Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παναγιώτης Σ. Μαρτίνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παναγιώτης Σ. Μαρτίνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Απριλίου 16, 2014

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ«Χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν»(Ματθ. κστ΄,49)



 Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ
«Χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν» 
(Ματθ. κστ΄,49)

Του Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη, Δρ. Θ.

Η ι­στο­ρί­α α­πό τα αρ­χαί­α χρό­νια έ­χει κα­τα­γρά­ψει πολ­λές προ­δο­σί­ες. Εν­δει­κτι­κά θ΄ α­να­φέ­ρου­με, ί­σως, τις πιο γνω­στές:
Στις 25 Μαρ­τί­ου του 44 π.Χ. ο Λεύ­κιος Βρού­τος η­γεί­ται της δο­λο­φο­νί­ας του συ­νερ­γά­τη του Ιου­λί­ου Καί­σα­ρα. Κα­τά τον Σου­η­τώ­νιο, ό­ταν ο Ιού­λιος Καί­σαρ εί­δε τον Βρού­το με­τα­ξύ των συ­νω­μο­τών του εί­πε στα ελ­λη­νι­κά «Και συ τέ­κνον;».
Το 480 π.Χ. στη μά­χη των Θερ­μο­πυ­λών, ο Ε­φιάλ­της α­νέ­λα­βε να ο­δη­γή­σει τους Πέρ­σες, α­πό μί­α στε­νή διά­βα­ση, ε­να­ντί­ον των Σπαρ­τια­τών του Λε­ω­νί­δα κι έ­μει­νε στην ι­στο­ρί­α ως πα­ροι­μιώ­δης προ­δό­της. Το 1803 μ.Χ. ο Σου­λιώ­της πο­λε­μι­στής Πή­λιος Γού­σης, κα­τά τον ι­στο­ρι­κό Χ. Περ­ραι­βό, υ­πέ­δει­ξε στους Τουρ­καλ­βα­νούς του Α­λή Πα­σά έ­να α­φύ­λα­κτο μο­νο­πά­τι που ο­δη­γού­σε στο Κού­γκι κι έ­τσι συ­νε­τέ­λε­σε στο γνω­στό ο­λο­καύ­τω­μά του.
Τέ­λος, θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­νείς ως προ­δο­σί­α την βί­αι­η α­πο­μά­κρυν­ση του Πα­τριάρ­χη Φω­τί­ου α­πό τον Πα­τριαρ­χι­κό θρό­νο α­πό το μα­θη­τή του Λέ­ο­ντα ΣΤ΄ το σο­φό, α­μέ­σως μό­λις ο τε­λευ­ταί­ος στέ­φτη­κε  αυ­το­κρά­το­ρας το 886 μ.Χ. Ο Φώ­τιος πέ­θα­νε στην ε­ξο­ρί­α.


Ό­μως, η προ­δο­σί­α που έ­μει­νε στην ι­στο­ρί­α ως η πλέ­ον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή και πα­ροι­μιώ­δης ή­ταν αυ­τή του Ιού­δα κα­τά του Δι­δα­σκά­λου του Ι­η­σού. Ό­χι μό­νο στους Έλ­λη­νες, αλ­λά και στους άλ­λους χρι­στια­νι­κούς λα­ούς, το ό­νο­μα «Ιού­δας Ι­σκα­ριώ­της» έ­μει­νε ως το κατ΄ ε­ξο­χήν συ­νώ­νυ­μο της προ­δο­σί­ας. Γνω­στόν ε­πί­σης και το έ­θι­μο της καύ­σης του ο­μοιώ­μα­τος του Ιού­δα την πα­ρα­μο­νή του Πά­σχα ή α­νή­με­ρα της Με­γά­λης Γιορ­τής.
Σύμ­φω­να με τη βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση (Κ. Δια­θή­κη) και άλ­λες πη­γές, ο Ιού­δας, γιός του Σί­μω­να, κα­τή­γε­το α­πό την πό­λη Κα­ριώθ, νό­τια της Ιου­δαί­ας, εξ ου και το ε­πω­νύ­μιον «Ι­σκα­ριώ­της».
Α­πό τους «Δώ­δε­κα» μό­νον αυ­τός ή­ταν Ιου­δαί­ος, α­φού οι λοι­ποί μα­θη­τές του Κυ­ρί­ου ή­σαν Γα­λι­λαί­οι.
Κλή­θη­κε στο α­πο­στο­λι­κό α­ξί­ω­μα με τους υ­πό­λοι­πους μα­θη­τές: ….και συ­λε­ξά­με­νος απ΄ αυ­τών δώ­δε­κα, ους και α­πο­στό­λους ω­νό­μα­σεν, Σί­μω­να ον και ω­νό­μα­σεν Πέ­τρον, και Αν­δρέ­αν…, και Ιού­δαν Ι­σκα­ριώθ, ος και ε­γέ­νε­το προ­δό­της» (Λουκ. στ΄, 13-16). Στους α­πο­στο­λι­κούς κα­τα­λό­γους φέ­ρε­ται πά­ντο­τε τε­λευ­ταί­ος με το χα­ρα­κτη­ρι­σμό του προ­δό­τη (Ματ­θ. στ΄,4, Μαρ­κ. η΄, 19, Λουκ.στ΄16). Φαί­νε­ται ό­τι θα εί­χε πρα­κτι­κές ι­κα­νό­τη­τες, ί­σως και άλ­λες ι­διό­τη­τες, γι΄ αυ­τό τον κα­τέ­στη­σαν και δια­χει­ρι­στή – τα­μί­α της μι­κρής α­πο­στο­λι­κής ο­μά­δας, α­φού κρα­τού­σε το «γλωσ­σό­κο­μον» δηλ. το τα­μεί­ο (Ιω. ιβ΄, 6 και ιγ΄, 29).
Σύμ­φω­να με πολ­λούς ε­ρευ­νη­τές, φαί­νε­ται ό­τι ο Ιού­δας α­νή­κε στο κί­νη­μα των «ζη­λω­τών». Οι «ζη­λω­τές» α­νέ­με­ναν τον Μεσ­σί­α ως κο­σμι­κό βα­σι­λιά και ε­λευ­θε­ρω­τή, που θα τους ε­λευ­θέ­ρω­νε ό­χι μό­νο α­πό τους Ρω­μαί­ους κα­τα­κτη­τάς, αλ­λά ό­τι θα κα­θι­στού­σε το Ιου­δα­ϊ­κό έ­θνος μια πα­γκό­σμια αυ­το­κρα­το­ρί­α κα­τά το πρό­τυ­πο της Ρω­μα­ϊ­κής. Πολ­λοί πι­στεύ­ουν ό­τι η προ­σκόλ­λη­ση του Ιού­δα κο­ντά στον Ι­η­σού εί­χε ι­διο­τε­λή ε­λα­τή­ρια.
Ή­ταν μια ι­διο­τέ­λεια «υ­πό την μορ­φήν πί­στε­ως εις τον Ι­η­σούν ως Μεσ­σί­αν, αλ­λά ως κο­σμι­κόν, οιον α­νέ­με­νον αυ­τόν η με­γά­λη πλειο­ψη­φί­α των Ιου­δαί­ων της ε­πο­χής ε­κεί­νης» (Κα­θη­γη­τής Π. Μπρα­τσιώ­της).
Οι συ­νε­χείς ό­μως προρ­ρή­σεις του Ι­η­σού πε­ρί του Πά­θους Του άρ­χι­σαν να σκαν­δα­λί­ζουν τον Ιού­δα και να του δη­μιουρ­γούν αμ­φι­βο­λί­ες, αν ο Ι­η­σούς ήλ­θε ως τον α­νέ­με­ναν οι Ιου­δαί­οι και μά­λι­στα οι ζη­λω­τές. Τέ­τοιες προρ­ρή­σεις του Ι­η­σού πε­ρί του Πά­θους Του μας δια­σώ­ζει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος: «Α­πό τό­τε ήρ­ξα­το ο Ι­η­σούς δει­κνύ­ειν τοις μα­θη­ταίς αυ­τού ό­τι δει αυ­τόν εις Ιε­ρο­σό­λυ­μα α­πελ­θείν και πολ­λά πα­θείν …και α­πο­κταν­θή­ναι… (ι­στ, 21). Και σε άλ­λο ση­μεί­ο του Ευαγ­γε­λί­ου του ση­μειώ­νει: «Συ­στρε­φο­μέ­νων δε αυ­τών εν τη Γα­λι­λαί­α εί­πεν αυ­τοίς ο Ι­η­σούς μέλ­λει ο υ­ιός του αν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­σθαι εις χεί­ρας αν­θρώ­πων, και α­πο­κτε­νού­σιν αυ­τόν και τη τρί­τη η­μέ­ρα ε­γερ­θή­σε­ται και ε­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα (ιζ΄, 22-23). Αν οι μα­θη­τές του Κυ­ρί­ου «ε­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα» για το Πά­θος του Δι­δα­σκά­λου, ο Ιού­δας θα «ε­λυ­πή­θη  σφό­δρα» α­κού­γο­ντας να δια­ψεύ­δο­νται οι ελ­πί­δες πε­ρί α­να­μο­νής του Μεσ­σί­α ως κο­σμι­κού άρ­χο­ντα και ε­λευ­θε­ρω­τή.

