Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, στὴν Αἴγυπτο καί, ἰδιαίτερα, στὴν πρωτεύουσά της, Ἀλεξάνδρεια, ἀργότερα, φυσικὰ καὶ σὲ ἄλλες περιοχές της, θεμελιώθηκε, ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο, ἡ πρώτη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ κοινότητα. Οἱ γεωγραφικοὶ λόγοι, οἱ ὁποῖοι συντέλεσαν σ’ αὐτό, ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῆς πολιτικῆς ἱστορίας, τῆς ὁποίας, ὅμως, δὲν μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ κύρος καὶ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ λόγοι συντέλεσαν καὶ βοήθησαν στὴν ἐξάπλωση τῆς νέας θρησκείας, στὴ Νειλοχώρα –καὶ ὄχι μόνο- καί, μάλιστα, σὲ βαθμὸ σημαντικό.
Οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς ἀναφέρουν ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν χριστιανῶν αὐξανόταν, ὁλοένα καὶ περισσότερο, καὶ λόγῳ τοῦ ἀξιώματος τοῦ Ἀποστόλου καὶ τοῦ ζήλου τῶν πρώτων μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀπαράμιλλο ἐνθουσιασμό, συνέρρεαν στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστὴς δίδαξε καί, ἔξω, ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς Ἀλεξάνδρειας, στὰ περίχωρα, καί, ἰδιαίτερα, στὴν Κυρηναϊκή.
Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ μὲ βεβαιότητα γνωρίζουμε, εἶναι ὅτι οἱ μαθητές, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν αὐτόπτες μάρτυρες τῆς Ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πολὺ ἐνωρίς, ἦλθαν στὴν Αἴγυπτο καὶ διέδωσαν στοὺς κατοίκους τὰ ὅσα εἶχαν συμβεῖ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καθὼς καὶ τὴ διδασκαλία τῆς θρησκείας, ποὺ τοὺς ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ἐπιμαρτυρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ διωγμοί, οἱ ὁποῖοι ἐξαπολύθηκαν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, τοὺς Ἄραβες, τοὺς Βανδάλους, ἦταν οἱ πιὸ σφοδροὶ καὶ φρικαλέοι ἀπ’ ὅλους τοὺς διωγμούς, πού, κατὰ καιρούς, ἐξαπολύονταν, ἐναντίον τῶν ἄλλων χριστιανῶν. Ἀκόμη, εἶναι βέβαιο ὅτι, στοὺς κόλπους τῆς Χριστιανικῆς Ἀλεξάνδρειας, λειτούργησε, ἤδη, ἀπὸ τὸν δεύτερον, μετὰ Χριστόν, αἰώνα, ἀκμάζουσα Χριστιανικὴ Σχολὴ καὶ ὅτι ἡ Αἴγυπτος ἀποτέλεσε ἑστία τῶν Ἀναχωρητῶν καὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ νέα θρησκεία εἶχε ἤδη ἐξαπλωθεῖ σ’ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία, τὰ μαρτύρια τοῦ αἵματος εἶχαν, σχεδόν, σταματήσει⋅ τότε, παρουσιάστηκαν οἱ νέοι μάρτυρες, οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ ζωή τους ἦταν ἕνα νέο μαρτύριο. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης, στὴν Ἀποκάλυψή του, μαρτυροῦσαν τὸν Ἰησοῦ, ἔδιναν μαρτυρία τῆς πίστης τους. Διάδοχοι τῶν παλαιῶν μαρτύρων, ἔδειχναν τὸν ἴδιο ζῆλο μ’ ἐκείνους, στὸν ἀγώνα, γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς πρώτης ἐντολῆς τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴν Ἀνάστασή του: «Πορευθέντες, μαθητεύσατε…».
Πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, κορυφαία φυσιογνωμία τοῦ μοναχικοῦ βίου εἶναι ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο εἶναι ἱεραποστολικό. Τόπος καταγωγῆς του ἡ Κόμα τῆς νότιας Μέμφιδας, γεννήθηκε τὸ 251 ἢ 252 μ.Χ. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀρκετὰ εὔπορη, οἱ γονεῖς του ἦταν χριστιανοὶ καὶ φρόντισαν νὰ τοῦ δώσουν καλὴ ἀνατροφή. Δυστυχῶς, ὅμως, τοὺς ἔχασε, ὅταν ἦταν στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι, περίπου, χρόνων καί, ἀπὸ τότε, ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία τῆς ἀδελφῆς του. Ἁπλὸς καὶ ὀλιγαρκής, ὅπως ἦταν, ἄκουσε μίαν ἡμέρα στὴν Ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησον πάντα τὰ ὑπάρχοντά σοι καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 10, 21).
Συνεπαρμένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, μοίρασε τὴν περιουσία του, ἀφοῦ κράτησε ἕνα μικρὸ μέρος, γιὰ τὴν ἀδελφή του καὶ ἄρχισε τὴν ἄσκηση. Στὴν ἀρχή, ἔμεινε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, ὕστερα, σ’ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο μνημεῖο, κοντὰ στὸ χωριό του. Τὸ 285 μ.Χ. περίπου ἀποσύρθηκε στὴ λιβυκὴ ἔρημο Πισπίρ, ἐπροχώρησε, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὶς πολλὲς ἐπισκέψεις, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.
Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια δύο φορές. Ἡ μία φορὰ ἦταν στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμίνος (311), καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ἡ ἄλλη (333), ὕστερα ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καὶ τὴ βιογραφία τοῦ Ἁγίου, προκειμένου νὰ τὸν ἐνισχύσει στὸν ἀγώνα του, κατὰ τῶν Ἀρειανῶν.
Τὸ 305 μ.Χ. συνιστοῦσε στοὺς διαφόρους ἐρημίτες, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ μονάσουν ἐκεῖ καὶ τοὺς νουθετοῦσε νὰ ἀποσύρονται, στὰ ἡσυχαστήρια τῆς ἐρήμου, τὰ ὁποῖα, ἀπὸ τὸ ἔτος αὐτό, εἶχε ἀρχίσει νὰ ἱδρύει. Ἐκεῖ, οἱ μοναχοί, εἴτε ἀπὸ τὴν ἔρημο, εἴτε ἀπὸ τὶς σκῆτες, στὶς ὁποῖες ἦταν κλεισμένοι ἢ ἀπὸ τοὺς στύλους, ὅπου ἡ μαρτυρικὴ ἄσκηση τοὺς καλοῦσε ν’ ἀνεβαίνουν, δὲν ἔπαυαν νὰ πιστεύουν ὅτι ἡ προσωπική τους σωτηρία ἔπρεπε νὰ περάσει ἀπ’ αὐτὴν τοῦ πλησίον.
Ἀπόσυρση, λοιπόν, στὴν ἔρημο, συνιστοῦσε ὁ ἅγιος⋅ γιὰ μᾶς, πού, σήμερα, ἡ πρώτη μας ἔγνοια εἶναι τό: «Μὴν μπλέκεις συναισθηματικά», κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο καὶ ὅσο περισσότερο τὸ ἄτομο ἀναγκάζεται νὰ ζήσει, μέσα στὸ συνωστισμὸ τῶν μαζῶν, τόσο περισσότερο νιώθει νὰ πιέζεται, ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ «μὴν μπλέκει». Τὸ νὰ μπορέσει, ὅμως, νὰ παρακολουθήσει τὸ ρυθμὸ τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ κερδίσει τὴν κοινωνικὴ ἀναγνώριση, μέσῳ τῆς συνεχοῦς ἀπόκτησης ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀπαιτεῖ συνεχὴ ἑτοιμότητα.
Ἡ δαπάνη, τὸ τίμημα τῆς αὐτοπραγμάτωσης, στὰ πλαίσια τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, δὲν εἶναι ἁπλὰ οἰκο- νομικὴ φθορά⋅ εἶναι ἄγχος, πού, συνεχῶς, προσαυξάνεται ὅσο οἱ ἀπαιτήσεις καὶ τὰ ἐρεθίσματα τῆς κοινωνίας πολλαπλασιάζονται.
Ἔτσι, λοιπόν, τὸ «ἐγώ» βρίσκεται ἀντιμέτωπο μ’ ἕναν κόσμο ἐκθαμβωτικό, ταχύτατα ἐξελισσόμενο, χωρὶς νὰ ἔχει τὶς ἀπαιτούμενες ἐγγενεῖς δυνάμεις νὰ ἀντισταθεῖ. Δὲν ἔχει θωρακισθεῖ, ἀνάλογα, γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὶς καινούριες ἀπειλὲς ποὺ γεννᾶ ὁ πολιτισμός, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὴ ἡ συνείδηση τῆς ἀδυναμίας του νὰ τοῦ δημιουργεῖ ἄγχος.
Ζώντας, λοιπόν, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες, σ’ ἕναν κόσμο χαοτικό, ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὸ νόημα τῆς ἐρήμου, ἔτσι, ὅπως τὸν βίωσαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶδαν τὴν ἔρημο, ὡς μιὰ αὐθεντική, τὴν πιὸ αὐθεντική, μάλιστα, εὐαγγελικὴ παρουσία ζωῆς, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ὡς μήνυμα σωτηρίας, ἐξαγγέλλεται πρῶτα-πρῶτα, ἀπὸ τὴν ἔρημο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς κηρύσσει, προδρομικά, τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἔρημο. Ἀκόμη, ἡ ἔρημος, μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, παρουσιάζεται ὡς πνευματικὸς χῶρος μὲ ἐσχατολογικὲς διαστάσεις, ποὺ πλαισιώνουν τὸν θρίαμβο τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ σατανᾶ, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς «ἐπειράσθη ὑπὸ τοῦ διαβόλου», ἀφοῦ «ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον» (Ματθ. 4, 1) καὶ ὁ ἀσκητικός Του θρίαμβος προδιατυποῦται, καὶ πάλι, μέσα στὴν ἔρημο (Ματθ. 4, 11). Αὐτός του ὁ θρίαμβος ἀποτελεῖ, ταυτόχρονα, τὴ «σπερματικὴ δύναμη» τοῦ ἐρημικοῦ ἀσκητικοῦ θριάμβου.
