Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Μ. Φουντούλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Μ. Φουντούλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Δεκεμβρίου 29, 2018

Νέον Ἔτος


Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ
 Τήν 1η Ἰανουαρίου ἑώρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τήν Περιτομή τοῦ Χριστοῦ καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Τό διπλό αὐτό ἑορτολογικό περιεχόμενο ἔχει μία λαμπρά ἐκπροσώπησι στήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. Καί δικαίως, γιατί ἡ μέν περιτομή καί ὀνοματοδοσία τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεως Του ἀποτελεῖ, τήν βεβαίωσι τῆς σαρκώσεως καί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ τῆς τελείας ἀνθρωπίνης μορφῆς ἀναλλοιώτως καί τῆς εἰσόδου Του στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ ἀληθινά μέγας ἱεράρχης, πού μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τά σοφά του συγγράμματα καί τήν ἔξοχο δρᾶσι του ἀνεδείχθη Πατήρ καί φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐφάμιλλο τοῦ ὁποίου δέν ἐγνώρισε ἴσως ἄλλον ὁ χριστιανικός κόσμος. Καί ἡ δεσποτική ἑορτή τῆς Περιτομῆς καί ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περιττό καί νά εἰποῦμε, ὅτι δέν ἔχουν καμμία σχέσι πρός τήν ἔναρξι τοῦ ἔτους, τήν πρωτοχρονιά.
 Ἡ περιτομή ἐτέθη τήν 1η Ἰανουαρίου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γιατί κατά τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 συνέβη ὁ θάνατος, ἡ κοίμησις ἐπί τό χριστιανικώτερον, τοῦ ἁγίου Πατρός. Ἡ σύνδεσις τοῦ δευτέρου πρός τήν πρωτοχρονιά, τά δῶρα, τά γλυκίσματα κλπ., ἔχει καθαρῶς λαογραφικό χαρακτῆρα.
 Ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως φαίνεται σάν νά ἀγνοῇ τήν ἀλλαγή τοῦ ἔτους, τίς πανηγύρεις καί τίς ἐκδηλώσεις πού τήν συνοδεύουν, καί νά ζῇ σ᾿ ἕνα ἄλλο δικό της κόσμο, πού δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀλλοίωσι τῶν φθαρτῶν καί ρεόντων χρονικῶν συστημάτων τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ κόσμου. Ὁμολογουμένως αὐτό δέν θά ἦταν ἀσύμφωνο πρός τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας μας. Γιά τόν ἄναρχο, αἰώνιο καί ἀτελεύτητο Θεό ἡμέρες, μῆνες καί ἔτη δέν ὑπάρχουν. Χίλια ἔτη γιά Ἐκεῖνον εἶναι σάν τήν χθεσινή ἡμέρα πού πέρασε καί σάν ἕνα τρίωρο νυκτερινῆς φρουρᾶς, κατά τόν ψαλμῳδό (Ψαλμ. 89, 4). Ἤ, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β´ Πετρ. 3, 8).
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν προσήλωσι καί τήν δουλική προσκόλλησι στά «ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα» τῶν κοσμικῶν ὑπολογισμῶν καταδικάζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Γαλάτας: «Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καί μῆνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς! Φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς» (Γαλάτ. 4, 10). Χωρίς ὅμως ἡ Ἐκκλησία νά ἀρνηθῇ τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας της καί χωρίς νά δουλωθῇ στούς καιρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἦταν ἑπόμενο καί νά μή μπορῇ νά παραβλέψῃ τήν διάκρισι καιρῶν καί ἐνιαυτῶν. Δέν εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός, ἀλλά καί ἀνθρώπινος. Δέν εἶναι μόνο ὑπερκόσμιος, ἀλλά καί ἐγκόσμιος.
 Τέλειος τύπος συγκερασμοῦ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων τῆς ἐδόθη ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὅπως Ἐκεῖνος ἦτο «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος», «ὁμοούσιος τῷ Πατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα», ὅπως αἱ δύο φύσεις ἡνώθησαν στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἁρμονικά καί ἀχώριστα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ Ἐκκλησία, κατά τό πρότυπο τῆς κεφαλῆς της, διεμορφώθη σέ θεανθρώπινο ὀργανισμό. Καί ἡ λατρεία της ἀκριβῶς συνεκέρασε τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο ἀτρέπτως καί ἀχωρίστως. Ὅπως δέ ἀκριβῶς ἡ θεία φύσις στόν Χριστό προσέλαβε καί ἐθέωσε καί τήν ἀνθρωπίνη, ἔτσι καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας προσέλαβε καί ἐξαγίασε τά σχήματα τοῦ κόσμου τούτου. Τά ἐξεχριστιάνισε, τά ἐθέωσε. Δέν τά ἀπέρριψε οὔτε τά συνέτριψε, ὅπως καί ὁ Χριστός δέν ἀπέρριψε οὔτε κατέκαυσε μέ τό πῦρ τῆς Θεότητος τό ὀστράκινο σκεῦος τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός πού περιεβλήθη. Τήν ἐφαρμογή τῶν ἀνωτέρω εὑρίσκομε καί στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἀκούσθηκε στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί συνεκροτήθη ἡ Ἐκκλησία, δέν ἐφρόντισε νά ἐφεύρῃ κανένα νέο ἡμερολόγιο, οὔτε νά ἐπινοήσῃ νέες ὑπερκόσμιες χρονικές ὑποδιαιρέσεις.
 Στά μέρη ὅπου διεδόθη βρῆκε πολλά συστήματα καταμετρήσεως τοῦ χρόνου, διάφορα ἡμερολόγια. Τά υἱοθέτησε καί τά ἐξεχριστιάνισε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἴδαμε στήν ἀναδρομή πού ἐκάμαμε κατά καιρούς στό λειτουργικό ἔτος. Τίς ἱερές ἡμέρες τῶν ἡμερολογίων τῶν Ἑβραίων ἤ εἰδωλολατρῶν δέν τίς κατήργησε· τίς ἐβάπτισε εἰς Χριστόν καί τίς ἐνέδυσε τόν Χριστόν, ὅπως καί τούς Ἑβραίους καί τούς εἰδωλολάτρας. Ἡ 14η τοῦ Νισάν, τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, ἡ ἀνάμνησις τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἔγινε Πάσχα Κυρίου, διάβασις τοῦ Χριστοῦ καί ὅλων ἡμῶν μαζί Του ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ἡ ἑορτή τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου καί τοῦ θερισμοῦ, ἡ Πεντηκοστή, ἔγινε ἑορτή τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ἐνάρξεως τοῦ πνευματικοῦ θερισμοῦ. Τό Σάββατο, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς καταπαύσεως τῶν ἔργων, ἔγινε Κυριακή, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς ἀναστάσεως.
Ἡ 25η Δεκεμβρίου, ἡ εἰδωλολατρική ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου, ἔγινε ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, κ.ο.κ. Καί ἡ πρώτη τοῦ ἔτους; Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι περισσότερο πολύπλοκα, γι᾿ αὐτό καί ἡ ἱστορία τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς πρωτοχρονιᾶς εἶναι μακρά καί ἀνώμαλος. Ἴσως ὅμως γι᾿ αὐτό ἔχει καί περισσότερο ἐνδιαφέρον. Δέν θά παρακολουθήσωμε ὅλον αὐτόν τόν λαβύρινθο. Καί μόνο μιά ματιά στό πλῆθος καί στήν ποικιλία τῶν ἡμερολογίων, πού βρῆκε ὁ Χριστιανισμός κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς ζωῆς του, εἶναι ἱκανή νά μᾶς δημιουργήσῃ τήν ἐντύπωσι βιβλικῆς Βαβέλ.
Σχεδόν κάθε πόλις καί περιοχή εἶχε τό ἰδικό της ἡμερολόγιο, πού πολλές φορές καί αὐτό διεκρίνετο σέ παλαιό καί σέ νέο. Αὐτό κυρίως ὠφείλετο στήν ἔλλειψι σταθεροῦ κριτηρίου γιά τήν μέτρησι τοῦ χρόνου, φυσικά καί στήν διάσπασι τῶν λαῶν τῆς γῆς. Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί τά φυσικά φαινόμενα ἔδιδαν σέ ὅλους τούς λαούς τά μέτρα τῆς διαιρέσεως τοῦ χρόνου. Τό γράφει καί ἡ Γένεσις: «Καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέσον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός· καί ἔστωσαν εἰς σημεῖα καί εἰς καιρούς καί εἰς ἡμέρας καί εἰς ἐνιαυτούς» (Γενέσ. 1, 14).
Ἀλλ᾿ ἀπό τοῦ σημείου αὐτοῦ μέχρι τοῦ νά ὑπάρξῃ κοινός τρόπος καταμετρήσεως τοῦ χρόνου ἡ ἀπόστασις εἶναι μεγάλη. Τό ἡλιακό καί τό σεληνιακό ἔτος, ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καί τῶν φάσεων τῆς σελήνης, δέν μᾶς δίδουν τό ἴδιο μέτρο. Οὔτε ἦταν εὔκολος, ἰδίως μέ τίς ἀστρονομικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς, ὁ ὑπολογισμός μέ ἀπόλυτο ἀκρίβεια τῆς διαρκείας τῶν περιόδων αὐτῶν. Ἄς προστεθῇ σ᾿ αὐτά καί ἡ παράλογος πολλές φορές, ἰδίως σέ τέτοιου εἴδους θέματα, συντηρητικότης τῶν ἀνθρώπων, πού προτιμοῦν νά μένουν προσκεκολλημένοι σέ μία παλαιά, ἀποδεδειγμένως ἐσφαλμένη, μορφή, ἀπό φόβο πρός τό νέο καί τό ἄγνωστο.
Εἰδικώτερα γιά τήν ἐκλογή τῆς ἡμέρας τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἔτους τό κριτήριο ἦταν ἀκόμη περισσότερο ἀσταθές, ἀνάλογα μέ τίς προϋποθέσεις πού ἐπικρατοῦσαν. Ἄν δηλαδή θά ἐλαμβάνετο ὡς ἀρχή τό ἡλιοστάσιο καί ποῖο ἀπό τά δύο, τό θερινό ἤ τό χειμερινό, ἄν ἡ ἰσημερία καί ποία ἀπό τίς δύο, ἡ ἐαρινή ἤ ἡ φθινοπωρινή, ἄν οἱ ἐποχές τοῦ ἔτους καί ποιά ἀπό τίς τέσσαρες, ἄν καμμία θρησκευτική ἑορτή ἤ κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός. Ὅλοι αὐτοί οἱ σταθμοί χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀφετηρία τοῦ ἔτους στά ἐπί μέρους τοπικά ἡμερολόγια.
 Πολλές φορές ἔχομε στό ἴδιο ἡμερολόγιο διάφορες πρωτοχρονιές, παλαιά καί νεωτέρα, θρησκευτική καί πολιτική κλπ. Ἔτσι στήν Ρώμη κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ Πομπηλίου ἀρχή τοῦ ἔτους ἦταν ἡ 1η Μαρτίου, τοῦ πρώτου μηνός τῆς ἀνοίξεως. Ἀπό αὐτό τό ἡμερολόγιο διατηροῦνται ἀκόμη τά ὀνόματα τοῦ ἑβδόμου, ὀγδόου, ἐνάτου καί δεκάτου μηνός (Σεπτέμβριος, Ὀκτώβριος, Νοέμβριος καί Δεκέμβριος), καίτοι κατά τό νεώτερο ἡμερολόγιο ἡ ἀρίθμησίς των εἶναι διαφορετική.
Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ μετερρύθμισε τό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ τό ἔτος 45 π.Χ (Ἰουλιανόν ἡμερολόγιον) καί πρώτη τοῦ ἔτους καθωρίσθη ἡ 1η Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἑωρτάζετο ἀπό τούς ἐθνικούς μέ μεγάλη ἐπισημότητα, θυσίες, μεταμφιέσεις, τυχηρά παιγνίδια, μέθες καί ὄργια. Μερικά ἀπό τά ἔθιμα αὐτά ἐπεβίωσαν στίς χριστιανικές κοινωνίες, παρά τήν ἀντίδρασι τῶν Πατέρων καί τίς ἀπαγορεύεις τῶν Συνόδων.
Ἡ 1η Ἰανουαρίου πάντως παρέμεινε ὡς πρώτη τοῦ ἔτους στήν Δύσι καί μετά τήν πλήρη ἐπικράτησι τοῦ χριστιανισμοῦ, ἄν καί σέ ὡρισμένα μέρη της ὡς πρώτη τοῦ ἔτους ἐθεωρεῖτο ἡ 1η Μαρτίου, ἡ παλαιά πρωτοχρονιά, τά Χριστούγεννα, ὁ Εὐαγγελισμός ἤ τό Πάσχα. Στήν Ἀνατολή ὑπῆρχαν περισσότερα ἡμερολόγια καί περισσότερες πρωτοχρονιές. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς πρῶτο μῆνα θεωροῦσαν τόν σεληνιακό μῆνα Νισάν, τόν πρῶτο τῆς ἀνοίξεως, κατά τήν πανσέληνο τοῦ ὁποίου (14 Νισάν) ἑώρταζαν τό Πάσχα. Ἀργότερα ὡς πρῶτο μῆνα ὥρισαν τόν Τισρί, τόν πρῶτο σεληνιακό μῆνα τοῦ φθνοπώρου. Ἐπί μακρό πάντως χρονικό διάστημα συνυπῆρχαν οἱ δύο πρωτοχρονιές, ἡ 1η τοῦ Νισάν καί ἡ 1η τοῦ Τισρί.
Τά περισσότερα τοπικά προχριστιανικά ἡμερολόγια τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἐφέσου, τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου, τῆς Βιθυνίας καί τῆς Ἡλιουπόλεως τῆς Συρίας εἶχαν ὡς πρωτοχρονιά τήν ἡμέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας, τήν 24η Σεπτεμβρίου, ἤ τήν πλησιεστέρα πρός αὐτήν ἀρχή νέου μηνός, δηλαδή τήν 1η Ὀκτωβρίου, ὅπως τά ἡμερολόγια τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Σελευκείας τῆς Συρίας.
 Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ἐν τῷ μεταξύ ἔγινε ἡ ἐθνική ἑορτή τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, γιατί ἦταν ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου. Στήν 23η λοιπόν τοῦ Σεπτεμβρίου μετετέθη ἀπό τήν 24η ἡ πρώτη τοῦ ἔτους. Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ὡρίσθη τό 312 μ. Χ. ὡς ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου ἤ τῆς Ἰνδικτιῶνος, δηλαδή τῆς περιόδου τοῦ περί φόρου ρωμαϊκοῦ διατάγματος, πού ἴσχυε γιά 155 ἔτη. Ἴνδικτος βραδύτερον κατήντησε νά σημαίνῃ καί τήν περίοδο ἑνός ἔτους, ἀρχή δέ τῆς Ἰνδίκτου τήν πρωτοχρονιά. Αὐτήν τήν πρωτοχρονιά τῆς 23ης Σεπτεμβρίου ἐδέχθη κατά πρῶτον καί ἐξεχριστιάνισε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς. Σ᾿ αὐτήν ἐτέθη τό πρῶτο γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, ἡ σύλληψις τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπό αὐτήν ἤ τήν μετά ἀπό αὐτήν Δευτέρα ἤρχιζε ἡ κατά συνέχειαν ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τό Κατά Λουκᾶ Εὐαγγέλιο, πού ἐκτός ἀπό τήν σύλληψι τοῦ Βαπτιστοῦ μᾶς ἀφηγεῖται καί ἄλλα γεγονότα τῆς ἀρχῆς τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού δέν μᾶς διέσωσαν οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, ὅπως τόν εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τήν ἐπίσκεψι στήν Ἐλισάβετ καί τήν γέννησι τοῦ Προδρόμου. Τό ἔτος 462 μ.Χ. μετετέθη ἡ πρώτη τοῦ ἔτους στήν 1η Σεπτεμβρίου γιά πρακτικούς λόγους καί γιά νά συμπίπτῃ πρώτη τοῦ ἔτους καί πρώτη τοῦ μηνός.
 Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν εἰς τό ἑξῆς ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ἡ πρωτοχρονιά, καθ᾿ ὅλη τήν βυζαντινή περίοδο. Καί αὐτή καθηγιάσθη ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, πού περιέχεται σήμερα στά λειτουργικά μας βιβλία, ἀναφέρεται κατά μέγα μέρος στήν πρώτη τοῦ ἔτους. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς λειτουργίας ἐλήφθη πάλι ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, πού περιγράφει τήν πρώτη δημοσία ἐμφάνισι τοῦ Κυρίου στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ καί τό πρῶτό Του κήρυγμα γιά τόν «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4, 16 ἐξ.).
Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ι´ αἰῶνος προβλέπει λιτανεία «εἰς τόν φόρον» καί τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος λιτανεία ἀνά τήν πόλιν καί ἁγιασμό ὑδάτων. Τό τελευταῖο αὐτό μᾶς διασώζει καί τίς αἰτήσεις τῆς ἐκτενοῦς, πού ἐλέγοντο ἀπό τόν ἀρχιερέα εἰς τό τέλος τῆς λιτανείας: «Ὑπέρ τῆς οἰκουμενικῆς καταστάσεως καί εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…». «Ὑπέρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ψυχῶν ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ συντριβῆναι τόν Σατανᾶν ὑπό τούς πόδας ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ ἄσειστον καί ἄφλεκτον καί ἀναίμακτον διαφυλαχθῆναι τήν πόλιν ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν…».
Ὅταν κατά τούς νεωτέρους χρόνους ἡ ρωμαϊκή πρωτοχρονιά τῆς 1ης Ἰανουαρίου ἦλθε καί στήν Ἀνατολή, ἡ Ἐκκλησία γιά διαφόρους λόγους δέν εἶχε πιά τήν δύναμι νά τήν ἀφομοίωσῃ καί νά τήν ἐκχριστιανίσῃ. Ἔμεινε προσκεκολλημένη στήν μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, τήν 1η Σεπτεμβρίου, σέ μία ἡμέρα πού δέν ἦταν πιά πρωτοχρονιά. Κατά τήν 1η Ἰανουαρίου ἀκούονται σήμερα στούς ναούς μας λόγοι γιά τήν πρώτη τοῦ ἔτους κατά τό κήρυγμα – καί αὐτό εἶναι μέρος τῆς θείας λατρείας – καί στό τέλος τῆς λειτουργίας γίνεται μία δοξολογία ἀνάμικτη μέ δέησι γιά τήν εὐλογία τοῦ νέου χρόνου, πού ἔχει εἰσαχθῆ κάπως ἐμβαλωματικά στό κατά τά ἄλλα ἄσχετο πρός τήν πρώτη τοῦ ἔτους λειτουργικό περιεχόμενο τῆς ἡμέρας.
 Ἕνα ἀπαραμίλλου ὅμως κάλλους ὑμνογραφικό ὑλικό μένει ἀνεκμετάλλευτο, καταχωσμένο κάτω ἀπό τά ἐρείπια τῆς παλαιᾶς πρωτοχρονιᾶς, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου. Ἀπό αὐτό θά ἀνασύρωμε μερικά ἐκλεκτά τροπάρια: Τό ἰδιόμελο τοῦ πλ. β´ ἤχου, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Βυζαντίου, πού ψάλλεται στό «Καί νῦν» τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ· «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος…». Τό πρῶτο κάθισμα τοῦ πλ. δ´ ἤχου, προσόμοιον τοῦ «Τήν Σοφίαν καί Λόγον»· «Ὁ καιρούς καρποφόρους…».
Τό πρῶτο ἐξαποστειλάριο «Θεέ θεῶν καί Κύριε…». Καί τέλος τό δεύτερο στιχηρό τῶν αἴνων, ἰδιόμελο τοῦ δ´ ἤχου, ποίῃμα Ἰωάννου μοναχοῦ· «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός…». Καί τά τέσσαρα αὐτά τροπάρια, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἶναι γεμᾶτα ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό, τόν δημιουργό καί προνοητή τοῦ παντός· στά χέρια Του ἀφήνουν τούς πόθους καί τούς φόβους τοῦ λαοῦ Του· ζητοῦν νά χαρίσῃ ὁ Θεός στόν κόσμο Του τήν εἰρήνη, νά κατευθύνῃ τά ἔργα τῶν χειρῶν τῶν δούλων Του, νά δώσῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εὐκαιρίες δοξολογίας τοῦ ὀνόματός Του καί νά εὐλογήσῃ «τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός» Του. Τί ἄλλα καλλίτερα καί πληρέστερα αἰτήματα θά μποροῦσε νά ἀπευθύνῃ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό κατά τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἔτους;
«Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος, ἄναρχε Λόγε καί Υἱέ, ὁ πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων συμπαντουργός καί συνδημιουργός, τόν στέφανον τοῦ ἑνιαυτοῦ εὐλόγησον, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τῶν ὀρθοδόξων τά πλήθη, πρεσβείας τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων σου».
 «Ὁ καιρούς καρποφόρους καί ὑετούς οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπί γῆς καί νῦν προσδεχόμενος τάς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπό πάσης λύτρωσαι ἀνάγκης τήν πόλιν σου· οἱ οἰκτιρμοί καί γάρ σου εἰς πάντα τά ἔργα σου. Ὅθεν τάς εἰσόδους εὐλογῶν καί ἐξόδους, τά ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν καί πταισμάτων τήν ἄφεσιν δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός· σύ γάρ ἐξ οὐκ ὄντων τά σύμπαντα, εἰς τό εἶναι παρήγαγες».
«Θεέ θεῶν καί Κύριε, τρισυπόστατε φύσις, ἀπρόσιτε, ἀΐδιε, ἄκτιστε καί τῶν ὅλων δημιουργέ, παντοκράτορ, σοί προσπίπτομεν πάντες καί σέ καθικετεύομεν· Τό παρόν ἔτος τοῦτο, ὡς ἀγαθός, εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ τούς βασιλεῖς καί ἅπαντα τόν λαόν σου, οἰκτίρμον».
 «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων καί ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ· πάντα γάρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, καιρούς ἡμῖν καί χρόνους προθέμενος· διό εὐχαριστοῦντες κατά πάντα καί διά πάντα βοῶμεν· Εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου καί καταξίωσον ἡμᾶς ἀκατακρίτως βοᾶν σοι· Κύριε, δόξα σοι».
 Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

H ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων

Ἰωάννη Φουντούλη
Mποροῦμε νά ὀνομάσουμε χωρίς ὑπερβολή τή Λειτουργία αὐτή, μαζί μέ τά λειτουργικά χειρόγραφα, «Λειτουργία τῆς Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς», γιατί πραγματικά ἀποτελεῖ τήν πιό χαρακτηριστική ἀκολουθία τῆς ἱερᾶς αὐτῆς περιόδου. Εἶναι δυστυχῶς ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἀπό τούς χριστιανούς ἀγνοοῦν τελείως τήν ὕπαρξί της, ἤ τήν ξεύρουν μόνο ἀπό τό ὄνομα, ἤ καί ἐλάχιστες φορές τήν ἔχουν παρακολουθήσει. Δέν πρόκειται νά τούς μεμφθοῦμε γι᾿ αὐτό.
Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων τελεῖται σήμερα στούς ναούς μας τό πρωί τῶν καθημερινῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡμερῶν δηλαδή ἐργασίμων, καί γι᾿ αὐτό λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν δεσμεύονται κατά τίς ὧρες αὐτές ἀπό τά ἐπαγγέλματα ἤ τήν ὑπηρεσία των. Τά τελευταῖα χρόνια γίνεται μιά πολύ ἐπαινετή προσπάθεια ἀξιοποιήσεώς της. Σέ πολλούς ναούς τελεῖται κάθε Τετάρτη ἀπόγευμα, σέ ὧρες πού πολλοί, ἄν ὄχι ὅλοι οἱ πιστοί, ἔχουν τή δυνατότητα νά παρευρεθοῦν στήν τέλεσί της.
Τό ὄνομά της ἡ Λειτουργία αὐτή τό πῆρε ἀπό τήν ἴδια τή φύση της. Εἶναι στήν κυριολεξία Λειτουργία «προηγιασμένων δώρων». Δέν εἶναι δηλαδή λειτουργία ὅπως οἱ ἄλλες γνωστές λειτουργίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στίς ὁποῖες ἔχομε προσφορά καί καθαγιασμό Τιμίων Δώρων. Τά Δῶρα εἶναι καθαγιασμένα, προηγιασμένα, ἀπό ἄλλη Λειτουργία, πού ἐτελέσθη σέ ἄλλη ἡμέρα. Τά προηγιασμένα δῶρα προτίθενται κατά τήν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων γιά νά κοινωνήσουν ἀπ᾿ αὐτά καί νά ἁγιασθοῦν οἱ πιστοί. Μέ ἄλλα λόγια ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων εἶναι μετάληψις, κοινωνία.
Γιά νά κατανοήσουμε τήν γενεσιουργό αἰτία τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων πρέπει νά ἀνατρέξωμε στήν ἱστορία της. Οἱ ρίζες της βρίσκονται στήν ἀρχαιοτάτη πράξη τῆς ‘Εκκλησίας μας. Σήμερα ἔχομε τή συνήθεια νά κοινωνοῦμε κατά ἀραιά χρονικά διαστήματα. Στούς πρώτους ὅμως αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς ‘Εκκλησίας οἱ πιστοί κοινωνοῦσαν σέ κάθε Λειτουργία, καί μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν ὑποπέσει σέ διάφορα σοβαρά ἁμαρτήματα ἀπεκλείοντο γιά ἕνα ὡρισμένο χρονικό διάστημα ἀπό τήν μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Κοινωνοῦσαν δηλαδή οἱ πιστοί ἀπαραιτήτως κάθε Κυριακή καί κάθε Σάββατο καί ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ὅσες φορές ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία, τακτικῶς ἤ ἐκτάκτως στίς ἑορτές πού ἐτύχαινε νά συμπέσουν ἐντός τῆς ἑβδομάδος. Ὁ Μέγας Βασίλειος μαρτυρεῖ ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς ἐποχῆς του κοινωνοῦσαν τακτικῶς τέσσερες φορές τήν ἑβδομάδα, δηλαδή τήν Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή (ἐπιστολή 93). Ἄν πάλι δέν ἦτο δυνατόν νά τελεσθῇ ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ἡ Θεία Λειτουργία, τότε οἰ πιστοί κρατοῦσαν μερίδες ἀπό τήν θεία κοινωνία τῆς Κυριακῆς καί κοινωνοῦσαν μόνοι τους ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος. Τό ἔθιμο αὐτό τό ἐπιδοκιμάζει καί ὁ Μέγας Βασίλειος.
Στά Μοναστήρια καί ἰδιαίτερα στά ἐρημικά μέρη, ὅπου οἱ μοναχοί δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά παρευρεθοῦν σέ ἄλλες λειτουργίες ἐκτός τῆς Κυριακῆς, ἔκαμαν ὅ,τι καί οἱ κοσμικοί. Κρατοῦσαν δηλαδή ἁγιασμένες μερίδες ἀπό τήν Κυριακή ἤ τό Σάββατο καί κοινωνοῦσαν κατ᾿ ἰδίαν. Οἱ μοναχοί ὅμως ἀποτελοῦσαν μικρές ἤ μεγάλες ὁμάδες καί ὅλοι ἔπρεπε νά προσέλθουν καί νά κοινωνήσουν κατά τίς ἰδιωτικές αὐτές κοινωνίες. Ἔτσι ἀρχίζει νά διαμορφώνεται μία μικρά ἀκολουθία. Ὅλοι μαζί προσηύχοντο πρό τῆς κοινωνίας καί ὅλοι μαζί εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό, πού τούς ἀξίωσε νά κοινωνήσουν. Ἄν ὑπῆρχε καί ἱερεύς, αὐτός τούς προσέφερε τήν θεία κοινωνία. Αὐτό ἐγίνετο μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ ἤ τῆς Θ’ ὥρας (3 μ.μ.), γιατί οἱ μοναχοί ἔτρωγαν συνήθως μιά φορά τήν ἡμέρα, μετά τόν ἑσπερινό. Σιγά -σιγά θέλησαν νά ἐντάξουν τήν κοινωνία τους αὐτή στά πλαίσια μιᾶς ἀκολουθίας, πού νά ὑπενθυμίζει τήν θεία λειτουργία.
Κατά τόν τρόπο αὐτόν διεμορφώθη ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν (δηλαδή κατά τόν τύπον τῆς Θείας Λειτουργίας), πρός τό τέλος τῆς ὁποίας κοινωνοῦσαν. Αὐτή εἶναι ἡ μητρική μορφή τῆς Προηγιασμένης.
Ἄς ἔλθωμε τώρα στήν Τεσσαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία κατά τήν περίοδο αὐτή ἐτελεῖτο μόνον κατά τά Σάββατα καί τίς Κυριακές. Παλαιό ἔθιμο ἐπικυρωμένο ἀπό ἐκκλησιαστικούς κανόνες ἀπηγόρευε τήν τέλεσι τῆς θείας λειτουργίας κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, γιατί αὐτές ἦσαν ἡμέρες νηστείας καί πένθους. Ἡ τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας ἦταν κάτι τό ἀσυμβίβαστο πρός τόν χαρακτῆρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Ἡ Λειτουργία εἶναι πασχάλιο μυστήριο, πού ἔχει ἔντονο τόν πανηγυρικό, τόν χαρμόσυνο, τόν ἐπινίκο χαρακτῆρα. Αὐτό ὅμως γεννοῦσε ἕνα πρόβλημα. Οἱ χριστιανοί ἔπρεπε νά κοινωνήσουν δύο φορές τοὐλάχιστον ἀκόμη κατά τήν ἑβδομάδα, τό ὀλιγώτερο δηλαδή κατά τίς ἐνδιάμεσες ἡμέρες, τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, πού μνημονεύει καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἡ λύσις ἤδη ὑπῆρχε: Οἱ πιστοί θά κοινωνοῦσαν ἀπό Προηγιασμένα Ἅγια. Οἱ ἡμέρες αὐτές ἦσαν ἡμέρες νηστείας. Νηστεία τήν ἐποχή ἐκείνη ἐσήμαινε πλήρη ἀποχή τροφῆς μέχρι τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Ἡ κοινωνία λοιπόν θά ἔπρεπε νά κατακλείσῃ τήν νηστεία, νά γίνῃ δηλαδή μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό συνδέεται ἡ ἱστορία μέ τήν σημερινή πρᾶξι. Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι σήμερα ἀκολουθία ἑσπερινοῦ, στήν ὁποία προστίθεται ἡ παράθεσις τῶν δώρων, οἱ προπαρασκευαστικές εὐχές, ἡ θεία κοινωνία καί ἡ εὐχαριστία ὕστερα ἀπό αὐτήν. Ἡ διαμόρφωσίς της μέσα στό ὅλο πλαίσιο τῆς Τεσσαρακοστῆς τῆς ἔδωσε ἕνα ἔντονο «πενθηρό»,, κατά τόν Θεόδωρο Στουδίτη, χαρακτῆρα (Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων). Μέ τόν ἑσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οἱ ἱερεῖς φέρουν πένθιμα ἄμφια, ἡ ἁγία τράπεζα καί τά τίμια δῶρα εἶναι σκεπασμένα μέ μαῦρα καλύμματα, οἱ εὐχές εἶναι γεμᾶτες ταπείνωσι καί συντριβή. «Μυστικώτερα εἰς πᾶν ἡ τελετή γίνεται», κατά τόν ἴδιο Πατέρα.
Καιρός νά ρίξουμε μιά ματιά σ᾿ αὐτήν τήν ἴδια τήν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, στή μορφή πού ὕστερα ἀπό μακρά ἐξέλιξη ἀποκρυσταλώθηκε καί κατά τήν ὁποία τελεῖται σήμερα στούς ναούς μας. Ἤδη ἐπισημάναμε τά δύο λειτουργικά στοιχεῖα πού τήν συνθέτουν: τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τήν Θεία Κοινωνία. Τό πρῶτο μέρος της ἀποτελεῖ ὁ συνήθης ἑσπερινός τῆς Τεσσαρακοστῆς μέ μικρές μόνο τροποποιήσεις.
 Ὁ ἱερεύς κατά τήν ψαλμωδία τῆς Θ’ ὥρας ἐνδύεται τήν ἱερατική του στολή καί θυμιᾷ. Ἡ ἔναρξις γίνεται μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» κατά τόν τύπο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀναγινώσκεται ὁ προοιμιακός, ὁ 103ος δηλαδή ψαλμός, πού περιγράφει τό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ· «Eὐλόγει, ἡ ψυχή μου τόν Κύριον Κύριε ὁ Θεός μου ἐμεγαλύνθης σφόδρα…». Εἶναι τό προοίμιο τοῦ ἑσπερινοῦ, ἀλλά καί ὅλης τῆς ἀκολουθίας τοῦ νυχθημέρου, πού ἀρχίζει, ὡς γνωστό, κατά τόν ἑβραϊκό τρόπο, ἀπό τήν ἑσπέρα· πρῶτο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου θεωρεῖται ἡ νύκτα. Ὕστερα ὁ διάκονος, ἤ ἐν ἀπουσίᾳ του ὁ ἱερεύς, θέτει στό στόμα τῶν πιστῶν τά αἰτήματα τῆς προσευχῆς· «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»,, τά εἰρηνικά. Ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ ΙΗ’ καθίσματος τοῦ Ψαλτηρίου· «Πρός Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καί εἰσήκουσέ μου…» (Ψαλμοί 119-133). Εἶναι τό τμῆμα τοῦ Ψαλτηρίου πού ἔχει καθορισθῇ νά ἀναγινώσκεται κατά τούς ἑσπερινούς τῆς Τεσσαρακοστῆς.
 Ὁ ἱερεύς ἐν τῷ μεταξύ ἑτοιμάζει στήν Πρόθεσι τά Προηγιασμένα -ἀπό τήν Λειτουργία τοῦ προηγουμένου Σαββάτου ἤ τῆς Κυριακῆς- Τίμια Δῶρα. Ἀποθέτει τόν Ἅγιο Ἄρτο στό Δισκάριο, κάμνει τήν ἕνωσι τοῦ οἴνου καί τοῦ ὕδατος στό Ἅγιο Ποτήριο καί τά καλύπτει. Ὁ ἑσπερινός συνεχίζεται μέ τήν ψαλμῳδία τῶν ψαλμῶν τοῦ λυχνικοῦ καί τῶν κατανυκτικῶν τροπαρίων τῶν ἑκάστοτε ἡμερῶν, πού περιλαμβάνονται στούς τελευταίους στίχους τῶν ψαλμῶν αὐτῶν καί γίνεται ἡ εἴσοδος. Διαβάζονται δύο ἀναγνώσματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἕνα ἀπό τήν Γένεσι καί ἕνα ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Θά σταθοῦμε γιά λίγο στήν κατανυκτική ψαλμῳδία τοῦ «Κατευθυνθήτω», τοῦ δευτέρου στίχου τοῦ 140οῦ ψαλμοῦ. Ψάλλεται μετά ἀπό τά ἀναγνώσματα ἕξ φορές, ἀπό τόν ἱερέα καί τούς χορούς, ἐνῶ ὁ ἱερεύς θυμιᾷ τήν Ἁγία Τράπεζα.
«Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου·
ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»..
Κατόπιν γίνεται ἡ ἐκτενής δέησις ὑπέρ τῶν τάξεων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Κατηχουμένων, τῶν ἑτοιμαζομένων διά τό ἅγιον Βάπτισμα, «τῶν πρός τό φώτισμα εὐτρεπιζομένων»,, καί τῶν πιστῶν. Καί μετά τήν ἀπόλυσι τῶν Κατηχουμένων ἔρχεται τό δεύτερο μέρος, ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων.
Τήν μεταφορά τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν Πρόθεσι στό Θυσιαστήριο, πού γίνεται μέ ἄκρα κατάνυξι, ἐνῷ οἱ πιστοί προσπίπτουν «μέχρις ἐδάφους» συνοδεύει ἡ ψαλμῳδία τοῦ ἀρχαίου ὕμνου «Νῦν αἱ δυνάμεις»:
«Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν
σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν·
ἰδού γάρ εἰσπορεύεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης.
Ἰδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορεῖται.
Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν,
ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενόμεθα.
Ἀλληλούϊα».
Ἡ προπαρασκευή γιά τήν Θεία Κοινωνία περιλαμβάνει κυρίως τήν Κυριακή προσευχή (Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς… τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον…», ἀκολουθεῖ ἡ Κοινωνία καί μετ᾿ αὐτήν ἡ εὐχαριστία. Καί ἡ Λειτουργία κλείνει μέ τήν κατανυκτική ὀπισθάμβωνο εὐχή. Εἶναι δέησις πού συνδέει τήν τέλεσι τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς Λειτουργίας πρός τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν. Ὁ πνευματικός ἀγών τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι σκληρός, ἀλλά καί ἡ νίκη κατἀ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν εἶναι βεβαία γιά τούς ἀγωνιζομένους τόν καλόν ἀγῶνα. Ἡ Ἀνάστασις δέν εἶναι μακράν. Ἄς τήν διαβάσωμε προσεκτικά. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα ἐκκλησιαστικά κείμενα:
«Δέσποτα παντοκράτορ, ὁ πᾶσαν τήν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας, ὁ διά τήν ἄφατόν σου πρόνοιαν καί πολλήν ἀγαθότητα ἀγαγών ἡμᾶς εἰς τά πανσέπτους ἡμέρας ταύτας, πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων, πρός ἐγκράτειαν παθῶν, πρός ἐλπίδα ἀναστάσεως· ὁ διά τεσσαράκοντα ἡμερῶν πλάκας χειρίσας τά θεοχάρακτα γράμματα τῷ θεράποντί σου Μωσεῖ, παράσχου καί ἡμῖν, ἀγαθέ, τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνίσασθαι, τόν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τήν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι, τάς κεφαλάς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι καί ἀκατακρίτως φθάσαι προσκυνῆσαι καί τήν ἁγίαν ἀνάστασιν».
Ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι μία ἀπό τίς ὡραιότερες καί κατανυκτικότερες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά συγχρόνως καί μία διαρκής πρόσκλησις γιά τήν συχνή κοινωνία τῶν θείων μυστηρίων. Μιά φωνή ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, ἀπό τήν ἀρχαία ζωντανή παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Φωνή πού λέγει ὅτι ὁ πιστός δέν μπορεῖ νά ζῇ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἄν δέν ἀνανεώνῃ διαρκῶς τήν ἕνωσί του μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ἡ ζωή ἡμῶν» (Κολοσ. 3, 4).
Ἀπό τό βιβλίο,
ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, ἐκδ. Ἀ. Δ.

