Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Καρδάσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Καρδάσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

H πνοή ζωής σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας



Εισαγωγικά
Στο βιβλίο της Γένεσης, στο 2. 7, αναφέρεται: «Τότε ο Κύριος ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα της γης και φύσηξε μέσα στα ρουθούνια του πνοή ζωής. Έτσι έγινε ο άνθρωπος ζωντανό ον».
Πολλοί θεολόγοι και θεολογούντες αποδίδουν κατά γράμμα τα λόγια της Γραφής, ως εξής: Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα και στο άψυχο αυτό σώμα φύσηξε στα ρουθούνια του την ψυχή και έτσι το άψυχο σώμα ζωντάνεψε.
Δεν είναι όμως έτσι και αυτό προσπαθούν να μας πουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, εδώ και αιώνες τώρα:
Πήρε λοιπόν ο Θεός χώμα και δημιούργησε τον άνθρωπο. Πήρε δηλαδή ανόργανη ύλη, στην περίπτωση αυτή μόρια διοξείδιου του πυριτίου (SiO2), και στο ανόργανο αυτό σώμα φύσηξε την ψυχή;
Αλλά είναι γνωστό, από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ότι δεν έγινε ακριβώς έτσι και είναι γνωστό, ότι ζωή δεν δημιουργείται από ανόργανη ύλη. Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρουν σαφώς, ότι ο άνθρωπος προέρχεται από το ζωικό βασίλειο, χρησιμοποιούντες τη λέξη «ζώο», για τον άνθρωπο (Ειρηναίος Λουγδούνου, Γρηγόριος Θεολόγος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Μάξιμος Ομολογητής, Ιω. Δαμασκηνός, Σεραφείμ του Σάρωφ) και άλλοι Πατέρες δεν αναφέρουν προέλευση από το ζωικό βασίλειο, αλλά, ότι ο άνθρωπος είναι το τελικό αποτέλεσμα στην όλη Δημιουργία (Μ. Βασίλειος, Νύσσης Γρηγόριος, Ιω. Χρυσόστομος).
Όσον αφορά το σκέλος της ψυχής, οι Πατέρες προσδιορίζουν σαφώς, ότι με την κατασκευή του σώματος ταυτοχρόνως δημιουργείται και η ψυχή και το αναφερόμενο στη Γένεση, ως η «πνοή ζωής» αφορά στην πρόσληψη του αγίου Πνεύματος από τον άνθρωπο (Ειρηναίος Λουγδούνου, Μ. Βασίλειος, Ιω. Χρυσόστομος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αναστάσιος Σιναϊτης, Συμεών νέος Θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμάς, Σεραφείμ του Σάρωφ, Νικόδημος αγιορείτης).
 ————————————————————————————————————————-
Η πνοή ζωής κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας
Ένα βασικό κομμάτι τού Χριστιανικού Ευαγγελίου, είναι ότι για την πορεία τού ανθρώπου προς τη Θέωση, είναι απαραίτητη η Χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Και η Χάρη αυτή, δόθηκε για πρώτη φορά στον Αδάμ, όταν έλαβε με το εμφύσημα του Θεού, μαζί με τη βιολογική ζωή του, και το άγιο Πνεύμα. Και αυτό είναι κάτι το οποίο μαρτυρείται όχι μόνο στην Αγία Γραφή, αλλά το μαρτυρούν και οι άγιοι Πατέρες από τους πρώτους αιώνες ως και τους τελευταίους, ακόμα και θεοπνεύστως, όπως το διατύπωσε ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, λάμποντας από το Άκτιστο φως τού Θεού.
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΟΥΓΔΟΥΝΟΥ
«Ο τέλειος άνθρωπος αποτελείται από την σύμμιξη της ψυχής, που λαμβάνει το Πνεύμα του Πατρός, και την πρόσμιξη εκείνης της σαρκικής φύσεως που επλάσθη κατ’ εικόνα του Θεού………….Όταν όμως το Πνεύμα εδώ αναμεμιγμένο με την ψυχή είναι ενωμένο με το εργόχειρο του Θεού, τότε ο άνθρωπος καθίσταται πνευματικός και τέλειος εξ αιτίας της διάχυσης του Αγίου Πνεύματος, και είναι αυτός που φτιάχθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού.  Αν όμως το Πνεύμα λείπει από την ψυχή, τότε εκείνος που είναι έτσι, είναι πραγματικά με φύση ζώου, και, έχοντας μείνει σαρκικός, θα είναι ένα ατελές ον, κατέχοντας μεν πράγματι το κατ’ εικόνα (του Θεού) κατά τον σχηματισμό του, αλλά μη έχοντας λάβει το καθ’ ομοίωσιν δια του Πνεύματος, κατ’ αυτόν τον τρόπο το ον αυτό θα είναι ατελές» (Κατά Αιρέσεων Ε΄ 6).
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
«Ανακαινίζων τον άνθρωπον ο Κύριος, και ην απώλεσε χάριν εκ του εμφυσήματος του Θεού, ταύτην πάλιν αποδιδούς, εμφυσήσας εις το πρόσωπον των μαθητών, τι φησί; «Λάβετε Πνεύμα Άγιον»». (PG 32, 140D). «Ενεφύσησε γαρ εις το πρόσωπον αυτού, τουτέστι μοίράν τινα της αυτού Χάριτος εναπέθετο τω ανθρώπω, ίνα τω ομοίως επιγινώσκη το όμοιον» (Δηλαδή του έδωσε τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, για να τον κάνει καθ’ ομοίωσιν!) (PG 29. 449B).
ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
«Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν λαβών από της γης. και ίνα μη δείξη το Πνεύμα το άγιον αλλότριον της δημιουργίας, ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Λόγος εις την αρχήν της αγίας Τεσσαρακοστής, και εις εξορίαν του Αδάμ, και περί πονηρών γυναικών, PG 56. 530).
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
«Ότι δε δια τού Πνεύματος εις εικόνα την θείαν κατεσφραγίζετο, πάλιν αυτός ημάς εδίδαξεν ειπών: «Και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής». Ομού γαρ και ζωήν ενετίθει το Πνεύμα τω πλάσματι, και τους εαυτού χαρακτήρας θεοπρεπώς ενεσήμαινεν» (Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον, PG 73. 204D).
«Την ανθρώπου ποίησιν και την εις το είναι πάροδον εξηγούμενος ο μακάριος Μωσής ειληφέναι τον Θεόν χουν από της γης διισχυρίζεται, και πλάσαι μεν τη παντουργώ δυνάμει το ορώμενον δη τούτο του σώματος σχήμα, εμφυσήται δε εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, ως γενέσθαι τον άνθρωπον εις ψυχήν ζώσαν. Το δοθέν τοιγαρούν εμφύσημα θείον τω πεπλασμένω, ουκ αυτήν είναί φαμεν την ψυχήν (ή γαρ αν άτρεπτος ην, ως εκ τοιαύτης προελθούσα φύσεως), αλλά την του αγίου Πνεύματος μετουσίαν εντεθείσαν εξ αρχής τη ανθρωπεία ψυχή. Πάσα γαρ η τελειότης τους πεποιημένοις δια τού Πνεύματος, όθεν και κατ’ εικόνα Θεού το τεχνηθέν εποιήθη ζώον, ως δια της μετουσίας τού Πνεύματος, προς αυτόν μεμορφωμένον» (Η Βίβλος τών θησαυρών, 34).
«Αλλ’ όπερ ο μακάριος Μωσής εμπεφυσήσθαι παρά Θεού τω ανθρώπω διισχυρίσατο, τούτο Χριστός ανανεών εν ημίν μετά την εκ νεκρών αναβίωσιν, ενεφύσησε τοις εαυτού μαθηταίς λέγων: «Λάβετε Πνεύμα άγιον», ίνα πάλιν αναμορφωθέντες εις την εξ αρχής εικόνα, σύμμορφοι φαινώμεθα τω πεποιηκότι δια της του Πνεύματος μετοχής» (PG 75. 584D-585A).
«…ενεφύσισε γαρ εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωήςτουτ’ έστι το Πνεύμα του Υιού…» (Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννη, 9).
«…καθάπερ τινά σφραγίδα της εαυτού φύσεως ενέπηξεν ο Δημιουργός το Πνεύμα το άγιον, τούτ’ έστι, την πνοήν της ζωής, δι’ ής προς το αρχέτυπον διεπλάττετο κάλλος, απετελείτο δε κατ’ εικόνα του κτίσαντος, προς πάσαν ιδέαν αρετής δυνάμει του ενοικισθέντος αυτώ διακρατούμενος Πνεύματος» (PG 74. 277ΒCD).
«Τον άνθρωπον γαρ ούτω κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού γενέσθαι φαμέν, καθ’ ό και αγαθόν και δίκαιον πέφυκε το ζώον είναι. Επεί δε ου μόνον λογικόν εχρήν είναι και επιτηδείως έχων εις αγαθουργίαν και δικαιοσύνην, αλλά και Πνεύματος αγίου μέτοχον, ίνα λαμπροτέρους έχη τους χαρακτήρας της θείας φύσεως εν αυτώ, ενεφύσησεν αυτώ πνοήν ζωήςΤούτο δε εστι το δι’ Υιού τη λογική κτίσει χορηγούμενον Πνεύμα, και διαμορφούν αυτήν εις είδος το ανωτάτω, τούτ’ εστι, το θείον…» (Κατά ανθρωπομορφιτών, 2, PG 76. 1080D-1081A).
«…Ουκούν το ζώον μεν εμψυχώθη αρρήτω δυνάμει Θεού, και εν τη προς αυτόν ομοιώσει γέγονε, καθ’ ό πέφυκεν αγαθόν και δίκαιον, και αρετής απάσης είναι δεκτικόν. Ηγιάσθη δε τού θείου Πνεύματος αποδεδειγμένον μέτοχον. Ο και δια την αμαρτίαν αποβέβληκεν……Επειδάν δε ο Θεός και Πατήρ ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα ηυδόκησεν εν τω Χριστώ, ήγουν εις το αρχαίον αναγαγείν, το αποπτάν ημών και αποφοιτήσαν άγιον Πνεύμα πάλιν ημίν αποκαθιστών, τοις αγίοις αποστόλοις ενεφύσησε τούτο, λέγων: «Λάβετε Πνεύμα άγιον». Ανανέωσις γαρ της αρχαίας εκείνης δωρεάς, και του δοθέντος ημίν εμφυσήματος, το δια Χριστού γέγονεν, αναμορφούν ημάς εις τον πρώτον αγιασμόν, και ανακομίζον την ανθρώπου φύσιν, ως εν απαρχή τοις αγίοις αποστόλοις, εις τον άνωθεν και εν πρώτη κατασκευή δοθέντα ημίν αγιασμόν» (Κατά ανθρωπομορφιτών, 2, PG 76. 1080D-1081A).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ
            «Τω δε ειπείν: «Και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν», ου φανερόν εστιν, ότι του αγίου Πνεύματος την θείαν ενέργειαν εδήλωσε;» (Διάλεξις κατά Ιουδαίων» (PG 89. 1205C).
ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
«Όπως το σώμα μας, είτε ασθενεί είτε όχι, είναι αδύνατον να κινείται ή γενικά να ζη χωρίς ψυχή, έτσι και η ψυχή, είτε αμαρτήσει είτε όχι, χωρίς Άγιο Πνεύμα είναι νεκρή και δεν μπορεί καθόλου να ζήσει την αιώνια ζωή». Είναι προφανές από τα λόγια τού αγίου, ότι για να είναι ο Αδάμ «ψυχή ζώσα» και όχι «νεκρή ψυχή», έλαβε το Άγιο Πνεύμα.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
«Αλλ’ ενεφύσησεν ούτος και την αρχήν εις το πρόσωπον του πρώτου πλάσματος. Τι δε ενεφύσησε; Πνοήν ζωής. Τι εστι πνοήν ζωής; Ψυχήν ζώσαν. Διδασκέτω σε Παύλος˙ «εγένετο ο πρώτος άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». Τι δε εστι ζώσαν; αείζωον, αθάνατον, ταυτόν δ’ ειπείν λογικήν -η γαρ αθάνατος λογική– και ου τούτο μόνον, αλλά και κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτη γαρ όντως ζώσα ψυχή………. Τούτον τοίνυν ήδη τελών και δεικνύς ως ούτως εκείνος ο και την αρχήν δημιουργήσας δι’ εμφυσήματος τοις μαθηταίς εμφυσά και δι’ οικείου λόγου φανεροί το δώρημα ουκ αύθις λέγων ψυχήν εντίθημι, αλλά Πνεύμα, και Πνεύμα θείον αύθις τη μεταδόσει των χαρισμάτων την ψυχήν απεργάζομαι». (Συγγράμματα, τόμος Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 85). Μας λέει εδώ ο άγιος, ότι ο Κύριος εμφύσησε στους μαθητές άγιο Πνεύμα,όπως και στον Αδάμ, για να δείξει ότι ήταν ο Ίδιος!
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
«Έχουμε γίνει τόσο απρόσεκτοι στο έργο της σωτηρίας μας, ώστε να παρανοούμε και πολλά άλλα λόγια από τις Αγίες Γραφές [εκτός των όσων προανέφερα], και όλα αυτά [είναι αποτέλεσμα του ότι] δεν αναζητούμε τη Χάρη του Θεού και, με την περηφάνεια που έχουμε στο νου μας, δεν την αφήνουμε να κατοικήσει στις ψυχές μας. Για αυτό το λόγο μένουμε χωρίς αληθινή φώτιση από τον Κύριο, την οποίαν Αυτός στέλνει [μόνο] στις καρδιές εκείνων που πεινούν και διψούν ολόψυχα για τη δικαιοσύνη του Κυρίου.
Πολλοί ερμηνεύουν, ότι όταν η Βίβλος λέει [ότι] ο Θεός ενεφύσησεν την πνοή της ζωής στο πρόσωπο του πρώτου Αδάμ και ότι τον δημιούργησε από το χώμα της γης [Γεν. β' 7], ότι αυτό σημαίνει ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη ο Αδάμ δεν είχε ψυχή και ανθρώπινο πνεύμα, και ότι τάχα ήταν μόνο σάρκα, πλασμένη από το χώμα της γης. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι σωστή, διότι ο Κύριος και Θεός δημιούργησε τον Αδάμ από το χώμα της γης με τη σύνθεση, που ο Άγιος [απόστολος] Παύλος περιγράφει: Ολόκληρον ημών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη (Α΄ Θεσσαλ. 5: 23) [= δηλαδή ως ψυχοσωματική σύνθεση, ψυχή τε και σώματι].
Και τα τρία αυτά μέρη της φύσης μας δημιουργήθηκαν από το χώμα της γης· αλλά ο Αδάμ δεν πλάστηκε νεκρός αλλά ως μία ενεργή ζωντανή ύπαρξη, όμοια με όλα τα άλλα έμψυχα ζωντανά πλάσματα του Θεού που ζουν στη γη. Αυτό που έχει βασική σημασία εδώ είναι ότι: Αν ο Θεός δεν είχε εμφυσήσει κατόπιν [της δημιουργίας του Αδάμ] μέσα στο πρόσωπό του [Αδάμ] την πνοήν της ζωής, δηλαδή την Χάρη του Κυρίου και Θεού Αγίου Πνεύματος που εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό και στέλλεται στον κόσμο για το χατήρι του Υιού, τότε ο Αδάμ θα έμενε χωρίς να έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα που ανυψώνει τον άνθρωπο σε Θεοειδή αξιοπρέπεια. Όσο τέλειος και να είχε δημιουργηθεί, και [ὀσο] ανώτερος από όλα τα άλλα τα πλάσματα του Θεού, ως το στεφάνι της δημιουργίας στη γη, [σε αντίθετη περίπτωση που δεν λάμβανε την προαναφερθείσα Πνοή της Ζωής, ήτοι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματοςθα παρέμενε ίδιος ακριβώς με όλα τα άλλα δημιουργήματα που, αν και έχουν σώμα, ψυχή και πνεύμα, το καθένα κατά το γένος του, δεν έχουν ωστόσο μέσα τους το Άγιο Πνεύμα.
Αλλά όταν ο Κύριος και Θεός ενεφύσησε στο πρόσωπο του Αδάμ την πνοήν της ζωής, τότε, σύμφωνα με τα λόγια του Μωϋσέως, «εγένετο ο Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν» [Γεν. β' 7], δηλαδή, έγινε πλήρως και με κάθε τρόπο όμοιος με το Θεό [= καθ’ ομοίωσιν του Θεού], και αθάνατος σαν Αυτόν [= καθ’ομοίωσιν Αυτού] εις τους αιώνας των αιώνων» (μετάφραση από τα ρωσικά)
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (περιβαλλόμενος από το Άκτιστο Φως, άρα το είπε ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΩΣ), αποκαλύπτει στο μαθητή του Μοτοβίλωφ ότι όσοι λένε ότι το εμφύσημα είναι απλώς η δημιουργία της ψυχής, πλανώνται επειδή έχουν χάσει την απλότητα της Χριστιανικής πίστεως, διότι το εμφύσημα (μας λέει) δεν είναι αυτό αλλά η άκτιστη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Μετά προχωρεί στο να εξηγήσει ότι χωρίς αυτήν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, όσο τέλειος και να είχε δημιουργηθεί ο άνθρωπος, θα ήταν μάταιο — γιατί τότεδεν θα διέφερε από τα άλλα ζώα, τα οποία και αυτά έχουν σώμα και ψυχή κατά γένος αυτών. Ενώ τώρα που ο Αδάμ έλαβε τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος έγινε καθ’ ομοίωσιν του Θεού. (Από τη συζήτησή του, για το Άγιο Πνεύμα με τον Μοτοβίλωφ).
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
            «Το εμφύσημα λοιπόν επί Θεού η του Αγίου Πνεύματος εστιν ενέργεια. Ώσπερ γαρ ο Σωτήρ ενεφύσησεν εις τα πρόσωπα των Αποστόλων και είπε, λάβετε Πνεύμα Άγιον, ούτω το εμφύσημα το θείον ανθρωπίνως ακουόμενον, Πνεύμα εστι το προσκυνητόν και Άγιον». (Εορτοδρόμιον σελ. 73, 74, υποσημ. 1).

