Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μορφές της Ορθοδοξίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μορφές της Ορθοδοξίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουνίου 29, 2013

29 Ιουνίου 1967: Η ενθρόνιση του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανού στο Δελβινάκι


Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κ. ΑΝΔΡΕΑΣ, έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις :
  « Οργή και αγανάκτηση προκαλεί η βεβήλωση του Ιερού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, στην Πρεμετή, από αλβανικούς εθνικιστικούς κύκλους.
  Όσοι πιστεύουν στην διατυμπανιζόμενη «ελληνοαλβανική φιλία», ας γνωρίζουν, ότι στις 16 Αυγούστου 2013 μια ομάδα, κατ’ ευφημισμόν «δημοτικών υπαλλήλων», απογύμνωσε τον εν λόγω Ιερό Ναό από ιερά σκεύη, εικόνες και προσκυνητάρια, καθώς και από την καμπάνα. Έτσι ο ανθελληνικός αλβανικός εθνικισμός, που συνεχώς διογκώνεται με την υποκίνηση η, έστω, την ανοχή της Κυβερνήσεως της γείτονος, έδωσε με πρωτοφανή θρασύτητα τα δείγματα της γραφής του. Γιατί όχι μόνο άρπαξε τα ιερά αντικείμενα του Ναού, αλλά και πρωταγωνίστησε σε σκηνές βίας και αγριότητος εις βάρος των κληρικών, που διακονούν εκεί.
  Αλλά ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας, η προστασία των Ναών, ως χώρων λατρείας, και η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των χριστιανών είναι θεμελιώδη στοιχεία ενός κράτους δικαίου, όπως θέλει να εμφανίζεται η Αλβανία.
  Διαμαρτύρομαι εντόνως γι’ αυτό το ανοσιούργημα. Καλείται η Ελληνική Κυβέρνηση, και μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών, να εκφράσουν, χωρίς αναβολή, την αντίθεσή τους σε τέτοιες πρακτικές, που στρέφονται εναντίον των Ελλήνων Ορθοδόξων Βορειοηπειρωτών, αλλά και εναντίον της Ελλάδος. Γιατί η Ελλάδα τους Βορειοηπειρώτες  τους θεωρεί «σάρκα εκ της σαρκός της και οστούν εκ των οστέων της».
  Ο νέος πρωθυπουργός της Αλβανίας κ. Έντι Ράμα ας αναλάβη τις ευθύνες του και ας πατάξη την τρομοκρατία εις βάρος των Βορειοηπειρωτών απ’ όπου κι’ αν προέρχεται. Οι στιγμές είναι κρίσιμες και δεν επιτρέπεται καμμιά ολιγωρία. Οι Βορειοηπειρώτες έχουν δικαιώματα κατωχυρωμένα με διεθνείς συνθήκες και, συνεπώς, η Αλβανία δεν πρέπει ούτε να τα περιφρονή ούτε να τα υπονομεύη. Γιατί, επί τέλους, και η ανοχή έχει τα όριά της ».
 πηγή

Δευτέρα, Ιουνίου 17, 2013

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΑΛΛΙΔΗΣ(1844-1925) Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού

Ιωάννη Ελ. Σιδηρά

Θεολόγου-Εκκλησιαστικού-Ιστορικού-Νομικού

            Ο Νέος Θρακιώτης Άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ο βίος και η εν γένει εκκλησιαστική, ποιμαντική και εθνική δράση και προσφορά του.

1) Καταγωγή και σπουδές. Η είσοδός του στον κλήρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
            Ο νέος Θρακιώτης Άγιος της Ορθοδόξου κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας του Χριστού Γρηγόριος Καλλίδης, Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού, εγεννήθη στις 24 Ιανουαρίου του έτους 1844 στην κοινότητα Κουμβάου της επαρχίας Ραιδεστού, στην Ανατολική Θράκη.
            Αρχικά ο Γρηγόριος έλαβε την στοιχειώδη παιδεία και μόρφωση στην ιδαίτερη πατρίδα του και στην συνέχεια προσελήφθη στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας Μελετίου του Θεσσαλονικέως, τον οποίο ακολούθησε και όταν ακόμη εκείνος εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών. Κατά την 26η Φεβρουαρίου του 1862 και σε ηλικία μόλις 18 ετών ο Γρηγόριος εχειροτονήθη από τον Μητροπολίτη Μελέτιο διάκονος και παραμένοντας στις Σέρρες εμαθήτευσε πλησίον του διευθυντού των ελληνικών σχολών της πόλεως και μετέπειτα καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννου Πανταζίδη.
            Στη συνέχεια ο Γρηγόριος μετέβη στην Αθήνα, όπου συνεπλήρωσε επιτυχώς τις θεολογικές του σπουδές στη Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή και μετέπειτα στη θεολογική σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο απεφοίτησε αριστούχος και με μεγάλες επιδόσεις στην θεολογική επιστήμη.
            Το γεγονός ότι ο Γρηγόριος υπήρξε αριστούχος της θεολογικής σχολής προκάλεσε την ευμένεια προς το πρόσωπό του, του τότε Μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου Βλαχοπαπαδοπούλου, ο οποίος τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονό του και τον τοποθέτησε στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών, όπου άσκησε τα διακονικά του καθήκοντα για αρκετό χρονικά διάστημα έχοντας ως συνδιάκονό του τον Φώτιο Μανιάτη, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης.
            Ως αρχιδιάκονος ο Γρηγόριος έλαβε μέρος στην επίσημη δοξολογία επί τη ελεύσει της νύμφης Βασιλίσσης Όλγας, όπως και στην βάπτιση του τότε Έλληνος διαδόχου στον βασιλικό θρόνο Κωνσταντίνου.

2) Η πρωτεκλογή του ως βοηθού επισκόπου και η μετάθεσή του στη Μητρόπολη Τραπεζούντος (1879-1884).
            Μετά τον θάνατο του αοιδίμου Μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου, κατά το έτος 1873, ο Γρηγόριος εγκατέλειψε την Αθήνα, επειδή προσεκλήθη και διορίσθη από τον Μητροπολίτη Ηρακλείας Πανάρετο ως Ιεροκήρυκας και σχολάρχης στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ραιδεστό. Κατά το επόμενο έτος, το 1874, προήχθη σε αρχιερατικό επίτροπο του τότε Μητροπολίτου Ηρακλείας και Ραιδεστού Παναρέτου και κατά το έτος 1875 εξελέγη βοηθός επίσκοπος του ως άνω Μητροπολίτου υπό τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Ναζιανζού. Τότε από την θέση του επισκόπου και μαζί με την βοήθεια των Ελλήνων προκρίτων και προυχοδημογερόντων διεφύλαξε και κυριολεκτικώς έσωσε την πόλη της Ραιδεστού από την επιδρομή των διελθόντων 45.000 Κιρκασίων και υπεδέχθη τους Ρώσους αξιωματικούς στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Την ίδια επίσης χρονική περίοδο απεστάλη στην Αδριανούπολη ως έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκειμένου να σώσει από βέβαιο θάνατο τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Διονύσιο, τον οποίο οι Βούλγαροι εξαρχικοί κακοποιούσαν και έσυραν στους δρόμους και τις πλατείες της Αδριανουπόλεως.
            Ύστερα από μια επιτυχή τετραετία στην άσκηση των επισκοπικών του καθηκόντων στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ο Γρηγόριος κατά το έτος 1879 και ύστερα από την προσωπική εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884, 1902-1912) εξελέγη από την πατριαρχική Σύνοδο Μητροπολίτης Τραπεζούντος. Ο Γρηγόριος πληροφορήθηκε το γεγονός της εκλογής του στην Αδριανούπολη, όπου διέμενε επί ένα τρίμηνο, αφού ο κακοποιηθείς Μητροπολίτης Διονύσιος ενοσηλεύετο σε νοσοκομείο της Κωνσταντινουπόλεως. Εκείνο το μικρό χρονικό διάστημα εκπροσωπούσε στην πραγματικότητα τον Μητροπολίτη Διονύσιο στην Αδριανούπολη έναντι των Βουλγάρων εξαρχικών, οι οποίοι αντικανονικά και πραξικοπηματικά είχαν εγκαταστήσει στην έδρα της Μητροπόλεως εξαρχικό, σχισματικό επίσκοπο και δικούς τους ιερείς.
            Ο Γρηγόριος παρέμεινε Μητροπολίτης Τραπεζούντος για έξι συναπτά έτη, από τον Μάρτιο του 1879 έως και τα μέσα του 1884. Επί δε των ημερών της δικής του αρχιερατείας στην Μητρόπολη Τραπεζούντος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού κατήργησε τις εκκλησιαστικές-μοναστηριακές εξαρχίες των τριών πατριαρχικών σταυροπηγιακών μονών του Πόντου, που ήταν της Παναγίας Σουμελά, του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννη Βαζελώνος και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, παραχώρησε την εκκλησιαστική, πνευματική και διοικητική εποπτεία τους στον τότε νεαρό Μητροπολίτη Τραπεζούντος Γρηγόριο.

3) Η προαγωγή του στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης (1884-1889).
            Ύστερα από την επιτυχή διαποίμανση της μεγάλης και ιστορικής Μητροπόλεως της Τραπεζούντος από τον Γρηγόριο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απεφάσισε και προήγαγε αυτόν, αφού τον εξέλεξε κατά το έτος 1884 Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Στην διάρκεια της αρχιερατείας του και κατά μήνα Οκτώβριον του 1888 στην επισκοπή Πολυανής, ύστερα μάλιστα από δική του υποβληθείσα αίτηση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκειμένου μαζί με τον πατριαρχικό έξαρχο, Μητροπολίτη Σερρών Κωνσταντίνο Βαφειάδη, να επιλύσουν τα σοβαρά και χρόνια ζητήματα που είχαν προκληθεί από τις αντιπαραθέσεις των διαφόρων μερίδων των κοινοτικών προκρίτων και προυχοδημογερόντων σχετικά με το εκλογικό σύστημα αναδείξεως των διοικητικών συμβουλίων των διαφόρων σωματείων της πόλεως, στην οποία μάλιστα παρέμεινε επί ένα μήνα.
            Το δε εκκλησιαστικό ενδιαφέρον και η προσωπική παρέμβαση του Γρηγορίου για την ευταξία και ηρεμία στην επισκοπή Πολυανής μπορεί να ερμηνευθεί εύκολα, επειδή ακριβώς την περίοδο εκείνη η παραπάνω επισκοπική επαρχία υπήγετο στην πνευματική και διοικητική εκκλησιαστική δικαιοδοσία της επισκοπικής ή επαρχιακής Συνόδου της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, της οποίας πρόεδρος ήταν ο εκάστοτε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Για το συγκεκριμένο μάλιστα ζήτημα, που συνέχιζε να ταλανίζει την επισκοπή Πολυανής, ο Γρηγόριος ως προϊσταμένη εκκλησιαστική αρχή προσεκλήθη κατά μήνα Ιανουάριο του 1889 από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέβη για να πληροφορήσει προφορικώς την Μητέρα Εκκλησία σχετικά με τις κοινοτικές διενέξεις και συγκρούσεις της ελληνορθοδόξου κοινότητος στην επισκοπή της Πολυανής.

