Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μορφές της Ιστορίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μορφές της Ιστορίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Απριλίου 23, 2015

Το πραγματικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου (μην διαβάσετε αν δεν αντέχετε...)


Το πραγματικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου (μην διαβάσετε αν δεν αντέχετε...)
(του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου)

Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.

Ταξι­νομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζού­σαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μά­λιστα ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυ­τές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.

Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα πα­λιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδο­μηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω - δυ­τικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:

Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξε­κομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφα­νοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.

Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του.

Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγ­χο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.

Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.

Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν κα­θαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.

Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.

Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.

Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δεί­χνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.

Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.

Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.

Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.

Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.

Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.

Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συ­νεχίζουν!...

Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.

Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.

Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.

Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.

Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.

Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.

Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.

Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.

Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!

Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!

Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!

Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.

Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.

Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.

Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.

Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.

Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.

Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!

Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».

Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.

Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.

Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.

Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

Πηγή: «Λαμιακή Φωνή»

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου 

Το είδαμε εδώ

Η αθυροστομία και τα αστεία του Γ. Καραϊσκάκη



Μια από τις θρυλικότερες μορφές της Επανάστασης του 1821, υπήρξε ο Γεώργιος Καραισκάκης. Αρχικά υπήρξε Αρματολός και στην συνέχεια αρχιστράτηγος της Ρούμελης (Στερεά Ελλάδα) και ένας εκ των κορυφαίων στρατηγών του Αγώνα. Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά δεν το ξέχασε ποτέ αυτό, λέγοντας χαρακτηριστικά συχνά ως ενήλικος:

  «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο».

Τα ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών του ‘21  είναι γνωστά.  Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το  ότι  βωμολοχούσαν και έβριζαν. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς. Η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό.

Πρωταθλητής όλων ήταν
  ο Γεώργιος Καραισκάκης του οποίου  ασύγκριτη και παροιμιώδης ήταν η  αθυροστομία του. Γενικά ήταν αυτό που θα λέγαμε πολύ μεγάλος «χωρατατζής».  Οι συχνοί αστεϊσμοί του ήταν το καλύτερο αγχολυτικό στις μάχες και χαλάρωναν πάντα τους συντρόφους του.  Ο Καραϊσκάκης ήταν εντελώς αγράμματος. Την υπογραφή του έμαθε να τη βάζει μόλις το 1825. Κι αυτή την έβαζε ανορθόγραφα: «Καραησκάκης».

Ο αυτοσαρκασμός του δεν είχε όριο και στρεφόταν συχνά γύρω από το θέμα της ασθένειάς του και τις θέρμες οι οποίες τον καθήλωναν συνεχώς στο κρεβάτι («είμαι ζαμπούνης» έλεγε και ξανάλεγε).
 Ο Καραϊσκάκης  όταν οργιζόταν  έβριζε σκληρά όχι μόνο στρατιώτες, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμα. Οι ηπιότερες από τις βρισιές του ήταν «σαπιοκοιλιά» και «παλιογελάδα». Αλλά αυτό δεν το έκανε από μοχθηρία. Επειτα από λίγο μετάνιωνε και με δάκρυα στα μάτια απευθυνόταν στους αγανακτισμένους στρατιώτες του λέγοντας: 
« Τι θυμώνετε, ωρέ! Κι εγώ είμαι... είμαι ο γιος της καλογριάς.Eμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψ..λές ώσπου να με γεννήσει». 

Τη διάσημη προσφώνηση «γιος της καλογριάς» (η οποία διακρινόταν κι εκείνη «δια την τολμηρότητα και δια την γλώσσαν της» Δ. Αινιάν), την χρησιμοποιούσαν λιγότερο οι άλλοι και περισσότερο ο ίδιος για να υποβαθμίσει σκόπιμα τον εαυτό του μπροστά στους συνομιλητές του (η μεγαλομανία σίγουρα δεν ανήκε στα γνωρίσματα του χαρακτήρα του) ενώ η ευθεία απόρριψη του προτύπου της οικογένειας που ο ίδιος ποτέ δεν ένιωσε, προεκτείνεται και στην οικογένεια που δημιούργησε. Ακόμα και η  γυναίκα  του η  Γκόλφω, δεν γλύτωνε από  τη γλώσσα του. Μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, η γυναίκα του είχε εγκατασταθεί στον Κάλαμο και αργότερα στα Επτάνησα όσο ο ίδιος βρισκόταν ή κυνηγημένος ή στον πόλεμο. Όταν την επισκέφθηκε, κάποια από τα παλικάρια της συνοδείας του ρίχτηκαν στις ψυχοκόρες της κι εκείνη του διαμαρτυρήθηκε,  οπότε για να την καθησυχάσει (;) ο αθυρόστομος άνδρας της, της είπε:

«Έγνοια σου μωρή, έχω και για σένα μπ...τζον…Μη μου χολιάζεις!».

Όταν αργότερα έμαθε πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει, αποφάσισε να τη χωρίσει και να παντρευτεί την όμορφη κόρη του μεγαλοτσιφλικά των Αγράφων Τσολάκογλου, το υποστατικό του οποίου είχε ρημάξει όταν ήταν κλέφτης. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του και, αφού πέταξε την εικόνα της στα πόδια των στρατιωτών του, φώναξε:

«Όποιος την πρωτοπάρει να την έχει! Να την χέσω την π..τάνα!».


Σε ένα μικρό απόσπασμα από την δίκη του Καραϊσκάκη, η οποία έγινε την Πρωταπριλιά του 1824, μετά από συκοφαντία του Μαυροκορδάτου αρκετοί κόντεψαν να λιποθυμήσουν κατά τη διάρκεια της δίκης, ιδού γιατί:  

Εμφανίστηκε – αναφέρει  ο Κασομούλης- (αντί του Βουλπιώτη) μάρτυρας  ο έπαρχος κύριος Γιάγκος Σούτζιος (φαναριώτης, φίλος του Μαυροκορδάτου)… και τα είπεν:

-Εγώ, μωρέ, λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;
-Μάλιστα, λέγει ο Σούτζιος…
Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (Γαλάνης Μεγαπάνου): -Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι; (πρόστυχα).
Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Κριτής: -Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: -Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να   γαμ..ς.!!!
Λέγοντας αυτό ο Καραϊσκάκης μες στο ναό – δικαστήριο, «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος», γράφει ο Κασομούλης.
  

Ο έλεγχος των στρατιωτών ήταν από τις μεγαλύτερες δυσκολίες των οπλαρχηγών, οι οποίοι έπρεπε να επινοούν ποικίλες μεθόδους, για να επιβάλλουν τάξη. Το 27 η Συνέλευση της Τροιζήνας όρισε, εν αναμονή του Καποδίστρια, τριμελή διοικητική επιτροπή, ένα Νησιώτη, ένα Μωραΐτη και ένα Ρουμελιώτη, το Γ. Νάκο. Οι Ρουμελιώτες πίστεψαν πως εκπρόσωπός τους ορίστηκε ο Νάκος, για να τον έχουν οι άλλοι του χεριού τους, ώστε να μπει ευκολότερα σε εφαρμογή το σχέδιο της Αγγλίας. Ελευθερία στο Μοριά με αντάλλαγμα την υποταγή της Ρούμελης στο Σουλτάνο. Πράγματι, το μοναδικό προσόν του Νάκου ήταν η όμορφη γυναίκα του, που, όπως ήταν κοινό μυστικό, είχε εραστή τον κόντε Μεταξά. Μόλις οι Ρουμελιώτες μαθαίνουν την εκλογή του Νάκου, γίνονται έξαλλοι, απειλούν να παρατήσουν τον πόλεμο. Μάταια ο Καραϊσκάκης προσπαθεί να τους μεταπείσει. Τελικά, όπως μας πληροφορεί ο Δ. Δημητρακάκης, τους λέει:

«Ας τελειώνουμε εδώ τη δουλειά μας και τότε να ιδώ πού θα μ’ πάη ου κερατάς (ο Νάκος). Και στου μ…. της π’τάνας της γυναίκας του να κρυφτή, θα βάλω τον μπ…τζον. του Μεταξά να τον ξετρυπώσ’!».

Αυτό ήταν! Το στράτευμα τραντάχτηκε από τα γέλια και συνέχισε την εκστρατεία.


Μια μέρα που η ασθένειά του είχε υποτροπιάσει (έπασχε από καλπάζουσα φυματίωση) δέχτηκε την επίσκεψη ενός καινούριου γιατρού που ήθελε να τον εξετάσει. Για να τον δοκιμάσει, ο Καραϊσκάκης έκρυψε κάτω από τα σκεπάσματα έναν από τους άνδρες του. Ο γιατρός έπιασε το χέρι του παλικαριού αντί για το δικό του και του είπε:

-Στρατηγέ, οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ. 

Αφού τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός κατάλαβε έκπληκτος πως είχε εξετάσει χέρι αλλουνού, απάντησε στο γιατρό: 

- Ο μπ..τζος μου έπεσε μωρέ όχι οι δυνάμεις μου.!!!

