Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μνημόσυνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μνημόσυνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2018

Η προσευχή για τους κεκοιμημένους- Αλεξ. Σμέμαν

Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω, η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «των απ' αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, έπʹ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «αγαπάτε αλλήλους» και πρόσθεσε: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (ωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η Οποία, κατά τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ' όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγής εις ενότητα όλων των διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.
Αλλά πως είναι δυνατό νʹ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στα Θεό και τη συμφιλίωση μας μʹ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και ‘μείς θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γιʹ αυτούς τους συναντάμε «εν Χριστώ, ο οποίος αγάπη εστίν» και που - ακριβώς επειδή είναι Αγάπη - ξεπερνάει τα θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζώντες εν Αυτώ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται εν Αυτώ. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «εν Χριστώ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «εν Χριστώ» Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι - απελπιστικά λανθασμένοι - είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς η έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», η τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «υπέρ των Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
ι.μ. μόρφου

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2017

Στις 18 Φεβρουαρίου το Α’ Ψυχοσάββατο – Τι είναι και τι πρέπει να κάνουμε;

Ψυχοσσάβατο

Ψυχοσσάβατο είναι η κοινή ονομασία του Σαββάτου πριν από την Κυριακή των Απόκρεω και του Σαββάτου πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής. Εφέτος, το πρώτο ψυχοσάββατο είναι στις 18 Φεβρουαρίου.

Αν και όλα τα Σάββατα του έτους είναι αφιερωμένα στις ψυχές των χριστιανών, που έχουν αποβιώσει ανά τους αιώνες, με την ελπίδα της ανάστασής τους κατά τη Δευτέρα Παρουσία, σύμφωνα με τις Γραφές, η  Εκκλησία τιμά και ειδικά τη μνήμη τους το Ψυχοσάββατο ή αν προτιμάτε τα δύο προαναφερθέντα ψυχοσάββατα. Τα  δύο Ψυχοσάββατα τιμώνται από τους πιστούς με μνημόσυνα στις εκκλησίες, τρισάγια στους τάφους των προσφιλών τους προσώπων, μοίρασμα κολλύβων και ελεημοσύνες στους φτωχούς («ψυχικό»), ενώ το έθιμο απαγορεύει την εργασία. Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα : Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της Επουράνιας Βασιλείας Του.
Το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής λέγεται και του Ρουσαλιού, επειδή έλκει την καταγωγή του από τη ρωμαϊκή γιορτή των Ρουσαλίων ή Ροζαλίων. Είναι η ημέρα, που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, οι ψυχές επιστρέφουν στον Κάτω Κόσμο, αφού κατά τη διάρκεια της πασχαλινής περιόδου κυκλοφορούσαν ελεύθερα πάνω στη γη. Τη θλίψη των ψυχών, αλλά και των οικείων τους, εκφράζει το δίστιχο:
Όλα τα Σάββατα να παν, να παν και να γυρίσουν
Το Σάββατο του Ρουσαλιού να πάει, να μην γυρίσει.
Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 29, 2016

Τι είναι το κόλλυβο; Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

                    Αποτέλεσμα εικόνας για τι είναι το κόλλυβο

Υπάρχει μια περιεκτικότατη σε νόημα και περιεχόμενο απάντηση που καλύπτει την παραπάνω ερώτηση, ενώ μας λύνει και άλλες παρόμοιες απορίες. Είναι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το οποίο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι.
Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεοϋπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει».
Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α' επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο πού εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.
Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά πού προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά πού προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος πού έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τηρών, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο τών Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και η φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.
Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα όποια έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα όποια συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. γι αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση των νεκρών είναι έργο πού ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.

Πέμπτη, Μαΐου 28, 2015

Τό Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής...


Ποιά εἶναι τα Ψυχοσάββατα;
Μέσα στην ιδιαίτερη μέριμνά της για τούς κεκοιμημένους η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει καθορίσει ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδος γι’ αυτούς, το Σάββατο.
Όπως η Κυριακή είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, ένα εβδομαδιαίο Πάσχα, έτσι το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, για να τους μνημονεύουμε και να έχουμε κοινωνία μαζί τους. Σε κάθε προσευχή και ιδιαίτερα στις προσευχές του Σαββάτου ο πιστός μνημονεύει τούς οικείους, συγγενείς και προσφιλείς, ακόμη και τούς εχθρούς του που έφυγαν από τον κόσμο αυτό, αλλά ζητά και τις προσευχές της Εκκλησίας γι’ αυτούς.

Πότε τελοῦνται,τα Ψυχοσάββατα;

Σε ετήσια βάση η Εκκλησία έχει καθορίσει δύο Σάββατα, τα οποία αφιερώνει στους κεκοιμημένους της. Είναι τα μεγάλα Ψυχοσάββατα, το ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής. Γιὰ τὴν ἱστορία καὶ μόνο ἂς γνωρίζουμε ὅτι η καθιέρωση τοῦ Σαββάτου πρὸ τῶν Ἀπόκρεω ὡς Ψυχοσαββάτου, έγινε μᾶλλον και αυτό κατ᾿ ἀπομίμησιν τοῦ Σαββάτου πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, που ήταν και το μόνο που υπήρχε αρχικά.

Βέβαια η αγάπη των ανθρώπων για τους οικείους τους που δεν ζούν πια μαζί τους, δημιούργησε την εκκλησιαστική παράδοση άλλων τεσσάρων ψυχοσαββάτων, που δεν συμπεριλαμβάνονται όμως στο Τυπικό της Εκκλησίας μας. Αυτά είναι, το ψυχοσάββατο της Τυρινής, το Σάββατο της α΄ εβδομάδος των νηστειών, όπου και εορτάζουμε την μνήμη του δια κολλύβων θαύματος του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, το Σάββατο του Λαζάρου και το Σάββατο πρίν την εορτή του Αγίου Δημητρίου. Ένα ακόμα ψυχοσάββατο θα βρούμε στην παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας, το Σάββατο προ των Αρχαγγέλων.
 

Γιατί τελοῦνται τα Ψυχοσάββατα;

Με το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής διατρανώνεται η πίστη μας για την καθολικότητα της Εκκλησίας, της οποίας την ίδρυση και τα γενέθλια ( επί γης ) γιορτάζουμε κατά την Πεντηκοστή. Μέσα στη μία Εκκλησία περιλαμβάνεται η στρατευομένη εδώ στη γη και η θριαμβεύουσα στους ουρανούς.
Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει θεσπιστεί γιατί η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της Επουράνιας Βασιλείας Του.
 
Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου» και μνημονεύει όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα, εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες, όσους κάηκαν ή χάθηκαν και εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.

"...Κύριε ανάπαυσον τας ψυχάς των κεκοιμημένων δούλων

σου, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προππάπων, γονέων, συζύγων,

τέκνων, αδελφών και συγγενών ημών, εν τόπω χλοερό, εν τόπω

αναψύξεως, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός..."


το είδαμε εδώ

ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ - ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ






ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ


«Εύχαι ύπέρ των κεκοιμημένων»

Δέονται λοιπόν ύπέρ ήμών οι κεκοιμημένοι καί μάς ένθυμοΰνται. Τί τό φυσικώτερον λοιπόν νά ένθυμούμεθα καί έμεΐς έκείνους καί νά προσευχώμεθα δι αύτούς; "Αλλωστε ή χριστιανική άγάπη διατηρείται βεβαία καί (οχυρά άκόμη καί μετά τόν θάνατόν μας (Α' Κορ. ιγ' 8). Διά νά μή εϊπωμεν άτι μετά τόν θάνατον τοΰ προσφιλούς μας ή άγάπη πρός τόν πρόσωπόν του γίνεται καθαρωτέρα, άφοΰ λησμονοϋνται πλέον τά έλαττώματα, τά όποια ώς άνθρωπος παρουσίαζεν είς την ζωήν του.
Επειδή λοιπόν ή άγάπη μας μένει, διά τούτο ή Μητέρα Εκκλησία καθιέρωσε ευθύς έξ άρχής ειδικές εύχές ύπέρ τών κεκοιμημένων καί ώρισεν είς καθωρισμένες ήμέρες μνημόσυνα ύπέρ αύτών. "Αλλωστε, κατά τόν Ιερόν Χρυσόστομον, τό μνημόσυνον τών κεκοιμημένων «έπι τών φρικτών μυστηρίων» άπαντάται άπό πολύ παλαιό. Έχει νομοθετηθή άπό τούς άγιους ’Αποστόλους . Κατά τόν άγιον Ίωάννην τόν Δαμασκηνόν «οί μαθηταί τοΰ Σωτήρος και θείοι Απόστολοι» είναι έκεΐνοι, πού έθέσπισαν νά ένθυμούμεθα τούς πιστούς, οί όποιοι έκοιμήθησαν,«έπι τών φρικτών και άχράντων καί ζωοποιών μυστηρίων». Καί τήν Άποστολικήν αύτήν παραγγελίαν ή Εκκλησία τοϋ Χριστού «άπό περάτωνμέχρι περάτων» τής οικουμένης τήν κρατεί «βεβαίως καί λίαν άναντιρρήτως» μέχρι σήμερον καί θά συνεχίζη νά τήν κρατή μέχρι «τής τοϋ κόσμου λήξεως». Οι θείοι 'Απόστολοι, προσθέτει ό Ιερός Πατήρ, έθέσπισαν τούτο όχι χωρίς λόγον καί όχι ματαίως· όχι άπλώς και ώς έτυχε. Διότι ή «απλανής (=χωρίς πλάνην) θρησκεία τών Χριστιανών» δέν παρέλαβε τίποτε τό μή ωφέλιμον· «Αλλά πάντα έπωφελή καί θεάρεστα καί λίαν όνησιφόρα (=χρήσιμα, ώφέλιμα), καί σωτηρίας μεγίστης πρόξενα» .

