Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεομάρτυρες στην Ελλάδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεομάρτυρες στην Ελλάδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Αυγούστου 20, 2013

Ανέκδοτο μαρτύριο του Αγιορείτη Νεομάρτυρος Αθανασίου του Λήμνιου (†1846)

 
Συμεν . Πασχαλίδη
Ἀν. Kαθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ AΠΘ
Ὁ νεομάρτυρας Ἀθανάσιος ὁ Λήμνιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ὄ­ψι­­μους νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὸ μαρτύριό του ἐπισυ­νέ­βη δυόμισυ δεκαετίες μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, κατέστη γνω­στὸς ἀπὸ μία σύντομη νεομαρτυρολογικὴ διήγηση ποὺ περιλαμ­βά­νεται στὸν ἁγιορειτικὸκώδικα ἁγ. Παντελεήμονος 608[1]. Πρό­σφα­τα, ὡστό­σο, ἐντοπίσαμε ἕνα μετρίας ἐκτάσεως Μαρ­τύ­ριό του, στὸ ὁποῖο πα­ρέ­χονται ἐπιπλέον στοιχεῖα τόσο γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀθανασίου κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία, τὴν ἐξωμοσία του, τὴ μεταστροφή του στὴ χρι­στιανικὴ πίστη καὶ τὸ μαρτυρικό του τέλος,ὅσο καὶ γιὰ τὰ πρό­σω­πα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴ γνωστοποίηση τοῦμαρτυρίου του καὶ τὴ συγγραφὴ αὐτοῦ τοῦ νεομαρ­τυ­ρο­λο­γικοῦ κειμένου. ΤὸΜαρ­τύ­ριο αὐ­τὸ κα­ταλαμβάνει τὶς σελίδες 169-173 τοῦ κώδ. Ἁγ. Παν­τε­λεή­μονος 716 (Λάμ­προς 6223), τοῦ 19ου αἰώνα[2], καὶ κατακλεί­ε­ται μὲ τὸἀπολυ­τί­κιο τοῦ Νεο­μάρ­­τυ­ρος, πιθανότατα σύνθεση κά­ποι­ου ἀπὸ τοὺς γνω­στοὺς ἁγιο­ρεῖ­τες ὑμνο­γρά­φους αὐτῆς τῆς περιόδου.
Σύμφωνα μὲ τὸ ἀνέκδοτο Μαρτύριό του, ὁ Ἀθανάσιος  κατα­γό­ταν ἀπὸτὴ Λῆμνο. Ἔλαβε τὴ στοι­χει­ώ­δη παιδεία τῆς ἐποχῆς του στὴ γενέτειρά του καὶἐν συ­νε­χεία, κι­νού­μενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο με­τέ­βη στὸ Ἅ­γιον Ὄρος, στὸν παραγωγικὸ χῶρο τοῦ ὁποίου ἀνῆκε ἡ Λῆμνοςἤδη ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή[3], καὶ εἰσῆλθε στὴ Mε­γίστη Λαύ­ρα, τε­θεὶς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου γέροντος. Kατὰ τὴν περίοδο τῆς ὀδυνηρῆς γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος πε­ριό­δου τῆς Ἐπα­να­στά­σεως τοῦ 1821[4], ὁἈθανάσιος, ὅπως καὶ ἄλλοι Ἁ­γιο­ρεῖτες, αἰχμα­λω­τίσθηκε καὶ μεταφέρθηκε, μαζὶ μὲ ἄλλα ἑβδο­μήν­τα «παιδία», ἀρ­χι­κὰστὴ Θεσσαλονίκη[5] καὶ ἐν συνε­χεί­α στὴν Aἴ­γυ­πτο, ὅπου καὶ ἐξι­σλα­μί­σθη­κε. Ὁ συντάκτης τοῦ Μαρ­τυρίου προσ­θέ­τειὅτι μόνο ἕνας λαϊ­κός, ποὺ ὀνομαζόταν Ζαφείρης, δὲν ὑπέ­κυ­ψε στὶς πιέσεις νὰ ἐξω­μό­σει καὶ τελικὰ μαρτύρησε[6].
Στὴν Αἴγυπτο, πιθα­νό­τα­τα στὸ Κάϊρο, ποὺ μνημονεύεται στὸ ὅραμα τοῦ Μαρ­­τυρίου ὡς «μέγα Κάερον»[7], ὁἈθανάσιος ἔζησε ἀρ­χι­κὰ ὡς δοῦ­λος, ἐνῶ λίγο ἀργότερα νυμφεύθηκε μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἐπίσης ἐξω­μό­σει καὶἀπέκτησε ἀρκετὰ μεγάλη περιουσία. Ἡ τριττή, ὅμως, θαυ­μα­στὴ ἐμ­φάνιση καὶ παρέμβαση τοῦ Mεγά­λου Ἀ­θα­­νασίου, ἡὁποία συνοδεύτηκε καὶ ἀπὸ μία ὅ­ρα­ση[8], ἡ ὁποία ἐντάσ­σε­ται στὸ πλαίσιο τῆς ἀποκαλυπτικῆς καὶ χρησμο­λο­γικῆς γραμ­μα­τεί­ας τῆς Τουρκοκρατίας[9], τὸν ὁδήγησε τελι­κὰ σὲ με­­τά­νοια καὶ στὴν ἀ­πό­φαση, μὲ τὴν καταλυτικὴ παρέμ­βα­ση καὶ τῆς συζύγου του, ἡ ὁποί­α τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρώα πίστη του[10], νὰ ἐγκα­τα­λείψει τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ πλούτη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει καὶ νὰ ἐπι­στρέψει μὲ πλοῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου διέμει­νε στὸ Kελλὶτοῦ Ἁγί­ου Ἀντωνίου, «κα­λούμενον Σεράγιον πλησίον τν Kαρυν». Πρό­κει­ται γιὰ τὴ σημε­ρι­νὴ Σκήτη τοῦ ἁγίουἈνδρέα, ὅπως μετο­νο­μά­σθη­κε μετὰ τὴν ἀγορά του καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ νεότερου ἐπιβλητικοῦ κα­θο­λι­κοῦ του ἀπὸτοὺς Ρώ­σους τὸ 1849, τὸ Βατο­πε­δι­νὸ Κελλὶ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνα­συ­στήσει ὁ ἐξό­ρι­στος πατριάρχης Σερα­φεὶμ Β΄[11]. Ἐκεῖ ἐξο­μο­λογήθηκε σὲ κά­ποι­ον πνευματικό, ποὺ εἶ­ναι πι­θα­νὸ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸνἱερο­μό­ναχο Σά­βα τὸν πνευματικό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑπῆρξε ὁ τελευ­ταῖ­ος ἑλλη­νι­κῆς κα­τα­γωγῆς ἀγοραστὴς τοῦ ἐνλό­γω Kελλίου[12], κα­τη­χήθηκε, νή­στευ­σε καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο χρίσμα, ἀνα­κτών­τας πλέον τὴ χρι­στιανική του ἰδιό­τη­τα. Ὑποδηλώνεται, μά­λι­στα, ἐδῶ, μὲ τὴ φράση «το νέγνωσε τς ­ξι­λα­στι­κς ε­χάς», τὸ καθιε­ρω­μένο καὶ ἀπο­δι­δό­μενο ἀπὸ τὶς πη­γὲς στὸν πα­τρι­άρ­χη Με­θό­διο τυ­πι­κὸ τῆς ἐπανεισ­δο­χῆς στοὺς κόλ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῶν ἀρ­νη­­σι­χρί­στων[13], μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο τὸ ὁποῖο δὲν ἀ­παι­­τοῦσε τὴν ὁμο­λο­γία τῆς πίστεώς τους ἐνώπιον τῶν Τούρ­κων. Ἡ πε­ρίπτωση δηλαδὴ τοῦ Ἀθανασίου δὲν ἐντάσσεται στὴν εὐ­ρύ­τατα διαδεδομένη κατὰ τοὺς προγενέστερους αἰῶνες ἐν­θου­σια­στι­κὴ πα­ρά­δοση, ποὺ καλλιερ­γή­θηκε ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ τοὺς Κολ­λυ­βά­δες κα­τὰ τὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, τῆς προε­τοι­­μα­σίας πρώην ἀρνη­σι­χρί­στων γιὰ τὸ μαρτύριο[14], ἀλλὰ στὴν πα­ράλ­ληλη ἐκκλησιαστικὴπαρά­δο­ση ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ ἐκ­κλη­σιαστικὰ πρόσωπα τῆς ἴδιας πε­ριόδου, ὅπως ὁ πατριάρχης Καλ­λί­νικος Γ´ ἀπὸτὴ Ζαγορά[15].
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἀθανάσιος μετέβη ἀρχικὰ στὶς ἀπελευθερωμένες πλέον περιοχές τῆςἙλλάδος, ἀλλὰ τελικὰ ἐγκατα­στά­θη­κε στὴν τουρκοκρατούμενη ἀκόμη γενέ­τει­ρά του Λῆμνο, λαμ­βά­νοντας θάρροςἀπὸ κάποια συνθήκη ποὺ ὑπογράφηκε με­τα­ξὺ τῶν μεγάλων δυνάμεων τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους καὶδιασφάλιζε τὴ θρη­σκευτικὴ ἐλευθερία τῶν ὀθωμανῶν ὑπηκόων, ἀ­να­φορὰ ποὺ πι­θα­νότατα ὑπονοεῖ τὴ σχετικὴ συνθήκη ποὺ ὑπο­γράφηκε μετὰ τὴ ναυ­μα­χία τοῦ Ναυαρίνου τὸ 1827 ἢ ἴσως μετὰ τὴν ἧττα καὶ συνθη­κο­λόγηση τῶν Τούρκων στὴν Ἀδριανού­πο­λη κατὰ τὸ Ρωσο­τουρ­κι­κὸ πόλεμο τοῦ 1829[16]. Ἐκεῖ ὅμως οἱ Tοῦρκοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ τὸν ἀ­να­γνώρισαν καὶ ἀναζη­τοῦσαν τρόπο γιὰ νὰ τὸν φο­νεύσουν[17]. Προ­φα­σι­ζόμενοι λοιπὸν κά­ποι­α ἐμπο­ρι­κὴ συν­ερ­γα­σία, τὸν ἔπνι­ξαν, ρί­χνοντάς τον ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴ θάλασσα τοῦ Ἑλλή­σπον­­του.
Tὰ περιστατικὰ συγγραφῆς τοῦ Μαρτυρίου τοῦ νεομάρτυρος Ἀ­θα­νασίου καὶ ἡ διάσωση τῆς μνήμης του σὲ δύο κώδικες τῆς μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καθίστανται ἐν μέρει γνω­στὰ ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή του, ὅπου σημειώνεται ὅτι συντάχθηκε «προτροπ κα εσηγήσει το πανοσιωτάτου Θωμ ερομονάχουδιατελοντος ν τερ Mον το Ρωσσικο». Πρόκειται προφανῶς γιὰ τὸν ἱερο­μό­να­χο Θωμᾶ Γερμανό, ὁ ὁποῖος προσωνυμεῖται σὲκάποια σημειώ­μα­τα κωδί­κων τῆς μονῆς ἁγίου Παντελεήμονος ὡς « γράμ­μα­τος»[18] καὶ ἐγ­καταβίωνε, τουλάχιστονὣς τὸ 1860, στὴ μονὴ τοῦ ἁ­γί­ου Παν­τε­λεήμονος, ἡ ὁποία κατὰ τὰ μέ­σα τοῦ 19ου αἰώνα δια­κρι­νόταν γιὰ τὴ συν­οί­κη­ση μο­ναχῶν ἑλληνικῆς καὶ σλαβικῆς κατα­γω­γῆς, ἂν καὶ σὲ ἕνα κλίμα ἀνερχόμενου ἐθνικι­σμοῦ[19]. Φαίνεται πὼς ὁσυντά­κτης τοῦ Μαρτυρίου ἢ ὁ ἱερομόναχος Θωμᾶς Γερμανὸς εἶχε γνω­ρί­σει τὸ νεομάρτυρα Ἀθανάσιο κατὰ τὴδεύτερη ἔλευσή του στὸ Ἅγιον Ὄ­ρος, ἀφοῦ τὸν ἐπικα­λεῖ­ται ὡς πηγή του σὲ δύο σημεῖα[20].
Στὴ συγγραφὴ τοῦ Μαρτυρίου δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐμπλέ­κον­ται καὶ ἄλλα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα διέμεναν στὴν ἐν λόγω Μονὴ κατὰ τὴν πε­ρίο­δο αὐτή, ὅπως ὁ λόγιος ἱερομόναχος Προκόπιος Δενδρι­νὸς[21] καὶ ὁ διάκονος Βενιαμὶν ὁΣυμιακός, συνθέτης τῆς Ἀκολουθίας  στὴν ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ “Ἄξιόν ἐστι” καὶ ἄλλων ὑμνογραφημάτων[22]. Δὲν γνωρίζουμε ἐπίσης ἂν στὴν ἴδια Μονὴ  ἐγκαταβιοῦσε καὶ ὁ συν­θέ­της τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ ἐν Τριπό­λει, μοναχὸς Χριστοφόρος ὁ Λήμνιος[23], γεγονὸς ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε ἀφενὸς τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ ἕνα συμπατριώτη του νεομάρτυρα καὶ ἀφετέρου τὴ σύνθεση τοῦ ἀπολυτικίου τοῦ Ἀθανασίου ὡς κατακλεί­δα τοῦΜαρτυρίου του.
 


