Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016

Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα



…Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων», εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…

Ἡ λέξη «ἅγιος» ἢ «ἁγιότητα» παραπέμπει σὲ κάτι ἐντελῶς ἄσχετο καὶ ξένο πρὸς τὴν ἐποχή μας, πρὸς τὸν πολιτισμὸ καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς ἐποχῆς μας φιλοδοξεῖ νὰ κάνει τὰ παιδιὰ του «ἅγιους»; Ποιὸ ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας καὶ τὰ ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργοῦν τὴν ἁγιότητα ἢ τὴν προβάλουν ὡς ὅραμα καὶ πρότυπο; Ὁ «ἐπιτυχημένος» ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, τὸ ἰδανικό τῆς σύγχρονης παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, δὲν εἶναι κἄν ὁ «καλὸς κ’ ἀγαθὸς» τῶν κλασσικῶν χρόνων. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐξασφαλίζει χρήματα, ἀνέσεις καὶ κοινωνικὴ προβολὴ - αὐτὸ θέλουν οἱ γονεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά τους, σ’ αὐτὸ κυρίως ἀποβλέπουν τὰ ἐκπαιδευτικά μας συστήματα, αὐτὸ καλλιεργοῦν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, αὐτὸ ὀνειρεύεται ἡ πλειονότητα τῶν νέων μας.

Πράγματι, σὲ μία κοινωνία, ἡ ὁποία βιώνει ὡς τὸ σοβαρότερο πρόβλημά της τὴν ἀνεργία, καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ ἄγχος πῶς νὰ αὐξήσει τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, τὸ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἅγιους καὶ ἁγιότητα ἀποτελεῖ πρόκληση, ἂν ὄχι πρόσκληση σὲ γέλωτα καὶ χλευασμό. Οὕτως, ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».

Λησμονημένο γιατί κάποτε ὑπῆρχε, γιατί αὐτὸ ἐνέπνεε τὸν πολιτισμό μας, διότι οἱ ἄνθρωποί μας ἄλλοτε ζοῦσαν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ἀντλοῦσαν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ μέτρο τοῦ πολιτισμοῦ τους, αὐτοὶ ἦταν οἱ ἥρωες, οἱ μεγάλοι πρωταθλητές, οἱ «διάσημοι ποδοσφαιριστὲς» καὶ «στὰρ» τῶν χρόνων τους. Τώρα ἔχουν μείνει μόνο τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων μας, καὶ αὐτὰ «κουτσουρεμένα» καὶ ἀλλοιωμένα ἐπὶ τὸ ξενικώτερον, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν πλέον νὰ γιορτάζουν, ὄχι τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων τους, μὰ τὰ δικά τους προσωπικὰ γενέθλια. Σὲ μία τέτοια ἐποχὴ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν ἁγιότητα; Ὁ λόγος του θὰ πέσει στὸ κενό.

Μά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πῶς νὰ μὴ μιλήσει κανεὶς γιὰ κάτι τόσο κεντρικὸ καὶ θεμελιῶδες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ; Γιατί ἡ πίστη μας χωρὶς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται. Διότι, ἂν λησμονήσουμε τὴν ἁγιότητα, δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο, ἡ «ἐκκοσμίκευσή της» εἶναι πλέον ἀναπόφευκτη.

Ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μόνο «λησμονημένη» στὶς μέρες μας, εἶναι ὅταν καὶ ὅπως γίνεται λόγος γι’ αὐτήν, καὶ παρεξηγημένη. Τί σημαίνει ἁγιότητα, ὅταν τὴ δεῖ κανεὶς ὡς εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς βίωμα καὶ πρόγευση τῶν ἐσχάτων;




Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα

Ἂν ρωτήσει κανεὶς τυχαία τοὺς ἀνθρώπους στὸν δρόμο τί ἀποτελεῖ κατὰ τὴ γνώμη τους «ἁγιότητα», ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ λάβει κατὰ κανόνα εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς: ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάνει ἁμαρτίες, ποὺ τηρεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἠθικὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη, μὲ μία φράση: «δὲν ἁμαρτάνει». Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις στὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητας προστίθεται ἕνα στοιχεῖο καὶ μὲ χροιὰ μυστικισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐσωτερικὰ βιώματα, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ «θεῖον», περιέρχεται σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, μὲ λίγα λόγια ζεῖ ὑπερφυσικὲς καταστάσεις καὶ ἐνεργεῖ ὑπερφυσικὲς πράξεις.

Ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας φαίνεται νὰ συνδέεται στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων μὲ κριτήρια ἠθικολογικὰ καὶ ψυχολογικά. Ὅσο πιὸ ἐνάρετος εἶναι κανείς, τόσο πιὸ ἅγιος εἶναι. Καὶ ὅσο πιὸ χαρισματικὸς εἶναι κάποιος καὶ ἐπιδεικνύει ἱκανότητες ποὺ δὲν τὶς ἔχουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι (ὅπως νὰ διαβάζει τὴ σκέψη μας, νὰ προβλέπει τὸ μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερό μᾶς κάνει νὰ τὸν θεωροῦμε «ἅγιο». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ ἀντίστροφα: ὅταν διαπιστώσουμε κάποιο ἐλάττωμα στὸν χαρακτήρα ἢ τὴ συμπεριφορὰ κάποιου (ὅτι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τὸν διαγράφουμε ἀπὸ τοὺς «ἁγίους». Ἢ ἂν δὲν ἐκδηλώσει ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, μᾶς ξενίζει καὶ ἡ σκέψη ἀκόμη ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι ἅγιος.

Ἡ κοινὴ καὶ διαδεδομένη αὐτὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἁγιότητα δημιουργεῖ ὁρισμένα βασικὰ ἐρωτηματικά, ὅταν τὴ θέσουμε στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεώς μας. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ αὐτά:

1. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνίσταται κυρίως στὴν τήρηση τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τότε γιατί ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἐνῶ δικαιώθηκε ὁ Τελώνης στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὸν Φαρισαῖο «ὑποκριτή», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔλεγε ψέματα, ὅταν ἰσχυριζόταν ὅτι τηροῦσε πιστὰ τὸν Νόμο, ὅτι ἔδινε τὸ 1/10 τῆς περιουσίας του στοὺς πτωχοὺς καὶ ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα τοῦ ζητοῦσε ὁ Θεὸς ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος δὲν παρέλειπε νὰ ἐφαρμόσει. Ὅπως ἐπίσης δὲν ἔλεγε ψέματα ὅταν χαρακτήριζε τὸν τελώνη ἁμαρτωλὸ - ὅπως καὶ ὁ τελώνης τὸν ἑαυτὸ του - γιατί πράγματι ὁ τελώνης ἦταν ἄδικος καὶ παραβάτης τῶν ἠθικῶν κανόνων.

2. Παρόμοιο ἐρώτημα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «ἅγιος» ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς ἐπιστολές του. Ἀπευθυνόμενος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Γαλατίας κ.λπ., ὁ Παῦλος τοὺς καλεῖ «ἁγίους». Στὴ συνέχεια ὅμως τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν κατονομάζει μύρια ὅσα ἠθικὰ ἐλαττώματα τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπικρίνει δριμύτατα. Στὴν πρὸς Γαλάτας μάλιστα ἐπιστολὴ φαίνεται ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάσταση τῶν ἐκεῖ «ἁγίων» ἦταν τόσο ἀπογοητευτική, ὥστε νὰ ἀναγκάζεται ὁ Παῦλος νὰ τοὺς γράψει: «εἰ γὰρ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθεῖτε»! Πῶς συμβαίνει νὰ καλοῦνται οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ «ἅγιοι», ὅταν εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ καθημερινή τους ζωὴ δὲν ἦταν σύμφωνη μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἴδιας τῆς πίστεώς τους; Θὰ διανοεῖτο ἄραγε κανεὶς στὶς μέρες μας νὰ καλοῦσε «ἅγιον» ἕναν ἀπὸ τοὺς χριστιανούς;

3. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀναζητήσει καὶ νὰ τὴ βρεῖ κανεὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἐνεργοῦν ὑπερφυσικὲς πράξεις. Οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι μάντεις καὶ φακίρηδες, οὔτε κρίνεται ἡ ἁγιότητά τους ἀπὸ τέτοια «χαρίσματα». Ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀναφέρονται θαύματα, ἐνῶ ὑπῆρξαν θαυματοποιοί, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἀναγνωρίστηκαν ὡς ἅγιοι. Εἶναι, σχετικά, πολὺ ἐνδιαφέροντα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α’ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως πολλοὶ σήμερα, ἐντυπωσιάζονταν ἀπὸ ὑπερφυσικὲς ἐνέργειες: «καὶ ἐὰν ἔχω πίστιν ὥστε ὅρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμί». Τὸ νὰ διατάξεις ἕνα βουνὸ νὰ μετακινηθεῖ, εἶχε πεῖ ὁ Κύριος ὅτι εἶναι δυνατόν, ἂν ἔχεις πίστη «ὡς κόκκον σινάπεως». Δὲν εἶναι ὅμως ἀπὸ μόνο του δεῖγμα ἁγιότητας, δὲν εἶναι τίποτα «οὐδέν», ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης, κάτι δηλαδὴ ποὺ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος χωρὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες μπορεῖ νὰ ἔχει. Θαυματουργία καὶ ἁγιότητα δὲν ταυτίζονται, οὔτε συνυπάρχουν κατ’ ἀνάγκη.

4. Παρόμοια ἐρωτηματικὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ σύνδεση τῆς ἁγιότητας μὲ ἀσυνήθεις καὶ «μυστικὲς» ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Πολλοὶ ἀνατρέχουν σήμερα στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες γιὰ νὰ συναντήσουν ἐξαϋλωμένους «γκουρού», ἀνθρώπους ἐξαίρετης αὐτοπειθαρχίας, ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τοὺς θεωρεῖ αὐτοὺς ἁγίους, ὅσο βαθιὲς καὶ ὑπερφυσικὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ ἐμπειρίες τους, καὶ ὅσο σπουδαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρετή τους.

Ἔτσι τελικὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα: ὑπάρχουν ἅγιοι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν ἡ λέξη «ἅγιος» σημαίνει αὐτὸ ποὺ γενικὰ ὁ κόσμος νομίζει καὶ ποὺ περιγράφουμε πιὸ πάνω (δηλαδὴ ἠθικὸς βίος, ὑπερφυσικὰ χαρίσματα καὶ ὑπερφυσικὲς ἐμπειρίες), τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας (Ἴσως μάλιστα συχνότερα ἐκτὸς παρὰ ἐντός). Ἂν πάλι θελήσουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι δυνατὴ μόνο στὴν Ἐκκλησία, τότε πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας πέρα ἀπὸ τὰ κριτήρια ποὺ ἀναφέρουμε πιὸ πάνω, πέρα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις καὶ ἐμπειρίες.



Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πῶς ἀντιλαμβάνεται ἢ Ἐκκλησία μας τὴν ἁγιότητα.


Ὁ ὅρος «ἅγιος» ἔχει μία ἐνδιαφέρουσα ἱστορία. Ἡ ρίζα τῆς λέξεως στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι τὸ αγ-, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγονται μία σειρὰ ἀπὸ ὅρους, ὅπως τὸ ἁγνός, τὸ ἄγος κ.λπ. Τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ρίζας αὐτῆς τὴν κρατάει τὸ ρῆμα ἄζεσθαι, ποὺ σημαίνει τὸ δέος σὲ μία ἀπόκρυφη καὶ φοβερὴ δύναμη (Αἰσχύλου, Εὐμ. 384 κ. ἑ.), τὸ σέβας πρὸς τὸν φορέα τῆς Δύναμης (Ὁμήρου, Ὀδύσ. 9,200 κ. ε.) κ.λπ. Ἔτσι στὸν ἀρχαῖο ἑλληνισμὸ ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὴ δύναμη, μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Otto ἀποκαλεῖ mysterium fascinosum et tremendum - αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ ταυτόχρονα ἕλξη καὶ φόβο.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ σημιτικὴ λέξη, ποὺ μεταφράζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα μὲ τὸ «ἅγιος» εἶναι τὸ godes, ποὺ συγγενεύει μὲ τὴν ἀσσυριακὴ kuddushu, καὶ ποὺ δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρῶ (ἐξ οὗ καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα). Τὰ ἅγια πράγματα εἶναι αὐτὰ ποὺ τὰ ξεχωρίζει κανεὶς ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα - κυρίως στὴ λατρεία - καὶ τὰ ἀφιερώνει στὸν Θεό.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ σημασία ποὺ συναντοῦμε στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες (τὸ δέος, τὸν φόβο, τὸν σεβασμὸ πρὸς μία ἀνώτερη δύναμη) καὶ συνδέει τὴν ἔννοια τοῦ «ἁγίου» μὲ τὴν ἀπόλυτη ἑτερότητα, τὸ ἀπολύτως Ἄλλο, πράγμα ποὺ τελικὰ ὁδηγεῖ τὴν Ἁγία Γραφὴ στὴν ταύτιση τοῦ «ἁγίου» μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός, καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καὶ μόνο καὶ τὴ σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε ἁγιότητα. Γιὰ νὰ δηλωθεῖ μάλιστα μὲ ἔμφαση ἡ πίστη αὐτὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἠσαΐας, ὁ προφήτης τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ) καλεῖ τὸν Θεὸ τρεῖς φορὲς ἅγιο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, ποὺ σημαίνει στὴ μορφὴ τοῦ ἑβραϊσμοῦ, τῆς τριπλῆς ἐπαναλήψεως, ἀπείρως ἅγιος (πρβ. τὸ 777 καὶ τὸ ἀντίθετό του 666, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος λόγος καὶ τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).

Συνεπῶς γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἁγιότητα ταυτίζεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄνθρωπο ἢ τὰ ἱερὰ πράγματα, ὅπως στὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμό, γίνεται πρόσωπο, καὶ μάλιστα στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὴν ὁποία οἱ Πατέρες ταυτίζονται καὶ τὸ τρεῖς φορὲς ἅγιος τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα. Ἡ ἁγιότητα, συνεπῶς, γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἀλλὰ θεοκεντρική, καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἠθικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο σπουδαῖα καὶ ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς προσωπικῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. (Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἡ Θεοτόκος ὀνομάζεται «Παναγία» ἢ καὶ «Ὑπεραγία» - ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές Της, ἀλλὰ γιατί αὐτή, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο, ἑνώθηκε προσωπικὰ μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ δίνοντας σάρκα καὶ αἷμα στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ).

Ἡ ἁγιότητα λοιπὸν δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀτομικὸ κτῆμα κανενός, ὅσο «ἅγιος» κι ἂν εἶναι κανεὶς στὴ ζωή του, ἀλλὰ θέμα σχέσεως προσωπικῆς μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Του ἁγιάζει ὅποιον Ἐκεῖνος θέλει, χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ κάτι ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἁγιασμένου. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, οἱ ἄνθρωποι δὲν συνεισφέρουμε τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ, ὁ δὲ κόπος καὶ ἡ ἄσκησή μας δὲν παράγει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἁγιότητά μας, ἀφοῦ μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν σκύβαλο χωρὶς καμιὰ ἀξία.

Αὐτὴ ἡ ταύτιση τῆς ἁγιότητας μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴ χριστιανικὴ πίστη ὁδηγεῖ στὴ σύνδεσή της μὲ τὴν ἴδια τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἁγιότητα σημαίνει πλέον τὸ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὡς πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακάτικης προσευχῆς δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου». Ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἐσχατολογική, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν τελικὴ κατάσταση τοῦ κόσμου, εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε στὸ «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἔλθει ἡ στιγμὴ ποὺ ὅλος ὁ κόσμος θὰ πεῖ μαζὶ μὲ τὰ Χερουβεὶμ αὐτὸ ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Ἠσαΐας στὸ ὅραμά του: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου! ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

Οἱ ἅγιοι δὲν ἐπιζητοῦν τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δοξάζει τοὺς ἁγίους, ὄχι μὲ τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια Του τὴ δόξα. Οἱ ἅγιοι ἁγιάζονται καὶ δοξάζονται ὄχι μὲ μία ἁγιότητα καὶ μία δόξα ποὺ πηγάζει ἀπὸ μέσα τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δόξα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ (πρβ. βυζαντινὴ ἁγιογραφία - χρήση φωτὸς ἀπ’ ἔξω πρὸς τὰ ἔσω κ.λπ.). Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴ θέωση τῶν ἁγίων.

Ὅπως ἀποσαφηνίστηκε κατὰ τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες τοῦ 14ου αἰώνα, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ δυτικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιὰ «κτιστὴ» χάρη, δηλαδὴ χάρη καὶ δόξα ποὺ ἀνήκει στὴν ἴδια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δημιουργία, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως τὴν ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ ἄλλοι ἡσυχαστὲς τῶν χρόνων ἐκείνων, ἀντιλαμβάνεται τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ τὴ δόξα ποὺ τοὺς περιβάλλει ὡς «ἄκτιστες» ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ πραγματικὸς ἅγιος, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐπιζητεῖ μὲ κανένα τρόπο τὴ δική του δόξα, ἀλλὰ μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπιζητεῖ κανεὶς τὴ δική του δόξα, χάνει τὴν ἁγιότητά του, γιατί σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἁγιότητα σημαίνει μετοχὴ καὶ κοινωνία στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ - αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε θέωση. Κάθε ἁγιότητα ποὺ στηρίζεται στὶς ἀρετές μας, στὴν ἠθική μας, στὰ προσόντα μας, στὴν ἄσκησή μας κ.λπ. εἶναι δαιμονική, καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς γίνεται φανερὸ γιατί ἡ κατ’ ἐξοχὴν πηγὴ τῆς ἁγιότητας βρίσκεται στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἂς ἀναλύσουμε κάπως τὴ θέση αὐτή.

Εἴπαμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι οἱ ἅγιοι δὲν διαθέτουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλὰ μετέχουν στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε ἁγίους, παρὰ μόνον μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἡγιασμένων.