Τρίτη, Μαρτίου 15, 2016

Βιώνοντας τὴν λειτουργικὴ ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος


Τοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1971


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Ἂν θέλει νὰ ζήσει κανεὶς τὸ λειτουργικὸ πλοῦτο, τὸ θαυμαστὸ μυστικὸ μεγαλεῖο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πρέπει νὰ προσπαθήσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά της. Ἐπιφάνεια εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπομε καὶ ποὺ γνωρίζομε ὅλοι μας κατὰ τὶς Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς. Ἔχουν πράγματι κάτι ἰδιαίτερο οἱ Κυριακὲς αὐτὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες Κυριακές τοῦ ὑπολοίπου ἔτους. Τὰ εἰδικὰ ἐορτολογικὰ θέματα, ἡ ὑμνογραφία των, ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ τελεῖται ἀντὶ τῆς λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου, δίνουν σ’ αὐτὲς ἕνα ξεχωριστὸ χρῶμα. Ἀλλὰ οἱ Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι ὀάσεις μέσα σ’ αὐτήν. Κατ’ οὐσίαν βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Τὴ γοητεία τῆς ἀληθινῆς Τεσσαρακοστῆς θὰ τὴν αἰσθανθεῖ κανεὶς μέσα στὸ «πέλαγος» ἢ στὴν «αὐχμηρὰ ἔρημο», ὅπως τὴν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Τεσσαρακοστῆς, δηλαδὴ τῶν καθημερινῶν, ἀπὸ τὴ Δευτέρα ὡς τὴν Παρασκευὴ τῶν ἔξι ἑβδομάδων ποὺ τὴν ἀποτελοῦν.
Ἡ Ἐκκλησία μας στὶς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες εἶδε πάντοτε ἕνα ἰδεώδη τρόπο λατρείας, γι΄αὐτὸ καὶ σὺν τῷ χρόνω ἀντικατέστησε τὶς παλαιὲς ἰδιαίτερες ἐνοριακὲς ἀκολουθίες μὲ τὶς μοναχικές. Ἰδιαιτέρως ὅμως κατὰ τὴν Τεσσαρακοστὴ προσπάθησε νὰ μεταφέρει...
τὴ λατρεία τῶν μοναστηριῶν στοὺς κοσμικοὺς ναούς. Ἀφοῦ οἱ πιστοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν στὴν ἔρημο, μετέφερε τὶς ἀκολουθίες τῆς ἐρήμου στὶς πόλεις. Θέλησε τὶς κατανυκτικὲς αὐτὲς ἡμέρες νὰ κάμει τὰ λαϊκὰ μέλη της νὰ γευθοῦν τὶς μυστικὲς καλλονὲς τῶν μοναστηριακῶν ἀκολουθιῶν· νὰ κάμει λίγο μοναχούς τούς λαϊκοὺς πιστούς. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. 

Στὸ σύστημα τῶν μοναχικῶν ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου τῆς Νηστείας βρίσκεται τὸ ἀποκορύφωμα ὁλοκλήρου τοῦ ἔτους. Λίγοι ἀπὸ τὸ λαὸ μποροῦν νὰ τὶς παρακολουθήσουν. Δὲν ἔχουν οὔτε τὸ διαθέσιμο χρόνο, οὔτε πολλὲς φορὲς καὶ τὴν ἀπαραίτητη ψυχικὴ διάθεση. Ἀντιθέτως στὶς μονές, ὅπου ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καὶ τὸ βασικὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀφιερωμένων αὐτῶν ἀνθρώπων, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία τῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς γίνεται τὸ ἐντρύφημα καὶ ἡ μοναδικὴ σχεδὸν ἀπασχόληση τῶν πατέρων.


Θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία τοῦ λειτουργικοῦ περιεχομένου μίας ἡμέρας τῆς Τεσσαρακοστῆς.
Κατὰ βάση οἱ ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι καὶ κατὰ τὸν ἀριθμὸ καὶ κατὰ τὸ διάγραμμα οἱ ἴδιες μὲ τὶς μοναχικὲς ἀκολουθίες τοῦ ὑπόλοιπου ἔτους. Ἐκεῖνο ποὺ τὶς διακρίνει εἶναι τὸ πιὸ ἀρχαϊκό τους περιεχόμενο, ἡ παρεμβολὴ κατανυκτικῶν τροπαρίων καὶ τὸ ἰδιαίτερο μῆκος ποὺ προσλαμβάνουν μὲ τὴν προσθήκη περισσότερων ψαλμῶν, ἀναγνώσεων καὶ ἄλλων λειτουργικῶν στοιχείων. 

Οἱ ἀκολουθίες ἀριθμοῦνται σὲ ἑπτά, κατὰ τὸ ψαλμικὸ «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἤνεσά σὲ» (Ψαλ. 118,164), ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι περισσότερες. Ἡ εὐλάβεια τῶν μοναχῶν θέλησε νὰ τὶς ἐπαυξήσει μὲ προσθῆκες καὶ ἄλλων ἀκολουθιῶν, ἔτσι ὥστε ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πιὸ ἱερὴ περίοδο τοῦ ἔτους νὰ εἶναι σχεδὸν ἀκατάπαυστη. Κάθε μία ἀκολουθία ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὠρισμένη περίοδο τῆς ἡμέρας ἢ τῆς νύκτας. Εἶναι ἕνας σταθμὸς προσευχῆς ποὺ καθαγιάζει ἕνα τμῆμα τοῦ εἰκοσιτετραώρου.

Ἡ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ· τὰ μεσάνυκτα θεωροῦνται ὡς ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν προσευχὴ χρόνος. Μέσα στὴν ἡσυχία καὶ στὴ γαλήνη τοῦ κόσμου οἱ μοναχοὶ ἀγρυπνοῦν καὶ προσεύχονται. Περιμένουν τὴν ἔλευση τοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔρχεται κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, «μέσης νυκτὸς» (Ματθ. 25,6).

Στὴν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ συνάπτεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἑωθινὴ (πρωϊνὴ) προσευχή. Ἀπὸ τὶς ἰδιορρυθμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν Τεσσαρακοστὴ θὰ δοῦμε δύο χαρακτηριστικὰ σημεῖα· τὴν ψαλμωδία τοῦ «Ἀλληλούϊα» μὲ τὰ τριαδικὰ καὶ τὸ φωταγωγικό. Τὸ «Ἀλληλούϊα» ψάλλεται στὸν ἦχο τῆς ἑβδομάδας σὰν ἐπωδὸς τῆς ὠδῆς τοῦ Ἠσαΐα «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς σὲ ὁ Θεὸς»( Ἠσ. 26, 9-15). Τὰ τροπάρια ποὺ τὸ συνοδεύουν, τὰ τριαδικά, ἀποτελοῦν μία θαυμαστὴ συμφωνία μὲ τὸ «Ἀλληλούϊα» καὶ τὴν ὠδὴ τοῦ Ἠσαΐα. Εἶναι ἡ πρώτη ψαλμωδία ποὺ ἀκούεται στοὺς ναοὺς μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σιγὴ τῆς νύχτας. 

Ὅλα μαζὶ συνιστοῦν μία προτροπή, μία πρόσκληση πρὸς δοξολογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ κτίση. Οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μὲ τοὺς ἀγγέλους γιὰ νὰ ψάλλουν τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν τρισυπόστατη Θεότητα· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος». Πιὸ κατάλληλος ἐναρκτήριος ὕμνος γιὰ τὴν ἀπαρχὴ τῆς δοξολογίας δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βρεθεῖ. «Ἀλληλούϊα»- Αἰνεῖτε τὸν Θεόν. Ἡ Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ περίοδος τοῦ «Ἀλληλούϊα»- τοῦ αἴνου τοῦ Θεοῦ.

Πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου χαιρετίζεται ἡ ἔλευση τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας. Τότε ψάλλονται τὰ φωταγωγικὰ τροπάρια, ἕνα γιὰ κάθε ἦχο. Ἀποτελοῦν εὐχαριστία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὑλικοῦ φωτὸς καὶ δέηση γιὰ τὴν ἔκχυση τοῦ νοητοῦ φωτός, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Χριστοῦ στὶς ψυχές μας.

Οἱ ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν εἶναι τέσσερεις.
ἡ Α΄ (Πρώτη), ποὺ ἀποτελεῖ μία ἐπέκταση τοῦ ὄρθρου καὶ μία αἴτηση εὐλογίας τῶν ἔργων μας, ποὺ ἀρχίζουν τὴν ὥρα αὐτὴ- 7 π.μ περίπου.

Η Γ΄ (Τρίτη), 9 π.μ, εἶναι ἡ ὥρα τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Στοὺς ψαλμούς, στὰ τροπάρια καὶ τὶς εὐχὲς τῆς ἀκολουθίας τῆς ὥρας αὐτῆς κυριαρχεῖ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ δοξολογία καὶ ἡ δέηση γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ σ’ ἐμᾶς.

Ἡ Στ΄ (Ἕκτη) ὥρα (12 τὸ μεσημέρι) καὶ ἡ Θ΄ (Ἐννάτη- 3 μ.μ) παίρνουν τὰ θέματά τους ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Ἡ Στ΄ εἶναι ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεως καὶ ἡ Θ΄ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου- τοῦ «Τετέλεσται». 

Στὴν Θ΄ ὥρα συνάπτεται καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν. Καὶ σ’ αὐτή, σὰν συνέχεια τοῦ θέματος τῆς Θ΄ ὥρας, ἀκούεται ἡ ψαλμωδία τῆς φωνῆς τοῦ ληστῆ στὸ σταυρὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τὴ βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42), ποὺ ψάλλεται σὰν ἐπωδὸς τῶν μακαρισμῶν τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶναι μία ὑπενθύμηση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ μία ἀπάντηση τοῦ ταπεινοῦ πιστοῦ στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: Εἶπες, Κύριε, ὅτι εἶναι μακάριοι – εὐτυχεῖς οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, οἱ πραεῖς, οἱ ἐλεήμονες… Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτε ἀπ’ αὐτά, γι’ αὐτό σοῦ φωνάζω σὰν τὸν ληστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε».

Δὲν μᾶς μένει καιρὸς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ κατανυκτικοῦ ἑσπερινοῦ μὲ τὰ θαυμαστά του τροπάρια, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἀναγνώσματα, οὔτε γιὰ τὴν καρδιὰ τῶν ἡμερῶν τῶν Νηστειῶν, τὴ λειτουργία τῶν Προηγιασμένων δώρων.

Μόνο δύο λόγια γιὰ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο, τὴν ἀκολουθία ποὺ κατακλείει τὴν ἡμέρα. Εἶναι μία μακρὰ ἀκολουθία, ποὺ συνιστᾶ δέηση γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἡμέρας καὶ τὴν εἰρηνικὴ καὶ ἀσκανδάλιστη διέλευση τῆς νύκτας.


Τελειώσαμε τὴ σύντομη ἀναδρομὴ στὸ λειτουργικὸ περιεχόμενο τῶν ἱερῶν ἡμερῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς. Δὲν ἦταν παρὰ μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία. Μία μικρὴ ἀνθοδέσμη ἀπὸ τὸν ἀπέραντο ἀνθόκηπό της. Μία παρόρμηση γιὰ νὰ θελήσομε νὰ μποῦμε σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν γνωρίσομε προσωπικά, ἐμπειρικὰ οἱ ἴδιοι.
πηγή

Τρίτη, Φεβρουαρίου 16, 2016

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ


 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ

Στο τροπάριο του νεκρώσιμου τρισάγιου «Η μόνη αγνή και άχραντος παρθένος...» α­κούονται συχνά διάφορες παραλλαγές στο κείμε­νό του: «ασπόρως» αντί «αφράστως», «υπέρ τον ελεηθήναι» ή «υπέρ τού ελεηθήναι και συγχωρηθήναι» αντί «του σωθήναι». Που οφείλονται αυτές οι διαφορές και ποιο είναι το σωστό κεί­μενο;