[1] Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπ. Γλαβίνα, «Ὁ ἐκ Λήμνου νεομάρτυς Ἀθανάσιος», ΓΠ 62 (1979) 326-328. Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ ἀντλοῦν πληροφορίες οἱ π. Ἀθανάσιος Σι­μω­νοπετρίτης, Ἀκολουθία πάντων τῶν ἐν τῇ νήσῳ Λήμνῳ Ἁγίων μετὰ Παρα­κλη­τι­κοῦ Κανόνος, Λῆμνος 2005, σ. 46-47· Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Λήμνου κατὰ τὸν τελευταῖο αἰώνα τῆς Τουρκοκρατίας (1800-1912),Ἀλεξανδρού­πο­λη 2007, σ. 203· μον. Mωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 625· Ν. M. Vaporis, Witnesses for Christ. Orthodox Chri­sti­an Neomartyrs of the Ottoman Period 1437-1860, New York 2000, σ. 364-365. Ἐπαν­εκ­δόθηκε στὸ Συνα­ξα­ρι­στὴς Nεο­μαρ­τύρων, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 753-754.
[2] Βλ. Σπ. Λάμπρος, Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἑλ­λη­νικῶν Κωδίκων, Amsterdam 1966 (φωτ. ἀνατ.), τ.ΙΙ, σ. 419.
[3] Βλ. σχετικὰ J. Haldon, «Limnos, Monastic Holdings and the Byzantine State, ca. 1261-1453», A. Bryer – H. Lowry (ἐπιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, Birmingham-Washington, D.C. 1986, σ. 161-212· H.W. Lowry, «The fate of Byzantine monastic properties under the Ottomans: examples from Mount Athos, Limnos and Trabzon», Α. Bryer – M. Ursinus (ἐπιμ.), Manzikert to Lepanto. The By­zantine World and the Turks 1071-1571 [= Byzantinische Forschungen  XVI (1991)], σ. 274-312.
[4] Βλ. τὴ σχετικὴ ἐξιστόρηση τοῦ Δοσιθέου Κωνσταμονίτη, ποὺ ἐξέδωσε ὁ Ἰ. Μα­­μαλάκης, «Διήγησις περὶ Ἁγίου Ὄρους ἐν καιρῷ τῆςἘπαναστάσεως τοῦ 1821», ΕΕΦΣΠΘ 7 (1957) 217-237· ὁ ἴδιος, Τὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἄθως) διὰ μέσου τῶν αἰώνων, [ΜακεδονικὴΒιβλιοθήκη 33], Θεσσαλονίκη 1971, σ. 425ἑ.
[5] Ἡ πληροφορία αὐτὴ δὲν καταγράφεται στὸ συναξάριό του. Γιὰ τὴ φυλάκιση τῶν ἁγιορειτῶν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὰ τραγικὰγεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν βλ. Ἰ. Μαμαλάκης, «Τὰ μαρτύρια τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπὶ Μεχμὲτ Ἐμὶν Ἀβδουλὰχ πασᾶ 1822-1823», ΔΙΕΕΕ 17 (1963-1964) 39-153· ὁ ἴδιος, «Δοσιθέου Κωνσταμονίτου Nέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν ἱερομαρτύρων καὶ ὁσιομαρτύρων», ΓΠ 46 (1963) 331-342· ὁ ἴδιος, Τὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἄθως) διὰ μέσου τῶν αἰώνων, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 33], Θεσσαλονίκη 1971, σ. 435· Ἀθ. Καραθανάσης, Θεσσαλονίκη καὶ Μακε­δονία: 1800-1825. Μία εἰκοσιπενταετία ἐν μέσῳ θυέλλης, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 86],Θεσσαλονίκη 1996, σ. 29-30· ὁ ἴδιος, Στὴν Θεσσαλονίκη: 1821 καὶ 1822 (Λόγος πα­νη­γυρικός), [Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη 55], Θεσσαλονίκη 2008· Εὐ. Χεκίμογλου, Τὸ «Κοι­νὸν τῆς Πολιτείας» καὶ οἱ περιπέτειές του. Ὁ χριστιανικὸς πληθυσμὸς τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης πρίν, κατὰ καὶμετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 (Λόγος πανηγυρικός), [Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη 54], Θεσσαλονίκη 2008,  ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία.
[6] Πρβλ. μον. Mωϋσῆς Ἁγιορείτης, ὅ.π., σ. 605, ὅπου, ὅμως (σ. 738 σημ. 894), ση­μει­ώ­νε­ται ἐσφαλμένα ὅτι αὐτὸ καταγράφεται στὸν κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 743. Ἀπὸ ἁγιορειτικὲς πηγὲς γνωρίζουμε ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη μαρτύρησαν κατὰ τὴν πε­ρίο­δο αὐτὴ δεκαέ­ξι συνολικὰ «προεστῶτες τῆς Μεγ. Λαύρας, ἡγούμενοι καὶ προηγούμενοι». Βλ. Σ. Πασχαλίδης, «Μάρτυρες ΡΞΔ´, Ὁσιομάρτυρες ΙΣΤ´ Λαυριῶ­τες», Τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Θεσσα­λονί­κης, τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 30-32, 114.
[7] Ἡ ἴδια γραφὴ ἀπαντᾶ καὶ σὲ ἄλλους συγγραφεῖς. Βλ. Ἀθ. Χρυσοβέργης, Ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος ὁ Γ´ ὁ ἐκ Ζαγορᾶς (1757). Ὁ βίος, ἡ δράση καὶ τὸ συγγραφικὸ ἔργο του, Ζαγορὰ 1995, σ. 88· Ἀγ. Τσελίκας, Καλλινίκου Γ´ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Τὰ κατὰ καὶ μετὰ τὴν ἐξορίαν ἐπισυμβάντα καὶ ἔμμετροι ἐπιστολαί, Ἀθήνα 2004, Βιβλίον Β, στ. 323, 383.
[8] Ἡ ὅραση αὐτὴ ἀναμιγνύει στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη (κεφ. 19,20· 20,10, 15) καὶ τὶς ἀποκαλυπτικὲς ἑρμηνεῖες τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ ὁποῖες ἀποτυπώνονται καὶ στὶς σχετικὲς ἀπεικονίσεις τῆς τελικῆς Κρίσεως, ποὺ χρονολογοῦνται κατὰ τὴν πε­ρίοδο αὐτή. Βλ. σχετικὰ M. Garidis, Etudes sur le Jugement dernier post-byzantin d Xve à la fin du XIXe siècle. Iconographie – Esthetique, [ΕΜΣ – Ἐπιστημονικαὶ Πραγ­μα­τεῖαι. Σειρὰ Φιλολογικὴ καὶ Θεολογικὴ 16], Θεσσαλονίκη 1986. Θὰ μπορούσαμε δὲ νὰ ἐντοπίσουμε τὴν πηγή της στὸ ἔργο Πίστις τοῦ ἱερομονάχου Νεκταρίου Τέρπου (ἐκδ. 12η τὸ 1818), ὅπου ὁ Μωάμεθ ἐμφανίζεται σὲ ἕνα κεφάλαιο («Ἐγκώμιον ἀληθινὸν εἰς τοὺς λαοπλάνους Μωάμεθ καὶ Ἀλήν») ὡς ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Ἀντι­χρί­στου. Βλ. σχετικὰ Κ. Γαρίτσης, ὉΝεκτάριος Τέρπος καὶ τὸ ἔργο του. Εἰσαγωγή-Σχόλια-Κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου του Πίστις, Θήρα 2002, σ. 266, 442ἑ. Διαφορετικὸπεριε­χό­μενο ἔχει ἡ ἐκτενὴς ὅραση τοῦ μοναχοῦ Δανιήλ, ποὺ συνοδεύει τὸ Μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ ἐκ Παρα­μυ­θίας. Βλ. Π. B. Πάσχος, «Ἰσλὰμ καὶ Nεο­μάρ­τυρες. Ὁ ἐκ Παραμυθίας νεομάρ­τυς Ἀ­να­στά­σι­ος καὶ ὁ ἰσμαηλίτης [Mουσᾶ] Δα­νιὴλ ὁὁμολο­γη­τής», EEΘΣΠA 30 (1995) 413-474.
[9] Γιὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ γραμματεία αὐτῆς τῆς περιόδου βλ. Αst. Argyriou, Les exégèses grecques de l’Apocalypse à l’époque turque(1453- 1821), Θεσσαλονίκη 1982· Ἀ. Καριώτογλου, Ἰσλὰμ καὶ χριστιανικὴ χρησμολογία, Ἀθήνα 2000· Εὐ. Ἀμοιρίδου, «Ἀποκαλυπτικὴκαὶ Ἐσχατολογικὴ Γραμματεία», Ἱστορία τῆς Ὀρ­θο­­δοξίας, τ. 6: Ὀρθοδόξων Βίος καὶ Πολιτισμὸς (15ος-19ος αἰ.), Ἀθήνα 2010, σ. 404-425.