Ι. Καρδάσης                                                                    



πηγη


μεταφορά

Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2012

Αιρετική διδασκαλία από την Εκκλησίας μας.(Η ικανοποίηση της Θείας Δικαιοσύνης)



01ΔΕΚ

     Μ. Πέμπτη 2011 Αγ. Σκέπη 032ααα

Εισαγωγικά.

Εξ αφορμής αιρετικής διδασκαλίας, που καταγράφεται στο βιβλίο της Αποστολικής Διακονίας: “ΙΕΡΑ ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ Προς χρήσιν των την Ορθόδοξον Πίστιν, Πράξιν και Λατρείαν διδασκομένων” εγράφη το παρόν, στο οποίον επισημαίνεται η ανάγκη αφαίρεσης ετεροδιδασκαλιών και μάλιστα στον πολύ λεπτό τομέα της Κατήχησης και η αντικατάστασή τους με τις Ορθόδοξες θέσεις, όπως αυτές καταγράφονται στα έργα των θεοπτών Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Ι.Κ.
————————————————————————–
Δεν θα είμαστε τόσο κατηγορηματικοί στον τίτλο μας, που είναι βαρύς και οδυνηρός για τη Διοίκηση της Εκκλησίας μας, αν δεν βλέπαμε ετεροδιδασκαλίες του Παπισμού να διδάσκονται και μάλιστα ως Κατήχηση σε επίσημα βιβλία της Εκκλησία μας. Βέβαια, για να χαρακτηρίσει κάποιος μια διδασκαλία ως αιρετική, θα πρέπει πρώτα να έχει χαρακτηρίσει τον ΡΚαθολικισμό ως αίρεση και κάτι τέτοιο δεν έχει υπάρξει από την Διοίκηση της Εκκλησίας μας, άσχετα αν αυτός ο χαρακτηρισμός έχει δοθεί παλαιότερα επίσημα από Πανορθόδοξες Συνόδους.

