Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Αυγούστου 01, 2013

ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ;

ιστορια μακεδονιας
Το παρακάτω άρθρο συντάχτηκε το 2004
Στα βόρεια σύνορά μας ένα νεοϊδρυθέν κράτος αποκαλείται πλέον “Δημοκρατία της Μακεδονίας.” Ποια είναι όμως η αλήθεια και πώς φτάσαμε σε αυτή τη προκλητική αναγνώριση από μέρος των Η.Π.Α πριν μερικές μέρες; Ποια είναι η “Δημοκρατία της Μακεδονίας” και ποια η ιστορική πραγματικότητα;
Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από αυτά που θέλουν να πιστεύουν ή να υποστηρίζουν κάποιοι.
Μέχρι και το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή της ΠΓΔΜ άνηκε στη σύνθεση του Σερβικού κράτους και ονομαζόταν Παλιά Σερβία, Νότια Σερβία ή Vardarska Banovina δηλ. διοίκηση του Βαρδάρη και οι κάτοικοι Νότιοι Σέρβοι και κανένας μέχρι τότε από τους μετέπειτα δημιουργούς της Λαϊκής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας» δεν είχε μιλήσει για Μακεδονικό έθνος και Μακεδόνες. Όλα αυτά όμως μέχρι τη σύνοδο στο Jajce, όταν την 29η Νοεμβρίου του 1943 στην ομώνυμη πόλη της Βοσνίας το Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας ( Τίτο – Παρτιζάνοι) αποφάσισε την οργάνωση της χώρας σε ομοσπονδιακή βάση. Μία από τις ομοσπονδίες ήταν και η Λαϊκή Δημοκρατία της «Μακεδονίας».
Σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή, ρίχτηκε ο σπόρος μιας τεχνητής προσπάθειας εθνογένεσης, που βάφτιζε με ελληνικό όνομα και χάριζε ελληνικά σύμβολα. Η ανακάλυψη της ΠΓΔΜ ανήκει στο Στρατάρχη Τίτο και τις επεκτατικές ορέξεις του. Με το Μακεδονικό ο Τίτο απέβλεπε: Ως ελάχιστο στόχο του εξ’ αρχής, τη συγκράτηση και αφομοίωση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας (φόβος γιατί οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας) και κατά δεύτερον, την επέκταση της Γιουγκοσλαβίας στην βουλγαρική και ελληνική Μακεδονία. Για το σκοπό αυτό εργάστηκαν συστηματικά παραχωρώντας στη Λαϊκή Δημοκρατία της «Μακεδονίας» χωριστή κρατική οργάνωση, ιδιαίτερη γλώσσα στην οποία έπρεπε να μειωθεί και να συγκαλυφθεί με κάθε τρόπο η μεγάλη συγγένεια του ιδιώματος με τη βουλγαρική, και κατασκεύασαν μια νέα Μακεδονική ιστορία. Το σύνθημα όλη αυτή την περίοδο ήταν ότι μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο απελευθερώθηκε μόνο το ένα κομμάτι της Μακεδονίας, το γιουγκοσλαβικό.
Από το 1950 όπου έχουμε την αποκατάσταση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων μέχρι και τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας (1991) κάθε φορά που υπήρχε αναφορά στο Μακεδονικό από τους Σκοπιανούς η κεντρική κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας προσπαθούσε να μας πείσει ότι τα Σκόπια ενεργούσαν ανεξάρτητα από αυτούς.
Την ίδια περίοδο χρησιμοποίησαν και την εκκλησία και με προσωπική παρέμβαση του Τίτο ιδρύθηκε «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία», παρά τις έντονες αντιδράσεις του Σερβικού Πατριαρχείου, διασπώντας έτσι την πνευματική ενότητα της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας.
Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Εκκλησίας παρά τις πιέσεις του καθεστώτος στις 15 Ιουλίου του 1967 αποφάσισε να διακόψει τις λειτουργικές και κανονικές σχέσεις με την σχισματική Ιεραρχία των Σκοπίων, γιατί αυτοτελώς και αντικανονικά αποσχίστηκε από τη Μητέρα Εκκλησία και αποτέλεσε σχισματική θρησκευτική οργάνωση.
Η θέση αυτή έγινε και θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων επιμέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από τότε και μέχρι σήμερα έγιναν πολλές προσπάθειες προσέγγισης από την πλευρά της Σερβικής εκκλησίας. Το πρόβλημα και η αποτυχία των συνομιλιών συνίσταται στο γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της λεγόμενης «Μακεδονικής Εκκλησίας» έμειναν, επίμονα, στο αίτημά τους για Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι ο ασφυκτικός εναγκαλισμός της εκκλησίας των Σκοπίων από το κράτος, αλλά και η χρησιμοποίηση της ως κρατικής υπηρεσίας για ξένους προς την πνευματική της αποστολή εθνικιστικούς στόχους.
Ως εκ τούτου, η απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της 15ης Σεπτεμβρίου του 1967 παραμένει σε ισχύ έως ότου η λεγόμενη «Μακεδονική Εκκλησία» δεν αποδεχθεί την κανονική τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ίσως σήμερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η άμεσα ενδιαφερόμενη Σερβική εκκλησία, σε συνεργασία με την εκκλησία της Ελλάδας αποτελέσουν έναν ισχυρό μοχλό πίεσης στο να υπάρξει μια λύση στο εκκλησιαστικό ζήτημα και το όνομα. Η εκκλησιαστική αναγνώριση αποτελεί πονοκέφαλο για τις κρατικές αρχές της ΠΓΔΜ εδώ και 40 χρόνια λόγω της απομόνωσής της από την υπόλοιπη Ορθόδοξη εκκλησία. Μια εκκλησιαστική αναγνώριση την οποία προσπαθούν με πάρα πολλούς τρόπους και υποσχέσεις να αποκτήσουν χωρίς όμως να τα έχουν καταφέρει.
Νοέμβριος 1990
Ως αφετηρία της αναβίωσης του Μακεδονικού, μπορούμε να θεωρήσουμε την ανάδειξη, ύστερα από τις πρώτες ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές στην περιοχή μετά το 1938 της 11ης και 25ης Νοεμβρίου του 1990, της πρώτης μετακομμουνιστικής πολυκομματικής βουλής των Σκοπίων, η οποία σηματοδότησε και τις μετέπειτα εξελίξεις.
Ιανουάριος 1991
Πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται ο Κίρο Γκλιγκόρωφ (27/1/1991).
Απρίλιος 1991
Στις 15 Απριλίου του 1991 έχουμε την ψήφιση του νέου Συντάγματος των Σκοπίων με την ψήφιση τροπολογιών ισχυουσών Συνταγματικών Διατάξεων, προς τη μετάβαση από καθεστώς σοσιαλιστικής δημοκρατίας, σε καθεστώς δυτικού τύπου δημοκρατίας, χωρίς φυσικά η μετάβαση αυτή να στερείται διαφόρων ιδιαιτεροτήτων.
Έχουμε διατάξεις περί μεταβολής συνόρων, οι οποίες βρίσκονται στο προοίμιο των άρθρων 3 – 68 και 74, αλλά και περί προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες άρθρο 49 παράγραφος 1 το οποίο λέει: «Η Δημοκρατία, μεριμνά για την κατάσταση και τα δικαιώματα του Μακεδονικού λαού στις γειτονικές χώρες». Εδώ αναφέρεται καθαρά σε πολίτες της Αλβανίας, Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, που τα Σκόπια θεωρούν ότι υπάρχει «μακεδονική μειονότητα».
Δεκέμβριος 1991
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1991, συνέρχονται στις Βρυξέλλες οι υπουργοί Εξωτερικών των «12» της Ε.Ο.Κ. σε μια συνεδρίαση η οποία θα αποδειχτεί ιστορική.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα Δευτέρας προς Τρίτη, όταν κάτω από την ασφυκτική πίεση της Γερμανίας, καταλήγουν στην απόφαση να αναγνωρίσουν το δικαίωμα ανεξαρτητοποίησης των επί μέρους Ομόσπονδων Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών (Σλοβενίας – Κροατίας).
Στις 19 Δεκεμβρίου, δύο μόλις ημέρες μετά την ανακοίνωση της απόφασης της Ε.Ο.Κ. συνέρχεται η βουλή των Σκοπίων και εγκρίνει διακήρυξη, με την οποία υιοθετεί τα κριτήρια που θέσπισε το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ο.Κ. ως προϋπόθεση αναγνώρισης ανεξάρτητων χωρών, οι οποίες προέρχονται από τη διάλυση κρατών του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού».
Στις 24 Δεκεμβρίου, η επιτροπή Μπανταντέρ απευθύνει ερωτηματολόγιο προς τα Σκόπια και στις 29 του ίδιου μήνα, έχουν έρθει και οι απαντήσεις από τους Σκοπιανούς με τα σχέδια για τις τροποποιήσεις στο Σύνταγμά τους, στα σημεία που πίεζε η Ελλάδα.
Ιανουάριος 1992
Μέσω, λοιπόν, αυτού του διπλωματικού ελιγμού, οι Σκοπιανοί πέτυχαν στις 17 Ιανουαρίου του 1992, στο Παρίσι, η επιτροπή Μπανταντέρ να εκτοξεύσει πραγματικά μια γνωμοδότηση υπ’ αριθμόν 6 «Για την αναγνώριση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών – μελών της».
Φεβρουάριος 1992
Ένα μήνα αργότερα (17/2/1992) στη Λισσαβόνα ο Πορτογάλος υπουργός Εξωτερικών Πινέιρο αναλαμβάνει τη διαμόρφωση του ομώνυμου «πακέτου», που προβλέπει: Αλλαγή των επίμαχων άρθρων του Συντάγματος, παύση της αλυτρωτικής προπαγάνδας και σύνθετη ονομασία. Τα Σκόπια φαίνονται να συμφωνούν. Στο παρασκήνιο ακούγονται τα ονόματα «Βόρεια Μακεδονία» και «Μακεδονία του Βαρδάρη». Την ίδια περίοδο έχουμε τα συλλαλητήρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.
Απρίλιος 1992
Στις 13 Απριλίου του ίδιου έτους η λύση Πινέιρο έχει άδοξο τέλος. Την ίδια μέρα στην Αθήνα συγκαλείται το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, με εξαίρεση το ΚΚΕ, όπου αποφασίζεται ότι εάν η Δημοκρατία των Σκοπίων επιθυμεί την αναγνώρισή της πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση των Βρυξελλών (16/12/1991) προσφέροντας συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις σχετικά με τις εδαφικές διεκδικήσεις, τις προπαγανδιστικές εχθρικές δραστηριότητες και φυσικά ονομασία που δεν θα έχει τον όρο Μακεδονία ή παράγωγά του. Εκτός κυβέρνησης τίθεται ο Α. Σαμαράς ενώ ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη προτείνει στη βρετανική προεδρία (18 Ιουνίου – Λουξεμβούργο) να αναγνωρίσουν οι «12» τα Σκόπια με «διπλή ονομασία» Δημοκρατία του Βαρδάρη για το εξωτερικό και για το εσωτερικό τους να μπορούν να αυτοαποκαλούνται όπως θέλουν. Εδώ ίσως ήμασταν πολύ κοντά σε μια καλή λύση. Δεν επιτυγχάνετε όμως τίποτα.
Ιούνιος 1991
Στις 27 Ιουνίου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής της Λισσαβώνας έχουμε την υποστήριξη της Ευρώπης στις Ελληνικές θέσεις. Η αναγνώριση των Σκοπίων συνδέεται με την προϋπόθεση ότι «το όνομα δεν θα περιέχει τον όρο Μακεδονία» Από βρετανικής πλευράς παραλαμβάνει τη σκυτάλη του προβλήματος από τον Πινέιρο ο εκπρόσωπος, πρέσβης Ο’ Νιλ. Η προεδρία της Βρετανίας επιμένει στη σύνθετη ονομασία σύμφωνα με τους όρους Πινέιρο.
Αύγουστος 1992
Στις 6 Αυγούστου η Ρωσία με επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Βιτάλη Τσούρκιν στον Γκλιγκόροφ αναγνωρίζει επισήμως τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία. 24 Αυγούστου τα Σκόπια επιλέγουν σημαία με το αστέρι της Βεργίνας.
Απρίλιος 1993
Στις 7 Απριλίου του 1993 με απόφαση υπ’ αριθ. 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας τα Σκόπια γίνονται δεκτά με το προσωρινό όνομα FYROM χωρίς το δικαίωμα ανάρτησης σημαίας και ξεκινούν νέες διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση των Βάνς και Όουεν. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ελληνική επιτυχία. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς οι μεσολαβητές Βάνς και Όουεν προτείνουν στην Ελλάδα το όνομα «Νέα Μακεδονία» (Nova Makedonija), η Αθήνα αντιπροτείνει το όνομα «Σλαβομακεδονία». Η κυβέρνηση των Σκοπίων αρνείται.
Δεκέμβριος 1993
Έξι μήνες αργότερα (Δεκέμβριος 93 – Ιανουάριος 94) αρχίζουν να πέφτουν οι αναγνωρίσεις βροχή μεταξύ αυτών Η.Π.Α και Αυστραλία αναγνωρίζουν επίσημα τα Σκόπια ως FYROM.
Φεβρουάριος 1994
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1994 η ελληνική κυβέρνηση Α. Παπανδρέου αποφασίζει τον οικονομικό αποκλεισμό στα Σκόπια (εμπάργκο).
Αρχίζουν οι πιέσεις από τους μεσολαβητές για άρση του εμπάργκο. Η Ελλάδα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο όμως δεν κάνει δεκτό το αίτημα για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της Ελλάδας.
Σεπτέμβριος 1995
Η Αμερική εντείνει τις πιέσεις της για άρση του εμπάργκο. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1995 έρχεται στην Αθήνα ο υφυπουργός της Αμερικής Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ όπου έχει συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου και τον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια. Την ίδια μέρα πάει και στα Σκόπια όπου έχει συνομιλίες με την εκεί ηγεσία. Έτσι από τα Σκόπια ο Χόλμπρουκ, από την Αθήνα ο επιτετραμμένος της πρεσβείας Τόμας Μίλερ και από την Ουάσινγκτον ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νίκολας Μπέρνς ανακοινώνουν ταυτόχρονα την επίτευξη συμφωνίας Ελλάδας – Σκοπίων για απευθείας διάλογο υπό την αιγίδα του Σάιρους Βάνς, με σκοπό την υπογραφή μιας Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Αίρεται το εμπάργκο και στις 13 Σεπτεμβρίου του 1995 στην Νέα Υόρκη υπογράφεται η Ενδιάμεση Συμφωνία από τον κ. Παπούλια και τον Τσερβενκόφσκι. Η Συμφωνία προβλέπει: Τον σεβασμό των υπαρχόντων συνόρων. Την υποχρέωση από την Ελλάδα να αναγνωρίσει τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η ΠΓΔΜ θα πρέπει να προχωρήσει σε άμεση αλλαγή του συμβόλου που υπάρχει στη σημαία της. Η ΠΓΔΜ θα πρέπει να διακηρύξει ότι η ερμηνεία των επίμαχων άρθρων στο Σύνταγμά της δεν ερμηνεύονται ως διεκδίκηση ελληνικού εδάφους αλλά ούτε και ως ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας.
Οκτώβριος 1995
Στις 12 Οκτωβρίου, το Μόνιμο Συμβούλιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, την ένταξη των Σκοπίων με την ονομασία FYROM.
Από τότε και μέχρι σήμερα υποτίθεται πως ο διάλογος μεταξύ των δύο χωρών θα είχε προχωρήσει και θα βρισκόταν σε καλό σημείο, κυρίως δε πως θα τηρούνταν τα συμφωνηθέντα. Όμως η κυβέρνηση των Σκοπίων δεν δέχτηκε καμία συζήτηση για το θέμα του ονόματος και εμείς από την πλευρά μας το αφήσαμε σχεδόν να ξεχαστεί.
Σεπτέμβριος 2002
Το Σεπτέμβριο του 2002 έληξε η Ενδιάμεση Συμφωνία η οποία παρατείνεται «σιωπηλώς». Έκτοτε η Αμερική ενδιαφέρεται απλά και μόνο να κλείσει το θέμα των Σκοπίων αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας βεβιασμένης απόφασης.
Νοέμβριος 2004
Έτσι μία μόνο μέρα μετά τις εκλογές έρχονται με ένα ξαφνικό πλην όμως προκαθορισμένο διπλωματικό χτύπημα να αναγνωρίσουν τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα ως Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Υπήρχαν βέβαια οι ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά γιατί λίγο διάστημα πριν η Αμερική είχε υπογράψει δύο διακρατικές συμφωνίες με την ΠΓΔΜ, στις οποίες η χώρα αναφέρεται με το όνομα «Μακεδονία». Η πρώτη τον Ιούνιο του 2003 για την εξαίρεση των Αμερικανών πολιτών από τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η δεύτερη στις 11 Οκτωβρίου του 2004 όταν ο Ντ. Ράμσφελντ υπέγραψε αμυντική συμφωνία με τα Σκόπια.
Η Αμερική χρησιμοποίησε ως επιχείρημα την πιθανή αναβίωση των διακοινοτικών διαφορών (Σλάβων και Αλβανών) και έγινε λόγος για κίνηση που θα ενίσχυε την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ εν όψει του δημοψηφίσματος της 7 Νοεμβρίου (συμφωνία Αχρίδας 13/8/2001 Σλάβων και Αλβανών για το Νέο Διοικητικό Χάρτη ) για εκχώρηση περαιτέρω εξουσιών στην αλβανική μειονότητα της χώρας.
Τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, το δημοψήφισμα (7/11/2004) απέτυχε και η θέση των Αλβανών στα Σκόπια ενισχύεται.
Δεκέμβριος 2004
Σήμερα το μεγάλο πρόβλημα των Σκοπίων δεν είναι άλλο από την αγορά εργασίας. Μεγάλη ανησυχία έχουν πλέον για το τι θα συμβεί αν διαταραχτούν οι σχέσεις τους με την Ελλάδα και περιοριστούν οι επενδύσεις. Υπολογίζεται ότι στην ευρύτερη περιοχή των Σκοπίων δραστηριοποιούνται περίπου 200 μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, όταν το ποσοστό ανεργίας είναι πάνω από 40%.
Εμείς όλα αυτά τα χρόνια τι κάναμε; Μήπως μεταθέταμε το πρόβλημα στο μέλλον και φτάσαμε σήμερα στο σημείο τρεις χώρες του Συμβουλίου Ασφαλείας Η.Π.Α, Ρωσία και Κίνα να έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Νομίζω ότι το κουβάρι μόλις τώρα άρχισε να ξετυλίγεται.
Προς το παρόν η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να στηρίζει την ελληνική θέση, όμως σίγουρα υπάρχουν και χώρες που δεν θα είχαν πρόβλημα να προχωρήσουν σε μονομερείς αναγνωρίσεις, όπως η Σλοβενία που εδώ και πολύ καιρό έχει αναγνωρίσει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα.

