Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρησκευτικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρησκευτικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαρτίου 12, 2013

Άθεοι αριστεροί προσπαθούν να κάνουν τα Ελληνόπουλα αθεόπουλα…


Και φυσικά η Εκκλησία της Ελλάδος, που «παίζει» με τον ΣΥΡΙΖΑ και οργανώνει συνέδρια μαζί του, κάνει την πάπια...
Ο λόγος για το νέο πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών, που εφαρμόζεται «πιλοτικά» σε ορισμένα σχολεία της χώρας και θα υλοποιηθεί από τη νέα σχολική χρονιά σε όλα τα σχολεία. Σύμφωνα με ειδικούς, που εξέφρασαν τις ενστάσεις τους στο πλαίσιο του πανελλήνιου επιστημονικού συνεδρίου «Το μάθημα των Θρησκευτικών: Προβληματισμοί – επισημάνσεις – προτάσεις», που πραγματοποιείται στο τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το να μιλάς για τον βουδισμό και τον ταοϊσμό σε παιδιά μόλις οκτώ ετών (με σαφή στόχευση να μεταβληθούν αυτά σε άθρησκους νέους), τη στιγμή που το Σύνταγμα άλλα προβλέπει (δημιουργία εθνικής & πατριωτικής συνείδησης), δημιουργεί σύγχυση στους μαθητές. Και φυσικά, δεν συμβάλει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής ταυτότητάς τους.
Θρησκειολογία λοιπόν στα παιδιά... Κάτι που σε όλη σχεδόν την Ευρώπη έχει απορριφθεί, γιατί απλά απέτυχε. Ποιος εισηγήθηκε λοιπόν όλα τα παραπάνω; Κάποιος που θέλει να δει να αποχρωματίζεται θρησκευτικά η κοινωνία μας. Και το μάθημα των Θρησκευτικών, να μην απηχεί τις παραδόσεις της χώρας... Όπως μάλιστα επισήμαναν οι ομιλητές, από το νέο πρόγραμμα σπουδών απουσιάζουν σημαντικά στοιχεία από τον ορθόδοξο πολιτισμό, από την μυστηριακή ζωή, από τις χριστιανικές αρετές και πρότυπα. Στόχος κάποιων, είναι η δημιουργία μιας ελευθεριακής κοινωνίας. Όπου όμως η ανθρώπινη ζωή, δεν θα αξίζει τίποτα...
Προσέξτε: το νέο πρόγραμμα δίνει τη δυνατότητα στους δασκάλους να επιλέγουν ελεύθερα τα θέματα διδασκαλίας από εξωτερικούς... χορηγούς! Όπως οι Σαϊεντολόγοι ας πούμε... Περίμεναν την εκδημία του μακαριστού Χριστόδουλου για να τα κάνουν όλα αυτά χωρίς αντίσταση... Σωστά λοιπόν ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, Ηλίας Φραγκόπουλος, επεσήμανε ότι το ελληνικό κράτος αντιστρατεύεται την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση των μαθητών, κατά παράβαση του Συντάγματος αλλά και του δικαιώματος κάθε χριστιανού να καλλιεργεί την πίστη των πατέρων του.


πηγη

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013

Το πρόβλημα των θρησκευτικών στα σχολεία: Μία αγιορείτικη θεώρηση - Αρχιμ. Βασιλείου Ιβηρίτου


Το ομολογιακό μάθημα είναι ανοικτό και απεριόριστο. 
Το ανοικτό ανθρωπίνως είναι το κλειστό και ανυπόφορο... 
Είναι αδιάσπαστη η σχέσι αλήθειας και αγάπης. 
Δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. 

***
Ακούμε το θέμα που υπάρχει. Καταλαβαίνουμε τα προβλήματα. Δεχόμαστε τις δυσκολίες. Υπάρχουν καινούργιες συνθήκες ζωής. Βρίσκονται μαζί με τα ορθόδοξα παιδιά της Ελλάδος ξένα, άλλης καταγωγής και άλλων παραδόσεων. 
Πρέπει να βρεθή ένας τρόπος να μπορέσωμε να συμβιώνωμε, να ανεχόμαστε τον άλλον της άλλης παραδόσεως. Βρισκόμαστε σε νέα εποχή. Εύκολα μετακινούνται πληθυσμοί. Μεταφέρονται πληροφορίες, γνώσεις και εμπορεύματα. 
Πρέπει να είναι το σχολείο ανοιχτό, ανεκτικό. Και τα δικά μας παιδιά να το καταλάβουν, να το δεχθούν. Και τα ξένα παιδιά να μην αισθάνωνται ξένα, αλλά να τρέφωνται από τη μια πηγή της αλήθειας.

Γίνεται συζήτησι. Προβληματίζονται πολλοί. Προτείνονται λύσεις: το σχολείο να έχη ένα χαρακτήρα θρησκειολογικό. Να μείνη ομολογιακό εφόσον η συντριπτική πλειοψηφία, σχεδόν ολότης, είναι ορθόδοξη. Να πάρη χαρακτήρα πιο ανοιχτό, με γνωσιολογικό περιεχόμενο.
 Τα ακούμε, τα βλέπομε, τα κατανοούμε. Υπάρχει πρόβλημα. Αλλά έτσι που τίθεται προκαλεί δυσκολίες. Δημιουργούνται αντιμαχόμενες παρατάξεις. 
Όλοι ισχυρίζονται ότι ξεκινούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν αρνούνται αλλά κηρύττουν την Ορθόδοξη παράδοσι. Αλλά ενώ αυτά λέγονται οι διαφωνίες υπάρχουν. Το χάσμα φαίνεται μεγάλο. 

* * * 

Βλέποντας το θέμα όλο από τη δική μας πλευρά το βλέπομε σοβαρό και ταυτόχρονα ανύπαρκτο. 
Ερχόμενοι στο Άγιον Όρος μπαίνομε σε ένα σχολείο. Γινόμαστε ισόβιοι μαθητές. Σπουδάζομε και ζούμε τη λειτουργική θεολογία της Εκκλησίας. 
Εδώ βρίσκομε την απάντησι για το θέμα. «Εν αυτή γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμεν». Νοιώθομε να είναι κάτι άλλο πανανθρώπινο και θεϊκό. Δεν είναι μια θρησκευτική άποψι. Είναι μια θεοφάνεια· φανέρωσι του αοράτου, ακαταλήπτου και απροσίτου Θεού. 
Στις αντιρρήσεις που μπορεί να προκληθούν από τα λεγόμενά μας, απλώς λέμε: αφήστε μας να μιλήσωμε για το θέμα. Αφήστε μας να σιωπήσωμε. Να πάμε στην άκρη. Να μην εμποδίζωμε κανένα. Να πούμε: «Έρχου και ίδε» (Ιω. 1, 46). Δεν μπορείς να πης τα άρρητα. 

* * * 

Ζώντας μέσα στην Εκκλησία εκπλήττεσαι. Δεν πλησιάζεις το μυστήριο της ζωής διανοητικά. Γνωρίζεις τον Θεό ως πλησμονή αγάπης, αλήθειας και κάλλους. Βαφτίζεσαι ολόκληρος στα νάματα της χάριτος. 
Γνωρίζομε την άφατη αγάπη του Θεού: Γίνεται άνθρωπος. Ταπεινώνεται. Θυσιάζεται. Δεν κρίνει κανένα. Δέχεται να κριθή από όλους. Τα πάντα υπομένει για να σώση τον άνθρωπο, για να σώση την ελευθερία του.Παραξενεύεσαι και μένεις άφωνος μπροστά σ' αυτή την ταπείνωσι, το έλεος, τη φιλανθρωπία. 
Βλέπεις πως επεμβαίνει. Δεν τιμωρεί τον αδύνατο. Αίρει την αμαρτία του κόσμου. Κατακρίνει την αμαρτία εν τη εαυτού σαρκί. Σε εκπλήττει με τη συμπεριφορά του. 
Είναι ο Παντοκράτωρ και παντοδύναμος. Πολιτεύεται ως αδύνατος και ανύπαρκτος για να μπορέση να αναπτυχθή ο άνθρωπος. 
Φεύγει από αγάπη. «Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω». Και την ίδια στιγμή είναι ο αοράτως παρών που τα κάνει όλα για τη σωτηρία όλων. Είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος στη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Η διαγωγή Του μας κρίνει. 
Μέγα το μυστήριο του Θεού. Μέγα το μυστήριο του ανθρώπου· του μικρού, του άρρωστου, φυλακισμένου και ξένου. 
Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος. Είναι Θεάνθρωπος και ομολογεί: «Εγώ ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος».
Ταπεινώνεται. Πάει πιο κάτω από τον άνθρωπο. Θέλει να σώση τον περιφρονημένο και ελάχιστο. Θέλει να θεώση το ανθρώπινο. 
Δεν είναι άλλο η ομολογία της θεϊκής δυνάμεως και του κύρους· και άλλη η συντριβή της ταπεινώσεώς Του. Το «εγώ ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος» λέει δια της διαγωγής του ξεκάθαρα: Εγώ είμαι Θεός και όχι άνθρωπος. 
Μόνον ένας Θεός μπορεί τόσο να ταπεινωθή και να φανερώση τη θεϊκή δόξα της ταπεινώσεως. 
Και για τον πιστό· δεν είναι άλλο η ομολογία της πίστεως και άλλο η προσφορά της αγάπης προς όλο τον κόσμο. Το ένα πολύτιμο που έχει να προσφέρη είναι η αλήθεια της πίστεως. 
Αμέσως δημιουργείται άλλο κλίμα. Αποκτάς άλλη συνείδησι του τι είναι Θεός, τι κόσμος και τι άνθρωπος. Δεν παίρνεις θέσι αμυνομένου, αλλά γεμίζεις με το δέος του προσκυνητού που συγκλονίζεται από το θεϊκό μεγαλείο της αγάπης που σε περιβάλλει. 
Αποκτάς άλλες αισθήσεις. Γίνεσαι μια αίσθησι. Κάνεις διάγνωσι της αξίας του κάθε ανθρώπου και πράγματος. Γνωρίζεις τον Άγνωστο. Πλησιάζεις τον άφθαστο. Αυτός σε πλησιάζει. Γι’ αυτό το «γνόντες τον Θεόν» εκφράζεται με το «γνωσθέντες υπό του Θεού» (Γαλ. 4, 9). 
Όλα μετρούνται διαφορετικά, μεταμορφώνονται θεϊκά. Όλα είναι φανέρωσι αυτής της αγάπης· και όταν μας συμπαραστέκεται στοργικά και όταν μας εγκαταλείπει διακριτικά.

