Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ
«Χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν»
(Ματθ. κστ΄,49)
Του Παναγιώτου Σ. Μαρτίνη, Δρ. Θ.
Η ιστορία από τα αρχαία χρόνια έχει καταγράψει πολλές προδοσίες. Ενδεικτικά θ΄ αναφέρουμε, ίσως, τις πιο γνωστές:
Στις 25 Μαρτίου του 44 π.Χ. ο Λεύκιος Βρούτος ηγείται της δολοφονίας του συνεργάτη του Ιουλίου Καίσαρα. Κατά τον Σουητώνιο, όταν ο Ιούλιος Καίσαρ είδε τον Βρούτο μεταξύ των συνωμοτών του είπε στα ελληνικά «Και συ τέκνον;».
Το 480 π.Χ. στη μάχη των Θερμοπυλών, ο Εφιάλτης ανέλαβε να οδηγήσει τους Πέρσες, από μία στενή διάβαση, εναντίον των Σπαρτιατών του Λεωνίδα κι έμεινε στην ιστορία ως παροιμιώδης προδότης. Το 1803 μ.Χ. ο Σουλιώτης πολεμιστής Πήλιος Γούσης, κατά τον ιστορικό Χ. Περραιβό, υπέδειξε στους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά ένα αφύλακτο μονοπάτι που οδηγούσε στο Κούγκι κι έτσι συνετέλεσε στο γνωστό ολοκαύτωμά του.
Τέλος, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως προδοσία την βίαιη απομάκρυνση του Πατριάρχη Φωτίου από τον Πατριαρχικό θρόνο από το μαθητή του Λέοντα ΣΤ΄ το σοφό, αμέσως μόλις ο τελευταίος στέφτηκε αυτοκράτορας το 886 μ.Χ. Ο Φώτιος πέθανε στην εξορία.
Όμως, η προδοσία που έμεινε στην ιστορία ως η πλέον χαρακτηριστική και παροιμιώδης ήταν αυτή του Ιούδα κατά του Διδασκάλου του Ιησού. Όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στους άλλους χριστιανικούς λαούς, το όνομα «Ιούδας Ισκαριώτης» έμεινε ως το κατ΄ εξοχήν συνώνυμο της προδοσίας. Γνωστόν επίσης και το έθιμο της καύσης του ομοιώματος του Ιούδα την παραμονή του Πάσχα ή ανήμερα της Μεγάλης Γιορτής.
Σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση (Κ. Διαθήκη) και άλλες πηγές, ο Ιούδας, γιός του Σίμωνα, κατήγετο από την πόλη Καριώθ, νότια της Ιουδαίας, εξ ου και το επωνύμιον «Ισκαριώτης».
Από τους «Δώδεκα» μόνον αυτός ήταν Ιουδαίος, αφού οι λοιποί μαθητές του Κυρίου ήσαν Γαλιλαίοι.
Κλήθηκε στο αποστολικό αξίωμα με τους υπόλοιπους μαθητές: ….και συλεξάμενος απ΄ αυτών δώδεκα, ους και αποστόλους ωνόμασεν, Σίμωνα ον και ωνόμασεν Πέτρον, και Ανδρέαν…, και Ιούδαν Ισκαριώθ, ος και εγένετο προδότης» (Λουκ. στ΄, 13-16). Στους αποστολικούς καταλόγους φέρεται πάντοτε τελευταίος με το χαρακτηρισμό του προδότη (Ματθ. στ΄,4, Μαρκ. η΄, 19, Λουκ.στ΄16). Φαίνεται ότι θα είχε πρακτικές ικανότητες, ίσως και άλλες ιδιότητες, γι΄ αυτό τον κατέστησαν και διαχειριστή – ταμία της μικρής αποστολικής ομάδας, αφού κρατούσε το «γλωσσόκομον» δηλ. το ταμείο (Ιω. ιβ΄, 6 και ιγ΄, 29).
