Τὸ περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ἀπετέλεσε τὸν πυρήνα διαλέξεως, ποὺ δόθηκε στὴν Κοζάνη, στὰ πλαίσια τῶν ἑορτῶν, ποὺ ὠργανώθηκαν ἐκεῖ, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως τριάντα ἐτῶν διακονίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυρίου Διονυσίου ὡς ποιμενάρχου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης. Ὅπως τονίσθηκε κατὰ τὴν διάλεξη ἐκείνη, ἡ προσφορά της δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἐκπλήρωση προσωπικοῦ χρέους πρὸς τὸ σεπτὸ πρόσωπο τοῦ τιμωμένου Ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ ἀφορμὴ ἐπισημάνσεως ὡρισμένων καιρίας σημασίας χαρακτηριστικῶν μίας ἐποχῆς τῆς νεωτέρας ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης κ. Διονύσιος δὲν ὑπῆρξε μόνον ὁ ἀφωσιωμένος καὶ συνετὸς καλὸς ποιμὴν τῆς ἐπαρχίας του, ὅπως τὸν ἐγνώρισαν καὶ τὸν ἔζησαν ἐπὶ τριάντα χρόνια ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Μητροπόλεώς του. Ἡ παρουσία του στὴν καθόλου ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὁριοθετεῖ μία ἐποχὴ τῆς συγχρόνου ἱστορίας τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας τὰ χαρακτηριστικὰ δὲν ἔχουν παύσει νὰ ἔχουν τὴν σημασία τους.
Ὁ τιμώμενος ἱεράρχης ἐμφανίσθηκε στὸ προσκήνιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ὡς ἐπίσκοπος Ρωγῶν καὶ βοηθὸς τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνος σὲ μία ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πραγματοποιοῦσε μία ἔντονη στροφὴ πρὸς τὴν παράδοση. Μὲ τὴν ἐμφάνιση στοχαστῶν, ὅπως ὁ Φώτης Κόντογλου καὶ ἄλλοι, ἐτονίζετο πλέον ἡ ἀνάγκη, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία παύση νὰ πορεύεται «μὲ τὰ φῶτα τῆς Δύσεως», καὶ ἀρχίση νὰ ἀντλῆ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, ἀνακαλύπτοντας καὶ ἐκτιμώντας τὴν δική της παράδοση. Ὁ Διονύσιος Ψαριανὸς ὡς ἐπίσκοπος Ρωγῶν καὶ στὴν συνέχεια ὡς Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης, κατ' ἐξοχὴν παραδοσιακὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν ἐπίμονη προσήλωσή του στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔκδηλη ἀντίθεσή του σὲ κάθε μορφὴ κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ καὶ ἀτομικοῦ εὐσεβισμοῦ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔμοιαζε ἐκ πρώτης ὄψεως σὰν νὰ ἤθελε νὰ φέρη τὴν Ἐκκλησία αἰῶνες πίσω. Ἀλλ' ὁ παραδοσιακὸς αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν εὐρύτατη καὶ πολύπλευρη παιδεία καὶ τὴν γνωριμία μὲ τὰ γράμματα, τὴν μουσικὴ καὶ τὸν σύγχρονο στοχασμό, κάτι ἄλλο ἐπιζητοῦσε• ἤθελε νὰ συλλάβη τὸν παλμὸ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ κάμη τὴν παράδοση ζωντανή. Πίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σήμερα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸ χθές, γιὰ νὰ ὑπάρξη. Χωρὶς παράδοση ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος θὰ χαθῆ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἁπλὴ ἐπιστροφὴ στὸ χθές. Ἰδοὺ πὼς τοποθετεῖται στὸ θέμα αὐτὸ ὁ Μητροπολίτης Κοζάνης:
Ἀπ' ὅσα παραπάνω ἀκοῦμε νὰ διδάσκουν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπου κι οἱ δυὸ βεβαιώνουν, καθὼς κι ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐμμονὴ τους εἰς τὴν παράδοση τῆς πίστεως, κινδυνεύουμε νὰ σχηματίσουμε τὴν γνώμη πὼς ἡ Ὀρθοδοξία κι αὐτὸ ποὺ λέμε στὴν Ἐκκλησία παράδοση δὲν εἶναι παρὰ μία στασιμότητα, κι ἀκόμα χειρότερα μία ὀπισθοδρόμηση. Δὲν κάνουμε δηλαδὴ τίποτ' ἄλλο παρά, ἀντὶ νὰ κοιτάζουμε καὶ νὰ πηγαίνουμε μπροστά, γυρίζουμε καὶ πᾶμε πρὸς τὰ πίσω. Ἐδῶ τώρα εἶναι ἕνα πάρα πολὺ κρίσιμο σημεῖο στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία, καθὼς καὶ τὸ ἀκούσατε πολλὲς φορὲς νὰ τὸ λέμε, εἶναι θεσμὸς παραδόσεως. Συγχρόνως ὅμως ἡ πίστη καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή, κι ἡ ζωὴ βέβαια ποτὲ δὲν πηγαίνει πίσω, ἀλλὰ ἀσταμάτητα πάντα πηγαίνει μπροστά. Ὅμως ποτὲ δὲν περπατάει κανεὶς σὲ ἄγνωστο τόπο χωρὶς ὁδηγό. Αὐτὸ ποὺ λέμε «μπροστά», δηλαδὴ τὸ μέλλον, εἶναι «τῳ ὄντι» ἕνας ἄγνωστος τόπος• γιὰ νὰ τὸν περπατήσουμε μὲ ἀσφάλεια χρειαζόμαστε ὁδηγό. Οἱ Πατέρες λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ἀσταμάτητη πνευματική μας πορεία καὶ στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁδηγοί• ὄχι γιὰ νὰ πιαστοῦμε ἀπ' αὐτοὺς καὶ νὰ πᾶμε πίσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρουμε γραμμὴ καὶ νὰ πᾶμε μπροστά.
Ἀκοῦμε πολλὲς φορὲς τὸ σύνθημα• «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδὴ νὰ γυρίσουμε τάχα στὴν ἐποχὴ τῶν ἀρχαίων Πατέρων. Ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅλα τὰ συνθήματα πάντα παραπλανοῦν, ἂν καὶ μπορεῖ κάποτε νὰ ἐκφράζουν μία ἀλήθεια καὶ νὰ προβάλλουν κάποιο αἴτημα. Τὸ πνευματικὸ λοιπὸν αἴτημα τοῦ συνθήματος «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» δὲν εἶναι οὔτε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀρχαίων Πατέρων νὰ γυρίσουμε οὔτε ὅ,τι εἶπαν ἐκεῖνοι κι ὅ,τι ἔκαμαν τὸ ἴδιο κι ἐμεῖς νὰ ἐπαναλαμβάνουμε. Πρῶτα, γιατί ἡ ἐποχὴ τῶν Πατέρων εἶναι πάντα παροῦσα, ἐπειδὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπῆρξαν μία φορά, ἀλλ' εἶναι πάντα. Ὅταν λέμε πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία Πατέρων, τὴν ἐννοοῦμε καὶ πρῶτα καὶ τώρα καὶ πάντα, καὶ στὸ παρελθὸν καὶ στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον. Ἀλλ' οὔτε τὸ «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» θὰ πῆ νὰ πᾶμε παληά, γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ὀρθὴ πίστη, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέχει τὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων μέσα στὴν Πατερικὴ παράδοση. Τὸ «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» θὰ πῆ νὰ ξαναβροῦμε τὸ φρόνημα τῶν ἀρχαίων Πατέρων, νὰ προσέξουμε στὸν τρόπο ποὺ σκέπτονται, ὅτι πρῶτα ζοῦν τὴν πίστη κι ὕστερα θεολογοῦν γιὰ νὰ τὴν κάμουν γνώση, ὅτι ἡ θεολογική τους σοφία στηρίζεται στὴν πράξη καὶ τὴν πείρα τῆς ἁγιωσύνης.
Ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀνατρέψει αὐτὴν τὴν σειρὰ καὶ τὴν τάξη• στὸν καιρό μας, καθὼς λέγει κάπου ὁ Μέγας Βασίλειος, δὲν θεολογοῦμε, ἀλλὰ τεχνολογοῦμε. Τὸ φρόνημα τῶν Πατέρων εἶναι φρόνημα ἐκκλησιαστικό, ἡ συνείδησή τους εἶναι συνείδηση ἱερατική, ὁ βίος τους εἶναι βίος ἀσκητικός, τὸ ἦθος τους εἶναι ἦθος πνευματικῶν καὶ ὁλοκληρωμένων ἀνθρώπων. Αὐτὰ εἶναι πού μᾶς λείπουν κι αὐτὰ ζητάει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ σύγχρονος κόσμος, κι ὄχι ἁπλῶς νὰ ξέρουμε σὰν καλοὶ φιλόλογοι καὶ γραμματολόγοι τὰ γραπτὰ πού μᾶς ἀφῆκαν οἱ Πατέρες. Αὐτὰ τὰ γραπτά, αὐτὰ τὰ κείμενα ἔχουν ἀξία κι εἶναι πολύτιμοι θησαυροί, ὄχι γιὰ νὰ τὰ ἀντιγράψουμε καὶ νὰ τὰ λέμε τὰ ἴδια, μὰ γιὰ νὰ τὰ μελετᾶμε καὶ νὰ ἀνακαλύπτουμε σ' αὐτὰ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, τὸ ρωμαλέο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, τὴν ἱερατικὴ συνείδηση, τὴν ἀσκητικότητα καὶ τὸ ἦθος τῶν ἀρχαίων Πατέρων.
Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου στὸ θέμα τῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξη καὶ σήμερα, ἐπέδρασε ἀποφασιστικὰ στὴν ποιμαντικὴ διακονία του, τὸ κήρυγμα, τὴν λατρεία, τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ κ.τ.λ. Σὲ ὅλα αὐτὰ προσπαθεῖ νὰ συνδυάση τὸ χθὲς μὲ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο. Ὡς ἐπίσκοπος δὲν καταδαπανᾶτε σὲ ἕναν ἐφήμερον κοινωνικὸν ἀκτιβισμό, ποὺ καὶ αὐτὸν δὲν τὸν παραμελεῖ, ἀλλὰ φρονεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Harnack περιφρονητικὰ ὠνόμαζε, ἀναφερόμενος στὴν Ὀρθοδοξία, «κοινωνία λατρείας».Τὸ ἐπίγραμμα «πές μου πῶς λατρεύεις νὰ σοῦ πῶ πῶς πιστεύεις» προέρχεται ἀπὸ τὰ λόγια του, καὶ δείχνει τὴν κατεύθυνση, στὴν ὁποία κινεῖται ἡ σκέψη του.[1]
Ἔτσι ὁ Μητροπολίτης Κοζάνης μὲ τὸ ἰωβηλαῖο τῆς τριακονταετοῦς ποιμαντορίας του μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε τὴν Ἐκκλησία, ὄχι ὡς «Χριστιανισμό», ἀλλὰ ὡς Ἐκκλησία• ὄχι ὡς ἰδεολογία, ἀλλὰ ὡς σύναξη καὶ κοινότητα εὐχαριστιακὴ περὶ τὸν ἐπίσκοπό της• ὄχι μόνον ὡς χθές, ἀλλὰ καὶ ὡς σήμερα καὶ ὡς αὔριο. Ριζωμένη σταθερὰ στὴν παράδοση, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ πορεύεται μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο, χωρὶς νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὰ προβλήματα, ποὺ ὁ κόσμος αὐτὸς ἀντιμετωπίζει, τώρα μάλιστα ποὺ ἡ Ἑλλάδα καί, ὅπως φαίνεται, ἀργότερα καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες χῶρες ἐντάσσονται στὴν Εὐρώπη τῆς Δύσεως. Τὸ ἐρώτημα μὲ ποιὰ ταυτότητα εἰσέρχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα στὴν Εὐρώπη [2] ἀπασχολεῖ καὶ τὸν τιμώμενο ἱεράρχη [3] καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εὕρη τὴν ἀπάντησή του χωρὶς μιά βαθειὰ καὶ ἀντικειμενικὴ γνώση τῶν προβλημάτων τοῦ συγχρόνου κόσμου, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν Δυτικὸ πολιτισμό.
Ἀναγκαῖο συνεπῶς, εἶναι νὰ γνωρίζη καλὰ ἡ Ἐκκλησία τὸ εὐρύτερο πολιτιστικὸ περιβάλλον της, ὅπως οἱ Πατέρες ἐγνώριζαν τὸν πολιτιστικὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἐτοποθετοῦντο ἀπένταντί του. Στὶς γενικὲς γραμμὲς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου θὰ καταβληθῆ προσπάθεια μιᾶς γενικῆς ἐποπτείας τοῦ συγχρόνου κόσμου, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τοῦ πολιτισμοῦ τῶν χρόνων μας. Ἡ θεώρηση αὐτὴ θὰ εἶναι πολὺ γενικὴ καὶ χωρὶς ἀξιώσεις βιβλιογραφικῆς ἐνημερώσεως, ἡ ὁποία ὑπόκειται ὡς βάσις τῆς συγγραφῆς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου.
Στὴν συνέχεια θὰ τεθῆ τὸ ἐρώτημα, μὲ ποιὸν τρόπο μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, ἀντλώντας ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν θεολογία καὶ τὴν παράδοσή της, νὰ βοηθήση τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, ὥστε νὰ ξεπεράση τὰ ἀδιέξοδα, ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ὁ σύγχρονος πολιτισμός. Ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ πραγματικὰ νὰ ἀποδειχθῆ ἡ ἐλπίδα τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἂν ἑρμηνεύση σωστὰ τὴν παράδοσή της, γιατί ἡ παράδοση αὐτὴ περιέχει, ὅπως θὰ δοῦμε, πολλὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀνταποκρίνονται στὰ προβλήματα ποὺ δημιουργεῖ ὁ σύγχρονος πολιτισμός. Ἔτσι θὰ ἀποδειχθῆ ἡ Ὀρθοδοξία πολύτιμη ὄχι μόνο γιὰ τὸ χθές, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοηθοῦν τὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, χρειάζεται ἡ γνώση τῶν ἱστορικῶν καταβολῶν τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ κυριαρχεῖ στὶς μέρες μας. Τίποτε στὴν ἱστορία δὲν συμβαίνει χωρὶς νὰ προηγηθοῦν ἱστορικὲς ἐξελίξεις ποὺ προετοιμάζουν τὴν ἔλευσή του. Ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχει καὶ αὐτὸς τὶς ρίζες του μέσα στὴν ἱστορία. Αὐτὲς θὰ ἀναζητήσουμε πρῶτα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας καὶ τὴν θέση ποὺ πρέπει νὰ λάβη ἡ Ὀρθοδοξία ἔναντί τους.
Ι. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
1. Ἡ Ἐκκλησία «ἐν τῷ κόσμῳ», ἂν καὶ ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου»
Ἡ ἱστορία διαιρεῖται συμβατικὰ σὲ περιόδους. Ὁρόσημα γιὰ τὸν καθορισμὸ μιᾶς περιόδου ἀποτελοῦν γεγονότα ἤ ἐξελίξεις, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ κάποια βαθειὰ ἀλλαγὴ θεωρήσεως τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, ἀλλαγή, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τομὲς στὴν κοινωνική, πολιτική, οἰκονομική, θρησκευτικὴ καὶ γενικώτερα πολιτιστικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ μία εὐρύτερη γεωγραφικὴ περιοχὴ καὶ γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Ἡ διαίρεση αὐτὴ τῆς ἱστορίας γίνεται συνήθως μετὰ τὴν πάροδο ἱκανοῦ χρόνου ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεως τῶν ἀλλαγῶν αὐτῶν, διότι προϋποθέτει συνειδητοποίηση καὶ ἐκτίμηση τῆς σπουδαιότητάς των. Μία τέτοια διαίρεση τῆς ἱστορίας σὲ περιόδους δὲν ἐξυπηρετεῖ ἁπλῶς τὴ συστηματοποίηση καὶ μεθόδευση τοῦ ἱστορικοῦ ὑλικοῦ ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς, ἀλλὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι ὃν ἱστορικό, τὴν δυνατότητα κριτικῆς τοποθετήσεως ἔναντι τῶν σκέψεων καὶ πράξεών του, ἀφοῦ μὲ τὴν διαίρεση αὐτὴ συνειδητοποιεῖ ὄχι μόνον τὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον ὄχι δηλαδὴ μόνο αὐτὸ ποὺ ἔχει ἤδη συμβῆ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο ποὺ θὰ πρέπει ὁ ἴδιος νὰ πράξη, ἐν ὄψει τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καὶ συνθηκῶν. Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ «κόσμου», μὲ τὴν ἱστορικὴ ἔννοια, στὸν ὁποῖον ζῆ ὁ ἄνθρωπος, συνδέεται ἔτσι ὄχι μόνο μὲ τὴν περιέργεια ἤ τὴν γνώση του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἐλευθερίας του.
Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς ἰσχύουν καὶ ὡς πρὸς τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει βέβαια τὴν δική της «ἱστορία», ἀφοῦ ἡ ζωὴ της κινεῖται ἀπὸ θεανθρώπινους παράγοντες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πάντοτε ὁρατοὶ μὲ τὶς κοινὲς μεθόδους τῆς ἱστοριογραφίας. Ἐν τούτοις ἡ ζωή της, καὶ συνεπῶς καὶ ἡ ἱστορία της, ἐπηρεάζονται πολὺ ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς καθαρῶς κοσμικῆς ἱστορίας. Οἱ διωγμοὶ τῶν πρώτων αἰώνων κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ κατάργηση τῶν διωγμῶν αὐτῶν ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο, ἐπέδρασαν ἀποφασιστικὰ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διαμόρφωση τῶν ἐσωτερικῶν πραγμάτων της.
Ἡ ἐπίδραση ἄλλωστε καὶ τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς κοσμικῆς ἱστορίας εἶναι ἐξ ἴσου σημαντική. Ἐκκλησία καὶ κόσμος ἀλληλοπεριχωροῦνται, ἔστω καὶ ἂν δὲν συμπίπτουν οὔτε στὴν φύση τους οὔτε στὴν ἱστορία τους. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὸν ἑκάστοτε σύγχρονο κόσμο της, ἀφοῦ ὄχι μόνον ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὸν καλεῖται νὰ μεταφέρη τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ νὰ ἐπιδράση μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν στὸν πολιτισμό της. Ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ἐπίδραση τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο κάθε ἐποχῆς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας.
Ὁ Βυζαντινὸς πολιτισμὸς θὰ παραμένη πάντοτε κλασσικὸ παράδειγμα μιᾶς τέτοιας ἀποφασιστικῆς σημασίας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν κόσμο μιᾶς ὠρισμένης ἐποχῆς.
Οἱ τοποθετήσεις αὐτές μᾶς ὁδηγοῦν στὸ ἐρώτημα: ποιὰ εἶναι ἡ σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς μας; Ποιὰ ἐπίδραση μπορεῖ νὰ ἔχη ἡ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο; Πολλοὶ - ἐχθροὶ ἀλλὰ καὶ «φίλοι» της Ὀρθοδοξίας - θὰ τὴν ἤθελαν στὸ περιθώριο τῆς ἱστορίας. Ἐκεῖ, ἄλλωστε, ὅπως θὰ δοῦμε, ἐπεχείρησε νὰ τοποθετήση τὴν Ἐκκλησία ὁ σύγχρονος κόσμος. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν φύση της, δὲν περιθωριοποιεῖται. Ὁ λαὸς της μετέχει ὀργανικὰ μὲ τὴν καθημερινὴ ζωή του στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του, μεταφέρει ἐκεῖ κατὰ τρόπο ὑπαρξιακὸ τὴν ζωὴ ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία του, καὶ γίνεται ἔτσι ὁ χῶρος ἀντιδόσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἡγεσία της, δὲν μποροῦν νὰ ἐνεργοῦν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς καθημερινὲς αὐτὲς ἐμπειρίες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς μας. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουν ποιὰ προβλήματα καὶ ποιὲς ἐπιδράσεις ἀντιμετωπίζει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὴν καθημερινὴ ἐπαφή του μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἐποχῆς. Ἔτσι μόνο θὰ ἀρθρώσουν λόγον «οἰκοδομῆς καὶ παρακλήσεως», καὶ θὰ κάμουν αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱστορία.
2. Ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς ὡς κέντρο τοῦ συγχρόνου κόσμου
Ὁ σύγχρονος κόσμος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν Δυτικὸ πολιτισμό. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ ἄλλοι πολιτισμοὶ στὴν σημερινὴ ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν καθορίζει τόσο ἀποφασιστικὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας ὅσο ὁ πολιτισμὸς τῆς Δύσεως. Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ στοὺς τομεῖς τῶν ἐπιστημῶν, τῆς τεχνολογίας κ.λπ., τὸν ἔχουν ἀναγάγει σὲ παγκόσμια δύναμη πολιτικὴ καὶ οἰκονομική, καὶ τὸν ἔχουν καταστήσει «πρότυπο», πρὸς τὸ ὁποῖο τείνουν ὅλοι οἱ λαοὶ τοῦ κόσμου. Ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς ἀποτελεῖ καὶ τὸ κύριο ἱστορικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα. Ἂν ἡ Ἑλλάδα θεωρηθῆ ὡς ὁ πλέον ἀμιγὴς Ὀρθόδοξος χῶρος τῶν ἡμερῶν μας, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει ἄλλον ἀμεσώτερο πολιτισμὸ νὰ ἀντιμετωπίση σήμερα, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ὀνομάζουμε Δυτικὸ πολιτισμό.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸς ὁ Δυτικὸς πολιτισμός; Ποῦ ἔχει τὶς ρίζες του καὶ ποιὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικά του;
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καὶ συνεπῶς καὶ τοῦ συγχρόνου κόσμου, πρέπει νὰ ἀναχθοῦμε ἱστορικὰ στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, τότε ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο μεταδόθηκε στὶς λατινόφωνες περιοχὲς τῆς Μεσογείου καὶ στὴν συνέχεια τῆς Εὐρώπης. Αὐτὸ συνέβη κυρίως στὴν Βόρειο Ἀφρική, β΄ μ.Χ. αἰώνα, ὅποτε ἔχομε καὶ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ κείμενα στὴν Λατινικὴ γλῶσσα μὲ τὰ ἔργα τοῦ Τερτυλιανοῦ. Εἰδικοὶ μελετηταὶ τῶν καταβολῶν τῆς Δυτικῆς χριστιανικῆς σκέψεως (J. Danielou κ.ἄ.) τοποθετοῦν ἐκεῖ τὶς πρῶτες ρίζες τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη διαφαίνονται ἤδη τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Δυτικῆς χριστιανικῆς σκέψεως, ὅπως τὸ ἔντονο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἠθική, γιὰ τὸ πῶς δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς πράξεις του ἀποκτᾶ τὴν σωτηρία• γιὰ τὴν ἱστορία, γιὰ τὸ πῶς δηλαδὴ τὰ γεγονότα καὶ τὰ δρώμενα - ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους - μέσα στὸν χρόνο ἐπιδροῦν στὴν σωτηρία• καὶ τέλος γιὰ τοὺς θεσμούς, οἱ ὁποῖοι ἐξασφαλίζουν τὰ σταθερὰ καὶ ἀντικειμενικὰ πλαίσια, μέσα στὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος οἰκειώνεται τὴν σωτηρία. Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ οὐδέποτε ἐγκατέλειψαν τὴν Δυτικὴ Θεολογία, ἐνῶ στὴν Ἀνατολὴ ἀναπτύχθηκε ἐντονώτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν θεωρία, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς ἐσχατολογικὲς πλευρὲς τῆς σωτηρίας, τόσο στὴν λειτουργικὴ - μυστηριακὴ ὅσο καὶ στὴν ἀσκητικὴ ἐμπειρία.
Ἀλλὰ ἡ Δυτικὴ σκέψη δὲν ἔχει τὶς ρίζες της μόνο σ' αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ πρώϊμου λατινόφωνου Χριστιανισμοῦ. Κατὰ τὸν πέμπτο μ.Χ. αἰώνα, μὲ τὸν κλονισμὸ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὁ Δυτικὸς κόσμος πέρασε ἀπὸ μία βαθύτατη κρίση ὡς πρὸς τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στοὺς θεσμοὺς καὶ τὴν ἱστορία. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ πού, κατὰ τὴν φράση τοῦ Ἱερωνύμου, ὁ Ρωμαϊκὸς κόσμος καταρρέει (Romanus orbis ruit) καὶ οἱ θεσμοὶ δὲν προσφέρουν ἀσφάλεια, ἐμφανίζεται ὁ ἱ. Αὐγουστίνος, γιὰ νὰ δώση μία νέα ἀποφασιστικὴ στροφὴ στὸ Δυτικὸ πνεῦμα: τὴν στροφὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ βάθη τοῦ ὑποκειμένου, πρὸς τὸν σκοτεινὸ καὶ δυσεξερεύνητο κόσμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ὁ Αὐγουστίνος εἶναι ὁ πρῶτος στὴν ἱστορία χριστιανὸς στοχαστής ποὺ γράφει «Ἐξομολογήσεις», δηλαδὴ ἕνα εἶδος ψυχολογικῆς αὐτοαναλύσεως καὶ αὐτοβιογραφίας, καὶ γίνεται μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ πατέρας ἑνὸς μεγάλου ρεύματος ποὺ χαρακτηρίζει ἔκτοτε τὸν Δυτικὸ πολιτισμό, καὶ ποὺ περιλαμβάνει τὴν ἄνθηση τῆς ψυχολογίας, καὶ μάλιστα τῆς λεγομένης «ψυχολογίας τοῦ βάθους», τὸν ρομαντισμό, καὶ ἄλλα μεγάλα πνευματικὰ κινήματα, χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν νοεῖται ὁ νεώτερος Δυτικὸς πολιτισμός, ὅπως εἶναι ὁ Διαφωτισμὸς καὶ ὁ νεώτερος Ὑπαρξισμός. Ὁ Αὐγουστίνος ἔχει τόση ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν Δύση, ὥστε νὰ βρίσκεται στὴν ρίζα τόσο τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὅσο καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ τῶν νεωτέρων χρόνων, συνθέτοντας ἔτσι ὅλα τὰ ἐπὶ μέρους ἀντίθετα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν τὸ ὅλον ποὺ λέγεται Δυτικὴ σκέψη, Δυτικὴ θεολογία καὶ Δυτικὸς πολιτισμός.
Ἡ ἀποφασιστικὴ σημασία τοῦ Αὐγουστίνου γιὰ τὸν νεώτερο κόσμο μαρτυρεῖται, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλυτικὰ παρακάτω, στὴν ἔξαρση τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτομένου ἀτόμου, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὸν νεώτερο κόσμο μας. Ἕνας ἄλλος Λατίνος φιλόσοφος, ὄχι πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο, ὁ Βοήθιος, θὰ ὁρίση τὸ πρόσωπο ὡς «ἀτομικὴ ὑπόσταση λογικῆς φύσεως» (natura rationabilis individua substantia) καὶ θὰ προετοιμάση τὸ ἔδαφος γιὰ τὸν Καρτέσιο, ποὺ πιστὸς στὴν γραμμὴ τοῦ Αὐγουστίνου θὰ ὁρίση καὶ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη μὲ βάση τὴν ἀνθρώπινη σκέψη (cogito ergo sum).
Ἀπὸ τὸν Καρτέσιο θὰ γεννηθῆ ὁ Εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμός, γιὰ νὰ τοποθετήση τὸν ἀνθρώπινο λόγο στὴν θέση τοῦ κριτοῦ τῶν πάντων, μὲ ὅλες τὶς συνέπειες γιὰ τὸν νεώτερο πολιτισμό, τὶς ὁποῖες θὰ ἐπισημάνουμε πιὸ κάτω. Ἔτσι ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς θὰ καλλιεργήση τόσο τὶς ἐπιστῆμες ὅσο καὶ τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, μὲ ἄξονα τὴν συνείδηση τοῦ σκεπτομένου ἀτόμου. Ὁ Μεσαιωνικὸς Σχολαστικισμὸς θὰ οἰκοδομήση τὰ πολύπλοκα συστήματα καὶ τὶς λεπτὲς διακρίσεις του ἐπάνω σὲ ἕναν Ἀριστοτελισμό, ποὺ θὰ μεταχειρίζεται τὴν λογικὴ σὰν μέθοδο γυμνάσματος τῆς σκεπτικῆς ἐνεργείας τοῦ ἀτόμου, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι, παρὰ τὴν μεγάλη, πράγματι, ποικιλία τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων τῆς Δύσεως, ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς ἀποτελεῖ στὴν οὐσία ἕνα ἑνιαῖο ὅλον, ποὺ κινεῖται στὸν ἄξονα τῆς ἐξάρσεως τοῦ σκεπτομένου ὑποκειμένου, ὅπως τὸν καθώρισε ὁ ἱ. Αὐγουστίνος.
Ὁ Διαφωτισμός, ἀκολουθώντας μὲ συνέπεια τὶς ἀρχὲς ποὺ ἔθεσε ὁ Αὐγουστίνος καὶ ποὺ ἐπεξαργάσθηκε φιλοσοφικὰ ὁ Καρτέσιος, ἀπετέλεσε τὸν ἄξονα, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιστρέφεται ὁ νεώτερος Δυτικὸς πολιτισμός, τὰ θεμέλια τοῦ ὁποίου τέθηκαν τὸν 18ον αἰώνα. Τὸ φαινόμενο τοῦ Διαφωτισμοῦ, τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε καθοριστικῆς σημασίας γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο μας, εἶναι πολύπλοκο, ἀλλὰ τὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ ἀποτελοῦν καὶ χαρακτηριστικὰ τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, θὰ συνοψισθοῦν στὰ ἀκόλουθα σημεῖα.
ΙΙ. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
1. Οἱ βασικὲς ἀρχὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ στοὺς διαφόρους τομεῖς τοῦ πολιτισμοῦ
Ὁ Διαφωτισμός, συνεπὴς στὶς ἱστορικὲς καταβολές, ποὺ ἤδη ἀναφέραμε, κινήθηκε γύρω ἀπὸ τοὺς ἑξῆς βασικοὺς ἄξονες:
α) Τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου.
Ὅ,τι δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ εἶναι ὕποπτο προκαταλήψεως καὶ δεισιδαιμονίας. Τὸ θαῦμα, ἡ πίστη στὸ ὑπερφυσικό, τὸ ὑπερκόσμιο, τὸ θεῖο, τίθενται σὲ ἀμφισβήτηση. Καὶ ὅσοι ἀκόμη ἐπιθυμοῦν νὰ πιστεύουν σὲ κάποια θρησκεία, ὅπως οἱ Χριστιανοί, θὰ πρέπει νὰ βροῦν τρόπους νὰ ἐναρμονίσουν τὴν πίστη τους μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο, νὰ βροῦν π.χ. ἀποδείξεις λογικὲς περὶ ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ψυχῆς κ.τ.λ. Ἔτσι ἡ χριστιανικὴ θεολογία ἐπιδίδεται σὲ μία γιγαντιαία προσπάθεια νὰ πείση, ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστη δὲν ἀντιτίθενται στὸν ἀνθρώπινο λόγο, ἀναπτύσσοντας τὸν κλάδο τῆς Ἀπολογητικῆς, ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα νὰ διδάσκεται σὲ πολλὲς θεολογικὲς Σχολές.