[10] Ἀσφαλῶς, μὲ τὴ φράση «νουθετήσας αὐτὴν νὰ ζῇ εὐσεβῶς κρυφίως ὡς ἐδύ­νατο» τοῦ Μαρτυρίου ὑποδηλώνεται ὁκρυπτοχριστιανικὸς βίος ποὺ ἀκολού­θη­σε καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Ἀθανασίου. Παρεμφερὴς εἶναι καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς ἁγιο­λο­γι­κῆς διηγήσεως («τὴν μὲν σύζυγον ᾠκονόμησε θεαρέστως»). Γιὰ τὴ στάση τῶν συ­ζύ­γων καὶ τῶν οἰκογενειῶν τῶν νεομαρτύρων βλ. τὸ πο­λὺἐνδιαφέρον ἄρθρο τοῦ Κ. Πιτσάκη, «Νομικὰ ζητήματα ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὴν ἄ­θλη­ση τῶν Νεομαρτύ­ρων», Ἱ. Μη­τρόπολις Μυτιλήνης, ὉΝεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζά­ντι­ος πολιοῦχος Μυτι­λή­νης. Πρακτικὰ Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου, Μυτιλήνη 2000, σ. 110.
[11] Βλ. σχετικὰ Γερ. Σμυρνάκης, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Καρυὲς 1988 (φωτ. ἀνατ.), σ. 452-459. Χρ. Κτενᾶς, «Ὁ πατριάρχης Σεραφεὶμ ὁ Β΄ καὶ τὸ ἐνταῦθα Κελ­λί­ον αὐτοῦ, τὸ ἐπικληθὲν Σεράγιον», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 5 (1921) 134-137, 238-243· Σ. Πασχα­λί­δης, ΤὸὙμναγιολογικὸ ἔργο τῶν Κολλυβάδων…, ὅ.π., σ. 55· Π. Κουφόπουλος – Δ. Μυριανθεύς, «Τὸ περιβάλλον καὶ τὰ ἐξωμοναστηριακὰκτίσματα», Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαι­δίου. Παράδοση-Ἱστορία-Τέχνη, Ἅγιον Ὄρος 1996, τ. Α´, σ. 217-218· Μον. Μωυ­σῆς Ἁγιο­ρείτης, «Οἱ ἱερὲς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Ἅγιον Ὄρος: Πνευ­μα­τικότητα - Ὀρθοδοξία – Τέχνη, Θεσ­σα­λο­νίκη 2006, σ. 253-254.
[12] Bλ. Γ. Σμυρνάκης, ὅ.π., σ. 453.
[13] Ἐκδόθηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν J. Goar, Euchologion sive Rituale Graecorum, Graz 1960 (φωτ. ἀνατ.), στ. 689-692· ἀρχιμ. Σπυρ.Zερβός, Eὐχολόγιον τὸ Mέγα, Ἀθῆναι 19924, σ. 591-597. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ βλ. καὶ M. Arranz, «La “Diataxis” du patriarche Mé­thodepour la réco­nci­lia­tion des apostats», OCP 56 (1990) 283-322, ὅπου ἡ πλέον πρό­σφατη ἔκδοση τῆς Διατάξεως· D. Sahas, «Ritual ofConversion fron Islam to the Byza­nti­ne Church», GOTR 36 (1991) 57-69· Ἰ. Παναγιω­τόπουλος, Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρ­χης Μεθόδιος Α´ ὁ Ὁμολογητὴς (843-847) καὶ τὸ ἔργο του, Ἀθήνα 2003, σ. 363-378.
[14] Βλ. σχετικὰ στὴ μελέτη μας, Τὸ Ὑμναγιολογικὸ ἔργο τῶν Κολλυβάδων…, ὅ.π., σ. 115-121.
[15] Βλ. Ἀθ. Xρυσοβέρ­γης, Oἱ θεολογικὲς κατευθύνσεις τοῦ πατρι­άρχη Kαλλι­νί­κου Γ΄ (1713-1791) καὶ τὰ βασικὰ προβλή­ματα τῆςἐποχῆς του μὲ βάση τὴν ἐπιστο­λο­γραφία του, Λάρισα 2000, σ. 150-152.
[16] Bλ. Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ. Ζ´, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 830ἑ.· ὁ ἴδιος, ὅ.π., τ. Η´, σ. 310ἑ.· D. Stone, A military History of Russia. From Ivan the Terrible to the war in Chechnya,  Westport 2006, σ. 114-115.
[17] Ἡ Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, ὅ.π., σ. 203, ἀντλώντας ὑλικὸ ἀπὸ τοὺς Κώ­δι­κες τῆς Μητροπόλεως Λήμνου, σημειώνει, χωρὶς εἰδικότερη παραπομπή, ὅτι ὁ Ἀθα­νά­σιος «συνεισέφερε μάλιστα ὡς δωρητὴς γιὰ τὴν καλὴ λειτουργία τῶν σχολείων τῆς Λήμνου». Γιὰ τὶς σχέσεις χριστιανῶν-μουλσουμάνων στὴ Λῆμνο κατὰ τὴν ὕστε­ρη Τουρκοκρατία βλ. Θ. Παλαμηδᾶ-Εὐθυμιάδου, ὅ.π., σ. 205-220. Γιὰ τὸρόλο τῶν Τούρκων, ὅπως αὐτὸς διεκτραγωδεῖται στὰ νεομαρτυ­ρο­λο­γικὰ κείμενα, βλ. Ἰ. Φουν­­­τούλης, Οἱ Τοῦρκοι κατακτηταὶ ἐν ταῖςἈκολουθίαις τῶν Λεσβίων Ἁγίων, [ἀ­νατ. Δελτίου Ἑταιρείας Λεσβιακῶν Μελετῶν], Ἀθῆναι 1962· Archim. Elpidophoros La­mbryniades, «The Image of the Turks in the Vitae of the Neomartyrs of the Orthodox Church», Legacy of Achievent – Παρα­κα­τα­θήκη Ἔργου. Me­tro­politan Methodios of Bo­ston: Festal Volume on the 25th Anniversary of his Conce­cra­tion to the Episcopate, Bo­ston 2008, σ. 598-608.
[18] Ἀντιγράφει κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶ­νος στὴ μονὴ ἁγ. Παντελεήμονος τοὺς κώδικες Ἁγ. Παντελεήμονος 170 (Λ 5677), 190 (Λ 5697), 867 (Λ 6374) καὶ 876 (Λ 6383).
[19] Βλ. Ἀντ.-Αἱμ. Ταχιάος, «Σχέσεις Ἑλλήνων καὶ Ρώσων στὸν Ἄθω κατὰ τὸν 19ο αἰώνα», Βυζάντιο – Σλάβοι – Ἅγιον  Ὄρος.Ἀναδρομὴ σὲ ἀμοιβαῖες σχέσεις καὶ ἐπιδράσεις, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 493-515.
[20] Βλ. στὸ κατωτέρω ἐκδιδόμενο Μαρτύριο, στ. 39, 70-71.
[21] Γιὰ τὸν Προκόπιο Δενδρινὸ βλ. Μ. Μανούσακας, «Ἡ “Δι­δα­σκα­λία Xρι­στια­νικὴ κατ᾽ ἐρωταπόκρισιν”, ἀγνοημένο αὐτόγραφο ἔργο (1780) τοῦ Ἰωάννου Μπε­νι­ζέ­λου», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 3 (1990) 7-96· Στ. Κεκρίδης, Ἐκ­κλη­σία καὶ λογοκρισία στὴν Ὀθω­μα­νικὴ Aὐτο­κρα­το­ρία (1700-1850), Kα­βά­λα 1995, σ. 121-123· μον. Συμεών, «Ἀρχιμ. Προ­κό­πιος Δενδρινὸς († 1848)», Πρωτᾶτον 84 (Ὀκτ.­-Δεκ. 2001) 128­-141· πρωτοπρ. Γ. Mεταλληνός, «Ἀ­ναγ­καί­α προσθήκη στὰ περὶ Προκοπίου Δενδρινοῦ», Πρωτᾶτον 87 (Ἰούλ.-Σεπτ. 2002) 255-259..
[22] Βλ. Π. Β. Πάσχος, «Ὑμνογραφία καὶ ὑνο­γράφοι στὸ Ἅγιον Ὄ­­ρος», Ἅγιον Ὄρος: Φύση - Λατρεία - Tέχνη. Πρα­κτικὰΣυ­νε­δρί­ων, τ. A΄, Θεσ­σαλονίκη 2001, σ. 211. Διεξοδικὴ καταγραφὴ τῶν ὑμνογραφικῶν ἔργων τοῦ Βενιαμὶν περιλαμ­βά­νε­ται στὸἄρθρο τοῦ μον. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, «Ὁ “μακάριος καὶ ἀοίδιμος Δι­δά­σκ­α­λος Θεοδώρητος” Λαυριώτης ὁ ἐξ Ἰωαννίνων», ΓΠτχ. 836 (Σεπτ.-Ὀκτ. 2010) 609 σημ. 59.
[23] Βλ. μον. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅ.π., σ. 570· Ἰ. Ἀ­θα­νασόπουλος, «Ἡ ὑμνολογία τῶν πολιούχων ἁγίωντῆς Τριπόλεως Δημητρίου καὶ Παύλου τῶν νεομαρτύρων», Νεομάρτυρες Πελοποννήσου. Πρακτικὰ στὴ μνήμη τοῦ νεομάρτυρα Δημητρίου, Τρίπολη 2008, σ. 327, ὅπου σημειώνεται ὅτι δὲν μᾶς εἶ­ναι γνωστὰ κάποια στοιχεῖα γι᾽ αὐτόν.