"Ηδη ό Τερτυλλιανός (200 μ.Χ.) μνημονεύει συνεχώς (Ιδιαιτέρως εις τό βιβλίον τού «Περί στεφάνου») τών λειτουργιών, οι όποιες έγίνοντο ύπέρ τών κεκοιμημένων, Ό Ιερομάρτυς Κυπριανός, έπίσκοπος Καρχηδόνος (250), είς τήν 37ην 'Επιστολήν του μάς πληροφορεί ότι οΐ Χριστιανοί έθεωροΰσαν βασικόν καθήκον νά προσφέρουν θυσίες καί προσευχές ύπέρ τών Μαρτύρων. Ό Άρνόβιος ό πρεσβύ τερος είς τό «Κατά ’Εθνικών» έργον του (περί τό 305) άναφέρει ότι oi Χριστιανοί κατά τις Ιερουργίες των άνέπεμπαν δεήσεις ύπέρ άνα- παύσεως καί σωτηρίας τών κεκοιμημένων. 'Επίσης ό άγιος 'Αμβρόσιος, έπίσκοπος Μεδιολάνων (330-397), έτελοΰσε θείες Λειτουργίες ύπέρ τού Ούαλεντινιανοΰ, τού Θεοδοσίου καί τού άδελφοΰ του Σατύρου. «Αί Άποστολικαί Διαταγαί» (4ος αιών) άναφέρουν ώραιοτάτην εύχήν «ύπέρ τών άναπαυσαμένων έν Χριστώ Αδελφών ήμών». Δι αύτής οι πιστοί έζητοΰσαν «οπως ό φιλάνθρωπος Θεός», ό όποιος προσεδέχθη τήν ψυχήν τού κοιμηθέντος, συγχωρήση είς αύτόν «παν Αμάρτημα έκούσιον καί Ακούσιον» καί φανή ίλεως είς αύτόν. Κατατάξη δέ τούτον «έν τώ κόλπω τών Πατριαρχών καί τών Προφητών καί τών Αποστόλων καί πάντων τών άπ' αίώνος τώ Θεώ εύαρεστησάντων», έκεΐ όπου δέν ύπάρχει «λύπη καί οδύνη καί στεναγμός» (Ήσ. λε' 10) . Έξ άλλου ό Ιερός Αύγουστΐνος (354-430) έγραψεν όλόκληρον βιβλίον περί τών τελουμένων λειτουργιών ύπέρ τών κεκοιμημένων.
Έπί πλέον όλες οί θείες Λειτουργίες μας περιλαμβάνουν δεήσεις καί προσευχές ύπέρ τών κεκοιμημένων. Τοιουτοτρόπως είς τήν Λειτουργίαν τοϋ άγιου Μάρκου ή εύχή ζητεί όπως ό Δεσπότης Χριστός άναπαύση τις ψυχές τών κεκοιμημένων «έν ταΐς σκηναϊς, έν τη βασιλεία Του, χαριζόμενος» εις αύτούς καί τις ύποσχέσεις του. Εις τήν Λειτουργίαν τοϋ άγιου Ιακώβου τού Άδελφοθέου, μετά τήν άνάμνησιν τών αγίων 'Αποστόλων, Προφητών καί λοιπών άγιων, παρακαλοϋ μεν τον Θεόν ύπέρ έκείνων, τών όποιων «έμνήσθημεν και ών ούκ έμνήσθημεν 'Ορθοδόξων» καί ζητοϋμεν νά τούς κατατάξη «έν χώρα ζώντων έν τη βασιλεία Του, έν τή τρυφή τοϋ Παραδείσου, έν τοϊς κόλποις ’Αβραάμ, ’Ισαάκ καί Ιακώβ», έκεί όπου «έπισκοπεϊτό φως τοϋ προσώπου Του καί καταλάμπει διά παντός». ’Επίσης είς τήν Λειτουργίαν τοϋ άγιου Κλήμεντος, Πάπα Ρώμης, μαθητου τοϋ άποστόλου Πέτρου, ό Ιερεύς δέεται «καί ύπέρ πάντων τών εύαρεστησάντων τώ Θεώ Αγίων, Πατριάρχων, Προφητών, Δικαίων, Αποστόλων, Μαρτύρων, 'Ομολογητών, ’Επισκόπων» καί γενικώς όλων τών τάξεων τών κληρικών καί άκόμη «ύπέρ τών Παρθένων, λαϊκών, καί πάντων, ών αύτός (ό Θεός) έπίσταται (γνωρίζει) τά ονόματα»

Ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων είς τις «Κατηχήσεις» του άναφέρει άτι μετά τον καθαγιασμόν τών Τιμίων Δώρων «μνημονεύομεν καί τών κεκοιμημένων, πρώτον Πατριαρχών, Προφητών, ’Αποστόλων, Μαρτύρων, οπως ό Θεός εύχαΐς αυτών καί πρεσβείαις προσδέξηται ήμών τήν δέησιν». Έν συνεχεία δέ παρακαλοϋμεν «καί ύπέρ τών κεκοιμημένων άγιων Πατέρων καί έπισκόπων καί πάντων άπλώς τών ήμϊν προκεκοιμημένων»Λ. Επίσης είς τις θείες Λειτουργίες τοϋ Μεγάλου Βασιλείου καί τοϋ άγιου Ίωάννου τοϋ Χρυσοστόμου ή στρατευομένη Εκκλησία προσφέρει «τήν λογικήν λατρείαν» της «ύπέρ τών έν πί- στει άναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχών, Προφητών, ’Αποστόλων, Κηρύκων, Ευαγγελία τών, Μαρτύρων, 'Ομολογητών, Έγκρατευτών, καί πάντος πνεύματος δικαίου έν πίστει τετελειωμένου...». Ευθύς δέ μετά τον καθαγιασμόν, μετά τήν μνημόνευσιν άλων τών Αγίων, λέγει ό Ιερεύς· «μνήσθητι καί πάντων τών κεκοιμημένων έπ ’ έλπίδι άναστάσεως ζωής αιωνίου» καί άναφέρει όνομαστικώς όσους θέλει. Κατόπιν προσθέτει- «καί άνάπαυσον αύτούς, ό Θεός ήμών, δπου έπισκοπεϊ τό φώς τοϋ προσώπου σου».
"Αλλωστε τά Δίπτυχα, τά όποια ή Εκκλησία συνεχίζει νά διατηρή μέ πολλήν φροντίδα άπό τήν έποχήν τών Άποστολικών χρόνων, μαρτυρούν άκριβώς τις εύχές, τις όποιες άνέπεμπεν άνέκαθεν ή Εκκλησία ύπέρ τών κεκοιμημένων κατά τήν θείαν Λατρείαν. Υπάρχουν δέ, ώς γνωστόν, δίπτυχα ζώντων καί κεκοιμημένων. ’Ονομάζονται Δίπτυχα άπό τό «πτύσσω», πού σημαίνει διπλώνω, διότι παλαιότερα αύτά ήσαν δύο κομμάτια σανίδων μικρών ένωμένων, όπως οΐ δύο πλάκες, πού κρατεί ό θεόπτης Μωϋσής είς τήν άγίαν εικόνα του. Είς τά κομμάτια αύτά, πού έδιπλώνοντο, έγράφοντο τά όνόματα ζώντων καί τεθνεώτων, τά όποια, οπως μανθάνομεν άπό τήν άγίαν Ε' Οικουμενικήν Σύνοδον, έμνημονεύοντο άπό τόν διάκονον μετά τόν καθαγιασμόν τών Τιμίων Δώρων, τήν ώραν πού έψάλλετο τό «Αξιόν έστιν» ή τό «Έπϊ σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη», οπως γίνεται καί σήμερον. Όταν τά όνόματα έπλήθυναν, τά Δίπτυχα ώνομάζοντο καί Πολύπτυχα, διότι είχαν πολλές πτυχές. Διετηρήθη ομως γενικώς τά πρώτον όνομά των. Τά Δίπτυχα μνημονεύονται καί κατά τήν ώραν τής Άγιας Προσκομιδής. Καί τότε μέν ο! μερίδες τών μνημονευομένων τοποθετούνται πλησίον τού Αμνού. Αργότερα ομως, κατά τήν θείαν Λειτουργίαν, άφοΰ καθαγιασθοΰν τά Τίμια Δώρα καί κοινωνήσουν oi πιστοί, «αίμερίδες τής Θεοτόκου, τών Ταγμάτων καί έκεϊναι τών τεθνεώτων καί ζώντων»  ρίπτονται είς τό Άγιον Ποτήριον, όπου είναι τό Άχραντον Σώμα καί τό Τίμιον Αίμα τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, «τό έκχυθέν ύπέρ τής του κόσμου ζωής καί σωτηρίας». Καί μετά τό τέλος τής θείας Λειτουργίας άκολουθεϊ ή κατάλυσις άπό τόν λειτουργόν ίερέα δλου τού περιεχομένου τού Αγίου Ποτηρίου.

