Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Σιδηράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Σιδηράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2016

Ο αόρατος πόλεμος κατά των αρετοκτόνων παθών της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας στην πνευματική παλαίστρα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εφ’ όρου ζωής


 Χριστός

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς


Ο αόρατος πόλεμος κατά των αρετοκτόνων παθών της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας στην πνευματική παλαίστρα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εφ’ όρου ζωής

  • Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί το «πνευματικό πέλαγος» στο οποίο μάχεται ο άνθρωπος με τα κύματα των πολυωνύμων παθών και των ποικιλομόρφων πειρασμών
  • Η απολυτοποίηση της νηστείας ως αποχής μόνον από τις τροφές είναι συνώνυμο της τυπολατρείας και της φαρισαϊκής υποκρισίας όταν κυριαρχούν τα ποικιλώνυμα και αρετοκτόνα πάθη
Ο «απαθής βίος» είναι «βίος θεοειδής και ισάγγελος», αλλά αποτελεί δυσθεώρητο και δύστοκο πνευματικό άθλο για τους κατά Θεόν εραστές της νηπτικής και αγιοπνευματικής βιοτής και αθλήσεως. Τα ποικιλόμορφα και πολυειδή πάθη είναι αρετοκτόνα (αποκτείνουν τις αρετές) όταν κυριαρχούν στην ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου και για την καθ’ ολοκληρίαν υποταγή τους, σύμφωνα με την αγιοπατερική και ασκητική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συντελείται ένας αδιάλειπτος και ακατάβλητος «αόρατος πνευματικός πόλεμος» από τον μαχητή άνθρωπο, ο οποίος εμφορούμενος από την θεοφόρο δύναμη και την χριστοφόρο βούληση παλεύει ως άλλος «αθλητής Χριστού» στην «πνευματική παλαίστρα» εναντίον των παθών του έως και της εσχάτης αναπνοής του.
Αυτός ο αόρατος πνευματικός πόλεμος μέσα στην «πνευματική παλαίστρα» της επιγείου ζωής πολλές φορές φαντάζει άνισος για τις πνευματικές δυνάμεις του κτιστού και χοϊκού πεπερασμένου ανθρώπου, ο οποίος βιώνει τα επώδυνα παλαίσματα σε πολλαπλά επίπεδα ευρισκόμενος αντιμέτωπος με τα σωματικά, διανοητικά και πνευματικά πάθη του. Δέχεται τα πλήγματα από τα «βέλη του πονηρού» και πολλάκις πίπτει απελπισμένος και αποκαρδιωμένος. Άλλοτε πάλι αυταπατάται και «πλανάται πλάνην οικτράν» θεωρώντας ότι εκπληρώνει το «θεσμικό τυπικό καθήκον» του ή την «ιερά υποχρέωσή» του γενόμενος τηρητής του νόμου ως άλλος Φαρισαίος και μέσω της τυπολατρικής μέριμνάς του για την αποχή μόνον από τις τροφές σε περίοδο νηστείας, πιστεύει και εγκαυχάται ότι ενίκησε τα ποικιλώνυμα πάθη του.
Ο κατά των παθών όμως αόρατος πνευματικός πόλεμος δεν περιορίζεται μόνον στην αποχή από τις τροφές αλλά αποτελεί πολύμορφο πνευματικό πάλαισμα κατά των πολυποίκιλων παθών. Στην πνευματική παλαίστρα ο κατά Χριστόν παλαιστής και μαχητής παλεύει και μάχεται εφ’ όλων των παθών και όχι μόνο κατά την εκάστοτε περίοδο νηστείας, αλλά εφ’ όρου ζωής. Ο αγώνας αυτός είναι παθοκτόνος και όχι σωματοκτόνος εντός της μυστηριακής και λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας.
Εξάλλου η απολυτοποίηση της νηστείας ως αποχής μόνον από τις τροφές καθίσταται συνώνυμο της τυπολατρείας και της φαρισαϊκής υποκρισίας όταν κυριαρχούν στο «έσω ταμείον της ψυχής» του ανθρώπου όλα τα υπόλοιπα αρετοκτόνα πνευματικά και σωματικά πάθη και μεταξύ αυτών της κενοδοξίας και υπερηφανείας.
Στο πνευματικό πέλαγος της εν Χριστώ παθοκτόνου ασκήσεως τα δυσθεώρητα και τρομακτικά κύματα των παθών πλήττουν τον αγωνιζόμενο άνθρωπο και πολλές φορές τον καταποντίζουν αλλά ποτέ δεν μπορούν να του στερήσουν την ελπίδα της ανυψώσεως και σωτηρίας από τον πνευματικό πνιγμό, αρκεί εκείνος κάνοντας καλή χρήση του «αυτεξουσίου» του να αποφασίσει ελευθέρως και αβιάστως να κρατηθεί από το μονίμως και αδιαλείπτως προτεταμένο χέρι του σωτήρα και λυτρωτή του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως εφελκτική δύναμη ανασύρει το «ίδιον πλάσμα» του από το σκότος της αβύσσου.
Οι θεοφόροι και θεοκίνητοι Πατέρες της Εκκλησίας ως άριστοι ψυχοανατόμοι της ανθρώπινης υπάρξεως θέτουν τις αληθείς και θεάρεστες προϋποθέσεις της νηστείας και εν γένει της πνευματικής εν Χριστώ ασκήσεως και ζωής, επειδή γνωρίζουν ότι ο αόρατος πνευματικός πόλεμος στην παλαίστρα κατά των παθών για να είναι πνευματικώς λυσιτελής προϋποθέτει την παθοκτόνο εγκράτεια και αποχή από «παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Γι’ αυτό ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει: «Μη μέντοι εν τη αποχή μόνη των βρωμάτων (τροφών) το εκ της νηστείας αγαθόν ορίζον. Νηστεία γαρ αληθής η των κακών αλλοτρίωσις». Ο δε Μέγας Αθανάσιος επιτακτικώς συμπληρώνει: «τίς γαρ ωφέλεια βρωμάτων απέχεσθαι, πάσης δε άλλης επιθυμίας εμφορείσθαι; Ή ουκ οίδας, ότι πας ο την επιθυμίαν αυτού πληρών κατ’ έννοιαν και εκτός των έξωθεν βρωμάτων ήδη κεκόρεσται και μεθύει;». Ιδιαίτερα ο Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει τον πνευματικό θανάσιμο κίνδυνο της επάρσεως και υπερηφανείας που ως βαθύρριζα πάθη μπορούν να φυτρώσουν στην ψυχή του νηστεύοντος ανθρώπου, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Νηστεύων δε βλέπε μη φυσιωθής. Η γαρ φυσίωσις παγίς εστί του διαβόλου, δι’ ης απ’ ουρανού πέπτωκεν, ομοίως δε λοιπόν δι’ αυτής τους ανθρώπους παγιδεύων (ο διάβολος) καταβάλλει».
Ο της Εκκλησίας Θεόφρων Πατήρ και Διδάσκαλος Άγιος Φώτιος ο Μέγας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλως υπογραμμίζει ότι η νηστεία είναι ευάρεστη στο Θεό όχι όταν είναι «νηστεία τροφών αλλά νηστεία παθών», αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Νηστεία Θεώ αποδεκτή η μετά των βρωμάτων (τροφών) αποχής και των αμαρτημάτων αποστροφής, του φθόνου, του μίσους, της συκοφαντίας, της λοιδορίας, της γλωσσαλγίας, των άλλων κακών…». Απευθυνόμενος δε ο Ιερός Φώτιος σε προσωπικό επίπεδο προς κάθε άνθρωπο, ο οποίος αγωνίζεται στην πνευματική παλαίστρα κατά των παθών, διατυπώνει λόγο νουθεσίας και διδαχής: «νηστεύεις από τις τροφές; Καλώς πράττεις, διότι αυτό είναι όπλο κατά των παθών για όσους βέβαια το χρησιμοποιούν με ορθό τρόπο. Νήστευσε και από τον φθόνο για να λογισθεί η νηστεία σου ενώπιον του Θεού ως (αληθής) νηστεία και όχι ότι είναι προσωπείο για να καλύπτονται οι άλλες κακίες ωσάν κάτω από παραπέτασμα υπό το πρόσχημα της ασιτίας. Νήστευσε, άνθρωπε, από τον φθόνο, διότι, ο φθόνος είναι το εντρύφημα  του διαβόλου, το γεώργιο της πονηράς εκείνης φύσεως. Στους ανθρώπους προσήκει να νηστεύουν από τροφές και πολύ περισσότερο εσύ θα πρέπει να απέχεις «και της των δαιμόνων σιτεύσεως»… Νηστεύεις από τροφές; Νήστευε και από την κενοδοξία διότι αυτή είναι μητέρα του φόνου η οποία συνανδρώνεται με την άνοια… νήστευε από την καταλαλιά και την συκοφαντία. Και αυτά είναι γεννήματα του φθόνου και πρωτότοκες αδελφές του φθόνου…».
Από τα πλέον επώδυνα και δυσβάστακτα πνευματικά παλαίσματα κατά των παθών είναι εκείνα τα οποία αφορούν τα πάθη της Κενοδοξίας και Υπερηφανείας. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στο μνημειώδες θεόπνευστο έργο του «Κλίμαξ» καταθέτει τις προϋποθέσεις για την αγιοπνευματική και ασκητική εν Χριστώ ζωή και ως πνευματικός ψυχοανατόμος των ανθρώπων διδάσκει πώς αναφύεται η πολύμορφη κενοδοξία και η δίδυμη αδελφή της, η υπερηφάνεια, στην ψυχή και διάνοια των ανθρώπων καθώς και πώς δύναται ο εν Χριστώ αγωνιζόμενος άνθρωπος να καταπολεμήσει τα δύο αυτά πάθη με τα λυσιτελή πνευματικά αντίδοτα.
Ο Ιερός πατήρ πρωτίστως διευκρινίζει ότι η κενοδοξία είναι η δίδυμη αδελφή ή η άλλη όψη του ενός και αυτού νομίσματος της υπερηφάνειας καθώς αμφότερα τα πνευματικά αυτά πάθη κατατάσσονται στην ίδια τάξη, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Ποιός μπορεί να έχει υπερηφάνεια, αφού ενίκησε την κενοδοξία; Τόση δε μόνο διαφορά έχουν μεταξύ τους, όση έχει εκ φύσεως το παιδί από τον άνδρα και το σιτάρι από τον άρτο. Το πρώτο  δηλαδή είναι η αρχή και το δεύτερο το τέλος». Ορίζοντας δε ο ίδιος το πάθος της κενοδοξίας επισημαίνει ότι: «η κενοδοξία είναι ως προς μεν την μορφή, μεταβολή της φυσικής τάξεως και διαστροφή των καλών ηθών και παρατήρηση παντός αξιομέπτου πράγματος. Ως προς δε την ποιότητα, σκορπισμός των καμάτων, απώλεια των ιδρώτων, δόλιος κλέπτης του θησαυρού, απόγονος της απιστίας, πρόδρομος της υπερηφάνειας, ναυάγιο μέσα στο λιμάνι, μυρμήγκι στο αλώνι, που είναι μεν μικρό, αλλά απειλεί να κλέψει αθόρυβα όλον τον καρπό και τον κόπο του γεωργού…».
Η κενοδοξία είναι πολύμορφη και όταν δεν πολεμείται με τα πνευματικά αντίδοτα της ταπεινώσεως και της μετανοίας, τότε τρέφεται αδιαλείπτως και κυριαρχεί εφ’ όρου ζωής καταδυναστεύοντας τον υποτεταγμένο άνθρωπο. Ο της Κλίμακος Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης επισημαίνει σχετικά: «Παρατήρησε και θα δεις ότι αυτή η ανόσιος, δηλαδή η κενοδοξία, είναι ακμαία και μέχρι του τάφου. Θα την δεις στα ρούχα και στα μύρα και στην νεκρική πομπή και στα αρώματα και σε πολλά άλλα. Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε έργο χαίρεται η κενοδοξία. Π.χ. όταν νηστεύω, κενοδοξώ, αλλά και όταν καταλύω, για να μη φανεί η αρετή μου, πάλι κενοδοξώ με την ιδέα ότι είμαι συνετός. Όταν φορώ λαμπρά ρούχα νικώμαι απ’ αυτήν αλλά και όταν τα αντικαταστήσω με ταπεινά πάλι κενοδοξώ. Όταν ομιλώ, νικώμαι, αλλά και όταν σιωπώ πάλι νικώμαι. Όπως και αν ρίξεις αυτή την τρίβολο άκανθα, ίσταται όρθιο το κεντρί της».