Στον απόστολο Πέτρο που ζητά να βαδίση επί των υδάτων και να έλθη προς Αυτόν, από αγάπη του δίδει τη δύναμι. Στη συνέχεια, από την ίδια αγάπη κινούμενος αίρει την χάρι Του, και ο Πέτρος βυθίζεται. Τότε από μέσα του φυσιολογικά βγαίνει η κραυγή· Επιστάτα απολλύμεθα, σώσε μας. 
Η μεγαλωσύνη του Θεού φανερώνεται στη θυσία της αγάπης και στην κένωσι της προσφοράς. Το μεγαλείο του ανθρώπου βρίσκεται και αναπτύσσεται μέσα στο πνεύμα της ευγνωμοσύνης, της υπομονής και της ευχαριστίας προς Αυτόν που προσφέρεται ως τροφή του παντός κόσμου, ως άρτος ουράνιος, μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος. Στέλνει το Πνεύμα του, το απαθώς μεριζόμενον και ολοσχερώς μετεχόμενον. Σε κάθε άγια μερίδα θείου Άρτου βρίσκεται όλος ο Χριστός. Σε κάθε χάρισμα όλα τα χαρίσματα του Πνεύματος. Έτσι ο καθένας τρέφεται με την χάρι της αιωνιότητος. 
Με την υπομονή και την αγάπη δέχεται ο άνθρωπος τη θεία επίσκεψι.
Όλα είναι ευλογία: Όταν μας χαρίζη την υγεία, μας τρέφει πνευματικά. Όταν επιτρέπη δοκιμασίες, μας χαρίζει τα ανέλπιστα. Στο τέλος πιο μεγάλη παράκλησι και αστείρευτη χαρά έρχεται από τις δοκιμασίες. Ούτε χαίρεσαι μόνο στη χαρά, ούτε στυγνάζεις στη θλίψι. Αναπαύεσαι σε Αυτόν που είναι Θεός ελέους, οικτιρμών και φιλανθρωπίας. Καταλήγεις σε μία αίτησι: Γενηθήτω το θέλημά σου. Χωρίς αυτόν τίποτε δεν έχει νόημα. Με τη χάρι Του όλα μετατρέπονται, προ παντός τα επώδυνα, σε ευλογίες. 
Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό με μια ψυχή που ξεπερνά την αξία όλου του κόσμου, και με μια δίψα που δεν σβήνει με όλες τις χαρές και τις επιτυχίες. Όλο τον κόσμο να του δώσης μένει ανικανοποίητος και νηστικός. Στο ελάχιστο το θεϊκό χάρισμα βρίσκει το παν που ακατάπαυστα ξεπερνιέται και πάει παραπέρα. Αυτό το ελάχιστο με τον ατελεύτητο δυναμισμό δεν κατορθώνεται με ικανότητες και προσπάθειες ανθρώπινες. Είναι δώρο του Ενός που δίδεται εξαίφνης στον ελάχιστο και ταπεινό που μόνον αγαπά, υπομένει και ελπίζει, ακόμα και όταν όλα χάνωνται. 
Έχει σαρκωθή η αλήθεια της αγάπης που καταργεί τους χωρισμούς και τον θάνατο. Αυτή τη σαρκωθείσα αλήθεια και την αγάπη γνωρίζομε. Αυτή μας έφερε εκ του μη όντος εις το είναι. Αυτή μας σώζει δωρεάν. Αυτήν ομολογούμε και κηρύττομε. Σ’ αυτήν εγκαταλείπομε την ζωήν ημών άπασαν και την ελπίδα. Σ’ αυτήν εγκαταλείπομε τα παιδιά όλου του κόσμου για να προκόψουν.

* * * 

Το σύνολο της ζωής στην Εκκλησία γνωρίζεται ως μία εορτή, ένα πανηγύρι χαράς. Μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι της ζωής και της ευφροσύνης βάζει η ορθόδοξη αγωγή τα παιδιά. Νοιώθουν τη ζεστασιά της αγάπης και τη χαρά του παιχνιδιού. 
Όσο περνά ο καιρός και μεγαλώνουν, γεννιούνται μέσα τους νέα ερωτήματα και προβλήματα: Φυσιολογικά έρχονται και οι απαντήσεις. Τότε βλέπουν τα απλά λόγια, οι ήχοι και οι εικόνες της λειτουργικής θεολογίας, να έχουν τόσο περιεχόμενο και βάθος που ούτε το καταλάβαινες ούτε το χρειαζόσουν όταν ήσουν μικρό παιδί. 
Το παιδί χαίρεται τα παιχνίδια και τη ζωή. Λυπάται μια στιγμή γιατί τα χάνει (τα παιχνίδια του παιδιού και τη νεότητα του εφήβου). Αυτά που ακολουθούν είναι εκπληκτικώτερα και μονιμώτερα. Μπαίνει στην παράδοσι του Αποστόλου που ομολογεί: «όταν ασθενώ τότε δυνατός ειμι». «Χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Και με την πάροδο του χρόνου. Έρχονται δυσκολίες. Δεν σταματούν τα βάσανα. Αλλά τα πάντα μεταβάλλονται σε ευλογία και αγαλλίασι. 

Ο δημιουργός και προνοητής της ζωής μας, κάθε φορά μας δίδει αυτό που χρειαζόμαστε. Όλα δι’ Αυτού αποδεικνύονται καλά: ο σταυρός, οι πειρασμοί, οι δοκιμασίες. 
Ενισχύεσαι από τις δοκιμασίες, και δυναμώνεις από τις ασθένειες. Τρέφονται οι ρίζες σου από τις πίκρες της ζωής και βλαστάνουν τα κλαδιά σου στους φωτεινούς ουρανούς της ελευθερίας και της επεκτάσεως. 
Δεν διδάσκεσαι εγκυκλοπαιδικά το φαινόμενο της θρησκείας. Ζης την πραγματικότητα ότι ο Θεός είναι αγάπη. Και πλάθεσαι απ’ αυτήν. 
Ο Θεός είναι τόσο μεγάλος και εύσπλαγχνος που σε αφήνει να τον αρνηθής αν πέσης στον πειρασμό της αφροσύνης, όπως έγινε με τον άσωτο υιό. Ο πατέρας δεν τον τιμωρεί (ούτε περισσότερ τον θανατώνει) επειδή τον αρνείται. Αλλά τον αφήνει να πάη όπου θέλει. Και η πατρική του αγάπη πηγαίνει πριν απ’ αυτόν. Τον συνοδεύει διακριτικά, χωρίς να τον βλέπη ο άσωτος. Και αρνούμενος τον πατέρα αντιλαμβάνεται την χάρι Του. Θυμάται το σπίτι Του. Και μόνος του γυρίζει στην ελευθερία της αγάπης που επιτυγχάνεται με την υπακοή στην αλήθεια που είναι ο Θεός πατέρας. 
Ο,τι επιτρέπει το επιτρέπει από αγάπη για το καλό μας.
Πρέπει να καλλιεργηθή το χωράφι για να δώση καρπό. Πρέπει να περάση δοκιμασίες σταυρών και πειρασμών ο άνθρωπος για να φτάση στην ευαισθησία να παίρνη δι’ ολίγων τα πολλά και από τον πόνο την παρηγοριά. 
Κάνοντας υπομονή στον αγώνα σου, κατά την πιο δύσκολη στιγμή που φτάνεις να λυγίσης· έρχεται και σε βρίσκει. Μένει μαζί σου και σε παρηγορεί. 
Παραξενεύεσαι τότε και λες: «Πόθεν μοι τούτο»; Πως έγινε αυτό σε μένα που όλοι με περιφρόνησαν με τις θεωρίες τους. Σε μένα που είμαι άξιος κάθε καταδίκης με τις αμαρτίες μου. Και ζης το γεγονός της θείας επισκέψεως και παρακλήσεως. Ζης το θαύμα της θείας παρουσίας. Νοιώθεις το θαύμα πως δημιουργείται ο κόσμος εκ του μη όντος από περίσσευμα αγάπης. Πως σαρκούται ο Λόγος και Θεός. Πως η ανθρώπινη φύσι, ο άνθρωπος, η Παρθένος Μαρία γεννά τον Θεό και αναδεικνύεται Θεοτόκος. 
Αυτά είναι υπέρ φύσιν και αίσθησιν, αλλά έτσι ενεργεί ο Θεός. Και γι’ αυτά τα θαυμάσια έχει πλάσει τον άνθρωπο. 
Όλα τα μεγάλα γίνονται ακόπως, είναι δώρα του Θεού· δίδονται εξαίφνης, χωρίς να το περιμένης, στους ήρωες της αγάπης και της υπομονής. 
Ζης μια ολόκληρη ζωή πόνων, για να φτάσης σε μια στιγμή που ταυτίζεται με την αιωνιότητα· με την ελευθερία της σωτηρίας. 
Σαν τον ληστή που καταλήγει κρεμασμένος πάνω στον σταυρό να πη μια φράσι: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Και μπαίνει αυθημερόν στον παράδεισο. 
Σαν την αιμορροούσα του Ευαγγελίου που υποφέρει επί σειρά ετών. Δεν βρίσκει καμμιά παρηγοριά και θεραπεία με τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Φτάνει στο απροχώρητο. Καταφεύγει στον Χριστό. Ακουμπά το άκρο του ιματίου Του. Αφήνει σ’ Αυτόν την απόγνωσι του πόνου. Και δέχεται την ίασι του πάθους. «Παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος» (Λουκ. 8, 44). 
Τότε λες: άξιζε όλος ο κόπος, τα βάσανα και η υπομονή μιας ζωής για να ζήσω αυτό το άρρητο θαύμα. 
Όλη η ανθρωπότης είναι ένας άνθρωπος. «Εις άνθρωπος κατωνομάσθη το παν» (Αγ. Γρηγόριος Νύσσης). Όλη η ιστορία μια ζωή, μια πορεία δοκιμασιών και πόνου. Είναι καιρός να δεχθή το μήνυμα της ζωής, το ένα, την αποκάλυψι της αγάπης του Θεού. 
Η ζωή δεν είναι μια τυφλή πορεία που καταλήγει στον θάνατο· αλλά είναι ένας δρόμος με πολλούς σταυρούς και απογνώσεις που καταλήγει στην Ανάστασι. 
Είναι δώρο του Θεού η εκ του μη όντως δημιουργία του κόσμου. Και είναι μεγαλύτερο δώρο της ίδιας αγάπης η έκπληξι της Αναστάσεως που καταργεί τον θάνατο και εγκαινιάζει την ατελεύτητη πορεία από δόξης εις δόξαν.

* * * 

Η ζωή είναι ενδιαφέρουσα επειδή είναι επικίνδυνη και απρόβλεπτη. Συνέχεια όλα διακυβεύονται και όλα είναι σίγουρα με την πίστι και την εμπιστοσύνη στην αγάπη Του. 
Συμβαίνουν απρόσμενες εκπλήξεις: Ούτε ο μακρυνός και ξένος είναι αποκλεισμένος από τη σωτηρία, ούτε ο κοντινός και μαθητής είναι εξασφαλισμένος. 
Ένας ληστής μπαίνει πρώτος στον παράδεισο. Ένας μαθητής αρνείται τον Διδάσκαλο και άλλος τον προδίδει. Ένας εκατόνταρχος πιστεύει. Και οι αρχιερείς εμπαίζουν και ζητούν τη σταύρωσι. Ο πιο σκληρός διώκτης γίνεται ο μεγαλύτερος Απόστολος. Όλα είναι καλά και ενδιαφέροντα γιατί όλα τα ρυθμίζει «ο επί πάντων Θεός». 
Συμπεριφέρεται με στοργή στον παραστρατημένο και ενοχλούμενο από ακάθαρτα πνεύματα. Κρίνει αυστηρά τον υποκριτή που κάνει τον δάσκαλο του νόμου και βασανίζει τον κόσμο. Θεραπεύει τους αρρώστους. Καλεί κοντά του όλους τους κουρασμένους και απεγνωσμένους. Πετά έξω από το ναό τους κολλυβιστές και αργυραμοιβούς που μεταβάλλουν τον οίκο του Θεού σε οίκο εμπορίου. 
Συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Συχνά αυτοί που τον αντιπροσωπεύουν τον αγνοούν. Και αυτοί που τον αρνούνται τον ζητούν. 
Έρχονται εξ ανατολών και δυσμών και ανακλίνονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Και οι κατά φαντασία υιοί της βασιλείας εκβάλλονται εις το πυρ το εξώτερον. 

