριαρχών, Αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών και μοναζουσών «ως λύτρον αντί πολλών» άρδευσε την θρακική Γη, όταν το ποίμνιο οδηγούνταν στην απώλεια ή τον βίαιο εξισλαμισμό τους.
Όταν και πάλι οι πολιτικές σκοπιμότητες και ο άκρατος εθνοφυλε-τισμός (εθνικισμός) έφεραν δίσεκτα και δυσχείμερα έτη για τον θρακικό ελληνισμό, ο οποίος εδέχετο την βιαία δράση της σχισματικής και αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας και μετά το 1908 και αυτού του κινήματος των Νεοτούρκων (Νέο-Οθωμανών), που αποσκοπούσαν, αντιστοίχως, είτε στον εκβουλγαρισμό είτε στον εκτουρκισμό των Θρακών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανθέστη αυτοθυσιαστικώς υπέρ του περιποθήτου Ποιμνίου του εν Θράκη. Μετά δε το έτος 1914, όταν άρχισε από μέρους των ακραίων εθνικιστών Νεοτούρκων ο βίαιος εκτοπισμός και ο γενοκτονικός αφανισμός των Θρακών, η Μητέρα Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία προσέφερε και πάλι το τίμιο αίμα των κληρικών της προκειμένου να αποφευχθεί το αναπόφευκτο.
Οι δ ε Θράκες, οι οποίοι ήταν προσηλωμένοι στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και είχαν βαθύτατα πατριαρχικό φρόνημα, διαποτισμένοι οι ίδιοι μέχρι «μυελού οστέων» από την ζωογόνο εκκλησιαστική πνοή του μαρτυρικού και εστευρωμένου φαναρίου, σε πολλές και ιδιαίτερα δυσχερείς και λίαν επικίνδυνες περιόδους, αν και θα μπορούσαν να απαρνηθούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να σωθούν, εκείνοι με απαράμιλλη γενναιοφροσύνη παρέμεναν πιστά, ακλόνητα και αφοσιωμένα τέκνα της «Μεγάλης και Μαρτυρικής Μάνας τους Εκκλησίας», και θυσιάζονταν «μέχρις ενός». Και πλησίον τους και οι παπάδες, οι καλόγεροι και οι Μητροπολίτες τους εκ των οποίων πλείστοι όσοι είναι εθνοϊερομάρτυρες και Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Στο σημείο τούτο άξιο μνείας και προς απόδειξη της απολύτου και άκρας αφοσιώσεως και μέχρι λατρείας αγάπης των Θρακών στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στη Μάνα τους Εκκλησία, είναι και το αψευδές ιστορικό γεγονός που συνέβη κατά την διάρκεια της δράσεως της σχισματικής- αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας στον γεωγραφικό χώρο της Θράκης. Ο Έλληνας Πρόξενος στις Σέρρες Αντώνιος Σαχτούρης σε υπηρεσιακή έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ έγραφε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ήρωος Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, ότι σε ένα ελληνορθόδοξο χωριό, πλησίον του χωριού Καβακλί (Ανατ. Ρωμυλία), οι σχισματικοί βουλγαροεξαρχικοί κομιτατζήδες σύναξαν βιαίως τους χωρικούς στην κεντρική πλατεία και τους επέβαλαν να φωνάξουν: «Κάτω το Πατριαρχείο- Ζήτω η Βουλγαρική Εξαρχία». Όλοι όμως παρέμειναν σιωπηλοί και ακίνητοι. Τότε σηκώθηκε ο γέροντας παπάς του χωριού και με αγέρωχη φωνή βροντοφώναξε: «Αδελφοί μου, εκατό φορές πεθαμένοι και πιστοί στο Πατριαρχείο μας, παρά ζωντανοί και προδότες του Πατριάρχου μας». Όλοι τους τουφεκίσθησαν, αλλά προδότες του Πατριαρχείου, της Μητέρας τους Εκκλησίας δεν έγιναν.