Τρίτη, Ιουνίου 04, 2013

Μὲ τὴν γλῶσσα τῆς ἀλήθειας… Γράφει ὁ Κων. Χολέβας

ἐφημ. «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», 02.06.13

.             Μὲ πρόσφατο ψήφισμά του τὸ Εὐρωκοινοβούλιο ζητεῖ νὰ προχωρήσει ὁ διάλογος γιὰ τὴν ἐνταξιακὴ πορεία τῶν Σκοπίων στὴν Εὐρ. Ἕνωση. Φυσικὰ τέτοια ψηφίσματα δὲν ἔχουν μεγάλη πολιτικὴ βαρύτητα, ἀποτελοῦν ὅμως μία ἠθικὴ πίεση. Ἡ ἐπίσημη ἑλληνικὴ πλευρὰ πρέπει νὰ μιλήσει τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ ρεαλισμοῦ πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Ἂς θυμίσουμε, λοιπόν, στοὺς ἑταίρους μας τὰ ἑξῆς:
.             Ὑπάρχουν δύο ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου Κορυφῆς τῆς Ε.Ε., τοῦ Δεκεμβρίου 1991 καὶ τοῦ Ἰουνίου 1992, οἱ ὁποῖες ξεκάθαρα ζητοῦν ἀπὸ τὸ κράτος τῶν Σκοπίων νὰ ἀποδεχθεῖ ἕνα ὄνομα ποὺ δὲν θὰ ἐκφράζει ἐπεκτατισμὸ κατὰ τῶν γειτόνων του. Ἡ Ἕνωση, σήμερα μάλιστα ποὺ ἀμφισβητεῖται ὁ ρόλος της, πρέπει νὰ μείνει σταθερὴ στὶς ἀποφάσεις της. Τὸ ὄνομα Μακεδονία δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δεκτό.
.             Ποῦ βλέπουν οἱ Εὐρωπαῖοι τὴν καλὴ διάθεση ἐκ μέρους τῶν Σκοπιανῶν; Τοὺς θυμίζουμε ὅτι τὸ κυβερνῶν κόμμα τοῦ Ν. Γκρούεφσκι ἔχει τὸ ὄνομα ΒΜΡΟ, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τῆς ὀργανώσεως τῶν Βουλγάρων κομιταζήδων τοῦ 1893 καὶ ἑξῆς. Ἡ παλιὰ ὀργάνωση ΒΜΡΟ ἔδρασε πολλὲς φορὲς τρομοκρατικὰ μὲ ἀνατινάξεις τραπεζῶν στὴ Θεσσαλονίκη, μὲ δολοφονίες ἡγετῶν, ὅπως ὁ Σέρβος βασιλεὺς Ἀλέξανδρος, καὶ μὲ πρόκληση ἀναταραχῆς στὴ Βουλγαρία τοῦ Μεσοπολέμου. Θὰ ἐπιβραβεύσει ἡ Εὐρ. Ἕνωση τοὺς συνεχιστὲς μίας τρομοκρατικῆς ὀργανώσεως;
.             Ἂς ἀναρωτηθοῦν οἱ ἑταῖροι μας, ἂν θέλουν νὰ ἔχουν στὴν Ἕνωση ἕνα κράτος ὑπὸ διάλυσιν. Ἀρκοῦν οἱ ἐθνοτικὲς διαμάχες μεταξὺ Βαλόνων καὶ Φλαμανδῶν, ποὺ παραλύουν ἐπὶ μακρὸν τὴν πολιτικὴ ζωὴ τοῦ Βελγίου. Στὰ Σκόπια τὰ πράγματα μεταξὺ Σλάβων (ψευδομακεδόνων) καὶ Ἀλβανῶν βρίσκονται σὲ πολὺ χειρότερο σημεῖο. Πρὸ ἡμερῶν ὁ τελικὸς ποδοσφαίρου δὲν ἔληξε ποτέ, διότι συνεπλάκησαν μὲ ἐθνικιστικὰ συνθήματα οἱ ὀπαδοὶ τῆς σλαβικῆς καὶ τῆς ἀλβανικῆς ὁμάδας. Ἡ πολυάριθμη ἀλβανικὴ κοινότητα ἔχει οὐσιαστικὰ ἀποσχίσει τὶς δυτικὲς ἐπαρχίες καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Κόσοβο στὸ πλαίσιο τῆς μεγάλης Ἀλβανίας.
.             Ἡ ἀντίδραση στὶς ἱστορικὲς παραχαράξεις τῶν Σκοπιανῶν δὲν ἐκφράζει μία ἑλληνικὴ ἰδιορρυθμία. Ἀκόμη ἕνα μέλος τῆς Ε.Ε., ἡ Βουλγαρία, ἔχει διακηρύξει ἐπισήμως ὅτι ἡ ΠΓΔΜ δὲν πρέπει νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἕνωση, ἂν δὲν ἐγκαταλείψει τὴν πλαστογράφηση τῆς ἱστορίας τῶν γειτόνων της.
.             Ἡ οἰκονομικὴ κρίση ἂς μὴ γίνει αἰτία ὀδυνηρῶν ἐθνικῶν ὑποχωρήσεων ἐκ μέρους μας.



 Κωνσταντῖνος Χολέβας

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

Σκόπια: Ετοιμάζουν τον Τσαρκνιά Επίσκοπο των Σλάβων της Ελλάδας





Η Σκοπιανή Εκκλησία έχει προθέσεις, από ό, τι διαφαίνεται, 
να χειροτονήσει το Νικόδημο Τσαρκνιά, ο οποίος καθαιρέθηκε

 από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, ως Επίσκοπο των Σλάβων
 στην Ελλάδα.

Ο ίδιος θα δηλώσει στην εφημερίδα Ντέβνικ των Σκοπίων:
« Ελπίζω ότι από τώρα και στο εξής τα πράγματα που 
αφορούν την πνευματική ζωή των Σλάβων 
(‘Μακεδόνων’ δηλώνει αυτός) στην Ελλάδα θα αλλάξουν

 περισσότερο με θετική δράση και θα είναι πιο ενεργοί».

Μάλιστα στη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων..... 
στο ναό της πόλης των Σκοπίων, είχε χρέη βοηθού του 
αρχιεπισκόπου, Στέφαν, της σκοπιανής εκκλησίας, που δηλώνει 
ότι έχουν θερμές σχέσεις μεταξύ τους.


Ο παπα-τσαρκνιάς ελπίζει ότι θα χριστεί Επίσκοπος,
 για να έχει νόμιμη και έντονη παρουσία στους συμπατριώτες 
του στην Ελλάδα, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά.


Μέχρι σήμερα είχε σχέσεις με πνευματικές δραστηριότητες
 στην εκκλησία του χωριού του την ‘Αγία Ζλάτα Μεγκλένσκα» 
στην ελληνική Μακεδονία (Μακεδονία του Αιγαίου κατά
 το δημοσίευμα) και ελπίζει αυτές να τις επεκτείνει προς
 όλους τους Σλάβους της Ελλάδας.

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2012

Μακεδονία, το πιο ακριβό οικόπεδο στον κόσμο!!


Η πρώτη έρευνα για ουράνιο στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1953.
 Το 1954 ιδρύθηκε στη χώρα η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας
(ή ΕΑΕ) και το 1960 δημιουργήθηκε το Γεωλογικό Τμήμα της ΕΑΕ,
 με σκοπό την έρευνα για τον προσδιορισμό κοιτασμάτων ουρανίου.

Στο διάστημα 1971-1976, ξένοι επιστήμονες πραγματοποιούν έρευνα
για ουράνιο στην ...περιοχή Παρανεστίου και προσδιορίζουν σημαντικές
 περιεκτικότητες ουρανίου στους λιγνίτες της Δράμας. Είναι γνωστό
στους ειδικούς ότι οι οργανικές ύλες όπως ο λιγνίτης έχουν ιδιαίτερη
απορροφητικότητα στο ουράνιο (και το φωσφόρο).

Το πρόβλημα είναι ότι η απόληψη του ουρανίου από τους λιγνίτες και
γενικότερα τις οργανικές ύλες παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες και είναι
απαγορευτικά δαπανηρή. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στους λιγνίτες τ
ου Παρανεστίου βρέθηκαν περιεκτικότητες σε ουράνιο της τάξεως των 10.000 ppm (10%).
Παράλληλα με τους ξένους ερευνούσε την περιοχή για ουράνιο και ο ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ
και το ΙΓΜΕ. Το 1978 το ΙΓΜΕ διαπίστωσε ότι το ουράνιο περιέχεται εκτός από
τους λιγνίτες και σε πετρώματα της περιοχής.


Από το 1979 το ΙΓΜΕ, μόνο πλέον, αρχίζει συστηματική έρευνα στο ρόμβο που
 προσδιορίζεται από τις πόλεις Δράμα, Παρανέστι, Ξάνθη, Καβάλα, με μερικές
 επεκτάσεις βόρεια και βορειοδυτικά του Παρανεστίου. Την περίοδο 1980-1983
γίνεται η πλέον εντατική έρευνα από το ΙΓΜΕ στην πιο πάνω περιοχή.
 Η έρευνα ξεκινησε με προσδιορισμό πεδίων ακτινοβολίας με τη χρήση
σπινθηριστή και συσκευής Geiger-Müller.