Κάποιοι που λένε «Κύριε Κύριε» και παρουσιάζονται ως κήρυκες και θαυματουργοί θα ακούσουν (δηλαδή ακούνε αλλά δεν καταλαβαίνουν) «ουδέποτε έγνων υμάς». 
Κάποιοι συντηρητικοί κηρύττουν ταγκιασμένη θεολογία· άλλοι προοδευτικοί νερουλιασμένη· και δεν το καταλαβαίνουν. Ενώ την ίδια στιγμή αθορύβως προχέονται ποταμοί της χάριτος από κάποιους πονεμένους, ταπεινούς και άγνωστους. 
Αυτός είναι αγάπη αμετάπτωτη και πάνσοφη. Εμείς επιπολαιότης αδικαιολόγητη και επικίνδυνη. Αλλά μένει πάντα για όλους μας η οδός της μετανοίας. 

* * * 

«Δίδω αγωγή» σημαίνει ότι ξέρω τι είναι Θεός, κόσμος, άνθρωπος. Ξέρω τι είναι το παιδί. Από που ξεκινά. Ποιά είναι η φιλοδοξία, η προσδοκία και οι δυνατότητές του. Ποιά ερωτήματα κυοφορούνται μέσα του και ποιές απαντήσεις δίδονται. 
Όταν εγώ που διδάσκω είμαι μισερός και ανεπαρκής με μειωμένα ενδιαφέροντα και ελλειπή γνώσι του μυστηρίου της ζωής και του ανθρώπου, είμαι ακατάλληλος για το έργο του παιδαγωγού. 
Όταν το παιδί είναι αετός του πνεύματος και εγώ το βλέπω σαν πουλερικό, για το κοτέτσι του συστήματος, να μου δίδη αυγά και κρέας για πούλημα. Τότε αγνοώ και πνίγω τα αιτήματα του αετού που έχει άλλους ορίζοντες ζωής. Πετά σε άλλα ύψη. Και φωλιάζει σε άλλες κορφές. Η Εκκλησία γνωρίζει τι είναι άνθρωπος, ποιά η φύσι και η αποστολή του. 
Δεν ασχολούμαι απλώς με το φαινόμενο θρησκεία. Δεν έχω μπροστά μου σπουδαστές θρησκειολογικών απασχολήσεων. Αλλά έχω ευαίσθητα πλάσματα που θέλουν να ζήσουν. 
Οφείλω να τους προσφέρω την κατάλληλη τροφή για να αναπτυχθούν και τα παιχνίδια για να παίξουν. Δεν τους εκθέτω ο,τι κυκλοφορεί στη θρησκευτική αγορά για να διαλέξουν μόνα τους. Απομακρύνω όλα τα αιχμηρά αντικείμενα για να μην κοπούν παίζοντας και όλα τα φάρμακα για να μην δηλητηριαστούν δοκιμάζοντας. 

Τα παιδιά της οποιασδήποτε θρησκευτικής παραδόσεως, όταν δουν και ακούσουν τον δάσκαλό τους εύκολα και απροβλημάτιστα να εκθέτη μπροστά τους όλες τις θρησκευτικές δοξασίες και τα σύμβολα· αυθόρμητα θα περιοριστούν στον εαυτόν τους, θα κλειστούν στην πίστι τους γιατί θα διακρίνουν τον κίνδυνο της πνευματικής αδιαφορίας και του θρησκευτικού αμοραλισμού. Ο δάσκαλός τους δεν είναι παιδαγωγός αλλά μεταπράτης πληροφοριών. 
Όταν παρουσιασθή η αλήθεια της Αγάπης που θυσιάζεται και τους εξασφαλίζει τη δυνατότητα της προσωπικής ζωής και ελευθερίας, τότε καθένα παιδί ανοίγει αυθόρμητα την καρδιά του όπως ανοίγει το άνθος τα πέταλά του στο φως του ήλιου. Και αρχίζει η ομορφιά της ζωής και της ευθύνης. Καθένας κρίνεται και κρίνει αυθόρμητα μέσα του. 
Σέβομαι την ελευθερία του άλλου σημαίνει ότι θυσιάζομαι για να την εξασφαλίσω. Και ο ελεύθερος εν Πνεύματι άνθρωπος, όπου και αν βρίσκεται είναι ένα μέρος του αληθινού εαυτού μας. Εν σώμα και εν πνεύμα εσμέν οι πολλοί. 
Ούτε κατεβάζω το μυστήριο της ζωής στην άψυχη πεζότητα της αδιαφορίας. Ούτε αγνοώ τη δίψα και την προσδοκία του νέου ανθρώπου για τα θαυμαστά και ανέφικτα. Η Εκκλησία ανοίγει το μυστήριο του κόσμου στην ψυχή του παιδιού. Για να χαρή την ομορφιά της ζωής και την κατάργησι του θανάτου. 
Είναι μεγάλη ευλογία για όλο τον κόσμο όταν οι ορθόδοξοι είμαστε αληθινά ορθόδοξοι.

* * * 

Συμπερασματικά: με την ορθόδοξη εμπειρία και ζωή, το ομολογιακό μάθημα είναι ανοικτό και απεριόριστο. Το ανοικτό ανθρωπίνως είναι το κλειστό και ανυπόφορο. Η οποιαδήποτε ελευθερία του δεν μπορεί να βγη έξω από τα όρια της φθοράς του χώρου και του χρόνου που δεν χωρούν τον άνθρωπο. 
Θρησκευτικά για όλους είναι η έκπληξι της αγάπης, της ταπεινώσεως του Θεού Λόγου, που θεώνει τον άνθρωπο. Θρησκευτικά για κανένα η βάναυση επέμβασι του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. 
Δεν θα το κάνω πιο ανθρώπινο, κατά το λογισμό μου, το μήνυμα της ζωής όταν παρουσιάζω τον Χριστό όχι ως Θεάνθρωπο, όπως τον πιστεύει η Εκκλησία, αλλά ως ένα αρχηγό θρησκείας από τις πολλές που υπάρχουν. 
Και δεν βοηθώ κανένα όταν λέω ότι η Παναγία Μητέρα του Θεανθρώπου δεν είναι Θεοτόκος αλλά μια καλή γυναίκα. 
Με απλότητα και βεβαιότητα λέγονται τα άρρητα και βιούνται τα ανέλπιστα: ο Θεός έχει τόση αγάπη που γίνεται άνθρωπος. Και ο άνθρωπος έχει τέτοιες δυνατότητες, που μπορεί να γίνη θεός κατά χάριν. Και η Παναγία Μητέρα Του δεν είναι Χριστοτόκος αλλά Θεοτόκος, «εν η θεωρούσα η κτίσις αγάλλεται». 
Αυτά λέγονται και βιούνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Και ούτε επιβάλλεται δια της βίας σε κανένα η αλήθεια. Ούτε αποκρύπτεται από δειλία το θαύμα. 
Η αλήθεια της σεσαρκωμένης Αγάπης δεν σκοτώνει ούτε σταυρώνει κανένα. Αλλά δέχεται να σταυρωθή για να σώση τους σταυρωτές της.

* * * 

Στη ζωή του ανθρώπου υπάρχουν δυσκολίες και πειρασμοί. Υπάρχει ο διάβολος που σπείρει ζιζάνια μέσα στο καλό σπέρμα. Πολλοί θέλουν να αφαιρέσουν τα ζιζάνια. Ο Κύριος του αγρού συμβουλεύει: Καλύτερα μην τα πειράζετε. Αφήστέ τα να συναυξάνωνται μέχρι την ώρα του θερισμού. Τότε θα πω στους αγγέλους να βγάλουν τα ζιζάνια και να τα κάψουν. 
Εμείς θέλομε να ξεκαθαρίσωμε τα πράγματα αμέσως. Εκείνος πάλι συμβουλεύει: περιμένετε. Μήπως δεν διακρίνετε ακριβώς που βρίσκεται το κακό. Δεν διακρίνετε σωστά την αρρώστια και μαζί με τα ζιζάνια κάψετε και τον εαυτόν σας. 
Εμείς όμως είμαστε σίγουροι για το αλάθητο της διαγνώσεώς μας. Και επεμβαίνομε δυναμικά για να καθαρισθή ο αγρός της ιστορίας. 
Καίμε τα ζιζάνια των αιρετικών και απίστων για να κρατήσωμε καθαρή την πίστι. 
Καίμε τα μιάσματα της κατώτερης ράτσας για να διατηρήσωμε καθαρή τη λευκή φυλή μας. 
Σκοτώνομε τους εκμεταλλευτές του λαού για να επιβάλωμε τη δικαιοσύνη και την ισότητα με τη βία της αποφάσεως και την ισχύ της γροθιάς μας. 
Αλλά δεν βρίσκεται έτσι η λύσις. Όλοι είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας. Όλοι περιμένουν τη σωτηρία. Όλοι είμαστε υπεύθυνοι για όλα. 
Ενώ το ψέμα σκοτώνει τον άλλον για να επιβληθή· η Αλήθεια σταυρώνεται για να σώση τους σταυρωτές της. Η προτροπή της Εκκλησίας είναι: «Σταυρώθητι και μη σταυρώσης. Αδικήθητι και μη αδικήσης». Ο τελικός σκοπός του θείου θελήματος είναι: «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».

* * * 

Όταν ανεξάρτητα της δημιουργικής των πάντων Αλήθειας θέλω να επιβάλλω την άποψί μου: η σκοτώνω τον άλλον για να σώσω τη θεωρία μου, η σκοτώνω την αλήθεια (εξισώνω τα υγιή με τα νοσηρά) για να ζαλίσω τον άνθρωπο και να πετύχω τα σχέδιά μου. 
Είναι αδιάσπαστη η σχέσι αλήθειας και αγάπης. Δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. 
Η αλήθεια της αγάπης δημιουργεί τον κόσμο. Και η αγάπη της αλήθειας ελευθερώνει τον άνθρωπο. «Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8, 32). 
Το ψέμα: είτε σκοτώνει τον άνθρωπο για να σώση τη θεωρία του· είτε σκοτώνει την αλήθεια -- εξισώνει τη φενάκη με την πραγματικότητα -- για να ακυρώση την ελευθερία του ανθρώπου. 
Αλήθεια είναι η αγάπη που θυσιάζεται για να σώση τον άνθρωπο, τον αδύνατο και αδικαιολόγητο. 
Ψέμα είναι η βάναυση επέμβασι που επιβάλλεται δια της βίας. Κλείνει τον άνθρωπο στην καταδίκη της συμφοράς. Και την ονομάζει θρησκεία, εάν ο αυτουργός της παριστάνη τον προφήτη η δημοκρατία εάν παίζη το ρόλο του πολιτικού ηγέτη. 
Αλλά η βαναυσότητα του πείσματος βασιλεύει αλλ’ ουκ αιωνίζει. Βασανίζει μόνο μέσα στην ιστορία τον άνθρωπο. 
Ο χρόνος περνά. Η μανία σβήνει. Η γροθιά λειώνει. Τα θύματα μένουν. Και μέσα στις οιμωγές του πόνου και τους ποταμούς των αιμάτων που χύνομε, βλέπομε ήρεμα η ίδια αλήθεια της Αγάπης να παρουσιάζεται αλώβητη και να μας περιμένη. . . 