Επετειακώς γράφοντες και ευγνωμόνως αναμιμνησκόμενοι των μεγάλων προσωπικοτήτων, που ανεδείχθησαν στα άγια χώματα της λατρευτής και αλησμονήτου Πατρίδος των προγόνων μας, αναφέρουμε ότι Θράκες την καταγωγή που ανήλθαν στον Οικουμενικό θρόνο μετά την άλωση (1453) ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), 2) Ο εκ της επαρχίας Ξάνθης, Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και έπειτα Τυρνόβου, Πατριάρχης Κύριλλος Γ΄ ο Σπανός (α΄ 1652, β΄ 1654), 3) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Κύριλλος Στ΄ (1813-1818), 4) ο εκ της επαρχίας Αδριανουπόλεως Αγαθάγγελος (1826-1830), 5) Ο εκ του Νε-οχωρίου Ραιδεστού Άνθιμος Ε΄ (1841-1842), ο οποίος διετέλεσε το πρότερον και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Αγαθουπόλεως και Αγχιάλου, 6) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Διδυμοτείχου και Αδριανουπόλεως.
Από τους Μητροπολίτες, οι οποίοι διεποίμαναν εκκλησιαστικές επαρχίες της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και ανήλθαν στον Οικουμενικό θρόνο, ενδεικτικώς και μόνον αναφέρουμε τους εξής: 1) Ο από Αδριανουπόλεως Γερμανός Γ΄ (1267), 2) Ο από Αδριανουπόλεως Ιωάσαφ Β΄ ο μεγαλοπρεπής (1555-1565), 3) Ο από Αδριανουπόλεως Άνθιμος Β΄ (1623), 4) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Α΄  (1639-1644), 5) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1651), 6) Ο από Ηρακλείας Ιω-αννίκιος Β΄ (1646-1648, 1651, 1652, 1653-1654, 1655-1656), 7 ) Ο από Ηρα-κλείας Γαβριήλ Β΄ (1657), 8) Ο από Αδριανουπόλεως Νεόφυτος Δ΄ (1688-1689), 9) Ο από Αδριανουπόλεως Αθανάσιος Ε΄ (1709-1711), 10) Ο από Μα-ρωνείας Νεόφυτος Ζ΄ (1789-1794, 1799-1801), ο οποίος ως Μητροπολίτης Μαρωνείας ενήργησε αόκνως και επέτυχε την ανέγερση του Μητροπολι-τικού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής και της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτρας Μάκρης-Ν. Έβρου, που την περίοδο εκείνη υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Μαρωνείας, 11) Ο από Αδριανουπόλεως Κύριλλος ο Στ΄ (1813-1818), 12) Ο από Αδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), 13) Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο μεγαλοπρεπής (1878-1884, 1901-1912), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Βάρνης (1864-1874), 14) Ο Πατριάρχης Φώτιος Β΄ (1929-1935), ο οποίος διετέλεσε και Πατριαρχικός Επίτροπος Φιλιππουπόλεως (1906-1914), 15) Ο από Ηρα-κλείας Πατριάρχης Βενιαμίν Α΄ (1936-1946) κ.ά.
Εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι οποίες κατήγοντο από τις Πα-τριαρχικές επαρχίες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της Θράκης ή έδρασαν σε αυτές, ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου της Βορείου Θράκης Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), όπως και οι λοιποί προαναφερθέντες Θράκες την καταγωγήν Οικουμενικοί Πατριάρχες, 2) Ο εκ Σωζοπόλεως, Μητροπολίτης Νικαίας Πορφύριος Α΄ (τέ-λη ΙΣΤ΄ -μέσα ΙΖ΄ αι.), 3) Ο εξ Αίνου, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μελέτιος (τέλη ΙΖ΄ – αρχάς ΙΗ΄ αι.), 4) Ο εκ Ραιδεστού, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος Ε΄ (τέλη ΙΗ΄ – μέσα ΙΘ΄ αι.), 5) Ο εκ Ραιδεστού, Μητροπολίτης Αθηνών (1783-1799) Αθανάσιος (Μιχαήλ Τατλίκαρις), 6) Ο εξ Αίνου, Μητροπολίτης Αίνου και έπειτα Θεσσαλονίκης και Κυζίκου Ματθαίος (μέσα ΙΗ΄ – μέσα ΙΘ΄ αι.), 7) Ο εκ Περιστάσεως, Ιερομόναχος Αγάθων Παντοκρατορινός (ΙΘ΄ αι.), ο οποίος έλαβε το Οφφίκιον του Μεγάλου Εκκλησιάρχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εκοιμήθη το 1887, 8) Ο εκ των Γανοχωρίων, Πατριάρχης Αντιοχείας Ιερόθεος (τέλη ΙΗ΄ -1855), 9) Ο εκ Μαδύτου, πεπαιδευμένος Μητροπολίτης Αμασείας Άνθιμος Αλεξούδης (1825-1907), 10) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Κυζίκου Αθανάσιος Μεγακλής (1848-1909), 11) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Σάρδεων Μιχαήλ Κλεόβουλος (1848-1918), 12) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτης Σταυρίδης (1866-1945), 13) Ο από τους Δελλιώνες της επαρχίας Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Γερμανός Στρηνόπουλος (1872-1951), 14) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Βεροίας και Ναούσης, Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος Σταμούλης (1875-1960), 15) Ο εκ Μαδύτου, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ Παπαδόπουλος (1922-1938), ο οποίος υπήρξε και Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών, 16) Ο εκ Κριθίας της Θρακικής Χερσονήσου, Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος, 17) Οι θρακικής καταγωγής καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αδελφοί κατά σάρκα, Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Κωνσταντίνος Βαφείδης (+1899), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Μαρωνείας, και ο από Διδυμοτείχου Μητροπολίτης Ηρακλείας Φιλάρετος Βα-φείδης (+1933), ο οποίος υπήρξε μέγας εκκλησιαστικός ιστορικός. Ο δε ανεψιός των δύο ως άνω αρχιερέων, ο Αρχιμ. Νικόλαος Βαφείδης, Πρωτοσύγκελλος και Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, υπήρξε δεινός συγγραφεύς ιστορικών και λοιπών εκκλησιαστικών μελετών, 18) Ο εκ Μαρωνείας του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Κορίνθου και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδης (1892-1958), 19) Ο εκ Κομοτηνής του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Τραπεζούντος και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881-1949), 20) Ο εθνεγέρτης Ροδόπης κατά την επανάσταση του 1821, Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος Α΄ (1810-1821), 21) Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας (1922-1938) Άνθιμος ο Δ΄ (Σαρρίδης), ο από Βιζύης και Μηδείας, ο οποίος υπήρξε ο διορθωτής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και ο εισηγητής του «Νέου Ημερολογίου». κ.ά.
Οι κατά την καταγωγή Θράκες ή εν Θράκη μαρτυρήσαντες Άγιοι και Νεομάρτυρες της Εκκλησίας είναι: Α) Άγιοι: 1) Η εκ των Επιβατών της Ανατ. Θράκης Οσία Παρασκευή η Νέα (μεταξύ του 10-12 αι. μ.Χ.), 2) Ο εκ Σηλυβρίας Άγιος Νεκτάριος, Επίσκοπος Ραιδεστού, Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος Καλλίδης (1844-1925).
Ιεράρχες ποιμάναντες την Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, οι οποίοι εντάσσονται στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι: 1) Λούκιος (+348, 11η Φεβρουαρίου), 2) Φίλιππος (+362, 22 Οκτωβρίου), 3) Μανουήλ (787-813, 22 Φεβρουαρίου), 4) Νικόλαος (+976), 5) Μιχαήλ, διάδοχος του ως άνω (4 Φεβρουαρίου).
Β) Άγιοι Νεομάρτυρες, Θράκες την καταγωγή ή εν Θράκη μαρτυρή-σαντες είναι: 1) Γεώργιος εξ Αδριανουπόλεως (+1437), 2) Μιχαήλ Μαυροειδής, Αδριανουπολίτης (17 Φεβρουαρίου 1493 ή 1490;) του οποίου τμήμα ιε-ρού λειψάνου φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεο-τόκου Κομοτηνής, 3) Οσιομάρτυρας Ιάκωβος και οι μαθητές αυτού Ιάκω-βος Διάκονος και Διονύσιος Μοναχός (+1519, Αδριανούπολη ή κατ’ άλλους το έτος 1520 στο Διδυμότειχο), τιμώνται την 1η Νοεμβρίου), 4) Δημήτριος Αδριανουπολίτης (+1521), 5) Γαβριήλ Επίσκοπος Γάνου (Προύσα, +1659), 6) Δήμος Αδριανουπολίτης, μαρτυρήσας εν Σμύρνη την 5η Απριλίου 1763 ή κατ’ άλλους την 10η Απριλίου 1763, 7) Επίσκοπος Διδυμοτείχου Παρθένιος (+1805, Διδυμότειχο), 8) Οσιομ. Χριστοφόρος Διονυσίατης (+1818 ή κατ’ άλ-λους το 1808, Αδριανούπολη), 9) Προκόπιος εκ Βάρνης, μαρτυρήσας στη Σμύρνη (25 Ιουνίου 1810), 10) Οσιομ. Τιμόθεος Εσφιγμενίτης (+1820, Α-δριανούπολη), 11) Στέφανος εξ Αίνου (17 Απριλίου 1821), 12) Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώϊος (4 Μαίου 1821, Κωνσταντινού-πολη), 13) Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ , Αδριανουπολίτης, (Απρίλιος 1821, Αδριανούπολη), 14) Οι εκ Σαμοθράκης, εν Μάκρη του Ν. Έβρου μαρτυρήσαντες (+1836) Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαήλ, Γεώργιος), 15) Ιερομ.  Ευδόκιμος ο Ιβηρίτης (+1913, Μάλγαρα;). κ.ά.