Ὅταν τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ κύριο ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι κτίσμα, ἦταν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἁγιάζεται, ἀλλὰ μόνον ἁγιάζει. Ἂν ἁγιαζόταν, θὰ ἦταν κτίσμα, διότι τὰ κτίσματα, καὶ συνεπῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲν ἁγιάζουν, ἀλλὰ ἁγιάζονται. Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του, ποὺ διασώζεται στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἀκοῦμε στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ «δώδεκα Εὐαγγέλια» τῆς Μ. Πέμπτης, λέγει τὴ βαρυσήμαντη φράση πρὸς τὸν Πατέρα: «ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, κατ’ ἐπέκταση) ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἔχουν δὲ εὐχαριστιακὸ νόημα: ὁ Χριστὸς μὲ τὴ θυσία Του ἁγιάζει ὁ ἴδιος (ὡς Θεὸς) τὸν ἑαυτό Του (ὡς ἄνθρωπος) γιὰ ν’ ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς κοινωνώντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Εὐχαριστία ἁγιαζόμεθα, δηλαδὴ γινόμαστε ἅγιοι κοινωνώντας μὲ τὸν ἕναν καὶ μόνον ἅγιο, τὸν Χριστό.

Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκαλυπτικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τοῦ τί εἶναι ἁγιότητα, ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως, ὅταν ὑψώνει τὸ Τίμιο Σῶμα λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Θ. Κοινωνία: «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα Του εἶναι ἅγια καὶ προσφέρονται στοὺς «ἁγίους», τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς κοινωνίαν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ λαοῦ στὴν ἐκφώνηση αὐτὴ εἶναι συγκλονιστική, καὶ συνοψίζει ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ἕνας εἶναι μόνον ἅγιος, ὁ Χριστὸς - ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ - καὶ ἡ ἁγιότητά Του, στὴν ὁποία καλούμεθα νὰ συμμετάσχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, δὲν ἀποβλέπει σὲ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός). Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν ἁγιότητα στὸ ἀποκορύφωμά της. Μὲ τὴν ὁμολογία «εἷς ἅγιος», κάθε ἀρετή μας καὶ κάθε ἀξία μας ἐκμηδενίζονται μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ μόνου ἁγίου. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ προσερχώμεθα στὴ Θ. Κοινωνία χωρὶς προπαρασκευὴ καὶ ἀγώνα γιὰ τὴν ἄξια προσέλευσή μας. Σημαίνει ὅμως ὅτι ὅσο καὶ ἂν προετοιμαστοῦμε, δὲν γινόμαστε ἅγιοι προτοῦ κοινωνήσουμε. Ἡ ἁγιότητα δὲν προηγεῖται τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, ἀλλ’ ἕπεται. Ἂν εἴμαστε ἅγιοι πρὶν κοινωνήσουμε, τότε πρὸς τί ἡ Θ. Κοινωνία; Μόνον ἡ μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἁγιάζει, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Θ. Κοινωνία. Ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ πηγάζει μία σειρὰ ἀπὸ ἀλήθειες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα μας.

Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι κατανοοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γιατί, ὅπως ἀναφέραμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μας, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται «ἅγιοι», παρὰ τὸ ὅτι δὲν χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἠθικὴ τελειότητα. Ἐφ’ ὅσον ἁγιότητα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σημαίνει μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὑπὲρ ἡμῶν ἁγιάζει ἑαυτὸν μὲ τὴ θυσία Του, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μετέχουν στὸν ἁγιασμὸ αὐτὸ μποροῦν νὰ καλοῦνται «ἅγιοι».

Μὲ τὴν ἴδια «λογική», στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς Εὐχαριστίας ἔλαβαν τὸ ὄνομα «τὰ ἅγια» (πρβ. τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις»), παρὰ τὸ ὅτι ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν εἶναι ἅγια. Καὶ μὲ τὴν ἴδια αἰτιολογία ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς ἐπίσης ἀπένειμε τὸν τίτλο «ἅγιος» στοὺς ἐπισκόπους. Πολλοὶ σκανδαλίζονται σήμερα ὅταν λέμε «ὁ ἅγιος δεῖνα» (ἕνας δημοσιογράφος ποὺ εἶχε ὡς κύριο ἔργο του νὰ προβάλλει σκάνδαλα ἐπισκόπων, εἶχε καθιερώσει τὴ γραφὴ ὁ ἅγιος - ἐντὸς εἰσαγωγικῶν – δεῖνα. Πλήρης ἄγνοια τῆς σημασίας τοῦ ὅρου ἅγιος). Ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί εἰκονίζει στὴ Θ. Εὐχαριστία τὸν μόνον ἅγιο, ὡς εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς καθήμενος εἰς τόπον καὶ τύπον Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἐκείνη ποὺ δικαιολογεῖ τὸν τίτλο «ἅγιος». Ὁ Ὀρθόδοξος λαός, πρὶν ὑποστεῖ τὴ διάβρωση τοῦ εὐσεβισμοῦ, δὲν εἶχε καμία δυσκολία νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ γλώσσα τοῦ εἰκονισμοῦ, καὶ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο ἐκείνου, ποὺ τὸν εἰκονίζει μέσα στὴ Θ. Λειτουργία, δηλαδὴ στὸν ἐπίσκοπο.

Ἔτσι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων». Σ’ αὐτὴν ἀποβλέπει ἡ ἄσκηση τῶν ὁσίων, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ποτὲ σκοπός, ἀλλὰ μέσο πρὸς τὸν σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τὸ σημεῖο αὐτὸ λησμονεῖται καὶ παραβλέπεται ἀπὸ πολλοὺς σύγχρονους θεολόγους, ἀκόμα καὶ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, τείνουν νὰ ταυτίσουν τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἄσκηση.

Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας ὅμως εἶναι εὔγλωττη. Ἐπὶ σαράντα χρόνια ἀσκήθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν ἅγιο, τότε ἐτελεύτησε τὸν βίο ἔχοντας ἁγιασθεῖ. Ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκήσεώς της ἦταν ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Θὰ ἦταν ἁγία ἡ ὁσία Μαρία, ἂν εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη ἀλλὰ δὲν εἶχε κοινωνήσει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον ἀρνητική.

Ἀλλὰ ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς καταστάσεως ἐκείνης, στὴν ὁποία θὰ ἁγιάζεται καὶ θὰ δοξάζεται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση αἰώνια καὶ ἀδιάκοπα ὁ «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ».

πηγή

Πέμπτη, Ιουλίου 31, 2014

Νόσος καὶ θεραπεία στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία

Μητροπολίτης Περγάμου  Ἰωάννης


Πῶς ἐννοεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, καὶ πῶς πρέπει νὰ ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἐκκλησία, τὴ νόσο καὶ τὴ θεραπεία, ἂν καὶ ὄχι μὲ σχήματα καὶ ἔννοιες ἰδεοκρατικές, φυσιοκρατικὲς ἢ ψυχολογικο – χρηστικές; Στὴν προσπάθεια νὰ δώσουμε κάποια ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό, ἂς δανεισθοῦμε ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία τὶς ἀκόλουθες θεμελιώδεις ἀρχές:

1. Ἡ νόσος, ἡ κάθε μορφῆς νόσος, ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀρρώστια συνδέεται μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν εἶναι «φυσικό», συνεπῶς, νὰ ἀρρωσταίνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀφύσικο, «παρὰ φύσιν». Αὐτό, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ θέση ποὺ ὀνομάσαμε φυσιοκρατικὴ ἢ ἰδεοκρατική: θεραπεία καὶ ἴαση στὴν περίπτωση αὐτὴ φαίνεται νὰ σημαίνουν συμμόρφωση πρὸς τὴ φύση. Ἐν τούτοις, ὁρισμένες διευκρινίσεις μᾶς φέρουν μακριὰ ἀπὸ κάθε φυσιοκρατικὴ ἀντίληψη. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου καθαυτή, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸ μηδέν, εἶναι τρεπτή, δηλαδὴ ρέπει πρὸς τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, καὶ συνεπῶς πρὸς τὴν ἀρρώστια. Ἀλλὰ ἡ ἴδια φύση μπορεῖ ἐπίσης νὰ ὑπερβεῖ τὴ ροπὴ αὐτή, ὄχι μὲ δυνάμεις ἐγγενεῖς σ’ αὐτήν, ἀλλὰ ἂν ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἄφθαρτο καὶ αἰώνιο Θεό. Ἡ ὑπέρβαση αὐτὴ τῆς ἐγγενοῦς στὴν ἀνθρώπινη φύση τρεπτότητας καὶ φθορᾶς ἔχει δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο ὡς «λόγος», ὡς τελικὸς προορισμός, τοῦ ὁποίου ἡ πραγμάτωση ἀνατέθηκε στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου: ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὡς ἐλεύθερο πρόσωπο κλήθηκε νὰ κατευθύνει τὴ φύση εἴτε πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, εἴτε πρὸς τὸ πέραν τοῦ ἑαυτοῦ της, τὸ Θεό. Ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο (τροπὴ τῆς φύσεως πρὸς τὸν ἑαυτό της), καὶ ἔτσι ἡ νόσος ἀπὸ δυνατότητα φυσική, ἔγινε πραγματικότητα φυσική. Δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ μὴ νοσεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση· ἡ νόσος ἔγινε φαινόμενο «φυσικό», ὄχι ὅμως γιατί αὐτὸ ἦταν ἀναπόφευκτο, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖ ὁδήγησε τὰ πράγματα ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς θέσεως γιὰ τὴ θεραπεία θὰ φανοῦν ἐλπίζουμε πιὸ κάτω.

2. Ὅπως ἡ ἁμαρτία ἔτσι καὶ ἡ νόσος ἔχουν πιὰ καταστεῖ γενικὴ καὶ παγκόσμια πραγματικότητα, τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἄρει ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτὴν ὀφείλεται ἡ ἐμφάνιση καὶ ἑδραίωσή της. Καὶ τοῦτο γιατί μὲ τὸ θάνατο, ποὺ μπῆκε στὴν ὕπαρξη, καὶ ἀπὸ ἁπλὴ φυσικὴ δυνατότητα ἔγινε καὶ αὐτὸς φυσικὴ πραγματικότητα, κατατμήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση, καὶ δὲν φέρεται στὸ σύνολό της, στὴν καθολικότητά της, ἀπὸ κάθε πρόσωπο. Ἔτσι ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ σύνολό της: νοσοῦν καὶ πεθαίνουν, συνεπῶς, ὄχι μόνον οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι.

3. Ἡ τελικὴ καὶ ἀληθινὴ θεραπεία ὡς πλήρης ἐξάλειψη τῆς νόσου εἶναι ἀδύνατη καὶ ἀκατόρθωτη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ φθορὰ καὶ ἡ θνητότητα κληροδοτοῦνται βιολογικὰ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, καὶ μαζί τους ἡ νόσος. Γιὰ νὰ σπάσει αὐτὸς ὁ φαῦλος κύκλος, πιστεύουμε στὴ θεολογία, χρειάζεται ἔξωθεν ἐπέμβαση, μία ἐπέμβαση, ποὺ πραγματοποιεῖται γιὰ μᾶς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἡ ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης μὲ τὴ θεία φύση, ποὺ ἀποτελοῦσε τὴν κλήση καὶ τὸν προορισμὸ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, πραγματοποιεῖται χωρὶς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ βιολογικὴ γέννηση, ποὺ διαιωνίζει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, πράγμα ἀδύνατο γιὰ κάθε μεταπτωτικὸ ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὰ ὑγιὴς ἄνθρωπος, ὄχι γιατί εἶναι καὶ Θεὸς —στὸ Θεὸ δὲν ἔχουν ἐφαρμογὴ οἱ ἔννοιες τοῦ ὑγιοῦς ἢ τοῦ ἀσθενοῦς— ἀλλὰ διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν κληρονομημένη φθαρτότητα καὶ διαρκῶς ἑνωμένη ἑκούσια καὶ ἐλεύθερα, χάρη στὴν ὑποστατικὴ —δηλαδὴ τὴν προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ὑπερβαίνει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Καμιὰ θεραπεία, συνεπῶς, ὡς ἀληθινὴ καὶ ριζικὴ ἐξάλειψη τῆς νόσου δὲν εἶναι νοητὴ ἐκτὸς Χριστοῦ. Ἡ θεραπεία εἶναι δυνατὴ μόνο ὡς ἐνσωμάτωση στὸ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὰ ὑγιῆ ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ ὅτι γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἔχει τόσο κεντρικὴ σημασία γιὰ τὴ θεραπεία, καὶ δὲν ἀρκεῖ ποτὲ ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ κανείς.

4. Παρὰ ταῦτα ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία παραμένει κλειδὶ γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τόσο τῆς ἔννοιας τῆς νόσου ὅσο καὶ τῆς θεραπείας. Ἀφοῦ ἡ νόσος πέρασε στὴν ὕπαρξη μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ ἡ θεραπεία καὶ ἴαση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ἴδια πύλη. Τὸ μυστικὸ αὐτὸ τὸ γνώριζαν πολὺ καλὰ οἱ ἀσκητικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γι’ αὐτὸ ἔδωσαν τόση βαρύτητα στὴν ἄσκηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, ὡς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὰ πάθη. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἰδιαίτερα σημαντικὰ εἶναι ὅσα μᾶς προσφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος.



Θεραπευτικὰ ἀξιώματα τοῦ ἁγίου Μαξίμου

Ἡ πεμπτουσία τῆς νοσηρότητας γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο βρίσκεται στὴ φιλαυτία. Ἡ φιλαυτία δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα πάθος: εἶναι ἡ γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν παθῶν: «θέλεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, ἀποτίναξε τὴ μητέρα τῶν παθῶν, τὴ φιλαυτία» (κεφ. ἀγαπ. II, I). Ὅπως ἀναλύει ὁ Φώτιος πιστὰ τὴ σκέψη τοῦ Μαξίμου (Βιβλιοθ. κώδ. 192 – Ρ. G. 103, 637 ἐξ. ), ἡ φιλαυτία, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, γέννησε τὴν ἡδονή, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ ἡδονὴ ἦταν ἀνάμικτη μὲ τὴν ὀδύνη, ἐνεπλάκη ὁ ἄνθρωπος σὲ μία ἀτέρμονα καὶ ἀπέλπιδα προσπάθεια νὰ κρατήσει τὴν ἡδονὴ καὶ νὰ ἀποβάλει τὴν ὀδύνη. Ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη αὐτὴ προσπάθεια γεννήθηκε ὁ «ὄχλος τῶν παθῶν». Καὶ ἐπεξηγεῖ ὁ Φώτιος τὴ σκέψη τοῦ Μαξίμου: «Οἷον, εἰ μὲν τῆς ἐν φιλαυτίᾳ ἡδονῆς ἀποποιούμεθα, γεννῶμεν τὴν γαστριμαργίαν, τὴν ὑπερηφανίαν, τὴν φιλαργυρίαν, καὶ ὅσα τὸν τυχόντα τρόπον πορίζει ἡδονήν· εἰ δὲ τὴν ἐν φιλαυτίᾳ φεύγομεν ὀδύνην, γεννῶμεν: τὸν θυμόν, τὸν φθόνον, τὸ μῖσος, τὴν ἀπόγνωσιν καὶ ὅσα ἄλλα τῆς ἡδυνούσης ἐστέρηται διαθέσεως. Ἐκ δὲ τοῖς ἀμφοῖν μίξεως τίκτεται ἡ ὑπόκρισις, ἡ κολακεία, ὁ δόλος, καὶ ἁπλῶς ὅσα ἄλλα μοχθηρὰ εἴδη τῆς μικτῆς ἐστι πανουργίας ἐπινοήματα».

Μὲ ἄλλα λόγια ἂν ἀποποιηθοῦμε τὴν ἡδονή, διατηρώντας ὅμως τὴ φιλαυτία, προκαλοῦμε τὴ γαστριμαργία, τὴν ὑπερηφάνια, τὴ φιλαργυρία καὶ ὅλα ὅσα κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο παρέχουν ἡδονή, ἂν δὲ ἀποποιηθοῦμε καὶ ἀποφύγουμε τὴν ὀδύνη, πάλι διατηρώντας τὴ φιλαυτία, προξενοῦμε τὸ θυμό, τὸ φθόνο, τὸ μίσος, τὴν ἀπόγνωση καὶ ὅλα ὅσα ἐμπεριέχουν στέρηση τῆς ἡδονῆς. Ἂν πάλι ἀναμείξουμε καὶ τὰ δύο καὶ τὰ ἀποφύγουμε (δηλ. τόσο τὴν ἡδονὴ ὅσο καὶ τὴν ὀδύνη) —διατηρώντας πάντοτε τὴ φιλαυτία – πέφτουμε στὴν ὑποκρισία, τὴ κολακεία, τὸ δόλο κ. λπ. Τὰ συμπεράσματα εἶναι σημαντικά.

α. Ἡ θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πάλη ἀπ’ εὐθείας κατὰ τῶν συγκεκριμένων παθῶν. Ἀντίθετα, ὅπως εἴδαμε στὸ χωρίο, ποὺ μόλις διάβασα, ἐπειδὴ τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς ψυχικῆς ἀρρώστιας γεννᾶται ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς ἡδονῆς — σὲ συνδυασμὸ πάντοτε μὲ τὴ φιλαυτία— ὅσο περισσότερη στέρηση προκαλοῦμε τόσο πιὸ πολλὰ πάθη γεννοῦμε. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι γιὰ νὰ θεραπευθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη, πρέπει νὰ ἐπιτρέπουμε τὰ πάθη νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ λειτουργοῦν; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἐφ’ ὅσον χρόνο διαρκεῖ ἡ φιλαυτία, ἡ ἐκκοπὴ τῶν συγκεκριμένων παθῶν εἶναι ὄχι μόνο ἀνέφικτη, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπιτευχθεῖ, ἐπικίνδυνη, γιατί μὲ τὴ στέρηση τῆς ἡδονῆς, τὴν ὁποία συνεπάγεται, γεννᾶ ἄλλα πάθη. Ἔτσι συμβαίνει συχνὰ ὅσοι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ σαρκικὰ πάθη νὰ ἀναπτύσσουν τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας ἢ τῆς ὑπερηφανίας κ.λπ. Δὲν πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ θεραπεία ὅταν ἐξαλείφονται συγκεκριμένα πάθη. Ἡ μόνη θεραπεία βρίσκεται στὴν ἐξάλειψη τῆς φιλαυτίας, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων αὐτῶν τῶν παθῶν.

