Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Παπικοί της Ελλάδος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Παπικοί της Ελλάδος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Απριλίου 02, 2014

Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΞΕΦΤΙΛΑ…

papas-iera-sunodos1.ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
2.ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
3.ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
4.ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
5. ΣΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ
6. ΔΩΡΙΖΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ
7. ΕΙΚΟΝΑ ΜΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ “ΑΓΙΟΥ”
8. (ΟΧΙ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΩΡΟ) ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
9. ΜΕ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ… ΣΤΗΝ “ΑΥΤΟΥ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΚΟΠΩ ΡΩΜΗΣ”

Προσέξτε τα ακόλουθα σημεία:
1.) Ο Θεοφιλέστατος επίσκοπος Φαναρίου κ. Αγαθάγγελος, ως Γενικός Διευθυντής της “Αποστολικής Διακονίας”, δίδει δώρο στον Πάπα Φραγκίσκο την εικόνα του Φραγκίσκου της Ασσίζης.
2.) Η εικόνα του Φραγκίσκου της Ασσίζης Βυζαντινής τεχνοτροπίας τον παρουσιάζει ως Αγιο με φωτοστέφανο -και αναγράφεται σ’ αυτήν ότι είναι Αγιος-, για να δοθεί ως δώρο στον Πάπα Φραγκίσκο από τον Γενικό Διευθυντή της Αποστολικής Διακονίας.
3.) Αναφέρεται ρητά ότι η απεικόνιση του Φραγκίσκου της Ασσίζης ως Αγίου γίνεται για να φέρει κοντά Παπικούς και Ορθόδοξους.
5.) Με άλλα λόγια. Κορυφαίος Συνοδικός θεσμός, με την υπογραφή του Γενικού Διευθυντή του, δίνει εικόνα στον Πάπα Φραγκίσκο (τον οποίο μάλιστα αποκαλεί επίσκοπο Ρώμης) με την οποία αναγνωρίζει τον Φραγκίσκο της Ασσίζης ως Αγιο.
7.) Από πότε η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει ως Αγίους ανθρώπους που είναι εκτός Εκκλησίας;
8.) Ποια απόφαση υπάρχει οποιασδήποτε Ορθόδοξης Εκκλησίας που αγιοκατατάσσει τον Φραγκίσκο της Ασσίζης;
9.) Η εν λόγω απίστευτης ασχημίας οικουμενιστική ενέργεια έγινε προφανώς εν γνώσει του Μακαριότατου Αρχιεπισκόπου και με την πλήρη κάλυψή του αφού της αποστολής μετέσχε ο Αρχιδιάκονος Επιφάνιος.
10.) Εγινε όμως και εν γνώσει της Ιεράς Συνόδου;
11.) Αν δεν έγινε εν γνώσει της Ιεράς Συνόδου προφανώς πρέπει να υπάρξει αντίδραση και να αχθεί το θέμα για συζήτηση στη Σύνοδο.
12.) Αν δεν υπάρξει αντίδραση και αν δεν αχθεί το θέμα για συζήτηση, η Ιερά Σύνοδος μένει εκτεθειμένη ως συνυπεύθυνη για το ειδεχθές οικουμενιστικό εκκλησιαστικό έγκλημα διαρκείας που προέβη ο Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας.
13.) Η εν λόγω ενέργεια συνιστά ασφαλώς ακραίο φαινόμενο “λαικού Οικουμενισμού” το οποίο επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
14.) Προσέξτε ότι ο “Αγιος Πατέρας” εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από το ανέλπιστοδώρο που στοιχείται 100% στους στόχους του Βατικανού.15.) Προσέξτε επίσης ότι απευθύνθηκε ιδιαίτερα στον Αρχιδιάκονο Επιφάνιο για να του ζητήσει να προσεύχεται γι’ αυτόν επειδή εκτίμησε προφανώς την αήθειά του να γονατίσει σε Παπικό ναό μια μέρα πριν για να προσευχηθεί με κομποσχοίνι με το πρόσχημα ότι βρίσκεται μπροστά σε μνημείο που συνδέεται με τον Απόστολο Παύλο.
16.) Ιδού ποιοι είναι οι Συνοδικοί Μητροπολίτες της παρούσας περιόδου -όπως αναγράφονται στην επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος- από τους οποίους αναμένουμε να τοποθετηθούν:
Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ,
Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κ. Προκόπιος,
Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος,
Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου κ. Τίτος,
Ιωαννίνων κ. Θεόκλητος,
Γρεβενών κ. Σέργιος,
Μηθύμνης κ. Χρυσόστομος,
Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιος,
Παροναξίας κ. Καλλίνικος,
Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας,
Ζακύνθου κ. Διονύσιος,
Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος
17.) Οι υπόλοιποι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, που δεν είναι μέλη της Ιεράς Συνόδου αυτή την περίοδο, προφανώς δεν μπορούν να μείνουν αδρανείς ιδιαίτερα αν οι συνοδικοί Μητροπολίτες σιωπήσουν.

Αναμένουμε.
Παναγιώτης Τελεβάντος

Τετάρτη, Ιανουαρίου 15, 2014

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο εγκωμιαστής του «πρωτείου του πάπα» και του «κειμένου της Ραβέννας» Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ( Μέρος Ε΄ Τελευταίο)

Δείτε το Α Μέρος εδώ
Δείτε το Β Μέρος εδώ
Δείτε το Γ Μέρος εδώ
Δείτε το Δ Μέρος εδώ

Εν Πειραιεί 14-1-2014
Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
(ΜΕΡΟΣ Ε΄ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΝ)
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Ἡ κυκλοφόρηση τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» προκάλεσε μια σειρά ἀντιδράσεων ἐκ πλευρᾶς τῶν Οἰκουμενιστῶν:
Α) Τό κείμενο τοῦ Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου π. Γεωργίου Τσέτση[1], ἀνδρωθέντος ἐν τῷ Οἰκουμενισμῷ, διακονήσαντος τόν Οἰκουμενισμόν, ἐμμένοντος εἰς τά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρά τό ὅτι σέ κάποιες μελέτες του φαινόταν ὅτι σταδιακά καί κριτικά θά μποροῦσε νά ἀποδεσμευθεῖ καί νά ἀπελευερωθεῖ ἀπό τήν οἰκουμενιστική αἰχμαλωσία καί πλάνη. Θά εἶχε καταληφθῆ ἡ ᾿Εκκλησία ἀπό τούς αἱρετικούς, ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ ᾿Ενιστάμενοι καί ἀγωνιζόμενοι ῞Αγιοι Πατέρες. 