Απ’ όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι από τις πλέον εκλεκτές και ηγαπημένες εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες παραμένουν μέχρι και σήμερα αλησμόνητες στις καρδιές των επιγενομένων Θρακών, είναι εκείνες της Ανατολικής και Βορείου Θράκης, και τούτο συμβαίνει διότι οι πρόσφυγες όλων των επαρχιών αυτών με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) ήλθαν και εγκατεστάθησαν πρωτίστως στην «Προσφυγομάνα Δυτική Θράκη» και φυσικά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος διατηρώντας άσβεστη την «φλόγα της αγάπης και της άκρας αφοσιώσεως» προς την Μητέρα τους Εκκλησία, που ήταν και παραμένει το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Βόρεια Θράκη ανήκει πλέον στο Πατριαρχείο της Βουλγαρίας και η Ανατολική Θράκη είναι από το 1923 απορφανεμένη από το ευσεβές ποίμνιό της, αλλά οι επιγενόμενοι των προσφύγων εκείνων Θράκες που διαβιούν στην Ελληνική Θράκη και σ’ όλη την Ελλάδα διατηρούν ζώσα την συνεί-δηση μέσα στο ιστορικό  DNA τους ότι αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν ποίμνιο εκλεκτό και περιπόθητο της μαρτυρικής και σταυραναστάσιμης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
Δικαίως λοιπόν γράφουμε και υπομνηματίζουμε, αμεταθέτως και αστασιάστως, στους ενίοτε αγνώμονες και επιλήσμονες και πολλάκις φέροντες «φιλοπατριαρχικόν προσωπείον» ψευδαδέλφους, ότι η «Θρακική Γη είναι Γη Πατριαρχική», συνεχίζουσα αδιαλείπτως ανά τους αιώνες και μέχρι σήμερα να τελεί υπό το «Πρωτόθρονον Μητρικόν Ωμοφόριον» του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου.
πηγή

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2014

Γιατί νηστεύουμε την ημέρα του Σταυρού;

Μετά το πέρας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (318 μ.Χ.), ο Άγιος Κωνσταντίνος ανέθεσε στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο να ερευνήσει εντατικά για να βρει τον Τάφο και τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου, διότι έπειτα από τόσα χρόνια οι Χριστιανοί δεν γνώριζαν τίποτα για το πού μπορεί να βρίσκονται. Του έστειλε μάλιστα και αρκετά χρήματα για την Έρευνα. Μετά από λίγο καιρό όμως η Αγία Ελένη είδε Όραμα εκ Θεού, με το Οποίο την Πρόσταζε να πάει αυτοπροσώπως στους Αγίους Τόπους για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Αφού πήρε την συγκατάθεση του υιού της, αναχώρησε με μεγάλη συνοδεία.
Όταν έφτασε εκεί η Αγία, άρχισε αμέσως να ερευνά για να βρει τον Πανάγιο Τάφο και τον Ζωοποιό Σταυρό. Έπειτα από πολλές προσπάθειες και προσευχές της Αγίας, του Επισκόπου Μακαρίου, των Αρχιερέων και του λαού, ο Θεός αποκάλυψε ότι ο Πανάγιος Τάφος και ο Τίμιος Σταυρός βρίσκονται κάτω από τον ειδωλολατρικό ναό της Αφροδίτης, εκεί όπου είναι και ο Τόπος ο λεγόμενος Γολγοθάς. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο Άγιο Αυτό Σημείο, έπειτα από τον Καιρό Εκείνο της Σταυρώσεως, είχε βλαστήσει ένα αρωματικό φυτό το οποίο αργότερα ονομάστηκε «Βασιλικός», αφού όπως αποδείχθηκε κάτω από τον Τόπο που αναβλάστανε, υπήρχε Θαμμένος ο Τίμιος Σταυρός του «Βασιλέως των βασιλέων». Κατά καιρούς μάλιστα οι ειδωλολάτρες (οι οποίοι είχαν εκεί το ναό και το άγαλμα της Αφροδίτης) κατέστρεφαν τον Βασιλικό, αλλά εκείνος όμως Θαυματουργικώς βλάστανε και πάλι!
