Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Άγγελος Αγγελακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Άγγελος Αγγελακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Οκτωβρίου 11, 2016

Οἱ οἰκουμενιστικές κακοδοξίες τοῦ Πανιερωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τελμησσοῦ Ἰώβ ἐμπόδιο γιά τόν εἰλικρινή διάλογο μέ τούς Παπικούς


Αποτέλεσμα εικόνας για Ἀρχιεπισκόπου Τελμησσοῦ Ἰώβ
Ἐν Πειραιεῖ 11-10-2016

 πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,
  ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως
Λίαν προσφάτως πληροφορηθήκαμε τήν τοποθέτηση-ἐπιβολή τοῦ Πανιερωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ Getcha στήν θέση τοῦ παραιτηθέντος Σεβ. Μητρ. Γέροντος Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὡς συμπροέδρου, ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο.

Ὁ κ. Βαρθολομαῖος, λειτουργώντας ὡς Πάπας τῆς Ἀνατολῆς, ἐπέβαλε τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο στήν συγκεκριμένη θέση, καταπατώντας κάθε ἔννοια Συνοδικότητος, ὅπως ἐπίσης καί τόν Κανονισμό τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ ὁποῖος υἱοθετήθηκε τό 1980, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο κάθε πλευρά ἐκλέγει συμπρόεδρο ἀπό τά μέλη της. Ἀπέστειλε ἐκ τῶν προτέρων ἐπιστολές, μέ τίς ὁποῖες ἀνακοίνωσε τόν διορισμό τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας του Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σέ ἀντικατάσταση τοῦ Σεβ. Μητρ. Γέροντος Περγάμου κ. Ἰωάννου. Ὅμως, ἡ πρόταση ἐκλογῆς τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Ἰώβ ὡς συμπροέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς δέν ἔτυχε τῆς ὑποστηρίξεως τῆς πλειοψηφίας τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν της.
Ἡ πιθανή αἰτία ἦταν ἡ ἀμφιλεγόμενη δράση τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ, ὁ ὁποῖος παύθηκε ἀπό τή θέση τοῦ προϊσταμένου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῶν ἐν τῇ Δυτικῇ Εὐρώπῃ Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσικῆς Παραδόσεως, λόγῳ σκληρῆς συγκρούσεως μεταξύ τοῦ ἰδίου καί τῶν κληρικῶν, τοῦ Συμβουλίου Ἀρχιεπισκοπῆς, καθώς καί τοῦ Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου Ἁγίου Σεργίου. Ἐπιπλέον, ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. κ. Ἰώβ ποτέ δέν ἦταν γνώστης ἐξ ἀρχῆς τῶν προβλημάτων τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Γι'αὐτό ἡ πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς πρότεινε νά ἐκλεγεῖ συμπρόεδρος ὁ Σεβ. Μητρ. Σασίμων κ. Γεννάδιος.
Ὑπέρ τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. κ. Ἰώβ μίλησαν μόνο οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν Ρουμανίας καί Πολωνίας.
Λόγῳ ἀδιεξόδου, ἀποφασίσθηκε νά διακοπεῖ ἡ συνεδρία γιά μία ὥρα, προκειμένου νά ζητηθεῖ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά ἀλλάξει τήν ἀπόφασή του, ἀλλά ὁ τελευταῖος ἐπέμεινε στήν ἀπόφασή του, ἐπικαλούμενος ὅτι ὁ Σεβ. Μητρ. Σασίμων κ. Γεννάδιος δέν εἶναι μέλος της Ἐπιτροπῆς ἀπό τό Πατριαρχεῖο, ἀλλά εἶναι Γραμματέας της, ἐνῶ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς εἶναι ὁ Σεβ. Μητρ. Διοκλείας  κ. Κάλλιστος Γουέαρ καί ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, ἀπό τούς ὁποίους καί πρέπει νά γίνει ἐπιλογή. Ὁ Σεβ. Μητρ. κ. Κάλλιστος προέβη σέ οἰκειοθελή ἀπόσυρση, ἐπικαλούμενος τήν ἡλικία καί τήν ὑγεία του. Ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. κ. Ἰώβ ἀνακοίνωσε στά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τήν συνομιλία του μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ὡς ἀποτέλεσμα, καί μή ἔχοντας ἄλλη ἐπιλογή, τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τόν ἐπικύρωσαν ὡς συμπρόεδρο. Ὡστόσο, ὁρισμένοι ἐκ τῶν ὁμιλητῶν τόνισαν ὅτι κατ'αὐτόν τόν τρόπο ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐκ τῶν πραγμάτων περιφρόνησε τή βούληση τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς[1].
Ποιός εἶναι, ἀλήθεια, ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, τόν ὁποῖο τόσο πολύ στηρίζει ὁ  Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος;
Ὁ  Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ εἶναι καθηγητής στό Ἰνστιτοῦτο Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης. Ἄφησε τόσο ἀρνητικές ἀναμνήσεις, ἐξαιτίας τῆς συμπεριφορᾶς καί τῶν ἀπολυταρχικῶν του μεθόδων στήν Ἀρχιεπισκοπή Ρωσικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ὅπου ἐνθρονίστηκε τό 2013, ὥστε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης  κ. Βαρθολομαῖος ἀναγκάστηκε ὕστερα ἀπό δύο χρόνια νά τόν μεταθέσει στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» - αἱρέσεων. Μέχρι σήμερα εἶναι ὁ μόνιμος ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό «Π.Σ.Ε.». Ἦρθε σέ σύγκρουση μέ τό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου Παρισίων, τό ὁποῖο προσπάθησε νά διαλύσει, ἐνῶ παράλληλα εἶναι ἕνας ἀπό τούς παράγοντες τῆς ἀποστασιοποίησης τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ρωσικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπό τό Ρωσικό Πατριαρχεῖο. Διατηρεῖ στενές σχέσεις μέ τήν σημερινή ἐθνικιστική κυβέρνηση τῆς Οὐκρανίας. Ἡ συμπάθεια τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. πρός τήν χειραγωγούμενη ἀπό τίς Η.Π.Α. οὐκρανική κυβέρνηση συνδέονται μέ τήν καταγωγή καί τόν τόπο γεννήσεώς του, ἀφοῦ μεγάλωσε στόν Καναδά σέ οὐκρανική οἰκογένεια[2]. Σέ συνέντευξη, πού παραχώρησε στίς 2-8-2016 σέ Οὐκρανικό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων, εὑρισκόμενος στό Κιέβο ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τούς ἑορτασμούς τοῦ βαπτίσματος τῶν Ρώς, ὅπου ἔλαβε μέρος στή λιτανεία τῆς κανονικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, πού ἔχει Ἀρχιεπίσκοπο τόν Ὀνούφριο, δήλωσε ὅτι «ἡ Κωνσταντινούπολη ἀνέκαθεν πίστευε ὅτι ἡ Οὐκρανία εἶναι κανονικό ἔδαφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει δηλώσει ἐπανειλημμένα ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ Μητέρα Ἐκκλησία της Οὐκρανίας. Ὁ ἴδιος ἔχει τονίσει ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός πατέρας τῆς Οὐκρανίας. Γι'αὐτό καί παρακολουθεῖ συνεχῶς καί ἀνησυχεῖ γιά τήν κατάσταση τῆς Ὀρθοδόξης Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία»[3]. Οἱ παραπάνω δηλώσεις του δημιούργησαν σάλο καί προκάλεσαν τήν δικαιολογήμενη ἀντίδραση ἀπό πλευρᾶς Πατριαρχείου Μόσχας[4]. Μετά ἀπό δύο μέρες ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. κ. Ἰώβ ἀνέκρουσε πρύμνα καί διέψευσε τά λεγόμενα, δηλώνοντας σέ συνέντευξή του σέ ἱστολόγιο ὅτι«τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, παρά τίς φῆμες, δέν πρόκειται νά δημιουργήσει δικαιοδοσία στήν Οὐκρανία. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο δέν σχεδιάζει νά δημιουργήσει μιά ἄλλη παράλληλη δικαιοδοσία στήν Οὐκρανία, ἐπειδή μιά τέτοια μή κανονική κατάσταση θά ἐπιδεινώσει τό πρόβλημα. Ὁ κύριος σκοπός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία καί ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶναι ἔτοιμος νά βοηθήσει τή θεραπεία τῆς διαίρεσης τῆς ἐκκλησίας μετά τό πρόσφατο παράδειγμα στή βουλγαρική Ἐκκλησία καί τήν Ἐκκλησία τῆς Τσεχίας καί τῆς Σλοβακίας. Ὁ καθένας, οἱ Οὐκρανοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί σέ ὅλο τόν κόσμο, ἔχουν κουραστεῖ ἀπό αὐτή τή διαίρεση»[5]. 