Τά Ιερά Μνημόσυνα

’Εκτός τών προσευχών, τις όποιες άναπέμπομεν είς τόν Θεόν κατά τήν θείαν Λατρείαν ύπέρ τών κεκοιμημένων, ή άγια μας Εκκλησία ώρισε καί Μνημόσυνα είς τακτές ήμέρες.
Ή άρχή τών Μνημοσύνων εύρίσκεται εις τήν Άγίαν Γραφήν. Άπό τήν Π. Διαθήκην πληροφορούμεθα ότι οί Ισραηλίτες παρεκάλεσαν τόν Θεόν νά συγχωρήση τις άμαρτίες τών προκεκοιμημένων πατέρων των (Νεεμ. θ' 2). Όταν είς τούς «χιτώνας» νεκρών στρατιωτών εύρήκαν είδωλολατρικά φυλακτά, πράγμα πού έθεωρεΐτο μεγάλη άμαρτία δι ένα Ισραηλίτην, ό λαός προσηυχήθη είς τόν Θεόν διά τις ψυχές τών νεκρών έκείνων, διά νά τούς συγχωρήση τό άμάρτημα (Β' Μακ. ιβ' 40-42). Άπό τήν Κ. Διαθήκην μανθάνομεν ότι ό άπόστολος Παύλος εύχεται, οπως ό Κύριός μας Ιησούς Χριστός δώση είς τόν πιστόν Όνησιφόρον, ό όποιος ήταν ήδη νεκρός, νά εύρη έλεος άπό τόν Κύριον καί Πατέρα κατά τήν ήμέραν τής Δευτέρας Παρουσίας (Β' Τιμ. α' 18). Δι αύτό καί τά Μνημόσυνα τά συναντώμεν ήδη άπό τούς πρώτους αιώνες τής ζωής τής Εκκλησίας. Καί τούτο, διότι, όλοι — ζώντες καί τεθνεώτες — εϊμεθα «σώμα Χριτού καί μέλη έκ μέρους» (Α' Κορ. ιβ' 27).
Ή άλήθεια οτι τόσον οι ζώντες (ή στρατευομένη ’Εκκλησία τού Χριστού), όσον καί οΐ κεκοιμημένοι (ή θριαμβεύουσα Εκκλησία) άποτελοϋμεν τήν μίαν καί άδιαίρετον καί μοναδικήν Εκκλησίαν τού Χριστού, συμβολίζεται πολύ ώραϊα είς τό άγιον Δισκάριον κατά τήν Προσκομιδήν. Εις τό κέντρον τού άγιου Δίσκου τοποθετείται ό Αμνός- είς τά δεξιά του ή μερίδα τής Θεοτόκου- είς τά άριστερά του οί μερίδες τών ’Αγγελικών ταγμάτων καί δλων τών Αγίων είς δέ τό κάτω μέρος οι μερίδες τών ζώντων καί τών κεκοιμημένων. "Ετσι έκεϊ είναι παρών συμβολικώς «όλόκληρος ό Χριστός καί όλόκληρος ή Καθολική ‘Εκκλησία (=ή ’Ορθόδοξος) έπουράνιός τε καί έπίγειος». "Ενα ώραιότατον μωσαϊκόν είς τήν είσοδον τού ναού τής Χώρας είς τήν Κωνσταντινούπολή παρουσιάζει τόν Χριστόν ώς «χώραν τών ζώντων», διότι «έν τώ Χριστώ εύρίσκεται ή άληθινή διαμονή». «Έν αύτώ ζώμεν» όλοι, δσοι πιστεύομεν καί έχομεν βαπτισθή είς τό όνομα τής άγιας Τριάδος. Τά σύνορα τής βασιλείας τού Χριστού — τής «χώρας», είς τήν όποιαν άνήκομεν — περιλαμβάνουν ζώντας καί κεκοιμημένους. Δι αύτό γράφει ό θείος Παύλος: Καί έάν ζώμεν καί έάν άποθνήσκωμεν, είμεθα κτήμα τού Κυρίου, ό όποιος είναι ή αιώνιος ζωή (Ρωμ. ιδ' 8). ’Ένεκα λοιπόν τού συνδέσμου, πού ύπάρχει μεταξύ ήμών τών ζώντων καί έκείνων, τών κεκοιμημένων, άλλά καί τής άγάπης προς έκείνους, μάλιστα δέ πρός τούς συγγενείς μας — γονείς, συζύγους, άδελφούς, τέκνα — έχομεν ύποχρέωσιν νά τελώμεν ύπέρ τής ψυχής των Μνημόσυνα.

Αί Άποστολικαί Διαταγαί συνιστοΰν νά έπιτελώμεν Μνημόσυνα ύπέρ τών κεκοιμημένων «έν ψαλμοϊς καί άναγνώσεσι καί προσευχαΐς» τήν τρίτην ήμέραν άπό τού θανάτου τού προσφιλούς μας, διά τόν Κύριον Ίησοϋν «τόν διά τριών ήμερών έγερθέντα». Επίσης νά έπιτελώμεν Μνημόσυνα «-ένατα (κατά τήν ένάτην ήμέραν, έννιάμερα) είς ΰπόμνησιν τών περιόντων (είς ένθύμησιν τών ζώντων) καί τών κε- κοιμημένων καί τεσσαρακοστά (κατά τήν τεσσαρακοστήν ήμέραν άπό τού θανάτου) κατά τόν παλαιόν τύπον». Διότι έτσι έπένθησε καί ό Ίσραηλιτικός λαός τόν μέγαν Μωϋσήν. Εκτός αύτών πρέπει νά τε- λώμεν καί Μνημόσυνα «ένιαύσια (έτήσια) ύπέρ μνείας» τού κεκοιμημένου  Τά τριήμερα, ώς Μνημόσυνα, τά όποια γίνονται είς άνάμνησιν τής τριημέρου Άναστάσεως τού Κυρίου, συνιστφ καί ό άγιος ’Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης (370-437). Ό θεοφόρος αύτός Πατήρ, διευκρινίζων πώς ύπολογίζονται οΙ τρεις ήμέρες καί τρεις νύκτες, κατά τις όποιες ό Σωτήρ παρέμεινεν είς τόν τάφον, προσθέτει· κατά παρόμοιον τρόπον καί έμεΐς έχομεν συνήθειαν νά τελώμεν Μνημόσυνα υπέρ τών κεκοιμημένων τήν τρίτην ήμέραν άπό τοΰ θανάτου των .
Ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης είς τά τριήμερα καί έννιάμερα βλέπει άλλον συμβολισμόν. Γράφει: Τά «τρίτα (τριήμερα) έπιτελοϋνται διά τήν 'Αγίαν Τριάδα», διότι άπό αύτήν έχομεν τήν ΰπαρξιν καί τήν ζωήν καί έπειδή δι αυτής προσφέρονται είς ήμάς «πάντα τά τής ζωής καί σωτηρίας». Τά «-ένατα (έννιάμερα), συνεχίζει, μάς ύπενθυμίζουν τά έννέα τάγματα τών άγιων Αγγέλων, είς τούς όποιους έχει συγκαταριθμηθή ώς άϋλον πλέον πνεύμα καί ό κεκοιμημένος προσφιλής μας. «Τά τεσσαρακοστά» τελούνται «διά τήν τοΰΣωτήρος Ανάληψιν», ή όποια έγινε «τεσσαράκοντα ήμέρας» μετά τήν τριήμερον Άνάστασίν του. Τέλος τά τρίμηνα, έξάμηνα καί έννεάμηνα συμβολίζουν «τήν Τριάδα, τόν τών όλων Θεόν» καί γίνονται είς δόξαν τοΰ Τριαδικού Θεού ύπέρ τοΰ μεταστάντος. Διότι ό κοιμηθείς άπό τήν Παναγίαν Τριάδα έδημιουργήθη, είς αύτήν θά μεταβή τώρα, που έχωρί- σθη άπό τό σώμα, καί άπό αύτήν πάλιν έλπίζει νά λάβη τήν άνάστασιν τοΰ σώματός του .
Τά έτήσια Μνημόσυνα άναφέρει καί ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος είς τόν έπιτάφιον λόγον, τον όποιον έξεφώνησεν κατά τόν θάνατον τοϋ άδελφοϋ του Καισαρίου. Ειπεν ή θεολόγος γλώσσα: «Τά μέν άποδεδώκαμεν, τα δε καί δώσομεν, τάς δι’ έτους προσφέροντες τιμάς τε καί μνήμας» . Δηλαδή· ένα μέρος άπό αύτά πού εϊχαμεν χρέος νά σοϋ προσφέρωμεν, σοΰ τό έπροσφέραμεν σοϋ ύποσχόμεθα δέ τό υπόλοιπον, τις έτήσιες τιμητικές προσφορές καί τά μνημόσυνα. Ό Συμεών Θεσσαλονίκης, άναφερόμενος είς τό έτήσιον Μνημόσυνον, παρατηρεί: Τούτο δηλοΐ τήν πρός τά έκεΐ «τελείωσιν» καί άτι αύτός πού άπέθανε «ζή καί άθάνατός έστι» κατά τήν ψυχήν θά έλθη δέ και¬ρός, κατά τόν όποιον θά άναστηθή καί πάλιν, οταν θελήση ό Πλάστης καί όταν ώς Δημιουργός θά άναστήση καί τό σώμα .


'Εκτός τών άνωτέρω τακτών ήμερών ή 'Αγία μας 'Εκκλησία ώρισε καί τό Σάββατον ώς ήμέραν μνήμης τών άγιων Μαρτύρων καί όλων τών κεκοιμημένων. Διότι τό Σάββατον, ώς έβδόμη κατά σειράν ήμέρα τής δημιουργίας, εΐναι ή ήμέρα, ή όποια είδε τόν σωματικόν θάνατον, πού έπεβλήθη εις τόν άνθρωπον ώς ποινή έκ μέρους τοϋ δικαίου Θεού. Ή ήμέρα δέ αύτή συνεχίζεται, συνεχιζομένου ταυτο- χρόνως καί τοϋ θανάτου τοϋ άνθρώπου. 'Ενώ ή Κυριακή είναι «ή τής Άναστάσεως ήμέρα», ή όγδοη ήμέρα, ή όποια συμβολίζει τόν άναμενόμενον άπέραντον αιώνα, τήν άνάστασιν τών νεκρών καί τήν άτε- λεύτητον βασιλείαν .