4) Μητροπολίτης Ιωαννίνων (1889-1902).
            Με την παραπάνω ευκαιρία ο Γρηγόριος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη επί οκτώ μήνες, οπότε με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τον Σεπτέμβριο του 1889, εξελέγη Μητροπολίτης Ιωαννίνων. Όταν στις 13 Αυγούστου του 1891 εκοιμήθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος ο Ε΄ (1887-1891), ο τοποτηρητής τότε του Οικουμενικού θρόνου, Μητροπολίτης Βελεγράδων Δωρόθεος συνεκάλεσε την γενική εκλογική συνέλευση για την έναρξη της διαδικασίας εκλογής του νέου Οικουμενικού Πατριάρχου (20 Οκτωβρίου 1891). Εκ των 75 μελών της εκλογικής συνελεύσεως οι ακραίοι ιωακειμικοί, 24 τον αριθμό, αφού διεμαρτυρήθησαν έντονα για την συμπερίληψη μεταξύ των υποψηφίων προς εκλογή και του αντιωακειμικού Μητροπολίτου Νικοπόλεως και Πρεβέζης Νεοφύτου, απεχώρησαν της εκλογικής συνελεύσεως και προέβησαν σε έντονο διάβημα διαμαρτυρίας στην υψηλή Πύλη, χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι παραμείναντες, 51 τον αριθμό, αντιωακειμικοί αρχιερείς, μεταξύ των οποίων και ο Ιωαννίνων Γρηγόριος, εσυνέχισαν την συνεδρία και κατήρτισαν τον κατάλογο των υποψηφίων, οι οποίοι ανήρχοντο σε 18, προκειμένου η Υψηλή Πύλη να εγκρίνει οριστικά τους τελικούς υποψηφίους για την πατριαρχική εκλογή. Από τον κατάλογο των υποψηφίων εξαιρέθησαν 5 αρχιερατικά μέλη, οι Ηρακλείας Γερμανός, Δέρκων Καλλίνικος, Αδριανουπόλεως Κύριλλος, Ιωαννίνων Γρηγόριος και Σμύρνης Βασίλειος. Τελικώς την 27ηΟκτωβρίου του 1891, ημέρα της πατριαρχικής εκλογής, Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Νεόφυτος.
            Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος ο Η΄ (1891-1894) ολίγον μετά την άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ανασυγκρότησε την Ιερά Σύνοδο και εκάλεσε αριστίνδην τους έγκριτους αρχιερείς Νικομηδείας Φιλόθεο, Χαλκηδόνος Ιωακείμ, Μυτιλήνης Κωνσταντίνο και Ιωαννίνων Γρηγόριο Καλλίδη. Όταν το 1892 ο Γρηγόριος απεφάσισε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για ν’ αναλάβει τα συνοδικά του καθήκοντα, ανέθεσε την εκκλησιαστική διοίκηση και εποπτεία της μητροπολιτικής του περιφέρειας στον πρωτοσύγκελλό του Πανάρετο, τον οποίο δύο έτη αργότερα, κατά το 1894, ανέδειξε με την προσωπική παρέμβασή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο σε βοηθό επίσκοπό του υπό τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Ναζιανζού.
            Κατά το χρονικό διάστημα που ο Γρηγόριος ήταν μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου, η Μητέρα Εκκλησία του ανέθεσε πολλά και σημαντικά διοικητικά και πνευματικά καθήκοντα. Ο Γρηγόριος διετέλεσε πρόεδρος της συνοδικής επιτροπής που διηύθυνε το πατριαρχικό τυπογραφείο, πρόεδρος επίσης της συνοδικής επιτροπής για την διαχείριση των μοναστηριακών κτημάτων   και μέλος της εφορίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη υπήρξε η δράση του Γρηγορίου ως προέδρου του εκκλησιαστικού δικαστηρίου του Πατριαρχείου. Από της θέσεως αυτής ο Γρηγόριος άφησε λαμπρές αναμνήσεις για την επιδέξια διεύθυνση των πολυδαίδαλων  συζητήσεων στο ακροατήριο, τον αδέκαστο χαρακτήρα του και την μεγάλη προθυμία του για την επιτέλεση των καθηκόντων του. τελικώς, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος επανέκαμψε εκ της Κωνσταντινουπόλεως στην έδρα της μητροπολιτικής του επαρχίας, στα Ιωάννινα, κατά τον Μάϊο του 1894.
            Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που ως γνωστόν απέβη εις βάρος της μικρής τότε Ελλάδος. Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος προφύλαξε και κυριολεκτικώς έσωσε τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό από βέβαιη σφαγή. Οι Οθωμανοί ήταν έτοιμοι να πνίξουν στο αίμα τα Ιωάννινα, αλλά τότε ο Γρηγόριος ανόρθωσε το ανάστημά του ως αρχιερέως και ποιμενάρχου και σε κοινή συνεργασία με τους γενικούς προξένους των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που είχαν την έδρα τους στα Ιωάννινα, απέτρεψε την γενική σφαγή των ρωμιών στην ευρύτερη μητροπολιτική περιφέρεια των Ιωαννίνων.
            Το ίδιο έτος και επ’ αφορμή της σωτηρίου δράσεως και παρεμβάσεώς του, ο Γρηγόριος ετιμήθη υπό του τότε αντιβασιλεύοντος και διαδόχου του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνου με το ελληνικό παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού. Συγχρόνως δε έλαβε υπό του αυτοκράτορος της Ρωσίας τον Μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και υπό του ηγεμόνος του Μαυροβουνίου τον Μεγαλόσταυρο του Δανιήλου. Αλλά και ο Σουλτάνος είχε τιμήσει τον Γρηγόριο κατά το έτος 1885, όταν ήταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, με το επίσημο κρατικό παράσημο Οσμάνιε της Β΄ τάξεως, το οποίο ολίγοι μόνο Ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ηξιώθησαν να λάβουν από τον αλλόθρησκο μάλιστα δυνάστη.
            Όταν την 25η Οκτωβρίου του 1894 παραιτήθη του θρόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος ο Η΄ (1891-1894), ο Γρηγόριος έθεσε υποψηφιότητα για τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και όταν η Ιερά Σύνοδος υπέβαλε προς έγκριση από την Υψηλή Πύλη τον κατάλογο των προς εκλογή υποψηφίων, το αρμόδιο υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων διέγραψε τα ονόματα 7 υποψηφίων αρχιερέων μεταξύ των οποίων ήταν και το όνομα του Γρηγορίου. Έτσι, Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη στις 20 Ιανουαρίου 1895 ο Μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου Άνθιμος ο Ζ΄ (1895-1897), τον οποίο ο Γρηγόριος στο παρελθόν είχε φιλοξενήσει επί μακρόν στην Μητρόπολή του, στα Ιωάννινα, όταν ο Άνθιμος είχε αρνηθεί την μετάθεσή του από την Μητρόπολη Αίνου στην Μητρόπολη της Αγχιάλου και επροτίμησε να ιδιωτεύσει στην πόλη των Ιωαννίνων. Πληροφορούμεθα επίσης από το περιοδικό της ʺΕκκλησιαστικής Αλήθειαςʺ ότι ο Γρηγόριος εκλήθη για δεύτερη φορά ως μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου επί των ημερών του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου του Ε΄ (1897-1901).
            Στις 27 Μαρτίου του 1901, όταν παραιτήθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε΄ και εχήρευσε ο πατριαρχικός θρόνος, ο Γρηγόριος έθεσε και πάλι υποψηφιότητα, αλλά το υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων διέγραψε το όνομα τόσο του ιδίου, όσο και άλλων 6 υποψηφίων Αρχιερέων από τον κατάλογο των υποψηφίων προς εκλογή. Έτσι, κατά την 25η Μαΐου του 1901 νέος Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη για δεύτερη φορά ο αείμνηστος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ (1901-1912).