Το πάθος της κενοδοξίας δεν παρατηρείται μόνο επί κοσμικών ζητημάτων αλλά ενεργεί ακόμη και στα ιδιαιτέρως κρίσιμα ζητήματα της πίστεως και της εν Χριστώ πνευματικής ζωής, επειδή όπως υπογραμμίζει ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης, φαινομενικά μεν σέβεται τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέσει στους ανθρώπους και όχι στο Θεό. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος. Του κενοδόξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο κενόδοξος ασκητής είναι διπλά αδικημένος, αφού και το σώμα του το τυραννεί, και μισθό δεν παίρνει». Οι δε πνευματικές συνέπειες της κενοδοξίας είναι καταστροφικές για τον άνθρωπο επειδή: «Όσοι τιμώνται και προτιμώνται (η κενοδοξία) τους οδήγησε στην υπερηφάνεια και όσοι καταφρονούνται στην μνησικακία. Η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή προξένησε ατιμία. Διότι συνέβη να οργισθούν εξ αιτίας της οι μαθητές της, και έτσι τους εντρόπιασε αφάνταστα εμπρός στους άλλους… Κάνει μεγάλη έφοδο σε όσους έχουν φυσικά χαρίσματα, και εκμεταλλευόμενη αυτά οδήγησε πολλές φορές τους αθλίους στην πτώση».
Ο κενόδοξος άνθρωπος είναι πνευματικά διχασμένος άνθρωπος και ζει την απόλυτη σύγχυση στη διάνοια και στον ψυχικό του κόσμο. Είναι μια τραγική ύπαρξη, ένα τραγικό πρόσωπο που συνθλίβεται ανάμεσα στις συμπληγάδες της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας. Ο Όσιος Ιωάννης λέγει εν προκειμένω: «Αυτός που πουλήθηκε στην κενοδοξία ζει διπλή ζωή. Εξωτερικά και με το σχήμα του ζει ως μοναχός, με τις εσωτερικές του όμως σκέψεις και διαθέσεις ως κοσμικός… Όποιος υπερηφανεύεται για φυσικά χαρίσματα, δηλαδή οξύνοια, ευκολία στη μάθηση, στην ανάγνωση και στην προφορά, ευφυΐα και άλλα παρόμοια, αυτός ουδέποτε θα αποκτήσει τα υπερφυσικά αγαθά. Διότι ο άπιστος στα ολίγα θα φανεί και στα πολλά άπιστος και κενόδοξος».
Ο Ιερός της Εκκλησίας Θεόφρων Πατήρ Ιωάννης της Κλίμακος προτρέπει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν το πάθος της κενοδοξίας με το ισχυρότερο πνευματικό αντίδοτο που είναι η ταπείνωση, η εν Χριστώ συντριβή του «ιδίου θελήματος» επισημαίνοντας με έμφαση: «για την απόκτηση της τελείας αγάπης και πλουσιίων χαρισμάτων και θαυματουργικής και προορατικής δυνάμεως, πολλοί βασανίζουν και καταπονούν αδίκως το σώμα τους. Ελησμόνησαν οι ταλαίπωροι ότι όχι οι κόποι, αλλά κυρίως η ταπείνωση είναι η μητέρα όλων αυτών. Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα αντί των κόπων του, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτό του χρεωστή δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβει από το Θεό ανέλπιστο πνευματικό πλούτο». Στο δε στάδιο των πνευματικών παλαισμάτων με μόνη την ταπείνωση ως «συνέκδημο και συνοδοιπόρο» δύναται ο «καλής προαιρέσεως» άνθρωπος να «κλέψει την κενοδοξία» και να την νεκρώσει επιδιώκοντας την «άνω δόξα» διότι, όπως αναφέρει ο Θεοφώτιστος Όσιος Ιωάννης, «αυτός που εγεύθηκε εκείνη τη δόξα, θα καταφρονήσει κάθε επίγεια δόξα… πολλές φορές, ενώ μας είχε κλέψει η κενοδοξία, γυρίσαμε και την εκλέψαμε εμείς με πιο έξυπνο τρόπο. Είδα μερικούς που άρχισαν κάποια πνευματική προσπάθεια από κενοδοξία και, μολονότι η αρχή ήταν αξιόμεμπτη, το τέλος υπήρξε καλό και επαινετικό, διότι εν τω μεταξύ μετέστρεψαν την κακή σκέψη».
Η κενοδοξία είναι «μητέρα της υπερηφάνειας» και αμφότερες ως αδηφάγα πάθη ωθούν τον άνθρωπο να επιλέγει όχι την εν Χριστώ δόξα αλλά την κατά κόσμον εφήμερη δόξα, η οποία είναι συνέπεια «εωσφορικής εργασίας και απάτης». Η δε μιαρή κενοδοξία μας επιβάλλει να προσποιούμαστε ότι έχουμε αρετές που δεν έχουμε και να εργαζόμαστε «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. 23,5).
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ως η ενσαρκωμένη άκρα ταπείνωση και αγάπη, ευαρεστείται όχι με τους πνευματικά ασθενείς κενοδόξους αλλά με τους «ταπεινούς την καρδία και το φρονήματι ακενοδόξους». Πολλές φορές ο ψυχοανατόμος Κύριος παιδαγωγεί και ασκεί πνευματικά τους κενοδόξους τους οποίους οδηγεί με κάποιο ατιμωτικό γεγονός ή ράπισμα σε «ακενοδοξία». Γι’ αυτό, επειδή υπάρχουν και μερικοί κενόδοξοι οι οποίοι θεωρούν υποχρεωμένο τον Θεό να τους εισακούσει σε ορισμένα αιτήματά τους, ο Κύριος συνηθίζει να τους προλαμβάνει και να πραγματοποιεί ό,τι θα του ζητούσαν στις προσευχές τους, και τούτο για να μη τα λάβουν με την προσευχή και αυξήσουν την οίησή τους.
Ο τύφος της μιαρής κενοδοξίας γεννά την επίπλαστη συμπεριφορά και την επιδειξιομανία που αντιμετωπίζονται με την προσευχή και την άδολη απλότητα, επειδή ως επί το πλείστον οι απλοί και απονήρευτοι, δηλαδή οι όντως «ακενόδοξοι», δεν περιπίπτουν στο φαρμακερό αυτό πάθος, αφού η κενοδοξία είναι διώκτης της απλότητος. Η δε ενθύμηση του πένθους και της αδοξίας όταν έλθει η ώρα του θανάτου μπορούν να συντρίψουν το αδηφάγο τέρας της κενοδοξίας. Στο πλαίσιο αυτό της εν Χριστώ πνευματικής ασκήσεως και πάλης κατά των παθών ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει ότι: «αρχή της ακενοδοξίας είναι η προφύλαξη του στόματος και η αγάπη της ατιμίας. Μέσον, η απόρριψη κάθε έργου που μας προτείνουν οι λογισμοί της κενοδοξίας. Και τέλος, εάν βεβαίως υπάρχει τέλος στην άβυσσο, το να πράττουμε ασυναίσθητα ενώπιον πλήθους κάθε τι που μας εκθέτει».
Όταν όμως δεν νεκρώνεται  το πάθος της κενοδοξίας τότε γεννά το πάθος της υπερηφανείας, επειδή κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος «υπάρχει κάποιο σκουλήκι που, αφού αυξηθεί, βγάζει πτερά και πετά στα ύψη. Ομοίως και η κενοδοξία σαν αυξηθεί, γεννά την υπερηφάνεια, που είναι ο αρχηγός και η τελείωση (η αρχή και το τέλος), όλων των κακών… Αρχή της υπερηφανείας είναι το τέλος της κενοδοξίας. Μέσον, η εξουδένωση του πλησίον, η αναιδής φανέρωση των κόπων μας, ο εσωτερικός αυτοέπαινος, το μίσος των ελέγχων. Και τέλος, η άρνηση της βοηθείας του Θεού, η εξύψωση της δικής μας ικανότητος, η δαιμονική συμπεριφορά».
Ο Ιερός Πατήρ ορίζει το πάθος της υπερηφανείας ως: «άρνηση του Θεού, εφεύρεση των δαιμόνων, εξουδένωση των ανθρώπων, μητέρα της κατακρίσεως, απόγονος των επαίνων, απόδειξη ακαρπίας, φυγαδευτήριο της βοηθείας του Θεού, πρόδρομος της παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αιτία της επιληψίας, πηγή του θυμού, θύρα της υποκρίσεως, στήριγμα των δαιμόνων, φύλαξ των αμαρτημάτων, δημιουργός της ασπλαχνίας, απάνθρωπος δικαστής, αντίπαλος του Θεού, ρίζα της βλασφημίας».
Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι το πάθος της υπερηφανείας ενυπάρχει στην όλη ύπαρξη ενός ανθρώπου είναι η ίδια η ατιμωτική πτώση του διότι η υπερηφάνεια γεννά και επιφέρει την ανθρώπινη πτώση, η οποία είναι και η ισχυρότερη παίδευση των υπερηφάνων. Ο θεοκίνητος ασκητής Ιωάννης της Κλίμακος εναγωνίως προτρέπει τον αλυσοδεμένο με το πάθος της υπερηφάνειας άνθρωπο να συναισθανθεί την μικρότητα, αναξιότητα και θνητότητά του διότι είναι πλασμένος από γη και ότι όλα τα χαρίσματά του, ακόμη και η γέννησή του, αποτελούν δωρήματα του Θεού, αφού, όπως αναφέρει: «Και αν ακόμη είχαμε υποστεί μυρίους θανάτους για την αγάπη του Χριστού, ούτε έτσι θα εξεπληρώναμε το χρέος μας».
Το εωσφορικό πάθος της υπερηφανείας ενεργεί δολίως και διαβρωτικά με αποτέλεσμα να οδηγεί τον πνευματικά τυφλωμένο άνθρωπο στην απώλεια, διότι σύμφωνα με τη διδασκαλία του της Κλίμακος Ιωάννου, «υπερηφάνεια σημαίνει,  εσχάτη πτώχεια μιας ψυχής που παρουσιάζεται κατά φαντασίαν ως πλουσία, και πού νομίζει ότι ζει στο φως, ενώ ευρίσκεται μέσα στο σκότος. Όχι μόνο δεν αφήνει τούτη η μιαρά να προοδεύει κάποιος, αλλά και από ψηλά τον ρίχνει κάτω. Υπερήφανος σημαίνει, ρόδι σαπισμένο εσωτερικώς, που εξωτερικώς γυαλίζει το χρώμα του».
Ο αόρατος πόλεμος κατά των παθών της κενοδοξίας και της υπερηφανείας στην εν Χριστώ πνευματική παλαίστρα διαρκεί εφ’ όρου ζωής και μέχρι την εσχάτη ώρα του θανάτου των ανθρώπων. Τα πνευματικά φάρμακα ή αντίδοτα στο εωσφορικό δηλητήριο με το οποίο η κενοδοξία και η υπερηφάνεια μολύνουν την ανθρώπινη ψυχή και διάνοια, είναι η ταπείνωση, η εν Χριστώ αδιάλειπτη νοερά προσευχή, η συναίσθηση της αναξιότητας, της αμαρτωλότητας και της θνητότητας του χοϊκού ανθρώπου, καθώς και η αναγνώριση και εναπόθεση της σωτηρίας του μόνο στο πρόσωπο του θεανθρώπου Ιησού Χριστού, διότι κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος: « Πολλοί υπερήφανοι… αυταπατήθηκαν κι ενόμισαν ότι έφθασαν στο ύψος της απάθειας. Αλλά την ώρα του θανάτου είδαν την πτωχεία τους. Όποιος συνελήφθη απ’ αυτήν, δηλαδή την υπερηφάνεια, μόνο στη βοήθεια του Κυρίου μπορεί να ελπίζει, επειδή γι’ αυτόν είναι μάταιο να περιμένει σωτηρία από ανθρώπους». Επιπροσθέτει δε ο Ιερός Πατήρ ότι: «Η κενοδοξία είναι ο ίππος επί του οποίου  είναι ανεβασμένη η υπερηφάνεια, την οποία μόνο η ταπείνωση και η «αυτομεμψία» δύναται να περιπαίξουν, να καταβαραθρώσουν και να νικήσουν». Δυσχερές το πάλαισμα, αλλά αθλοφόρο μόνο εν Χριστώ Ιησού.