Σέ συνέντευξη, πού παραχώρησε στό Ἀθηναϊκό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων στίς 7-6-2016, ἐρωτώμενος ἄν θά μπορούσαμε νά θεωρήσουμε τίς αἱρετικές κοινότητες ὡς Ἐκκλησίες, ἀπάντησε : «Ἔχοντας κατά νοῦν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὀντολογικά Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τό ἔγγραφο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, πού δέν εἶναι σέ κοινωνία μαζί της, καί τονίζει τήν ἀναγκαιότητα τῆς συμμετοχῆς σέ ἕνα θεολογικό διάλογο μαζί τους, προκειμένου νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἑνότητα. Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ' ἔθεσε ἤδη ἀπό τό 1902 τό ζήτημα τῶν οἰκουμενικῶν σχέσεων καί τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μέ μή Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Σέ αὐτή τήν ἐγκύκλιο, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες ἀντιμετωπίζονται ὡς Ἐκκλησίες. Μάλιστα, ἡ κανονιστική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παραδέχεται περιπτώσεις, ὅπου ἀναγνωρίζει ὅτι τά μυστήρια θά μποροῦσαν νά γιορτάζονται ἔξω ἀπό τά αὐστηρά κανονιστικά της ὅρια»[6].
Ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ ἦταν ἐκπρόσωπος Τύπου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης (16/23-6-2016). Πρόκειται γιά ἕναν ἐκ τῶν πλέον ἀρνητικῶν πρωταγωνιστῶν τῆς «Συνόδου», τόν Ἱεράρχη, πού προκάλεσε πολλαπλές ἀντιδράσεις καί δυσμενέστατα σχόλια, τόσο μέ τίς ἀνακρίβειες γιά τά τέσσερα ἀπόντα Πατριαρχεῖα (Ἀντιοχείας, Βουλγαρίας, Γεωργίας καί Γεωργίας) ὅσο καί τήν ἀντιπαράθεση μέ Ρῶσο δημοσιογράφο[7].
Στίς 28/29-6-2016 ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ μετεῖχε ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας, πού ἔστειλε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά νά παραστεῖ στήν «θρονική» ἑορτή τοῦ Βατικανοῦ στή Ρώμη, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Φραγκῖσκο καί παρέστη στούς ἑορτασμούς συμπροσευχόμενος ἀντικανονικῶς[8].
Στίς 7/10-9-2016 ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ ἔλαβε μέρος στό 24ο Συνέδριο «Ὀρθόδοξης Πνευματικότητος» στό οἰκουμενιστικό, μεικτό μοναστήρι τοῦ Bose τῆς Ἰταλίας μέ θέμα : «Μαρτύριο καί Κοινωνία», ὅπου ἀνέπτυξε τό θέμα : «Ἡ μαρτυρία καί ἡ διακονία κοινωνίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», ἀναφερόμενος στήν πορεία πρός τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ὡς τήν πραγματοποίησή της τόν περασμένο Ἰούνιο στήν Κρήτη, καί στήν καθοριστική συμβολή τοῦ πρωτεύθυνου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν προετοιμασία καί τήν διεξαγωγή της[9]. Ἐκεῖ ἔκανε λόγο γιά «οἰκουμενισμό τῆς μετανοίας», γιά «οἰκουμενισμό τοῦ αἵματος», ἀναγνώρισε τούς αἱρετικούς Παπικούς ὡς Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες ὡς Ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀνέφερε ὅτι «οἱ μάρτυρες μᾶς ἑνώνουν μέ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐκ τούτου θά μποροῦσε νά εἶναι οἱ σπόροι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας», ἐξέφρασε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἰδέα τῆς δημιουργίας ἑνός κοινοῦ μαρτυρολογίου, τόνισε ὅτι «ἡ μνήμη τῶν χριστιανῶν μαρτύρων θά μποροῦσε νά εἶναι πράγματι ἕνα βῆμα παραπέρα πρός τήν χριστιανική ἑνότητα» καί ὅτι «ὁ στόχος τοῦ μαρτυρίου εἶναι ἡ κοινωνία. Ἡ Κοινωνία εἶναι αὐτή, πού διακρίνει τό μαρτύριο ἀπό τήν σφαγή». Τέλος, ἀπευθυνόμενος πρός τούς ἀδελφούς καί άδελφές τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Bose, τούς εὐχαρίστησε καί τούς ἐπήνεσε, διότι «ἀποτελοῦν ἔκφραση ἑνός «οἰκουμενισμοῦ τῆς φιλοξενίας καί τῆς ἀδελφοσύνης», καθιστώντας δυνατή γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἀπό διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες τή συνάντηση μεταξύ τους, καθώς καί μέ τά «χωρισμένα ἀδέρφια» τους τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[10].
Ἀπό τίς 16 ἕως τίς 22-9-2016 ὁ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ προήδρευσε ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων γιά πρώτη φορά στίς ἐργασίες τῆς 14ης Ὁλομέλειας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπισμοῦ στό Κιέτι τῆς Ἰταλίας, ἡ ὁποία συνῆλθε, γιά νά ἐξετάσει σχέδιο ἐγγράφου μέ τίτλο«Πρός μιά κοινή κατανόηση τῆς Συνοδικότητας καί τοῦ Πρωτείου στήν ὑπηρεσία γιά τήν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τό Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας δέν ἀπέστειλε ἀντιπροσωπεία στόν Διάλογο[11], ἐνῶ ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας προέβη σέ δήλωση, μέ τήν ὁποία ἐξέφρασε τή διαφωνία της μέ ἐπιμέρους παραγράφους τοῦ τελικοῦ ἐπισήμου κειμένου τοῦ Διαλόγου, ἡ ὁποία καταγράφτηκε σέ ὑποσημείωση στό τελικό κείμενο[12]. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἀποφάσεις τοῦ Διαλόγου στό Κιέτι δέν ἔχουν πανορθόδοξη ἀποδοχή καί ἰσχύ.
Κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἐπιτροπῆς ὁ Πναιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ ὑποστήριξε τήν παπική θεωρία περί δύο πνευμόνων καί δήλωσε ὅτι «Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί εἴμαστε οἱ δύο πνεύμονες τῆς Μίας Ἐκκλησίας»[13].
Τήν Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου, στό Ναό τοῦ Manoppello, τελέστηκε διορθόδοξη Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος τοῦ Πανιερ. Ἀρχιεπ. Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, στήν ὁποία, κατά παράβασιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές μέ αἱρετικούς, παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οἱ Ὀρθόδοξοι καί Παπικοί κληρικοί καί καθηγητές, πού συμμετεῖχαν στόν Διάλογο. Τήν προηγούμενη μέρα παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οἱ Ὀρθόδοξοι στήν «Θεία Λειτουργία» τῶν Παπικῶν.