 

Στο Κομπότι της Άρτας, στον πόλεμο που στις 8 Ιουνίου του 1821, ο Καραϊσκάκης αφού νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε στο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα και τους έβριζε δυνατά.  Και για να τους προσβάλει χειρότερα και να δώσει θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλα του και έβγαλε το βρακί του και τους έδειξε τον πισινό του. !!!

Τότε ένας Αρβανίτης Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαδιά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε στους δυο μηρούς από κάτω και σ’ ένα άλλο μέρος…


Περίφημη έχει μείνει η απάντηση του στον Μαχμούτ Πασά, διοικητή της  της Σκόδρας (Νότια Αλβανία) που εκστράτευσε από την Οχρίδα με 20.000 επίλεκτους αρβανίτες στην κεντρική Ελλάδα το 1823 για να καταπνίξει τους ενόπλους των Αγράφων και όλης της Δυτικής Ελλάδας και μετά να κατέβει ανενόχλητος στο επαναστατημένο Μεσολόγγι.

Προτού μιλήσει με τα όπλα, ο διαλλακτικός Πασάς έστειλε επιστολή στους καπετάνιους του Ασπροποτάμου με την οποία ζητούσε να συνθηκολογήσουν για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Ο Καραϊσκάκης κοινοποίησε στους άλλους καπετάνιους την επιστολή του «κερατά του σαλεπιτζή» και φρόντισε να στείλει μόνος του μια μνημειώδη λακωνική απάντηση, εντελώς αταίριαστη με το συντηρητικό ύφος της επιστολής του μουσουλμάνου:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον μπ..ύτζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».
  


Στην εκστρατεία του Πειραιά ένας στρατιωτικός φιλέλληνας ήθελε να κατασκευάσει χαρακώματα με ευρωπαϊκά σχέδια. Περνώντας ο Καραϊσκάκης στάθηκε περίεργος να δει τα έργα. Φαίνεται τα έβρισκε πολύ ρηχά. Ήξερε αυτός τα κλειστά ή τυφλά (αδιέξοδα) ταμπούρια των ατάχτων, που και να ‘θελε να φύγει ο δειλός, δεν θα μπορούσε.

-
Γιατί τα ‘καμες έτσι; ρώτησε ο Καραϊσκάκης δήθεν αθώα.
-Αυτό το μέρος είναι το “πρανές”, αυτό είναι το “προπέτασμα”, εκεί είναι η “βάσις”… Έτσι μας διδάσκουν εμάς τα βιβλία μας, Στρατηγέ.
-Όλα καλά, ωρέ παιδί μου, είπε ο Καραϊσκάκης, μα πού είναι οι κώλοι!!!…Κι έδειξε τον πισινό του. Ο Ευρωπαίος απόρησε.
-Πού είναι οι κώλοι
 ωρέ παιδί μου, που θα καθίσουνε στα χαρακώματά σου, και θα τα βαστάξουν; Τέτοια σχέδια όσα θέλεις κάνω κι εγώ!


Ένα διάσημο ξέσπασμα του Καραϊσκάκη για τον Μαυροκορδάτο και τους άλλους πολιτικούς, που το καταγράφει ο Κασομούλης χωρίς να το ωραιοποιήσει ή να το συμμορφώσει γλωσσικά: 

«Ποια Κυβέρνησις, καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσερομάτης; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους, και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν.
Πρώτον εσύ, οπού όλα τα πράματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά.
Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ.
Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, οπού μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζει, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η π..υτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλο-Γιώργος Τζιόγκας οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο μπ..ύτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!»

Ο Βλαχογιάννης αναφέρει, εν είδει ιστορικού ανεκδότου, πως δεν είχε διστάσει να προσβάλλει τον «πρωθυπουργό» Κουντουριώτη για την τραγελαφική εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι το 1825:

«Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό όσο εγώ έχω σπόρο στα αρ..δια μου».!!!

 
Σχετικά με την στιγμή του θανατηφόρου τραυματισμού του Καραισκάκη στη μάχη του Φαλήρου,  ο Κύπριος αγωνιστής Ιωάννη Σταυριανού, ο οποίος  πολέμησε  δίπλα στον Καραϊσκάκη (Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία), αναφέρει:  

Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.

– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.
– Πως πως τον απαντώ.
– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!
– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.
Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών, και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν:

“Κλάστε μου τώρα τον μπ..ύτζον”.

Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον….



Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν :

 «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».

Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη «κάθισε σταυροπόδι» και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.

Πηγές:
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ, (Γ. Τερτσέτης) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ 
ΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΕΥΧΟΣ 12, ΜΑΡΤΙΟΣ 2010, σελ. 46
«Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία»,  Ιωάννη Σταυριανού, Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ- Ιστορικά, 28/3/2002-,  Νίκος Βαρδιάμπασης
το είδαμε εδώ

Γεώργιος Αἰνιάν Λόγος στὴν Κηδεία τοῦ Γ. Καραϊσκάκη


Ἡ κηδεία τοῦ Καραϊσκάκη

Ὁ Καραϊσκάκης ἐκηδεύθη τὴν ἑπομένην τοῦ θανάτου του ἐν Σαλαμῖνι, κατὰ ρητὴν παραγγελίαν του. Ἡ κηδεία του ὑπῆρξε πάνδημος, ἐτελέθη δὲ ἐν βαθυτάτῃ συγκινήσει. Λόγον ἐπικήδειον ἐξεφώνησεν ὁ Γεώργιος Αἰνιάν, ἀδελφὸς τοῦ Δ. Αἰνιᾶνος, γραμματέως καὶ βιογράφου τοῦ Καραϊσκάκη. Ὁ λόγος οὗτος εὑρίσκεται ἐν τῷ ἀρχείῳ τῶν χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης ὅθεν καὶ παρελάβομεν αὐτόν.

«Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς, Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ οὐκ ἤθελε παραμυθεῖναι».

Ἕλληνες!

Τί εἶναι αὐτὴ ἡ σκυθρωπότης ὅπου εἶναι ἐζωγραφισμένη εἰς τὰ πρόσωπά σας; τί σημαίνουν αὐτοὶ οἱ διακεκομμένοι ἦχοι τῆς βαρυφθόγγου καμπάνας καὶ αὐταὶ αἱ μελαναὶ καὶ πένθιμοι στολαὶ εἰς τοὺς δρόμους; τί τρέχουν τεθορυβημένοι ἄνδρες, γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά; Ὁ Καραϊσκάκης ἀπέθανε. Τοῦτο ἦταν ἡ θλίψις τῶν ἀνδρῶν, τοῦτο ὁ ὀδυρμὸς τῶν γυναικῶν, τοῦτο ὁ στεναγμὸς τῶν μικρῶν παιδίων, τοῦτο τὸ κοινὸν πένθος τῶν Ἑλλήνων.

Δίκαιον ἔχει ὁ λαὸς νὰ κάμῃ νὰ ἀντηχῇ εἰς τὴν πόλιν τῆς Σαλαμῖνος θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς• δίκαιον εἶναι νὰ κλαίῃ ἡ Ἑλλὰς ὡς ἄλλη Ραχὴλ τὸ τέκνον της, τὸν γνήσιον υἱόν της, ἐπειδή, δὲν ἔχει πολλοὺς τούτους κάρρονας.

Ὁ ἀξιοθαύμαστος οὗτος ἀνὴρ—ἀποσιωπῶμεν τὰς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος ἐπισήμους ἀνδραγαθίας του—, μόλις εἶδεν ἠνεωγμένον τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας τὸ στάδιον, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὡς ἀπτόητος καὶ ἀκαταγώνιστος ἀθλητὴς διὰ νὰ ἐπιθέσῃ νέας δάφνας εἰς τὴν ἔνδοξον κεφαλήν του• μαρτυροῦσι τὰ στρατεύματα τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, οἱ συναγωνισταί του, μαρτυροῦσιν αἱ πεδιάδες, ραντιζόμεναι ἀπὸ τὸ αἷμα του, τῆς Ἀμφιλοχίας, μαρτυρεῖ τὸ σῶμα του σκεπασμένον ἀπὸ ἐνδόξους πληγὰς τὴν ὑπερθαύμαστον ἀνδρείαν του.

Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, καὶ ὅσα πέρυσιν ἠγωνίσατο ἔξωθεν τῆς κλεινῆς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου πετῶν ὡς ταχύπτερος ἀετὸς πότε εἰς τὴν Αἰτωλίαν καὶ πότε εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν, συγκρινόμενα μὲ ὅσα ἡ ἀνήκουστος εὐτολμία του, ἡ ἀκροτάτη ἐμπειρία καὶ ἡ ἀκούραστος φιλοπονία του κατόρθωσαν τοῦτο τὸ ἔτος εἰς ὅλην τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰ πέριξ τῶν Ἀθηνῶν;

Ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, καὶ μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν αὐτὴν πτῶσιν ἔπεσεν ὅλη ἡ Στερεὰ Ἑλλάς, καὶ ὁ ἐχθρὸς παρερχόμενος κατήντησεν τελευταῖον εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τῆς κλεινῆς καὶ ἐνδόξου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν• ὅλα τὰ στρατεύματα γυμνωμένα καὶ ἀπὸ ἐσχάτην ἀπορίαν ταλαιπωρούμενα ἐστέναζον εἰς τὰς ὁδοὺς τοῦ Ναυπλίου, καὶ δὲν εἶχον ἄλλην ἐλπίδα, εἰμὴ τὸν θάνατον.