Στις περιοχές που παρουσίασαν έντονες ενδείξεις παρουσίας ουρανίου
εγκαταστάθηκε κάνναβος 20Χ20 μ. και έγιναν λεπτομερέστερες μετρήσεις.
Ακολούθησε εγκατάσταση καννάβου 8Χ16 για όρυξη γεωτρήσεων και
εξαγωγή καρότων για τον ακριβή προσδιορισμό των ουρανιούχων
μεταλλευμάτων. Οι περιοχές στις οποίες προσδιορίσθηκαν τα σημαντικότερα
κοιτάσματα είναι: το Αρχοντοβούνι, η Σπηλιά, τα Διπόταμα, η Πρασινάδα,
το Πτερωτό και η περιοχή του μεταλλείου της ΠΟΡΣΕΛ. Τα ουρανιούχα
οξείδια που προσδιορίσθηκαν είναι βασικά ο πισουρανίτης και ο ουρανίτης.
 Η έρευνα που πραγματοποίησε το ΙΓΜΕ ήταν εφαρμοσμένη, δηλαδή δεν
εξήγαγε θεωρητικά μόνο συμπεράσματα.

Οι γεωτρήσεις που πραγματοποιήθηκαν έφτασαν σε βάθος μέχρι 200 μ.
Προσδιορίσθηκαν περιεκτικότητες έως 10% (10.000 ppm), με όριο
εκμεταλλευσιμότητας στην περίοδο της έρευνας το 0,01% (100 ppm).
Η μέση περιεκτικότητα στην περιοχή Αρχοντοβουνίου προσδιορίσθηκε
 σε 0,05% (500 ppm) και η συνολική ποσότητα του ουρανίου
 σε 600 τόνους. Στην περίοδο της εντατικής έρευνας εγκαταστάθηκε
στην περιοχή πιλοτική μονάδα παραγωγής συμπυκνώματος ουρανίου
 με τη μέθοδο έκπλυσης με θειϊκό οξύ (H2SO4) και απόληψη του
 ουρανίου με ρητίνες. Ο εμπλουτισμός διακρίνεται στην παραγωγή
συμπυκνώματος οξειδίων ουρανίου – που γινόταν στο Παρανέστι –
 και στον ισοτοπικό διαχωρισμό για την παραγωγή πυρηνικού καυσίμου.
 Ο ισοτοπικός διαχωρισμός συμπυκνώνει (”εμπλουτίζει”) το
 σχάσιμο U235 σε περιεκτικότητα 3%, όμως αυτήν την τεχνολογία
δεν την κατέχει η Ελλάδα.

Από το U238 παράγεται το πλουτώνιο (Pu239), που επίσης είναι
πυρηνικό καύσιμο. Το πλουτώνιο είναι ένα ραδιενεργό στοιχείο,
εξαιρετικά σπάνιο στη φύση, που παράγεται από το U238 μέσα
στον πυρηνικό αντιδραστήρα.

Οι εργαζόμενοι στη μονάδα φορούσαν ειδικές μάσκες και στολές για
 προστασία από τη ραδιενεργό σκόνη του ουρανίου και ειδικά του ραδίου.
Το ράδιο είναι προϊόν της διάσπασης του ουρανίου, βρίσκεται σε μικρές
 ποσότητες στα ουρανιούχα πετρώματα, είναι εξαιρετικά ραδιενεργό
 (πάνω από 1.000.000 φορές περισσότερο από το ουράνιο!) και διασπάται
 με εκπομπή ακτινοβολίας προς αέριο ραδόνιο και άλλα προϊόντα .
Η είσοδος της σκόνης στον οργανισμό είναι σοβαρότατο πρόβλημα,
 διότι το ράδιο έχει παρόμοια χημική συμπεριφορά με το ασβέστιο
και απορροφάται από τον οργανισμό αντικαθιστώντας το ασβέστιο των οστών.

Τα αποτελέσματα από την πιλοτική μονάδα ήταν ενθαρρυντικά.
Οι συγκεντρώσεις ουρανίου προσδιορίστηκαν στο Αρχοντοβούνι
στα 67 μ. βάθος, στο Πτερωτό στα 80 μ. και στη Σπηλιά στα 90 μ.
περίπου. Το χαμηλό βάθος των κοιτασμάτων θα οδηγήσει αναπόφευκτα
στην επιλογή των επιφανειακών εξορύξεων, σε περίπτωση που
 αποφασιστεί η εκμετάλλευσή τους. Τον Φεβρουάριο του 1998 έφτασε
στην δημοσιότητα έρευνα που αφορούσε την μεγαλύτερη συγκέντρωση
 ραδονίου στον Ελληνικό χώρο και συγκεκριμένα στο χωριό Νεράιδα
 Θεσπρωτίας. Η μέτρηση ήταν 9550 Μπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο και
με όριο επιφυλακής τα 150! Παρόμοιες υψηλές μετρήσεις είχαμε και
 στις περιοχές Σερρών, Θεσσαλονίκης, Μύκονου, Καβάλας, Ικαρίας,
 Λέσβου, Φθιώτιδα, Λουτράκι, Νιγρίτα, Σουρωτή (1), κλπ.

 Το ραδόνιο είναι φυσικό ραδιενεργό στοιχείο και για όσους γνωρίζουν,
 αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη στο υπέδαφος των άνω τουλάχιστον
περιοχών ΟΥΡΑΝΙΟΥ. Στο όρος Παγγαίο στην Καβάλα επίσης υπάρχει
 ήδη έντονο ενδιαφέρον από ξένο επενδυτή για την εξόρυξη των τεράστιων
 κοιτασμάτων χρυσού. Στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής ήδη έχει ξεκινήσει
η εκμετάλλευση του εκεί υπεδάφους από την TVX Gold του George Soros,
η οποία περιέχει αρκετό χρυσό, αλλά και ουράνιο !!!.

Εμείς ερωτάμε.... ΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ?
Μία απόρρητη έκθεση που ήρθε στο φως με δημοσίευμα της
 εφημερίδας «Επενδυτής» στις 23/2/96, αναφέρει για τα αποτελέσματα 
των μετρήσεων του ΙΓΜΕ. 

Γύρω στο ποσό των 100 τρισεκατομμυρίων δραχμών εκτιμάται η αξία των
κοιτασμάτων ουρανίου και άλλων σπανίων μετάλλων για δορυφόρους και
πυραύλους. Το κείμενο της έρευνας υπογράφεται από επτά διακεκριμένους
Έλληνες επιστήμονες και κάνει λόγο για κοίτασμα ουρανίου που
περιέχει 300 εκατομμύρια τόνους με συμπύκνωμα ουρανίου 16%, καθώς
και σπάνια άλλα ορυκτά όπως ρουτίλιο, λουτέσιο και λανθάνιο, που έχουν
εξαιρετικά ειδικές χρήσεις στην κατασκευή πυραυλικών συστημάτων.

Αναφέρεται ΜΟΝΟΝ για την περιοχή του όρους Σύμβολο του νομού Καβάλας.
Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα ουρανίου ΔΙΕΘΝΩΣ.
Η αξία του εμπλουτισμένου ουρανίου 235 στην διεθνή αγορά (1998)
είναι 20.000 δολάρια το γραμμάριο!. Βάσει των παραπάνω, με
κάθε επιφύλαξη και σύμφωνα με υπολογισμούς από τα παραπάνω.
 εμπεριέχονται 48 εκατ τόνοι ουρανίου προς 20δις δολάρια ο τόνος
 δηλ. συνολικά $960.000.000.000.000.000
(τα μηδενικά είναι σωστά και είναι 960 τετράκις εκατομμύρια δολάρια)!!!