β. Ἐπειδὴ ἡ ὀδύνη ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς ἡδονῆς στὴ μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἐσφαλμένη ἀντίληψη περὶ ἀσθενείας, αὐτὴ ποὺ ὀνομάσαμε πιὸ πάνω χρηστικὴ – ἀναλγητικὴ προσέγγιση, καὶ ποὺ φαίνεται νὰ ἐπικρατεῖ στὴ σύγχρονη φιλοσοφία τῆς ἰατρικῆς. Ἡ ὀδύνη δὲν ἐξαλείφεται μὲ τὴν ἀπάλειψή της, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποδοχή της. Ἡ θεραπεία ἔρχεται μὲ τὴν πρόσκληση τῆς ὀδύνης καὶ τὴν ἐμπειρία της. Συμβαίνει βέβαια πολλὲς φορὲς ἡ ὀδύνη νὰ εἶναι δυσβάσταχτη, καὶ ἡ ἐμπειρία της ἐξοντωτική. Γι’ αὐτὸ κάθε θεραπευτικὴ ἀγωγὴ θὰ πρέπει νὰ προσαρμόζεται στὴν ἀνθεκτικότητα τοῦ ἀσθενοῦς (=οἰκονομία). Ἀλλὰ μὲ κανέναν τρόπο δὲν πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὸν ἀσθενῆ θεραπευθέντα, ἐπειδὴ ψυχολογικὰ «ἀναπαύεται» ἢ δὲν ὑποφέρει. Ἡ τραγικότητα τῆς ὑπάρξεως βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ καμία θεραπεία δὲν μπορεῖ νὰ παρακάμψει τὸ Σταυρό. Πολλὲς φορὲς ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἡδονὴ δὲν εἶναι μόνο σαρκικὴ ἀλλὰ καὶ ψυχολογική. Ἀποσπώντας τὴν ὀδύνη ἀπὸ τὴ θεραπεία προσφέρουμε τὴν ἡδονή, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ τὴν ἀληθινὴ θεραπεία.

γ. Ἡ σωστὴ θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη προϋποθέτει, κατὰ τὸν Μάξιμο, τρεῖς βασικὲς διακρίσεις. Τὶς περιγράφει στὸ ἑξῆς χωρίο ἀπὸ τὰ κεφάλαια περὶ ἀγάπης: «Οὐ πρὸς τὰ πράγματα ὁ νοῦς πολεμεῖ τοῦ θεοφιλοῦς, οὐδὲ πρὸς τὰ τούτων νοήματα, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη τὰ τοῖς νοήμασι συνεζευγμένα. Οἶον οὐ πρὸς τὴν γυναῖκα πολεμεῖ, οὐδὲ πρὸς τὸν λυπήσαντα, οὐδὲ πρὸς τὰς τούτων φαντασίας, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη, τὰ ταῖς φαντασίαις συνεζευγμένα (3,40). Ἅπας ὁ πόλεμος τοῦ μοναχοῦ πρὸς τοὺς δαίμονας, ἵνα τὰ πάθη τῶν νοημάτων χωρίσῃ. Ἄλλως γὰρ ἀπαθῶς τὰ πράγματα βλέπειν οὐ δύναται (3,41), Ἄλλο ἐστι πρᾶγμα καὶ ἄλλο νόημα καὶ ἄλλο πάθος. Καὶ πρᾶγμα μὲν ἐστίν, οἷον ἀνήρ, γυνή, χρυσὸς καὶ τὰ ἑξῆς. Νόημα δέ, οἷον, μνήμη ψιλὴ τινος τῶν προειρημένων. Πάθος δέ, οἶον, φιλία ἄλογος ἢ μῖσος ἄκριτόν τινος τῶν προειρημένων. Πρὸς οὖν τὸ πάθος ἐστὶ τοῦ μοναχοῦ ἡ μάχη (3,42)».

Θεωροῦμε τὶς διακρίσεις αὐτὲς τοῦ Μαξίμου ἄκρως σημαντικὲς γιὰ τὸ θέμα τῆς θεραπείας. Καὶ πρῶτον, σημαίνουν ὅτι ἀποτελεῖ λανθασμένη μέθοδο ἡ πάλη ἐναντίον τῶν ἀντικειμένων, τῶν ὄντων καθαυτά, ἐπειδὴ προκαλοῦν πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες. Τὸ νὰ λέγει αὐτὸ ἕνας μοναχός, ὅπως ὁ Μάξιμος, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπὸ τὰ «πράγματα» καὶ πῆρε τὶς ἀποστάσεις του ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ πράγματα δὲν ἀποτελεῖ λύση, οὔτε ἡ παραμονὴ στὰ πράγματα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅσους ζοῦν ὅταν κόσμο, ἀποτελεῖ αἰτία ἀσθένειας. Τὸ νὰ εἰσηγηθοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὸ διαζύγιο σὲ κάποιον, ποὺ ὑποφέρει ψυχικὰ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ συντρόφου του, δὲν ἀποτελεῖ θεραπεία του. Μπορεῖ τὸ διαζύγιο νὰ ἄρει πρὸς καιρὸ τὴν ὀδύνη τοῦ προσώπου αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα παραμένει στὸ ἀκέραιο. Ἔτσι πρέπει νὰ θεωρηθεῖ λανθασμένη καὶ ἡ τρέχουσα ἀντίληψη ὅτι ὁ μοναχὸς φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ «θεραπευθεῖ» ἀπὸ τὰ πάθη ἀποφεύγοντας τοὺς πειρασμούς. Ὁλόκληρη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση τονίζει ὅτι οἱ πειρασμοὶ γίνονται πιὸ δυνατοί, ὅταν φύγει κανεὶς ἀπὸ τὰ «πράγματα» ποὺ τοὺς προκαλοῦν, γιατί μένουν τὰ «νοήματα» τῶν πραγμάτων, τὰ ὁποία πειράζουν τὸν ἄνθρωπο.

Τὸ ἴδιο ὅμως ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ «νοήματα» τῶν πραγμάτων. Ἡ μνήμη καὶ ἡ ἀναπαράσταση τῶν ὄντων δὲν εἶναι αὐτὴ καθαυτὴν ἀπορριπτέα. Πολλοί, ἀντίθετα μὲ ὅσα γράφει ὁ Μάξιμος, μάχονται τὴν τέχνη, τὸν πολιτισμὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο συνεπάγεται λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας, γιὰ χάρη τῆς ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τὰ πάθη. Πρόκειται γιὰ μία Ὠριγενικὴ καὶ Εὐαγριανὴ πνευματικότητα, τὴν ὁποία ἀσφαλῶς ἔχει στὸ νοῦ του καὶ καταπολεμᾶ ὁ Μάξιμος, γιατί τέτοιες ἰδέες ἦσαν τότε —καί, φοβοῦμαι, ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι— διαδεδομένες μεταξὺ τῶν μοναχῶν. Οὔτε πρὸς τὰ πράγματα, οὔτε πρὸς τὰ νοήματά τους εἶναι ἡ πάλη τῶν μοναχῶν, τονίζει ὁ Μάξιμος, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη, ποὺ εἶναι «συνεζευγμένα» σ’ αὐτά. Μία σωστὴ θεραπεία ἐπιβάλλει αὐτὲς τὶς διακρίσεις. Ἀλλιῶς παράγονται πνευματικὰ ἐκτρώματα, ἄνθρωποι ψυχικὰ ἀσθενεῖς, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη θεραπείας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον.

δ. Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ γίνει ὁ διαχωρισμὸς τοῦ πάθους ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὰ νοήματα: Τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει ὁ Μάξιμος στὴν ἑπόμενη ἀμέσως παράγραφο τῶν ὅσων εἶπε πιὸ πάνω: τὸ ἐμπαθὲς νόημα εἶναι «λογισμὸς σύνθετος ἀπὸ πάθους καὶ νοήματος. Χωρίσωμεν τὸ πάθος ἀπὸ τοῦ νοήματος, καὶ ἀπομένει ὁ λογισμὸς ψιλός. Χωρίζομεν δὲ δι’ ἀγάπης πνευματικῆς καὶ ἐγκρατείας, ἐὰν θέλωμεν». Ὁ χωρισμὸς τοῦ πάθους ἀπὸ τὸ νόημα δὲν γίνεται παρὰ μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐγκράτεια (δηλ. τὴν αὐτοκυριαρχία) καὶ τὴν ἐλεύθερη θέληση. Τὰ στοιχεῖα ὅμως αὐτὰ χρειάζονται περισσότερη ἀνάλυση.



Ἡ ἀγάπη ὡς ἐλευθερία καὶ ἡ ἐλευθερία ὡς ἀγάπη

Τόσο ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης ὅσο καὶ ἐκείνη τῆς ἐλευθερίας, ἐνῶ ἀποτελοῦν κλειδιὰ γιὰ τὴ σωστὴ θεραπεία, ὑπόκεινται καὶ αὐτὲς στὴ δική τους παθολογία. Ἔτσι ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι στὴν οὐσία μία μορφὴ ναρκισσισμοῦ», δηλαδὴ ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ μας μέσα ἀπὸ τὴν μορφή, τὸν καθρέφτη τοῦ ἄλλου. Ὁ ναρκισσισμὸς θεωρεῖται νόσος, ἀλλὰ οἱ μορφὲς του εἶναι τόσο πολλὲς καὶ δυσδιάκριτες ὥστε νὰ μὴ ἀντιμετωπίζεται συνήθως στὴ ρίζα του. Στὴν πραγματικότητα κάθε ἐρωτικὴ ἀγάπη ἐμπεριέχει στοιχεῖα ναρκισσισμοῦ, αὐτοῦ ποὺ ὀνομάσαμε προηγουμένως στὴ γλώσσα τοῦ Μαξίμου «φιλαυτία». Τὸ «πάθος» τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης συνίσταται στὴν ἀπαίτηση τῆς ἀποκλειστικότητας ποὺ ἐμπεριέχει, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ οἰκοδομεῖται ἐπάνω σὲ δύο πρόσωπα, ὡσὰν νὰ μὴ ὑπῆρχαν ἄλλα ὄντα γύρω τους. Ὁ ἔρωτας εἶναι στὸ βάθος μία ἐγωκεντρικὴ μορφὴ ἀγάπης, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ πολλὲς παθολογικὲς καταστάσεις (ἐξάρτηση, ἄγχος ἀποχωρισμοῦ κ.λπ. ).

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία ὡς ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν ἄλλο μπορεῖ νὰ σημάνει τὴν πιὸ ὠμὴ μορφὴ φιλαυτίας, μία παθολογικὴ ἀνεξαρτησία ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ κατάθλιψη ἢ καὶ αὐτοκτονία, ὅταν διαπιστώνεται ὅτι οἱ ἄλλοι μᾶς εἶναι ἀπαραίτητοι, ἀλλὰ ὄχι ἐπιθυμητοί. Ἔτσι τὸ πρόβλημα δημιουργεῖται, μὲ ποιὸν τρόπο ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία μποροῦν ὄχι μόνο νὰ μᾶς ἀπελευθερώσουν ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκαθαρθοῦν τὰ ἴδια ἀπὸ τὴ δική τους παθολογία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ θεολογία θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει τὶς ἑξῆς θέσεις:

α. Τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀποκλειστικότητας στὴν ἀγάπη. «Ἐὰν τινὰς μὲν μισῇς τινὰς δὲ οὐδὲ ἀγάπης οὐδὲ μιςῇς, ἑτέρους δὲ ἀγαπᾶς, ἀλλὰ συμμέτρως, ἄλλους δὲ σφόδρα ἀγαπᾶς, ἐκ ταύτης τῆς ἀνισότητος γνῶθι ὅτι μακρὰν εἶ τῆς τελείας ἀγάπης, ἥτις ὑποτίθεται πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπῆσαι». Ἡ ἀποκλειστικότητα ἀναιρεῖ τὴν ἀγάπη γιατί ὑποκρύπτει κάποια μορφὴ φιλαυτίας. Ἀγαποῦμε τοὺς οἰκείους μας, τὰ παιδιά μας, τοὺς συγγενεῖς μας, τοὺς «ἐρωμένους» κ.λπ., περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί κάποια ἀνταπόκριση περιμένουμε ἀπ’ αὐτοὺς ἢ γιατί κάποια ἀνάγκη, ψυχολογικὴ ἢ βιολογική μᾶς δένει μαζί τους. Ἡ ἀγάπη τῶν οἰκείων ὑποκρύπτει τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας.

β. Τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. Καμιὰ μορφὴ ἀγάπης δὲν εἶναι πιὸ ἐλεύθερη ἀπὸ αὐτὴν καὶ καμιὰ μορφὴ ἐλευθερίας δὲν ταυτίζεται πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. «Εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστι; [. . . ] καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι» (Λουκ. 6, 32). Ἡ ἀγάπη ποὺ προσδοκᾶ ἀνταπόδοση εἶναι «ἁμαρτωλή», παθολογική. Ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν περιμένει ἀνταπόδοση, ἢ καλύτερα, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅσους μᾶς βλάπτουν, εἶναι ἀληθινὰ «χάρις», δηλαδὴ ἐλευθερία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐν Χριστῷ» «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν» καὶ ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἶναι ἡ μόνη ἐλεύθερη ἀγάπη.

Συμπερασματικά, μόνον ὅταν συμπίπτει ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ἐλευθερία ἔχουμε θεραπεία. Ἀγάπη χωρὶς ἐλευθερία καὶ ἐλευθερία χωρὶς ἀγάπη ἀποτελοῦν παθολογικὲς καταστάσεις, ποὺ χρειάζονται θεραπεία.

Ἀλλὰ πῶς μπορεῖ νὰ συμπέσουν αὐτὰ τὰ δύο στὴν πράξη; Εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφαίνεται κανεὶς γιὰ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει ἀλλὰ τί ἔχει νὰ πεῖ ἡ θεολογία γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ πρέπει;



Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο

Ἐρχόμαστε τώρα στὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς ὁμιλίας μας: μὲ ποιὸ τρόπο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὸν ἄνθρωπο στὴν πράξη;

Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νὰ ἄρουμε μία παρεξήγηση, ποὺ ἐπικρατεῖ εὐρύτατα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν θεραπεύει τόσο μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει, ὅσο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι. Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι σοβαρότατο. Ἀναζητοῦμε ὅλοι κατὰ κανόνα στὴν Ἐκκλησία τὰ μέσα τῆς σωτηρίας ἀλλὰ ἡ σωτηρία βρίσκεται στὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἐνσωμάτωσης σ’ αὐτήν. Ἡ διαφορὰ εἶναι πελώρια καὶ ἔχει πρακτικὴ σημασία ὡς πρὸς τὴ θεραπεία.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει πνευματικοὺς καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ποὺ σωστότερα πρέπει νὰ λέγεται τῆς Μετανοίας. Πολλὴ ἔμφαση καὶ σημασία ἔχει ἀποδοθεῖ στὸ στοιχεῖο αὐτὸ ὡς πρὸς τὴ θεραπεία. Ἀναζητεῖται ὁ τέλειος πνευματικός, ἡ τέλεια μέθοδος ἐξομολογήσεως κ.λ.π., καὶ λησμονεῖται ὅτι ὁ πνευματικὸς δὲν θεραπεύει. Μπορεῖ νὰ εἶναι κουρασμένος τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως ἢ νὰ μὴν ἔχει τὶς κατάλληλες γνώσεις —πράγματα συνηθέστατα. Ἡ θεραπεία δὲν θὰ ἐπέλθει τὴν ὥρα τοῦ Μυστηρίου, ἁπλούστατα γιατί τὸ Μυστήριο ἔχει ὡς στόχο τὴν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μόνον ἐκεῖ, σιγὰ-σιγὰ καὶ μακροπρόθεσμα θὰ ἐπέλθει ἡ θεραπεία. Πῶς θὰ συμβεῖ αὐτό;

Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ θεραπευτήριο, γιατί προσφέρει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἀτόμου σ’ ἐκείνη τοῦ προσώπου. Ποιὰ ἡ διαφορά; Καὶ πῶς συμβαίνει αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία;

Τὸ ἄτομο ἀποτελεῖ ἔννοια ἀριθμητική, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀπομόνωσή του ἀπὸ τὰ ἄλλα ἄτομα· ποὺ εἶναι αὐτὸ γιατί δὲν εἶναι κάτι ἄλλο. Τὸ ἄτομο εἶναι στὸ βάθος ἔννοια ἀρνητική. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ ὡς ἄτομο, ψυχολογικὰ αὐτοπεριφράσσεται, «σχίζεται» ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πρόκειται γιὰ μία παθολογικὴ κατάσταση, ποὺ συνιστᾶ πλῆθος νοσηρῶν φαινομένων, καὶ ἴσως τὴν πηγὴ ὅλων τῶν ἀσθενειῶν, αὐτὸ ποὺ ὁ Μάξιμος ὀνομάζει «φιλαυτία». Τὸ ἄτομο δὲν συνιστᾶ μόνο ἠθικῆς ἤ ψυχολογικῆς φύσεως πρόβλημα, ἀλλὰ ἔχει ὀντολογικὲς διαστάσεις. Συνδέεται μὲ τὸ θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν τροφοδότης καὶ ταυτόχρονα καταλύτης τοῦ ἄτομου: ὁ θάνατος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξαίρει τὴν ἀτομικότητα χωρίζοντάς την ὁριστικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους (ὁ καθένας πεθαίνει μόνον αὐτός), γιὰ νὰ τὴ διαλύσει τελικὰ στὴν ἀποσύνθεση καὶ τὴν ἀνυπαρξία. Ἡ ἀτομικότητα εἶναι φορέας νόσου ἢ νόσων, ἀκριβῶς γιατί στὸ βάθος της ὑποκρύπτεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου, τοῦ ὀντολογικοῦ μηδενισμοῦ —ἂν ἐπιτρέπεται ἡ παράδοξη ὅσο καὶ ἀληθινὴ αὐτὴ ἀντίφαση. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὸ σῶμα. Ἄν, ὅπως ὁ Μάξιμος, συνδέουν τὴν φιλαυτία μὲ τὸ σῶμα, δὲν εἶναι γιατί τὸ σῶμα εἶναι κακό, ἀλλὰ γιατί ἐκφράζει κατ’ ἐξοχὴν τὸ ὀχυρό τῆς ἀτομικότητας, ἐκεῖ ποὺ φωλιάζει ἡ δυνατότητα τῆς ἀποκοπῆς μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ἐκεῖ ποὺ τελικὰ στοχεύει καὶ ἐπιτυγχάνει ὁ θάνατος. Ἡ ἀτομικότητα εἶναι τὸ πρῶτο παθολογικὸ στάδιο, ποὺ περνάει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ἀνάγκη θεραπείας.

Τὸ δεύτερο στάδιο εἶναι ἐκεῖνο τῆς κοινωνίας. Γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀτομικότητα ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ περάσει στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἄλλους —μὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ ἔστω καὶ ἀρνητική: νὰ θυμώσει, νὰ δείρει ἢ ἀκόμα καὶ νὰ σκοτώσει. Αὐτὸ ποὺ συνήθως λέγεται «ἐκτόνωση», ἀποτελεῖ μορφὴ ὑπερβάσεως τοῦ ἀτομισμοῦ, μορφὴ «θεραπείας» κατὰ τὴν ψυχιατρική. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου, πρόκειται ὅμως γιὰ μία μορφὴ σχέσεως καὶ κοινωνίας, ποὺ ἐμφανίζεται ὡς θεραπεία, χωρὶς νὰ εἶναι.