Υ.Γ.: Το παρόν θεολογικό κείμενο πάνυ ευλαβώς και εξ άκρας υιϊκής αγάπης και εξιδιασμένου σεβασμού αφιερούται ως «ελάχιστον πνευματικόν αντίδωρον» στην ένσαρκη και ένθεη ταπείνωση του Φαναρίου, που είναι ο «όλος αγάπη και ταπείνωση», Γέρων Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός, ο καθηγητής και το πρότυπο της ακενοδοξίας και της εν Χριστώ αφανούς ταπεινώσεως.

Κυριακή, Μαρτίου 20, 2016

ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΕΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ


eikona mesa

  • Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και    Ευαγγελισμός του μαρτυρικού Γένους μας • Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε η μόνη κιβωτός σωτηρίας του Γένους μας

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός

     Σε μια στιγμή πόνου και ηθικής εξάρσεως ο περίφημος θεολόγος και ιεροκήρυκας Ηλίας Μηνιάτης, ενώ εκήρυττε στον Ιερό Ναό της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας έπλεξε την προς την Θεοτόκο αποστροφή του λόγου του, ο οποίος είναι η κατάθεση της ψυχής του για την εθνική παλιγγενεσία που την οραματίστηκε μέσα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, το μαρτυρικό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Ο συγκλονιστικός εκείνος λόγος έχει ως εξής: «Έως πότε, πανακήρατε κόρη, το μαρτυρικό έθνος των Ελλήνων θα ευρίσκεται στα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε θα βασιλεύονται από την ημισέληνο οι χώρες εκείνες στις οποίες ανέτειλε με ανθρώπινη μορφή από την ηγιασμένη σου γαστέρα ο μυστικός της Δικαιοσύνης Ήλιος; Αχ Παρθένε, ενθυμήσου πως στην Ελλάδα για πρώτη φορά παρά σε άλλο τόπο έλαμψε το ζωηφόρο φως της αληθούς πίστεως. Το ελληνικό Γένος εστάθη το πρώτο, που άνοιξε τις αγκάλες και εδέχθη το Θείο Ευαγγέλιο του Μονογενούς σου Υιού. Τούτο έδωσε στον κόσμο τους διδασκάλους, οι οποίοι με το φως της διδασκαλίας τους εφώτισαν τις αμαυρωμένες καρδιές των ανθρώπων.
      Λοιπόν, εύσπλαχνε Μαριάμ, παρακαλούμεν σε δια το “Χαίρε” εκείνο, που μας επροξένησε την χαρά, δια τον αγγελικό εκείνο ευαγγελισμό, που εστάθη της σωτηρίας μας το προοίμιον, χάρισέ του την προτέρα του τιμή. Σήκωσέ το από τα δεσμά στο σκήπτρο, από την αιχμαλωσία στο βασίλειο. Και αν αυτές οι φωνές μας δεν σε παρακινούν στα σπλάχνα, ας σε παρακινήσουν οι φωνές και οι παρακλήσεις των αγίων σου που ακαταπαύστως φωνάζουν απ’ όλα τα μέρη της μαρτυρικής Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας από την Κρήτη, φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρο, φωνάζει ο Ιγνάτιος από την Αντιόχεια, φωνάζει ο Διονύσιος από την Αθήνα, φωνάζει ο Πολύκαρπος από την Σμύρνη, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρεια, φωνάζει ο Χρυσόστομος από την Βασιλεύουσα Πόλη, και καθώς σου επιδεικνύουν την σκληροτάτη τυραννίδα των αθλίων Αγαρηνών ελπίζουν από την άκρα ευσπλαχνία σου την απολύτρωση του Ελληνικού Γένους».
      Οι λόγοι αυτοί του Ηλία Μηνιάτη επαληθεύθηκαν και όντως η Θεία Πρόνοια κατηύθηνε τοιουτοτρόπως τις εξελίξεις ώστε η εθνική παλιγγενεσία του Γένους μας, ο Ευαγγελισμός του ρωμαίικου, να συμπέσει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

     Πρωτομάρτυρες στον αγώνα τούτο υπήρξαν οι Οικουμενικοί Πατριάρχες και οι Μητροπολίτες του Φαναρίου και πριν από την Επανάσταση μέσα στο διάβα των αιώνων, αλλά κυρίως μετά την 25η Μαρτίου του 1821. Πρώτος μεγαλομάρτυρας ο απαγχονισθείς Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και μαζί του οι συνοδικοί Μητροπολίτες Εφέσου, Αγχιάλου και Νικομηδείας, που απαγχονίστηκαν την 10η Απριλίου 1821, ημέρα της Κυριακής του Πάσχα.
      Μετά από λίγες μέρες ακολούθησαν τον μαρτυρικό τους θάνατο και οι Πατριαρχικοί Μητροπολίτες Δέρκων, Αδριανουπόλεως, Τυρνόβου και Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια ημέρα απαγχονίστηκε και ο αρχιδιάκονος του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, Νικηφόρος.
      Ταυτοχρόνως, απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, όπου εφησύχαζε, ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος προσευχόμενος επί του τόπου της αγχόνης μυστικώς εφώναξε ισχυρά το: «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη Βασιλεία σου».
      Είναι χαρακτηριστικά τα όσα καταγράφονται αψευδώς σχετικά με τον μαρτυρικό θάνατο των πατριαρχικών Μητροπολιτών που μετά τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ επέδειξαν γενναιότητα και θυσιαστική αυταπάρνηση ως αληθείς ποιμένες της Εκκλησίας, ως γνήσιοι Φαναριώτες αρχιερείς. Ο Σ. Τρικούπης αναφέρει ότι οι «οι φιλόχριστοι αυτοί αρχιερείς, ενώ μετεφέροντο στον τόπο της φρικτής ποινής μέσα σε ένα πλοιάριο όλοι μαζί, προετοιμάστηκαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας να αποβιώσουν. Έψαλαν οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία, ικέτευσαν τον Θεό υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους και ευλόγησαν ο ένας τον άλλον λέγοντας το: «Μακαρία η οδός, ην πορεύη σήμερον». Οι αρχιερείς αυτοί καθώς αποχωρίζονταν ο ένας από τον άλλον για να απαγχονιστούν ο καθένας σε ιδιαίτερο τόπο, έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό μεταξύ τους, λέγοντας εν συντριβή καρδίας «καλή αντάμωση, αδελφοί, εις την άλλην ζωήν».
      Ο δε γηραιός Μητροπολίτης Δέρκων ωσάν να ευλογούσε τον θάνατό του υπέρ της πίστεως και της Πατρίδος, ευλόγησε τρεις φορές σταυροειδώς την θηλιά, την οποία πέρασε ο ίδιος στον λαιμό του λέγοντας «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και φώναζε γενναία προς τον αγχονιστή: «Εκτέλεσε την εντολή του ασεβούς Κυρίου σου».
      Τα παραπάνω γραφέντα είναι ελάχιστα παραδείγματα εν σχέσει προς τα αναρίθμητα μαρτύρια, τις θυσίες και τα πάθη του εσταυρωμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου υπέρ του Γένους μας. Δώδεκα Οικουμενικοί Πατριάρχες μαρτύρησαν φρικτά, δεκάδες-εκατοντάδες Πατριαρχικοί αρχιερείς και χιλιάδες απλοί κληρικοί και μοναχοί εγεύθησαν το ποτήριο του θανάτου υπέρ πίστεως και πατρίδος.

     Από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν οι κληρικοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μάλιστα Αρχιερείς των οποίων ο αριθμός ανέρχεται περίπου στους 81. Γι’ αυτό ο υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, έγραψε: «Ο αξιοσέβαστος κλήρος των Ελλήνων χριστιανών ευρίσκετο τότε παντού εμπρός και έδιδε την βαρύτητα και την βεβαιότητα στον σκοπό της επαναστάσεως και γι’ αυτό στους Έλληνες εφαίνετο ότι η σημαία της επαναστάσεως είναι στα χέρια του Θεού, δια των λειτουργών της θρησκείας του».
      Σε άλλο σημείο ο Φωτάκος πλήρης συγκινήσεως αναφωνεί: «Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτο και σεβάσμιο κλήρο ως οδηγό του… Ο κλήρος παρουσιάστηκε εμπρός με τον σταυρό και με το όπλο στα χέρια του, έβαλε την φωνή εκ μέρους της θρησκείας και έδωκε το σύνθημα «Πατρίς και Θρησκεία»… εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαία του σταυρού… Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργο του πολέμου να παρευρίσκεται παντού στα στρατόπεδα και στα φροντιστήρια για να ετοιμάζει τα πολεμοφόδια και τις τροφές, όχι μόνον με τα ίδια έξοδα και θυσίες αλλά και με τα ίδια του τα χέρια… Άλλοι εξ αυτών πολεμούσαν τον εχθρό της πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτες και άλλοι πάλι να στέκονται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθεια… Έτσι δε ενεργείται η Ελληνική Επανάσταση από όλες τις τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων, των ιερέων, των μοναχών και των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά δια την εθνική ελευθερία».

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2016

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΞ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΟ ΦΟΒΟ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
  • Η πνευματοφόρος διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου περί της αποταγής του ματαίου βίου ως προϋπόθεση για την άνοδο στην «Κλίμακα των αρετών»
    Το βίωμα του Θεού μέσω της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης

agios_ioannis_sinaitisΗ οντολογική σχέση του χοϊκού και θνητού ανθρώπου με τον Θεό είναι ελεύθερη, προσωπική, αγαπητική και βιωματική. Ο πεπερασμένος άνθρωπος σε πολλές των περιπτώσεων προσεγγίζει την οντολογική σχέση του με τον Θεό, που είναι σχέση και πηγή αθανάτου ζωής για τον ίδιο, είτε με φόβο και συστολή έναντι ενός τιμωρού και εκδικητικού Θεού, επειδή φαντασιακά και ψυχολογικά προσλαμβάνει την «εικόνα του Θεού», άκρως στρεβλά, είτε μέσα από μία τυπολατρική, κανονιστική και νομικίστικη οπτική γωνία, όπως δυστυχώς έχει επικρατήσει εξ επιδράσεως της ρωμαιοκαθολικής θεολογικής σκέψεως και πρακτικής, ακόμη και στον ορθόδοξο κόσμο.
Τα ορθόδοξα θεολογικά κριτήρια όμως αυτής της μοναδικής και συγκλονιστικής οντολογικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό ως σχέσεως ακριβώς μεταξύ προσώπων εν αγάπη και εν απολύτω ελευθερία διατυπώνονται θεοπνεύστως από τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, τον γνωστό ως Ιωάννη της Κλίμακος, στο πολύφημο και μνημειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Κλίμαξ». Στην καρδιά της θεολογικής διδασκαλίας του Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος κυρίαρχη θέση κατέχει η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, η οποία δεν εστιάζεται σε καταναγκασμούς, φόβους, ιδιοτέλειες και τυπολατρικές κανονιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες καθιστούν την σχέση αυτή του ανθρώπου με τον Θεό όχι σωτηρολογική αλλά συμφεροντολογική, επίπλαστη και ανούσια.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θέτει ως πρώτιστη προϋπόθεση της κοινωνίας του ανθρώπου με τον δημιουργό Θεό, την αποταγή του ματαίου βίου ως έκφραση της ελευθέρας, εκούσιας και αβιάστου επιλογής του φθαρτού και θνητού ανθρώπου να βιώσει το σωτήριο θέλημα του Θεού. Γράφει δε χαρακτηριστικά: «ας τρέξουμε πρόθυμα συναισθανόμενοι ότι μας εκάλεσε ο Θεός και Βασιλεύς, μήπως και τα χρόνια της ζωής μας είναι ολίγα, οπότε θα ευρεθούμε χωρίς καρπούς την ημέρα του θανάτου μας και θα πεθάνουμε από την πείνα. Ας ευαρεστήσουμε τον Κύριο, όπως οι στρατιώτες τον Βασιλέα. Οπωσδήποτε μετά την επιστράτευση, μας ζητείται η ακριβής εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας».
Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος διακρίνει και αξιολογεί τα κριτήρια βάσει των οποίων οι άνθρωποι απαρνούνται τον μάταιο βίο και βιώνουν το θέλημα του Θεού, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «αυτός που απαρνήθηκε τον κόσμο από τον φόβο (της κολάσεως) είναι όμοιος με το θυμίαμα που ενώ καίεται, στις αρχές αναδίδει ευωδία, στο τέλος όμως καπνίζει. Εκείνος που τον απαρνήθηκε με την ελπίδα μελλοντικού μισθού, καταντά μια μυλόπετρα, που γυρίζει συνεχώς στο ίδιο μέρος. Όποιος όμως ανεχώρησε από τον κόσμο για την αγάπη του Θεού, ευθύς εξ αρχής έχει μέσα του φλόγα, η οποία αν τυχόν πέσει σε ξύλα ή σε δάσος, αυξάνει υπερβολικά και συνεχώς επεκτείνεται προς τα εμπρός».
Πρώτο και έσχατο κριτήριο λοιπόν της σχέσεως μας με τον φιλάνθρωπο, μακρόθυμο και φιλεύσπλαχνο Θεό δεν μπορεί να είναι ούτε ο φόβος ούτε το λογιζόμενο κατά τα ανθρώπινα μέτρα συμφέρον μας, αλλά η άνευ προϋποθέσεων αγάπη προς Αυτόν που είναι ζωή, αθάνατη ζωή, και σωτηρία για εμάς. Ο Όσιος πατήρ γράφει εν προκειμένω: «ας αγαπήσουμε τον Κύριο, όπως αγαπούμε και σεβόμεθα τους φίλους μας. Είδα πολλές φορές ανθρώπους που ελύπησαν τον Θεό και δεν ανησύχησαν καθόλου γι’ αυτό. Όταν όμως συνέβη να πικράνουν αγαπητά τους πρόσωπα, έστω και σε κάτι μικρό, έκαναν το παν, εχρησιμοποίησαν κάθε τέχνασμα, εσκέφθηκαν κάθε τρόπο, υπεβλήθησαν σε κάθε θλίψη, ομολόγησαν το σφάλμα τους, και παρακάλεσαν είτε αυτοπροσώπως είτε με φίλους είτε με δώρα, προκειμένου να αποκαταστήσουν την πρώτη αγάπη τους».
Ανάλογα με την οντολογική σχέση που έχουν οι άνθρωποι με τον «όλον αγάπη» Θεό διακρίνονται από τον Όσιο Πατέρα στους φίλους του Θεού, στους αχρείους δούλους του, στους ξένους και εχθρούς του, και στους αντιπάλους του Θεού. Σύμφωνα λοιπόν με την διδασκαλία του Ιωάννου του Σιναΐτου και πάλι το κριτήριο για την παραπάνω κατηγοριοποίηση των ανθρώπων είναι η προς τον Θεό απόλυτη, θυσιαστική και ανυπόκριτη αγάπη τους, η οποία εκδηλώνεται με την εκ μέρους τους τήρηση του Παναγίου και σωτηριώδους θελήματός του.
Άξιοι ιδιαιτέρας μνείας είναι οι ορισμοί που δίδει ο Όσιος Πατέρας για τις έννοιες: Χριστιανός, Θεοφιλής και δούλος του Θεού, μέσα από τους οποίους καταδεικνύεται ότι η προς τον Θεό αληθής αγάπη ταυτίζεται οντολογικά με την τήρηση του Παναγίου θελήματός του από τους ανθρώπους. Ορίζει λοιπόν ότι ο «Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στη σκέψη. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα». Ο δε Θεοφιλής άνθρωπος «είναι εκείνος που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού, συγχρόνως όμως δεν αμελεί, όσο μπορεί, να επιτελεί το αγαθό». Συνακόλουθα ορίζει ως φίλους και γνησίους δούλους του Θεού «εκείνους που εξετέλεσαν και εκτελούν το πανάγιο θέλημά του ακούραστα και χωρίς καμία παράλειψη».
Η καλή και αγαθή χρήση του αυτεξουσίου από τον άνθρωπο, η οποία δεν στηρίζεται σε μια ψυχρή νοησιαρχία ανούσιων νομικών ή κανονιστικών σχημάτων και ιδιοτελών κοσμικών προσεγγίσεων, αλλά στον θείο φωτισμό που γεννά η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη στον Θεό, δύναται να αναβιβάσει τον πεπτωκότα άνθρωπο στην «θεία έλλαμψη» εν κοινωνία με τον Θεό. Η ενάρετη Τριάδα των θεοειδών αρετών, της αγάπης, της ελπίδος και της πίστεως συγκροτεί σύνολη της αγιοπνευματική εμπειρία και ζωή της Εκκλησίας και των ανθρώπων, ενώ αποτελεί και τον οντολογικό ομφάλιο λώρο μεταξύ του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό. Αυτά υπογραμμίζει ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφοντας χαρακτηριστικά: «…πίστις, ελπίς, αγάπη· μείζων δε πάντων η αγάπη (Α΄ Κορ. ιγ΄, 13)… Εγώ όμως την μία την βλέπω σαν ακτίνα, την άλλη σαν φως και την τρίτη σαν ηλιακό δίσκο, και όλες μαζί σαν ένα φωτεινό απαύγασμα και μία και την αυτή λαμπρότητα. Η μία, η πίστις, δύναται να επιτελέσει τα πάντα. Η άλλη, η ελπίς, περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα. Και η τρίτη, η αγάπη, δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της ούτε σταματά από το τρέξιμό της ούτε επιτρέπει σ’ αυτόν που επλήγωσε με τα βέλη της, να ηρεμήσει από την “μακαρίαν μανίαν” που του επροξένησε».
Ο υψιπέτης θεολόγος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, δίδει τον ένα και μοναδικό ορισμό περί Θεού, ότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιωάν. δ΄, 16), συνδέοντας οντολογικά τον άκτιστο Τριαδικό Θεό με την αγάπη και τούτο διότι όπως αναφέρει ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος «η αγάπη, ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωσις με τον Θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, μέθη της ψυχής. Ως προς δε τις ιδιότητές της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως».
Είναι όντως συγκλονιστικό το γεγονός ότι στον ορισμό περί Θεού ως πρώτιστη ιδιότητα αυτού ορίζεται η αγάπη, η οποία είναι το «θεοειδές μέσο» δια του οποίου μπορεί ο κτιστός άνθρωπος να βιώσει την προσωπική και μυστική εμπειρία της κοινωνίας του με τον άκτιστο Θεό σε μια σχέση ζωής και ελευθερίας που νεκρώνει το «ίδιον εωσφορικό θέλημα» και μεταμορφώνει ανακαινιστικά τον χοϊκό, φθαρτό και πεπερασμένο άνθρωπο που ζει και βιώνει τον Θεό στην σύνολη ύπαρξή του. Και σύμφωνα με τον Ιωάννη της Κλίμακος «εάν το πρόσωπο που αγαπούμε γνήσια, μας μεταβάλλει εξ ολοκλήρου με την παρουσία του και μας κάνει φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενεί άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;».
Ο κτιστός άνθρωπος βιώνει τον Θεό πρωτίστως ως αγάπη επειδή κατά τον Όσιο Πατέρα «Αγάπη είναι ο Θεός, και όποιος προσπαθεί να δώσει ορισμό του Θεού ομοιάζει με τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου». Και σε άλλο σημείο συμπληρώνει: «αυτός που θέλει να ομιλεί για την αγάπη είναι σαν να επιχειρεί να ομιλεί για τον ίδιο τον Θεό».
Αυτός που αληθώς αγαπά τον Θεό, φλέγεται από τον πνευματικό έρωτα, ο οποίος τον ωθεί αδιαλείπτως σε ένωση και κοινωνία με τον Θεό. Είναι δε αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, αυτός ο αυστηρός ασκητής και εγκρατευτής, δεν δειλιάζει αλλά τολμά να ομιλήσει για τον πνευματικό έρωτα που γεννά η απόλυτη αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό προβαίνοντας με πολύ προσεκτικό και συνάμα εύστοχο τρόπο σε μία αναγωγή προς τον ανθρώπινο έρωτα. Ο Όσιος Πατέρας γράφει χαρακτηριστικά: «Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στο νου του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε και στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάσει, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του. Έτσι συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Έτσι συμβαίνει και σ’ αυτούς που αν και έχουν σώμα, είναι ασώματοι (και ασκούν τον πνευματικό έρωτα).
Η προσέγγιση του Θεού λόγω του ψυχολογικού φόβου που αισθάνεται ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα της ελέγχουσας συνειδήσεώς του, καθώς αναλογίζεται τις αμαρτίες του και τον κλήρο της πνευματικής κολάσεώς του, δηλαδή της τραγικής οντολογικής ανυπαρξίας του έξω από την Βασιλεία του Θεού, καταδεικνύει την πνευματική ανωριμότητά του και την στρεβλή περί Θεού αντίληψή του. Ο άνθρωπος που αληθώς πιστεύει ότι ο Θεός είναι αγάπη, δεν φοβάται ποτέ τον δημιουργό και σωτήρα του, τον οποίο βιώνει οντολογικά ως πατέρα και αδελφό, συνέκδημο και συνοδοιπόρο, αλλά ποτέ ως έναν τιμωρό και εκδικητή Θεό.
Ο Θεός είναι αγάπη, πέλαγος και ωκεανός αγάπης, και ποτέ φόβος, διότι η «αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Όσο λοιπόν περισσότερο ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό «εξ όλη ψυχής, καρδίας και διανοίας» και βιώνει τον Θεό ως αγάπη, τόσο αποβάλλει τον φόβο. Ενώ αντιθέτως, όπως γράφει ο Όσιος Ιωάννης «όσο ποσόν αγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου υπάρχει». Γι’ αυτό ο άνθρωπος οφείλει να είναι «υιός αγάπης» και όταν όλη η ψυχοσωματική του ύπαρξη είναι αγάπη που ενώνεται με την αγάπη του Θεού, τότε γεννάται η υιοθεσία του Θεού Πατρός προς τον άνθρωπο και του ανθρώπου προς τον Θεό πατέρα. Τότε, τέτοια είναι η οντολογική ενότητα του ανθρώπου με τον Θεό, ώστε σύμφωνα με τον Όσιο Πατέρα «Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέφος που θηλάζει, όσο ο υιός της αγάπης προς τον Κύριο».
Η αγάπη του Θεού που ενοικεί μέσα στην ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου, μεταμορφώνει τον χοϊκό και φθαρτό άνθρωπο σε «ιερό σκεύος θεϊκής αγάπης» και τούτο διδάσκει ο της Κλίμακος Ιωάννης γράφοντας με έμφαση: «όταν λοιπόν ολόκληρος ο άνθρωπος συγχωνευθεί κάπως με την αγάπη του Θεού, τότε και εξωτερικά στο σώμα του σαν σε καθρέφτη δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εδοξάσθη και εκείνος ο Θεόπτης, ο Μωυσής. Όσοι κατέκτησαν την ισάγγελη αυτή βαθμίδα, ξεχνούν πολλές φορές την σωματική τροφή. Και νομίζω ότι δεν την επιθυμούν και τόσο συχνά, πράγμα όχι απίστευτο…».
Η αγάπη και η ελπίδα είναι αδελφές και οντολογικές προϋποθέσεις για να βιώσει ο άνθρωπος τον Θεό. Συνυπάρχουν αχωρίστως και αμεταθέτως καθώς η μία προϋποθέτει την άλλη στην ανάβαση της πνευματικής κλίμακος από τον άνθρωπο μέχρις ότου βιώσει την «κατά χάριν θέωση». Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος με θεόπνευστη έλλαμψη γράφει σχετικά: «η δύναμις της αγάπης είναι η ελπίς, διότι με αυτήν περιμένουμε τον μισθό της αγάπης. Η ελπίς είναι “αδήλου πλούτου πλούτος”, (δηλαδή πλούτος ενός πλούτου που δεν φαίνεται). Η ελπίς είναι ασφαλής απόκτησις θησαυρού πριν από την απόκτησή του. Αυτή είναι ανάπαυσις και ανακούφισις από τους κόπους. Αυτή είναι η θύρα της αγάπης. Αυτή φονεύει την απόγνωση. Αυτή εικονίζει εμπρός μας τα πράγματα που ευρίσκονται μακρυά. Έλλειψις της ελπίδος σημαίνει αφανισμός της αγάπης. Σ’ αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σ’ αυτήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού».
Η προς Θεόν ανάβασις είναι πορεία προ την όντως «αυτοαγάπη», εν αγάπη, από τον αγαπώντα αληθώς άνθρωπο. Έτσι η αγάπη καθίσταται «η πρόοδος εις τους αιώνας όλων των εκλεκτών του Θεού». Αυτή την κραταιά και ακατάβλητη δύναμη της αγάπης ανυμνεί ο της Κλίμακος Ιωάννης γράφοντας: «Επιθυμούμε πια να ανεβούμε κοντά σου. Διότι εσύ κυριαρχείς σε όλα. Τώρα που επλήγωσες την καρδιά και δεν μπορώ να ανθέξω στην φλόγα σου. Γι’ αυτό θα σε υμνήσω και θα προχωρήσω. Εσύ κυριαρχείς επάνω στην δύναμη της θαλάσσης, εσύ καταπραΰνεις και νεκρώνεις την ταραχή των κυμάτων της. Εσύ ταπεινώνεις και καταρρίπτεις ως τραυματία τον υπερήφανο λογισμό. Με τον ισχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τους εχθρούς σου και αναδεικνύεις ανικήτους τους δικούς σου εραστές».
Η αναζήτηση λοιπόν της αγάπης συντελείται μόνο με αγάπη προκειμένου ο άνθρωπος να μεταμορφωθεί όλος σε αγάπη και να αναδειχθεί ελπιδοφόρος των μελλόντων αγαθών που η αγάπη του «όλου αγάπη» Θεού «ητοίμασε τοις αγαπώσι αυτόν». Με ένθεα σκιρτήματα και ιερό ενθουσιασμό μας καλεί ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος να αναζητήσουμε την αγάπη: «Αγάπη, ελλάμψεως άβυσσος / αγάπη, πηγή πυρός… / αγάπη, αγγέλων στάσις / Απάγγειλον ημίν, ως καλή εν αρεταίς / πού ποιμαίνεις τα πρόβατά σου; / πού κατοικείς εν μεσημβρία; / φώτισον ημάς, πότισον ημάς, / οδήγησον ημάς, χειραγώγησον ημάς /».