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2012

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ*


Παπαλαζάρου Ιωάννη
Εκπαιδευτικού

      Όταν αναφερόμαστε στην εθνική ταυτότητα ενός τόπου δεν είναι επιτρεπτό να αγνοήσουμε ή να παραβλέψουμε, ότι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που τη διαμορφώνουν και την καθιερώνουν είναι η συμπεριφορά των κατοίκων του.
    Έτσι  όταν ομιλούμε για  την  ελληνικότητα της  Μακεδονίας, το πρώτο  κριτήριο που  θα πρέπει να λάβουμε  υπ’  όψιν μας  είναι η  συμπεριφορά  των Μακεδόνων, από την εγκατάστασή  τους στον ελλαδικό χώρο μέχρι σήμερα, η θέση και η στάση τους απέναντι στην πορεία του Ελληνικού Έθνους, η συμμετοχή και η προσφορά τους στους κοινούς αγώνες και στις κοινές εθνικές επιδιώξεις των Ελλήνων.
   Από τα αρχαιότατα χρόνια οι Μακεδόνες ένιωθαν ομόγλωσσοι και ομόθρησκοι των Ελλήνων. Στάθηκαν πρόμαχοι του Ελληνισμού όσες φορές χρειάστηκε, θεωρώντας κοινή την τύχη και τα πεπρωμένα τους με αυτά των λοιπών Ελλήνων.  Στα χρόνια των μεγάλων βασιλέων Φιλίππου και Αλεξάνδρου έκαναν πράξη την πανελλήνια ιδέα, το ομόθυμον και ομότροπον απέναντι του προαιώνιου κοινού κινδύνου  και δίκαια χαρακτηρίζονται προασπιστές και αμύντορες της ελευθερίας των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού.
   Στην  επανάσταση του Γένους για την απελευθέρωση από την οθωμανική δουλεία δεν έμειναν αμέτοχοι οι Μακεδόνες.  Μεταξύ των 7 παλικαριών που συνόδευαν τον Πρωτομάρτυρα της λευτεριάςΡήγα Φεραίο και θανατώθηκαν μαζί του με τον αγριότερο τρόπο στα υπόγεια του Πύργου Νεμπόϊτσα του Βελιγραδίου, ήταν και τρεις νεαροί Μακεδόνες: ο Θεοχάρης Τουρούντζιας από τη Σιάτιστα και τα αδέλφια Γιάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ από την Καστοριά. Παραδόθηκαν από την αυτοκρατορική αστυνομία της Αυστρίας στις τουρκικές αρχές με αντάλλαγμα την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στο Δούναβη…! Με τέτοιες επονείδιστες συναλλαγές αντιμετώπιζαν κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τη λαχτάρα των υπόδουλων Ελλήνων για λευτεριά…
   Και κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό: Στο ολοκαύτωμα των Ψαρών, συμμετείχαν  και 1.027 Μακεδόνες εθελοντές πολεμιστές, που έπεσαν στην ολόμαυρη ράχη του νησιού μέχρι και τον τελευταίο.
   Από τους πρώτους που μυήθηκαν στη  Φιλική Εταιρεία ήταν ανώτεροι κληρικοί της Μακεδονίας, όπως οι επίσκοποι  Χρύσανθος Σερρών, που καταγόταν από το Γραμματικό της Έδεσσας, Βενιαμίν Κοζάνης και Αρδαμερίου Ιγνάτιος.  Ακολούθησαν διακεκριμένοι Μακεδόνες πρόκριτοι, λόγιοι και οπλαρχηγοί, όπως ο Γ. Λασάνης, ο Ν.Κασομούλης, ο Εμ. Παππάς, ο Γ. Ολύμπιος, ο Γ. Φαρμάκης, οΚαρατάσος, ο Ζαφειράκης και ο συντοπίτης μας πολέμαρχος του 1821 Αγγελής Γάτσος από τους Σαρακηνούς.
   Οι  περισσότεροι απ’αυτούς, αφού αγωνίστηκαν στις εξεγέρσεις της Νάουσας, της Χαλκιδικής και του Ολύμπου, μετά από την αποτυχία των κινημάτων αυτών, κατέφυγαν με τους άνδρες τους  στη Νότια Ελλάδα όπου συνέχισαν να αγωνίζονται στο πλευρό των υπόλοιπων Ελλήνων, με τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τον Υψηλάντη.  Κανείς δεν τους το ζήτησε, κανείς δεν τους το επέβαλε.  Το ένιωσαν ως καθήκον και ως υποχρέωση προς τους λοιπούς Έλληνες αδελφούς.
   Ο Αγγελής Γάτσος έχασε στο ολοκαύτωμα της Νάουσας τη γυναίκα του  και 4 κόρες του που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, το μικρό γιο του στις φυλακές των Σερβίων τον αδελφό του Πέτρο στη μάχη της Πλάκας και ο ίδιος, αφού έλαβε μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της Στερεάς και της Πελοποννήσου, πέθανε αγνοημένος και παραμελημένος το 1839 στην Αταλάντη, όπου είχαν εγκατασταθεί και άλλοι Μακεδόνες στη συνοικία που μέχρι σήμερα λέγεται Νέα Πέλλα. Ο Γάτσος και οι 300 περίπου άντρες του σώματός του, από Σαρακηνούς, Όρμα, Κορυφή, Καρυδιά κ.α. δε γνώριζαν λέξη ελληνικά, μιλούσαν μόνο το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα και όμως πολέμησαν στη Νότια Ελλάδα με τέτοιο πάθος και αυταπάρνηση που λίγοι νότιοι Έλληνες διέθεταν.
   Το  ιδίωμα αυτό που σήμερα ομιλείται μόνο από ηλικιωμένους πλέον και ελάχιστα από νεότερους, σε χωριά κυρίως της Κ. και Δ. Μακεδονίας, αποτέλεσε αντικείμενο εκμετάλλευσης, παρερμηνειών και διωγμών από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα περίπου.
   Κατά  καιρούς το κατηγόρησαν και το εμφάνισαν με ποικιλώνυμους επιθετικούς προσδιορισμούς, που του αποδόθηκαν κάτω από διάφορα προσχήματα, σκοπιμότητες και σημαίες ευκαιρίας.  Το χαρακτήρισαν ως ιδίωμα σλαβομακεδονικό, βουλγαρικό, μακεδονικό, σλαβόφωνο, σλαβοφανές, σλαβογενές, σλαβόηχο, σλαβωνικό, μιξόγλωσσο και άλλα τέτοια περισπούδαστα περιτυλίγματα, όπου περιτύλιγαν κι αυτούς που το μιλούσαν και τους χαρακτήριζαν, κατά το δοκούν, ή κατά περίσταση, ως Σλαβομακεδόνες, ως Σλαβόφωνους, ως Βουλγαρόφωνους, ως Νεζνάμηδες ή πιο συχνά ως Βουλγάρους.
   Για τους γηγενείς Μακεδόνες, τους εντόπιους, όλα αυτά αποτελούσαν ανοησίες και κατασκευάσματα εκ του πονηρού.  Για μας, η γλώσσα που μιλούσαμε, ήταν μόνο τα «ντόπια» ή τα «ντόπικα» ή «τα δικά μας».  Ελάχιστα μας επηρέαζαν η οποιαδήποτε ηχητική ομοιότης, γλωσσική συγγένεια ή εθνοτικοί συσχετισμοί με γειτονικούς λαούς. Ήταν λίγα και δυσδιάκριτα τα κοινά στοιχεία της ντοπιολαλιάς μας με τις αντίστοιχες των βαλκανικών χωρών. Το διαπιστώναμε αν τύχαινε να μιλήσουμε με πραγματικούς Βουλγάρους ή Σέρβους, όπου η συνεννόηση, ειδικά με τους δεύτερους, ήταν σχεδόν αδύνατη. Με τους Μπιτολιάνους  τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Η γειτνίαση, η συχνή αλληλοεπικοινωνία από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, η ελληνική παιδεία που υπήρχε εκεί παλιότερα, οι σχέσεις αμοιβαιότητας, εμπορίου και κουλτούρας, δημιούργησαν και τη σχετική γλωσσική ομοιότητα και συγγένεια.
   Βίαια προσπάθησαν να εκριζώσουν το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα κάποιοι ανεγκέφαλοι παράγοντες του Κράτους των Αθηνών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά ή ακόμα και κατά τη δεκαετία του ’50, όταν το αναθεμάτισαν ως προπατορικό αμάρτημα, το αφόρισαν ως μίασμα και το έθεσαν υπό απηνή διωγμόν με μεθόδους ανεπίτρεπτες.
   Ο Σαράντος Καργάκος, συγγραφέας και βέρος Νοτιοελλαδίτης Λάκωνας ο ίδιος, χαρακτηρίζοντας τη στάση του ελληνικού κράτους προς τους αλλόγλωσσους  γηγενείς Μακεδόνες, ειδικά κατά τη γερμανο-βουλγαρική κατοχή, γράφει σχετικά: «Η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών έναντι του ντόπιου πληθυσμού υπήρξε αυταρχική, μειωτική, ληστρική».
   Και δεν ήταν το μόνο ατόπημα της Ελληνικής Πολιτείας απέναντι σε πληθυσμικές ομάδες της Μακεδονίας. Είναι γνωστό ότι οι Βλαχομογλενίτες της Καρατζόβας και οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας, που υπέστησαν βίαιο και υποχρεωτικό εξισλαμισμό, στα μέσα του 18ου αιώνα, ενώ δεν ήταν τουρκογενείς πληθυσμοί, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, να ανταλλαγούν και να χαθούν στα βάθη της Μ. Ασίας ως κρυπτοχριστιανοί.
   Για την επικράτηση και διάδοση του  ιδιώματος, ο Ν. Ανδριώτης, καθηγητής  γλωσσολογίας, ισχυρίζεται τα εξής: «…Άρχισε να διαδίδεται σιγά σιγά και στη βόρεια Μακεδονία: 1) από Σλάβους δούλους και αγρότες, που οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες εγκαθιστούσαν για να καλλιεργούν τα κτήματά τους. 2) Από Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων, που ύστερα από πολύχρονη αιχμαλωσία εξαγοράζονταν και γύριζαν στην πατρίδα τους, αφού είχαν πια μάθει στον τόπο αιχμαλωσίας τα σλαβικά. 3) Από το γεγονός ότι και οι Έλληνες της Μακεδονίας που συναλλάσσονταν με σλαβόφωνους μάθαιναν σλαβικά, που είναι γλώσσα ευκολομάθητη, ενώ οι Σλάβοι δεν μάθαιναν ελληνικά, γιατί είναι γλώσσα δύσκολη».
   Τα  Βαλκάνια, ως γνωστόν, από  τα χρόνια του Βυζαντίου  και  στη  διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  χαρακτηρίζονται ως σταυροδρόμι λαών, γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην  Ευρώπη ενός τόσο μικρού τόπου με τόσο μεγάλη πολιτιστική διαστρωμάτωση, με τέτοια ποικιλία κουλτούρας και γλωσσικού μωσαϊκού. Τα ελληνικά, τα σλάβικα, τα βουλγάρικα, τα βλάχικα, τα τούρκικα, τα αρβανίτικα και τα εβραίικα, συνυπήρχαν και συμβίωναν ασφυκτικά και αλληλοεπηρεάζονταν με πολύ φυσικό τρόπο. Η διακίνηση, η ανταλλαγή και η πρόσμιξη όλων αυτών των γλωσσικών στοιχείων ήταν ελεύθερη, αβίαστη και αέναη. Γι’ αυτό και στο ντόπιο ιδίωμα  συναντάμε  πολύ συχνά αυτό  το  γλωσσικό σφιχταγκάλιασμα, με παράδοξους συμφυρμούς και  απίστευτους συνδυασμούς  ελληνικών, τουρκικών, σλαβικών και λατινικών λέξεων.  
   Σχετικά με την  πολιτογράφηση  του  γλωσσικού  ιδιώματος  των γηγενών Μακεδόνων, αν δηλαδή είναι  περισσότερο βουλγαρικό, σλαβικό, σερβικό, ελληνικό ή κάτι ανάμικτο, θα δώσουμε το λόγο και πάλι σε έγκυρους γλωσσολόγους και ιστορικούς, που έχουν μελετήσει το φαινόμενο σε βάθος και η γνώμη τους έχει ιδιαίτερη σημασία:
  Α) Ο Κων/νος Τσιούλκας, Γυμνασιάρχης στο Μοναστήρι (Bitola) στις αρχές του 20ου αιώνα, πιστεύει ακράδαντα ότι: «Η σλαβοφανής μακεδονική είναι η παλαιά μακεδονική γλώσσα. Φέρει στίγματα ολίγιστα βαρβαρικών επιδρομών, αλλά δεν φέρει φιλολογικά προϊόντα, αληθές όμως ότι δεν είναι ούτε σλαβωνική ούτε βουλγαρική… Εν τη μακεδονική γλώσση υπάρχουσι και νυν έτι 1.260 λέξεις ομηρικαί, ενώ εν τη γλώσση του ελληνικού λαού μόλις 650 εκ του πλούτου τούτου διασώζονται».
  Β) Ο Γ. Μπουκουβάλας, εκπαιδευτικός (1864-1908), συμπεραίνει ότι: «Το ιδίωμα τούτο είναι συνονθύλευμα λέξεων ειλημμένων εκ ποικίλων άλλων γλωσσών, ελαχίστων δε εκ της βουλγαρικής. Αλλά το κυριώτατον πάντων των γλωσσικών στοιχείων, το επικρατούν εν τη λεγομένη ταύτη  βουλγαρική, είναι το ελληνικόν».
  Γ) Ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο γνωστός γλωσσολόγος, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, θεωρεί το ιδίωμα ως: «παλιά και γνήσια διάλεκτο της αρχαίας Ελληνικής, τη Μακεδονική, που μιλήθηκε και μιλιέται στην εξέλιξή της από ένα γνήσιο και εκλεκτό κομμάτι του Ελληνισμού τους Έλληνες της Μακεδονίας».
  Δ) Ο Γ. Γεωργιάδης, Εδεσσαίος δάσκαλος και ερευνητής, βεβαιώνει ότι: «Η τοπική αύτη γλώσσα δεν είναι ούτε σλαβική, ούτε ελληνική, ούτε λατινική, ούτε τουρκική, αλλά σύνθετος εκ πολλών γλωσσών, ένα σωστό κράμα γλωσσών. …Η πολιτογράφησις του ιδιώματος και δη προς τας σλαβικάς γλώσσας είναι αδύνατος».
  Το  γλωσσικό ιδίωμα προέβαλαν το ως κύριο όπλο και επιχείρημά τους οι Βούλγαροι και το Πανσλαβιστικό κίνημα στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1870-1908), στην προσπάθειά τους να αλλοιώσουν την  εθνική συνείδηση, να πετύχουν τη μεταστροφή προς την Εξαρχία και τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων της Μακεδονίας για τη μελλοντική προσάρτησή της στη Μεγάλη Βουλγαρία, εκμεταλλευόμενοι και την επιφυλακτική έως παθητική στάση της Ελλάδας, της οποίας η κοντόφθαλμη πολιτική, τα εσωτερικά της προβλήματα και οι πολιτικές έριδες, δεν επέτρεπαν να εκτιμήσει την κρισιμότητα της κατάστασης στη Μακεδονία
  Κινούνταν νύχτα και μέρα στα χωριά, με ελκυστικά και κραυγαλέα συνθήματα όπως «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες», στρατολογούσαν νέους που δεν άντεχαν την καταπίεση και δημιουργούσαν μικροκινήματα και επεισόδια εις βάρος Τούρκων και Χριστιανών Πατριαρχικών, που μόνο σύγχυση και αντίποινα προκαλούσαν εκ μέρους των Τούρκων.
  Τη  συγκεχυμένη κατάσταση αποτυπώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Έλληνας Πρόξενος στο Μοναστήρι, στις αρχές του 1901, που γράφει σε επίσημη έκθεσή του: « Και Κινέζοι πράκτορες εάν ενεφανίζοντο σήμερον εν Μακεδονία, υπισχνούμενοι ελευθερίαν εις τους χριστιανούς, θα προσείλκυαν τας συμπαθείας αυτών». 
  Κατάφεραν πάντως οι βουλγαρικές οργανώσεις να προσελκύσουν στις τάξεις τους πολλούς νέους και μαχητικούς Μακεδόνες, που δεν άντεχαν την καταπίεση και τους εξευτελισμούς των Τούρκων και τους δινόταν έτσι η μοναδική ευκαιρία να πολεμήσουν για την ελευθερία τους.
  Στη Δυτική Μακεδονία ο Καπ. Κώτας, ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, ο Ναούμης, ο Νταλίπης, οΚύρου, και πολλοί άλλοι, στην περιοχή μας ο Γκόνος Γιώτας, το στοιχειό και πρωτοπαλίκαρο του Βάλτου των Γιαννιτσών, ο Γκρέκος από τη Στρώμνιτσα, τα 4 ηρωικά αδέλφια Δουγιάμα (Λάζος, Μήτρος, Γκόνος και Τράιος) από την Μπαροβίτσα (Καστανερή) είναι από τους πρώτους που συντάχθηκαν με τις βουλγαρικές οργανώσεις εναντίον των Τούρκων.
  Δεν άργησαν  βέβαια να αντιληφθούν  τις  πραγματικές  προθέσεις και  επιδιώξεις των οργανώσεων αυτών  και  να τις εγκαταλείψουν αγανακτισμένοι, για να συνενωθούν με ελληνικά σώματα της περιοχής ή για να δράσουν αυτόνομα εναντίον διπλού πλέον μετώπου: των Τούρκων από τη μια και του βουλγαρικού κομιτάτου από την άλλη.
  Ως  εθνικό κριτήριο και πολιτικό επιχείρημα θεώρησε το γλωσσικό ιδίωμα και ο Στρατάρχης Τίτο, καταστρώνοντας την επεκτατική του πολιτική για τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στις 31 Ιανουαρίου του 1946 μετονόμαζε σκόπιμα το νότιο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας από VARDARSKA BANOVINA (Επαρχία Βαρδαρίου) σε ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
  Αυτό  που είναι παγκοσμίως και επιστημονικά και ιστορικά αποδεκτό είναι ότι η γλώσσα αποτελεί μόνο μέσον επικοινωνίας και όργανο συνεννόησης των ανθρώπων. Ποτέ και πουθενά δεν εκλαμβάνεται και δεν προσμετράται ως στοιχείο ή ως χαρακτηριστικό γνώρισμα που προδικάζει το φρόνημα και προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα. Φαντάζεστε τι θα γινόταν π.χ. στο Βέλγιο με την επίσημη διγλωσσία ή στην Ελβετία με την επίσημη τριγλωσσία; 
  Σε  κάθε περίπτωση ο πατριωτισμός και η προσφορά  των αλλόγλωσσων Μακεδόνων στους εθνικούς αγώνες υπήρξε αναμφισβήτητη και πολύτιμη. Οι θεωρούμενοι σλαβόφωνοι της Φλώρινας και της Καστοριάς, της Έδεσσας, των Γιαννιτσών και της Αλμωπίας, οι βλαχόφωνοι του Νυμφαίου, της Βλάστης της Κλεισούρας, και των Μεγάλων Λειβαδιών οι αρβανιτόφωνοι του Λεχόβου και του Φλάμπουρου, στη συντριπτική τους πλειονότητα, έδωσαν δείγματα ελληνοπρεπούς συμπεριφοράς. Η παντελής άγνοια της ελληνικής γλώσσας δεν τους εμπόδιζε να δηλώνουν γραικομάνοι και να διακινδυνεύουν τα πάντα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
  Θεωρούσαν υποχρέωσή και αυτονόητο καθήκον τους να αγωνίζονται για τον Πατριάρχη και για μια πατρίδα που δε γνώριζαν καλά-καλά και δεν τους αναγνώριζε και η ίδια όσο έπρεπε και ως όφειλε, χωρίς να αποβλέπουν σε ανταποδοτικά οφέλη, χωρίς να επιδιώκουν διακρίσεις, ή να προσδοκούν εύσημα της προσφοράς τους. Η ένοπλη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα στη Δυτική Μακεδονία εκδηλώθηκε το 1903 από τον Καπετάν Κώτα, που πείσθηκε από τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη ότι ήταν Έλληνας Μακεδόνας και όφειλε να αγωνιστεί γι’αυτό. Και τά’δωσε όλα ο Κώτας στον αγώνα και την ίδια τη ζωή του. Όταν δύο χρόνια αργότερα οδηγήθηκε στην αγχόνη από του Τούρκους, φώναξε με όση δύναμη του απόμενε, αυτό που πίστευε και με τον μόνο τρόπο που μπορούσε να το πει: Ντα ζίβε Γκάρτσια (Να ζήσει η Ελλάδα).
  Ο αγώνας στον Βάλτο των Γιαννιτσών ήταν ιδιαίτερα σκληρός και ύπουλος. Λόγω της ιδιομορφίας των συνθηκών και των κινδύνων του το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης άλλαζε τους αρχηγούς κάθε 4-5 μήνες. Ο μόνος που παρέμεινε εκεί 4 χρόνια, όσο κράτησε ο αγώνας στον Βάλτο, ήταν ο ντόπιος οπλαρχηγός Γκόνος Γιώτας και δεν τον κατέβαλε ούτε η ελονοσία ούτε οι κομιτατζήδες. Χωρίς την τόλμη και την πείρα του καμιά από τις πολεμικές επιχειρήσεις, κανένας από τους αρχηγούς του Βάλτου δεν ένιωθε σιγουριά.
  Στην  Καρατζόβα έδρασαν οι αρχηγοί  Κατσίγαρης, Καραπάνος Γαρέφης, Βολάνης  και ο Αρχιμανδρίτης Παπα-Νίκανδρος. Οι ομάδες τους αποτελούνταν κυρίως από εντόπιους εθελοντές από όλα τα χωριά της περιοχής. Τους καπετάν Βέσκο, Παπανικολάου, Πρώσιο, Σούδη και δεκάδες άλλους από το Μπάχοβο, τους Πετρίδη, Αβραμίδη, Μάρκου από την Όρμα, τον Ευαγγελίδη από τη Σωσάνδρα, τα αδέλφια Μιλτιάδη από το Γαρέφι, τον Παπα-Νώε από τη Λαγκαδιά, τους Στόγιο και Καραδάκη από τους Σαρακηνούς, τον Θάνο από το Θεοδωράκι, τον Μίνο από τη Δωροθέα, τον Αδραμάνη από το Λουτράκι κι ο ενδεικτικός κατάλογος  θα μπορούσε να συνεχίσει ατέλειωτος.
  Πολύ  εύστοχα τους περιγράφει ο Κων/νος Μαζαράκης, ο γνωστός καπετάν Ακρίτας του Βερμίου, όταν, στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, πήγαν να καταταγούν στο σώμα του 4 εντόπιοι Μπαχοβίτες: «…Εἶναι ἄνθρωποι ἄξιοι μελέτης…ἄνευ γνώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἄνευ κατηχήσεως ἐθνικῆς, ἔρχονται μή ζητοῦντες τίποτε. Οὖτε χρήματα, οὖτε ἐνδύματα, οὖτε ὅπλον ἀν δέν τούς δώσεις. Πειθαρχικότατοι καί ἀνθεκτικοί….Ἡ ἐγκαρτέρησις καί ἡ στωικότης των εἶναι ἄξιαι μνείας.  Ὅταν ἀκοῦν ὅτι ἑλληνικόν σῶμα θά μεταβεῖ εἰς τό χωρίον τους τά μάτια τους ἀστράπτουν καί μειδιοῦν. …Τί εἶναι αὐτό πού τούς ὑποκινεῖ… Ποίαν δύναμιν ἔχει ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία, ἥν ἐπί τόσα ἔτη ἀφήσαμεν ἀνεκμετάλλευτον!…».
    Αγνοί και ανιδιοτελείς, ενεργοί συμπορευτές στη μοίρα του Ελληνισμού, οι γηγενείς Μακεδόνες, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Αν και γνώριζαν μετά βίας ή και καθόλου την ελληνική γλώσσα, αν και είχαν ελάχιστα εφόδια στη διάθεσή τους, υποτυπώδη οργάνωση και ελλιπέστατη εθνική ενίσχυση, χωρίς τη συμμετοχή τους η ελευθερία της Μακεδονίας θα ήταν χαμένη υπόθεση, γιατί διέθεταν περίσσευμα ψυχής και πλεόνασμα ελληνικού φρονήματος, γιατί ταύτιζαν την Ορθοδοξία με τον Ελληνισμό, τη Μακεδονία με την Ελλάδα. Η στάση τους αποτελεί διαχρονική απάντηση στους γείτονές μας που εξακολουθούν, με άκρατο φανατισμό και αδιαλλαξία, με απίστευτο θράσος και αναίδεια, να μας θεωρούν υπό κατοχήν και αλύτρωτους αδελφούς των, να παραχαράσσουν και να οικειοποιούνται αυθαίρετα σύμβολα που δεν τους ανήκουν και να μονοπωλούν την ιστορική κληρονομιά της μιας και μόνης, της αδιαίρετης και αδιαπραγμάτευτης ελληνικής Μακεδονίας.
     Έχουμε χρέος να τους θυμόμαστε, να τους τιμούμε και να τους ευγνωμονούμε, γιατί χάρη στους αγώνες και τις θυσίες τους σήμερα εμείς απολαμβάνουμε το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας μας. 