Θά καταληφθεῖ καί σήμερα ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἄν ἀκολουθούσαμε τήν σύσταση τοῦ π. Τσέτση περί ὑπακοῆς στίς δῆθεν πανορθόδοξες ἀποφάσεις γιά συμμετοχή τῶν ᾿Ορθοδόξων στήν Οἰκουμενική, δηλαδή στήν συγκρητιστική διαχριστιανική καί διαθρησκειακή, Κίνηση.῾Ο τίτλος «Νεοενιστάμενοι», πού μᾶς ἀπένειμε δέν ἀποτελεῖ μομφή, ἀλλά ἔπαινο, γιατί δέν προβάλλουμε τίποτε δικό μας, οὔτε ἀκολουθοῦμε τίς καινοφανεῖς διδασκαλίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλά βαδίζουμε ἐπί τῆς ὁδοῦ τῶν ἀγωνισθέντων ἐναντίον τῶν αἱρέσεων ῾Αγίων Πατέρων, τούς ὁποίους ὑποτιμοῦν, περιφρονοῦν καί ὑβρίζουν κορυφαῖοι Οἰκουμενισταί ὡς ὄργανα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως. ῾Η βεβαιότητα γιά τήν ἀλήθεια τῶν ὅσων ὑποστηρίζουμε ἀντλεῖται ἀπό τήν ἀπαρέγκλιτη κατακολούθηση τῶν ᾿Αποστόλων καί τῶν Πατέρων[2].
Β) Ἡ ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου[3] πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, στήν ὁποία ὁ Πατριάρχης μέμφεται μέ πολύ σοβαρές ἐκφράσεις τήν προσυπογραφή τῆς «Ὁμολογίας» ἀπό πολλούς Ἀρχιερεῖς, ἡγουμένους, κληρικούς καί λαϊκούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μεταξύ ἄλλων ὁ Πατριάρχης «συνοδική διαγνώμη» ἐκφράζει «τόν ἔντονον προβληματισμόν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» καί καταγγέλλει τήν «Ὁμολογία Πίστεως» ὅτι «παραπλανᾶ μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ», ὁδηγεῖ σέ «σχίσμα» ὄχι μόνο τούς πιστούς, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν Ἱεραρχία καί ἐπιπλέον δημιουργεῖ προβλήματα στή ἐπικοινωνία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες! Εἶναι προφανές ὅτι οἱ καταγγελίες εἶναι ἰδιαίτερα σοβαρές καί ἀφοροῦν σέ σοβαρότατα κανονικά παραπτώματα, πού ἐπισείουν αὐστηρότατες ποινές. Καί ὁ Οἰκουμενικός κατακλύει τήν ἐπιστολή του μέ τήν πρόσκληση στήν Ἱεραρχία «ὅπως τό ταχύτερον δυνατόν λάβη ἐπισήμως θέσιν» καί νά καταδικάσει τήν «Ὁμολογία» καί τούς κληρικούς, πού τήν ὑπέγραψαν «ἀναλογιζομένην τόν κίνδυνον, τόν ὁποῖον ἐγκυμονεῖ διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐπιδεικνυμένη ἀνοχή ἤ, ὡς ἀποδείκνυται, καί ὑπό τινῶν ἐκ τῶν ἐπισκόπων αὐτῆς ἐνθάρρυνσις, τοιούτων διχαστικῶν ἐνεργειῶν»… Ἐπίσης, σέ ὁμιλία του ὁ Πατριάρχης εἶχε τονίσει ὅτι οἱ πρωτεργάτες τῆς «Ὁμολογίας» «θά λάβουν τίς δέουσες ἀπαντήσεις, διότι αὐτά εἶναι ἀπαράδεκτα πράγματα».
Γ) Ἡ ἐπιστολή τοῦ Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννου (Ζηζιούλα)[4], συμπροέδρου τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν πρός ὅλους τους Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Περγάμου κί αὐτός ἐπισείει τόν κίνδυνο σχίσματος λόγω τῆς κριτικῆς, πού δέχεται ὁ Θεολογικός Διάλογος, ὅπως διεξάγεται μέχρι τώρα. Μάλιστα σέ ἀσυνήθιστα αὐστηρό ὕφος θέτει πρό τῶν εὐθυνῶν των (!!!) τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού ἐπιτρέπουν τήν κριτική στά συντελούμενα στό χῶρο τοῦ οἰκουμενισμοῦ! Ζητᾶ τήν παρέμβαση τῆς Ἱεραρχίας, ὄχι γιά νά συζητήσει αὐτή τό ζήτημα τοῦ Διαλόγου, ἀλλά γιά νά ἀπαγορεύσει οὐσιαστικά τήν κριτική, πού ἀσκεῖται! Οἱ ἐκφράσεις του εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικές καί προκαλοῦν πολλές ἀπορίες : «Ποῦ βαίνομεν ὡς Ἐκκλησία, Σεβασμιώτατε ἅγιε ἀδελφέ; … “Ὁ ταράσσων (τόν λαόν τοῦ Θεοῦ) βαστάσει τό κρίμα, ὅστις ἄν ἦ” … Ἡ εὐθύνη ὅλων, μάλιστα δέ τῶν ἐπισκόπων, εἶναι πελωρία. … Λάβετε, παρακαλοῦμεν, θέσιν ἐπ’ αὐτοῦ, πρίν ἤ ὁδηγηθῶμεν εἰς πλήρη ἀπαξίωσιν τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων καί διασπασθῆ τό ποίμνιόν Σας ὡς ἐκ τῆς τυχόν ὀλιγωρίας μας»!
Ἀκόλουθος καί ἑπόμενος τοῖς ἀνωτέρω οἰκουμενισταῖς ὁ Σέβ. κ. Χρυσόστομος ἀναμασᾶ τήν καραμέλα περί ἐνισταμένων καί σχίσματος, λέγοντας : «Ἀπό τήν ἱστορία ἔχουμε διδαχθεῖ ὅτι, ἐάν μέν προέχει ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα, τότε ἡ ὀργάνωση καί ἡ συνείδηση λειτουργοῦν μόνο πρός οἰκοδομῆ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν, ὅμως, προέχει τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἡ ὀργάνωση καί ἡ συνείδηση, τότε ἡ ὀργάνωση γίνεται αὐτοσκοπός καί ἔχομεν "τά εἰς μέρη πλείονα διηρημένα" (Μ. Βασίλειος)»
Ἀκολούθησαν, ἐπίσης, ἀρκετές ἐπιστολές Ἀρχιερέων ἀπευθυνόμενες στόν Ἀρχιεπίσκοπο, πού ἐξέφραζαν τήν ἔντονη ἀνησυχία τους γιά τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου καί ζητοῦσαν ἡ Ἱεραρχία νά συζητήσει καί νά λάβει θέση γιά τό κρίσιμο αὐτό θέμα πρό τῆς συνεδριάσεως τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς στήν Κύπρο.
Ἀκολούθησαν, ἐπίσης, δύο ἐπιστολές πρός τήν Ἱεραρχία τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη[5], οἱ ὁποῖες εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικές γιά τά συμβαίνοντα στό διάλογο καί τίς πρακτικές τῶν πρωτοστατούντων σέ αὐτούς. Ὁ καθηγητής ζήτησε ἀπό τήν Ἱεραρχία : «α) Νά γνωστοποιηθεῖ τό θέμα (τοῦ Διαλόγου) στούς σεπτούς Ἱεράρχες μας. β) Νά τεθεῖ τό θέμα στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου νά συζητηθεῖ μέ βάση τόν ὑπάρχοντα σχεδιασμό (προσχέδιο) τῆς Ἐπιτροπῆς, νά τοποθετηθεῖ ἡ Ἱεραρχία καί νά ἐκδώσει τή Συνοδική της πρόταση. Καί τέλος γ) ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας νά μεταφέρει στήν Κύπρο τή Συνοδική της τοποθέτηση, καί ἐντός τῶν ὁρίων της νά κινηθεῖ καί ὁ ἴδιος». Παράλληλα ὁ κ. Τσελεγγίδης καταγγέλλει ὅτι «γνωστοί «κύκλοι», πού ἡγοῦνται τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου καί δέν ἀνήκουν στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία, ἀντί νά χαροῦν καί νά ἐπαινέσουν ἕναν ἁπλό πιστό πού σέβεται τήν Κανονική Τάξη τῆς Ἐκκλησίας καί ζητᾶ νά ἐφαρμοστεῖ αὐτή μέ τήν Συνοδική τοποθέτηση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἀναλώθηκαν σέ ἕναν ἀγώνα ἀποτροπῆς τῆς πραγματοποιήσεως αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος. Παρενέβησαν στά ἐσωτερικά της Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιώντας ψευδεῖς ἰσχυρισμούς μέ συκοφαντική διάθεση ἐναντίον μου …. Καί ὅλα αὐτά τά λέγουν, ἀτυχῶς, τή στιγμή πού ζητῶ νά ἀποφανθοῦν Συνοδικῶς οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας … Αὐτοί, πού μιλοῦν περί Ἐκκλησιολογίας καί θέτουν ὡς θέμα τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου τήν Ἐκκλησιολογία, μέμφονται τόν πιστό, πού ἐνεργεῖ ἐκκλησιολογικῶς καί πού ζητᾶ τήν ἐφαρμογή στήν πράξη αὐτῆς τῆς Ἐκκλησιολογίας ἀπό τήν Ἐκκλησία του, ἐπειδή θέλει νά λάβουν γνώση οἱ Ἀρχιερεῖς καί νά ἀποφανθοῦν στή συνέχεια Συνοδικῶς; Πῶς ἐξηγεῖται ὁ τόσος φόβος γιά τήν πλήρη ἐφαρμογή καί λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως ἐπιθυμοῦν ἀντ’ αὐτοῦ κάποιο σύστημα «Προκαθημένων»; Καί συνεχίζει μέ καίρια ἐρωτήματα ὁ Καθηγητής : «Μέχρι σήμερα ἔγιναν δέκα Συνελεύσεις (στό Διάλογο). Πότε τά θέματα αὐτῶν τῶν Συνελεύσεων (τοῦ Διαλόγου) τέθηκαν ὑπόψη τοῦ σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου νά πάρουν θέση σ’ αὐτά Συνοδικῶς; Πότε ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας συμμετεῖχε στίς Συνελεύσεις (τοῦ Διαλόγου) ἔχοντας στό νοῦ καί στά χέρια του τήν Συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας του, τήν ὁποία ὑποστήριζε καί κατέθετε; Ἀλλά, ἄν γιά καμιά ἀπό τίς Συνελεύσεις αὐτές δέν ὑπῆρχε Συνοδική ἀπόφαση, ποιά ἀπόφαση ἐκπροσώπησε καί κατέθεσε ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας; Ἄν, ὅμως, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα καί οἱ Ἀρχιερεῖς μας βρίσκονται σέ ἄγνοια γιά ὅσα ἔγιναν, πῶς διακηρύσσεται ὅτι ὁ Διάλογος διενεργεῖται ὄχι μέ τίς ἐνέργειες ὁρισμένων προσώπων ἤ Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μέ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν αὐτοκεφάλων καί αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν; …Οἱ γνῶμες τῶν προσώπων, πού ἡγοῦνται τοῦ Διαλόγου, ἀλλά καί Προκαθημένων Ἐκκλησιῶν, μοῦ εἶναι σεβαστές ὡς προσωπικές μόνον ἀπόψεις τους καί ὄχι ὡς γνῶμες, πού ἐκφράζουν ὁπωσδήποτε τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί θά περιμένω ταπεινά νά ἐκφραστεῖ ἡ Ἐκκλησίας μας ἐν Πνεύματι Ἁγίω Συνοδικά καί ἐλεύθερα, σχετικῶς μέ τή Συνέλευση τῆς Κύπρου, καί ὄχι κάτω ἀπό ἐκβιαστικές καταστάσεις, πού δημιουργοῦν ὁρισμένοι παράγοντες, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνήκουν στήν τοπική Ἐκκλησία μας. Οἱ παράγοντες αὐτοί, ἐνῶ δείχνουν ἀπό τή μία ὅτι ἐνοχλοῦνται, ὅταν ἐπικαλούμαστε τήν λήψη Συνοδικῆς ἀποφάσεως, ἀπό τήν ἄλλη, ἔμμεσα πλήν σαφῶς, μᾶς δίνουν τήν ἐντύπωση ὅτι θέλουν νά ἐπιβάλουν τήν κατευθυντήρια γραμμή τους… Ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία εἶναι αὐτοκέφαλη καί θά πρέπει ἐλεύθερα καί ἀνεπηρέαστα νά ἐκφραστεῖ Συνοδικῶς».
Ἀκολούθησε ἐπιστολή Κληρικῶν (8.10.09) πρός τήν Ἱεραρχία, μέ τήν ὁποῖα αἰτιολογοῦσαν τήν προσυπογραφή τῆς «Ὁμολογίας» καί ζητοῦσαν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά συζητήσει καί ἀποφανθεῖ συνοδικά γιά τό θέμα τοῦ Διαλόγου, διότι ἐξελίσσεται κατά παράβαση τῶν πανορθοδόξως ἐγκεκριμένων. Ἐπίσης, οἱ κληρικοί μέ τή γλώσσα τῆς ἀληθείας ἀπαντοῦσαν στίς ἐπιστολές τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου. Ἐπεσήμαναν συγκεκριμένα τήν «παρεμβατική τακτική καί εἰσχώρηση στά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀποπροσανατολισμό καί ἐπιλεκτική ἀναφορά ἐνεργειῶν καί ἀποφάσεων, καθώς καί παντελῆ ἔλλειψη ἐπιχειρημάτων καί τεκμηριωμένου λόγου…. Μέ ἀνοίκειους χαρακτηρισμούς, ὑποδείξεις, ἔμμεσους ἐκβιασμούς καί ἀπειλές ἐπιχειρεῖται ἡ ποδηγέτηση καί ἡ χειραγώγηση τῶν Ἱεραρχῶν καί ἡ τεχνητή ἐκμαίευση τῆς ἀποφάσεώς τους … Πῶς θά προσέλθει ὁ Συνοδικός ἀπεσταλμένος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά συμμετάσχει στήν διαπραγμάτευση τοῦ νέου κειμένου τῆς Ἐπιτροπῆς, ὅταν δέν ἔχει ἐγκριθεῖ Συνοδικά τό προηγούμενο, τό ὁποῖο μάλιστα ἀποτελεῖ καί τή βάση τοῦ ἐπικείμενου διαλόγου; Ποιά ἀξιοπιστία μπορεῖ νά ἔχει ἕνας τέτοιος διάλογος (ὑπό τήν συμπροεδρία τοῦ Σεβασμιωτάτου Περγάμου), ὅταν ἀδιαφορεῖ γιά τή Συνοδική ἔγκριση τῶν πορισμάτων τοῦ ἐκ μέρους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού μετέχουν σ’ αὐτόν; Γιατί διαμαρτύρονται γιά τήν «Ὁμολογία Πίστεως», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνοδική συμμετοχή τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία  ἔπρεπε νά ἐπιδιώκουν καί ὄχι νά ἀφορίζουν; Αὐτό δέν εἶναι Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ἀλλά παπική ἱεροκρατία. Αὐτήν τήν ἱεροκρατική «αὐθεντία καί τό κύρος τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων» ὑπερασπίζεται ὁ Μητροπολίτης Περγάμου κι αὐτό εἶναι τό «ἐκκλησιολογικόν διακύβευμα» γιά τό ὁποῖο ἀγωνιᾶ»; Καί καταλήγει ἡ ἐπιστολή τῶν κληρικῶν : «Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία προσβάλλεται ἀπό ἱεροκρατικές τάσεις, πού ἀγνοοῦν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό περιφρόνηση τῆς ἱεροκανονικῆς καί Πατερικῆς Παραδόσεως, ὅπως αὐτή ὁριοθετήθηκε στίς Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους γιά τήν στάση μας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά καί ἀπό τήν ἐσχάτως ἐνισχυμένη ὑπερόρια ἀνάμειξη σέ θέματα τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μέ ἐμπιστοσύνη στήν Σεπτή Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας παρακαλοῦμε υἱικῶς τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο καί τούς Σεβασμιωτάτους Ποιμενάρχες μας νά ἀποφανθοῦν καί νά τοποθετηθοῦν Συνοδικῶς, μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά ἀναπαύσουν τό ἐν Χριστῷ ποίμνιό τους, πού ἀγωνιᾶ ἀπληροφόρητο, ἀναμένοντας τήν φωνή τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας του»[6].
Τελικά, στήν πέμπτη τακτική Συνεδρία της ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (16 Ὀκτωβρίου 2009), συζήτησε γιά τό Διάλογο μέ τούς Παπικούς καί τήν«Ὁμολογία Πίστεως» καί ἐξέδωσε τό κάτωθι ἀνακοινωθέν :
«1. Διεπιστώθη ἡ ἀνάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ἐνημερώσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, στά σημαντικά αὐτά ζητήματα. Δηλώθηκε δέ ὅτι ἐφεξῆς ἡ Ἱεραρχία θά λαμβάνη γνώση ὅλων τῶν φάσεων τῶν Διαλόγων, διαφορετικά κανένα κείμενο δέν δεσμεύει τήν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε αὐτό συνιστᾶ τό Συνοδικό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας.
2. Ὁ Διάλογος πρέπει νά συνεχισθεῖ, μέσα ὅμως στά ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά καί κανονικά πλαίσια, πάντοτε ὕστερα ἀπό συνεννόηση μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως πανορθοδόξως ἔχει ἀποφασισθεῖ.
3. Οἱ Ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας στόν συγκεκριμένο διάλογο ἔχουν σαφῆ γνώση τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τῆς Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί προσφέρουν τίς γνώσεις καί τίς δυνάμεις τους πρός τόν σκοπό «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», «ἐν ἀληθεία» καί μέσα στά ἀπαραίτητα θεολογικά πλαίσια καί τίς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων.
4. Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό κείμενο, πού πρόκειται νά συζητηθεῖ στήν Κύπρο, τελοῦν ὑπό τόν ὄρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἑπομένως καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Συνοδικῶς διασκεπτομένης. Αὐτό πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δέν θά ὑπάρξουν τετελεσμένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας. Οἱ Ἱεράρχες εἶναι φύλακες τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁμολόγησαν κατά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία τους.
5. Σχετικά μέ τό κείμενο, πού θά ἀναφέρεται στό πρωτεῖο τοῦ πάπα τῆς Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία, τό ὁποῖο θά καταρτισθῆ στήν Κύπρο τίς προσεχεῖς ἡμέρες, δόθηκε κατεύθυνση στούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας μας νά ὑποστηρίξουν, ὥστε νά ἐγγραφεῖ στό τελικό κείμενο ἡ κανονική θέση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία σέ σχέση πρός τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί σέ ἀναφορά πρός τόν 3ον Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τόν 28ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
6. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος παρακολουθεῖ καί θά συνεχίσει νά παρακολουθεῖ ἐπαγρυπνοῦσα τό θέμα τῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς Ἑτεροδόξους, γι’ αὐτό καί θεωρεῖ ὅτι τό, ὡς «Ὁμολογία Πίστεως» κείμενο, ὡς ἐκ περισσοῦ.
Παρακαλεῖ δέ τούς πιστούς νά ἐμπιστεύονται τούς Ποιμένες τους καί νά ἀπέχουν ἀπό ἐνέργειες, πού εἶναι δυνατόν νά δημιουργήσουν περαιτέρω προβλήματα.
Ταῦτα συνεζήτησε καί ἀπεφάσισε ὁμοφώνως ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ αἴσθημα εὐθύνης ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί παραδόσεως καί τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, πρός δόξαν Θεοῦ καί εὔκλειαν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας[7].
Ἡ ἀνακοίνωση τῆς Ἱεραρχίας ἀξίζει μία προσεκτικότερη ἀνάγνωση.
Ἡ Ἱεραρχία στήν παράγραφο 6 τοῦ ἀνακοινωθέντος της ἀναφέρεται στήν «Ὁμολογία Πίστεως». Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Πατριάρχης καί σέ ὁμιλίες του καί σέ ἐπίσημο Πατριαρχικό Γράμμα, «συνοδική διαγνώμη» μάλιστα, εἶχε ζητήσει τήν ἀποκήρυξή της ὡς πρός τό περιεχόμενο καί τή μορφή καί τήν καταδίκη ὅσων ὑπέγραψαν, διότι ἡ«Ὁμολογία», κατά τόν Πατριάρχη, «παραπλανᾶ τόν πιστό λαό», δημιουργεῖ «σχίσμα»στό λαό καί τήν Ἱεραρχία, παρακωλύει σοβαρά τή διορθόδοξη συνεργασία κ.ο.κ. Ἀπό τό ἀνακοινωθέν προκύπτει ὅτι ἡ Ἱεραρχία προφανῶς δέν συμμερίζεται τίς Πατριαρχικές ἀνησυχίες καί δέν τίς βρίσκει δικαιολογημένες. Ὁ ἐκπρόσωπος ΤύπουΣεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ. Ἰερόθεος μάλιστα δήλωσε ὅτι ἡ «Ὁμολογία»δέν προκαλεῖ κανένα σχίσμα. Γιά τό λόγο αὐτό ἡ Ἱεραρχία δέν τήν ἀποκήρυξε, οὔτε ὡς πρός τό περιεχόμενο, οὔτε ὡς πρός τή διαδικασία (συγκέντρωση ὑπογραφῶν κ.λπ)! Καί ἀσφαλῶς δέν ἐπέβαλε ἐκκλησιαστικά ἐπιτίμια στούς ὑπογράψαντες κληρικούς, οὔτε κἄν ἐπίπληξη, ἤ ἔστω ἁπλή σύσταση! Ἀλλά, οὔτε καί ἡ ὑπογραφή τῶν πιστῶν χαρακτηρίστηκε ὡς ἐκκλησιολογικᾶ ἀπαράδεκτη! Ἄλλωστε, πῶς ἦταν δυνατόν νά καταδικάσει τέτοιο κείμενο καί τήν ὑπογραφή του, ὅταν εἶναι πρόδηλο ἀπό τό ἀνακοινωθέν ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Ἱεράρχες συμμερίζονται τίς ἀνησυχίες τῶν συντακτῶν τῆς«Ὁμολογίας»; Πῶς νά καταδικάσουν Ἀρχιερεῖς, ἀλλά καί σεβασμίους καθηγουμένους μέ ὁλόκληρες Ἀδελφότητες καί λοιπούς κληρικούς ἀπό πολλές Ὀρθόδοξες χῶρες, ὅταν ἡ ὑπογραφή τους στήν «Ὁμολογία» στάθηκε ἀφορμή, γιά νά συζητήσει ἡ ἴδια ἡ Ἱεραρχία τόσο ἀναλυτικά καί νά ἐνημερωθεῖ γιά τό κρίσιμο θέμα τοῦ Διαλόγου; Ὅπως δήλωσε Ἀρχιερέας ἐκ τῶν μή ὑπογραψάντων «τελικά ἡ «Ὁμολογία» μᾶς βγῆκε σέ καλό. Ἐνημερώθηκε ἡ Ἱεραρχία γιά τά θέματα αὐτά, στά ὁποῖα εἶχε μεσάνυκτα»! Καί μόνο τό γεγονός ὅτι ἡ «Ὁμολογία» στάθηκε ἀφορμή γιά τή συζήτηση καί ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας αὐτό καί μόνο ἀποτελεῖ τήν καταξίωσή της στή σύγχρονη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα.
Ἡ Ἱεραρχία δέν ἀπαξιώνει θεολογικά τήν «Ὁμολογία», ἀλλά τή χαρακτηρίζει ἁπλῶς«ὡς ἐκ περισσοῦ», δηλ. «χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη, ἀναγκαία» (Μπαμπινιώτης). Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ αἰτιολόγηση τῆς φράσεως αὐτῆς : δέν εἶναι ἀπαραίτητη, διότι ἡ ἴδια ἡ Ἱεραρχία πλέον «παρακολουθεῖ καί θά συνεχίσει νά παρακολουθεῖ ἐπαγρυπνοῦσα τό θέμα τῶν διαλόγων». Ἡ αἰτιολόγηση αὐτή, ἐν συνδυασμῶ μέ τήν ἐφαρμογή ἐν τοῖς πράγμασι τῆς παραγράφου 1, ὅπου δηλώθηκε ὅτι «ἐφεξῆς ἡ Ἱεραρχία θά λαμβάνη γνώση ὅλων τῶν φάσεων τῶν Διαλόγων», πραγματικά καθιστά πλέον τήν «Ὁμολογία» μή ἀπαραίτητη, μή ἀναγκαία. Γιά τή μέχρι σήμερα ἀναγκαιότητα καί χρησιμότητά της προσμαρτυρεῖ καί ἡ ἴδια ἡ συζήτηση στήν Ἱεραρχία! Ἡ «Ὁμολογία» στάθηκε ἡ ἀφορμή τῆς Συνοδικῆς συζητήσεως καί ἀποφάσεως. Ἄν δέν ὑπῆρχε, δέν θά προκαλοῦνταν καί ἐνημέρωση τῆς Ἱεραρχίας. Ὅσοι στή συνοδική φράση «ὡς ἐκ περισσοῦ» βλέπουν θεολογικό χαρακτηρισμό καί μάλιστα ἀπαξιωτικό γιά τήν «Ὁμολογία» εἶναι πρόδηλο ὅτι ἐκφράζουν τούς ἀνεκπλήρωτους πόθους καί τίς ἀνικανοποίητες ἐπιθυμίες τους[8].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οἱ μέγιστες εὐθύνες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Τό τραγελαφικό γιά τόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο, εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἀποδίδει τίτλους ἐκκλησιαστικότητας στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς παπικούς, δέν τολμᾶ, συνεπῆς πρός τίς διακηρύξεις του, νά κηρύξει ἐνώπιον τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ λαοῦ αὐτά, πού πιστεύει γιά τούς παπικούς, οὔτε τολμᾶ νά ἔλθει σέ μυστηριακή διακοινωνία μέ τούς παπικούς, διότι γνωρίζει ὅτι ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή θά ἀπολέσει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική του ἰδιότητα. Αὐτό, ὅμως, δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας τοῦ παπισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύει τίς ἀπαράδεκτες καί προκλητικές διακηρύξεις του, ἄς τό τολμήσει, λοιπόν, διότι ἀλλιως ἀποδεικνύει τήν ἀνυπαρξία ἐκκλησιαστικότητας στούς κακοδόξους καί αἱρετικούς παπικούς.
Πέραν τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου, τό μεῖζον ἐν προκειμένω ζήτημα, εἶναι ἡ στάση, πού τήρησαν καί τηροῦν ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ συνεπίσκοποί του, οἱ συγκροτοῦντες τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπέναντι στόν Σεβ.                                κ. Χρυσόστομο καί τίς ἐνέργειές του. Δυστυχῶς, δεν ὑπῆρξε σχεδόν καμμία ἀντίδραση ἐκ μέρους τους, οὔτε ἔσπευσαν νά ἀνακαλέσουν στήν τάξη τόν τολμητία τῆς Μεσσηνίας, οὔτε εὐαισθητοποιήθηκαν, αἰτῶντας τήν ἀφαρμογή τῶν ὅσων διακελεύουν σχετικῶς οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες. Δέν θά ἔπρεπε νά συγκληθεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί νά ἐπιβάλλει τίς προβλεπόμενες κυρώσεις; Ἀντιθέτως, κυριάρχησε γιά μία ἀκόμη φορᾶ τό ἐπαίσχυντο καί καταραμένο «φιλάδελφο», μέ συνέπεια ὁ ἐν λόγω δεσπότης νά καταλείπεται ἀσύδοτος, προκειμένου νά συνεχίσει νά προβαίνει σέ παρόμοιες ἀσχημοσύνες.
Ἄς ἀναλογισθοῦν, ὅμως, ὅτι μ’αὐτόν τόν τρόπο ἀπαμβλύνουν και ἀπομειώνουν τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ ποιμνίου καί πυροδοτοῦν διαιρέσεις καί σχίσματα, γιά τά ὁποία εὐθύνονται τά μέγιστα μόνο οἱ ἴδιοι[9].