Γενναῖοι ἥρωες, ὅσοι τὸν ἠκολουθήσατε εἰς τὴν πρώτην ἀπὸ Ναυπλίου ἐκστρατείαν του• με σᾶς κατέβαλε τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς συστάσεως τοῦ μεγαλοπρεποῦς τούτου στρατοπέδου, τὸ ὁποῖον ἐπαπειλεῖ σήμερον τὸν βάρβαρον ἐχθρόν μας, καὶ ὑπόσχεται βεβαίως τὴν σωτηρίαν τῆς Ἀκροπόλεως.

Ἄνδρες ἄξιοι τοῦ κλέους τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐλπίδων τῆς πατρίδος, ὑπεσχέθησαν νὰ διατηρήσωσιν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸ ἱερὸν κειμήλιον τῆς πατρίδος, τὴν σεβαστὴν Ἀκρόπολιν, καὶ ὁ μεγαλοπράγμων ἀρχηγὸς πετᾶ ὡς ταχύπτερος ἀετὸς εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα συντρίβει φάλαγγας τρομερὰς βαρβάρων, διασπείρει πανταχοῦ τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον, ἐγείρει πύργους ἀπὸ κρανία, ἐλευθερώνει τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ τὴν καθιστᾶ τρομεράν εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τέλος ἐπιστρέφει νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν δόξαν μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανον τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς περιφανοῦς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.

Ἀλλ' ἐν μέσῳ τῶν λαμπρῶν ἀγώνων, ἐν ὧ κατεδαπάνα νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς διάταξιν πάντων τῶν συντελούντων εἰς τὸν πόλεμον ἔδιδε πρῶτος τῆς ἀνδρείας καὶ εὐτολμίας τὸ παράδειγμα, καταφρονῶν τὸν θάνατον, καὶ πηδῶν ἐπάνω εἰς τὰ χαρακώματα τῶν ἐχθρῶν εἶπεν: ἂς σταθῶ μίαν στιγμήν, καὶ ἂς ἀφήσω νὰ τρέξουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα τῶν Ἑλλήνων.

Ἀθάνατε Καραϊσκάκη! Σὺ μεταβαίνεις ἐνδόξως εἰς μίαν ἂλλην εὐδαιμονεστέραν ζωὴν διὰ νὰ στεφανωθῆς δι' ὅσα ἀθῶα πλάσματα διέσωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ• αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων Ἑλλήλων θέλει σὲ ὑποδεχθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἐδὲμ μὲ λαμπροτέραν ὑποδοχὴν ἀπὸ ὅ,τι σήμερον κάμουσι εἰς τὴν Σαλαμῖνα οἱ ζῶντες Ἕλληνες. Μεγάλοι ἄνδρες, περίφημοι εἰς τὰ σοφὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης, μάρτυρες αὐτόπται τῶν ἡρωικῶν ἀκαμάτων ἀγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τὸν κόσμον ὅλον, ὅτι ἐχύθη ἐνδόξως τὸ αἷμα σου ἐπάνω εἰς ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν ἔδαφος, τὸ ὁποῖον ἐβάφη ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων μὲ τόσων ἡρώων αἵματα.

Ἀλλ' ἡμεῖς πῶς νὰ παρηγορήσωμεν τὴν στέρησίν σου ; πῶς νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἀνδρείαν σου, τὴν δραστηριότητά σου ; τὴν ἀοκνίαν σου, καὶ τὴν ἄκραν σου φιλοτιμίαν εἰς τοῦ φρουρίου τὴν ἀπολύτρωσιν; Λυπηρὰ στέρησις, ὀδυνηρὸς χωρισμὸς.

Μ'ὅλον τοῦτο δὲν ἀπελπιζόμεθα Ἕλληνες, δὲν πρέπει νὰ ἀποδειλιάσωμεν. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀθανάτου τούτου ἥρωος, ὅταν μάθῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὅτι δὲν ἠθελήσαμεν νὰ τὸν μιμηθῶμεν εἰς τὴν καρτερίαν καὶ γενναιότητα, θέλει λυπηθῆ, θέλει μᾶς ὀνειδίσει πικρῶς, ἐὰν δὲν σταθῶμεν ἱκανοὶ νὰ ἐκτελέσωμεν ἐκεῖνο τὸ μέγα ἐπιχείρημα ποὺ ἐπιχειρίσθηκε.

Ἔχομεν μεγάλους ἄνδρας ὅπου μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὰς κινήσεις, μᾶς συμβουλεύουν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ πρόθυμοι συναγωνισταὶ εἰς τὸν ἔνδοξόν μας ἀγῶνα, θέλει ἐπιμένουν μετὰ γενναιότητος ἄκρας ὅπως ἰδῶσι τὴν τελείαν καταστροφὴν τῶν βαρβάρων τυράννων μας, καὶ ἡμεῖς ἐν τοσοῦτῳ εὐγνώμονες εἰς τοὺς γενναίους ὑπὲρ πατρίδος ἀγωνιζόμένους, καθὼς καθιερώσαμεν καὶ ἄλλοτε τὴν μνήμην τοσούτων ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας, ἃς ἐπισφραγίσωμεν καὶ τοῦ ἐνδόξως ἤδη ἀποθανόντος ἥρωος τὸ ἐπιτάφιον μὲ τὴν ἐκ βάθους καρδίας εὐχήν:
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιοσέβαστε Ἀρχηγέ!
Γεώργιος Αἰνιάν

Λόγος στὴν Κηδεία τοῦ Γ. Καραϊσκάκη


Ἀπό: Ἑκατονταετηρὶς τοῦ στρατάρχου Γεωργίου Καραΐσκάκη 1827-1927, Κωνστ. Ράδου (ἐπιμ.), Ἐκδ. Γρυπαετός, Ἀθῆναι 1927.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 21, 2015

Σαν Σημερα Απεβιωσεν Αν/ρχης Κωνσταντινος Δαβακης 21/01/1943










ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΑΒΑΚΗΣ

Κωνσταντίνος Δαβάκης. Ένας θρύλος. Που περνάει αθόρυβα στη λησμονιά. Ένας χιλιοτραγουδισμένος ήρωας, καταξιωμένος στη συνείδηση των Πανελλήνων, που έκανε πράξη το ΟΧΙ στα βουνά της Ηπείρου, ακούγεται κάθε χρόνο όλο και λιγότερο στις εορταστικές εκδηλώσεις της Ελλάδος και εδώ στη Μάνη καθόλου πια και το λέω με πίκρα ίσως γιατί είχε την ατυχία να είναι Μανιάτης.
Αυτός ήταν ο αετός της Πίνδου. Ο πατριώτης-ήρωας, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, που όπως έλεγε ένα μοιρολόι στο θάνατό του:

«Κάστρο έγινες θρυλικό και σύμβολο ηρωικό
κι έδωκες δόξα και τιμή στη Μάνη την ιστορική...»

ίσως γι' αυτό η Μάνη -που τελευταία, όπως έλεγε κάποιος, έχει πολύ μεγάλη αγκαλιά και χωράει κάθε ξεπεσμένη φυλή της Γης- έχει πάψει βεβαίως να χωράει τους Μανιάτες. Και θα συμπληρώσω εγώ, ίσως γι' αυτό οι Μανιάτες απόγονοί του (γενικώς) δεν τον συγχώρεσαν τιμώντας τον με μια κακοφτιαγμένη προτομή μισού μέτρου, εγκαταλελειμμένη και παρατημένη στην άκρη του δρόμου, στη διασταύρωση για το χωριό Κεχριάνικα με τον Κούνο, σκεπασμένη από πινακίδες οδικών σημάτων. Εσχάτως δε η έσχατη ντροπή, κάποιοι συμπολίτες μας ασκήθηκαν στο σημάδι πάνω στην προτομή του ήρωα Κωνσταντίνου Δαβάκη και φέρει διαμπερή τραύματα σε διάφορα μέρη του προσώπου. Τα διαμπερή τραύματα αυτά δεν τα φέρει βέβαια η δόξα του Μανιάτη ήρωα, αλλά τα φέρει η δική μας λειψή παρουσία, το υπό διαπραγμάτευση φιλότιμό μας, οι τσαλαπατημένες αρετές μας.

Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης ήταν συνταγματάρχης πεζικού, ήρωας του αλβανικού μετώπου το 1940. Γεννήθηκε στα Κεχριάνικα Λακωνίας το 1897 και πέθανε στην Αδριατική θάλασσα τον Ιανουάριο του 1943.