Τότε η Αγία Ελένη συγκεντρώνοντας πλήθος τεχνιτών και εργατών, διέταξε να γκρεμίσουν εκ θεμελίων τον ακάθαρτο ναό και να ρίξουν το χώμα μακριά. Σκάβοντας εκεί βρήκαν τρεις σταυρούς, ενώ σχετικά κοντά σε αυτούς ανακάλυψαν και τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου. Όταν δε έσκαψαν παρακάτω βρήκαν και τα Καρφιά με τα οποία Καρφώθηκε ο Κύριος, τα οποία άστραπταν και έλαμπαν, σε αντίθεση με τα καρφιά των ληστών που ήταν μαύρα και σκουριασμένα. Η Αγία Ελένη αν και χάρηκε που ο Θεός Εισάκουσε τις προσευχές τους, από την άλλη ήταν λυπημένη διότι δεν γνώριζε ποιος τελικά ήταν ο Σταυρός του Κυρίου. Ο Επίσκοπος Μακάριος όμως την καθησύχαζε, λέγοντας ότι ο Θεός θα φανερώσει τελικά τον Τίμιο Σταυρό.
Και πράγματι το Θαύμα δεν άργησε να γίνει. Μία νεκρή γυναίκα χήρα, η οποία ήταν πολύ ευσεβής, αποτέλεσε τη λύση του μυστηρίου. Κατόπιν Θείας Υποδείξεως, ακούμπησαν επάνω της έναν-έναν και τους τρεις σταυρούς. Με τους πρώτους δύο δεν υπήρξε καμία μεταβολή. Μόλις όμως άγγιξε ο τρίτος το σώμα της, εκείνη αμέσως αναστήθηκε, σηκώθηκε επάνω και δόξαζε τον Θεό! Μετά από αυτό το Θαύμα, οι Χριστιανοί ήθελαν να δουν από κοντά και να προσκυνήσουν τον Σταυρό του Κυρίου μας, κάτι που λόγω της ύπαρξης μεγάλου πλήθους ήταν εντελώς αδύνατο. Για τον λόγο αυτό ο Επίσκοπος Μακάριος, Ύψωσε το 326 μ.Χ. τον Τίμιο Σταυρό στο Ιερό Σημείο του Γολγοθά, έτσι ώστε να μπορούν να τον βλέπουν και να τον προσκυνούν οι Χριστιανοί από οποιοδήποτε σημείο. Να αναφέρουμε εδώ ότι το μήκος του Σταυρού του Κυρίου μας κάθετα, ήταν 4,50 μέτρα περίπου, ενώ οριζόντια το πλάτος του ήταν 2,40 μέτρα περίπου. Κατά δε τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, το πάχος του ορθού και του πλαγίου Ξύλου του Σταυρού, ήταν μία σπιθαμή (δηλαδή 18 εκατοστά περίπου).
Τριακόσια χρόνια περίπου μετά από αυτό το Γεγονός, το 614 μ.Χ., οι Πέρσες λεηλάτησαν την Παλαιστίνη και απήγαγαν τον Τίμιο Σταυρό. Εκείνος όμως μάλλον τους κατέκτησε, διότι Φώτισε τις ψυχές τους και τους οδήγησε στην κατάργηση της «λατρείας του πυρός». Το 628 μ.Χ. όμως, ο βασιλιάς Ηράκλειος ξεκίνησε εκστρατεία από την Κωνσταντινούπολη εναντίον των Περσών, για να επαναφέρει στους Χριστιανούς το Ζωηφόρο Ξύλο. Και αφού ανεδείχθη νικητής, επανήλθε θριαμβευτής στην Πόλη όπου και Ύψωσε (για δεύτερη φορά μετά το 326 μ.Χ.) τον Τίμιο Σταυρό στη Μεγάλη Εκκλησία, ενώπιον του επευφημούντος λαού της Κωνσταντινουπόλεως.