Ψυχοσάββατα — Κόλλυβα

Ή Μητέρα 'Εκκλησία ώρισεν έπίσης κοινά Μνημόσυνα δύο φορές τό έτος: Κατά τό Σάββατον πρό τών Άπόκρεων καί κατά τό Σάββατον πρό τής μεγάλης έορτής τής 'Αγίας Πεντηκοστής.
Τό Σάββατον πρό τής Κυριακής τών Άπόκρεων, ή 'Εκκλησία τελεί Μνημόσυνον δι  όλους τούς κοιμηθέντας. Τούτο έθεσπίσθη άπό τούς θεοφόρους Πατέρας (άπό τών πρώτων Χριστιανικών χρόνων), έπειδή ώρισμένοι «ύπέστησαν άωρον θάνατον» είς ξένην χώραν μακρυά άπό τούς συγγενείς των, είς τήν θάλασσαν, εις τά άπόκρημνα καί άπρόσιτα βουνά' ή έπειδή άλλοι άπέθαναν άπό λοιμικήν άρρώστια  η άπό πείναν ή έπεσαν είς τον πόλεμον η έκάησαν είς τήν φωτιάν ή άπέθαναν άπό παγετούς η θεομηνίαν άλλοι πάλιν ίσως δέν έτυχαν «τών νενομισμένων ψαλμωδιών καί μνημοσυνών ύπό τής ’Εκκλησίας». 'Επομένως μέ τό κοινόν τούτο μνημόσυνον δίδεται ή εύκαιρία νά προσευχηθώμεν ύπέρ όλων αύτών, ύπέρ δλων έκείνων, τούς όποίους «έκάλυψε τάφος έν πάση χώρα».
Τό Ψυχοσάββατον τούτο ώρίσθη καί δι άλλον λόγον. Όπως είναι γνωστόν, τήν έπομένην ήμέραν, δηλαδή Κυριακήν τών Άπόκρεων, ή 'Εκκλησία μάς ύπενθυμίζει τήν Δευτέραν καί άδέκαστον Παρουσίαν τού Κυρίου ήμών 'Ιησού Χριστού. Ώς έκ τούτου τό Σάββατον παρακαλοΰμεν «τον φοβερόν Κριτήν» νά φανή ΐλεως όχι μόνον είς ήμάς, οί όποιοι ζώμεν άκόμη, άλλά καί είς τούς προαπελθόντας άδελφούς μας, κατά τήν φρικτήν καί ένδοξον αύτοΰ Παρουσίαν.
Τόσον ό Κανών τού Σαββάτου τούτου, όσον καί τά τροπάρια τών Αίνων θεολογούν κατανυκτικώτατα γύρω άπό τό μυστήριον τού θανάτου, όπως καί ή Νεκρώσιμος 'Ακολουθία. Μάς ύπενθυμίζουν τήν ματαιότητα τών έγκοσμίων καί τήν εύτέλειαν τής άνθρωπίνης φύσεως· άλλά καί τό φιλάνθρωπον τού Κριτοΰ καί τήν έκ νεκρών Άνάστασιν τού Κυρίου, διά τής όποίας ένικήθη ό "Αδης καί έχαρίσθη είς τούς άνθρώπους ή ζωή καί ή άνάστασις.
Τό δεύτερον κοινόν Μνημόσυνον, τό όποιον ώρισε κατ' έτος ή Εκκλησία μας, τελείται έννέα ήμέρες μετά τήν έν σώματι Άνάληψιν τού Σωτήρος ήμών Χριστού' δηλαδή τό Σάββατον πρό τής άγιας Πεντηκοστής. Κατά τό Ψυχοσάββατον τούτο ή Εκκλησία μνημο¬νεύει «πάντων τών άπ’ αίώνος κοιμηθέντων εΰσεβώς, έπ’ έλπίδι άναστά- σεως ζωής αιωνίου». "Ωστε κατά τήν ήμέραν αύτήν δέν εύχόμεθα μόνον ύπέρ τών Χριστιανών, διότι άπό Άδάμ μέχρι Χριστού δέν ύπήρ- χαν Χριστιανοί. Εύχόμεθα ύπέρ όλων, όσοι έκοιμήθησαν άπό τής έποχής τού Άδάμ μέχρι σήμερον καί οΙ όποιοι έλάτρευσαν μέ καθαρότητα βίου τον Θεόν εύχόμεθα διά κάθε άνθρωπον «τά τοϋ βίου λειτουργήσαντα καλώς καί προς Θεόν μεταστάντα πολυειδώς καί πολυτρόπως» (=μέ πολλούς καί διαφόρους τρόπους). Δι' όλους αύτούς ή Μητέρα Εκκλησία εύχεται, όπως έχουν «έν ώρα κρίσεως άπολογίαν άγαθήν» καί όπως τύχουν «τής δεξιάς τοϋ Θεοϋ παραστάσεως έν χαρά, έν μερίδι δικαίων καί άγιων καί κλήρω φωτεινώ» καί γίνουν τοιουτοτρόπως άξιοι «τής ουρανίου βασιλείας»   . Είναι φανερόν ότι αύτοί, περί τών όποιων εύχόμεθα, είναι οί πρό Χριστού δίκαιοι, ο! όποιοι λόγω τής όσιότητός των είχαν μερίδα είς τήν σωτηρίαν, τήν όποιαν θά προσέφερεν ό Κύριος είς τόν κόσμον. Υπέρ όλων τών κεκοιμημένων Χριστιανών δεόμεθα είς τόν Κύριον Ίησοΰν καί κατά τήν έκτην εύχήν (Π στάσις) τής Γονυκλισίας τής Πεντηκοστής   .

Κατά τά 'Ιερά Μνημόσυνα παρατίθενται, ώς γνωστόν, καί κόλλυβα. Ή παράθεσις κολλύβων συναντάται άπό τά μέσα τοϋ Δ' αίώνος. Παλαιότερα προσεφέροντο κατά τό Ιερόν Μνημόσυνον άρτος καί οίνος μέ έλιές ή τυρί ή ρύζι. Ή παράθεσις αύτή είχε θέσιν έλεημοσύνης καί όσοι έλάμβαναν άπό αύτά ηϋχοντο τό «μακαρία ή μνήμη αύτοΰ». Διά τούτο έλέγοντο καί «μακαρίαι» (ή μακαριά, όπως λέγει ό λαός) καί έχουν τήν προέλευσίν των άπό τά περίδειπνα ή νεκρικά δείπνα, περί τών όποιων όμιλοϋν καί αί Άποστολικαι Διαταγαί. Συνέχεια τοϋ έθίμου έκείνου είναι τά μικρά άρτίδια καί ό καφές, πού προσφέρονται σήμερον άπό τούς συγγενείς τοϋ κοιμη- θέντος είς όσους προσηυχήθησαν μαζί των κατά τήν Ιερόν τελετήν τοϋ Μνημοσύνου.
Τά κόλλυβα, τά όποϊα είναι σιτάρι βρασμένον καί τά όποϊα έπεκράτησαν τελικώς τών άλλων, κρύπτουν βαθύν καί διδακτικώτατον συμβολισμόν. Συμβολίζουν τήν έκ νεκρών άνάστασιν τών σωμάτων. Μάς ύπενθυμίζουν ότι καί ό άνθρωπος είναι σπόρος, ό όποιος κατά τόν θάνατόν του θάπτεται είς τήν γήν όπως τό σιτάρι. Τό σπέρμα δέ τούτο θά έξαναστηθή καί πάλιν μέ τήν δύναμιν τοϋ Θεοΰ. Διά τοΰτο, όπως παρατηρεί ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, μέσα είς τά κόλλυβα προσθέτομεν καί διάφορα άλλα σπέρματα. Βασικήν όμως θέσιν κατέχει πάντοτε τό σιτάρι, διότι καί ό Σωτήρ παρωμοίασε τό Πανάγιον Σώμα του καί τήν έκ νεκρών Άνάστασίν του μέ αύτό, λέγων· έάν τό μικρό σπυρί τοϋ σιταριού δέν πέση εις τήν γήν καί δέν σαπίση μέσα είς τό χώμα, μένει μοναχό του καί δέν πολλαπλασιάζεται. Έάν όμως μέ τήν σποράν του είς τήν γήν άποθάνη καί ταφή, βγάζει πολύν καρπόν. Έτσι καί έγώ έάν άποθάνω, όπως ώρισεν ό Θεός Πατήρ μου, θά καρποφορήσω τήν σωτηρίαν τοϋ άνθρωπίνου γένους (Ίωάν. ιβ' 24)5. Τόν Δεσποτικόν αύτόν λόγον συμπληρώνει ώραιότατα ό θείος Παύλος, όταν όμιλή διά τήν άνάστασιν τών νεκρών σωμάτων (Α' Κορ. ιε' 35-49).

Ωφελούν τά Μνημόσυνα;