* * * 

Και όλοι εάν επαναστατήσωμε για να αντικαταστήσωμε τον Ένα δημιουργό του παντός και να διορθώσωμε το έργο Του, δεν πετυχαίνομε τίποτε πέρα από συμφορές για τον κόσμο. 
Και όλοι μόνοι μας εάν αποφασίσωμε να Τον βοηθήσωμε με το λογισμό μας, πάλι στο κενό δουλεύομε. 
Όταν με δέος συνειδητοποιήσωμε την ιερότητα της ζωής και την παντοκρατορία της Αγάπης, συνερχόμεθα εν μετανοία. Ταπεινούμεθα ευγνώμονα και ευχαριστούμε συνεσταλμένοι. 
Ζητούμε να γίνεται το θέλημά Του και εγκεντριζόμαστε στην καλλιέλαιο της ζωής. Γίνονται παντοδύναμοι οι αδύνατοι. Αυτοί είναι ευλογία για όλους, γιατί όλοι είμαστε ένα. 
Η αποκαραδοκία των εθνών και ο τελικός σκοπός της θείας βουλήσεως είναι: «ίνα πάντες εν ώσι». 
Από αγάπη προς τις ευαίσθητες ψυχές, όπου γης, που πονούν και διψούν την αλήθεια της ελευθερίας· και από σεβασμό προς αυτούς που πολτοποιήθηκαν- και πολτοποιούνται - από τους ολοκληρωτισμούς του ψεύδους, είναι καλό να σεβαστούμε την αγιότητα της ζωής του ανθρώπου όπως την έπλασε ο Θεός.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2013

Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου, Τὸ πρό­βλη­μα τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν στὰ σχο­λεῖ­α