5) Η τιμητική μετάθεσή του στην γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού (1902-1925).
            Επί των ημερών του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄ και ειδικά κατά το έτος 1902 ο Γρηγόριος ανυψώθη με μια ιδιαίτερα ευμενή μετάθεση και εκλογή στην γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού και συγχρόνως εκλήθη για Τρίτη φορά μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου. Κατά δε την διάρκεια της συνοδικής του θητείας ο Γρηγόριος διορίσθηκε πρόεδρος του Διαρκούς Εθνικού Συμβουλίου των Πατριαρχείων και μέλος πολλών άλλων πατριαρχικών και συνοδικών επιτροπών.
            Την περίοδο εκείνη ο Μητροπολίτης Γρηγόριος έλαβε τιμητικά τον Μεγαλόσταυρο του Αγίου Σάββα από μέρους του βασιλέως της Σερβίας. Ως Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού ο Γρηγόριος τιμήθηκε και από την αυστριακή Κυβέρνηση, λαμβάνοντας τον Μεγαλόσταυρο του Φραγκίσκου Ιωσήφ, επειδή είχε παραδώσει στην επίσημη ουγγρική αντιπροσωπία τα οστά των μελών της ακολουθίας του πρίγκηπος της Τρανσυλαβανίας Ρακότση. Τον Γρηγόριο ετίμησε επίσης για δεύτερη φορά η Υψηλή Πύλη, όταν τον παρασημοφόρησε με το μετάλλιο Μετζηδιέ, αλλά και η περσική Κυβέρνηση με αντίστοιχης αξίας και τιμής παράσημο.
            Όταν το 1912 εκοιμήθη ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ και εξελέγη νέος Οικουμενικός Πατριάρχης στις 28 Ιανουαρίου του 1913 ο από Χαλκηδόνος Γερμανός ο Ε΄ (1913-1918), ο Γρηγόριος ως γέρων Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού και κατ’ εφαρμογή της ανέκαθεν επικρατούσας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο εκκλησιαστικής τάξεως, απέδωσε την πατριαρχική ράβδο στον νεοεκλεγέντα πατριάρχη Γερμανό Ε΄, τον οποίο προσεφώνησε ως εξής: ʺΠαναγιώτατε Δέσποτα Οικουμενικέ Πατριάρχα, την Ιεράν και ποιμαντικήν ταύτην ράβδον, την εκ Θεού Σοί, δι’ εμού, δεδομένην ανά χείρας λαμβάνουσα η Υψ. Θειοτάτη και προσκυνητή μοι παναγιότης ποίμανον θεαρέστως το εμπιστευθέν Σοί, λογικόν του Χριστού ποίμνιον, εδραζομένη θεόθεν επί τον οικουμενικόν και υπέρτατον τούτον θρόνον εν ειρήνη, εις έτη πάμπολλα και πανευδαίμονα. Αμήνʺ.
            Στην κρίσημη περίοδο (1918-1922) ο Νητροπολίτης Γρηγόριος ανεμείχθη ενεργά στα εκκρεμή εκκλησιαστικά ζητήματα που απασχολούσαν το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, αλλά και στα σοβαρά εθνικά θέματα, τα οποία είχαν άμεσες συνέπειες στην παρουσία, πορεία και επιβίωση της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
            Στις 12 Οκτωβρίου του 1918 παραιτήθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός ο Ε΄ (1913-1918) και το Οικουμενικό Πατριαρχείο εισήλθε σε μια κρίσημη περίοδο που είχε να κάνει με το ζήτημα της εκλογής νέου Πατριάρχου. Εξαιτίας όμως των έντονων πολιτικών παθών στην Ελλάδα ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς σε συνδυασμό με το ανοικτό πολεμικό μέτωπο στην Μικρά Ασία, η εκλογή νέου Πατριάρχου ανεβλήθη δύο φορές, ύστερα μάλιστα και από την παρέμβαση της ελληνικής Κυβερνήσεως, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο την περίοδο εκείνη διοικούνταν από τον τοποτηρητή του θρόνου και την Ιερά Σύνοδο. Σημειωτέον επίσης ότι ακόμη και οι Αρχιερείς του Πατριαρχείου, τόσο εκείνοι των εν Τουρκία Μητροπόλεων, όσο και εκείνοι των εν Ελλάδι που υπήγοντο στο Φανάρι, είχαν, δυστυχώς, διαιρεθεί σε δύο παρατάξεις, μία βενιζελική και μία φιλοβασιλική.
            Τα δύο εκλεκτορικά σώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις αρχές της Ανοίξεως του 1921 απεφάσισαν να διενεργήσουν την εκλογή Πατριάρχου στις 12 Απριλίου του 1921, η οποία όμως ανεβλήθη για δεύτερη φορά. Εν τω μεταξύ η εν Ελλάδι Ιεραρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού έλαβε την άδεια της βασιλικής Κυβερνήσεως των Αθηνών και παρά την απαγόρευση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου, συνεκλήθη σε σώμα στην Αδριανούπολη, που το αποτελούσαν 40 Αρχιερείς, μεταξύ των οποίων και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, ο οποίος ήταν ο πρώτος τη τάξει Αρχιερεύς ανάμεσά τους. οι συγκεντρωθέντες Αρχιερείς κατά την τελευταία συνεδρίασή τους, στις 29 Μαΐου του 1921, απεφάσισαν: α) την αναβολή της εκλογής Οικουμενικού Πατριάρχου και β) την εν καιρώ διεξαγωγή της πατριαρχικής εκλογής με την συμμετοχή του συνόλου της Ιεραρχίας του Πατριαρχείου, αλλά και λαϊκών εκπροσώπων από όλες τις επαρχίες του θρόνου.
            Υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Γρηγορίου, ως πρώτου τη τάξει Αρχιερέως, απεφασίσθη η αποστολή επίσημης αντιπροσωπείας στο Πατριαρχείο προκειμένου να καταθέσει στην Ιερά Σύνοδο το υπόμνημα των προτάσεων της συγκληθείσης Ιεραρχίας. Τελικώς, την επίσημη αντιπροσωπεία του συνεδρίου της Αδριανουπόλεως ενώπιον της Ιεράς Συνόδου αποτελούσαν οι Μητροπολίτες Ηρακλείας Γρηγόριος, Αδριανουπόλεως Πολύκαρπος, Ιωαννίνων Σπυρίδων και Σμύρνης Χρυσόστομος, οι οποίοι μετέβησαν στο Φανάρι και κατέθεσαν το υπόμνημα των προτάσεών τους.
            Τον Σεπτέμβριο του 1921 οι παραπάνω Ιεράρχες υπό τον συντονισμό του Μητροπολίτου Γρηγορίου μετέβησαν στην Αθήνα, ύστερα από πρόσκληση της ελληνικής Κυβερνήσεως, προεκειμένου να παραβρεθούν στις εορταστικές εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από την νικηφόρα Επανάσταση του 1821 και για να ανταλλάξουν σκέψεις για την αντιμετώπιση του ζητήματος της πατριαρχικής εκλογής. Απέστειλαν μάλιστα από την Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1921 και επίσημη επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την οποία κατέστησαν σαφές στο Φανάριο ότι θα κοινοποιούσαν τις αποφάσεις τους στην Μητέρα Εκκλησία με επίσημο υπόμνημά τους.
            Η πατριαρχική εκλογή τελικώς διεξήχθη την 25η Νοεμβρίου του 1921 και νέος Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη ο Μελέτιος Μεταξάκης (1921-1923). Κατά δε την ημέρα της επισήμου ενθρονίσεως του Μελετίου Δ΄ στο Φανάρι και επειδή απουσίαζε ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, την πατριαρχική ράβδο ενεχείρησε στον νεοεκλεγέντα Πατριάρχη ο Μητροπολίτης Καισαρείας (ο από Μαρωνείας) Νικόλαος Σακκόπουλος.
            Παρά το γεγονός όμως ότι το ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής είχε κλείσει οριστικά για το Πατριαρχείο με την εκλογή του Μελετίου Δ΄, ωστόσο οι αντιφρονούντες αντιβενιζελικοί Ιεράρχες του Πατριαρχείου αντιδρούσαν στην εκλογή του βενιζελικού Μελετίου και γι’ αυτό σε συνεργασία με την βασιλική Κυβέρνηση της Ελλάδος συνήλθαν στην Θεσσαλονίκη, παρόλο που το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε απαγορεύσει την σύγκληση και συνεδρίασή τους, προκειμένου να αποφασίσουν τον τρόπο της αντιδράσεως και τις μελλοντικές ενέργειές τους στην κοινή προσπάθειά τους να απομακρύνουν τον Μελέτιο από τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
            Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1921 συνήλθαν στην Θεσσαλονίκη 38 Ιεράρχες του πατριαρχικού θρόνου και κατέληξαν στην κοινή απόφαση να μην αναγνωρίσουν την εκλογή του Πατριάρχου Μελετίου Δ΄. σημειωτέον δε ότι με την απόφαση αυτή συμφώνησε και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, ο οποίος όμως δεν παρέστη στις συνεδριάσεις της Ιεραρχίας, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Πολύκαρπο.
            Όσον αφορά την εκκλησιαστική, ποιμαντική και εθνική δράση του Μητροπολίτου Γρηγορίου στην μητροπολιτική περιφέρεια Ηρακλείας και Ραιδεστού, πρέπει να σημειώσουμε ότι υπήρξε μοναδική. Η δε προσφορά του σε έργα φιλανθρωπίας, ελεημοσύνης και παιδείας υπήρξε απαράμιλλη.
            Το έργο και η έντονη δραστηριότητα του Μητροπολίτου Γρηγορίου στην πόλη της Ραιδεστού μαρτυρείται από την εποχή ακόμη που ήταν αρχιμανδρίτης στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όταν το έτος 1873 είχε καταθέσει το θεμέλιο λίθο του μετέπειτα ανεγερθέντος κτιρίου του θρακικού φιλεκπαιδευτικού συλλόγου, αλλά και αργότερα ως Μητροπολίτης της επαρχίας αυτής, όταν έθεσε τον θεμέλιο λίθο του κεντρικού παρθεναγωγίου, τα «Θεοδωρίδεια», του κεντρικού Αρρεναγωγείου «Γεωργιάδειον», του νηπιαγωγείου Κορνάλειος, ¨Γεςωργειάδειον» και της μεγάλης κοινοτικής αποθήκης στην αποβάθρα της πόλεως. Ως Μητροπολίτης Ηρακλείας ο Γρηγόριος αγόρασε και επισκεύασε με δικά του χρήματα την οικία Γιάγκου, την οποία εν συνεχεία προσέφερε δωρεάν για να χρησιμοποιηθεί ως μητροπολιτικό μέγαρο της ελληνικής κοινότητος της Ραιδεστού υπό τον σοφό όρο να δίδει ο εκάστοτε Μητροπολίτης Ηρακλείας κατ’ έτος στα σχολεία της πόλεως το ποσό των 35 χρυσών λιρών για την εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία τους.
            Για όλη την παραπάνω φιλανθρωπική και απλόχερη προσφορά του Γρηγορίου, οι πρόκριτοι και προυχοδημογέροντες της κοινότητος Ραιδεστού ανέγραψαν τιμητικώς στον επίσημο δημογεροντικό κώδικα της κοινότητος τα εξής: «Την Α. Σ. τον Μητροπολίτη Γέροντα Άγιον Ηρακλείας και Ραιδεστού Κύριον Γρηγόριον Καλλίδην, δια τε την δωρεάν του μητροπολιτικού οικήματος και δι’ όλας τας ενεργείας και προσπαθείας, ας μετά πατρικής στοργής κατέβαλεν υπέρ της ανεγέρσεως των τριών καλλιμαρμάρων σχολικών κτιρίων της κοινότητος, ανακηρρύσομεν Μέγαν Ευεργέτην και αναστηλώνει (η κοινότης) την εικόνα αυτού των Μ. Ευεργετών».
Η φιλανθρωπική δράση του Μητροπολίτου Γρηγορίου δεν περιορίσθηκε μόνο στα παραπάνω δημόσιας ωφέλειας έργα. Ο ίδιος επιπλέον είχε καταθέσει όλες τις υπόλοιπες οικονομίες του σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας προς εξασφάλιση του μισθού του εκάστοτε δημοδιδασκάλου της ιδιαίτερης πατρίδος του, που ήταν το χωριό Κουμβάο. Γι’ αυτό το λόγο και οι τοπικοί κοινοτικοί άρχοντες ονόμασαν την δημοτική σχολή με το επώνυμό του, «Καλλίδειος Σχολή». Συνέδραμε επίσης οικονομικά την οικογένειά του και με δικά του χρήματα σπούδασε, εκτός άλλων, στην θεολογική Σχολή της Χάλκης τον ανεψιό του, βοηθό επίσκοπο Ναζιανζού Ιωάννη Τζαννέτη, τον ανεψιό του, ιατρό στο επάγγελμα, Άγγελο Καλλίδη, ο οποίος υπήρξε πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και Παρισίων. Εβοήθησε δε οικονομικά και κάποιο μακρινό συγγενή του, προκειμένου εκείνος να ολοκληρώσει τις νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
            Παράλληλα όμως με την ποιμαντική και φιλανθρωπική του προσφορά ο Γρηγόριος επέδειξε ως Μητροπολίτης Ηρακλείας και σημαντική εθνική δράση, αφού ήλθε αντιμέτωπος τόσο με τους βουλγάρους εξαρχικούς, όσο και με τους νεοτούρκους ή νεοθωμανούς, οι οποίοι καταδυνάστευαν του ρωμιούς της μητροπολιτικής του επαρχίας. Αξιομνημόνευτο δε είναι και το παρακάτω γεγονός. Όταν λοιπόν στην Ανατολική Θράκη κυριαρχούσαν οι αντάρτικες-ληστρικές ομάδες του Δζαφέρ Ταγιάρ, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος χάρις στην συνετή πολιτεία και συμπεριφορά του έναντι των οπλοφορούντων μελών της νεοτουρκικής οργανώσεως του Ταγιάρ κατόρθωσε να σώσει την Ραιδεστό που εκινδύνευσε να γίνει παρανάλωμα του πυρός και τους Έλληνες κατοίκους της, οι οποίοι απειλήθηκαν άμεσα να σφαγούν όλοι στο σύνολό τους. Για τον λόγο αυτό οι Ραιδεστινοί δεν ελησμόνησαν ποτέ ότι η σωτηρία τους οφείλετο στον Μητροπολίτη Γρηγόριο.
            Στη Ραιδεστό ο Γρηγόριος ευτύχησε να δεί, μετά από τόσους αιώνες μαρτυρικής οθωμανικής σκλαβιάς, τους Έλληνες Χριστιανούς της Θράκης να γεύονται τον ζωογόνο αέρα της ελευθερίας. Συνεργάσθηκε γόνιμα με τους Αρμενίους, Εβραίους και Τούρκους προκειμένου η απελευθέρωση της μητροπολιτικής του περιφέρειας από τους Βουλγάρους να γίνει αναίμακτα. Έτσι, ηξιώθη να υποδεχτεί στις 7 Ιουλίου του 1920 τον ελευθερωτή ελληνικό στρατό της στρατιάς Σμύρνης και αυθημερόν τον Έλληνα Βασιλέα Αλέξανδρο.
            Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος υπήρξε επίσης το πρώτο μέλος της θρακικής επιτροπής Ορθοδόξων, Μουσουλμάνων, Αρμενίων και Ισραηλιτών, που εξέφρασε επισήμως τις ευχαριστίες και την άπειρη ευγνωμοσύνη των κατοίκων της μητροπολιτικής του περιφέρειας στον Βασιλέα Αλέξανδρο και στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου για την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης και έλαβε μέρος στην εορτή των εθνικών επινικίων στην Αθήνα. Ο Γρηγόριος μετέβη και για δεύτερη φορά στην Αθήνα μαζί με τους υπολοίπους πνευματικούς αρχηγούς και αιρετούς εκπροσώπους της Θράκης, προκειμένου να παραβρεθεί στην επίσημη υποδοχή του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
            Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης Γρηγόριος περιήλθε όλες σχεδόν τις επαρχίες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας ενθαρρύνοντας την επάνοδο και επιστροφή των προσφύγων Θρακών στις ελεύθερες τότε πατρογονικές εστίες τους στην Ανατολική Θράκη. Στον αγώνα του αυτό είχε συμπαραστάτη και τον Έλληνα υπουργό της εθνικής περιθάλψεως.
            Η ελευθερία όμως της Ανατολικής Θράκης δεν διήρκεσε για πολύ και το 1923 πέρασε οριστικά υπό τουρκική κυριαρχία. Τότε οι Θράκες αναγκάσθηκαν και εγκατέλειψαν τις πατρογονικές του εστίες και ακολούθησαν την οδό της προσφυγιάς στην Δυτική Θράκη και την Μακεδονία. Έτσι, το έτος 1923 αναγκάσθηκε και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος να γευθεί και ο ίδιος το πικρό ποτήριο της προσφυγιάς. Για τον λόγο αυτό ο Γρηγόριος δεν παρέστη στην τελετή της ενθρονίσεως του Πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄ (1923-1923) και δεν ενεχείρησε, σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη και παράδοση της Μητρός Εκκλησίας, την ποιμαντορική ράβδο στον νεοεκλεγέντα Οικουμενικό Πατριάρχη. Σημειωτέον εν προκειμένω ότι ο εκάστοτε Μητροπολίτης γέρων Ηρακλείας ήταν πάντοτε μέλος κάθε εκλογικής συνελεύσεως για την ανάδειξη νέου Οικουμενικού Πατριάρχου και αυτός μόνο κατά αρχαιότατο έθος και παράδοση απέδιδε την πατριαρχική ράβδο στον εκάστοτε νέο Οικουμενικό Πατριάρχη, επειδή το αρχαίο Βυζάντιο υπήρξε αιώνες πριν επισκοπή της Μητροπόλεως Ηρακλείας (Βισάνθης).