Στήν ὁμιλία του, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀποκάλεσε τόσο τούς Ὀρθοδόξους ὅσο καί τούς Παπικούς κληρικούς ὡς Σεβασμιωτάτους καί Σεβαστούς Πατέρες καί τούς Ὀρθοδόξους καί Παπικούς λαϊκούς ὡς ἀγαπητούς ἐν Χριστῶ ἀδελφούς καί ἀδελφές, ἀναγνώρισε τούς αἱρετικούς Παπικούς ὡς Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ἀπεκάλεσε τόν τοπικό Καρδινάλιο Bruno Forte ὡς Σεβασμιώτατο Ἀρχιεπίσκοπο.
Μεταξύ ἄλλων εἶπε : «Προσκυνώντας αὐτό τό ἱερό λείψανο τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πού ἑνώνει Ἀνατολή καί Δύση, τήν Ἱερουσαλήμ καί τό Manopello, καλούμαστε νά Τόν δεχθοῦμε στήν Εὐχαριστία. Ὡστόσο, ἡ θλιβερή κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόμαστε ἐμεῖς, οἱ διηρημένοι Χριστιανοί, πού δέν μποροῦμε νά μοιραστοῦμε τό Κοινό Ποτήριο, ὅπως συμβαίνει σήμερα σ' αὐτή τή Θεία Λειτουργία, εἶναι ἕνα σκάνδαλο καί μιά πληγή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού πρέπει νά θεραπευθεῖ.
 Ἕνα πολύ σημαντικό γεγονός στήν προοπτική αὐτή ἦταν ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ρώμης καί τῆς Κωνσταντινούπολης στή λήξη τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου στίς 7 Δεκεμβρίου 1965. Ἀπό τότε, οἱ Ἐκκλησίες μας βρίσκονται τώρα στήν κατάσταση, πού  ἦταν πρίν ἀπό τήν ἐπιβολή τῶν ἀναθεμάτων, ἡ ὁποία εἶναι μιά κατάσταση ρήξης τῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία), λόγῳ τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί τῶν θεολογικῶν διαφορῶν. Αὐτή ἡ κατάσταση ρήξης τῆς κοινωνίας πρέπει νά ἐπιλυθεῖ, μέσῳ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, πού οἱ Ἐκκλησίες μας ἔχουν ἀρχίσει ἀπό τό 1980, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀκριβῶς ὡς στόχο τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας, μέσα ἀπό τήν ἐπίλυση τῶν θεολογικῶν διαφωνιῶν.
 Ὅπως ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔχει δηλώσει τόν περασμένο Ἰούνιο, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, (...) ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, (...) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν (Σχέσεις, 4-5). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἔχει ἐπίσης ὑπογραμμίσει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας» (ὅ.π., 22).
Σεβασμιώτατοι, Ἐξοχώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί ἀδελφές ἐν Χριστῷ,
Εἶναι σέ αὐτό τό πνεῦμα, πού ἐμεῖς, τά μέλη Ὀρθόδοξοι τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔχουμε ἔρθει μαζί μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς μας ἀδελφούς καί ἀδελφές στό Κιέτι, καί τώρα ἐργαζόμαστε ἀπό κοινοῦ πρός μιά κοινή κατανόηση τῆς συνοδικότητας καί τοῦ πρωτείου, ἕνα ἀπό τά πιό εὐαίσθητα ζητήματα στή σχέση μεταξύ δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας»[14].
Στό ἐπίσημο κοινό ἀνακοινωθέν τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς γράφεται ὅτι «οἱ δύο συμπρόεδροι ὑπογράμμισαν τή θέληση νά συνεχίσουν τό ταξίδι πρός τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν, προκειμένου νά ἐνισχυθεῖ ἡ χριστιανική μαρτυρία στόν κόσμο καί νά φέρει τό μήνυμα τῆς θεραπείας τοῦ Εὐαγγελίου στήν πονεμένη ἀνθρωπότητα»… «Ἡ Ἐπιτροπή συνεδρίασε σέ ὁλομέλεια, γιά νά ἐξετάσει τό κείμενο τοῦ Ἀμμᾶν γιά τήν ἄσκηση τῆς συνοδικότητας καί τῆς ὑπεροχῆς στήν πρώτη χιλιετία, ἡ ὁποία εἶχε ἀναθεωρηθεῖ ἀπό τήν Ἐπιτροπή Σύνταξης τόν Ἰούνιο τοῦ 2015, καί ἀναθεωρήθηκε περαιτέρω ἀπό τή Μικτή Συντονιστική Ἐπιτροπή τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2015. Μιά πρώτη ἀνάγνωση τοῦ κειμένου ἔφερε πολλές προτεινόμενες τροποποιήσεις καί ἀναθεωρήσεις, οἱ ὁποῖες στή συνέχεια ἐπεξεργάστηκαν ἀπό μιά συντακτική ἐπιτροπή, ἀπαρτιζόμενη ἀπό τρία Ὀρθόδοξα καί τρία Καθολικά μέλη. Αὐτό τό ἀναθεωρημένο κείμενο ὑποβλήθηκε στή συνέχεια στήν ὁλομέλεια, ἡ ὁποία τό συζήτησε λεπτομερῶς καί κατέληξε σέ συμφωνία σχετικά μέ τό ἔγγραφο, πού ὀνομάζεται «Συνοδικότητα καί Πρωτεῖο στήν Πρώτη Χιλιετία. Γιά μιά κοινή ἀντίληψη στήν Ὑπηρεσία γιά τήν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας»… «Ἡ συζήτηση ἐπικεντρώθηκε στή σημασία καί τό ἀλληλένδετο τῆς συνοδικότητας καί τοῦ πρωτείου στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετία στίς ποικίλες καί μεταβαλλόμενες καταστάσεις σέ Ἀνατολή καί Δύση. Ἄν καί ἀναγνωρίζει τήν ποικιλομορφία, πού ὑπάρχει στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐπιτροπή ἀναγνώρισε τή συνέχεια τῶν θεολογικῶν, κανονικῶν καί λειτουργικῶν ἀρχῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν τόν δεσμό τῆς κοινωνίας μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης. Αὐτή ἡ κοινή ἀντίληψη εἶναι τό σημεῖο ἀναφορᾶς καί μιά ἰσχυρή πηγή ἔμπνευσης γιά τούς Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, δεδομένου ὅτι ἐπιδιώκουν τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας σήμερα. Σέ αὐτή τή βάση, καί οἱ δύο πρέπει νά ἐξετάσουν πώς ἡ συνοδικότητα, τό πρωτεῖο καί ἡ ἀλληλοσυσχέτιση μεταξύ τους μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί νά ἀσκηθεῖ σήμερα καί στό μέλλον»… «Τό μαρτύριο καί ἡ ἀπαγωγή πολλῶν ἀνθρώπων, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Μητροπολίτης Χαλεπίου Παῦλος, μέλος αὐτῆς τῆς Ἐπιτροπῆς, καί τοῦ Μητροπολίτη Χαλεπίου Yohanna Ibrahim, ἔγινε βαθειά αἰσθητή ὡς μιά μαρτυρία γιά τή βαθιά ἑνότητα ὅλων τῶν χριστιανῶν καί ὡς ἕνα κίνητρο, γιά νά ἐργαστοῦμε ἀκόμη περισσότερο γιά τήν πρόοδο στήν πορεία πρός τήν πλήρη κοινωνία μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»…  «Τά μέλη τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς πιστεύουν ὅτι τό ἔργο τους θά συμβάλει στήν ἐπίσπευση τῆς ἡμέρας, ὅταν θά ἐκπληρωθεῖ ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ στό Μυστικό Δεῖπνο «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν». Ζητοῦν ἀπό ὅλους τούς πιστούς νά προσευχηθοῦν γι' αὐτόν τόν σκοπό»[15].
Μετά τά ἀνωτέρω ἀποκαλυπτικά ἀποροῦμε πῶς μπορεῖ ὁ σύγχρονος Διάλογος μέ τούς Παπικούς νά εἶναι εἰλικρινής καί ἀληθής καί νά ἔχει θετικά καί καρποφόρα ἀποτελέσματα γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν ὁ πρόεδρος ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων διακατέχεται ἀπό τήν ὡς ἄνω καταγραφεῖσα προβληματική συμπεριφορά, ἀναξιοπιστία καί οἰκουμενιστική κακοδοξία; Μήπως ὄντως ὁ Διάλογος γίνεται γιά τόν διάλογο καί ἀποβαίνει ἀλυσιτελής, συνεχιζομένου τοῦ Βατερλώ καί τοῦ ναυαγίου του, παρά τίς δηλώσεις περί αὐτοῦ ἀπό τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης[16];