Τις δεήσεις ύπέρ τών κεκοιμημένων κατά τήν τήν θείαν Λειτουργίαν καί κατά τά Ιερά Μνημόσυνα άπευθύνομεν είς τόν Θεόν, έπειδή έλπίζομεν καί πιστέύομεν είς τήν φιλανθρωπίαν καί τήν φιλευσπλαγχνίαν του, τά έλεημονητικόν καί φιλόστοργόν του. 'Αλλωστε ό μαθητής τής άγάπης μάς ένθαρρύνει πρός τούτο μέ τούς λόγους: Άπόδειξις, ότι έχομεν πράγματι παρρησίαν καί θάρρος πρός τόν Θεόν, πρός τόν όποιον άπευθυνόμεθα καί όμιλοϋμεν μέ οίκειότητα, είναι τά άτι μάς είσακούει, έάν ζητοΰμεν κάτι σύμφωνον πρός τά θέλημά του. Καί έφ' όσον γνωρίζομεν ότι μάς είσακούει είς ότι τού ζητοΰμεν, γνωρίζομεν άτι διά τών προσευχών μας θά έπιτύχωμεν άσφαλώς. Είναι δέ ώσάν νά έχωμεν λάβει άπό τώρα καί τά αίτήματά μας έκεΐνα, τά όποια τού άπηυθύναμεν καί τά όποΤα πρόκειται νά πραγματοποιηθούν είς τά μέλλον (Α' Ίωάν. ε' 14-15).
Άλλ' είναι φανερόν ότι καί μέ τις προσευχές μας ύπέρ τών κεκοιμημένων ζητούμεν άπό τόν Θεόν τά άρεστά είς αύτόν, άφοΰ ό Θεός ώς πηγή τής άγάπης καί τού έλέους θέλει «πάντας Ανθρώπους σωθή- ναι» (Α' Τιμ. β' 4). Τούτο, γράφει ό Ιερός Δαμασκηνός, είναι έκεΐνο τά όποιον κατ' έξοχήν εύχαριστεϊ «και κατευφραίνει τόν φιλοικτίρμονα Κύριον», τά νά σπεύδωμεν ό καθένας είς βοήθειαν τού πλησίον. Ό έλεήμων Θεός θέλει πολύ νά εύεργετούμεθα δλοι άπό δλους «και ζώντες και μετά θάνατον». Διότι ό ύπεράγαθος Κύριος τήν σωτηρίαν μας «διψά καί θέλει, καί ζητεί καί έφίεται» (=προτρέπει, ποθεί)· καί «χαίρει καί κατευφραίνεται», όταν ό άνθρωπος δέν στερήται «τών θείων δωρεών» του   . Έπί πλέον, προσθέτει ό άγιος Δαμασκηνός, «οί θεηγόροι ’Απόστολοι (...) καί πνευματοφόροι Πατέρες (...) ένθέω στόματι θεοφιλώς έθέσπισαν τάς λειτουργίας, εύχάς τε καί ψαλμωδίας, έτησίους τε καί μνήμας τών προλαβόντων» (=τών προκεκοιμημένων) καί αύτό γίνεται μέχρι τώρα μέ τήν χάριν τού φιλανθρώπου Θεού. Τόσον τά μνημόσυνον κατά τήν ώραν «τής άναιμάκτου θυσίας», όσον καί τά «τρίτα καί ένατα καί τεσσαράκοντα καί (τάς) έτησίους μνήμας καί τελετάς» ή Εκκλησία τά κρατεί καί συνεχίζει χωρίς καμμίαν άντίρρησιν, οπως έπίσης καί «ό θεοσύλλεκτος καί πανευσεβής λαός άπαρασαλεύτως κατέχει» κατά τρόπον άδιάβλητον όλα δέ αύτά σημαίνουν ότι τοΰτο είναι «εύθές (=δίκαιον) έν όφθαλμοϊς» Κυρίου .
Τούς λόγους λοιπόν τοΰ Κυρίου καί τήν φιλάνθρωπον βουλήν του έχουν ύπ' όψιν των οι θείοι Πατέρες, όταν διδάσκουν ότι οί εύχές μας ύπέρ τών κεκοιμημένων ώφελοϋν τούς άπελθόντας. Έτσι ό άγιος Κύριλλος ‘Ιεροσολύμων γράφει: Πιστεύομεν άτι γίνεται «μεγίστη όνησις», πολύ μεγάλη ώφέλεια, είς τις ψυχές, ύπέρ τών όποιων «άναφέρεται ή δέησις», καθ' όν χρόνον είναι έκτεθειμένη έπάνω είς τήν άγίαν Τράπεζαν ή «φρικωδεστάτη θυσία» 
  .
Ό Ιερός Χρυσόστομος ύποστηρίζει οτι οί εύχές ύπέρ τών κεκοιμημένων προσφέρουν είς αύτούς τινά παραμυθίαν», κάποιαν παρηγορίαν.Έξ άλλου, συνεχίζει, δέν ένομοθετήθη χωρίς λόγον «υπό τών Αποστόλων» τό νά ένθυμούμεθα τούς κεκοιμημένους προσφιλείς μας κατά τήν ώραν τού Μυστηρίου τής θείας Εύχαριστίας. ΟΙ άγιοι Απόστολοι ένομοθέτησαν τούτο, διότι γνωρίζουν οτι προσγίνεται είς τούς άπελθόντας «πολύ κέρδος», «πολλή ώφέλεια». Διότι όταν όλος ό λαός δέεται μέ τά χέρια ύψωμένα πρός τόν ούρανόν, οπως έπίσης καί όλόκληρον «πλήρωμα ιερατικόν», καθ' δν χρόνον έμπρός των «πρόκειται ή φρικτή θυσία, πώς οϋ δυσωπήσομεν ύπέρ τούτων (τών κεκοιμημένων) τόν Θεόν παρακαλούντες;» ’Αλλού πάλιν παρατηρεί: «Ούκ είκή, όχι ματαίως «προσφοραί ύπέρ τών άπελθόντων γίνονται, ούκ είκή ίκετηρίαι» (=ικεσίες, δεήσεις). «Μή άμφίβαλλε» ότι ό άπελθών «καρπώσεταί τι χρηστόν»· θά ώφεληθή κάτι τό άγαθόν, τό χρήσιμον. Διότι ό διάκονος δέν μάς καλεί άπλώς καί χωρίς λόγον νά προσευχηθώμεν «ύπέρ τών έν Χριστώ κεκοιμημένων». Τήν φωνήν αύτήν δέν άφήνει ό άνθρωπος-διάκονος, άλλά «τό Πνεύμα τό άγιον» διά τοΰ διακόνου, ό όποιος έχει τό Ιερατικόν χάρισμα. Τί λέγεις; ‘Η άναίμακτος θυσία είναι είς τά χέρια τού Ιερέως· παρευρίσκονται άοράτως άγγελοι καί άρχάγγελοι· είναι παρών ό Υιός τού Θεού, όλοι στέκονται «μετά τοσαύτης φρίκης» καί σύ νομίζεις οτι «τά λεγάμενα άπλώς» λέγονται; Είναι μεγάλη τιμή νά έκφωνήται τό όνομα κάποιου τήν ώραν, πού είναι παρών ό Δεσπότης Χριστός καί έπιτελεϊται ή άνάμνησις έκείνη «τής φρικτής θυσίας, τών φρικτών μυστηρίων» .
Ό όσιος Συμεών Θεσσαλονίκης, άκολουθών τήν Άποστολικήν καί Εκκλησιαστικήν Παράδοσιν, γράφει: Τίποτε δέν είναι τόσον ώφέλιμον είς αύτόν πού έκοιμήθη καί τίποτε δέν είναι πρόξενον «εύφροσύνης καί φωτισμού καί Θεοϋ ένώσεως αίτιον», όσον τό τίμιον Αίμα τοϋ Κυρίου, τό όποίον χύνεται «υπέρ ήμών τών άχρείων», καί τό άχραντον Σώμά Του, τό όποιον έπαθεν ύπέρ ήμών έπάνω είς τόν Σταυρόν. Διό τούτο δέν πρέπει νά παραλείπωμεν τό 'Ιερό Μνημόσυνα. 'Ιδιαιτέρως όμως πρέπει νό μνημονεύωμεν τούς κεκοιμημένους κατά τήν ώραν «της φρικτοτάτης θυσίας», διότι αύτή μάς έδόθη καί πρός τόν σκοπόν αύτόν .
Έδώ πρέπει νά σημειώσωμεν άτι τό καθ’ αύτό μνημόσυνον είναι ή μνημόνευσις ύπό τοϋ Ιερέως τών κεκοιμημένων κατά τήν θείαν Λειτουργίαν, εύθύς μετά τόν καθαγιασμόν τών Τιμίων Δώρων. Τούτο όμως τό άγνοοϋν πολλοί" νομίζουν άτι τό καθ’ αύτό μνημόσυνον είναι ή σύντομος 'Ακολουθία, πού τελείται μετά τήν θείαν Λειτουργίαν. Δι αύτό καί προσέρχονται δυστυχώς είς αύτήν, χωρίς νό έχουν έκκλησιασθή καθόλου!...
Άπό τούς όνωτέρω λόγους τών θεοφόρων Πατέρων είναι προφανές άτι τό όσα λέγουν περί ώφελείας τών Μνημοσύνων όφοροΰν είς κεκοιμημένους, οι όποιοι έφυγαν όπό τήν παρούσαν ζωήν μέ μετάνοιαν ή μέ άγιον πόθον μετάνοιας, τήν όποιαν δέν έπρόφθασαν νά όλοκληρώσουν. Τό συμπέρασμα τών Πατερικών λόγων καί γενικώς τής σχετικής διδασκαλίας τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας μας συνοψίζει πολύ ώραϊα ό Π. Ν. Τρεμπέλας, ό όποιος γράφει:
«Διά τής προσφοράς τής θείας Ευχαριστίας ύπέρ τών έκ τών τεθνεώτων έχόντων άνάγκην τοϋ θείου έλέους, προσγίνεται είς αΰτούς ώφέλεια καί άνακούφισις έν τή καταστάσει τής άθλιότητος», είς τήν όποιαν «διατελοΰσι διά τάς μή έν τή έπί γής ζωή αυτών έπανορθωθείσας καί θεραπευθείσας διά τής μετάνοιας αμαρτίας». ’Αλλά «μέχρι τίνος έκτείνεται ή ώφέλεια καί δνησις αϋτη, άποτελεϊ πρόβλημα». Δέν μάς άπεκαλύφθη καί άρα δέν ήμποροΰμεν μόνοι μας «νά καθορίσωμεν μέχρι τίνος βαθμού» φθάνει «καί ποιαν έπακριβώς ίσχύν» έχει «ή ώφέλεια αϋτη». Πάντως άποκλείεται «μεταπήδησις» τής ψυχής «άπό τής καταστάσεως τής πονηριάς καί άθλιότητος είς τήν κατάστασιν τής άγιότητος καί μακαριότητος» .
Έτονίσαμεν οτι κάθε φοράν πού προσευχόμεθα υπέρ άλλήλων, κάμνομεν έργον άγιον, εύάρεστον είς τόν Θεόν. Όταν λοιπόν εύχώ- μεθα και ύπέρ τών άδελφών μας, οΐ όποιοι έφυγαν άνέτοιμοι διά τήν αιωνιότητα, έργον Ιερόν καί θεοφιλές έπιτελοϋμεν. «Ναι», έπιμένουν όσοι άντιλέγουν «άλλά έν τώ αδη ούκ εστι μετάνοια». Βεβαίως τέτοια φράσις δέν ύπάρχειείς τήν 'Αγίαν Γραφήν. Ό άντίλογός των όμως έχει άλήθειαν, διότι πράγματι μετά θάνατον δέν ύπάρχει τρόπος μετάνοιας. Μέ τήν μετάβασίν μας είς τήν άλλην ζωήν έχει κλείσει όριστικώς ή θύρα διά τήν έξομολόγησιν καί τήν μετάνοιαν διά προσωπικόν δηλαδή έργον, άξιον νά κινήση τήν εύσπλαγχνίαν τοϋ άδεκάστου Κριτοϋ. Όρθότερον λοιπόν ήταν νά έλέγαμεν ότι είς τόν άδην είναι άδύνατος ή μετάνοια.