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (+ 1922)


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ-ΣΜΥΡΝΗΣ-1922-480x330Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Είναι 27 Αυγούστου του 1922, με το παλαιό ημερολόγιο. Το πρωί εκείνου του Σαββάτου, ενός άλλου «Μεγάλου Σαββάτου», όλος ο λαός, κάθε ηλικίας άνθρωποι, απεγνωσμένα και ικετευτικά, έχουν συγκεντρωθεί, όπως όλες τις τελευταίες ημέρες και νύκτες, στην Μεγάλη Εκκλησία και στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής, στο ιερώτατο αυτό σύμβολο της Σμύρνης, όπου ο αληθής ποιμένας και Επίσκοπος, ως άλλος «Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας», Άγιος Χρυσόστομος τελεσιουργεί την τελευταία Θεία Λειτουργία ή μάλλον την «εξόδιο ακολουθία εν τη Θεία Ευχαριστία» του ιδίου και του πολυπαθούς και περιπόθητου ποιμνίου του, το οποίο δακρυσμένο και συντετριμμένο μετέχει του μυστηρίου του «αίματος και του σώματος» Ιησού Χριστού έχοντας κυριολεκτικώς καρφωμένο το εν απογνώσει βλέμμα του στον μάρτυρα και μεγαλομάρτυρα ποιμένα του.
Η περιώνυμος Εκκλησία της Αγίας Φωτεινής πριν από την άλωση της Σμύρνης, της μαρτυρικής αυτής Μητροπόλεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» εγκολπώνει ως άλλη Αγιά Σοφιά πριν από την άλωση της του Κωνσταντίνου Πόλεως, στην τελευταία Θεία Λειτουργία και μυσταγωγία, τους στεναγμούς του ευσεβούς και μαρτυρικού Γένους, του Ιωνικού Ελληνισμού, όπου ο «Άγγελος και Αρχιθύτης Ιεράρχης της των Σμυρναίων Εκκλησίας» ίσταται και προΐσταται κατά την υπερουράνια εκείνη μυσταγωγία, μιμούμενος Χριστού το μαρτύριον, ως ο εκουσίως προσφερόμενος και θυσιαζόμενος «άξιος και θεοπρόβλητος και λαοπρόβλητος ποιμήν» υπέρ του πολυφίλητου και περιποθήτου λαού του, του χριστεπωνύμου ποιμνίου του.
Από το περίβλεπτο, περικαλλές και περιώνυμο κωδωνοστάσιο (1792) της Αγίας Φωτεινής (1857) κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» αντηχεί ακατάπαυστα ο πένθιμος ήχος της «Μεγάλης Παρασκευής» του ελληνισμού της Ιωνίας καθώς πλημμυρίζει τα ουράνια με την βαρύτιμη και πολύτιμη καμπάνα του, όπως είχε ζητήσει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Να μην πάψει ούτε στιγμή ο επιτάφιος θρήνος, όπως τότε με την Πόλη του Κωνσταντίνου, τη Βασιλεύουσα!».
Ο Άγιος Χρυσόστομος πριν από τον προσωπικό του Γολγοθά, ως το «εθελόθυτον θύμα», είναι κάτωχρος από την πολυήμερη αγρυπνία, την άκρα νηστεία και την υπέρ του λαού του αγωνία και προσευχή. Γονυπετής έμπροσθεν της Αγίας Τραπέζης, προσεύχεται μυστικώς και εκτενώς, όπως άλλοτε ο Νυμφίος της Εκκλησίας Χριστός κατ’ εκείνη την μεγάλη νύκτα της εν Γεσθημανή προσευχής, όπου ο εναγώνιος ιδρώτας έρρεε ωσάν τους θρόμβους του αίματος. Και όπως θεοπνεύστως γράφει ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος: «Με φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας οφθαλμούς, εγονυπέτωσεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα, προ του Εσταυρωμένου, και με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθη ως όσιος».
Όταν όμως εξέρχεται του ιερού βήματος και ίσταται στην Ωραία Πύλη καθίσταται ακριβής «τύπος και υπογραμμός» των πιστών. Γονατίζει και προσύχεται ενώπιον του ποιμνίου του: «Η Θεία Πρόνοια – λέγει εκφώνως – δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν ταύτην. Αλλ’ ο θεός δεν εγκαταλείπει τους Χριστιανούς. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς Χριστιανούς».
Όλοι είναι κρεμασμένοι από τα χείλη και τα μάτια του. Καθώς εισέρχεται στο Ιερό Βήμα, προσεύχεται σχεδόν προφητικώς για την εν Χριστώ τελείωση του ιδίου και του αθώοι ποιμνίου του, λέγοντας: «Ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Χριστέ ο Θεός, επίβλεψον επ’ εμέ…».
Την 27η Αυγούστου 1922, ημέρα Παρασκευή, εισέρχεται στη Σμύρνη ο άτακτος στρατός (τσέτες) του Κεμάλ Μουσταφά Πασά με επικεφαλής τον Νουρεντίν Πασά, ο οποίος μισούσε θανάσιμα τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, επειδή ο Ιεράρχης είχε αναμετρηθεί μαζί του και με τις άοκνες ενέργειές του κατά τα προηγούμενα έτη είχε επιτύχει την ατιμωτική απομάκρυνσή του από τη θέση του Βαλή (Νομάρχη) της Σμύρνης. Ο Νουρεντίν όμως ουδέποτε ελησμόνησε την ήττα του και ζούσε για τη στιγμή της εκδικήσεώς του. Ύστερα από τρία έτη επέστρεψε στη Σμύρνη ως άνομος κριτής και αιμοβόρος δήμιος του Αγίου Χρυσοστόμου.
Όπως εύστοχα και εμπεριστατωμένα αναφέρει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αλεξανδρής: «έχουν γραφεί πολλά για τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη ο Άγιος Χρυσόστομος, όταν το βράδυ της 27ης Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου 1922 (Νέο Ημερολόγιο) παραδόθηκε στον Τούρκο διοικητή Νουρεντίν Πασά. Αν και οι περιγραφές ως προς τον τρόπο με τον οποίο εμαρτύρησε ο Χρυσόστομος ποικίλλουν, οι περισσότερες αφηγήσεις συγκλίνουν στη μαρτυρία ότι ο Μητροπολίτης Σμύρνης βρήκε τραγικό τέλος στα χέρια του φανατισμένου τουρκικού όχλου, που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Διοικητήριο της Σμύρνης».
Το βράδυ του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1922 ο Χρυσόστομος εκρατήθη έγκλειστος και εμαρτύρησε φρικτά κατά το πρωί της Κυριακής 28 Αυγούστου. Τα δε περί της κατηγορίας σε βάρος του Αγίου Χρυσοστόμου ως «ενόχου εσχάτης προδοσίας» καταγράφει η Βικτωρία Σολωμονίδου, η οποία επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη βαρύτατη κατηγορία εστηρίζετο στο γεγονός ότι «ως οθωμανός υπήκοος υπηρέτησε μετά φανατισμού την Ελλάδα, πρωτοστατήσας εις πάντα εναντίον του τουρκικού καθεστώτος κατά το τριετές διάστημα της ελληνικής κατοχής». Ο δε Νουρεντίν Πασάς από της πρώτης στιγμής που συναντήθηκε με τον Άγιο Χρυστόστομο, τον οποίο περιφρονητικά αποκαλούσε «Παπά», τον αντιμετώπισε ως προδότη και εχθρό του τουρκικού έθνους παραδίδοντας αυτόν τελικώς «εις χείρας ανόμων», οι οποίοι τον κατακρεούργησαν.
Ο Εθνάρχης της Σμύρνης και της Ιωνικής γης, ο οποίος είχε υψώσει αγέρωχο και ατρόμητο το ανάστημά του ενώπιον ισχυρών ανδρών του Νεοτουρκικού κομιτάτου, όπως ο Ταλαάτ, ο Ραχμή και ο Νουρεντίν, σε λίγο επρόκειτο να οδηγηθεί ως «άκακον αρνίον» επί σφαγήν ενώπιον του δημίου του. Ο ίδιος ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος γράφει χαρακτηριστικά για την εν γένει στάση του Αγίου Χρυσοστόμου έναντι του μαρτυρικού θανάτου του, τα εξής: «ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο διά να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του, το ευτελές ορμέφυτον της ζωής. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους». Και όντως παρέδωσε αλώβητο το πνεύμα του στον Ιησού Χριστό.
Περί του μαρτυρικού τέλους του Αγίου Χρυσοστόμου έχουν γραφεί πολλοί και μεταξύ αυτών ο πιστός κλητήρας του Θωμάς Βούλτσος, ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη George Horton, ο Διευθυντής του Γραφείου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας Μιχαήλ Ροδάς, ο Δημοσιογράφος Δημήτριος Παρθένης, ο πολεμικός ανταποκριτής Κωνσταντίνος Μισαηλίδης, ο Rene Puaux, ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄(Χατζησταύρου), ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βεκιαρέλλης, ο Ευάγγελος Βασιλείου κ.α.
Μία ακόμη περιγραφή του φρικτού μαρτυρίου του Αγίου Χρυσοστόμου υπό την μορφή άρθρου, η οποία είναι λιγότερο γνωστή περιλαμβάνεται στο «Προσωπικό Σημειωματάριο», δηλαδή το «Οικογενειακό ημερολόγιο» του Ηρακλέους Τσίτερ, ο οποίος ήταν γαμπρός του Αγίου Χρυσοστόμου, νυμφευθείς την αδελφή του Εριφύλη. Ο Ηρακλής Τσίτερ στο «σημειωματάριο» αυτό, υπό τον τίτλο: «Διάφορα Ηρακλή Τσίτερ», εκτός των άλλων προσωπικών σημειώσεων που κατέγραφε ο ίδιος και των λοιπών χειρογράφων, δημοσιευθέντων και αδημοσιεύτων, καθώς και πολλών άρθρων, τα οποία αφορούσαν τις τελευταίες ημέρες και το μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, έχει αποθησαυρίσει και τα δύο αυτά συγκεκριμένα άρθρα.
Το οικογενειακό αυτό «σημειωματάριο» ο Ηρακλής Τσίτερ, προ του θανάτου του (4 Ιουνίου 1927), είχε παραδώσει στον τρίτο κατά σειρά υιό του Χρυσόστομο Τσίτερ, ανηψιό του Αγίου Χρυσοστόμου και μετέπειτα Μητροπολίτου Αυστρίας, ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1990 παρέδωσε το οικογενειακό αυτό γραπτό κειμήλιο ως «ευλογία» στην ανηψιά του, θυγατέρα της αδελφής του Καλλιόπης, την Εριφύλη Κοντοπούλου, εγγονή του Ηρακλή Τσίτερ.
Το εν πολλοίς άγνωστο αυτό κείμενο, το οποίο αναφέρεται στο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου είναι γραμμένο στην Αθήνα από τον φυλακισθέντα και από βέβαιο θάνατο ως εκ θαύματος διασωθέντα Αιδεσιμολογιώτατο π. Γεράσιμο Χαροκόπο, ο οποίος το υπογράφει με την φράση ως ο «αυτόπτης και δεινοπαθητής». Το άρθρο αυτό, στο οποίο δεν αναγράφεται η ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του και δεν γίνεται καμμία αναφορά στην εφημερίδα όπου πρωτοδημοσιεύθηκε, φέρει τον μακροσκελή τίτλο: «Αι θετικώτεραι πληροφορίαι περί του τραγικού μαρτυρίου του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, 30 Αυγούστου, Κυριακή πρωί 1922».
Ο ιερεύς Γεράσιμος Χαροκόπος περιγράφει το μαρτύριον του Αγίου Χρυσοστόμου ως εξής: «Μόλις εισήλθον οι Τούρκοι και κατέλαβον το Διοικητήριον αμέσως διαταγή του Νουρεδίν Πασά εις τον Συνταγματάρχην Καράν Καζήμ Βέην και δι’ αυτού εις τον Αρχιαστυνόμον να ειδοποιήσουν εις τον Μητροπολίτην, όπως υπάγη εις το Διοικητήριον. Ο Αρχιαστυνόμος παρέλαβεν εκ της Μητροπόλεως φιλοφρόνως τον Μητροπολίτην και διηυθύνθη εις το Διοικητήριον όπου φιλοφρόνως και πάλιν του εδόθησαν συστάσεις, ότι ουδέν το έκτροπον θα λάβη χώραν και να καθησυχάσει τον αγωνιώντα λαόν. Ο Μητροπολίτης μετά του Αρχιαστυνόμου δι’ αυτοκινήτου διηυθήνθη εις την Μητρόπολιν, ένθα διά λόγων παραμυθητικών καθησύχασε τον λαόν και ο Αρχιαστυνόμος απήλθεν.
Ο Μητροπολίτης, όμως, καλώς γνωρίζων τα άγρια ένστικτα και τα προσχήματα των Τούρκων, έλεγεν εις τους περί αυτών, «εγκαταλήφθημεν εις την τύχην μας, ο απαίσιος τυραννίσκος Στεργιάδης και ο αμφίρροπος Χατζηανέστης θα μας προσφέρωσι άχρι τρυγός το ποτήριον της πικρίας, οι άγριοι Τούρκοι θα μας σφάξουν και, όσοι δύνασθε, απέλθετε, εγώ θα μείνω με το ποίμνιόν μου να υποστώ την αυτήν τύχην». Κρατών όμως την χαρακτηρίζουσαν αυτόν αφοβίαν και ψυχραιμίαν.
Ότε προς εσπέραν Σαββάτου έρχεται πάλιν ο Αρχιαστυνόμος μετά δύο λογχοφόρων και ζητεί τον Μητροπολίτην και τέσσαρες άλλους προύχοντας, οπότε έχων την κεφαλήν ακουμπισμένην επί της χειρός είπεν εις τους περί αυτού «Ο Μολώχ της κομματικής μας εμπαθείας, ας κορεσθεί πλέον από το αίμα τόσων μυριάδων θυμάτων, και το ελληνικόν έθνος ας διδαχθεί, ότι κανείς εξωτερικός εχθρός δεν κατέβαλε ποτέ την δύναμιν του ελληνισμού, αλλ’ ο εσωτερικός σπαραγμός και τα κομματικά πάθη κατέστρεψαν πάντοτε, όπως και τώρα, τας ενδοξοτέρας εποχάς του εθνικού μας βίου».
Παρέλαβον λοιπόν τον Μητροπολίτην, τον Γκιουριουκτσόγλου και δύο άλλους προύχοντας, του τετάρτου μη ευρεθέντος, και απήλθον εις το Διοικητήριον. Ο Νουρεδίν Πασάς προσκαλέσας παρ’ εαυτώ τον Μητροπολίτην του λέγει: «πολλαί κατηγορίαι και εγκλήματα καθοσιώσεως υπάρχουν και τώρα και προηγουμένως εναντίον σου, διότι ουδέποτε έπαυσας εργαζόμενος ως προπαγανδιστής εναντίον του κυριάρχου σου καθεστώτος και διά τούτο παρά της Εθνοσυνελεύσεως της Αγκύρας είσαι καταδεδικασμένος εις θάνατον, εγώ όμως απέσχων τοιαύτης καταδίκης, τούτο μόνον θα κάμω, θα σε παραδώσω εις τον λαόν, ο οποίος μαίνεται εναντίον σου και εκείνος, αν θέλη, ας σε αθωώσει ή θα καταδικάσει».
Και διέταξεν αμέσως την φυλάκισίν του Μητροπολίτου και των συν αυτώ τριών προυχόντων. Κατά μέσης νυκτός εκ της φυλακής αποστέλλει εις τον αδελφόν του Ευγένιον (ον προ δύο μηνών απεγχόνισαν εις το Νυμφαίον) μίαν κάρταν εν η λέγει: «Αδελφέ, κρατούμαι ως Αρχηγός της Αμύνης». Αυτό είναι και το τελευταίο σημείωμά του. Το πρωί Κυριακής παραδίδεται δέσμιος τας χείρας και με χιτώνα λευκόν εις την διάθεσιν του αγρίου όχλου, την αυτήν όμως στιγμήν απόσπασμα Γάλλων λογχοφόρων έφθασεν προς διάσωσίν του Μητροπολίτου, αλλ’ ο Μητροπολίτης τους είπεν: «Αν δύνησθε, σώσατε τον Λαόν».
Και τότε το μαινόμενον πλήθος ήρχισεν διά μαχαιρών, ροπάλων, λίθων να κτυπά τον ιερόν άνδρα, άλλοι τον εκαβαλίκευον, τον έπτυον, του απέσπασαν τους όνυχας, του έκοψαν την ρίνα, του έβγαλαν τον ένα οφθαλμόν και ότε τέλος του έμεινεν ολίγη πνοή, έδεσαν ανά εν μέλος του εις τους ίππους και τον διεμέλισαν, ταύτα πράττοντες διερχόμενον διάφορα μέρη, οπότε τέλος έφθασαν εις τον τουρκομαχαλάν, οπόθεν δεν εφαίνοντο από τα ξένα πλοία και εκεί συνετελέσθη το κακούργον έργον τους. Όλον δε αυτό το τραγικόν μαρτύριον παρηκολούθει και το απόσπασμα των Γάλλων με εστραμμένα τα όπλα.
Τέλος εμάζευσαν τα τεμάχια του ιερού σώματος, τα έρριψαν εις μίαν κάσαν και τα απέστειλαν εις το νεκροταφείον. Αλλά οι εν τω νεκροταφείω κρυμμένοι Χριστιανοί, άμα έμαθον ότι είναι το σώμα του Μητροπολίτου, απεφάσισαν, ίνα κρύφα τον ενταφιάσουν, αλλ’ όσοι ετόλμων να πλησιάσουν το κιβώτιον ετυφεκίζοντο μακρόθεν, το κιβώτιον έμεινεν εκεί, άγνωστον όμως τι απέγινεν. Τοιούτον υπήρξεν το τραγικόν τέλος του Μεγάλου ανδρός…».
Στον εθνοϊερομάρτυρα και μεγαλομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο εμπρέπει το της Παλαιάς Διαθήκης: «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα. Ο δε εστίν εν ειρήνη. Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηρεστήθη. Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν. Εν καιρώ Επισκοπής Αυτού αναλάμψει (Σοφία Σολομ. Γ΄, 2 – 7).
πηγή