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2012

Ων ουκ ήν αξιος ο κόσμος Τις εκαψαν οι Τούρκοι ζωντανές



 




Toν Απρίλιο του 1854 εκδηλώδηκε στη Χαλκιδική Επανάσταση με επικεφαλής τον καπετάν-Τσάμη Καρατάσο. 
Η Επανάσταση απέτυχε. 
Στις 22 Απριλίου σφαγιάσθηκαν οι 30 πρόκριτοι του Πολυγύρου. 
Οι καταστροφές και οι σφαγές επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη Χαλκιδική.
Στο Γεροπλάτανο 7 κοπέλλες κλείσθηκαν στο μύλο του Τσάμη. 
Οι Τούρκοι τις περιεκύκλωσαν και ζήτησαν απ΄ αυτές να αλλαξοπιστήσουν. 
Οι 6 παρέμειναν ακλόνητες και ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό. 
Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά και τις έκαψαν ζωντανές. 
Το «διά πυρός» μαρτύριό τους τις κατατάσσει στο νέφος των Νεομαρτύρων και αποτελεί παράδειγμα πίστεως και ομολογίας. 
Όπως το κερί φωτίζει λιώνοντας, έτσι έλιωσαν μέσα στο καμίνι της φωτιάς και μας φωτίζουν. 
Εξάφωτη λυχνία, η εξάδα των μαρτύρων. 
Φωτιά, φως και χρυσάφι. 
Πού κάηκαν, πού φωτίζουν, πού μας πλουτίζουν. 
Τιμώνται ιδιαίτερα από την Ενορία του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου Χαλκιδικής την πρώτη Κυριακή του Μαΐου. 


Απολυτίκιον των Παρθενομαρτύρων
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον
Νεομάρτυρες Κόραι Χριστού της πίστεως, Γεροπλατάνου Παρθένοι υπέρ Χριστού του Θεού αι καυθείσαι εν τω μύλω και αγνότητος άρτι οφθείσαι καλλοναί, δυσωπείτε εκτενώς, Νεανίδες εξ, Νυμφίον υμών ουράνιον πέμψαι υμάς τιμώσι μέγα έλεος.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω
Γεροπλατάνου ευκλεείς Παρθενομάρτυρας, τας εξαρίθμους του Χριστού αμνάδας μέλψωμεν την ατίμωσιν φυγούσας και εν τω μύλω τας κλεισθείσας και καυθείσας ώσπερ φρύγανα και καλάμη ευσχημόνως μελωδήσωμεν πόθω κράζοντες· Χαίροις, σέλας αγνότητος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, Νεανίδων εξάς κλεινή του Γεροπλατάνου, η καυθείσα ανηλεώς εν τω μύλω κώμης διά Χριστού την πίστην και σου της παρθενίας πάλλευκον ένδυμα.
Σημείωση: Το Απολυτίκιον, το Κοντάκιον και Μεγαλυνάρον για τις Παρθενομάρτυρες είναι ποίημα του του Καθηγητού και Υμνογράφου κ. Χαραλάμπου Μπούσια.


Πηγή: αρχιμ. Χρυσοστόμου Μαϊδώνη· Πρωτοσυγκέλλου-Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, Το μαρτύριο της φωτιάς – Το μαρτύριο των έξι Παρθενομαρτύρων του Γεροπλατάνου Χαλκιδικής (1854), Έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου, Γεροπλάτανος 2012

Σάββατο, Μαΐου 05, 2012

Έλληνες νεομάρτυρες από αθεϊστές κατά την περίοδο του Ελληνικού εμφυλίου



Ως γνωστόν, ο μαρξισμός και οι ιδεολογικοί του απόγονοι θεωρούν τη θρησκεία «όπιο του λαού», δηλ. πνευματικό ναρκωτικό, που εξαπατά τους ανθρώπους και που πρέπει να εκλείψει απ’ τον κόσμο. 
Πρόκειται για πλάνη, αφενός γιατί προϋποθέτει ως σίγουρο ότι δεν υπάρχει Θεός, περιφρονώντας ως ψεύδη τις εμπειρίες όλων των αγίων, και, αφετέρου, γιατί η θρησκεία γενικά και ο χριστιανισμός ειδικότερα έχει παρακινήσει χιλιάδες ανθρώπους ν’ αγωνιστούν με αυτοθυσία για τον πλησίον, αλλά και πλούσιος να μοιράσουν την περιουσία τους στους φτωχούς – το αγιολόγιο της Ορθοδοξίας είναι γεμάτο τέτοιες περιπτώσεις. Εξαιτίας αυτής της πλάνης όμως, όπου επικράτησε κομουνιστικό καθεστώς, ίσως με κάποιες εξαιρέσεις, ξέσπασε διωγμός κατά της θρησκείας, άλλοτε ήπιος και άλλοτε ανελέητος. Αναρίθμητοι χριστιανοί μαρτύρησαν στη Ρωσία (ΕΣΣΔ), στη Ρουμανία, την Αλβανία κ.α.
Η Ελλάδα δεν ξέφυγε απ’ το γενικό κανόνα. Οι κομουνιστές αντάρτες, κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1945-1949), εξολόθρευσαν αρκετούς παπάδες, κάποιους απ’ τους οποίους (και όχι μόνο) θα γνωρίσουμε με συντομία παρακάτω.
Ήταν επόμενο οι ιερείς, και γενικά οι πιστοί χριστιανοί, να θεωρήσουν τον κομουνισμό εχθρικό. Στην Ελλάδα βέβαια υπάρχει μια ιδιόρρυθμη κατάσταση, γιατί είχαμε και έχουμε και πολλούς κομουνιστές που είναι και ορθόδοξοι πιστοί, καθώς και ιερείς που συμπαθούν την ευρύτερη αριστερά. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκουν στην κοινωνική ηθική του κομουνισμού τα κοινά στοιχεία με το χριστιανισμό και συνδυάζουν τα δύο, παρόμοια όπως οι χριστιανοσοσιαλιστές του εξωτερικού. Προσωπικά, συμπαθώ αυτή τη στάση, στο βαθμό που καθαρίζει την αριστερή πολιτική ιδεολογία από αυτά που θεωρώ αδυναμίες της…
Οι παρακάτω μαρτυρίες προέρχονται από το συγκλονιστικό βιβλίο του π. Γρηγορίου, ηγουμένου της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας, Σεπτέμβριος 2010, στις σελ. 149-166. Είναι διηγήσεις για ανθρώπους –σχεδόν πάντα ιερείς– που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν κατά τον Εμφύλιο εξαιτίας της χριστιανικής ή της ιερατικής τους ιδιότητας. Τις αναδημοσιεύουμε για λόγους καθαρά πνευματικούς, χωρίς καμιά απολύτως διάθεση πολιτικού φατριασμού ή σκοπιμότητας.Μακάρι ο Θεός να συγχωρέσει και να αναπαύσει και τους δήμιους, με τις πρεσβείες των μαρτύρων-θυμάτων τους. Και μακάρι οι ιδεολογικοί τους επίγονοι, κάθε μορφής, να έχουν θεία φώτιση και ευλογία στις επιλογές τους.
Α. Το μαρτύριο του π. Χρυσόστομου Παπαχρήστου