[1] 17-9-2016 Ἔνταση στήν ἐκλογή συμπροέδρου τῆς 14ης συνεδρίας Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων – Ρ/Καθολικῶν, http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/10470-entasi-stin-eklogi-sumproedrou-tis-14is-sunedrias-epitropis-orthodojon-rkatholikon
[2] 27-6-2016 Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ δέ μπορεῖ νά μᾶς κάνει μαθήματα Δημοκρατίας, http://www.vimaorthodoxias.gr/oikpa/item/84216-o-αρχιεπίσκοπος-τελμησσού-δε-μπορεί-να-μας-κάνει-μαθήματα-δημοκρατίας)
[3] 2-8-2016 "Ρουκέτα" κατά τῆς ἑνότητος ἀπό τόν Τελμησσοῦ Ἰώβ : ''Ἡ Οὐκρανία εἶναι κανονικό έδαφος τῆς Κωνταντινούπολης'', http://www.romfea.gr/diafora/9657-telmissou-iob-i-oukrania-einai-kanoniko-edafos-tis-kontantinoupolis
[4] 4-8-2016 Πατρ. Μόσχας : Δημοσιογραφική φαντασία τά περί δηλώσεων Ἀρχ. Τελμησσοῦ πώς ἡ Οὐκρανία ἀνήκει στό Φανάρι, http://www.vimaorthodoxias.gr/rosiki/item/86129-patr-mosxas-dimosiografiki-fantasia-ta-peri-diloseon-arx-telmissou-pos-i-oukrania-anikei-sto-fanari
[5] 4-8-2016 Tό Φανάρι διαψεύδει τά περί δικαιοδοσίας στήν Ουκρανία, http://www.vimaorthodoxias.gr/oikpa/item/86240-to-fanari-diapseidei-ta-peri-dikaiodosias-stin-oukrania
[6] 7-6-2016 «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐκδήλωση τῆς ἑνότητας ἐν Χριστῷ»,http://www.amen.gr/article/telmissou-iov-i-ekklisia-einai-i-ekdilosi-tis-enotitas-en-xristohttp://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=512648&catID=3
[7] 1-7-2016 Καί μή χειρότερα! Ὁ Τελμησσοῦ Ἰώβ ὡς ἀντι-Περγάμου στήν ἐπιτροπή διαλόγου μέ τούς Ρ/Καθολικούς, http://www.vimaorthodoxias.gr/all/item/84493
[8] 29-6-2016 Ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν θρονική γιορτή τῆς Ρώμης (ΒΙΝΤΕΟ), http://fanarion.blogspot.gr/2016/06/blog-post_509.html
[9] 7-9-2016 Ὁ  Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ Ἰώβ στό συνέδριο τοῦ Bose γιά τήν μαρτυρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, http://fanarion.blogspot.gr/2016/09/bose_7.html
[10] 16-9-2016 Ὁ  Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ Ἰώβ γιά τό συνέδριο ὀρθόδοξης πνευματικότητος  στό Bose / Τά συμπεράσματα τοῦ συνεδρίου, http://fanarion.blogspot.gr/2016/09/bose_16.html
[11] 17-9-2016 Ἄρχισαν οἱ ἐργασίες στό Chieti τῆς 14ης Ὀλομέλειας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπικῶν, http://aktines.blogspot.gr/2016/09/chieti-14-xiv.html
[12] 22-9-2016 Ὀλοκληρώθηκαν οἱ ἐργασίες τῆς 14ης συνεδρίας τῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων – Ρ/Καθολικῶν, http://www.romfea.gr/patriarxeia-ts/patriarxeio-mosxas/10475-oloklirothikan-oi-ergasies-tis-14is-sunedrias-epitropis-orthodojon-rkatholikon
[13] 17-9-2016 Ἡ παπική θεωρία τῶν "δύο πνευμόνων" ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Τελμησσοῦ Ἰώβ, http://aktines.blogspot.gr/2016/09/blog-post_651.html
[14] 21-9-2016 Ἡ Διορθόδοξη Λειτουργία κατά τήν διεξαγωγή τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στην Ἰταλία (ΦΩΤΟ), http://fanarion.blogspot.gr/2016/09/chieti_21.html
[16] Σχ. βλ. §§ 5 ἕως 15 τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR
πηγή /αντιγραφή

Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2016

Πνευματικό φως από την Αγία Παρασκευή


[el]image1 (16)

Στις 26 Ιουλίου η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει την μνήμη της αγίας ενδόξου Οσιοπαρθενομάρτυρος του Χριστού Παρασκευής της αθληφόρου. Όπως είναι γνωστό, η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή έλαβε από τον Άγιο Τριαδικό Θεό το ιδιαίτερο χάρισμα της θεραπείας τόσο της σωματικής όσο κυρίως της πνευματικής οράσεως. Είναι η προστάτις των ματιών. Μας χαρίζει το φως. Βέβαια, το χάρισμα αυτό η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή δεν το έχει κατά φύσιν, αλλά κατά Χάριν, ως δωρεά, η οποία πηγάζει από την πηγή του φωτός, από το φυσικό φως, από το αυτοφώς, τον Ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος εκήρυξε στεντορεία τη φωνή ότι «Εγώ ειμί το Φως του κόσμου»[1].
Πως, όμως, η αγία ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή αξιώθηκε τοιούτου χαρίσματος;
Σύμφωνα με το συναξάριο, ο ειδωλολάτρης τότε βασιλιάς Αντωνίνος, θέλοντας να πείσει την Αγία να θυσιάσει στα είδωλα και βλέποντας την σταθερά και επίμονη άρνησή της, πρόσταξε να ανάψουν μια μεγάλη φωτιά και να βάλουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσα και θειάφι να βράζει καλά και να ρίξουν μέσα στο καζάνι την Αγία, να καεί. Η Αγία χαρούμενη, επειδή επρόκειτο να αναχωρήσει από τον ψεύτικο αυτόν κόσμο και να πάει στον αληθινό και αιώνιο, έκανε τον σταυρό της και μπήκε μέσα. Περιμένοντας δυο και τρεις ώρες ο βασιλιάς, βλέπει ότι η Αγία δεν καίγεται και της λέει: «Παρασκευή, γιατί δεν καίγεσαι»; «Διότι, ο Χριστός μου δρόσισε το νερό», απαντά η Αγία. «Ράντισε κι εμένα, να δω αν καίει», της λέει ο βασιλιάς. Πήρε, λοιπόν, η Αγία με τα δυο της χέρια και του έρριξε στο πρόσωπο και ευθύς τυφλώθηκε και το πρόσωπό του γδάρθηκε. Φωνάζει τότε ο βασιλιάς: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών! Πιστεύω κι εγώ σ’ Αυτόν και βγές να με βαπτίσεις». Βγαίνει η Αγία, τον βαπτίζει και του ξαναδίνει το φως των οφθαλμών του, λέγοντας: «Βασιλιά, ο Θεός των Χριστιανών σε απαλλάσσει από την δεινή αυτή μάστιγα». Μετά από αυτό το γεγονός η Αγία έλαβε την χάρι από τον Θεό να θεραπεύει τους πάσχοντας από τις παθήσεις των ματιών[2].
Ενώ η έλευση του πρώτου Φωτός, του Χριστού, και η εμφάνιση των τρίτων φώτων, των Αγίων  ανθρώπων (δεύτερα φώτα είναι οι άγιοι Άγγελοι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο) θα έπρεπε να σημαίνει ευλογία και σωτηρία, εντούτοις επικρατεί και απλώνεται το σκότος, η κατάπτωση, η διαφθορά και η τυφλότητα. Ακόμη και μέσα στην αγιοτόκο και ηρωοτόκο Ελλάδα μας. Μια χώρα, ένας τόπος αγίων και ηρώων, στον οποίο θα έπρεπε να κυριαρχεί και να λάμπει το Φως του Χριστού και των Αγίων, όπως έλαμπε επί αιώνες στη Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου.
Ας μας επιτρέψει, σήμερα, η αγάπη σας να αναφέρουμε μερικά τέτοια δείγματα ελλείψεως φωτός, ακολουθώντας κατά πόδας το παράδειγμα της σήμερον εορταζομένης αγίας ενδόξου Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής.
Α) Αντιμετώπιση της ατεκνίας
Οι  γονείς της Αγίας Παρασκευής, Αγάθων και Πολιτεία, ήταν δίκαιοι και ευλαβείς˙ είχαν περάσει μια ζωή αφιερωμένη στον Θεό˙ ήταν «ολοτρόπω νεύσει προς Θεόν κεκλικότες»˙ είχαν κλίνει, είχαν νεύσει με όλους τους τρόπους προς τον Θεό˙ όλη η ζωή τους ήταν μια δοξολογία, μια εξύμνηση του Θεού και μια τήρηση των εντολών του. Δεν είναι εύκολο να τηρήσει κανείς τις εντολές του Θεού και να στρέψει όλη του τη ζωή προς τον Θεό. Πόσοι από’ μας, αγαπητοί μου, έχουμε στρέψει όλη τη ζωή μας προς τον Θεό; Να είναι όλες μας οι σκέψεις, όλες μας οι ενέργειες, όλες μας οι κινήσεις, όλη μας η ζωή αφιερωμένη στον Θεό; Μας κλέβει από’δω κι από’κεί ο διάβολος. Άλλοτε ένας φίλος, άλλοτε ένα συμπόσιο, άλλοτε μια ξεκούραση, ένα γλέντι, μια διασκέδαση και αφιερώνουμε τη ζωή μας πολλές φορές όχι στον Θεό, αλλά στον κόσμο, το κοσμικό φρόνημα, στο κακό, στην αμαρτία και σε ουδέτερα η ανάξια πράγματα. Το ζεύγος, η αγία ξυνωρίς, Αγάθων και Πολιτεία, είχαν στρέψει τη ζωή τους «ολοτρόπως» προς τον Θεό. Και θα περίμενε κανείς πως όλα τους τα αιτήματα θα εκπληρώνονταν αμέσως από τον Θεό. Εμείς μόλις κάνουμε κάποιο ευλαβικό αφιέρωμα, μόλις ψελλίσουμε κάποια προσευχή, απαιτούμε αμέσως ο Θεός να εκπληρώσει το αίτημα της προσευχής μας. Δεν έχουμε υπομονή και εμπιστοσύνη στη σοφία και την πρόνοια του Θεού, ο οποίος προς το συμφέρον μας πάντα ικανοποιεί τα αιτήματά μας. Μια ζωή, λοιπόν, αφιερωμένη στον Θεό, ο Αγάθων και η Πολιτεία. Και είχαν ένα μόνο αίτημα από τον Θεό. Να τους χαρίσει ένα παιδί. Πόσο λογικό και εύλογο αίτημα! Ήταν πολύ φυσικό να λυπούνται και να στενοχωριούνται, χωρίς, όμως, να χάνουν την εμπιστοσύνη προς τον Θεό, χωρίς να παροργίζονται και χωρίς να στρέφονται εναντίον του Θεού.
Στενοχωρούνταν τόσο διότι δεν θα υπήρχε κάποιος διάδοχος του γένους τους, όσο και γιατί δεν είχαν κάποιον κληρονόμο του πλούτου τους. Το ζεύγος, όμως, δεν το έβαλε κάτω, αλλά μιμούμενο τα προγενέστερα στείρα και άτεκνα ζεύγη της Παλαιάς Διαθήκης, την προφήτιδα Άννα, την μητέρα του αγίου προφήτου Σαμουήλ, τους Αγίους Ιωακείμ και Άννα, τους γονείς της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και  τους Αγίους Ζαχαρία και Ελισσάβετ, τους γονείς του Τιμίου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, προσέτρεξε μέσω της αδιαλείπτου προσευχής στον Θεό. Τότε ο Θεός όχι απλώς ικανοποιήσε το αίτημά τους, αλλά τους έδωσε έναν εξαίσιο καρπό˙ την αγία ένδοξο Οσιοπαρθενομάρτυρα Παρασκευή. Τηρούμε εμείς, αγαπητοί μου, παρόμοια στάση σε ανάλογες περιπτώσεις; Μιμούμαστε το παράδειγμα της νηστείας, της προσευχής και της πλήρους εμπιστοσύνης στο θέλημα του Θεού των γονέων της αγίας Παρασκευής προς απόκτηση παιδιών, η σπεύδουμε «αγαλλομένω ποδί» σε ιατρικές λύσεις, όπως αυτές της τεχνητής, ενδοσωματικής η εξωσωματικής γονιμοποίησης με απρόβλεπτες συνέπειες; Μήπως αντικαθιστούμε τον κύριο και πρωταρχικό σκοπό του μυστηρίου του Γάμου, που είναι η θέωση, εξαγιασμός και η ένωση του ανδρογύνου με τον Χριστό, και τον ταυτίζουμε με την τεκνογονία, πράγμα το οποίο αποτελεί περιορισμό του νοήματος του Γάμου στις σαρκικές σχέσεις; Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν μπορεί να προτείνει την προσφυγή στην ούτως η άλλως προβληματική παρεμβατική αναπαραγωγή, παρά μόνο την εμμονή στα αιώνια και διαχρονικά πρότυπα, τους Αγίους.
Β) Πρότυπο αγιότητος γυναικών
Η ζωή της αγίας ενδόξου Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής υπήρξε υποδειγματική. Να πως μας τον περιγράφει ο εθνοϊερομάρτυς, Ισαπόστολος, φωτιστής του Γένους μας και μεγάλος διδάχος άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος αφιερώνει ολόκληρη την Δ΄ Διδαχή του στην ερμηνεία της παραβολής του σπορέως, παρουσιάζοντας την Αγία Παρασκευή ως παράδειγμα εκατονταπλασίονος καρποφορίας του σπόρου του Θεού.