"Τὸ ὁμολογιακὸ μάθημα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀπεριόριστο. Τὸ ἀνοικτὸ ἀνθρωπίνως εἶναι τὸ κλειστὸ καὶ ἀνυπόφορο... Εἶναι ἀδιάσπαστη ἡ σχέσι ἀλήθειας καὶ ἀγάπης. Δὲν ὑπάρχει ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη".
Τὸ πρό­βλη­μα τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν στὰ σχο­λεῖ­α
Μία ἁγιορείτικη θεώρησι
Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου
Ἀ­κοῦ­με τὸ θέ­μα ποὺ ὑ­πάρ­χει. Κα­τα­λα­βαί­νου­με τὰ προ­βλή­μα­τα. Δε­χό­μα­στε τὶς δυσκολίες. Ὑ­πάρ­χουν και­νούρ­γι­ες συν­θῆ­κες ζω­ῆς. Βρί­σκον­ται μα­ζὶ μὲ τὰ ὀρ­θό­δο­ξα παι­δι­ὰ τῆς Ἑλ­λά­δος ξέ­να, ἄλ­λης κα­τα­γω­γῆς καὶ ἄλ­λων πα­ρα­δό­σε­ων.
Πρέ­πει νὰ βρε­θῆ ἕ­νας τρό­πος νὰ μπο­ρέ­σω­με νὰ συμ­βι­ώ­νω­με, νὰ ἀ­νε­χό­μα­στε τὸν ἄλ­λον τῆς ἄλ­λης πα­ρα­δό­σε­ως. Βρι­σκό­μα­στε σὲ νέ­α ἐ­πο­χή. Εὔ­κο­λα με­τα­κι­νοῦν­ται πλη­θυ­σμοί. Μεταφέρον­ται πλη­ρο­φο­ρί­ες, γνώ­σεις καὶ ἐμ­πο­ρεύ­μα­τα.Πρέ­πει νὰ εἶ­ναι τὸ σχο­λεῖ­ο ἀ­νοιχ­τό, ἀ­νε­κτι­κό. Καὶ τὰ δι­κά μας παι­δι­ὰ νὰ τὸ κα­τα­λά­βουν, νὰ τὸ δε­χθοῦν. Καὶ τὰ ξέ­να παι­δι­ὰ νὰ μὴν αἰ­σθά­νων­ται ξέ­να, ἀλ­λὰ νὰ τρέ­φων­ται ἀ­πὸ τὴ μι­ὰ πηγὴ τῆς ἀ­λή­θει­ας.
            Γί­νε­ται συ­ζή­τη­σι. Προ­βλη­μα­τί­ζον­ται πολ­λοί. Προ­τεί­νον­ται λύ­σεις: τὸ σχο­λεῖ­ο νὰ ἔ­χη ἕ­να χα­ρα­κτῆ­ρα θρη­σκει­ο­λο­γι­κό. Νὰ μεί­νη ὁ­μο­λο­γι­α­κὸ ἐ­φό­σον ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α, σχε­δὸν ὁλό­της, εἶ­ναι ὀρ­θό­δο­ξη. Νὰ πά­ρη χα­ρα­κτῆ­ρα πι­ὸ ἀ­νοιχ­τό, μὲ γνω­σι­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο.
            Τὰ ἀ­κοῦ­με, τὰ βλέ­πο­με, τὰ κα­τα­νο­οῦ­με. Ὑ­πάρ­χει πρό­βλη­μα. Ἀλ­λὰ ἔτ­σι ποὺ τί­θε­ται προκα­λεῖ δυ­σκο­λί­ες. Δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἀν­τι­μα­χό­με­νες πα­ρα­τά­ξεις.
            Ὅ­λοι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Δὲν ἀρ­νοῦν­ται ἀλ­λὰ κηρύτ­τουν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­σι. Ἀλ­λὰ ἐ­νῶ αὐ­τὰ λέ­γον­ται οἱ δι­α­φω­νί­ες ὑ­πάρ­χουν. Τὸ χά­σμα φαί­νε­ται με­γά­λο.
*   *   *
            Βλέ­πον­τας τὸ θέ­μα ὅ­λο ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πλευ­ρὰ τὸ βλέ­πο­με σο­βα­ρὸ καὶ ταυ­τό­χρο­να ἀνύ­παρ­κτο.
            Ἐρ­χό­με­νοι στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος μπαί­νο­με σὲ ἕ­να σχο­λεῖ­ο. Γι­νό­μα­στε ἰ­σό­βι­οι μα­θη­τές. Σπουδά­ζο­με καὶ ζοῦ­με τὴ λει­τουρ­γι­κὴ θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
            Ἐ­δῶ βρί­σκο­με τὴν ἀ­πάν­τη­σι γι­ὰ τὸ θέ­μα. "Ἐν αὐ­τῇ γὰρ ζῶ­μεν καὶ κι­νού­με­θα καί ἐ­σμεν". Νοι­ώ­θο­με νὰ εἶ­ναι κά­τι ἄλ­λο πα­ναν­θρώ­πι­νο καὶ θε­ϊ­κό. Δὲν εἶ­ναι μι­ὰ θρη­σκευ­τι­κὴ ἄ­πο­ψι. Εἶ­ναι μι­ὰ θε­ο­φά­νει­α· φα­νέ­ρω­σι τοῦ ἀ­ο­ρά­του, ἀ­κα­τα­λή­πτου καὶ ἀ­προ­σί­του Θε­οῦ.
            Στὶς ἀν­τιρ­ρή­σεις ποὺ μπο­ρεῖ νὰ προ­κλη­θοῦν ἀ­πὸ τὰ λε­γό­με­νά μας, ἁ­πλῶς λέ­με: ἀ­φῆ­στε μας νὰ μι­λή­σω­με γι­ὰ τὸ θέ­μα. Ἀ­φῆ­στε μας νὰ σι­ω­πή­σω­με. Νὰ πᾶ­με στὴν ἄ­κρη. Νὰ μὴν ἐμποδίζω­με κα­νέ­να. Νὰ ποῦ­με: "Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε" (Ἰ­ω. 1, 46). Δὲν μπο­ρεῖς νὰ πῆς τὰ ἄρ­ρη­τα.
*   *   *
            Ζῶν­τας μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλήτ­τε­σαι. Δὲν πλη­σι­ά­ζεις τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς διανοητι­κά. Γνω­ρί­ζεις τὸν Θε­ὸ ὡς πλη­σμο­νὴ ἀ­γά­πης, ἀ­λή­θει­ας καὶ κάλ­λους. Βαφ­τί­ζε­σαι ὁλόκληρος στὰ νά­μα­τα τῆς χά­ρι­τος.
            Γνω­ρί­ζο­με τὴν ἄ­φα­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ: Γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Τα­πει­νώ­νε­ται. Θυ­σι­ά­ζε­ται. Δὲν κρί­νει κα­νέ­να. Δέ­χε­ται νὰ κρι­θῆ ἀ­πὸ ὅ­λους. Τὰ πάν­τα ὑ­πο­μέ­νει γι­ὰ νὰ σώ­ση τὸν ἄν­θρω­πο, γι­ὰ νὰ σώ­ση τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του. Πα­ρα­ξε­νεύ­ε­σαι καὶ μέ­νεις ἄ­φω­νος μπρο­στὰ σ' αὐ­τὴ τὴν ταπείνω­σι, τὸ ἔ­λε­ος, τὴ φι­λαν­θρω­πί­α.
            Βλέ­πεις πῶς ἐ­πεμ­βαί­νει. Δὲν τι­μω­ρεῖ τὸν ἀ­δύ­να­το. Αἴ­ρει τὴν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ κό­σμου. Κατακρί­νει τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἐν τῇ ἑ­αυ­τοῦ σαρ­κί. Σὲ ἐκ­πλήτ­τει μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του.
            Εἶ­ναι ὁ Παν­το­κρά­τωρ καὶ παν­το­δύ­να­μος. Πο­λι­τεύ­ε­ται ὡς ἀ­δύ­να­τος καὶ ἀ­νύ­παρ­κτος γι­ὰ νὰ μπο­ρέ­ση νὰ ἀ­να­πτυ­χθῆ ὁ ἄν­θρω­πος.
            Φεύ­γει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη. "Συμ­φέ­ρει ὑ­μῖν ἵ­να ἐ­γὼ ἀ­πέλ­θω". Καὶ τὴν ἴ­δι­α στιγ­μὴ εἶ­ναι ὁ ἀοράτως πα­ρὼν ποὺ τὰ κά­νει ὅ­λα γι­ὰ τὴ σω­τη­ρί­α ὅ­λων. Εἶ­ναι ὁ προ­σφέ­ρων καὶ προ­σφε­ρό­με­νος καὶ προσ­δε­χό­με­νος καὶ δι­α­δι­δό­με­νος στὴ σω­τη­ρί­α τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου. Ἡ διαγωγή Του μᾶς κρίνει.
            Μέ­γα τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ Θε­οῦ. Μέ­γα τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ ἀν­θρώ­που· τοῦ μι­κροῦ, τοῦ ἄρρωστου, φυ­λα­κι­σμέ­νου καὶ ξέ­νου.
            Εἶναι Θεὸς καὶ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ: "Ἐ­γώ εἰ­μι σκώ­ληξ καὶ οὐκ ἄν­θρω­πος". Ταπεινώνεται. Πάει πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θέ­λει νὰ σώ­ση τὸν περιφρονημέ­νο καὶ ἐ­λά­χι­στο. Θέλει νὰ θεώση τὸ ἀνθρώπινο.
            Δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς θε­ϊ­κῆς δυ­νά­με­ως καὶ τοῦ κύ­ρους· καὶ ἄλ­λη ἡ συν­τρι­βὴ τῆς τα­πει­νώ­σε­ώς Του. Τὸ "ἐ­γώ εἰ­μι σκώ­ληξ καὶ οὐκ ἄνθ­ρω­πος" λέ­ει δι­ὰ τῆς δι­α­γω­γῆς του ξεκάθα­ρα: Ἐ­γὼ εἶ­μαι Θε­ὸς καὶ ὄ­χι ἄν­θρω­πος.
            Μό­νον ἕ­νας Θε­ὸς μπο­ρεῖ τό­σο νὰ τα­πει­νω­θῆ καὶ νὰ φα­νε­ρώ­ση τὴ θε­ϊ­κὴ δό­ξα τῆς ταπεινώ­σε­ως.
            Καὶ γι­ὰ τὸν πιστὸ· δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως καὶ ἄλ­λο ἡ προ­σφο­ρὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἕνα πολύτιμο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.
            Ἀ­μέ­σως δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἄλ­λο κλί­μα. Ἀ­πο­κτᾶς ἄλ­λη συ­νεί­δη­σι τοῦ τί εἶ­ναι Θε­ός, τί κό­σμος καὶ τί ἄν­θρω­πος. Δὲν παίρ­νεις θέ­σι ἀ­μυ­νο­μέ­νου, ἀλ­λὰ γε­μί­ζεις μὲ τὸ δέ­ος τοῦ προ­σκυ­νη­τοῦ ποὺ συγ­κλο­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ θε­ϊ­κὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης ποὺ σὲ πε­ρι­βάλ­λει.
            Ἀ­πο­κτᾶς ἄλ­λες αἰ­σθή­σεις. Γί­νε­σαι μι­ὰ αἴ­σθη­σι. Κά­νεις δι­ά­γνω­σι τῆς ἀ­ξί­ας τοῦ κά­θε ἀνθρώ­που καὶ πράγ­μα­τος. Γνω­ρί­ζεις τὸν Ἄ­γνω­στο. Πλη­σι­ά­ζεις τὸν ἄ­φθα­στο. Αὐ­τὸς σὲ πλη­σι­ά­ζει. Γι' αὐ­τὸ τὸ "γνόν­τες τὸν Θε­ὸν" ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὸ "γνω­σθέν­τες ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ" (Γαλ. 4, 9).
            Ὅ­λα με­τροῦν­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά, με­τα­μορ­φώ­νον­ται θε­ϊ­κά. Ὅ­λα εἶ­ναι φα­νέ­ρω­σι αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης· καὶ ὅ­ταν μᾶς συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται στορ­γι­κὰ καὶ ὅ­ταν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει δι­α­κρι­τι­κά.
            Στὸν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο ποὺ ζη­τᾶ νὰ βα­δί­ση ἐ­πὶ τῶν ὑ­δά­των καὶ νὰ ἔλ­θη πρὸς Αὐ­τόν, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη τοῦ δί­δει τὴ δύ­να­μι. Στὴ συ­νέ­χει­α, ἀ­πὸ τὴν ἴ­δι­α ἀ­γά­πη κι­νού­με­νος αἴ­ρει τὴν χά­ρι Του, καὶ ὁ Πέ­τρος βυ­θί­ζε­ται. Τό­τε ἀ­πὸ μέ­σα του φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ βγαί­νει ἡ κραυ­γή· Ἐ­πι­στά­τα ἀ­πολ­λύ­με­θα, σῶ­σε μας.
            Ἡ με­γα­λω­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ φα­νε­ρώ­νε­ται στὴ θυ­σί­α τῆς ἀ­γά­πης καὶ στὴν κέ­νω­σι τῆς προσφο­ρᾶς. Τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἀν­θρώ­που βρί­σκε­ται καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ­σα στὸ πνεῦ­μα τῆς εὐγνω­μο­σύ­νης, τῆς ὑ­πο­μο­νῆς καὶ τῆς εὐ­χα­ρι­στί­ας πρὸς Αὐ­τὸν ποὺ προ­σφέ­ρε­ται ὡς τρο­φὴ τοῦ παν­τὸς κό­σμου, ὡς ἄρ­τος οὐ­ρά­νι­ος, με­λι­ζό­με­νος καὶ μὴ δι­αι­ρού­με­νος, πάντοτε ἐσθι­ό­με­νος καὶ μη­δέ­πο­τε δα­πα­νώ­με­νος. Στέλ­νει τὸ Πνεῦ­μα του, τὸ ἀ­πα­θῶς με­ρι­ζό­με­νον καὶ ὁ­λο­σχε­ρῶς μετεχόμε­νον. Σὲ κά­θε ἅ­για με­ρί­δα θεί­ου Ἄρ­του βρί­σκε­ται ὅ­λος ὁ Χρι­στὸς. Σὲ κά­θε χά­ρι­σμα ὅ­λα τὰ χα­ρί­σμα­τα τοῦ Πνεύ­μα­τος. Ἔτ­σι ὁ καθένας τρέφεται μὲ τὴν χάρι τῆς αἰωνιότητος.
            Μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν ἀ­γά­πη δέ­χε­ται ὁ ἄν­θρω­πος τὴ θεί­α ἐ­πί­σκε­ψι. Ὅ­λα εἶ­ναι εὐλογία: Ὅ­ταν μᾶς χα­ρί­ζη τὴν ὑ­γεί­α, μᾶς τρέ­φει πνευ­μα­τι­κά. Ὅ­ταν ἐ­πι­τρέ­πη δο­κι­μα­σί­ες, μᾶς χαρί­ζει τὰ ἀ­νέλ­πι­στα. Στὸ τέ­λος πι­ὸ με­γά­λη πα­ρά­κλη­σι καὶ ἀ­στεί­ρευ­τη χα­ρὰ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὶς δοκιμα­σί­ες. Οὔ­τε χαί­ρε­σαι μό­νο στὴ χα­ρά, οὔ­τε στυ­γνά­ζεις στὴ θλί­ψι. Ἀ­να­παύ­ε­σαι σὲ Αὐ­τὸν ποὺ εἶ­ναι Θε­ὸς ἐ­λέ­ους, οἰ­κτιρ­μῶν καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας. Κα­τα­λή­γεις σὲ μί­α αἴ­τη­σι: Γε­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου. Χω­ρὶς αὐ­τὸν τί­πο­τε δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Μὲ τὴ χά­ρι Του ὅ­λα με­τα­τρέ­πον­ται, πρὸ παν­τὸς τὰ ἐπώ­δυ­να, σὲ εὐ­λο­γί­ες.
            Ὁ ἄν­θρω­πος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀξία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μὲ μιὰ δίψα ποὺ δὲν σβήνει μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες. Ὅ­λο τὸν κό­σμο νὰ τοῦ δώ­σης μέ­νει ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος καὶ νη­στι­κός. Στὸ ἐ­λά­χι­στο τὸ θε­ϊ­κὸ χάρισμα βρί­σκει τὸ πᾶν ποὺ ἀ­κα­τά­παυ­στα ξε­περ­νι­έ­ται καὶ πά­ει πα­ρα­πέ­ρα. Αὐ­τὸ τὸ ἐ­λά­χι­στο μὲ τὸν ἀ­τε­λεύ­τη­το δυναμισμὸ δὲν κα­τορ­θώ­νε­ται μὲ ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ προ­σπά­θει­ες ἀν­θρώ­πι­νες. Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Ἑ­νὸς ποὺ δί­δε­ται ἐ­ξαίφ­νης στὸν ἐ­λά­χι­στο καὶ τα­πει­νὸ ποὺ μό­νον ἀ­γα­πᾶ, ὑ­πο­μέ­νει καὶ ἐλ­πί­ζει, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν ὅ­λα χά­νων­ται.
            Ἔ­χει σαρ­κω­θῆ ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ κα­ταρ­γεῖ τοὺς χω­ρι­σμοὺς καὶ τὸν θά­να­το. Αὐτὴ τὴ σαρ­κω­θεῖ­σα ἀ­λή­θει­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη γνω­ρί­ζο­με. Αὐ­τὴ μᾶς ἔ­φε­ρε ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος εἰς τὸ εἶ­ναι. Αὐ­τὴ μᾶς σώ­ζει δω­ρε­άν. Αὐ­τὴν ὁ­μο­λο­γοῦ­με καὶ κη­ρύτ­το­με. Σ' αὐ­τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πομε τὴν ζω­ὴν ἡμῶν ἅ­πα­σαν καὶ τὴν ἐλ­πί­δα. Σ' αὐ­τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πομε τὰ παι­δι­ὰ ὅ­λου τοῦ κό­σμου γι­ὰ νὰ προ­κό­ψουν.
*   *   *
            Τὸ σύ­νο­λο τῆς ζω­ῆς στὴν Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζε­ται ὡς μί­α ἑ­ορ­τή, ἕ­να πα­νη­γύ­ρι χα­ρᾶς. Μέ­σα σ' αὐ­τὸ τὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς εὐ­φρο­σύ­νης βά­ζει ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­γω­γὴ τὰ παι­δι­ά. Νοι­ώ­θουν τὴ ζε­στα­σι­ὰ τῆς ἀ­γά­πης καὶ τὴ χα­ρὰ τοῦ παι­χνι­δι­οῦ.
            Ὅ­σο περ­νᾶ ὁ και­ρὸς καὶ με­γα­λώ­νουν, γεν­νι­οῦν­ται μέ­σα τους νέ­α ἐ­ρω­τή­μα­τα καὶ προβλή­μα­τα: Φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ ἔρ­χον­ται καὶ οἱ ἀ­παν­τή­σεις. Τό­τε βλέ­πουν τὰ ἁ­πλὰ λό­γι­α, οἱ ἦ­χοι καὶ οἱ εἰ­κό­νες τῆς λει­τουρ­γι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, νὰ ἔ­χουν τό­σο πε­ρι­ε­χό­με­νο καὶ βά­θος ποὺ οὔ­τε τὸ καταλά­βαι­νες οὔ­τε τὸ χρει­α­ζό­σουν ὅ­ταν ἤ­σουν μι­κρὸ παι­δί.
            Τὸ παι­δὶ χαί­ρε­ται τὰ παι­χνί­δι­α καὶ τὴ ζω­ή. Λυ­πᾶ­ται μι­ὰ στιγ­μὴ γι­α­τὶ τὰ χά­νει (τὰ παιχνίδια τοῦ παι­δι­οῦ καὶ τὴ νε­ό­τη­τα τοῦ ἐ­φή­βου). Αὐ­τὰ ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν εἶ­ναι ἐκ­πλη­κτι­κώ­τε­ρα καὶ μο­νι­μώ­τε­ρα. Μπαί­νει στὴν πα­ρά­δο­σι τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ποὺ ὁ­μο­λο­γεῖ: "ὅ­ταν ἀ­σθε­νῶ τό­τε δυνα­τός εἰ­μι". "Χαί­ρω ἐν τοῖς πα­θή­μα­σί μου". Καὶ μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου. Ἔρ­χον­ται δυσκολί­ες. Δὲν στα­μα­τοῦν τὰ βά­σα­να. Ἀλ­λὰ τὰ πάν­τα με­τα­βάλ­λον­ται σὲ εὐ­λο­γί­α καὶ ἀ­γαλ­λί­α­σι.
            Ὁ δη­μι­ουρ­γὸς καὶ προ­νο­η­τὴς τῆς ζω­ῆς μας, κά­θε φο­ρὰ μᾶς δί­δει αὐ­τὸ ποὺ χρειαζόμαστε. Ὅ­λα δι' Αὐ­τοῦ ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται κα­λά: ὁ σταυ­ρός, οἱ πει­ρα­σμοί, οἱ δο­κι­μα­σί­ες.
            Ἐ­νι­σχύ­ε­σαι ἀ­πὸ τὶς δο­κι­μα­σί­ες, καὶ δυ­να­μώ­νεις ἀ­πὸ τὶς ἀ­σθέ­νει­ες. Τρέ­φον­ται οἱ ρί­ζες σου ἀ­πὸ τὶς πί­κρες τῆς ζω­ῆς καὶ βλα­στά­νουν τὰ κλα­δι­ά σου στοὺς φω­τει­νοὺς οὐ­ρα­νοὺς τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας καὶ τῆς ἐ­πε­κτά­σε­ως.
            Δὲν δι­δά­σκε­σαι ἐγ­κυ­κλο­παι­δι­κὰ τὸ φαι­νό­με­νο τῆς θρη­σκεί­ας. Ζῆς τὴν πραγμα­τι­κό­τη­τα ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Καὶ πλάθεσαι ἀπ' αὐτήν.
            Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τό­σο με­γά­λος καὶ εὔ­σπλαγ­χνος ποὺ σὲ ἀ­φή­νει νὰ τὸν ἀρ­νη­θῆς ἂν πέ­σης στὸν πει­ρα­σμὸ τῆς ἀ­φρο­σύ­νης, ὅ­πως ἔ­γινε μὲ τὸν ἄ­σω­το υἱ­ό. Ὁ πα­τέ­ρας δὲν τὸν τι­μω­ρεῖ (οὔ­τε πε­ρισ­σό­τερ τὸν θα­να­τώ­νει) ἐ­πει­δὴ τὸν ἀρ­νεῖ­ται. Ἀλ­λὰ τὸν ἀ­φή­νει νὰ πά­η ὅ­που θέ­λει. Καὶ ἡ πατρι­κή του ἀ­γά­πη πη­γαί­νει πρὶν ἀ­π' αὐ­τόν. Τὸν συ­νο­δεύ­ει δι­α­κρι­τι­κά, χω­ρὶς νὰ τὸν βλέ­πη ὁ ἄσω­τος. Καὶ ἀρ­νού­με­νος τὸν πα­τέ­ρα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὴν χά­ρι Του. Θυ­μᾶ­ται τὸ σπί­τι Του. Καὶ μό­νος του γυ­ρί­ζει στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ στὴν ἀ­λή­θει­α ποὺ εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς πα­τέ­ρας.
            Ὅ,τι ἐ­πι­τρέ­πει τὸ ἐ­πι­τρέ­πει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη γι­ὰ τὸ κα­λό μας. Πρέ­πει νὰ καλ­λι­ερ­γη­θῆ τὸ χωρά­φι γι­ὰ νὰ δώ­ση καρ­πό. Πρέ­πει νὰ πε­ρά­ση δο­κι­μα­σί­ες σταυ­ρῶν καὶ πει­ρα­σμῶν ὁ ἄν­θρω­πος γι­ὰ νὰ φτά­ση στὴν εὐ­αι­σθη­σί­α νὰ παίρ­νη δι' ὀ­λί­γων τὰ πολ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν πό­νο τὴν πα­ρη­γο­ρι­ά.
            Κά­νον­τας ὑ­πο­μο­νὴ στὸν ἀ­γῶ­να σου, κα­τὰ τὴν πι­ὸ δύ­σκο­λη στιγ­μὴ ποὺ φτά­νεις νὰ λυγίσης· ἔρ­χε­ται καὶ σὲ βρί­σκει. Μέ­νει μα­ζί σου καὶ σὲ πα­ρη­γο­ρεῖ.
            Πα­ρα­ξε­νεύ­ε­σαι τό­τε καὶ λές: "Πό­θεν μοι τοῦ­το"; Πῶς ἔ­γι­νε αὐ­τὸ σὲ μέ­να ποὺ ὅ­λοι μὲ πε­ρι­φρό­νη­σαν μὲ τὶς θε­ω­ρί­ες τους. Σὲ μέ­να ποὺ εἶ­μαι ἄ­ξι­ος κά­θε κα­τα­δί­κης μὲ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου. Καὶ ζῆς τὸ γε­γο­νὸς τῆς θεί­ας ἐ­πι­σκέ­ψε­ως καὶ πα­ρα­κλή­σε­ως. Ζῆς τὸ θαῦ­μα τῆς θεί­ας πα­ρου­σί­ας. Νοι­ώ­θεις τὸ θαῦ­μα πῶς δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὁ κό­σμος ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος ἀ­πὸ πε­ρίσ­σευ­μα ἀ­γά­πης. Πῶς σαρ­κοῦ­ται ὁ Λό­γος καὶ Θε­ός. Πῶς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­σι, ὁ ἄν­θρω­πος, ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α γεν­νᾶ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται Θε­ο­τό­κος.
            Αὐ­τὰ εἶ­ναι ὑ­πὲρ φύ­σιν καὶ αἴ­σθη­σιν, ἀλ­λὰ ἔτσι ἐ­νερ­γεῖ ὁ Θε­ός. Καὶ γι' αὐ­τὰ τὰ θαυ­μά­σι­α ἔ­χει πλά­σει τὸν ἄν­θρω­πο.
            Ὅ­λα τὰ με­γά­λα γί­νον­ται ἀ­κό­πως, εἶ­ναι δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ· δί­δον­ται ἐ­ξαίφ­νης, χω­ρὶς νὰ τὸ πε­ρι­μέ­νης, στοὺς ἥ­ρω­ες τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς.
            Ζῆς μι­ὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ πό­νων, γι­ὰ νὰ φτά­σης σὲ μι­ὰ στιγ­μὴ ποὺ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν αἰωνιότητα· μὲ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς σω­τη­ρί­ας.
            Σὰν τὸν λη­στὴ ποὺ κα­τα­λή­γει κρε­μα­σμέ­νος πά­νω στὸν σταυ­ρὸ νὰ πῆ μι­ὰ φρά­σι: "Μνήσθη­τί μου, Κύ­ρι­ε, ὅ­ταν ἔλ­θης ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ σου". Καὶ μπαίνει αὐ­θη­με­ρὸν στὸν πα­ρά­δει­σο.
            Σὰν τὴν αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ποὺ ὑ­πο­φέ­ρει ἐ­πὶ σει­ρὰ ἐ­τῶν. Δὲν βρί­σκει καμ­μι­ὰ πα­ρη­γο­ρι­ὰ καὶ θε­ρα­πεί­α μὲ τὶς ἀν­θρώ­πι­νες ἐ­πεμ­βά­σεις. Φτά­νει στὸ ἀ­προ­χώ­ρη­το. Κα­τα­φεύ­γει στὸν Χρι­στό. Ἀ­κουμ­πᾶ τὸ ἄ­κρο τοῦ ἱ­μα­τί­ου Του. Ἀ­φή­νει σ' Αὐ­τὸν τὴν ἀ­πό­γνω­σι τοῦ πό­νου. Καὶ δέ­χε­ται τὴν ἴ­α­σι τοῦ πά­θους. "Πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ρῦ­σις τοῦ αἵ­μα­τος" (Λουκ. 8, 44).