Η ιστορία καταγράφηκε από το συγγραφέα το Πάσχα του 1966 στο Μεγαλοχώρι των Τρικάλων. Διηγείται η αδελφή του Αριάδνη, που συνάντησε σε κάποιο εστιατόριο έναν άνθρωπο, ο οποίος φορούσε ρούχα που ανήκαν στον αδελφό της.
«…Κάθομαι στο τραπέζι απέναντί του. Το γκαρσόν φωνάζει: “Βάβω, δεν είναι αυτού η θέση σου”. Έκανα τον κουφό. Γεμίζω από θάρρος ανδρίκιο και του λέγω:
–Ξένε, το κουστούμι, τα ρούχα που φοράς τα ’χω εγώ ραμμένα. Τα παρατήρησα καλά και είδα τις δαχτυλιές μου επάνω. Θα μου πεις πού τα βρήκες. Δεν θα μου κρύψεις τίποτες. Κι εγώ, σου υπόσχομαι στο Χριστό μου, δεν θα σε προδώσω. Αλλιώς, τούτη την ώρα θα κράξω και θα φωνάξω.
–Θα σου πω όλη την αλήθεια, αλλά μη με καταδώσεις· κι εγώ διαταγές εκτελούσα. Άκουε λοιπόν. Εκεί που μέναμε έφεραν έναν, μάλλον πρέπει να ήταν παπάς. Δεν είχε όμως καλυμμαύχι και δεν φορούσε ράσα. Δεμένος πισθάγκωνα, δέχτηκε τόσες κακοποιήσεις που δεν λέγονται. Ειρωνείες τρομερές, κλωτσιές, σαν μπάλα τον έστελναν από τη μια μεριά στην άλλη. Μ’ ό,τι εύρισκαν τον χτυπούσαν στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στην κοιλιά.
Εμένα πόνεσε η ψυχή μου και είπα να τον τελειώσω. Μου τον παρέδωσαν με τέσσερις άλλους να τον εκτελέσουμε. Τον σύραμε στο χείλος ενός λάκκου με βρωμόνερα. Τον εγδύσαμε, τον πασσαλώσαμε σε τέσσερα παλούκια και με πρόσταξαν να τον γδάρω ζωντανό. Όταν έφθασα στα μπούτια (σ.σ. αρχίζοντας από τις πατούσες), οι φωνές του και τα βογγητά του ήτανε πράγμα φοβερό. Δεν άντεχα να τον ακούω και του έδωσα με το τσεκούρι στο κεφάλι και τον πέταξα στα βρωμόνερα του λάκκου.
“Ο αδελφός μου ο παπα-Χρυσόστομος” πρόλαβα να του πω και συνήλθα στο νοσοκομείο των Τρικάλων. Να γιατί έχω την καρδιά μου και φορώ πάντα μαύρα και ποτέ δεν θα τα αποχωριστώ.»

Ο συγγραφέας, στη συνέχεια, ρώτησε τη γυναίκα:
«–Κυρα-Αριάδνη, μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια άνθρωπος κι ήταν διάβολος για να σε ταράξει;
–Τα λες αυτά, παιδί μου, για να με παρηγορήσεις, αλλ’ ήταν άνθρωπος κυριευμένος από το διάβολο.
–Τότε, αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι μάρτυρας ο αδελφός σου, άγιος αληθινός. … Αυτού αγίαις πρεσβείαις, ελέησέ με, Κύριε».

Β. Οι κόκκινοι παραστάτες της εξωκλησιάς

Διηγείται ένας ηλικιωμένος βοσκός έξω απ’ το ξωκλήσι του αγίου Δημητρίου, κοντά στη μονή Μυρτιάς, περιοχή Τριχωνίδας της Αιτωλοακαρνανίας. Η καταγραφή έγινε τη δεκαετία του ’70.

«Ένα απομεσήμερο έφτασαν εδώ μπροστά που μιλούμε τώρα ομάδα ανταρτών. Είχαν μαζί τους ένα παπά. Το τι τον βασάνιζαν δεν μπορώ να σου περιγράψω· λιγώνεται η ψυχή μου. Μου ’ρθε να βάλω φωτιά στον τόπο, αλλά φοβήθηκα.
Το πιο τρομερό απ’ όλα ήταν πως τα βασανιστήρια τα ’φτιαχναν γυναίκες… Στο τέλος τον έγδυσαν, τον διαπόμπευσαν, τον έδεσαν κάτω σ’ αυτήν την αυλή του Αγίου Δημητρίου και οι άσπλαχνοι άντρες έκαναν χάζι μαζί τους. Μια σκύλα τού απέκοψε με τσεκούρι τα γεννητικά όργανα και έβαψε τους παραστάτες της εκκλησίας. Δεν είναι, παιδί μου, χρώμα αυτό που θωρείς. Είναι αίμα μαρτυρικό και μάλιστα λευϊτικό (=ιερέα). Διάβασα όλους τους βίους των Αγίων εδώ που βόσκω τα πρόβατά μου. τέτοιο μαρτύριο δεν βρήκα στα συναξάρια. από τότε κανείς δεν άσπρισε ούτε έβγαλε αυτό το βάψιμο.»
Ο αφηγητής άρχισε να κλαίει και ο συγγραφέας τον ρώτησε:
«–Γιατί κλαις;
–Δεν κλαίω τον μάρτυρα, αλλά τους ανθρώπους, που χωρίς το Θεό γίνονται των θηρίων αγριότεροι. Αλλά γιατί, δέσποτα (=πάτερ), η Εκκλησία δεν τους τιμά τους μάρτυρες αυτούς ως Αγίους; Λένε: “Για να μην ανάβουν τα μίση”. Αυτοί άναψαν και έκαψαν και τώρα που θα δροσίσουν την Εκκλησία, αφήνουμε τη μαρτυρία και τα μαρτύρια και καταπιανόμαστε με χωρατά και παραμύθια; Αλλοίμονό μας, πάτερ, όποιος και να είσαι.»