β) Τὴν ἔξαρση τοῦ ἀτομισμοῦ, τῆς σημασίας καὶ τῆς ἀξίας τοῦ ἀτόμου.
Ἐφ' ὅσον ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος καὶ ἐξουσιαστής τοῦ πολιτισμοῦ, κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του νὰ βρῆ τὴν ἀλήθεια, εἶναι ὁ ἴδιος κριτὴς τοῦ τί εἶναι σωστὸ καὶ ἀληθινό, καὶ δὲν χρειάζεται αὐθεντίες, γιὰ νὰ τοῦ ποῦν τί πρέπει νὰ σκέπτεται ἤ νὰ πράττη. Ἔτσι καταργοῦνται ὅλες, καὶ πρὸ παντὸς οἱ θρησκευτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές, κάτι ποὺ ὁδηγεῖ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴν ἀκραία ἀντίδραση νὰ θεσπίση τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα.
γ) Τὴν ἀποφασιστικὴ σημασία τῆς ψυχολογίας ὡς ἀτομικῆς ἐμπειρίας.
Ἡ ἔμφαση ποὺ δόθηκε στὴν συνείδηση καὶ τὴν σκεπτικὴ ἱκανότητα τοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο, καὶ στὴν συνέχεια τὸν Καρτέσιο, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τὴν ὕπαρξη μὲ τὴν σκέψη, καλλιέργησε τὴν τάση τῆς ἐνδοστρεφείας, τῆς αὐτοσυνειδησίας, ὅπως ὀνομάστηκε, μὲ σοβαρὲς συνέπειες τόσο στὴν ἐπιστήμη ὅσο καὶ στὴν κοινωνική, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὴν τὴν θρησκευτικὴ ζωή. Συγκεκριμένα, στὴν ἐπιστήμη ἀναπτύχθηκε ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους, ἡ ὁποία δὲν εἶναι στὴν οὐσία παρὰ ἀνάλυση τῆς ἀτομικῆς ἐμπειρίας, ὡσὰν ὁ ἄνθρωπος νὰ μποροῦσε νὰ ἀπομονωθῆ καὶ ν' ἀποτελέση ἀντικείμενο ἐρεύνης καὶ ἀναλύσεως (ψυχανάλυση), ἀνάλογο μὲ ἄλλα ἀντικείμενα τοῦ ἐπιστητοῦ. Στὸν τομέα, ἐξ ἄλλου, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς αὐτὸ ἐσήμαινε ὅτι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀτομικῆς εὐτυχίας ἀποτελεῖ περίπου σκοπὸ τῶν κοινωνιῶν καὶ τῶν πολιτευμάτων (βλ. Ἀμερικανικὸ Σύνταγμα). Ὅσο δὲ γιὰ τὸν τομέα τῆς θρησκείας, ἐκεῖ πλέον ἡ ψυχολογικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀτόμου κατήντησε νὰ καθορίζη τὸ ἔργο τῆς θρησκείας, μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ θεωρῆται θεσμὸς ἐξυπηρετήσεως τῶν «θρησκευτικῶν ἀναγκῶν» τοῦ ἀτόμου, ὁ δὲ εὐσεβισμός, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ παράγωγο τῆς Δύσεως, καὶ ποὺ δὲν συνίσταται παρὰ στὴν προτεραιότητα τῆς συναισθηματικῆς καὶ ἠθικῆς ἱκανοποιήσεως τοῦ ἀτόμου, νὰ διαβρώση καὶ αὐτὰ τὰ θεμέλια της Ὀρθοδοξίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Ρωσία τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Πέτρου καὶ μὲ προεκτάσεις καὶ σὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες περιοχὲς τῶν χρόνων μας.
2. Οἱ συνέπειες τῶν ἀρχῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ στὸν πολιτισμὸ
Οἱ συνέπειες αὐτῶν τῶν βασικῶν ἀρχῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴν περιοχὴ τῆς Τέχνης καὶ πρὸ παντός τῆς πολιτικῆς, κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς εἶναι πολὺ αἰσθητές, ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας. Ἂς τὶς συνοψίσουμε:
α) Στὴν περιοχὴ τῶν ἐπιστημῶν ἀναπτύχθηκε ἡ λογικὴ ἐξειδίκευση καὶ ἡ τεχνική. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Νεύτωνος, ὁ κόσμος καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος προσεγγίζεται μηχανιστικά, δηλαδὴ θεωροῦνται σὰν μία μηχανὴ ποὺ δουλεύει σύμφωνα μὲ ὁρισμένους λογικοὺς νόμους, μὲ μία μηχανικὴ αἰτιότητα. Ὅπως π.χ. μία μηχανή, ἂν τῆς δώσης τὴν ὤθηση μίας κινητήριας δύναμης, θὰ κινηθῆ καὶ θὰ παράγη ἕνα συγκεκριμένο ἀποτέλεσμα, μὲ βάση ὁρισμένους νόμους, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος θεωρήθηκε σὰν ἕνα σύμπλεγμα ὀργάνων, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία μπορεῖ ν' ἀπομονωθῆ, νὰ ἐξετασθῆ χωριστά, καὶ νὰ συντεθῆ σὲ ἕνα σύνολο μηχανῆς ποὺ κινεῖται μὲ ἐσωτερικοὺς νόμους καὶ ἐξωτερικὲς ὑλικὲς κινητήριες δυνάμεις (τὴν τροφὴ κ.λ.π.). Ἔτσι ἡ Ἰατρικὴ Ἐπιστήμη, ἀκολουθώντας τὶς ἴδιες μεθόδους τῆς Νευτόνιας μηχανιστικῆς φυσικῆς, κατατμήθηκε σὲ εἰδικότητες, ἔπαυσε νὰ βλέπη τὸν ἄνθρωπο ὡς σύνολο, ἐνταγμένο σὲ μία εὐρύτερη κοσμικὴ δυναμική, καὶ τὸν προσεγγίζει σὰν μηχανή. Σήμερα βέβαια ἀκούονται φωνὲς διαμαρτυρίας ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων τῆς Ἰατρικῆς, ὅπως καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν• ἀλλὰ αὐτὲς οἱ φωνές, ὅπως θὰ δοῦμε παρὰ κάτω, ἀπηχοῦν τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ, θὰ ἔλεγε κανεὶς τὸ τέλος τοῦ συγχρόνου κόσμου καὶ τὴν ἀρχὴ ἑνὸς νέου.
β) Ἐξ ἴσου σημαντικὲς ὑπῆρξαν οἱ συνέπειες τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ στὸν τομέα τῆς Τέχνης. Ἐκεῖ τὰ πράγματα εἶναι πιὸ πολύπλοκα, γιατί ἡ Τέχνη δὲν ἔχει νὰ κάμη τόσο μὲ τὴν λογικὴ ὅσο μὲ τὸ συναίσθημα. Ἐν τούτοις καὶ ἐκεῖ παρατηρήθηκαν σοβαρὲς ἐπιδράσεις. Καὶ πρῶτα, δημιουργήθηκε μία διχοτόμηση ἀνάμεσα στὶς φυσικὲς Ἐπιστῆμες καὶ στὴν Τέχνη. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τὸν 18ο αἰώνα ἡ τέχνη στὴν Εὐρώπη παραμελήθηκε πρὸς χάρη τῆς ἐπιστήμης. Οἱ λεγόμενες «καλὲς τέχνες» περιωρίσθηκαν στὴν ἐξωτερικὴ κομψότητα, τὴν καλαισθησία καὶ τὴν συμμετρία, μὲ σκοπὸ νὰ προκαλέσουν συναισθήματα εὐχαριστήσεως καὶ νὰ συντελέσουν καὶ αὐτὲς στὴν εὐτυχία τοῦ ἀτόμου. Μόνο πρόσφατα, μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ σουρρεαλισμοῦ στὶς εἰκαστικὲς τέχνες ἤ τοῦ θεάτρου τοῦ παραλόγου καὶ τῆς νέας ποιήσεως στὰ γράμματα, ἄρχισε ἡ Τέχνη νὰ ξεφεύγη ἀπὸ τὴν ἀπολυταρχία τοῦ λόγου καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς ψυχολογικῆς ἐμπειρίας. Ἀλλὰ αὐτά, ὅπως καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἴπαμε γιὰ τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, εἶναι τὰ πρῶτα ρήγματα στὸ οἰκοδόμημα τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἡ ἀρχὴ ἑνὸς νέου κόσμου. Ὁ σύγχρονος κόσμος στὴν πλειονότητά του δὲν κατανοεῖ, οὔτε συγχωρεῖ, τὸ παράλογο, τὸ ἐκκεντρικὸ καὶ τὸ ἀκαλαίσθητο στὴν Τέχνη, αὐτὸ ποὺ δὲν προκαλεῖ συγκίνηση καὶ εὐχαρίστηση. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ δὲν συγχωροῦσε καὶ ὁ Διαφωτισμὸς ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα καὶ ἑξῆς. Ἡ Τέχνη μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀπευθύνεται στὸ συναίσθημα, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται νὰ προσβάλλη τὸν ὀρθὸ λόγο, τὰ ὀρθὰ ἤθη καὶ ὅ,τι εἶναι λογικὰ «ὀρθό».