Τὸ ἐπίπεδο στὸ ὁποῖο ἐπιδιώκει νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται πέρα ἀπὸ αὐτήν, στὴν κατάσταση τοῦ προσώπου.



Τί εἶναι τὸ πρόσωπο;

Ἡ Ἐκκλησία δανείζεται τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴν πίστη της στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ πέρνωντάς την ἀπὸ τὴν Χριστολογία καὶ τὴν Πνευματολογία τὴν ἐφαρμόζει στὴν Ἐκκλησία. Στὴν Ἁγία Τριάδα τὸ πρόσωπο εἶναι ἔννοια θετική, σχέση καταφατική, καὶ ὄχι ἀρνητική. Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Τριάδος εἶναι διάφορα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὄχι γιατί ἀπομονώνονται καὶ ἀποσχίζονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ ἀντίθετα γιατί εἶναι ἀναπόσπαστα ἑνωμένα μεταξύ τους. Ἡ ἑνότητα, ὅσο πιὸ ἄρρηκτη εἶναι, τόσο πιὸ πολὺ γεννάει, παράγει ἑτερότητα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξασφαλίζει ὀντολογικὴ πληρότητα καὶ σταθερότητα, ἀπουσία θανάτου καὶ ἀληθινὴ ζωή. Ὁ ἄλλος ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἐχθρός, ἀλλὰ ἡ βεβαίωση τῆς δικῆς μου ταυτότητας καὶ μοναδικότητας: τὸ Σὺ ποὺ μὲ κάνει νὰ εἶμαι Ἐγώ, καὶ χωρὶς τὸ ὁποῖο τὸ Ἐγὼ εἶναι ἀνύπαρκτο καὶ ἀδιανόητο.

Καὶ κάτι ἀκόμα. Στὴν Ἁγία Τριάδα ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα καὶ μοναδικότητα δὲν αἰτιολογεῖται ψυχολογικά, ἀλλὰ ὀντολογικά. Οἱ ἰδιότητες ποὺ διακρίνουν τὰ τρία πρόσωπα μεταξύ τους εἶναι μόνο ὀντολογικές: τὸ κάθε Ἕνα εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, καὶ τίποτε παραπάνω. Τὸ πρόσωπο δὲν κρίνεται ἀπὸ τὶς ἰδιότητές του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἁπλὴ κατάφαση τῆς ταυτότητάς του ὡς μοναδικοῦ καὶ ἀναντικατάστατου ὄντος. Δὲν εἶναι τὸ πρόσωπο προσωπικότητα, δηλαδὴ συνισταμένη ἰδιοτήτων (ὕψους, κάλλους ἢ ἀσχήμιας, ἀρετῆς ἢ κακίας, εὐφυΐας ἢ βλακείας κ.λ.π.. Τὸ πρόσωπο εἶναι ἐλεύθερο ἀπὸ ἰδιότητες καὶ δὲν κρίνεται ἀπ’ αὐτές).

Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη περὶ προσώπου περνάει στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε «ἐν Χριστῷ» μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὶς ἰδιότητές του —αὐτὸ σημαίνει ἡ συγχώρηση, ποὺ παίρνει στὸ Βάπτισμα καὶ στὴ Μετάνοια— ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι. Ἡ συγχώρηση καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, ὡς μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης ταυτότητος, μὲς τὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεραπευτικῆς. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει ὄχι μὲ ὅσα λέγει, ἀλλὰ μὲ ὅ,τι εἶναι: κοινότητα ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν εἶναι συναίσθημα, ὥστε νὰ τὸ ἀναζητήσουμε στὸ ἐσωτερικὸ καὶ τὴ διάθεση τοῦ ἄτομου, ἀλλὰ σχέση, πράγμα ποὺ ἀπαιτεῖ συνύπαρξη καὶ ἀποδοχὴ σὲ μία κοινότητα συγκεκριμένη, κοινότητα ἀγάπης χωρὶς ἀποκλειστικότητα καὶ ὅρους. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει μὲ τὸ νὰ εἶναι μία τέτοια κοινότητα, στὴν ὁποία ἐντασσόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐθίζεται νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἀγαπᾶται ἐλεύθερα, ὅπου κατὰ τὰ λόγια του Ἁγίου Μαξίμου «ἡ τελεία ἀγάπη οὐ συνδιασχίζει τὴν μίαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν . . . ἀλλ’ εἰς αὐτὴν ἀεὶ ἀποβλεπομένη πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ . . . Διὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν αὐτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ἐνδειξάμενος, ὑπὲρ τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος ἔπαθεν. . . » (κεφ. ἀγαπ. I, 72).

Τὸ πρακτικὸ καὶ ἀμείλικτο ἐρώτημα εἶναι ὅμως: εἶναι ἡ Ἐκκλησία κοινότητα ἀγάπης, χῶρος στὸν ὁποῖο περνάει κανεὶς ἀπὸ τὴ «φιλαυτία» στὴ «φιλαδελφία», ἀπὸ τὴν νόσο στὴν ἴαση; Στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατική, μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο. Ἄλλως, εἶναι ἕνα φαρμακεῖο, ποὺ προμηθεύει τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀναλγητικά, χωρὶς νὰ τοὺς μεταμορφώνει ἀπὸ ἄτομα σὲ πρόσωπα. Γιατί τὰ πρόσωπα προϋποθέτουν σχέση, καὶ ἡ σχέση κοινότητα. Διαφορετικὰ παραμένουν ἄτομα μεμονωμένα μὲ τὴν «ψευδαίσθηση τῆς ἁγιότητας. Extra eccliasiam nulla salus— ὄχι γιατί ἐκεῖ ὑπάρχουν τὰ μέσα τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖ λειτουργεῖ τὸ Τριαδικὸ μυστήριο τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν προσώπων.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπωλέσει τὴ συνείδηση τῆς κοινότητας, καὶ ἂν κάνει λόγο σήμερα γιὰ θεραπευτήριο μᾶλλον ἐννοεῖ πὼς εἶναι φαρμακεῖο. Παραμένει ὅμως ἀληθινὴ κιβωτὸς σωτηρίας, γιατί διατηρεῖ ἀνόθευτη ὄχι μόνο τὴν πίστη στὸν προσωπικὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν Χριστὸ τῆς καθολικῆς ἀγάπης, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ καὶ γιατί παραμένει ἡ γνήσια εὐχαριστιακὴ κοινότητα, στὴν ὁποία προσφέρονται οἱ ἀγαπητικὸς ἐκεῖνες σχέσεις, ποὺ μποροῦν νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄνθρωπο μεταβάλλοντάς τον ἀπὸ ἄτομο σὲ πρόσωπο. Αὐτὴ τὴν πίστη καὶ αὐτὴ τὴ σύναξη καὶ κοινότητα πρέπει νὰ τὴ διατηρήσουμε γνήσια καὶ ἐνεργό, ἂν θέλουμε νὰ θεωροῦμε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο.

Ἀνατρέχοντας σὲ ὅσα προσπάθησα νὰ πῶ αἰσθάνομαι πὼς πρέπει νὰ ἐπισημάνω τὰ ἀκόλουθα.

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία ἡ θεραπεία δὲν εἶναι ὑπόθεση ψυχολογικὴ ἢ ἠθική, ἀλλὰ ὀντολογική. Σκοπὸς τῆς θεραπείας δὲν εἶναι νὰ ἀνακουφίσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς νόσου, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναγεννήσει μεταφέροντάς τον ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς φιλαυτίας, ὅπου γεννιοῦνται τὰ πάθη, στὸ χῶρο τῆς φιλαδελφίας, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ θεραπεία διὰ τῆς ἀγάπης. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν ἕνα χῶρο στὸν ἄλλον εἶναι ἐπώδυνο, γιατί προϋποθέτει τὸ Σταυρὸ ἢ μὲ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Μαξίμου τὴ βίωση τῆς ὀδύνης, ποὺ συνυπάρχει μὲ τὴν ἡδονή. Εἶναι ἕνα πέρασμα, ποὺ πρέπει νὰ καθοδηγεῖται μὲ προσοχὴ καὶ φιλανθρωπία, «ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῆ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον» (Ἑβρ. 12, 13).

Στὴν προσπάθεια αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία διαθέτουν ὄχι τόσο τεχνική, ἢ ἐξειδίκευση, ὅσο τὴν πίστη στὸν προσωπικὸ Θεό, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Θεοῦ· τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴν χωρὶς ὅρια καὶ ἀποκλειστικότητα, καὶ τὴν Ἐκκλησία ὡς εὐχαριστιακὴ κοινότητα, ἡ ὁποία πραγματώνει τὴν ἀγάπη αὐτὴ ὡς προσωπικὴ ὕπαρξη καὶ σχέση. Ὁ πόλεμος κατὰ τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία αὐτοσκοπό. Ἀποβλέπουν στὸ νὰ ἀναδυθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὸ ὄντως πρόσωπο, νὰ ἐπανενωθεῖ ἡ κατατεμαχισμένη φύση, καὶ νὰ ξαναβρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴ σωστὴ σχέση του μὲ τὸ Θεό, μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὴν ὑλικὴ φύση. Ὑγεία γιὰ μᾶς εἶναι ἡ σωστὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς παράγοντες (τὸ Θεό, τοὺς ἄλλους καὶ τὴ φύση), ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Ἀσθένεια εἶναι ἡ διαταραχὴ τῆς τριπλῆς αὐτῆς καὶ τρισδιάστατης σχέσεως. Ἴσως αὐτὸ νὰ διαφοροποιεῖ πολὺ τὴ θεολογία ἀπὸ τὴ ψυχιατρικὴ —ἴσως ὄχι, ἐσεῖς θὰ κρίνετε. Ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι βέβαιο εἶναι ὅτι τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καὶ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη πρέπει νὰ συμπέσουν στὴ βασικὴ αὐτὴ διαπίστωση, ἂν πρόκειται νὰ ἀναπτυχθεῖ ἕνας διάλογος μεταξύ τους.
πηγή

Τετάρτη, Ιουλίου 23, 2014

Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος


          Τὸ περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ἀπετέλεσε τὸν πυρήνα διαλέξεως, ποὺ δόθηκε στὴν Κοζάνη, στὰ πλαίσια τῶν ἑορτῶν, ποὺ ὠργανώθηκαν ἐκεῖ, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως τριάντα ἐτῶν διακονίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυρίου Διονυσίου ὡς ποιμενάρχου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης. Ὅπως τονίσθηκε κατὰ τὴν διάλεξη ἐκείνη, ἡ προσφορά της δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἐκπλήρωση προσωπικοῦ χρέους πρὸς τὸ σεπτὸ πρόσωπο τοῦ τιμωμένου Ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ ἀφορμὴ ἐπισημάνσεως ὡρισμένων καιρίας σημασίας χαρακτηριστικῶν μίας ἐποχῆς τῆς νεωτέρας ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.
 


          Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης κ. Διονύσιος δὲν ὑπῆρξε μόνον ὁ ἀφωσιωμένος καὶ συνετὸς καλὸς ποιμὴν τῆς ἐπαρχίας του, ὅπως τὸν ἐγνώρισαν καὶ τὸν ἔζησαν ἐπὶ τριάντα χρόνια ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Μητροπόλεώς του. Ἡ παρουσία του στὴν καθόλου ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὁριοθετεῖ μία ἐποχὴ τῆς συγχρόνου ἱστορίας τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας τὰ χαρακτηριστικὰ δὲν ἔχουν παύσει νὰ ἔχουν τὴν σημασία τους.


           Ὁ τιμώμενος ἱεράρχης ἐμφανίσθηκε στὸ προσκήνιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ὡς ἐπίσκοπος Ρωγῶν καὶ βοηθὸς τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνος σὲ μία ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πραγματοποιοῦσε μία ἔντονη στροφὴ πρὸς τὴν παράδοση. Μὲ τὴν ἐμφάνιση στοχαστῶν, ὅπως ὁ Φώτης Κόντογλου καὶ ἄλλοι, ἐτονίζετο πλέον ἡ ἀνάγκη, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία παύση νὰ πορεύεται «μὲ τὰ φῶτα τῆς Δύσεως», καὶ ἀρχίση νὰ ἀντλῆ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, ἀνακαλύπτοντας καὶ ἐκτιμώντας τὴν δική της παράδοση. Ὁ Διονύσιος Ψαριανὸς ὡς ἐπίσκοπος Ρωγῶν καὶ στὴν συνέχεια ὡς Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης, κατ' ἐξοχὴν παραδοσιακὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν ἐπίμονη προσήλωσή του στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔκδηλη ἀντίθεσή του σὲ κάθε μορφὴ κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ καὶ ἀτομικοῦ εὐσεβισμοῦ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔμοιαζε ἐκ πρώτης ὄψεως σὰν νὰ ἤθελε νὰ φέρη τὴν Ἐκκλησία αἰῶνες πίσω. Ἀλλ' ὁ παραδοσιακὸς αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν εὐρύτατη καὶ πολύπλευρη παιδεία καὶ τὴν γνωριμία μὲ τὰ γράμματα, τὴν μουσικὴ καὶ τὸν σύγχρονο στοχασμό, κάτι ἄλλο ἐπιζητοῦσε• ἤθελε νὰ συλλάβη τὸν παλμὸ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ κάμη τὴν παράδοση ζωντανή. Πίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σήμερα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸ χθές, γιὰ νὰ ὑπάρξη. Χωρὶς παράδοση ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος θὰ χαθῆ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἁπλὴ ἐπιστροφὴ στὸ χθές. Ἰδοὺ πὼς τοποθετεῖται στὸ θέμα αὐτὸ ὁ Μητροπολίτης Κοζάνης:


         Ἀπ' ὅσα παραπάνω ἀκοῦμε νὰ διδάσκουν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπου κι οἱ δυὸ βεβαιώνουν, καθὼς κι ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐμμονὴ τους εἰς τὴν παράδοση τῆς πίστεως, κινδυνεύουμε νὰ σχηματίσουμε τὴν γνώμη πὼς ἡ Ὀρθοδοξία κι αὐτὸ ποὺ λέμε στὴν Ἐκκλησία παράδοση δὲν εἶναι παρὰ μία στασιμότητα, κι ἀκόμα χειρότερα μία ὀπισθοδρόμηση. Δὲν κάνουμε δηλαδὴ τίποτ' ἄλλο παρά, ἀντὶ νὰ κοιτάζουμε καὶ νὰ πηγαίνουμε μπροστά, γυρίζουμε καὶ πᾶμε πρὸς τὰ πίσω. Ἐδῶ τώρα εἶναι ἕνα πάρα πολὺ κρίσιμο σημεῖο στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία, καθὼς καὶ τὸ ἀκούσατε πολλὲς φορὲς νὰ τὸ λέμε, εἶναι θεσμὸς παραδόσεως. Συγχρόνως ὅμως ἡ πίστη καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή, κι ἡ ζωὴ βέβαια ποτὲ δὲν πηγαίνει πίσω, ἀλλὰ ἀσταμάτητα πάντα πηγαίνει μπροστά. Ὅμως ποτὲ δὲν περπατάει κανεὶς σὲ ἄγνωστο τόπο χωρὶς ὁδηγό. Αὐτὸ ποὺ λέμε «μπροστά», δηλαδὴ τὸ μέλλον, εἶναι «τῳ ὄντι» ἕνας ἄγνωστος τόπος• γιὰ νὰ τὸν περπατήσουμε μὲ ἀσφάλεια χρειαζόμαστε ὁδηγό. Οἱ Πατέρες λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ἀσταμάτητη πνευματική μας πορεία καὶ στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁδηγοί• ὄχι γιὰ νὰ πιαστοῦμε ἀπ' αὐτοὺς καὶ νὰ πᾶμε πίσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρουμε γραμμὴ καὶ νὰ πᾶμε μπροστά.


          Ἀκοῦμε πολλὲς φορὲς τὸ σύνθημα• «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδὴ νὰ γυρίσουμε τάχα στὴν ἐποχὴ τῶν ἀρχαίων Πατέρων. Ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅλα τὰ συνθήματα πάντα παραπλανοῦν, ἂν καὶ μπορεῖ κάποτε νὰ ἐκφράζουν μία ἀλήθεια καὶ νὰ προβάλλουν κάποιο αἴτημα. Τὸ πνευματικὸ λοιπὸν αἴτημα τοῦ συνθήματος «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» δὲν εἶναι οὔτε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀρχαίων Πατέρων νὰ γυρίσουμε οὔτε ὅ,τι εἶπαν ἐκεῖνοι κι ὅ,τι ἔκαμαν τὸ ἴδιο κι ἐμεῖς νὰ ἐπαναλαμβάνουμε. Πρῶτα, γιατί ἡ ἐποχὴ τῶν Πατέρων εἶναι πάντα παροῦσα, ἐπειδὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπῆρξαν μία φορά, ἀλλ' εἶναι πάντα. Ὅταν λέμε πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία Πατέρων, τὴν ἐννοοῦμε καὶ πρῶτα καὶ τώρα καὶ πάντα, καὶ στὸ παρελθὸν καὶ στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον. Ἀλλ' οὔτε τὸ «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» θὰ πῆ νὰ πᾶμε παληά, γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ὀρθὴ πίστη, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέχει τὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων μέσα στὴν Πατερικὴ παράδοση. Τὸ «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» θὰ πῆ νὰ ξαναβροῦμε τὸ φρόνημα τῶν ἀρχαίων Πατέρων, νὰ προσέξουμε στὸν τρόπο ποὺ σκέπτονται, ὅτι πρῶτα ζοῦν τὴν πίστη κι ὕστερα θεολογοῦν γιὰ νὰ τὴν κάμουν γνώση, ὅτι ἡ θεολογική τους σοφία στηρίζεται στὴν πράξη καὶ τὴν πείρα τῆς ἁγιωσύνης.


         Ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀνατρέψει αὐτὴν τὴν σειρὰ καὶ τὴν τάξη• στὸν καιρό μας, καθὼς λέγει κάπου ὁ Μέγας Βασίλειος, δὲν θεολογοῦμε, ἀλλὰ τεχνολογοῦμε. Τὸ φρόνημα τῶν Πατέρων εἶναι φρόνημα ἐκκλησιαστικό, ἡ συνείδησή τους εἶναι συνείδηση ἱερατική, ὁ βίος τους εἶναι βίος ἀσκητικός, τὸ ἦθος τους εἶναι ἦθος πνευματικῶν καὶ ὁλοκληρωμένων ἀνθρώπων. Αὐτὰ εἶναι πού μᾶς λείπουν κι αὐτὰ ζητάει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ σύγχρονος κόσμος, κι ὄχι ἁπλῶς νὰ ξέρουμε σὰν καλοὶ φιλόλογοι καὶ γραμματολόγοι τὰ γραπτὰ πού μᾶς ἀφῆκαν οἱ Πατέρες. Αὐτὰ τὰ γραπτά, αὐτὰ τὰ κείμενα ἔχουν ἀξία κι εἶναι πολύτιμοι θησαυροί, ὄχι γιὰ νὰ τὰ ἀντιγράψουμε καὶ νὰ τὰ λέμε τὰ ἴδια, μὰ γιὰ νὰ τὰ μελετᾶμε καὶ νὰ ἀνακαλύπτουμε σ' αὐτὰ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, τὸ ρωμαλέο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, τὴν ἱερατικὴ συνείδηση, τὴν ἀσκητικότητα καὶ τὸ ἦθος τῶν ἀρχαίων Πατέρων.


         Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου στὸ θέμα τῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξη καὶ σήμερα, ἐπέδρασε ἀποφασιστικὰ στὴν ποιμαντικὴ διακονία του, τὸ κήρυγμα, τὴν λατρεία, τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ κ.τ.λ. Σὲ ὅλα αὐτὰ προσπαθεῖ νὰ συνδυάση τὸ χθὲς μὲ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο. Ὡς ἐπίσκοπος δὲν καταδαπανᾶτε σὲ ἕναν ἐφήμερον κοινωνικὸν ἀκτιβισμό, ποὺ καὶ αὐτὸν δὲν τὸν παραμελεῖ, ἀλλὰ φρονεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Harnack περιφρονητικὰ ὠνόμαζε, ἀναφερόμενος στὴν Ὀρθοδοξία, «κοινωνία λατρείας».Τὸ ἐπίγραμμα «πές μου πῶς λατρεύεις νὰ σοῦ πῶ πῶς πιστεύεις» προέρχεται ἀπὸ τὰ λόγια του, καὶ δείχνει τὴν κατεύθυνση, στὴν ὁποία κινεῖται ἡ σκέψη του.[1]


         Ἔτσι ὁ Μητροπολίτης Κοζάνης μὲ τὸ ἰωβηλαῖο τῆς τριακονταετοῦς ποιμαντορίας του μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε τὴν Ἐκκλησία, ὄχι ὡς «Χριστιανισμό», ἀλλὰ ὡς Ἐκκλησία• ὄχι ὡς ἰδεολογία, ἀλλὰ ὡς σύναξη καὶ κοινότητα εὐχαριστιακὴ περὶ τὸν ἐπίσκοπό της• ὄχι μόνον ὡς χθές, ἀλλὰ καὶ ὡς σήμερα καὶ ὡς αὔριο. Ριζωμένη σταθερὰ στὴν παράδοση, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ πορεύεται μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο, χωρὶς νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὰ προβλήματα, ποὺ ὁ κόσμος αὐτὸς ἀντιμετωπίζει, τώρα μάλιστα ποὺ ἡ Ἑλλάδα καί, ὅπως φαίνεται, ἀργότερα καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες χῶρες ἐντάσσονται στὴν Εὐρώπη τῆς Δύσεως. Τὸ ἐρώτημα μὲ ποιὰ ταυτότητα εἰσέρχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα στὴν Εὐρώπη [2] ἀπασχολεῖ καὶ τὸν τιμώμενο ἱεράρχη [3] καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εὕρη τὴν ἀπάντησή του χωρὶς μιά βαθειὰ καὶ ἀντικειμενικὴ γνώση τῶν προβλημάτων τοῦ συγχρόνου κόσμου, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν Δυτικὸ πολιτισμό.


         Ἀναγκαῖο συνεπῶς, εἶναι νὰ γνωρίζη καλὰ ἡ Ἐκκλησία τὸ εὐρύτερο πολιτιστικὸ περιβάλλον της, ὅπως οἱ Πατέρες ἐγνώριζαν τὸν πολιτιστικὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἐτοποθετοῦντο ἀπένταντί του. Στὶς γενικὲς γραμμὲς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου θὰ καταβληθῆ προσπάθεια μιᾶς γενικῆς ἐποπτείας τοῦ συγχρόνου κόσμου, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τοῦ πολιτισμοῦ τῶν χρόνων μας. Ἡ θεώρηση αὐτὴ θὰ εἶναι πολὺ γενικὴ καὶ χωρὶς ἀξιώσεις βιβλιογραφικῆς ἐνημερώσεως, ἡ ὁποία ὑπόκειται ὡς βάσις τῆς συγγραφῆς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου.


         Στὴν συνέχεια θὰ τεθῆ τὸ ἐρώτημα, μὲ ποιὸν τρόπο μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, ἀντλώντας ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν θεολογία καὶ τὴν παράδοσή της, νὰ βοηθήση τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, ὥστε νὰ ξεπεράση τὰ ἀδιέξοδα, ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ὁ σύγχρονος πολιτισμός. Ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ πραγματικὰ νὰ ἀποδειχθῆ ἡ ἐλπίδα τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἂν ἑρμηνεύση σωστὰ τὴν παράδοσή της, γιατί ἡ παράδοση αὐτὴ περιέχει, ὅπως θὰ δοῦμε, πολλὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀνταποκρίνονται στὰ προβλήματα ποὺ δημιουργεῖ ὁ σύγχρονος πολιτισμός. Ἔτσι θὰ ἀποδειχθῆ ἡ Ὀρθοδοξία πολύτιμη ὄχι μόνο γιὰ τὸ χθές, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο.


          Ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοηθοῦν τὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, χρειάζεται ἡ γνώση τῶν ἱστορικῶν καταβολῶν τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ κυριαρχεῖ στὶς μέρες μας. Τίποτε στὴν ἱστορία δὲν συμβαίνει χωρὶς νὰ προηγηθοῦν ἱστορικὲς ἐξελίξεις ποὺ προετοιμάζουν τὴν ἔλευσή του. Ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχει καὶ αὐτὸς τὶς ρίζες του μέσα στὴν ἱστορία. Αὐτὲς θὰ ἀναζητήσουμε πρῶτα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας καὶ τὴν θέση ποὺ πρέπει νὰ λάβη ἡ Ὀρθοδοξία ἔναντί τους.


 
Ι. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Ἡ Ἐκκλησία «ἐν τῷ κόσμῳ», ἂν καὶ ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου»

           Ἡ ἱστορία διαιρεῖται συμβατικὰ σὲ περιόδους. Ὁρόσημα γιὰ τὸν καθορισμὸ μιᾶς περιόδου ἀποτελοῦν γεγονότα ἤ ἐξελίξεις, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ κάποια βαθειὰ ἀλλαγὴ θεωρήσεως τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, ἀλλαγή, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τομὲς στὴν κοινωνική, πολιτική, οἰκονομική, θρησκευτικὴ καὶ γενικώτερα πολιτιστικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ μία εὐρύτερη γεωγραφικὴ περιοχὴ καὶ γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Ἡ διαίρεση αὐτὴ τῆς ἱστορίας γίνεται συνήθως μετὰ τὴν πάροδο ἱκανοῦ χρόνου ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεως τῶν ἀλλαγῶν αὐτῶν, διότι προϋποθέτει συνειδητοποίηση καὶ ἐκτίμηση τῆς σπουδαιότητάς των. Μία τέτοια διαίρεση τῆς ἱστορίας σὲ περιόδους δὲν ἐξυπηρετεῖ ἁπλῶς τὴ συστηματοποίηση καὶ μεθόδευση τοῦ ἱστορικοῦ ὑλικοῦ ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς, ἀλλὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι ὃν ἱστορικό, τὴν δυνατότητα κριτικῆς τοποθετήσεως ἔναντι τῶν σκέψεων καὶ πράξεών του, ἀφοῦ μὲ τὴν διαίρεση αὐτὴ συνειδητοποιεῖ ὄχι μόνον τὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον ὄχι δηλαδὴ μόνο αὐτὸ ποὺ ἔχει ἤδη συμβῆ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο ποὺ θὰ πρέπει ὁ ἴδιος νὰ πράξη, ἐν ὄψει τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καὶ συνθηκῶν. Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ «κόσμου», μὲ τὴν ἱστορικὴ ἔννοια, στὸν ὁποῖον ζῆ ὁ ἄνθρωπος, συνδέεται ἔτσι ὄχι μόνο μὲ τὴν περιέργεια ἤ τὴν γνώση του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἐλευθερίας του.


          Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς ἰσχύουν καὶ ὡς πρὸς τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει βέβαια τὴν δική της «ἱστορία», ἀφοῦ ἡ ζωὴ της κινεῖται ἀπὸ θεανθρώπινους παράγοντες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πάντοτε ὁρατοὶ μὲ τὶς κοινὲς μεθόδους τῆς ἱστοριογραφίας. Ἐν τούτοις ἡ ζωή της, καὶ συνεπῶς καὶ ἡ ἱστορία της, ἐπηρεάζονται πολὺ ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς καθαρῶς κοσμικῆς ἱστορίας. Οἱ διωγμοὶ τῶν πρώτων αἰώνων κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ κατάργηση τῶν διωγμῶν αὐτῶν ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο, ἐπέδρασαν ἀποφασιστικὰ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διαμόρφωση τῶν ἐσωτερικῶν πραγμάτων της.


          Ἡ ἐπίδραση ἄλλωστε καὶ τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς κοσμικῆς ἱστορίας εἶναι ἐξ ἴσου σημαντική. Ἐκκλησία καὶ κόσμος ἀλληλοπεριχωροῦνται, ἔστω καὶ ἂν δὲν συμπίπτουν οὔτε στὴν φύση τους οὔτε στὴν ἱστορία τους. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὸν ἑκάστοτε σύγχρονο κόσμο της, ἀφοῦ ὄχι μόνον ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὸν καλεῖται νὰ μεταφέρη τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ νὰ ἐπιδράση μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν στὸν πολιτισμό της. Ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ἐπίδραση τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο κάθε ἐποχῆς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας.
Ὁ Βυζαντινὸς πολιτισμὸς θὰ παραμένη πάντοτε κλασσικὸ παράδειγμα μιᾶς τέτοιας ἀποφασιστικῆς σημασίας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν κόσμο μιᾶς ὠρισμένης ἐποχῆς.


         Οἱ τοποθετήσεις αὐτές μᾶς ὁδηγοῦν στὸ ἐρώτημα: ποιὰ εἶναι ἡ σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς μας; Ποιὰ ἐπίδραση μπορεῖ νὰ ἔχη ἡ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο; Πολλοὶ - ἐχθροὶ ἀλλὰ καὶ «φίλοι» της Ὀρθοδοξίας - θὰ τὴν ἤθελαν στὸ περιθώριο τῆς ἱστορίας. Ἐκεῖ, ἄλλωστε, ὅπως θὰ δοῦμε, ἐπεχείρησε νὰ τοποθετήση τὴν Ἐκκλησία ὁ σύγχρονος κόσμος. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν φύση της, δὲν περιθωριοποιεῖται. Ὁ λαὸς της μετέχει ὀργανικὰ μὲ τὴν καθημερινὴ ζωή του στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του, μεταφέρει ἐκεῖ κατὰ τρόπο ὑπαρξιακὸ τὴν ζωὴ ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία του, καὶ γίνεται ἔτσι ὁ χῶρος ἀντιδόσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἡγεσία της, δὲν μποροῦν νὰ ἐνεργοῦν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς καθημερινὲς αὐτὲς ἐμπειρίες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς μας. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουν ποιὰ προβλήματα καὶ ποιὲς ἐπιδράσεις ἀντιμετωπίζει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὴν καθημερινὴ ἐπαφή του μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἐποχῆς. Ἔτσι μόνο θὰ ἀρθρώσουν λόγον «οἰκοδομῆς καὶ παρακλήσεως», καὶ θὰ κάμουν αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱστορία.



2. Ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς ὡς κέντρο τοῦ συγχρόνου κόσμου

          Ὁ σύγχρονος κόσμος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν Δυτικὸ πολιτισμό. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ ἄλλοι πολιτισμοὶ στὴν σημερινὴ ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν καθορίζει τόσο ἀποφασιστικὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας ὅσο ὁ πολιτισμὸς τῆς Δύσεως. Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ στοὺς τομεῖς τῶν ἐπιστημῶν, τῆς τεχνολογίας κ.λπ., τὸν ἔχουν ἀναγάγει σὲ παγκόσμια δύναμη πολιτικὴ καὶ οἰκονομική, καὶ τὸν ἔχουν καταστήσει «πρότυπο», πρὸς τὸ ὁποῖο τείνουν ὅλοι οἱ λαοὶ τοῦ κόσμου. Ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς ἀποτελεῖ καὶ τὸ κύριο ἱστορικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα. Ἂν ἡ Ἑλλάδα θεωρηθῆ ὡς ὁ πλέον ἀμιγὴς Ὀρθόδοξος χῶρος τῶν ἡμερῶν μας, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει ἄλλον ἀμεσώτερο πολιτισμὸ νὰ ἀντιμετωπίση σήμερα, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ὀνομάζουμε Δυτικὸ πολιτισμό.


          Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸς ὁ Δυτικὸς πολιτισμός; Ποῦ ἔχει τὶς ρίζες του καὶ ποιὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικά του;

          Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καὶ συνεπῶς καὶ τοῦ συγχρόνου κόσμου, πρέπει νὰ ἀναχθοῦμε ἱστορικὰ στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, τότε ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο μεταδόθηκε στὶς λατινόφωνες περιοχὲς τῆς Μεσογείου καὶ στὴν συνέχεια τῆς Εὐρώπης. Αὐτὸ συνέβη κυρίως στὴν Βόρειο Ἀφρική, β΄ μ.Χ. αἰώνα, ὅποτε ἔχομε καὶ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ κείμενα στὴν Λατινικὴ γλῶσσα μὲ τὰ ἔργα τοῦ Τερτυλιανοῦ. Εἰδικοὶ μελετηταὶ τῶν καταβολῶν τῆς Δυτικῆς χριστιανικῆς σκέψεως (J. Danielou κ.ἄ.) τοποθετοῦν ἐκεῖ τὶς πρῶτες ρίζες τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ.


           Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη διαφαίνονται ἤδη τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Δυτικῆς χριστιανικῆς σκέψεως, ὅπως τὸ ἔντονο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἠθική, γιὰ τὸ πῶς δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς πράξεις του ἀποκτᾶ τὴν σωτηρία• γιὰ τὴν ἱστορία, γιὰ τὸ πῶς δηλαδὴ τὰ γεγονότα καὶ τὰ δρώμενα - ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους - μέσα στὸν χρόνο ἐπιδροῦν στὴν σωτηρία• καὶ τέλος γιὰ τοὺς θεσμούς, οἱ ὁποῖοι ἐξασφαλίζουν τὰ σταθερὰ καὶ ἀντικειμενικὰ πλαίσια, μέσα στὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος οἰκειώνεται τὴν σωτηρία. Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ οὐδέποτε ἐγκατέλειψαν τὴν Δυτικὴ Θεολογία, ἐνῶ στὴν Ἀνατολὴ ἀναπτύχθηκε ἐντονώτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν θεωρία, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς ἐσχατολογικὲς πλευρὲς τῆς σωτηρίας, τόσο στὴν λειτουργικὴ - μυστηριακὴ ὅσο καὶ στὴν ἀσκητικὴ ἐμπειρία.


          Ἀλλὰ ἡ Δυτικὴ σκέψη δὲν ἔχει τὶς ρίζες της μόνο σ' αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ πρώϊμου λατινόφωνου Χριστιανισμοῦ. Κατὰ τὸν πέμπτο μ.Χ. αἰώνα, μὲ τὸν κλονισμὸ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὁ Δυτικὸς κόσμος πέρασε ἀπὸ μία βαθύτατη κρίση ὡς πρὸς τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στοὺς θεσμοὺς καὶ τὴν ἱστορία. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ πού, κατὰ τὴν φράση τοῦ Ἱερωνύμου, ὁ Ρωμαϊκὸς κόσμος καταρρέει (Romanus orbis ruit) καὶ οἱ θεσμοὶ δὲν προσφέρουν ἀσφάλεια, ἐμφανίζεται ὁ ἱ. Αὐγουστίνος, γιὰ νὰ δώση μία νέα ἀποφασιστικὴ στροφὴ στὸ Δυτικὸ πνεῦμα: τὴν στροφὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ βάθη τοῦ ὑποκειμένου, πρὸς τὸν σκοτεινὸ καὶ δυσεξερεύνητο κόσμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ὁ Αὐγουστίνος εἶναι ὁ πρῶτος στὴν ἱστορία χριστιανὸς στοχαστής ποὺ γράφει «Ἐξομολογήσεις», δηλαδὴ ἕνα εἶδος ψυχολογικῆς αὐτοαναλύσεως καὶ αὐτοβιογραφίας, καὶ γίνεται μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ πατέρας ἑνὸς μεγάλου ρεύματος ποὺ χαρακτηρίζει ἔκτοτε τὸν Δυτικὸ πολιτισμό, καὶ ποὺ περιλαμβάνει τὴν ἄνθηση τῆς ψυχολογίας, καὶ μάλιστα τῆς λεγομένης «ψυχολογίας τοῦ βάθους», τὸν ρομαντισμό, καὶ ἄλλα μεγάλα πνευματικὰ κινήματα, χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν νοεῖται ὁ νεώτερος Δυτικὸς πολιτισμός, ὅπως εἶναι ὁ Διαφωτισμὸς καὶ ὁ νεώτερος Ὑπαρξισμός. Ὁ Αὐγουστίνος ἔχει τόση ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν Δύση, ὥστε νὰ βρίσκεται στὴν ρίζα τόσο τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὅσο καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ τῶν νεωτέρων χρόνων, συνθέτοντας ἔτσι ὅλα τὰ ἐπὶ μέρους ἀντίθετα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν τὸ ὅλον ποὺ λέγεται Δυτικὴ σκέψη, Δυτικὴ θεολογία καὶ Δυτικὸς πολιτισμός.


           Ἡ ἀποφασιστικὴ σημασία τοῦ Αὐγουστίνου γιὰ τὸν νεώτερο κόσμο μαρτυρεῖται, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλυτικὰ παρακάτω, στὴν ἔξαρση τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτομένου ἀτόμου, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὸν νεώτερο κόσμο μας. Ἕνας ἄλλος Λατίνος φιλόσοφος, ὄχι πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο, ὁ Βοήθιος, θὰ ὁρίση τὸ πρόσωπο ὡς «ἀτομικὴ ὑπόσταση λογικῆς φύσεως» (natura rationabilis individua substantia) καὶ θὰ προετοιμάση τὸ ἔδαφος γιὰ τὸν Καρτέσιο, ποὺ πιστὸς στὴν γραμμὴ τοῦ Αὐγουστίνου θὰ ὁρίση καὶ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη μὲ βάση τὴν ἀνθρώπινη σκέψη (cogito ergo sum).