[1] Μ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ, «Ἐνισταμένων «Ὁμολογία Πίστεως» »,Θεοδρομία ΙΑ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2009) 223-227.
[2] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ὁμολογία Πίστεως˙ Ηὔφρανε τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνε τούς κακοδόξους», Θεοδρομία ΙΑ(Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2009) 166, 168.
[3] ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, «Τό πλῆρες κείμενο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἱερώνυμο», Θεοδρομία ΙΑ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2009) 330-332.
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗΣ, «Ἐπιστολή πρός ὅλους τούς Μητροπολίτες»,Θεοδρομία ΙΑ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2009) 442-444.
[5] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2009) 410-412, 445-448.
[6] ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Ἔδοξε τῶ Ἁγίω Πνεύματι καί τῆ Ἱεραρχία», Θεοδρομία ΙΑ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2009)  452-456.
[7] ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, «Ἀνακοινωθέν γιά «Ὁμολογία Πίστεως» καί «Διάλογο» », Θεοδρομία ΙΑ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2009)  449-451.
[8] ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Ἔδοξε τῶ Ἁγίω Πνεύματι καί τῆ Ἱεραρχία», Θεοδρομία ΙΑ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2009)  459-460.
[9] ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΝΑΝΗΣ, Ὁ ἀσχημονών Δημητριάδος καί ἡ ἀπάθεια τῶν συνεπισκόπων του, 19-11-2013, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2680.html

Τρίτη, Ιανουαρίου 14, 2014

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο εγκωμιαστής του «πρωτείου του πάπα» και του «κειμένου της Ραβέννας» Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ( Μέρος Δ΄)

Δείτε το Α Μέρος εδώ
Δείτε το Β Μέρος εδώ
Δείτε το Δ Μέρος εδώ



Εν Πειραιεί 13-1-2014
Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (ΜΕΡΟΣ Δ΄)
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ Ι. Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΜΕ ΘΕΜΑ  «’ΠΡΩΤΕΙΟ’, ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Ὅπως τονίσθηκε στήν Θεολογική καί ἐπιστημονική ἡμερίδα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μέ θέμα «‘'Πρωτεῖο'', Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας στίς 28-4-2010, «Τό παπικό ‘'πρωτεῖο'' δέν ἔχει θεολογική βάση οὔτε ἁγιοπνευματική καί ἐκκλησιολογική νομιμοποίηση. Στηρίζεται σαφῶς σέ κοσμικοῦ χαρακτῆρος νοοτροπία ἐξουσίας. Ἡ ἑνότητα ἀνήκει στή φύση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθής Ἐκκλησία εἶναι μία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐκδοχές τῆς -θεσμικές ἡ χαρισματικές- ἔχει σαφῶς ἁγιοπνευματική βάση. Παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται, ὅμως, καλλιεργεῖται καί ἐκφαίνεται κατεξοχήν εὐχαριστιακῶς. 