Γενική και αυτονόητη αρχή είναι ότι κείμενα που χρησιμοποιούνται συχνά, και μάλιστα από στήθους, φθείρονται περισσότερο από άλλα που σπανίως χρησιμοποιούνται και που, για τον λόγο αυτό, διαβάλλονται ή ψάλλονται «από διφθέρας», δηλαδή από το βιβλίο. Ειδικώς το ανωτέρω θεοτοκίον του νεκρώσιμου τρισάγιου, λόγω ιδιαιτέ­ρως συχνής χρήσεως, είναι σε όλους γνωστό από μνήμης και ψάλλεται όχι μόνο μέσα στον ναό, αλλά και σε τάφους και σε άλλες περιστάσεις, που είναι δύσκολη αν μη και αδύνατη η χρήση βιβλί­ου. Επομένως, η φθορά είναι φυσιολογική και αναμενομένη. Οι παραλλαγές δε αυτές δεν γίνον­ται μόνο από μνήμης, αλλά έχουν επηρεάσει και τα έντυπα.
Από όσο μπορώ να ξέρω, στα χειρό­γραφα και στα περισσότερα τουλάχιστον έντυπα, τα επίμαχα σημεία του κειμένου έχουν: «η Θεόν ασπόρως κυήσασα, πρέσβευε τον σωθήναι την ψυχήν του δούλου σου» ή σε πληθυντικό «τας ψυχάς των δούλων σου». Αυτό πρέπει να είναι και το αρχικό κείμενο. Το νόημα είναι πλήρες. Σε ορισμένα έντυπα αντί του «σωθήναι» απαντά το «ελεηθήναι». Σε άλλα δε προστίθεται και το «υπέρ» («υπέρ τού σωθήναι» ή «υπέρ τού ελεη­θήναι»), που χωρίς να είναι λάθος, μάλλον φαί­νεται να πλεονάζει, αφού μέσα στο «πρέσβευε» υπάρχει και η έννοια του «υπέρ» («πρεσβεύω υπέρ τίνος»). Όσο για την προσθήκη «και συγχωρηθήναι», μάλλον έχει προέλθει από ευλάβεια, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Μέσα στην αιτουμένη από Θεού σωτηρία και στο έλεος εννοείται ότι συμπεριλαμβάνεται και η συγχώρηση των αμαρτιών και ό,τι άλλο η αγάπη του Θεού επιφυλάσσει. Το αίτημα πάντως που προέχει και διατυπώνεται στα τρία προηγούμενα τροπάρια είναι η ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου, που απουσιάζει από το θεοτόκιον. Επί πλέον, με τα τρία άλλα τροπάρια δεν υπάρχει ομοσυλλαβία και ομοτονία, ούτε ακολουθούν κοινό αυτόμελο για να φανεί συγκριτικά αν διασαλεύεται το μέ­τρο του τροπαρίου με τις, κατά τα άλλα, συμπα­θείς αυτές αλλαγές λέξεων («ελεηθήναι» αντί του αρχικού «σωθήναι») και την προσθήκη του «υπέρ» και του «και συγχωρηθήναι»).
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την αλλαγή του επιρρήματος «ασπόρως» με το «αφράστως». Από όσα είπαμε η αρχική γραφή είναι η πρώτη (το «ασπόρως»), η δε αλλαγή έγινε και γίνεται αυθαιρέτως για ψευτοευσεβιστικούς λόγους, από μια ανόητη σεμνοτυφία που χαρακτηρίζει τους «καθώς πρέπει» χριστιανούς της εποχής μας. Πέρασε δε και σε ορισμένες ανεπίσημες εκδόσεις, αλλά και στην αναξιόπιστη έκδοση του Ιερατικού του έτους 1977. Και δεν επηρεάζει μεν το μέτρο και τον αριθμό των συλλαβών και την θέση των τόνων του τροπαρίου (τρεις συλλαβές, που τονίζεται η μεσαία «ασπόρως» - «αφράστως»), πράγμα που δείχνει πόσο μελετημένη και ότι από λόγιο διορθωτή έγινε η αλλαγή. Ενοχλεί όμως αυτή η απαράδεκτη τάση να φοβόμαστε τις λέξεις και να αλλοιώνουμε ακόμη και βιβλικά κείμενα για να μη «λερώσουμε το στόμα μας». Το «ασπόρως» απαντά σε δεκά­δες θεοτοκία και άλλα υμνογραφικά και ευχολογικά κείμενα, στα οποία οι υμνογράφοι και οι άλλοι ιερείς συγγραφείς μιλούν απροσποίητα με την ταπεινή και ειλικρινή γλώσσα του αγίου, που ταιριάζει στην σοβαρότητα και στην σεμνή ιεροπρέπεια της θείας λατρείας. Έτσι και η όσια Θεοκτίστη η Λεσβίαμετονομάσθηκε επί το κοσμιότερο «η από Λέσβου» ή «η Μηθυμναία»!
Και μια και ο λόγος για προσθήκες στα νεκρώσιμα τροπάρια, ας μνημονεύσω κάτι που άκουσα δυό φορές σε διαφόρους τόπους, αλλά που εύχομαι να μην έχει ευρύτερη διάδοση. Σε κάθε τροπάριο από τα ανωτέρω τέσσερα προσετίθετο μετά το «του δούλου σου» και το όνομα του κεκοιμημένου, που διάβαζε ο τελών από την επιγραφή τού τάφου. Και αυτό μεν συγκινούσε τους συγγενείς τού νεκρού, που κάθε φορά ξεσπούσαν σε θρήνους, αλλά δεν βοηθεί στην δια­τήρηση τού κοσμίου κλίματος της θείας λατρείας. Τα λειτουργικά κείμενα δεν πρέπει να αλλοιώνονται με προσθήκες ή διορθώσεις κατά το δοκούν, που οδηγούν σε αυθαιρεσίες και υπερβολές.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ (12/2001)
Πηγή φωτογραφίας ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com