Σπουδές και δράση μέχρι το 1940
Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων (από την οποία αποφοίτησε ως Ανθυπολοχαγός πεζικού, την 1 Οκτωβρίου του 1916) αλλά και στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου της Αθήνας, και στο Παρίσι (γαλλική Σχολή Αρμάτων). Έλαβε μέρος στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου διακρίθηκε για την τόλμη και ανδρεία του στο Μακεδονικό Μέτωπο (μάχες Σκρα και Δοϊράνης), όμως παράλληλα η υγεία του βλάφτηκε σοβαρά εκεί, από την επίδραση των ασφυξιογόνων αερίων. Το 1918 προβιβάστηκε σε λοχαγό επ’ ανδραγαθία. Έλαβε μέρος και στην Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου το 1921 διακρίθηκε στη μάχη των υψωμάτων του Αλπανός, και τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας. Στο διάστημα μεταξύ 1922 και 1937 υπηρέτησε ως επιτελάρχης της 2ης μεραρχίας και του 1ου σώματος στρατού, φοίτησε και δίδαξε σε στρατιωτικές σχολές, και έγραψε διατριβές για την στρατιωτική ιστορία και την τακτική των τεθωρακισμένων. Το 1931 πήρε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1937 και μετά από μεγάλες αναρρωτικές άδειες, αποστρατεύθηκε για λόγους υγείας και τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα.

Η δράση του στην Πίνδο


Όταν, τον Αύγουστο του 1940, συντελέστηκε η μερική επιστράτευση, ο Δαβάκης ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετήθηκε διοικητής του 51ου Συντάγματος Πεζικού και στην συνέχεια του Αποσπάσματος Πίνδου (αποτελούμενου από το 51ο ΣΠ υπό άλλον διοικητή και διάφορες μικρομονάδες) το οποίο είχε ως έδρα το Επταχώριο Πίνδου. Η διοίκηση των ελληνικών δυνάμεων ανατέθηκε στον Βασίλειο Βραχνό. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, οπότε εκδηλώθηκε η Ιταλική εισβολή, ο Δαβάκης αντιμετώπισε την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών ΤΖΟΥΛΙΑ με ένα απόσπασμα 2.000 ανδρών, υπό τις εντολές και τις οδηγίες του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας. Η τακτική του σε ολόκληρη την έκταση της ζώνης ευθύνης του (35 χιλιόμετρα) ήταν αμυντική, και μάλιστα έκανε υποχρεωτικό ελιγμό, αναμένοντας ενισχύσεις. Την 1η Νοεμβρίου 1940, οπότε έφτασαν οι ενισχύσεις που περίμενε ο Δαβάκης, οι ελληνικές δυνάμεις έκαναν αντεπίθεση και κύκλωσαν τις ιταλικές, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Κατά την αντεπίθεση αυτή, και συγκεκριμένα την 6η ημέρα από την έναρξη των επιχειρήσεων, στον Προφήτη Ηλία Κάντσικου (μετέπειτα Δροσοπηγής), ο Δαβάκης τραυματίστηκε στο στήθος. "Στον αξιωματικό, που τον πλησίασε για να τον περιποιηθεί, πρόσταξε, μαζεύοντας όσες δυνάμεις τού 'μεναν ακόμα: "Άσε με εμένα, πες με πεθαμένο! Και κοίτα να μη σου πάρουν τις θέσεις! Τράβα!" Στη συνέχεια τον μετέφεραν αναίσθητο με το φορείο στο Επταπύργιο. Ο τραυματισμός προκάλεσε προβλήματα σε συσχετισμό με την παλαιά στηθική του νόσο. Έτσι χρειάστηκε να αποχωρήσει από το μέτωπο, όπου τον αντικατέστησε ο τότε ταγματάρχης Ι. Καραβίας.

Η νίκη του αποσπάσματος του Δαβάκη είχε αποφασιστική σημασία στην έκβαση του πολέμου. Μάλιστα θεωρήθηκε η πρώτη ήττα του άξονα. Η επιτυχία του Δαβάκη συνίσταται "στην άμεση διάγνωση ενός τακτικού λάθους, που έκανε ο Ιταλός μέραρχος να προχωρήσει γοργά προς τη Σαμαρίνα, χωρίς να καλύψει το πλευρό της φάλαγγάς του". Ο Δαβάκης το είδε αμέσως και από τη δεύτερη μέρα του σκληρού αγώνα ήταν σίγουρος ότι χάρη σ' αυτό το λάθος "θα μάντρωνε τους Ιταλούς".

Σύλληψη και θάνατος

Κατά την διάρκεια της μακρόχρονης νοσηλείας του Δαβάκη, οι πολεμικές επιχειρήσεις έληξαν και η χώρα βρέθηκε υπό κατοχή. Τον Δεκέμβριο του 1942, και ενώ ακόμα νοσηλευόταν στην Αθήνα, ο Δαβάκης συνελήφθη ως όμηρος από τις Ιταλικές αρχές κατοχής, μαζί με πολλούς διακεκριμένους αξιωματικούς, γιατί θεωρήθηκαν ύποπτοι αντιστασιακής δράσης. Οι συλληφθέντες επιβιβάστηκαν στην Πάτρα στο ατμόπλοιο Τσιτά ντι Τζένοβα (Πόλη της Γένοβα) για να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία. Το πλοίο αυτό τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο και βυθίστηκε στα ανοιχτά των νότιων αλβανικών ακτών, με αποτέλεσμα να πνιγούν οι επιβαίνοντες στα νερά της Αδριατικής. (21 Ιανουάριοy 1943). Το πτώμα του Δαβάκη περισυνελέγη, αναγνωρίστηκε και ετάφη στον Αυλώνα. Μεταπολεμικά τα οστά του διακομίστηκαν και ενταφιάστηκαν στην Αθήνα.

Ιδέες και ευρύτερο έργο

Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης υπήρξε από τους πρωτοπόρους της ιδέας της μηχανοκίνησης του πεζικού και της χρησιμοποίησης αρμάτων ως κύριου όπλου για την διάσπαση και καταδίωξη του εχθρού, καθώς πρόκρινε την ευελιξία των μηχανοκίνητων μονάδων έναντι της γραμμής οχυρών. Έγραψε αρκετά στρατιωτικά έργα, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο «ο πόλεμος του μέλλοντος» (1939).

Χαρακτηρισμοί

Ο ανδριάντας του Δαβάκη στην πλατεία που φέρει το όνομά του στην Καλλιθέα.
Ο Σ. Μελάς έχει χαρακτηρίσει τον Κωνσταντίνο Δαβάκη ως "μοναδική σύνθεση προσόντων, που σπάνια πάνε μαζί: Σπουδαίος 'τρουπιέ' όπως λένε οι Γάλλοι, πολέμαρχος, καπετάνιος με καρδιά βουνό, αισιοδοξία τρελή, θάρρος απροσπέλαστο, διοικητής ασύγκριτος, χέρι δυνατό, θέληση αλύγιστη, αλλά και ιδιοφυία στρατηγική, κάτοχος του εδάφους όσο λίγοι διοικητές στρατευμάτων. Ακούραστος μελετητής και γνώστης βαθύτατος της τέχνης του πολέμου, πρωτεύων στις ξένες πολεμικές Ακαδημίες, δάσκαλος αξιωματικών σπάνιος, συγγραφεύς στρατιωτικός πρωτότυπος και πρωτοπόρος - ολόκληρη βιβλιοθήκη τα έργα του - μοναδικός ιχνηλάτης των 'τακτικών καταστάσεων', ξάστερος στην κρίση, ευφάνταστος και γοργότατος στη σύλληψη του σχεδίου κι εκτελεστής άμεσος, μεγάλος μαέστρος του ελιγμού, επίμονος και παράφορος στον αγώνα".

Απόδοση τιμών

Μετά τον θάνατό του η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το αργυρό μετάλλιο της αυτοθυσίας, ενώ στον δήμο της Καλλιθέας υπάρχει πλατεία με το όνομά του, και μια προτομή του. Οδοί-προτομές και ανδριάντες του ήρωα υπάρχουν και στην Ήπειρο. Καλλιθέα Αττικής

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 05, 2014

Η εκτέλεση του Περρίκου. Aνατίναξε τα γραφεία της ΕΣΠΟ, που ετοίμαζε σώμα Ελλήνων, που θα πολεμούσαν για τον Χίτλερ

Ποιος ήταν ο υποσμηναγός Κώστας Περρίκος που έπεσε νεκρός από πυρά γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος. Τι ήταν η φιλοναζιστική οργάνωση ΕΣΠΟ