γ) Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ νεώτερος κόσμος ἐπηρεάσθηκε ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὸν Διαφωτισμὸ εἶναι ἡ κοινωνική, πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ζωή. Καὶ πρῶτα στὴν κοινωνικὴ ζωή. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς πολὺ σημαντικὰ στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας:
α. Στὴν περιοχὴ τῆς παιδείας ἀναπτύχθηκε ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπιδεκτικοὶ μαθήσεως καὶ ὅλοι πρέπει νὰ μορφωθοῦν. Ὁ Διαφωτισμός, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν Βολταῖρο (1694 -1778), αὐτὸν τὸν «διανοητικὸ δικτάτορα τῆς Εὐρώπης», ἐπιδόθηκε σὲ ἕνα τιτάνιο ἀγώνα νὰ ἐκδώση καὶ διασώση τὴν Ἐγκυκλοπαίδεια - ἕνα φιλολογικὸ εἶδος ἄγνωστο μέχρι τότε, ποὺ κατόρθωσε νὰ πραγματοποιήση ὁ σύγχρονός του Diderot (1713 - 1784) - σὰν ἕνα μέσο ἐκλαϊκαύσεως τῆς γνώσεως, ὥστε ὅλοι νὰ μποροῦν νὰ μάθουν τὸ σκοπὸ καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἔτσι νὰ διαλυθοῦν οἱ διάφορες προκαταλήψεις, κυρίως στὴν θρησκεία. Αὐτὸ εἶχε τὶς ἑξῆς καταλυτικὲς κοινωνικὲς συνέπειες: ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος αὔξησε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν σεβασμὸ τῆς κοινωνίας πρὸς τὴν μόρφωση καὶ τὴν παιδεία, σὲ βαθμὸ ποὺ ὅλοι νὰ θέλουν νὰ σπουδάσουν, καὶ ποὺ σιγά-σιγὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ζήσουν στὴν κοινωνία μας ἂν δὲν σπουδάσουν (βλέπε τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς Ἀνώτατης Παιδείας καὶ τὶς κοινωνικὲς συνέπειές της). Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως εἶχεν ὡς συνέπεια κάτι ἄλλο, πολὺ περίεργο καὶ ἀντιφατικό: νὰ πληθύνουν οἱ ἡμιμαθεῖς, αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ ἔχουν γνώμη γιὰ ὅλα, ἐπειδὴ π.χ. διάβασαν μία ἐγκυκλοπαίδεια ἤ - πράγμα ποὺ δὲν διαφέρει καὶ πολὺ - πῆραν ἕνα πτυχίο! Ἔτσι φθάσαμε σὲ ἕνα λαϊκισμὸ στὴν παιδεία: ἐκπαίδευση σὲ ὅλους καὶ δικαίωμα σὲ ὅλους (καὶ σ' αὐτοὺς ποὺ ἐκπαιδεύονται) νὰ ἔχουν γνώμη γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν γνώση. Σήμερα δρέπομε στὴν παιδεία τοὺς καρποὺς ποὺ ἔσπειρεν ὁ Διαφωτισμὸς μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἐγκυκλοπαιδικῆς μορφώσεως, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ συνέπεια τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ὁ ἀπόλυτος μονάρχης τοῦ πολιτισμοῦ.
β. Στὴν περιοχὴ τῆς πολιτικῆς ζωῆς τὰ ἀποτελέσματα ὑπῆρξαν ἐξ ἴσου καταλυτικά. Πρῶτα, δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁλόκληρος ὁ νεώτερος κόσμος διέπεται καὶ κυριαρχεῖται στὸν τομέα τῆς πολιτικῆς ἀπὸ τὶς ἰδέες τῆς Γαλλικῆς καὶ τῆς Ἀμερικανικῆς Ἐπαναστάσεως. Στὶς ἰδέες αὐτὲς κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἴδια δικαιώματα ὑπὸ τὸν ὄρον πάντοτε ὅτι ὑπακούουν στὸν ἀπόλυτο μονάρχη τῆς λογικῆς καὶ ὅτι ὅλες οἱ «ἐλέῳ Θεοῦ» ἤ ἄλλως πὼς κατεστημένες αὐθεντίες θὰ πρέπει νὰ παραχωρήσουν τὴν θέση τους σὲ συστήματα πολιτικά, ποὺ ἐκφράζουν τὴν βούληση καὶ τὴν σκέψη κάθε ἀνθρώπου, ἤ τοῦ «λαοῦ» (μία ἔννοια ποὺ προσέλαβε διάφορο περιεχόμενο στὰ διάφορα πολιτικὰ συστήματα τῶν χρόνων μας). Ἂς θυμηθοῦμε τὴν φράση «ἐμεῖς, ὁ λαός», μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει τὸ Ἀμερικανικὸ Σύνταγμα. Βασικό, λοιπόν, χαρακτηριστικό του συγχρόνου κόσμου ἀποτελεῖ ἡ «δημοκρατική» μορφὴ τῶν συγχρόνων πολιτευμάτων καὶ οἱ ἰδέες τῆς ἰσότητος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ἰδέες τῶν λεγομένων ἀτομικῶν δικαιωμάτων.
Δεύτερον, ἀποτελεῖ γεγονὸς ἰδιαίτερης σημασίας, ὅτι οἱ φιλόσοφοι τοῦ Διαφωτισμοῦ τοῦ 18ου αἰ. εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προωθοῦν μὲ ἐπιμονὴ τὴν ἰδέα τῆς ἑνιαίας Εὐρώπης. Ὁ Βαλταῖρος, ὁ Ρουσσώ καὶ ἄλλοι ἐπιφανεῖς διαφωτισταὶ πιστεύουν καὶ διακηρύττουν, ὅτι ὅλοι οἱ Εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ ἀποτελοῦν ἑνότητα πνευματικὴ καὶ ὅτι πολὺ σύντομα θὰ ἀποτελέσουν καὶ ἑνότητα πολιτική. Ἡ ἐξάλειψη τῶν πολέμων μεταξὺ τῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν ἦταν πεποίθηση τῶν ἡγετῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ - κάτι ποὺ φέρνει στὴν σκέψη μας τὶς ἐξελίξεις τῶν ἡμερῶν μας.
Γενικά, μία αἰσιοδοξία καὶ εὐφορία χαρακτηρίζουν τὸν κόσμο τοῦ 18ου αἰώνα, πράγμα ποὺ συνεχίζεται τὸν 19ο αἰώνα, γιὰ νὰ φθάση στὴν σχεδὸν θρησκευτικὴ πίστη ἑνὸς Βίκτωρος Οὐγκώ καὶ ὅλων ὅσοι ζοῦν στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα (μὲ ἐξαίρεση μορφὲς προφητικές, ὅπως ὁ Ντοστογιέβσκη) ὅτι ὁ 20ος αἰώνας θὰ εἶναι ὁ αἰώνας τοῦ ἀνθρωπίνου παραδείσου, ἡ ἐποχὴ ποὺ θὰ σημάνη τὸ τέλος τῆς ἀμάθειας, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, τῆς πείνας καὶ τῆς ἀρρώστειας, ἀφοῦ ἡ λογικὴ θὰ ἐπικρατήση καὶ ἡ ἐπιστήμη θὰ ἔχη φθάσει στὸ ζενὶθ τῶν ἐπιτευγμάτων της• (ἐντεῦθεν καὶ ἡ ἔκφραση: «μὰ λέγονται αὐτὰ στὸν 20ο αἰώνα»);
Τὸ πόσο δικαιολογημένη ὑπῆρξεν ἡ εὐφορία αὐτή, μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὸ γνωρίζουμε ὕστερα ἀπὸ πείρα πικρὴ δυὸ παγκοσμίων πολέμων, ἀπὸ συσσωρευόμενες ἀδικίες καὶ καταπιέσεις τῶν ἰσχυρῶν ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων, ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν πιὸ ὠμῶν βασανιστηρίων κατὰ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ἀξιοπρεπείας, ποὺ ζήσαμε οἱ γενεές μας, καὶ τέλος ἀπὸ τὴν ἐμπλοκὴ τῆς ἐπιστήμης στὸν φαῦλο κύκλο τῆς ἐξαλείψεως τῶν ἀσθενειῶν μὲ μέσα καὶ τρόπους, ποὺ ἀναπόφευκτα γεννοῦν νέες ἀρρώστειες καὶ νέα προβλήματα. Ἔτσι ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ εὐφορία ποὺ συνώδευαν τὴν ἀνάπτυξη τῆς ὅλης πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς ἀρχίζει πιὰ νὰ δίνη τὴν θέση της σὲ μία ἔντονη ἀπελπισία, σὲ μία κρίση ἐμπιστοσύνης στὴν ἐπιβίωση τῶν πολιτικῶν θεσμῶν καὶ αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς στὸν πλανήτη μας. Ἀλλὰ ἡ κρίση αὐτὴ συνδέεται καὶ μὲ ἄλλα χαρακτηριστικά του συγχρόνου κόσμου, τὰ ὁποῖα θὰ πρέπει μὲ συντομία νὰ ἐπισημάνουμε. Ἔτσι:
γ. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀστικῆς τάξεως, μιᾶς τάξεως, ποὺ ἐπιβάλλει πιὰ τὴν θέλησή της πρὸς κάθε κατεύθυνση, πρὸς τὰ ἄνω (τοὺς εὐγενεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντες) καὶ πρὸς τὰ κάτω (τοὺς ἀγρότες καὶ ἐργάτες - πρὶν ἀστικοποιηθοῦν καὶ αὐτοὶ -, τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀκτήμονες). Ὁ ἀστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν ἠθική τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἐπιτυχία, ποὺ τὴν ἀνάγει σὲ θρησκευτικὸ περίπου ἰδεῶδες, γίνεται κῆρυξ τοῦ κοινωνικοῦ «καθωσπρεπισμοῦ», ὑποθάλπει τὴν ὑποκρισία στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ ἐπιβάλλει τοὺς δικούς του κανόνες συμπεριφορᾶς πρὸς κάθε κατεύθυνση.
δ. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀστυφιλίας.Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ποὺ ἀρχίζει τὸν 18ο αἰώνα καὶ ὀγκώνεται μέχρι ποὺ νὰ πάρει στὶς μέρες μας διαστάσεις τέρατος, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς βιομηχανικῆς ἐπαναστάσεως καὶ τῆς ἀνόδου τῆς ἀστικῆς τάξεως. Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι συρρέουν στὶς πόλεις, γιὰ νὰ βροῦν ἐκεῖ ὄχι μόνο τὰ μέσα ἐπιβιώσεως (ἀφοῦ οἱ πόλεις συγκεντρώνουν τὶς μεγάλες βιομηχανίες), ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπολαύσεις, ποὺ ὁλοένα γίνονται καὶ πιὸ πολὺ δικαιώματα τοῦ ἀτόμου. Ἡ πόλη εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνωνυμίας, προσφέρει λύτρωση ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ γείτονα, δίνει τὴν δυνατότητα τῆς διπλῆς ζωῆς, ποὺ τόσο πόθησε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.