          Ἀπὸ τὸν Καρτέσιο θὰ γεννηθῆ ὁ Εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμός, γιὰ νὰ τοποθετήση τὸν ἀνθρώπινο λόγο στὴν θέση τοῦ κριτοῦ τῶν πάντων, μὲ ὅλες τὶς συνέπειες γιὰ τὸν νεώτερο πολιτισμό, τὶς ὁποῖες θὰ ἐπισημάνουμε πιὸ κάτω. Ἔτσι ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς θὰ καλλιεργήση τόσο τὶς ἐπιστῆμες ὅσο καὶ τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, μὲ ἄξονα τὴν συνείδηση τοῦ σκεπτομένου ἀτόμου. Ὁ Μεσαιωνικὸς Σχολαστικισμὸς θὰ οἰκοδομήση τὰ πολύπλοκα συστήματα καὶ τὶς λεπτὲς διακρίσεις του ἐπάνω σὲ ἕναν Ἀριστοτελισμό, ποὺ θὰ μεταχειρίζεται τὴν λογικὴ σὰν μέθοδο γυμνάσματος τῆς σκεπτικῆς ἐνεργείας τοῦ ἀτόμου, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι, παρὰ τὴν μεγάλη, πράγματι, ποικιλία τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων τῆς Δύσεως, ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς ἀποτελεῖ στὴν οὐσία ἕνα ἑνιαῖο ὅλον, ποὺ κινεῖται στὸν ἄξονα τῆς ἐξάρσεως τοῦ σκεπτομένου ὑποκειμένου, ὅπως τὸν καθώρισε ὁ ἱ. Αὐγουστίνος.


           Ὁ Διαφωτισμός, ἀκολουθώντας μὲ συνέπεια τὶς ἀρχὲς ποὺ ἔθεσε ὁ Αὐγουστίνος καὶ ποὺ ἐπεξαργάσθηκε φιλοσοφικὰ ὁ Καρτέσιος, ἀπετέλεσε τὸν ἄξονα, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιστρέφεται ὁ νεώτερος Δυτικὸς πολιτισμός, τὰ θεμέλια τοῦ ὁποίου τέθηκαν τὸν 18ον αἰώνα. Τὸ φαινόμενο τοῦ Διαφωτισμοῦ, τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε καθοριστικῆς σημασίας γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο μας, εἶναι πολύπλοκο, ἀλλὰ τὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ ἀποτελοῦν καὶ χαρακτηριστικὰ τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, θὰ συνοψισθοῦν στὰ ἀκόλουθα σημεῖα.


 
ΙΙ. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


1. Οἱ βασικὲς ἀρχὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ στοὺς διαφόρους τομεῖς τοῦ πολιτισμοῦ

         Ὁ Διαφωτισμός, συνεπὴς στὶς ἱστορικὲς καταβολές, ποὺ ἤδη ἀναφέραμε, κινήθηκε γύρω ἀπὸ τοὺς ἑξῆς βασικοὺς ἄξονες:


α)  Τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου.     
          Ὅ,τι δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ εἶναι ὕποπτο προκαταλήψεως καὶ δεισιδαιμονίας. Τὸ θαῦμα, ἡ πίστη στὸ ὑπερφυσικό, τὸ ὑπερκόσμιο, τὸ θεῖο, τίθενται σὲ ἀμφισβήτηση. Καὶ ὅσοι ἀκόμη ἐπιθυμοῦν νὰ πιστεύουν σὲ κάποια θρησκεία, ὅπως οἱ Χριστιανοί, θὰ πρέπει νὰ βροῦν τρόπους νὰ ἐναρμονίσουν τὴν πίστη τους μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο, νὰ βροῦν π.χ. ἀποδείξεις λογικὲς περὶ ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ψυχῆς κ.τ.λ. Ἔτσι ἡ χριστιανικὴ θεολογία ἐπιδίδεται σὲ μία γιγαντιαία προσπάθεια νὰ πείση, ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστη δὲν ἀντιτίθενται στὸν ἀνθρώπινο λόγο, ἀναπτύσσοντας τὸν κλάδο τῆς Ἀπολογητικῆς, ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα νὰ διδάσκεται σὲ πολλὲς θεολογικὲς Σχολές.


β)  Τὴν ἔξαρση τοῦ ἀτομισμοῦ, τῆς σημασίας καὶ τῆς ἀξίας τοῦ ἀτόμου. 

          Ἐφ' ὅσον ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος καὶ ἐξουσιαστής τοῦ πολιτισμοῦ, κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του νὰ βρῆ τὴν ἀλήθεια, εἶναι ὁ ἴδιος κριτὴς τοῦ τί εἶναι σωστὸ καὶ ἀληθινό, καὶ δὲν χρειάζεται αὐθεντίες, γιὰ νὰ τοῦ ποῦν τί πρέπει νὰ σκέπτεται ἤ νὰ πράττη. Ἔτσι καταργοῦνται ὅλες, καὶ πρὸ παντὸς οἱ θρησκευτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές, κάτι ποὺ ὁδηγεῖ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴν ἀκραία ἀντίδραση νὰ θεσπίση τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα.


γ)  Τὴν ἀποφασιστικὴ σημασία τῆς ψυχολογίας ὡς ἀτομικῆς ἐμπειρίας. 

         Ἡ ἔμφαση ποὺ δόθηκε στὴν συνείδηση καὶ τὴν σκεπτικὴ ἱκανότητα τοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο, καὶ στὴν συνέχεια τὸν Καρτέσιο, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τὴν ὕπαρξη μὲ τὴν σκέψη, καλλιέργησε τὴν τάση τῆς ἐνδοστρεφείας, τῆς αὐτοσυνειδησίας, ὅπως ὀνομάστηκε, μὲ σοβαρὲς συνέπειες τόσο στὴν ἐπιστήμη ὅσο καὶ στὴν κοινωνική, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὴν τὴν θρησκευτικὴ ζωή. Συγκεκριμένα, στὴν ἐπιστήμη ἀναπτύχθηκε ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους, ἡ ὁποία δὲν εἶναι στὴν οὐσία παρὰ ἀνάλυση τῆς ἀτομικῆς ἐμπειρίας, ὡσὰν ὁ ἄνθρωπος νὰ μποροῦσε νὰ ἀπομονωθῆ καὶ ν' ἀποτελέση ἀντικείμενο ἐρεύνης καὶ ἀναλύσεως (ψυχανάλυση), ἀνάλογο μὲ ἄλλα ἀντικείμενα τοῦ ἐπιστητοῦ. Στὸν τομέα, ἐξ ἄλλου, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς αὐτὸ ἐσήμαινε ὅτι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀτομικῆς εὐτυχίας ἀποτελεῖ περίπου σκοπὸ τῶν κοινωνιῶν καὶ τῶν πολιτευμάτων (βλ. Ἀμερικανικὸ Σύνταγμα). Ὅσο δὲ γιὰ τὸν τομέα τῆς θρησκείας, ἐκεῖ πλέον ἡ ψυχολογικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀτόμου κατήντησε νὰ καθορίζη τὸ ἔργο τῆς θρησκείας, μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ θεωρῆται θεσμὸς ἐξυπηρετήσεως τῶν «θρησκευτικῶν ἀναγκῶν» τοῦ ἀτόμου, ὁ δὲ εὐσεβισμός, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ παράγωγο τῆς Δύσεως, καὶ ποὺ δὲν συνίσταται παρὰ στὴν προτεραιότητα τῆς συναισθηματικῆς καὶ ἠθικῆς ἱκανοποιήσεως τοῦ ἀτόμου, νὰ διαβρώση καὶ αὐτὰ τὰ θεμέλια της Ὀρθοδοξίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Ρωσία τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Πέτρου καὶ μὲ προεκτάσεις καὶ σὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες περιοχὲς τῶν χρόνων μας.


2. Οἱ συνέπειες τῶν ἀρχῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ στὸν πολιτισμὸ

         Οἱ συνέπειες αὐτῶν τῶν βασικῶν ἀρχῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴν περιοχὴ τῆς Τέχνης καὶ πρὸ παντός τῆς πολιτικῆς, κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς εἶναι πολὺ αἰσθητές, ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας. Ἂς τὶς συνοψίσουμε:


α)      Στὴν περιοχὴ τῶν ἐπιστημῶν ἀναπτύχθηκε ἡ λογικὴ ἐξειδίκευση καὶ ἡ τεχνική. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Νεύτωνος, ὁ κόσμος καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος προσεγγίζεται μηχανιστικά, δηλαδὴ θεωροῦνται σὰν μία μηχανὴ ποὺ δουλεύει σύμφωνα μὲ ὁρισμένους λογικοὺς νόμους, μὲ μία μηχανικὴ αἰτιότητα. Ὅπως π.χ. μία μηχανή, ἂν τῆς δώσης τὴν ὤθηση μίας κινητήριας δύναμης, θὰ κινηθῆ καὶ θὰ παράγη ἕνα συγκεκριμένο ἀποτέλεσμα, μὲ βάση ὁρισμένους νόμους, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος θεωρήθηκε σὰν ἕνα σύμπλεγμα ὀργάνων, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία μπορεῖ ν' ἀπομονωθῆ, νὰ ἐξετασθῆ χωριστά, καὶ νὰ συντεθῆ σὲ ἕνα σύνολο μηχανῆς ποὺ κινεῖται μὲ ἐσωτερικοὺς νόμους καὶ ἐξωτερικὲς ὑλικὲς κινητήριες δυνάμεις (τὴν τροφὴ κ.λ.π.). Ἔτσι ἡ Ἰατρικὴ Ἐπιστήμη, ἀκολουθώντας τὶς ἴδιες μεθόδους τῆς Νευτόνιας μηχανιστικῆς φυσικῆς, κατατμήθηκε σὲ εἰδικότητες, ἔπαυσε νὰ βλέπη τὸν ἄνθρωπο ὡς σύνολο, ἐνταγμένο σὲ μία εὐρύτερη κοσμικὴ δυναμική, καὶ τὸν προσεγγίζει σὰν μηχανή. Σήμερα βέβαια ἀκούονται φωνὲς διαμαρτυρίας ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων τῆς Ἰατρικῆς, ὅπως καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν• ἀλλὰ αὐτὲς οἱ φωνές, ὅπως θὰ δοῦμε παρὰ κάτω, ἀπηχοῦν τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ, θὰ ἔλεγε κανεὶς τὸ τέλος τοῦ συγχρόνου κόσμου καὶ τὴν ἀρχὴ ἑνὸς νέου.


β) 
     Ἐξ ἴσου σημαντικὲς ὑπῆρξαν οἱ συνέπειες τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ στὸν τομέα τῆς Τέχνης. Ἐκεῖ τὰ πράγματα εἶναι πιὸ πολύπλοκα, γιατί ἡ Τέχνη δὲν ἔχει νὰ κάμη τόσο μὲ τὴν λογικὴ ὅσο μὲ τὸ συναίσθημα. Ἐν τούτοις καὶ ἐκεῖ παρατηρήθηκαν σοβαρὲς ἐπιδράσεις. Καὶ πρῶτα, δημιουργήθηκε μία διχοτόμηση ἀνάμεσα στὶς φυσικὲς Ἐπιστῆμες καὶ στὴν Τέχνη. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τὸν 18ο αἰώνα ἡ τέχνη στὴν Εὐρώπη παραμελήθηκε πρὸς χάρη τῆς ἐπιστήμης. Οἱ λεγόμενες «καλὲς τέχνες» περιωρίσθηκαν στὴν ἐξωτερικὴ κομψότητα, τὴν καλαισθησία καὶ τὴν συμμετρία, μὲ σκοπὸ νὰ προκαλέσουν συναισθήματα εὐχαριστήσεως καὶ νὰ συντελέσουν καὶ αὐτὲς στὴν εὐτυχία τοῦ ἀτόμου. Μόνο πρόσφατα, μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ σουρρεαλισμοῦ στὶς εἰκαστικὲς τέχνες ἤ τοῦ θεάτρου τοῦ παραλόγου καὶ τῆς νέας ποιήσεως στὰ γράμματα, ἄρχισε ἡ Τέχνη νὰ ξεφεύγη ἀπὸ τὴν ἀπολυταρχία τοῦ λόγου καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς ψυχολογικῆς ἐμπειρίας. Ἀλλὰ αὐτά, ὅπως καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἴπαμε γιὰ τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, εἶναι τὰ πρῶτα ρήγματα στὸ οἰκοδόμημα τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἡ ἀρχὴ ἑνὸς νέου κόσμου. Ὁ σύγχρονος κόσμος στὴν πλειονότητά του δὲν κατανοεῖ, οὔτε συγχωρεῖ, τὸ παράλογο, τὸ ἐκκεντρικὸ καὶ τὸ ἀκαλαίσθητο στὴν Τέχνη, αὐτὸ ποὺ δὲν προκαλεῖ συγκίνηση καὶ εὐχαρίστηση. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ δὲν συγχωροῦσε καὶ ὁ Διαφωτισμὸς ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα καὶ ἑξῆς. Ἡ Τέχνη μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀπευθύνεται στὸ συναίσθημα, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται νὰ προσβάλλη τὸν ὀρθὸ λόγο, τὰ ὀρθὰ ἤθη καὶ ὅ,τι εἶναι λογικὰ «ὀρθό».


γ)      Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ νεώτερος κόσμος ἐπηρεάσθηκε ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὸν Διαφωτισμὸ εἶναι ἡ κοινωνική, πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ζωή. Καὶ πρῶτα στὴν κοινωνικὴ ζωή. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς πολὺ σημαντικὰ στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας:


α.      Στὴν περιοχὴ τῆς παιδείας ἀναπτύχθηκε ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπιδεκτικοὶ μαθήσεως καὶ ὅλοι πρέπει νὰ μορφωθοῦν. Ὁ Διαφωτισμός, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν Βολταῖρο (1694 -1778), αὐτὸν τὸν «διανοητικὸ δικτάτορα τῆς Εὐρώπης», ἐπιδόθηκε σὲ ἕνα τιτάνιο ἀγώνα νὰ ἐκδώση καὶ διασώση τὴν Ἐγκυκλοπαίδεια - ἕνα φιλολογικὸ εἶδος ἄγνωστο μέχρι τότε, ποὺ κατόρθωσε νὰ πραγματοποιήση ὁ σύγχρονός του Diderot (1713 - 1784) - σὰν ἕνα μέσο ἐκλαϊκαύσεως τῆς γνώσεως, ὥστε ὅλοι νὰ μποροῦν νὰ μάθουν τὸ σκοπὸ καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἔτσι νὰ διαλυθοῦν οἱ διάφορες προκαταλήψεις, κυρίως στὴν θρησκεία. Αὐτὸ εἶχε τὶς ἑξῆς καταλυτικὲς κοινωνικὲς συνέπειες: ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος αὔξησε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν σεβασμὸ τῆς κοινωνίας πρὸς τὴν μόρφωση καὶ τὴν παιδεία, σὲ βαθμὸ ποὺ ὅλοι νὰ θέλουν νὰ σπουδάσουν, καὶ ποὺ σιγά-σιγὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ζήσουν στὴν κοινωνία μας ἂν δὲν σπουδάσουν (βλέπε τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς Ἀνώτατης Παιδείας καὶ τὶς κοινωνικὲς συνέπειές της). Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως εἶχεν ὡς συνέπεια κάτι ἄλλο, πολὺ περίεργο καὶ ἀντιφατικό: νὰ πληθύνουν οἱ ἡμιμαθεῖς, αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ ἔχουν γνώμη γιὰ ὅλα, ἐπειδὴ π.χ. διάβασαν μία ἐγκυκλοπαίδεια ἤ - πράγμα ποὺ δὲν διαφέρει καὶ πολὺ - πῆραν ἕνα πτυχίο! Ἔτσι φθάσαμε σὲ ἕνα λαϊκισμὸ στὴν παιδεία: ἐκπαίδευση σὲ ὅλους καὶ δικαίωμα σὲ ὅλους (καὶ σ' αὐτοὺς ποὺ ἐκπαιδεύονται) νὰ ἔχουν γνώμη γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν γνώση. Σήμερα δρέπομε στὴν παιδεία τοὺς καρποὺς ποὺ ἔσπειρεν ὁ Διαφωτισμὸς μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἐγκυκλοπαιδικῆς μορφώσεως, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ συνέπεια τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ὁ ἀπόλυτος μονάρχης τοῦ πολιτισμοῦ.

β.      Στὴν περιοχὴ τῆς πολιτικῆς ζωῆς τὰ ἀποτελέσματα ὑπῆρξαν ἐξ ἴσου καταλυτικά. Πρῶτα, δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁλόκληρος ὁ νεώτερος κόσμος διέπεται καὶ κυριαρχεῖται στὸν τομέα τῆς πολιτικῆς ἀπὸ τὶς ἰδέες τῆς Γαλλικῆς καὶ τῆς Ἀμερικανικῆς Ἐπαναστάσεως. Στὶς ἰδέες αὐτὲς κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἴδια δικαιώματα ὑπὸ τὸν ὄρον πάντοτε ὅτι ὑπακούουν στὸν ἀπόλυτο μονάρχη τῆς λογικῆς καὶ ὅτι ὅλες οἱ «ἐλέῳ Θεοῦ» ἤ ἄλλως πὼς κατεστημένες αὐθεντίες θὰ πρέπει νὰ παραχωρήσουν τὴν θέση τους σὲ συστήματα πολιτικά, ποὺ ἐκφράζουν τὴν βούληση καὶ τὴν σκέψη κάθε ἀνθρώπου, ἤ τοῦ «λαοῦ» (μία ἔννοια ποὺ προσέλαβε διάφορο περιεχόμενο στὰ διάφορα πολιτικὰ συστήματα τῶν χρόνων μας). Ἂς θυμηθοῦμε τὴν φράση «ἐμεῖς, ὁ λαός», μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει τὸ Ἀμερικανικὸ Σύνταγμα. Βασικό, λοιπόν, χαρακτηριστικό του συγχρόνου κόσμου ἀποτελεῖ ἡ «δημοκρατική» μορφὴ τῶν συγχρόνων πολιτευμάτων καὶ οἱ ἰδέες τῆς ἰσότητος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ἰδέες τῶν λεγομένων ἀτομικῶν δικαιωμάτων.


