Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαρτίου 12, 2013

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΡΑΣΚΑΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΤΟΛΜΗΣΕ


Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΡΑΣΚΑΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΤΟΛΜΗΣΕ 

ΜΙΜΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΗΡΕ ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
 ΔΙΚΑΙΩΣΕ ΤΟΝ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΙΕΡΑΡΧΕΣ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ 

Μιὰ σημαντικὴ ἐξέλιξη γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ μας πράγματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σημειώθηκε τὶς τελευταῖες ἡμέρες στὴν Σερβία, ὅπου μετέβη πρὸς συνάντηση τοῦ Μητροπολίτη Ράσκας Ἀρτεμίου καὶ τῆς συνοδείας του, ὁ Ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς. 

Εἶναι γνωστὸ ὅτι πρῶτος Ἐπίσκοπος ποὺ καθαιρέθηκε ἀπὸ “ὀρθόδοξη Σύνοδο”, ἐξ αἰτίας τῆς ἐναντιώσεώς του κυρίως πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ὁ Μητροπολίτης Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτέμιος. Καὶ καθαιρέθηκε χωρὶς ἀποδεδειγμένες κατηγορίες, χωρὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἱεροκανονικὲς διαδικασίες, χωρὶς ἀκρόαση, χωρὶς δίκη, χωρὶς ἀπολογία, μὲ τὴν καταρράκωση δηλαδὴ καὶ περιφρόνηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Εἶναι ἐπίσης γνωστὸ ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρτέμιος εἶναι ὁ μόνος μὴ Ἕλληνας Μητροπολίτης ποὺ ὑπέγραψε τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» καὶ ἔκτοτε, μιμούμενος τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ἀρνήθηκε νὰ συμφωνήσει μὲ τὶς προτάσεις συμβιβασμοῦ ποὺ τοῦ ἔγιναν ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας καὶ δὲν τὶς ἀναγνωρίζει, δὲν ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς Ἐπισκόπους της καὶ δὲν τοὺς μνημονεύει, ἐφ’ ὅσον δὲν αἴρεται ἡ κατὰ παράβαση τῶν Ἱ. Κανόνων ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Ράσκας καὶ Πριζρένης καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ Ἱεραρχία συνεχίζει τὴν Οἰκουμενιστικὴ γραμμή της, συνεργώντας ἢ ἀνεχομένη τὶς πρακτικὲς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 

Τὴν ἄδικη ἀπόφαση τῆς Σερβικῆς Ἱεραρχίας, κατεδίκασαν ἀμέσως ἢ ἐμμέσως οἱ Μητροπολῖτες Αἰτωλοακαρνανίας, Γλυφάδας, Κυθήρων καὶ Πειραιῶς, οἱ πρωτοστατοῦντες στὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρωτοπρεσβύτεροι καὶ καθηγητὲς Πανεπιστημίου π. Θεόδωρος Ζήσης καὶ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερομόναχοι, κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Αὐτὴ ἡ στάση τοῦ διωκομένου Μητροπολίτη Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτεμίου, εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ στάση τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ περίοδο αἱρέσεως «κατεγνωσμένης» (καταδικασμένης) ὑπὸ Συνόδου ἢ Ἁγίων Πατέρων», ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία καταλύει διδασκαλία τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως θεσπισμένα ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ Ἁγίων∙ αἵρεση τήν ὁποία ὁ τελευταῖος Σέρβος Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, γέροντας καί διδάσκαλος τοῦ σεβ. Ἀρτεμίου, χαρακτήρισε «παναίρεση». 

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του ὅλα τὰ ἀνωτέρω ὁ Ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς (ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς τελευταῖες δημοσιεύσεις του), προσέφυγε πρὸς τὸν μαθητὴ τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Σεβασμιώτατο Ἀρτέμιο καὶ τὴν συνοδεία του, ζητώντας μὲ ἐπιστολή του (ποὺ δημοσιεύουμε στὴ συνέχεια) νὰ τοῦ ἀπαντήσουν ἂν πρέπει νὰ συνεχίσει νὰ δέχεται τήν ἄδικη ἀπόφαση –ὅπως ἔκανε μέχρι τώρα, περιμένοντας νὰ κριθεῖ ἡ ὑπόθεσή του τελεσίδικα– τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία παρανόμως, παρατύπως καί ἀντικανονικῶς διά τῆς καθαιρέσεως τοῦ ἀπαγόρευσε τὴν τέλεση τῶν Μυστηρίων, ἤ, ἂν πρέπει νὰ συνεχίσει νὰ ἐκτελεῖ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια, λειτούργημα καὶ καθῆκον ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ τοῦ τὸ ἐστέρησε ἐκκλησιαστικό Δικαστήριο μίας Συνόδου, πορευομένης καὶ ἐφαρμόζουσας μεθόδους, διδασκαλίες καὶ ποιμαντικὲς τακτικὲς τῶν «ὀρθόδοξων» Ἀρχιερέων, ἡγετῶν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 
Τὸ αἴτημα τοῦ π. Εὐθυμίου συνοψίζεται στὴν παρακάτω παράγραφο: «Ἡ αἴτησις λοιπόν καί παράκλησίς μου (Σεβασμιώτατε) εἶναι, ὅταν μελετήσετε τά κείμενα καί ἔγγραφα πού σᾶς ἀποστέλλω, κι ἐφ’ ὅσον διαπιστώσετε ὅτι διά τήν Ὀρθόδοξον Πίστι διώκομαι καί διά τήν ἀντίδρασί μου στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά μοῦ ἐκφράσετε ἐγγράφως τήν γνώμη σας, ἄν δηλαδή ὀφείλω νά τηρήσω αὐτήν τήν ποινή τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου ἤ ἄν, ἐξαιτίας τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἐσχατολογικῶν ἐξελίξεων, πρέπει νά ἐπιτελῶ τά λειτουργικά μου καθήκοντα προσωρινῶς, ἕως δηλαδή καιροῦ Ὀρθοδόξου ὄντως Συνόδου, κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ ὁποία ἀφοῦ πρῶτα καταδικάσει τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, θά δώση τήν τελική λύσι στό ἰδικό μου πρόβλημα». 

Ἀφοῦ ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρτέμιος διεξῆλθε τὰ ἔγγραφα καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ τοῦ ἐστάλη, ἐκάλεσε τὸν π. Εὐθύμιο στὴν Σερβία τὸ τριήμερο 8-10 Μαρτίου 2013. Ὁ π. Εὐθύμιος μετέβη πρὸς συνάντηση αὐτοῦ καὶ τῆς συνοδείας του, συζήτησε μαζί του, ἄκουσε τὶς θέσεις του καὶ τὶς πατρικές του προσρήσεις, συλλειτούργησε μαζί του καὶ ἔλαβε τὸ παρακάτω ἔγγραφο, μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι αὐτὸς καὶ ἡ Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ράσκας καὶ Πριζρένης στὴν ἐξορία, ὁμοφώνως ἀποφάσισαν: 
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΡΑΣΚΑΣ ΚΑΙ ΠΡΙΖΡΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ 

Στὴν Σύναξη τῶν προϊσταμένων τῶν κατακομβῶν τῆς Μητροπόλεως Ράσκας καὶ Πριζρένης στὴν ἐξορία, ἀπαρτιζομένη ἀπὸ εἰκοσιτρία (23) μέλη, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε τὴν 25 Ἰανουαρίου 2013, Ἡμεῖς, ὡς ὑπεύθυνος Μητροπολίτης καὶ προεδρεύων, γνωστοποιήσαμε στὰ μέλη τῆς Συνάξεως τὴν ὑπόθεσι τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ ἀπὸ τὴν ἀδελφική μας Ἑλλάδα (περιοχὴ Λαρίσης)· ἐνημέρωσα τὰ μέλη γιὰ τὴν ἄδικη καὶ παράνομη παραπομπὴ τοῦ π. Εὐθυμίου στὰ ἐκκλησιαστικὰ δικαστήρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἐξίσου παράνομη ποινὴ ποὺ ἐπέβαλαν στὸν π. Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος ἀντικανονικὰ ἐδιώχθη, καταδικάστηκε καὶ τιμωρήθηκε μὲ καθαίρεσι καὶ ὑπαγωγὴ στὴν τάξη τῶν μοναχῶν. Ὁ π. Εὐθύμιος δὲν ἀνεγνώρισε τὶς ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστικῶν ὀργάνων καὶ δικαίως τὶς ἐθεώρησε ὡς ἀντικανονικὲς καὶ ἄκυρες, διότι ἀντίκειντο στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἕως ὅτου δὲ ἐκδικασθεῖ ἡ ὑπόθεσή του ἀπὸ ἀνώτερο δικαστήριο δὲν ἐπιτελοῦσε τὰ ἱερατικά του καθήκοντα, ἤτοι ἀπὸ 29|9|2008. Ἔκτοτε ὁ π. Εὐθύμιος δὲν ἐπιτελοῦσε τὰ ἱερατικά του καθήκοντα, παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν πνευματικῶν του τέκνων νὰ τοὺς καλύψει τὶς λειτουργικές τους ἀνάγκες, ὅπως τοὺς καθοδηγοῦσε στὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς παγκοσμιοποιήσεως στὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη, δικαιολογούμενος πρὸς αὐτούς: «Δὲν μπορῶ ἐγὼ ἀπὸ μόνος μου νὰ ἀπαλλάξω τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ τὴν ἐπιβληθεῖσα ποινή, ἔστω κι ἂν αὐτὴ εἶναι ἄδικη. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει μία Σύνοδος ἤ, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, Σύναξη Πατέρων, ἀφοῦ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὰ γεγονότα καὶ ἀποφασίσει ὅτι μπορῶ νὰ ἐπιτελῶ τὰ λειτουργικά μου καθήκοντα· τότε χωρὶς δίλημμα θὰ ὑπακούσω. Διὰ τοῦτο, προσέφυγε στὴν ἡμετέρα Σύναξη, ἐπειδὴ ἔκρινε ὅτι Ὀρθοδοξεῖ καὶ διώκεται ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 

Ἀφοῦ ἐνημερώθηκε ἡ ἡμετέρα Σύναξις γιὰ τὴν ὑπόθεση, ὅτι δηλαδὴ ὁ π. Εὐθύμιος εἶναι ἄδικα δικασμένος καὶ καταδικασμένος λόγῳ τῆς πιστότητός του πρὸς τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀγῶνος του κατὰ τῆς Παναιρέσεως παντὸς εἴδους Οἰκουμενισμοῦ, ὁμοφώνως συνεπέρανε καὶ ἀποφάσισε ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος ἦτο καὶ εἶναι κανονικὸς κληρικὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὅτι μπορεῖ καὶ πρέπει χωρὶς ἐνδοιασμοὺς νὰ λειτουργεῖ καὶ τελεῖ τὰ ἱερατικὰ καθήκοντά του πρὸς δόξαν Θεοῦ, πρὸς οἰκοδομὴ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας (τοῦ πιστοῦ λαοῦ) καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, μνημονεύοντας στὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ τὰ Ἱερᾶ Μυστήρια «ὑπὲρ πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων». 