  *Ομιλία κατά την ημερίδα με θέμα: «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΤΟΠΟΣ ΑΓΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ» που οργανώθηκε στην Αριδαία Πέλλας στις 15-10-2011 από τον Δήμο Αριδαίας και την Ενωμένη Ρωμηοσύνη».

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 12, 2012

Κωνσταντίνος Χολέβας, Δικαίωση για την Ελλάδα η απομόνωση των Σκοπίων


Η γνωστή μεινότητα των γκρινιάρηδων και ηττοπαθών στα εθνικά μας θέματα είχε προφητεύσει ότι στο θέμα των Σκοπίων, αν δεν υποχωρήσουμε, θα απομονωθούμε. Τελικά, όπως φαίνεται και από την πρόσφατη ειδησεογραφία, το γειτονικό μας κράτος της FYROM είναι εκείνο που δέχεται ραπίσματα πανταχόθεν κι εκείνο απομονώνεται.
 Δεν ισχυρίζομαι ότι τα πράγματα είναι ρόδινα για τα ελληνικά δίκαια, αλλά δεν είναι και τόσο άσχημα. Αλλωστε κι εμείς ευθυνόμαστε, διότι δεν κρατήσαμε από την αρχή μία ξεκάθαρη θέση, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα συλλαλητήρια των Πανελλήνων στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στην ομογένεια και από το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών τον Απρίλιο 1992. Η μία ιστορικώς, νομικώς και διπλωματικώς τεκμηριωμένη θέση είναι ότι δεν παραχωρούμε το όνομα ούτε με σύνθετη ονομασία ούτε με παράγωγο κ.λπ. Οι καλόπιστες υποχωρήσεις μας απεδείχθη ότι δεν ωφέλησαν.

 Ευτυχώς έως σήμερα μας βοηθά η αδιαλλαξία των Σκοπίων, η οποία ενοχλεί διεθνώς. Θυμίζω ορισμένα γεγονότα της πρώτης εβδομάδας του Σεπτεμβρίου. Πρώτον, τα Σκόπια βρήκαν πάλι κλειστή πόρτα στο ΝΑΤΟ. Ο γεν. γραμματέας Αντ. Ράσμουσεν τους είπε να λύσουν πρώτα τις εκκρεμότητες με την Ελλάδα και κυρίως το όνομα και μετά να ξανακάνουν αίτηση. Δεύτερον, αντίστοιχη απάντηση έλαβαν και από υψηλόβαθμα στελέχη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
 Η ένταξη της χώρας μας στη λέσχη των ισχυρών της Ευρώπης μάς εξασφαλίζει τα κλειδιά για την ένταξη προβληματικών χωρών όπως η Τουρκία και η FYROM. Είτε μας συμπαθούν οι εταίροι μας είτε όχι, η ουσία είναι ότι εμάς ακούν στο Σκοπιανό και όχι τον Γκρούεφσκι και τους οπαδούς του τεχνητού «μακεδονικού» έθνους.
 Τρίτον και λίαν ενδιαφέρον. Ο Βούλγαρος Yπουργός Εξωτερικών Νικολάι Μλαντένοφ έστειλε αυστηρό και σαφές μήνυμα προς την ηγεσία της FYROM ότι, αν θέλουν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οφείλουν να παύσουν να διαστρεβλώνουν και να σφετερίζονται τη βουλγαρική Ιστορία.
 Αρα από εδώ και στο εξής τα Σκόπια δεν θα αντιμετωπίζουν μόνο το δικό μας βέτο και τη δική μας διαμαρτυρία για τις ιστορικές αλχημείες τους. Θα έχουμε και τη στήριξη της Βουλγαρίας, μέλους πλέον της Ε.Ε., η οποία και άλλες φορές έχει εκφράσει ενόχληση για τις αυθαιρεσίες των ψευδομακεδόνων.
 Ας μην ξεχνούμε ότι η Βουλγαρία από το 1991 αναγνωρίζει το κράτος ως «Μακεδονία», αλλά δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη έθνους μακεδονικού ούτε γλώσσας «μακεδονικής». Το 1992 η επίσημη άποψη της Βουλγαρίας, η οποία κατατέθηκε στη ΔΑΣΕ, σημερινό ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη), ήταν η εξής: Στο κράτος των Σκοπίων κατοικεί μία πλειονότητα Βουλγάρων και μία ελληνική μειονότητα 200.000 ανθρώπων!
 Τέταρτη είδηση από την επικαιρότητα: Οι Αλβανοί, που αποτελούν το 30% του πληθυσμού της FYROM, απαιτούν μέσω των κοινοβουλευτικών κομμάτων τους να αναγνωριστούν ως επίσημοι ήρωες του πολυεθνικού αυτού κράτους οι Αλβανοί ένοπλοι, οι οποίοι συγκρούστηκαν το 2001 με τους Σλάβους αστυνομικούς και στρατιωτικούς. Τότε ζητούσαν την απόσχισή τους από το σκοπιανό μόρφωμα. Η κυβέρνηση των εθνικιστών του Γκρούεφσκι και του κόμματος ΒΜΡΟ πήρε το διπλό μήνυμα.
Α) Οι Αλβανοί δεν αισθάνονται μειονότητα πλέον, αλλά συγκυβερνώσα εθνότητα, δηλαδή το κράτος δεν είναι των «Μακεδόνων» αλλά και των Αλβανών.
Β) Οσο οι Αλβανοί περνούν τα αιτήματά τους με επιτυχία μέσα από τη σκοπιανή Βουλή, θα παραμείνουν εντός FYROM. Οταν δουν ότι οι ψευδομακεδόνες τούς εμποδίζουν, τότε θα αποσχισθούν και θα ενωθούν με τα αδέλφια τους στο Κόσοβο. Γι’ αυτό και τιμούν τους αποσχιστικούς αγωνιστές του 2001.
 Το κράτος των Σκοπίων απομονώνεται αφενός και παρουσιάζει διαλυτικά φαινόμενα αφετέρου. Η εμμονή μας στην εθνική αξιοπρέπεια δικαιώνεται.
Δημοκρατία, 11/09/2012

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2012

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ


H  Δη­μο­κρα­τί­α τοῦ Βαρ­δά­ρη (Vardarska Republika), Δη­μο­κρα­τί­α τῶν Σκο­πί­ων, Σλα­βώ­νι­κη Δη­μο­κρα­τί­α, Νό­τια Σερ­βί­α, Κά­τω Σερ­βί­α, Κά­τω Σλα­βί­α, Σλα­βί­α: Αὐ­τά εἶ­ναι τά ὀ­νό­μα­τα, ἕ­να ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α, ὅ­ποι­ο καί ἄν προ­τι­μή­σουν οἱ Σκο­πια­νοί, μπο­ρεῖ νά προσ­δι­ο­ρί­σει τήν πραγ­μα­τι­κή κα­τα­γω­γή τῶν Σλά­βων τοῦ κρα­τι­δί­ου τους. Τό ὄ­νο­μα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ πού ἐ­πι­δι­ώ­κουν εἶ­ναι κλο­πή ξέ­νου ὀ­νό­μα­τος. Τό ὄ­νο­μα εἶ­ναι Ἑλ­λη­νι­κό.
      Ὡς τώ­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τούς ξέ­νους, ἰ­δί­ως Σλά­βους ἐ­πι­στή­μο­νες, ἀλ­λά καί ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό τούς Δι­πλω­μά­τες, τούς Νο­μι­κούς, πού δέν εἶ­ναι γλωσ­σο­λό­γοι ἤ ἱ­στο­ρι­κοί, ἀλ­λά καί ἀ­πό τούς δι­ά­φο­ρους ἐ­ρα­σι­τέ­χνες (πού κα­λοῦν­ται σέ τη­λε­ο­πτι­κές ἐμ­φα­νί­σεις ἤ σέ Σω­μα­τεῖ­α νά ὁ­μι­λοῦν ἐ­πί παν­τός ἐ­πι­στη­τοῦ), δέν ἦ­ταν ἐ­νη­με­ρω­μέ­νοι καί εἶ­χαν ἄ­γνοι­α γιά τό ποι­ό ἀ­κρι­βῶς πο­σο­στό ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας βρέ­θη­κε στήν κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς Ἑλ­λά­δας καί τῶν δύ­ο Βο­ρεί­ων γει­τό­νων της με­τά τούς Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους τοῦ 1912–1913 καί τόν Α’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο (1919). Ἡ γνώ­ση ὅ­τι μέ τή Συν­θή­κη τοῦ Βου­κου­ρε­στί­ου ἀ­πό τά τουρ­κο­κρα­τού­με­να ἐ­δά­φη στή Χερ­σό­νη­σο τοῦ Αἵ­μου μοι­ρά­στη­καν ἐ­δά­φη τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς αὐ­τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἀ­πό ἀρ­χαι­ο­τή­των χρό­νων, εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­νη.
Στή Συν­θή­κη τοῦ Βου­κου­ρε­στί­ου (1913) το­νί­ζει ἡ ἱ­στο­ρι­κός–κα­θη­γή­τρια τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἰ­ω­αν­νί­νων κ. Μα­ρί­α Μυ­στα­ζο­πού­λου–Πε­λε­κί­δου, στήν ἐρ­γα­σί­α της: Τό Μα­κε­δο­νι­κό ζή­τη­μα (μέ τρεῖς ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐκ­δό­σεις), ἀ­πό τά τουρ­κο­κρα­τού­με­να ἐ­δά­φη τῆς πε­ρι­ο­χῆς αὐ­τῆς τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς Χερ­σο­νή­σου δέν ἔ­γι­νε δι­α­νο­μή ἐ­δα­φῶν τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, ἀλ­λά ἐ­δα­φῶν τῶν τουρ­κι­κῶν βι­λα­ε­τί­ων, ὅ­πως τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, τοῦ Μο­να­στη­ρί­ου καί τοῦ Κοσ­σό­βου (ἤ Σκο­πί­ων). Που­θε­νά στό κεί­με­νο τῆς Συν­θή­κης αὐ­τῆς δέ γί­νε­ται λό­γος γιά δι­α­νο­μή ἐ­δα­φῶν τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, γρά­φει ἡ κ. Πε­λε­κί­δου.