Παρασκευή, Ιανουαρίου 01, 2016

Νέον Ἔτος

Νέον Ἔτος

 ΙΩΑΝΝΟΥ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ   
Τήν 1η Ἰανουαρίου ἑώρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τήν Περιτομή τοῦ Χριστοῦ καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Τό διπλό αὐτό ἑορτολογικό περιεχόμενο ἔχει μία λαμπρά ἐκπροσώπησι στήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. Καί δικαίως, γιατί ἡ μέν περιτομή καί ὀνοματοδοσία τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεως Του ἀποτελεῖ, τήν βεβαίωσι τῆς σαρκώσεως καί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ τῆς τελείας ἀνθρωπίνης μορφῆς ἀναλλοιώτως καί τῆς εἰσόδου Του στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ ἀληθινά μέγας ἱεράρχης, πού μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τά σοφά του συγγράμματα καί τήν ἔξοχο δρᾶσι του ἀνεδείχθη Πατήρ καί φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐφάμιλλο τοῦ ὁποίου δέν ἐγνώρισε ἴσως ἄλλον ὁ χριστιανικός κόσμος. Καί ἡ δεσποτική ἑορτή τῆς Περιτομῆς καί ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περιττό καί νά εἰποῦμε, ὅτι δέν ἔχουν καμμία σχέσι πρός τήν ἔναρξι τοῦ ἔτους, τήν πρωτοχρονιά.
 Ἡ περιτομή ἐτέθη τήν 1η Ἰανουαρίου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γιατί κατά τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 συνέβη ὁ θάνατος, ἡ κοίμησις ἐπί τό χριστιανικώτερον, τοῦ ἁγίου Πατρός. Ἡ σύνδεσις τοῦ δευτέρου πρός τήν πρωτοχρονιά, τά δῶρα, τά γλυκίσματα κλπ., ἔχει καθαρῶς λαογραφικό χαρακτῆρα. Ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως φαίνεται σάν νά ἀγνοῇ τήν ἀλλαγή τοῦ ἔτους, τίς πανηγύρεις καί τίς ἐκδηλώσεις πού τήν συνοδεύουν, καί νά ζῇ σ᾿ ἕνα ἄλλο δικό της κόσμο, πού δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀλλοίωσι τῶν φθαρτῶν καί ρεόντων χρονικῶν συστημάτων τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ κόσμου.
 Ὁμολογουμένως αὐτό δέν θά ἦταν ἀσύμφωνο πρός τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας μας. Γιά τόν ἄναρχο, αἰώνιο καί ἀτελεύτητο Θεό ἡμέρες, μῆνες καί ἔτη δέν ὑπάρχουν. Χίλια ἔτη γιά Ἐκεῖνον εἶναι σάν τήν χθεσινή ἡμέρα πού πέρασε καί σάν ἕνα τρίωρο νυκτερινῆς φρουρᾶς, κατά τόν ψαλμῳδό (Ψαλμ. 89, 4). Ἤ, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β´ Πετρ. 3, 8). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν προσήλωσι καί τήν δουλική προσκόλλησι στά «ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα» τῶν κοσμικῶν ὑπολογισμῶν καταδικάζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Γαλάτας: «Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καί μῆνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς! Φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς» (Γαλάτ. 4, 10). Χωρίς ὅμως ἡ Ἐκκλησία νά ἀρνηθῇ τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας της καί χωρίς νά δουλωθῇ στούς καιρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἦταν ἑπόμενο καί νά μή μπορῇ νά παραβλέψῃ τήν διάκρισι καιρῶν καί ἐνιαυτῶν. Δέν εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός, ἀλλά καί ἀνθρώπινος. Δέν εἶναι μόνο ὑπερκόσμιος, ἀλλά καί ἐγκόσμιος.
Τέλειος τύπος συγκερασμοῦ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων τῆς ἐδόθη ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὅπως Ἐκεῖνος ἦτο «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος», «ὁμοούσιος τῷ Πατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα», ὅπως αἱ δύο φύσεις ἡνώθησαν στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἁρμονικά καί ἀχώριστα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ Ἐκκλησία, κατά τό πρότυπο τῆς κεφαλῆς της, διεμορφώθη σέ θεανθρώπινο ὀργανισμό. Καί ἡ λατρεία της ἀκριβῶς συνεκέρασε τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο ἀτρέπτως καί ἀχωρίστως. Ὅπως δέ ἀκριβῶς ἡ θεία φύσις στόν Χριστό προσέλαβε καί ἐθέωσε καί τήν ἀνθρωπίνη, ἔτσι καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας προσέλαβε καί ἐξαγίασε τά σχήματα τοῦ κόσμου τούτου. Τά ἐξεχριστιάνισε, τά ἐθέωσε. Δέν τά ἀπέρριψε οὔτε τά συνέτριψε, ὅπως καί ὁ Χριστός δέν ἀπέρριψε οὔτε κατέκαυσε μέ τό πῦρ τῆς Θεότητος τό ὀστράκινο σκεῦος τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός πού περιεβλήθη. Τήν ἐφαρμογή τῶν ἀνωτέρω εὑρίσκομε καί στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἀκούσθηκε στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί συνεκροτήθη ἡ Ἐκκλησία, δέν ἐφρόντισε νά ἐφεύρῃ κανένα νέο ἡμερολόγιο, οὔτε νά ἐπινοήσῃ νέες ὑπερκόσμιες χρονικές ὑποδιαιρέσεις. Στά μέρη ὅπου διεδόθη βρῆκε πολλά συστήματα καταμετρήσεως τοῦ χρόνου, διάφορα ἡμερολόγια. Τά υἱοθέτησε καί τά ἐξεχριστιάνισε.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἴδαμε στήν ἀναδρομή πού ἐκάμαμε κατά καιρούς στό λειτουργικό ἔτος. Τίς ἱερές ἡμέρες τῶν ἡμερολογίων τῶν Ἑβραίων ἤ εἰδωλολατρῶν δέν τίς κατήργησε· τίς ἐβάπτισε εἰς Χριστόν καί τίς ἐνέδυσε τόν Χριστόν, ὅπως καί τούς Ἑβραίους καί τούς εἰδωλολάτρας. Ἡ 14η τοῦ Νισάν, τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, ἡ ἀνάμνησις τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἔγινε Πάσχα Κυρίου, διάβασις τοῦ Χριστοῦ καί ὅλων ἡμῶν μαζί Του ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ἡ ἑορτή τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου καί τοῦ θερισμοῦ, ἡ Πεντηκοστή, ἔγινε ἑορτή τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ἐνάρξεως τοῦ πνευματικοῦ θερισμοῦ. Τό Σάββατο, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς καταπαύσεως τῶν ἔργων, ἔγινε Κυριακή, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς ἀναστάσεως. Ἡ 25η Δεκεμβρίου, ἡ εἰδωλολατρική ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου, ἔγινε ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, κ.ο.κ. Καί ἡ πρώτη τοῦ ἔτους; Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι περισσότερο πολύπλοκα, γι᾿ αὐτό καί ἡ ἱστορία τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς πρωτοχρονιᾶς εἶναι μακρά καί ἀνώμαλος. Ἴσως ὅμως γι᾿ αὐτό ἔχει καί περισσότερο ἐνδιαφέρον. Δέν θά παρακολουθήσωμε ὅλον αὐτόν τόν λαβύρινθο. Καί μόνο μιά ματιά στό πλῆθος καί στήν ποικιλία τῶν ἡμερολογίων, πού βρῆκε ὁ Χριστιανισμός κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς ζωῆς του, εἶναι ἱκανή νά μᾶς δημιουργήσῃ τήν ἐντύπωσι βιβλικῆς Βαβέλ.
 Σχεδόν κάθε πόλις καί περιοχή εἶχε τό ἰδικό της ἡμερολόγιο, πού πολλές φορές καί αὐτό διεκρίνετο σέ παλαιό καί σέ νέο. Αὐτό κυρίως ὠφείλετο στήν ἔλλειψι σταθεροῦ κριτηρίου γιά τήν μέτρησι τοῦ χρόνου, φυσικά καί στήν διάσπασι τῶν λαῶν τῆς γῆς. Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί τά φυσικά φαινόμενα ἔδιδαν σέ ὅλους τούς λαούς τά μέτρα τῆς διαιρέσεως τοῦ χρόνου. Τό γράφει καί ἡ Γένεσις: «Καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέσον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός· καί ἔστωσαν εἰς σημεῖα καί εἰς καιρούς καί εἰς ἡμέρας καί εἰς ἐνιαυτούς» (Γενέσ. 1, 14). Ἀλλ᾿ ἀπό τοῦ σημείου αὐτοῦ μέχρι τοῦ νά ὑπάρξῃ κοινός τρόπος καταμετρήσεως τοῦ χρόνου ἡ ἀπόστασις εἶναι μεγάλη. Τό ἡλιακό καί τό σεληνιακό ἔτος, ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καί τῶν φάσεων τῆς σελήνης, δέν μᾶς δίδουν τό ἴδιο μέτρο.
 Οὔτε ἦταν εὔκολος, ἰδίως μέ τίς ἀστρονομικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς, ὁ ὑπολογισμός μέ ἀπόλυτο ἀκρίβεια τῆς διαρκείας τῶν περιόδων αὐτῶν. Ἄς προστεθῇ σ᾿ αὐτά καί ἡ παράλογος πολλές φορές, ἰδίως σέ τέτοιου εἴδους θέματα, συντηρητικότης τῶν ἀνθρώπων, πού προτιμοῦν νά μένουν προσκεκολλημένοι σέ μία παλαιά, ἀποδεδειγμένως ἐσφαλμένη, μορφή, ἀπό φόβο πρός τό νέο καί τό ἄγνωστο. Εἰδικώτερα γιά τήν ἐκλογή τῆς ἡμέρας τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἔτους τό κριτήριο ἦταν ἀκόμη περισσότερο ἀσταθές, ἀνάλογα μέ τίς προϋποθέσεις πού ἐπικρατοῦσαν. Ἄν δηλαδή θά ἐλαμβάνετο ὡς ἀρχή τό ἡλιοστάσιο καί ποῖο ἀπό τά δύο, τό θερινό ἤ τό χειμερινό, ἄν ἡ ἰσημερία καί ποία ἀπό τίς δύο, ἡ ἐαρινή ἤ ἡ φθινοπωρινή, ἄν οἱ ἐποχές τοῦ ἔτους καί ποιά ἀπό τίς τέσσαρες, ἄν καμμία θρησκευτική ἑορτή ἤ κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός.
Ὅλοι αὐτοί οἱ σταθμοί χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀφετηρία τοῦ ἔτους στά ἐπί μέρους τοπικά ἡμερολόγια. Πολλές φορές ἔχομε στό ἴδιο ἡμερολόγιο διάφορες πρωτοχρονιές, παλαιά καί νεωτέρα, θρησκευτική καί πολιτική κλπ. Ἔτσι στήν Ρώμη κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ Πομπηλίου ἀρχή τοῦ ἔτους ἦταν ἡ 1η Μαρτίου, τοῦ πρώτου μηνός τῆς ἀνοίξεως. Ἀπό αὐτό τό ἡμερολόγιο διατηροῦνται ἀκόμη τά ὀνόματα τοῦ ἑβδόμου, ὀγδόου, ἐνάτου καί δεκάτου μηνός (Σεπτέμβριος, Ὀκτώβριος, Νοέμβριος καί Δεκέμβριος), καίτοι κατά τό νεώτερο ἡμερολόγιο ἡ ἀρίθμησίς των εἶναι διαφορετική.
Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ μετερρύθμισε τό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ τό ἔτος 45 π.Χ (Ἰουλιανόν ἡμερολόγιον) καί πρώτη τοῦ ἔτους καθωρίσθη ἡ 1η Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἑωρτάζετο ἀπό τούς ἐθνικούς μέ μεγάλη ἐπισημότητα, θυσίες, μεταμφιέσεις, τυχηρά παιγνίδια, μέθες καί ὄργια. Μερικά ἀπό τά ἔθιμα αὐτά ἐπεβίωσαν στίς χριστιανικές κοινωνίες, παρά τήν ἀντίδρασι τῶν Πατέρων καί τίς ἀπαγορεύεις τῶν Συνόδων.
Ἡ 1η Ἰανουαρίου πάντως παρέμεινε ὡς πρώτη τοῦ ἔτους στήν Δύσι καί μετά τήν πλήρη ἐπικράτησι τοῦ χριστιανισμοῦ, ἄν καί σέ ὡρισμένα μέρη της ὡς πρώτη τοῦ ἔτους ἐθεωρεῖτο ἡ 1η Μαρτίου, ἡ παλαιά πρωτοχρονιά, τά Χριστούγεννα, ὁ Εὐαγγελισμός ἤ τό Πάσχα. Στήν Ἀνατολή ὑπῆρχαν περισσότερα ἡμερολόγια καί περισσότερες πρωτοχρονιές. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς πρῶτο μῆνα θεωροῦσαν τόν σεληνιακό μῆνα Νισάν, τόν πρῶτο τῆς ἀνοίξεως, κατά τήν πανσέληνο τοῦ ὁποίου (14 Νισάν) ἑώρταζαν τό Πάσχα. Ἀργότερα ὡς πρῶτο μῆνα ὥρισαν τόν Τισρί, τόν πρῶτο σεληνιακό μῆνα τοῦ φθνοπώρου.
Ἐπί μακρό πάντως χρονικό διάστημα συνυπῆρχαν οἱ δύο πρωτοχρονιές, ἡ 1η τοῦ Νισάν καί ἡ 1η τοῦ Τισρί. Τά περισσότερα τοπικά προχριστιανικά ἡμερολόγια τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἐφέσου, τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου, τῆς Βιθυνίας καί τῆς Ἡλιουπόλεως τῆς Συρίας εἶχαν ὡς πρωτοχρονιά τήν ἡμέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας, τήν 24η Σεπτεμβρίου, ἤ τήν πλησιεστέρα πρός αὐτήν ἀρχή νέου μηνός, δηλαδή τήν 1η Ὀκτωβρίου, ὅπως τά ἡμερολόγια τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Σελευκείας τῆς Συρίας.
Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ἐν τῷ μεταξύ ἔγινε ἡ ἐθνική ἑορτή τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, γιατί ἦταν ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου. Στήν 23η λοιπόν τοῦ Σεπτεμβρίου μετετέθη ἀπό τήν 24η ἡ πρώτη τοῦ ἔτους. Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ὡρίσθη τό 312 μ. Χ. ὡς ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου ἤ τῆς Ἰνδικτιῶνος, δηλαδή τῆς περιόδου τοῦ περί φόρου ρωμαϊκοῦ διατάγματος, πού ἴσχυε γιά 155 ἔτη. Ἴνδικτος βραδύτερον κατήντησε νά σημαίνῃ καί τήν περίοδο ἑνός ἔτους, ἀρχή δέ τῆς Ἰνδίκτου τήν πρωτοχρονιά. Αὐτήν τήν πρωτοχρονιά τῆς 23ης Σεπτεμβρίου ἐδέχθη κατά πρῶτον καί ἐξεχριστιάνισε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς.
 Σ᾿ αὐτήν ἐτέθη τό πρῶτο γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, ἡ σύλληψις τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπό αὐτήν ἤ τήν μετά ἀπό αὐτήν Δευτέρα ἤρχιζε ἡ κατά συνέχειαν ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τό Κατά Λουκᾶ Εὐαγγέλιο, πού ἐκτός ἀπό τήν σύλληψι τοῦ Βαπτιστοῦ μᾶς ἀφηγεῖται καί ἄλλα γεγονότα τῆς ἀρχῆς τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού δέν μᾶς διέσωσαν οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, ὅπως τόν εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τήν ἐπίσκεψι στήν Ἐλισάβετ καί τήν γέννησι τοῦ Προδρόμου. Τό ἔτος 462 μ.Χ. μετετέθη ἡ πρώτη τοῦ ἔτους στήν 1η Σεπτεμβρίου γιά πρακτικούς λόγους καί γιά νά συμπίπτῃ πρώτη τοῦ ἔτους καί πρώτη τοῦ μηνός. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν εἰς τό ἑξῆς ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ἡ πρωτοχρονιά, καθ᾿ ὅλη τήν βυζαντινή περίοδο. Καί αὐτή καθηγιάσθη ἀπό τήν Ἐκκλησία.
 Ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, πού περιέχεται σήμερα στά λειτουργικά μας βιβλία, ἀναφέρεται κατά μέγα μέρος στήν πρώτη τοῦ ἔτους. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς λειτουργίας ἐλήφθη πάλι ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, πού περιγράφει τήν πρώτη δημοσία ἐμφάνισι τοῦ Κυρίου στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ καί τό πρῶτό Του κήρυγμα γιά τόν «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4, 16 ἐξ.).
 Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ι´ αἰῶνος προβλέπει λιτανεία «εἰς τόν φόρον» καί τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος λιτανεία ἀνά τήν πόλιν καί ἁγιασμό ὑδάτων. Τό τελευταῖο αὐτό μᾶς διασώζει καί τίς αἰτήσεις τῆς ἐκτενοῦς, πού ἐλέγοντο ἀπό τόν ἀρχιερέα εἰς τό τέλος τῆς λιτανείας: «Ὑπέρ τῆς οἰκουμενικῆς καταστάσεως καί εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…». «Ὑπέρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ψυχῶν ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ συντριβῆναι τόν Σατανᾶν ὑπό τούς πόδας ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ ἄσειστον καί ἄφλεκτον καί ἀναίμακτον διαφυλαχθῆναι τήν πόλιν ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν…». Ὅταν κατά τούς νεωτέρους χρόνους ἡ ρωμαϊκή πρωτοχρονιά τῆς 1ης Ἰανουαρίου ἦλθε καί στήν Ἀνατολή, ἡ Ἐκκλησία γιά διαφόρους λόγους δέν εἶχε πιά τήν δύναμι νά τήν ἀφομοίωσῃ καί νά τήν ἐκχριστιανίσῃ. Ἔμεινε προσκεκολλημένη στήν μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, τήν 1η Σεπτεμβρίου, σέ μία ἡμέρα πού δέν ἦταν πιά πρωτοχρονιά.
 Κατά τήν 1η Ἰανουαρίου ἀκούονται σήμερα στούς ναούς μας λόγοι γιά τήν πρώτη τοῦ ἔτους κατά τό κήρυγμα – καί αὐτό εἶναι μέρος τῆς θείας λατρείας – καί στό τέλος τῆς λειτουργίας γίνεται μία δοξολογία ἀνάμικτη μέ δέησι γιά τήν εὐλογία τοῦ νέου χρόνου, πού ἔχει εἰσαχθῆ κάπως ἐμβαλωματικά στό κατά τά ἄλλα ἄσχετο πρός τήν πρώτη τοῦ ἔτους λειτουργικό περιεχόμενο τῆς ἡμέρας.
Ἕνα ἀπαραμίλλου ὅμως κάλλους ὑμνογραφικό ὑλικό μένει ἀνεκμετάλλευτο, καταχωσμένο κάτω ἀπό τά ἐρείπια τῆς παλαιᾶς πρωτοχρονιᾶς, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου. Ἀπό αὐτό θά ἀνασύρωμε μερικά ἐκλεκτά τροπάρια: Τό ἰδιόμελο τοῦ πλ. β´ ἤχου, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Βυζαντίου, πού ψάλλεται στό «Καί νῦν» τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ· «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος…». Τό πρῶτο κάθισμα τοῦ πλ. δ´ ἤχου, προσόμοιον τοῦ «Τήν Σοφίαν καί Λόγον»· «Ὁ καιρούς καρποφόρους…».Τό πρῶτο ἐξαποστειλάριο «Θεέ θεῶν καί Κύριε…». Καί τέλος τό δεύτερο στιχηρό τῶν αἴνων, ἰδιόμελο τοῦ δ´ ἤχου, ποίῃμα Ἰωάννου μοναχοῦ· «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός…». Καί τά τέσσαρα αὐτά τροπάρια, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἶναι γεμᾶτα ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό, τόν δημιουργό καί προνοητή τοῦ παντός· στά χέρια Του ἀφήνουν τούς πόθους καί τούς φόβους τοῦ λαοῦ Του· ζητοῦν νά χαρίσῃ ὁ Θεός στόν κόσμο Του τήν εἰρήνη, νά κατευθύνῃ τά ἔργα τῶν χειρῶν τῶν δούλων Του, νά δώσῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εὐκαιρίες δοξολογίας τοῦ ὀνόματός Του καί νά εὐλογήσῃ «τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός» Του.
Τί ἄλλα καλλίτερα καί πληρέστερα αἰτήματα θά μποροῦσε νά ἀπευθύνῃ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό κατά τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἔτους: «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος, ἄναρχε Λόγε καί Υἱέ, ὁ πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων συμπαντουργός καί συνδημιουργός, τόν στέφανον τοῦ ἑνιαυτοῦ εὐλόγησον, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τῶν ὀρθοδόξων τά πλήθη, πρεσβείας τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων σου». «Ὁ καιρούς καρποφόρους καί ὑετούς οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπί γῆς καί νῦν προσδεχόμενος τάς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπό πάσης λύτρωσαι ἀνάγκης τήν πόλιν σου· οἱ οἰκτιρμοί καί γάρ σου εἰς πάντα τά ἔργα σου. Ὅθεν τάς εἰσόδους εὐλογῶν καί ἐξόδους, τά ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν καί πταισμάτων τήν ἄφεσιν δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός· σύ γάρ ἐξ οὐκ ὄντων τά σύμπαντα, εἰς τό εἶναι παρήγαγες». «Θεέ θεῶν καί Κύριε, τρισυπόστατε φύσις, ἀπρόσιτε, ἀΐδιε, ἄκτιστε καί τῶν ὅλων δημιουργέ, παντοκράτορ, σοί προσπίπτομεν πάντες καί σέ καθικετεύομεν· Τό παρόν ἔτος τοῦτο, ὡς ἀγαθός, εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ τούς βασιλεῖς καί ἅπαντα τόν λαόν σου, οἰκτίρμον». «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων καί ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ· πάντα γάρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, καιρούς ἡμῖν καί χρόνους προθέμενος· διό εὐχαριστοῦντες κατά πάντα καί διά πάντα βοῶμεν· Εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου καί καταξίωσον ἡμᾶς ἀκατακρίτως βοᾶν σοι· Κύριε, δόξα σοι».