Στις 4 Φεβρουαρίου του 1943, ο αγωνιστής της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιζομένων Νέων (Π.Ε.Α.Ν), υποσμηναγός Κώστας Περρίκος, έπεφτε νεκρός στην Καισαριανή, από τα πυρά γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος.
Είχε καταδικαστεί σε θάνατο, για την ανατίναξη των γραφείων της ελληνικής φασιστικής οργάνωσης  ΕΣΠΟ, η οποία στρατολογούσε φιλοναζί  Έλληνες, για να πολεμήσουν στο πλευρό των Γερμανών.
Η ηρωική πράξη του Περρίκου και των αντιστασιακών συντρόφων του Αντώνη Μυτιληναίου, Σπύρου Γαλάτη και Ιουλίας Μπίμπα, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη, που σήμανε και το τέλος της προδοτικής οργάνωσης.
Ποια ήταν η ΕΣΠΟ
Η ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις) είχε ιδρυθεί το καλοκαίρι του 1941, από τον γιατρό Σπύρο Στεροδήμα.
Τα γραφεία της ήταν στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο του κτιρίου, στη γωνία Γλάδστωνος και Πατησίων. Το σημείο το γνώριζαν όλοι, καθώς στα μπαλκόνια της οργάνωσης κυμάτιζαν η γερμανική, η ελληνική, η ιταλική και η ιαπωνική σημαία.
Στον τρίτο όροφο του κτιρίου, βρίσκονταν στελέχη της γερμανικής Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας.
Ο Ουλαμός Καταστροφών της Π.Ε.Α.Ν, στον οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Κώστας Περρίκος, είχε εκτελέσει με επιτυχία δύο επικίνδυνες αποστολές εναντίον γερμανικών στόχων.
Η μία ήταν εναντίον του κτιρίου του Γερμανικού Αναμορφωτηρίου, επί των οδών Πατησίων και Βασιλέως Ηρακλείου, που προκάλεσε σοβαρές καταστροφές και τραυματισμούς Γερμανών στρατιωτικών.
Επίσης, είχε τοποθετήσει βόμβα και στα γραφεία της προδοτικής Οργάνωσης Εθνικοσοσιαλιστικών Δυνάμεων Ελλάδος (Ο.Ε.Δ.Ε) στην οδό Κατακουζηνού 7, ενώ τα στελέχη της ξυλοφόρτωναν τους μαυραγορίτες, που εκμεταλλεύονταν τους απελπισμένους και πεινασμένους Αθηναίους.
Στο στόχαστρο της αντιστασιακής οργάνωσης δεν άργησε να μπει και η ΕΣΠΟ, που προσπαθούσε να δημιουργήσει την ελληνική λεγεώνα εθελοντών. Έλληνες που θα πολεμούσαν στο Ανατολικό μέτωπο για λογαριασμό του πολυεθνικού τμήματος των Waffen SS.
 
Το κτίριο της ΕΣΠΟ, μετά από τη βομβιστική επίθεση.
Η ανατίναξη των γραφείων της Ε.Σ.Π.Ο
Η ημερομηνία που επελέγη, ήταν η Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου του 1942, επειδή λόγω αργίας θα ήταν κλειστά τα καταστήματα του ισογείου και τα γραφεία του ημιωρόφου, άρα δεν θα υπήρχαν αθώα θύματα.
Η Κυριακή  ήταν βολική μέρα, γιατί γινόταν και η εβδομαδιαία συγκέντρωση στελεχών και μελών της ΕΣΠΟ.
Την προηγούμενη ημέρα, ο Αντώνης Μυτιληναίος και ο Σπύρος Γαλάτης μετέβησαν στο σπίτι της Ιουλίας Μπίμπα στο Κουκάκι, όπου ετοίμασαν τη βόμβα με μεγάλη προσοχή. Ήταν ένα δέμα με φυσίγγια δυναμίτιδας (βάρους 10 οκάδων), τυλιγμένο με πισσόχαρτο. Το δέμα τοποθετήθηκε σε μία πάνινη σακούλα, που χρησιμοποιούσε η Μπίμπα για τα ψώνια της, και σκεπάστηκε με χόρτα.
Το πρωί της επόμενης ημέρας, ο Μυτιληναίος και η Μπίμπα επιβιβάστηκαν στο τραμ από το Κουκάκι και σταμάτησαν στην Ομόνοια.
Μετέβησαν στην πλατεία Κάνιγγος, που είχε οριστεί ως τόπος συνάντησης με τους Γαλάτη, Μούρτο, Μιχαηλίδη, Λάζαρη και Στανωτά.
Μετά από παρακολούθηση της περιοχής και των γραφείων της ΕΣΠΟ, που έσφυζαν από κόσμο, ο Περρίκος έδωσε το σύνθημα για την ανατίναξη.
Η Ιουλία Μπίμπα ειδοποιήθηκε και μετέφερε τη βόμβα μόνη της στην οδό Γλάδστωνος. Την παρέδωσε στον Μυτιληναίο και στον Γαλάτη και έφυγε.
Έφτασαν έξω από το οδοντιατρείο. Άφησαν στο πάτωμα τη σακούλα, πέταξαν τα χόρτα και έβγαλαν τη βόμβα από τη σακούλα.
Ο Γαλάτης έβαλε έναν ξύλινο πήχη εξήντα εκατοστών διαγωνίως στη γύψινη κορνίζα και ο Αντώνης Μυτιληναίος  άναψε το φιτίλι της βόμβας με ένα σπίρτο. Με ψυχραιμία τη σήκωσε και την έβαλε ψηλά, στη γωνία κάτω από το πάτωμα της ΕΣΠΟ.
Όταν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους, οι αντιστασιακοί βομβιστές μαζί με την ομάδα υποστήριξης, αποχώρησαν.
Στις 11.57, η περιοχή ταρακουνήθηκε από την εκκωφαντική έκρηξη και επικράτησε πανικός.
Οι Γερμανοί σήμαναν συναγερμό, υποθέτοντας ότι πρόκειται για αεροπορικό βομβαρδισμό.
Σκοτώθηκαν 39 μέλη της ΕΣΠΟ και 43 Γερμανοί.espo33
Το κτίριο καταστράφηκε ολοσχερώς. Σκάλες, πατώματα και στέγη κατέρρευσαν.
Μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι έμειναν όρθιοι. Εξαιτίας της έκρηξης προκλήθηκε πυρκαγιά.
Ο αρχηγός της ΕΣΠΟ, γιατρός Σπύρος Στεροδήμας, μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό με καθολικά εγκαύματα, όπου υπέκυψε μετά από τρεις ημέρες.
Από τους διερχόμενους πολίτες, μερικοί τραυματίστηκαν ελαφρά, ανάμεσά τους και ένας ιερέας, που όταν έμαθε την αιτία της έκρηξης, είπε «χαλάλι τους».
Επί πέντε ημέρες, η Πυροσβεστική ανέσυρε πτώματα από τα ερείπια.
Το πλήγμα για τους κατακτητές ήταν μεγάλο. Η Γκεστάπο εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό, για τη σύλληψη των δραστών.
 
Η δασκάλα Ιουλία Μπίμπα.
Οι συλλήψεις και η εκτέλεση του Κώστα Περρίκου
Τον Νοέμβριο, μετά από προδοσία υπαξιωματικού της Χωροφυλακής, οι Περρίκος Μπίμπα, Μυτιληναίος και Γαλάτης συνελήφθησαν, σ’ ένα από τα κρησφύγετα της οργάνωσης στην Καλλιθέα.
Μεταφέρθηκαν στα ανακριτικά γραφεία της Γκεστάπο στον Πειραιά, όπου παρά τα φρικτά βασανιστήρια, δεν έδωσαν πληροφορίες στους Γερμανούς.
Ο Αντώνης Μυτιληναίος κατόρθωσε να δραπετεύσει και τον επικήρυξαν με το ποσό των 500.000 δραχμών. Τελικά διέφυγε στη Μέση Ανατολή.
Ο επικεφαλής του Ουλαμού καταδικάστηκε από γερμανικό Στρατοδικείο της Αθήνας σε θάνατο και μεταφέρθηκε στο κελί Νο12, στις φυλακές Αβέρωφ.
Ήταν το κελί των μελλοθανάτων.
Στις 23 Ιανουαρίου 1943, οι Γερμανοί επέτρεψαν στην οικογένεια του Κώστα Περρίκου να τον επισκεφθεί στη φυλακή.
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν η γυναίκα του και τα παιδιά του.
Σε ένα από τα γράμματα που τους έστειλε, έγραφε: «Εγκαταλείπω τον κόσμο χωρίς μίση και κακίες. Αγωνίσθηκα για την πατρίδα μου.
Για την δικιά τους πατρίδα αγωνίζονται κι εκείνοι, οι οποίοι με καταδίκασαν.
Θα ήθελα το αίμα μου να μην μας χωρίσει, αλλά να μας ενώσει, στο μέλλον, με τους σημερινούς αντιπάλους».
Λίγο πριν από την εκτέλεση, οι Γερμανοί αξιωματικοί χαιρέτισαν στρατιωτικά τον Έλληνα ήρωα.
Οι τελευταίες λέξεις που είπε, πριν από την εκτέλεση, ήταν «Ζήτω η Ελλάς».
Η Ιουλία Μπίμπα καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο και 15 χρόνια φυλάκιση και εκτελέστηκε με πέλεκυ, πιθανόν στη Γερμανία.
Η Αικατερίνη Μπέση καταδικάστηκε σε ισόβια.
Ο Σπύρος Γαλάτης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά χάρη στη συμβολή του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και τη δωροδοκία Γερμανών αξιωματούχων, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια.
Μεταφέρθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και παρέμεινε εκεί μέχρι την απελευθέρωσή του, το 1945, από τους Αμερικανούς.
Η είδηση της ανατίναξης του κτιρίου της ΕΣΠΟ έδωσε θάρρος στους αγωνιζόμενους Έλληνες και έκανε αίσθηση εκτός Ελλάδας.
Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί Λονδίνου και Μόσχας μίλησαν με ενθουσιασμό για το εγχείρημα, χαρακτηρίζοντάς το ως το μεγαλύτερο σαμποτάζ στην τότε κατεχόμενη Ευρώπη.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2013

Κωνσταντίνος Δαβάκης! Ὁ πολέμαρχος μέ τή μεγάλη καρδιά.