Λιούλιατσι Σερβίας, 9 Μαρτίου 2013

Μετὰ ἀγάπης καὶ εὐλογίας Θεοῦ 

Ὁ Μητροπολίτης Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτέμιος 

στὴν ἐξορία 

Στὴ συνέχεια δημοσιεύουμε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ π. Εὐθυμίου, τὴν ὁποία μᾶς ἔστειλε μαζί μὲ τὸ Ἀνακοινωθὲν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ράσκας Ἀρτεμίου: 

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ 

ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ 

 25 Νοεμβρίου 2012 

Σεβασμιώτατε μητροπολίτα Ράσκας καί Πριζρένης, π. Ἀρτέμιε τήν εὐχή σας. 

Ἔλαβα τό θάρρος νά σᾶς γράψω καί νά ἀπευθυνθῶ σέ σᾶς, ἐξ αἰτίας τῆς τελικῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας εἰς τό ὁποῖον εἶχα προσφύγει καί εἶχα καταθέσει αἴτησι ἀκυρώσεως τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συνοδικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου, μέ τήν ὁποία μέ καθαιροῦσε ἀπό τόν βαθμό τῆς ἱερωσύνης. 

Οἱ βασικές κατηγορίες τίς ὁποῖες καί ἐπεκαλεῖτο ἡ ἀπόφασις τῶν Ἐπισκόπων ἦσαν ἡ ἀνυπακοή, ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως καί ἡ ἀποτείχισίς μου ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας δέν ἐδέχθη τήν αἴτησί μου, οὔτε κἄν εἰσῆλθε ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ θέματος, μέ τό αἰτιολογικό ὅτι αὐτή εἶναι καθαρῶς ἐκκλησιαστική ποινή, ἡ ὁποία δέν ἔχει διοικητικές διαστάσεις (π.χ. μισθοδοσίας, συνταξιοδότησης, οἰκογενειακές ἐπιπτώσεις κλπ.) καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι καθαρά ὑπόθεσις τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς ἀποστέλλω μέ τήν παροῦσα ἐπιστολή Σεβασμιώτατε, καί τό ἔγγραφο ὑλικό τό ὁποῖο σχετίζεται μέ ὅσα ἀνωτέρω πολύ περιληπτικά σᾶς περιέγραψα. Ἐπίσης σᾶς ἀποστέλλω καί κάποιο ὀπτικοακουστικό ὑλικό γιά νά δεῖτε, ἄν καί τά γνωρίζετε, τό πῶς λειτουργοῦν τά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια καί τό πόσο ἐνδιαφέρονται γιά τά θέματα τῆς πίστεως. 

Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν ἐξέλιξι τῆς ὑποθέσεως καί δεδομένου τοῦ ὅτι δέν ἤθελα ἐπ’ οὐδενί νά ἐνταχθῶ σέ κάποια παράταξι τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, ἡ κατά βάθος ἐπιθυμία μου ἦταν νά μεταβῶ εἰς τό ἅγιον Ὄρος καί νά τελειώσω τό ὑπόλοιπον τῆς ἐπιγείου ζωῆς μου εἰς τό περιβόλι τῆς Παναγίας, ἀπό τό ὁποῖο καί ἄρχισα τήν μοναχική μου ἀφιέρωσι. Δεδομένου ὅμως τοῦ ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κατά κοινή ὁμολογία, διαρκῶς ἐπεκτείνεται καί προωθεῖται, μέ τελικό σκοπό τήν ἕνωσι καί ἀλληλοπεριχώρησι μετά τῶν πάσης φύσεως αἱρετικῶν καί τήν συμπόρευσι καί ἔνταξι τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν παγκόσμια κατάστασι τῆς Νέας Ἐποχῆς, προσέτι δέ τήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων διά πνευματική καθοδήγησι καί ἐπιτέλεσι τῶν στοιχειωδῶν λειτουργικῶν των καθηκόντων, ἐθεώρησα ἀναγκαῖον νά μήν καταθέσω τά ὅπλα καί τοιουτοτρόπως δώσω τήν ἐντύπωσι ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι ἐνίκησαν καί ἐξουδετέρωσαν κάποιον ὁ ὁποῖος ἀντιστέκετο στήν αἵρεσι. Δι αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο Σεβασμιώτατε προσφεύγω σέ ἐσᾶς καί τήν ἀδελφότητά σας. Θά σᾶς ἐκθέσω ἐν ὀλίγοις τίς σκέψεις μου καί τό τί ζητῶ ἀπό ἐσᾶς. 
Ἐξ ἀρχῆς, ὅταν ἐκλήθηκα στό Ἐπισκοπικό καί κατόπιν εἰς τό Συνοδικό Ἐκκλησιαστικό Δικαστήριο παρουσιάστηκα μέ τόν σκοπό τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεώς μου καί τῆς στηλιτεύσεως τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν ὁποία ἐμφοροῦντο οἱ ἐκκλησιαστικοί Δικαστές, σύμφωνα μέ τό ἁγιογραφικό χωρίο «ἕτοιμοι δέ ἀεί πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περί τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος» (Β΄ Πετρ. 3,15). Εἰς αὐτήν μου τήν ἐνέργεια συνηγοροῦσε καί τό παράδειγμα τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε ὅταν ἐκλήθη νά δικασθῆ εἰς τήν Σύνοδο τῆς Τύρου, ἡ ὁποία εἶχε συγκροτηθῆ ἀπό δεδηλωμένους Ἀρειανούς. 

Τήν τελική ἀπόφασι τοῦ Συνοδικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου φυσικά δέν τήν ἀνεγνώρισα, διότι ἀποτελοῦσε ἀπόφασι αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι μέ κατεδίκασαν ὄχι γιά διάφορα προσωπικά μου παραπτώματα, ἀλλά γιά τήν ἀνυπακοή μου καί ἀποτείχισί μου ἀπό αὐτούς, ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν ὁποία αὐτοί ἐμφοροῦντο. Ἐθεώρησα ὅμως, ὅτι δέν εἶχα τό δικαίωμα νά ἀθωώσω καί νά δικαιώσω ἀπό μόνος μου τόν ἑαυτόν μου, διότι ἐσκέφθηκα ὅτι, πέραν τοῦ ὅτι δέν εἶχα πρός τοῦτο ἁγιογραφικά, κανονικά καί πατερικά ἐρείσματα, θά ἔδινα προσέτι ἐπιχειρήματα στούς Οἰκουμενιστές νά μέ κατηγορήσουν, ὅτι ἔχω κάνει δική μου Ἐκκλησία, δέν ἀναγνωρίζω κανένα κλπ. 

Ἐπιτρέψτε μου εἰς τό σημεῖο αὐτό Σεβασμιώτατε νά κάνω μία παρένθεσι καί νά ἀναφέρω ὅτι ἡ ἰδική σας περίπτωσι εἶναι τελείως διαφορετική, διότι ἐσεῖς καταδικαστήκατε χωρίς κἄν νά δικαστῆτε (νά κληθῆτε δηλαδή κανονικά σέ δίκη, νά παραστῆτε, νά προσκομίσετε μάρτυρες, νά ἀπολογηθῆτε κλπ.). Ἡ ποινή λοιπόν πού σᾶς ἐπεβλήθη ἦτο κατ’ οὐσίαν ἀνύπαρκτος σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος γιά τήν συγκεκριμένη περίπτωσι εἰς τό Πηδάλιο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Σημείωσαι δέ, ὅτι ἐπειδή εἰς τήν παροῦσαν Σύνοδον ἔξαρχος ἦτο ὁ Ἀρειανός Εὐσέβειος καί οἱ αὐτοῦ ἀκόλουθοι, διά τοῦτο ἀδιόριστον ἀφῆκε τόν παρόντα Κανόνα, ἵνα βοηθῇ εἰς αὐτούς ἐναντίον τῶν τότε διωκομένων Πατέρων ὑπ’ αὐτῶν, καί μάλιστα κατά τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Διά τοῦτο ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀλλά δή καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κατά τόν Σωκρ. βιβλ. ς΄ Κεφ. 18 κατηγόρησαν τόν Κανόνα τοῦτον πῶς δέν εἶναι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τῆς τῶν Ἀρειανῶν∙ διότι καί τόν Ἀθανάσιον διά τοῦ Κανόνος τούτου ἐκάθῃραν οἱ Εὐσεβιανοί, καί τόν Χρυσόστομον ἐζήτησαν νά καθῄρουν οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει κατ’ αὐτοῦ συναχθέντες Ἐπίσκοποι, ἐπειδή τάχα ἀφ’ οὗ καθῃρέθη, ἐπήδησεν εἰς τόν θρόνον, χωρίς νά ψηφίσῃ ἄλλη Σύνοδος τά περί αὐτοῦ. 