Ἐμεῖς οἱ «ἐγκόσμιοι» χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ δώσουμε ἰδιαίτερη σημασία στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἔρημος, ὡς βασικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος, ἱστορικά, σταθμὸς τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου, κατέχει πρωτεύουσα θέση. Καὶ θὰ πρέπει, ὁπωσ- δήποτε, νὰ δοῦμε τὴν ἐμπειρία αὐτὴ τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου, σὰν μία μυστικὴ ἐσωτερικὴ διάσταση τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανοῦ. Αὐτόματα, γεννιέται τὸ ἐρώτημα: Εἶναι δυνατὸν ὁ «ἐγκόσμιος», ὁ «κοινωνικός» χριστιανὸς νὰ βιώσει τὴν ἔρημο, ὡς παρουσία πνευματικὴ καὶ λειτουργία τοῦ χριστιανικοῦ βιώματος, ὁπότε ἔχει νόημα ὑποχρεωτικό, μέσα στὸν στροβιλιζόμενο κόσμο, μέσα στὸν ὁποῖον ρίχτηκε ἑκών-ἄκων; Πράγματι τὸ νὰ προτείνει κάποιος στὸν «κοινωνικό» χριστιανὸ νὰ βιώσει τὴν ἐρημικὴ ζωή, μέσα στὴν καθημερινότητά του, μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται, εἶναι μία οὐτοπία.
Ὡστόσο, ἡ ἔρημος μὲ τὴν ἔννοια τῆς πολυδύναμης πνευματικῆς λειτουργίας, τῆς «λειτουργίας» τοῦ χριστιανικοῦ βιώματος εὑρίσκει τὴν πραγμάτωσή της, μέσα στὸν κοινωνικὸ χῶρο. Κατὰ τὸν Ἅγ. Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖο (πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμος Α΄, σελ. 61 κ. ἑξ.), ὅποιος θέλει νὰ βιώσει τὴ λειτουργία αὐτὴ τῆς ἐρήμου πρέπει, πρὶν ἔρθει νὰ κατοικήσει, στὴν ἔρημο, νὰ ἀπαλλαγεῖ, νὰ ἐρημωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του, γιατὶ ἡ ἔρημος προσφέρει ἐμπειρίες δυναμικὲς μόνον σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀποβάλει τὰ πάθη του.
Καὶ ὁ Νικήτας Στηθάτος ἀπορρίπτει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἀρετὴ πραγματώνεται μέσα στὴν ἔρημο μὲ τὴν τοπική, μόνον, ἔννοια⋅ τὸ ἔργο τῆς ἀρετῆς, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀναμόρφωση τῆς ψυχῆς στὸ ἀρχαῖο της κάλλος, μπορεῖ νὰ πραγματωθεῖ «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ» (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμος Γ΄, σελ. 289 ἑξ.). Πρέπει, λοιπόν, ὅποιος ἀποφασίζει νὰ ζήσει στὴν ἔρημο, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς αἰσθητικὲς ἐντυπώσεις τοῦ κόσμου, νὰ ἀρνηθεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς σάρκας, γιατί, μόνον ἔτσι, πραγματώνεται αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔθεσε, ὡς ὅρο βασικό: «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ περιεχόμενο τῆς ἐρήμου, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ πολυδύναμο νόημά της, εἶναι ἀπέραντο, ἀσχημάτιστο.
Ἡ ἔρημος, ὡς εἰκόνα, ἡ τοπική, δηλαδή, ἔννοιά της, δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ καὶ ἡ εἰκόνα αὐτή, ἡ ἀπροσδιόριστη, ἡ ἀπουσία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τοπικὴ ἔννοια τῆς ἐρήμου, εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει τὴν ἔννοια τῆς εὐσέβειας, τῆς πραγματικῆς, σὲ ὅλο της τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση, τῆς εὐσέβειας, ποὺ βιώνεται ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ καὶ εἶναι ἀπέραντη, ἀσχημάτιστη, χωρὶς κάποιον συγκεκριμένο τύπο, χωρὶς προσωπεῖο. Αὐτὸ τὸ προσωπεῖο, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους, Karl Jung, θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο, ἐφ’ ὅσον προστατεύει τὸν ἄνθρωπο, ἀποτρέποντας τὸν κίνδυνο νὰ συγκρουσθεῖ μὲ τὴν ὀδυνηρὴ πραγματικότητα, μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς.