6) Η αναγκαστική εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη, το τέλος του βίου του και η αναγνώρισή του ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
            Ύστερα από την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) που επεβλήθη στους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης ο Μητροπολίτης Γρηγόριος έφυγε μαζί με το ποίμνιό του και εγκαταστάθηκε εφησυχάζων στην Θεσσαλονίκη, όπου λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του ευτύχησε να εορτάσει το Ιωβηλαίο των πενήντα ετών της αρχιερωσύνης του.
            Ο Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού εκοιμήθη την 25η Ιουλίου του 1925 σε ηλικία 81 ετών. Η κηδεία του ετελέσθη την επομένη, 26η Ιουλίου1925 από τους Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, Κασσανδρίας Ειρηναίο, Καμπανίας Διόδωρο και τον επίσκοπο Απολλωνιάδος Ιωακείμ, ο οποίος συνέγραψε και συντομότατη βιογραφία του. Ο Γρηγόριος ετάφη στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας και το 1981 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Β΄ (1974-) προέβη στην ανακομιδή των λειψάνων τόσο του ιδίου, όσο και άλλων Μητροπολιτών-μακεδονομάχων, τα οποία κατά την 29η Μαΐου του 1982 τοποθέτησε στην κρύπτη του Μακεδονικού Αγώνος, που ευρίσκεται κάτω από το Ιερό Βήμα του μητροπολιτικού ναού Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσσαλονίκης. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι το 1925 ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης αφιέρωσε προς τιμήν του Γρηγορίου Καλλίδη ένα πανηγυρικό τεύχος του περιοδικού «Γρηγόριος Παλαμάς».
            Ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμων ο Β΄ πριν από λίγα χρόνια υπέβαλε αρμοδίως δια της Εκκλησίας της Ελλάδος το αίτημα της αναγνωρίσεως του Γρηγορίου ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο όντως πριν από λίγο καιρό αναγνώρισε τον Γρηγόριο ως Άγιο της Εκκλησίας μας και όρισε να τιμάται η μνήμη του και μαζί η ανακομιδή των αγίων και θαυματουργών λειψάνων του, στις 20 Οκτωβρίου εκάστου έτους. Το Ιερό και θαυματουργό λείψανο του Γρηγορίου ευρίσκεται σήμερα ολόσωμο στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, όπου ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος την 29η Μαΐου 2003 ανακοίνωσε επίσημα την αναγνώρισή του ως Αγίου της Εκκλησίας και την αναγραφή του ονόματός του στο Αγιολόγιο και εορτολόγιο της Εκκλησίας μας.
            Εναπόκειται τώρα σ’ όλους εμάς, κλήρο και λαό της Θράκης, να τιμήσουμε σεμνοπρεπώς και μεγαλοπρεπώς τον νέο Θρακιώτη Άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας με την ανέγερση ιερών ναών ή παρεκκλησίων προς τιμήν του ονόματός του. Οι κατά τόπους Μητροπολίτες της Θράκης μας οφείλουν να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό, το οποίο θα καταστήσει γνωστότερο στο λαό της Θράκης το όνομα του πρώτου Θρακιώτου Αγίου του 21ου αιώνος.

Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2013

Αφιέρωμα στον Αρχιμανδρίτη π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο (1877-1964) για τη συμπλήρωση 49 χρόνων από την κοίμησή του...


ΙΔΡΥΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΑΣΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΤΡΩΝ

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ... μαρτυρίες και χειρόγραφα γράμματά του απ' όπου αναδύεται η στοργικότητα και γλυκύτητα με την οποία μιλούσε και «αγκάλιαζε» τα παιδιά
Αμέριστον το ενδιαφέρον δια τα παιδιά
«...έχω πολλά να ενθυμώμαι από την χριστιανική ζωήν του. Ιδιαίτερα όμως χαραγμένον μένει εις την ψυχήν μου το ενδιαφέρον του αείμνηστου δια τα παιδιά.
Επίστευεν ο μακάριος ότι τα παιδιά αποτελούν την απαλήν και εύπλαστον ζύμην, η οποία καταλλήλως διαπλασσομένη με τα διδάγματα του Χριστού είναι δυνατόν να αποτελέση τους αυριανούς συνειδητούς Χριστιανούς, τα πιστά και αφωσιωμένα μέλη της Εκκλησίας, τους φρουρούς της Πίστεως και της Ελλάδος, τους πολίτας της Βασιλείας του Χριστού.
Δι' αυτό τα λόγια του Χριστού «άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με...» έγιναν ο «Ύμνος» των Κατηχητικών του Σχολείων , τα οποία υπήρξαν τα πρώτα εις την Ελλάδα.
Δι' αυτό και μέχρι τέλους της ζωής του ήτο αφωσιωμένος εις το παιδί, το Κατηχητικόν Σχολείον, την παιδική κατασκήνωσιν.
Ήτο δε τόση η τρυφερότης του δια το παιδί ώστε ποτέ να μη δύναται να παραβλέψη τας ικεσίας, τα παιδικά αιτήματα και τας παρακλήσεις του....»
Ο Αυστραλίας Ιεζεκιήλ (+)
Εικόνα: καθαρισμός του χώρου της κατασκήνωσης, με το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στην τότε μορφή του(στο βάθος)στα Συχαινά Πατρών





ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ 1994
Ι.Μ. ΥΔΡΑΣ ΣΠΕΤΣΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΝΗΣ
Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟ Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Δ. ΡΟΥΒΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΙΜΟΥ ΥΛΙΚΟΥ
πηγή

Παρασκευή, Μαΐου 17, 2013

Ησυχαστής παπά-Δανιήλ Αγιοπετρίτης



Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση 
   Ο παπα-Δανιήλ ο Αγιοπετρίτης ήταν ένας μεγάλος ησυχαστής στη γενεά του και μιμητής  του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, του πρώτου και μεγαλυτέρου Αθωνίτου Ησυχαστού. Αγωνίστηκε στον ίδιο χώρο, αλλά η χρονική απόσταση από μας και ο τρόπος της ζωής του δεν άφησαν να γίνουν γνωστά παρά μόνο λίγα στοιχεία από την ασκητική του βιωτή.
   Η πατρίδα του και η ζωή του γενικά πριν γίνει μοναχός δεν είναι γνωστά. Έγινε μοναχός στον Άγιο Πέτρο από τον ενάρετο Γέροντα και πνευματικό παπα-Αντώνιο ο οποίος έγινε Γέροντας της σπηλιάς-προσκυνήματος στις 15-9-1874.
Αφού διέπρεψε στα μοναχικά αγωνίσματα, ο καλός υποτακτικός π. Δανιήλ κρίθηκε από το Γέροντά του άξιος να λάβει τη χάρη της Ιεροσύνης. Χειροτονήθηκε στη Λαύρα διάκονος και Πρεσβύτερος και έκτοτε δεν βγήκε από το Ησυχαστήριο του Αγίου Πέτρου. Πουθενά δεν πήγε ως την κοίμησή του.
   Στις 1-4-1909 αναγνωρίσθηκε ως Γέροντας και Πνευματικός. Φαίνεται πως μέχρι τότε έζησε ο Γέροντάς του.
   Ο παπα-Δανιήλ είχε τυπικό όλη τη νύχτα να αγρυπνεί. Θεωρούσε αμαρτία να τον βρει το σκοτάδι στο κρεβάτι. Ξεκουραζόταν το απόγευμα και όταν νύχτωνε, άρχιζε την καθημερινή αγρυπνία του. Στο τέλος της αγρυπνίας τελούσε κάθε ημέρα τη θεία Λειτουργία. Και τη Μ. Σαρακοστή κάθε μέρα έκανε Προηγιασμένη.

Οι θείες Λειτουργίες του κρατούσαν ώρες, γιατί συχνά ηρπάζετο σε θεωρία και από την πολλή κατάνυξη δυσκολευόταν να λέει τις εκφωνήσεις. Το πρωί ξεκουραζόταν λίγο και την ημέρα φορώντας ράσο και κουκούλι έκανε τις απαραίτητες εργασίες στο κελί του ή εξομολογούσε μοναχούς. Απ' ό, τι φαίνεται δεν διέκοπτε την πνευματική του εργασία όλη την ημέρα και απέφευγε την επικοινωνία και συνομιλία με ανθρώπους.
   Κατά το μεσημέρι έτρωγε το ασκητικό του φαγητό και απεσύρετο να ξεκουραστεί για τη νυχτερινή αγρυπνία του. Η ζωή του ήταν ασκητική και απλή. Ούτε τζάμια δεν είχαν στα παράθυρα. Είχαν ένα τζάκι και κάτι παλαιές κτιστές σόμπες. Το χειμώνα το χιόνι σε κείνα τα μέρη ξεπερνά τα δύο μέτρα.
   Κάποτε ένας γέροντας έστειλε το καλογέρι του να εξομολογηθεί στον παπα-Δανιήλ. Το καλογέρι πήγε, χτύπησε την πόρτα και είπε το "Δι' ευχών...", αλλά απόκριση δεν πήρε.
Κοίταξε τότε από το παράθυρο της Εκκλησίας και είδε τον παπα-Δανιήλ γονατιστό κάτω από τον πολυέλαιο να προσεύχεται και να είναι μέσα σε φλόγες. Έτρεξε αμέσως στο Γέροντά του και του είπε έντρομος ότι ο πνευματικός καίγεται. Έτρεξαν μαζί στον Άγιο Πέτρο και βρήκαν τον παπα-Δανιήλ ήσυχο, σε φυσιολογική κατάσταση.
   Ο παπα-Δανιήλ πήρε υποτακτικό και τον ονόμασε Αντώνιο στο όνομα του Γέροντός του. Κάποτε ο υποτακτικός αρρώστησε και πήγε στη Λαύρα όπου έμεινε για ένα διάστημα μέχρι να αναρρώσει. Σ' αυτό το διάστημα ξελειτουργούσε κάθε μέρα τον παπα-Δανιήλ ένας γείτονάς του που έμενε σε γειτονικό κελί λίγο πιο κάτω. Ο παπα-Δανιήλ έπαιρνε καιρό και άρχιζε την Προσκομιδή. Στην καθορισμένη ώρα ερχόταν ο μοναχός και άρχιζαν τη θεία Λειτουργία.
   Κάποια μέρα έκανε την Προσκομιδή, αλλά ο μοναχός που θα τον ξελειτουργούσε, δεν φαινόταν. Κατάλαβε ότι κάτι του συνέβη. Λυπημένος προσευχόταν, χωρίς να γνωρίζει τι πρέπει να κάνει. Οπότε είδε να μπαίνουν τρεις μοναχοί. Προσκύνησαν και με αγαλλίαση ο παπα-Δανιήλ άρχισε τη θεία Λειτουργία, ενώ αυτοί έψαλλαν.
   Όταν τελείωσαν, ο παπα-Δανιήλ ήθελε να λύσει την απορία του. Τους ρώτησε ποιοί ήταν και πώς βρέθηκαν τέτοια ώρα στην ερημιά. Του απάντησαν ότι ήταν οι κτήτορες των Ιβήρων και ότι τους έστειλε ο Κύριος˙ μετά εξαφανίσθηκαν.
   Ο χαριτωμένος Ιερουργός του Υψίστου εκτός των άλλων μετέδιδε τα Θεία Μυστήρια και στους γυμνούς και αοράτους ασκητές που ζούσαν και κυκλοφορούσαν σε κείνα τα μέρη.
   Στον παπα-Δανιήλ πήγαιναν τρεις ώρες δρόμο τη νύχτα ο γερο-Ιωσήφ ο ησυχαστής με τον συνασκητή του γερο-Αρσένιο, για να λειτουργηθούν και να κοινωνήσουν. Από όσους ασκητές γνώρισε - και τότε έβριθε η έρημος από εναρέτους ασκητές - ο παπα-Δανιήλ ήταν σε πιο μεγάλη κατάσταση, όπως αναφέρει ο γερο-Ιωσήφ:
   "Ήτον και άλλος πλέον θαυμασιώτερος εις τον Άγιον Πέτρον τον Αθωνίτην, ο παπα-Δανιήλ, ο οποίος ήτον μιμητής του Μεγάλου Αρσενίου. Άκρον σιωπηλός, έγκλειστος, εφ' όρου ζωής λειτουργός. Εξήκοντα έτη μήτε μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήσει την θείαν Λειτουργίαν.
 Και την Μεγάλην Σαρακοστήν όλες τις ημέρες έκαμε Προηγιασμένες. Και μέχρι τελευταίας ημέρας υπέργηρος ετελειώθη χωρίς ασθένειαν. Η δε Λειτουργία του εκράτει πάντοτε τρισήμισι ή τέσσαρες ώρες, διότι δεν ηδύνατο να προφέρει τας εκφωνήσεις από την κατάνυξιν˙ από τα δάκρυα πάντοτε εμούσκευε μπροστά του το χώμα.
Δι' αυτό δεν ήθελε κανείς ξένος να είναι στη Λειτουργία του διά να μη βλέπει την εργασία του. Αλλ' εγώ επειδή με πολλήν θέρμην τον παρακάλεσα, με εδέχετο. Και την κάθε φοράν όπου πήγαινα - τρεις ώρας βαδίζων ολονυκτίως διά να παρασταθώ εις αυτήν την φρικώδη όντως θείαν παράστασιν - μου έλεγε και ένα ή δύο ρητά εβγαίνοντας από το ιερόν και αμέσως εκρύπτετο έως την άλλην ημέραν. Αυτός είχεν εφ' όρου ζωής ολονύκτιον αγρυπνίαν και νοεράν προσευχήν. Από αυτόν και εγώ πήρα "τάξιν" και έλαβα μεγίστην ωφέλειαν.
Έτρωγε εικοσιπέντε δράμια ψωμί κάθε ημέραν και ήτον όλος μετέωρος εις την Λειτουργίαν του. Και χωρίς να γίνει λάσπη το έδαφος δεν ετελείωνε Λειτουργίαν".
   Ο γερο-Ιωσήφ με το γερο-Αρσένιο, από ευγνωμοσύνη προς τον παπα-Δανιήλ για την ωφέλεια που έπαιρναν, του έκαναν μερικές εργασίες ή έκτιζαν κανένα πεζουλάκι.
   Ο παπα-Δανιήλ εκτός από τον π. Αντώνιο, είχε στη συνοδεία του και τον π. Πέτρο, τον γνωστό ως "Πετράκη" ο οποίος τον μιμήθηκε στον ησυχαστικό τρόπο της ζωής του, και τον π. Γεδεών ο οποίος ήταν εγγράμματος και χειροτονήθηκε ιερέας.
   Τον π. Αντώνιο, επειδή έδειχνε ανθρωπαρέσκεια και προσπαθούσε να φαίνεται ως καλός υποτακτικός μπροστά στον κόσμο, τον εταπείνωνε φωνάζοντάς τον "Αντώνη, έ Αντώνη".
   Όταν ο παπα-Δανιήλ είδε πρώτη φορά να πετά αεροπλάνο, με απορία είπε: "Τι είναι αυτό; Θα χαθεί ο κόσμος".
   Ο παπα-Δανιήλ όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες της ζωής του και αισθάνθηκε να πλησιάζει το τέλος του, φορώντας το ράσο του έκανε ένα περίπατο στην αυλή του κελιού, κοίταξε τον ουρανό, έστρεψε το βλέμμα του γύρω και ανεφώνησε: "Ω ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης".
   Την ίδια μέρα, αφού είχε λειτουργήσει, έφυγε για την αιώνιο ειρηνικά, χωρίς ασθένεια, πλήρης ημερών και κατάφορτος από αρετές και θεία χάρη, το έτος 1929.
   Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση 
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
"Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος"
σελ. 47-53

Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης - Ο ρασοφόρος Ακρίτας



karavaggelhs  article
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος*
Στην μακραίωνη και κοπιώδη πορεία του ελληνισμού στην αχανή λεωφόρο του χρόνου, η εξωτερική επιβουλή υπήρξε κεντρικό στοιχείο της ιστορικής παρουσίας του.
Μπόρεσε όμως πάντα ο ελληνισμός να υπερκεράσει όλα τα εμπόδια, να ανακτήσει την ελευθερία του όσες 
φορές παρέστη ανάγκη, αρδεύοντας δυνάμεις απο τις ακένωτες πηγές των ηθικών του εφοδίων, αλλά και απο την τιμλαφή πολιτιστική μας μήτρα της Ορθοδοξίας.
Παράλληλα όμως με την διαρκή ηθική και πνευματική στήριξη του γένους στους δαιδάλους της ιστορίας, η Ορθοδοξία προικοδότησε τον ελληνισμό με ακατάβλητους ρασοφόρους μαχητές της, που με τους πολυδύναμους και πολύτροπους αγώνες τους, κραταίωσαν την ελληνική ελευθερία.
 
Απο την ενεγερσία του ΄21 όπου η Ορθοδοξία έθρεψε πνευματικά τις ρίζες του σκλαβωμένου γένους, μέσα στο έρεβος της οθωμανικής δουλείας, την έξοχη ηθικά συμβολή της στο έπος του Μακεδονικού αγώνα, μέχρι και την εποποιΐα της εθνικής αντίστασης, την έναρξη της οποίας στην Πελοπόνησο κήρυξε ο απαράμιλλος Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος, η εκκλησία μας σφράγισε τους διαρκεις αγώνες για την ελληνική ελευθερία.
Κεντρικό ρόλο σ΄αυτή την πολυδύναμη συμβολή και προσφορά της εκκλησίας μας στους εθνοαπελευθερωτικούς αγώνες, έχει ο ακατάβλητος ρασοφόρος Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης.
Ένας γιγάντιος έλληνας που με τα εμπνευσμένα και ιδεοφόροα βήματά του στιγμάτισε ανεξίτηλα την ιστορική εκπόρευση του ελληνισμού, απο όλες τις επάλξεις τις οποίες υπηρέτησε την ελληνική πατρίδα.
Για να γνωρίσει πάραυτα την αχαριστία, την ηθική αμνησία του πολυεπίπεδου έργου του και την βάναυση ιστορική περιθωριοποίηση.
Τόσο απο την ελληνική πολιτεία, όσο και απο αυτή την ελλαδική εκκλησία, την οποία επίσης με θερμουργό πάθος και αυταπάρνηση υπηρέτησε.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης πέρα απο την τεράστια συμβολή του στους εθνοαπελευθερωτι-κούς αγώνες του ελληνισμού του Πόντου και της Μακεδονίας, υπήρξε συνάμα μια ακαταδάμαστη ευφυΐα, ένας γίγαντας του πνεύματος, αναγορευόμενος με τις λαμπρές θεολογικές του σπουδές και Δ/ρας της Φιλοσοφίας στη Λειψία, με αποτέλεσμα πολλές φορές να προσκρούσει στους μικρόψυχους και αρτηριοσκληρωτικούς μηχανισμούς της ελλαδικής πολιτείας και της εκκλησίας και να αποσπάσει έτσι την μήνιν και το ανελέητο κυνηγητό τους.karabaggelis
Δυο φορές του στέρησαν τον πατριαρχικό θρόνο, μια φορά την έδρα της Αρχιεπισκποπής Αθηνών, ενώ τον κυνήγησαν ανηλεώς με εκδικητικές παράλογες και ανεδαφικές μεταθέσεις, κορύφωση των οποίων ήταν η μετάθεσή του στην Επισκοπή Κεντρώας Ευρώπης – σήμερα Αυστραλίας – για να κλείσει ο κύκλος αυτής της ηθικής ασχημίας και ιστορικής απρέπειας, με την άρνηση !!! της ελληνικής πολιτείας να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας του, ενώ η διαμετακομιδή των λειψάνων του, θα γίνει εφικτή το 1959, μόλις 24 χρόνια μετά απο τον άδοξο θάνατό του.
Ας είναι λοιπόν το σημερινό τούτο κείμενός μας, ευλαβικό μνημόσυνο στην άχραντη ηθικά μορφή του ακατάβλητου ρασοφόρου πατριώτη και ας αποτελέσει συνάμα ένα ταπεινό συγνώμη, στις απαράδεκτες παραλείψεις της πολιτείας απέναντί του.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης είδε το φως της ζωής στις 16 Ιουνίου του 1866 στη Στύψη της Λέσβου, σε μια φτωχή και πολυμελή οικογένεια.
Προικοδοτημένος με σπουδαία πνευματικά τάλαντα αποφοίτησε με άριστα απο την Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1888.
Και αμέσως μόλις έλαβε το πτυχίο του χειροτονήθηκε διάκονος απο τον οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο τον Ε΄, που του προσέδωσε και το όνομα Γερμανός, πρός τιμήν του Ιδρυτή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Πατριάρχη Γερμανού του Α΄ (1842-1853).
Το φυσικό όνομά του ήταν Στυλιανός. Η πνευματική υπεροχή του νεαρού Γερμανού ήταν έκδηλη και βεβαίως δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη απο τον μεγαλοπαράγοντα και ομογενή επιχειρηματία Παύλο Σκυλίτση Στεφάνοβιτς (αποτελούσε θείο της Έλενας Βενιζέλου, συζύγου του εθνάρχη Ελυθερίου Βενιζέλου) όταν επεσκέφθη τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Ο τότε Σχολάρχης της Χάλκης αρχιμανδρίτης Γερμανός Γρηγοράς, είχε ζητήσει την οικονομική του στήριξη για την κάλυψη των μεταπτυχιακών σπουδών του νεαρού Καραβαγγέλη στην Ευρώπη. Και ο ομογενής με γεναιοδωρία, ανέλαβε τα έξοδα του φερέλπιδος ρασοφόρου.
Με την συγκατάθεση και του Πατριάρχη που συνιστούσε τον πνευματικό μέντορά του, ο Γερμανός αναχώρησε για την Λειψία της Γερμανίας, όπου και παρακολούθησε για τρία χρόνια μαθήματα φιλοσοφίας.
karabaggelis2Παράλληλα για ένα εξάμηνο παρακολούθησε μαθήματα εκκλησιαστικής ιστορίας, απο Καθολικούς, Προτεστάντες και Παλαιοκαθολικούς καθηγητές στη Βόννη.
Το 1891 ο Γερμανός αποπεράτωσε την Διδακτορική του διατριβή, έχοντας ως θεματικό αντικείμενο «Την περί Θεού διδασκαλία του Θεόφιλου Αντιοχείας».
Και την ίδια χρονιά μετακαλείται απο τον Πατριάρχη Διονύσιο τον Ε΄στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα καθηγητή εκκλησιαστικής ιστορίας, καθώς και άλλων μαθημάτων στην χηρεύουσα θέση του επίσης Λέσβιου Αρχιαδιακόνου Φωτίου Αλεξανδρίδη, που εν τω μεταξύ έχει αναλάβει καθήκοντα Σχολάρχη στην Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσώλυμα.
Για πέντε χρόνια ο Γερμανός θα μείνει στην Σχολή διδάσκοντας μέχρι το 1896, Ομιλητική Εκκλησιαστική Ιστορία και Εβραϊκή Αρχαιολογία.
Και στις 6 Μαρτίου του 1894, ο Καραβαγγέλης λαμβάνει τον τίτλο του πρεσβύτερου απο τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Η΄(1891-1894).
Τον Οκτώβριο του 1894 κάνει την επίσκεψή του στο Περιβόλι της Παναγίας -Άγιο Όρος- και επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση με την μοναστική ζωή.
Ομως η ζωή και ο στατικός χαρακτήρας ίσως του Αγίου Όρους, δεν ήταν συμβατοί με τον δυναμικό και ανυπόταχτο χαρακτήρα του, που αποζητούσε εναγωνίως τα δύσκολα πεδία κοινωνικής δράσης.
Δυο χρόνια αργότερα στις 20 Φεβρουαρίου του 1896 αποπερατώνεται η θητεία του Γερμανού ως καθηγητή της Χάλκης, δοθέντος ότι εκλέγεται Επίσκοπος Χαριουπόλεως, αρχιερατικός προϊστάμενος Σταυροδρομίου, της αριστοκρατικής συνοικίας «Πέραν» της Κωνσταντινουπόλεως πλησιάζοντας στην ηλικία των 30 χρονών.
Θα περάσουν τέσσερα χρόνια και στις 21 Οκτωβρίου του 1900, ο Γερμανός ανέρχεται στο πολυπόθητο αξίωμα της Ιεραρχίας του Μητροπολίτη.
Εκλέγεται Μητροπολίτης στην εθνικά ευαίσθητη περιοχή της Καστοριάς, που ήδη έχει αρχίσει να αποτελεί κεντρικό στόχο του Βουλγαρικού κομιτάτου. Προκειμένου να εκβουλγαρίσει τους ελληνικούς πληθυσμούς και να τους προσαρτήσει στην Βουλγαρική Εξαρχία.
Απο τη θέση του Μητροπολίτη Καστοριάς, ο Καραβαγγέλης θα αποδυθεί σε έναν πολυδύναμο αγώνα, για να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς, απο την ηθική τρομοκρατία, τις ληστρικές επιδρομές, τους απαγχονισμούς, τους φόνους, τους βιασμούς, τις φωτιές και τα ανελέητα χτυπήματα των αδίστακτων κομιτατζήδων.
Χαλυβδώνει ηθικά και τονώνει την παρουσία του καθημαγμένου και εγακαταλελειμμένου ελληνικού στοιχείου, αποκρούντας σθεναρά τις επιθέσεις των Βούλγαρων Εξαρχικών και συγκροτεί συνάμα με τις αριστοτεχνικές διοικητικές του ικανότητες, αντάρτικα σώματα, που θα αποτελέσουν ανάχωμα στα δολερά σχέδια εκβουλγαρισμού των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας.
Στην κυριολεξία με την κατακλυσμιαία παρουσία του, τον ανένδοτο πατριωτισμό του, το φλογερό πάθος του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας μας, την ηθική ευτολμία του, αλλά και αυτό το φυσικό του παράστημα, που τον προσομειώνει με Ακρίτα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, θα αναγορευτεί στην ψυχή του Μακεδονικού απελευθερωτικού αγώνα.karabaggelis3
Συνεργαζόμενος ακόμα και παράσχοντας πολυσχιδή στήριξη στον απαράμιλλο μακεδονομάχο Παύλο Μελά, στον οργανωτικό νού του αγώνα, τον Πρόξενό μας στην Θεσσαλονίκη Λάπρο Κορομηλά – τον «Δεσπότη» όπως συνωμοτικά για λόγους ασφαλείας τον αποκαλούσαν – και σε όλους τους ντόπιους αρχηγούς, που στρατεύονται στην απελευθέρωση της Μακεδονίας μας.
Ήδη απο την οδυνηρή έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, οι Βούλγαροι εστιάζουν στρατηγικά στην Μακεδονία.
Και απο το 1900 οι επεκτατικές τους βλέψεις, εκδηλώνονται ωμά, συγκροτώντας τα αντάρτικα σώματα των αδίστακτων κομιτατζήδων.
Η πελώρια πατριωτική παρουσία του Καραβαγγέλη στην Καστοριά, παράλληλα με το πολυεπίπεδο κοινωνικό του έργο στην ευρύτερη περιοχή της, θα ξεπεράσει τις προσδοκίες όσων είχαν επενδύσει ηθικά στην τοποθέτησή του στην Μακεδονία και θα αποτελέσει την πρώτη κύρια αντίσταση στα σχέδια των Βούλγαρων.