Καί ὁ Πάπας δέ Ἰννοκέντιος εἰς τήν ἐπιστολή ὁποῦ στέλλει πρός τούς Κωνσταντινουπολίτας ὑπέρ τοῦ Χρυσοστόμου κατηγορεῖ τόν τοιοῦτον Κανόνα κατά τόν Σωζόμενον βιβλ. η΄. Κεφ. κς΄. Καί κατά τόν Δοσίθεον (σελ. 133, περί τόν ἐν Ἱεροσολύμ. Πατριαρχεύσ.), ἐπειδή, λέγω, καί οἱ Ἅγιοι οὗτοι τόν Κανόνα κατηγοροῦσιν, ἡ δέ δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος αὐτόν ἀποδέχεται, ὡς εἴπομεν, καί ἡ ς΄ Οἰκουμενική. Διά τοῦτο κάμνει χρεία νά προσδιορισθῇ, ἵνα μείνῃ ἀκατηγόρητος, ἤτοι, νά μήν ἔχῃ τόπον ἀπολογίας καί ἐλπίδα ἀποκαταστάσεως ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος ὁποῦ καθαιρεθῇ α΄. εἰς ἐγκλήματα φανερά καί δίκαια κατά τόν κη΄ Ἀποστολικόν∙ β΄. ὄχι ἀπό Σύνοδον μερικῶν μόνων Ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας, καί ἄλλου μέν δικαιοῦντος, ἄλλου δέ καταδικάζοντος, κατά τόν ιδ΄ τῆς ἰδίας ἐν Ἀντιοχείᾳ (τότε γάρ πρέπει ὁ Μητροπολίτης νά καλῇ καί ἀπό τούς πλησιοχώρους Ἐπισκόπους, διά νά θεωρῆται ἡ κρίσις, καί νά λύεται κάθε ἀμφιβολία κατά τόν αὐτόν), ἀλλά ἤ ἀπό τήν Σύνοδον ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας, καί συμφώνως κατακρινόντων, ὄχι διαφωνούντων κατά τόν ιε΄. τῆς αὐτῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἤ ἀπό τήν Σύνοδον τοῦ Πατριάρχου τῆς διοικήσεως∙ γ΄. καί νά ᾖναι παρών ὁ κρινόμενος, καί τόπος ἀπολογίας νά δοθῇ εἰς αὐτόν κατά τόν οδ΄. Ἀποστολ. ἔξω μόνον ἄν ἐπροσκαλέσθη, καί δέν ἠπήντησε κατά τόν αὐτόν Ἀποστολικόν” (Ὑποσ. 2 στόν Δ΄ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου) καθώς καί “Σημείωσαι, ὅτι καί ἐκ τῶν πραχθέντων ὑπομνημάτων ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπί Νεκταρίου Πατριάρχου περί Ἀγαπίου, καί Βαγαδίου τῶν ἀντεχομένων τῆς Ἐπισκοπῆς Βόστρης, ἅπερ ὅρα μετά τήν ἐν Σαρδικῇ Σύνοδον”, γίνεται φανερόν, ὅτι, δέν πρέπει νά καθαιρῇται Ἐπίσκοπος, ἄν δέν ᾖναι παρών εἰς τήν κρίσιν, οὔτε πρέπει νά καθαιρῇται ἀπό τρεῖς Ἐπισκόπους, ἤ δύω, ἀλλά ἀπό τήν ψῆφον τῆς συνόδου τῶν περισσοτέρων τῆς ἐπαρχίας Ἐπισκόπων, ὡς καί οἱ Ἀποστολικοί, φασί, Κανόνες διωρίσαντο, ὁ παρών δηλαδή οὗτος». Ἀλλά καί ὁ Παῦλος (Πράξεων κεφάλ. κε΄ 16) λέγει∙ ὅτι οὐδέ εἰς τούς Ρωμαίους ἦτο συνήθεια νά χαρίζεται ἄνθρωπος εἰς θάνατον (καί ἁπλῶς νά καταδικάζηται), ἄν πρῶτον ὁ κατηγορούμενος δέν ἔχῃ κατά πρόσωπον τούς κατηγόρους του, καί ἄν δέν λάβῃ ἄδειαν νά ἀπολογηθῇ διά τό ἔγκλημά του. “Οὐκ ἔστιν ἔθος Rωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν, πλήν ἤ ὁ κατηγορούμενος κατά πρόσωπον ἔχοι τούς κατηγόρους, τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περί τοῦ ἐγκλήματος”. Καί ὁ Νικόδημος εἶπε πρός τούς Ἰουδαίους. “Μή ὁ νόμος ἡμῶν κρίνῃ τόν ἄνθρωπον, ἐάν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον, καί γνῶ τί ποιεῖ;” (Ἰωaν. ζ΄ 15) φησί γάρ ὁ Θεός περί τοῦ λατρεύσαντος θεοῖς ἑτέροις οὕτω πρός τόν Κριτήν. Καί ἀναγγελῇ σοι, καί ἐκζητήσεις σφόδρα, καί ἰδού ἀληθῶς γέγονε τό rῆμα. Γεγένηται τό βδέλυγμα τοῦτο ἐν Ἰσραήλ. Καί ἐξάξεις τόν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, καί τά ἑξῆς” (Δευτερ. ιζ΄ 4)» (Ὑποσ. 1 τοῦ ΟΔ΄ Κανόνος τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων). 
Ὡς ἐκ τούτου νομίζω ὅτι ἄριστα ἐπράξατε πού ἀδιαφορήσατε γιά τήν ποινή πού σᾶς ἐπέβαλαν, δεδομένου καί τοῦ ὅτι ὁ διωγμός σας κατευθύνετο ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, λόγῳ τῶν Ὀρθοδόξων θέσεών σας. Ἀπορῶ μάλιστα γιά τό πῶς οἱ ἀντιοικουμενιστές Πατέρες ἐδῶ στήν Ἑλλάδα δέν τό διαδηλώνουν αὐτό ἐμπράκτως, μέ τό νά συλλειτουργοῦν μαζί σας δημοσίως καί εὐθαρσῶς καί νά θέτουν τοιουτοτρόπως τούς ἑαυτούς των μετά τῶν δεδιωγμένων ἕνεκα τῆς πίστεως καί ὄχι μετά τῶν διωκτῶν καί αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων. Διότι μέ τήν στάσι των εἶναι σάν νά ἀναγνωρίζουν ὡς ὑπαρκτή καί κανονική τήν ἀνύπαρκτη ὄντως ποινή. 

Εἰς τήν ἰδική μου ὅμως περίπτωσι δέν ἔγιναν ἔτσι τά πράγματα, διότι διεξήχθη σέ πρῶτο καί δεύτερο βαθμό ἡ ἐκκλησιαστική δίκη, παρ’ ὅτι καταγγείλαμε καί στά ἴδια τά Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια καί στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας πολλές παρανομίες, οἱ ὁποῖες κατά τήν διαδικασία διεπράχθησαν ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, προκειμένου νά καταλήξουν εἰς τόν ἐπιδιωκόμενο καί προκαθορισμένο σκοπό τους. 

Ὡς ἐκ τούτου μετά τήν τελική ἀπόφασι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί προκειμένου, ὅπως προανέφερα, νά μήν κατηγορηθῶ ὅτι αὐτοδικαιώνω ἐγώ ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό μου, προσέφυγα κατ’ ἀρχάς στούς ἀντιοικουμενιστές Πατέρες, δεδομένου τοῦ ὅτι δέν ὑπῆρχαν τότε ἀποτειχισμένοι. Προσέφυγα ἐπίσης καί σέ σεβαστούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ζητῶντας ἀπό ὅλους νά διαδηλώσουν δημοσίως καί γραπτῶς τήν θέσι των διά τήν ὑπόθεσι αὐτή, ἐγώ δέ τήν γνώμη τῶν ἀντιοικουμενιστῶν Πατέρων θά τήν ἐξελάμβανα εἰς τήν περίπτωσί μου ὡς γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, δεδομένων δηλαδή τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Δικαστῶν. Κατ’αὐτόν τόν τρόπο ἀφ’ἑνός μέν δέν θά ὑπελόγιζα τήν ἀπόφασι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων, ὡς ὑπό αἱρετικῶν ληφθεῖσα, ἀλλά τῶν ἀντιοικουμενιστῶν Πατέρων, ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν θά ἀποφάσιζα ἐγώ γιά τόν ἑαυτό μου, πρᾶγμα ὄντως ἄγνωστο στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. 

Παραδόξως λοιπόν, ἐνῶ πολλοί Πατέρες, ἰδιαιτέρως καί προσωπικῶς μοῦ ἔλεγαν καί μέ παρότρυναν νά συνεχίσω νά λειτουργῶ καί νά μήν ὑπολογίσω τήν ποινή πού ἐπέβαλαν οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, δημοσίως καί γραπτῶς δέν κατέθεταν αὐτήν τήν γνώμη. Μάλιστα μοῦ ἀνέφεραν καί πολλά ἐπιχειρήματα, ὅπως τό ὅτι ἄν δεχθῶ τήν ποινή, εἶναι σά νά τούς ἀναγνωρίζω, ὅτι τούς δίδω ἀξία ἐνῶ αὐτοί εὑρίσκονται στήν αἵρεσι, ὅτι συνεργῶ στά σχέδιά των, τά ὁποῖα εἶναι ἡ διά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ποινῶν, πάταξις κάθε ὀρθοδόξου ἀντιστάσεως κλπ. Αὐτά ὅλα τονίζω, μοῦ τά ἀνέφεραν προφορικά, γραπτῶς ὅμως καί δημοσίως δέν ἔπαιρναν θέσι γιά εὐνοήτους προφανῶς λόγους. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων καί δεδομένου τοῦ ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἔπαιρναν δημοσίως θέσι γιά τήν περίπτωσί μου, προσέφυγα εἰς τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἤδη πρό τεσσάρων ἐτῶν, μέ τό σκεπτικό ὅτι ἦτο ἕνα ἀνώτατο θεσμικό ὄργανο, τό ὁποῖο ἀνεγνώριζε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμπράκτως, μία δέ ἀκυρωτική ἀπόφασίς του τῶν ἀποφάσεων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων θά με κατωχύρωνε εἰς τό νά συνεχίσω νά ἐπιτελῶ τά λειτουργικά μου καθήκοντα, χωρίς δηλαδή νά ἀποφασίσω ἐγώ διά τόν ἑαυτό μου. Θά ἀποτελοῦσε προσέτι καί ἕνα ράπισμα ἐναντίον τῶν Οἰκουμενιστῶν, καί ἀκόμη μία ὁδό τήν ὁποία θά ἠδύναντο εἰς τό μέλλον νά ἀκολουθήσουν καί ἄλλοι ἀποτειχισμένοι ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, ἐφ’ ὅσον δηλαδή οἱ ἀντιοικουμενιστές δέν ἔπαιρναν μόνοι των κάποιες βασικές ἀποφάσεις, ὅπως ἔκαναν οἱ Πατέρες ἐν καιρῷ αἱρέσεως, σχετικά μέ τίς ποινές πού θά ἔβαζαν οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι στούς ἀποτειχισμένους. 