«Η Αγία μετά την κοίμηση των γονέων της, ούσα δωδεκαετής, έμεινε σ’ένα πύργο υψηλό. Ο υψηλός και δυνατός αυτός πύργος είναι ο ουρανός, που μοίρασε δηλαδή όλα τα υπάρχοντα ελεημοσύνη και τα έστειλε με τους πτωχούς στον Παράδεισο. Με τι έβαφε τα μάτια της; Όχι με μαυράδι σαν μερικές ανόητες γυναίκες, που το βάζουν, για να φαίνονται όμορφες στους άνδρες, αλλά σηκωνόταν η Αγία κάθε αυγή και ενθυμουμένη τις αμαρτίες των χριστιανών έκλαιγε, χτυπώντας το πρόσωπό της και βρέχοντάς το με δάκρυα. Ποια είναι τα σκουλαρίκια; Είχε τα αυτιά της ανοικτά, στέκοντας με ευλάβεια, για να ακούει το Ιερόν και Άγιον Ευαγγέλιον. Με τι έβαφε τα χείλη της; Όχι με κοκκινάδι, αλλά λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», είχε δηλαδή την ίδια την αλήθεια. Ποιο είναι το περιδέραιο, που είχε στο λαιμό της; Είναι από τις νηστείες, που έκανε, και έλαμπε ο λαιμός της σαν τον ήλιο. Ποια είναι τα δακτυλίδια; Είναι από τις πολλές μετάνοιες, που έκανε, και γίνονταν κόμποι-κόμποι τα δάκτυλά της. Ποιο είναι το ζωνάρι το μαλαματένιο; Είναι η παρθενία, που φύλαγε σ’όλη της την ζωή. Ποιο είναι το φόρεμα; Είναι η εντροπή, που είχε και ο φόβος του Θεού, που την σκέπαζε. Ποια είναι τα παπούτσια τα υψηλά; Είναι ο νους της, που τον είχε στον ουρανό και όχι στην γη, για να στοχάζεται αυτά τα μάταια, τα ψεύτικα, τα γήινα σαν τα άλλα κορίτσια. Έτσι στολιζόταν η Αγία. Αν ίσως είναι κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται σαν την Αγία Παρασκευή, να στοχασθεί τι έκανε η Αγία, να κάνει κι αυτή, για να σωθεί»[3].
Ακούστε, όσες είστε παρθένες και μάθετε πως να παρθενεύετε˙ διότι όχι μόνο όποια με το σώμα παρθενεύει, αυτή λέγεται καθολικά παρθένος, αλλά εκείνη, η οποία είναι και κατά την ψυχή καθαρά και δεν έχει στον λογισμό της αισχρές ενθυμήσεις, αυτή είναι καθολικά παρθένος.
Ακούστε, όσες έχετε άνδρες, τι λέγει ο Απ. Παύλος: «Μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς, μη εν πλάσμασιν η χρυσώ η μαργαρίταις η ιματισμώ πολυτελεί, αλλ’ο πρέπει γυναιξίν, επαγγελλομέναις θεοσέβειαν δι’έργων αγαθών»[4]. Δηλαδή, να μην μακιγιάρεστε, ούτε να στολίζεστε με χρυσά φορέματα και με μαργαριτάρια, αλλά να είστε τιμημένες και σόφρωνες, καθώς ταιριάζει σε γυναίκες χριστιανών, οι οποίες θέλουν να αρέσουν στον Χριστό με έργα αγαθά και όχι με στολίδια.
Ακούστε, όσες έχετε κόρες ανύπανδρες, πως πρέπει να τις εκπαιδεύετε. Να μη γίνεστε εσείς το κακό παράδειγμα σ’αυτές, αλλά να είστε τύπος και παράδειγμα των θυγατέρων σας σε κάθε θεάρεστο έργο. Διότι, όταν εσείς λέτε λόγια, που μολύνουν τις ψυχές των απλών παρθένων, όταν δεν αγαπάτε την εργασία του οίκου, όταν αντιλέγετε στους ίδιους τους άνδρες σας, όταν βγαίνετε συχνά έξω απ’το σπίτι, όταν χορεύετε, όταν δεν πηγαίνετε στην Εκκλησία, όταν αγαπάτε το πολύ κρασί, όταν δεν έχετε καμμιά ευλάβεια, ούτε εγκράτεια γλώσσας, από που αλλού να εκπαιδευθούν οι μικρές κόρες, οι οποίες δεν βγαίνουν έξω απ’ το σπίτι;
Αλλά, η Αγία Παρασκευή δεν ήταν τέτοια, ούτε εκπαιδεύθηκε με τέτοιο τρόπο από τη μητέρα της, ούτε ξόδευε την ομορφιά και το κάλλος της σε ατάκτους έρωτες νέων, ούτε άγρευε τις ψυχές των ανδρών, αλλά πάντοτε ένα έργο είχε απαραίτητο˙ το να στολίζει την ψυχή της με νηστεία, με εγκράτεια, με σιωπή, με προσοχή, με παρθενία, με ελεημοσύνη και με κάθε θεάρεστο έργο»[5].
Θαυμάζει κανείς στο πρόσωπο της Αγίας Παρασκευής το ηθικό και πνευματικό μεγαλείο, που έχουν οι γυναίκες, οι οποίες, μερικές φορές, ξεπερνούν ακόμη και τους θεωρουμένους δυνατούς άνδρες σε αφοσίωση στο Θεό. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι, μερικές φορές, σε εύθραυστες και λεπτές γυναικείες μορφές, απορούν πως αυτές οι γυναίκες μ’αυτή την ευαίσθητη γυναικεία φύση, που θα νόμιζε κανείς ότι στην πρώτη δυσκολία θα κατέρρεαν, πως έδειξαν τέτοια αντοχή και τέτοια αφοσίωση στα μαρτύρια, αλλά και στην μοναχική άσκηση και αποδείχθηκαν ανώτερες από τους άνδρες.
Κι ας πούμε εδώ ότι η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν κρίνεται από το τι επαγγέλματα ασκεί ο καθένας, όπως πρεσβεύει το ανόητο φεμινιστικό κίνημα, το οποίο δημιουργεί ταραχή και αναστατώνει την κοινωνία. Γιατί, όπως η ανδρική φύση είναι φτιαγμένη από τον Θεό να μετέρχεται ορισμένα επαγγέλματα και ορισμένες εργασίες, λόγω της φυσικής της κατασκευής, έτσι και η λεπτή και ευαίσθητη γυναικεία φύση είναι κατάλληλη από τον Θεό να ακολουθεί και να μετέρχεται ορισμένα επαγγέλματα και ιδίως το μεγάλο λειτούργημα της μητρότητος. Δεν υπάρχει ιερότερο λειτούργημα από το λειτούργημα της μητρότητος.
Η ισότητα, λοιπόν, δεν έγκειται στο τι επαγγέλματα μετέρχεται κανείς σ’αυτή εδώ τη ζωή. Ούτε στο αν μπορεί η όχι να γίνει η γυναίκα «ιερεύς»˙ που δεν μπορεί να γίνει, γιατί αυτό είναι ένα ξενόφερτο, αντιπαραδοσιακό, αντορθόδοξο, αντιχριστιανικό και ειδωλολατρικό αίτημα. Η ισότητα έγκειται στο αν η γυναίκα μπορεί να επιτύχει πνευματικά τα ίδια πράγματα, που επιτυγχάνουν οι άνδρες˙ στο αν υπάρχει ισότητα στην αγιότητα και στην αρετή˙ στο αν μπορούν οι γυναίκες να κατακτήσουν, με την Χάριν του Θεού, την επουράνιο Βασιλεία˙ στο αν μπορούν να κατανοήσουν το κήρυγμα και να αφοσιωθούν στον Θεό.
Τι είναι αυτή εδώ η ζωή μ’αυτές τις διαφοροποιήσεις και ανισότητες; Μήπως και ανάμεσα στους άνδρες δεν υπάρχουν του κόσμου οι ανισότητες;
Για την Μία, Αγία, Καθολική, Αποστολική, Ορθόδοξο Εκκλησία δεν υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων παρά μόνο διαφοροποιήσεις φυσικές και λειτουργικές. Αυτό, αλλωστε, λέγει και ο Απ. Παύλος : «Ουκ ένι άρσεν και θήλυ˙ πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού»[6]. Δηλαδή, μπροστά στον Θεό δεν είναι αρσενικό ούτε θηλυκό˙ δεν λογαριάζει ο Θεός ότι μόνο οι άνδρες θα σωθούν, ενώ οι γυναίκες θα κολασθούν, αλλά όλοι όσοι πιστεύουν σ’Αυτόν, είναι ίσοι μεταξύ τους. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας μας, σύμφωνα με την οποία εξ ίσου άνδρες και γυναίκες μετέχουν στην μυστηριακή ζωή αυτής. Μπορούν και οι γυναίκες εξ ίσου να κατακτήσουν την αγιότητα και εδώ είναι ο μεγάλος στίβος. Όποια γυναίκα θέλει να ξεπεράσει τους άνδρες, ανοίγεται μπροστά της ο δρόμος της αγιότητος και της αρετής.
Αντιθέτως, όμως, σήμερα φωνές διαβολικές, φωνές του κακού εξωθούν τις γυναίκες σε άλλου είδους εξίσωση προς τους ανδρες˙ σε εξίσωση με την διαφθορά και την αμαρτία, μέσω των αισχρών και ατίμων σαρκικών παθών, της πορνείας, της μοιχείας και της ομοφυλοφιλίας, με τα οποία το γυναικείο φύλο ξεφτιλίζεται.
Αγαπητοί, το Φως είναι ο Ίδιος ο Χριστός, είναι η Ορθοδοξία, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Το Φως αυτό έχει έλθει στον κόσμο˙ «το Φως ελήλυθεν εις τον κόσμον»[7]. Και ο κόσμος αυτό το Φως έχει ανάγκη. Το Φως του Χριστού είναι το «ενός εστι χρεία»[8] του Ιερού Ευαγγελίου. Είναι ώρα, πλέον, να ξυπνήσουμε, πριν να είναι αργά˙ «Ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι»[9]. Ας παρακαλέσουμε γονυκλινώς, ικετευτικώς και εκ βάθους καρδίας την εορτάζουσα σήμερα αγία ένδοξο Οσιοπαρθενομάρτυρα του Χριστού Παρασκευή να κρατά πάντοτε τους πνευματικούς οφθαλμούς μας, «της ψυχής τα όμματα» ορθάνοικτα. Αμήν!
[1] Ιω. 8,12.
[2] Η Αγία Παρασκευή, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου στή σειρά Βίοι  Αγίων, Αθήνα 1984, σσ. 18-19.
[3] Πατερικόν Κυριακοδρόμιον,εκδ. Ι. Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Άγιον Όρος 2003, σσ. 331-332.
[4] Α΄ Τιμ. 2, 9-10.
[5]«Βίος καί πολιτεία της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος του Χριστού Παρασκευής»,  Ακολουθία της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος του Χριστού
Παρασκευής, εκδ. Σχοινά, Βόλος, σσ. 35-36.
[6] Γαλ. 3, 28.
[7] Ιω. 3, 19.
[8] Λκ. 10, 42.
[9] Ρωμ. 13, 11.
Πρωτοπρεσβ. Π. Άγγελος Αγγελακόπουλος Εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