Σύμφωνα μέ τήν «Ὁμολογία Πίστεως» τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727«οὐδεμίαν ἄλλην ἤντινα οὔν κεφαλήν ἀποδέχεται ἐν αὐτῆ τῆ Ἀνατολικῆ Ἐκκλησία, εἰμή τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν μόνον παρά τοῦ Πατρός δοθέντα κατά πάντα τῆ Ἐκκλησία καί θεμέλιον τόν αὐτόν». Κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία δέν νοεῖται «πρῶτος» γενικά καί ἀόριστα χωρίς τήν παρουσία τῆς συγκεκριμένης συνόδου μίας ἐπαρχίας. Ὁ θεσμός τῶν πρεσβείων τιμῆς (αὐτός εἶναι ὁ ὅρος, πού χρησιμοποιεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση σέ ἀντίθεση μέ τόν μεταγενέστερο ὄρο «πρωτεῖο» πού χρησιμοποιεῖτε οἱ παπικοί) ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί τήν συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πενταρχία τῶν πατριαρχικῶν θρόνων εἶναι ἡ μορφή, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στόν θεσμό τῶν πρεσβείων τιμῆς κατά τήν πρώτη χιλιετία. Ἡ ἐξουσία τοῦ «πρώτου», ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τά πρεσβεία τιμῆς, εἶναι καρπός τῆς συνοδικότητος, ἐνῶ ἡ ἐξουσία, πού ἀρχίσατε νά οἰκειοποιεῖστε Ἐσεῖς, Ἐκλαμπρότατε, ἤδη ἀπό  τήν πρώτη χιλιετία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καταλύσεως τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία τῆς πρώτης χιλιετίας δέν ὑφίστατο «θείω δικαίω» παπικό πρωτεῖο δικαιοδοσίας καί ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης της Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό δικαίωμα νά ἀποφασίζει τά τῆς διοικήσεώς της καί χωρίς Ἐσᾶς, τόν «πάπα» καί ἀκόμα περισσότερο καί παρά τή δική Σας ἔντονη ἀντίθεση καί οἱ ἀποφάσεις της αὐτές εἶχαν καθολική ἰσχύ. Μετά τό σχίσμα τό 1054 ἡ αὐξανόμενη ἀξίωση τῶν παπῶν γιά πρωτεῖο ἐξουσίας ἐφ' ὅλης της ἐκκλησίας ἀνατρέπει πλήρως τήν ἁγιοπνευματική δομή τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σχετικοποιεῖ καί πρακτικῶς καταργεῖ τή Συνοδικότητα ὡς ἁγιοπνευματική λειτουργία τοῦ σώματος αὐτοῦ καί εἰσάγει τό κοσμικό φρόνημα σ’ αὐτήν, ἀκυρώνει τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπισκόπων, ἰδιοποιεῖται τήν ἀπόλυτη διοικητική ἐξουσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας οὐσιαστικά τόν Θεάνθρωπο καί τοποθετώντας ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ἕναν ἄνθρωπο. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπαναλαμβάνει θεσμικά πλέον τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἡ ἀληθινή ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἑνότητα στήν πίστη, στή λατρεία καί τήν διοίκηση. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο ἑνότητος στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, τήν ὁποία συνεχίζει ἀπαράλλακτα καί καθολικά ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. Ἡ μέθοδος τῆς Οὐνίας εἰσάγει ψεύτικη ἑνότητα καί στηρίζεται σέ αἱρετική ἐκκλησιολογία, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἐπιτρέπει πολυμορφία στήν πίστη καί τήν λατρεία, ἐξαρτᾶ τήν ἑνότητα ἀπό τήν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, πού εἶναι θεσμός ἀνθρωπίνου δικαίου, καί ἀνατρέπει τό συνοδικό πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι θεσμός θείου δικαίου. Ἡ πολυμορφία γίνεται δεκτή μόνο σέ δευτερεύοντα θέματα τοπικῶν παραδόσεων καί ἐθίμων. Μετά τήν Α΄ Βατικανή Σύνοδο (1870) καί κυρίως τήν Β' (1962-1964) τό παπικό πρωτεῖο δέν ἀποτελεῖ μία ἁπλή διοικητική διεκδίκηση, ἀλλά οὐσιῶδες δόγμα πίστεως ἀπολύτως ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ ἄρνησή του ἐπισύρει τό ἀνάθεμα τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἡ ἰσχύς τοῦ ὁποίου παραμένει καί μετά τή Β΄ Βατικανή. «Διά τῆς αἱρετικῆς καί βλασφήμου δοξασίας τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ «ἐπισκόπου» Ρώμης καί τῶν ἐξ αὐτῆς προελθόντων πνευματικῶν ἐπακολούθων (ὡς τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα καί ὁ ἀπολυταρχικός - μοναρχικός δεσποτισμός του ἐφ' ὁλοκλήρου του σώματος τῆς ὑπ' αὐτόν θρησκευτικῆς κοινωνίας, πού ἀπεσχίσθη ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας), ὁ παπισμός ἐξελίχθηκε σέ ἀπολυταρχικό - μοναρχικό σύστημα μυστικιστικῆς κοσμοθεωρίας καί διαστροφῆς αὐτῆς ταύτης τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας, προσέβαλλε δηλ. καί διέστρεψε τήν Ἐκκλησιολογία Αὐτῆς...  Ἀποδείχθηκε νέος Ρωμαϊκός ἐθνισμός (paganismus) ὑπό πνευματική μεταμφίεση, ὁ ὁποῖος δηλητηρίασε αὐτήν ταύτην τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ἀφαίρεσε τήν μυστική ἐλευθερία ἐν Χριστῷ ἑκάστου μέλους αὐτῆς καί ἀπέβη τό ἀναπόφευκτο καί μοιραῖο αἴτιο ταῆς σέ ἑκατοντάδες διαφόρων αἱρέσεων (τῆς διαμαρτυρήσεως, τοῦ παλαιοκαθολικισμοῦ κ.λπ.) ἐκπτώσεως ἐκ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο τῆς δυνατότητας ἀνθρωπίνως ἐπιστροφῆς αὐτῶν εἰς Αὐτήν»[1]. Κατά τήν ἐκτίμηση τῶν συνέδρων, ἡ προσπάθεια τοῦ συγχρόνου θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί παπικῶν γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρέπει ὁπωσδήποτε, πέραν τῆς ἀποβολῆς τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῆς Ρώμης (Φιλιόκβε, κτιστῆς Χάριτος, ἀλαθήτου, καθαρτηρίου κ.λπ.), νά στοχεύει καί στήν ὁριστική ἀποβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί ὄχι σέ κάποια κοινῶς ἀποδεκτή ἐπανερμηνεία του. Τέλος, κρίνεται ἀπαράδεκτο καί δέν γίνεται ἀποδεκτό ὡς «πρότυπο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας» τό συγκρητιστικό πλαίσιο τῆς «ἑνότητος ἐν τῆ ποικιλία»[2].
Ο ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ,    ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
Κατά τόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο, στό Κείμενο τῆς Ραβέννας «προσδιορίζονται οἱ ὄροι καί οἱ προϋποθέσεις χαρακτηρισμοῦ (§ 38), σημασίας (§ 35, β) καί ἀναγνώρισης τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων               (§ 37), οἱ ὁποῖες θεωροῦνται ὡς ἕνα ἔκτακτο γεγονός («καιρός») στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας (§ 39)».
Εἶναι, ὅμως, δυνατόν ἔνα τόσο προβληματικό κείμενο, πού δέν ἔχει πανορθόδοξη ἀποδοχή[3], νά τολμᾶ νά ἀμφισβητεῖ καί νά βάλλει τόσο ἀπροκάλυπτα ἐναντίον τῶν θεοπνεύστων καί ἁγιοπνευματικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Δέν ἀποτελεῖ αὐτό βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Σύμφωνα μέ τόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, «ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τό ἀνώτερο κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικότητος. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ὑψίστη μορφή ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Κορυφή μας δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας πάπας. Ἐδῶ εἶναι οὐσιαστική ἡ διαφορά μας μέ τόν παπισμό. Οἱ προτεστάντες τά κατήργησαν ὅλα, καί εἶναι πιό ἔντιμοι ἀπό τούς παπικούς. Εἶναι πιό ἔντιμοι, γιατί δέ θέλησαν νά κρατήσουν τίποτε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά τό διαστρεβλώνουν. Ὁ παπισμός, ὅμως, ὑποκατέστησε τήν Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τόν «πάπα» καί τήν ἔκανε ὄργανο τοῦ παπισμοῦ, θεραπαινίδα τῶν παπικῶν σχεδίων. Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει μέχρι τέλους τῆς ἱστορίας, ὡς ὕψιστος θεσμός στή ζωήν της, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Οἰκουμενική σημαίνει Σύνοδος ὅλου του κράτους. Κατά τόν ὄρο τοῦ Ξενοφῶντος καί στό Ἑλληνικό Βυζάντιο, στήν Ἑλληνική, δηλαδή, Ρωμανία, ἡ λέξη Οἰκουμένη, σημαίνει κατ' οὐσίαν τό κράτος, οἰκουμενικός διδάσκαλος, οἰκουμενικοί πατέρες κ.ο.κ. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, εἶναι ἡ Σύνοδος ὅλου του κράτους καί ἀντιμετωπίζει τά μεγάλα προβλήματα τῆς πίστεως καί τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία. Καί τότε ἔρχεται ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά διακηρύξει, σέ κάθε περίπτωση, τήν σώζουσα Ἀλήθεια, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Προφῆτες, τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἁγίες Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων»[4].
Μετά τόν παραπάνω σχολιασμό τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας, μπορεῖ ὁ καθένας νηφαλίως καί ὀρθοδόξως σκεπτόμενος νά ἀντιληφθεῖ πόσο «ἀπόλυτα θεολογικό – ἐκκλησιολογικό κείμενο» εἶναι τό Κείμενο τῆς Ραβέννας καί πόσο «ἀποτελεῖ μία οὐσιαστική συμβολή στήν ὅλη πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, παρά τίς ὅποιες ἐνστάσεις, ἐπιφυλάξεις, ἤ ὑπερβολικές παρερμηνεῖες, οἱ ὁποῖες τόσο βεβιασμένα ἔχουν ἐξαχθεῖ μέχρι σήμερα, ἀλλά καί στήν ὅλη ἐκκλησιολογική προβληματική τοῦ συγκεκριμένου Διαλόγου», ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος.
Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
Ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ἱσχυρίζεται στό κείμενό του ὅτι «ὁποιαδήποτε ἐνδοεκκλησιαστική τάση ἀνάπτυξης τῆς θεωρίας ὅτι «ὁ πιβεβλημένος σωτήριος, κανονικός καί ἁγιοπνευματικός δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικοῦ καί λαϊκοῦ, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται, συνυπεύθυνοι καί συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης», εἶναι ὡς προτάσεις, ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτες, οἱ ὁποῖες αὐτόματα συνεπάγονται καί τήν ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση, μέ κανονικές συνέπειες».
Μέ τόν παραπάνω ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμό καί μέ ἀπειλές περί κανονικῶν συνεπειῶν, ὁ Σεβ.    κ. Χρυσόστομος καταδεικνύει τό πόσο πολύ φοβᾶται τήν ἀντίδραση κλήρου καί λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱεροκανονικά κατοχυρωμένος, μέ βάση τόν ιε΄ Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Μ. Φωτίου (861), νά ἀσκήσει προαιρετικά καί δυνητικά τό δικαίωμα νά διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του, ὁ ὁποῖος δημοσία καί γυμνῆ τῆ κεφαλῆ κηρύσσει καί διδάσκει ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεση, κατεγνωσμένη ἀπό ἅγιες Συνόδους καί Πατέρες.  
Ὁ ιε΄ Ἱερός Κανών διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Τά ὁρισθέντα περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι · τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, και σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει : «Ἑκεῖνα ὁποῦ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες (ιγ’ καί ιδ’) ἐδιώρισαν περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά αὐτά διορίζει, καί πολλῶ μᾶλλον, ὁ παρών Κανών, περί Πατριαρχῶν, λέγων ὅτι, ὅστις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤθελε χωρισθῆ ἀπό τήν συγκοινωνίαν τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ, καί δέν μνημονεύη τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό σύνηθες (ὁ Μητροπολίτης δηλ. μόνος˙ ὁ γάρ Πρεσβύτερος τοῦ Ἐπισκόπου του τό ὄνομα μνημονεύει, ὁ δέ Ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου του) πρό τοῦ νά φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν εἰς τήν Σύνοδον καί παρά τῆς Συνόδου αὐτός νά κατακριθῆ˙ οὖτοι, λέγω, πάντες νά καθαίρωνται παντελῶς, οἱ μέν Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖται, πάσης Ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας, οἱ δέ Πρεσβύτεροι, πάσης Ἱερατικῆς. Πλήν ταῦτα μέν νά γίνωνται, ἐάν δι’ ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον ἱεροσυλίαν καί ἄλλα, χωρίζονται οἱ Πρεσβύτεροι ἀπό τούς Ἐπισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς Μητροπολίτας των, καί οἱ Μητροπολίτες ἀπό τούς Πατριάρχας των». Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀγκαλά καί ὁ λα΄ Ἀποστολικός ἀνεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον, ἐάν γνωρίζει αὐτόν καί ἄδικον».Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία… (Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀπό τόν λόγον τοῦτον τοῦ Κανόνος φαίνεται ὅτι δέν πρέπει τινάς νά χωρίζηται, κατά τον Βαλσαμῶνα, ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν του, ἐάν αὐτός ἔχη μέν καμμίαν αἵρεσιν, τήν φυλάττει, ὅμως, εἰς τό κρυπτόν καί δέν τήν κηρύττει˙ τυχόν γάρ αὐτός πάλιν ἀφ’ἑαυτοῦ μετά ταῦτα νά διορθωθῆ») …καί διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν»[5].
Ὁ παραπάνω Ἱερός Κανῶν εἶναι σύμφωνος καί μέ ἄλλους Ἱερούς Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ὁ λα΄ Ἀποστολικός, ὁ στ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Τοπικῆς Συνόδου (340), ὁ ε’ τῆς ἐν Ἀντιοχεία Τοπικῆς Συνόδου (341), οἱ ι΄, ια΄ και ζβ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου (419), ὁ ιη’ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (451), οἱ λα΄ καί λβ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), καί οἱ ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861).
Ἀλήθεια, ἀπό ποῦ συμπεραίνει ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ὅτι «ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται, συνυπεύθυνοι καί συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης, εἶναι ὡς προτάσεις, ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτες, οἱ ὁποῖες αὐτόματα συνεπάγονται καί τήν ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση, μέ κανονικές συνέπειες»;
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ὑποστηρίζει στό κείμενό του ὅτι «οἱ ἔνθερμοι συντάκτες «Ὁμολογιῶν πίστεως» δέν εἶναι δυνατόν νά δροῦν ὡς αὐτονομημένα ἄτομα ἤ ἐκκλησιαστικές μονάδες, μάλιστα ἐν ονόματι "Λαοῦ τοῦ Θεοῦ", ἐρήμην τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἐπί τῆ βάσει κριτηρίων τῆς λεγομένης λαϊκῆς τους ἔκφρασης, "ἐνσυνειδήτως" ἤ ἀσυνειδήτως, ἤ τῆς ἀποκλειστικότητας μιᾶς ἀόρατης αὐθεντίας, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ὅτι ἐκφράζουν τήν ἀπόλυτη "ἐκκλησιαστική συνείδηση"».
Εἶναι πασιφανῆς ἐδῶ ἡ ἐπίθεση τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου ἐναντίον τοῦ θεολογικῶς, δογματικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς ἄψογου κειμένου τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», τῶν συντακτῶν αὐτῆς καί τῶν ὑπογραψάντων αὐτήν.
Ὑπενθυμίζουμε στόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο ὅτι τό κείμενο τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» συντάχθηκε ἀπό τήν γνωστή «Σύναξη Ὀρθοδόξων κληρικῶν καί μοναχῶν», ὡς ἔκφραση τῆς καλῆς ἀνησυχίας καί ἀγωνίας τους γιά ὅσα συμβαίνουν στόν χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὀρθῶς χαρακτηρίσθηκε ὡς παναίρεση, ὡς ἡ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν. Δέν ἔχει πολεμικό χαρακτήρα καί σχισματικές τάσεις. Ὅσοι τήν συνέταξαν καί τήν ὑπογράφουν, ἀρχιερεῖς, λοιποί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὑπαγόμενοι σέ κανονικές ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Ἐπιδιώκουν μέ νηφάλιο καί θετικό θεολογικό λόγο νά ἐπισημάνουν τούς κινδύνους ἀπό τήν ἐπί δεκαετίες σταδιακή ἐξάπλωση καί τωρινή ἐμπέδωση τῆς συγκρητιστικῆς καί καταστροφικῆς αὐτῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τό δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῷ κόσμω σωτηριώδους ἀποκαλύψεως καί οἰκονομίας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καί τῆς ἐν συνεχεία συνεχίσεως καί πραγματώσεως τοῦ σωτηριώδους αὐτοῦ ἔργου ἀπό τήν Μία καί μοναδική, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διά τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτῆ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὄχι ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις καί πλάνες, τίς ὁποῖες διαχρονικά κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία διά συνόδων καί διά τῆς συμφωνίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, μεταξύ αὐτῶν δέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό.
Ἡ σύνταξη «Ὁμολογιῶν Πίστεως» εἶναι παραδεδομένη καί καθιερωμένη πρακτική στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐμφανίζεται νέα αἵρεση, πού δημιουργεῖ σύγχυση εἰς τά τῆς πίστεως, οἱ ποιμένες κάθε ἐποχῆς, ἐπιβεβαιοῦντες ὅσα κατά τήν χειροτονία τους ὑποσχέθηκαν, προβαίνουν στήν σύνταξη ὁμολογιῶν, γιά νά περιχαρακώσουν καί ὁριοθετήσουν τήν δική τους πίστη, ὥστε νά διακρίνεται ἀπό τή πλάνη τῶν αἱρετικῶν, καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπό τήν λύμη τῆς κακοδοξίας. Ἡ κατ' ἐξοχήν «Ὁμολογία Πίστεως», τό γνωστό «Πιστεύω», συντάχθηκε γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς αἱρέσεις τῶν Ἀρειανῶν καί τῶν Πνευματομάχων. Μολονότι δέ πανηγυρικά ἀπαγγέλλεται ἀπό τόν βαπτιζόμενο διά τοῦ ἀναδόχου κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, ἐν τούτοις ἐπαναλαμβάνεται πάλιν καί πολλάκις κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τοῦ νυχθημέρου.
Ἡ σύνταξη νέων «Ὁμολογιῶν Πίστεως» ἐπιβάλλεται καί ἀπό τόν σεβασμό στίς ἀποφάσεις τῶν συνόδων νά τηρηθεῖ ἀπολύτως ἀναλλοίωτο μέχρι καί μίας συλλαβῆς τό «Πιστεύω»· γι' αὐτό καί σημαντικές μεταγενέστερες δογματικές διατυπώσεις δέν προστέθηκαν, ὅπως ἡ διδασκαλία περί τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου, πράγμα πού δέν τήρησαν ὁ Παπισμός καί ἐξ αὐτοῦ ὁ Προτεσταντισμός μέ τήν προσθήκη τοῦ filioque εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἄν, λοιπόν, δέν συντάσσονταν νέες «Ὁμολογίες Πίστεως», πολλές νέες αἱρέσεις δέν θά καταδικάζονταν.
Ἡ ἐκκλησιαστική γραμματεία εἶναι γεμάτη ἀπό «Ἐκθέσεις ἤ Ὁμολογίες Πίστεως», ἀπό τίς ὁποῖες ἐνδεικτικῶς ὑπενθυμίζουμε μερικές : «Βραχεία Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Μ. Ἀθανασίου· «Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ πάπα Γρηγορίου Β'· «Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμάσκηνου·  «Ὁμολογία Ὀρθοδόξου Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ πατριάρχου Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου·«Ὁμολογία Πίστεως» Μητροφάνους Κριτοπούλου, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας·«Ὀρθόδοξος Ὁμολογία» Πέτρου Μογίλα, μητροπολίτου Κιέβου· «Ὁμολογία Πίστεως»Δοσιθέου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Ἡ συνοδική λειτουργία κατά τήν ὀρθή της ἔννοια περιλαμβάνει ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν πρῶτο μεταξύ τῶν ἐπικόπων μέχρι τόν τελευταῖο πιστό. Ἡ«Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μαζί μέ τό πλῆθος τῶν ὑπογραφόντων λαϊκῶν, συμμετέχουν κατά χρέος στήν διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως γιά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἐλπίζουν ὅτι τό σῶμα τῶν ἐπισκόπων θά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του καί θά προχωρήσει καί στήν ἐπίσημη συνοδική καταδίκη του[6].
῾Η «῾Ομολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», πού συνέταξε ἡ «Σύναξη ᾿Ορθοδόξων κληρικῶν καί μοναχῶν» το 2009, ἀφοῦ δημοσιεύθηκε στόν «᾿Ορθόδοξο Τύπο», σέ διάφορες ἱστοσελίδες τοῦ Διαδικτύου καί στήν «Θεοδρομία», ἐξακολουθεῖ νά βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τοῦ θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος. ῎Εχει ἐκτυπωθῆ σέ χιλιάδες ἀντιτύπων καί διανέμεται στούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι σπεύδουν ὄχι ἁπλῶς πρόθυμα, ἀλλά μέ ἐνθουσιασμό καί μέ αἰσθήματα ἀνακουφίσεως νά προσυπογράψουν τό περιεχόμενό της. ᾿Αρκετοί κληρικοί τήν ξανατυπώνουν μέ δικά τους ἔξοδα καί πολλαπλασιάζουν τήν κυκλοφορία της. Μεταφράσθηκε στά ᾿Αγγλικά καί στά Ρουμανικά μέ προσωπική πρωτοβουλία πιστῶν. ᾿Αμέσως μάλιστα ὁ ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς καθαιρεθείς Σέρβος ἐπίσκοπος Ράσκας καί Πριζρένης κ. ᾿Αρτέμιος, τήν τύπωσε σέ σχετικό τευχίδιο καί τήν κυκλοφορεῖ στά Σερβικά.
Κυριολεκτικά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀγκάλιασε τό ὁμολογητικό αὐτό κείμενο, ὅπως ἀγκάλιασε στό γνωστό θαῦμα ἡ ῾Αγία Εὐφημία τόν τόμο τῶν ᾿Ορθοδόξων Πατέρων τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί πέταξε στά πόδια της τόν τόμο τῶν Μονοφυσιτῶν, ὑπογράφοντας καί ἐπικυρώνοντας τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί καταδικάζοντας τόν Μονοφυσιτισμό, μετριοπαθῆ καί ἀκραῖο τῶν Σεβήρου καί Εὐτυχοῦς· καταδικάζουν καί ἀπορρίπτουν ὅμοια οἱ πιστοί, ὅπως ἡ ῾Αγία Εὐφημία, τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν χειρότερη καί πιό ἐπικίνδυνη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων.
Χωρίς κανένα δισταγμό ἐφαρμόζουμε στή σημερινή ἐκκλησιαστική κατάσταση τή φράση τοῦ ἀπολυτικίου τῆς ῾Αγίας Εὐφημίας καί ὀνομάζουμε τούς Οἰκουμενιστάς κακοδόξους· δέν εὐφράνθηκαν ἀπό τήν «῾Ομολογία πίστεως κατά του Οἰκουμενισμοῦ», ἀλλά ἐνοχλήθηκαν, ἐστενοχωρήθησαν, κατῃσχύνθησαν.
Τήν «῾Ομολογία» ὑπογράφουν περίπου 25.000 κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί ἀρκετοί Σεβ. Μητροπολῖτες, ὅπως ὁ Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ, ὁ Αἰτωλοακαρνανίας κ.κ. Κοσμᾶς, ὁ Κυθήρων κ.κ. Σεραφείμ, ὁ  Ἀντινόης κ.κ. Παντελεήμων, ὁ ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς καθαιρεθείς Σέρβος ἐπίσκοπος Ράσκας καί Πριζρένης κ.κ. ᾿Αρτέμιος, ὁ Νευροκοπίου κυρός Ναθαναήλ, πολλοί ἡγούμενοι Ἁγιορειτικῶν Μονῶν, πολλοί ἀρχιμανδρίτες ἡγούμενοι Μονῶν, πρωτοπρεσβύτεροι, ἱερομόναχοι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί, μοναχές, θεολόγοι κ.ἄ. Οὕτως ἤ ἄλλως ἡ «῾Ομολογία» εἶναι ὁμολογία, εἶναι ἔργο καί πράξη θεάρεστη, δέν εἶναι ἁπλᾶ λόγια καί χαρτοπόλεμος. Εἶναι πράξη παρρησίας καί θάρρους μέ πολύ προσωπικό κόστος, μέ κατασυκοφάντηση ὅσων πρωτοστατοῦν καί μέ ἀπειλές ἐναντίον τους[7].