Εδώ και πολύ καιρό ασκείται κριτική (και πολύ σωστά) σε εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Κληρικούς και Καθηγητές Πανεπιστημίου), για τα λεγόμενα οικουμενιστικά ανοίγματα προς τη Δύση και, ως επακόλουθο αυτών, τις συναντήσεις, συμπροσευχές και συλλείτουργα με τους αιρετικούς Παπικούς. Και ορθώς καυτηριάζονται πολλές τέτοιες ενέργειες, οι οποίες εν πολλοίς αποτελούν –προς το παρόν- αντικανονικές ενέργειες με παραβάσεις Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας. Δεν μπορείς πράγματι να συμπροσεύχεσαι με αιρετικούς, όταν π.χ. ο Μ. Βασίλειος εύχεται: «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου, καθολική και αποστολική Εκκλησία», εκτός βέβαια και εάν δεν τους θεωρείς πεπλανημένους.

Εκτός όμως από τα ανωτέρω, ήδη από πάρα πολλά χρόνια ασκείται μια αιρετική διδασκαλία στην Εκκλησία μας, για την οποίαν δεν υπάρχει καμία αντίδραση και μάλιστα σε ένα θέμα καθαρά δογματικής φύσεως, το οποίον διαπραγματεύεται το ερώτημα περί της προσφοράς του Χριστού με την σταύρωση και το θάνατό του, το αποκαλούμενο: «ικανοποίηση της θ. δικαιοσύνης».

Ένα από τα κύρια δογματικά θέματα, που χωρίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία από τον Παπισμό είναι και αυτό της ικανοποίησης της θ. δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει, ότι ο θάνατος είναι δημιούργημα του Διαβόλου, ο δε Λόγος εσαρκώθη για να καταποντίσει το κράτος του θανάτου («θανάτω θάνατον πατήσας»), πράγμα που έγινε με την σταύρωση και ανάστασή Του, για τον Παπισμό, ο θάνατος είναι δημιούργημα του Θεού, ο δε Λόγος εσαρκώθη και εσταυρώθη προς ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης και για να δώσει το καλό παράδειγμα της αγάπης και της υπακοής, ως προϋπόθεση ένωσης με τον Θεό, αυτός δε ο θάνατος θα καταργηθεί με την β΄ παρουσία.

Η ανωτέρω Ορθόδοξη θέση τεκμηριώνεται από πάμπολλους Πατέρες της Εκκλησίας (Άγ. Ειρηναίο, Μ. Αθανάσιο, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Γρηγόριο Θεολόγο, Ιωάννη Χρυσόστομο, Μάξιμο Ομολογητή, Νικόλαο Καβάσιλα, Γρηγόριο Παλαμά κ.ά.) και αποτελεί την επίσημη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ ο Παπισμός βασιζόμενος σε Δυτικούς πατέρες (Αυγουστίνο, Αβελάρδο, Άνσελμο κυρίως, Θωμά Ακινάτη κ.ά.) εκφράζει την εντελώς αντίθετη δογματική θέση, που εδράζεται στη διαφορετική της άποψη έναντι του προπατορικού αμαρτήματος και της δημιουργίας του Σατανά, τον οποίον θεωρεί ως όργανο και υπηρέτη του Θεού προς τιμωρία του ανθρώπου ένεκα της θείας οργής (με την Ορθόδοξη δογματική θέση να είναι βεβαίως εκ διαμέτρου αντίθετη).

Η περί ικανοποιήσεως της θ. δικαιοσύνης διδασκαλία πρωτοεμφανίζεται σε έργα του Αρχιεπισκόπου του Canterbury Άνσελμου (1033-1109), ιδρυτή του Σχολαστικισμού στη Δύση και αγίου από τον Παπισμό. Συνέγραψε το έργο: Cur Deus homo? (Γιατί ο Θεός (έγινε) άνθρωπος;), στο οποίον διαπραγματεύεται τη θεωρία της λύτρωσης. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που στηρίζεται στη φεουδαλική διάρθρωση της κοινωνίας, ο πεπερασμένος άνθρωπος διέπραξε ένα έγκλημα (αμάρτημα) κατά του απείρου Θεού. Στη φεουδαλική κοινωνία, ο προσβάλλων αναγκαζόταν να παράσχει ικανοποίηση ή να καταβάλει αποζημίωση στον προσβληθέντα, που ήταν ανάλογη προς τη θέση του τελευταίου. Έτσι, ένα έγκλημα εναντίον ενός βασιλιά απαιτούσε μεγαλύτερη ικανοποίηση από ένα έγκλημα εναντίον ενός βαρώνου κ.ο.κ. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, ο πεπερασμένος άνθρωπος, αφού δεν μπορούσε ποτέ να παράσχει ικανοποίηση στον άπειρο Θεό, θα έπρεπε να περιμένει μόνο τον αιώνιο θάνατο. Το όργανο για την επαναφορά του ανθρώπου σε μια ορθή σχέση με τον Θεό θα έπρεπε να είναι ένας Θεάνθρωπος (Χριστός), με του οποίου την άπειρη αξία ο άνθρωπος εξαγνίστηκε σε μια πράξη συνεργασίας –αναδημιουργίας.
Αυτή η θεωρία επικυρώθηκε με τη σύνοδο του Τριδέντου, η οποία καθόρισε ότι η αξιομισθία του ανθρώπου αδυνατεί να προσφέρει τη σωτηρία, εκτός αν συναφθεί με την αξιομισθία του Χριστού. Διέκρινε δε δυο είδη ποινών, την αιώνια και την πρόσκαιρη. Από την πρώτη απαλλάσσεται ο άνθρωπος μόνο δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού, ενώ από τη δεύτερη με τα έργα της μετανοίας. Οι λυσίποινες αυτές αφέσεις αμαρτιών βάσει των αξιομισθιών του Χριστού και των Αγίων προφανώς βασίζονται στην εκδοχή περί ικανοποιήσεως της θ. δικαιοσύνης. Εν προκειμένω εξαγοράζονται μόνον οι πρόσκαιρες ποινές και όχι οι αιώνιες, οι οποίες εξαλείφονται μόνο δια του σταυρικού θανάτου.

Η Ορθόδοξη θέση επ’ αυτών εκφράζεται κυρίως από τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Γρηγόριο Θεολόγο, αλλά και από θεολόγους Καθηγητές. Έτσι:

Α/ Ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος αναφέρει: «Δεύτερον δε, τις ο λόγος, Μονογενούς αίμα τέρπειν Πατέρα, ως ουδέ τον Ισαάκ εδέξατο παρά του πατρός προσφερόμενον, αλλ’ αντηλλάξατο την θυσίαν, κριόν αντιδούς του λογικού θύματος; Ή δήλον, ότι λαμβάνει μεν ο Πατήρ, ουκ αιτήσας, ουδέ δεηθείς, αλλά δια την οικονομίαν, και το χρήναι αγιασθήναι τω ανθρωπίνω του Θεού τον άνθρωπον. ιν’ αυτός ημάς εξέληται, του τυράννου βία κρατήσας, και προς εαυτόν επαναγάγη δια του Υιού μεσιτεύσαντος, και εις τιμήν του Πατρός τούτο οικονομήσαντος, ώ τα πάντα παραχωρών φαίνεται. Τα μεν δη Χριστού τοιαύτα, και τα πλείω σιγή σεβέσθω. Ο δε χαλκούς όφις κρεμάται μεν κατά των δακνόντων όφεων, ουχ ως τύπος δε του υπέρ ημών παθόντος, αλλ’ ως αντίτυπος. και σώζει τους εις αυτόν ορώντας, ουχ ότι ζη πιστευόμενος, αλλ’ ότι νενέκρωται, και συννεκροί τας υπ’ αυτόν δυνάμεις, καταλυθείς, ώσπερ ην άξιος. Και τις ο πρέπων αυτών παρ’ ημών επιτάφιος; Που σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, άδη, το νίκος; Τω σταυρώ βέβλησαι, τω ζωοποιώ τεθανάτωσαι. Άπνους, νεκρός, ακίνητος, ανενέργητος, και, ει το σχήμα σώζεις όφεως, εν ύψει στηλιτευόμενος» (Λόγος με΄, Εις το Άγιον Πάσχα, 22, Migne, P.G., 36, 653).

B/ Ο καθ. Ι. Καρμίρης αναφέρει: «Ακόμη και ο όρος «ικανοποίησις» ή «Satisfactio» είναι ξένος προς τους Έλληνας Πατέρας» (Ετερόδοξοι επιδράσεις επί της ομολογίας του ΙΖ΄ αιώνος. Ιεροσόλυμα 1949, σελ. 64, σημ. 3).

Γ/ Ο καθ. π. Ι. Ρωμανίδης αναφέρει: «Η εν τη Δύσει επικρατούσα περί απολυτρώσεως διδασκαλία είναι εν γενικαίς γραμμαίς η περί ικανοποιήσεως θεωρία του Ανσέλμου, η οποία δεν προϋποθέτει ως αναγκαίαν την συνεχή και αδιάκοπον κοινωνίαν και παρουσίαν του Χριστού εν τοις σώμασι των πεφωτισμένων. όπου δε η προϋπόθεσις αύτη δια βιβλικούς λόγους απαντά, είναι δευτερευούσης σημασίας. Εφ’ όσον δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου ικανοποιείται η θεία δικαιοσύνη, δεν υπάρχει πλέον ουσιαστική ανάγκη της διαρκούς και πραγματικής εν τη Εκκλησία παρουσίας Αυτού προς σωτηρίαν των πιστών» (Το προπατορικόν αμάρτημα. Αθήνα 1992, σελ. 2-3).

Δ/ Ο καθ. Ν. Ματσούκας κινείται παρομοίως αναφέροντας, ότι η θεωρία αυτή του Άνσελμου ορμάται εκ προϋποθέσεων και σκέψεων ξένων προς την βιβλική και την ανατολική πατερική διδασκαλία. Η θεωρία αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί εις τας παραστάσεις περί «θυσίας» και «λύτρου» υπέρ των ανθρώπων, ως αναπτύσσεται εις την ορθόδοξη ανατολική παράδοση, όπου εξαίρεται η πράξη του Σταυρού ως προσφορά υπέρ του ανθρώπου και όπου δεν γίνεται λόγος περί της συνδιαλλαγής της αγάπης και της δικαιοσύνης στο Θεό. Η ερμηνεία αυτή του απολυτρωτικού έργου μετατόπισε το πρόβλημα από την ανθρώπινη περιοχή στη θεία. Η βιβλική διδασκαλία και η Ορθόδοξη παράδοση δέχονται το απολυτρωτικό έργο ως προελθόν εκ της αγάπης του Θεού, ο οποίος εισέβαλε στην ιστορία και ελευθέρωσε τον άνθρωπο από τα χέρια του Διαβόλου και από τη δύναμη της φθοράς και την άλωση από το κράτος του θανάτου (Θ.Η.Ε. τ. 6, σελ. 857-858).