Αὐτὴ ἡ ἀστυφιλία, καὶ ἡ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση ποὺ τὴν συνώδευσε, εἶχεν ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τὴν ἐμφάνιση δυὸ σημαντικῶν ἐξελίξεων στὸ νεώτερο πολιτισμό μας:
δ) ἔγινε αἰσθητὴ καὶ διαμορφώθηκε ἡ διαίρεση τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν σὲ τάξεις. Ἡ ἐμφάνιση τῶν ἰδεῶν τοῦ Μαρξισμοῦ, τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας, σὲ μία χώρα κατ' ἐξοχὴν βιομηχανική, ὅπως ἡ Ἀγγλία (ἐκεῖ ἔγραφε τὸ «Κεφάλαιό» του ὁ Κὰρλ Μάρξ), δείχνει ὅτι ἦταν σχεδὸν ἀναπόφευκτο στὸν σύγχρονο κόσμο μας νὰ δημιουργηθῆ ἡ λεγομένη «πάλη τῶν τάξεων», - δηλαδὴ ἡ ἀντίθεση μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἔχουν καὶ ἐκείνων ποὺ δὲν ἔχουν, μέχρις ὅτου καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἀποκτήσουν ὅσα καὶ ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι. Οἰκονομικὰ συστήματα διάφορα βλέπουν τὸ φῶς τῆς ἡμέρας προτείνοντας τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ὅλες οἱ τάξεις θὰ ἀποκτήσουν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν, ἄλλα μὲ αἱματηρὲς καὶ ἄλλα μὲ ἀναίμακτες ἐπαναστάσεις, μὲ μεθόδους ἴσης κατανομῆς τῶν εἰσοδημάτων κ.λ.π. Σὲ ὅλα αὐτὰ σύντροφος ἀχώριστος ἡ ἐπιστήμη, ποὺ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς τεχνικῆς (γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε πιὸ κάτω) ἀνεβάζει τὸ βιωτικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔτσι ἐκτοπίζει τὴν πολιτική, προσφέροντας πιὰ αὐτὴ ὅ,τι ἡ πολιτικὴ ἐπαγγέλεται καὶ δὲν τὸ κατορθώνει. Ὁ σύγχρονος κόσμος γίνεται ἔτσι δέσμιος της Τεχνολογίας, - τῆς νέας αὐτῆς καὶ παντοδύναμης θεᾶς, ποὺ θὰ κυβερνήση γιὰ πολὺ ἀκόμα τὸν κόσμο μας.
Ἀλλὰ πρὶν μιλήσουμε γιὰ τὴν θεὰ αὐτή, ἂς ἐπισημάνουμε ἕνα ἀκόμα βασικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ ἔφερε μαζί της ἡ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση καὶ ἡ ἀστυφιλία. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀτομισμὸ καὶ τὸν εὐδαιμονισμὸ στὴν κοινωνικὴ ζωή. Στὶς πόλεις συσσωρευμένοι οἱ ἄνθρωποι, σὲ ἕνα κλίμα ἀνωνυμίας, δὲν ἐνδιαφέρονται παρὰ μόνο γιὰ τὴν εὐδομονία τους καὶ ἐκείνη τῶν πιὸ ἄμεσα δικῶν του ὁ καθένας, τῆς οἰκογενείας τῶν συγγενῶν κ.λ.π. Καὶ ὅταν συναθροίζονται σὲ τάξεις, σὲ συνδικάτα, γιὰ νὰ διεκδικήσουν τὰ δικαιώματά τους, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἐνεργοῦν χωρὶς νὰ λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν τους τὸ γενικώτερο συμφέρον τῆς κοινωνίας. Ὁ ἀτομισμὸς μεταφράζεται ἔτσι σὲ «ταξισμό», καὶ ἡ κοινωνία μεταβάλλεται σὲ κομμάτια, εἴτε ἀτόμων μεμονωμένων, εἴτε ὁμάδων ὀργανωμένων, τὰ ὁποία δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ τῶν στενῶν συμφερόντων τους.
Μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτὴ τοῦ ἀτομισμοῦ (τοῦ ἀτομικοῦ καὶ τοῦ ὁμαδικοῦ), στὴν πάλη γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων» ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει ὁδηγηθῆ σὲ φαινόμενα ἐκφυλιστικά, ὅπως ἡ ἐγκληματικότητα καὶ τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα. Τὸ τελευταῖο δὲν εἶναι παρὰ μία ἐγκληματικότητα ἔναντι τῆς φύσεως, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων χωρὶς σεβασμὸ πρὸς τὰ δικαιώματα τῆς φύσεως, ἡ ἔξαρση δηλαδὴ τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τοῦ ὠφελιμισμοῦ στὸ πιὸ ἀκραῖο κ' ἐπικίνδυνο σημεῖο. Βεβαίως, ἐμεῖς ποὺ μιλᾶμε σήμερα, ἔχομε πιὰ τὴν πικρὴ πείρα τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου νὰ ἀποτρέψη τὶς ὀλέθριες αὐτὲς συνέπειες τοῦ ἀτομισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ πάλι εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι ὁ πολιτισμός μας δὲν διαθέτει ἄλλη ἐλπίδα, ἄλλο φάρμακο, στὸ πρόβλημα τῆς οἰκολογίας, ἀπὸ τὴν λογικὴ καὶ τὴν ἠθική: ὅταν παρατηροῦνται φαινόμενα ἀπειλητικά, ὅπως ἡ ἐκροὴ ραδιενέργειας, ἡ μόλυνση ἀπὸ βιοχημικὰ κατάλοιπα κ.τ.λ., ἡ μόνη διέξοδος ποὺ ἐπιχειρεῖται εἶναι ἡ ἔκκληση νὰ λογικευθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν χρήση τῆς φύσεως. Ἀλλὰ πῶς νὰ λογικευθῆ, ὅταν εἶναι δέσμιος του εὐδαιμονισμοῦ, δηλαδὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ ἀτόμου γιὰ εὐτυχία; Γιὰ νὰ μειώση τὴν μόλυνση, πρέπει νὰ μειώση τὴν παραγωγή. Καὶ μειώνοντας τὴν παραγωγὴ μειώνει τὴν ὑλικὴ εὐημερία του καὶ αὐξάνει τὴν ἀνέχεια, τὴν ἀρρώστεια, ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποία ἀγωνίστηκε τόσο πολὺ νὰ ἐξαλείψη. Πραγματικὰ ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχει φθάσει σὲ ἀδιέξοδο. Ἤ θὰ γυρίση στὴν πρὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ περίοδο, ἤ θὰ πεθάνη. Οἱ λέξεις φαίνονται ὑπερβολικές, ἀλλὰ εἶναι δυστυχῶς πολὺ ἀκριβεῖς.
Καὶ ἐρχόμαστε τώρα σ' αὐτὸ ποὺ ὠνομάσαμε «θεά» τοῦ συγχρόνου κόσμου, τὴν Τεχνολογία. Ἡ Τεχνολογία εἶναι ἡ ἀναγωγὴ τῆς τεχνικῆς σὲ «λόγο», σὲ κυρίαρχο τρόπο σκέψεως, σὲ στάση ζωῆς. Ἡ τεχνολογία ὀφείλει τὴν γέννησή της στὴν ἀπολυταρχία τῆς λογικῆς, στὴν διαπίστωση δηλαδὴ ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ νὰ κυριαρχήση τόσο πολὺ στὰ πράγματα καὶ στὴν φύση, ὥστε νὰ παραγάγη ὅποιο ἀποτέλεσμα ἐπιθυμεῖ. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν μαθηματικῶν μάλιστα μπορεῖ νὰ παραγάγη καὶ ὄντα ποὺ σκέπτονται, ποὺ κάνουν ὅλο τὸ ἔργο τοῦ σκεπτομένου ἀνθρώπου (computers). Ὅλα αὐτὰ ὅταν τεθοῦν στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, γίνονται ὄχι ἁπλῶς δελεαστικά, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ ἀναντικατάστατα. Ἡ τεχνολογία κρατάει σήμερα τὸ κλειδὶ σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ζωῆς: τὴν ἐπιστήμη, τὴν πολιτική, τὴν οἰκονομία, τὴν ἰατρικὴ κ.λ.π. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀγνοήση, χωρὶς νὰ τιμωρηθῆ μὲ ἀφανισμό.
Ἔτσι ὁλοκληρώνεται σὲ ἁδρότατες γραμμὲς ἡ εἰκόνα τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ἑνὸς κόσμου μὲ καταπληκτικὴ πρόοδο σὲ ὅλους τους τομεῖς, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ἄγχος καὶ φόβο. Ἑνὸς κόσμου ποὺ κυριολεκτικὰ ἔχει ἐξαντλήσει τὰ ὅριά του καὶ βρίσκεται πιὰ σὲ ἀδιέξοδο. Σ' ἕνα τέτοιο κόσμο καλεῖται σήμερα νὰ ζήση ἡ Ὀρθοδοξία καὶ νὰ δώση τὸ μήνυμά της. Τί θὰ εἶχε νὰ προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία στὸν κόσμο μας;
ΙΙΙ. ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
1. Ἡ κρίση τοῦ συγχρόνου κόσμου καὶ τὰ πρῶτα σημεῖα μίας νέας ἐποχῆς
Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ μία παρατήρηση, ἡ ὁποία ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ ὅσους εἶναι ταγμένοι νὰ ἐκπροσωποῦν τὴν Ὀρθοδοξία μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο, ὡς κληρικοὶ κυρίως καὶ ὡς θεολόγοι. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος, μουσειακὸ ἀντικείμενο, προωρισμένο νὰ προκαλῆ ἁπλῶς τὸν θαυμασμὸ ὡς ἐπίτευγμα μίας ἄλλης ἐποχῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ ἀρθρώση λόγο σωτήριο γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, λαμβάνοντας ὑπ' ὄψιν τὰ ἀδιέξοδα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀντιμετωπίζει. Τὰ ἀδιέξοδα αὐτά, στὰ ὁποῖα ἀκροθιγῶς ἀναφερθήκαμε, ἀποτελοῦν τὴν πρόκληση καὶ τὸ πλαίσιο, ποὺ προσφέρει ὁ σύγχρονος κόσμος στὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ κάμη ζωντανὴ τὴν παράδοση, ποὺ παρέλαβεν ἡ γενεά μας ἀπὸ τοὺς πατέρες της.