Δυστυχῶς ὅμως Σεβασμιώτατε, καί ἐδῶ ἰσχύει ἡ παροιμία «κόρακας κοράκου μάτι δέν βγάζει». Διότι, ὅπως γνωρίζετε, πέραν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ Ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἡ πολιτική καί ἡ δικαστική συνοδοιποροῦν καί ἔχουν κοινό κέντρο κατευθύνσεων, τίς σκοτεινές δηλαδή δυνάμεις. Ὡς ἐκ τούτου ἤδη πρό δύο ἐτῶν εἶχα τήν πληροφορία ἀπό πρόσωπα πού γνωρίζουν ἀπό κοντά τό πῶς κινοῦνται οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι, ὅτι ἔχει δοθῆ ἐντολή καί γραμμή στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας νά μήν ἀσχοληθοῦν μέ αὐτήν τήν ὑπόθεσι, ἀλλά νά ἀφήσουν τά πράγματα ὡς ἔχουν, δηλαδή νά ἀφήσουν ἀσύστολους καί ἀνεξέλεγκτους τούς Ἐπισκόπους, διότι προφανῶς μεταξύ αὐτῶν τῶν ἐξουσιῶν, ὑπάρχει ἀρίστη καί ἄψογος συνεργασία, ἡ ὁποία βεβαίως πάντοτε εἶναι εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. 

Ἡ ἀπόφασις λοιπόν του Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖο κατ’οὐσία δέν ἠσχολήθη ἐπί τῆς οὐσίας τῆς προσφυγῆς μου, δέν μέ παρεξένεψε, ἀλλά ἀπεναντίας ἐπιβεβαίωσε τά ὅσα πρό διετίας εἶχα πληροφορηθῆ. 

Σεβασμιώτατε ἔκανα αὐτή τή μικρή ἱστορική ἀναδρομή εἰς τήν ὑπόθεσί μου, ἀφ’ἑνός μέν γιά νά ἐνημερωθῆτε, ἀφ’ ἑτέρου γιά νά γνωρίζετε τίς θέσεις καί προθέσεις μου καί προσέτι γιά νά φθάσω εἰς τό διά ταῦτα, δηλαδή νά σᾶς ἀναφέρω τό τί ζητῶ ἀπό σᾶς. 

Ἡ αἴτησις λοιπόν καί παράκλησίς μου εἶναι, ὅταν μελετήσετε τά κείμενα καί ἔγγραφα πού σᾶς ἀποστέλλω, κι ἐφ’ ὅσον διαπιστώσετε ὅτι διά τήν Ὀρθόδοξον Πίστι διώκομαι καί διά τήν ἀντίδρασί μου στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά μοῦ ἐκφράσετε ἐγγράφως τήν γνώμη σας, ἄν δηλαδή ὀφείλω νά τηρήσω αὐτήν τήν ποινή τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου ἤ ἄν, ἐξαιτίας τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἐσχατολογικῶν ἐξελίξεων, πρέπει νά ἐπιτελῶ τά λειτουργικά μου καθήκοντα προσωρινῶς, ἕως δηλαδή καιροῦ Ὀρθοδόξου ὄντως Συνόδου, κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ ὁποία ἀφοῦ πρῶτα καταδικάσει τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, θά δώση τήν τελική λύσι στό ἰδικό μου πρόβλημα. 

Ἡ γνώμη σας καί τοποθέτησί σας Σεβασμιώτατε ἐπί τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς θά ἀποτελέση γιά μένα τήν θέσι τῆς Ἐκκλησίας, δεδομένου τοῦ ὅτι κατηγορήθηκα ὅτι ὑπάκουσα σέ αἱρετικούς δικαστές, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἀποσκοποῦσαν στό νά ὑποτάξουν κάθε ἀντίστασι ἐναντίον τῆς αἱρέσεως. Τό ὅτι δέν ἀνεγνώρισα τίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων φαίνεται ἀπό τήν προσφυγή μου στούς ἀντιοικουμενιστές κατ’ ἀρχάς πατέρες καί κατόπιν στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἀπό τό ὅτι καί μετά τήν ἀπόφασι τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου πάντοτε ὑπογράφω καί ὑποσημειώνομαι ὡς Ἱερομόναχος καί κυρίως φαίνεται ἀπό τήν ἐν συνεχείᾳ καί μέχρι σήμερα καί εὐχηθεῖτε ἕως ἐσχάτων πορεία μου καί ἀντίστασί μου στήν αἵρεσι. Μᾶλλον οἱ ἀντιοικουμενιστές πατέρες ἀνεγνώρισαν τήν ποινή μου, ἐφ’ ὅσον δημοσίως καί γραπτῶς αὐτό δέν τό διαδηλώνουν, ὅπως κατά τόν ἴδιο τρόπο ἀναγνωρίζουν καί τήν ἰδική σας ποινή ἀπό τήν Σερβική Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον δηλαδή δέν συλλειτουργοῦν δημοσίως καί εὐθαρσῶς μαζί σας. 

Ἡ ἀπόφασις καί τοποθέτησίς σας Σεβασμιώτατε ἐπί τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου παρακαλῶ ὅπως προσυπογραφῆ καί ἀπό τό δεδιωγμένο ἱερατεῖο τό ὁποῖο σᾶς περιβάλλει καί σᾶς ἀναγνωρίζει ὡς κανονικό Μητροπολίτη Ράσκας καί Πριζρένης, διά νά ἔχη ἡ ἀπόφασις αὐτή τήν μορφή καί τό κῦρος ὄχι ἑνός ἀτόμου, ἀλλά τῶν δεδιωγμένων ἕνεκα τῆς πίστεως Ὁμολογητῶν Πατέρων. 

Θά πρέπει ἐπίσης νά γνωρίσετε ὅτι ἐφ’ ὅσον κρίνετε ὅτι διά τίς προαναφερθεῖσες πνευματικές ἀνάγκες πρέπει νά ἐπιτελῶ τά λειτουργικά μου καθήκοντα, ἐγώ κατά τήν ἐπιτέλεσί των δέν θά μνημονεύω, ὅπως διά τῆς ἀποτειχίσεώς μου ἔπραξα μέχρι τώρα, ἀλλά στήν συγκεκριμένη αἴτησι θά ἀναφέρω «ὑπέρ πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων». 

Τέλος ἡ ἀπόφασίς σας αὐτή δέν θά ἔχη δι’ ἐμένα τήν ἔννοια καί θέσι τῆς ἀθετήσεως τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε βεβαίως τήν ἔννοια τῆς ἀθετήσεως τῶν ὅσων οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπιτάσσουν διά τήν θέσι τοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς Συνόδου εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀλλά θά ἔχη τήν θέσι τῆς προσωρινῆς ἀπορρίψεως ὄχι τῶν θεσμῶν, ἀλλά τῶν συγκεκριμένων φορέων τῶν θεσμῶν, ἐφ’ ὅσον καί μέχρις ὅτου αὐτοί ἀπορρίπτουν δημοσίως καί Συνοδικῶς διά πλήθους ἔργων καί λόγων τήν Ὀρθοδοξία καί συντάσσονται μέ τήν αἵρεσι τῶν ἐσχάτων καιρῶν. 

Τό κείμενο αὐτό τῆς ἐπιστολῆς μου καθώς καί ἡ ἔγγραφη ἀπόφασί σας ἡ ὁποία θά μοῦ ἀποσταλῆ, ἐφ’ ὅσον ὑπογραφῆ ἀπό ἐσᾶς καί ἀπό τούς κληρικούς τῆς ἀδελφότητός σας, θά δημοσιοποιηθοῦν σέ ὅλα τά μέσα ἐνημερώσεως (ἰστοσελίδες, ἐκκλησιαστικό τύπο κλπ.) εἰς τρόπον ὥστε ἀφ’ἑνός μέν νά κατοχυρωθῶ εἰς τό θέμα τῆς συλλογικῆς καί ὄχι τῆς προσωπικῆς μου ἀποφάσεως, διά τήν δικαίωσι καί ἀθώωσί μου, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἐπιβεβαιωθῆ ἡ θέσις μου ὅτι δέν ἀναγνωρίζω οὔτε ἀποδέχομαι τίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων καί προσέτι νά δηλώσω εὐθέως καί εὐθαρσῶς ὅτι καί ἐγώ συντάσσομαι καί ἀναγνωρίζω τούς δεδιωγμένους ἕνεκα πίστεως Πατέρες καί ἀδιαφορῶ διά τίς ποινές πού ἀντιστοίχως οἱ ἐντόπιοι αἱρετικοί Ἐπίσκοποι τούς ἐπέβαλαν. Αὐτή ἡ παγία θέσις μου Σεβασμιώτατε θά ἰσχύει φυσικά οἱαδήποτε ἀπόφασι θά λάβετε ἐπί τοῦ προβλήματος τό ὁποῖο σᾶς ἀνέθεσα προσωρινῶς νά ἐπιλύσετε, δηλαδή εἴτε θετική, εἴτε ἀρνητική. 

Εὐχόμενος ὁ Κύριος νά σᾶς ἐνισχύη εἰς τόν ἀγῶνα σας διά τήν μέχρι τέλους πορεία σας, ὑποσημειώνομαι, ζητώντας τίς εὐχές καί εὐλογίες σας διά τόν ἰδικόν μου ἀγῶνα, καθώς καί τῶν πνευματικῶν μου ἀδελφῶν καί συναγωνιστῶν. 

Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς 
Υ.Γ. Σεβασμιώτατε, τήν παροῦσα ἐπιστολή δέν θά τήν κοινοποιήσω πουθενά μέχρι τῆς ἀπαντήσεώς σας, διά νά μή δεσμευθῆτε στίς ἀποφάσεις πού θά πάρετε, οὔτε φυσικά καί ἐκ τῶν ὑστέρων, ἄν εἶναι ἀρνητική ἡ ἀπάντησί σας. 

