«Πόση φρίκη προκαλοῦσε ἄλλοτε ἡ θέα τοῦ σταυροῦ, ὅταν ἀκὸμη δὲν τὸν εἶχε ἁγιάσει τὸ Πανάγιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Ἦταν τότε τὸ σύμβολο τῆς ἀτιμίας καὶ τῆς ντροπῆς. Ἐπάνω ἐκεῖ θανατώνονταν οἱ κακοῦργοι, ὅπως σήμερα θανατώνονται ἤ στὴ λαιμητόμο, ἤ στὴν ἀγχόνη, ἤ μὲ ντουφέκι. Ὅ,τι αἰσθάνεται κανεὶς ὅταν ἀντικρίζη τὴ λαιμητόμο καὶ τὴν κρεμάλα σήμερα, ἐκεῖνο αἰσθανόνταν οἱ ἄνθρωποι τότε, ὅταν ἔβλεπαν τὸ Σταυρό.
Οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Πέρσες πρῶτοι πρῶτοι ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτάτη ἐποχὴ θανάτωναν τοὺς κακούργους καὶ τοὺς προδότες ἐπάνω στὸ σταυρό. Ἔπειτα καὶ οἱ Ρωμαῖοι ἔκαναν καθημερινὴ χρήση θανατώνοντας τοὺς κακούργους καὶ τοὺς δυστυχισμένους δούλους τους. Ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους πῆραν τὸ σταυρὸ καὶ οἱ Ἑβραῖοι καὶ αὐτὸν φόρτωσαν ἐπάνω στοὺς ὤμους τοῦ Κυρίου μας καὶ ἔτσι φορτωμένος Ἐκεῖνος ἀνέβηκε στὸν ἀνηφορικὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ἐπάνω ἐκεῖ σὰν ἕνας κοινὸς κακοῦργος ὑπόμεινε ἕνα σκληρό, ἕνα ἐπονείδιστο θάνατο.
Ἀπὸ τότε ὁ σταυρὸς δὲν εἶναι πλέον τὸ σύμβολο τῆς ἀτιμίας καὶ τῆς ντροπῆς, εἶναι τὸ σύμβολο τῆς χάριτος καὶ τῆς οὐράνιας γαλήνης καὶ τῆς παρηγοριᾶς.
Εἶναι ἡ ἁγία Σαρακοστὴ ἕνα πέλαγος μακρύ. Ταξιδεύοντας μέσα σὲ τοῦτον τὸν μεγάλο ὠκεανό, κάναμε τὴν πρώτη μας στάση στὴ μέση τοῦ ταξιδιοῦ μας. Θέλομε νὰ ξεκουραστοῦμε καὶ μὲ νέα δύναμη νὰ συνεχίσωμε τὸ ταξίδι μας, ὥσπου νὰ φτάσωμε στὸ ποθητὸ λιμάνι, στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Τὸ νησὶ μὲ τὴν κατάφυτη φύση του, μἐ τὸ γάργαρο νερό του, ποὺ
δροσίζει τὰ στήθη μας, τὰ στήθη τῶν ἁγνῶν χριστιανῶν, εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός. Αὐτὸν προβάλλει ἡ ἐκκλησία μας στὴ μέση τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς γιὰ νὰ ἀντλήσουν δύναμη οἱ χριστιανοί, ποὺ μὲ νηστεία καὶ προσευχὲς ἑτοιμάζονται ψυχικά, γιὰ νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ Χριστό μας.
Θὰ τὸν δοῦμε αὔριο, μέσα στὰ δροσερὰ λουλουδάκια, τὰ πρῶτα τῆς ἄνοιξης, νὰ προβάλῃ ἀπὸ τὸ ἱερὸ τῆς ἐκκλησίας κρατούμενος ἀπὸ τὰ χέρια τῶν παπάδων μας, γιὰ νὰ γίνη προσκύνημα τῶν πιστῶν, ποὺ θὰ γεμίσουν τὶς ἐκκλησίες μας.
Καὶ θὰ γονατίσουν μπροστά του καὶ θὰ τὸν φιλήσουν καὶ θὰ πάρουν τὸ λουλουδάκι ἀπὸ τὴ χάρη του καὶ γεμάτοι δύναμη καὶ πίστη θὰ γυρίσουν στὰ σπίτια τους.
Τοῦτο τὸ λουλούδι, ποὺ μηνάει τὴ μεγάλη ἄνοιξη, θὰ γεμίση μύρο τὸ σπιτάκι μας. Θὰ μοσκοβολήση ὁ τόπος. Κι ἀνταμωμένη ἡ μυρουδιά του μὲ τὴν προσευχή μας θ’ ἀνεβῆ ψηλὰ στὸν οὐράνιο πατέρα μας. Θὰ συναντηθῆ στὸ δρόμο καὶ μὲ τὴν ψαλμωδία ποὺ οἱ παπάδες μας σὰ σήκωναν τὸ Σταυρὸ ἔψελναντ «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου.,. Ἡ ζωή μας, ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, εἶναι ἀνταμωμένη μὲ τὸ σημάδι τοῦ Σταυροῦ.
Ὦ τιμιο ξύλο τοῦ Σταυροῦ ποὺ ἀπάνω σου ξαπλώθηκε τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ!