ΔΑΒΑΚΗΣ

Ποτέ δέν θά πεῖς «Πίνδος» δίχως ν' ἀκούσεις τόν ἀντίλαλό της: «Δαβάκης». Γιατί κι οἱ δυό λέξεις μαζί συνθέτουν τήν ἴδια ἰδέα: τή δόξα τῆς νέας Ἑλλάδας, ὅπως ἀκριβῶς «Λεωνίδας - Θερμοπύλες» τή δόξα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας.

Κωνσταντίνος Δαβάκης! Ὁ πολέμαρχος μέ τή μεγάλη καρδιά. Ἡ στρατιωτική φυσιογνωμία μέ τά ὑπέροχα ψυχικά καί πνευματικά προσόντα, πού χάρισε στήν Ἑλλάδα νίκη μέ παγκόσμιο ἀντίκτυπο κι ἔκανε τήν παγκόσμια κοινότητα νά μιλάει μέ τιμή καί σεβασμό γιά τήν Ἑλλάδα.

Ὁ συνταγματάρχης Δαβάκης εἶναι ἐκεῖνος πού συνέθεσε τήν ἐποποιΐα τῆς Πίνδου. Ἐμπνεύστηκε καί σχεδίασε τόν ἑλιγμό τῆς ἀντεπίθεσης, ἐκτέλεσε αὐτοπροσώπως τίς μάχες της, πότισε μέ τό αἷμα του τό τιμημένο βουνό καί δόξασε τήν Ἑλλάδα.

Τέτοιες φυσιογνωμίες σπάνια ἐμφανίζονται ξαφνικά. Συνήθως ἑτοιμάζονται καί ὡριμάζουν ἀπό τήν παιδική ἡλικία μέσα στή θαλπωρή τῆς οἰκογένειας καί τή σχολική κοινότητα. Τό ἴδιο καί ὁ Κων/νος Δαβάκης. Γεννιέται στά Κεχριάνικα τῆς Μάνης τό 1897. Ὁ πατέρας του, ὁ δάσκαλος Δικαῖος, καί ἡ μητέρα του Σοφία ἀποκτοῦν δέκα παιδιά. Τά πρῶτα σπέρματα τῆς πίστης στόν Θεό καί τῆς ἀγάπης στήν πατρίδα τά φυτεύει στήν παιδική του καρδιά ὁ πατέρας του. Ἔχει τήν εὐτυχία νά τόν ἔχει δάσκαλο ἀπό πέντε χρονῶν στό Δημοτικό Σχολεῖο τῆς Κίττας. Τί ἦταν ὅμως ἐκεῖνο πού τόν ὤθησε νά γίνει ἀξιωματικός καί νά πάρει μάλιστα ἀπό τά δέκα του χρόνια τήν ἀμετάκλητη αὐτή ἀπόφαση;

Ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς τό διηγηθεῖ:
«Ἡ μεγαλυτέρα ἀνάμνησις τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας ἦταν τῷ 1907. Ὁ καπετάν Γέρμας (ἀνθυπολοχαγός Τσοκάτος) εἶχε σκοτωθῆ στά Μακεδονικά. Ἕνα μεσημέρι ὁ πατέρας μου ἔφερνε τήν ἐφημερίδα στή ρούγα τοῦ χωριοῦ καί τήν διάβαζε. Ἤμουνα τότε 10 χρονῶν. Βλέπω τόν ἑαυτό μου ἀκουμπισμένο στό πόδι τοῦ καθισμένου σέ μιά πέτρα πατέρα μου. Ἄκουγα μέ μεγάλη συγκίνησι τά ὅσα διάβαζε μεγαλόφωνα στήν ἐφημερίδα. Σέ μιά στιγμή ὁ πατέρας μου εἶπε: «Ἔ,καί νἄμουνα ἀνύπαντρος καί νά μήν εἶχα παιδιά! Νά πήγαινα ἀντάρτης!». Τό παιδιάστικο μυαλό μου δούλεψε καί ἔκαμε τή σκέψι: «Ἔννοια σου! Σάν μεγαλώσω, θά πάω ἐγώ». Δέν εἶπα ὅμως τίποτε. Ἀπό τότε μοῦ γεννήθηκε ἡ ἰδέα νά μπῶ στή Σχολή τῶν Εὐελπίδων, νά γίνω ἀξιωματικός! Καί ἔτσι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί μέ στερήσεις τῆς οἰκογενείας μου, ἔγινα ἀξιωματικός. Καί ἔθεσα τόν ἑαυτόν μου στήν ἐξυπηρέτηση τῆς Πατρίδος».

Κι οἱ ὁραματισμοί του ἐνσαρκώνονται. Στά δεκαέξι του χρόνια φοιτᾶ στή Σχολή τῶν Εὐελπίδων. Τή στολή πού ντύνεται τήν τιμᾶ λαμπρά. Σέ ποιές μάχες δέν παίρνει μέρος καί δέν διακρίνεται! Κατά τόν Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, στή μάχη τοῦ Σκρᾶ γιά τήν εὐψυχία πού ἐπέδειξε καί γιά τήν ἄρτια ἐπαγγελματική του κατάρτιση τιμᾶται μέ τόν πολεμικό σταυρό γ´ τάξεως, ἐνῶ στή μάχη τῆς Δοϊράνης, μέ τόν ἀγγλικό πολεμικό σταυρό. Ἰδιαίτερα σ' αὐτή τή μάχη διακρίνεται γιά τήν παράτολμη ἐνέργειά του: Ἐπιτίθεται μόνος του μέ χειροβομβίδες ἐνάντια σέ βουλγαρικό χαράκωμα καί ἐξουδετερώνει τόν ἐχθρό. Πάνω ὅμως στήν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος ὑφίσταται δηλητηρίαση ἀπό τίς ἀσφυξιογόνες ἐχθρικές ὀβίδες, καί ἀπό τότε ἡ ὑγεία του προσβάλλεται σοβαρά. Ὑποφέρει ἀπό χρόνια ἠθμοειδίτιδα, μιά ἀρρώστια τῶν ἀναπνευστικῶν ὀργάνων. Τίποτε ὅμως δέν τόν πτοεῖ. Στή μάχη τῶν ὑψωμάτων τοῦ Ἀλμπανός, κατά τή Μικρασιατική ἐκστρατεία, παίρνει τό χρυσό ἀριστεῖο ἀνδρείας. Σ' ὅποιους διαγωνισμούς συμμετέχει, κατέχει τήν πρωτιά. Δυό φορές στέλνεται στή Γαλλία καί ἐκπαιδεύεται στά ἅρματα μάχης. Ἡ χαρά του εἶναι ἀπερίγραπτη, ὅταν ταξιδεύει στή συνέχεια στήν Ἀγγλία, γιά νά παραλάβει τά πρῶτα ἅρματα μάχης τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Ἐπιστρέφοντας στήν Ἑλλάδα διδάσκει σέ στρατιωτικές σχολές, ὑπηρετεῖ σέ μονάδες Πεζικοῦ καί σέ ἐπιτελικές θέσεις, ὅπου ἡ ἐθνική καί ὀργανωτική του δράση εἶναι μνημειώδης. Ἡ ὑγεία του ὅμως συνεχῶς κλονίζεται ἀπό τήν παλιά ἀναπνευστική του ἀρρώστια. Γι' αὐτό, τόν Δεκέμβριο τοῦ 1937 ἀποστρατεύεται μέ τόν βαθμό τοῦ συνταγματάρχη.

Διαπρέπει καί ὡς στρατιωτικός συγγραφέας. Τό σημαντικό ἔργο του «Ὁ στρατός τοῦ μέλλοντος», ἀλλά καί τά δεκάδες συγγράμματά του καί οἱ ἑκατοντάδες μελέτες του καθοδηγοῦν τίς νέες γενιές τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ.
Κι αὐτός πού ἀποστρατεύθηκε ὡς σωματικά ἀνίκανος, ὅταν ἡ Πατρίδα τόν ξανακαλεῖ, βροντοφωνάζει «παρών»!

Μέ τήν μερική ἐπιστράτευση, τόν Αὔγουστο τοῦ 1940, ἀνακαλεῖται στήν ἐνεργό ὑπηρεσία καί τοποθετεῖται διοικητής τοῦ Ἀποσπάσματος Πίνδου. Ἕδρα του τό Ἑπταχώρι. Γιά δύο μῆνες ἐργάζεται ὑπεράνθρωπα, γιά νά προετοιμάσει τήν ἄμυνα τῆς ἀνοχύρωτης καί ἐγκαταλελειμμένης στρατιωτικά Πίνδου. Ἔτσι ἐμπνέει πλήρη ἐμπιστοσύνη στούς κατοίκους καί στό στράτευμά του ὅλο.