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2015

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ (+1922)


Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός

Παρήλθαν 93 συναπτά έτη από τις αποφράδες εκείνες τελευταίες ημέρες του Αυγούστου του 1922, όταν ο ελληνισμός της Ιωνίας βίωσε την απόλυτη «άλωση» και τον ολοκληρωτικό αφανισμό του.  Ποτέ όμως η συλλογική ιστορική μνήμη των Πανελλήνων δεν λησμόνησε ούτε έθαψε το Ιερό, καθαγιασμένο και μαρτυρικό πρόσωπο του Αγίου Εθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης (+1922) ο οποίος παραμένει αιώνιο πρότυπο μάρτυρος ορθοδόξου Ιεράρχου και ακατάβλητου ήρωος Ρωμιού που προσέφερε και την τελευταία ρανίδα του αίματός του για την Ορθοδοξία και την αθάνατη Ρωμιοσύνη.

Από όλες τις αξιόπιστες καταγεγραμμένες μαρτυρίες και περιγραφές, τόσο των ημετέρων όσο και των ξένων, και παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις ή αποκλίσεις μεταξύ τους, θεμελιώνεται έγκυρα και επιβεβαιώνεται αξιόπιστα το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Άγιος Χρυσόστομος παρεδόθη από τον Νουρεντίν Πασά στον φανατισμένο τουρκικό όχλο στα χέρια του οποίου βρήκε μαρτυρικό τέλος.  Παρά ταύτα, υπήρχε ένα γνόφος σχετικά με τα γενόμενα των απολύτως τελευταίων στιγμών της ζωής του εθνοϊερομάρτυρος, ήτοι του ακριβούς μέσου ή τρόπου της μαρτυρικής τελευτής του και του τόπου του ενταφιασμού του, εάν όντως ενταφιάστηκε το Ιερό λείψανό του ή αφού διαμελίστηκε από τον φανατισμένο όχλο, εξαφανίστηκε σκοπίμως από τους Τούρκους ριπτόμενο πιθανώς στη θάλασσα ή κάπου αλλού.

Ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βακιαρέλλης γράφει για τον Χρυσόστομο Σμύρνης

Πριν παραθέσουμε τις δύο πλέον έγκυρες μαρτυρίες για το χριστομίμητο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, άξια μνείας είναι εν προκειμένω τα όσα γράφει ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βακιαρέλλης, ο οποίος επισκέφθηκε την Σμύρνη στα τέλη του 1928: «Εις το Μπας Οτουράκ περιφέρεται σήμερα ένας Τούρκος ο οποίος βεβαιώνει ότι επί μίαν εβδομάδα και πλέον εφύλαττε στο σπίτι του ένα χέρι του Μάρτυρος Χρυσοστόμου.  Όταν τον ερωτούν τι το έκαμε κατόπιν, εις άλλους λέει ότι το έθαψε και εις άλλους ότι το έρριψε εις την θάλασσαν.  Ο ίδιος ο Τούρκος βεβαιώνει ότι, πριν εξορύξουν τους οφθαλμούς του Αγίου μας Δεσπότη, του έκοψαν το ένα αυτί και του το έδωσαν στο χέρι λέγοντας: «Πάρ’ το αυτό για να το στείλεις στο Βενιζέλο».  Ομοίως, του έκοψαν και του έδωσαν και το άλλο αυτί λέγοντας: «Και αυτό πάρ ’το για να το στείλεις στον Κωνσταντίνο».

Η μαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄

Η πρώτη εκ των μαρτυριών τούτων είναι του τότε Μητροπολίτου Εφέσου, έπειτα Βεροίας, είτα Φιλίππων και τέλος Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου), ο οποίος παιδιόθεν υπήρξε πνευματικό ανάστημα, προσωπικός φίλος και στενός συνεργάτης του Αγίου Χρυσοστόμου.  Η συγκεκριμένη μαρτυρία του Εφέσου Χρυσοστόμου δημοσιεύεται από τον ίδιο, κατά το έτος 1960, όταν ήταν πια Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, στον τιμητικό τόμο, ο οποίος εκδόθηκε «Επί τω Ιωβηλαίω» αυτού.  Ο μακαριστός Χρυσόστομος Χατζησταύρου γράφει τα παρακάτω άκρως αποκαλυπτικά και διαφωτιστικά: «Προς το εσπέρας της αυτής ημέρας (27 Αυγούστου 1922), εισελθών μετά στρατού, ανέλαβε την στρατιωτικήν διοίκησην της πόλεως το ανήμερον θηρίον, ο αιμοβόρος κομπαστής δια την εν Κιούτ – Ελ – Αμάρα δήθεν νίκην του κατά των Άγγλων Πολύς Νουρεντίν.  Μένεα πνέων κατά του Μητροπολίτου διότι είχε συντελέσει ούτος προηγουμένως εις την εκ Σμύρνης απομάκρυνσιν αυτού, έστειλε δύο άμαξας εις την Μητρόπολιν, εξ ων η μία πλήρης αξιωματικών της χωροφυλακής.  Ο επί κεφαλής ανέβη εις το γραφείον του Μητροπολίτου, εύρεν αυτόν συσκεπτόμενον μετά Δημογερόντων, ανεκοίνωσε την διαταγήν του Στρατιωτικού Διοικητού, καθ’ ην έπρεπε να οδηγήση αυτόν και όσους θα εύρισκεν εν τη Μητροπόλει Δημογέροντας, ενώπιών του.  Ιδιαιτέρως εζητήθη ο δημοσιογράφος και μέγας ισχύων παρά τοις Τούρκοις Δημογέρων Ν. Τσουρουκτσόγλου, όστις κληθείς προσήλθεν εις την Μητρόπολιν.  Ενώ δε επεβιβάζοντο εις την άμαξαν ο Τσουρουκτσόγλου παρέλαβε και των εκ των Δημογερόντων Κλιμάνογλου.  Ο Μητροπολίτης παρέστη λοιπόν ενώπιον του Πιλάτου και μετ’ αυτού οι ονομασθέντες ως άνω Δημογέροντες.

Ο Νουρεντίν δεν εδέχθη τον χαιρετισμόν του Μητροπολίτου, αλλ’ επλησίασεν αυτόν, αφήρεσε το καλυμμαύχιόν του, το ετοποθέτησεν εις το Γραφείον του, και ασκεπή τον έφερεν εις τον εξώστην, κάτωθεν του οποίου πλήθη φανατικών Τούρκων εκραύγαζον, ζητούντα εκδίκησιν.  Προς τα πλήθη ταύτα, αποταθείς ο Νουρεντίν είπεν: «Εγώ δεν κρίνω. Δεν αποφασίζω.  Σεις κάλλιον εμού γνωρίζετε τον εχθρόν και προδότην του Κράτους μας.  Αποφασίσατε ό,τι εγκρίνετε, σας τον παραδίδω.

Παραδίδεται λοιπόν εις χείρας ανόμων ο πιστός του Κυρίου και του Έθνους Ιεράρχης.  Σιωπών, ως πρόβατον επί σφαγήν, δέχεται κολαφισμούς, εμπτυσμούς, δαρμούς πληγάς, σύρεται εκ της γενειάδας εις τας οδούς, και εις την τουρκικήν συνοικίαν του Τιρκιλίκ προσάγεται ως ο προκάτοχός του Ιερομάρτης Πολύκαρπος, ως εις τον τόπον του μαρτυρίου…

Ημείς, οι εν τη Μητροπόλει αναμένοντες, ουδεμίαν είχομεν γνώσιν των συμβαινόντων. Συνείχεν όμως ημάς η αγωνία, διότι εγνωρίζομεν το αιμοβόρον της διαθέσεως του ανθρωπομόρφου τέρατος Νουρεντίν.  Αργά τη νύκτα ετόλμησα να εξέλθω εκ της θύρας του κωδωνοστασίου, δια να ερωτήσω τον μόνιμον από πολλού Τουρκοκρήτα αστυφύλακα της Τραπέζης Αθηνών περί της τύχης του αοιδίμου Γέροντός μου και των Δημογερόντων.  Η απάντησίς του ήτο: «Τον ιδικόν σας τον εξηφάνισαν αισχρώς» (Σιζίν Κινί μπιτσιρμισλέρ».  Μοι προσέθηκε δε, ότι αυτός έρριψε κατά της κεφαλής του τρεις χαριστικάς βολάς, διότι ώκτειρε την ελεεινήν κατάστασίν του, εις ην ηθέλησε να δώση τέλος.  Προσέθηκεν επίσης ότι οι δύο Δημογέροντες έσχον την ευθανασίαν τους δια πυροβολισμών τελειώσεως.

Η ανωτέρω είναι η αληθής ιστορία του μαρτυρίου του αξιομακαρίστου και αειμνήστου Γέροντός μου.  «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα.  Ο δε έστιν εν ειρήνη.  Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηργετήθη.  Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν.  Εν καιρώ επισκοπής Αυτού αναλάμψει».