Ε­πί­σης, στο δεί­πνο της Βη­θα­νί­ας, στο σπί­τι του α­να­στη­θέ­ντος Λα­ζά­ρου, βε­βαιώ­θη­κε πε­ρί του ε­πι­κεί­με­νου τέ­λους του Ι­η­σού, ό­ταν, μα­ζί με το πά­θος της φι­λαρ­γυ­ρί­ας, θί­χτη­κε και ο ε­γω­ϊ­σμός του, με­τά α­πό μί­α έμ­με­ση ε­πι­τί­μη­ση που δέ­χτη­κε α­πό τον Ι­η­σού. Ση­μειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιω­άν­νης ό­τι, ό­ταν η α­δελ­φή του Λα­ζά­ρου η Μα­ριάμ, άρ­χι­σε ν΄ α­λεί­φει με πο­λύ­τι­μο μύ­ρο  «τους πό­δας" του Ι­η­σού», λέ­γει «…Ιού­δας ο Ι­σκα­ριώ­της… δια­τί τού­το το μύ­ρον ουκ ε­πρά­θη τρια­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων και ε­δό­θη πτω­χοίς; Εί­πε δε τού­το ουχ ό­τι πε­ρί των πτω­χών έ­με­λεν αυ­τώ, αλ­λ΄ ό­τι κλέ­πτης ην και το γλωσ­σό­κο­μον έ­χων τα βαλ­λό­με­να ε­βά­στα­ζεν εί­πεν ουν ο Ι­η­σούς, ά­φες αυ­τήν, ί­να εις την η­μέ­ραν του ε­ντα­φια­σμού μου τη­ρή­σει αυ­τό…» (ιβ΄, 3-8).
Τέ­λος, ό­ταν ο Κύ­ριος, με­τά τη θριαμ­βευ­τι­κή του εί­σο­δο στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα, α­να­φέρ­θη­κε στη Σταύ­ρω­σή Του «…κα­γώ ε­άν υ­ψω­θώ εκ της γης… τού­το δε έ­λε­γεν ση­μαί­νων ποί­ω θα­νά­τω ή­μελ­λεν α­πο­θνή­σκειν» (Ιω. ιβ΄, 32-33), τό­τε οι αμ­φι­βο­λί­ες  για τον Ιού­δα έ­γι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η κρί­ση  μέ­σα του ε­ξέ­σπα­σε. Πή­ρε την α­πό­φα­σή του. Έ­σπευ­σε στους αρ­χιε­ρείς και άρ­χι­σε τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις: «…πο­ρευ­θείς… προς τους αρ­χιε­ρείς εί­πεν, τι θέ­λε­τε μοι δού­ναι, κα­γώ υ­μίν πα­ρα­δώ­σω αυ­τόν; Οι δε έ­στη­σαν αυ­τώ τριά­κο­ντα αρ­γύ­ρια, και α­πό τό­τε ε­ζή­τει ευ­και­ρί­α ί­να αυ­τόν  πα­ρα­δώ» (Ματ­θ. κ στ΄, 14-16).
Έ­τσι, λοι­πόν, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η προ­δο­σί­α και η σύλ­λη­ψη του Ι­η­σού, ό­πως μας την πε­ρι­γρά­φουν και οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στές (Ματ­θ. κ στ΄47-51, Μαρ­κ. Ιδ΄43-46, Λουκ. κβ΄, 47-48, Ιω. ι­η΄, 3-5).
Για την προ­δο­σί­α του Ιού­δα υ­πάρ­χουν πολ­λές α­πό­ψεις σχε­τι­κά με τα ε­λα­τή­ρια αυ­τής της α­τι­μω­τι­κής ε­νέρ­γειας του. Ε­ρω­τούν: Φτά­νει μό­νον η φι­λο­χρη­μα­τί­α – φι­λαρ­γυ­ρί­α του; Η δυ­σα­ρέ­σκειά του για την δή­θεν προ­σβο­λή του α­πό τον Ι­η­σού στο δεί­πνο της Βι­θα­νί­ας; (Ιω. ιβ΄, 5). Σύμ­φω­να με τις α­πό­ψεις πολ­λών ε­ρευ­νη­τών, υ­πήρ­ξαν πολ­λά και σύν­θε­τα ε­λα­τή­ρια. Οι Ευαγ­γε­λι­στές τα πε­ριο­ρί­ζουν μό­νο σ΄ αυ­τό της φι­λαρ­γυ­ρί­ας, α­φού το το­νί­ζουν ι­διαί­τε­ρα, «ό­τι κλέ­πτης ην και το γλωσ­σό­κο­μον έ­χων τα βαλ­λό­με­να ε­βά­στα­ζεν» (Ιω. ιβ΄, 6). Κα­τά τον α­εί­μνη­στο κα­θη­γη­τή Παν. Μπρα­τσιώ­τη, «Το πι­θα­νώ­τε­ρον εί­ναι, ό­τι ο Ιού­δας ελ­κυ­σθείς προς τον Ι­η­σούν εξ ι­διο­τε­λεί­ας ε­μπνε­ο­μέ­νης υ­πό της πί­στε­ώς του εις αυ­τόν ως μεσ­σί­αν ου­χί πνευ­μα­τι­κόν, αλ­λά κο­σμι­κόν, εκ της πο­λι­τεί­ας του Ι­η­σού, παν άλ­λο ή α­ντα­πο­κρι­νο­μέ­νης εις τας κο­σμι­κό­φρο­νας αυ­τού βλέ­ψεις, α­πο­γο­η­τευ­θείς και α­νε­πί­δε­κτος της α­γα­θής ε­κεί­νου ε­πι­δρά­σε­ως α­πο­δει­χθείς δεν ε­δί­στα­σεν εν τη α­θε­ρα­πεύ­τω αυ­τού φι­λο­χρη­μα­τί­αν και πω­ρώ­σει να προ­δώ­ση τον δι­δά­σκα­λον α­ντί τι­μή­μα­τος ού­τως ευ­τε­λούς» (Μ.Ε.Ε. τομ. 13ος, σελ. 103).

Ο Κύ­ριος πολ­λές φο­ρές α­να­φέρ­θη­κε στην προ­δο­σί­α του Ιού­δα, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν και ως προ­ει­δο­ποι­ή­σεις  προς αυ­τόν. Μά­λι­στα χρη­σι­μο­ποιεί ι­διαί­τε­ρα βα­ρείς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Εν­δει­κτι­κά, στο κα­τά Ιω­άν­νη (κεφ. στ΄70) εί­πε στους μα­θη­τάς του: «… ουκ ε­γώ υ­μάς τους δώ­δε­κα ε­ξε­λε­ξά­μην; Και εξ υ­μών εις διά­βο­λος ε­στιν, έ­λε­γεν δε τον Ιού­δαν Σί­μω­νος Ι­σκα­ριώ­του…» Ε­πί­σης, στην προς του Πά­θους Του αρ­χιε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή, θα ο­νο­μά­σει τον Ιού­δα «υ­ιό της α­πω­λεί­ας» (Ιω. ιζ΄, 12). Αλ­λά, και, κα­τά τη νύ­κτα του Μ. Δεί­πνου, α­φού έ­νι­ψε  και τους «πό­δας» του Ιού­δα, θα ε­πα­να­λά­βη: «… ο λε­λου­μέ­νος ουκ έ­χει χρεί­αν ει μη τους πό­δας νί­ψα­σθαι, αλ­λ΄ έ­στιν κα­θα­ρός ό­λος και υ­μείς κα­θα­ροί ε­στε, αλ­λ΄ ου­χί πά­ντες, ή­δει γαρ τον πα­ρα­δι­δό­ντα, δια τού­το εί­πεν ό­τι ου­χί πά­ντες κα­θα­ροί ε­στε» (Ιω ιγ΄, 10-11).
Υ­πάρ­χει προ­βλη­μα­τι­σμός στους ερ­μη­νευ­τές, αν ο Ιού­δας ή­ταν πα­ρών στην ε­γκα­θί­δρυ­ση του μυ­στη­ρί­ου της θ. Ευ­χα­ρι­στί­ας. Οι πα­λαιοί Πα­τέ­ρες και εκ­κλη­σια­στι­κοί συγ­γρα­φείς, με βά­ση το Ευαγ­γέ­λιο του Λου­κά (Κεφ. κβ, 14-23), πι­στεύ­ουν ό­τι ο Ιού­δας έ­λα­βε μέ­ρος στην πα­ρά­δο­ση του μυ­στη­ρί­ου. Νε­ώ­τε­ροι ό­μως, με βά­ση το κα­τά Ιω­άν­νη (κεφ. 18΄21-30) αρ­νού­νται ό­τι ο Ιού­δας  ή­ταν πα­ρών. Ο­πωσ­δή­πο­τε ο Κύ­ριος θα κά­μει στον Ιού­δα και την τε­λευ­ταί­α προ­ει­δο­ποί­η­ση. Στην ε­ρώ­τη­ση του μα­θη­τή (πι­θα­νόν του Ιω­άν­νη) «τις ε­στιν» αυ­τός που θα σε πα­ρα­δώ­σει; Ο Κύ­ριος α­πά­ντη­σε: «Ε­κεί­νος ε­στίν ω ε­γώ βά­ψω το ψω­μί­ον και δώ­σω αυ­τώ, βά­ψας ουν το ψω­μί­ον λαμ­βά­νει και δί­δω­σιν Ιού­δα Σί­μω­νος Ι­σκα­ριώ­του… λέ­γειν ουν αυ­τώ ο Ι­η­σούς, ο ποιείς ποί­η­σον τά­χιον… λα­βών (Ιού­δας) ουν το ψω­μί­ον …ε­ξήλ­θεν ευ­θύς, ην δε νυξ» (Ιω. 18, 21-30).
Τη νύ­κτα που α­κο­λού­θη­σε πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε και ο­λο­
κλη­ρώ­θη­κε η με­γά­λη προ­δο­σί­α. Έ­κλει­σε με τη φρά­ση: «Χαί­ρε, ραβ­βί, και κα­τε­φί­λη­σεν αυ­τόν» (Ματ­θ. κστ΄, 49).
Την ε­πο­μέ­νη, με­τά τη σύλ­λη­ψη και κα­τα­δί­κη του Ι­η­σού, ο Ιού­δας, υ­πό το κρά­τος των τύ­ψε­ων, «με­τα­με­λη­θείς α­πέ­στρε­ψε τα τριά­κο­ντα αρ­γύ­ρια τοις αρ­χιε­ρεύ­σι και τοις πρε­σβυ­τέ­ροις  λέ­γων: ή­μαρ­τον πα­ρα­δούς αί­μα α­θώ­ον… και ρί­ψας τα αρ­γύ­ρια εις τον να­όν α­νε­χώ­ρη­σεν, και α­πελ­θών α­πήγ­ξα­το». (Ματ­θ. κζ΄, 3-5). Αλ­λά και το δέ­ντρο δεν κρά­τη­σε τον προ­δό­τη, α­φού «και πρη­νής γε­νό­με­νος… ε­ξε­χύ­θη πά­ντα τα σπλάγ­χνα αυ­τού» (Πραξ. α, 18).
Τέ­λος, ο Πα­πί­ας, μα­θη­τής του Ευαγ­γε­λι­στή Ιω­άν­νη, α­να­φέ­ρει ό­τι με­ρι­κοί ε­πί­στευαν ό­τι έ­ζη­σεν ο Ιού­δας και ό­τι «ε­πρή­σθη ε­πί το­σού­τον την σάρ­κα, ώ­στε μη­δέ ο­πό­θεν ά­μα­ξα ρα­δί­ως διέρ­χε­ται ε­κεί­νον δύ­να­σθαι διελ­θείν, αλ­λά μη­δέ αυ­τόν μό­νον τον της κε­φα­λής ό­γκον αυ­τού».



Βε­βαί­ως δεν έ­λει­ψαν και οι υ­πε­ρα­σπι­στές του Ιού­δα, ό­πως οι Κα­ϊ­νί­τες του 13ου αι. και ε­ξής. Ό­μως, στη χρι­στια­νι­κή συ­νεί­δη­ση η μορ­φή του Ιού­δα υ­πήρ­ξε πά­ντο­τε α­παι­σί­α και η φρά­ση «Ιού­δας» ή «Ι­σκα­ριώ­της» ή­ταν ύ­βρις, που ταυ­τι­ζό­ταν με την προ­δο­σί­α. Σε κά­θε προ­σπά­θεια α­πο­κα­τά­στα­σης του Ιού­δα ι­σχύ­ουν τα λό­για του Κυ­ρί­ου: "ο μεν υ­ιός του αν­θρώ­που υ­πά­γει κα­θώς γέ­γρα­πται  πε­ρί αυ­τού. Ουαί δε τω αν­θρώ­πω ε­κεί­νω, δι΄ ου ο υ­ιός του αν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται. Κα­λόν ην  αυ­τώ ει ουκ ε­γεν­νή­θη ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος" (Ματ­θ. κστ΄, 24).

Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"
 

Κυριακή, Μαρτίου 10, 2013

Το πνευματικό «κίνημα» των Αγιορειτών «Κολλυβάδων» και οι συνέπειές του.


Του Παναγιώτου Σ. Μαρτίνη Δρ. Θ.
(Η περί Μνημοσύνων και θ. Ευχαριστίας έρις)
Ο μοναχισμός υπήρξε πάντοτε σθεναρός πρόμαχος της Ορθοδοξίας και θεματοφύλακας των ιερών της Εκκλησίας παραδόσεων.
Ιδιαίτερα οι μοναχοί του Αγίου Όρους πρόσφεραν ανεκτίμητες προς την Ορθοδοξία υπηρεσίες και πολλοί αναδείχτηκαν μεγάλες θρησκευτικές προσωπικότητες (άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Κοσμάς ο Αιτωλός, ο όσιος Νικόδημος Αγιορείτης κ.ά.).

Στην ιστορία του Αγ. Όρους αναφέρονται πολλές προσπάθειες αγιορειτών Πατέρων για εμβάθυνση στο πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τις οποίες δύο διακρίνονται περισσότερο. Η πρώτη είναι ο Ησυχασμός, που κύριος υπέρμαχος υπήρξε ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη, λιγότερο γνωστή, είναι η προσπάθεια των Κολλυβάδων μοναχών για την αναγέννηση της λειτουργικής και πνευματικής εν γένει ζωής της Εκκλησίας, με βάση την αποστολική και πετερική παράδοσή της. Και τα δύο αυτά «κινήματα» συνδέονται, αν όχι χρονικά (14ος αι. το πρώτο, 18-19ος αι. το δεύτερο), τοπικά και κυρίως πνευματικά
Οι «Κολλυβάδες», όπως χλευαστικά ονομάστηκαν από τους αντιπάλους τους, ήσαν λόγιοι μοναχοί και σπουδαίοι θεολόγοι, ησυχαστές και αγωνιστές της νοερής – καρδιακής προσευχής, που με δύναμη και θάρρος αγωνίστηκαν για τη διατήρηση της γνήσιας και υγιούς παράδοσης της Εκκλησίας σε θέματα λατρείας από οποιαδήποτε προσπάθεια αλλοίωσης.
Το «κίνημα» αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνος, απασχόλησε ζωηρά τη διοίκηση της Εκκλησίας και μπορεί να θεωρηθεί, κατά το Γερμανό θεολόγο N. Bonwtsch», ως εν ακόμη δείγμα της αφυπνιζομένης πνευματικής ζωής του ελληνικού έθνους κατά τον 18ο αι.».
Μεταξύ των αρχηγών αυτού του «κινήματος» αναφέρονται τρεις μεγάλες μορφές του νεοελληνικού χριστιανισμού, ο άγ. Μακάριος Νοταράς, Επίσκοπος Κορίνθου, ο σοφός διδάσκαλος του Γένους Αθανάσιος ο Πάριος, που πρόσφατα ανακηρύχθηκε άγ., ο πολυγραφότατος, επίσης διδάσκαλος, άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης. Τους τρεις αυτούς ακολούθησαν και άλλοι, όπως ο Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Αγάπιος ο Κύπριος, Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης. Χριστόφορος Προδρομίτης κ.α.
Η αφορμή για να ιδρυθεί αυτό το «κίνημα» δε φαίνεται κατ΄ αρχάς τόσο σημαντική. Ας τη δούμε, όπως μας την περιγράφει ο π. Θεόκλητος Διονυσάτης στο βιβλίο του «Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης».
«Τω 1754 οι της εν Αγίω Όρει Ιεράς Σκήτεως της Αγ. Άννης μοναχοί ήρξαντο ανοικοδομούντες τον Καθολικόν Ναόν αυτής, τον λεγόμενον Κυριακόν, δια δαπάνης και συνδρομής των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών. Κατά καθήκον, αι προσφοραί θα έπρεπε δια τελέσεως μνημοσύνων των κεκοιμημένων συγγενών των να ανταποδοθούν… Επειδή, όμως, οι απασχολούμενοι εις την οικοδομήν πατέρες Σκοπίων δι΄ όλης της εβδομάδος και δεν ήτο εύκολος η εν Σαββάτω τέλεσις των μνημοσύνων… Εσκέφθησαν να τελούν ταύτα εν τη κατά την Κυριακήν γινομένη αγρυπνία… Εντεύθεν ηνήφθη η φλοξ της έριδος… των μεν φρονούντων, ότι «παράνομον εστί το εν Κυριακή επιτελείν τα μνημόσυνα», των δε υποστηριζόντων, ότι «η Κυριακή ήτο προσφορωτέρα, ως του θανόντος – κοιμηθέντος επ ελπίδι αναστάσεως (Κυρίου) και συνεπώς δεν αντιβαίνει η τέλεσις μνημοσύνων εις τον χαρμόσυνον χαρακτήρα της ημέρας». Οι πρώτοι όμως επέμεναν και δεν δέχονταν τη μετάθεση, ως αντίθετη προς την τάξη της Εκκλησίας. Οι αντιφρονούντες προς αυτούς τους αποκάλεσαν περιφρονητικά «Κολλυβάδες», «Κολλυβιστάς» και «Σαββατιανούς». Όμως, το περιφρονητικό αυτό όνομα έγινε αργότερα τιμητικός τίτλο, ενώ τότε υπήρξε γι΄ αυτούς αιτία διωγμών και ύβρεων. Η έριδα αυτή έγινε επικίνδυνη για την ειρήνη. Και σκανδάλιζε τις ψυχές μοναχών και λαϊκών. Για τη λύση του ζητήματος αποτάθηκαν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιο Β΄(1772), ο οποίος τους απάντησε: «οι μεν εν Σαββάτω τελούντες τα των (κοιμηθέντων) μνημόσυνα καλώς ποιούσιν, ως την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας φυλάσσοντας, οι δε εν Κυριακή ουχ υπόκεινται κρίματι». Το ίδιο συναινετικά τους απάντησε και ο διαδεχθείς το Θεοδόσιο, Πατριάρχης Σαμουήλ Χαντζερής (1773).
Επίσης, για το ίδιο θέμα συνήλθαν δύο Σύνοδοι. Η πρώτη το 1774 στη Μονή Κουτλουμουσίου και η δεύτερη στην Κων/πολη επί Πατριάρχου Σωφρονίου Β΄, που τελικά δεν έλυσαν το ζήτημα. Η πρώτη τάχθηκε υπέρ των Κολλυβάδων, ενώ η δεύτερη τους καταδίκασε!
Τέλος, ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έλυσε το ζήτημα το 1819 με την περίφημη εγκύκλιό του, η οποία έλεγε, μεταξύ άλλω!!. Τα μνημόσυνα των ευσεβώς κοιμηθέντων επιτελώνται απαραιτήτως και εν Κυριακή και εν Σάββασιν, ως και ταις λοιπαίς ημέραις της εβδομάδος προς τελείαν εξάλειψιν της πάλαι αναφυείσης εκείνης διενέξεως». Και οι μεν διωκόμενοι Κολλυβάδες, ευσεβέστατοι και ησυχότατοι μοναχοί, για να μην σκανδαλίζουν και από πνεύμα υπακοής τελούσαν τα μνημόσυνα και την Κυριακή. Οι αντίπαλοί τους όμως, παρανοούντες το πνεύμα της εγκυκλίου, προσπαθούσαν να επιβάλουν την Κυριακή, ως ημέρα που έπρεπε να τελούνται τα μνημόσυνα. Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του «Ομολογία πίστεως» αναφέρει και τα εξής: «… δύο είδη κυβερνήσεως ευρίσκονται εν τη του Χριστού Αγία Εκκλησία. Και το μεν πρώτο είδος ονομάζεται Ακρίβεια, το δε άλλο Οικονομία… Εάν συ, αδελφέ, θέλεις να ποιής τα μνημόσυνα εν Κυριακή, φυλάττων την οικονομίαν της Εκκλησίας και συγκατάβασιν, ημείς δεν πρέπει να σε παρατηρώμεν και να σε κατηγορώμεν δια τούτο… Εάν ημείς ποιώμεν τα μνημόσυνα εν τω Σαββάτω, φυλάττοντες την ακρίβειαν και την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν, εσύ δεν πρέπει να μας παρατηρής και να μας κατηγορής δια τούτο, δυσφημών ημάς με ονόματα δύσφημα, αλλά μάλλον και να μας επαινής…».
Το ζήτημα λοιπόν, των μνημοσύνων και ο χρόνος τελέσεώς τους υπήρξε η πρώτη αφορμή της έριδας μεταξύ «Κολλυβάδων» και αντιφρονούντων. Και η υπόθεση αυτή δεν ήταν και η μόνη προσπάθειά τους γι την πνευματική αναγέννηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Νεώτερος θεολόγος, ερευνητής του «κινήματος» αυτού αναφέρει: «Οι Κολλυβάδες ήσαν άκρως μορφωμένοι θεολογικώς, φιλοσοφικώς, εγκυκλοπαιδικώς, εγνώριζαν δε την αρχαίαν ελληνικήν, την λατινικήν και άλλας νεωτέρας γλώσσας, ως καταφαίνεται και εκ των πολλών περισπουδάστων συγγραμμάτων των αρχηγών αυτών. Υποστήριζον ούτοι δια του λόγου και δια των συγγραμμάτων των την επαναφοράν εις την αγνότητα ζωής και τους σεβασμίους θεσμούς της αρχαίας Εκκλησίας, τους οποίους εξαφάνισαν μεταγενέστερες παραδόσεις».
Συγχρόνως με τη φιλονικεία γύρω από τα μνημόσυνα υπήρχε και η «περί συχνής θείας Κοινωνίας έρις», πρόβλημα ίσως σοβαρότερο του πρώτου, που μέχρι και σήμερα απασχολεί πολλούς χριστιανούς. Οι Κολλυβάδες, πιστοί στο αρχαιοπαράδοτο της Εκκλησίας, ήσαν υπέρ της συχνής Θ. Μεταλήψεως, αντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι οποίοι δίδασκαν για δύο ή τρεις φορές το χρόνο! Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος Β΄ για το ζήτημα τούτο έδωσε ικανοποιητική απάντηση. Έγραψε: «Περί δε του πυκνότερον ή βραδύτερον προσέρχεσθαι τη μεταλήψει των αχτράντων μυστηρίων, φαμέν, ότι χρόνος μεν ουχώρισται, αναγκαία δε πάντως η δια της θείας μετανοίας και εξομολογήσεως προετοιμασία…».
Η φιλονικία όμως και γι΄ αυτό το ζήτημα εξακολουθούσε ν΄ αναστατώνει μοναχούς και χριστιανούς, γι΄ αυτό και πάλι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ το έλυσε με την εγκύκλιό του στην οποία τονίζει: «Χρέος έχουσιν οι ευσεβείς εν εκάστη ιερά μυσταγωγία να προσέρχωνται και να μεταλαμβάνουσι του ζωοποιού Σώματος, δια τούτο και προσκαλούνται υπό του ιερέως εν τω «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Αντικρούει δε τις αντίθετες απόψεις περί της θείας μεταλήψεως δύο ή τρεις φορές το χρόνο ή «εν διαστήματι τεσσαράκοντα ημερών».
Αφορμή και γι΄ αυτό το ζήτημα, δηλ. «περί συχνής θ. μεταλήψεως», υπήρξε το εξής γεγονός: Το έτος 1777 εκδόθηκε στη Βενετία βιβλίο με τον τίτλο: «Εγχειρίδιον ανωνύμου τινός αποδεικτικόν περί του ότι χρεωστούσιν οι χριστιανοί συχνότερον να μεταλαμβάνωσι τα θεία μυστήρια». Στο βιβλίο αυτό υποστηρίζεται με πολυάριθμα χωρία από την αγ. Γραφή και τους πατέρες η υποχρέωση των χριστιανών να μεταλαμβάνουν συχνά «εις κάθε εορταστικήν Λειτουργίαν».
Κατά τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη» του βιβλίου τούτου εξετιμήθη η αξία υπό του αγ. Νικοδήμου (Αγιορείτου), όστις, βλέπων την παραθεώρησιν της «χαριτωμένης συνηθείας να μεταλαμβάνουν οι πιστοί συχνότερον» ανέλαβε να το εκδώσει….». και συνεχίζει ο π. Θεόκλητος: «Αφού ο θείος Διδάσκαλος μετά μεγάλης ευκολίας και ανέσεως ανατρέπει τα σαθρά ταύτα επιχειρήματα (εν. των αντιφρονούντων), κάμνει εν τω επιλόγω αυτού μίαν θαυμασίαν αποστροφήν προς τους χριστιανούς και τους εχθρούς των Κολλυβάδων πλήρη αγάπης και συγκαταβάσεως…».
Το βιβλίο αυτό μόλις εκδόθηκε προκάλεσε μεγάλο θόρυβο και πολλές διαμαρτυρίες από τους αντιφρονούντες. Έτσι, το περί των μνημοσύνων και συνεχούς θ. μεταλήψεως ζήτημα έφτασε ώστε να εγερθεί σφοδρός πόλεμος κατά των Κολλυβάδων. Καταδιώχτηκαν απηνώς από το Άγ. Όρος. Έτσι, «ηναγκάσθησαν πολλοί από τους ευσεβείς εκείνους ανθρώπους να αφήσουν τας αγαπημένας τους σκήτας… και να διασκορπιστούν εις διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ο διωγμός όμως αυτός είχεν ευχαρίστους συνεπείας, διότι ούτοι διέδωσαν το αναμορφωτικόν κήρυγμά των εις τον λαόν. Εις πλείστας πόλεις της Ελλάδος και των νήσων του Αιγαίου έκτισαν μονάς και ανεζωπύρησαν τη θρησκευτικότητα των πιστών…» (Σπυρ. Μακρής, Θρησκ. και Ηθική Εγκυκλ.). Και ο π. Θεόκλητος Διονισιάτης συμπληρώνει: Οι Κολλυβάδες «διασπαρέντες εις διαφόρους τόπους, απετέλεσαν την «μικράν ζύμην» της αναζωπυρήσεως του θρησκευτικού αισθήματος του δούλου ορθοδόξου λαού, δια των ιδρυθέντων παρ΄ αυτών μοναστηρίων, εντός των οποίων εκαλλιεργείτο … τόσον ο μυστικός, όσον και ο μυστηριακός βίος, δια της συμμετοχής του λαού εις την ορθόδοξον λατρείαν και την συχνοτέραν θείαν Ευχαριστίαν…» (Ο Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης). Και ο Γ. Βερίτης σε άρθρο του «Το αναμορφωτικόν κίνημα των Κολλυβάδων και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου» (περ. «Ακτίνες» 1943), σημειώνει: «… Ένα από τα νησιά (που δέχθηκαν το κήρυγμα των Κολλυβάδων) ήταν και η Σκιάθος, το πολυτραγουδισμένο νησί δύο Αλεξάνδρων. Πού να το ήξεραν οι διώκτες των Κολλυβάδων, πως ο διωγμός αυτός θα χάριζε στην Ελλάδα έναν Παπαδιαμάντη και έναν Μωραϊτίδη!…».
Στα βαθύτερα αίτια του κινήματος των Κολλυβάδων αναφέρεται και ο Κ. Μπαστιάς στο βιβλίο του «Ο Παπαδιαμάντης», όταν γράφει: «… η συνεχής Μετάληψις και η τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο και όχι την Κυριακή, δεν ήταν στενόκαρδη προσήλωση σε τύπους. Πίσω από τα δύο τούτα αιτήματα κρυβότανε το σοβαρότερο αίτημα της Ορθοδοξίας, η παράδοση! Οι Κολλυβάδες εκφράζανε τον αγώνα της Ορθοδοξίας να κρατήσει την ιερά της παράδοση ανόθευτη από συμβιβασμούς που θα νοθεύανε την μορφή και την ουσία της… Στη Σκιάθο, λοιπόν, προσφεύγουνε οι Κολλυβάδες μοναχοί, τα γνήσια τέκνα δύο αγίων, του από Κορινθίας Μακαρίου Νοταρά και του Νικοδήμου του Αγιορείτου…». Και ο Ιωάννης Φουντούλης, στο βιβλίο του. «Παράδοση και Λατρεία» γράφει: «Στο σκότος της Τουρκοκρατίας έλαμψε το καθαρό παραδοσιακό πνευματικό «κίνημα» των Κολλυβάδων. Το τι πρόσφερε αυτό στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας… είναι σ΄ όλους γνωστό. Σ΄ αυτό οφείλεται η προβολή του αιτήματος της συχνής προσελεύσεως στη θ. Κοινωνία, η έξαρση του νοήματος του εβδομαδιαίου Πάσχα, η συνεχής προσπάθεια της αναστάσιμης Κυριακής να απαλλαγή από τα νεκρώσιμα στοιχεία».
Όπως είναι γνωστόν οι Κολλυβαδικές έριδες εκφράζουν τη διάσταση ανάμεσα στους παραδοσιακούς και τους φιλελεύθερους , οι οποίοι σπουδασμένοι στη Δύση ακολουθούσαν τις ουμανιστικές της τάσεις. Στο βιβλίο της «Αθανάσιος ο Πάριος» η Αθηνά Καραμπέτη, φιλόλογος και θεολόγος, σημειώνει «…το ζήτημα (των Κολλυβάδων) δεν είναι τόσον απλούν όσον εξ αρχάς φαίνεται. Τα βασικά αίτια είχον βαθυτέρας ρίζας. Ο 18ος αιώνας δια την δυτικήν Ευρώπην, είναι ο αιών των κοινωνικών αναστατώσεων και επιστημονικών ζυμώσεων… Επίσης, εις την Δύσιν η θρησκεία είχεν υποστή κλονισμόν λόγω της ενδοεπαναστάσεως της Μεταρρυθμίσεως και Αντιμεταρρυθμίσεως και των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού. Εις την Ανατολήν, όμως, την επί τρεις αιώνας περίπου υπό στεγνήν και βάρβαρον δουλείαν ευρισκομένην, υπήρχε σταθερά καταφυγή εις την Ορθοδοξίαν, την οποίαν συνιστούν δύο ισότιμοι και ισοδύναμοι πηγαί, ο γραπτός λόγος (Αγ. Γραφή) και ο προφορικός λόγος, τα ήθη και έθιμα που περιεβλήθησαν με συνοδική απόφασιν (παράδοσις). Το οιονδήποτε πλήγμα εις το ένα ή το άλλο μέρος, επέφερε σεισμόν εις την πίστιν, την μόνην ασφαλή δύναμιν εις κάθε εποχήν, πολλώ μάλλον των υποδούλων τότε ορθόδοξων Ελλήνων. Φυσικόν τυγχάνει ότι η παράδοσις ευκολώτερα βάλλεται. Εις αυτόν τον αγώνα, της διατηρήσεως των παραδόσεων, που συνιστά συγχρόνως ανακαινιστικήν και αναμορφωτικήν δύναμιν, απεδύθησαν οι «Κολλυβάδες». Υποστηρίζοντες την ακρίβειαν της Εκκλησίας, συνήργουν εις την διατήρησιν της Ορθοδοξίας ολοκληρωμένης και ανοθεύτου».
Στο έργο του Αθανασίου Πάριου « Έκθεσις είτε ομολογία της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως…», διαβάζουμε τις απόψεις των «Κολλυβάδων», που είναι πράγματι βιβλικές και πατερικές δηλαδή οι σωστά παραδοσιακές. Αυτές είναι: «Η σημασία και η δύναμη των αγίων εικόνων…, ο μικρός και ο μεγάλος αγιασμός, που έχουν την δύναμιν του λουτρού της παλιγγενεσίας και ιαματική χάρη σε κάθε ασθένεια σωματική και ψυχική, το αντίδωρο, που διαφέρει από τα Τίμια Δώρα, γιατί αυτό μετέχει σε κάποια χάρη, ενώ στα Τίμια Δώρα βρίσκεται ο ίδιος ο Χριστός και τέλος οι θέσεις τους για τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους».
Όπως διαπιστώθηκε από τα παραπάνω, το «κίνημα» των Κολλυβάδων υπήρξε ένα «κίνημα» παραδοσιακό και συγχρόνως ανακαινιστικό. Κινήθηκε μέσα στα όρια της Ορθόδοξης παράδοσης με σκοπό να την διαφυλάξει από τυχόν ξένες αλλοιώσεις και συγχρόνως προσπάθησε να ανακαινίση της λειτουργική πράξη και ζωή της Εκκλησίας επαναφέροντας τις αρχαίες αποστολικές και πατερικές παραδόσεις. Γιατί, όπως σημειώνει σύγχρονος θεολόγος, «στην Ορθοδοξία και ιδιαίτερα στη λατρεία της, τίποτε δεν είναι άσχετο και αδιάφορο. Το κεράκι που ανάβουμε, ο σταυρός που κάνουμε, τα κόλλυβα που διαβάζουμε, όλα έχουν αγιασθεί από την πράξη της Εκκλησίας μας και προσφέρουν άρρητη χαρά στον πιστό».
Γι΄ αυτό πολύ σωστά ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος στο βιβλίο του «Θεολογικές Παρουσίες» σημειώνει: «… οι παραδοσιακοί Κολλυβάδες άδικα παρεξηγήθηκαν αγωνιζόμενοι για την ορθόδοξη παράδοση. Δεν ήσαν στενοκέφαλοι καλόγεροι «μεθυσμένοι από έναν αρρωστημένο οίστρο Ορθοδοξίας».
Τελειώνοντας τίθεται το ερώτημα: Έχουν περάσει περίπου δύο και πλέον αιώνες από τη λατρευτική και πνευματική γενικότερα ανακαίνιση των «Κολλυβάδων» Αγιορειτών πατέρων. Μήπως έφτασε η ώρα για μία δεύτερη ανάλογη κίνηση από μέρους της Εκκλησίας; Όλοι σήμερα μιλάμε για την οικονομική κρίση που μαστίζει την πατρίδα μας. Συγχρόνως διαπιστώνουμε ότι η κρίση αυτή στο βάθος της είναι κυρίως πνευματική. Αλλά και η λατρεία μας χρειάζεται και τη δική μας ανανέωση.
Άραγε υπάρχουν οι προϋποθέσεις και οι ανάλογες μορφές και προσωπικότητες που θα μπορούσαν να αναλάβουν ένα τόσο δύσκολο και ευαίσθητο έργο; Χωρίς φανατισμούς, με σύνεση, για να μη πληγωθεί το θρησκευτικό αίσθημα του πιστού λαού, και με βάση πάντοτε την αποστολική και πατερική παράδοση να προχωρήσουμε σ΄ ένα νέο πνευματικό και λατρευτικό «κίνημα».