Τά ξημερώματα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 φουντώνει ἡ ὕπαρξή του ἀπό ἐθνικό παλμό, ἁγνό πατριωτισμό ἀλλά καί ἀπό δίκαιη ἀγανάκτηση, μόλις πληροφορεῖται τό προκλητικό ἰταλικό τελεσίγραφο. Χωρίς χρονοτριβή πυροδοτεῖ τούς ἀξιωματικούς καί ὁπλίτες του μέ τή διαταγή πού τούς στέλνει:
«Ὁ ὕπουλος γείτονάς μας αἰφνιδιαστικά μᾶς ἐπετέθη. Ἡ Ἑλλάδα περιμένει ἀπό τόν καθένα ἀπό μᾶς νά προστατεύσουμε τά σύνορά της καί τήν τιμή της καί νά δώσουμε ἕνα καλό μάθημα στόν εἰσβολέα.
Φανεῖτε Ἕλληνες καί κρατῆστε γερά τά ὅπλα, μέ πίστη στόν Θεό καί τόν ἑαυτό σας. Πειθαρχία, καρτερία, θάρρος.
Ζήτω ἡ Ἑλλάς!».


Ἡ ἰταλική μεραρχία Τζούλια τῶν δεκαπέντε χιλιάδων ἀλπίνων καί 20 πυροβόλων παραβιάζει τά ἑλληνοαλβανικά σύνορα καί ποδοπατεῖ ἰταμά κορφοβούνια, ρουμάνια, διάσελα τῆς Πίνδου. Τολμᾶ νά ἀναμετρηθεῖ μαζί της τό Ἀπόσπασμα Πίνδου, μία ἄμυνα ἀδύναμη, ἰσχνή, μόλις δύο χιλιάδων Ἑλλήνων καί 4 πυροβόλων.
Στ' ἀλήθεια, πῶς ἐπιχειρεῖ ἕνα τέτοιο παρακινδυνευμένο τόλμημα, ὅταν λίγο νωρίτερα ἡ Πολωνία, ἡ Τσεχοσλοβακία, ἡ Νορβηγία, τό Βέλγιο, ἡ Ὀλλανδία, ἡ Δανία, τό Λουξεμβοῦργο, ἀκόμη καί αὐτή ἡ Γαλλία, μέ τήν περίφημη γραμμή ἀντίστασης Μαζινώ, λύγισαν μπρός στή μηχανοκίνητη βία τοῦ Ἄξονα καί συνθηκολόγησαν;

Μά, τήν ἱστορία καί τίς ἐποποιΐες δέν τίς γράφουν οἱ μεγάλοι ἀριθμοί, οἱ ἀμέτρητες μάζες, ἀλλά οἱ φλογερές καρδιές. Καί σ' αὐτόν τόν ἄνισο, πολυμέτωπο πόλεμο μέ τήν Ἰταλία, ψυχή, κινητήριος μοχλός τοῦ Ἀποσπάσματος Πίνδου εἶναι ὁ διοικητής του, ὁ συνταγματάρχης Κων/νος Δαβάκης. Οἱ φράσεις «Ὁ Θεός μαζί σου», «Δόξα σοι, ὁ Θεός», «Θά βοηθήσει ὁ Θεός» βγαίνουν συχνά ἀπό τά χείλη του καί ἀπό τήν καρδιά του. Διηγεῖται ὁ ὑπασπιστής του:
«Εἰς ἐρώτησίν μου "Πῶς καί μέ ποίας δυνάμεις θά κάνωμεν ἀντεπίθεσιν;" ἐπῆρα τήν ἀπάντησιν: "Ἐγώ, ἐσύ, αὐτοί πού μαζεύεις, οἱ ἡμιονηγοί, οἱ φουρναραῖοι, οἱ γραφιάδες καί ὁ Θεός μαζί μας"».
Στό Ἑπταχώρι οἱ κάτοικοι τόν ἔχουν σάν πατέρα τους καί συνεχῶς ζητοῦν νά μάθουν γι' αὐτόν. Τόν ὀνομάζουν Τρανό. Ρωτοῦν: «"Καί τί κάνει τώρα ὁ Τρανός;". "Στό γραφεῖο του ἔχει φῶς... Φαίνεται πώς δουλεύει... Ἐν ὅσῳ μένει αὐτός ἐδῶ, μήν ἔχετε φόβο"! Πράγματι, μέσα εἰς τό πυκνό σκοτάδι τοῦ χωρίου, μόνον ἐκεῖ διακρίνονται φῶτα καθ' ὅλην τήν διάρκειαν τῆς νυκτός. Καί, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι κοιμῶνται ἤ καί ἁπλῶς ἀναπαύονται ἀπό τούς κόπους καί τήν ἀγωνίαν τῆς ἡμέρας, μέ τό κεφάλι σκυμμένο εἰς τό τραπέζι του, ὁ συνταγματάρχης Δαβάκης ἀγρυπνεῖ μελετῶν τόν χάρτην, γράφων ἤ τηλεφωνῶν... κυριώτατα ὅμως ἐλπίζων εἰς τόν Θεόν καί προσευχόμενος εἰς Αὐτόν».

Ποιά χαρίσματα τοῦ διοικητῆ νά πρωτοαπαριθμήσει κανείς; Τήν ἀκράδαντη πίστη του στόν Θεό πώς θά νικήσουν οἱ ἀδικημένοι; Τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον του γιά τίς ἀνάγκες τῶν στρατιωτῶν του, χάριν τῶν ὁποίων δαπανοῦσε ὁλόκληρο τό μισθό του; Τό θάρρος, τήν ἀποφασιστικότητα καί τήν ἐλπίδα πού μετάγγιζε στούς κατάκοπους, ἀπελπισμένους καί πεινασμένους συμπολεμιστές του, καθώς τόν ἔβλεπαν νά ρίχνεται ἀκάθεκτος στήν πρώτη γραμμή τοῦ πυρός;

Τή νύχτα τῆς 1ης πρός 2α Νοεμβρίου διανυκτερεύει στήν ἐκκλησία τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Παναγίας τῆς Κλαδόρμης. Τό μοναστήρι δέν τό διάλεξε μόνο ἐπειδή ἐξυπηρετοῦσε τά ἐπιτελικά του σχέδια, ἀλλά πιό πολύ γιατί πίστευε στή βοήθεια τῆς Παναγίας. Καί μιά νύχτα στό σπίτι της, κάτω ἀπό τή σκέπη της, θά τοῦ ἦταν δύναμη κι ἐλπίδα. Τό εἶπε ἄλλωστε στήν οἰκογένεια τοῦ καντηλανάφτη:
«Μή φοβούμαστε· ἔχουμε τόν Θεό μαζί μας, καί θά τούς μαντρώσουμε τούς Ἰταλούς».

Στίς 2 Νοεμβρίου, ὅταν οἱ μάχες γιά τήν κατάκτηση τοῦ ὑψώματος Προφήτη Ἠλία Φούρκας ἔχουν φθάσει στό πιό κρίσιμο σημεῖο, ὁ Δαβάκης, παρά τούς κανονισμούς τῆς στρατιωτικῆς δεοντολογίας, βρίσκεται στήν πρώτη γραμμή, στήν κόλαση τοῦ πυρός. Τραυματίζεται βαριά μέ διαμπερές τραῦμα στό στῆθος καί ἀκατάσχετη αἱμορραγία. Ἐνῶ πονᾶ φοβερά καί φτύνει αἷμα, δίνει ἐντολή στόν ταγματάρχη Καραβία νά συνεχίσει τήν ἀντεπίθεση. Ὁ ἐπίμονος ἀγώνας στέφεται μέ ἐπιτυχία, καί οἱ Ἰταλοί ἀναγκάζονται νά ὑποχωρήσουν.