            Τό­τε λές: ἄ­ξι­ζε ὅ­λος ὁ κό­πος, τὰ βά­σα­να καὶ ἡ ὑ­πο­μο­νὴ μι­ᾶς ζω­ῆς γι­ὰ νὰ ζή­σω αὐ­τὸ τὸ ἄρ­ρη­το θαῦ­μα.
            Ὅ­λη ἡ ἀν­θρω­πό­της εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος. "Εἷς ἄν­θρω­πος κατωνομάσθη τὸ πᾶν" (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α μι­ὰ ζω­ή, μι­ὰ πο­ρεί­α δο­κι­μα­σι­ῶν καὶ πό­νου. Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ δε­χθῆ τὸ μή­νυ­μα τῆς ζω­ῆς, τὸ ἕ­να, τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψι τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ.
            Ἡ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι μι­ὰ τυ­φλὴ πο­ρεί­α ποὺ κα­τα­λή­γει στὸν θά­να­το· ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἕνας δρόμος μὲ πολ­λοὺς σταυ­ροὺς καὶ ἀ­πο­γνώ­σεις ποὺ κα­τα­λή­γει στὴν Ἀ­νά­στα­σι.
            Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τως δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου. Καὶ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο δῶ­ρο τῆς ἴ­δι­ας ἀ­γά­πης ἡ ἔκ­πλη­ξι τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ποὺ κα­ταρ­γεῖ τὸν θά­να­το καὶ ἐγ­και­νι­ά­ζει τὴν ἀ­τε­λεύ­τη­τη πο­ρεί­α ἀπὸ δόξης εἰς δό­ξαν.
*   *   *
            Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νη καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη. Συ­νέ­χει­α ὅ­λα διακυβεύ­ον­ται καὶ ὅ­λα εἶ­ναι σί­γου­ρα μὲ τὴν πί­στι καὶ τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γά­πη Του.
            Συμ­βαί­νουν ἀ­πρό­σμε­νες ἐκ­πλή­ξεις: Οὔ­τε ὁ μα­κρυ­νὸς καὶ ξέ­νος εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴ σω­τη­ρί­α, οὔ­τε ὁ κον­τι­νὸς καὶ μα­θη­τὴς εἶ­ναι ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νος.
            Ἕ­νας λη­στὴς μπαί­νει πρῶ­τος στὸν πα­ρά­δει­σο. Ἕ­νας μα­θη­τὴς ἀρ­νεῖ­ται τὸν Δι­δά­σκα­λο καὶ ἄλ­λος τὸν προ­δί­δει. Ἕ­νας ἑ­κα­τόν­ταρ­χος πι­στεύ­ει. Καὶ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἐμ­παί­ζουν καὶ ζη­τοῦν τὴ σταύ­ρω­σι. Ὁ πι­ὸ σκλη­ρὸς δι­ώ­κτης γί­νε­ται ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Ἀ­πό­στο­λος. Ὅ­λα εἶ­ναι κα­λὰ καὶ ἐνδιαφέ­ρον­τα γι­α­τὶ ὅ­λα τὰ ρυθ­μί­ζει "ὁ ἐ­πὶ πάν­των Θε­ός".
            Συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μὲ στορ­γὴ στὸν πα­ρα­στρα­τη­μέ­νο καὶ ἐ­νο­χλού­με­νο ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύμα­τα. Κρί­νει αὐ­στη­ρὰ τὸν ὑ­πο­κρι­τὴ ποὺ κά­νει τὸν δά­σκα­λο τοῦ νό­μου καὶ βα­σα­νί­ζει τὸν κόσμο. Θε­ρα­πεύ­ει τοὺς ἀρ­ρώ­στους. Κα­λεῖ κον­τά του ὅ­λους τοὺς κου­ρα­σμέ­νους καὶ ἀπεγνωσμένους. Πε­τᾶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ να­ὸ τοὺς κολ­λυ­βι­στὲς καὶ ἀρ­γυ­ρα­μοι­βοὺς ποὺ μετα­βάλ­λουν τὸν οἶ­κο τοῦ Θεοῦ σὲ οἶ­κο ἐμ­πο­ρί­ου.
            Συμ­βαί­νουν πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα. Συχνὰ αὐ­τοὶ ποὺ τὸν ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὸν ἀ­γνο­οῦν. Καὶ αὐ­τοὶ ποὺ τὸν ἀρ­νοῦν­ται τὸν ζη­τοῦν.
            Ἔρ­χον­ται ἐξ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν καὶ ἀ­να­κλί­νον­ται με­τὰ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ Ἰ­σα­ὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ οἱ κα­τὰ φαν­τα­σί­α υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λεί­ας ἐκ­βάλ­λον­ται εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον.
            Κά­ποι­οι ποὺ λέ­νε "Κύ­ρι­ε Κύ­ρι­ε" καὶ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς κή­ρυ­κες καὶ θαυ­μα­τουρ­γοὶ θὰ ἀκού­σουν (δη­λα­δὴ ἀ­κοῦ­νε ἀλ­λὰ δὲν κα­τα­λα­βαί­νουν) "οὐ­δέ­πο­τε ἔ­γνων ὑ­μᾶς".
            Κά­ποι­οι συν­τη­ρη­τι­κοὶ κη­ρύτ­τουν ταγ­κι­α­σμέ­νη θε­ο­λο­γί­α· ἄλ­λοι προ­ο­δευ­τι­κοὶ νερουλιασμέ­νη· καὶ δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νουν. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀθορύβως προχέονται ποταμοὶ τῆς χάριτος ἀπὸ κάποιους πονεμένους, ταπεινοὺς καὶ ἄγνωστους.
            Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη ἀ­με­τά­πτω­τη καὶ πάν­σο­φη. Ἐμεῖς ἐ­πι­πο­λαι­ό­της ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τη καὶ ἐπικίν­δυ­νη. Ἀλλὰ μέ­νει πάν­τα γι­ὰ ὅ­λους μας ἡ ὁδὸς τῆς με­τα­νοίας.
*   *   *
            "Δί­δω ἀ­γω­γὴ" ση­μαί­νει ὅ­τι ξέ­ρω τί εἶ­ναι Θε­ός, κό­σμος, ἄν­θρω­πος. Ξέ­ρω τί εἶ­ναι τὸ παι­δί. Ἀ­πὸ ποὺ ξε­κι­νᾶ. Ποι­ά εἶ­ναι ἡ φι­λο­δο­ξί­α, ἡ προσ­δο­κί­α καὶ οἱ δυ­να­τό­τη­τές του. Ποι­ά ἐ­ρω­τή­μα­τα κυ­ο­φο­ροῦν­ται μέ­σα του καὶ ποι­ές ἀ­παν­τή­σεις δί­δον­ται.
            Ὅ­ταν ἐ­γὼ ποὺ δι­δά­σκω εἶ­μαι μι­σε­ρὸς καὶ ἀ­νε­παρ­κὴς μὲ μει­ω­μέ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καὶ ἐλλει­πῆ γνῶ­σι τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­μαι ἀ­κα­τάλ­λη­λος γι­ὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ παι­δα­γω­γοῦ.
            Ὅ­ταν τὸ παι­δὶ εἶ­ναι ἀ­ε­τὸς τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ ἐ­γὼ τὸ βλέ­πω σὰν που­λε­ρι­κό, γι­ὰ τὸ κοτέτ­σι τοῦ συ­στή­μα­τος, νὰ μοῦ δί­δη αὐ­γὰ καὶ κρέ­ας γι­ὰ πού­λη­μα. Τό­τε ἀ­γνο­ῶ καὶ πνί­γω τὰ αἰτή­μα­τα τοῦ ἀ­ε­τοῦ ποὺ ἔ­χει ἄλ­λους ὁ­ρί­ζον­τες ζω­ῆς. Πε­τᾶ σὲ ἄλ­λα ὕ­ψη. Καὶ φω­λι­ά­ζει σὲ ἄλ­λες κορ­φές. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει τί εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, ποι­ά ἡ φύ­σι καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λή του.
            Δὲν ἀ­σχο­λοῦ­μαι ἁ­πλῶς μὲ τὸ φαι­νό­με­νο θρη­σκεί­α. Δὲν ἔ­χω μπρο­στά μου σπου­δα­στὲς θρη­σκει­ο­λο­γι­κῶν ἀ­πα­σχο­λή­σε­ων. Ἀλ­λὰ ἔ­χω εὐ­αί­σθη­τα πλά­σμα­τα ποὺ θέ­λουν νὰ ζή­σουν.
            Ὀ­φεί­λω νὰ τοὺς προ­σφέ­ρω τὴν κα­τάλ­λη­λη τρο­φὴ γι­ὰ νὰ ἀ­να­πτυ­χθοῦν καὶ τὰ παι­χνί­δι­α γι­ὰ νὰ παί­ξουν. Δὲν τοὺς ἐκ­θέ­τω ὅ,τι κυ­κλο­φο­ρεῖ στὴ θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­γο­ρὰ γι­ὰ νὰ δι­α­λέ­ξουν μό­να τους. Ἀ­πο­μα­κρύ­νω ὅ­λα τὰ αἰχ­μη­ρὰ ἀν­τι­κεί­με­να γι­ὰ νὰ μὴν κο­ποῦν παί­ζον­τας καὶ ὅ­λα τὰ φάρμακα γι­ὰ νὰ μὴν δη­λη­τη­ρι­α­στοῦν δο­κι­μά­ζον­τας.
            Τὰ παι­δι­ὰ τῆς ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ὅ­ταν δοῦν καὶ ἀ­κού­σουν τὸν δά­σκα­λό τους εὔ­κο­λα καὶ ἀ­προ­βλη­μά­τι­στα νὰ ἐκ­θέ­τη μπρο­στά τους ὅ­λες τὶς θρη­σκευ­τι­κὲς δοξασί­ες καὶ τὰ σύμ­βο­λα· αὐ­θόρ­μη­τα θὰ πε­ρι­ο­ρι­στοῦν στὸν ἑ­αυ­τόν τους, θὰ κλει­στοῦν στὴν πίστι τους γι­α­τὶ θὰ δι­α­κρί­νουν τὸν κίν­δυ­νο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας καὶ τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀμο­ρα­λι­σμοῦ. Ὁ δά­σκα­λός τους δὲν εἶ­ναι παι­δα­γω­γὸς ἀλ­λὰ μεταπράτης πληροφοριῶν.
            Ὅ­ταν πα­ρου­σι­α­σθῆ ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς Ἀ­γά­πης ποὺ θυ­σι­ά­ζε­ται καὶ τοὺς ἐ­ξα­σφα­λίζει τὴ δυνατό­τη­τα τῆς προ­σω­πι­κῆς ζω­ῆς καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τό­τε κα­θέ­να παι­δὶ ἀ­νοί­γει αὐ­θόρ­μη­τα τὴν καρ­δι­ά του ὅ­πως ἀ­νοί­γει τὸ ἄν­θος τὰ πέ­τα­λά του στὸ φῶς τοῦ ἥ­λι­ου. Καὶ ἀρ­χί­ζει ἡ ὀ­μορ­φι­ὰ τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς εὐ­θύ­νης. Καθένας κρίνεται καὶ κρίνει αὐθόρμητα μέσα του.
            Σέ­βο­μαι τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἄλ­λου ση­μαί­νει ὅ­τι θυ­σι­ά­ζο­μαι γι­ὰ νὰ τὴν ἐ­ξα­σφα­λί­σω. Καὶ ὁ ἐ­λεύ­θε­ρος ἐν Πνεύ­μα­τι ἄν­θρω­πος, ὅ­που καὶ ἂν βρί­σκε­ται εἶ­ναι ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Ἓν σῶ­μα καὶ ἓν πνεῦ­μα ἐ­σμὲν οἱ πολ­λοί.
            Οὔ­τε κα­τε­βά­ζω τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς στὴν ἄ­ψυ­χη πεζότητα τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας. Οὔ­τε ἀγνο­ῶ τὴ δί­ψα καὶ τὴν προσ­δο­κί­α τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που γι­ὰ τὰ θαυ­μα­στὰ καὶ ἀ­νέ­φι­κτα. Ἡ Ἐκκλησί­α ἀ­νοί­γει τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ κόσμου στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Γι­ὰ νὰ χα­ρῆ τὴν ὀ­μορ­φι­ὰ τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν κα­τάρ­γη­σι τοῦ θα­νά­του.
            Εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι.