Ὁ ἀσκητὴς δὲν βλέπει τὴν ἔρημο ὡς ψυχολογικὴ ἀναγκαιότη- τα, ἡ ὁποία, ἴσως, ἀπὸ πολλούς, ἐκλαμβάνεται καὶ ὡς θρησκευτικὴ ἀναγκαιότητα. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς -τὴν ψυχολογικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀναγκαιότητα – ὑπάρχει μία βαθιὰ ὑπαρξιακὴ ἀντίθεση, μέσα στὴν ὁποία εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐρημικὴ ἐσωτερικότητα, σ’ ὅλες της τὶς διαστάσεις. Αὐτὸ εἶναι, στὸ βάθος, μιὰ ἀπάτη, ἀφοῦ παρουσιάζει ἕναν ἄνθρωπο νὰ φαίνεται διαφορετικὸς ἀπ’ αὐτό, ποὺ στὴν πραγματικότητα, εἶναι.
Ἕναν ἄνθρωπο ὑποκριτή, ὑποβιβάζοντάς τον, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφαιρώντας του τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια. Ὅπως, γίνεται κατανοητό, ὁ μοναχὸς δὲν υἱοθετεῖ συμπεριφορές, ποὺ θὰ ἐνίσχυαν αὐτὴ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀντίφαση, δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ συμπεριφορὰ ὑποκριτική. Ἄλλωστε, οἱ συμπεριφορὲς αὐτοῦ τοῦ εἴδους συνεπάγονται, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ διχασμὸ τῆς προσωπικότητας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει διάσταση βούλησης καὶ πράξης, διάσταση, ἡ ὁποία προσδίδει τραγικότητα στὸν ἄνθρωπο.
Στὴν περίπτωση τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου, ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν νὰ ζήσουν ἐκεῖ, ἔχει, καθαρά, χαρακτήρα προσωπικὸ καὶ ἡ πραγματοποίησή της ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἄτομο, σὲ μεγάλο βαθμό, τὸ ὁποῖο καλεῖται νὰ ἐνεργοποιήσει ὅλες του τὶς δυνάμεις, ἔτσι, ὥστε νὰ καταφέρει τὴν ταύτιση βούλησης καὶ πράξης, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ εἶναι αὐτονόητη, ἀφοῦ τὸ ἄτομο μπορεῖ νὰ προσδιορίζει τὸ περιεχόμενο καὶ τὸν χαρακτήρα τῶν πράξεών του. Ἂν ἡ βούληση εἶναι ἡ θεωρία, ἡ ζωή, συνολικὰ καὶ στὰ ἐπὶ μέρους, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἔμπρακτη ἔκφρασή της. Ἡ συνολική, δηλαδή, προσπάθεια, γιὰ τὴν κατάκτηση αὐτῶν τῶν στόχων, τὸ πεδίο ὑλοποίησης καὶ πραγμάτωσης τῆς βούλησης. Καὶ ἡ βούληση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ ἕνα σύνολο «θέλω», ποὺ ἀφοροῦν σὲ μικροὺς ἢ μεγάλους στόχους, ποὺ δίνουν περιεχόμενο, στὸ ἀθόρυβο κύλημα τοῦ χρόνου, ποὺ δίνουν ἀπαντήσεις σὲ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα.
Ἕνας παράγοντας ποὺ «ἀπαγορεύει» αὐτὴν τὴν ταύτιση, εἶναι ἡ κοινωνία⋅ ἔτσι, ἄτομο καὶ κοινωνία γίνονται ἀνταγωνιστὲς καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἡ μετατροπὴ τῆς βούλησης σὲ πράξη ἐμποδίζεται, ἀπὸ δυνάμεις, ποὺ ὑπερβαίνουν, κατὰ πολύ, τὴ δύναμη τοῦ μεμονωμένου ἀτόμου, εἶναι οἱ λεγόμενοι κοινωνικοὶ καταναγκασμοί, μιὰ σειρὰ ἀπὸ «πρέπει», ποὺ περιορίζουν τὴν ἐλευθερία τῆς βούλησης τοῦ ἀτόμου καὶ τὸ ἐμποδίζουν νὰ πραγματώσει τοὺς στόχους του.