Για την Ανάμνηση λοιπόν της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουμε στις 14 Σεπτεμβρίου, επειδή ο Σταυρός είναι Ανάμνηση του Πάθους του Χριστού. Διότι όπως ο κάθε άνθρωπος που κάνει την ανακομιδή (εκταφή) των λειψάνων ενός συγγενή του (για παράδειγμα του πατέρα του, της μητέρας του και άλλων), λυπάται ενθυμούμενος το πρόσωπο αυτό, έτσι και εμείς οι Χριστιανοί βλέποντες τον Σταυρό και αναλογιζόμενοι ότι ο Χριστός Σταυρώθηκε για εμάς τους αμαρτωλούς και ως Άνθρωπος Έπαθε, ταπεινωνόμαστε και δείχνουμε Συντριβή καρδιάς νηστεύοντες. Οι μεν Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, επισημαίνουν ότι «η Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι Ισότιμη με την Μεγάλη Παρασκευή», αφού και τις δύο αυτές Ημέρες τιμούμε εξίσου τα Πάθη και την Σταύρωση του Κυρίου.
Η Νηστεία κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «δεν γίνεται για το Πάσχα, ούτε για τον Σταυρό, αλλά για τις αμαρτίες μας….επειδή το Πάσχα δεν είναι υπόθεση Νηστείας και πένθους, αλλά ευφροσύνης και χαράς. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να λέμε ότι πενθούμε για τον Σταυρό. Ούτε για εκείνον πενθούμε. Αλλά για τα δικά μας αμαρτήματα». Επίσης νηστεύουμε για να μιμηθούμε τον Κύριο, ο Οποίος ενήστευσε για σαράντα ημερόνυχτα επάνω στο Σαραντάριον Όρος.
Τώρα «Γιατί σε καιρό νηστείας νηστεύουμε το λάδι και τα ψάρια και τρώμε ελιές και αυγοτάραχο;»
Η παλιά και αληθινή νηστεία συνίσταται στην πλήρη αποχή τροφής ή στην ξηροφαγία. Επειδή όμως αυτή δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί στις μεγάλες περιόδους των νηστειών του εκκλησιαστικού έτους, λόγω δύσκολων συνθηκών ζωής ή έλλειψης ζήλου, έχουν στην πράξη επινοηθεί διάφορες διευκολύνσεις, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της νηστείας από όλους τους πιστούς. Στην αρχαία εποχή οι χριστιανοί μετά την ενάτη ώρα (3 μ.μ.) των νηστήσιμων ημερών κατέλυαν μόνο νερό και ψωμί. Σιγά-σιγά όμως όχι μόνο η διάρκεια της ολοκληρωτικής αποχής από τροφή περιορίστηκε στα συνηθισμένα και στις άλλες μέρες όρια γι αυτό μετατέθηκαν και οι Εσπερινοί της Τεσσαρακοστής και οι Προηγιασμένες το πρωί αλλά και άλλα είδη τροφών άρχισαν να χρησιμοποιούνται, όπως οι καρποί, τα όσπρια, τα οστρακόδερμα, τα μαλάκια κ.ο.κ.
Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί να κατανοηθεί και το ότι τρώμε ελιές κατά τις ημέρες πού δεν τρώμε λάδι, και αυγοτάραχο κατά τις ημέρες πού απέχουμε από ψάρια.
Για το πρώτο μπορούμε να επικαλεστούμε το λόγο ότι οι ελιές τρώγονται ως καρπός, ενώ η απαγόρευση του λαδιού αφορά στα φαγητά πού παρασκευάζονται με λάδι. Για το δεύτερο η δικαιολογία είναι λιγότερο εύλογη, αφού δεν ισχύει το ίδιο για το γάλα ή τα αυγά, αλλά και αυτά απαγορεύονται κατά τις νηστείες μας ως «καρπός… και γεννήματα ών απεχόμεθα» κατά τον 56ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Γνωρίζω πάντως ευλαβείς χριστιανούς πού κατανοούν ότι πρόκειται για «οικονομία», και κατά τις ημέρες των μεγάλων νηστειών, όπως και την παραμονή πού θα κοινωνήσουν, απέχουν και από ελιές και από αυγοτάραχο.