Γε­ω­γρα­φι­κά ὅ­ρια

Ἡ κ. Πε­λε­κί­δου στήν ἐρ­γα­σί­α της αὐ­τή πα­ρα­θέ­τει χάρ­τη ὅ­που πα­ρου­σι­ά­ζον­ται τά γε­ω­γρα­φι­κά ὅ­ρια τῆς «μεί­ζο­νος Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας». Τά ὅ­ρια αὐ­τά τά πε­ρι­γρά­φει ἀ­να­λυ­τι­κά, μέ τά ὀ­νό­μα­τα τῶν Ἀρ­χαί­ων πό­λε­ων τῆς πε­ρι­ο­χῆς, ὁ κα­θη­γη­τής Δ. Κα­να­τσού­λης στό βι­βλί­ο του: Ἱ­στο­ρί­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, μέ­χρι τοῦ Μ. Κων­σταν­τί­νου, Θεσ/νί­κη 1964, σελ. 1–5.  Ἡ πε­ρι­ο­χή τῶν Σκο­πί­ων δέν ἀ­νῆ­κε στή Μα­κε­δο­νί­α, γρά­φει ὁ κα­θη­γη­τής (σελ. 5).
Πα­ρα­θέ­τει ἐ­πί­σης ἡ κ. Πε­λε­κί­δου καί χάρ­τη τῶν βι­λα­ε­τί­ων τῆς πε­ρι­ο­χῆς αὐ­τῆς. Στόν χάρ­τη αὐ­τόν βλέ­που­με ὅ­τι στήν Ἑλ­λά­δα ἀ­πο­δό­θη­κε ὅ­λο τό βι­λα­έ­τι Θεσ­σα­λο­νί­κης καί ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος ἀ­πό τό Νό­τιο τμῆ­μα τοῦ βι­λα­ε­τί­ου Μο­να­στη­ρί­ου καί ὅ­τι στά ἐ­δά­φη αὐ­τά πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ὁ­λό­κλη­ρη σχε­δόν ἡ πε­ρι­ο­χή τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας.
Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­σοι πί­στευ­αν ὡς τώ­ρα ὅ­τι ἀ­πό τά ἐ­δά­φη τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, ἡ Ἑλ­λά­δα κα­τέ­χει μό­νο τό 51% ἤ 53% καί ἀ­πό τό ὑ­πό­λοι­πο 37% κα­τέ­χε­ται ἀ­πό τή Σερ­βί­α (τώ­ρα ἀ­πό τό κρα­τί­διο τῶν Σκο­πί­ων) καί τό 11% ἀ­πό τή Βουλ­γα­ρί­α, ἔ­πε­φταν στήν πα­γί­δα κα­τά τήν ὁ­ποί­α, ἄ­γνω­στο πό­τε καί ἀ­πό ποι­όν ἤ ποι­ούς, δι­α­τυ­πώ­θη­καν καί κα­θι­ε­ρώ­θη­καν τά ψεύ­τι­κα αὐ­τά καί πλα­στά πο­σο­στά, ἐ­νῶ τά πραγ­μα­τι­κά, ὅ­πως τεκ­μη­ρι­ω­μέ­να τά πα­ρέ­θε­σε ἡ κ. Πε­λε­κί­δου εἶ­ναι: Πά­νω ἀ­πό 70% (ἕ­ως 75%) στήν Ἑλ­λά­δα, ὅ­που ἡ κυ­ρί­ως Ἀρ­χαί­α Μα­κε­δο­νί­α, 15% ὡς 17% πε­ρί­που ἀ­πό τό Βό­ρει­ο τμῆ­μα της πού κα­τά και­ρούς αὐ­ξο­μει­ώ­νον­ταν, στή Σερ­βί­α (τώ­ρα στό Νό­τιο τμῆ­μα τοῦ κρα­τι­δί­ου τῶν Σκο­πί­ων. Πρό­κει­ται γιά μί­α λω­ρί­δα ἐ­δά­φους ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι ὡς τό Βα­λάν­το­βο) καί τό ὑ­πό­λοι­πο 7% πε­ρί­που στή Βουλ­γα­ρί­α (πε­ρι­ο­χή Με­λε­νί­κου).
Τά πλα­σμα­τι­κά πο­σο­στά πού εἶ­χαν κα­θι­ε­ρω­θεῖ τά δέ­χον­ταν ὡς τώ­ρα ἀ­πό ἄ­γνοι­α ἤ ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα καί οἱ Ἕλ­λη­νες σέ κα­τά και­ρούς δη­μο­σι­εύ­μα­τα. Νά ἀ­να­φέ­ρω γιά πα­ρά­δειγ­μα τοῦ κα­θη­γη­τοῦ Θ. Κου­λουμ­πῆ στήν «Ἀ­πο­γευ­μα­τι­νή τῆς Κυ­ρια­κῆς» (17 Ἀ­πρι­λί­ου 2005), τοῦ Συμ­βου­λί­ου τοῦ Ἀ­πό­δη­μου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ (Πρό­ε­δρος Στ. Ταμ­βά­κης, ἐ­φημ. «Σή­με­ρα» τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, 3 καί 4 Ἀ­πρι­λί­ου 2008). Προ­η­γού­με­να δη­μο­σι­εύ­μα­τα τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Μα­κε­δο­νι­κῶν Σπου­δῶν τά ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε μέ νε­ό­τε­ρη δι­όρ­θω­ση ὁ πρώ­ην Πρό­ε­δρος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας. Ἀ­κό­μα καί ἡ Ὑ­πουρ­γός τῶν Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν κ. Ντό­ρα Μπα­κο­γιά­ννη ἀ­νέ­φε­ρε τά λαν­θα­σμέ­να πο­σο­στά σέ τη­λε­ο­πτι­κές ἐμ­φα­νί­σεις της.
Ἡ ἱ­στο­ρί­α δι­δά­σκει ὅ­τι τό λί­κνον τοῦ Ἀρ­χαί­ου Μα­κε­δο­νι­κοῦ κρά­τους, ὁ ἀρ­χι­κός πυ­ρή­νας τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῶν Ἀρ­χαί­ων Μα­κε­δό­νων, ὑ­πῆρ­ξεν σύμ­φω­να μέ τόν Ἡ­ρό­δο­το (8.137) ἡ πε­ρι­ο­χή τοῦ Βερ­μί­ου (Κά­τω Μα­κε­δο­νί­α –Βοτ­τια­ία), ὅ­που καί ἡ ἀρ­χαι­ό­τε­ρη πρω­τεύ­ου­σα Αἰ­γαί. Οἱ Μα­κε­δό­νες αὐ­τοί, ἄ­ση­μοι στήν ἀρ­χή, ἀ­πό­κτη­σαν σι­γά–σι­γά δύ­να­μη καί κα­τά­φε­ραν νά ἑ­νώ­σουν τά ἄλ­λα Ἑλ­λη­νι­κά Ἔ­θνη τῆς πε­ρι­ο­χῆς (τά ἐν­τός Μα­κε­δό­νων) ἔ­θνε­α, Ἡ­ρόδ. 6, 44) Ἀ­να­το­λι­κά καί Δυ­τι­κά τῶν Πι­ε­ρί­ων, τοῦ Ὀ­λύμ­που καί τῆς Πίν­δου, καί νά ἀ­πο­τε­λέ­σει ἡ Μα­κε­δο­νί­α (Ἄ­νω Μα­κε­δο­νί­α, Κά­τω ἤ πα­ρά θά­λασ­σαν Μα­κε­δο­νί­α) ὑ­πο­λο­γί­σι­μη δύ­να­μη, ὥ­στε ἐ­πί Φι­λίπ­που τοῦ Β΄ νά ἔ­χει ἀ­ξί­ω­ση «ἄρ­χειν τῶν Ἑλ­λή­νων» (Δη­μο­σθ. VII 17, Χ 50).
Ἀ­κο­λού­θη­σαν ἔ­πει­τα τά γνω­στά γε­γο­νό­τα τῆς ἐκ­στρα­τεί­ας τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου στήν Ἀ­σί­α ἐ­ναν­τί­ον τοῦ κοι­νοῦ ἐ­χθροῦ τῶν Ἑλ­λή­νων, τῶν Περ­σῶν (Ἀ­λέ­ξαν­δρος καί οἱ Ἕλ­λη­νες…).
Σή­με­ρα ὅ­λες οἱ Ἀρ­χαῖ­ες πρω­τεύ­ου­σες τῶν Μα­κε­δό­νων (Αἰ­γαί, Πέλ­λα, Θεσ­σα­λο­νί­κη) βρί­σκον­ται στήν Ἑλ­λά­δα, στίς πα­ρα­λια­κές πε­ρι­ο­χές τοῦ Θερ­μα­ϊ­κοῦ. Οἱ χάρ­τες πού δη­μο­σί­ευ­σε ἡ κ. Πε­λε­κί­δου ὁ­ρί­ζουν μέ  σα­φή­νεια τά ὅ­ρια τῆς «μεί­ζο­νος» Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, καί τῶν βι­λα­ε­τί­ων τά ὁ­ποί­α τά πε­ρι­έ­χουν.

Ἀ­νι­στό­ρη­τες γνώ­σεις

Γιά τό ζή­τη­μα αὐ­τό ἔ­χω δη­μο­σι­εύ­σει ἤ­δη ἄρ­θρο στή «Μα­κε­δο­νί­α» τόν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1999 (πρίν ἀ­πό 10 ἀ­κρι­βῶς χρό­νια) μέ τί­τλο: Ἀ­νι­στό­ρη­τες καί ἐ­σφαλ­μέ­νες γνώ­σεις πε­ρί Μα­κε­δο­νί­ας, ἀ­πό ἀ­φορ­μή ἑ­νός δη­μο­σι­εύ­μα­τος Ἕλ­λη­να Οἰ­κο­νο­μο­λό­γου τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι τό «Μα­κε­δο­νι­κό» εἶ­ναι «φιά­σκο», ὅ­τι σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν τρεῖς Μα­κε­δο­νί­ες (!), ὅ­τι ὁ Ἑλ­λη­νι­κός λα­ός «εἶ­χε μί­α μα­ζι­κή πλύ­ση ἐγ­κε­φά­λου καί ἕ­ναν βομ­βαρ­δι­σμό μέ ἱ­στο­ρί­ες πε­ρί Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρου» (!) καί ὅ­τι ἡ πλη­ρο­φό­ρη­ση γιά τό θέ­μα ἦ­ταν «πα­ρα­νο­ϊ­κά μο­νό­πλευ­ρη» («Τό Βῆ­μα», Ἰ­ού­νιος 1999).
Τήν ἄ­πο­ψη αὐ­τή ὅ­τι «ἡ δι­α­μά­χη γιά τό ὄ­νο­μα τοῦ Κρά­τους τῶν κο­πί­ων ξε­πη­δά­ει ἀ­πό μί­α «ὑ­στε­ρι­κή» ἤ «πα­ρα­νο­ϊ­κή» ἀν­τί­δρα­ση ἑ­νός ἀ­κραί­ου ἐ­θνι­κι­σμοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων» τήν εἶ­χε ἀ­κού­σει ὅ­τι κυ­κλο­φο­ροῦ­σε στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό ὁ πρώ­ην Πρω­θυ­πουρ­γός τῆς Ἑλ­λά­δας Γ. Ράλ­λης ἤ­δη τό 1992 καί τήν ἐ­πα­νέ­λα­βε τό 1999 υἱ­ο­θε­τών­τας την ὁ Ἕλ­λη­νας Οἰ­κο­νο­μο­λό­γος.
Τήν πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τήν ὑ­στε­ρι­κή ἀν­τί­δρα­ση τήν κα­τα­χώ­ρη­σε ὁ Γ. Ράλ­λης σέ ἄρ­θρο πού δη­μο­σί­ευ­σε μα­ζί μέ τόν Πρέ­σβη Β. Θε­ο­δω­ρα­κό­που­λο, γερ­μα­νι­κά στήν πο­λι­τι­κή ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση “Wettwoche” τῆς Ζυ­ρί­χης καί πού δη­μο­σι­εύ­τη­κε ἔ­πει­τα με­τα­φρα­σμέ­νο στή «Μα­κε­δο­νί­α» τῆς 19ης Δε­κεμ­βρί­ου 1992 μέ τί­τλο : «Ἡ πι­κρό­τα­τη ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δας μέ τόν Παν­σλα­βι­σμό. Για­τί δέν εἶ­ναι ὑ­στε­ρί­α ἡ ἄρ­νη­ση τῆς χώ­ρας μας νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τόν Βό­ρει­ο γεί­το­νά μας μέ τόν ὄ­νο­μα Μα­κε­δο­νί­α».
Ἀλ­λά τό γε­ω­γρα­φι­κό αὐ­τό ζή­τη­μα ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λοι οἱ χάρ­τες τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῶν Σκο­πί­ων, πα­λαι­ό­τε­ροι καί νε­ό­τε­ροι, δη­μο­σι­ευ­μέ­νοι κυ­ρί­ως ἀ­πό Εὐ­ρω­παί­ους ἐ­πι­στή­μο­νες, το­πο­θε­τοῦν τά Σκό­πια (ἀρχ. Σκοῦ­ποι) πο­λύ μα­κριά ἀ­πό τά ὅ­ρια τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, κα­θώς ὅ­πως εἴ­δα­με οἱ ἱ­στο­ρι­κές πη­γές δέν ἀ­να­φέ­ρουν τήν πό­λη ὡς πό­λη τῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Αὐ­τό τό βλέ­που­με τώ­ρα καί στούς χάρ­τες τῆς ἐρ­γα­σί­ας τῆς κ. Πε­λε­κί­δου.