Μὲ σὲ πρωτογνωρίσαμε τὴ θρησκεία μας. Τὸ βάφτισμα σὰν πήραμε, τὸ Ἅγιο Μύρο τοῦ Χριστοῦ σταυρὸ μᾶς ἔκανε παντοῦ, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια, στὸ μέτωπο, στὰ μάγουλα, στὴν πλάτη μας, στὸ στῆθος καὶ σ’ ὅλες τὶς αἰσθήσεις, γιὰ νὰ μᾶς δυναμώση ἡ χάρη του ἡ ἅγια.
Μὲ σὲ μᾶς νανούριζε ἡ γιαγιά. Καὶ ἡ μανούλα, μὲ σὲ κάθε βραδάκι μᾶς ἀποκοίμιζε γλυκά. Καὶ σὰ δὲ σταματούσαμε τὸ κλάμα τὸ πολύ, ἐσὺ μᾶς καταπράυνες, μᾶς ἔκανες ἀρνί. Ὅταν τὰ τρία δάχτυλα κάνανε τὸ σημάδι σου σὰν εἴμαστε μικρά, μαθαίναμε πὼς δύναμη ἤσουν στὴ ζωὴ καὶ ὅπλο ἀνίκητο.
Τὸ χέρι μας ἐρχόταν πάντα στὸ μέτωπό μας, σὰν τρόμος μᾶς ἐπιανε βαθύς. Βοήθεια ζητούσαμε καὶ τὴ βρίσκαμε σὲ σέ. Οὔτε οἱ βροντὲς οὔτε οἱ ἀστραπὲς οὔτε οἱ μπόρες οὔτε τὰ σκιάχτρα οὔτε τὸ σκοτάδι οὔτε οἱ σεισμοὶ μᾶς φόβιζαν. Σὲ νιώθαμε κοντά μας καὶ ἦταν περιβόλι ἡ καρδιά μας. Μέσα μας κι ἔξω ξαστεριά.
Ἀπὸ τότε γνωρίσαμε τὴ δύναμή σου κι ἀπὸ τότε πάντα ζητοῦμε τὴν ἐνίσχυσή σου καὶ δὲν μᾶς τὴν ἀρνεῖσαι, Σταυρέ μου. Γιατὶ πάντα μὲ ἄδολη καρδιὰ κάνομε τὸ σημάδι σου στὸ στῆθος μας ἐμπρός.
Ὅταν σὲ βλέπω νὰ ὑψώνεσαι, νιώθω φτερὰ μέσα μου, ποὺ μ᾽ ἀνεβάζουν μαζί σου στοῦ οὐρανοῦ τὰ πλάτια, ἐκεῖ ποὺ ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκουμπισμένος.
Ὅταν σ’ ἔχω κρεμασμένον στὸ στῆθος μου, νιώθω τὴ δύναμή σου, τὴ ζεστασιά σου, τὴν ἀγάπη σου. Δίπλα στὴ μιὰ καρδιὰ ποὺ μοῦ δίνει τὴ ζωή, ἔχω μιὰν ἄλλη ποὺ μοῦ στερεώνει τὴ ζωὴ καὶ μοῦ δίνει δύναμη νὰ πάω ἐμπρός, πάντα ἐμπρός.
Ἀστράφτεις στὸ φῶς τοῦ ἥλιου κι ἀπ’ τὶς, μαρμαρυγές σου σκοτίζονται ὅσοι δὲν πιστεύουν στὴ δύναμή σου. Σὲ θέλομε πάντα κοντά μας.
Σὲ σηκώνομε μὲ καρτερία, ὅπως σὲ σήκωσε καὶ ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνοντας τὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ κι ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ πανσέβαστο ξύλο σου δύναμη, γιὰ νὰ νικήσωμε στὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς.
Δὲ λυγίζομε ἀπὸ τὸ βάρος σου, γιατὶ δὲν εἶναι φορτίο δυσβάσταχτο. Μαζί σου λιγοστεύει τὸ βάρος τῶν πταισμάτων μας. Μαζί σου καὶ στὶς χαρὲς καὶ στὶς λύπες μας καὶ στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
Εἶσαι τοῦ στρατακόπου βοηθός, τοῦ ζευγολάτη ἐλπίδα, τοῦ ἐργάτη θεία δύναμη, τοῦ μαθητῆ βοήθεια ἀκαταμάχητη, τοῦ κόσμου ἡ παρηγοριὰ εἶσαι ἐσὺ Σταυρέ μου. Ἐσύ, σὰ φυλαχτὸ ἀτίμητο μέσα στοῦ πολέμου τὴ βοὴ ἀντρειώνεις τὰ παλικάρια καὶ διώχνεις τὰ βόλια τῶν ἐχθρῶν.
Ρίχνομε, Σταυρέ μας, τὸ βλέμμα μας σήμερα ἐπάνω σου μὲ σεβασμὸ καὶ μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία μας σοῦ ψάλλομε τοῦτον τὸν ὡραῖο καὶ γλυκόφθογγο ὕμνο, ποὺ δείχνει τὴ δύναμή σου τὴ μὲγάλη κι ἀκατανίκητη.
«Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης τῆς Οἰκουμένης. Σταυρὸς ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας. Σταυρὸς πιστῶν τὸ στήριγμα. Σταυρὸς Ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα».
Ὁ Καρυστίας καὶ Σκύρου Παντελεήμων