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, φαίνεται ότι ο Ιούδας ανήκε στο κίνημα των «ζηλωτών». Οι «ζηλωτές» ανέμεναν τον Μεσσία ως κοσμικό βασιλιά και ελευθερωτή, που θα τους ελευθέρωνε όχι μόνο από τους Ρωμαίους κατακτητάς, αλλά ότι θα καθιστούσε το Ιουδαϊκό έθνος μια παγκόσμια αυτοκρατορία κατά το πρότυπο της Ρωμαϊκής. Πολλοί πιστεύουν ότι η προσκόλληση του Ιούδα κοντά στον Ιησού είχε ιδιοτελή ελατήρια.
Ήταν μια ιδιοτέλεια «υπό την μορφήν πίστεως εις τον Ιησούν ως Μεσσίαν, αλλά ως κοσμικόν, οιον ανέμενον αυτόν η μεγάλη πλειοψηφία των Ιουδαίων της εποχής εκείνης» (Καθηγητής Π. Μπρατσιώτης).
Οι συνεχείς όμως προρρήσεις του Ιησού περί του Πάθους Του άρχισαν να σκανδαλίζουν τον Ιούδα και να του δημιουργούν αμφιβολίες, αν ο Ιησούς ήλθε ως τον ανέμεναν οι Ιουδαίοι και μάλιστα οι ζηλωτές. Τέτοιες προρρήσεις του Ιησού περί του Πάθους Του μας διασώζει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Από τότε ήρξατο ο Ιησούς δεικνύειν τοις μαθηταίς αυτού ότι δει αυτόν εις Ιεροσόλυμα απελθείν και πολλά παθείν …και αποκτανθήναι… (ιστ, 21). Και σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου του σημειώνει: «Συστρεφομένων δε αυτών εν τη Γαλιλαία είπεν αυτοίς ο Ιησούς μέλλει ο υιός του ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται και ελυπήθησαν σφόδρα (ιζ΄, 22-23). Αν οι μαθητές του Κυρίου «ελυπήθησαν σφόδρα» για το Πάθος του Διδασκάλου, ο Ιούδας θα «ελυπήθη σφόδρα» ακούγοντας να διαψεύδονται οι ελπίδες περί αναμονής του Μεσσία ως κοσμικού άρχοντα και ελευθερωτή.
Επίσης, στο δείπνο της Βηθανίας, στο σπίτι του αναστηθέντος Λαζάρου, βεβαιώθηκε περί του επικείμενου τέλους του Ιησού, όταν, μαζί με το πάθος της φιλαργυρίας, θίχτηκε και ο εγωϊσμός του, μετά από μία έμμεση επιτίμηση που δέχτηκε από τον Ιησού. Σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ότι, όταν η αδελφή του Λαζάρου η Μαριάμ, άρχισε ν΄ αλείφει με πολύτιμο μύρο «τους πόδας" του Ιησού», λέγει «…Ιούδας ο Ισκαριώτης… διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; Είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ΄ ότι κλέπτης ην και το γλωσσόκομον έχων τα βαλλόμενα εβάσταζεν είπεν ουν ο Ιησούς, άφες αυτήν, ίνα εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τηρήσει αυτό…» (ιβ΄, 3-8).
Τέλος, όταν ο Κύριος, μετά τη θριαμβευτική του είσοδο στα Ιεροσόλυμα, αναφέρθηκε στη Σταύρωσή Του «…καγώ εάν υψωθώ εκ της γης… τούτο δε έλεγεν σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν» (Ιω. ιβ΄, 32-33), τότε οι αμφιβολίες για τον Ιούδα έγιναν πραγματικότητα. Η κρίση μέσα του εξέσπασε. Πήρε την απόφασή του. Έσπευσε στους αρχιερείς και άρχισε τις διαπραγματεύσεις: «…πορευθείς… προς τους αρχιερείς είπεν, τι θέλετε μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Οι δε έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια, και από τότε εζήτει ευκαιρία ίνα αυτόν παραδώ» (Ματθ. κ στ΄, 14-16).