Μὲ ποιὸν τρόπο θὰ μποροῦσε ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα ν' ἀποτελέση σωστικὴ δύναμη γιὰ τὰ ἀδιέξοδα τοῦ πολιτισμοῦ μας;
Ἡ σημερινὴ Ὀρθοδοξία, ὡς ποιμαίνουσα καὶ ὡς διδάσκουσα Ἐκκλησία, ἔχει αὐξημένη εὐθύνη ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἱστορίας. Τοῦτο ὀφείλεται στὸ ὅτι στὶς ἡμέρες μας ἔχουν ἤδη ὡριμάσει οἱ προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἀκουσθῆ ἡ φωνή της σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἀρκεῖ νὰ κατορθώση νὰ συλλάβη τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν καὶ νὰ ἀποδυθῆ σὲ μία βαθειά, ὅσο καὶ πιστή, ἑρμηνεία τῆς παραδόσεώς της. Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, τὰ ὁποία εὐνοοῦν τὴν προβολὴ καὶ ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο περιλαμβάνουν τὰ ἀκόλουθα.
α) Ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε, ὁ σύγχρονος κόσμος ἀρχίζει σήμερα νὰ χάνη τὴν ἀρχικὴ αἰσιοδοξία καὶ αὐτοπεποίθηση, μὲ τὴν ὁποία ξεκίνησε τὸν 18ο αἰώνα. Ἤδη, μὲ τὸ ξέσπασμα τῶν δυὸ μεγάλων παγκοσμίων πολέμων στὸν αἰώνα μας, οἱ προφητικὲς ἀμφιβολίες ἑνὸς Ντοστογιέφσκι ὡς πρὸς τὴν ἐπιτυχία τοῦ λογοκρατουμένου δυτικοῦ κόσμου ἄρχισαν νὰ ἐπαληθεύονται. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ δύναμη ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸν λόγο του, καὶ μπορεῖ νὰ ὁδηγήση στὴν ἀνατροπὴ ὅλων τῶν κατασκευῶν καὶ ἐπιτευγμάτων του. Τὸ κακὸ δὲν ἐλέγχεται, οὔτε περιορίζεται, μὲ τὴν λογικὴ ἤ τὴν ἠθική, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τοὺς δυὸ αὐτοὺς μεγάλους πολέμους τοῦ αἰώνα μας, ὁ κόσμος ποὺ ἔκτισεν ὁ Διαφωτισμός, ὑπέστη τριγμούς, καὶ ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ περιπίπτη σὲ ἀπόγνωση. Ἤδη στὰ χρόνια τοῦ μεσοπολέμου, ὁ μηδενισμὸς κάνει τὴν ἐμφάνισή του στὴν Εὐρώπη μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψη συστηματικὰ ὅλες τὶς ἀξίες, ἰδιαίτερα τὶς αἰσθητικές, ποὺ ἀνήγαγε σὲ ἰδανικὰ καὶ κανόνες ζωῆς ὁ κόσμος τοῦ 19ου αἰώνα. Στὴν ἀναρχικὴ ἀναταραχή, ποὺ δημιουργεῖται, ἐμφανίζεται στὴν τέχνη τὸ κίνημα τοῦ Σουρρεαλισμοῦ, ἕνα κίνημα μὲ πολλὴ γονιμότητα, ἀρχικὰ ὡς ἐκμετάλευση καὶ ἀνάλυση τοῦ ἀσυνειδήτου, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνατραπῆ ἡ «παραμορφωτικὴ ἐπίδραση τῆς λογικῆς», καὶ ἀργότερα ὡς ἀνάλυση καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν νευρωτικῶν παρενοχλήσεων. Ἔτσι ἡ ψυχολογία καὶ ὁ ἀτομισμὸς ἐπιβιώνουν στὸν σύγχρονο κόσμο μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς ἀκράτου ὑποκειμενισμοῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομεῖ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ Ὑπαρξισμοῦ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἐλευθερίας.
Στὸν ἀντίποδα τῶν ἐξελίξεων αὐτῶν ἀναπτύχθηκε στὸν σύγχρονο κόσμο ἡ «ἐλπίδα», μὲ τὴν μορφὴ τῆς ἀναζητήσεως ἑνὸς μέλλοντος, ποὺ θὰ περνάη μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δράση. «Θεολογίες τῆς ἐλπίδος» καὶ «τῆς ἀπελευθερώσεως» ἐμπνεόμενες σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν χριστιανική, ἀλλὰ καὶ τὴν μαρξιστικὴ ἐσχατολογία, μετέθεσαν τὸν προσανατολισμὸ τοῦ συγχρόνου κόσμου στὸ χῶρο τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι. Ἔτσι ἐπανέρχονται στὴν ἐπιφάνεια τὰ τυπικὰ διλήμματα τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ μεταξὺ τοῦ ἀτομικοῦ εὐσεβισμοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ, χωρὶς κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ σκέλη νὰ μπορῆ νὰ ἱκανοποιήση τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ ἀγωνιωδῶς τὴν χρυσὴ τομὴ μεταξὺ τῶν δυὸ ἄκρων. Μὲ τὶς ἀπροσδόκητα ραγδαῖες ἐξελίξεις μάλιστα τῶν τελευταίων μηνῶν στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἡ ἐλπίδα αὐτῆς τῆς μορφῆς γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο ἔχει ἀνάγκη ριζικῆς ἀναθεωρήσεως καὶ ἀναπροσαρμογῆς, ὥστε νὰ βρεθῆ ἡ σωστὴ ἰσορροπία μεταξὺ «ἀτόμου» καὶ «κοινότητος», ἱστορίας καὶ ἐσχατολογίας κ.λ.π., γιὰ νὰ μὴν περιπέση ὁ ἄνθρωπος εἴτε σὲ νέες μορφὲς ἀτομισμοῦ εἴτε σὲ νέες μηδενιστικὲς τάσεις.
β) Ἔντονος εἶναι ἐπίσης ὁ προβληματισμὸς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου καὶ ὡς πρὸς τὶς προόδους τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς. Ἡ πρόοδος καὶ οἱ ἐλπίδες τῆς ἰατρικῆς, παραδείγματος χάριν, στηρίζονται σὲ μεγάλο βαθμὸ στὶς ἀνακαλύψεις τῆς βιολογίας, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἐλπίδα ὅτι θὰ κατανικηθοῦν πολλὲς ἀσθένειες. Ἀλλὰ μία τέτοια πρόοδος συνεπάγεται καὶ τρομερὲς δυνατότητες ἐλέγχου ὄχι μόνο τοῦ φύλου, ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικότητος καὶ τοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἐπίπεδο γονιδίων. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ φανταστῆ κανεὶς τοὺς κινδύνους ποὺ περιέχει αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Παρόμοιες παρατηρήσεις ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν τεχνολογία, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται πλέον ὅτι δὲν εἶναι μόνο ἕνας φίλος, ποὺ ὑπόσχεται τὴν λύση τῶν προβλημάτων μας, ἀλλὰ καὶ ἕνας πιθανὸς τύραννος, ποὺ ἀπειλεῖ νὰ μᾶς συντρίψη μέχρι θανάτου, ὄχι μόνον πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ φυσικοῦ. Ὅλα αὐτά, συνδυαζόμενα μὲ τὸ ὀξύτατο οἰκολογικὸ πρόβλημα, ποὺ ἀπειλεῖ μὲ καταστροφὴ τὴν ζωὴ στὸν πλανήτη μας, συνθέτουν μία εἰκόνα ἀνάμικτη μὲ ἐλπίδες καὶ φόβους. Ἡ πολιτική, στὴν ὁποία ἐναποθέτει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σχεδὸν ὅλες τὶς ἐλπίδες του γιὰ προστασία ἀπὸ τοὺς κινδύνους αὐτούς, ἀποδεικνύεται ἀνίκανη νὰ δώση λύσεις χωρὶς τὴν συναίνεση καὶ συγκατάθεση τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας, ἂν δὲν θέλη νὰ καταφύγη σὲ δικτατορικὲς μεθόδους. Ἐμφανίζεται ἔτσι ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη παιδείας καὶ ἤθους, πράγματα ποὺ μόνο ἕνας βαθύτερος πνευματικὸς προσανατολισμὸς μπορεῖ δώση. Ἡ ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ χρέους καὶ τῶν δυνατοτήτων της, ἔχει σημάνει στὸν σύγχρονο κόσμο.
2. Οἱ δυνατότητες τῆς Ὀρθοδοξίας
Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα παρουσιάζεται ἰδιαίτερα σεβαστὴ μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἀπὸ τὴν ἐπαφή της μὲ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο κατέστη φανερὴ ὄχι μόνον ἡ ἰδιαιτερότητά της, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπεροχή της. Διότι γίνεται διαρκῶς καὶ πιὸ φανερό, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μετέχει ἱστορικὰ στὶς ἁμαρτίες τοῦ νεωτέρου κόσμου, δὲν συνέβαλε στὴν «πρόοδό» του, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὴν καταστρεπτικότητα καὶ τὰ ἀδιέξοδά του.
Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτὴν τὴν «ἀθωότητα», ἂς τὴν ποῦμε, τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ τὴν καθιστᾶ σήμερα ὄχι ἁπλῶς ἐπίκαιρη, ἀλλὰ καὶ τὴν μόνη ἴσως ἐλπίδα γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσουμε τώρα νὰ ἀναλύσουμε μὲ συντομία.
Στὴν σημερινὴ πορεία τῶν ἐξελίξεων στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης κ.λ.π., ἀναφαίνονται ἤδη τὰ πρῶτα σημεῖα πού μᾶς ἐπαναφέρουν στὴν Πατερικὴ καὶ Βυζαντινὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο καὶ στὴν ζωή. Ἀναφέρομαι κατὰ πρῶτον λόγον στὸν χῶρο τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, γιατί ἐκεῖ φαίνεται νὰ ἀνήκη ἡ πρωτοπορία τῶν νέων αὐτῶν ἐξελίξεων. Πρόκειται γιὰ τὴν μεγάλη ἐπανάσταση ποὺ σημείωσε στὴν ἐπιστήμη ἡ θεωρία τοῦ Einstein καὶ οἱ μεταγενέστερες θεωρίες τοῦ Heisenberg (ἡ λεγόμενη Quantum theory), ποὺ καταργοῦν πιὰ ὁριστικὰ τὴν μηχανιστικὴ ἀντίληψη τοῦ σύμπαντος καὶ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ μία ὀντολογία σχέσεων. Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμένου εἶναι πιὰ μύθος, καὶ ἀρχίζει νὰ γίνεται δεκτὸ ὅτι ὁ ἐρευνητὴς μετέχει καὶ ἐπηρεάζει τὸ ἀντικείμενο πάνω στὸ ὁποῖο πειραματίζεται. Αὐτὸ καταρρίπτει ὄχι μόνο τὴν μηχανιστικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομιστικὴ θεώρηση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἄτομο μεμονωμένο. Ὅλα τὰ ὄντα εἶναι σχετικά, δηλαδὴ στηρίζονται σὲ κάποια σχέση μὲ ἄλλα ὄντα. Ὁ κόσμος εἶναι μία σχέση.