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013

Ο ΣΤΡΑΤΟΚΛΗΣ ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΡΩΝ - Παναγιώτης Σ. Μαρτίνης


Ο ΣΤΡΑΤΟΚΛΗΣ 
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΡΩΝ

Παναγιώτου Μαρτίνη, Δρ. Θ.
Άρχοντος Ιερομνήμονος
της Αγίας του Χριστού Μ. Εκκλησίας

Η εξωβιβλική παράδοση - μαρτυρία για το Στρατοκλή, ως πρώτο Επίσκοπο της Πάτρας, μας δίνει κάποιες πληροφορίες από τον 6ο αι. και μετά. Συνδέονται με την ιεραποστολική δράση του Πρωτοκλήτου στην Αχαΐα. Ενώ ο Απόστολος Ανδρέας ίδρυσε πολλές Εκκλησίες και χειροτόνησε επισκόπους στις εκτός της Ελλάδος χώρες (στις περί τον Εύξεινο Πόντο, Ιβηρία, Σκυθία κ.ά.) στον ελλαδικό χώρο ίδρυσε μόνο την Εκκλησία των Πατρών και χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπό της το Στρατοκλή. Και τούτο γιατί ήδη από το 52 μ.Χ. είχε προηγηθεί ο Απόστολος Παύλος ιδρύοντας Εκκλησίες, όπως των Φιλίππων (σημ. Καβάλας), Θεσ/νίκης, Βέροιας, Νικοπόλεως και Κορίνθου. 
Ο Απόστολος Ανδρέας περιοδεύοντας σε Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, φυσικά δεν ιδρύει εκκλησίες, ούτε χειροτονεί επισκόπους, μόνο κηρύσσει και ενισχύει στην πίστη τους εκεί Χριστιανούς.