Τήν άλήθειαν αυτήν μάς τήν έδίδαξεν ό Κύριος, έκτος τών άλλων, καί μέ τις δύο παραστατικές παραβολές: Τοϋ πλουσίου καί τοϋ Λαζάρου (Λουκ. ιστ" 19-31) καί τών δέκα Παρθένων (Ματθ. κε' 1-12). Οί παραβολές αύτές ύπογραμμίζουν ότι μόνον ή παροΰσα ζωή είναι καιρός άγώνος διά τόν έξαγιασμόν τής ψυχής. Όταν φύγωμεν άπό έδώ άμετανόητοι, άποκλείεται καί ή είσοδός μας είς τόν χορόν τών άγιων. Διά τοΰτο φωνάζει ό θείος Παύλος· «ιδού νϋν (τώρα) καιρός εύπρόσδετος (κατάλληλος διά μετάνοιαν), ιδού νύν ημέρα σωτηρίας» (Β' Κορ. στ' 2). Καί άλλοϋ- έως ότου εύρισκόμεθα είς τήν παροΰσαν ζωήν, άς «έργαζώμεθα τό αγαθόν» πρός όλους (Γαλ. στ' 10).
Οί θείοι Πατέρες άναλύουν έπανειλημμένως τήν σπουδαίαν αύτήν άλήθειαν, τήν όποιαν ό διάβολος «ό πλανών τήν οικουμένην» (Άποκ. ιβ' 9) χρησιμοποιεί κάθε τρόπον, ώστε νά μάς κάμη νά τήν λησμονήσωμεν. Έφ’ όσον χρόνον είμεθα είς τόν κόσμον αύτόν, άς μετανοήσωμεν έξ όλης καρδίας, φωνάζει ό άγιος Κλήμης, έπίσκοπος Ρώμης, δι όσα άμαρτωλά έπράξαμεν, ώστε νά «σωθώμεν ύπό τοϋ Κυρίου». Διότι μετά τήν έξοδόν μας «έκ τοϋ κόσμου ούκέτι δυνάμεθα έκεϊ έξομολογήσασθαι ή μετανοεϊν ετι» . Ό Μ. Βασίλειος ύπενθυμίζει «οτι τής μετάνοιας καί τής άφέσεως τών άμαρτιών ό παρών έστι καιρός»· είς τόν μέλλοντα αιώνα είναι «ή δίκαια κρίσις τής άνταποδόσεως» . Ό Θεολόγος Γρηγόριος γράφει: Δέν ύπάρχει δι όσους κατέβησαν είς τόν άδην ή δυνατότης νά δοξολογήσουν τόν Θεόν καί νά διορθωθούν. Διότι ό Θεός είς μέν τήν παρούσαν ζωήν συνεδύασε ζωήν καί έργα, είς δέ τήν άλλην ζωήν τήν έξέτασιν έκείνων, τά όποια έπράξαμεν . Ό δέ Ιερός Χρυσόστομος άναφωνεΐ: Όσον χρόνον είμεθα έδώ είς τήν γην, «έλπίδας έχομεν χρηστός»· όταν όμως «άπέλθωμεν έκεϊ», δέν έχομεν πλέον τήν δυνατότητα νά μετανοήσωμεν ούτε νά καθαρισθώμεν άπό τις άμαρτίες μας. Έκεϊ είναι «κρίσις» και κόλασις».
Παρά ταϋτα οί άγιοι Πατέρες δέν συμβουλεύουν νά μή προσευχώμεθα ύπέρ τών άδελφών μας, πού έφυγαν «έν άμαρτίαις». "Αλλωστε ποιος γνωρίζει τά βάθη τής ψυχής τοΰ άλλου άνθρώπου; Ποιος γνωρίζει τί συνέβη είς τό έσωτερικόν τής ψυχής του κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής του; Ποιος γνωρίζει πόσον άμαρτωλός ήταν ό προσφιλής μας, όταν παρέδιδε τό πνεύμα, καί π ώ ς άκριβώς είργάσθη καί είς τήν ίδικήν του ψυχήν ό φιλάνθρωπος Κύριος, ό όποιος θέλει όλοι οί άνθρωποι νά σωθούν καί νά λάβουν διά τής πίστεως πλήρη γνώσιν τής άληθείας του; (πρβλ. Α'Τιμ. β' 4). Διά τούτο ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων είς έκείνους, πού έρωτοΰν «Τι ώφελεηαι ή ψυχή, ή όποια φεύγει με τά άμαρτήματά της άπό τόν παρόντα κόσμον;» άπαντά μέ τό άκόλουθον παράδειγμα:
Φαντάζεται βασιλέα, ό όποιος έξώρισεν ύπηκόους, πού έπανεστάτησαν έναντίον του. Είς τόν βασιλέα τούτον παρεμβαίνουν ένδιαφερόμενοι, φίλοι τών έξορίστων, οί όποιοι άφοΰ πλέξουν στέφανον, τόν προσφέρουν είς τόν βασιλέα «ύπέρ τών έν έξοριαις». Καί έρωτα ό Ίεροσολυμίτης Κατηχητής: ΤΑραγε ό βασιλεύς δέν θά καμφθή άπό τις έπίμονες αύτές παρακλήσεις, ώστε νά δώση είς τούς έξορίστους του «άνεσιν τών κολάσεων»; Κατά παρόμοιον τρόπον, συνεχίζει, όταν προσφέρομεν καί έμεΐς δεήσεις είς τόν Θεόν ύπέρ τών κεκοιμημένων, καί άν άκόμη αύτοί είναι άμαρτωλοί, δέν πλέκοεν καί δέν προσφέρομεν στέφανον, «άλλά Χριστόν έσφαγιασμένον ύπέρ τών ήμετέρων άμαρτημάτων προσφέρομεν», ζητοΰντες καί λαμβάνοντες συγγνώμην άπό τόν φιλάνθρωπον Θεόν δι’ αύτούς καί δι’ ήμάς   .

Ό Ιερός Χρυσόστομος, άναφερόμενος εις τις εύχές, μέ τις όποϊες δέεται ό Ιερεύς καί ό λαός ύπέρ τών κεκοιμημένων εύθΰς μετά τήν καθαγίασιν τών Τίμιων Δώρων, παρατηρεί:
Είναι «μεγάλη τιμή» τό νά μνημονευθή τό δνομά σου κατά τήν ώραν έκείνην. Διότι οπως άκριβώς, καθ’ δν χρόνον κάθεται ό βασιλεύς έπί τοΰ θρόνου του, όσα κανείς θέλει καί τοΰ ζητεί, τά λαμβάνει, καί έπομένως κερδίζει καί ωφελείται· όταν ομως σηκωθή ό βασιλεύς, όσα καί άν λέγη κανείς ματαίως τά λέγει, έτσι καί κατά τήν φρικτήν έκείνην ώραν τής θείας Εύχαριστίας. Έφ’ οσον χρόνον εύρίσκονται ένώπιόν μας τά Άχραντα Μυστήρια, δηλαδή αύτός ούτος ό Βασιλεύς Χριστός έπϊ τής 'Αγίας Τραπέζης, είναι δι’ όλους «τιμή μεγίστη, τό μνήμης άξιοϋσθαι». Τήν ώραν έκείνην «καταγγέλεται», κηρύττεται καί όμολογεϊται δημοσίως (πρβλ. Α' Κορ. ια' 26) «τό φρικτόν μυστήριον, οτι ΰπέρ τής οικουμένης έδωκεν έαυτόν (=έθυσιάσύη) ό Θεός». Μαζί λοιπόν μέ τό μέγα έκεΐνο θαύμα ή στρατευομένη Εκκλησία ύπενθυμίζει είς τόν Θεόν τούς άμαρτωλους  καί τόν παρακαλεϊ νά τούς άναπαύση, «ένθα έπισκοπεϊτό φως του προσώπου του»· έκεί όπου έποπτεύει καί λάμπα τό φως τού προσώπου του.
Ό Ιερός Δαμασκηνός γράφει ότι έκεϊνον πού έφυγεν άμετανόητος καί μέ «βίον πονηρόν», κανείς καί είς τίποτε δέν ήμπορεϊ νά τόν βοηθήση. Εκείνον όμως πού έφυγε μέ έλαχίστην άρετήν, τήν όποιαν δέν έπρόλαβε ή, άν καί ήθελε, δέν ήμπόρεσε νά τήν αύξήση ένεκα «ραθυμίας, άμελείας», ή άναβολής ή δειλίας, δέν πρόκειται νά τόν λησμονήση ό Κύριος, ό δίκαιος Κριτής καί Δεσπότης . Επομένως τό χρέος ήμών, οι όποιοι ζώμεν άκόμη, είναι νά προσευχώμεθα καί δι’ αυτήν τήν τάξιν τών κεκοιμημένων άδελφών μας.
Ό θεϊος Χρυσόστομος, διδάσκει ότι τό μνημόσυνον ύπέρ τών άπελθόντων. κατά τήν ώραν τής θείας Εύχαριστίας προσφέρει είς αυτούς «πολλήν τήν ώφέλειαν», συγχρόνως όμως τονίζει:
Δέν άπολείπεται έλπίς είς όσους φεύγουν «μετά άμαρτημάτων» έκεΐ, όπου δέν είναι δυνατόν νά καθαρισθοΰν άπό αύτά. Όσοι έφυγαν άμετανόητοι είναι «θρήνων άξιοι καί όδυρμών», διότι εύρίσκονται έξω τής βασιλείας τού Θεού «μετά τών καταδίκων, μετά τών κατεγνωσμένων». Άλλ’ ένω λέγει ότι πρέπει νά «κλαίωμεν τούτους», ταυτοχρόνως προσθέτει: Άς «βοηθώμεν αύτοΐς κατά δόναμιν, έπινοήσωμεν» δι’ αύτούς «τινά (κάποιαν) βοήθειαν, μικράν μέν, βοηθεϊν όμως δυναμένην». Πώς καί μέ ποιον τρόπον; Νά προσευχώμεθα έμεΐς οί ίδιοι, νά προτρέπωμεν όμως καί άλλους νά προσεύχωνται ύπέρ αύτών .

"Αλλοτε πάλιν έλεγεν:

Άς μή άποκάμνωμεν είς τό νά βοηθώμεν τούς προσφιλείς μας, οί όποιοι έφυγαν διά τήν άλλην ζωήν. Άς μή κουρασθώμεν προσευχόμενοι ύπέρ αύτών, μάλιστα δέ κατά τήν ώραν τής θείας Εύχαριστίας. Διότι τήν ώραν έκείνην «τό κοινόν τής οικουμένης κεϊται καθάρσιον. Διά τοδτο» μέ θάρρος άς προσευχώμεθα τότε ύπέρ όλοκλήρου τής οικουμένης καί άς μνημονεύωμεν τούς κεκοιμημένους μας μαζί μέ τούς Μάρτυρας, μέ τούς 'Ομολογητής, μέ τούς Ιερείς. Επειδή όλοι οί πιστοί εΐμεθα ένα σώμα πνευματικόν, έστω καί άν (ορισμένα μέλη του είναι «λαμπρότερα» άπό τά άλλα μέλη. "Ας τούς μνημονεύωμεν· καί άν είναι δυνατόν, άς ζητώμεν δι’ αύτούς συγγνώμην άπό παντού, άπό τις δεήσεις, άπό τά δώρα πού προσφέρομεν ύπέρ αύτών καί άπό τούς Άγιους, οί όποιοι μνημονεύονται μαζί των κατά τήν ώραν τής θείας Εύχαριστίας     .