Βέβαια, τὸ μήνυμα αὐτὸ δὲν φαίνεται νὰ ἔχει φθάσει ἀκόμα στοὺς κοινωνιολόγους μας, οὔτε πολὺ περισσότερο στὴν κοινὴ λογική μας. Εἶχε ὅμως φθάσει πρὸ πολλοῦ καὶ ὑπάρχει βαθιὰ ριζωμένο στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ αὐτὸ μὲ τὶς ἑξῆς μορφές:
α) Ἡ Τριαδικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι στὴν οὐσία μία ἐφαρμογὴ τῶν ἀπόψεων αὐτῶν στὴν πίστη μας στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνος. Ὁ ἀρχαῖος φιλοσοφικὸς κόσμος (βλ. Ἀριστοτέλη, Φίλωνα κ.ἄ.) ἔβλεπαν τὸν Θεὸ ὡς τὴν πιὸ μοναχικὴ ὕπαρξη, τὸ ἀπόλυτο Ἕνα. Οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας, ποὺ διεμόρφωσαν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, διεφώνησαν ριζικὰ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὸ θέμα αὐτό. Ἄλλο ἕνας καὶ ἄλλο μόνος. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, ἀλλὰ ἡ ἑνότητά του στηρίζεται στὴν ἀδιάρρηκτη ἀγαπητικὴ σχέση ποὺ ἔχουν τὰ τρία πρόσωπα (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα) μεταξύ τους. Ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ πιὸ ἀντιατομικὸς Θεός, εἶναι ὁ πιὸ «κοινωνικός» Θεός, Θεὸς σχέσεων.
β) Ἡ Τριαδικὴ αὐτὴ Θεολογία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀνθρωπολογία (τὴν ἀντίληψη περὶ ἀνθρώπου) καὶ κατ' ἐπέκτασιν μὲ τὴν κοινωνιολογία. Ἡ σχέση αὐτὴ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία περὶ προσώπου. Τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα μὲ τὸ ἄτομο. Εἶναι μᾶλλον τὸ ἀντίθετό του. Τὸ ἄτομο εἶναι κάτι ποὺ νοεῖται μόνο του, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ἀπομόνωση, τὴν διάσπαση καὶ τὴν διάσταση, τὸν χωρισμὸ τῶν ὄντων. Τὸ πρόσωπο ἀναδύεται μόνο ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ ἄλλα ὄντα. Δὲν μπορεῖς νὰ πῆς «Ἐγώ», ἂν δὲν ὑπάρχη τὸ «Σύ». Ὅπως ἀκριβῶς δὲν μπορεῖς νὰ πῆς «Πατήρ» ἂν δὲν ἐννοῆς ταυτόχρονα καὶ τὸν «Υἱό». Πατὴρ χωρὶς Υἱὸν δὲν εἶναι Πατήρ. Καὶ «Ἐγώ» χωρὶς «Σύ» δὲν εἶναι «Ἐγώ». Ἡ σχετικότητα τῆς μετὰ τὸν Einstein φυσικῆς μεταφράζεται ἔτσι σὲ Θεολογία καὶ Κοινωνιολογία στὴν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περὶ προσώπου. Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ προβάλη σήμερα ἔντονα τὶς θέσεις αὐτὲς καὶ ἀμέσως θὰ δημιουργηθοῦν γέφυρες μὲ τὸν κόσμο ποὺ ἀνατέλλει μέσα στὰ ἐρείπια τοῦ συγχρόνου κόσμου μας ὁ ὁποῖος σβήνει μέσα στὰ ἀδιέξοδα ποὺ δημιούργησε.
γ) Θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ὅτι ὅλα αὐτὰ ἡ Ὀρθοδοξία τὰ ζῆ στὴν πράξη - καὶ δὲν εἶναι θεωρίες - μέσα στὴν Εὐχαριστιακὴ σύναξη. Ἀπὸ ὅλες τὶς μορφὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, μόνο ἡ Ὀρθοδοξία διατήρησε τὴν Θ. Εὐχαριστία στὸ κέντρο τῆς ζωῆς της καὶ τῆς ἔδωσε ρόλο καθοριστικό. Ἡ Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία δὲν εἶναι ὁ χῶρος - ὅπως πολλὲς φορὲς κακῶς νομίζομε - ὅπου ὁ καθένας συναντᾶ τὸν Θεὸ μόνος του καὶ ἑνώνεται μαζί Του μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν Θ. Κοινωνία. Η Θ. Λειτουργία εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ὁ καθένας μας γίνεται ἰδιαίτερο πρόσωπο, ἀκριβῶς διὰ μέσου τῆς σχέσεώς του μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ ὅπου τίποτε δὲν νοεῖται ἀτομικά, ἀλλὰ μόνο προσωπικά, (μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δώσαμε στὸ πρόσωπο πιὸ πάνω). Γι' αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ, δὲν ἐπιτρέπεται στὴν Ὀρθοδοξία νὰ τελεσθῆ ἀτομικὴ Θ. Λειτουργία. Η Θ. Εὐχαριστία εἶναι κοινωνία, κοινωνία προσώπων ποὺ ἀντλοῦν ὁ καθένας τὴν ταυτότητά του ἀπὸ τὴν σχέση τους μὲ τοὺς ἄλλους, μία ἀντανάκλαση τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ὁ Θεὸς εἶναι Πατὴρ διότι ἔχει Υἱὸν καὶ Πνεῦμα, ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς διότι ἔχει Πατέρα κ.ο.κ.
δ) Ἡ Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία ἔχει καὶ μία ἀντίληψη περὶ τοῦ φυσικοῦ κόσμου ποὺ συμπίπτει μὲ ὅσα ἡ νεώτερη Ἐπιστήμη προσπαθεῖ σήμερα νὰ πῆ. Στὴν Θ. Λειτουργία ὁ φυσικὸς καὶ ὑλικὸς κόσμος (ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, τὰ χρώματα, οἱ ἦχοι, κ.λ.π.) καὶ ὅλες οἱ αἰσθήσεις (ὅραση, ἁφή, ὄσφρηση - μὲ τὸ θυμίαμα, - ἀκοὴ κ.λ.π.) μετέχουν σὲ μία ἑνότητα ἀδιάσπαστη. Δὲν ὑπάρχει ἀντίθεση μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμενικῆς πραγματικότητος, δὲν ὑπάρχει ἡ κατακτητικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ἀπέναντι στὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει, ὅπως συμβαίνει στὴν Τεχνολογία, ὁ κόσμος δὲν κεῖται ἔναντι, δὲν ἀντίκειται (ἀντικείμενον) τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ προσλαμβάνεται ἀπὸ αὐτόν, ἑνώνεται μαζί του σὲ ἕνα σῶμα, μεταλαμβάνεται καὶ κοινωνεῖται. Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ὄχι μόνο ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ πρόσληψη τροφῆς, ἀποδοχὴ καὶ καταξίωση τοῦ φυσικοῦ μας περιβάλλοντος, ἐνσωμάτωση τῆς ὕλης καὶ ὄχι χρήση τῆς ὕλης. Ἡ ἱερότητα ποὺ συνοδεύει αὐτὴν τὴν στάση, τὸ Θεῖο ρῖγος ποὺ διαπερνᾶ αὐτὴν τὴν σχέση, εἶναι ὁ ἀντίποδας τῆς Τεχνολογίας καὶ ἡ ἀπάντηση στὸ οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι καὶ γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὅ,τι καλύτερο ἔχει νὰ προσφέρη ἡ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο.
ε) Ἡ Ὀρθοδοξία, τέλος, εἶναι σήμερα ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη, λόγω τοῦ ἀσκητικοῦ πνεύματος ποὺ τὴν χαρακτηρίζει. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δείχνει νὰ ἔχη ὑποταγεῖ τόσο πολὺ στὸν ἀτομισμό, ὥστε νὰ ἔχη ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ὑπενθύμιση, ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ὁ οἰκονόμος καὶ οἰωνεὶ ὁ ἱερεύς της, αὐτὸς ποὺ τὴν προσφέρει στὸν Δημιουργὸ Θεό, διακηρύττοντας ὅτι Τοῦ προσφέρει «τὰ Σά ἐκ τῶν Σῶν». Ἡ Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ παράδοση, ποὺ διεπότισε τὸ φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν μὲ τὴν σημασία ποὺ ἀποδίδουν στὴν νηστεία καὶ στὴν στέρηση, ἔχει πολλὰ νὰ διδάξη τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὑποδουλώθηκε στὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ τοῦ καταναλωτισμοῦ, καὶ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν ἐξάντληση τῶν φυσικῶν πόρων τῆς ζωῆς τοῦ πλανήτου μας, μία ἐξάντληση ποὺ θὰ ἐπιφέρη ἀργὰ ἡ γρήγορα τὸ τέλος τῆς ζωῆς σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅπως ἐπισημαίνουν πλέον ὅλοι οἱ σοβαροὶ ἐπιστήμονες. Ἁγιασμὸς καὶ ἄσκηση [4] εἶναι αὐτὰ ποὺ φέρει μαζί της στὸν σύγχρονο κόσμο ἡ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὴν Τριαδικὴ Θεολογία της. Καὶ αὐτὰ ἔχουν σήμερα ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου.
Σημειώσεις________________________________________
[1]. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν Μητροπολίτη ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα στὴν ἐπαρχία του ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Ἑσπερινός του Σαββάτου στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κοζάνης, στὸν ὁποῖον κατὰ τὴν παράδοση πάντοτε χοροστατεῖ ὁ ἴδιος, ἀποτελεῖ ὑποδειγματικὴ ἱερὰ ἀκολουθία.
[2]. Βλ. τὸ ἄρθρο μας «Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα καὶ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία» στὸ περιοδικὸ Εὐθύνη, 1985, τεῦχος 163, σ. 329 ἐξ. (ἀναδημ. στὸ περιοδικὸ Ἀνάπλασις, 1987).
[3]. † Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, «Πατροπαράδοτον σέβας», Χαριστήριος Ὠδὴ β/), Ἀθήνα 1988.
[4]. Ἔτσι ὁρίζει κάπου τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης κ. Διονύσιος.
Πληκτρολόγηση Ν. Ρ.