Η όλη ιεραποστολή του Πρωτοκλήτου περιορίζεται στην Αχαΐα και πιο συγκεκριμένα στην Πάτρα, που δεν την επισκέφτηκε ο Απόστολος Παύλος και υπήρχαν μόνον ειδωλολάτρες. Στην Πάτρα έμεινε ο Πρωτόκλητος, δίδαξε, θαυματούργησε, ίδρυσε Εκκλησία, χειροτόνησε επίσκοπο, ιερείς και διακόνους και θεμελίωσε την Εκκλησία με το αίμα του μαρτυρίου του. Δικαιολογημένα η Εκκλησία των Πατρών χαρακτηρίζεται ως «Αποστολική». Βέβαια, σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστεως (Νικαίας - Κων/πόλεως) η Εκκλησία γενικότερα χαρακτηρίζεται ως «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική», αλλά και κάθε τοπική Εκκλησία, που ανάγει την ίδρυσή της σε κάποιον Απόστολο φέρει αυτό το χαρακτηρισμό.
Όταν ήλθε, περί το 68 μ.Χ. στην Πάτρα ο Απόστολος με τους μαθητές του, «προσελάβετο αυτούς ανήρ ονόματι Σώσιος, ον ιάσατο Ανδρέας από ασθενείας θανατικής ...». 
Κατά τον καθηγητή Παν. Ν. Τρεμπέλα, «ήτο δε τότε ανθύπατος ανήρ ονομαζόμενος Λέσβιος, προσκεκολλημένος εις την ειδωλολατρικήν πλάνην ... έλαβε δε την απόφασιν να συλλάβη τον Απόστολον και να θανατώση αυτόν».2
Όμως, «άλλαι αι βουλαί Κυρίου»! Ενώ δηλαδή κατέστρωνε σχέδιο εξόντωσης του Αποστόλου, καταλαμβάνεται αιφνίδια από μια βαρειά ασθένεια και μένει τελείως άφωνος. Όταν, μετά από ώρες, κατόρθωσε κάπως να μιλήσει διέταξε τους στρατιώτες του ν΄ αναζητήσουν «εν τη πόλη ξένον τινά, καλούμενον Ανδρέαν ... δι’ ού δυνήσομαι επιγνώναι την αλήθειαν και σωθήναι από της νυν περιεχούσης με μάστιγος.,.». 3 
Όταν οι στρατιώτες βρήκαν τον Απόστολο και τον έφεραν στο πραιτώριο, τότε ο Λέσβιος άρχισε να τον παρακαλεί με δάκρυα να τον θεραπεύσει και ο Απόστολος συγκινημένος, μετά από θερμή προσευχή, αφού κράτησε από το χέρι το Λέσβιο, τον σήκωσε και του χάρισε την υγεία. Και το θαύμα αυτό του Αγίου έγινε γνωστό, πολλοί μετεστράφησαν στη θρησκεία του «ξένου» με πιο θερμό οπαδό τον ίδιο το Λέσβιο, που έγινε πιστός μαθητής του Ανδρέα. 
Όταν στη Ρώμη πληροφορήθηκαν τη μεταστροφή του Λέσβιου, έσπευσαν να τον αντικαταστήσουν με τον Αιγεάτη, «Έλληνα» κατά τον Επιφάνιο, καταγόμενο πιθανόν από την πόλη Αιγάς ή Αιγέα, πρωτεύουσα τότε της Μακεδονίας. 
Η σύζυγος του νέου ανθύπατου του Αιγεάτου, η Μαξιμίλλα, όταν πληροφορήθηκε τη δράση του Αποστόλου, τα όσα κήρυσσε και επιτελούσε, έστειλε την πιστή, ίσως και συγγενή της Εφιδαμία, «ικανήν ούσαν ιδείν και λαλήσαι του Ανδρέου», στο σπίτι που φιλοξενούσε τον Απόστολο. 
Ο Σώσιος, ο φιλοξενών τον Ανδρέα, «εισήγαγεν αυτήν προς τον Ανδρέαν και πεσούσα εις τους πόδας αυτού ήκουε τον λόγον αυτού».4 Στην αρχή, φαίνεται ότι η Μαξιμίλλα δεν συναντήθηκε με τον Απόστολο. Μετά, όμως από λίγες μέρες «αρρωστία περιπεσούσης αυτής... πέμψασα πάλιν (την Εφιδάμιαν) προσκαλείται τον Απόστολον...»5 Τότε ο Ανδρέας, αφού πλησίασε τη Μαξιμίλλα και έθεσε το χέρι του επάνω της, την εθεράπευσε, «Και μετ΄ ολίγον εζήτησε φαγείν, και παραχρήμα ηγέρθη». 
Ο Αιγεάτης, μετά τη θεραπεία της συζύγου του, έφυγε για τη Ρώμη. 
Τότε η Ρώμη στη θέση του, ως αντικαταστάτη, έστειλε τον αδελφό του Αιγεάτη, το Στρατοκλή. 
Πιθανολογείται ότι ο Στρατοκλής ήταν νεώτερος αδελφός του Αιγεάτη. Κι αυτός κατήγετο από την πόλη Αιγάς ή Αιγέα της Μακεδονίας. 
Ήταν μορφωμένος, ασχολούμενος με τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Σύμφωνα με το «Εγκώμιον» του Νικήτα του Παφλαγόνα, «Αδελφός δε τούτου (του ανθυπάτου Αιγεάτου), Στρατοκλής το όνομα, αιτησάμενος Νέρωνα του μη στρατεύεσθαι, επί φιλοσοφίαν δε τραπήναι παρεγένετο από της Ιταλίας εις τας Πάτρας εν εκείναις ταις ημεραις ... »6. 
Αλλά και ο μοναχός Επιφάνιος (8ος – 9ος αι.), επίσης, μας πληροφορεί: «Ο δε Ανθύπατος Αιγεάτης ... έσχεν αδελφόν ονόματι Στρατοκλήν, ος ήν Αθήναις παιδείας χάριν. Του ανθυπάτου όντος εν Ρώμη ο Στρατοκλής επανήλθεν από Αθηνών εν Πατραις ... »7. 
Στην Πάτρα μαζί με το Στρατοκλή ήλθε και ο δούλος αυτού Αλκμανάς «πάνυ αγαπητός» στο Στρατοκλή. «Η συμπάθεια δ΄ αύτη του Στρατοκλέους προς τον Αλκμάνα εχρησιμοποιήθη υπό της αγαθής και πανσόφου του Θεού Προνοίας, ίνα αμφότεροι ούτοι συνάψωσι γνωριμίαν μετά του Πρωτοκλήτου και οδηγηθώσι δι΄ αυτής εις τον Χριστόν». Λίγες, όμως, ημέρες μετά την άφιξή τους «προσβληθέντος του Αλκμάνος υπό αιφνιδίας και θορυβώδους νευρικής νόσου, περιήλθεν ο Στρατοκλής εις λίαν στενόχωρον θέσιν, μη δυνάμενος ουδέν να πράξη προς θεραπείαν και διάσωσιν του πιστού του υπηρέτου».8 Τότε, η Μαξιμίλλα, η νύμφη αυτoύ «απήγγειλεν αυτώ τα κατά τον Ανδρέαν, και πώς ιάθη από του θανατικού πυρετού». Αμέσως ο Στρατοκλής ανεζήτησε τον Απόστολο Ανδρέα. 
«Όταν δε ούτος, ανταποκρινόμενος εις την πρόσκλησιν του Στρατοκλέους, προσήλθεν εις το πραιτώριον, ένθα διέμενεν ο Στρατοκλής μετά της συνοδείας αυτού, παρημποδίζετο υπό των δούλων τούτου να εισέλθη. Τούτο δε, διότι ηγνόουν ούτοι τίς ήτο ο Aνδρέας, «ιδόντες αυτόν ευτελή και λιτόν άνθρωπον» και υπολαβόντες ότι επρόκειτο περί επαίτου ή και ασήμου τινός, εν τη σπουδή των, όπως απομακρύνουν αυτόν εκείθεν, απεπειράθησαν και να κτυπήσουν ακόμη τον Απόστολον».9 Όταν τελικά λύθηκε η παρεξήγηση και μπήκε ο Ανδρέας στο πραιτώριο και πλησίασε τον ασθενή, βρέθηκε μπροστά σ΄ ένα πλήθος από μάγους, φαρμακευτές και άλλους περίεργους θεραπευτές, οι οποίοι δεν μπορούσαν ν΄ ανακουφίσουν το νεαρό υπηρέτη παρ΄ όλες τις γοητείες και τις ψεύτικες θεραπείες τους. 
Τότε, ο Ανδρέας, αφού τους απομάκρυνε «προσέφυγεν άνευ αναβολής εις το μοναδικόν όπλον την προσευχήν και ανατείνας οφθαλμούς και χείρας και καρδίαν προς τον ουρανόν, επεκαλέσθη θερμώς τον Θεόν ειπών: «ο Θεός, ο οποίος πάντοτε υπακούεις εις τους ανήκοντας εις σε, ο παρέχων πάντοτε τας δωρεάς σου και τα αγαθά σου, ευδόκησον να παράσχης και τώρα αυτό, δια το οποίον σε παρακαλώ και υπό τους οφθαλμούς όλων αυτών, οι οποίοι παρίστανται ενταύθα, θεράπευσον τον υπηρέτην του Στρατοκλέους, φυγαδεύων τον δαίμονα, τον οποίον οι συγγενείς αυτού δεν ημπόρεσαν να εκδιώξουν». Εκτείνας δε μετά τούτο την χείρα αυτού προς τον επί του εδάφους κατακείμενον ασθενή, ανήγειρεν αυτόν υγιή και συνεβάδιζε μετά του Αποστόλου ο Αλκμάν, σωφρόνως και ευσταθώς και εκτάκτως και ήδιστα ορών τον Απόστολον». 10
«Τότε ο Στρατοκλής επίστευσε συν όλω τω οίκω αυτού, και εβαπτίσθη αυτός και η Μαξιμίλλα, η νύμφη αυτού, και Εφιδαμία και πλήθη πολλά, και ήσαν δια παντός συν τω Ανδρέα και τοις αδελφοίς αγαλλιώμενοι»11.
Αλλά και ο Νικήτας ο Παφλαγόνας στο σχετικό «Εγκώμιόν» του σημειώνει: «ο δε τούτου (του Αλκμάνου) κύριος Στρατοκλής παρευθύς πιστεύσας επί τον των πάντων Κύριον συν Μαξιμίλλη και Ιφαδάμα και αυτώ τω ιαθέντι παιδί Αλκμάνι άμα ετέροις αδελφοίς χάριν έσχον της εν Κυρίω σφραγίδος αξιωθήναι, οι και ήσαν δια παντός συν τω Αποστόλω και τοις μαθηταίς νυκτός και ημέρας αγαλλιώμενοι τω πνεύματι και παρ΄ αυτού διδασκόμενοι αμείωτον φυλάττειν την παρακαταθήκην της εν Χριστώ πίστεως επιμελείσθαί τε ψυχής ως αθανάτου, σώματος δε καταφρονείν ως φθείρεσθαι μέλλοντος εγκρατεύεσθαί τε και αγνεύειν, αδικείσθαι και μη αδικείν, μη βαττολογείν, μηδέ ψεύδεσθαι εις αλλήλους, αλλ΄ αδιαλείπτως Θεώ ευχαριστούντας προσεύχεσθαι». 12 
Αυτά τα θαυμαστά έγιναν στο διάστημα που ο Αιγεάτης βρισκόταν στη Ρώμη. Όταν επέστρεψε και πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του Μαξιμίλλα, ο αδελφός του Στρατοκλής «και πας ο οίκος του τω Θεώ του Ανδρέου προσήλθον ... , συλλαβόμενος τον Ανδρέα έθετο αυτόν εν φυλακή». 