Ἀπό τό βιβλίο «ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»

Κυριακή, Αυγούστου 02, 2015

Οἱ Παρακλητικοὶ Κανόνες πρὸς Τὴν Παναγία μας





Tοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη,
Ἀπό τό βιβλίο: Λογικὴ Λατρεία, Θεσ/κη 1971, σ. 173-178).
Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας.
 Ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, τῆς μνήμης, τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἐτέθη ἀκριβῶς στὸ μέσον τοῦ μηνὸς αὐτοῦ, ἦταν αἰτία καὶ ὅλες οἱ ἡμέρες του νὰ πάρουν σιγὰ – σιγὰ ἕνα Θεομητορικὸ χαρακτήρα. Οἱ δεκατέσσαρες πρῶτες ἡμέρες μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι τὰ προεόρτιά της καὶ οἱ ὑπόλοιπες τὰ μεθέορτα, ἡ παράταση τῆς μεγάλης αὐτῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς. 
Κατὰ τὴν αὐστηρὰ ἑορτολογικὴ τάξη, προεόρτιος ἡμέρα εἶναι μόνο ἡ παραμονή, ἡ 14η τοῦ μηνός, κατὰ τὴν ὁποία καὶ μόνο ὑπάρχουν εἰδικὰ τροπάρια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία. Ἀλλὰ τὸ λειτουργικὸ ἔθιμο, ποὺ σήμερα ἀποτελεῖ πιὰ γενικῶς καθιερωμένη παράδοση, συνέδεσε ὅλες τὶς πρὸ τῆς ἑορτῆς ἡμέρες μὲ τὴν προπαρασκευὴ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τῆς Παναγίας, ἀφ’ ἑνὸς μὲν μὲ τὴν προπαρασκευαστικὴ νηστεία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ τὴ ψαλμωδία τῶν παρακλητικῶν κανόνων πρὸς αὐτὴν μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. 
Ἡ μεθέορτος πάλι περίοδος κατὰ τὸ ἰσχύον τυπικὸ λήγει τὴν 23η Αὐγούστου, ἠμέρα κατὰ τὴν ὁποία «ἀποδίδεται» ἡ ἑορτή, τὰ Ἐννιάμερα. Πάντοτε ὅμως κατὰ τὸ παρελθὸν ὑπῆρχαν τάσεις παρατάσεως τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἔτσι σὲ πολλὰ μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡ ἑορτὴ ἀπεδίδετο τὴν 28η Αὐγούστου. Διάταγμα ἐξ ἄλλου τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ὅριζε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου καθ’ ὅλο τὸν Αὔγουστο μήνα ἀπὸ τὴν 1η μέχρι τὴν 31η. 
Σὲ ἀνάλογο τάση φαίνεται ὅτι ὀφείλεται καὶ ἡ τοποθέτηση στὴν 31η τοῦ Αὐγούστου...
τῆς ἑορτῆς τῆς καταθέσεως τῆς Τίμιας Ζώνης τῆς Θεοτόκου στὴν Ἁγία Σορό, ποὺ βρισκόταν στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου στὰ Χαλκοπρατεία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Θεομητορικὸς μήνας, ἀλλά καὶ ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ποὺ ἔληγε τὴν 31η Αὐγούστου, σφραγιζόταν μὲ μία Θεομητορικοῦ χαρακτήρα ἑορτή.

Κατὰ τὸν Αὔγουστο, λοιπόν, τὸν μήνα τῆς Παναγίας, στοὺς ναούς μας, καὶ μάλιστα στὰ προσκυνήματα τὰ ἀφιερωμένα στὸ ὄνομά της, θὰ συντρέξουν οἱ πιστοί μας γιὰ νὰ ὑμνολογήσουν τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναφέρουν σ’ αὐτὴν τὴ θλίψη καὶ τὶς ἀγωνίες τους. Καὶ δικαίως, γιατί ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ λογικὴ κλίμακα ποὺ κατέβασε τὸν Θεὸ στὸν κόσμο καὶ ἀνέβασε τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό. Εἶναι ὁ κρίκος ποὺ συνέδεσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, ποὺ ἔδωσε στὸν Θεὸ τὴν σάρκα, ὥστε νὰ γίνει, ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα», σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Καὶ στὴν παρρησία τῆς μητέρας Του, ποὺ τὴν ἄφησε πεθαίνοντας στὸν σταυρὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου καὶ γιὰ δική μας μητέρα, καταφεύγουν τώρα τὰ παιδιά της, οἱ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν ἡ διαθήκη Του αὐτή, ποὺ τὴν ἔγραψε ἐπάνω στὸν αἱματοβαμμένο σταυρό Του, ὅταν βλέποντας «τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὅν ἤγαπα» εἶπε πρὸς αὐτὴν τὸ «Ἰδοὺ ὁ υἱός σου» καὶ πρὸς τὸν μαθητὴ «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου»;

Μὲ τὸ θάρρος λοιπὸν καὶ τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν πρὸς τὴν μητέρα ἀπευθύνεται ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ διαβιβάσει Ἐκείνη τὰ αἰτήματά του πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, χρησιμοποιώντας καὶ πάλι τὴν παρρησία τῆς μητέρας. Γιατί μέσα στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, νεκροὶ δὲν ὑπάρχουν. Ὅλοι ζοῦν ἐν Χριστῷ καὶ συνεχίζουν καὶ στὸν οὐρανὸ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ζοῦν στὴ γῆ καὶ ἀγωνίζονται τὸν καλὸν ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ζῶντες στὸν κόσμο τοῦτο δέονται γιὰ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς των, ζώντας ἢ κεκοιμημένους.

Καὶ πολὺ περισσότερο ἡ Θεοτόκος στὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ δὲν παύει νὰ ἐκτελεῖ τὸ ἔργο τῆς μεσιτείας ποὺ ἔκαμε καὶ στὴ γῆ. Ὅπως στὸ γάμο τῆς Κανᾶ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴ χαρὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ ζήτησε καὶ πέτυχε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν θαυματουργική Του ἐπέμβαση, ἔτσι καὶ μεταστάσα ἀπὸ τὴ γῆ δὲν ἐγκατέλειψε τὴ γῆ, ἀλλὰ διαρκῶς διαβιβάζει τὶς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.

Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο εἶναι ἡ «προστασία» ἡ «ἀκαταίσχυντος» καὶ ἡ «μεσιτεία» ἡ «ἀμετάθετος», ποὺ δὲν παραβλέπει τὶς ἱκετευτικές μας φωνές, ἀλλὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ προφθάνει στὴ βοήθεια ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ ψάλλει ὁ ποιητὴς τοῦ γνωστοῦ κοντακίου.

Σ’ αὐτὴν λοιπὸν τὴ θεολογικὴ βάση στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὅταν κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνὸς αὐτοῦ ψάλλει στοὺς ναούς μας τοὺς παρακλητικοὺς κανόνας πρὸς τὴν Παναγία. Θὰ ἑνώσουμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ὑπόλοιπο λαὸ τοῦ Θεοῦ τὴ φωνή μας καὶ θὰ ἀπευθύνουμε πρὸς αὐτὴν τοὺς ὡραίους ὕμνους, ποὺ συνέθεσαν οἱ ἱεροὶ ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ πνευματοκίνητοι συντάκτες τῶν ἱερῶν αὐτῶν ἀκολουθιῶν. Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς παρακλητικὲς ἀκολουθίες θὰ δοῦμε σήμερα. Τὸ θέμα εἶναι καὶ ἐπίκαιρο καὶ πρακτικῶς χρήσιμο, ἀφοῦ ἀπὸ σήμερα τὸ βράδυ θὰ σημαίνουν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ θὰ μᾶς καλοῦν σ’ αὐτές.

Οἱ δύο ἀκολουθίες αὐτὲς μᾶς εἶναι γνωστὲς μὲ τὸ ὄνομα «Μικρὸς» καὶ «Μέγας παρακλητικὸς κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔτσι ἐπιγράφονται στὰ λειτουργικά μας βιβλία. Στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κάτι τὸ εὐρύτερο.

Ὁ κανὼν εἶναι μέρος μόνο τῆς ὅλης ἀκολουθίας, τὸ μεγαλύτερο καὶ ἴσως τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ μὲ τὴν ἐναλλαγὴ του διαφοροποιεῖ τὴν κατὰ τὰ ἄλλα ὅμοια ἀκολουθία σὲ δύο, ποὺ γιὰ νὰ διακρίνονται ὀνομάζονται ἡ μία «Μεγάλη Παράκλησις» καὶ ἡ ἄλλη «Μικρά». Καὶ οἱ δύο κανόνες ἔχουν ἴσο ἀριθμὸ τροπαρίων, 32 τροπάρια ὁ καθένας-τέσσαρα σὲ κάθε ὠδή, τοῦ μεγάλου ὅμως κανόνα τὰ τροπάρια καὶ οἱ εἱρμοί, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐξαρτῶνται τὰ τροπάρια, εἶναι φανερὰ ἐκτενέστερα.

Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι, νομίζω, ἀρκετὸ νὰ αἰτιολογήσει τὸ ἐπίθετο «μέγας» σ’ αὐτόν. Φαίνεται ὅτι ὁ μέγας αὐτὸς κανὼν ἐψάλλετο πανηγυρικώτερα, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου, ὅπως δείχνουν καὶ τὸ ἐξαποστειλάριο «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων…», ποὺ ψάλλεται στὸ τέλος του. Κατόπιν καὶ ἡ ἐπανάληψις τῶν δύο τροπαρίων «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων…» καὶ «Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ…», ποὺ γίνεται στὸ τέλος κάθε ὠδῆς τοῦ μεγάλου, ἐνῶ στὸν μικρὸ μόνο στὸ τέλος τῆς γ΄ καὶ τῆς ς΄ ὠδῆς, μαρτυρεῖ μία τάση πρὸς ἔξαρση ἐπὶ τὸ πανηγυρικώτερον τοῦ πρώτου. Ὁ μικρὸς ἐψάλλετο, ὅπως καὶ ἡ ἐπιγραφὴ του μαρτυρεῖ, καθ’ ὅλο τὸ ἔτος «ἐν πάσῃ περιστάσει καὶ θλίψει ψυχῆς».

Κατὰ τὴν ἰσχύουσα σήμερα πράξη, οἱ δύο κανόνες κατὰ τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου ψάλλονται ἐναλλάξ, γιὰ τὴν ἀποφυγή, προφανῶς, τῆς μονοτονίας, στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ ὅλων τῶν ἡμερῶν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῶν Σαββάτων, τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Κοιμήσεως.

Αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς παρακλήσεως μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ μας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἀντίστοιχο μοναχικὴ τάξη, ποὺ στὶς ὁλονυκτίες τῶν μονῶν συνάπτεται ὁ ὄρθρος στὸν ἑσπερινό. Ἡ ὅλη ἀκολουθία δηλαδὴ τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ τῆς παρακλήσεως μαζί, γίνονται σὰν ἕνα εἶδος μικρᾶς παννυχίδος στὰ μέτρα καὶ τὶς δυνατότητες τῶν ἐνοριῶν, μικρῆς ὁλονυκτίας πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.

Ἂν προσέξουμε τὴ δομὴ τῆς ἀκολουθίας τῆς παρακλήσεως, θὰ ἀναγνωρίσουμε σ’ αὐτὴν τὸ σχῆμα καὶ τὴ διάταξη ἑνὸς ὑποτυπώδους ὄρθρου. Ἀρχίζει μὲ ἕνα θρηνητικὸ ψαλμό, τὸν τελευταῖο τῶν ψαλμῶν τοῦ ἑξάψαλμου («Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου…»-ψαλμὸς 142ος), τὸ «Θεὸς Κύριος…» μὲ τὰ Θεομητορικὰ τροπάρια «Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν…» καὶ «Οὐ σιωπήσωμεν ποτὲ Θεοτόκε…», τὸν 50ο ψαλμὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…», τὸν Κανόνα μὲ Κάθισμα στὸ τέλος τῆς γ΄ καὶ τὸ Κοντάκιο στὸ τέλος τῆς ς΄ ὠδῆς καὶ τὴν παρεμβολὴ τῶν ἀναβαθμῶν, τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς Συναπτῆς του, μὲ τὰ τροπάρια ποὺ συνοδεύουν τὸν 50ο ψαλμὸ στὸν ὄρθρο, τὰ μεγαλυνάρια μετὰ τὴν θ΄ ὠδὴ καὶ στὸ τέλος τροπάρια πού μποροῦν νὰ παραλληλισθοῦν πρὸς τὰ ἐξαποστειλάρια τοῦ ὄρθρου στὸ Μέγα Παρακλητικὸ κανόνα ἢ πρὸς τὰ ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου στὴν μικρὰ Παράκληση. Ἂν συνδυάσουμε μάλιστα τὰ ἀνωτέρω πρὸς τὴν τάξη ποὺ ἰσχύει στὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων, ποὺ ὡς πρῶτος κανὼν στὸν ὄρθρο ψάλλεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω παρακλητικοὺς κανόνας πρὸς τὴν Θεοτόκο, δὲν μᾶς μένει καμιὰ ἀμφιβολία, ὅτι καὶ στὶς παρακλήσεις ἔχουμε ἕνα Θεομητορικὸ παρακλητικὸ ὄρθρο κατὰ τὸν τύπο τῶν μοναχικῶν ὁλονυκτιῶν.