Εις άλλην περίπτωσιν έλεγεν ό Ιερός Χρυσόστομος:

Έάν ό προσφιλής μας έφυγεν «έν άμαρτίαις», άς προσπαθήσωμεν νά τόν βοηθήσωμεν, οσον μάς είναι δυνατόν, μέ εύχές καί ικεσίες πρός τόν Θεόνμέ έλεημοσύνες καί προσφορές πρός τούς πτωχούς. Διότι αύτά δέν γίνονται χωρίς λόγον ούτε ματαίως μνημονεύομεν τούτους «έπί των θείων μυστηρίων»· ούτε ματαίως προσευχόμεθα εις τόν «κείμενον άμνόν», δηλαδή τόν Χριστόν, ό όποιος έσήκωσεν εις τούς ώμους του «τήν άμαρτίαν τοϋ κόσμου». Αύτά γίνονται διά νά λάβουν οί κεκοιμημένοι «παραμυθίαν τινά», κάποιαν παρηγοριάν. Ούτε πάλιν ματαίως φωνάζει ό «παρεστώς τώ θυσιαστηρίων τήν ώραν πού εύρίσκονται έπάνω εις τήν άγίαν Τράπεζαν τά φρικτά μυστήρια: «Ύπέρ πάντων των έν Χριστώ κεκοιμημένων» καί έκείνων, οί όποιοι τούς ένθυμοΰνται. Όσα τελούνται εις τούς ιερούς ναούς μας δέν είναι δμοια μέ έκεΐνα τής Σκηνής τών ’Ιουδαίων· μή γένοιτο! Τά ίδικά μας έπιτελοΰνται «Πνεύματος διατάξει». Άς βοηθώμεν λοιπόν αύτούς καί άς τούς μνημονεύωμεν. Διότι έάν τά παιδιά τού Ίώβ τά έκαθάριζεν ή θυσία τού πατρός των (πρβλ. Ίώβ α 5), διατί άμφιβάλλεις, έάν καί έμεΐς οταν προσφέρωμεν δεήσεις καί θυσίαν εις τόν Θεόν ύπέρ τών άπελθόντων, «-γίνεται τις αύτοίς παραμυθία;»(=γίνεται εις αύτούς κάποια παρηγοριά;).
Ό Μ. Αθανάσιος δέχεται οτι καί oi ψυχές τών άμαρτωλών λαμβάνουν κάποιαν εύεργεσιαν (μετέχουν «ευεργεσίας τινός») άπό τήν άναίμακτον θυσίαν τοϋτο όμως, συμπληρώνει ό θείος Πατήρ, γίνεται «ώς μόνος έπίσταται (γνωρίζει) καί κελεύει ό ζώντων καί νεκρών έξουσιαστής καί Θεός ήμών». Επομένως τό ζήτημα τοϋτο ό άγιος ‘Αθανάσιος δ έ ν τό λύει· τό άφήνει είς τήν θείαν Φιλανθρωπίαν.


’Από όσα έγράψαμεν μέχρι τώρα, συνάγεται οτι ή άγία μας Εκκλησία δέεται είς τόν Νυμφίον Χριστόν καί διά τούς «έν μετανοία» άπελθόντας, άλλα καί δι έκείνους, οΐ όποιοι έφυγαν «έν άμαρτίαις». Προσεύχεται άπό άγάΐτην ύπέρ όλων. Τοσούτω μάλλον, καθ' όσον ή σωτηρία προσφέρεται άπό τόν άπολύτως άναμάρτητον καί καρδιογνώστην Θεόν ώς δωρεά καί χάρις πρός δλους. Ένώ όμως ή Μητέρα ’Εκκλησία εύχεται καί διά τούς άμαρτωλούς, δέν διδάσκει ούτε ύπόσχεται οτι δσοι έφυγαν άμετανόητοι, θά λάβουν άφεσιν άμαρτιών. 'Επίσης οί θεόσοφοι Πατέρες, οί όποΤοι μάς παρακινούν νά δεώμεθα καί ύπέρ τών άμαρτωλών, δέν ύποστηρίζουν οτι μέ τις προσευχές καί τά μνημόσυνα θά άπαλλάξωμεν τούτους άπό τά δεινά τού "Αδου καί θά τούς μεταθέσωμεν άπό τόν τόπον τής τιμωρίας είς τόν Παράδεισον. Σημειώνουν μόνον ότι όσοι έφυγαν μέ τις άμαρτίες των, λαμβάνουν δι δλων αύτών κάποιαν παρηγοριάν ότι διά τών εύχών μας ή τιμωρία των γίνεται κάπως έλαφροτέρα. Καί έν πάση περιπτώσει μόνον ύπέρ τών «τών έν πι'ατει παρελθόντων» (αύτών πού έφυγαν μέ τήν όρθήν πίστιν είς τόν Σωτήρα Χριστόν) πρέπει νά προσφέρεται ή άναίμακτος θυσία τής θείας Εύχαριστίας, διότι οι κατηχούμενοι δέν έχουν ούτε αύτήν τήν παρηγοριάν έχουν στερηθή άπό κάθε τέτοιου είδους βοήθειαν, έκτος άπό μίαν, «πλήν μιας τινός», τής έλεημοσύνης, ή όποια προσφέρεται ύπέρ τών ψυχών των. Ή έλεημοσύνη αύτή τούς προσφέρει κάποιαν άναψυχήν, κάποιαν παρηγοριάν «ποιεί τι να αύτοίς παραψυχήν τό πράγμα»'.
Τό συμπέρασμα έπομένως είναι τούτο: Ή μνημόνευσις τών όνομάτων τών άπελθόντων ύπό τού Ιερέως κατά τήν ώραν τής θείας Εύχαριστίας, καί γενικώς τά Ιερά Μνημόσυνα, είναι άναγκαϊα διά τις ψυχές όλων τών προκεκοιμημένων άδελφών μάς. Καί όπως λέγει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, «μή γένοιτο ή δοξάσαι καθόλου ή παραλείψασθαί τι τούτων»   . Μέ τις προσευχές μας κατά τήν θείαν Λειτουργίαν καί τά 'Ιερά Μνημόσυνα πιστοποιοϋμεν οτι δλοι, ζώντες καί τεθνεώτες, άνήκομεν είς ένα πνευματικόν σώμα, τήν Εκκλησίαν. Μέ δλα αύτά ίκετεύομεν τόν Χριστόν, τόν κυριεύοντα τής ζωής καί τού θανάτου, νά παράσχη είς τούς πέραν τού τάφου άδελφούς μας, κατά τήν άγαθότητα, εύσπλαγχνίαν καί χάριν του, τό θειον έλεος. Αλλά καί τό γεγονός, οτι πολλοί άλλοι προσεύχονται μαζί μας ύπέρ τών συγγενών μας, μάς παρηγορεϊ όχι όλίγον. Έπί πλέον μέ τις προσευχές καί τά Ιερά Μνημόσυνα ύπέρ τών άπελθόντων ένθυμούμεθα τήν ματαιότητα τών έγκοσμίων, τό πρόσκαιρον
τής παρούσης ζωής, τον θάνατον καί τήν αιωνιότητα. Καί έν πάση περιπτώσει «ώφελεΐή υπέρ των κεκοιμημένων γενομένη ευχή, εί και τά όλα των αίτιαμάτων ούκ άποκόπτοι» σημαντικώτερον δέ είναι ότι δι  όλων αύτών ώφελούμεθα πάντοτε έμεΐςοί ζώντες, άφοΰ «προσφέρομεν Χριστόν έσφαγιασμένον υπέρ των ήμετέρων Αμαρτημάτων έξιλεοϋμενοι υπέρ αυτών και ήμών τον φιλάνθρωπον Θεόν»   . Κάθε ένας πού προσεύχεται καί κοπιάζει καί άγωνίζεται διά τήν σωτηρίαν τοϋ άλλου, ώφελεΐ πρώτα τόν έαυτόν του καί κατόπιν τόν πλησίον, λέγει ό Ιερός Δαμασκηνός . Διότι δέν είναι άδικος ό Θεός, ώστε νά λησμονήση τήν δλην χριστιανικήν διαγωγήν μας καί τόν κόπον τής άγάπης, οταν ύπηρετώμεν διά τό όνομά του τούς άδελφούς μας (Έβρ. στ' 10)