Μέσα από τη φυλακή ο Απόστολος δεν σταμάτησε να ενθαρρύνει την Μαξιμίλλα και τον Στρατοκλή. «Μη ηττηθείς ταις κατ΄ εμού απειλαίς έλεγε στη Μαξιμίλλα. «Μη σαλευθής υπό των αυτού φαύλων ομιλιών και μη χαυνωθής ταις αυτού ρυπαραίς συμβουλίαις. Υπόμεινον πάσαν αυτού απειλουμένην ή και επαγομένην θλίψιν. Φύλαξον σεαυτήν αγνήν και καθαράν εκ της ακαθάρτου αυτού συνδιαγωγής». Εγώ, θα συμπληρώσει ο Απόστολος, είμαι έτοιμος να υποστώ όσα βασανιστήρια μπορέσει. Είτε πρόκειται να με παραδώσει στα θηρία, είτε στη φωτιά, είτε να με ρίξει στο βυθό της θάλασσας, είτε να με κατακόψει με το ξίφος, είτε να με καρφώσει στο σταυρό, θα μάθει «οποίος ο δια Χριστού έρως», του οποίου τίποτε δεν θεωρούμε προτιμότερον από τα αγαθά του κόσμου. 
«Προς αυτόν γαρ, τον Κύριον ημών ορώμεν και αυτόν ποθούμεν, τον ημάς υπεραγαπήσαντα και προς αυτόν επειγόμεθα», για να βρεθούμε στη βασιλεία αυτού «κατά την αψευδή αυτού προς ημάς επαγγελίαν».13 
Όταν άκουσε αυτά ο Στρατοκλής, που βρισκόταν κι αυτός εκεί, συγκινήθηκε βαθύτατα και «ήρξατο δακρύειν και στενάζειν ανενδότως». Όταν τον είδε ο Πρωτόκλητος, «λαβόμενος της χειρός αυτού», άρχισε να τον παρηγορεί και να τον ρωτά: «Τί ούτως στενάζων ουκ εφησυχάζεις;».
Εγώ, πρόσθεσε ο Απόστολος, χαίρω γιατί «όχι ματαίως ελάλησα προς σε τον λόγον του Κυρίου», και «ως εν γη καρποφόρω εγκατέσπειρα τούτον εις την καρδία σου», «γεωργούντα εκατονταπλασίονα καρπόν». 
Μη, λοιπόν, στενοχωριέσαι και «μη ούτως ανιώμενος σύνθρυπτέ σου την καρδίαν». 14 
Βεβαίως, απεκρίθη ο Στρατοκλής, κλαίω και οδύρομαι για σένα, ω Απόστολε και Πρωτόκλητε. Γιατί με το θάνατό σου δεν θ΄ ακούμε πλέον τους λόγους σου, που «ως πυρ ακοτίζοντες κατέφλεξάν μου την καρδίαν και προς την πίστιν είλκυσαν του υπό σου καταγγελλομένου Χριστού». 
Οι θεόπνευστοι λόγοι σου εκαλλιέργησαν «την εμήν ακανθώδη και κεχερσωμένην ψυχήν και τα σπέρματα» της σωτηρίας τα εναπόθεσες εις αυτήν». Και ο Απόστολος Ανδρέας απάντησε: «Ακριβώς γι΄ αυτό χαίρομαι, γιατί η προς υμάς διδασκαλία δεν έπεσεν εις το κενόν και γι΄ αυτό δοξάζω τον Κύριό μου και Θεό». Γνωρίζω καλά ότι γρήγορα ο Αιγεάτης θα με δικάσει και θα με θανατώσει. Το ότι όμως θα πεθάνω για τον Κύριό μου και το Ευαγγέλιό του, πρέπει όχι μόνον σε εμένα και σε σας να προξενεί χαρά. 
Και, αφού νύχτωσε, η Μαξιμίλλα και ο Στρατοκλής μαζί με πολλούς αδελφούς βρέθηκαν και πάλι στη φυλακή, κοντά στο διδάσκαλό τους. 
Έχει ήδη αποφασιστεί ο σταυρικός θάνατος του Πρωτοκλήτου και περνάνε μαζί του την τελευταία νύκτα. Είναι σημαντική η νύκτα αυτή, αφού και επίσημα ο Απόστολος Ανδρέας θα ιδρύσει την Εκκλησία της Πάτρας. Σύμφωνα με τις σχετικές μαρτυρίες: 
«Η σκοτεινή εκείνη φυλακή με τα συνεχόμενα προς αυτήν διαμερίσματα, μετεβλήθη τότε εις ναόν και εις κλίμακα μετάρσιον, αναβιβάζουσα τους πάντας εις αυτόν τον ουρανόν. Μετά των νουθεσιών του Αποστόλου συνεδέθησαν και ύμνοι ιεροί, επηκολούθησε δε καθ΄ ώρας νυκτερινάς και η τέλεσις της Θείας Ευχαριστίας, κατά την οποίαν ο Απόστολος ιδίαις χερσί καθαγιάσας τον άγιον άρτον και το καινόν ποτήριον, «μετέδωκεν εις τους παρόντας των αχράντων και αθανάτων του Χριστού Μυστηρίων». Και το σημαντικώτερον δια την εκκλησίαν των Πατρών, «του Στρατοκλή τη των χειρών επιθέσει της αρχιερωσύνης ηξίωσε, χειροτονήσας υπ΄ αυτόν ιερείς και λευίτας». 15 
Αλλά και ο Επιφάνιος συμπληρώνει: «Και οι αδελφοί συν τω Στρατοκλή και τη Μαξιμίλλη βαθείας νυκτός παρεγείνοντο προς αυτόν... Οι δε αδελφοί συνελθόντες ανήψαν λαμπάδας. Και πολλά αυτοίς ομιλήσας μετέδωκεν αυτοίς των αχράντων µυστηρίων, και τον Στρατιοκλήν εχειροτόνησεν επίσκοπον, και παρέδωκεν αυτώ τον κανόνα της ψαλµωδίας του όρθρου και των εσπερινών και των αγίων βαπτισµάτων και πάσαν ακολουθίαν ... ».16 
Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας ίδρυσε και µε το σταυρικό του θάνατο θεµελίωσε την εκκλησία των Πατρών. Συγχρόνως, όπως φαίνεται από τα δύο προαναγραφέντα κείµενα, την οργάνωσε εκκλησιολογικά µε τη χειροτονία επισκόπου, ιερέων και διακόνων, αλλά και λατρευτικά, αφού παρέδωσε στον επίσκοπο Στρατοκλή «τον κανόνα της ψαλµωδίας του όρθρου και των εσπερινών και των αγίων βαπτισµάτων και πάσαν ακολουθίαν...». Στο εξής η Εκκλησία των Πατρών δίκαια θα χαρακτηρίζεται ως «Αποστολική». 
Την άλλη ηµέρα ο Απόστολος οδηγείται στο σταυρό του µαρτυρίου του. Ο νέος επίσκοπος, ο Στρατοκλής, βρίσκεται κοντά του, όπως ο Ιωάννης ο «ηγαπηµένος» κοντά στο δικό του µεγάλο Διδάσκαλο, στο Χριστό. 
Την ώρα που οδηγούσαν τον Απόστολο «προς τον της τελειώσεως τόπον», δροµαίος ο Στρατοκλής «καταλαµβάνει, και ορά τον µακάριον βία ελκόµενον υπό των δηµίων, ώσπερ τινά κακούργον εις κρίσιν. Αφειδώς ουν τούτους πλήξας και τους χιτώνας διαρρήξας των ταύτα δρόντων, απείσπασεν (αυτόν) ο Στρατοκλής... και περικρατών της χειρός του Αποστόλου απήει συν αυτώ εις τον παραθαλάσσιον τόπον ένθα και ηυπρέπιστο τελειωθήναι αυτόν ... »17. 
Όταν ο Απόστολος έφτασε στο σηµείο, που είχαν τοποθετήσει το σταυρό, «προς το χείλος της θαλασσίας ψάµµου», «εστώς επί της γης και ατενές ορών εις τον σταυρόν εξέδυσεν εαυτόν, και δέδωκεν τα ιµάτια αυτού τοις δηµίοις, τοις αδελφοίς ‘παρακελευσάµενος τον ήκειν τους δηµίους και ποιείν τα εγκελευσθέντα αυτοίς ... ». 
Έτσι, αφού τον ξάπλωσαν στο σταυρό, τον έδεσαν µε σχοινιά, χωρίς να του πειράξουν, «τας αγκύλας αυτού», σύµφωνα µε την εντολή του Αιγεάτη, που ήθελε να τον βρει ζωντανό η νύχτα και "υπό κυνών κρεµάµενον βρωθήναι". 
Όµως, ο Απόστολος τρία ολόκληρα ηµερόνυχτα παρέµεινε κρεµασµένος στο σταυρό, χωρίς να παύσει "νουθετών και προτρέπων τα συρρέοντα προς αυτόν πλήθη". 18 
Και ο Στρατοκλής, κάτω από το σταυρό, πάντα δίπλα στο διδάσκαλό του, όταν τον έβλεπε να µειδιά ακόµη και στο σταυρό του έλεγε: "Τι ότι µειδιάς, δούλε του Θεού Πρωτόκλητε; µη τί γε ηµάς πενθών δια το στερίσθαί σου ημάς;".
Και κατά το "Μαρτύριον" του Αποστόλου: Τι μειδιάς δούλε του Θεού, Ανδρέα; ο γέλως σου ημάς πενθείν και κλαίειν ποιεί, ότι σου στερούμεθα".19
Τέλος, «Μετά την σταύρωσιν, ο Στρατοκλής, Επίσκοπος Πατρών, έσπευσεν, ίν ΄αποσπάση εκ του σταυρού το σώµα του Αποστόλου. Ο Αιγεάτης αντέστη το κατ΄ αρχάς, αλλά κραυγαζόντων και θορυβούντων των πολλών, συγκατένευσεν είτα, και ούτω, κατ΄ άλλους µεν ο Στρατοκλής µετά της Μαξιµίλλας, κατ΄ άλλους δε αύτη, η Μαξιµίλλα λύσασα ή αποκαθηλώσασα και αρώµασι πολυτίµοις αλείψασα το τίµιον του Αποστόλου σώµα ενεταφίασεν, εντός ιδίου µνήµατος λιθίνου και παρά την θέσιν του σταυρικού µαρτυρίου, ήτοι πλησίον αιγιαλού».20 
Αλλά, και κατά τον εγκωµιαστή του Αγίου Νικήτα: «Μετά την του Αποστόλου ένδοξον έξοδον, κλαιόντων απάντων και ανιωµένων επί τω χωρισµώ αυτού, ο ιερώτατος επίσκοπος Στρατοκλής άµα τη σώφρονι Μαξιµίλλη προσελθών εξέλυσεν από του σταυρού το καρτερικόν αυτού και τίµιον σώµα και κατέθαψεν τούτο πάνυ τιµίως και σεβασµίως την αναγκαίαν επιµέλειαν αυτώ προσαγαγών ... ».21 
«Τέλος ο Στρατοκλής και η Μαξιµίλλα, µείνατες µέχρι τέλους της ζωής των πιστοί εις την νέαν θρησκείαν, έκτισαν και (φροντιστήρια), το µεν δια τους άνδρας, το δε δια τας γυναίκας, αφού προηγουµένως εµοίρασαν τα υπάρχοντά των εις τους πτωχούς».22 
Φυσικά και στους «Επισκοπικούς Καταλόγους», ως πρώτος επίσκοπος Πατρών φέρεται ο Στρατοκλής. 
Δυστυχώς στο «Αγιολόγιον» της Εκκλησίας µας δεν περιλαµβάνονται οι Στρατοκλής και η Μαξιµίλλα. Όµως, στη συνείδηση των χριστιανών και µάλιστα των Πατρινών πρέπει να τιµώνται ως Άγιοι, αφού υπήρξαν οι πρώτοι πιστοί του Πρωτοκλήτου στην αχαϊκή γη, µείναντες κοντά του µέχρι του µαρτυρικού θανάτου Αυτού.