Συνημμένα σᾶς ἀποστέλλω: Τήν ὑπ’ ἀριθμ. 4/94 πράξι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀμπελακίων, μέ τήν ὁποία ἀνέλαβα ἐφημεριακά καθήκοντα στό ἐξωκκλῆσι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ Ἀμπελακίων. 
Τήν ἀπό 23.09.1999 ἐπιστολή μου πρός τόν Ἐπίσκοπο Λαρίσης κ. Ἰγνάτιο, τήν ὁποία κοινοποίησα μεταξύ ἄλλων καί πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διά τῆς ὁποίας γνωστοποίησα δημοσίως τήν ἀμετάκλητο ἀπόφασί μου, ὅπως διά τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου, νά μή συμμετέχω στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 
Τήν ὑπ’ ἀριθμ. 11/37/6.06.2005 κλήσι ἐμοῦ ὡς κατηγορουμένου ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Δικαστηρίου Λαρίσης, στήν ὁποία περιλαμβάνονται τά εἰς ἐμένα ἀποδοθέντα παραπτώματα. 
Τό ἀπό 1.03.2005 Ἀπολογητικό Ὑπόμνημά μου δυνάμει τοῦ ὁποίου στήν προανακριτική ἐξέτασί μου ἀρνοῦμαι τήν βασιμότητα τῶν ἀποδοθέντων παραπτωμάτων. 
Τό ἀπό 2.09.2005 Ὑπόμνημά μου πρός τό Ἐπισκοπικό Δικαστήριο τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης. 
Τό ἀπό 6.06.2007 Ἀπολογητικό Ὑπόμνημά μου ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου. 
Τό ἀπό 18.04.2007 ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου αἴτημά μου περί Ὁμολογίας Πίστεως τῶν μελῶν - Ἐπισκόπων τοῦ Δικαστηρίου. 
Τό ἀπό 9.05.2007 ἔγγραφό μου ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, τό ἀναφερόμενο σέ σχετικό φωτογραφικό ὑλικό, στό ὁποῖο ἐμφαίνονται Ἐπίσκοποι–μέλη τοῦ Δικαστηρίου συμπροσευχόμενοι καί ἐπισκεπτόμενοι τόν Πάπα. 
Τήν ἀπό 11.11.2008 Αἴτησι ἀκυρώσεώς μου ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας (Ἀνωτάτου Δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος) καί τούς ἀπό 2.11.2009 ἐνώπιον τοῦ ἰδίου Δικαστηρίου προσθέτους λόγους ἀκυρώσεως καί τήν ὑπ’ ἀριθμ. 21/2007 προσβαλλομένη ἀπόφασι. 
Τήν ὑπ’ ἀριθμ. 3824/2012 ἀπόφασι τοῦ Δ΄Τμήματος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, δυνάμει τῆς ὁποίας τό ἐν λόγῳ Δικαστήριο ἐθεώρησε ἀπαράδεκτη τήν Αἴτησι ἀκυρώσεώς μου γιά τόν λόγο ὅτι ἡ καθαίρεσι ἔχει ἀμιγῶς πνευματικό χαρακτῆρα καί ὡς ἐκ τούτου τό Δικαστήριο δέν ἐξέτασε τήν Αἴτησι ἀκυρώσεώς μου. Ὀπτικοακουστικό ὑλικό τῆς δίκης εἰς τό Συνοδικό Δικαστήριο.
Μας εστάλει μέσω του Ηλεκτρ. Ταχυδρομείου από το Ιστολόγιο Πατερική Παράδοση

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012

Περί τήν «Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν» του ιερομονάχου Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ


1ον) ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΕΓΚΡΙΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟ

ΠΛΕΙΟΝΕΣ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 



Περί τήν «Διαχρονικ Συμφωνία τν γίων Πατέρων
γι τ ποχρεωτικ το 15ου Κανόνος
τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
περ Διακοπς Μνημονεύσεως πισκόπου
Κηρύσσοντος π’ κκλησίας Αρεσιν»


του Ασκητού του Κίσσαβου 

ιερομονάχου Εθύμιου Τρικαμην





Λάβαμε ἕνα πολυσέλιδο κείμενο-ἐπιστολή, ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ποὺ ἀπευθύνεται στον ἔγκριτο ἁγιορείτη μοναχὸ (γνωστὸ ἀπὸ δημοσιεύσεις σὲ θεολογικὸ περιοδικό) που χθές δημοσιεύσαμε στην ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙ. Ὁ ἁγιορείτης (τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν δημοσιεύουμε, γιατὶ δὲν μᾶς ἀπάντησε ἂν ἐπιθυμεῖ τὴ γνωστοποίηση τοῦ ὀνόματός του) εἶχε πρὸ μηνῶν ἀποστείλει (σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς διαχειριστὲς τοῦ ἱστολογίου Ρaterikiparadosi) κριτικὴ γιὰ τὸ βιβλίο «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν», τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.


Ὁ π. Εὐθύμιος, τὸν ὁποῖο πληροφορήσαμε γιὰ τὴν κριτικὴ τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, θέλησε νὰ ἀπαντήσει, διότι πρόκειται περὶ μιᾶς μονομεροῦς κριτικῆς, ποὺ παραποιεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση περὶ τοῦ θέματος. Ἀπὸ αὐτὴν ἀπουσιάζουν ἁγιοπατερικὰ χωρία καὶ γνῶμες τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ ἕνα τόσο μεγάλο καὶ κρίσιμο θέμα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συγχρόνων αἱρετικῶν ἐξετάζεται μὲ προσωπικὲς γνῶμες. Κι αὐτὸ τὴ στιγμή, ποὺ στὸ βιβλίο παρατίθενται ἑκατοντάδες πατερικὰ κείμενα πρὸς ἐπίρρωση καὶ κατοχύρωση τῶν θέσεων τοῦ συγγραφέα.


Δημοσιεύουμε στην ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙ τὸ κείμενο σε συνεχειες, γιατὶ ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνεχῶς ἐπεκτείνεται, καὶ δὲν φαίνεται καμιὰ σοβαρὴ ἀντίδραση ἐναντίον της. Μάλιστα, οἱ ἁγιορεῖτες ποὺ παραδοσιακὰ ἀποτελοῦσαν τὸν κυματοθραύστη τῶν αἱρέσεων, τώρα ἀδρανοῦν, καὶ δυστυχῶς, μὲ μιὰ τέτοια κριτικὴ (ὅπως τοῦ ἐν λόγῳ ἁγιορείτη) ἀποτρέπουν ἀπὸ τὸν ἀγῶνα, κατηγορώντας μὲ διάφορες αἰτιάσεις καὶ ἐκείνους ποὺ δεχόμενοι πολυμέτωπο πόλεμο, δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀγωνίζονται ἐν συνειδήσει τῆς δικῆς τους ἀδυναμίας, ἀλλὰ καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.



ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ


                                                                                                     1/07/2012




Ἀγαπητέ καί σεβαστέ Πάτερ,  χαῖρε ἐν Κυρίῳ.
Ἄν καί νομίζω πώς δέν γνωριζόμαστε προσωπικά σοῦ ἀποστέλλω τήν παροῦσα ἐπιστολή, ἐπειδή ἔλαβα σέ φωτοαντίγραφο ἀπό τόν ἀδελφό στὸν ὁποῖον ἀπέστειλες τήν ἀπό 29/2/2012 ἐπιστολή σου, ἡ ὁποία ἀπευθύνετο πρός αὐτόν, εἶχε ὅμως ἀντικείμενο τό προσφάτως ἐκδοθέν βιβλίο μου: «Ἡ Διαχρονική Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν».


Ἀπό αὐτό τό φωτοαντίγραφο τῆς ἐπιστολῆς σου διεπίστωσα ὅτι εἶσαι  ὁ ἐπιστολογράφος τῆς χωρίς ἡμερομηνία καί ὄνομα ἐπιστολῆς, τήν ὁποία μοῦ κοινοποίησε σέ παλαιότερη ἀλληλογραφία μας γνωστός μου μοναχός. Εἰς αὐτήν, ἐπειδή προφανῶς ὁ μοναχὸς ἐζήτησε τήν γνώμη καί συνδρομή σου, ἀπαντοῦσες σέ μερικές ἐκκλησιαστικές θέσεις μου, τίς ὁποῖες ἐπαρουσίασα στήν ἀλληλογραφία μου μέ ἐκεῖνον. Ὅταν ἐν συνεχείᾳ ὁ ἴδιος μοναχός μοῦ ἀπέστειλε σέ ἐπιστολή του αὐτό τό ἀνώνυμο κείμενό σου, ἐγώ τοῦ ἐξήγησα ὅτι, προκειμένου νά ἀπαντήσω στίς ἀπόψεις αὐτές πρέπει νά μοῦ δηλωθῆ τό ὄνομα τοῦ ἐπιστολογράφου, τόν παρεκάλεσα δέ νά σοῦ μεταβιβάση τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς μου, πού ἀνεφέρετο στήν ἀνώνυμη δική σου.  Δέν γνωρίζω ἄν τελικά ὁ ἐν λόγῳ μοναχὸς αὐτό τό ἔκανε(...).


Εἶναι ἄξιον ἀπορίας Πάτερ, πῶς ἀποφαίνεσαι γιά σοβαρά ἐκκλησιαστικά θέματα καί γιά προσωπικές, κατά τήν γνώμη σου, πλάνες καί ἐκτροπές ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κάποιου καί αὐτό τό πράττεις ἀνωνύμως, δηλαδή ἐκ τοῦ ἀφανοῦς, χωρίς νά ἔχης τήν προσωπική καί δημοσία εὐθύνη τῶν γραφομένων σου(...).


1) Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἐπισημάνω καί ἐδῶ (ὅπως καί στήν ἀνώνυμη ἐπιστολή) τήν παντελῆ ἀπουσία, ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων ἤ ἔστω παραπομπῶν, πρός κατοχύρωσι τῶν γραφομένων σου καί πρός στήριξι τῶν ἀπόψεών σου.  Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὅ,τι γράφεις εἶναι ἕωλο καί μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἀποτέλεσμα καθαρά τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Καί στήν περίπτωσι δέ πού ἐγώ διέστρεψα καί παρερμήνευσα ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία, πάλι ἐσύ ἔπρεπε νά μήν παρουσιάσης δικές σου ἀπόψεις (ἤ τοῦ π. Ἐπιφανίου κλπ.) ἀλλά νά κατοχυρώσης τά γραφόμενά σου μέ ἱερούς Κανόνες καί ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα.