Αντίπερα κιόλας στην επίσημη γραμμή της κυβέρνησης των Αθηνών, που για να μην θραυστούν λεπταίσθητες διπλωματικές ισορροπίες, αποφεύγει ανοικτά να οργανώσει αντάρτικο.
Σ΄αυτή την σισσύφεια εθνική του προσπάθεια, ο Μητροπολίτης Γερμανός ενισχύει οικονομικά τους κοινωνικά αδυνάτους και τα ορφανά, μεριμνά για την μόρφωση και την παιδεία των απροστάτευτων παιδιών της Καστοριάς, εμψυχώνει τους τοπικούς οπλαρχηγούς, αλλά και τους κληρικούς της Μητρόπολης σε αντίσταση, επαναπροσαρτά στις ελληνικής αντάρτικες δυνάμεις οπλαρχηγούς που είχαν αποσκιρτήσει στην Βουλγαρική Εξαρχία, συγκροτεί στρατηγικά την άμυνα, φροντίζει για την τροφοδοσία με πολεμοφόδια, δημοσιογραφεί για να αναδείξει την ωμότητα των Βουλγάρων, υποβάλλει υπομνήματα πρός τα Πατριαρχεία, ενημερωτικά της κατάστασης που επικρατεί και θωρακίζει με κουράγιο και ελπίδα τους κατοίκους της Καστοριάς, ότι η απελευθέρωση της Μακεδονίας μας, μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Ακόμα στο ίδιο πλαίσιο ο Καραβαγγέλης με το ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου (=Καραβαγγέλης Γερμανός), εγκαινιάζει αλληλογραφία με τον Παύλο Μελά και άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα. Ιδίως με τον οργανωτικό του νου τον πρόξενό μας στην Θεσσαλονίκη Λάμπρο Κορομηλά – τον «Δεσπότη», όπως τον αποκαλούσαν τηρώντας του συνωμοτικούς κανόνες ασφαλείας – που στην κυριολεξία με αριστοτεχνικό τρόπο διευθύνει την προσπάθεια, αλλά και τον εμπνευσμένο διανοούμενο και φλογερό πατριώτη, γαμπρό του Παύλου Μελά, Ίωνα Δραγούμη, που θέτει πάνω απο την διπλωματική του καριέρα και κάθε άλλη φιλοδοξία, την απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών πατρίδων.
Ο Ίωνας – «ΙΔΑΣ», όπως ήταν το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, δολοφονήθηκε άδικα και άκαιρα την επαύριο της απόπειρας δολοφονίας του μεγάλου αδιαμφισβήτητα Ελευθερίου Βενιζέλου στην Λυών, απο βενιζελικούς αξιωματικούς ως αντίποινα, δοθέντος ότι ήταν ο θεωρητικός του αντιβενιζελι-σμού στην Ελλάδα.Τι σχέση όμως μπορούσε να έχει το ένα γεγονός με το άλλο;
karabaggelis4Πλήρωσε έτσι με το αθώο του το αίμα, ο ευαίσθητος αυτός διανοούμενος και εραστής της εθνικής ιδέας, την χυδαία έξαψη τότε στην Ελλάδα, των πολιτικών μας παθών.
Ο φλογερός ρασοφόρος με την πολιτική του οξυδέρκεια και την διορατικότητά του, είχε σωστά αποτιμήσει τον κίνδυνο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Βουλγαρίας.
Η οθωμανική αυτοκρατορία ψυχοραγούσε και διεφαίνετο η πολιτική της αποσύνθεση, κάτι που σύντομα θα σήμαινε την απαλλαγή απο τον τουρικό ζυγό.
Με τον ύπουλο όμως και αδιόρατο κίνδυνο εκβουλγαρισμού των πλησθυμών μας τι γίνονταν; Πολλώ μάλλον που η επίσημη ελληνική πολιτεία, ακόμα δεν φαίνονταν διατεθειμένη να οργανώσει άμυνα.
Οι θηριωδίες των Βουλγάρων στην Καστοριά έδιναν και έπαιρναν, με τους σκοτωμούς, τις βαιοπραγίες και ις ληστείες των ελλήνων να είναι στην ημερήσια διάταξη. Πάραυτα ο ασυμβίβαστος ρασοφόρος με τόλμη και ασσύγνωστη γεναιότητα και έχοντας στην κυρολεξία κάτω απο τα ράσα τα πιστόλια του – το ιστορικό μάνλιχέρ του – πραγματοποιεί απτόητος κανονικά τις λειτουργίες του στις 5 εκκλησίες και εμψυχώνει τους τρομοκρατημένους χριστιανούς. Κατορθώνοντας με το εμπνευστικό παράδειγμά του να συγκροτήσει αντάρτικα σώματα και να χαλυβδώσει το ηθικό των ελλήνων.
Μάλιστα το πείσμα, το ένθερμο πάθος και η αφιοσίωση στον αγώνα, θα συγκινήσουν και την κοινή γνώμη της Αθήνας, που αρχίζει να πιστεύει πλέον ότι η σπίθα που έχει ανάψει ο Καραβαγγέλης, μπορεί να μεταμορφωθεί σε έναν ουσιαστικό απελευθερωτικό αγώνα.
Ακόμα ξεχωριστή εντύπωση προξενεί η ακαταγώνιστη ρητορική δεινότητα του Καραβαγγέλη, με την οποία κατορθώνει να μεταστρέψει τους προσηρτημένους ελληνικούς πληθυσμούς στην Βουλγάρικη εξαρχία και να τους επαναφέρει στους πατριαρχικούς χριστιανικούς κόλπους.
Χαρακτηριστικό είναι εδώ το χωρίο της Αντιγόνης Μπέλου-Θρεψιάδη απο το βιβλίο της «Μορφές μακεδονομάχων και τα ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη» (1992) Τροχαλία) «Ένα απ’ τα μεγαλύτερα όπλα του, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η ρητορική του δεινότητα, η πειθώ που είχε … κατόρθωνε, επιτυγχάνοντας μια ή δύο συναντήσεις με Βουλγάρους κομιτατζήδες, να τους μεταστρέφει και να τους μεταβάλλει σε πιστά και αφοσιωμένα όργανα του ελληνικού κομιτάτου».
Αλλά με απαράμιλλο τρόπο και παραστατική ενάργεια η συγγραφέας Μπέλου-Θρεψιάδη αποτυπώνει και τα σπουδαία φυσικά χαρίσματα του Καραβαγγέλη, με τα οποία τον είχε προικήσει η φύση. Γράφει η Θρεψιάδη : «Περνούσε καλπάζοντας με το άλογό του μεσ’ από τα Βουλγαρικά χωριά, τη στιγμή που κανένας απ’ αυτούς δεν περίμενε να τον δει εκεί πέρα κι ίσως του είχαν στημένη ενέδρα και τον περίμεναν κοντά στα ελληνικά χωριά. Πως μια φορά που τον αναγνώρισαν, τον κυνήγησαν και τον πρόφτασαν. Και τότε αυτός αφιππεύοντας οχυρώθηκε πίσω από ένα Βράχο και πυροβολώντας μαζί με τον Εμίν, τον πιστό Τουρκαλβανό καβάση του, τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και να φύγουν. Γιατί φαίνεται πως εκτός απ’ όλα τ’ άλλα ήταν και δεινός σκοπευτής. Πάνω σ’ άλογο … είχε όλη τη μεγαλοπρέπεια και την άγρια ομορφιά των Ακριτών του Βυζαντίου. Ακρίτας κι αυτός στα μακρινά κι εγκαταλειμμένα εκείνα σύνορα του Ελληνισμού, προσπαθούσε ν’ αναχαιτίσει το θεριεμένο κύμα της Βουλγαρικής απληστί-ας, έχοντας για μόνο όπλο του την αλύγιστη ψυχή και φλογερή φιλοπατρία του».karabaggelis5
Ωστόσο όλη αυτή η πολυσχιδής πατριωτική δράση του εμπνευσμένου ρασοφρόρου του ελληνισμού, που καρφώνονταν στο μάτι στην κυριολεξία του βουλγάρικου εθνικισμού, δεν θα μπορούσε παρά να δρομολογήσει πλήθος σχεδίων εξόντωσής του.
Η απόφαση της δολοφονίας του Καραβαγγέλη είχε ληφθεί και μόνο απο ένα ανθρώπινο λάθος ο φλογερός ρασοφόρος διασώζεται.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1906 πολιτικά κέντρα απο την Σόφια σε συνεργασία με το βουλγαρικό κομιτάτο, δολοφονούν τον φιλήσυχο και αγαθό Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο, πιστεοντας απο λάθος ότι ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
Τα σχέδια της εξόντωσής του με οποιοδήποτε τρόπο έχουν καταστρωθεί και απομένει πλέον η υλοποίησή τους.
Οι Βούλγαροι θέλουν παντί σθένει αν όχι την δολοφονία του, τουλάχιστον την βίαιη μετακινησή του απο την Μακεδονία. Και ότι δεν κατορθώνουν με την φυσική δολοφονία του, το επιτυγχάνουν με την ηθική.
Οι Βούλγαροι επιστρατεύουν όλα τα διπλωματικά μέσα που διαθέτουν και κατορθώνουν με τα διεθνή τους ερείσματα και με την παρέμβαση των ΠρεσβειώνΑγγλίας και Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, να υιοθετήσει και να αξιώσει η Τουρκική κυβέρνηση απο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την ανάκληση του Καραβαγγέλη στην Πόλη.
Ο Πατριάχης Ιωακείμ ο Γ΄ (1878-1886, 1901-1912) που αγαπούσε τον ανυπόταχτο Μητροπολίτη Καστοριάς, βρίσκεται σε φοβερά διλήμματα.
Αρχικά προσπαθεί να πείσει τον Μέγα Βεζίρη Φερήτ Πασά να μην προβεί στην ανάκληση. Αλλά διαπιστώνει ότι η προσπάθειά του είναι ματαία.
Έτσι αναγκάζεται να διορίσει τον Γερμανό μέλος της Ιεράς Συνόδου.
Ο Καραβαγγέλης συντετριμμένος στις αρχές του 1908 αναλαμβάνει καθήκοντα Συνοδικού.
karavagelis6Ήδη απο τα τέλη του 1907 έχει αφήσει την «πατρογονική» για αυτόν ευλογημένη γή της Καστοριάς, στην οποία έχει αποτυπώσει ανεξάλειπτα το πολυδύναμο πατριωτικό του σήμα.
Ο απαράμιλλος ρασοφόρος έχει ρίξει καλά στα άγια χώματα της Μακεδονίας μας το σπόρο της ελευθερίας. Εμψυχώνοντας, καθοδηγώντας, διαφωτίζοντας και στηρίζοντας πολύτροπα τους χριστιανικούς πληθυσμούς μας, απο την θηριώδη μπότα της Βουλγάρικης τρομοκρατίας.
Με δάκρυα στα μάτια λοιπόν, κρατώντας στο χέρι μια χούφτα χώμα απο την ευλογημένη μακεδονική γή, αποχωρίζεται τη Μακεδονία.
Ο ίδιος θα σχολιάσει τη απομάκρυνσή του «Η απομάκρυνσή μου από τη Καστοριά θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στο Μακεδονικό αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια σχεδόν στο τέλος του».
Θα συνεχίσει άκαμπτος όμως τον αγώνα του για τις αδούλωτες ελληνικές πατρίδες, απο ένα άλλο μετερίζι του αλύτρωτου ελληνισμού.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1908 ο Γερμανός ανακηρύσσεται Μητροπολίτης Αμασείας με έδρα την Σαμσούντα. Θεόσταλτος καθώς ήταν για την ελευθερία της Ελλάδος, απο ακρίτας της Μακεδονίας μας γίνεται ακρίτας του ιστορικού Πόντου.
Και έστω και μέσα απο μια ομολογουμένως κίνηση εξόντωσής του, ο Καραβαγγέλης έρχεται να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του, σε ένα άλλο πολύ ευαίσθητο εθνικά επίσης κομμάτι του ελληνισμού.