[1] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ὁ Παπισμός ὡς ἐκκλησιολογικό πρόβλημα (μέ ἀναφορά στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας)», Πρακτικά Θεολογικῆς Ἡμερίδος με θέμα «Πρωτεῖον», Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σ. 43.
[2] Πορίσματα Θεολογικῆς Ἡμερίδος μέ θέμα «Πρωτεῖον», Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σσ. 197-201.http://www.imp.gr/Nea.htm, http://www.impantokratoros.gr/porismata-hmerida.el.aspx
[3] Σχ. βλ. τό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας κατά τή συνεδρία της στίς 25-26/12/2013, Πρακτικά Νο 157, http://www.romfea.gr/epikairotita/21314-2013-12-28-09-58-36.
[4] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα 2009, σσ. 13-14.
[5] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 358.
[6] http://www.impantokratoros.gr/C692689D.el.aspx
[7] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ὁμολογία Πίστεως˙ Ηὔφρανε τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνε τούς κακοδόξους», Θεοδρομία ΙΑ(Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2009) 163-175.

Κυριακή, Ιανουαρίου 12, 2014

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο εγκωμιαστής του «πρωτείου του πάπα» και του «κειμένου της Ραβέννας» Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ( Μέρος Γ΄)

Δείτε το Ά Μέρος εδώ
Δείτε το Β Μέρος εδώ

Εν Πειραιεί 12-1-2014
Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ      (ΜΕΡΟΣ Γ΄)
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Συνεχίζοντας τήν σκέψη του ὁ ἐλλογιμώτατος καθηγητής τοῦ τομέα Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, στό κείμενό του μέ θέμα «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας», σημειώνει : «Ὁ παρατιθέμενος στήν παράγραφο 3 προβληματισμός γιά τίς ἐκκλησιολογικές καί κανονικές συνέπειες, οἱ ὁποῖες ἀπορρέουν ἀπό τή μυστηριακή φύση τῆς Ἐκκλησίας, θά ἔπρεπε νά ἀφορᾶ ἀποκλειστικά καί μόνο τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Δέν εἶναι θεολογικῶς ὀρθό, καί εἰδικότερα δέν εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἐπιτρεπτό, νά διερεύνουν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό κοινοῦ καί «ἐπί ἴσοις ὄροις» μέ τούς ἑτεροδόξους ζητήματα, πού ἀπορρέουν ἀπό τή μυστηριακή φύση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ θεσμική δομή της. Κάτι τέτοιο δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὑπάρχει ἱστορικό προηγούμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Καί τοῦτο, ἐπειδή τά θεολογικά καί θεσμικά ἐπίπεδα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἑτεροδοξίας εἶναι ἀσύμπτωτα. Εἶναι φυσιολογικό ἡ δογματική διαφοροποίηση ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ρωμαιοκαθολικισμό νά ἀντανακλᾶται ἀναπόφευκτα ὄχι μόνο στό θεσμικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί στή σύνολη ἐκκλησιαστική ζωή τῶν πιστῶν τους.