’Αγαθοεργίες υπέρ των κεκοιμημένων

’Ελεημοσύνες υπέρ τών ψυχών τών προαναπαυσαμένων άδελφών προσέφερεν ένέκαθεν ή στρατευομένη Εκκλησία τοϋ Χριστού. Αί Αποστολικαί Αιαταγαί, πού καθορίζουν τά τρίτα, ένατα, καί έτήσια μνημόσυνα, προσθέτουν άς δίδη ό πιστός άπό τά ύπάρχοντά του έλεημοσύνην είς τούς πτωχούς «εις άνάμνησιν» τοϋ άπελθόντος. Τοϋτο ομως, παρατηροϋν «αί Αιαταγαί», ισχύει δι έκείνους πού έφυγαν μέ μετάνοιαν. Διότι διά τούς μεταστάντας άσεβεϊς, καί άν άκόμη δώσης είς τούς πτωχούς δλα τά άγαθά τού κόσμου, δέν πρόκειται νά τούς ώφελήσης είς τίποτε. Ό Ιερός Χρυσόστομος, ό όποιος άποτρέπει τούς Χριστιανούς άπό «τό διαβολικόν πένθος» τών κοπετών καί όδυρμών, λέγει: Θέλεις νά τιμήσης τόν άπελθόντα; Τίμησέ τον όχι μέ θρήνους καί κοπετούς, άλλά μέ «έλεημοσόνας, ευεργεσίας, λειτουργίας». ’Εάν αύτός πού άπέθανεν ήταν άμαρτωλός καί είχεν έλθει είς άντίθεσιν μέ τόν Θεόν είς πολλά ζητήματα κάμε αύτά πού ήμποροΰν νά τοϋ προσφέρουν «τινά παραμυθίαν», κάποιαν άνακούφισιν καί παρηγοριάν. Δώσε «έλεημοσόνας καί προσφοράς». Άλλοτε είς τήν έρώτησιν έκείνων oi όποιοι λέγουν «Τώρα πού έφυγεν ό κληρονόμος μας είς ποιον θά άφήσωμεν τά ένδύματα, τα σπίτια, τα κτήματά μας;» άπάντησεν ό Ιερός Χρυσόστομος:
Είς τόν ίδιον, αύτόν πού άπέθανε· καί μάλιστα κατά τρόπον άσφαλέστερον, παρά έάν έζοΰσε. Διότι δέν ύπάρχει κανένα έμπόδιον είς τούτο. Πραγματικά· έάν οί βάρβαροι καίουν τά ύπάρχοντά των μαζί μέ τά πτώματα των άποθανόντων, σύ ό πιστός, δύνασαι νά τά άποστείλης είς τούς ούρανούς μαζί μέ τόν άπελθόντα. Όχι βεβαίως μέ τό νά τά κόψης καί νά τά κόμης στάχτην, άλλά μέ τό νά τά προσφέρης είς τούς πτωχούς. Έτσι θά περιβάλης τόν προσφιλή σου μέ μεγαλυτέραν δόξαν. Καί έάν μέν άπέθανεν άμαρτωλός, διά νά συγχωρηθοΰν τά άμαρτήματά του. Έάν όμως άπέθανε δίκαιος, διά νά αύξηθή ό μισθός του καί ή άνταπόδοσις των καλών έργων  Είς άλλην περίπτωσιν ό Ιερός Χρυσόστομος έδίδασκεν:
Εκείνον πού έφυγεν έν άμαρτίαις δυνάμεθα νά βοηθήσωμεν κάπως, ώστε ή τιμωρία νά τού γίνη περισσότερον ύποφερτή — «ήμερον γενέσθαι αύτω τήν κόλασιν» — μέ συνεχείς εύχές καί έλεημο- σύνην. Καί άν άκόμη έκεϊνος είναι άνάξιος, ό Θεός θά λυπηθή ήμάς. Έάν ό Παύλος ήλέησε καί συνεχώρησεν άλλον χάρις είς τις εύχές άλλων, πολύ περισσότερον πρέπει νά κάμνωμεν τούτο έβείς. Όσον ό άποθανών είναι ύπεύθυνος άμαρτημάτων, τόσον μεγαλυτέ¬ραν έλεημοσύνην πρέπει νά προσφέρωμεν ύπέρ αύτοΰ. Μή άσχο- λούμεθα περί τά σάβανα καί τά μνήματα. «Έντάφιον μέγιστον» διά τόν μεταστάντα τούτο είναι: Κάλεσε καί βοήθησε τις χήρες, είπέ είς αύτές τό όνομά του, παρακάλεσέ τες νά δέωνται έκτενώς ύπέρ αύ- τού· «δυσωπήσει τούτο τόν Θεόν», οί έπίμονες αύτές παρακλήσεις θά κάμψουν τόν Θεόν. Πολλοί ώφελήθησαν άπό έλεημοσύνες, πού προσεφέρθησαν άπό άλλους ύπέρ τής ψυχής των. Καί έάν δέν ώφελήθησαν πλήρως, «άλλ ’ όμως παραμυθίαν εύρόν τινα»· όμως εύρήκαν κάποιαν παρηγοριάν. Καί έπιλέγει: Δέν γίνονται χωρίς λόγον «προσφοραί ύπέρ των άπελθόντων, ίκετηρίαι, έλεημοσυναι· ταΰτα πάντα τό Πνεύμα διέταξε»   .
"Αλλοτε, παρακινών τούς πιστούς νά τελούν Μνημόσυνα ύπέρ των άπελθόντων, συνεβούλευε νά δίδουν «συνεχώς» καί έλεημοσύνες ύπέρ αύτών. Διότι ή προσφορά αύτή τούς παρέχει «τινά παραμυθίαν» (κάποιαν παρηγοριάν). Έστήριζε δέ τήν άποψίν του αύτήν είς τόν λόγον, τόν όποιον εϊπεν ό Θεός πρός τόν βασιλέα Έζεκίαν διά τού προφήτου Ήσαΐου- «ύπερασπιώ τής πόλεως ταύτης δι’ έμέ καί διά Ααυΐδ τον δοΰλον μου» (Δ' Βασ. κ' 6). ’Εάν λοιπόν, παρατηρεί ό θείος Πατήρ, ή «μνήμη» (=ή άνάμνησις) τοΰ δικαίου Δαβίδ είχε τόσην μεγάλην δύναμιν είς τήν περίπτωσιν έκείνην, όταν όχι μόνον «μνήμη», άλλά «καί έργα» (άγαθοεργίες) γίνωνται ύπέρ τοΰ κεκοιμημένου, πώς δέν θά εχη δύναμιν; Συμπληρώνουν δέ τήν διδασκαλίαν αύτήν έτόνιζεν ότι οί κατηχουμένοι δέν «καταξιούνται τής παραμυθίας» άπό τις εύχές τής θείας Εύχαριστίας. ’Ωφελούνται όμως κάπως άπό τις έλεημοσύνες, πού δίδονται ύπέρ αύτών. Ή προσφορά αύτή, έλεγεν ό Ιερός Πατήρ, «ποιεί αύτοϊς τινα παραψυχήν», τούς παρέχει κάποιαν παρηγοριάν, κάποιαν άνακούφισιν .
Αύτά έχων ύπ’ όψιν καί ό Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει:


Κάθε Χριστιανός άς γνωρίζη ότι, έάν άγαπά τόν μεταστάντα συγγενή του, δύναται νά τόν ώφελήση «προσφέρων ύπέρ αύτοϋ» έλεημοσύνες. Γίνεται εις αύτόν πρόξενος «πολλής ευφροσύνης» όταν βοηθή τούς πτωχούς, όταν έλευθερώνη αιχμαλώτους καί γενικώς όταν πράττη όλα έκεΐνα, μέ τά όποια ύπηρετεΐται ό Θεός . Επομένως καί διά τις άγαθοεργίες ύπέρ τών κεκοιμημένων ισχύουν τά όσα έγρόψαμεν προηγουμένως ώς συμπέρασμα διά τά Ιερά Μνημόσυνα. Ή θεοφιλής στάσις άπέναντι τώνμεταστάντων άδελφών μας είναι στάσις συνεχούς προσευχής καί θερμής Ικεσίας είς τόν Δεσπότην Χριστόν. Είναι άσκησις έργων άγάπης, προσφορά έλεημοσυνών ύπέρ τών ψυχών των είναι γονυπετής έγκαρτέρησις μέ τήν χρηστήν έλπίδα ότι μέ όλα αύτά ό φιλάνθρωπος Κύριος θά καμφθή καί θά φανή ίλεως πρός τά πλάσμα τών χειρών του καί θά τού δώση «παραμυθίαν τινά» (κάποιαν άνακούφισιν), ώστε νά καταστή «κούφη (ελαφρά) ή κόλασις». Μ ή λησμονώμεν δέ ότι αύτά «τό Πνεύμα διέταξε», έπειδή θέλει νά ώφελούμεθα «δι’ άλλήλων». Διότι μέ τις προσευχές καί τις έλεημοσύνες σου «ώφελεϊται έκεΐνος (ό μεταστάς) διά σού (ό όποιος εύχεσαι καί άγαθοεργεΐςλ ώφελή ου δι’ έκεϊνον»· ώφελεϊσαι όμως καί σύ χάρις είς έκεΐνον. «Μη άμφίβαλλε» δέ ότι μέ όλα αύτά ό άπελθών «καρπώσεταίτι χρηστόν»  θά λάβη ώς καρπόν κάτι άγαθόν καί χρήσιμον. Πάντως όμως δέν πρόκειται ό καρπός αύτός νά είναι ή μετάθεσις αύτοΰ πού άπέθανε μέ άμαρτίες καί χωρίς μετάνοιαν άπό τόν τόπον τών τιμωριών είς τό τόπον τών δικαίων. 'Αλλά,όπως μάς διδάσκει ό άγιος Μάρκος ό Εύγενικός, παρ' όλον ότι οΐ ταλαίπωροι άμαρτωλοΐ συνεχίζουν νά παραμένουν είς την κατάστασιν τής τιμωρίας, καί αύτή ή μικρή καί προσωρινή παρηγοριά, ποΰ λαμβάνουν άπό τις προσευχές μας καί τά 'Ιερά Μνημόσυνα, είναι δι αυτούς «μ έγ α». Γράφει έπΐ λέξει ό άγιος:
«'Έατι δέ καί τοϋτο μέγα τοίς ταλαιπώροις, το μέτριας γοϋν τίνος καί πρόσκαιρου παραψυχής αυτούς άπολαΰσαι» .
'Αλλά, άγαπητέ μου άναγνώστα, άντΐ νά περιμένωμεν μετά θάνατον τις εύχές καί προσφορές τών άλλων δι ήμάς, δέν είναι καλύτερον νά φροντίζωμεν διά τήν αθάνατον ψυχήν μας άπό τώρα, πού είμεθα είς τήν ζωήν καί έχομεν είς τήν διάθεσίν μας όλα τά μέσα τής άγιας μας ’Εκκλησίας δι έξομολόγησιν, ώστε νά «έμέσωμεν τήν εμπικρον άμαρτίαν»; "Ας σπεύσωμεν λοιπόν τώρα πού έχομεν καιρόν, μέ τήν μετάνοιάν μας καί τήν άσκησιν τής άρετής νά εύαρεστήσωμεν είς τόν Χριστόν, ό όποίος έγεύθη μέ τήν θέλησίν του χολήν έπάνω είς τόν Σταυρόν, διά νά κατανικήση τόν άρχέκακον διάβολον  καί μάς προσφέρη μέ τό τίμιον Αίμα του τήν αίωνίαν άπολύτρωσιν (Έβρ. θ' 12). Μή άναβάλλωμεν τήν μετάνοιαν καί έπιστροφήν μας είς τόν δρόμον τού Θεού. Είναι τόσον άβεβαία ή ήμέρα τοϋ θανάτου μας· «σήμερον (είμεθα,) έν τώ βίω καί αϋριον (εϊμεθα,) έν τω μνημείω»


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 

ΝΙΚ.Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Σελίδες 387-407

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...