Οι στρατηγικές αρετές, η διπλωματική του ευφυΐα, ο οργανωτικός νούς, η διοικητική του διάνοια, οι ενορατικές πολιτικές του συλλήψεις εν παραλλήλω με την πολιτική του ευτολμία, αλλά και η άκρατη κοινωνική ευαισθησία του, έρχονται να προστρέξουν τον μαρτυρικό Πόντο, σε μια δύσκολη καμπή της κοπιώδους ιστορικής του πορείας.
Στον Πόντο ο Καραβαγγέλης και με ορμητήριο την Αμάσεια θα μείνει για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια και θα συνταυτίσει την παρουσία του, με όλες τις δραματικές ιστορικές στιγμές του ποντιακού ελληνισμού.
Στην κυριολεξία κατά την διάρκεια της Μητροπολιτικής του παρουσίας, θα συντελέσει σε μια κοινωνική και πατριωτική κοσμογονία, αλλάζοντας άρδην τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τον ψυχισμό των αλύτρωτων πληθυσμών μας.
Σ΄αυτή την μακρά επισκοπική του πορεία στην γη του Πόντου, ο Γερμανός θα επισκεφθεί κάθε απόκρημνη γωνιά της Μητρόπολής του και αποδύεται αμέσως σε ένα πολυεπίπεδο έργο αναμόρφωσής της. Πρωτίστως θα δώσει βάρος στην αναδιοργάνωση της ελληνικής παιδείας, χτίζοντας 115 νέα σχολεία και σχολές.
Τονώνει το συναίσθημα του πατριωτισμού των ελληνοπαίδων και τους αναγεννά μέσα τους τό όραμα της ελευθερίας.
Στο κοινωνικό πεδίο ο Γερμανός ανοίγει ευαγή ιδρύματα, θεσπίζει δομές κοινωνικής πρόνοιας για τους αδυνάτους με την επιστασία της εκκλησίας και συνδράμει πολυδιάστατα τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες του Πόντου.
Έφτιαξε ακόμα νέους ναούς και προσπάθησε να αναβαθμίσει τους λατρευτικούς χώρους των Χριστιανών σε πατριωτικούς θύλακες, που θα διατηρούσαν άσβεστη τη φλόγα της ελευθερίας του γένους μας στον Πόντο.
Στο φάσμα τώρα της εσωτερικής διοίκησης, ανασύνθεσε επι το αυστηρότερο τους κανόνες διοίκησης των Κοινοτήτων, αλλά και των κοινωνικών σωματείων και συλλόγων.
Όλα αυτά κατέτειναν στην αλλαγή άρδην της αναπτυξιακής φυσιογνωμίας του Πόντου και στην καθολική του κοινωνική αναδιοργάνωση.
Κεντρικό μέλημα εξάλλου της παρουσίας του Καραβαγγέλη στον Πόντο, υπήρξε η προστασία των ελληνικών πληθυσμών, απο τον επιχειρούμενο έντεχνα εκτουρκισμό του.karavagelis7
Σ΄αυτό το πλαίσιο του 1914 ο Καραβαγγέλης παρεμβαίνοντας σωστικά, θα αποτρέψει την αλλοτρίωση του ελληνικού πληθυσμού με την επιχειρούμενη εγκατάσταση στην επαρχία του Τούρκων προσφύγων.
Προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του ο Γερμανός, θα ξεπεράσει τις όποιες προσωπικές του πολιτικές πεποιθήσεις, για να ευοδωθεί η σωστική του πρωτοβουλία.
Παρότι έτσι ότι διακατέχεται απο αποκραιφνή βενιζελισμό, επισκέπτεται στο Kronberg την βασίλισσα της Ελλάδος Σοφία, που είναι όμως και αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου και την εκλιπαρεί να παρέμβε,ι για να αποτρέψει το δολερό σχέδιο αλλοίωσης του ελληνικού πληθυσμού. Και πράγματι η Σοφία σαν γνήσια ελληνίδα που είναι, θα έλθει αρωγός στο αίτημά του.
Ωστόσο τον Ιούλιο του 1914 ο Καραβαγγέλης θα βιώσει με θραύση της ευαισθησίας του, την δραματική επιστράτευση των νεαρών Ποντίων απο 20 έως 45 ετών, στα διαβόητα δολοφονικά «Τάγματα Εργασίας» (amele taburu), στα βάθη της Ανατολής.
Το πρόσχημα των Τούρκων ήταν η συμμετοχή τους αναγκαστικά σε κατασκευαστικά έργα, αλλά στην πραγματικότητα πρόθεσή τους ήταν μέσα απο τις κακουχίες, τα βάσανα, την πείνα και την αναπότρεπτη εξάντληση, να τους εξοντώσουν. Η δόλια αυτή μεθόδευση των Τούρκων για να εξοντώσουν τον ελληνισμό του Πόντου, θα μείνει στην ιστορία ως η περίφημη «Λευκή Σφαγή» (Le massacre blanc).
Θα δει ακόμα με ηθική συντριβή ο Καραβαγγέλης αυτή την περίοδο των φοβερών «amele taburu», τις σφαγές, τις πυρπολήσεις, τους εξισλαμισμούς και τα παιδομαζώματα των τραγικών παιδιών του Πόντου και θα προσπαθήσει εξαντλώντας όλες του τις δυνατότητες, να αποσοβήσει ότι ήταν δυνατό.
Η σωτήρια παρέμβαση του μαχητικού ρασοφόρου, θα γλυτώσει απο το βέβαιο θάνατο πολλά Αρμενόπουλα το 1915 κατά τη σφαγή της Αρμενικής Γενοκτονίας, ενώ το 1916 θα συμβάλλει καθοριστικά στην διάσωση της Αμισού και των κατοίκων της, βιώνοντας απο κοντά τη φρίκη του ποντιακού ελληνισμού.
Έχοντας ακόμα εισκομίσει ο Καραβαγγέλης μια τεράστια πείρα απο την θητεία του στην Μακεδονία, θα οργανώσει κατάλληλα αντάρτικα σώματα στον Πόντο, που για καιρό θα προστατεύουν τους έλληνες της περιοχής απο τις θηριωδίες των Τούρκων.
Πρός αυτή την κατεύθυνση άλλωστε θα ιδρύσει με άλλους φλογερούς πατριώτες του Πόντου στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας, μια μυστική πατριωτική οργάνωση με το όνομα «Μιθιδράτης», που στόχο της είχε να αναζωογονήσει τους υπάρχοντες πατριωτικούς θύλακες και να οργανώσει την αντάρτικη άμυνα, στον επιχειρούμενο πολλαπλώς αφελληνισμό του Πόντου.
Όμως η πολυσχιδής εθνοπατριωτική δράση του Γερμανού θα εξάψει το μένος και το μίσος των Τούκων εναντίον του.
Θα τον απελάσουν έτσι το 1917 στην Κωνσταντινούπολη μέσω Αγκύρας, με διαταγή του τούρκου πρωθυπουργού Ταλαάτ και θα μείνει για μερικές μέρες έγκλειστος στις κεντρικές φυλακές της Πόλης.
Αφότου λήξει ο πόλεμος και λάβει χώρα η επιστροφή των εκτοπισμένων στις οικίες τους, ο Καραβαγγέλης απο κοινού με τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη, θα συντάξουν υπόμνημα πρός τους συμάχους με το οποίο ζητούν την ανεξαρτησία του Πόντου.
Ο Γερμανός στην ανένδοτη προσπάθειά του να προασπίσει τον Πόντο, δε θα διστάσει να επιδώξει συνάντηση με κεντρικά πρόσωπα της πολιτικής και στρατιωτικής μας σκηνής, προκειμένου να τους αναπτύξει τα σχέδιά του για τον Πόντο.
Το 1921 λοιπόν ανεβαίνει στην Αθήνα και συναντάται με τους Θεοτόκη, Γούναρη, Δούσμανη και άλλους αξιωματικούς και τους εκθέτει τις προτάσεις του για τον Πόντο. Θα εισπράξει την παγερή άρνησή τους. Με τον Δούσμανη να είναι κατηγορηματικά αντίθετος στις προτάσεις του.
Ωστόσο το 1921 θα αποτελέσει ένα ορόσημο στην ιερατική καριέρα του Καραβαγγέλη. Θέτει υποψηφιότητα για πατριάρχης και είναι μακράν ο καλύτερος υποψήφιος ένεκα της εμπειρίας του, των σπουδών του και του κύρους του, αλλά κυρίως του σθεναρού πατριωτικού του φρονήματος, που περισότερο απο ποτέ είχε ανάγκη κείνες τις ταραγμένες μέρες, ο πατριαρχικός θρόνος.
Τον σκιάζει όμως ο ακραιφνής βενιζελισμός του. Η κυβέρνηση δίνει κατηγορηματικά εντολή στους αντιβενιζελικούς Μητροπολίτες, να τον καταψηφίσουν ενώ δέχεται και «εξ οικίων βέλη» !!!
Οι πολιτικά συνοδοιπορούντες βενιζελικοι αξιωματικοί του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης», τον πιέζουν να αποσύρει την υποψηφιότητά του, υπερ του Μητροπολίτη Μελετίου, με το «επιχείρημα», ότι ο τελευταίος θα εξασφαλίσει πολλά δολάρια για το Πατριαρχείο, απο αμερικάνικους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους.
Το ελληνόπουλο που έχει στην κυριολεξία ποτίσει με τους αγώνες το δένδρο της ελληνικής ελευθερίας, βρίσκεται μεταξύ διασταυρούμενων πυρών.
Τον κυνηγούν και εχθροί και «φίλοι»… Γιατί το δυσθεώρητο θεολογικό και πολιτικό ανάστημά του, ήταν δύσπευτο στους μικρονοϊκούς εξουσιαστικούς πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους της εποχής.
Παρότι λοιπόν κατέχει την πλειοψη-φία των εκλεκτόρων και είναι μακράν ο καλύτερος υποψήφιος, «αναγκάζεται» να αποσύρει την υποψηφιότητά του, για δεύτερη φορά απο την διεκδίκηση του πατριαρχικού θρόνου.
Στο μεσοδιάτημα τα τουρκικά στρατεύματα υπο τον Κεμάλ, εισέρχονται στην Κωνσταντινού-πολη και ο τελευταίος τον καταδικάζει σε θάνατο.
Μύστης της στρατιωτικής τέχνης ο Κεμάλ αντιλαμβάνεται αμέσως ότι η αντάρτικη άμυνα του Πόντου, είναι όπως χαρακτηριστικά θα πεί «όργανο του Καραβαγγέλη» και επιχειρεί καθοιονδήποτε τρόπο την εξόντωσή του.
Τον θεωρεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο αμφισβήτησης της πολιτικής και στρατιωτικής ανέλιξής του και καταδικάζει έτσι με την θανατική ποινή τον Καραβαγγέλη και τους συνεργάτες του.
Τον Επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο Αγριτέλη (που είναι και συμπατριώτης του Γερμανού απο τα Παράκοιλα της Λέσβου), και τον πρωτοσύγγελό του Πλάτωνα Αιβαζίδη, οι οποίοι και θα βρούν τελικά μαρτυρικό θάνατο.
Ο Γερμανός θα διασωθεί χάριν και μόνον συμπτώσεως, εφόσον την στιγμή της καταδίκης του απο τον Κεμάλ, ευρίσκονταν εν πλω γυρίζοντας απο ταξίδι στο Βουκουρέστι, το οποίο είχε επισκεφθεί για να μεταφέρει τον Πατριαρχικό Τόμο αναγνωρίσεως του Μητροπολίτη Βελιγραδίου ως Πατριάρχη, αλλά και της χειραφέτησης των νέων σερβικών επαρχιών.
Απο μια σύμπτωση και μόνο λοιπόν είχε γλυτώσει την ζωή του, απο τα φονικά χέρια των Τούρκων.
Ψηφίζεται απο την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου – και σε μια προσπάθεια να αποκρούσει την μανιώδη καταδίωξη των Τούρκων – για Μητροπολίτης Ιωαννίνων.