Ἡ Ἱ­στο­ρί­α

Φυ­σι­κά οἱ Μα­κε­δό­νες εἶ­χαν κα­τά και­ρούς ἐ­πιρ­ρο­ή καί σέ πό­λεις ἤ Κρά­τη γει­το­νι­κῶν πε­ρι­ο­χῶν, ἀλ­λά αὐ­τά δέν ἀ­νῆ­καν στήν κυ­ρί­ως Μα­κε­δο­νί­α. Ἡ Χαλ­κι­δι­κή ἐν­σω­μα­τώ­θη­κε ὡς μέ­ρος τῆς Μα­κε­δο­νί­ας ἐ­πί Φι­λίπ­που, ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Δ. Κα­να­τσού­λης.
Ὁ Στρά­βων ἀ­να­φέ­ρει (7, 326) ὅ­τι στήν ἐ­πο­χή του με­ρι­κοί το­πο­θε­τοῦ­σαν τά ὅ­ρια τῆς Μα­κε­δο­νί­ας «μέ­χρι Κορ­κύ­ρας», ἐν­νο­ών­τας φυ­σι­κά ὅ­τι συμ­πε­ρι­λάμ­βα­ναν στή Μα­κε­δο­νί­α καί τήν Ἤ­πει­ρο «αἰ­τι­ο­λο­γοῦν­τες ἅ­μα ὅ­τι καί κου­ρά καί δι­α­λέ­κτῳ καί χλα­μύ­δι καί ἄλ­λοις τοι­ού­τοις χρῶν­ται πα­ρα­πλη­σί­οις».
Ὅ­τι καί ἡ δι­ά­λε­κτος τῶν Ἠ­πει­ρω­τῶν ἦ­ταν ὅ­μοι­α μέ τῶν Μα­κε­δό­νων μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Πλού­ταρ­χος. Ὁ Πύρ­ρος λέ­γει (Πύρ­ρος, 11) πο­λι­ορ­κών­τας τή Βέ­ροι­α χρη­σι­μο­ποί­η­σε στρα­τι­ῶ­τες «προ­σποι­ού­με­νους εἶ­ναι Μα­κε­δό­νας».  Ὁ Λα­τί­νος Titus Livius (1ος αἰ. π.Χ.) ση­μει­ώ­νει ἐ­πί­σης (31, 29) ὅ­τι ἡ δι­ά­λε­κτος τῶν Μα­κε­δό­νων ἦ­ταν συγ­γε­νι­κή μέ τίς δι­α­λέ­κτους τῶν Αἰ­τω­λῶν καί Ἀ­καρ­νά­νων: Aetolos, Macedonas eiusdem linguae homines. Γι᾿ αὐ­τό ὁ Θου­κυ­δί­δης (3, 94) γρά­φει ὅ­τι οἱ Εὐ­ρυ­τά­νες «ὅ­περ μέ­γι­στον μέ­ρος ἐ­στί τῶν Αἰ­τω­λῶν» ἦ­ταν «ἀ­γνω­στό­τα­τοι γλῶσ­σαν».
Δι­ό­τι, ὅ­πως ἔ­δει­ξα σέ σχε­τι­κά δη­μο­σι­εύ­μα­τά μου ἴ­σχυ­αν στή δι­ά­λε­κτο τῶν Μα­κε­δό­νων ἑ­πο­μέ­νως καί στίς ὅ­μοι­ες τῶν Ἠ­πει­ρω­τῶν, Αἰ­τω­λῶν καί Ἀ­καρ­νά­νων,  τοὐ­λά­χι­στον ἀ­πό τόν 3ο αἰ. π.Χ. οἱ δύ­ο φω­νη­τι­κοί νό­μοι (τρο­πή ἄ­το­νων φω­νη­έν­των καί ἀ­πο­βο­λή τους) οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τά τή γρή­γο­ρη προ­φο­ρι­κή ὁ­μι­λί­α ἀλ­λοί­ω­ναν τή μορ­φή τῶν λέ­ξε­ων καί ἐ­πι­σκό­τι­ζαν τήν ἐ­τυ­μο­λο­γι­κή τους δι­α­φά­νεια, ὅ­πως συμ­βαί­νει καί σή­με­ρα, ὅ­που στίς πε­ρι­ο­χές αὐ­τές ὁ­μι­λοῦν­ται τά λε­γό­με­να Βό­ρεια Νε­ο­ελ­λη­νι­κά ἰ­δι­ώ­μα­τα ὡς συ­νέ­χεια τῶν Ἀρ­χαί­ων δι­α­λέ­κτων.
Δέν ἦ­ταν ἑ­πο­μέ­νως εὔ­κο­λο γιά ἕ­ναν Ἀ­θη­ναῖ­ο, ὅ­πως ἦ­ταν ὁ Θου­κυ­δί­δης πού μι­λοῦ­σε τήν καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη Ἀτ­τι­κή δι­ά­λε­κτο, νά ἐν­νο­ή­σει ἕ­ναν Εὐ­ρυ­τά­να πού μι­λοῦ­σε ὅ­μοι­α δι­ά­λε­κτο μέ τή δι­ά­λε­κτο τῶν Μα­κε­δό­νων.

Ὡς πρός τό ζή­τη­μα τῆς Ἐ­θνό­τη­τας.

Ὡς πρός τό ζή­τη­μα τῆς Ἐ­θνό­τη­τας τῶν Σκο­πια­νῶν καί τῆς Σλα­βι­κῆς των γλώσ­σας αὐ­τό τό γνω­ρί­ζουν κα­λύ­τε­ρα οἱ ἴ­διοι, ἄν δέν θέ­λουν νά τούς τό ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν οἱ Βούλ­γα­ροι πρό­γο­νοί τους.
Σή­με­ρα στή Βουλ­γα­ρί­α οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὅ­τι οἱ μογ­γο­λι­κῆς κα­τα­γω­γῆς πρό­γο­νοί τους, πρίν ἐκ­σλα­βι­στοῦν ἐμ­φα­νί­στη­καν στή Βαλ­κα­νι­κή Χερ­σό­νη­σο τόν 6ο αἰ. μ.Χ. καί ἦλ­θαν σέ ἐ­πα­φή ἀ­μέ­σως μέ τούς Ἕλ­λη­νες τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, προ­φα­νῶς στή Μα­κε­δο­νί­α. Τό ση­μει­ώ­νουν στόν πρό­λο­γο τοῦ βι­βλί­ου: Macadonia, Documents and Material, Σό­φια 1979 (ἡ ἔκ­δο­ση στά Βουλ­γα­ρι­κά καί Ρω­σι­κά).
Ὁ τό­μος ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον ἀ­πό τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι δη­μο­σι­εύ­ον­ται σ᾿ αὐ­τόν ἔγ­γρα­φα στά ὁ­ποῖ­α γί­νε­ται μνεί­α ἡ προ­σπά­θεια πού ἔ­κα­ναν οἱ συμ­πα­τρι­ῶ­τες τους ἀ­πό τά μέ­σα τοῦ 19ου αἰ. νά ἀ­να­γνω­ρι­σθεῖ Δι­ε­θνῶς μί­α ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ καί ἕ­νας ξε­χω­ρι­στός λα­ός ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, ἐν­νο­ῶν­τας τόν ἑ­αυ­τό τους, μο­λο­νό­τι Βούλ­γα­ροι, γιά νά προ­σαρ­τη­θεῖ ἔ­πει­τα στή Βουλ­γα­ρία­.
Ἀ­δι­ά­ψευ­στοι μάρ­τυ­ρες ὅ­μως ὅ­τι οἱ πρό­γο­νοί τους πρω­το­ῆλ­θαν σέ ἐ­πα­φή μέ Γρι­κούς (δηλ. Ἕλ­λη­νες) καί ὄ­χι μέ ξε­χω­ρι­στό λα­ό Μα­κε­δό­νες ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στή Βαλ­κα­νι­κή Χερ­σό­νη­σο ἦ­ταν οἱ λε­γό­με­νες πρω­το­βουλ­γα­ρι­κές ἐ­πι­γρα­φές τοῦ 9ου αἰ­ῶνα μ.Χ. πε­ρί­που. Γρά­φτη­καν ἀ­πό τούς Μογ­γό­λους ἀ­κό­μα Βούλ­γα­ρους στά Ἑλ­λη­νι­κά μέ πολ­λές ἀ­νορ­θο­γρα­φί­ες, ὅ­ταν αὐ­τοί εἶ­χαν ἀρ­χί­σει νά μα­θαί­νουν Ἑλ­λη­νι­κά ἀ­πό τούς Βυ­ζαν­τι­νούς Ἕλ­λη­νες, κυ­ρί­ως ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες τῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Τίς ἐ­πι­γρα­φές αὐ­τές τίς ἐ­ξέ­δω­σε, σχο­λί­α­σε μά­λι­στα καί τά ὀρ­θο­γρα­φι­κά τους λά­θη, ὁ Βούλ­γα­ρος κα­θη­γη­τής Vaselin Beschewliev (1926, 1963). Ἀ­πα­θα­να­τί­ζουν τή λα­ϊ­κή Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης. Σ᾿ αὐ­τές ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ πρώ­τη πρω­τεύ­ου­σά τους Πλί­σκα (Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κός χῶ­ρος σή­με­ρα).
Σέ μί­α ἐ­πι­γρα­φή δι­α­βά­ζου­με: Εἰς τῆς πλί­σκας τόν κάμ­πον καί σέ ἄλ­λη: Ὁ πα­τήρ μου ὁ ἄρ­χων Ὀ­μουρ­τάγ ἰ­ρί­νιν λ᾿ ἔτ(ὄν) ποι­ή­σας καί κα­λά ἔ­ζη­σεν με­τά τούς Γρι­κούς.  Σέ ἄλ­λες ἐ­πι­γρα­φές ἀ­να­φέ­ρε­ται τό ὄ­νο­μα Γρι­κός (ἤ Γρι­κύ τούς Γρι­κούς).
Οἱ δύ­ο Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς ἱ­ε­ρω­μέ­νοι Κύ­ριλ­λος (Κων­σταν­τῖ­νος) καί Με­θό­διος τούς εἶ­χαν χα­ρί­σει ἤ­δη τό Ἑλ­λη­νι­κό Ἀλ­φά­βη­το μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἄρ­χι­σαν νά γρά­φουν ἔ­πει­τα τή γλώσ­σα τους, ἐ­νῶ στό με­τα­ξύ ἀ­σπά­στη­καν καί τόν Χρι­στι­α­νι­σμό.
Ἀ­πό τό­τε οἱ σχέ­σεις Βουλ­γά­ρων καί Ἑλ­λή­νων τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου εἶ­ναι γνω­στές: Ἐ­πι­δρο­μές στά Βυ­ζαν­τι­νά ἐ­δά­φη, λε­η­λα­σί­ες, ἀ­πα­γω­γές πλη­θυ­σμῶν, καμ­μιά φο­ρά καί συμ­βα­τι­κές συν­θῆ­κες εἰ­ρή­νης, ὅ­πως τοῦ Ὀ­μουρ­τάγ πού εἴ­δα­με, ὁ­πό­τε καί εἰ­ρη­νι­κή συμ­βί­ω­ση.