Τετάρτη, Αυγούστου 22, 2012

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΣΟΥΜΕΛΑ -1



πηγή

Παναγιώτη Σ. Μαρτίνη, ΔρΘ.,
Ἄρχοντος Ἱερομνήμονος τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ 
ΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΣΟΥΜΕΛΑ

[Α´]
πὸ τὸν ὑπ᾿ ἀρ. 268 ἀνέκδοτο κώδικα τῆς ἹΜονῆς Διονυσίου – Ἁγίου Ὄρους,«συγγραφέντα παρὰ εὐτελοῦς καὶ ταπεινοῦ μοναχοῦ Ἀκακίου τοῦ Σαββαΐτου»

Ἐκδ. «ΤΑΩΣ», Πάτρα, 2012

 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
(Ἀπόσπασμα)

 .           Ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔκδοση καὶ δημοσίευση τοῦ ὑπ’ ἀρ. 268 χαρτώου κώδικα τῆς ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου – Ἁγίου Ὄρους ἔδωσε ἡ, μετὰ 88 χρόνια, προσκυνηματικὴ – λατρευτικὴ ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Σουμελᾶ τοῦ Πόντου. Ὁ κώδικας αὐτὸς περιέχει τὴν βιογραφία τῶν δύο ὁσίων μοναχῶν Βαρνάβα καὶ Σωφρονίου, κτιτόρων τῆς ἱστορικῆς Μονῆς τοῦ Πόντου.
.           Τὸ ἐρειπωμένο πιὰ Μοναστήρι, στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 2010, ἄνοιξε τὶς πύλες του γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὴν πατριαρχικὴ συνοδεία καὶ ν’ ἀντιλαλήσουν στὸν ἁγιασμένο χῶρο του καὶ πάλι οἱ θεομητορικοὶ ὕμνοι. Ἡ πατριαρχικὴ θεία Λειτουργία ὑπῆρξε τὸ κορυφαῖο γεγονὸς τοῦ προσκυνήματος, ποὺ συμμετεῖχαν ὄχι μόνο οἱ «ὅπου γῆς Πόντιοι», ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἄλλων πιστῶν.

[…]

.           Τὸ ἁγιολογικὸ κείμενο, ποὺ ἐκδίδεται γιὰ πρώτη φορά, φέρει τὸν τίτλο:«Βίος καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ περιήγησις τῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν Βαρνάβα καὶ Σωφρονίουτῶν κειμένων  ἐντῷ ὄρει τοῦ Μελᾶσυγγραφεὶς παρὰ τοῦ εὐτελοῦς καὶ ταπεινοῦ μοναχοῦ Ἀκακίου τοῦ Σαββαΐτου». Δυστυχῶς κι αὐτὸς ὁ κώδικας, ποὺ περιέγραφε τὸ Κτιτορικὸ τῆς Μονῆς Σουμελᾶ, εἶχε χαθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους χειρόγραφους κώδικες, ποὺ περιεῖχαν τὴν ἱστορία τῆς ἵδρυσης τῆς Μονῆς. Ὅμως, τὸ ἔτος 1965, βρέθηκε, στὸ ἀρχεῖο τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς Μονῆς Διονυσίου – Ἁγίου Ὄρους, ὁ ὑπὸ ἔκδοση χειρόγραφος ἀνέκδοτος κώδικας τοῦ μοναχοῦ Ἀκακίου τοῦ Σαββαΐτη. Τὸ ἁγιολογικὸ αὐτὸ κείμενο διέσωσε ὁ μοναχὸς Συμεών, ποὺ τὸ ἀντέγραψε τὸ ἔτος 1446 μ.Χ., ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει: «Τὸ ἁγιολογικὸν τοῦτο κείμενον … ἀντεγράφη ὑπὸ μοναχοῦ Συμεὼν ἐν ἔτει 1446»..           Τὸ ἀνέκδοτο αὐτὸ κείμενο τοῦ μοναχοῦ Ἀκακίου, ποὺ ἀντέγραψε ὁ μοναχὸς Συμεών, θὰ ἐκδώσουμε.  […]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