Είναι αλήθεια πώς αυτή την ερώτηση την ακούμε συχνά από καλοπροαίρετους πιστούς και συχνότερα από μερικούς πού ειρωνεύονται τις νηστείες. Θα μπορούσε και στις δύο περιπτώσεις να υπογραμμιστεί η ελαστικότητα και το φιλάνθρωπο των σχετικών εθίμων και των κανόνων της Εκκλησίας, πού δεν έχουν σκοπό να εξοντώσουν τους ανθρώπους, αλλά να τους βοηθήσουν να ασκηθούν στην εγκράτεια και να κυριαρχήσουν στα πάθη τους. Αν τους σκανδαλίζουν οι τροφές αυτές, μπορούν να απέχουν από αυτές χωρίς κατά τον απόστολο να εξουθενώνουν τους «εσθίοντας» ή να «κρίνουν» (Ρω 14,3) την Εκκλησία για την φιλάνθρωπη τακτική της. Το να αναλάβει η Εκκλησία αγώνα για την εκκαθάριση των σχετικών με τη νηστεία εθίμων και των τροφών πού τρώγονται ή όχι σ αυτήν, ούτε του παρόντος είναι ούτε μπορεί να μείνει πάντοτε μέσα στα όρια της σοβαρότητος.
Εκείνο πού πρωτεύει είναι ο τονισμός της ανάγκης της νηστείας και της πνευματικής ωφέλειας πού προέρχεται απ αυτή, καθώς και η προσπάθεια για την κατά το δυνατόν συμμόρφωση των πιστών στις σχετικές εκκλησιαστικές διατάξεις, πού αρκετά έχουν ατονήσει στις μέρες μας
 (Ιω. Φουντούλης).

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 05, 2014

Η Θεολογία του γέροντα Σωφρονίου

 Η Θεολογία του γέροντα Σωφρονίου
 

Της Αλίκης Δούκα 
Η θεολογία που αναπτύσσει και αποδέχεται ο γέροντας Σωφρόνιος δεν περιορίζεται μέσα σε αυτό τον κόσμο με αυτόματες
λογικές διεργασίες. Πως όμως μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στη γνώση του Θεού; Η αρχή της θεολογίας για τον γέροντα Σωφρόνιο είναι η άνωθεν αποκάλυψη, όπου η διάνοια μπορεί να θεολογήσει μόνο επί των θεμελίων της αποκάλυψης που δίνεται από το Θεό.
Μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, το δεδομένο της αποκάλυψης αποκρυσταλλώνεται στο δόγμα, όπου το ανθρώπινο πνεύμα
μέσα από την οδό του δόγματος θα αφομοιώσει τα δεδομένα της θείας αποκάλυψης, οικειωποιόντας το περιεχόμενο της. Η μεγάλη σημασία που έχει η αποκάλυψη για τη Θεολογία, διαμορφώνει και το βασικό περιεχόμενο της αποστολής της που δεν είναι ο περιορισμός σε ένα εικοτολογικό θεολογικό σύστημα, μέσα στα πλαίσια της «αντικειμενικής» λογικής, αλλά έργο της θεολογίας είναι να εκθέσει τις άνωθεν αλήθειες, εντάσσοντας και παρουσιάζοντας τη θεία αποκάλυψη στις κατηγορίες της ανθρώπινης έκφρασης και εμπειρίας. Η συστηματοποίηση δεν αποτελεί όμως αυτοσκοπό και δεν περιορίζει την θεολογική ανάλυση σε μια σχολαστική ανούσια ερμηνεία που είναι ξένη προς τις θεολογικές αρχές της Ορθόδοξης Ανατολικής Παράδοσης.
Ο γέροντας αναφέρει πως η δογματική και ασκητική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν αποτελείται από ένα άθροισμα ανθρώπινων επινοήσεων, γιατί μπροστά σε ένα κοινό στο οποίο κατατίθενται ζωντανά βιώματα δεν χωρά συστηματοποίηση. Η διδασκαλία της Εκκλησίας περιέχει και την αφήγηση των εμπειριών που βίωσαν οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οι ασκητές. Συμπληρώνει πως στην προσωπική κοινωνία μεταξύ του Θεού και του ελεύθερου ανθρώπου, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την περιγραφή ζωντανών ποταμών που αποτελούν μέρος του άπειρου ωκεανού της θείας Ζωής και αυτό το κάνουμε μέσα από τα φτωχά πλαίσια που μας παρέχει η ανθρώπινη γλώσσα. 
πηγή    το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...