3. Στό τέλος τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας γίνεται μία διευκρινιστική ὑποσημείωση. Τό περιεχόμενο τῆς ὑποσημειώσεως δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό ὡς πρός τήν ὀρθότητά του. Ἡ ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας ὅτι ἡ χρήση τῶν ὅρων «ἡ Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» στό παρόν Κείμενο «δέν ὑπονομεύει τήν αὐτοαντίληψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως», εἶναι ἄκρως μετέωρη ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ κοινοῦ Κειμένου. Καί τοῦτο, γιατί οἱ συνυπογράφοντες Ρωμαιοκαθολικοί δηλώνουν στήν ἴδια ὑποσημείωση ὅτι ἔχουν «τήν αὐτοεπίγνωση» ὅτι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ὑφίσταται ἐν τῆ Καθολικῆ Ἐκκλησία (Lumen Gentium, 8)» καί ὅτι «τοῦτο δέν ἀποκλείει τήν ἀναγνώριση ὅτι στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας εἶναι παρόντα ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ὁ αὐτοπροσδιορισμός τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἀντίστοιχα εἶναι διαμετρικά ἀντίθετος. Εἶναι κραυγαλέα ἡ διαφωνία τῶν δύο διαλεγομένων μερῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς ἐμπειρικῆς, τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τά παραπάνω εἶναι προφανές ὅτι τό χάσμα ἀνάμεσα στούς Ὀρθοδόξους καί στούς Ρωμαιοκαθολικούς εἶναι στήν πραγματικότητα τεράστιο καί πρός τό παρόν θεολογικῶς ἀγεφύρωτο.
Κατά συνέπεια, κάθε ἄλλη ἐπιμέρους συμφωνία ἔχει πολύ μικρή σημασία, εἶναι συμφωνία ἐξωτερικῶν τύπων, ἀλλά οὐσιαστικά ἀθεμελίωτη καί ἀμφισβητούμενη, γιατί ἡ ὁποιαδήποτε συμφωνία θά πρέπει νά νοηματοδοτεῖται ἀπό τήν ταυτότητα καί τό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι λογικῶς καί θεολογικῶς παράδοξο, πῶς μέ τίς παραπάνω διαμετρικά ἀντίθετες ἐκκλησιολογικές τοποθετήσεις προέκυψε Κείμενο κοινῆς ἀποδοχῆς γιά τή Μικτή Διεθνῆ Ἐπιτροπή.
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
I. Συνοδικότητα
4. Ὅσα ἀναφέρονται στίς παραγράφους 5 καί 6 τοῦ κειμένου γιά τή συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀντανακλάσεως τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, προϋποθέτουν σιωπηρῶς ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί εἴμαστε μέλη τῆς Μίας Ἐκκλησίας, πού ὁρίζει τό Σύμβολο τῆς Νικαίας. Ἡ δογματική, ὅμως, συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ὡς αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί ἡ λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἐπιβεβαιώνει αὐτή τήν αὐτοσυνειδησία, περιορίζουν ἀποκλειστικά καί μόνον στούς Ὀρθοδόξους τήν ἰσχύ τῶν γραφομένων στίς δύο παραπάνω παραγράφους τοῦ Κειμένου, θεωρώντας παγίως τούς ἑτεροδόξους ἀκοινώνητους στά μυστήριά της.
5. Ὡς λογική συνέπεια τῶν παραπάνω, τό κοινό Κείμενο, στήν ἑπόμενη παράγραφο 7, προϋποθέτει σαφῶς ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί ἔχουν τά ἴδια μυστήρια. Ἀλλά κι ἐδῶ προσκρούουμε στή διαφορά τῆς περί Χάριτος δογματικῆς διδασκαλίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει καθορίσει δογματικά πώς ἡ Χάρις, πού παρέχουν τά μυστήριά της, εἶναι ἡ ἄκτιστη καί μεθεκτή θεότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐνῶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοί θεωροῦν τή Χάρη αὐτή ὡς κτιστή. Εἶναι φανερό ὅτι τό Κείμενο τῆς Ραβέννας ὁμογενοποιεῖ διαμετρικά ἀντίθετα πράγματα, ὁμογενοποιεῖ δηλαδή τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο.
Ἐπιπροσθέτως, ἔχουμε τή γνώμη ὅτι ἡ τελευταία πρόταση τῆς παραγράφου 7 προκαλεῖ ἔντονα τή συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ διατύπωση τοῦ Κειμένου ἔχει ὡς ἑξῆς : «Κοινή μας διδασκαλία εἶναι ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τό χρίσμα ἀπό τοῦ Ἁγίου[1] ἐν κοινωνία μετά τῶν ποιμένων του, δέν δύναται νά σφάλλη εἰς θέματα πίστεως»[2]. Ἐντελῶς αὐθόρμητα ἐδῶ γεννᾶται τό λογικό ἐρώτημα : Ἄν ἰσχύει τό παραπάνω λεχθέν, πῶς συνέβη νά σφάλλουν οἱ αἱρετικοί ὅλων τῶν ἐποχῶν πολλαπλῶς σέ θέματα πίστεως; Πῶς συνέβη νά σφάλλουν στήν πίστη Πάπες, ὅπως ὁ Ὀνώριος, καί Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως ὁ Νεστόριος, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους ὡς αἱρετικοί; Πάντως, θά πρέπει νά διευκρινισθεῖ ὅτι καί ὁ ὀρθόδοξος πιστός δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν πλάνη μηχανιστικῶς, ἔχοντας λάβει ἁπλῶς τό χρίσμα καί εὐρισκόμενος σέ κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός μόνον, ὅταν παραμένει ζωντανός στό σῶμα τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Καί παραμένει ζωντανός, ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό χρίσμα. Αὐτό, ὅμως, προϋποθέτει ὀρθή πίστη, τήρηση τῶν ἐντολῶν καί μυστηριακή ζωή. Μόνο μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν ὀρθή δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε εἶναι καί σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα λέει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος[3], σχολιάζοντας τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου : «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν»[4].
6. Μέ βάση ὅλα ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα, ἠχεῖ προβληματικά ἡ διατύπωση τῆς 8ηςπαραγράφου. Σημειώνεται σ' αὐτήν χαρακτηριστικά : «Διακηρύσσοντες τήν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας... οἱ ἐπίσκοποι», καί συνεχίζει μέ παράθεση ἀπό τό Κείμενο τοῦ Βάλαμο, παράγραφος 40 : «Ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὑπεύθυνοι διά τήν κοινωνίαν ἐν τῆ ἀποστολικῆ πίστει...». Κατ’ἀρχήν, ποιᾶς Ἐκκλησίας τήν πίστη διακηρύσσουν οἱ ἐπίσκοποι; Τῆς μίας Παγκόσμιας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία μετέχουν ἰσοτίμως Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί; Ἄν πρόκειται γι' αὐτήν τήν ἐκκλησία, τότε γίνεται σαφές πλέον ὅτι οἱ σοβαρότατες διαφορές μας στό δόγμα δέν σημαίνουν τίποτε ἀπό ἐκκλησιολογική ἄποψη. Μία τέτοια, ὅμως, θεώρηση ἀντίκειται στό γράμμα καί στό πνεῦμα τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν μελέτη τῶν πρακτικῶν τους.
Καί ἕνα δεύτερο ἐρώτημα : Παραμένουν οἱ ἐπίσκοποι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, ὅταν ἔμμονα σφάλλουν στό ἐκπεφρασμένο δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λ.χ. οἱ Ρωμαιοκαθολικοί μέ τό Filioque; Ἄλλη ἀλήθεια πάντως ἐκφράζουν ἐδῶ τά πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέ τίς καθαιρέσεις καί τούς ἀφορισμούς τους. Εἶναι γι’αὐτό πρακτικῶς καί λογικῶς ἀσυνεπές γιά’μᾶς τούς Ὀρθοδόξους νά θεωρήσουμε τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὡς ἐπισκόπους ὑπευθύνους «διά τήν κοινωνίαν ἐν τῆ ἀποστολικῆ πίστει», ὅταν, κατά τούς Ὀρθοδόξους, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί διά τοῦ Filioque φαλκίδευσαν τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
7. Στίς παραγράφους 9-11 καί 18-33 ἐπαναβεβαιώνεται ὅτι οἱ ἑκατέρωθεν ἐπίσκοποι θεωροῦνται ὡς ἐπίσκοποι τῆς Μίας Ἐκκλησίας καί οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες ὡς φανέρωση τῆς Μίας καί μόνης Ἐκκλησίας. Γι' αὐτό καί εὔλογα, ὅπως σημειώνεται στήν παράγραφο 11, «ἡ διακοπή τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας σημαίνει τόν τραυματισμό ἑνός ἐκ τῶν οὐσιωδῶν χαρακτηριστικῶν τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῆς καθολικότητάς της». Ἡ διατύπωση αὐτή τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας ἀποτελεῖ πρόκληση στίς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἐπειδή γιά’μᾶς ἡ διακοπή τῆς διαμυστηριακῆς κονωνίας μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς θεωρεῖται παγίως ὡς φυσική συνέπεια τῆς μή ταυτότητάς μας μέ αὐτούς ὡς πρός τήν ὀρθή πίστη.
II. Ἐξουσία
8. Στό κεφάλαιο γιά τήν ἐξουσία, παράγραφος 15, λέγει τό κοινό Κείμενο : «Ἡ Ἐκκλησία, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον εἶναι παρόν ἐν αὐτῆ, αὐθεντικῶς ἑρμηνεύει τήν Ἁγίαν Γραφήν...». Ἐδῶ τίθεται εὔλογα τό ἐρώτημα : Ἡ ἐπίσημη προσθήκη τοῦ Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἀποτελεῖ καί γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
III. Ἡ τριπλῆ πραγμάτωσις τῆς Συνοδικότητας καί τῆς ἐξουσίας
9. Ἡ θεμελιακοῦ χαρακτήρα ἀσυμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς στήν Ἐκκλησιολογία τους συναντᾶται στήν παράγραφο 32, ὅταν, ὅμως, αὐτή συνδυαστεῖ μέ τήν  ὑποσημείωση 1 τῆς παραγράφου 4, στήν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε. Στήν παράγραφο 32 σημειώνεται τό ἑξῆς : «Συμφώνως πρός τήν θέλησιν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ἀδιαίρετος, ἡ αὐτή πάντοτε καί πανταχοῦ. Ἀμφότεραι αἱ πλευραί ὁμολογοῦν εἰς τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί καθολική». Ἄν, ὅμως, ἰσχύει αὐτό καί γιά τίς δύο πλευρές, τότε σίγουρα μία ἀπό τίς δύο δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τόν αὐτοπροσδιορισμό τους, πού γίνεται στήν ὑποσημείωση 1, παράγραφος 4, ἐπειδή ἐκεῖ καθεμία διεκδικεῖ τήν αὐθεντικότητα καί ἀποκλειστικότητα τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Κατά συνέπεια, ἐμεῖς, τουλάχιστον, βλέπουμε ὅτι στήν πραγματικότητα τό ἐκκλησιολογικού χαρακτήρα χάσμα ἀνάμεσα στίς δύο πλευρές εἶναι πρός τό παρόν ἀγεφύρωτο. Καί αὐτό ὀφείλεται, κατά τήν γνώμη μας, στήν ἐσφαλμένη μέθοδο τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, στήν υἱοθέτηση δηλαδή τοῦ «ἐπί ἴσοις ὄροις» διαλόγου μέ παροῦσες τίς διαφορές στό δόγμα.
10. Ἡ διατύπωση τοῦ κοινοῦ Κειμένου στήν παράγραφο 33 ὅτι «μία τοπική Ἐκκλησία δέν δύναται νά ἀλλοιώση τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, τό ὁποῖον διετυπώθη ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», καθώς καί ἡ διατύπωση στήν παράγραφο 35 ὅτι οἱ δογματικές ἀποφάσεις καί διατυπώσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων «εἶναι δεσμευτικαί δι' ὅλας τάς Ἐκκλησίας καί ὅλους τούς πιστούς, εἰς οἱονδήποτε χρόνον καί τόπον», ἐμφανίζονται νά εἶναι θεωρητικές καί κενές περιεχομένου, ἐφόσον δέν γίνεται καμία ἀναφορά πουθενά στό Κείμενο γιά καταδίκη τοῦ Filioque ὡς προσθήκης, πού ἀντίκειται στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
11. Στήν παράγραφο 37 γίνεται λόγος οὐσιαστικά γιά τήν ἐκκλησιαστική δογματική συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, ἡ λειτουργία τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῶν μελῶν τῆς Μίας Ἐκκλησίας ἐπεκτείνεται «ἐπί ἴσοις ὄροις» καί στούς ἑτεροδόξους. Ἡ ἐπέκταση αὐτή συνιστᾶ εἴτε τήν ἀκύρωση τῆς διαχρονικῆς λειτουργίας τῆς ὀρθῆς (ὀρθόδοξης) δογματικῆς συνειδήσεως, εἴτε τό λιγότερο σχετικοποιεῖ ἐπικίνδυνα τή σημασία της. Ὅμως, ἡ δογματική συνείδηση ἐξ ὁρισμοῦ δέν μπορεῖ νά λειτουργεῖ ἐκτός τῆς Μίας Ἐκκλησίας, δίνοντας ἔτσι ἄλλοθι ἐγκυρότητας στήν ἑτεροδοξία. Ἡ ὀρθή δογματική συνείδηση εἶναι καρπός τῆς ἐνεργοποιημένης παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ' ἐκεῖνα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού βιώνουν «ἐν πάση αἰσθήσει» τήν ἄκτιστη θεοποιό Χάρη. Αὐτά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν πάντοτε τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τή διαχρονική δηλαδή ἐκείνη συνείδηση, πού εἶναι ἡ ὕψιστη αὐθεντία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὑπέρκειται τῆς μονομεροῦς αὐθεντίας τῶν ἐπισκόπων, ἀλλά καί τῶν συνόδων[5].
12. Τά μέλη τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς στήν παράγραφο 39 ἀποφαίνονται ὅτι τόΣχίσμα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως «κατέστησεν ἀδύνατον τήν σύγκλησιν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐν τῆ αὐστηρᾶ ἐννοία τοῦ ὄρου». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἐδῶ καταδικάζεται ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐπειδή ἔχει πραγματοποιήσει μονομερῶς ἄλλες 14 κατ' αὐτόν Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἔχει θεσπίσει νέα δόγματα; Ποιά εἶναι ἡ  ἀκριβής σημασία τοῦ «ἐν τῆ αὐστηρᾶ ἐννοία τοῦ ὄρου»; Κατά τή γνώμη μας, ὁ παραπάνω ἰσχυρισμός τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς εἶναι αὐθαίρετος, ὡς ἀτεκμηρίωτος, καί ὀφείλεται μᾶλλον σέ σύγχυση ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτήρα. Φαίνεται στήν πράξη ὡς νά μή λαμβάνει ὑπόψιν ὅσα ὀρθῶς γράφτηκαν στήν παράγραφο 32 τοῦ Κειμένου, ὅτι δηλαδή «συμφώνως πρός τήν θέλησιν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ἀδιαίρετος, ἡ αὐτή πάντοτε καί πανταχοῦ». Κατά συνέπεια, ἡ Ἐκκλησία θά ὑφίσταται ὡς τό ἕνα, τό πλῆρες καί ἀκέραιο Θεανθρώπινο σῶμα ἕως τῆς συντελείας, σύμφωνα μέ τήν ἁγιογραφική μαρτυρία. Καί φυσικά, θά ὑφίσταται μέ ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς λειτουργίες της, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἔκπτωση μεμονωμένων μελῶν της ἤ καί ὁλόκληρων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐξαιτίας σχίσματος ἤ αἱρέσεως. Δέν ὑπάρχει καμία πατερική θεμελίωση, κατά τή γνώμη μας, γιά τήν ἀδυναμία πραγματοποιήσεως Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐξαιτίας σχισμάτων ἤ αἱρέσεων. Ἡ οἰκουμενικότητα δέν εἶναι ἁπλῶς γεωγραφική ἔννοια, ἀλλά καί ποιοτική ἔννοια, ἀκόμη καί ἔννοια διαχρονική.