.           Μὲ τὸ παρὸν βιβλίο προβαίνουμε στήν ἔκδοση, ὅπως καί προλογικὰ ἀναφέρθηκε, τοῦ ἀριθ. 268, φύλλα 423-517, χαρτώου χειρογράφου ἀνέκδοτου κώδικα, ποὺ φυλάσσεται στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἱ. Μονῆς Διονυσίου – Ἁγίου Ὄρους. Σ᾿ αὐτὸν τὸν κώδικα περιέχεται ὁ Βίος καί ἡ Πολιτεία, καθώς καί ἡ μερικὴ Περιήγησις τῶν πατέρων Βαρνάβα καί Σωφρονίου, ποὺ ὑπῆρξαν οἱ κτίτορες τῆς Ἱ. Μονῆς τῆς Παναγίας τοῦ ὄρους Σουμελᾶ τῆς Τραπεζοῦντος.
.           Συγγραφέας τοῦ Βίου τῶν δύο κτιτόρων μοναχῶν εἶναι ὁ Ἀκάκιος, μοναχὸς τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ ὁσίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης, γι᾿ αὐτὸ φέρει τὴν ἐπωνυμία «Σαββαΐτης».
.           Τὸ ἔργο τοῦ Ἀκακίου ἀντέγραψε ὁ μοναχὸς Συμεών, ἀγνώστου Μονῆς, τὸ ἔτος 1446 μ.Χ., ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ τέλος τοῦ κώδικα. Τὸ κείμενο αὐτὸ βρέθηκε, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἱ. Μονῆς Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ ἔτος 1965. Μέχρι τὴν ἀνεύρεση αὐτοῦ τοῦ κειμένου, ἡ ἔρευνα περὶ τῆς ἱδρύσεως τῆς Μονῆς Σουμελᾶ, βασιζόταν στὸ Κτιτορικὸ κείμενο τοῦ ἱεροδιακόνου Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη (18ος αἰ.).
.           Ἡ νεώτερη ἔρευνα ἀπέδειξε, μετὰ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ «Ἀκακιανοῦ» κειμένου, ὅτι ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης εἶχε ὡς βάση τοῦ ἔργου του τὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου.
.           Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἀκάκιος ἀποφεύγει στὴ βιογραφία ποὺ ἔγραψε τὴν ἀναγραφὴ προσώπων καὶ ἱστορικῶν γεγονότων. Ὁ ἴδιος ἐκφράζει στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔργου του τὴν ἀδυναμία του γι᾿ αὐτὴ τὴν προσπάθεια ποὺ τοῦ ἐπιφόρτισαν οἱ συνασκητές του μοναχοί, ἀφοῦ, ὅπως γράφει, δέν γνωρίζει ἀκόμη καὶ τὰ ὀνόματα τῶν δύο κτιτόρων μοναχῶν. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Διὸ καὶ ἀνεβαλλόμην εἰδὼς ὅτι μεγάλης εἶναι τοῦτο διανοίας καὶ θείῳ πνεύματι φωτισμένης τὸν τοσούτοις χρόνοις σεσιγημένοις … καὶ μή τε τούτοις ἐπωνυμίαιςπροσῆν…»..           Τὸ μόνο ἱστορικὸ στοιχεῖο ποὺ ἀναφέρεται στὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου, ποὺ ἡ ἔρευνα τὸ θεωρεῖ ἐμβόλιμο, εἶναι ὅτι οἱ δύο μοναχοὶ Βαρνάβας καὶ Σωφρόνιος ἔζησαν «ἐν τοῖς χρόνοις Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου» (379-395 μ.Χ.). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὡς βάση του τὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου, ἀναφέρει ὅτι, πράγματι, οἱ δύο μοναχοὶ ἔζησαν τὸν 4ο αἰ. καὶ ὁ βιογράφος τους μοναχὸς Ἀκάκιος τὸν 7ο αἰ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (648-685).
.           Ἦταν φυσικὸ ἡ ἔρευνα μέχρι τὸ 1965 νὰ βασίζεται στὸ μοναδικὸ Κτιτορικὸ τῆς Μονῆς Σουμελᾶ ποὺ κυκλοφοροῦσε· κι αὐτὸ ἦταν τοῦ Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη. Ἄλλωστε σ᾿ αὐτὸν ἔστειλε ὅλους τοὺς χειρόγραφους κώδικες τῆς Μονῆς ὁ Σουμελιώτης ἀρχιμ. Παρθένιος Μεταξόπουλος, σύγχρονος τοῦ Καυσοκαλυβίτη (18ος αἰ.) καὶ μαζὶ ἔγραψαν τὸ ἱδρυτικὸ τῆς Μονῆς. Ὅμως, ὅπως φαίνεται, ὁ Νεόφυτος δέν ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ τοὺς κώδικες καὶ ἔκτοτε χάθηκαν καὶ μαζί τους καὶ τὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου.
.           Ἂν θὰ τολμούσαμε μιὰ πρώτη σύγκριση τῶν δύο κειμένων, τοῦ 4ου καὶ τοῦ 18ου αἰ., θὰ παρατηρούσαμε κατ᾿ ἀρχὴν δυὸ μεγάλες διαφορές. Ὁ Καυσοκαλυβίτης δέν περιλαμβάνει στὸ κείμενό του ὅλες τὶς χρονολογικὰ μεταγενέστερες τοῦ 4ου αἰ. πληροφορίες, ὅπως ἀναφέρονται στὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου. Ἀντιθέτως περιλαμβάνει ἄλλα στοιχεῖα, ὅπως γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας, ποὺ θαυματουργικὰ βρέθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Μελᾶ, ποὺ δέν βρίσκονται στὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου.
.           Σχετικὰ μὲ τοὺς κτίτορες τῆς Μονῆς ὁ φιλόλογος-ἐρευνητὴς Ὀδυσ. Λαμψίδης σημειώνει: «…Τὸ 1965 εἰς δημοσίευμα περὶ τοῦ ἀκακιανοῦ κειμένου διὰ τὸν ἅγιον Βάρβαρον ἐγράφομεν ὅτι ὁ βίος τῶν ἱδρυτῶν τῆς μονῆς Σουμελᾶ ὑπὸ Ἀκακίου Σαββαΐτου συνετέθη μετὰ τὸν 11ο αἰῶνα καὶ πρὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ 14ουαἰῶνος… Μὴ ὑπάρχοντος πλέον δισταγμοῦ διὰ τὴν χρονολόγησιν τῆς ἀκμῆς τοῦ συγγραφέως Ἀκακίου, δυνάμεθα ἀνενδοιάστως νὰ συμπεράνωμεν ὅτι οὗτος ἤκμασε κατὰ τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος … τὸ δὲ ἔργον: Βίος τῶν ἱδρυτῶν τῆς μονῆς Σουμελᾶ, κατὰ τάς δύο πρώτας δεκαετίας τοῦ 13ου αἰῶνος».

.           Ἐπίσης, ὁ Γερμανὸς ἐρευνητής Günter Evangelos Weigel, ποὺ ἰδιαίτερα ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἀκακιανὸ κείμενο, σὲ ἄρθρο του βεβαιώνει ὅτι ἡ μονὴ τοῦ Πόντου πρέπει νὰ κτίστηκε τὸν 11ο αἰ. καὶ ὅτι ὁ Ἀκάκιος, ὁ βιογράφος τῶν ἱδρυτῶν, πρέπει νὰ ἔζησε στὸ τέλος τῆς λατινικῆς κυριαρχίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1261), δηλαδὴ στὸ τέλος τοῦ 13ου αἰῶνος. Τὴν ἴδια περίοδο ἔγραψε καὶ τὸ κείμενο γιὰ τοὺς δύο ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του.
.           Ὁ Δ. Καμπούρογλου στὸ ἔργο του: Ἀναδρομάρης,ΒαρνάβαςκαὶΣωφρόνιος, ἀναφέρει ὅτι ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς πρέπει νὰ ἔγινε τὸν Θ´ αἰῶνα, διότι ἡ ὑπὸ τῶν Σαρακηνῶν καταστροφὴ συνέβη τὸ 896 μ.Χ.. Βέβαια δέν εἶχε ἀνευρεθεῖ κατὰ τὴν περίοδο ποὺ γράφει ὁ Δ. Καμπούρογλου τὸ ἀκακιανὸ κείμενο. Ὁπωσδήποτε ὅμως κι αὐτὸς ἐκφράζει τὴν ἀντίθεσή του ὅτι οἱ δύο μοναχοὶ ἔζησαν τὸν 4ο αἰ. καὶ ὁ μοναχὸς Ἀκάκιος τὸν 7ο αἰ.
.           Μὲ τὰ τελευταῖα δεδομένα γιὰ τὸ χρόνο ποὺ ἔζησαν οἱ δύο μοναχοὶ (11οςαἰ.) καὶ ὅτι ὁ μοναχὸς Ἀκάκιος ἔγραψε τὸ κείμενό του τὸν 13ο αἰ., ἐξηγοῦνται οἱ μεταγενέστερες ἀναφορὲς τοῦ κειμένου περὶ τοῦ Μ. Φωτίου (9ος αἰ.), ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου (11ος αἰ.) καὶ πολλὲς ἄλλες, ποὺ φυσικὰ παραλείπονται ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Καυσοκαλυβίτη, ἀφοῦ θεωρεῖ ὅτι οἱ δύο ἱδρυτὲς μοναχοὶ ἔζησαν τὸν 4ο αἰ. καὶ ὁ συγγραφέας τοῦ βίου τους τὸν 7ο αἰ.
.           Ὁπωσδήποτε τὸ κείμενο τοῦ Καυσοκαλυβίτη συμφωνεῖ σχεδὸν ἀπόλυτα μὲ τὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου ὡς πρὸς τὸν βίο καὶ τὴν περιπλάνηση τῶν δύο μοναχῶν, καθώς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἵδρυση τῆς ἱστορικῆς μονῆς τοῦ Πόντου, μάλιστα στὴ βιογραφία τοῦ Καυσοκαλυβίτη ἀπὸ τὴ σελίδα 9 (Εἰσαγωγή) φαίνεται ὅτι χρησιμοποιεῖ ὡς παλαιότερη καὶ μοναδικὴ πηγὴ τὸν Ἀκάκιο.
.           Ἐκεῖνο ποὺ κρίνεται ἀπαραίτητο νὰ ἐπαναληφθεῖ εἶναι ὅτι στὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου δέν γίνεται μνεία περὶ τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας, ὅπως στὸ ἀντίστοιχο τοῦ Καυσοκαλυβίτη. Ἐνῶ ὁ Ἀκάκιος ἀναφέρει λεπτομερῶς πῶς ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς φιλοτέχνησε τὶς τρεῖς εἰκόνες τῆς Παναγίας (Ὁδηγήτριας – Αἰγυπτίας – Ἀθηνιώτισσας), στὴ συνέχεια τοῦ ἔργου του δέν κάνει μνεία περὶ τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας, ποὺ μετέφεραν οἱ δύο μοναχοὶ στὴ Μονὴ ποὺ ἵδρυσαν, ἢ ὅπως θέλει ὁ Καυσοκαλυβίτης «μετέστη» ἡ εἰκόνα θαυματουργικὰ ἀπὸ τὸ ναό της στὴν Ἀθήνα στὴ μονὴ τοῦ ὄρους Μελᾶ καὶ ἀνέμενε ἐκεῖ τοὺς δύο μοναχούς.
.           Πρῶτος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀναφέρει τὴν ταυτότητα τῆς Ἀθηνιώτισσας Παναγίας μ᾿ αὐτὴν τοῦ ὄρους Μελᾶ, ποὺ μετονομάστηκε Παναγία ἡ Σουμελιώτισσα. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σουμελιώτισσας εἶναι ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ καὶ τιμᾶται ἰδιαίτερα ὡς θαυματουργή, ἀφοῦ ἀναφέρονται πολλὰ θαύματα, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν μουσουλμάνων. Ὁ Γερμανὸς ἐρευνητής τὴ θεωρεῖ ἔργο τοῦ 17ου αἰῶνος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...