Τοιουτοτρόπως ἀφήνεις νά ἐννοηθῆ ὅτι ἡ ἁγιοπατερική κατοχύρωσι δέν χρειάζεται σήμερα, διότι εὑρισκόμεθα στήν μετα-πατερική, μετα-αγιογραφική καί μετα-κανονική ἐποχή, ἤ ὅτι καί ἐσύ ὑπέρκεισαι τούτων καί δύνασαι αὐθαιρέτως (ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές) νά ὁριοθετῆς τήν πίστι, τήν αἵρεσι, τίς πλάνες κλπ. χωρίς νά ἔχης αὐστηρό ὁδηγό τήν ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγίους, ἀλλά τίς κατ’ ἐσέ εὔλογες καὶ καταφανεῖς καὶ αὐταπόδεικτες θέσεις περὶ ἀποτειχίσεως, καθιστῶντας τὸ ζητούμενο ὡς εὐκόλως ἐννοούμενο ἢ ὡς δεδομένο. Πάντως ὁ,τιδήποτε εἶναι  ἀστήρικτο καί ἀκατοχύρωτο χάνει ἀπό μόνο του τήν ἀξία του.


2) Ἔπειτα ἀπό τήν ἀνωτέρω σοβαρή ἐπισήμανσι θά ἔπρεπε νά μήν ἀπαντήσω στίς θέσεις καί ἀπόψεις σου, περιμένοντας μία ὁλοκληρωμένη καί πατερικῶς τοποθετημένη ἐπιστολή σου, διότι πολλά δυνάμεθα νά λέμε καί νά διδάσκωμε ἀστήρικτα καί ἀμάρτυρα.  Ἐπειδή ὅμως κατά τήν γνώμη μου στά γραφόμενά σου κρύβεται καί μία σκοπιμότητα καί φανερά τοποθέτησι ὑπέρ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, ἐπί πλέον, προκειμένου νά σοῦ δώσω καί ἄλλα κίνητρα καί ἐρεθίσματα πρός ἔρευνα καί πατερική τοποθέτησι διά τήν κρίσι τῶν γραφομένων μου, ἀναφέρω καί τά ἀκόλουθα.


3) Φαίνεται καθαρά στά γραφόμενά σου (κατά τήν γνώμη μου πάντοτε), μία σύγχυσι καί διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως στό θέμα τοῦ ποῖος εἶναι αἱρετικός. Ἐδῶ νομίζω, ἄν δέν ὑπάρχη καί ἠθελημένη σκοπιμότης, ἀσφαλῶς ὑπάρχει σαφής ἐπηρεασμός ἐκ τῆς οἰκουμενιστικῆς ἰδεολογίας, προκειμένου νά ἀπομονωθοῦν ἀπό τίς ἄλλες κατηγορίες οἱ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» κηρύττοντες αἵρεσι καί ἔτσι νά κατοχυρωθῆ τό περίφημον δυνητικόν τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Α΄καί Β΄ Συνόδου, τό ὁποῖον ἐσύ ὑποστηρίζεις. Γράφεις λοιπόν στή σελίδα (5) τῆς ἐπιστολῆς σου:


«Ι. Μεγάλη σύγχυσις καί ἐσφαλμένα συμπεράσματα δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν διακρίσεως μεταξὺ τῶν διαφορετικῶν κατηγοριῶν, τῶν σημαινομένων διὰ τῆς λέξεως “αἱρετικός”. Ὁ π. Εὐθύμιος φαίνεται ὅτι ἐξισώνει ὅλες τὶς κατηγορίες. Ὅμως οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ γενικότερα ἡ ποιμαντικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων σαφῶς διακρίνουν. Συγκεκριμένα...».


Και μετά ἀπαριθμεῖς, κατά τό δή λεγόμενο, ἕνα κάρο περιπτώσεις καί ὑποπεριπτώσεις αἱρετικῶν, πολλές μάλιστα ἀπό τίς ὁποῖες ἀναιρεῖς ὁ ἴδιος καί ὡς ἀφομοιωμένες μέ μία ἄλλη κατηγορία.
Ἐδῶ Πάτερ, κάνεις ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα τά ἑξῆς σοβαρά λάθη:


  Α) Ταυτίζεις τούς αἱρετικούς πού παραμένουν στήν πλάνη καί αἵρεσί των, μέ αὐτούς πού ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ στήν Ἐκκλησία.  Ὡς ἐκ τούτου τήν ποιμαντική τῶν Πατέρων πρός τούς ἐπιστρέφοντας ἐν μετανοίᾳ τήν ἀναφέρεις καί πρός τούς παραμένοντας ἐν τῇ αἱρέσει, καί ἔτσι δημιουργεῖς τίς κατά φαντασίαν κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν παραμενόντων ἐν τῇ αἱρέσει αἱρετικῶν. Ἡ ποιμαντική ὅμως τῶν Πατέρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων πρός τούς παραμένοντας ἐν τῇ αἱρέσει εἶναι μία καί ἡ αὐτή παντοῦ καί πάντοτε, δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις (ἀποτείχισις) ἀπό κάθε αἱρετικό.


Β) Ξεχωρίζεις τούς καταδικασμένους αἱρετικούς ἀπό αὐτούς πού ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί τά κηρύττουν δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ποιμαντική τῶν Πατέρων εἶναι ὅτι ὅλοι (καταδικασμένοι δηλαδή καί μή) ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία τῶν αἱρετικῶν καί οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νά ἀπομακρυνθοῦν (ἀποτειχισθοῦν) ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτούς. Ἡ μόνη ἴσως διαφορά, τῶν καταδικασθέντων δηλαδή καί μή καταδικασθέντων αἱρετικῶν, εἶναι  τό ὅτι οἱ μή καταδικασθέντες καί φαινομενικά κινούμενοι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, δύνανται ἀνενόχλητοι νά ἀσκοῦν τό ἔργο τοῦ διαβόλου πρός ἄγρα ψυχῶν καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι χειρότεροι, ὑπουλώτεροι  καί ἐπικινδυνώτεροι τῶν ἄλλων.


Ἄν δέ, ἔχουν αὐτοί οἱ αἱρετικοί καί τήν κάλυψι καί προστασία ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασι Κανόνος, τήν δαμόκλειον σπάθη τοῦ φόβου τῶν σχισμάτων, τήν ἀπειλή πρός τούς πιστούς τῆς ἐξόδου των διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί, βεβαίως, τήν σύγχυσι τῶν κατηγοριῶν καί ὑποκατηγοριῶν τῶν αἱρετικῶν τότε, νομίζω πάτερ, δέν θά ἠδύναντο οἱ αἱρετικοί αὐτοί νά εὕρουν καλύτερο ἔδαφος διά νά ἐνσπείρουν τίς αἱρέσεις των εἰς τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διότι τό ἔδαφος αὐτό τό καλλιεργοῦν καί τό προετοιμάζουν οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι.


Ἄν δέ πάλι, θεωρήσωμε (ὅπως ἐσεῖς πράττετε) ὅτι καί οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμφωνοῦν εἰς αὐτήν τήν στάσι μας (τῆς ἀναμονῆς δηλαδή καί ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν ποιμένων μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο), τότε παρουσιάζομε καί τούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους ὡς συνεργάτες τῶν αἱρετικῶν καί βοηθούς εἰς τήν ἐπέκτασι τῆς αἱρέσεως. Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γενικῶς διά τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καί ὄχι διά κάποιο μικρό χρόνο κατ’ οἰκονομίαν ἀναμονῆς μέχρι βεβαιώσεως καί συνοδικῆς διακηρύξεως τῆς αἱρέσεως ἤ γιά τό ἄν κατ’ οἰκονομία εἶναι ἔγκυρα ἤ ἄκυρα τά ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα μυστήρια κλπ.


Δι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Ἅγιοι παντοῦ καί πάντοτε δέν θεωροῦν αἱρετικό τόν καταδικασμένο ἀπό Σύνοδο (διότι αὐτό μπορεῖ νά ἔγινε ἀπό λάθος ἤ πλάνη τῆς Συνόδου, ὅπως συνέβη σέ τόσους Ἁγίους), ἀλλά τόν ἔχοντα αἱρετικό φρόνημα. Ὡς ἐκ τούτου ὅταν ὁμιλοῦν γιά αἱρετικούς ὁμιλοῦν ἀδιακρίτως (γιά καταδικασμένους δηλαδή καί μή) καί φυσικά δέν ἔχουν οὐδεμία ἄλλη ποιμαντική πρός αὐτούς, πλήν τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν πιστῶν σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο.
Θά ἀναφέρω ἐν συνεχείᾳ καί ἀνάλογα χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Πατέρων πρός κατοχύρωσι τῶν ὅσων μέχρι τώρα ἀνέφερα.


Ὁ ἅγ. Νικόδημος κατ’ ἀρχάς ὁ ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία τοῦ πρώτου Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου ὑποσημειώνει τά ἑξῆς: «Δι’ ὅ καί Γεώργιος ὁ Σχολάριος ἐν τῷ κατά Σιμωνίας, αἱρετικός εἶναι, λέγει, κάθε ἕνας ὁποῦ ἤ κατ’ εὐθείαν, ἤ πλαγίως πλανᾶται περί τι τῶν ἄρθρων τῆς πίστεως. Καί οἱ πολιτικοί νόμοι φασίν·  Αἱρετικός ἐστι, καί τοῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοις ὁ μικρόν γοῦν τι τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Καί ὁ Ταράσιος ἐν τῇ α΄. πράξει τῆς ζ΄. Συνόδου λέγει. Τό ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς, εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται. Καί ὁ Φώτιος, γράφων πρός τόν Ρώμης Νικόλαον· καί γάρ ἐστιν ὄντως τά κοινά πᾶσιν ἅπαντα φυλάττειν ἐπάναγκες, καί πρό γε τῶν ἄλλων τά περί πίστεως. Ἔνθα καί τό παρεκκλῖναι μικρόν, ἁμαρτεῖν ἐστιν ἁμαρτίαν τήν πρός θάνατον».


Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπίσης εἰς τήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πῶς οὖν ὁ Παῦλος φησίν, πείθεσθαι τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφής, τότε εἶπε πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός ἦ καί μή πειθώμεθα; πονηρός πῶς λέγεις; εἰ μέν περί πίστεως φεῦγε καί  παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ἦ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. Εἰ δέ βίου ἕνεκεν, μή περιεργάζου (P.G. 63, 231).