Ὁ μικρὸς κανὼν φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοστηρίκτου μοναχοῦ ἢ τοῦ Θεοφάνους, πού ἴσως πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο ποὺ χαρακτηρίζεται πότε μὲ τὸ κοσμικό, πότε μὲ τὸ μοναχικό του ὄνομα. Ποιὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὁμώνυμους ποιητὲς εἶναι ὁ συντάκτης τοῦ κανόνος αὐτοῦ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ προσδιορισθεῖ.

Τοῦ μεγάλου ποιητὴς εἶναι ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις (1222-Ι258). Ὁ δεύτερος αὐτὸς κανὼν ἔχει μᾶλλον προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ ἀναφέρεται εἰδικῶς στὰ παθήματα καὶ τὶς περιστάσεις τοῦ βίου τοῦ πολυπαθοῦς αὐτοῦ βασιλέως. Ὁ πρῶτος εἶναι γενικότερος καὶ ταιριάζει σὲ κάθε ἄνθρωπο θλιβόμενο, ἀσθενοῦντα καὶ πάσχοντα ἀπὸ πνευματικὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, ἀπὸ ἐπιβουλὲς δαιμονικὲς καὶ κάθε ἄλλο ψυχοσωματικὸ κίνδυνο.


Καὶ οἱ δύο Κανόνες ψάλλονται σὲ ἦχο πλ. δ΄. Ἡ α΄ ὠδὴ τοῦ Μικροῦ ἔχει εἱρμὸ τὸ «Ὑγράν διοδεύσας», τοῦ μεγάλου τὸ «Ἁρματηλάτην Φαραώ». Καὶ οἱ δύο ἁμιλλῶνται στὴν ἐκλογὴ ὡραίων εἰκόνων, λεπτοῦ καὶ εὐγενοῦς τρόπου ἐκφράσεως τῆς δεήσεως, ζωηρῆς περιγραφῆς τῶν θλίψεων καὶ τῶν συμφορῶν καὶ τῶν αἰσθημάτων πίστεως, πόνου, ἀλλὰ καὶ ἐλπίδος καὶ ἐγκαρτερήσεως. Ὁ θρῆνος τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἔκφραση ἀπογνώσεως καὶ ἀπελπισίας, ἀλλὰ αἴτηση τοῦ Θείου ἐλέους καὶ τῆς βοηθείας τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγῶνος τοῦ βίου καὶ γιὰ τὴν νικηφόρο ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν.

το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Μαΐου 27, 2015

Πεντηκοστή










“Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν
καί Πνεύματος ἐπιδημίαν
καί προθεσμίαν ἐπαγγελίας
καί ἐλπίδος συμπλήρωσιν·
καί τό μυστήριον ὅσον;
῾Ως μέγα τε καί σεβάσμιον.
Διό βοῶμέν σοι·
Δημιουργέ τοῦ παντός,
Κύριε, δόξα σοι”.



Αὐτόν τόν θαυμάσιο ὕμνο θέτει ἡ ᾿Εκκλησία μας σάν προπύλαιο στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Καί σ᾿ αὐτόν ἀνακεφαλαιώνει τό “μέγα καί σεβάσμιον” μυστήριον, τό ὁποῖον πανηγυρίζει: Τήν συμπλήρωσι τῆς ἐλπίδος, τήν προθεσμία τῆς ἐπαγγελίας, τήν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Γιατί πράγματι τό ἑορταζόμενο γεγονός, ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τό τέλος καί τό ἐπιστέγασμα ὅλου τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. ῞Ολο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔλευσις, ἡ διδασκαλία, τό πάθος, ἡ ἀνάστασις, ἡ ἀνάληψις ἀπέβλεπαν σ᾿ αὐτό· στήν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο, στήν νέα δημιουργία. ᾿Ακριβῶς γιά τό λόγο αὐτό στό τροπάριο πού ἀκούσαμε καί σέ ὅλη τήν ὑμνογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ἀνυμνεῖται ὁ δημιουργός τοῦ παντός, ὁ Πατήρ, πού διά τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης Του, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργεῖ τόν κόσμο, ἀναδημιουργεῖ, ξανακτίζει τήν κτίσι καί τήν μεταβάλλει σέ νέα, τήν ἀνακαινίζει.

῎Ετσι ἡ ἡμέρα αὐτή συνδέει τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ νέου κόσμου μέ τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ παλαιοῦ. Τίς δύο γεννήσεις, τήν φυσική καί τήν ὑπερφυσική. Στήν πρώτη μᾶς μεταφέρουν οἱ πρώτες γραμμές τῆς Βίβλου: “῾Η δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Καί εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς. Καί ἐγένετο φῶς. Καί εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς ὅτι καλόν” (Γεν. 1,2—4). Στήν δευτέρα συμβαίνει τό ἴδιο. ᾿Επάνω στήν ἄμορφο ὕλη τῶν ἐθνῶν καί τό σκότος τῆς πλάνης ἐκχύνεται ἡ βιαία πνοή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο λόγος Του ἀνακαινίζει τήν παλαιωθεῖσα κτίσι. “Πάρθοι καί Μῆδοι καί ᾿Ελαμῖται καί οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, Πόντον καί τήν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καί Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καί τά μέρη τῆς Λυβίης τῆς κατά Κυρήνην.... Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοι τε καί προσήλυτοι, Κρῆτες καί ῎Αραβες” (Πράξ. 2,9—11) εἶναι ἡ νέα ἄβυσσος, τό γέννημα τῆς διασπορᾶς, τῆς κατατμήσεως καί τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ κόσμου. ᾿Επάνω ἀπό αὐτούς τώρα ἐπιφέρεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Του καλεῖ ὅλους εἰς συμφωνίαν, εἰς ἑνότητα Πνεύματος ἁγίου, εἰς τό φῶς. “῾Ο εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι” (Β.´ Κορ. 4,6) τούς καλεῖ νά ἐπιστρέψουν “ἀπό σκότους εἰς φῶς” (Πράξ. 26,18), νά γίνουν “φῶς ἐν Κυρίῳ” (Ἐφεσ. 5,8). Καί ἡ ἀναχώνευσις γίνεται μέ τάς πυριμόρφους γλώσσας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού διεμερίσθησαν στούς ἀποστόλους. “Καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός” (Πράξ. 2,3). ῾Η γλῶσσα, τό σύμβολο, τό ἀποτέλεσμα καί τό αἴτιο τοῦ χωρισμοῦ, γίνεται τώρα σύμβολο ἑνότητος, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἐγκαινισμός τοῦ Πνεύματος συμβολίζεται μέ τήν καινουργία τῶν γλωσσῶν. Διά τοῦ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι λαλεῖται τώρα τό μυστήριο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Αὐτό ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει τό δεύτερο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ α´ ἤχου:



“Γλώσσαις ἀλλογενῶν
ἐκαινούργησας, Χριστέ, τούς σούς μαθητάς,
ἵνα δι᾿αὐτῶν σε κηρύξωσι
τόν ἀθάνατον Λόγον καί Θεόν,
τόν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος”.



῾Ο λαός λοιπόν τοῦ Θεοῦ, ἡ ᾿Εκκλησία ἑορτάζει κατά τήν Πεντηκοστή τήν γέννησί της. Τήν γενέθλιο ἡμέρα της, ἀλλά καί αὐτό τό μυστήριο τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς της. Γιατί ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔζησε τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς σέ μία στιγμή χρόνου κατά τό μακάριο ἐκεῖνο ἔτος καί τήν ἱστορική ἐκείνη ἡμέρα, πού “ἐπλήσθησαν” οἱ μαθηταί “Πνεύματος ἁγίου”. ᾿Αλλά τό ζῇ καθημερινῶς, διαρκῶς, σέ κάθε στιγμή χρόνου, ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν γενέθλιο μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γιατί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦλθε τότε καί ἔκτοτε μένει καί θά μένῃ εἰς τόν αἰῶνα στόν κόσμο γιά νά συγκροτῇ τήν ᾿Εκκλησία. Πνεῦμα καί ᾿Εκκλησία εἶναι ἀδιασπάστως ἡνωμένα. Τό ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ζωή, ἡ ὕπαρξις τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καινῆς ζωῆς. Σ᾿ αὐτό ὀφείλεται ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από αὐτό πηγάζουν τά χαρίσματα, οἱ θεσμοί, ἡ πίστις καί ἡ θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας. Τήν βιαία Του πνοή καί τήν πυρίμορφο δρόσο Του αἰσθάνεται σέ κάθε βῆμα, σέ κάθε ἐκδήλωσι, σέ κάθε κίνησί της. ᾿Από αὐτό πηγάζουν οἱ ὑπερφυσικές ἐνέργειες τῶν μυστηρίων, πού ζωογονοῦν, πού τροφοδοτοῦν καί ἁγιάζουν τό σῶμά της. Αὐτό θεολογεῖ καί ὁ ποιητής τοῦ τρίτου στιχηροῦ τοῦ ἑσπερινοῦ:

“Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
βρύει προφητείας,
ἱερέας τελειοῖ,
ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,
ὅλων συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ομοούσιε καί ὁμόθρονε
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ,
Παράκλητε, δόξα σοι”.



Στήν ἱστορική λοιπόν Πεντηκοστή, ἀλλά καί στήν διαρκῆ Πεντηκοστή, στήν ὁποία ζῇ ἡ ᾿Εκκλησία, θά μᾶς μεταφέρῃ κατά τήν ἐπέτειο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Θά μᾶς καλέσῃ νά κλίνωμε τά γόνατα στάς αὐλάς τοῦ Κυρίου καί νά προσκυνήσωμε τήν ἀήττητο δύναμί Του, νά δοξολογήσωμε τήν ἁγία Τριάδα, πού φωτίζει καί ἁγιάζει τίς ψυχές μας. Καί στήν στάση αὐτή τῆς ταπεινώσεως, τῆς κλίσεως τῶν γονάτων καί τοῦ αὐχένος, νά ὑποδεχθοῦμε τήν χάρι τοῦ Παρακλήτου. Νά ἀνανεώσωμε καί νά ἀναρριπίσωμε τήν φλόγα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Νά συνειδητοποιήσωμε τήν θέσι μας καί τήν ὑπόστασί μας σάν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ναῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ναῶν καί σκευῶν καθαρῶν, δοχείων τοῦ Παρακλήτου, τῶν ὁποίων κάθε σκέψις θά ὑπαγορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς σοφίας, κάθε ἐνέργεια ἀπό τό Πνεῦμα τῆς συνέσεως, τό ἀγαθόν, τό εὐθές, τό νοερόν, τό ἡγεμονεῦον, τό καθαῖρον τά πταίσματα. Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό Κύριον καί ζωοποιόν, τό θεῖον πού θεοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, πού διά τῆς χάριτός Του μᾶς μεταβάλλει σέ “Θεούς κατά μέθεξιν”.

Αὐτό τό ὑπερφυές γεγονός τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Παρακλήτου περιγράφουν τά τρία θαυμάσια τροπάρια τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ δ´ ἤχου. Αὐτό τό Πνεῦμα ἐγκωμιάζουν καί αὐτοῦ τήν χάρι ἐπικαλοῦνται μαζί μέ τό δοξαστικό τοῦ πλ. β´ ἤχου.

“Παράδοξα σήμερον
εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυίδ,
ὅτε τό Πνεῦμα κατῆλθε τό ἅγιον
ἐν πυρίναις γλώσσαις,
καθώς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο.
Φησί γάρ· Συνηγμένων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,
ἐγένετο ἤχος, καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς,
καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι·
καί πάντες ἤρξαντο φθέγγεσθαι
ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι,
ξένοις διδάγμασι τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
ἦν μέν ἀεί καί ἔστι καί ἔσται
οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον,
ἀλλ᾿ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον
καί συναριθμούμενον.
Ζωή καί ζωοποιοῦν·
φῶς καί φωτός χορηγόν·
αὐτάγαθον καί πηγή ἀγαθότητος·
δι᾿ οὗ Πατήρ γνωρίζεται
καί Υἱός δοξάζεται
καί παρά πάντων γινώσκεται,
μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
φῶς καί ζωή καί ζῶσα πηγή νοερά,
Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως·
ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν,
ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τά πταίσματα.
Θεός καί θεοποιοῦν·
πῦρ ἐκ πυρός προϊόν·
λαλοῦν, ἐνεργοῦν,
διαιροῦν τά χαρίσματα·
δι᾿ οὗ προφῆται ἅπαντες
καί Θεοῦ ἀπόστολοι
μετά μαρτύρων ἐστέφθησαν.
Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα,
πῦρ διαιρούμενον εἰς νομάς χαρισμάτων”.
“Βασιλεῦ οὐράνιε,
Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν,
ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός·
ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν
καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος
καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν”.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...