Τήν τελική σωτηρία του ὁ Δαβάκης τήν ἀποδίδει σέ θαῦμα· θαῦμα τῆς Παναγίας. Γι' αὐτό, βαθιά συγκινημένος, ὅταν ἀργότερα κερδίζει καί τή μάχη τῆς ζωῆς, στέλνει ἀπό τήν Ἀθήνα εὐχαριστήρια τάματα: λάδι γιά τά καντήλια, ἅγιο δισκάριο καί Ἅγιο Ποτήριο, καντήλια καί ἄλλα ἱερά ἀντικείμενα στήν Παναγία τῆς Κλαδόρμης καί στούς Ἁγίους τῆς περιοχῆς.
.........................................................
Χειμωνιάτικο παγερό πρωινό. Δέν εἶναι τό τσουχτερό κρύο, πού παγώνει τίς καρδιές. Εἶναι ἡ μισητή σκλαβιά, εἶναι ὁ φόβος, ἡ καθημερινή ταπείνωση.
Δεύτερος χρόνος Γερμανοϊταλικῆς κατοχῆς στή μαρτυρική Ἑλλάδα, πού ὑποφέρει, πού πεινάει, πού στενάζει, μά κρατάει ὄρθιο καί ἀδούλωτο τό ἐσώτατο εἶναι της.
Σκηνή συνηθισμένη γιά τήν ἐποχή. Ἀκόμη δέν ξημέρωσε ἡ 7η Δεκεμβρίου 1942. Ἕξι καραμπινιέροι βροντοῦν τήν πόρτα τοῦ ἥρωα Δαβάκη στήν Καλλιθέα. Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά. Ἀπό τότε πού βαριά τραυματισμένος μεταφέρθηκε σέ νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας ὁ νικητής τῆς Πίνδου, μοναδικός σκοπός τῶν κατακτητῶν εἶναι νά ἐκδικηθοῦν ἐκεῖνον πού τούς κατατρόπωσε καί τούς καταντρόπιασε σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο. Φοβοῦνται αὐτόν πού ἀνήμπορος πιά γιά πολεμικές ἐπιχειρήσεις, σηκώνει τό σταυρό τῆς ἀναπηρίας μέ λεβεντιά. Ὁ συνταγματάρχης Κων/νος Δαβάκης, ὁ διοικητής τοῦ Ἀποσπάσματος Πίνδου, πού χάρισε στήν Ἑλλάδα καί σέ ὅλο τόν κόσμο τήν πρώτη νίκη τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀντιμετωπίζει μέ ὑπερηφάνεια ψυχῆς τήν ἀναιδέστατη ἰταλική δολιότητα. Ψύχραιμος παρακολουθεῖ τή δίωρη λεπτομερέστατη ἔρευνα τοῦ σπιτιοῦ του. Κανένα ἐνοχοποιητικό στοιχεῖο. Ἄκαρπη κι αὐτή ἡ εὐτελής τους πράξη. Ὅμως ἡ ἐντολή πρέπει νά ἐκτελεστεῖ. Κι ὁ πρωταγωνιστής τοῦ «Πίνδιου ἔπους» μεταφέρεται στίς φυλακές τῆς Καλλιθέας. Ἔτσι οἱ νικημένοι κατακτητές ἐκδικοῦνται γιά τήν ἧττα τους.

Στίς 20 Ἰανουαρίου 1943 τόν ἀποχαιρετοῦν οἱ δικοί του γεμάτοι πόνο καί συγκίνηση στό σταθμό Πελοποννήσου. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας μαζί μέ ἄλλους 150 περίπου Ἕλληνες ἀξιωματικούς ἐπιβιβάζεται ἀπό τό λιμάνι τῆς Πάτρας στό ἰταλικό ἐπιβατικό «Cità di Genova». Λίγο πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα τό καράβι σηκώνει ἄγκυρα γιά τό Πρίντεζι τῆς Ἰταλίας. Ἐκεῖ θά κρατήσουν ὅμηρους τούς νικητές τους, μέχρι νά ὁλοκληρώσουν τό ἄνομο σχέδιό τους. Νύχτα παγερή. Ὁ φόβος τοῦ τορπιλλισμοῦ, ἡ ἀγωνία, ἡ θλίψη, ἡ μοναξιά ἀναμετριοῦνται μέ τή θυσία γιά τήν Ἑλλάδα. Καί βαραίνει τό δεύτερο. Χαλάλι τῆς Πατρίδας!...

Ὁ τόσο ταλαιπωρημένος τραυματίας ὅλη νύχτα δέν ἔκλεισε μάτι. Δέσμιος τῶν Ἰταλῶν ὁ πρωτεργάτης τῆς Λευτεριᾶς. Ἀδέσμευτη ἡ μνήμη γυρίζει στά ἱστορικά βουνά, δυό χρόνια πρίν... Ἀναθυμιέται «τῆς Πίνδου τίς ἀκρώρειες, πού σάν ἀητός πετοῦσε, πού 'στηνε τρόπαια παντοῦ, τούς ἥρωες πού μεθοῦσε».

Τώρα τό Χρέος, τό ἴδιο τῆς Φυλῆς Χρέος, τόν καλοῦσε νά ὑπομείνει μέ λεβεντιά ψυχῆς τίς κακουχίες, τίς ταπεινώσεις, γιατί ὄχι καί τό θάνατο ἀκόμη. Ἕτοιμος πάντα δέν ἦταν καί γι' αὐτόν;
Τό πρῶτο φῶς τῆς μέρας τούς πρόλαβε στά στενά τῆς Κέρκυρας, νά χαιρετοῦν γιά στερνή φορά γῆ ἑλληνική. Καί πέρα ἀπ' τόν ὁρίζοντα, πέρα βαθιά, πού τό βλέμμα τῆς ψυχῆς μονάχα φτάνει, ἀγναντεύει ὁ ἥρωας δασωμένες ράχες, φαράγγια καί βουνοκορφές τῆς Πίνδου. Πόσα δέν ζωντανεύουν μέσα του!
Ὥρα 1.30´ τό μεσημέρι. Κρότος δυνατός συγκλονίζει τό μεγάλο πλεούμενο. Πληρώματα καί Ἕλληνες ἀξιωματικοί πετάγονται στό κατάστρωμα, στή Γέφυρα. Νάρκη; Τορπίλλη; Σύγχυση, χλαλοή, πρόσωπα γεμάτα ἀγωνία, βλέμματα παγωμένα ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου.

Δεύτερος κρότος ἀπό ἰσχυρή ἔκρηξη. Σιδερικά, ξύλα, ἀνθρώπινα κορμιά, στῆλες νεροῦ τινάζονται μέ βία στόν ἀγέρα. Φωνές, συνωστισμός, σκηνές ἀλλοφροσύνης, καθώς ἀναζητοῦν μιά θέση σωτηρίας σέ βάρκες ἤ σχεδίες. Σέ μιά στιγμή ἀκοῦνε ἀγανακτισμένο τόν Δαβάκη νά φωνάζει: «Ἐλεεινοί, δειλοί Ἰταλοί! Κανείς δέν ἐνδιαφέρεται γιά μᾶς. Μονάχα τόν ἑαυτό τους κοιτάζουν νά σώσουν».
Τό καράβι χτυπημένο στήν «καρδιά» ἀπό τορπίλλη συμμμαχικοῦ ὑποβρυχίου, πέφτει σέ ρόγχο θανάτου, γέρνει καί μέσα σ' ἕνα παφλασμό κυμάτων χάνεται...

Κι ὁ σεμνός ἥρωας πού πότισε μέ τό αἷμα του τίς ράχες τῆς Πίνδου, γιά νά κρατήσει ὑψωμένη τή σημαία τῆς λευτεριᾶς, βρίσκει σ' ἐκεῖνο τό μοιραῖο ταξίδι οἰκτρό θάνατο ἀπό πνιγμό.
«Τάφος πλατύς, πού νά χωράει τή δόξα σου, Δαβάκη, τό γαλανό Ἰόνιο σέ δέχτηκε...».
Τίς ἑπόμενες μέρες, μέσα στούς 100 νεκρούς, πού περισυλλέγουν ἰταλικά ναυαγοσωστικά καί μεταφέρουν στόν Αὐλώνα, συμπολεμιστής του ἀξιωματικός ἀναγνωρίζει τό λείψανο τοῦ γενναίου Συνταγματάρχη. Τόν θάβουν στόν Αὐλώνα. Τόν ἔκλαψαν οἱ Πανέλληνες τόν πιστό στόν Θεό καί ἀφοσιωμένο στήν Ἑλλάδα ἥρωα, πού πάνω κεῖ στῆς Πίνδου τίς κορφές τόν Ὀκτώβρη τοῦ '40 χάριζε τήν πρώτη δόξα στήν Ἑλλάδα, τήν πρώτη νίκη στόν κόσμο.

Μεταπολεμικά τά ὀστᾶ του διακομίστηκαν καί τάφηκαν στήν Ἀθήνα. Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στήν πανηγυρική της συνεδρίαση τόν Μάρτιο τοῦ 1948 τίμησε τόν ἥρωα μέ τό ἀργυρό μετάλλιο τῆς Αὐτοθυσίας.
Τό ὄνομά του πῆρε θρυλικές διαστάσεις στή λαϊκή ψυχή ὡς συνισταμένη τῆς ἡρωικῆς ἀντιμετώπισης τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς ἰταλικῆς ἐπίθεσης ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό τοῦ τομέα Ἠπείρου.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀτρόμητε συνταγματάρχα. Σέ εὐγνωμονοῦμε, πρωτεργάτα τῆς ἐποποιΐας τοῦ '40, γιατί χάρις στά δικά σου ἐπιτελικά σχέδια, στίς δικές σου θυσίες καί ἀγρύπνιες, ἡ μικρή Ἑλλάδα νίκησε καί «θρυμμάτισε τό θρύλο τοῦ ἀνίκητου Ἄξονα».
Χάρις στίς θυσίες σας, γενναῖοι μας πρόγονοι, εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα ἐλεύθεροι καί ἀπολαμβάνουμε τό μεγάλο ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας.
Εὔχεστε νά τήν ἀξιοποιοῦμε σωστά, γιά νά καταξιώνουμε τούς ἀγῶνες σας, τιμημένοι μας πρόγονοι.

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...