Ὅταν, ὅμως, οἱ ἀτομικὲς ἀνάγκες δὲν ταυτίζονται μὲ τὶς κοινωνικές, ὅταν ἀντιμάχονται ἡ ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ ἰδιότητα τοῦ ἀτόμου, ἡ κοινωνία «ἀναιρεῖ τὸ δικαίωμά του νὰ δρᾶ καὶ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιδιώξεις του, ὁρίζοντάς του αὐτὴ τὸ «πεδίο ἀγώνα καὶ πάλης». Στόχος, καὶ διακαὴς πόθος τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου ἦταν ἡ προσέγγισή του μὲ τὸν Θεό. Ἐπέλεξε, λοιπόν, ἀλλὰ συνιστοῦσε καὶ σὲ ὅσους εἶχαν τὸν ἴδιο στόχο, νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν ἔρημο, στὴν ἔρημο τὴν ἀσκητική, ποὺ προσφέρει, στὸν ἀσκούμενο, τὴν ἀπαραίτητη ἐλευθερία, γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ στόχου του. Αὐτὴ τὴν ἀπόσυρση, θὰ μποροῦσα νὰ τὴν ὀνομάσω μοναχικότητα, ἡ ὁποία εἶναι συνειδητὴ ἐπιλογὴ καί, ἑπομένως, δημιουργική. Εἶναι κάθαρση καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ μοναξιά, ἡ ὁποία εἶναι ἀπομόνωση, βιασμὸς τοῦ «εἶναι». Εἶναι τὸ ὀδυνηρὸ «σύνδρομο» τῶν πόλεων.
Μέσα στὴν ἔρημο αὐτὴ βρίσκει κανεὶς κάποιον, ποὺ εἶναι, ἀληθινὰ ὁ ἑαυτός του, ποὺ ἀπορρίπτει τὴν προκατάληψη, τὴν κοινοτοπία, τὴν ὑποκρισία, «τὸ προσωπεῖον», ποὺ κινεῖται, ἐλεύθερα. Προκειμένου, λοιπόν, ὁ Ἅγιος νὰ βρίσκεται μόνος, ἔχοντας, κοντά του, τὸν Θεὸ ἄλλαζε, συχνά, τόπους ἄσκησης, προχωρώντας ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο, ὥστε νὰ μὴν τὸν φθάνει ἡ βοὴ τοῦ κόσμου.
Ὄχι ὅτι κι ἐκεῖ τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ πειρασμοί. Νύχτες ὁλόκληρες πάλευε, μαζί τους καί, στὸ τέλος, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, βγῆκε νικητής. Παρέμεινε, ὅμως ταπεινός⋅ ποτέ του δὲν ἔδειξε ἔπαρση, ἀλλά, συνέχισε νὰ ἀγωνίζεται καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσαν, ὅσο γινόταν, πλησιέστερα, στὸ στόχο του. Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ δὲν ἔτρωγε, γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, οὔτε ψωμί. Τὸ σῶμα ἦταν λιπόσαρκο, ὅμως, μὲ τὴ φλόγα τοῦ πνεύματός του, θέρμαινε τὰ πλήθη, ὥστε νὰ διατηροῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ ἀποκρούουν αἱρετικὲς διδασκαλίες.
Στὸν βίο του Ἁγίου, ἔτσι, ὅπως τὸν ἔγραψε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, περιέχονται ἀρκετά, γιατί, ὁπωσδήποτε, θὰ ὑπῆρχαν πολλά, ἱεραποστολικὰ περιστατικὰ τῆς μακρόχρονης πορείας τῆς ζωῆς του. Στὸ προοίμιο, λοιπόν, τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου, ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀναφέρει ὅτι: «Καὶ μόνη ἡ ἀναφορὰ στὸ ὄνομα τοῦ Ἀντωνίου, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἴδιον κέρδος».
Καὶ συνεχίζει: «Εἶμαι σίγουρος ὅτι ἂν κι ἐσεῖς ἀκούσετε, ἀφοῦ τὸν θαυμάσετε, θὰ θελήσετε νὰ τὸν μιμηθεῖτε». Γιατί: «Ἐστι γὰρ μοναχοῖς ἱκανὸς χαρακτὴρ πρὸς ἄσκησιν ὁ Ἀντωνίου βίος». Παράδειγμα γιὰ τοὺς μοναχοὺς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου. Ἡ πρώτη νίκη, τὴν ὁποίαν κατήγαγε, ἦταν ἐναντίον τοῦ δράκοντος (σατανᾶ), στὸν ὁποῖον εἶπε τὰ ἑξῆς: «Πολὺ εὐκαταφρόνητος τυγχάνεις⋅ καὶ γὰρ μέλας εἶ τὸν νοῦν, καί, ὡς παῖς, ἀσθενής⋅ οὐδεμία μοί, λοιπόν, ἐστι φροντὶς περὶ σοῦ»⋅ Καὶ συνέχισε: «Κύριος γὰρ ἐμοὶ βοηθός, κἀγὼ ἐπόψομαι τοὺς ἐχθρούς μου». Ὁ δράκων: «Εὐθὺς καταπτήξας τὰς φωνὰς καὶ φοβηθεὶς ἔτι κἂν ἐγγίσαι τῷ ἀνδρί».