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Χατζησταύρου σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του αναφέρεται στην συγκλονιστική μαρτυρία κάποιου αιχμαλώτου Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος αφού δραπέτευσε, έδωσε ένορκη γραπτή κατάθεση ενώπιον της ολομέλειας της εν Ελλάδι συσταθείσης επισήμου Επιτροπής σχετικά με το μαρτυρικό τέλος και την αμφιβολία περί του ενταφιασμού του σκηνώματος του Αγίου Χρυσοστόμου.  Γράφει λοιπόν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Χατζησταύρου τα εξής: «Εν άλλω σημειώματι αναφέρω δια την καταρτισθείσαν μετά την προσφυγήν μας εις την Ελλάδα επίσημον Επιτροπήν εξακριβώσεως των τουρκικών ωμοτήτων.

Ενώπιον της ολομελείας της Επιτροπής ταύτης ενόρκως κατέθεσε, και την ένορκον ταύτην κατάθεσιν δια της απογραφής του εν επισήμω πρακτικώ εβεβαίωσε, στρατιώτης εκ Σμύρνης μετά την καταστροφήν αιχμάλωτος, περιπεσών και δραπετεύσας, ότι αγγαρεία εκτελών μετ’ άλλων αιχμαλώτων στρατιωτών ωδηγήθη εις την προ των στρατώνων του Διοικητηρίου της Σμύρνης παραλίαν και μετέφερε το εκεί ερριμένον άγιον λείψανον του Ιερομάρτυρός μας και έθαψαν αυτό εις το Στάδιον όχι του Πανιωνίου, αλλά του Απόλλωνος.  Ηρώτησα αυτόν δια τα χαρακτηριστικά του προσώπου και εύρον ταύτα σύμφωνα με την πραγματικότητα.  Εζήτησα να μάθω αν έφερε τι διακριτικόν εις το στήθος του και μοι είπεν ότι ένα μικρόν χρυσούν σταυρόν με χρυσήν άλυσιν και ότι επίτηδες αφήκαν τον σταυρόν τούτον, ίνα εν καιρώ αναγνωρισθεί το άγιον λείψανόν του.  Το τελευταίον τεκμήριον έπεισέ με, ότι έτυχε ταφής ο Ιερομάρτης ημών και το χώμα το αιματόβρεκτον της αγαπητής και περιποθήτου Σμύρνης μας καλύπτει αυτό, αναμένον την ένδοξον εκταφήν διά των χειρών των μελλόντων εκδικητών».

Δέον να υπογραμμισθεί ότι από όλες τις παρατεθείσες μαρτυρίες ή περιγραφές που αφορούν το μαρτυρικό πάθος του Αγίου Χρυσοστόμου, μόνο σε αυτή του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου γίνεται σαφής αναφορά και στον συγκεκριμένο χώρο όπου ενταφιάστηκε το μαρτυρικό σκήνωμα του Ιερομάρτυρος.

Η μαρτυρία του Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μυλωνά

Η εκ των δύο τελευταίων, δεύτερη, κατά χρονολογική σειρά, γραπτή μαρτυρία που παραθέτουμε, είναι ίσως η πλέον αυθεντική, διαφωτιστική και συγκλονιστική, η οποία σε πολλά αμφιλεγόμενα σημεία επιβεβαιώνει και εκείνη του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Χατζησταύρου.

Πρόκειται για την μαρτυρία το Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μυλωνά, ο οποίος κατά την έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών στις 14 Δεκεμβρίου 1982, επί τη συμπληρώσει 60 ετών από της Μικρασιατικής Καταστροφής, τελείωσε την ομιλία του με μια συγκλονιστική – ίσως την πλέον συγκλονιστική – περιγραφή του μαρτυρίου και της θανατώσεως του εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Χρυσοστόμου.  Σημειωτέον εν προκειμένω ότι ο Γεώργιος Μυλωνάς ήταν από τη Σμύρνη, μετείχε στην αθλητική και πνευματική ζωή της πόλεως και γνώρισε εκ του σύνεγγυς τον τότε Μητροπολίτη Χρυσόστομο, από τη πρώτη μέρα που έφθασε στη Σμύρνη έως και τις τελευταίες ώρες της μεγάλης αγωνίας και μαρτυρικής δοκιμασίας του.

Η σοβαρότητα, η εγκυρότητα και η διεθνής αναγνώριση της επιστημονικής βαρύτητος του Γεωργίου Μυλωνά αποτελούν τα ασφαλή εχέγγυα για την αξιοπιστία της προσωπικής μαρτυρίας του, η οποία αυτολεξεί έχει ως εξής: «Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.  Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης.  Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προορισμένοι για θάνατο.

Τις βραδινές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο.  Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.  «Είσαι δάσκαλος», με ρωτά.  «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ.  «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;», «Ναι», του λέγω.  «Γρήγορα μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου.  «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας.  Εμπρός με θάρρος».  Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω.  Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε.  Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος».

Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας.  Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο τον έσυραν από τα γένια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν.  Βαθιά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του.  Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.  Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του.  Ξέρεις εσύ, δάσκαλε τι έλεγε;», «Ναι, ξέρω», του απήντησα.  Έλεγε «Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».  «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει.  Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του.  Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη.  Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου.

Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δυο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα.  Αυτή είναι η ιστορία μου.  Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω.  Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή».  «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία.  «Κανείς δεν ξέρει που έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».

Και συνεχίζει ο Γεώργιος Μυλωνάς: « Από τη στιγμή που ακούσαμε την ομολογία του φύλακα, νοιώσαμε την σκιά του Δεσπότη να μας καλύπτει και να μας προστατεύει στην σκλαβιά μας, στην εξορία μας στα βάθη της Μικράς Ασίας μέχρι τον γυρισμό μας στην πατρίδα.  Όλοι – εγώ και οι σπουδαστές του Κολλεγίου γυρίσαμε ασφαλείς στην Πατρίδα χάρις στην Ευλογία Του…».

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος Α΄ (1998 – 2008) σε κάποια προ ετών επετειακή ομιλία του έγραφε σχετικά: «Και μόνο η περιγραφή αυτή αρκεί για την κατάρριψη κάποιων ενδοιασμών ή δισταγμών ως προς την αγιοποίηση του Χρυσοστόμου.  Ο Χρυσόστομος πέθανε ευλογώντας τους βασανιστές και δημίους του.  Πέθανε με θάνατο μαρτυρικό επειδή ήταν ο Μητροπολίτης, ο Χριστιανός, ο Ρωμηός, ο Έλληνας».

Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2015

Η ΕΝΔΟΞΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΠΕΡΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΧΑΡΙΤΟΣ



images (1)                                                                                               Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
                 Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός
Η Περιώνυμος Δεσποτική εορτή της ενδόξου Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ιησού Χριστού αποτελεί ιδιαίτερη αγιοπνευματική και μεταμορφωτική ευκαιρία και εμπειρία για τους «εις Χριστόν πιστεύοντας» μέσα στον εορτολογικό και λατρευτικό αμπελώνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η πανευφρόσυνη αυτή εορτή έχει βαθύτατο σωτηρολογικό, οντολογικό, δηλαδή υπαρξιακό, και εσχατολογικό περιεχόμενο για τη σύνολη ύπαρξη του ανθρώπινου προσώπου εν τη Εκκλησία και παράλληλα είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την περί του Ακτίστου Φωτός και της Ακτίστου Χάριτος διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Θεσπέσιων Θεοφόρων Πατέρων και Θεολόγων αυτής, όπως είναι ο κατεξοχήν θεοκίνητος Θεολόγος, ερμηνευτής, συγγραφεύς και κυρίως θεμελιωτής και εκφραστής της του Θαβωρίου ακτίστου φωτός διδασκαλίας Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τον οποίο προσφυέστατα ο αοίδιμος μεγάλος πανεπιστημιακός Διδάσκαλος της Ορθοδόξου Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήσου εχαρακτήρισε ως τον «Κήρυκα της Χάριτος και του Φωτός».
 Το θαυμαστό γεγονός της ενδόξου Μεταμορφώσεως του Κυρίου περιγράφεται από τους τρεις «συνοπτικούς» Ευαγγελιστές (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά) και σύμφωνα με τις αγιογραφικές αναφορές τοποθετείται κατά το τριακοστό τρίτο και τελευταίο έτος του επί γης βίου του Κυρίου και στο πλαίσιο μιας περιοδείας του στα μέρη της Καισαρείας Φιλίππου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ίδιος άρχισε να προετοιμάζει πιο άμεσα τους μαθητές του για το επικείμενο πάθος του, προκειμένου να τους επιστηρίξει πνευματικά και να τους θωρακίσει.
 Λίγες μέρες προ του σταυρικού πάθους του ο Κύριος μαζί με τους μαθητές του, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη ανέρχεται στο Θαβώριο όρος όπου «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως… ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα• ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα• αυτού ακούετε…» (Μθ 17, 1-9). Αυτή η επέκεινα της φθαρτής και πεπερασμένης φυσικής νομοτέλειας υπερβατική μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού εκφράζεται και στη συναφή θεόπνευστη υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην οποία ο Κύριος έδειξε «τοις μαθηταίς την δόξαν καθώς ηδύναντο». Εύστοχα ο πανεπιστημιακός Διδάσκαλος Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Τζέρπος γράφει: «Τα κυριώτερα δε θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφονται οι ύμνοι της εορτής είναι τα εξής: α) η αποκάλυψη του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, όπως αυτή περιγράφεται ιδιαίτερα στο εξαποστειλάριο της εορτής: «Φως αναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός αγεννήτου εν τω φανέντι φωτί σου σήμερον εν Θαβωρίω, φως είδομεν τον Πατέρα, φως και το πνεύμα, φωταγωγούν πάσαν κτίσιν», β) η ενότητα της Θείας Αποκαλύψεως στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αφού η Μεταμόρφωση του Χριστού εμφανίζεται προτυπούμενη στις Θεοφάνειες του Όρους Σινά και Χωρείβ, γ) η Μεταμόρφωση του Κυρίου ως προετοιμασία των μαθητών για το πάθος «ίνα θεωρήσαντες τα θαυμάσιά» του, «μη δειλιάσουσι τα παθήματά» του, δ) η με βάση τη χριστολογία της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου διδασκαλία περί της διαμέσου «θεολαμπούσης σαρκός του Κυρίου» φανέρωση της θείας φύσεώς του… ε) η αποκάλυψη της διαμέσου της θείας ενανθρωπήσεως δημιουργηθείσας νέας οντολογικής και σωτηριολογικής καταστάσεως, αφού με τη Μεταμόρφωσή του ο Χριστός έδειξε «το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος», το οποίο «θεασάμενοι των αποστόλων οι πρόκριτοι», «την θείαν ηλλοιώθησαν έκστασιν», και στ) η προεικόνιση της «εκ των βροτών εναλλαγής» δηλαδή, της αλλαγής την οποία θα υποστούν τα ανθρώπινα σώματα κατά τη δεύτερη ένδοξη παρουσία του Κυρίου».
 Ιστορικό της καθιερώσεως της γιορτής
 Η καθιέρωση της μεγίστης αυτής Δεσποτικής εορτής άρχισε να καθιερώνεται σταδιακά στην εορτολογική και λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μετά τον 4ο αιώνα. Ο εορτασμός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος από την Εκκλησία των Ιεροσολύμων αναφέρεται στο Τυπικό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου (634-644), το οποίο διασώζεται στο Ιεροσολυμίτικο Κανονάριο του 5ου-7ου αιώνος. Από δε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων η εορτή της Μεταμορφώσεως θα πρέπει εν συνεχεία να μεταφέρθηκε στην Αρμενική Εκκλησία, ενώ στη Βυζαντινή Εκκλησία ήταν γνωστή και καθιερωμένη εορτή ήδη από τον 8ο αιώνα. Ο εορτασμός σε σταθερή ημερομηνία στο Βυζαντινό εορτολόγιο μαρτυρείται τον 10ο αιώνα, όπως τούτο καταγράφεται στο αρχαιότερο χειρόγραφο του Συναξαρίου της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ο φ. Αγγελάτος αναφέρει ότι ιδιαίτερη αίγλη προσεδόθη στον εορτασμό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κατά την εποχή των ησυχαστικών ερίδων (1341-1431) εξαιτίας της περί των ακτίστων του Θεού ενεργειών Θεολογίας και της σχέσεώς της προς το θαύμα της θείας Μεταμορφώσεως. Η λεγόμενη «προέλευσις», δηλαδή, η λιτανεία της 6ης Αυγούστου μέχρι τον 12ο αιώνα γινόταν στο ναό της Του Θεού Σοφίας και μετέπειτα στην περικαλλή Ιερά Μονή του Παντοκράτορος.
«Εορτή της Σκηνοπηγίας, φανέρωση της δόξας του Κυρίου μας στο όρος Θαβώρ»
 Πολλοί ειδικοί μελετητές και λειτουργιολόγοι (Ιω. Φουντούλης, Γ. Φίλιας, Πρωτ. Δημήτριος Τζέρπος κ.ά) αναφέρουν ότι για την 6η Αυγούστου ως ημερομηνίας τελέσεως της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις.
 Κατά την επικρατέστερη, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Πρωτ. Δημητρίου Τζέρπου, η εορτή αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται σαράντα περίπου ημέρες πριν από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), ώστε να προτάσσεται και της εορτής αυτής, που φέρει γενικά «τα ίσα τη Μ. Παρασκευή», νηστεία ανάλογη προς αυτήν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Σύμφωνα με μία δεύτερη θεώρηση, η Εκκλησία, των Ιεροσολύμων προέβη στον καθορισμό της εορτής της Μεταμορφώσεως την 6η Αυγούστου σε αντικατάσταση της Ιουδαϊκής εορτής της Σκηνοπηγίας, η οποία εορταζόταν το θέρος κατά τη συγκομιδή των καρπών. Γι’ αυτόν τον λόγο ίσως και σε ορισμένα συριακά-ιακωβιτικά μηνολόγια η 6η Αυγούστου αναγράφεται ως εορτή με το όνομα «Εορτή της Σκηνοπηγίας» ή «Εορτή της Σκηνοπηγίας, φανέρωση της δόξας του Κυρίου μας στο όρος Θαβώρ». Πιο συγκεκριμένα ο Γ. Φίλιας σχετίζει τη γιορτή της Μεταμορφώσεως και προς την κατά την 17ην του μηνός Tammuz, η οποία προσδιορίζεται χρονικά με το μέσον του θέρους, οπότε οι Εβραίοι ετελούσαν την εορτή της Φανερώσεως της δόξας του Μωϋσέως όταν εκείνος κατέβη «φωτόμορφος» από το όρος Σινά.
 Από αιώνων έχει καθιερωθεί υπό της ορθοδόξου εκκλησίας μικρά πενθήμερος νηστεία προ της εορτής της Μεταμορφώσεως, η οποία εντάσσεται μέσα στην δεκαπενθήμερη νηστεία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που ούτως ή άλλως προϋπήρχε της εορτής της Μεταμορφώσεως. Έτσι, οι μεν πέντε πρώτες ημέρες του Αυγούστου θεωρούνται ως ημέρες νηστείας της εορτής της Μεταμορφώσεως, ενώ οι υπόλοιπες ημέρες ως νηστεία της εορτής της Θεοτόκου.
 Στο δε μνημειώδες έργο των Ράλλη Γ.-Ποτλή Μ., υπό τον τίτλο: «Σύνταγμα Ιερών Κανόνων», αναφέρεται ότι για να διατηρηθεί η συνοχή της παλαιάς δεκαπενθημέρου νηστείας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Αυτοκράτωρ Λέων ο Σοφός κατήργησε την κρεοφαγία κατά την εορτή της Μεταμορφώσεως και καθιέρωσε η εορτή αυτή να τιμάται με ιχθυοφαγία.
 Το έθος της ευλογίας των σταφυλιών
 Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι κατά την ημέρα της Μεταμορφώσεως έχει από αιώνων καθιερωθεί το έθος της ευλογίας των σταφυλιών και η διανομή τους προς ευλογία για τους πιστούς, οι οποίοι δεν γεύονται των καρπών αυτών πριν η Εκκλησία ευλογήσει «τα γεννήματα της αμπέλου». Γι’ αυτό και οι σχετικές ευχές «επί προσφερόντων απαρχάς» ή «επί προσφερόντων καρπούς νέους» αναγιγνώσκονται ως έκφραση ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τον παντός αγαθού δομήτορα Θεό «τω οικονομούντι τα προς ζωάρκειαν και θεραπείαν ημών».
 Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι μεθεκτές για τον πεπερασμένο κτιστό άνθρωπο
 Η θεολογία περί της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού και του Θαβωρίου φωτός είναι άμεσα συνδεδεμένη με την περί ακτίστου ενεργείας και ακτίστου χάριτος του Θεού διδασκαλία, όπως αυτή μοναδικά και όντως θεόπνευστα διετυπώθη και εκηρύχθη υπό του θεοφόρου μεγίστου Θεολόγου Πατρός Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της βασικής οντολογικής διακρίσεως μεταξύ της ακτίστου ουσίας του Θεού που είναι αμέθεκτη και της ακτίστου ενεργείας Αυτού που είναι μεθεκτή και αποτελεί τη μεταμορφωτική δύναμη, η οποία καθιστά τον άνθρωπο «φωτοφόρο», «πνευματοφόρο», «θεοφόρο», «φωτόμορφο» και «σύμμορφον Χριστώ» κατά την προς «εν Χριστώ τελείωση» και «θέωσή» του.
 Ο Μεταμορφωμένος εν Θαβωρίω όρει Χριστός προβάλλει ενώπιον του ανθρώπου «κάλλει ωραίος», φωτόμορφος και φωτοφόρος, ως μόνη πηγή του ακτίστου φωτός, ως «αυτόφως» άκτιστο και επέκεινα της φθαρτής και πεπερασμένης φυσικής νομοτέλειας υπάρχον. Ο ενδόξως και υπερβατικώς μεταμορφωθείς Χριστός αποκαλύπτει την άκτιστη ενέργειά του ως έλαμψη και φωτογονία και φωτοχυσία φωτός όχι χοϊκού και γήινου και αισθητού, αλλά ως άληκτου, ανέσπερου, υπεραισθητού, υπερουράνιου, υπεργήινου, απρόσιτου και άκτιστου φωτός αυτόφωτη αυτοπηγή και αυτοζωή, που μεταμορφώνει και τον χοϊκό άνθρωπο σε «τέκνον φωτός», φωτόμορφο και φωτοφόρο, καθώς του παρέχεται η οντολογική και υπαρξιακή δυνατότητα να «κοινωνεί και να μετέχει» του Θείου φωτός και του εκ Θεού μεταμορφωτικού φωτισμού. Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι μεθεκτές για τον πεπερασμένο κτιστό άνθρωπο, ο οποίος γενόμενος «κοινωνός και μέτοχος» του ακτίστου Θεϊκού φωτός γίνεται ψυχοσωματικώς «όλος φως Χριστού», επειδή από του Κυρίου, που είναι «φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», μεταμορφώνεται «εις Χριστόν» και υπερβαίνει οντολογικά και υπαρξιακά τη φθαρτότητα της κτιστής φύσεώς του.
Η Εκκλησία στο φωτοφόρο πρόσωπο της αυτοζωής και του αυτόφωτος που είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός ψάλλει αδιαλείπτως: «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον» και απαύστως ανά τους αιώνες δέεται: «Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον».
 Ο μεταμορφωμένος «ακτίστω φωτί» Χριστός διαβεβαιώνει αψεύδως: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής». Η δε διαβεβαίωσή του συνιστά και μόνιμη ανοικτή πρόσκληση στον άνθρωπο που περιδιαβαίνει τα «σκοτάδια της ζωής» να γνωρίσει το φως το αληθινόν, να βαπτισθεί μέσα στο άκτιστο φως του Θεού για να μεταμορφωθεί σε φως Χριστού.
 Το άκτιστο φως δεν είναι αντικείμενο που μπορεί να καταληφθεί αισθητώς
 Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κατά τη διάρκεια της νοεράς προσευχής ο άνθρωπος, χωρίς να απωλέσει τις συνήθεις πνευματικές-νοητικές λειτουργίες του, έρχεται ενώπιον του Θεού. Υφαρπάζεται από αφθονία φωτός, από το άκτιστο φως της θείας δόξας που εκπέμπεται αιωνίως από την Αγία Τριάδα. Το Φως του Όρους Θαβώρ που είδαν οι μαθητές στη Μεταμόρφωση, το φως που βλέπουν ανά τους αιώνες οι ησυχαστές και η υπόσταση των αγαθών της μελλούσης ζωής είναι τρεις φάσεις του ίδιου πνευματικού γεγονότος σε μία άχρονη πραγματικότητα.
 Το άκτιστο φως δεν είναι αντικείμενο που μπορεί να καταληφθεί αισθητώς. Υπερβαίνει και την αίσθηση και τη νόηση. Αλλά παρ’ όλα αυτά, τόσο το σώμα όσο και η ψυχή μετέχουν της Θέας του υποστάσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ακολουθώντας τη διδασκαλία του Διαδόχου της φωτικής, όπως γράφει ο μεγάλος πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου, διατυπώνει την άποψη ότι ο νους κατά την ανύψωσή του αποκτά νέα πνευματική αίσθηση, η οποία είναι το ίδιο το φως. Ο νους, όταν υφαρπάζεται από το φως και εισέρχεται στο φως, γίνεται ο ίδιος φως. Επομένως στην πραγματικότητα το φως είναι εκείνο που βλέπει το φως. Έτσι, ο χοϊκός άνθρωπος υπερβαίνει το στάδιο της «εκστάσεως», της αφαιρέσεως δηλαδή από τα εγκόσμια, και φτάνει στο στάδιο της ενώσεως με τον Θεό και της θεώσεως. Στη νέα αυτή οντολογική κατάσταση υπάρχει αρχή και πρόοδος αλλ’ όχι τέλος. Η «εν Χριστώ πρόοδος» είναι ατελεύτητη καθώς ο μεταμορφωμένος άνθρωπος βαίνει «από δόξης εις δόξαν» βιώνοντας τις συνεχείς «αποκαλύψεις» της ακτίστου και φωτοφόρου μεταμορφωτικής χάριτος του Θεού.
«Η άκτιστη χάρη δεν προσφέρεται κατά μαγικό τρόπο»
 Πολύ εύστοχα ο καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης στο μνημειώδες έργο του: «Παλαμικά» γράφει χαρακτηριστικά: «Η άκτιστη χάρη δεν προσφέρεται κατά μαγικό τρόπο προς ενίσχυσιν των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου ή των πνευματικών ικανοτήτων αυτού. Μία τοιαύτη χάρις θα ήτο κτιστή, διότι απλούστατα δεν θα απετέλει προσωπικήν σχέσιν, αλλ’ αντικειμενικήν προσφοράν. Άκτιστος χάρις είναι το φως του Θεού. Είναι η έλευσις και η παραμονή αυτού εντός του πιστού… Άκτιστος χάρις είναι η δόξα της Μεταμορφώσεως, η πνοή της Πεντηκοστής. Η οποία αναγεννά τον άνθρωπος… Άκτιστος χάρις είναι η ζωή του Χριστού εντός του πιστού και η ζωή του πιστού εντός του Χριστού».
 Και ενώ το άκτιστο φως ως έκφανση της ακτίστου ενέργειας και χάριτος του Τριαδικού Θεού είναι απρόσιτο και υπεραισθητό για τον άνθρωπο, εντούτοις δεχόμενος ο χοϊκός άνθρωπος τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος καθίσταται «κοινωνός, μέτοχος και θεωρός υπερφυών θεαμάτων». Τότε ψυχοσωματικά μεταμορφώνεται ο άνθρωπος σε φωτοφόρο και φωτόμορφο δοχείο της ακτίστου χάριτος του Θεού. Όπως λοιπόν ο Χριστός έλαμψε στο όρος Θαβώρ δια της ακτίστου δόξας της θεότητός του, έτσι και οι δίκαιοι μετέχοντες της ακτίστου χάριτος θα λάμψουν όπως ο μεταμορφωθείς Χριστός στη Βασιλεία του Θεού. Η δόξα και Βασιλεία του Χριστού και των πιστών είναι κοινή. Αλλά ο μεν Χριστός, ως Θεός θα είναι η φυσική πηγή, οι δε άγιοι ως κτίσματα οι κατά χάριν μέτοχοι.
 «Το γεγονός της μεταμορφώσεως του Χριστού αποτελεί τον αρραβώνα της “πρόσωπον προς πρόσωπον” θεωρίας του Θεού από τους ανθρώπους κατά τον μέλλοντα αιώνα»
 Στο πλαίσιο της παλαμικής θεολογίας περί του ακτίστου φωτός, ο Γεώργιος Μαντζαρίδης επισημαίνει ότι: «το γεγονός της μεταμορφώσεως του Χριστού αποτελεί τον αρραβώνα της “πρόσωπον προς πρόσωπον” θεωρίας του Θεού από τους ανθρώπους κατά τον μέλλοντα αιώνα. Αυτή η θεωρία καθίσταται δυνατή διότι και ο Θεός ως πρόσωπο ενεργεί προσωπικώς. Το άκτιστο φως, το οποίο εξέστραψε εκ του Χριστού κατά τη μεταμόρφωση, δεν απετέλεσε αόριστη ή απρόσωπη δύναμη, αλλά συγκεκριμένη προσωπική ενέργεια του ενσαρκωθέντος θεού Λόγου, του Ιησού Χριστού.
Το φως του Θαβώρ βλέπουν και οι ησυχαστές κατά τις μυστικές τους εμπειρίες, αυτό πρόκειται να ιδούν και όλοι οι άγιοι κατά τον μέλλοντα αιώνα».
 Τελικώς, η ένδοξη μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού αποτελεί το «κάτοπτρο» στο οποίο αντικατοπτρίζεται η οντολογική μεταμόρφωση και όλων των χοϊκών ανθρώπων, οι οποίοι είναι «δεκτικοί» της ακτίστου χάριτος και ενεργείας του Θεού, καθώς βιώνουν ψυχοσωματικά την «άνοδο και κλίμακα» της αγιοπνευματικής «εκστάσεως» και «καθάρσεως» μέχρι την κατά χάρη θέωσή τους μέσα στον «άκτιστο λουτήρα του ακτίστου φωτός».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...