Γ. Ο παπα-δάσκαλος με τα πληγωμένα χείλη

Αφηγητής εδώ είναι ο ίδιος ο παθών, που επιβίωσε από την αιχμαλωσία. Καταγράφηκε στην Παναγία την Προυσιώτισσα, όπου ο ιερέας αρνήθηκε να φιλοξενηθεί στο κελί όπου, όπως αποκάλυψε, τον κρατούσαν φυλακισμένο οι αντάρτες το 1944, μαζί με άλλους, «χωροφύλακες, παπάδες και δασκάλους».

«…Το καθημερινό μας φαγητό ήταν κολοκύθια ανάλαδα και ανάλατα. Ο ηγούμενος, παλιός γνώριμος, προσπαθούσε κάτι να μου προσφέρει. Οσάκις γινόταν αντιληπτό, ερχόντουσαν στο κελί μου και μου ’βγαζαν με την κάνη του όπλου τα δόντια. Όσες φορές με φίλεψε ο ηγούμενος, τόσα δόντια μου έβγαλαν και τόσες πληγές μου προξένησαν στα χείλη, που ακόμη δεν θεραπεύτηκαν. Ίσως αυτές οι πληγές μου κόψουν το νήμα της ζωής.»
«Έτσι κι έγινε» συνεχίζει ο συγγραφέας. «Εξελίχθηκαν σε καρκίνο και πολύ γρήγορα μετέστη ο μαρτυρικός παπάς».

Οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν όταν οι αντάρτες πληροφορήθηκαν πως πλησιάζει γερμανική φάλαγγα. Τους φόρτωσαν στην πλάτη από ένα γεμάτο τσουβάλι και τους έστειλαν στο χωριό Καστανιά. Όταν έφτασαν κι άνοιξαν τα τσουβάλια διαπίστωσαν πως περιείχαν τούβλα και παλιοσίδερα.
«Και έλεγε ο παπα-δάσκαλος:
–Δόξα τω Θεώ, τα ξεχάσαμε σήμερα και ζούμε και γελούμε και λέμε: “Κύριε, μη στήσης την αμαρτίαν αυτών”· δεν ξέρανε τι κάνανε».

Δ. Ο μπαρμπα-Κωστής ο ευλαβής

«Πίσω, στα βόρεια του όρους Δίρφης (Εύβοιας), στις απόκρημνες ακτές του νησιού, βρίσκονται κάποια χωριουδάκια· σήμερα θα τα πούμε συνοικισμούς. Σ’ ένα από αυτά κατοικούσε κι ο μπαρμπα-Κωστής ο ευλαβής.
Ζούσε με την οικογένειά του, ασχολούμενος με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της λιγοστής γης. Η τυραννισμένη ζωή του αγροτοκτηνοτρόφου, το ξεροβόρι που τον θαλασσόδερνε, η νηστεία και η αγρυπνία τον έκαναν να φαντάζη των ασκητών ασκητικώτερος. Ποιος ξέρει πόσες φορές, με το κέρινο πρόσωπό του στραμμένο στο Αιγαίο, θωρούσε τα καράβια ν’ αρμενίζουν στο ανοιχτό και ατέρμονο πέλαγος και προσευχόταν γι’ αυτά, λιμάνι γρήγορα να πιάσουμε, στα σπίτια τους και στις φαμελιές τους γρήγορα τα παλληκάρια να γυρίσουνε […]
Ο μπαρμπα-Κωστής ήταν άνθρωπος της προσευχής. Όταν επρόκειτο να κοινωνήση, όλη την νύχτα σαν νυχτοκόρακας την έβγαζε στο δάσος προσευχόμενος. Την αυγή παρουσιαζόταν να φορέση τα καλά του για την εκκλησιά και την μεταλαβιά. Και άλλοι χάνονται τις νύχτες στις μέρες μας, αλλά σαν φέξη εμφανίζονται σαν φρικιά.
Ο γέρος ήταν φιλόξενος· το σπίτι του πάντα ανοιχτό για όλους. Ακόμη και οι πολυθρύλητοι γύφτοι στο δικό του κονάκι ακουμπούσαν να ξημερώσουν και να πιάσουν ψωμί. Καθόλου δεν φοβόταν μη τον κλέψουν ή τον αϊτέψουν με τις μαγείες και τα ξόρκια τους. η τέλεια αγάπη του Κωστή για τον Θεό και τον πλησίον έδιωχνε κάθε φόβο. Ρωτούσαν οι περίοικοι:
–Δεν τους φοβάσαι τους τσιγγάνους, που έχουν μακριά χέρια και κουβαλούν δαιμονικά;
Και απαντούσε ήρεμα και καλά:
–Όταν έχουμε τον Θεό μαζί μας, κανένας δεν μπορεί να μας κάνη κακό. “Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά” δεν λέμε στην προσευχή μας;
Ο Κωστής ζούσε στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, που αδελφός τον αδελφό σκότωνε για το κόμμα και την ιδέα της λαοκρατίας. Παρ’ όλο που ποτέ δεν σύχναζε σε μαγαζιά και ποτέ δεν έμπαινε σε συζητήσεις που εξάπτουν τα πάθη, κάποιου από το χωριό τού είχε “καθίσει”, επειδής είχε γιο στον στρατό, να τον ξεβγάλη τον δίκαιο. Κάποια βολά που τον βρήκε μόνο του να βόσκη τα ζωντανά του, αφού τον τυράννησε με μύρια βασανιστήρια […], στο τέλος, αφού τον έδεσε χειροπόδαρα και του κρέμασε μεγάλη πέτρα στον αγιασμένο του τράχηλο, τον γκρέμισε στη θάλασσα. Έτσι, η θάλασσα, που τον συντρόφευε νύχτα και μέρα, δέχθηκε το μαρτυρικό του σώμα και ο καταγάλανος ουρανός την κεκαθαρμένη του ψυχή.
Η θάλασσα σεβάστηκε το σώμα του και δεν επέτρεψε να το καταπιή η άβυσσος ούτε το ’δωσε τροφή στα κήτη. Το έβγαλε στην παραλία, όχι όμως με τους φυσικούς όρους πλαγιασμένο, αλλά όρθιο φάνταζε από την μέση κι επάνω, όπως το λείψανο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού στον ποταμό. Οι δικοί του και οι χωριανοί το εξέλαβαν ως θαύμα και το κήδευσαν με τιμές μάρτυρος.
Ο δε φονιάς και ληστής, πιεζόμενος από διάφορες καταστάσεις και ελέγχους συνειδήσεως, από τον ίδιο γκρεμό έρριψε τον εαυτό του στην θάλασσα, σαν άλλος Ιούδας, και εξεμέτρησε το ζην (=πέθανε)»…

Ε. Το μαρτύριο του ανώνυμου παπά

Καταγράφηκε στο Άγιο Όρος το 2006, με αφηγητή έναν ηλικιωμένο κτηνοτρόφο από το Μέτσοβο.

«…Τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, το ’47, με τα μικρότερα αδέλφια μου σε μια πλαγιά που ξεσαλαγίζαμε τα πρόβατα, τι να δούμε και πώς να το πούμε τώρα; Σε μια ελάτη είχαν δέσει ένα παπά. Τα ράσα και το καλυμαύχι του ήταν πιο πέρα πεταμένα και ποδοπατημένα, σαν να είχαν πάρει φωτιά και τα πάτησαν για να σβήσουν. Είχαν φτιάξει με ξύλα λόγχες και είχαν τρυπήσει τα μάτια του, τα αυτιά του, το στόμα του, τη φύση του [=τα γεννητικά του όργανα], την καρδιά του. Το δε σώμα του ολόκληρο είχε μπλαβιάσει σαν το συκώτι.
Αυτές τις μέρες έλαχε το εγγονάκι μου να έχη μια εικόνα του μάρτυρα Σεβαστιανού με λογχευμένο το σώμα και θυμήθηκα τον άγνωστο παπά του ’47 στης Πίνδου τα βουνά, γι’ αυτό σας το διηγούμαι φρέσκο σαν να είναι αυτή η στιγμή που τον βλέπω μπροστά μου».