Πλην όμως υπάρχουν και αντίθετες θέσεις καθηγητών επηρεασμένων από τη σχολαστική θεολογία της Δύσης και κυρίως του Άνσελμου, αλλά και του Ακινάτη. Έτσι:

Α/ Ο καθ. Θεοδώρου Α. στο έργο του «Η ουσία της Ορθοδοξίας» καταγράφει πως η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης είναι διδασκαλία ορθόδοξη!: «Επί του σταυρού ο Σωτήρ αναλαβών πάσας του κόσμου τας αμαρτίας και γενόμενος υπέρ ημών κατάρα, υπήνεγκεν ανθ’ ημών όλας τας εκ της αμαρτίας ποινάς και δη τον θάνατον, όσα πάντα έπρεπε να υποστή το αμαρτήσαν των ανθρώπων γένος. Δια του αίματός του ο Χριστός ικανοποίησε πλήρως την θείαν δικαιοσύνην, την απαιτούσαν την τιμωρίαν του παραβάτου». Ωστόσο κατά την ορθόδοξη θεολογία (και μάλιστα κατά την ουσία της) ούτε ο θάνατος, ως αρρώστια και φθορά, είναι ποινή ούτε ο σκοπός της σωτηρίας είναι η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης. Βιβλικά και πατερικά κείμενα, που κάνουν λόγο για το θάνατο του Χριστού «ως λύτρον», απλώς αναφέρονται στις γνωστές εικόνες απελευθέρωσης των δούλων και φυσικά έχουν σκοπό να παρουσιάσουν τη σωτηρία ως απελευθέρωση από τον τύραννο Διάβολο και την αμαρτία και εν πάση περιπτώσει πουθενά δεν κάνουν λόγο για ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης.

Β/ Ο καθ. Τρεμπέλας Π. είναι και αυτός επηρεασμένος από τον σχολαστικισμό της Δύσης, τον Άνσελμο και τον Ακινάτη και όχι μόνον ενστερνίζεται τις θέσεις τους, αλλά και τις υπερασπίζεται ενθέρμως, όπου εκτός της ικανοποίησης της θ. δικαιοσύνης του Άνσελμου, έχουμε τα περί της κτιστής χάριτος στην Αγία Τριάδα, του Ακινάτη, ότι η Ουσία του Θεού είναι ο Νους, του Αυγουστίνου, ότι ο μόνος άκτιστος είναι ο αγέννητος Πατήρ (άρα ο Υιός που είναι γεννητός τι είναι;), ότι είναι βλασφημία η άρνηση του Actus purus (της καθαρής ενέργειας του Ακινάτη), ότι η θ. Ενέργεια είναι η θ. Ουσία, ότι η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία, ότι η αγιότητα του Χριστού είναι ελάσσονα του Πατέρα κ.ά. (Αλληλογραφία π. Ι. Ρωμανίδη και Π. Τρεμπέλα, εκδόσεις Αρμός, 2009).

Παρ’ όλο λοιπόν, που οι δογματικές θέσεις Ορθοδοξίας και Παπισμού είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, καθότι εδράζονται σε διαφορετικές θεωρήσεις του θανάτου, του Σατανά, της πτώσης και της απολύτρωσης του ανθρώπου, παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν και επιζούν οι επιδράσεις από την ΡΚαθολική και Προτεσταντική κατήχηση, κατάλοιπα του σχολαστικισμού και διαφωτισμού, της προσπάθειας δυτικοποίησης της Ορθοδοξίας, της βλαπτικής επίδρασης των ιδεών του Α. Κοραή, ο οποίος αντικατέστησε: α/ την κάθαρση της καρδιάς με την φιλοσοφική ηθική, β/ τον φωτισμό του νου με τον μεταφυσικό φωτισμό της διάνοιας και γ/ την θέωση με το τίποτε και τέλος την εκρίζωση του μοναχισμού στην χώρα μας από την βαυαροκρατία.

Έτσι φθάνουμε σήμερα να διαβάζουμε σε βιβλίο Ορθόδοξης κατήχησης: «Και διατί ο θάνατος ούτος; Προς εξιλέωσιν της καθ’ ημών θείας οργής. Επ’ αληθείας, ημείς ήμεθα οι ένοχοι και ημείς έπρεπε να τιμωρηθώμεν, δια να αποκατασταθή η ηθική εν τω κόσμω τάξις, η δια της παραβάσεως ημών διαπραχθείσα. Αλλ’ επειδή, δια να εξιλεωθή ο άπειρος Θεός, απητείτο και Θύμα απείρων διαστάσεων, τοιούτον δε η γη δεν ηδύνατο να προσφέρη, παρ’ όλας τας μηδέποτε διακοπείσας αιματηράς της θυσίας, τας διαλαλούσας την παγκόσμιον ενοχήν, δια τούτο ο Θεάνθρωπος προσέφερεν εαυτόν επί του Σταυρού ως σφάγιον εξιλαστήριον, αντιπροσωπεύσας μεν δια της ανθρωπίνης φύσεώς του τον πταίσαντα, παρασχών δε δια της θείας τοιαύτην αμύθητον αξίαν εις τον θάνατόν του, ώστε να κάμψη τα σπλάχνα του Απείρου Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ο υπέρ ημών Σταυρωθείςικανοποίησε την θείαν δικαιοσύνην, ειρηνοποίησε τα πάντα εν εαυτώ και εδώρησεν εις ημάς την απολύτρωσιν «δια του αίματος αυτού» (Εφεσ. α΄ 7)».(Ιερά Κατήχησις. π. Κ. Καλλίνικου. ΈκδοσηΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝIΑΣ, Αθήνα 1997, σελ. 55-56). Δηλ. με άλλα λόγια, ο Χριστός πρόσφερε τον εαυτό του στο Σταυρό, για να ξεθυμώσει ο Πατέρας του, λόγω της παρακοής του Αδάμ! Οποία διαστροφή της πατερικής διδασκαλίας! Ο Χριστός να γίνεται όργανο εξευμενισμού του θείου, κάτι που η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει γενικώς και χωρίς εξαιρέσεις. Παράδειγμα έχουμε την μη συμπερίληψη των Κανόνων του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος στον β΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής και τούτο διότι στον α΄ Κανόνα του αγίου Ιωάννου αναφέρεται ο εξευμενισμός του θείου: «Ου μην αλλά και ει συχναίς γονάτων κλίσεσι το θείον εξευμενίζειν αιρείται, ομοίως ποιείν, και μάλιστα ει φιλότιμον προς ελεημοσύνην και της δυνάμεως ουκ αποδέουσαν την προαίρεσιν επιδείκνυται».

Δεν εκπλησσόμεθα βέβαια, για την παρείσφρηση τέτοιων ΡΚαθολικών δογμάτων σε Ορθόδοξη κατήχηση, γιατί δεν είναι τα μοναδικά, που έχουν εμφιλοχωρήσει, αλλά συγκλονιζόμεθα, όταν τέτοια κείμενα ακούγονται από αναγνώστες στις τράπεζες Μονών του Αγ. Όρους, που θεωρείται πλέον ο εναπομείνας Φάρος της Ορθοδοξίας, και από την πείσμονα άρνηση της αντικατάστασής των μετά από σχετικές υποδείξεις. Πρέπει όμως κάποτε να αρχίσουμε, έστω και αργά να αντικαθιστούμε τέτοια κείμενα με αντίστοιχα Ορθόδοξα, ώστε τουλάχιστον να σταματήσουμε σαν Ορθόδοξοι να κατηχούμεθα με θέσεις, που έχουν χαρακτηρισθεί αιρετικές από το ίδιο το Σώμα της Εκκλησίας μας, δηλ. το Σώμα του Χριστού, το Σώμα των Αγίων.

Από τα ανωτέρω κατατεθέντα φαίνεται σαφώς, ότι η λεγομένη προσέγγιση μεταξύ Ορθοδόξων και ΡΚαθολικών, η πολυδιαφημιζόμενη «ένωση» είναι και θα παραμείνει ένα όνειρο απατηλό. Πως μπορεί να συγχρωτισθούν Ιουδαίοι με Σαμαρείτες; Πως μπορεί να συμπλεύσουν ένας Θεός τιμωρός με ένα Θεό της Αγάπης, ένας Θεός δημιουργός του θανάτου με ένα Θεό δημιουργό της ζωής, ένας Θεός, που έχει επιλέξει ποιοι θα σωθούν με ένα Θεό που καλεί τους πάντες σε σωτηρία, ένας Θεός γεννημένος από τη Φύση του (Αυγουστίνος) και όχι αυτογέννητος από το πρόσωπό του (Καππαδόκες), ένας Θεός που έστειλε τον Υιό του να σταυρωθεί για να εξευμενίσει την οργή του με ένα Θεό, που έστειλε τον Υιό του να σταυρωθεί, ώστε με το θάνατό του να πατάξει το θάνατο; Πως μπορεί ένας Θεός που δεν είναι αποκλειστικά δημιουργός του αγίου Πνεύματος, αλλά έχει και συνδημιουργό να ταυτίζεται με ένα Θεό, που είναι αποκλειστικά μοναδικός αίτιος της ύπαρξης του Τρίτου Προσώπου; Ένας Θεός, που έχει αντιπρόσωπό του στη γη, που είναι και αλάθητος, με έναν που δεν αντιπροσωπεύεται από έναν θεό των ειδώλων πάνω στη γη;

Όλη αυτή η προσπάθεια «ένωσης» Ορθοδόξων και ΡΚαθολικών μοιάζει με την προσπάθεια συνένωσης αστρονόμων και αστρολόγων σ’ ένα ενιαίο οργανισμό. Δηλαδή, είναι σαν να καλούνται οι επιστήμονες αστρονόμοι, που η επιστήμη τους βασίζεται στην εμπειρία και στην παρατήρηση με όργανα (όπως είναι και οι θεόπτες άγιοι) να συνενωθούν με ανεπιστήμονες κομπογιαννίτες, που χρησιμοποιούν τον στοχασμό, τη δεισιδαιμονία και την παρατήρηση με γυμνό μάτι (όπως είναι οι στοχαστές και φιλοσοφούντες «άγιοι» της Δύσης). Το ίδιο συμβαίνει και με την προσέγγιση Ορθοδόξων και Ετεροδόξων. Καλούνται δηλ. να ενωθούν εκείνοι, που γνωρίζουν τον τρόπο θεραπείας των ανθρώπων με εκείνους που δεν γνωρίζουν καμία θεραπεία, αλλά το μόνο που γνωρίζουν άριστα είναι το πώς να αστυνομεύουν τους ανθρώπους. Πως μπορεί ένα Νοσοκομείο να συμπλεύσει με ένα Δικαστήριο; Τι κοινό μπορεί να έχουν αυτά τα δυο καθιδρύματα. Τι κοινό μπορεί να έχει ένας γιατρός με ένα δικαστή; Τέτοιος λοιπόν αβυσσαλέος διαχωρισμός υπάρχει μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που δεν είναι απλώς σχήμα λόγου το ρηθέν, ότι οι διαφορές είναι τέτοιες «όσον απέχουσιν Ανατολαί από Δυσμών». Και έτσι Εκκλησία και Ειδωλολατρία θεωρείται αδύνατο να συμπλεύσουν, οπότε «εις μάτην κοπιάζουν οι οικοδομούντες», καθότι το αποτρέπει ο ίδιος ο ευαγγελικός λόγος: «Τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ;» (Κορ. Β΄ 6. 15).



Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2012

Συνύπαρξη εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο(Ι.Καρδάση)


Α/ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

            Η ταύτιση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας σε ένα και το αυτό πρόσωπο απαγορεύεται ρητά από τους Κανόνες της Εκκλησίας. Ο s΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων είναι σαφέστατος: «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος κοσμικάς φροντίδας μη αντιλαμβανέτω. Ει δε μη, καθαιρείσθω». Αλλά και άλλοι κανόνες διαλαμβάνουν το αυτό. Ο ζ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής απαγορεύει, τόσο κάθε κοσμικό αξίωμα, όσο και το στρατιωτικό αξίωμα στους κληρικούς: «Τους άπαξ εν Κλήρω τεταγμένους και μοναστάς, ωρίσαμεν μήτε επί στρατείαν, μήτε επί αξίαν κοσμικήν έρχεσθαι. Ή τούτο τολμώντας, και μη μεταμελουμένους ώστε επιστρέψαι επί τούτο, ο δια Θεόν πρότερον είλοντο, αναθεματίζεσθαι». Ο δε λ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων απαγορεύει την εκλογή Επισκόπου με τη βοήθεια πολιτικού άρχοντα. Πλην όμως υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες η Εκκλησία τουλάχιστον ανέχτηκε τη συνύπαρξη αυτή, είτε γιατί της επιβλήθηκε ή για γενικότερους λόγους πολιτικής σταθερότητας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δυο, από αυτές τις καταστάσεις επιζούν μέχρι και σήμερα:

            Β/ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

Ο σπόρος για την δημιουργία του παπικού κράτους τοποθετείται στις αρχές του 7ου αιώνα με τον Πάπα Ρώμης, άγιο Γρηγόριο Α΄ το Διάλογο, τον Μέγα  (590-604), (12 Μαρτίου), η δε ανάγκη των καιρών ώθησε τον Πάπα άγιο Γρηγόριο να ασχοληθεί και με τα θέματα, που αφορούσαν την πολιτική εξουσία, προσπαθώντας να αναπληρώσει το υπάρχον κενό. Ο άγιος Γρηγόριος Α΄ θεωρείται λοιπόν ως ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των Παπών, κοσμική εξουσία που προέκυψε ως φυσικό δικαίωμα της ακάματης μέριμνας των Παπών να προφυλάξουν τη Ρώμη και την Ιταλία από τις επιδρομές των βαρβάρων, αφού στην πράξη συγκροτημένη πολιτική εξουσία δεν υπήρχε.

Η πρεσβυτέρα Ρώμη, κατά τον 8ο αιώνα αντιμετώπιζε τον πολιτικό και κοινωνικό κατακερματισμό της Δύσης σε πλήθος από βαρβαρικά βασίλεια, ηγεμονίες, δουκάτα, κομητείες, όπου ο κάθε είδους άρχοντας αξίωνε να καθορίζει αυτός την ορθότητα της πίστης των υπηκόων του. Με αυτά τα δεδομένα ήταν μάλλον αδύνατο για την Εκκλησία της Ρώμης να εγγυηθεί και να διασώσει, μόνο με το εκκλησιαστικό της κύρος, την καθολικότητα των εκεί τοπικών εκκλησιών. Οδηγήθηκε έτσι στη λύση να αναλάβει η ίδια και ρόλο πολιτικής εξουσίας, ώστε να είναι ικανή να επιβάλλει την ορθοφροσύνη με μέσα κοσμικής αποτελεσματικότητας.

Η επόμενη προσπάθεια πρόσκτησης και πολιτικής εξουσίας από τον Πάπα της Ρώμης,  έγινε επί Γρηγορίου Β΄ (715-731) (αγίου από τον Παπισμό) και πέτυχε. Ο Πάπας επωφελούμενος από την αδυναμία της αυτοκρατορικής φρουράς του Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου (717-741), εξηγέρθη, έσπασε τις εικόνες του αυτοκράτορα, εκδίωξε τον νομάρχη Ρώμης και τον έξαρχο της Ραβέννας και δραττόμενος της ευκαιρίας κηρύσσεται από τον ρωμαϊκό λαό, τιμητικός επίτροπος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Αυτό το τιμητικό αξίωμα έγινε η πρώτη αφετηρία και το πρώτο βήμα στις βαθμίδες του βασιλικού θρόνου, στον οποίον έκτοτε κάθισαν οι Πάπες ενώσαντες τη βασιλική και κοσμική εξουσία μαζί με την εκκλησιαστική (αγίου Νεκταρίου, Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 185-186).

Λίγο αργότερα, η Εκκλησία της Ρώμης πέτυχε, υπό τον Πάπα Στέφανο Γ΄ (752-757), να αναγνωρισθεί ωςαυτόνομο κράτος το 754 από τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (715-768), πατέρα του Καρλομάγνου, με συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, θεσμούς και λειτουργίες εξουσιαστικής επιβολής στις διεθνείς σχέσεις. Η respublica romana μετετράπη από τον Πάπα Στέφανο και τον Πεπίνο σε Patrimonium Petri και ο Φράγκος βασιλιάς σε Patricius Romanus (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 74).

Έτσι, ο Πεπίνος επέστρεψε στην Αγία Έδρα όλες τις εκτάσεις της, που της είχαν διαρπαγεί και με επίσημο βασιλικό έγγραφο, το οποίον ο ίδιος κατέθεσε στο βωμό του αγίου Πέτρου, επικύρωνε την προσφορά στην Εκκλησία της Ρώμης και τους Ρωμαίους Ποντίφηκες. Με αυτό τον τρόπο επισημοποιούταν η σύσταση του κράτους της Εκκλησίας της Ρώμης, που περιλάμβανε τις εξής περιοχές: το Δουκάτο της Ρώμης, τη Ραβέννα, το Κoμμάκιο και τα εδάφη μεταξύ των Απεννίνων Ορέων και τη θάλασσα, από το Φουρλί προς Βορρά μέχρι το Jesi και τη Σινιγάλη προς Ανατολάς, αποτελεί δε επανάκτηση των εδαφών, που ανήκαν ανέκαθεν στην Εκκλησία της Ρώμης. Το 787, ο Καρλομάγνος (768-814), υιός του Πεπίνου, αύξησε την έκταση του Παπικού κράτους προσφέροντας στον Πάπα Αδριανό Α΄ (772-795) και νέα εδάφη. Από το 754 λοιπόν αρχίζει η κοσμική εξουσία των Παπών, η οποία διαρκεί μέχρι και σήμερα, αν και το 1929 έγινε νέα συμφωνία με την Ιταλική κυβέρνηση όπου περιοριζόταν το Παπικό κράτος, στα όρια της πόλης του Βατικανού (Stato della Citta del Vaticano) (π. Ν. Βιδάλη: Οι Ρωμαίοι Ποντίφηκες, σελ. 161-163, 166-168).

Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Ανατολής δεν αναγνώρισε αυτή την περίοδο τη νέα αυτή ιδιότητα των Παπών (de jure), πλην όμως με το χρόνο την αποδέχτηκε, εφ’  όσον κατέστη γεγονός αναμφισβήτητο (defacto). Το ίδιο συνέβη και με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής. Έτσι για 300 ακριβώς χρόνια, μέχρι το Σχίσμα (754-1054), οι Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης αποτελούσαν την Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, παρ’ ότι ο Ρωμαίος Ποντίφηκας, εκτός της εκκλησιαστικής, κατείχε και την πολιτική εξουσία. Αλλά και μετά το Σχίσμα δεν διεκόπη η επικοινωνία Ορθοδοξίας και Παπισμού εκ του γεγονότος της διπλής αυτής ιδιότητας του Πάπα της Ρώμης.

Βέβαια, είναι γνωστόν, ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν τη διπλή κατοχή εκκλησιαστικού και πολιτικού αξιώματος υπό του ιδίου προσώπου. Τόσον οι s΄, πα΄ και πγ΄ κανόνες των Αγίων Αποστόλων, όσον και ο ζ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου καθορίζουν, ότι η άσκηση εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας από το ίδιο πρόσωπο, ρητώς απαγορεύεται με επακόλουθη την ποινή της καθαίρεσης του προσώπου αυτού, από τον εκκλησιαστικό βαθμό που κατέχει (διακόνου, πρεσβυτέρου, επισκόπου).