Ἀντιλαμβανόμαστε τή λογική τοῦ κοινοῦ Κειμένου, ἀλλά δέν συμφωνοῦμε μέ αὐτήν. Ὅλο τό Κείμενο, ὅπως καί ἡ παροῦσα παράγραφος, θεωρεῖ ἐσφαλμένα, κατά τή γνώμη μας, ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί συνιστοῦν τοπικές Ἐκκλησίες, πού βρίσκονται σέ σχίσμα, ἀλλά παρά ταῦτα ἀμφότερες ἀνήκουν στή Μία Ἐκκλησία ἤ, κατά τήν ὑποσημείωση 1, ἔχουν τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι κάθε μία συνιστᾶ κατά ἀποκλειστικότητα τή Μία Ἐκκλησία.
Δέν συμφωνοῦμε ἐπιπροσθέτως καί μέ τόν χαρακτηρισμό τοῦ Σχίσματος γιά τόν προσδιορισμό τῆς σχέσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς μέ τή Λατινική Δύση. Μέ τόν χαρακτηρισμό αὐτό ἐλαχιστοποιοῦνται οἱ διαφορές μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ἐνῶ εἶναι γνωστό ὅτι πρόκειται γιά μεγάλες δογματικές διαφορές, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς πρός τό παρόν δέν ἔγιναν ἀντικείμενο συζητήσεως στούς Θεολογικούς Διαλόγους τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς.
13. Θεολογικά, ἀτυχῶς, ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπή στήν παράγραφο 41 θεωρεῖ τήνἘκκλησία τοῦ Χριστοῦ σήμερα διηρημένη καί κάνει λόγο γιά «τήν περίοδο τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας», τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Τοῦτο, ὅμως, εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ὄχι μόνον ἀπαράδεκτο, ἀλλά ἔρχεται καί σέ ἐσωτερική ἀντίφαση πρός τό ἴδιο τό κοινό Κείμενο, ἀφοῦ στήν παράγραφο 32, ὅπως εἴδαμε, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς «μία καί ἀδιαίρετος».
14. Τό θέμα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καί τό εἶδος τοῦ πρωτείου του στήν κοινωνία ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν προαναγγέλεται στήν παράγραφο 45, ὅτι «ἀναμένεται νά μελετηθῆ εἰς μεγαλύτερον βάθος». Ἐπειδή, ὅπως γνωρίζουμε, προβλέπεται νά συζητηθεῖ στήν ἑπόμενη Συνέλευση τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς, δέν θά προχωρήσουμε τώρα σέ θεολογική κριτική τῶν ὅσων ὑπό μορφή προβληματισμῶν γράφονται στό παρόν Κείμενο. Μόνο τοῦτο θά ποῦμε, ὅτι ποτέ ἡ Ἐκκλησία κατά τήν πρώτη χιλιετία δέν ἀνεγνώρισε στόν ἐπίσκοπο Ρώμης αὐθεντία σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἡ ὑπέρτατη αὐθεντία στήν ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησία ἀσκεῖτο πάντοτε καί μόνον ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Θά θέλαμε, ὅμως, νά θέσουμε ἐδῶ καί κάποια εὔλογα ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτήρα ἐρωτήματα :
Εἶναι δυνατόν, ὡς Ὀρθόδοξοι, νά δεχθοῦμε τό παπικό πρωτεῖο, ὅπως αὐτό κατανοήθηκε καί ἑρμηνεύτηκε ἀπό τήν Α΄ Βατικανή Σύνοδο;
Μποροῦμε δηλαδή νά δεχθοῦμε τό παπικό πρωτεῖο τῆς λεγομένης ἐξουσίας - διακονίας, πού λειτουργεῖ στήν πραγματικότητα ὡς ὑπερεκκλησία, ἀφοῦ ὁ Πάπας, ὡς ἀλάθητος ἐκφραστής τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νά εἶναι ἀντίθετος ἀκόμη καί μέ τίς ἀποφάσεις μίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου;
Εἶναι δυνατόν νά δεχθοῦμε ἕναν ἄνθρωπο στήν Ἐκκλησία ὡς ἀλάθητο; Εἶναι δυνατόν δηλαδή νά δεχθοῦμε ἕναν ἄνθρωπο νά παίρνει τή θέση τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας;
Μποροῦμε νά συνυπάρξουμε ἐκκλησιολογικά μέ τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ὅταν αὐτός, διατηρώντας τό Filioque καί τό παπικό πρωτεῖο τῆς ὑπερεκκλησίας, ἀκυρώνει οὐσιαστικά τήν Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου;
Μήπως οἱ Ρωμαιοκαθολικοί μᾶς ἔδωσαν δείγματα ἀλλαγῆς τῆς θεολογίας καί τῆς Ἐκκλησιολογίας τους;
Ἤ μήπως ὁδεύουμε μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς σέ μία ἑνότητα πλήρους κοινωνίας μεταξύ μας, χωρίς νά ἀφαιρεθεῖ τίποτε τό οὐσιῶδες ἀπό κανέναν, διατηρώντας ἔτσι ἀμοιβαίως τήν διαφορετικότητά μας, ὅπως δηλαδή ὁραματίζεται τήν ἑνότητα αὐτή ὁΚαρδινάλιος κ. Κάσπερ, σύμφωνα μέ τήν συνέντευξή του στό Ἀθηναϊκό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων, τόν Νοέμβριο τοῦ 2008; Μία τέτοια ἑνότητα, ὅμως, μέ πλήρη κοινωνία ἀπό τή μία καί διαφορετικότητα στό δόγμα ἀπό τήν ἄλλη ἐμφορεῖται ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο πνεῦμα, ἐκτός ἀπό τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας. Γι' αὐτό καί μία τέτοια ἑνότητα δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ποτέ στήν Ἐκκλησία.
Σέ τελευταία ἀνάλυση, μήπως αὐτήν τήν οὐνιτικοῦ προτύπου ἑνότητα ζητᾶ ὁ Πάπας μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου του ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
15. Στήν τελευταία παράγραφο 46, τά μέλη τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο δηλώνουν πώς εἶναι πεπεισμένα ὅτι τό κοινό Κείμενο «παρουσιάζει θετικήν καί σημαντικήν πρόοδον εἰς τόν διάλογόν μας καί ὅτι παρέχει σταθεράν βάσιν διά μελλοντικήν συζήτησιν τοῦ ζητήματος τοῦ πρωτείου εἰς τό παγκόσμιον ἐπίπεδον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας». Μετά, ὅμως, ἀπ' ὅσα ἐκθέσαμε στήν εἰσήγησή μας, εἶναι προφανές ὅτι ἀμφισβητοῦμε καίρια ὄχι μόνο τήν «θετική καί σημαντική πρόοδο» τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἀλλά κυρίως «τήν σταθερή βάση» γιά τήν μελλοντική συζήτηση τοῦ πρωτείου.
Ἡ ἐκφραζόμενη, ἄλλωστε, ἐλπίδα τῶν μελῶν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς «νά οἰκοδομήσωμεν ἐπί τῆς ἤδη ἐπιτευχθείσης συμφωνίας», εἶναι καί παραμένει, κατά τή γνώμη μας, μετέωρη. Καί τοῦτο, ἐπειδή αὐτή ἡ ἐλπίδα ἐπιχειρεῖται νά θεμελιωθεῖ στήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν...»[6]τή στιγμή πού ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ στό βιβλικό κείμενο προϋποθέτει τήν ἀποδοχή καί μετοχή τῶν πιστῶν στήν ἄκτιστη θεία δόξα Του, τῆς ὁποίας τόν ἄκτιστο χαρακτήρα ἀπορρίπτουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Παραμένει, ὅμως, μετέωρη ἡ ἐλπίδα καί γιατί ἡ «ὑπακοή στό Ἅγιο Πνεῦμα», τήν ὁποία ἐπικαλοῦνται,  προϋποθέτει θεολογικά τήν Πνευματολογία τῆς πρώτης χιλιετίας, ἡ ὁποία ἀνατρέπεται κατάφορα ἀπό τήν παραμονή τοῦ Filioque στό Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.
Εἶναι γι' αὐτό σαφής καί προφανής ἡ ἀντίφαση, μέ τήν ὁποία ὁλοκληρώνεται τό Κείμενο. Ὁμολογεῖται καί ἀπό τά δύο μέρη ὡς κοινή ἡ πίστη τους, παρά τό γεγονός ὅτι, σύμφωνα μέ τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ διακοπή τῆς διαμυστηριακῆς κοινωνίας τους ὀφείλεται οὐσιαστικά στίς δογματικές ἀποκλίσεις τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἀπό τήν κοινή πίστη τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. 
Ε­ΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συνοψίζοντας τήν κριτική μας στά προβληματικά σημεῖα τοῦ κοινοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη, θά μπορούσαμε νά ποῦμε τά ἑξῆς :
Στό κοι­νό Κεί­με­νο (της Ραβέννας) ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α ἐ­πε­κτεί­νε­ται καί ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἀνεπίτρε­πτα καί στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Αὐ­τό γί­νε­ται ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τα, χω­ρίς δη­λα­δή νά λαμ­βά­νον­ται ὑ­πό­ψιν οἱ ὑ­φι­στά­με­νες δογματικές δι­α­φο­ρές, πράγ­μα πού νο­μι­μο­ποι­εῖ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά τήν ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α καί τήν ἐ­ξι­σώ­νει μέ τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α.
 Ὁ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κός αὐ­τός νε­ω­τε­ρι­σμός δι­α­πο­τί­ζει ὅ­λο τό κοι­νό Κεί­με­νο καί ἐκ­βάλ­λει σέ ἐπιμέρους ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές πα­ρα­δο­ξό­τη­τες[7], οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀλ­λοι­ώ­νουν τήν ἕ­ως τώ­ρα αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας. Τό κοι­νό Κεί­με­νο δη­λα­δή φαί­νε­ται νά προ­ϋ­πο­θέ­τει σα­φῶς ὅ­τι Ὀρ­θό­δο­ξοι καί παπι­κοί ἀνή­κουν στή «Μία Ἐκ­κλη­σί­α» καί ὅ­τι οἱ παπι­κοί ἔ­χουν κοι­νή μέ μᾶς ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη, πα­ρά τήν ταύτι­ση  οὐ­σί­ας καί ἐ­νέρ­γει­ας στό Θε­ό, πα­ρά τό F­i­l­i­o­q­ue, πα­ρά τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τόν κτι­στό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἀκτί­στου καί θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος. Ὅ­λα τά πα­ρα­πά­νω, στά ὁ­ποῖ­α παρα­μέ­νουν στα­θε­ρά μέ­χρι σή­με­ρα οἱ παπι­κοί, ἀ­κυ­ρώ­νουν στήν πρά­ξη τό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς «κοι­νω­νί­ας θεώσεως»[8], μέ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ση­μα­σί­α τοῦ ὅ­ρου, πραγ­μα­τι­κή δη­λα­δή καί ὄ­χι συμ­βο­λι­κή με­το­χή τοῦ ἀν­θρώ­που στή θεί­α ζω­ή. Ἀ­κυ­ρώ­νουν, ὅ­μως, ταυ­τό­χρο­να καί τόν οὐ­σι­α­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῶν μυ­στη­ρί­ων της.
Στη­ρι­ζό­με­νοι στή διατύπω­ση τοῦ κοι­νοῦ κει­μέ­νου - καί χω­ρίς νά ἐ­πε­κτα­θοῦ­με στίς ἄλλες δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις τῶν παπι­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­φέ­ρον­ται στό πρω­τεῖ­ο, τό ἀ­λά­θη­το, τό κα­θαρ­τή­ρι­ο πῦρ, τήν ἄ­σπι­λη σύλ­λη­ψη κ.λπ. - μπο­ροῦ­με ἀ­σφα­λῶς νά ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με ὅ­τι ἡ βά­ση τοῦ διαλό­γου, θεολογικῶς κρι­νό­με­νη, εἶ­ναι, δυ­στυ­χῶς, τε­λεί­ως ἐ­σφαλ­μέ­νη. Καί τοῦ­το, γι­α­τί πα­ρα­με­ρί­στη­καν θεμελιώ­δεις βι­βλι­κές καί πα­τε­ρι­κές προ­διαγραφές-προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Γι’ αὐ­τό καί ἡ οὐ­σι­α­στι­κή  ἀ­πο­τυ­χί­α τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου εἶναι προ­δι­κα­σμέ­νη. Ὁ Θε­ο­λο­γι­κός Δι­ά­λο­γος ὁ­δή­γη­σε ἤ­δη τή Μι­κτή Δι­ε­θνῆ Ἐ­πι­τρο­πή σέ κα­τά­θε­ση δέκα κοι­νῶν κει­μέ­νων χω­ρίς τίς πα­ρα­πά­νω προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἀ­φοῦ σέ κα­νέ­να κοι­νό κεί­με­νο δέν γί­νε­ται λό­γος γι­ά σα­φῆ κα­τα­δί­κη τῶν και­νο­φα­νῶν δογ­μά­των τοῦ παπισμοῦ, ὅ­πως λ.χ. τοῦ F­i­l­i­o­q­ue. Τήν πρα­κτι­κή αὐ­τή βλέπον­τας μέ ἔκ­δη­λη πνευ­μα­τι­κή ἀ­νη­συ­χί­α ὁ μακα­ρι­στός Γέ­ρον­τας π. Πα­ΐ­σι­ος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, πα­ρα­τή­ρη­σε εὔ­στο­χα καί προ­φη­τι­κά : «Γι­ά ἀλ­λοῦ ξεκινή­σα­με καί ἀλ­λοῦ πη­γαί­νου­με, χω­ρίς νά τό κα­τα­λα­βαί­νου­με, ὅταν δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­με τά χνά­ρι­α τῶν Ἁγί­ων Πα­τέ­ρων».
            Ἀ­πό τίς ἀρ­χές τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, μέ τή γνω­στή Πατρι­αρ­χι­κή Ἐγ­κύ­κλιο τοῦ 1920, ἄρχισε νά παραμερίζεται οὐ­σι­α­στι­κά ἡ σύ­στα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Παλα­μᾶ πρός τούς παπι­κούς, ὅτι ὁ θεολογικός διάλογος μέ τούς παπικούς μπορεῖ νά γίνει μόνο μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ κακῶς προστεθέντος στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Filioque[9], καί νά υἱοθετοῦν­ται ἄλ­λες προϋποθέ­σεις γι­ά τό Θεολο­γι­κό Δι­ά­λο­γο μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἔτ­σι, ἐγ­και­νι­ά­στη­κε μι­ά ἄλ­λη μή Πα­τε­ρι­κή πο­ρεί­α, μέ ἀναπόφευ­κτη συ­νέ­πει­α τώ­ρα «νά πη­γαί­νου­με ἀλ­λοῦ, χω­ρίς (ἴ­σως) νά τό καταλαβαί­νου­με». Τό κεί­με­νο τῆς Ραβέννας πα­ρου­σι­ά­ζει εὔ­γλω­ττα τίς ἀρ­νη­τι­κές συ­νέ­πει­ες τῶν ἐ­σφαλ­μέ­νων προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων τοῦ Θεο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου καί προ­δι­α­γρά­φει τό ποι­όν, ἐ­κτός καί ἄν στό με­τα­ξύ ἀλλάξουν οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ Δι­α­λό­γου».