Ἐπίσης στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος γράφει τά ἑξῆς: «Καθάπερ γάρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρόν τοῦ χαρακτῆρος περι­κόψας, ὅλον τό νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο οὕτω καί ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καί τό βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντί λυμαίνεται, ἐπί τά χείρονα προϊών ἀπό τῆς ἀρχῆς. Ποῦ τοίνυν εἰσίν  οἱ φιλονικίας ἡμᾶςκρίνοντες ἕνεκεν τῆς πρός τούς αἱρετικούςδιαστάσεως;  Ποῦ νῦν εἰσιν οἱ λέγοντες οὐδέν μέσον εἶναι ἡμῶν κἀκείνων, ἀλλ’ ἀπό φιλαρχίας τήν διαφοράν γίνεσθαι; Ἀκουέτωσαν τι φησίν ὁ Παῦλος, ὅτι τό Εὐαγγέλιον ἀνέτρεψαν οἱ καί μικρόν τι καινοτομοῦντες» (P.G. 61, 622, (ΕΠΕ 20, 194).


Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπίσης  στήν πρός Σεραπίωνα ἐπιστολή του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἴδωμεν δέ ὅμως καί πρός τούτοις καί αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ ἀπόστολοι ἐκήρυξαν, καί οἱ πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται, καί ὁ ταύτης ἐκπίπτων οὔτ' ἄν εἴη, οὔτ' ἄν ἔτι λέγοιτο Χριστιανός» (ΒΕΠΕΣ 33, 116).


Ὁ Μ. Φώτιος τέλος, γιά νά μή γίνω κουραστικός στήν παράθεσι πολλῶν πατερικῶν χωρίων, ἀναφέρει τά ἑξῆς σημαντικά καί καταλυτικά κάθε προσπάθειας στηρίξεως τῆς λεγομένης δυνητικῆς θεωρίας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους.
»Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400).


Πρέπει νά σημειώσωμε Πάτερ, ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή τῶν Ἁγίων εἶναι ἀπολύτως ἐνηρμονισμένη μέ τήν ἁγ. Γραφή καί εἰδικά μέ τά χωρία Γαλ. 1, 8, Τιτ. 3, 10 καί Β΄ Ἰωάνν. 10.


Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας πάντοτε ἀσχολοῦνται μέ τό φρόνημα κάποιου, προκειμένου νά ἔχωμε μαζί του ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική κοινωνία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς καί μάλιστα μέ μεγαλύτερη ἔμφασι καί ἀκρίβεια δηλώνει καί ὁ 33ος Ἀποστολικός κανών, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μηδένα τῶν ξένων Ἐπισκόπων, ἤ Πρεσβυτέρων, ἤ Διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι.  Καί ἐπιφερομένων δέ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν: καί εἰ μέν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν, εἰ δε μήγε, τά πρός χρείαν αὐτοῖς ἐπιχωρηγήσαντες εἰς κοινωνίαν αὐτούς μή προσδέξησθε. Πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται».


Εἰς τόν κανόνα αὐτόν ὑπάρχει πάτερ, καί τό ἑξῆς θαυμαστόν.  Ἐνῶ οἱ κληρικοί αὐτοί ἔχουν συστατικές ἐπιστολές ἀπό τήν ἐπαρχία των, οἱ ὁποῖες διαβεβαιοῦν διά τήν καθαρότητα τῆς πίστεώς των, ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ καί προσωπική ἀνάκρισι καί μόνον ἐάν μετά ἀπό αὐτήν εὑρεθοῦν Ὀρθόδοξοι κατά πάντα, ἐπιτρέπει τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική κοινωνία. Καί ἐσύ τώρα,  τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δημοσίως καί κραυγαλέως κηρύσσει αἵρεσι, διδάσκεις ὅτι δυνάμεθα νά τόν ἀνεχώμεθα, νά τόν ἀναγνωρίζωμε, νά τόν μνημονεύωμε καί γενικῶς νά τόν θεωροῦμε ἀρχηγόν τῆς παρατάξεως Κυρίου καί μάλιστα εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, μέχρι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου! Τί ἄλλο θά ἠδύνατο αὐτός ὁ αἱρετικός νά ζητήση ἀπό τό ποίμνιό του, προκειμένου νά κάνη ἀνενόχλητα τό ἔργο του;


Ἄν πάλι ἐπιμένης εἰς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Α΄ καί Β΄ Συνόδου, τότε πρέπει πάτερ, νά προσκομίσης ἀνάλογα ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα, καθώς καί ἄλλους ἱερούς Κανόνες, τά ὁποῖα νά συνηγοροῦν εἰς αὐτήν τήν θεωρία. Ἄν αὐτό δέν τό πράξης, τότε νομίζω ὅτι εἴτε ἠθελημένα εἴτε ἀθέλητα εἶσαι στρατευμένος εἰς τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐσύ συμμετέχεις εἰς αὐτήν, ἀλλά παρασύρεις καί ἄλλους διδάσκοντας ἀκροβατικές ἑρμηνεῖες καί ἀπομονώνοντας ἕνα Κανόνα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν ὅλη διδασκαλία καί Παράδοσι τῶν Πατέρων.


Ὁ ἐπηρεασμός μας ἀπό σεβαστά, κατά τά ἄλλα, πρόσωπα καί εὐσεβοφανεῖς ἰδέες, μᾶς ὑποκλέπτουν καί ὁδηγοῦν πολλάκις στήν υἱοθέτησι μὴ παραδοσιακῶν θέσεων, γι’ αὐτό νομίζω πώς τό μόνο ἀλάνθαστο καὶ ὀρθόδοξο κριτήριο εἶναι ἡ προσφυγή μας στήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων (ἡ παράθεσι τῶν κειμένων τους μαζί μὲ τήν δική μας τοποθέτησι, ὥστε νά ὑπάρχει ἡ δυνατότητα συγκρίσεως) καὶ ἐν προκειμένῳ μάλιστα ἡ προσφυγή μας σέ αὐτούς πού συνέταξαν τόν ὑπό ἐξέτασιν ἱερό Κανόνα.


Ἄν ἐργαζόσουν ἔτσι, θά μποροῦσες ἐπί πλέον νά ἀνακαλύψης ἄν ὑπάρχη δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας εἰς τόν ἐν λόγῳ  Κανόνα ἀπό τόν ἴδιο τόν Μ. Φώτιο, ὁ ὁποῖος προήδρευσε τῆς Συνόδου πού τόν ἐξέδωσε. Διότι στό κείμενο τοῦ ἁγίου πού ἀνωτέρω σοῦ παρέθεσα (ὑπάρχει καί στό ἐκδοθέν βιβλίο μου) σαφῶς ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά ποιμένα μή καταδικασθέντα ἀπό Σύνοδο. Ἐφ’ ὅσον, ὅμως, εἶναι αἱρετικός κατά τό φρόνημα πρέπει νά συμπεριφερθῆς πρός αὐτόν, ὅπως θά συμπεριφερόσουν στόν λύκο καί στό δηλητηριῶδες φίδι. Ἄν δύνασαι τόν λύκο νά τόν ἔχης πάνω ἀπό τό κεφάλι σου (καί αὐτός νά σέ ἔχη μέσα στό στόμα του), τότε μόνο δύνασαι νά ἑρμηνεύσης δυνητικά τόν ἐν λόγῳ κανόνα.


Καί στήν περιγραφή πάλι τοῦ ὀρθοδόξου ποιμένος τήν ὁποία θαυμάσια παρουσιάζει ὁ ἅγιος, πρέπει ὁ κάθε πιστός νά βεβαιωθῆ ὅτι «οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται», προκειμένου νά ὑποταχθῆ εἰς αὐτόν. Δηλαδή δέν πρέπει ὁ ποιμένας ὄχι νά εἶναι ἐντεταγμένος εἰς αὐτούς, ἀλλά οὔτε νά παρασύρεται εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτούς, κατά τό φρόνημα, ὥστε ἡ πίστις του νά εἶναι ἐσφραγισμένη μέ τήν εὐσέβεια.


Καταλαβαίνεις Πάτερ, ὅτι  οἱ Πατέρες καί ἡ ἁγ. Γραφή ὅταν ὁμιλοῦσαν γιά τή στάσι μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, δέν ἐννοοῦσαν μόνο τούς ἤδη καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀλλὰ ὅλους τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, ἀφοῦ δὲν ἦταν δυνατόν νά καταγράψουν κάθε αἵρεσι ἐκ τῶν προτέρων· ἄν ἦταν ἐκ τῶν προτέρων δυνατή κάθε καταγραφή τῆς αἱρέσεως, δέν θά ἐχρειάζετο αὐτή ἡ ἐξονυχιστική ἔρευνα ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, διότι αὐτό θά τό εἶχε πράξει ἡ Σύνοδος. Ἄν πάλι οἱ Πατέρες ἐχώριζαν σέ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τούς αἱρετικούς θά ἔπρεπε, τουλάχιστον κάθε φορά πού ὁμιλοῦσαν δι’ αὐτούς, νά μᾶς προσδιορίζουν γιά ποία κατηγορία αἱρετικῶν ὁμιλοῦν, ὥστε καί ἐμεῖς νά μήν πλανηθοῦμε. Ὅλοι ὅμως οἱ Ἅγιοι διδάσκουν νά ἐξετάζουμε τό φρόνημα κάποιου, προκειμένου νά ἔχουμε μαζί του οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.  Κατ’ αὐτήν μόνο τήν ἔννοια καί ὁ ὑπό ἐξέτασι ἱερός Κανών εἶναι ἀπόλυτα ἐναρμονισμένος μέ ὅλη τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.


Μέ τήν δυνητική ὅμως ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄ Κανόνα, τόν παρουσιάζομε νά διαφωνῆ δριμύτατα, νά  ἔρχεται σέ ὀξύτατη ἀντίθεσι καί νά ἀντιστρατεύεται καί στήν ἁγ. Γραφή καί στούς Ἁγίους καί στούς ἄλλους ἱερούς Κανόνες. Δηλαδή τόν παρουσιάζομε νά προστατεύη τήν αἵρεσι καί τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί ὡς ἐκ τούτου ὡς περιέχοντα ἀντίφασι, ἀφοῦ τήν μιά συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο (τόν ὁποῖον μάλιστα χαρακτηρίζει ψευδεπίσκοπο) καὶ τήν ἄλλη ἐπιτρέπει τήν ὑπακοή καί ἐπικοινωνία μέ αὐτόν τόν λύκο-ψευδεπίσκοπο, ὄχι μόνο ὡς νά μήν εἶναι ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος, ἀλλά νά εἶναι καί εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.