Ὅταν, κάποτε, τὸν ἐπισκέφθηκαν ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς μιλήσει τοὺς εἶπε στὴν Αἰγυπτιακὴ (κοπτική) γλώσσα, μιὰ πού, μόνον, αὐτὴ γνώριζε, ὅτι θὰ πρέπει νὰ δίνουν ἰδιαίτερη σημασία, στὸν ἐποικοδομητικὸ διάλογο, μεταξὺ τῶν πιστῶν καί, κυρίως, τῶν μοναχῶν. Ἐπίσης, τοὺς τόνισε τὴν ἀξία τῆς ἀρετῆς: «Διὰ τί, οὖν μὴ δι’ ἀρετῶν καταλιμπάνομεν (ὑλικὰ ἀγαθά) ἵνα καὶ βασιλείαν κληρονομήσωμεν; Διὰ τοῦτο μηδὲ τοῦ κτᾶσθαι τῆς ἡμῶν ἐπιθυμίας λαμβανέτω» μιὰ ποὺ ἡ ἀπόκτησή τους δὲν ἀποφέρει κανένα κέρδος, ἀφοῦ αὐτὰ «μηδὲ αἴρομεν μεθ’ ἑαυτῶν». Ἡ ἀρετὴ ἀποτελεῖ καὶ εἶναι ἴδιον τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὅταν τὸ ἔτος 311-312 ἦρθε, στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς ἀγωνιζομένους, στὸ δικαστήριο, τὸ ἔκανε αὐτό, μὲ παρρησία καί, μάλιστα, τοὺς συνόδευε, μέχρι τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου καὶ παρέμενε ἐκεῖ, μέχρι νὰ ξεψυχήσουν.
Ὅταν ἐπέστρεψε, στὴ μετάνοιά του καὶ πάλι, τὸν ἐπισκέφθηκαν πολλοὶ μοναχοὶ πάσχοντες⋅ στοὺς μοναχοὺς ἐπαναλάμβανε συνεχῶς νὰ πιστεύουν καὶ νὰ ἀγαποῦν τὸν Θεό, νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς βρώμικους λογισμούς, ἀπὸ τὴ σκέψη τους καὶ νὰ ἀντιστέκονται, στὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Νὰ μὴν εἶναι κενόδοξοι, νὰ προσεύχονται, συνεχῶς, νὰ ψάλλουν, πρὶν καὶ μετὰ τὸν ὕπνο, νὰ ἀποστηθίζουν τὰ παραγγέλματα τῶν Γραφῶν, νὰ ἐνθυμοῦνται τὶς πράξεις τῶν ἁγίων καὶ νὰ ἠχεῖ, πάντα, στ’ αὐτιά τους τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἑαυτοὺς ἀνακρίνετε καὶ ἑαυτοὺς δοκιμάζετε» (Β΄ Κορ. 13, 5). Ἰδιαίτερα, συνιστοῦσε τὸν καθημερινὸ ἀπολογισμὸ τῶν πράξεων ἀπὸ τὸν καθ’ ἕνα, «… ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὁ τὰ κρυπτὰ ἐρευνῶν» (Α΄ Κορ. 4, 5, Ρωμ. 2, 16).
Συχνά, τὸν ἐπισκέπτονταν ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐθεράπευε καί, πάντοτε, εὐχαριστοῦσε τὸν Κύριο, παρακαλώντας τοὺς θεραπευμένους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, γιατὶ ἡ θεραπεία προῆλθε ἀπὸ τὸν Θεό.
Γράμματα δὲν θέλησε, ποτέ του, νὰ μάθει. Ὅμως, μποροῦσε, ἄνετα, νὰ συνομιλεῖ μὲ φιλοσόφους καὶ πεπαιδευμένους καὶ νὰ ἀλληλογραφεῖ, καὶ μὲ βασιλεῖς ἀκόμα. Κάποτε, τὸν ἐπισκέφθηκαν δύο φιλόσοφοι, γιὰ νὰ τὸν χλευάσουν, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε γράμματα. Ἐκεῖνος κατάλαβε τὶς προθέσεις τους καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς δὲν εἶχε νόημα ν’ ἀσχοληθοῦν μ’ ἕναν ἀνόητο. Οἱ φιλόσοφοι ἀπάντησαν ὅτι δὲν τὸν θεωροῦν ἀνόητο, ἀλλά, τοὐναντίον, πολὺ σοφό, ὁπότε ὁ Ἅγιος ἀνταπάντησε: «Ἂν ἤλθατε, ὣς ἐδῶ, γιὰ νὰ συναντήσετε κάποιον τρελλό, μάταια κοπιάσατε⋅ ἂν μὲ θεωρεῖτε συνετὸ γιατί δὲν ἀκολουθεῖτε τὸ δικό μου παράδειγμα; Ἃν ἐγὼ ἐρχόμουν νὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ, θὰ τὸ ἔκανα, γιὰ νὰ σᾶς μοιάσω, ἀφοῦ ξέρετε πὼς πρέπει νὰ μιμούμαστε τὸ καλό.
Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐσεῖς κάνετε αὐτὸ ποὺ εἶμαι ἐγώ, γίνετε Χριστιανοί». Σὲ κάποιους ἄλλους, πού, κι ἐκεῖνοι τὸν συνάντησαν καὶ ἤθελαν, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο μὲ τοὺς φιλοσόφους, νὰ τὸν χλευάσουν, ὑπέβαλε τὴν ἐρώτηση: Ποιό ἀπὸ τὰ δύο προηγεῖται, ὁ νοῦς ἢ τὰ γράμματα; Ὁ νοῦς ὀφείλεται στὰ γράμματα ἢ τὰ γράμματα στὸ νοῦ; Ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε ἦταν ὅτι ὁ νοῦς προηγεῖται. Καὶ ἡ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου: Ἄρα, ὅποιος ἔχει γερὸ μυαλό, δὲν χρειάζεται γράμματα.
Σὲ κάποιους νεοπλατωνικούς, ποὺ κορόιδευαν τὴ μελέτη τοῦ κηρύγματος τοῦ σταυροῦ, ὁ Ἅγιος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἀπάντησε: «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σὲ ἀποδείξεις φιλοσοφικές, στηριζόμαστε στὴ δύναμη τῆς πίστης. Δοκιμάστε νὰ θεραπεύσετε αὐτοὺς τοὺς δαιμονισμένους, πού, μόλις πρὶν λίγο μοῦ ἔχουν φέρει ἐδῶ, μὲ ὅποιο μέσο σᾶς ἐπιτρέπει ἡ θρησκεία σας. Ἐπικαλεσθεῖτε τὴ δύναμη τῶν εἰδώλων σας». Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ εἶδε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν, πράγματι, ἐμπιστοσύνη στὰ εἴδωλά τους, σχημάτισε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πάνω στοὺς ἀρρώστους καὶ προσευχήθηκε, στὸν Κύριο. Ἀμέσως, οἱ ἄνθρωποι θεραπεύτηκαν κι ἔφυγαν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό. Δὲν σταμάτησε, ὅμως, ἐδῶ.
Ἤθελε, μὲ τὴ μαιευτική, κατὰ κάποιον τρόπο μέθοδο, νὰ τοὺς κάνει νὰ παραδεχτοῦν ὅτι ἡ σοφία τους ἦταν ἀπόρροια λογικῶν συνδυασμῶν, ἐνῷ ἡ ἐξακρίβωση τῆς ἀλήθειας μπορεῖ νὰ γίνει μὲ ἀρχικὴ παραδοχή. Στὴν ἐρώτησή του, ἂν προηγεῖται ἡ πίστη ἢ ἡ ἀπόδειξη, ἀπάντησαν πὼς ἡ ἀκριβὴς γνώση τῆς ἀλήθειας ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἀποδοχή. Καὶ κατέληξε: «Ἡ πίστη ἔχει πηγή της τὰ βιώματα τῆς ψυχῆς, ἐνῷ ἡ λογικὴ ἀπόδειξη εἶναι μία, καθαρά, τεχνικὴ μέθοδος».
Κάποτε, ἀφοῦ ἡ φήμη του εἶχε ἐξαπλωθεῖ, παντοῦ, ὁ αὐτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος καὶ οἱ δύο του γιοί, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, τοῦ ἔστειλαν ἐπιστολές, τὸν ἀποκαλοῦσαν πατέρα καὶ ζητοῦσαν τὴν εὐλογία του. Οἱ ἄλλοι μοναχοὶ θαύμαζαν, γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ αὐτοκράτορα, κι ἐκεῖνος, ταπεινά, τοὺς ἔλεγε: «Νὰ μὴν θαυμάζετε γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ βασιλιᾶ, μιὰ ποὺ κι ἐκεῖνος εἶναι ἄνθρωπος⋅ νὰ θαυμάζετε μᾶλλον γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἔγραψε στοὺς ἀνθρώπους τὸν νόμο καὶ μᾶς μίλησε, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ του».
Μόνον, λοιπόν, στὴν ἔρημο, μὲ τὸ πολυδύναμο νόημά της – δηλαδὴ τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικό της περιεχόμενο –, εἶναι δυνατὸν στὸν ἐρημίτη νὰ ἀπομακρύνει τὴ σκέψη του ἀπὸ τὸν πλαστό, τὸν εἰκόνικο καὶ ἀπατηλὸ ἑαυτό του ὥστε νὰ μπορέσει νὰ σκάψει βαθιά, μέσα του, νὰ συναντήσει τὸ ἀκάθαρτο βάθος του.