[1] Α΄ Ίω. 2, 20, 27.
[2] πρβλ. Ἰω. 16, 13.
[3] Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ ', 1, ΕΠΕ 25, σ. 372 : «Πώς οὔν ὁ Παῦλος φησί˙ 'πείθεσθε τοῖς ἠγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε'; Ἀνωτέρω εἰπῶν, 'ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν', τότε εἶπε, 'πείθεσθε τοῖς ἠγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε'. Τί οὔν, φησίν, ὅταν πονηρός ἧ, καί μή πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἀνθρωπoς ἧ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών˙ εἰ δέ βίου ἕνεκεν, μή περιεργάζου. Καί τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τό ὑπόδειγμα, ἀλλ' ὑπό τῆς θείας Γραφῆς .... ἐπεῖ καί τό 'μή κρίνετε, ἴνα μή κριθῆτε', περί βίου ἐστίν. Οὐ περί πίστεως».
[4] Ἑβρ. 13, 7.
[5] Βλ. Ἐγκύκλιος τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πίον Θ ' (1848): «παρ' ἠμίν oύτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν πότε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις θέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ», στό : ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Β', Ἀθῆναι 1961, σ. 920. Πρβλ ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σσ. 110-112 : «Ὅσον ἀφoρά δέ εἰς τήν διοίκησιν καί τήν διδασκαλίαν ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης ἐφ' ὅσον oύτoς, χαρισματοῦχος ὧν καί διδακτός Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετά τοῦ κλήρου τήν ἀγρυπνoύσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἤτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καί ἀποδέχεται, ἤ κατακρίνει καί ἀπορρίπτει) τήν διδασκαλίαν καί τάς πράξεις τῆς ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καί οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῆ Ἐγκυκλίω αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1948». Σχετικῶς βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, Ἀνατολικά, τόμ. Α ', σσ. 381-382, καί ΠΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ὁ Πάπας, Θεσ/κη 2001.
[6] Ἰω. 17, 21.
[7] Λ.χ. συ­νο­δι­κό­τη­τα μέ ὀρ­θο­δό­ξους καί ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἰ­σό­τι­μα - ταυ­τό­τη­τα μυ­στη­ρί­ων Ὀρ­θο­δό­ξων καί ἑ­τε­ρο­δό­ξων -ἐ­πέ­κτα­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς συνει­δή­σε­ως στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους - «τραυ­μα­τι­σμός» τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας δι­α­κο­πῆς τῆς εὐ­χα­ρι­στι­α­κῆς κοι­νω­νί­ας - ἀποστο­λι­κή δι­α­δο­χή - δι­η­ρη­μέ­νη ἡ Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α.
[8] Γι­ά τούς Ὀρ­θο­δό­ξους Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, πού τό συ­νι­στοῦν ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ μέ τήν ἡ­γε­σί­α του ὡς «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως». Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ταν παύ­ει νά λει­τουρ­γεῖ ὡς «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως», παύ­ει νά ὑ­πάρ­χει καί ὡς Ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος σώ­ζε­ται, ὅ­ταν ἐλευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πό τή φθο­ρά καί τό θά­να­το. Καί αὐ­τό πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νο μέ τήν προ­σω­πι­κή με­το­χή στήν ἄ­κτι­στη θεί­α ζω­ή, πού παρέχεται μό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «κοι­νω­νί­ας θε­ώ­σε­ως». Σχ. βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν», στό συλλογικό τόμο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου, Πρακτικά Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καί Λεμεσοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2000, σ. 59.
[9] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Πε­ρί τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, Λό­γος Α΄, 4, 27-31, Π. Χρή­στου, τ. Α΄, σ. 31: «Ἦν οὖν ἄ­ρα τῶν δικαι­ο­τά­των μη­δέ λό­γον ἀ­ξι­οῦν ὑ­μᾶς, εἰ μή τοῦ προ­στι­θέ­ναι τῷ ἱ­ε­ρῷ συμ­βό­λῳ παύ­ση­σθε, τῆς δέ πα­ρ’ ὑ­μῶν προ­σθή­κης πα­ρ’ ὑ­μῶν ἐκβεβλημένης πρό­τε­ρον, ἔ­πει­τα ζη­τεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ υἱ­οῦ ἤ οὐ­χί καί ἐκ τοῦ υἱ­οῦ τό πνεῦ­μα τό ἅ­γι­ον, καί τό ἀ­να­φέν τοῖς θε­ο­φό­ροις συν­δο­κοῦν κυ­ροῦν»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...