         Δεύτερον, ἀποτελεῖ γεγονὸς ἰδιαίτερης σημασίας, ὅτι οἱ φιλόσοφοι τοῦ Διαφωτισμοῦ τοῦ 18ου αἰ. εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προωθοῦν μὲ ἐπιμονὴ τὴν ἰδέα τῆς ἑνιαίας Εὐρώπης. Ὁ Βαλταῖρος, ὁ Ρουσσώ καὶ ἄλλοι ἐπιφανεῖς διαφωτισταὶ πιστεύουν καὶ διακηρύττουν, ὅτι ὅλοι οἱ Εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ ἀποτελοῦν ἑνότητα πνευματικὴ καὶ ὅτι πολὺ σύντομα θὰ ἀποτελέσουν καὶ ἑνότητα πολιτική. Ἡ ἐξάλειψη τῶν πολέμων μεταξὺ τῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν ἦταν πεποίθηση τῶν ἡγετῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ - κάτι ποὺ φέρνει στὴν σκέψη μας τὶς ἐξελίξεις τῶν ἡμερῶν μας.


          Γενικά, μία αἰσιοδοξία καὶ εὐφορία χαρακτηρίζουν τὸν κόσμο τοῦ 18ου αἰώνα, πράγμα ποὺ συνεχίζεται τὸν 19ο αἰώνα, γιὰ νὰ φθάση στὴν σχεδὸν θρησκευτικὴ πίστη ἑνὸς Βίκτωρος Οὐγκώ καὶ ὅλων ὅσοι ζοῦν στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα (μὲ ἐξαίρεση μορφὲς προφητικές, ὅπως ὁ Ντοστογιέβσκη) ὅτι ὁ 20ος αἰώνας θὰ εἶναι ὁ αἰώνας τοῦ ἀνθρωπίνου παραδείσου, ἡ ἐποχὴ ποὺ θὰ σημάνη τὸ τέλος τῆς ἀμάθειας, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, τῆς πείνας καὶ τῆς ἀρρώστειας, ἀφοῦ ἡ λογικὴ θὰ ἐπικρατήση καὶ ἡ ἐπιστήμη θὰ ἔχη φθάσει στὸ ζενὶθ τῶν ἐπιτευγμάτων της• (ἐντεῦθεν καὶ ἡ ἔκφραση: «μὰ λέγονται αὐτὰ στὸν 20ο αἰώνα»);


         Τὸ πόσο δικαιολογημένη ὑπῆρξεν ἡ εὐφορία αὐτή, μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὸ γνωρίζουμε ὕστερα ἀπὸ πείρα πικρὴ δυὸ παγκοσμίων πολέμων, ἀπὸ συσσωρευόμενες ἀδικίες καὶ καταπιέσεις τῶν ἰσχυρῶν ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων, ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν πιὸ ὠμῶν βασανιστηρίων κατὰ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ἀξιοπρεπείας, ποὺ ζήσαμε οἱ γενεές μας, καὶ τέλος ἀπὸ τὴν ἐμπλοκὴ τῆς ἐπιστήμης στὸν φαῦλο κύκλο τῆς ἐξαλείψεως τῶν ἀσθενειῶν μὲ μέσα καὶ τρόπους, ποὺ ἀναπόφευκτα γεννοῦν νέες ἀρρώστειες καὶ νέα προβλήματα. Ἔτσι ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ εὐφορία ποὺ συνώδευαν τὴν ἀνάπτυξη τῆς ὅλης πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς ἀρχίζει πιὰ νὰ δίνη τὴν θέση της σὲ μία ἔντονη ἀπελπισία, σὲ μία κρίση ἐμπιστοσύνης στὴν ἐπιβίωση τῶν πολιτικῶν θεσμῶν καὶ αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς στὸν πλανήτη μας. Ἀλλὰ ἡ κρίση αὐτὴ συνδέεται καὶ μὲ ἄλλα χαρακτηριστικά του συγχρόνου κόσμου, τὰ ὁποῖα θὰ πρέπει μὲ συντομία νὰ ἐπισημάνουμε. Ἔτσι:


γ.      Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀστικῆς τάξεως, μιᾶς τάξεως, ποὺ ἐπιβάλλει πιὰ τὴν θέλησή της πρὸς κάθε κατεύθυνση, πρὸς τὰ ἄνω (τοὺς εὐγενεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντες) καὶ πρὸς τὰ κάτω (τοὺς ἀγρότες καὶ ἐργάτες - πρὶν ἀστικοποιηθοῦν καὶ αὐτοὶ -, τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀκτήμονες). Ὁ ἀστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν ἠθική τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἐπιτυχία, ποὺ τὴν ἀνάγει σὲ θρησκευτικὸ περίπου ἰδεῶδες, γίνεται κῆρυξ τοῦ κοινωνικοῦ «καθωσπρεπισμοῦ», ὑποθάλπει τὴν ὑποκρισία στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ ἐπιβάλλει τοὺς δικούς του κανόνες συμπεριφορᾶς πρὸς κάθε κατεύθυνση.


δ.       Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀστυφιλίας.Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ποὺ ἀρχίζει τὸν 18ο αἰώνα καὶ ὀγκώνεται μέχρι ποὺ νὰ πάρει στὶς μέρες μας διαστάσεις τέρατος, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς βιομηχανικῆς ἐπαναστάσεως καὶ τῆς ἀνόδου τῆς ἀστικῆς τάξεως. Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι συρρέουν στὶς πόλεις, γιὰ νὰ βροῦν ἐκεῖ ὄχι μόνο τὰ μέσα ἐπιβιώσεως (ἀφοῦ οἱ πόλεις συγκεντρώνουν τὶς μεγάλες βιομηχανίες), ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπολαύσεις, ποὺ ὁλοένα γίνονται καὶ πιὸ πολὺ δικαιώματα τοῦ ἀτόμου. Ἡ πόλη εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνωνυμίας, προσφέρει λύτρωση ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ γείτονα, δίνει τὴν δυνατότητα τῆς διπλῆς ζωῆς, ποὺ τόσο πόθησε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.


         Αὐτὴ ἡ ἀστυφιλία, καὶ ἡ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση ποὺ τὴν συνώδευσε, εἶχεν ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τὴν ἐμφάνιση δυὸ σημαντικῶν ἐξελίξεων στὸ νεώτερο πολιτισμό μας:


δ) 
     ἔγινε αἰσθητὴ καὶ διαμορφώθηκε ἡ διαίρεση τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν σὲ τάξεις. Ἡ ἐμφάνιση τῶν ἰδεῶν τοῦ Μαρξισμοῦ, τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας, σὲ μία χώρα κατ' ἐξοχὴν βιομηχανική, ὅπως ἡ Ἀγγλία (ἐκεῖ ἔγραφε τὸ «Κεφάλαιό» του ὁ Κὰρλ Μάρξ), δείχνει ὅτι ἦταν σχεδὸν ἀναπόφευκτο στὸν σύγχρονο κόσμο μας νὰ δημιουργηθῆ ἡ λεγομένη «πάλη τῶν τάξεων», - δηλαδὴ ἡ ἀντίθεση μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἔχουν καὶ ἐκείνων ποὺ δὲν ἔχουν, μέχρις ὅτου καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἀποκτήσουν ὅσα καὶ ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι. Οἰκονομικὰ συστήματα διάφορα βλέπουν τὸ φῶς τῆς ἡμέρας προτείνοντας τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ὅλες οἱ τάξεις θὰ ἀποκτήσουν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν, ἄλλα μὲ αἱματηρὲς καὶ ἄλλα μὲ ἀναίμακτες ἐπαναστάσεις, μὲ μεθόδους ἴσης κατανομῆς τῶν εἰσοδημάτων κ.λ.π. Σὲ ὅλα αὐτὰ σύντροφος ἀχώριστος ἡ ἐπιστήμη, ποὺ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς τεχνικῆς (γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε πιὸ κάτω) ἀνεβάζει τὸ βιωτικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔτσι ἐκτοπίζει τὴν πολιτική, προσφέροντας πιὰ αὐτὴ ὅ,τι ἡ πολιτικὴ ἐπαγγέλεται καὶ δὲν τὸ κατορθώνει. Ὁ σύγχρονος κόσμος γίνεται ἔτσι δέσμιος της Τεχνολογίας, - τῆς νέας αὐτῆς καὶ παντοδύναμης θεᾶς, ποὺ θὰ κυβερνήση γιὰ πολὺ ἀκόμα τὸν κόσμο μας.


         Ἀλλὰ πρὶν μιλήσουμε γιὰ τὴν θεὰ αὐτή, ἂς ἐπισημάνουμε ἕνα ἀκόμα βασικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ ἔφερε μαζί της ἡ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση καὶ ἡ ἀστυφιλία. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀτομισμὸ καὶ τὸν εὐδαιμονισμὸ στὴν κοινωνικὴ ζωή. Στὶς πόλεις συσσωρευμένοι οἱ ἄνθρωποι, σὲ ἕνα κλίμα ἀνωνυμίας, δὲν ἐνδιαφέρονται παρὰ μόνο γιὰ τὴν εὐδομονία τους καὶ ἐκείνη τῶν πιὸ ἄμεσα δικῶν του ὁ καθένας, τῆς οἰκογενείας τῶν συγγενῶν κ.λ.π. Καὶ ὅταν συναθροίζονται σὲ τάξεις, σὲ συνδικάτα, γιὰ νὰ διεκδικήσουν τὰ δικαιώματά τους, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἐνεργοῦν χωρὶς νὰ λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν τους τὸ γενικώτερο συμφέρον τῆς κοινωνίας. Ὁ ἀτομισμὸς μεταφράζεται ἔτσι σὲ «ταξισμό», καὶ ἡ κοινωνία μεταβάλλεται σὲ κομμάτια, εἴτε ἀτόμων μεμονωμένων, εἴτε ὁμάδων ὀργανωμένων, τὰ ὁποία δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ τῶν στενῶν συμφερόντων τους.


         Μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτὴ τοῦ ἀτομισμοῦ (τοῦ ἀτομικοῦ καὶ τοῦ ὁμαδικοῦ), στὴν πάλη γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων» ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει ὁδηγηθῆ σὲ φαινόμενα ἐκφυλιστικά, ὅπως ἡ ἐγκληματικότητα καὶ τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα. Τὸ τελευταῖο δὲν εἶναι παρὰ μία ἐγκληματικότητα ἔναντι τῆς φύσεως, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων χωρὶς σεβασμὸ πρὸς τὰ δικαιώματα τῆς φύσεως, ἡ ἔξαρση δηλαδὴ τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τοῦ ὠφελιμισμοῦ στὸ πιὸ ἀκραῖο κ' ἐπικίνδυνο σημεῖο. Βεβαίως, ἐμεῖς ποὺ μιλᾶμε σήμερα, ἔχομε πιὰ τὴν πικρὴ πείρα τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου νὰ ἀποτρέψη τὶς ὀλέθριες αὐτὲς συνέπειες τοῦ ἀτομισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ πάλι εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι ὁ πολιτισμός μας δὲν διαθέτει ἄλλη ἐλπίδα, ἄλλο φάρμακο, στὸ πρόβλημα τῆς οἰκολογίας, ἀπὸ τὴν λογικὴ καὶ τὴν ἠθική: ὅταν παρατηροῦνται φαινόμενα ἀπειλητικά, ὅπως ἡ ἐκροὴ ραδιενέργειας, ἡ μόλυνση ἀπὸ βιοχημικὰ κατάλοιπα κ.τ.λ., ἡ μόνη διέξοδος ποὺ ἐπιχειρεῖται εἶναι ἡ ἔκκληση νὰ λογικευθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν χρήση τῆς φύσεως. Ἀλλὰ πῶς νὰ λογικευθῆ, ὅταν εἶναι δέσμιος του εὐδαιμονισμοῦ, δηλαδὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ ἀτόμου γιὰ εὐτυχία; Γιὰ νὰ μειώση τὴν μόλυνση, πρέπει νὰ μειώση τὴν παραγωγή. Καὶ μειώνοντας τὴν παραγωγὴ μειώνει τὴν ὑλικὴ εὐημερία του καὶ αὐξάνει τὴν ἀνέχεια, τὴν ἀρρώστεια, ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποία ἀγωνίστηκε τόσο πολὺ νὰ ἐξαλείψη. Πραγματικὰ ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχει φθάσει σὲ ἀδιέξοδο. Ἤ θὰ γυρίση στὴν πρὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ περίοδο, ἤ θὰ πεθάνη. Οἱ λέξεις φαίνονται ὑπερβολικές, ἀλλὰ εἶναι δυστυχῶς πολὺ ἀκριβεῖς.


          Καὶ ἐρχόμαστε τώρα σ' αὐτὸ ποὺ ὠνομάσαμε «θεά» τοῦ συγχρόνου κόσμου, τὴν Τεχνολογία. Ἡ Τεχνολογία εἶναι ἡ ἀναγωγὴ τῆς τεχνικῆς σὲ «λόγο», σὲ κυρίαρχο τρόπο σκέψεως, σὲ στάση ζωῆς. Ἡ τεχνολογία ὀφείλει τὴν γέννησή της στὴν ἀπολυταρχία τῆς λογικῆς, στὴν διαπίστωση δηλαδὴ ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ νὰ κυριαρχήση τόσο πολὺ στὰ πράγματα καὶ στὴν φύση, ὥστε νὰ παραγάγη ὅποιο ἀποτέλεσμα ἐπιθυμεῖ. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν μαθηματικῶν μάλιστα μπορεῖ νὰ παραγάγη καὶ ὄντα ποὺ σκέπτονται, ποὺ κάνουν ὅλο τὸ ἔργο τοῦ σκεπτομένου ἀνθρώπου (computers). Ὅλα αὐτὰ ὅταν τεθοῦν στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, γίνονται ὄχι ἁπλῶς δελεαστικά, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ ἀναντικατάστατα. Ἡ τεχνολογία κρατάει σήμερα τὸ κλειδὶ σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ζωῆς: τὴν ἐπιστήμη, τὴν πολιτική, τὴν οἰκονομία, τὴν ἰατρικὴ κ.λ.π. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀγνοήση, χωρὶς νὰ τιμωρηθῆ μὲ ἀφανισμό.


          Ἔτσι ὁλοκληρώνεται σὲ ἁδρότατες γραμμὲς ἡ εἰκόνα τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ἑνὸς κόσμου μὲ καταπληκτικὴ πρόοδο σὲ ὅλους τους τομεῖς, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ἄγχος καὶ φόβο. Ἑνὸς κόσμου ποὺ κυριολεκτικὰ ἔχει ἐξαντλήσει τὰ ὅριά του καὶ βρίσκεται πιὰ σὲ ἀδιέξοδο. Σ' ἕνα τέτοιο κόσμο καλεῖται σήμερα νὰ ζήση ἡ Ὀρθοδοξία καὶ νὰ δώση τὸ μήνυμά της. Τί θὰ εἶχε νὰ προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία στὸν κόσμο μας;


 
ΙΙΙ. ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Ἡ κρίση τοῦ συγχρόνου κόσμου καὶ τὰ πρῶτα σημεῖα μίας νέας ἐποχῆς
          Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ μία παρατήρηση, ἡ ὁποία ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ ὅσους εἶναι ταγμένοι νὰ ἐκπροσωποῦν τὴν Ὀρθοδοξία μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο, ὡς κληρικοὶ κυρίως καὶ ὡς θεολόγοι. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος, μουσειακὸ ἀντικείμενο, προωρισμένο νὰ προκαλῆ ἁπλῶς τὸν θαυμασμὸ ὡς ἐπίτευγμα μίας ἄλλης ἐποχῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ ἀρθρώση λόγο σωτήριο γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, λαμβάνοντας ὑπ' ὄψιν τὰ ἀδιέξοδα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀντιμετωπίζει. Τὰ ἀδιέξοδα αὐτά, στὰ ὁποῖα ἀκροθιγῶς ἀναφερθήκαμε, ἀποτελοῦν τὴν πρόκληση καὶ τὸ πλαίσιο, ποὺ προσφέρει ὁ σύγχρονος κόσμος στὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ κάμη ζωντανὴ τὴν παράδοση, ποὺ παρέλαβεν ἡ γενεά μας ἀπὸ τοὺς πατέρες της.


         Μὲ ποιὸν τρόπο θὰ μποροῦσε ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα ν' ἀποτελέση σωστικὴ δύναμη γιὰ τὰ ἀδιέξοδα τοῦ πολιτισμοῦ μας;


         Ἡ σημερινὴ Ὀρθοδοξία, ὡς ποιμαίνουσα καὶ ὡς διδάσκουσα Ἐκκλησία, ἔχει αὐξημένη εὐθύνη ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἱστορίας. Τοῦτο ὀφείλεται στὸ ὅτι στὶς ἡμέρες μας ἔχουν ἤδη ὡριμάσει οἱ προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἀκουσθῆ ἡ φωνή της σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἀρκεῖ νὰ κατορθώση νὰ συλλάβη τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν καὶ νὰ ἀποδυθῆ σὲ μία βαθειά, ὅσο καὶ πιστή, ἑρμηνεία τῆς παραδόσεώς της. Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, τὰ ὁποία εὐνοοῦν τὴν προβολὴ καὶ ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο περιλαμβάνουν τὰ ἀκόλουθα.


α)      Ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε, ὁ σύγχρονος κόσμος ἀρχίζει σήμερα νὰ χάνη τὴν ἀρχικὴ αἰσιοδοξία καὶ αὐτοπεποίθηση, μὲ τὴν ὁποία ξεκίνησε τὸν 18ο αἰώνα. Ἤδη, μὲ τὸ ξέσπασμα τῶν δυὸ μεγάλων παγκοσμίων πολέμων στὸν αἰώνα μας, οἱ προφητικὲς ἀμφιβολίες ἑνὸς Ντοστογιέφσκι ὡς πρὸς τὴν ἐπιτυχία τοῦ λογοκρατουμένου δυτικοῦ κόσμου ἄρχισαν νὰ ἐπαληθεύονται. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ δύναμη ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸν λόγο του, καὶ μπορεῖ νὰ ὁδηγήση στὴν ἀνατροπὴ ὅλων τῶν κατασκευῶν καὶ ἐπιτευγμάτων του. Τὸ κακὸ δὲν ἐλέγχεται, οὔτε περιορίζεται, μὲ τὴν λογικὴ ἤ τὴν ἠθική, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τοὺς δυὸ αὐτοὺς μεγάλους πολέμους τοῦ αἰώνα μας, ὁ κόσμος ποὺ ἔκτισεν ὁ Διαφωτισμός, ὑπέστη τριγμούς, καὶ ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ περιπίπτη σὲ ἀπόγνωση. Ἤδη στὰ χρόνια τοῦ μεσοπολέμου, ὁ μηδενισμὸς κάνει τὴν ἐμφάνισή του στὴν Εὐρώπη μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψη συστηματικὰ ὅλες τὶς ἀξίες, ἰδιαίτερα τὶς αἰσθητικές, ποὺ ἀνήγαγε σὲ ἰδανικὰ καὶ κανόνες ζωῆς ὁ κόσμος τοῦ 19ου αἰώνα. Στὴν ἀναρχικὴ ἀναταραχή, ποὺ δημιουργεῖται, ἐμφανίζεται στὴν τέχνη τὸ κίνημα τοῦ Σουρρεαλισμοῦ, ἕνα κίνημα μὲ πολλὴ γονιμότητα, ἀρχικὰ ὡς ἐκμετάλευση καὶ ἀνάλυση τοῦ ἀσυνειδήτου, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνατραπῆ ἡ «παραμορφωτικὴ ἐπίδραση τῆς λογικῆς», καὶ ἀργότερα ὡς ἀνάλυση καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν νευρωτικῶν παρενοχλήσεων. Ἔτσι ἡ ψυχολογία καὶ ὁ ἀτομισμὸς ἐπιβιώνουν στὸν σύγχρονο κόσμο μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς ἀκράτου ὑποκειμενισμοῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομεῖ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ Ὑπαρξισμοῦ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἐλευθερίας.