Κυριακή, Μαΐου 29, 2016

Πρωτοπρ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος : Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μέ τήν Σαμαρείτιδα, οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι καί ἡ ἀπόπειρα θεσμοθετήσεώς τους μέσω τῆς λεγομένης "Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου"

Ἐν Πειραιεῖ   28-5-2015
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ, ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΙ Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς 
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σήμερα, Κυριακή Ε΄ἀπό τοῦ Πάσχα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος.
Εἶναι γνωστός ὁ θεολογικός διάλογος τοῦ Κυρίου μας μέ τήν Σαμαρείτιδα, τήν μετέπειτα ἁγία Φωτεινή. Ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Σαμαρείτιδος ἀπό τό κατά Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο παρουσιάζει τόν Μεσσία Χριστό νά στέκεται παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ καί νά συνδιαλέγεται μέ μία αἱρετική καί κατεγνωσμένη γιά τόν ἄστατο βίο της Σαμαρείτιδα. 

Συνδιαλέγεται αὐτός ὁ ἄχραντος καί ὑψηλός Θεός μέ ἕνα πλάσμα καταφρονημένο καί ἐσκοτισμένο ἀπό τήν φιληδονία καί τίς λανθασμένες ἐπιλογές τοῦ βίου. Καί ἴσως τό πλέον παράδοξο δέν εἶναι ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο τοῦ θανάτου, ἀλλά ἡ ἐπαφή Του μ'αὐτά τά πλάσματα, πού μυρίζουν καί ἐμπνέουν θάνατο. Ὁ Θεός διαλέγεται καί ἐπιλέγει αὐτό ἀκριβῶς, πού καταφρονεῖται ἀπό τόν ἰουδαϊκό καί σύμπαντα τόν ἀρχαῖο κόσμο, δηλ. τό θῆλυ, τό ἁμαρτωλό, τό ἀλλόθρησκο, τό ἀκοινώνητο. Φυσικά, ἡ κατάληξη εἶναι νά τό μεταμορφώσει σέ ἅγιο καί ξεχωριστό καί κοινωνικό τῆς Θεότητος. Γνωρίζοντας ὁ Κύριος τί κατά βάθος ζητοῦσε ἡ ψυχή τῆς Σαμαρείτιδος, μέ ἄριστο παιδαγωγικό τρόπο τή διαφωτίζει. Τή μεταφέρει ἀπό τήν ὕλη στό πνεῦμα, ὑψώνει τό νοῦ της στίς ἰλιγγιώδεις κορυφές τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Καί τέλος ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει ἀπό τόν Κύριο τήν ὑψίστη ἀποκάλυψη· ὅτι αὐτός, μέ τόν ὁποῖο συνομιλεῖ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου! Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι πλήρης εἰλικρινείας. Ἐπίσης εἶναι ἐλεγκτικός. Ὁ Κύριος ὄχι μόνο κατέρριψε τὶς ἀπόψεις τῆς Σαμαρείτιδος περὶ τῆς λατρευτικῆς ἀξίας τοῦ ὄρους Γαριζείν, σημειώνοντας ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ τὴν ἴδια γιὰ τὴν παράνομη ζωή της[1]. Ἐκτὸς τούτου, οὔτε ὁ Κύριος, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλώντας, ἔδειξαν ποτὲ σημεῖα ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλ’ ὁ μὲν Κύριος διεκήρυξε στοὺς ἴσως ἐνοχλουμένους ἀπὸ τὸ κήρυγμά Του Ἀποστόλους «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν»[2]; Ὁ δὲ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, καθὼς καταδεικνύει ἡ γεμάτη διωγμοὺς ζωή του, διεκήρυττε·  «οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» καὶ «λαλοῦμεν οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν»[3].
Συγκρίνοντας τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μας μετά τῆς Σαμαρείτιδος μέ τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς οἰκουμενιστικές ἀρχές τῆς δῆθεν «διευρυμένης ἐκκλησίας» καί τοῦ «δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ». Γι' αὐτόν τόν λόγο ἀποδεικνύονται ὅτι εἶναι ἀνορθόδοξοι καί ἄκαρποι, ἀνειλικρινεῖς καί μή ἐλεγκτικοί, ὑποκριτικοί καί ἀνθρωπάρεσκοι.
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ἀποσύνδεση τῆς ὁμολογίας ἀπό τήν ἀσκητικότητα, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας, ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὄροις, ἡ ὑπογραφή κοινῶν αντορθοδόξων κειμένων καί οἱ ἀντικανονικές συμπροσευχές[4].
Μέ κάθε εἰλικρίνεια, ἀνιδιοτέλεια καί μετριοπάθεια θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τῶν διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἤ τῶν ἀλλοθρήσκων, μέ τήν βασική προϋπόθεση,  ὅμως, οἱ διάλογοι αὐτοί θά πρέπει νά στηρίζονται σέ σωστές ἐκκλησιολογικές, θεολογικές καί ποιμαντικές ἀρχές καί δόγματα.
Ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι διάλογος ἀγάπης ἀπό τή μιά πλευρά, ἀλλά καί ἀληθείας ἀπό τήν ἄλλη.«Ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεία καί ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη». Ὁ διάλογος ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί θετικός, ἀλλά καί ἀρνητικός στόν διάλογο. Πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας διαλέχθηκε μέ τούς ἁμαρτωλούς, π.χ. ὅπως ἀναφέραμε μέ τήν Σαμαρείτιδα. Ἀλλά, ταυτόχρονα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ἦταν αὐτός, πού ἀρνήθηκε τόν διάλογο, π.χ. μέ τόν Πιλάτο καί τούς Ἀρχιερεῖς. Ἐπιπροσθέτως, ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι σύμφωνος μέ τίς ἐπισημάνσεις τοῦ Ἀπ. Παύλου καί τήν τακτική τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἑπομένως, συμφωνοῦμε μέ τόν σωστό, ὀρθόδοξο διάλογο, ἀλλά διαφωνοῦμε μέ τόν οἰκουμενιστικό διάλογο.
Οἱ οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται  ὅτι στούς διαλόγους δίνουν μαρτυρία πίστεως. Ἄς μᾶς δείξουν,  ὅμως, ἕνα τουλάχιστον καρπό μετανοίας καί μεταστροφῆς αἱρετικοῦ ἤ ἀλλοθρήσκου μέσῳ τῶν διαλόγων.  Μετά ἀπό 100 καί πλέον χρόνια διαξαγωγῆς τῶν διαλόγων οὔτε ἕνας αἱρετικός ἤ ἀλλόθρησκος δέν ἐπέστρεψε στήν Ὀρθοδοξία. Εἶναι φοβερή ἡ καταγγελία τοῦ ἐπί 20ετίας συμπροέδρου τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας                     κ. Στυλιανοῦ, ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε τόν διάλογο «ἀνόσιο παίγνιο»[5].
Μᾶς κάνει ἐπίσης ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ ἔγιναν καί γίνονται ἐπί ἑκατό χρόνια περίπου οἱ διάλογοι αὐτοί τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας μετά τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἑτεροδόξων, δέν ἔγινε καί δέν γίνεται κανένας διάλογος ἐνδοορθόδοξος. Γιατί ἄραγε; Ὅλος ὁ διάλογος ἐξαντλεῖται πρός τούς αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους καί παραθεωρεῖται ὁ διάλογος μέ τούς Ὀρθοδόξους.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει τόν ἑπόμενο μήνα στήν Κρήτη λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἡ ὁποία οὐσιαστικά εἶναι μία διευρυμένη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τό ἐπίσημο κείμενό της ὑπό τόν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[6], ἀποπειρᾶται νά νομιμοποιήσει, νά θεσμοθετήσει καί νά κατοχυρώσει ὡς ἐπίσημη γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ συνοδική ἀπόφαση τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς διαλόγους καί τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’αὐτούς. Λέει, λοιπόν, τό κείμενο στις παραγράφους 5 ἕως 15 :  
«5) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
6) Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα.
7) Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, ἃπασαι αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς διαχριστιανικούς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἀποκατάστασιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12).
8) Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
9) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες ὑπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐκφράζουν τήν ὁμόθυμον ἀπόφασιν πασῶν τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἔχουν χρέος νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν, ἵνα μή παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται. Πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου ἤ τῆς συνελεύσεως ἀντιστοίχως, ἡ ἀπουσία τοπικῆς Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως συζητηθῇ ὁπωσδήποτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου πρός ἔκφρασιν τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
10) Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ᾽ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.
11) Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.
12) Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως τεθειμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς διαλόγους.
13) Ἐν τούτοις, ἐπιβάλλεται, ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ὅπως ἀναληφθῇ προσπάθεια συντονισμοῦ τοῦ ἔργου τῶν διαφόρων Διορθοδόξων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ ἡ ὑπάρχουσα ἄρρηκτος ὀντολογική ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀποκαλύπτηται καί ἐκδηλοῦται καί ἐν τῷ χώρῳ τῶν διαλόγων τούτων.
14) Ἡ περάτωσις οἱουδήποτε ἐπισήμως κηρυχθέντος θεολογικοῦ διαλόγου συντελεῖται διά τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἔργου τῆς ἀντιστοίχου Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς, ὁπότε ὁ Πρόεδρος τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὑποβάλλει ἔκθεσιν πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος, ἐν συμφωνίᾳ καί μετά τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κηρύσσει τήν λῆξιν τοῦ διαλόγου. Οὐδείς διάλογος θεωρεῖται περατωθείς πρίν ἤ κηρυχθῇ λήξας διά τοιαύτης πανορθοδόξου ἀποφάνσεως.
15) Ἡ μετά τήν τυχόν ἐπιτυχῆ ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου θεολογικοῦ τινος διαλόγου πανορθόδοξος ἀπόφασις διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας δέον ὅπως ἐρείδηται ἐπί τῆς ὁμοφωνίας πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
 Ἡ §5 : «Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῶν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν, δέον νά ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος. Ἡ Ἐκκλησία συµµετέχει εἰς τούς διαλόγους µετά τῶν αἱρετικῶν, διά τήν ἐπαναφοράν των εἰς τήν πίστιν, τήν παράδοσιν καί τήν ζωήν αὐτῆς. Ὅμως, ὡς διαπιστοῦται τελευταίως, οἱ διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς αἱρετικούς ἔχουν ἀναντιρρήτως καὶ πανθομολογουμένως ἀποτύχει, διό καὶ ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τους».
Ἡ §6 : «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ταυτίζονται τά χαρισµατικά µέ τά κανονικά ὅριά της, καθώς ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ὑπάρχουν αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπεκόπησαν ἐξ αὐτῆς καί δέν εὑρίσκονται ἐν κοινωνίᾳ µετ' αὐτῆς. Πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων αἱρέσεων καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς αἱρετικούς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήνἐπιστροφήν των εἰς τήν Ἐκκλησίαν».   
Ἡ §7 : «Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, αἱ πλεῖσται κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἐπιστροφήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12)».
Ἡ §8 : «Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν αἱρετικῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κατανόησιν ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τούς αἱρετικούς δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου».
Οἱ §9 ἕως 15 πρέπει νά διαγραφοῦν καί νά γραφεῖ : «Θέματα ἀφορῶντα τήν μεθοδολογίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά ἐπανεκτιμηθοῦν μετά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Τέλος, ἡ §11 : «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἰς τήν λύσιν τῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν παρεκκλίσεων ἀπό τήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἐννέα Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδωνπροϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ἐπιλύσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δέν δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι».
Ἐπίσης, τό προαναφερθέν κείμενο τῆς Συνόδου στίς παραγράφους 16 ἕως 21 κάνει λόγο γιά τούς διαλόγους σχετικά μέ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» μᾶλλον Αἱρέσεων. Λέει τό κείμενο :
«16) Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξαι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.) καί τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.). Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πληροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι ἰδίαν αὐτῶν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.
17) Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν μέσων εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπεδέχθη προθύμως τήν ἀπόφασιν τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀνταποκριθῇ εἰς τό αἴτημά της περί συστάσεως Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Π.Σ.Ε., συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998). Τά ὑπό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καθιερωθέντα κριτήρια, τά ὁποῖα προετάθησαν ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐγένοντο δεκτά ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε., ὡδήγησαν εἰς τήν σύστασιν τῆς Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καί Συναινέσεως, ἐπεκυρώθησαν καί ἐνετάχθησαν εἰς τό Καταστατικόν καί εἰς τόν Κανονισμόν λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε.
18) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ ἑνότης ἡ ὁποία ἀναζητεῖται ἐν τῷ Π.Σ.Ε. δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως.
19) Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ Ἐκκλησίαι καί αἱ Ὁμολογίαι, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἔχουν δέ βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον. Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία. «Σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι νά διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2).
20) Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων).
21) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ᾽ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τη ν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου, ὅπως καί οἱ προηγούμενοι, εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
Ἡ §16 : «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενιστικῆς Κινήσεως εἶναι τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.») ἤ μᾶλλον Αἱρέσεων. Τό «Π.Σ.Ε.» ἀποτελεῖ τὸν κύριο ἐκφραστὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ θεολογική ταυτότης τοῦ «Π.Σ.Ε.» παραμένει σαφῶς προτεσταντικήκαί, ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὀμογενοποιητικός μηχανισμός, πού ἀμβλύνει τό δογματικό αἰσθητήριο καί κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτήρος, «ἑνότητα». Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» («Κ.Ε.Κ.») καί τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς» («Σ.Ε.Μ.A.»). Ταῦτα μετά τοῦ «Π.Σ.Ε.» οὔτε στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου βοηθοῦν, ὅπως ἔδειξε ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ ἡ περιφρόνηση βασικῶν δογμάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμος ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστα ἄλλα), συγχρόνως δὲ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὀρθῶς ἀντιδροῦν στὴν διαβρωτικὴ καὶ ἀντορθόδοξη δράση τοῦ Συμβουλίου. Ὡρισμέναι κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἀπέβησαν μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε». Τά Πάνσεπτα Πατριαρχεῖα Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ «Π.Σ.Ε.», τό μέν πρῶτο ἐν ἔτει 1997, τό δέ δεύτερο ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχοντα ἀρνητικήν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων ὀργανισμῶν δραστηριότητας».