«Ἔνδον σκάπτε», δίδασκαν οἱ Στωικοί, ἀναγνωρίζοντας ὅτι ἡ ἐνδοσκόπηση ἀποτελεῖ σπουδαία ἀρετή. Ὅμως, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἀσκητής, ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος, νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἀντικρίσει τὸν ἑαυτό του, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴ φροντίδα, γιὰ τὴ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὑποκινούμενος ἀπὸ τὴν ἀπληστία. Κι αὐτὴ ἡ ἀπληστία τὸν ἐξωθεῖ συνεχῶς, πρὸς τὴν αὐτοκαταστροφή του. Ἡ ἀγχώδης βιασύνη, τὸ ἄγχος ποὺ βιάζει τὴ ζωή, συμβάλλει στὴν ἀποστέρηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς βαθύτερες ἀνθρώπινες ἰδιότητές του, ἀπὸ τὴ σκέψη καί, κυρίως, ἀπὸ τὸν Θεό.
Μέσα στὴ μοναξιά του, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται, ἀναπόφευκτα, σὲ σύγκρουση, συνειδητοποιώντας τὸν ἀποκλεισμό του, ἀπέναντι σ’ αὐτὸν τὸν πολύμορφο καὶ πολυδιάστατο κόσμο. Χάνει τὸν ἑαυτό του, χάνει τὸν ἄνθρωπο,τὸν πλησίον του. Χάνει τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἄνθρωπο πού, χωρὶς αὐτήν, ὁ κόσμος εἶναι μία ἀπέραντη μοναξιά. Αὐτὸ τὸ χάσμα, ἀνάμεσα στὸ ἐγὼ καὶ στὸν κόσμο, εἶναι δυνατὸν νὰ γεφυρωθεῖ ἂν ὑπάρξει τὸ κατάλληλο ὑποστήλωμα, πάνω στὸ ὁποῖο θὰ θεμελιωθεῖ ἡ γέφυρα ἐπικοινωνίας ἀτόμου-κόσμου.
Τὸν ρόλο αὐτοῦ τοῦ ὑποστηλώματος καλύπτουν οἱ ἐρημίτες, οἱ ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι, μέσα στὴν ἀσκητικὴ ἔρημο, καταπολεμοῦν τὰ πάθη τους καί, μὲ τὴν συνεχὴ ἄσκηση καὶ προσευχή, προσεγγίζουν τὸν Θεό, βοηθώντας τὸν ἄνθρωπο, μὲ μεγάλη, πάντοτε, κατανόηση καὶ ἐπιείκεια, νὰ ξαναβρεῖ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή, δηλαδὴ νὰ προσεγγίσουν κι αὐτοὶ τὸν Θεό, ἀφοῦ: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι», βγαίνοντας, ἔτσι, ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ ἐγώ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τὸ ἄτομο γίνεται ἱκανὸ νὰ ἐλαχιστοποιήσει, νὰ μειώσει ἢ καὶ νὰ ἐξαφανίσει τοὺς ἐξαναγκασμούς, οἱ ὁποῖοι τὸ καταδικάζουν σὲ διάσταση βούλησης καὶ πράξης. Ἂν ἡ διάσταση αὐτὴ προσδίδει τραγικότητα στὸν ἄνθρωπο, τότε ἡ ταύτιση ἀποτελεῖ, ἢ τουλάχιστον, πρέπει νὰ ἀποτελεῖ ὁριακὸ σημεῖο ἰσορροπίας καὶ εὐτυχίας γι’ αὐτόν.
Τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο ἀκολούθησε μία ἀτελείωτη σειρὰ ἀπὸ μεγάλους ἀσκητές, ποὺ μὲ τὴ διδασκαλία τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ζωντανό τους παράδειγμα, ὁδήγησαν πολλοὺς ἀνθρώπους στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Μέσα στὰ περιορισμένα πλαίσια τῆς μελέτης αὐτῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς συμπεριλάβουμε ὅλους. Ἀρκούμαστε, λοιπόν, στὴν ἀναφορὰ σὲ κάποιους ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἔδρασαν στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνέπτυξαν ἱεραποστολικὴ δράση: Ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς (†399), ἀσκητὴς καὶ λόγιος, ὁ Θέων, ὁ ἀββᾶς Ἀμοῦν, ὁ μάρτυρας ἀββᾶς Κύρος καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ποὺ μὲ τὸ «ζῶν ὕδωρ» ξεδίψασαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι κατέφευγαν σ’ αὐτούς, ζητώντας στήριξη καὶ ἐνθάρρυνση, ἀπὸ τὴν ἄγνοια, ὑπερασπίστηκαν τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ.
πηγή: Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχος 222, Ιανουάριος 2011.