Ἐπί πλέον δέ διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας διχάζουμε καί τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή ἄλλοι δύνανται νά ἀποτειχισθοῦν (προφανῶς οἱ πιό εὐαίσθητοι καί λεπτεπίλεπτοι κατά τήν συνείδησι) καί ἄλλοι νά ἀναμένουν ἡσύχως τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Πάντως ἄν ἐσύ Πάτερ, μπορῆς νά προσαρμόσης καί νά ταιριάξης τήν δυνητική θεωρία τοῦ Κανόνος μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἴμεθα ἕτοιμοι νά σέ ἀκούσωμε. Μάλιστα, ἐκ λόγων στοιχειώδους συνεπείας καὶ ἀγάπης πρός ἐμᾶς, πού θεωρεῖς ὅτι ἔχουμε καταπέσει στό βάραθρο τῆς αἱρέσεως, ὀφείλεις νά τό πράξης, ἐφ’ ὅσον εἶσαι ὑπέρμαχος τῆς θεωρίας αὐτῆς καί ἀφοῦ κατέχεις (γιά νά εἶσαι τόσο σίγουρος γιά αὐτήν) πλεῖστα ὅσα καθοριστικά καί  σημαίνοντα πατερικά κείμενα, πού ἀδιαμφισβήτητα καταδεικνύουν τήν ὀρθότητά της.


Ὅσον ἀφορᾶ δέ στόν μικρό χρόνο τῆς κατ’ οἰκονομίαν ἀναμονῆς καί μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, αὐτό τό καθορίζει ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί οὐδεμία σχέσι ἔχει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, διότι ὁ ἅγιος ἀναφέρεται σέ συνοδική διακήρυξι τῆς αἱρέσεως καί ὄχι σέ συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου.


Λέγει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς ἀναφερόμενος μάλιστα εἰς τήν μοιχειανική αἵρεσι: «Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν Ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως. Εἰ δέ λέγῃ ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ' ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι· ἐκεῖνο γινωσκέτω· ὅτι οὔπω σύνοδος ἦν, οὐδέ ἐκφωνητόν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα (σημ.: ἐδῶ ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἅγιος ἐμνημόνευε ἐφ’ὅσον δέν εἶχε κηρυχθῆ συνοδικῶς ἡ μοιχειανική αἵρεσις). Καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως, ἤ τόφεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ. Ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσι ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις, μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων, ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ» (Φατ. 39, 113, 51· P.G. 99, 1048 D).

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2012

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς: ερμηνεία του 15ου Κανόνος, από το νέο βιβλίου του, που μόλις κυκλοφόρησε.



  παρών Κανών λοιπόν παιτε καί προστάσσει τήν κριβ ξέτασι τς 
πίστεως κάστου κληρικο, πρίν νά πικοινωνήση  κάθε ρθόδοξος μαζί
 του. Τό φοβερώτερο μως καί συγχρόνως λεγκτικώτερον διά τούς
 σημερινούς ρθοδόξους, εναι τι λοι ογκεκριμένοι παλαιοί ρμηνευτές
 το παρόντος Κανόνος ναφέρουννά ποτειχίζωνται ορθόδοξοι πό
 τούς πισκόπους καί κληρικούς, στω καί ν μετά τήν ξέτασι ερεθ
πλς μφίβολος  πίστις των.  Ζωναρς στήν ρμηνεία το ν λόγ
 Κανόνος ναφέρει
«... καί τοιούτους ντας (ρθοδόξους δηλαδή κατά τήν πίστιν) προσδέχεσθαι 
και συγκοινωνεν ατος. Ε δε μφίβολοι περί τά ρθά δόξουσι δόγματα τήν
 μετ’ ατν
συνδιαγωγήν παραιτεσθαι παρακελεύεται ( παρών δηλαδή Κανών)»
 (Σύνταγμα τν θείων καί ερν Κανόνων Ράλλη–Ποτλ τόμος Β΄, σελ. 14).  Βαλσαμών ναφέρει τά
ξς «...καί  προσδέχεσθαι ες κοινωνίαν ρθοδόξους ντας  
παραιτεσθαι ςμφιβόλους» (π. ν.)  ριστηνός ναφέρει ες τήν
 ρμηνεία του τά ξς: «νευ συστατικν ο δε ξένον ερέα προσδέχεσθαι · 
ε δέ καί συστατικά πιφέρηται, δέον ατόν καί οτως πανακρίνεσθαι. 
Καί ε μέν εσεβής ναμφιβόλως ερεθ προσίεσθαι τοτον ·
 ε δε μφιβάλλεται, τά πρός διοίκησιν πιχορηγεσθαι ατ και ποπέμπεσθαι»
 (π. ν.). Εναι σως περιττό νά ναφέρωμε τι λα ατά ( ξέτασις δηλαδή
 περί τήν πίστιν καί ποτείχισις) γίνονται πρό συνοδικς κρίσεως καί
 καταδίκης το μφιβόλου πλς χοντος τήν πίστιν. δ πί πλέον
 βλέπομε καί τήν συμφωνία το ΙΕ΄ Κανόνος τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
 με τήν ποστολική περίοδο καί λη τήν διαχρονική Παράδοσι τς
 κκλησίας. Τόκροτελεύτιο τμμα το ποστολικο ατο Κανόνος 
«Πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται» σημαίνει τι  κάθε ρθόδοξος
 χει προσωπική εθύνη καί δέν πρέπει νάρκεται σέ ποιεσδήποτε
 διαβεβαιώσεις καί τίτλους ρθοδοξότητος, λλά νά ρευν
πισταμένως τήν πίστι κείνου πού προτίθεται νά χη κκλησιαστική
 πικοινωνία.
 δεύτερος Κανόνας εναι  ΙΖ΄ το γ. Νικηφόρου το μολογητο 
καί ναφέρει τά ξς σέ μετάφρασι πό τον γ. Νικόδημο: «Διά τρες
 ατίας εναι συγχωρημένον ες τόν
Μοναχόν νά φεύγ πό τό Μοναστήριόν του,
 α΄. νίσως  γούμενος εναι αρετικός,
 β΄.νίσως μβαίνουν γυνακες ες τό Μοναστήριον, καί
 γ΄. νίσως μανθάνωσιν ες τό Μοναστήριον παιδία κοσμικά γράμματα, 
πειδή εναι τοπον μέ τό μέσον τν παιδίων τούτων νά φανερώνωνται
 ες τους κοσμικούς σα γίνονται ες τό Μοναστήριον.» 
 πρώτη ατία πού πιτρέπει  γιος ες τόν μοναχό τήν ναχώρησι πό το
 μοναστήρι εναι δογματική καί ο λλες δύο πνευματικές. Τό θέμα τς 
ναχωρήσεως το μοναχο πό τό μοναστήρι εναι πολύ σημαντικό, 
φ’ νός μέν διότι  μοναχός κατά τήν κολουθία τς μοναχικς του 
φιερώσεως δίδει φοβερές ποσχέσεις σοβίου πακος ες τόν
 προεσττα και λη τήν δελφότητα, φ’ τέρου διότι πάρχουν καί
 εροί Κανόνες πως  ΚΑ΄ τς Ζ΄ Οκουμενικς,  Δ΄ τς Πρωτοδευτέρας,
  ΠΗ΄ τς Καρθαγένης κ.. ο ποοι μέ πιτίμιαπαγορεύουν τήν ναχώρησι
 το μοναχο πό τή μονή του. ν δέ λάβωμε π’ ψιν, τήν παράλληλο 
διδασκαλία το Μ. Βασιλείου,  ποος πιτρέπει τήν ναχώρησι το 
μοναχοπό τή μονή του μόνον ταν ατός βλάπτεται ψυχικς
 (ποσημ. γ. Νικοδήμου ες ΚΑ΄ Κανόνα τς Ζ΄ Οκουμενικς), 
σημαίνει τι ταν  γούμενος ποδεχθ κάποια αρεσι,πιτρέπεται 
 ναχώρησις τν μοναχν πό ατό τό μοναστήρι, διότι ατοί
 βλάπτονται ψυχικς, προφανς πό τήν κκλησιαστική πικοινωνία
 μέ ατόν τόν γούμενο. δβλέπομε λοφάνερα τι  διδασκαλία 
τν γίων συνιστ νά ποτειχίζωνται ο μοναχοίπό τον αρετικό
 γούμενο, μολονότι ατός δέν χει καταδικασθ πό τήν Σύνοδο. 
Τό τι ποτείχισις γίνεται πρό συνοδικς κρίσεως εναι καί ατό
 κατάδηλο, διότι άν πρχε συνοδική κρίσις θά εχε  γούμενος
 ατός κπέσει, λόγ τς αρέσεως, καί τογουμενικο ξιώματος.
 Τό τι τέλος  παρών Κανών το γ. Νικηφόρου δέν χειπιτακτικόν
 χαρακτρα σημαίνει, τι ες τήν περίπτωσιν αρέσεως το γουμένου
πιτρέπεται  μοναχός νά πράξη καί τό νώτερο, δηλαδή νά 
ποχωρήση πό τή μονή ατή, ν ν παραμείνη ες ατή δέν 
θά χη φυσικά μέ ατόν κκλησιαστική πικοινωνία, λόγ τς
 προφανος ψυχικς βλάβης. Ατό νομίζω πού πομένει εναι νά
 παρουσιάσωμε την πρξι καί τήν διαχρονική Παράδοσι τς κκλησίας 
ες το θέμα τς ποτειχίσεως πό τόν δεδηλωμένο αρετικό πίσκοπο,
 καθώς καί τήν διδασκαλία τν Πατέρων ες τό θέμα ατό, διά νά 
καταδείξωμε τήν συμφωνία τν γίων μέ τον ΙΕ΄ (15ον)
 Κανόνα τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί τό τι  Κανών οτος κατέγραψε,
 πεσφράγισε καίπιβεβαίωσε τρόπον τινα τήν πάρχουσα
 Παράδοσι τς κκλησίας.


Συνεχίζεται.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...