Η de facto αναγνώριση της διπλής ιδιότητας του Πάπα της Ρώμης, από την Εκκλησία, χωρίς την επιβολή οιασδήποτε ποινής ή άλλης ενέργειας είναι πλέον γεγονός και επικυρώνεται από την παρουσία του Πάπα Αδριανού Α΄ (δια των αντιπροσώπων αυτού, Πέτρου αρχιπρεσβυτέρου Ρώμης και Πέτρου πρεσβυτέρου και ηγουμένου της Ι.Μ. αγίου Σάββα Ρώμης) στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 789, κατά της εικονομαχίας και του Πάπα Ιωάννη Η΄ (872-882), (δια των αντιπροσώπων αυτού, πρεσβυτέρων Πέτρου, καρδινάλιου και τοποτηρητή του αγιώτατου Πάπα Ρώμης με τους πρεσβυτέρους Παύλο και Ευγένιο) στην Η΄ Οικουμενική Σύνοδο της ΚΠόλεως υπό του Μ. Φωτίου το 879, όπου απαγορεύθηκε η προσθήκη του filioque στο Σύμβολο Πίστης και όλες αυτές οι συμμετοχές έγιναν, χωρίς καμία διαμαρτυρία, για το θέμα της διπλής αυτής ιδιότητας.

Έτσι, τόσον η Πολιτεία (Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Ανατολής), όσον και η Εκκλησία της Ανατολής (ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) δέχτηκαν την διπλή αυτή ιδιότητα του Πάπα της Ρώμης, η οποία είχε κατακυρωθεί από τους αυτοκράτορες της Δύσης Πεπίνο Α΄ και Κάρολο Α΄ τον Μέγα και αυτό έγινε προφανώς, για πολιτικούς, αλλά και ουσιαστικούς λόγους και έχει πλέον κατοχυρωθεί θεσμικά.

            Γ/ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

            Αλλά, η ίδια αυτή κατάσταση συνέβη και στην Ανατολή και ισχύει μέχρι σήμερα, κατά παράβαση των ανωτέρω κανόνων και αφορά στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου:

Το καθεστώς της Εκκλησίας της Κύπρου, που είχε καθιερωθεί από την Γ΄ Οικουμενική της Εφέσου, του 431 και επικυρώθηκε με τον λθ΄ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής, του 692, την όριζε ως αυτοκέφαλη Εκκλησία, που δεν υπαγόταν σε καμία ανώτερη εκκλησιαστική αρχή. Η επικύρωση του προνομίου αυτού κρίθηκε απαραίτητη από την Πενθέκτη, επειδή είχε προηγηθεί η απόπειρα του Ιουστινιανού Β΄ Ρινότμητου (685-695) να μεταφέρει τους Κυπρίους στον Ελλήσποντο, το 691. H περιοχή του Ελλησπόντου κανονικά υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου ΚΠόλεως και έτσι έπρεπε να τονιθεί, ότι οι Κύπριοι και μετά τη μεταφορά τους, θα διατηρούσαν την αυτοκέφαλη Εκκλησία τους.
Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε τα προνόμια, που είχε παραχωρήσει στην Εκκλησία της Κύπρου ο αυτοκράτoρας Ζήνωνας (474-491), το 488, γιατί η επικύρωση τους ανήκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εκάστοτε αυτοκράτορος. Πάντως δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν προέκυπτε οποιαδήποτε αμφισβήτησή τους, ο Ιουστινιανός Β΄ δεν θα είχε καμία αντίρρηση στην επικύρωσή τους. Αξίζει να αναφερθεί, ότι τα προνόμια, που παραχωρήθηκαν στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, το 488, το δικαίωμα, δηλαδή, 1/ να φορεί πορφυρά άμφια, στις εκκλησιαστικές τελετές, 2/ να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο και όχι ποιμαντορική ράβδο, 3/ να υπογράφει με κόκκινο μελάνι, όπως ο αυτοκράτορας, υποδήλωναν τη δυνατότητα του Αρχιεπισκόπου να ασκεί κοσμική εξουσία και ότι τα προνόμια αυτά διατηρούνται  ως σήμερα.

Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου δεν επηρεάσθηκε από τις αραβικές επιδρομές. Μετά όμως την ανάκτηση της Κύπρου από τους Βυζαντινούς το 965, οι αυτοκράτορες συνήθιζαν να προτείνουν υποψηφίους, για τη θέση του Αρχιεπισκόπου στην Σύνοδο (αφού ο Αρχιεπίσκοπος αποτελούσε τον αντιπρόσωπο του αυτοκράτορα και ήταν φορέας και της πολιτικής εξουσίας).

Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν μπορούσαν να επεμβαίνουν στην εκλογή των Αρχιεπισκόπων, κατά την περίοδο, που η αυτοκρατορία δεν ήλεγχε τη νήσο, αλλά μια τέτοια επέμβαση ακόμη και στην περίοδο κατά τα τέλη του 9ου αι. και τις αρχές του 10 αι. όπου υπήρχε κάποιας μορφής βυζαντινή κυριαρχία, δεν ήταν νοητή, αφού οι Βυζαντινοί κυβερνούσαν την Κύπρο ύστερα από πρόσκληση των κατοίκων της. Μετά το 965 όμως η βυζαντινή κυριαρχία της νήσου ήταν αποτέλεσμα κατακτήσεως και η διοίκηση μπορούσε να ασκηθεί ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των Κυπρίων και του Αρχιεπισκόπου τους (δηλαδή, στην πράξη υπήρχε δυαρχία). Φαίνεται μάλιστα, ότι κατά την περίοδο αυτή υπήρξαν διαφωνίες ανάμεσα στους βυζαντινούς διοικητές και στους εκάστοτε Αρχιεπισκόπους, πράγμα που οδήγησε στην απόφαση να επιλεγεί ως έδρα του διοικητή η Λευκωσία, ενώ οι Αρχιεπίσκοποι παρέμειναν στην Κωνσταντία. Αλλά ούτε και αυτό δεν έλυσε το πρόβλημα, που είχε ανακύψει και έτσι οι αυτοκράτορες κατέφυγαν στην τακτική να προτείνουν οι ίδιοι τους υποψηφίους, για το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου (ως φορέα και της πολιτικής εξουσίας της αυτοκρατορίας στην Κύπρο).

Η επιθυμία της βυζαντινής διοίκησης μετά το 965 να μειώσει τις εξουσίες του Αρχιεπισκόπου, όπως αποδεικνύεται μαρτυρεί, για την κοσμική εξουσία, που ασκούσε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, που αποτελούσε φυσική απόρροια των προνομίων που είχε παραχωρήσει στην Εκκλησία της Κύπρου ο αυτοκράτορας Ζήνωνας. Η κατάλυση των βυζαντινών αρχών τον 7ο αι. και η ουδετεροποίηση της Κύπρου είχαν ως επακόλουθο να καταστεί η Εκκλησία ο μοναδικός φορέας της αυτοκρατορικής εξουσίας στην Κύπρο. Οι κληρικοί διέθεταν διοικητική πείρα και, το κυριότερο, είχαν το πλεονέκτημα να εκπροσωπούν τη βυζαντινή νομιμότητα. Οι διοικητικοί μηχανισμοί των Επισκοπών θα πρέπει να έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο, αλλά θα πρέπει να υπήρχαν και κοσμικά αξιώματα, που είτε προέρχονταν από την πρωτοβυζαντινή περίοδο, είτε είχαν αναπτυχθεί ως απομιμήσεις των συγχρόνων τους βυζαντινών επαρχιακών διοικητικών θεσμών (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358-359).

Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε dejure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διαρκεί (με μια μικρή διακοπή) επί 10 αιώνες! Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής. Το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄, στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.

Η ταύτιση λοιπόν της εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Κύπρου δεν στάθηκε εμπόδιο στην παρουσία του σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους (Ε΄, ΣΤ΄, Πενθέκτη, Ζ΄, Η΄), χωρίς καμία διαμαρτυρία, για την παραβίαση των Κανόνων.
            Δ/ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ

            Οι ανωτέρω περιπτώσεις, αποτελούν παραβάσεις των Κανόνων, πλην όμως αναγνωρίσθηκαν από την Εκκλησία, η οποία στη χειρότερη περίπτωση τις ανέχθηκε και στην καλύτερη τις επευλόγησε. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπου η Εκκλησία αντέδρασε στην εξάσκηση και των δυο εξουσιών, από το ίδιο πρόσωπο. Έτσι, έχουμε την περίπτωση του Πατριάρχη Νικόλαου Μυστικού (925), όπου έγινε αντιβασιλέας, όπως και τουΙωάννη ΙΔ΄ Καλέκα (1347), όπου έγινε επίτροπος στην αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ταυτόχρονα εθνάρχες των Ορθοδόξων και κατ’ αναλογία και όλοι οι τοπικοί Επίσκοποι. Πρόσφατα, η Ιστορία αναφέρει την ύπαρξη της ιδιότητας του Αντιβασιλέα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, καθώς και την διπλή ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄που ήταν ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι όμως, που εμπίπτει στην θεσμοθετημένηεξάσκηση και της  κοσμικής εξουσίας από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου.

Ε/ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

             Από την εν γένει περιγραφείσα κατάσταση φαίνεται, ότι ενώ από τους Ιερούς Κανόνες καταδικάζεται η ταυτόχρονη εξάσκηση εξουσίας (εκκλησιαστικής και κοσμικής) από το αυτό πρόσωπο, σε δυο περιπτώσεις, η Εκκλησία τουλάχιστον ανέχθηκε την διπλή αυτή ιδιότητα, για διάφορους λόγους και κυρίως, για το ότι αυτή η επιταγή απέρρεε από αυτοκρατορικές εντολές. Πάντως με αυτή την παράβλεψη των Κανόνων έχει καταστεί πλέον θεσμός, στο ότι ο μεν Πάπας της Ρώμης μπορεί να ασκεί και κοσμική εξουσία, αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου υπάγεται στο ίδιο καθεστώς και μάλιστα το έχει εξασκήσει πολλάκις κατά το παρελθόν, αλλά και πρόσφατα, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί, διαχρονικά, αντιδράσεις, παρά μόνον από όσους αγνοούν ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις.


            Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

Δευτέρα, Μαΐου 07, 2012

Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και η Αποκάλυψη


Ἰωάννη Καρδάση, Χημικού – Οικονομολόγου
Ο Ιωάννης, είναι μια πολύ μεγάλη μορφή της Εκκλησίας μας, είναι ένας από τους 12 Αποστόλους, ο μαθητής ο αγαπημένος του Ιησού. Με το ιστορικό πρόσωπο του Ιωάννη είχαμε ασχοληθεί με σχετικό αφιέρωμα στην μεγάλη αυτή θεολογική μορφή. Στην τωρινή μας παρουσίαση θα καταγράψουμε λίγα λόγια για το έργο του και ιδιαίτερα την φοβερή αποκάλυψη των εσχάτων που δέχτηκε από τον ίδιο τον Κύριο, που είχε ο ίδιος γνωρίσει.
Τα έργα του Ιωάννη είναι τρία:
α. Το Ευαγγέλιο του, που το έγραψε στην Έφεσο και αποτελεί το θεολογικό ευαγγέλιο για την ενσάρκωση του Θεού Λόγου: “Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος” είναι η φοβερή εκείνη πρόταση που εκφράζει όλη την θεολογία της θεότητας του 2ου προσώπου της Αγίας Τριάδας. Και παρακάτω αναφέρει τον δημιουργό του σύμπαντος κόσμου και ότι τίποτε δεν έχει γίνει από όσα έχουν γίνει χωρίς τη θέλησή Του: “Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν”.
β. Οἰ τρεις επιστολές του: Η πρώτη και εκτενέστερη προς τις εκκλησίες της Μ. Ασίας, η δεύτερη προς την «Κυρία», όπως ονομάζει την Εκκλησία γενικώς και η τρίτη προς κάποιον ονόματι Γάιο τον Πρεσβύτερο. Και
γ. Η Αποκάλυψη που έγραψε στην Πάτμο και απευθύνεται στις επτά Εκκλησίες της Μ. Ασίας, μια οπτασία προφητειών για το τέλος του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η Αποκάλυψη γράφτηκε σε μια εποχή σχεδόν απόλυτης Ρωμαϊκής κυριαρχίας στη λεκάνη της Μεσογείου. Ο Ιωάννης οραματιζόταν την πτώση της Ρώμης, δανειζόμενος σκηνές κοσμικής καταστροφής από την πρόσφατη πτώση της Ιερουσαλήμ. Στο κείμενο αυτό θα αφιερώσουμε κάποιες γενικές αναφορές:
Είναι γεγονός, ότι η Αποκάλυψη δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλήρως και συχνά γίνονται παρεξηγήσεις για το ιερό αυτό βιβλίο. Γι’ αυτό και ιδιαίτερα το χρησιμοποίησαν ή μάλλον έκαναν τη χειρότερη χρήση του ποικίλες αιρέσεις και ευφάνταστοι ψευδοπροφήτες. Πολλοί βλέπουν σ’ αυτό μόνον εικόνες καταστροφής, κατακλυσμούς, συμφορές και τρόμους. Αλλά ο σκοπός της Αποκάλυψης δεν είναι να εμπνεύσει τον φόβο, τον τρόμο και την δειλία, γιατί αυτά δεν είναι μέσα στο πνεύμα της Καινής Διαθήκης, που μιλάει για ελεύθερους ανθρώπους και όχι για δούλους και για έναν Θεό της Αγάπης και όχι της καταστροφής.
Η λέξη Αποκάλυψη σημαίνει την φανέρωση του θελήματος του Θεού. Με την φράση «Αποκάλυψις Ιησού Χριστού», αρχίζει το θεόπνευστο αυτό βιβλίο, δηλαδή φανέρωση του θελήματος του Ιησού Χριστού, από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και έχει σκοπό να φανερώσει ύψιστες και σωτήριες αλήθειες, που θα συμβούν οπωσδήποτε στο πέρασμα των αιώνων και δηλώνουν την παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο Θεός διευθύνει, προνοεί και οδηγεί τον κόσμο προς την σωτηρία μέσα από διάφορους δρόμους και παρά την φαινομενική ίσως απουσία ή πολλές φορές αδυναμία του θυσιαζόμενου Αμνού, δηλαδή του Υιού του Θεού, τελικά φανερώνεται, ότι το «Αρνίον» είναι μεν «εσφαγμένον», αλλά πάντοτε «όρθιον».
Βέβαια η εποχή που γράφτηκε η Αποκάλυψη έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, που τα παρουσιάζει κάθε εποχή λίγο ή πολύ. Ο Χριστιανισμός αντιμετώπιζε τότε, αλλά και τώρα δεν παύει να αντιμετωπίζει συχνά, έναν κόσμο απάνθρωπο, εχθρικό και βίαιο, όπου οι δυνάμεις του κακού κυριαρχούν και κατευθύνουν τις τύχες του και πολεμούν με λύσσα τις δυνάμεις του καλού, που εκφράζονται από την Εκκλησία. Αλλά και η ίδια η Εκκλησία τότε, όπως και τώρα περνάει κρίσιμες ώρες, γιατί δεν διαθέτει τον πρώτο της ζήλο, τη φλόγα της πίστης, τη θέρμη της αγάπης του αρχέγονου Χριστιανισμού των κατακομβών και τα μέλη της, που είναι άνθρωποι αδύναμοι παρασύρονται από τις σειρήνες του ευδαιμονισμού και ξεχνούν ή πολλές φορές διαστρεβλώνουν το μήνυμα της αγάπης του Θεανθρώπου. Γι’ αυτό υπάρχουν και τα τρομακτικά μηνύματα στο κείμενο, όπου ο προφητικός λόγος φαίνεται σκληρός, μαχαίρι κοφτερό, αλλά που μέσα από τις φοβερές σκηνές αναδύεται το μήνυμα της ελπίδας, το φως μέσα στο σκοτάδι, όπου ο Χριστός ο σταυρωθείς και αναστάς, ο «Μάρτυς ο ζων και αληθινός», θριαμβεύει και θα θριαμβεύει πάντοτε πάνω στις δυνάμεις του σκότους και παρά την φαινομενική κυριαρχία του κακού, η τελική νίκη θα είναι η νίκη του «Αρνίου». Η ελπίδα που μεταδίδεται μέσα από τις αλληγορικές σκηνές, που εμφανίζονται στο ιερό κείμενο, δεν είναι ελπίδα άπιαστη, απατηλή, ρομαντική ή εξωπραγματική. Είναι μια ελπίδα πραγματική, τωρινή, ψηλαφητή, που αποδιώχνει τον φόβο, την θλίψη, τον θάνατο και προσφέρει τη χαρά, τη ζωή, τη γαλήνη στην επίγεια ζωή και την ανταμοιβή στην επουράνια.
Επικρατεί γενικά η αντίληψη -και όχι χωρίς λόγο- ότι είναι ένα κείμενο ακατάληπτο και ανερμήνευτο. Γι’ αυτό και πολλοί, που κατά καιρούς επιχείρησαν να το ερμηνεύσουν, το επικάλυψαν μάλλον παρά το αποκάλυψαν. Είναι γεγονός ότι δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλή ρως, το μαρτυρεί ο προφητικός χαρακτήρας του, γι’ αυτό και οι Άγιοι Πατέρες είναι εδώ επιφυλακτικοί. Δεν καταγίνονται με το ιερό βιβλίο της Αποκαλύψεως. Δείγμα της ταπεινοφροσύνης τους. Όσοι θέλησαν να καθορίσουν ακριβείς χρονολογίες για το τέλος του κόσμου, συγκεκριμένα πολιτικά και ιδεολογικά καθεστώτα, πολέμους, σφαγές, λιμούς, λοιμούς, θεομηνίες, μεγάλες καταστροφές και πρόσωπα αντιχρίστων, στο τέλος τίποτα δεν αποκάλυψαν από όσα ο ίδιος ο Ευαγγελιστής μας φανέρωσε. Είναι λάθος ορισμένων ερμηνευτών να αναζητούν λεπτομέρειες για τις φάσεις της πνευματικής αυτής πάλης σε κάθε εποχή και μάλιστα στην σημερινή και μολονότι τα διάφορα γεγονότα τους διαψεύδουν, εν τούτοις αυτοί δεν δείχνουν να συνετίζονται. Αντίθετα άλλοι σοβαροί ερμηνευτές δεν επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την Αποκάλυψη «εξ αποκαλύψεως» φοβούμενοι τους αποκαλυπτικούς ακροβατισμούς, αλλά διέτριψαν περισσότερο στα πνευματικά μηνύματα, στη διακρίβωση των θρησκευτικών και θεολογικών νοημάτων και άφησαν όλα τα άλλα στην σοφία του Θεού.
Αλλά η Αποκάλυψη δεν είναι μόνο προφητικό βιβλίο, είναι και ιστορικό. Για τον Ευαγγελιστή Ιωάννη το μέλλον είναι ήδη παρόν και το παρόν προδικάζει το μέλλον. Διηγείται γεγονότα της Εκκλησίας του παρόντος χρόνου, αναφέρει όμως και παρελθόντα και μέλλοντα, αλλά το κέντρο βάρους πέφτει στους έσχατους καιρούς, όπου κεντρικό σημείο αποτελεί η έλευση του Χριστού και δίνεται απάντηση στο πρόβλημα της καθυστέρησης της Δευτέρας Παρουσίας. Στο τελευταίο αυτό ζήτημα υπάρχει μεγάλη διαφορά στον τρόπο αντιμετώπισής του από τους πιστούς τότε, σε σχέση προς τους πιστούς σήμερα. Η πραγματοποίηση της ελπίδας του Ευαγγελίου συνδέονταν στον αρτιγέννητο χριστιανισμό προς την εγγύς ή οσονούπω έλευση της Βασιλείας, ενώ σήμερα, ύστερα από αιώνες ύπαρξης της Εκκλησίας, η σύνδεση αυτή δεν έχει τον επείγοντα χαρακτήρα που είχε αρχικά. Ο σημερινός χριστιανός έχει ανάγκη ενημέρωσης ως προς την προσδοκία της παρουσίας του Χριστού κατά τους αρχικούς χρόνους της Εκκλησίας, αλλιώτικα δυσκολεύεται να αντιληφθεί καταστάσεις όπως αυτή που ανακλάται και αντιμετωπίζεται από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Πρέπει π.χ. να λάβουμε υπόψη μας πως η τότε χριστιανική αντίληψη περί της εγγύς έλευσης του Ιησού στηριζόταν σε μια γενικότερη στον τότε κόσμο αντίληψη, πως δηλαδή πλησιάζει κάποιο τέλος του κόσμου στην μορφή που τον ξέρουμε, έτσι το χριστιανικό κήρυγμα, πως ο παλαιός αιών τελειώνει και έρχεται με τον Χριστό ο νέος γινόταν εύκολα δεκτό και κατανοητό όχι μόνο από τους Ιουδαίους αλλά και από τους Εθνικούς, χωρίς να απαιτούνται ιδιαίτερες διευκρινίσεις.