*   *   *
            Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά: μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ ζωή, τὸ ὁ­μο­λο­γι­α­κὸ μά­θη­μα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο. Τὸ ἀ­νοι­κτὸ ἀν­θρω­πί­νως εἶ­ναι τὸ κλει­στὸ καὶ ἀνυπόφορο. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐ­λευ­θε­ρί­α του δὲν μπο­ρεῖ νὰ βγῆ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς φθο­ρᾶς τοῦ χώ­ρου καὶ τοῦ χρό­νου ποὺ δὲν χω­ροῦν τὸν ἄν­θρω­πο.
            Θρη­σκευ­τι­κὰ γι­ὰ ὅ­λους εἶ­ναι ἡ ἔκ­πλη­ξι τῆς ἀ­γά­πης, τῆς τα­πει­νώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Θρη­σκευ­τι­κὰ γι­ὰ κα­νέ­να ἡ βά­ναυ­ση ἐ­πέμ­βα­σι τοῦ ἀν­θρώ­που πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο.
            Δὲν θὰ τὸ κά­νω πι­ὸ ἀν­θρώ­πι­νο, κα­τὰ τὸ λο­γι­σμό μου, τὸ μή­νυ­μα τῆς ζω­ῆς ὅ­ταν παρουσι­ά­ζω τὸν Χρι­στὸ ὄ­χι ὡς Θε­άν­θρω­πο, ὅ­πως τὸν πι­στεύ­ει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ὡς ἕ­να ἀρ­χη­γὸ θρη­σκεί­ας ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς ποὺ ὑ­πάρ­χουν.
            Καὶ δὲν βο­η­θῶ κα­νέ­να ὅ­ταν λέ­ω ὅ­τι ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­αν­θρώ­που δὲν εἶ­ναι Θεοτό­κος ἀλ­λὰ μι­ὰ κα­λὴ γυ­ναῖ­κα.
            Μὲ ἁ­πλό­τη­τα καὶ βε­βαι­ό­τη­τα λέ­γον­ται τὰ ἄρ­ρη­τα καὶ βι­οῦν­ται τὰ ἀ­νέλ­πι­στα: ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τό­ση ἀ­γά­πη ποὺ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Καὶ ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει τέ­τοι­ες δυ­να­τό­τη­τες, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ γίνη θε­ὸς κα­τὰ χά­ριν. Καὶ ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα Του δὲν εἶ­ναι Χρι­στο­τό­κος ἀλ­λὰ Θε­ο­τό­κος, "ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται".
            Αὐ­τὰ λέ­γον­ται καὶ βι­οῦν­ται ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Καὶ οὔτε ἐ­πι­βάλ­λε­ται δι­ὰ τῆς βί­ας σὲ κα­νέ­να ἡ ἀ­λή­θει­α. Οὔτε ἀπο­κρύ­πτε­ται ἀπὸ δειλία τὸ θαῦμα.
            Ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς σε­σαρ­κω­μέ­νης Ἀγά­πης δὲν σκο­τώ­νει οὔ­τε σταυ­ρώ­νει κα­νέ­να. Ἀλ­λὰ δέχεται νὰ σταυ­ρω­θῆ γι­ὰ νὰ σώ­ση τοὺς σταυ­ρω­τές της.
*   *   *
            Στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ὑ­πάρ­χουν δυ­σκο­λί­ες καὶ πει­ρα­σμοί. Ὑ­πάρ­χει ὁ διάβολος ποὺ σπεί­ρει ζι­ζά­νι­α μέ­σα στὸ κα­λὸ σπέρ­μα. Πολ­λοὶ θέ­λουν νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν τὰ ζι­ζά­νι­α. Ὁ Κύ­ρι­ος τοῦ ἀ­γροῦ συμ­βου­λεύ­ει: Κα­λύ­τε­ρα μὴν τὰ πει­ρά­ζε­τε. Ἀ­φῆστέ τα νὰ συ­ναυ­ξά­νων­τα­ι μέ­χρι τὴν ὥ­ρα τοῦ θε­ρι­σμοῦ. Τό­τε θὰ πῶ στοὺς ἀγ­γέ­λους νὰ βγά­λουν τὰ ζι­ζά­νι­α καὶ νὰ τὰ κά­ψουν.
            Ἐ­μεῖς θέ­λο­με νὰ ξε­κα­θα­ρί­σω­με τὰ πράγ­μα­τα ἀ­μέ­σως. Ἐ­κεῖ­νος πά­λι συμ­βου­λεύ­ει: περιμένε­τε. Μή­πως δὲν δι­α­κρί­νε­τε ἀκριβῶς ποὺ βρί­σκε­ται τὸ κα­κό. Δὲν δι­α­κρί­νε­τε σω­στὰ τὴν ἀρ­ρώ­στι­α καὶ μα­ζὶ μὲ τὰ ζι­ζά­νι­α κά­ψε­τε καὶ τὸν ἑ­αυ­τόν σας.
            Ἐ­μεῖς ὅμως εἴ­μα­στε σί­γου­ροι γι­ὰ τὸ ἀ­λά­θη­το τῆς δι­α­γνώ­σε­ώς μας. Καὶ ἐ­πεμ­βαί­νο­με δυνα­μι­κὰ γι­ὰ νὰ κα­θα­ρι­σθῆ ὁ ἀ­γρὸς τῆς ἱ­στο­ρί­ας.
            Καῖ­με τὰ ζι­ζά­νι­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καὶ ἀ­πί­στων γι­ὰ νὰ κρα­τή­σω­με κα­θα­ρὴ τὴν πί­στι.
            Καῖ­με τὰ μι­ά­σμα­τα τῆς κα­τώ­τε­ρης ράτ­σας γι­ὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σω­με κα­θα­ρὴ τὴ λευ­κὴ φυ­λή μας.
            Σκο­τώ­νο­με τοὺς ἐ­κμε­ταλ­λευ­τὲς τοῦ λα­οῦ γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βά­λω­με τὴ δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἰσότητα μὲ τὴ βί­α τῆς ἀ­πο­φά­σε­ως καὶ τὴν ἰ­σχὺ τῆς γρο­θι­ᾶς μας.
            Ἀλ­λὰ δὲν βρί­σκε­ται ἔτ­σι ἡ λύ­σις. Ὅλοι εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅλοι περιμένουν τὴ σωτηρία. Ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.
            Ἐ­νῶ τὸ ψέ­μα σκο­τώ­νει τὸν ἄλ­λον γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βλη­θῆ· ἡ Ἀ­λή­θει­α σταυ­ρώ­νε­ται γι­ὰ νὰ σώ­ση τοὺς σταυ­ρω­τές της. Ἡ προ­τρο­πὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι: "Σταυ­­­­­­ρώ­­­­­θη­τι καὶ μὴ σταυ­ρώ­σης. Ἀδικήθη­τι καὶ μὴ ἀ­δι­κή­σης". Ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος εἶ­ναι: "πάντας ἀνθρώ­πους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν".
*   *   *
            Ὅ­ταν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς τῶν πάν­των Ἀ­λή­θει­ας θέ­λω νὰ ἐ­πι­βάλ­λω τὴν ἄ­πο­ψί μου: ἢ σκο­τώ­νω τὸν ἄλ­λον γι­ὰ νὰ σώ­σω τὴ θε­ω­ρί­α μου, ἢ σκο­τώ­νω τὴν ἀ­λή­θει­α (ἐ­ξι­σώ­νω τὰ ὑ­γι­ῆ μὲ τὰ νο­ση­ρὰ) γι­ὰ νὰ ζα­λί­σω τὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ πε­τύ­χω τὰ σχέ­δι­ά μου.
            Εἶ­ναι ἀ­δι­ά­σπα­στη ἡ σχέ­σι ἀ­λή­θει­ας καὶ ἀ­γά­πης. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἡ μί­α χω­ρὶς τὴν ἄλ­λη.
            Ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς ἀ­γά­πης δη­μι­ουρ­γεῖ τὸν κό­σμο. Καὶ ἡ ἀ­γά­πη τῆς ἀ­λή­θει­ας ἐ­λευ­θε­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο. "Γνώ­σε­σθε τὴν ἀ­λή­θει­αν, καὶ ἡ ἀ­λή­θει­α ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ὑ­μᾶς" (Ἰ­ω. 8, 32).
            Τὸ ψέ­μα: εἴ­τε σκο­τώ­νει τὸν ἄνθρωπο γι­ὰ νὰ σώ­ση τὴ θε­ω­ρί­α του· εἴ­τε σκο­τώ­νει τὴν ἀλή­θει­α -- ἐ­ξι­σώ­νει τὴ φενάκη μὲ τὴν πραγματικότητα -- γι­ὰ νὰ ἀ­κυ­ρώ­ση τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀνθρώ­που.
            Ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ θυ­σι­ά­ζε­ται γι­ὰ νὰ σώ­ση τὸν ἄν­θρω­πο, τὸν ἀ­δύ­να­το καὶ ἀδικαι­ο­λό­γη­το.
            Ψέ­μα εἶ­ναι ἡ βά­ναυ­ση ἐ­πέμ­βα­σι ποὺ ἐ­πι­βάλ­λε­ται δι­ὰ τῆς βί­ας. Κλεί­νει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν κα­τα­δί­κη τῆς συμ­φο­ρᾶς. Καὶ τὴν ὀ­νο­μά­ζει θρη­σκεί­α, ἐ­ὰν ὁ αὐ­τουρ­γός της πα­ρι­στά­νη τὸν προφή­τη ἢ δη­μο­κρα­τί­α ἐ­ὰν παί­ζη τὸ ρό­λο τοῦ πο­λι­τι­κοῦ ἡ­γέ­τη.
            Ἀλ­λὰ ἡ βα­ναυ­σό­τη­τα τοῦ πεί­σμα­τος βα­σι­λεύ­ει ἀλ­λ' οὐκ αἰ­ω­νί­ζει. Βασανίζει μόνο μέσα στὴν ἱστορία τὸν ἄνθρωπο.
            Ὁ χρό­νος περ­νᾶ. Ἡ μα­νί­α σβή­νει. Ἡ γρο­θι­ὰ λει­ώ­νει. Τὰ θύματα μένουν. Καὶ μέ­σα στὶς οἰ­μω­γὲς τοῦ πό­νου καὶ τοὺς πο­τα­μοὺς τῶν αἱ­μά­των ποὺ χύ­νο­με, βλέ­πο­με ἤ­ρε­μα ἡ ἴ­δι­α ἀ­λή­θει­α τῆς Ἀ­γά­πης νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀ­λώ­βη­τη καὶ νὰ μᾶς πε­ρι­μέ­νη. . .
*   *   *
            Καὶ ὅ­λοι ἐ­ὰν ἐ­πα­να­στα­τή­σω­με γι­ὰ νὰ ἀν­τι­κα­τα­στή­σω­με τὸν Ἕ­να δη­μι­ουρ­γὸ τοῦ παν­τὸς καὶ νὰ δι­ορ­θώ­σω­με τὸ ἔρ­γο Του, δὲν πε­τυ­χαί­νο­με τί­πο­τε πέ­ρα ἀ­πὸ συμ­φο­ρὲς γι­ὰ τὸν κό­σμο.
            Καὶ ὅ­λοι μό­νοι μας ἐ­ὰν ἀ­πο­φα­σί­σω­με νὰ Τὸν βο­η­θή­σω­με μὲ τὸ λο­γι­σμό μας, πά­λι στὸ κε­νὸ δου­λεύ­ο­με.
            Ὅ­ταν μὲ δέ­ος συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω­με τὴν ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν παν­το­κρα­το­ρί­α τῆς Ἀγά­πης, συ­νερ­χό­με­θα ἐν με­τα­νοί­ᾳ. Τα­πει­νού­με­θα εὐ­γνώ­μο­να καὶ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με συ­νε­σταλ­μέ­νοι.
            Ζη­τοῦ­με νὰ γί­νε­ται τὸ θέ­λη­μά Του καὶ ἐγ­κεν­τρι­ζό­μα­στε στὴν καλ­λι­έ­λαι­ο τῆς ζω­ῆς. Γίνον­ται παν­το­δύ­να­μοι οἱ ἀ­δύ­να­τοι. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α γι­ὰ ὅ­λους, γι­α­τὶ ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἕ­να.
            Ἡ ἀποκαραδοκία τῶν ἐ­θνῶν καὶ ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς τῆς θεί­ας βου­λή­σε­ως εἶ­ναι: ἵ­να πάν­τες ἓν ὦ­σι.
            Ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς τὶς εὐ­αί­σθη­τες ψυ­χές, ὅ­που γῆς, ποὺ πονοῦν καὶ δι­ψοῦν τὴν ἀ­λή­θει­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας· καὶ ἀ­πὸ σε­βα­σμὸ πρὸς αὐ­τοὺς ποὺ πολ­το­ποι­ή­θη­καν - καὶ πολτοποιοῦνται - ἀ­πὸ τοὺς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμοὺς τοῦ ψεύ­δους, εἶναι καλὸ νὰ σε­βα­στοῦ­με τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀνθρώ­που ὅ­πως τὴν ἔ­πλα­σε ὁ Θε­ός.
πηγή αντιγραφή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...