         Στὸν ἀντίποδα τῶν ἐξελίξεων αὐτῶν ἀναπτύχθηκε στὸν σύγχρονο κόσμο ἡ «ἐλπίδα», μὲ τὴν μορφὴ τῆς ἀναζητήσεως ἑνὸς μέλλοντος, ποὺ θὰ περνάη μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δράση. «Θεολογίες τῆς ἐλπίδος» καὶ «τῆς ἀπελευθερώσεως» ἐμπνεόμενες σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν χριστιανική, ἀλλὰ καὶ τὴν μαρξιστικὴ ἐσχατολογία, μετέθεσαν τὸν προσανατολισμὸ τοῦ συγχρόνου κόσμου στὸ χῶρο τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι. Ἔτσι ἐπανέρχονται στὴν ἐπιφάνεια τὰ τυπικὰ διλήμματα τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ μεταξὺ τοῦ ἀτομικοῦ εὐσεβισμοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ, χωρὶς κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ σκέλη νὰ μπορῆ νὰ ἱκανοποιήση τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ ἀγωνιωδῶς τὴν χρυσὴ τομὴ μεταξὺ τῶν δυὸ ἄκρων. Μὲ τὶς ἀπροσδόκητα ραγδαῖες ἐξελίξεις μάλιστα τῶν τελευταίων μηνῶν στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἡ ἐλπίδα αὐτῆς τῆς μορφῆς γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο ἔχει ἀνάγκη ριζικῆς ἀναθεωρήσεως καὶ ἀναπροσαρμογῆς, ὥστε νὰ βρεθῆ ἡ σωστὴ ἰσορροπία μεταξὺ «ἀτόμου» καὶ «κοινότητος», ἱστορίας καὶ ἐσχατολογίας κ.λ.π., γιὰ νὰ μὴν περιπέση ὁ ἄνθρωπος εἴτε σὲ νέες μορφὲς ἀτομισμοῦ εἴτε σὲ νέες μηδενιστικὲς τάσεις.


β)     Ἔντονος εἶναι ἐπίσης ὁ προβληματισμὸς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου καὶ ὡς πρὸς τὶς προόδους τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς. Ἡ πρόοδος καὶ οἱ ἐλπίδες τῆς ἰατρικῆς, παραδείγματος χάριν, στηρίζονται σὲ μεγάλο βαθμὸ στὶς ἀνακαλύψεις τῆς βιολογίας, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἐλπίδα ὅτι θὰ κατανικηθοῦν πολλὲς ἀσθένειες. Ἀλλὰ μία τέτοια πρόοδος συνεπάγεται καὶ τρομερὲς δυνατότητες ἐλέγχου ὄχι μόνο τοῦ φύλου, ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικότητος καὶ τοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἐπίπεδο γονιδίων. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ φανταστῆ κανεὶς τοὺς κινδύνους ποὺ περιέχει αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Παρόμοιες παρατηρήσεις ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν τεχνολογία, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται πλέον ὅτι δὲν εἶναι μόνο ἕνας φίλος, ποὺ ὑπόσχεται τὴν λύση τῶν προβλημάτων μας, ἀλλὰ καὶ ἕνας πιθανὸς τύραννος, ποὺ ἀπειλεῖ νὰ μᾶς συντρίψη μέχρι θανάτου, ὄχι μόνον πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ φυσικοῦ. Ὅλα αὐτά, συνδυαζόμενα μὲ τὸ ὀξύτατο οἰκολογικὸ πρόβλημα, ποὺ ἀπειλεῖ μὲ καταστροφὴ τὴν ζωὴ στὸν πλανήτη μας, συνθέτουν μία εἰκόνα ἀνάμικτη μὲ ἐλπίδες καὶ φόβους. Ἡ πολιτική, στὴν ὁποία ἐναποθέτει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σχεδὸν ὅλες τὶς ἐλπίδες του γιὰ προστασία ἀπὸ τοὺς κινδύνους αὐτούς, ἀποδεικνύεται ἀνίκανη νὰ δώση λύσεις χωρὶς τὴν συναίνεση καὶ συγκατάθεση τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας, ἂν δὲν θέλη νὰ καταφύγη σὲ δικτατορικὲς μεθόδους. Ἐμφανίζεται ἔτσι ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη παιδείας καὶ ἤθους, πράγματα ποὺ μόνο ἕνας βαθύτερος πνευματικὸς προσανατολισμὸς μπορεῖ δώση. Ἡ ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ χρέους καὶ τῶν δυνατοτήτων της, ἔχει σημάνει στὸν σύγχρονο κόσμο.


2. Οἱ δυνατότητες τῆς Ὀρθοδοξίας
         Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα παρουσιάζεται ἰδιαίτερα σεβαστὴ μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἀπὸ τὴν ἐπαφή της μὲ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο κατέστη φανερὴ ὄχι μόνον ἡ ἰδιαιτερότητά της, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπεροχή της. Διότι γίνεται διαρκῶς καὶ πιὸ φανερό, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μετέχει ἱστορικὰ στὶς ἁμαρτίες τοῦ νεωτέρου κόσμου, δὲν συνέβαλε στὴν «πρόοδό» του, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὴν καταστρεπτικότητα καὶ τὰ ἀδιέξοδά του.


         Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτὴν τὴν «ἀθωότητα», ἂς τὴν ποῦμε, τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ τὴν καθιστᾶ σήμερα ὄχι ἁπλῶς ἐπίκαιρη, ἀλλὰ καὶ τὴν μόνη ἴσως ἐλπίδα γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσουμε τώρα νὰ ἀναλύσουμε μὲ συντομία.


         Στὴν σημερινὴ πορεία τῶν ἐξελίξεων στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης κ.λ.π., ἀναφαίνονται ἤδη τὰ πρῶτα σημεῖα πού μᾶς ἐπαναφέρουν στὴν Πατερικὴ καὶ Βυζαντινὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο καὶ στὴν ζωή. Ἀναφέρομαι κατὰ πρῶτον λόγον στὸν χῶρο τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, γιατί ἐκεῖ φαίνεται νὰ ἀνήκη ἡ πρωτοπορία τῶν νέων αὐτῶν ἐξελίξεων. Πρόκειται γιὰ τὴν μεγάλη ἐπανάσταση ποὺ σημείωσε στὴν ἐπιστήμη ἡ θεωρία τοῦ Einstein καὶ οἱ μεταγενέστερες θεωρίες τοῦ Heisenberg (ἡ λεγόμενη Quantum theory), ποὺ καταργοῦν πιὰ ὁριστικὰ τὴν μηχανιστικὴ ἀντίληψη τοῦ σύμπαντος καὶ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ μία ὀντολογία σχέσεων. Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμένου εἶναι πιὰ μύθος, καὶ ἀρχίζει νὰ γίνεται δεκτὸ ὅτι ὁ ἐρευνητὴς μετέχει καὶ ἐπηρεάζει τὸ ἀντικείμενο πάνω στὸ ὁποῖο πειραματίζεται. Αὐτὸ καταρρίπτει ὄχι μόνο τὴν μηχανιστικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομιστικὴ θεώρηση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἄτομο μεμονωμένο. Ὅλα τὰ ὄντα εἶναι σχετικά, δηλαδὴ στηρίζονται σὲ κάποια σχέση μὲ ἄλλα ὄντα. Ὁ κόσμος εἶναι μία σχέση.


         Βέβαια, τὸ μήνυμα αὐτὸ δὲν φαίνεται νὰ ἔχει φθάσει ἀκόμα στοὺς κοινωνιολόγους μας, οὔτε πολὺ περισσότερο στὴν κοινὴ λογική μας. Εἶχε ὅμως φθάσει πρὸ πολλοῦ καὶ ὑπάρχει βαθιὰ ριζωμένο στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ αὐτὸ μὲ τὶς ἑξῆς μορφές:


α)      Ἡ Τριαδικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι στὴν οὐσία μία ἐφαρμογὴ τῶν ἀπόψεων αὐτῶν στὴν πίστη μας στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνος. Ὁ ἀρχαῖος φιλοσοφικὸς κόσμος (βλ. Ἀριστοτέλη, Φίλωνα κ.ἄ.) ἔβλεπαν τὸν Θεὸ ὡς τὴν πιὸ μοναχικὴ ὕπαρξη, τὸ ἀπόλυτο Ἕνα. Οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας, ποὺ διεμόρφωσαν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, διεφώνησαν ριζικὰ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὸ θέμα αὐτό. Ἄλλο ἕνας καὶ ἄλλο μόνος. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, ἀλλὰ ἡ ἑνότητά του στηρίζεται στὴν ἀδιάρρηκτη ἀγαπητικὴ σχέση ποὺ ἔχουν τὰ τρία πρόσωπα (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα) μεταξύ τους. Ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ πιὸ ἀντιατομικὸς Θεός, εἶναι ὁ πιὸ «κοινωνικός» Θεός, Θεὸς σχέσεων.


β)      Ἡ Τριαδικὴ αὐτὴ Θεολογία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀνθρωπολογία (τὴν ἀντίληψη περὶ ἀνθρώπου) καὶ κατ' ἐπέκτασιν μὲ τὴν κοινωνιολογία. Ἡ σχέση αὐτὴ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία περὶ προσώπου. Τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα μὲ τὸ ἄτομο. Εἶναι μᾶλλον τὸ ἀντίθετό του. Τὸ ἄτομο εἶναι κάτι ποὺ νοεῖται μόνο του, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ἀπομόνωση, τὴν διάσπαση καὶ τὴν διάσταση, τὸν χωρισμὸ τῶν ὄντων. Τὸ πρόσωπο ἀναδύεται μόνο ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ ἄλλα ὄντα. Δὲν μπορεῖς νὰ πῆς «Ἐγώ», ἂν δὲν ὑπάρχη τὸ «Σύ». Ὅπως ἀκριβῶς δὲν μπορεῖς νὰ πῆς «Πατήρ» ἂν δὲν ἐννοῆς ταυτόχρονα καὶ τὸν «Υἱό». Πατὴρ χωρὶς Υἱὸν δὲν εἶναι Πατήρ. Καὶ «Ἐγώ» χωρὶς «Σύ» δὲν εἶναι «Ἐγώ». Ἡ σχετικότητα τῆς μετὰ τὸν Einstein φυσικῆς μεταφράζεται ἔτσι σὲ Θεολογία καὶ Κοινωνιολογία στὴν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περὶ προσώπου. Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ προβάλη σήμερα ἔντονα τὶς θέσεις αὐτὲς καὶ ἀμέσως θὰ δημιουργηθοῦν γέφυρες μὲ τὸν κόσμο ποὺ ἀνατέλλει μέσα στὰ ἐρείπια τοῦ συγχρόνου κόσμου μας ὁ ὁποῖος σβήνει μέσα στὰ ἀδιέξοδα ποὺ δημιούργησε.


γ)      Θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ὅτι ὅλα αὐτὰ ἡ Ὀρθοδοξία τὰ ζῆ στὴν πράξη - καὶ δὲν εἶναι θεωρίες - μέσα στὴν Εὐχαριστιακὴ σύναξη. Ἀπὸ ὅλες τὶς μορφὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, μόνο ἡ Ὀρθοδοξία διατήρησε τὴν Θ. Εὐχαριστία στὸ κέντρο τῆς ζωῆς της καὶ τῆς ἔδωσε ρόλο καθοριστικό. Ἡ Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία δὲν εἶναι ὁ χῶρος - ὅπως πολλὲς φορὲς κακῶς νομίζομε - ὅπου ὁ καθένας συναντᾶ τὸν Θεὸ μόνος του καὶ ἑνώνεται μαζί Του μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν Θ. Κοινωνία. Η Θ. Λειτουργία εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ὁ καθένας μας γίνεται ἰδιαίτερο πρόσωπο, ἀκριβῶς διὰ μέσου τῆς σχέσεώς του μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ ὅπου τίποτε δὲν νοεῖται ἀτομικά, ἀλλὰ μόνο προσωπικά, (μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δώσαμε στὸ πρόσωπο πιὸ πάνω). Γι' αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ, δὲν ἐπιτρέπεται στὴν Ὀρθοδοξία νὰ τελεσθῆ ἀτομικὴ Θ. Λειτουργία. Η Θ. Εὐχαριστία εἶναι κοινωνία, κοινωνία προσώπων ποὺ ἀντλοῦν ὁ καθένας τὴν ταυτότητά του ἀπὸ τὴν σχέση τους μὲ τοὺς ἄλλους, μία ἀντανάκλαση τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ὁ Θεὸς εἶναι Πατὴρ διότι ἔχει Υἱὸν καὶ Πνεῦμα, ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς διότι ἔχει Πατέρα κ.ο.κ.


δ)      Ἡ Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία ἔχει καὶ μία ἀντίληψη περὶ τοῦ φυσικοῦ κόσμου ποὺ συμπίπτει μὲ ὅσα ἡ νεώτερη Ἐπιστήμη προσπαθεῖ σήμερα νὰ πῆ. Στὴν Θ. Λειτουργία ὁ φυσικὸς καὶ ὑλικὸς κόσμος (ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, τὰ χρώματα, οἱ ἦχοι, κ.λ.π.) καὶ ὅλες οἱ αἰσθήσεις (ὅραση, ἁφή, ὄσφρηση - μὲ τὸ θυμίαμα, - ἀκοὴ κ.λ.π.) μετέχουν σὲ μία ἑνότητα ἀδιάσπαστη. Δὲν ὑπάρχει ἀντίθεση μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμενικῆς πραγματικότητος, δὲν ὑπάρχει ἡ κατακτητικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ἀπέναντι στὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει, ὅπως συμβαίνει στὴν Τεχνολογία, ὁ κόσμος δὲν κεῖται ἔναντι, δὲν ἀντίκειται (ἀντικείμενον) τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ προσλαμβάνεται ἀπὸ αὐτόν, ἑνώνεται μαζί του σὲ ἕνα σῶμα, μεταλαμβάνεται καὶ κοινωνεῖται. Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ὄχι μόνο ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ πρόσληψη τροφῆς, ἀποδοχὴ καὶ καταξίωση τοῦ φυσικοῦ μας περιβάλλοντος, ἐνσωμάτωση τῆς ὕλης καὶ ὄχι χρήση τῆς ὕλης. Ἡ ἱερότητα ποὺ συνοδεύει αὐτὴν τὴν στάση, τὸ Θεῖο ρῖγος ποὺ διαπερνᾶ αὐτὴν τὴν σχέση, εἶναι ὁ ἀντίποδας τῆς Τεχνολογίας καὶ ἡ ἀπάντηση στὸ οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι καὶ γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὅ,τι καλύτερο ἔχει νὰ προσφέρη ἡ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο.


ε)      Ἡ Ὀρθοδοξία, τέλος, εἶναι σήμερα ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη, λόγω τοῦ ἀσκητικοῦ πνεύματος ποὺ τὴν χαρακτηρίζει. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δείχνει νὰ ἔχη ὑποταγεῖ τόσο πολὺ στὸν ἀτομισμό, ὥστε νὰ ἔχη ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ὑπενθύμιση, ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ὁ οἰκονόμος καὶ οἰωνεὶ ὁ ἱερεύς της, αὐτὸς ποὺ τὴν προσφέρει στὸν Δημιουργὸ Θεό, διακηρύττοντας ὅτι Τοῦ προσφέρει «τὰ Σά ἐκ τῶν Σῶν». Ἡ Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ παράδοση, ποὺ διεπότισε τὸ φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν μὲ τὴν σημασία ποὺ ἀποδίδουν στὴν νηστεία καὶ στὴν στέρηση, ἔχει πολλὰ νὰ διδάξη τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὑποδουλώθηκε στὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ τοῦ καταναλωτισμοῦ, καὶ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν ἐξάντληση τῶν φυσικῶν πόρων τῆς ζωῆς τοῦ πλανήτου μας, μία ἐξάντληση ποὺ θὰ ἐπιφέρη ἀργὰ ἡ γρήγορα τὸ τέλος τῆς ζωῆς σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅπως ἐπισημαίνουν πλέον ὅλοι οἱ σοβαροὶ ἐπιστήμονες. Ἁγιασμὸς καὶ ἄσκηση [4] εἶναι αὐτὰ ποὺ φέρει μαζί της στὸν σύγχρονο κόσμο ἡ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὴν Τριαδικὴ Θεολογία της. Καὶ αὐτὰ ἔχουν σήμερα ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου.



Σημειώσεις________________________________________

[1]. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν Μητροπολίτη ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα στὴν ἐπαρχία του ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Ἑσπερινός του Σαββάτου στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κοζάνης, στὸν ὁποῖον κατὰ τὴν παράδοση πάντοτε χοροστατεῖ ὁ ἴδιος, ἀποτελεῖ ὑποδειγματικὴ ἱερὰ ἀκολουθία.
[2]. Βλ. τὸ ἄρθρο μας «Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα καὶ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία» στὸ περιοδικὸ Εὐθύνη, 1985, τεῦχος 163, σ. 329 ἐξ. (ἀναδημ. στὸ περιοδικὸ Ἀνάπλασις, 1987).
[3]. † Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, «Πατροπαράδοτον σέβας», Χαριστήριος Ὠδὴ β/), Ἀθήνα 1988.
[4]. Ἔτσι ὁρίζει κάπου τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης κ. Διονύσιος.


Πληκτρολόγηση Ν. Ρ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...