Εκτός όμως από τον προφητικό και τον ιστορικό χαρακτήρα της Αποκάλυψης έχουμε και τον ηθικό, τον θεολογικό, τον οντολογικό και τον δραματικό χαρακτήρα της. Η προφητεία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για να φθάσει κανείς στον κύριο στόχο που είναι η πίστη, η αγιότητα και η σταθερότητα στην αρετή. Η θεολογική της αξία είναι ανυπέρβλητη. Με συμ-βολικές εικόνες παρουσιάζει την εσχατολογική διδασκαλία της Κ. Διαθήκης, την διδασκαλία δηλαδή για το τέλος του κόσμου, τη μέλλουσα κρίση και την ανταπόδοση του Θεού. Αυτό διακηρύττεται στο 7ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, όπως το καθόρισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος σχετικά με τον Κύριό μας: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς» και όπως το συμπλήρωσε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, για να αντιμετωπίσει τις χιλιαστικές τάσεις που προέκυψαν από το σχετικό χωρίο της Αποκάλυψης, με την φράση: «ου της βασιλείας ουκ εσταί τέλος». Η έλευση του Κυρίου, η προσδοκία της ανάστασης των νεκρών και η αιώνια ζωή αποτελούν βασικές αλήθειες της Ορθόδοξης Πίστης.
Η Αποκάλυψη λοιπόν αποτελεί την μεγαλοπρεπή κατακλείδα της Αγίας Γραφής. Γνωστό είναι ότι η Αγία Γραφή αρχίζει με την Γένεση, όπου εξιστορείται η δημιουργία του κόσμου και η αρχή της ιστορίας και όπου βρίσκονται οι πρώτες ενέργειες του Θεού στον κόσμο και όπου Αυτός προσφέρει τις πρώτες ελπίδες για τον ερχομό του Λυτρωτή. Το Ιερό Βιβλίο τελειώνει με την Αποκάλυψη, όπου παρουσιάζεται η πορεία της Εκκλησίας, η κρίση του κόσμου και ο τελικός θρίαμβος της πίστης και όπου καταγράφονται οι τελευταίες ενέργειες του Θεού δια του Ιησού Χριστού, για την ανακαίνιση των πάντων, την εξάλειψη των δεινών της αμαρτίας και τον θρίαμβο των δικαίων, ο οποίος και καταγράφεται στο κα΄ 3-5: «και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης, ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώ-σει μετ’ αυτών, και αυτοί λαοί αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός εσταί μετ’ αυτών, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ εσταί έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ εσταί έτι, ότι τα πρώτα απήλθον.»
Μία σύντομη ανάλυση του ιερού βιβλίου, παρά τις όποιες δυσκολίες στην ερμηνεία του δεν παύει να φανερώνει τον σκοπό του. Απευθύνει ισάριθμες επιστολές στις επτά Εκκλησίες της Μ. Ασίας (Εφέσου, Σμύρνης, Περγάμου, Θυατείρων, Σάρδεων, Φιλαδελφείας, Λαοδικείας) και μέσω αυτών σ’ ολόκληρη την Εκκλησία και τους πιστούς της και τους φανερώνει αυτά που πρόκειται σύντομα να συμβούν, «α δει γενέσθαι εν τάχει». Η φράση αυτή περιέχει την βεβαιότητα της σύντομης πραγματοποίησης της θείας βουλής, που δεν είναι άλλη από την ολοκλήρωση της σωτηρίας του ανθρώπου, αυτή δε η θεία επιθυμία διακατέχει όλα τα γεγονότα και διατρέχει όλες τις εικόνες, που είναι συγκλονιστικές. Δεν είναι θεία δέσμευση, αλλά θεία προειδοποίηση γιατί για το Θεό: «… μια ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μια» (Πέτρου Β΄ 3, 8). Για τους πιστούς ισχύει το «εγγύς» της έλευσης του Κυρίου, γιατί βραχύς είναι ο χρόνος της γήινης παρουσίας των και η εκδημία των είναι ουσιαστικά η ημέρα της μερικής και της γενικής κρίσης και Δευτέρας παρουσίας, οπότε θα πρέπει πάντα να είναι έτοιμοι, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου. Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της σωτηρίας αρχίζουν άμεσα και θα συνεχίζονται μέχρι της συντέλειας των αιώνων και όσοι επιχειρούν κατά καιρούς ακριβείς χρονικούς προσδιορισμούς πάντα πέφτουν έξω με προεξάρχοντες προτεστάντες φουνταμενταλιστές και μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι περιεργάζονται με κάθε λεπτομέρεια τα θεία απόρρητα, που βέβαια δεν προσφέρουν τίποτε στην ψυχική σωτηρία, ο δε Κύριος το λέγει ξεκάθαρα: «ουχ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πραξ. 1. 7), αλλά και: «περί της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδέ ο υιός, ει μη ο Πατήρ» (Μαρκ. 13, 32). Άρα τον ακριβή χρόνο που θα συμβεί η συντέλεια του κόσμου κανένας δεν γνωρίζει και δεν θα πρέπει να γνωρίζει, η δε άγνοια αυτή έχει μεγάλη χρησιμότητα, γιατί γίνεται αφορμή για συνεχή νήψη και εγρήγορση, άσκηση αρετής, ηθική καλλιέργεια και αδιάκοπο πνευματικό αγώνα και έτσι απομακρύνεται ο κίνδυνος αδράνειας και εφησυχασμού. «Τι γαρ όφελος, ειπέ μοι, μαθείν την ημέραν του τέλους; Αγνοείν δε ταύτην συμφέρει, ίνα πάσαν ημέραν εκείνην είναι νομίζοντες, έτοιμοι προς ταύτην τυγχάνομεν γρηγορούντες, και τον Κύριον ημών περιμένοντες» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης).
Αλλά και το άλλο μεγάλο θέμα της παρουσίας του Αντιχρίστου και του σφραγίσματος των πιστών έγινε αφορμή μιας ξέφρενης κούρσας ανακάλυψής του και ανησυχίας για την απώλεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος για όσους σφραγισθούν, όπως μερικοί ισχυρίζονται. Αντί όμως να ανησυχούν οι πιστοί για την σφραγίδα του Αντιχρίστου, θα πρέπει πιο πολύ να προσέξουν να μην ξεθωριάζει η σφραγίδα του Χριστού, που παίρνουν με το Άγιο Βάπτισμα και αυτό γίνεται, όταν με την ζωή τους βλασφημούν το Πνεύμα το Άγιον, «εν ω εσφραγίσθημεν εις ημέραν απολυτρώσεως» (Εφεσ. 4. 30). Αγωνιούν ορισμένοι μήπως και άθελά τους έχουν σφραγιστεί, ενώ πιθανόν να μην έχουν συνειδητοποιήσει, ότι πράττουν ή ανέχονται τα έργα του Αντιχρίστου. Τους απασχολεί ο ερχομός του Αντιχρίστου και δεν τους ενδιαφέρει η παρουσία ή η απουσία του Κυρίου, που χωρίς Αυτόν, δηλαδή χωρίς την παρουσία του Σταυρού στην σύγχρονη ζωή χάνεται το πνεύμα της θυσίας Εκείνου.
Οι πιστοί Χριστιανοί δεν έχουν δικαίωμα να είναι ηττοπαθείς, καθότι και ισχυροί είναι και δυνατοί. «Μείζων ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω», γι’ αυτό και «νενικήκαμεν τον πονηρόν», τον έχουν ήδη συντρίψει, όχι με τις δικές τους δυνάμεις, αλλά με την δύναμη Εκείνου, που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση». Αυτό είναι και το κατ’ εξοχήν μήνυμα της Αποκάλυψης.
Περατούμενης της προσπάθειας για μια συνοπτική ερμηνεία του προφητικού αυτού βιβλίου, επιχειρείται να δοθεί το βασικό μήνυμα, που μπορεί να υποψιαστεί κανείς. Κυρίαρχο πρόσωπο είναι το εσφαγμένο Αρνίο, το Α και το Ω, ο Κύριος και Παντοκράτωρ, ο Οποίος δημιούργησε τον κόσμο και κατευθύνει δυναμικά την πορεία του προς το αναπότρεπτο τέλος. Θέλημά Του είναι η προστασία των εκλεκτών από την λυσσαλέα επίθεση των δαιμονικών δυνάμεων, που ενεργούν στον κόσμο με πολλαπλή μορφή, όπως είναι η άθεη κοσμική εξουσία, η ανήθικη οικονομία, η αντίθετη ιδεολογία και προπαγάνδα, ο απάνθρωπος καταναλωτισμός κ.ά. Αποστέλλει στον κόσμο «πληγές», προκειμένου να δώσει σ’ αυτόν πολλαπλή ευκαιρία μετανοίας και επιτρέπει για περιορισμένο χρόνο στον «δράκοντα» να δοκιμάσει τους πιστούς.
Όταν έλθει η άγνωστη, αλλά βραχυπρόθεσμη στιγμή της παρουσίας του Χριστού, οπό-τε γίνεται η τελική σύγκρουση με το Σατανά και τους θιασώτες του, τότε αποκαθαίρεται ο κόσμος από τις δαιμονικές δυνάμεις και ανακαινίζεται. Ολόκληρη η καινή κτίση, η Εκκλησία των σεσωσμένων, συνάγεται γύρω από το θρόνο του Αρνίου, ατενίζει το πρόσωπό Του, αυγάζεται από αυτό και αναμέλπει ασίγαστα τον ύμνο του θριάμβου.
Η Αποκάλυψη δεν εξαγγέλλει απλώς ένα μήνυμα, ελεύθερο στην προκατάληψη, την αιρετική προπαγάνδα ή την φαντασίωση, αλλά «σημαίνει» προφητικά στο λειτουργικό γεγονός της Εκκλησίας τη «μυστική» και ωστόσο βέβαιη κατάληξη της Ιστορίας, την εγγύς βασιλεία του Θεού. Αυτή δε η «εγγύς» βασιλεία είναι υπόθεση χαράς και «εορτής ημέρα» για τους πιστούς, οι οποίοι εστερνιζόμενοι τα λόγια του Παύλου, χαίρονται και αγάλλουν για τον επικείμενο ερχομό του Αρνίου «Και τούτο, ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι. νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω. αλλ’ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας» (Ρωμ. 13. 11-14).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...