Ο νεομάρτυρας π. Γεώργιος Σκρέκας, που σταυρώθηκε τη Μ. Παρασκευή του 1947


Την 27η Μαρτίου 1947, ο ιερέας Γιώργος Σκρέκας, εφημέριος του χωριού Μεγάρχης Τρικάλων, πληροφορήθηκε οτι οι εαμοκομμουνιστές Μεγάρχης έκαμαν συμβούλιο, στο οποίο αποφασίστηκε να τον απογυμνώσουν από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Όντως, τη νύχτα της 27ης προς 28η Μαρτίου μετέβηκαν οι λησταντάρτες στο σπίτι του και του αφαίρεσαν τα πάντα.
 
Μη αρκούμενοι όμως σε αυτά, αφού άδειασαν τους στάβλους από τα ζώα και ανάγκασαν τον πατέρα και τον θείο του ιερέα να πάνε τα ζώα στο χωριό Πρόδρομος μαζί με δύο λησταντάρτες, έκλεισαν τον ιερέα μέσα στον στάβλο και άρχισαν να τον δέρνουν άγρια, ζητώντας του κι άλλα χρήματα.
Η γυναίκα του, ακούγοντας τις φωνές και τις κραυγές του άνδρα της, έτρεξε στον Αθανάσιο Ίτσιο, κομμουνιστή απο τα σπουδαιότερα στελέχη του ΚΚΕ, καθώς και σε άλλα μέλη της "αυτοάμυνας" Μεγάρχης. Με δάκρυα τους εκλιπαρούσε να ελευθερώσουν τον σύζυγό της και να πάψουν να τον χτυπούν. Δυστυχώς, ο εν λόγω Ιούδας και οι άλλοι δεν θέλησαν να ακούσουν τα παρακάλια της και δεν έκαναν τίποτα για τον συλληφθέντα.
Την ίδια νύχτα παρέλαβαν τον ιερέα Γιώργο Σκρέκα αιμόφυρτο, ημίγυμνο και ξυπόλητο και τον οδήγησαν στο χωριό Γοργογύριο. Ο μελλοθάνατος ζήτησε να δει τον εκεί ιερέα. Με δάκρυα στα μάτια είπε στον ιερέα που ήρθε να τον παρηγορήσει: "Ο Θεός γνωρίζει τι θ'απογίνω. Αν με το μαρτύριο με καλεί δίπλα Του, ας είναι ευλογημένο το όνομά Του, ας γίνει το θέλημά Του".
Κατόπιν τον παρέλαβαν έφιπποι λησταντάρτες και τον έσυραν πεζό μέχρι το χωριό Τύρνα. Δεν σταμάτησαν εκεί, αλλά τον μετέφεραν σε άθλια κατάσταση πρώτα στο Ξυλοπάροικο και μετά στο Νεραϊδοχώρι. Εκεί τον βασάνιζαν από τις 29/3, Σάββατο του Λαζάρου, μέχρι την Μ. Παρασκευή.
Γυναίκες συμμορίτισες του έλεγαν: "γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;", οι δε δήμιοι πιό ωμά: "Εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν Εκείνον την ίδια μέρα".
Αυτό που έγινε πριν 2 χιλιετηρίδες στον Γολγοθά, επαναλήφθηκε στην Πίνδο. Μεγάλη Παρασκευή, και οι συμμορίτες έσυραν τον βασανισμένο ιερέα στον Σταυρικό θάνατο. Τον σταύρωσαν επάνω σε ένα έλατο που είχε το σχήμα σταυρού. Του τρύπησαν τη δεξιά πλευρά με ξιφολόγχη και άνοιξαν πληγές στο μέτωπο του με περόνια.
Οταν ξεψύχησε, έριξαν το γυμνό σώμα του σε μια χαράδρα και το σκέπασαν με πέτρες και κλαδιά, για να κρύψουν το έγκλημά τους.
Οταν απελευθερώθηκε το Νεραϊδοχώρι από τον Ελληνικό στρατό, ο αξιωματικός Νικόλαος Χόνδρος αναζήτησε και βρήκε το λείψανο του Μάρτυρα. Το μετέφερε στα Τρίκαλα, όπου έγινε πάνδημη κηδεία.
Το φέρετρό του συνόδευαν 60 ιερείς, ψάλλοντας "Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματί μου βαστάζω" [απόστολος Παύλος, από το τέλος της προς Γαλάτας].
Ο ιερέας Γεώργιος Σκρέκας, στα πλαίσια της "συμφιλίωσης" δεν ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία, μέχρι σήμερα.
Μακάρι από εκεί ψηλά που βρίσκεται να μας βοηθάει και να μας προστατεύει από τον Σατανά και τους οπαδούς του.

Τα παραπάνω συγκλονιστικά γεγονότα επιβεβαιώνει και ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλώρινας Αυγουστίνος Καντιώτης:

"῞Οταν ήμουν ἱεροκή­ρυκας —σας ομιλώ μὲ παραδείγματα που αν­τλώ από μία ἱστορία πενήντα ἐτῶν, μισού αἰῶνος— ἔφθασα σ᾿ ἕνα χωριό των Γρεβε­νῶν. Βρίσκω τον ἱερέα θλιμμένο, πονεμένο, κλαμέ­νο. —Τί ἔχεις; —Το χωριό μου δὲν πιστεύει πια στο Χριστό. —Μην απογοητεύεσαι, λέω, ἔχε θάρρος· κάτω από τη σταχτη υπάρχει η σπίθα κρυμμένη. —Θέλεις νὰ δῇς; μοῦ λέει· ἔλα. Μὲ πάει στο νεκροταφεῖο. Ἐκεί τα παιδιά του Μάρξ και του Λένιν, που κυριαρχούσαν τό­­τε, εἶχαν ξερριζώσει όλους τους σταυρούς από τους τάφους καὶ στὴ θέσι τους εἶχαν βά­λει σφυροδρέπανα καὶ γροθιές! Μισοῦσαν τὸ σταυρό. Καὶ μόνο σε μια περίπτωσι τὸν «θυμή­θηκαν». Ενώ η σταύρω­σις ὡς τρόπος θανα­τικῆς καταδίκης ἔχει πρὸ πολλοῦ καταργηθῆ, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας τὴν ξαναχρησιμοποίησαν· σταύρωσαν ἄνθρωπο! ῏Η­ταν ἕνας ἱερεὺς τοῦ ῾Υψίστου ευλαβής, πιστός καὶ πο­λύ­τεκνος, ὁ π. Γεώργιος Σκρέκας ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ Μεγάρχη – Τρικάλων. Ἄθεοι καὶ άπιστοι τον άρπαξαν από την αγία τραπεζα που ἱ­ερουργούσε, τον οδήγησαν σαν άκακο αρνίο έξω απο το χωριό, κ᾿ εκεί τον σταυρωσαν πά­νω σ᾿ ἕνα δέντρο· καὶ ήταν Μεγάλη Παρασκευή, του ἔτους 1947"!

Ο Θεός να αναπαύσει τους βασανιστές και δολοφόνους των αγίων, και εμάς. Οι άγιοι ας πρεσβεύουν για μας και γι' αυτούς. Καλή ανάσταση.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...