Και μάλιστα με ρητή εντολή του Πατριάρχη δεν παρουσιάζεται στην Πόλη, αλλά πηγαίνει απευθείας στην Αθήνα. Καταφθάνοντας κάποιοι φίλοι του, του καταθέτουν υποψηφιότητα για την διεκδίκηση του αρχιεπισκοπικού θρόνου.
Πάραυτα θα χάσει την εκλογή με ευθεία παρέμβαση του πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά, που τάσσεται σθεναρά υπερ του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου.
Έχοντας δρέψει έτσι πολλαπλά χτυπήματα και ύπουλα μάλιστα, θα γυρίσει στην Ήπειρο για να αναλάβει την Μητρόπολη Ιωναννίνων.
Προικισμένος όμως με ακένωτες δυνάμεις απο την θεία δύναμη για δημιουργία και με ασίγαστο πάθος για την πατρίδα, θα ξεκινήσει και απο την έπαλξη της Μητρόπολης Ιωαννίνων, μια πολυεπίπεδη αναπτυξιακή προσπάθεια που στην κυριολεξία θα αναμορφώσει την φυσιογνωμία της Ηπείρου.
Πρώτιστο μέλημά του να καυτηριάσει την χαίνουσα πληγή του μεταναστευτικού κινήματος, που απερημώνει και αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό της Ηπείρου.
Θα γράψει μάλιστα ο ίδιος χαρακτηριστικά για τους στόχους του, να δοθεί «βιομηχανική ώθηση στον τόπο, ώστε ν’ αναχαιτιστεί το Ρεύμα εκπατρισμού των Ηπειρωτών».
Ιδρύει έτσι σχολεία, συροτροφεία, ταπητουργεία, όπως και μια Ιερατική Σχολή που στην κυριολεξία απορροφούν δημιουργικά τον νεανικό πληθυσμό και τον αποτρέπουν απο την μετανάστευση.
Παντελώς όμως αναπάντεχα και ενώ μέσα σέ ένα χρόνο ο Καραβαγγέλης έχει αρχίσει να αλλάζει το κοινωνικό τοπίο της Μητρόπολής του, θα δεχτεί ένα ακόμα πλήγμα απο τους κύκλους της εκκλησίας, που αναντίρρητα ασφυχτιούν με την δημιουργική και εργώδη παρουσία του αεικίνητου Γερμανού.
Σαν να θέλουν αληθινά να αχρηστεύσουν αυτό τον Πύργο της Ρωμιοσύνης, που υπηρετεί με απαρασάλευτη πίστη, ζέση και πάθος, την ελληνική ιδέα. Εντελώς αδικαιολόγητα λοιπόν το 1924, μετά απο ένα χρόνο παραμονής στην Εσπισκοπή Ιωαννίνων, τον διορίζουν Μητροπολίτη Ουγγαρίας! σε μια χώρα που δεν υπάρχουν πάρα μόνον 7 συνολικά ελληνικές οικογένειες…
Είναι έκδηλη η πρόθεση να το μειώσουν πρωτίστως ιερατικά και έπειτα να τον αχρηστεύσουν, σαν έναν σπουδαίο εθνοπατριωτικό θύλακα, με την επαγόμενη εκκένωση ακόμα της θέσης της Μητρόπολης Ιωαννίνων, προκειμένου να δοθεί, σε εκλεκτό των τότε πολιτικών και εκκλησιαστικών κύκλων.
Ο Καραβαγγέλης αντιλαμβάνεται ότι αυτή η άδικη μεταχείριση έχει ως στόχο, να του φιμώσουν την στεντόρια και ενοχλητική πατριωτική του φωνή και να αδρανοποιήσουν την εθνική του δράση.
Διαμαρτύρεται έντονα και το Πατριαρχείο προσπαθώντας να αμβλύνει την αδικία και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις απο το ατόπημα, τον διορίζει Έξαρχο Κεντρώας Ευρώπης, στην σημερινή δηλαδή Μητρόπολη Αυστραλίας.
Η οικονομική εξασθένηση αναγκάζει τον Γερμανό να αποδεχετεί τον διορισμό, για να εξασφαλίσει τουλάχιστον τον μισθό της επιβίωσής του.
Μισθό τον οποίο του τον περικόπτουν διαρκώς, για να τον εξαντλήσουν πέραν της ηθικής του καταβαράθρωσης και οικονομικά.
Θα περιέλθει έτσι σε οικονομική ένδεια, ζώντας σε ένα προάστιο της Βιέννης, με τον πενιχρό μισθό των 60 λιρών μηνιαίως. Θα σημειώσει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του διάστικτος απο πρικρία για την απρέπεια εναντίον του «κι έτσι σήμερα κατάντησα να περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ΄ ερείπια, εξόριστος απ΄ τη Καστοριά, απ΄ την Αμάσεια, απ΄ την Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές το μαρτυρικό θάνατο στην Τουρκία, και τελικά εξόριστος κι απ΄ την Ελλάδα…».
Αναπότρεπτα η ηθική και οικονομική ισοπέδωση του Καραβαγγέλη, θα θραύσουν βαρύτατα την υγεία του και θα οδηγήσουν στο τέλος του. Έρημος και λησμονημένος απο την πολιτεία, αλλά και απο την μητρώα αγκαλιά της εκκλησίας κυρίως, το λαμπρό αυτό ελληνόπουλο που απο όποιο μετερίζι πέρασε ροδάμισαν τα γράμματα, ο πολιτισμός και η εθνική ιδέα, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, με παντελώς ταπεινωτικό τρόπο στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στο Hotel Bristol, ενός προαστίου της Βιέννης, της λουτρόπολης Baden.
Ένας αληθινός γίγαντας της ελληνικής πατρίδας, που περιθωριοποιημένος θα αφήσει – όπως εξάλλου και τόσοι άλλοι μεγάλοι του έθνους που πότισαν με το αίμα τους, την ελληνική ελευθερία – τελείως άδοξα την τελευταία του πνοή.
Ο ανένδοτος πατριωτικά ρασοφόρος, είχε με την εθνική ευπραξία του και το ευρυδιάστατο θεολογικό του έργο, επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του πρός την πατρίδα. Μπροστάρης στον Μακεδονικό αγώνα, είχε ρίξει με τον αλησμόνητο εθνομάρτυρα Παύλο Μελά, αλλά και τόσους άλλους τα σπέρματα για την απελευθέρωσή της Μακεδονίας μας.
Ακρίτας αληθινός θα βάλει αργότερα για 14 χρόνια τις πατρικές του φρερούγες, για να προστατέψει τον Πόντο μέσα απο την Μητρόπολη Αμασείας. Μεθύστερα θα δρομολογήσει την κοινωνική ανάπτυξη και την εθνική θωράκιση της ξεχασμένης Ηπείρου, για να πεθάνει τελικά έρημος και λησμονημένος στην μακρινή Αυστραλία, αυτός ο γίγαντας της ελληνικής πατρίδας, που θαρρείς πως ήταν Θεόσταλτος, για να αναστήσει εθνικά το γένος μας, μετά την ταπεινωτική ήττα του 1897 στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ετάφη στις 15 Φεβρουαρίου 1935 στο ελληνικό τμήμα του κεντρικού κοιμητηρίου της Βιέννης απο τον αρχιμανδρίτη Δ/ρα Αγγαθάγγελο Ξηρουχάκη Ιερατικό Προϊστάμενο τότε της ελληνικής κοινότητας της Αγίας Τριάδος Βιέννης.
Με την παρέλευση 24 ολόκληρων ετών και με την πρωτοβουλία μιας ανεψιάς απο αδελφή του Καραβαγγέλη, πρός την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών τα οστά του μεταφέρθηκαν στις 12 Ιουνίου 1959 στην Θεσσαλονίκη. Και απο κεί στις 14 Ιουνίου 1959 στην Καστοριά, όπου και εναποτέθηκαν σε ειδική κρύπτη, στην βάση του ανδριάντα του.
Χαρακτηριστική είναι εδώ η αποτύπωση της εκταφής των οστών του Καραβαγγέλη σε ιδιόχειρη καταχώρηση στο βιβλίο θανάτων απο τόν τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αυστραλίας κ-ο Χρυσόστομο που γράφει «εκταφή των οστών εγένετο την 14 Μαΐου 1959, ώραν 9 π,μ. Τα οστά ετέθησαν εντός κιβωτίου εκ δρυός και παρεδόθησαν την 11 Ιουνίου 1959 εις ειδικήν Επιτροπήν εκ μέρους του Επισκόπου Θερμών Χρυσοστόμου, Δι’ αεροσκάφους μετεφέρθησαν την 12 Ιουνίου τις Θεσσαλονίκην και εκείθεν εις Καστοριάν και ετοποθετήθησαν κάτωθεν του Ανδριάντος του Ιεράρ-χου, εις κρύπτην, την 14 Ιουνίου, ημέραν Κυριακήν, Την μεταφοράν συνώδευσεν, εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, ο Επίσκοπος Θερμών Χρυσόστομος Τσίτερ».
Όμως πολύ εύγλωττη και έμπλεη συνάμα απο άφατη ηθικά θλίψη – για τις άδικες συμπερι-φορές και τους διωγμούς που είχε υποστεί απο την πολιτεία και την εκκλησία – είναι η διαθήκη του Καραβαγγέλη στην οποία με παραστατική ενάργεια γράφει «Η κηδεία μου θα γίνει στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση με ένα μόνο ιερέα, χωρίς διάκονο. Δεν δέχομαι δε στην κηδεία μου ούτε αντιπρόσωπο του κράτους, ούτε της εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θανάτου τας εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του ’21…».
Εξοχο ηθικά πρότυπο, αγνού και ανιδιοτελούς πατριωτισμού, αυτοθυσίας, αδαμάντινου θεολογικού ήθους, άχραντης θρησκευτικής ευλάβειας, υψηλής κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά και επιστημονικής πολυμέρειας – ως Δ/ρας της Φολοσοφίας στη Λειψία – ο Γερμανός Καραβαγγέλης, θα ζεί για πάντα στις καρδιές όλων των πανελλήνων και θα μας υποδεικνύει με τα ιδεοφόρα βήματά του, τον δρόμο της θυσίας και του καθήκοντος.
Αυτό το ταπεινό ελληνόπουλο που ειχε ξεκινήσει απο την φτωχική Στύψη της Λέσβου, για να σηκώσει στους πελώριους ώμους του τον Μακεδονικό αγώνα, αλλά την προστασία του καθημαγμένου Ποντιακού Ελληνισμού.
Για να δρέψει απο την ελληνική πολιτεία και την εκκλησία, την αχαριστία και τον απηνή διωγμό. Αυτός ο ρασοφόρος Ακρίτας, που η καθάρια και λεβέντικη ματιά του, μας προξενεί ρίγη συγκίνησης σαν την αντικρύζουμε, αλλά και ένα σφίξιμο στο στομάχι ως πολιτεία, για τις ηθικές μας απρέπειες απέναντί του.
Όμως το λόγο για σένα υψιπετή Μητροπολίτη Γερμανέ, δεν τον έχουμε εμείς οι ασήμαντοι και αφανείς στη λεωφόρου του χρόνου.
Τον έχει η τρισένδοξη ελληνική ιστορία, που χρυσά σε στεφανώνει και σε έχει τοποθετήσει στον χρυσούν αέτωμα των μαρτύρων του έθνους μας.
Και όσο για τους ασήμαντους και μικρούς που σε είχαν άδικα κυνηγήσει, ήδη έχουν αναλωθεί στο καμίνι της Ιστορίας, ανύπαρκτοι καθώς ήταν, απο την αδέκαστη ιστορική μοίρα. Θα ζεις για πάντα στις καρδιές μας αθάνατε Μητροπολίτη Γερμανέ Καραβαγγέλη και θα γαλουχείς στον αιώνα τον άπαντα τα νέα παιδιά, πως «τούτη η ράτσα γεννήθηκε για να πολεμάει το αδύνατο και να το νικάει» !!! Αιωνία σου η μνήμη, ακήρατε Ιεράρχη.

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...