Ἡ ἐ­πί­δρα­ση

Μέ­σῳ τῆς Θρη­σκεί­ας ἡ Ἑλ­λη­νι­κή γλωσ­σι­κή ἐ­πί­δρα­ση ἦ­ταν με­γά­λη λό­γῳ καί τοῦ ἀ­νώ­τε­ρου πο­λι­τι­σμοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων. Οἱ Βούλ­γα­ροι χρη­σι­μο­ποι­οῦν ἀ­κό­μα καί σή­με­ρα πολ­λές Ἑλ­λη­νι­κές λέ­ξεις, ἐν­σω­μα­τω­μέ­νες ὅ­πως στό κλι­τι­κό σύ­στη­μα τῆς γλώσ­σας τους. Αὐ­τές τίς πραγ­μα­τεύ­τη­κε ἡ κ. Μα­ρί­α Filipova–Bairova καί ὁ Ν. Ἀν­δρι­ώ­της.
«Τό Ἑλ­λη­νι­κό λε­ξι­λό­γιο», γρά­φει ἡ Μα­ρί­α Filipova–Bairova, μᾶς ἦλ­θε σάν πο­θη­τός φι­λο­ξε­νού­με­νος κου­βα­λών­τας λε­κτι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά νέ­ων ἰ­δε­ῶν καί ἀν­τι­κει­μέ­νων, ξέ­νων ὡς τό­τε στή Βουλ­γα­ρι­κή γλώσ­σα. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη στρογ­γυ­λο­κά­θι­σε στό σπί­τι μας, στήν κου­ζί­να μας, στίς κα­θη­με­ρι­νές δου­λει­ές μας. Κα­τέ­κτη­σε ὁ­λό­τε­λα τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τά Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά γε­νι­κῶς πράγ­μα­τα».
«Ὁ ση­με­ρι­νός Σλα­βό­φω­νος πλη­θυ­σμός τῆς Νό­τιας Βουλ­γα­ρί­ας», γρά­φει ὁ κα­θη­γη­τής Ν. Ἀν­δρι­ώ­της, «προ­έρ­χε­ται ἀ­πό Ἕλ­λη­νες πού μέ τά πα­ροι­μι­ώ­δη σκλη­ρά μέ­τρα τους οἱ Βούλ­γα­ροι σι­γά–σι­γά κα­τόρ­θω­σαν νά ἐκ­σλα­βί­σουν».
Ἐ­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας ἡ Βαλ­κα­νι­κή ἦ­ταν ἀ­πό ἄ­πο­ψη κι­νή­σε­ως Ἐ­θνο­τή­των «ξέ­φρα­γο ἀμ­πέ­λι», ὁ­πό­τε εἴ­χα­με δι­εισ­δύ­σεις Σλα­βο­φώ­νων στή ση­με­ρι­νή Ἑλ­λη­νι­κή Μα­κε­δο­νί­α, κυ­ρί­ως Βουλ­γα­ρο­φώ­νων ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Νό­τιας Σερ­βί­ας (Σκο­πί­ων).
Ἀ­πό τό­τε οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις στήν πε­ρι­ο­χή αὐ­τή ἦ­ταν οἱ ἀ­κό­λου­θες:
Τό 1944 τό Νό­τιο τμῆ­μα τῆς Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­ας, ἡ Vardarska Viadavina (πε­ρι­ο­χῆς Βαρ­δά­ρη) ὀ­νο­μά­στη­κε ἀ­πό τόν Τί­το «Λα­ϊ­κή Δη­μο­κρα­τί­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας». Ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα, με­τά τό 1990 δι­α­λύ­θη­κε ἡ Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­α, τό τμῆ­μα αὐ­τό ἀ­πο­σπά­σθη­κε καί ἀ­πο­τέ­λε­σε ξε­χω­ρι­στό Κρά­τος μέ προ­σω­ρι­νό ὄ­νο­μα «πρώ­ην Γι­ουγ­κοσ­λα­βι­κή Δη­μο­κρα­τί­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας» (FYROM).
Αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ­ται σή­με­ρα ἀ­πό τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κές Ἐ­θνό­τη­τες Χρι­στια­νῶν καί Μου­σουλ­μά­νων:  1) Ἀ­πό Βουλ­γά­ρους, δι­ό­τι ἔ­τσι, Bugari (Σερ­βι­κή ἀ­πό­δο­ση τοῦ Balgari) ὀ­νό­μα­ζαν τόν ἑ­αυ­τό τους οἱ Σλά­βοι τῶν Σκο­πί­ων ἤ­δη ἀ­πό τά μέ­σα τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να, 2) Ἀ­πό Σέρ­βους καί 3) Ἀ­πό Ἀλ­βα­νούς. Σέ μι­κρό πο­σο­στό καί ἀ­πό ἄλ­λες Ἐ­θνό­τη­τες, ὅ­πως Τούρ­κους, Ἕλ­λη­νες, καί κυ­ρί­ως Βλά­χους, κ.ἄ.
Ἡ Σλα­βι­κή γλῶσ­σα τῶν κα­τοί­κων τοῦ γει­το­νι­κοῦ μας αὐ­τοῦ κρα­τι­δί­ου ἦ­ταν ἀρ­χι­κά ἕ­να Βουλ­γα­ρι­κό ἰ­δί­ω­μα. Οἱ Σκο­πια­νοί τό τρο­πο­ποί­η­σαν, ἀλ­λά πά­λι ἀ­πο­κλί­νει πρός τή Βουλ­γα­ρι­κή γλώσ­σα. Ἀ­νά­λυ­ση τῆς γλώσ­σας αὐ­τῆς ἔ­κα­νε ὁ κα­θη­γη­τής Νι­κό­λα­ος Ἀν­δρι­ώ­της στό βι­βλί­ο του: Ὁ­μό­σπον­δο Κρά­τος τῶν κο­πί­ων καί ἡ γλῶσ­σα του, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1960.

Σλα­βο­μα­κε­δό­νες

Τό ἀρ­χι­κό Βουλ­γα­ρι­κό ἰ­δί­ω­μά τους, πρίν τό τρο­πο­ποι­ή­σουν με­τά τό 1944, ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο πού μι­λοῦ­σαν στήν Ἑλ­λη­νι­κή Μα­κε­δο­νί­α καί οἱ λε­γό­με­νοι Σλα­βο­μα­κε­δό­νες, εἶ­ναι αὐ­τοί πού εἰ­σέ­δυ­σαν στά χρό­νια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας σέ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­ο­χές τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, ὅ­πως τῆς Κα­στο­ριᾶς, τῆς Φλώ­ρι­νας, τῆς Ἔ­δεσ­σας, τοῦ Κιλ­κίς καί τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης.
Ἀ­πό αὐ­τούς οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι εἶ­ναι ἐκ­σλα­βι­σθέν­τες Ἕλ­λη­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὡς αἰχ­μά­λω­τοι τῶν Βουλ­γά­ρων ἀ­ναγ­κά­στη­καν νά μά­θουν τή Βουλ­γα­ρι­κή αὐ­τή δι­ά­λε­κτο καί ὕ­στε­ρα ἀ­πό πο­λυ­χρό­νια αἰχ­μα­λω­σί­α γύ­ρι­σαν καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στήν Ἑλ­λά­δα. Ἀ­νά­με­σά τους ἦλ­θαν στή Μα­κε­δο­νί­α καί Σλά­βοι ἀ­γρό­τες τούς ὁ­ποί­ους ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί στά κτή­μα­τά τους. Ὅ­λοι αὐ­τοί δι­α­τή­ρη­σαν τό Βουλ­γα­ρι­κό ἰ­δί­ω­μα ὡς μη­τρι­κή τους γλῶσ­σα χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ὅ­μως καί πα­ρά πολ­λές Ἑλ­λη­νι­κές λέ­ξεις τίς ὁ­πο­ί­ες ἐν­σω­μά­τω­σαν στή Γραμ­μα­τι­κή (κλί­ση, μορ­φο­λο­γί­α, σύν­τα­ξη) τοῦ Βουλ­γα­ρι­κοῦ ἰ­δι­ώ­μα­τος, ὅ­πως π.χ. γκο­λέ­μα­τα τρα­πέ­ζα, ὀ­d­βαμ νά πο­λέ­μο, ἀρ­γκά­τιν, γι­όζ­μο (δυ­ό­σμος), κρομ­μύτ, σα­μάρ, ἀρ­γά­σαμ, ναγ­κά­σαμ (ἀ­νάγ­κα­σα), γα­νώ­σαμ, λα­βώ­σαμ, χω­νέ­ψαμ, ὠ­φε­λή­ψαχ κ.ἄ.
Ἀ­πό τό πλῆ­θος τῶν Ἑλ­λη­νι­κῶν λέ­ξε­ων στό Σλα­βο­μα­κε­δο­νι­κό αὐ­τό ἰ­δί­ω­μα ἀ­πό αὐ­τούς, τούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἀν­δρι­ώ­της στήν ἐρ­γα­σί­α του γιά τά Ἑλ­λη­νι­κά στοι­χεῖ­α στή Βουλ­γα­ρι­κή (1952), ἀ­γνο­ών­τας τό γλωσ­σο­λο­γι­κό ἀ­ξί­ω­μα ὅ­τι ἡ Γραμ­μα­τι­κή καί ὄ­χι οἱ λέ­ξεις χα­ρα­κτη­ρί­ζουν μί­α γλῶσ­σα ἔ­φτα­σαν στό ση­μεῖ­ο, πα­ρα­σύ­ρον­τας καί ὁ­ρι­σμέ­νους «ἄ­μοι­ρους γλωσ­σο­λο­γι­κῆς μορ­φώ­σε­ως» Ἕλ­λη­νες, νά θε­ω­ροῦν τό Βουλ­γα­ρι­κό αὐ­τό ἰ­δί­ω­μα… Ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα!
Δέν εἶ­ναι π.χ. Λα­τι­νι­κή ἡ γλῶσ­σα στό δί­στι­χο πού πα­ρα­θέ­τει ὁ Γυ­μνα­σιά­ρχης Ἰ­ω­άν­νης Τσι­κό­που­λος (1892) μέ ἀ­πο­κλει­στι­κά Λα­τι­νι­κῆς ἀρ­χῆς λέ­ξεις:

Ἄ­σπρη γά­τα εἰς τήν σκά­λαν
τοῦ σπι­τιοῦ κα­βαλ­λι­κεύ­ει
κά­στρα, μα­γα­ζιά καί πόρ­τες
μέ τά πάσ­σα μα­στο­ρεύ­ει
(Θα­βώ­ρης «Μα­κε­δο­νί­α» 31, 1998, σελ. 35).

Οὔ­τε εἶ­ναι Ἑλ­λη­νι­κή ἡ γλῶσ­σα στό Ἀγ­γλι­κό κεί­με­νο τοῦ Ξ. Ζο­λώ­τα μέ Ἑλ­λη­νι­κῆς ἀρ­χῆς λέ­ξεις, («Τό Βῆ­μα» 26/11/1989).
Γιά τό Βουλ­γα­ρι­κό ἰ­δί­ω­μα τῶν Σλα­βο­μα­κε­δό­νων ἔ­γρα­ψαν πα­λαι­ό­τε­ρα ὁ­ρι­σμέ­νοι λό­γιοι Ἕλ­λη­νες, ὅ­πως ὁ ἄλ­λο­τε Γυ­μνα­σιά­ρχης Θεσ­σα­λο­νί­κης Γ. Μου­κου­βά­λας. (Ἡ γλῶσ­σα τῶν ἐν Μα­κε­δο­νί­ᾳ Βουλ­γα­ρο­φώ­νων, ἐν Κα­ΐ­ρῳ 1905), καί ἄλ­λοι στό πε­ρι­ο­δι­κό «Ἑλ­λη­νι­σμός» (“L’ Hellemisme”), ὅ­πως, π.χ. ὁ Ν. Κα­ζά­ζης, ὁ Θ. Π. (βλ. Μάρ­τιος 1903, σελ. 179), ὁ Σ. Σκι­α­δα­ρέ­σης, κ.ἄ.
Πολ­λοί πάν­τως ἀ­πό τούς ἐκ­σλα­βι­σθέν­τες Ἕλ­λη­νες Σλα­βο­μα­κε­δό­νες δι­α­τή­ρη­σαν μέ­χρι τέ­λους τό Ἑλ­λη­νι­κό τους φρό­νη­μα, πο­λε­μών­τας τούς Βουλ­γά­ρους κο­μι­τα­τζῆ­δες κα­τά τόν «Μα­κε­δο­νι­κό ἀ­γῶ­να» στίς ἀρ­χές τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ῶ­να.

Τε­χνη­τό Κα­τα­σκεύ­α­σμα

Γιά τό ση­με­ρι­νό κρα­τί­διο τῶν Σκο­πί­ων ὑ­πῆρ­ξαν ἀρ­κε­τοί ξέ­νοι ἐ­πι­στή­μο­νες πού τό χα­ρα­κτή­ρι­σαν τε­χνη­τό Κα­τα­σκεύ­α­σμα, ὅ­πως τό σχό­λιο τῆς Ἰ­τα­λι­κῆς ἐ­φη­με­ρί­δας “II Popolo” τό 1992.
Σ᾿ ἕ­να ἄρ­θρο της ἡ Δα­νέ­ζα κα­θη­γή­τρια Tata Arcel («Μα­κε­δο­νί­α» 12/9/1992) πε­ρι­γρά­φει πα­ρα­στα­τι­κά τό ψυ­χο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα τῶν Σκο­πια­νῶν νά θέ­λουν νά μο­νο­πω­λή­σουν τό ὄ­νο­μα Μα­κε­δο­νί­α «γιά ἕ­να νέ­ο Κρά­τος» πού τό χα­ρα­κτή­ρι­σε «δι­οι­κη­τι­κό δη­μι­ούρ­γη­μα», πα­ρα­ποι­ών­τας τήν ἱ­στο­ρί­α.
Γιά τήν Ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα τῶν Ἀρ­χαί­ων Μα­κε­δό­νων ἔ­χουν γρα­φεῖ πολ­λά μέ ἄ­πει­ρα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων καί ἡ δι­α­λεύ­καν­ση ἀ­πό μέ­να τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας λέ­ξε­ων τῆς δι­α­λέ­κτου, ἀρ­κε­τῶν ἀ­πό τίς λί­γες πού θε­ω­ροῦν­ταν ὡς τώ­ρα ἄ­γνω­στης ἀρ­χῆς, ὅ­πως: Βλου­ρί­τις=Φι­λω­ρεί­της, γάρ­καν=χά­ρα­κα(ν), ἐ­στε­ρι­κᾶς κύ­νας=σι­τα­ρι­κᾶς δη­λα­δή οἰ­κό­σι­τα σκυ­λιά κ.ἄ. Ὡ­στό­σο καί μό­νο τά Ἑλ­λη­νι­κά ὀ­νό­μα­τα Μα­κε­δο­νί­α καί Μα­κε­δό­νας εἶ­ναι ἀρ­κε­τά.
Νά προ­σθέ­σω καί ἕ­να ἀ­κό­μα ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού ὡς τώ­ρα δέν ἔ­χει ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ: Οἱ Ἀρ­χαῖ­οι συγ­γρα­φεῖς ἀ­να­φέ­ρουν πολ­λά θρα­κολ­λυ­ρι­κά κύ­ρια ὀ­νό­μα­τα, ἀ­κα­τα­νό­η­τα ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες ὡς πρός τήν ἐ­τυ­μο­λο­γί­α τους, ὅ­πως Ἀ­δα­βί­κτα­βος, Βη­ρι­σά­δης, Ἐ­βρί­ζαλ­μος, Ζά­μολ­ξις, Κε­τρί­πο­ρος, Μου­κα­ζέ­νιος, Ρα­κτό­τερ­κος κ.ἄ. Εἶ­ναι ὅ­μοι­α μέ αὐ­τά, τά ὀ­νό­μα­τα τῶν Μα­κε­δό­νων Ἀ­λέ­ξαν­δρος, Ἀ­μύν­τωρ, Αὐ­τό­δι­κος, Γαι­τέ­ας (χαί­τη), Φί­λιπ­πος–Βί­λιπ­πος, Φι­λώ­τας, Βε­ρε­νί­κα, Εὐ­ρυ­δί­κα, Λα­ο­δί­κα ; Ὄ­χι βέ­βαι­α.
Ὅ­λα τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα συ­νο­ψί­ζον­ται στό γε­νι­κό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι: Τί­πο­τε ἀ­πό τούς Μα­κε­δό­νες δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­ξη­γη­θεῖ χω­ρίς τήν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι ἦ­ταν Ἕλ­λη­νες.

Ἐ­φημ. “Ἐ­λεύ­θε­ρος“

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...