Ἡ §17 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται καθ'ὁλοκληρίαν τήν εἰσήγησην τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν συμμετοχήν Αὐτῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.», συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998),διότι δι’αὐτῆς ἐγκρίθησαν καί προτάσεις γιά «ὀμολογιακή κοινή προσευχή» καί «διομολογιακή κοινή προσευχή», αἱ ὁποῖαι εἰσί ἐντελῶς ἀντίθεται πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί κανονικήν τάξιν, καί ἀποβλέπουσι εἰς τήν προαγωγήν τῆς ὀρατῆς ἑνότητος τῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» μέ προτεσταντικάς ἐκκλησιολογικάς προϋποθέσεις. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι αὐτὸ τὸ Πανάχραντον Θεανθρώπινον Σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δέν ἐπιζητεῖ πλέον τήν «ὀργανικήν» μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν Αὐτῆς εἰς τὸ «Π.Σ.Ε», τὸ ὁποῖον, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός “ὀργανισμός”, μία “νέα Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῶν ‘’ἐκκλησιῶν’’, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν μόνον “μέλη ὀργανικῶς μεταξὺ των συνδεδεμένα’’».
Ἡ §18 : «Ἡ Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ «Π.Σ.Ε.», οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν αἱρέσεων» μετά τῆς Ἐκκλησίας καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τόν ἐγκεντρισμόν τῶν αἱρετικῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ὁ μοναδικός σκοπός τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ νόημα τῆς παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι νὰ βοηθήσουμε εἰς αὐτὴν τὴν ἐπιστροφήν, ἡ ὁποία δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως».
Ἡ §19 : «Αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.» τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ αἱρετικαί κοινότηται, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι ἤσσονος σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον, διότι δέν μπορεί νά εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος  μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ  μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας» (Δήλωσις  τοῦ Toronto, § 2). Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό «Π.Σ.Ε.» δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία».
Ἡ §20 : «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ἐκκλησίας µετά τῶν αἱρέσεων γίνονται ἐπί τῇ βάσει τῆς πίστεως καί πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προσδιορίζονται ἀπό τάς ἀποφάσεις τῶν ἐννέα Οἰκουµενικῶν Συνόδων (σχ. βλ. τούς Ἱερούς Κανόνας 46, 47, 50 καί 68 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκ. Συν., 7 τῆς Β΄ Οἰκ. Συν., 95 τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συν., 7 καί 8 τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, 1, 5, 20 καί 47 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τούς 18 Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ).Ἡ εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν γίνεται µέ τήν ἀρχήν τῆς ἀκριβείας καί τῆς οἰκονοµίας. Ἡ δέ οἰκονοµία τηρεῖται, ὅταν µία αἵρεσις τελεῖ τό βάπτισµα µέ τριτήν κατάδυσιν καί ἀνάδυσιν κατά τήν ἀποστολικήν καί πατερικήν µορφήν καί τήν ὁµολογίαν τῆς Ἁγίας, ὁµοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος.Ὅμως, διά τήν εἰσδοχήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, διά τούς ὁποίους προβλέπεται ἡ χρήσις τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως, ἀπαιτεῖται α) ρητή καί κατηγορηματική ἄρνησις διά λιβέλου τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καί τῆς ἰδίας τῆς αἱρέσεως, εἰς τήν ὁποίαν ὑπάγονταν πρίν, β) πλήρης ἀποδοχή τῆς πίστεως «ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία», γ) ἀναθεματισμός τῶν αἱρεσιαρχῶν τῶν αἱρέσεων, εἰς τάς ὁποίας μέχρι τῶρα ὑπάγονταν, δηλ. τῶν «ἐξάρχων τῶν τοιούτων αἱρέσεων», καί δ) ἀναθεματισμός τῶν ἀποδεχομένων τάς αἱρετικάς διδασκαλίας των.
Ἡ §21 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιθυμεῖ πλέον τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις». Ἐκτιμᾶἀρνητικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα κείμενα (σχ. βλ. «Κείμενο Λίμα 1982 – Βάπτισμα, Εὐχαριστία καί Ἱερωσύνη» [ΒΕΜ - Baptism, Eucharist and Ministry]), διότι εἶναι πλήρη προτεσταντικῶν κακοδοξιῶν, διό καί πολλαί κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ἔχουν διατυπώσει κατ’  επανάληψιν σοβαράς ἐπιφυλάξεις διά τά κείμενα ταύτα. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται εἰς ὅσα ἀπαράδεκτα, καινοφανή καί ἀνατρεπτικά τῆς εὐαγγελικῆς, πατερικῆς, δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας συντελούνται σήμερα ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.». Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν κατηγορηματικήν διαφωνίαν αὐτῆς εἰς τά ἐκφυλιστικά φαινόμενα, πού λαμβάνουν χῶρα εἰς τό «Π.Σ.Ε.», ὅπως π.χ. «Λειτουργίας τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές,χειροτονία γυναικῶν, περιεκτική γλώσσα, ἀποδοχή τοῦ σοδομισμοῦ ἐκ πολλῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» κ.ο.κ., πρακτικαί αἱ ὁποίαι εἰσί πρόσφατοι καρποί τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας».



[1] Ἰω. 4, 17-18,22.
[2] Ἰω. 6, 66-67.
[3] Β΄. Κορ. 2, 17 καί Α΄ Θεσ. 2, 4. Σχ. βλ. ΣΥΝΑΞΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι». Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, 14-11-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013, http://www.imp.gr/home-4/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou-2013/40-ποιμαντορικοί-εγκύκλιοι-σεβασμιωτάτου-2013/471-ποιμαντορικη-εγκυκλιοσ-επι-τηι-κυριακηι-τησ-ορθοδοξιασ-2013.html
[5] ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠ. ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ κ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, «Ἐπειδή ὅμως, μετά τήν 20ετή ἐπίπονη Προεδρία μου εἰς τόν "Ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο" Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, παραιτήθηκα οἰκειοθελῶς, διά νά μήν ἔχω πλέον οὐδεμίαν σχέση μέ ἕνα τέτοιο "ἀνόσιο παίγνιο", θά πρέπει σήμερα συμπληρωματικῶς, πρός ὅσα ἐδημοσιεύθησαν μέχρι καί προσφάτως, νά δηλώσω ἐπιγραμματικά μόνον τοῦτο : Δέν θά ἐφανταζόμουν ὅτι θά ἐδικαιώνοντο τόσο γρήγορα καί τόσο ἀποκαλυπτικά οἱ ταπεινές κρίσεις μου, περί τοῦ προσώπου καί τοῦ συνολικοῦ ἔργου τοῦ Καρδιναλίου Joseph Ratzinger, πρό τῆς ἀνυψώσεώς του εἰς τόν Παπικό Θρόνο ἀφ’ἑνός, καί τή μετά ταῦτα αἰφνιδία "μεταμόρφωσή" του εἰς τόν πλέον ἀνεπιφύλακτον κήρυκα τῶν μεσαιωνικῶν μυθευμάτων τῆς Παπωσύνης», http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=503&Itemid=2,http://oodegr.co/oode/papismos/stylianos_papikoi1.htm, http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/06/aystralias-stylianos-koroidia-o-dialogos-me-toys-papikoys.html
[6] http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...