Έτσι, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού, όπως μας την περιγράφουν και οι τέσσερις Ευαγγελιστές (Ματθ. κ στ΄47-51, Μαρκ. Ιδ΄43-46, Λουκ. κβ΄, 47-48, Ιω. ιη΄, 3-5).
Για την προδοσία του Ιούδα υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με τα ελατήρια αυτής της ατιμωτικής ενέργειας του. Ερωτούν: Φτάνει μόνον η φιλοχρηματία – φιλαργυρία του; Η δυσαρέσκειά του για την δήθεν προσβολή του από τον Ιησού στο δείπνο της Βιθανίας; (Ιω. ιβ΄, 5). Σύμφωνα με τις απόψεις πολλών ερευνητών, υπήρξαν πολλά και σύνθετα ελατήρια. Οι Ευαγγελιστές τα περιορίζουν μόνο σ΄ αυτό της φιλαργυρίας, αφού το τονίζουν ιδιαίτερα, «ότι κλέπτης ην και το γλωσσόκομον έχων τα βαλλόμενα εβάσταζεν» (Ιω. ιβ΄, 6). Κατά τον αείμνηστο καθηγητή Παν. Μπρατσιώτη, «Το πιθανώτερον είναι, ότι ο Ιούδας ελκυσθείς προς τον Ιησούν εξ ιδιοτελείας εμπνεομένης υπό της πίστεώς του εις αυτόν ως μεσσίαν ουχί πνευματικόν, αλλά κοσμικόν, εκ της πολιτείας του Ιησού, παν άλλο ή ανταποκρινομένης εις τας κοσμικόφρονας αυτού βλέψεις, απογοητευθείς και ανεπίδεκτος της αγαθής εκείνου επιδράσεως αποδειχθείς δεν εδίστασεν εν τη αθεραπεύτω αυτού φιλοχρηματίαν και πωρώσει να προδώση τον διδάσκαλον αντί τιμήματος ούτως ευτελούς» (Μ.Ε.Ε. τομ. 13ος, σελ. 103).
Ο Κύριος πολλές φορές αναφέρθηκε στην προδοσία του Ιούδα, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως προειδοποιήσεις προς αυτόν. Μάλιστα χρησιμοποιεί ιδιαίτερα βαρείς χαρακτηρισμούς. Ενδεικτικά, στο κατά Ιωάννη (κεφ. στ΄70) είπε στους μαθητάς του: «… ουκ εγώ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην; Και εξ υμών εις διάβολος εστιν, έλεγεν δε τον Ιούδαν Σίμωνος Ισκαριώτου…» Επίσης, στην προς του Πάθους Του αρχιερατική προσευχή, θα ονομάσει τον Ιούδα «υιό της απωλείας» (Ιω. ιζ΄, 12). Αλλά, και, κατά τη νύκτα του Μ. Δείπνου, αφού ένιψε και τους «πόδας» του Ιούδα, θα επαναλάβη: «… ο λελουμένος ουκ έχει χρείαν ει μη τους πόδας νίψασθαι, αλλ΄ έστιν καθαρός όλος και υμείς καθαροί εστε, αλλ΄ ουχί πάντες, ήδει γαρ τον παραδιδόντα, δια τούτο είπεν ότι ουχί πάντες καθαροί εστε» (Ιω ιγ΄, 10-11).
Υπάρχει προβληματισμός στους ερμηνευτές, αν ο Ιούδας ήταν παρών στην εγκαθίδρυση του μυστηρίου της θ. Ευχαριστίας. Οι παλαιοί Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, με βάση το Ευαγγέλιο του Λουκά (Κεφ. κβ, 14-23), πιστεύουν ότι ο Ιούδας έλαβε μέρος στην παράδοση του μυστηρίου. Νεώτεροι όμως, με βάση το κατά Ιωάννη (κεφ. 18΄21-30) αρνούνται ότι ο Ιούδας ήταν παρών. Οπωσδήποτε ο Κύριος θα κάμει στον Ιούδα και την τελευταία προειδοποίηση. Στην ερώτηση του μαθητή (πιθανόν του Ιωάννη) «τις εστιν» αυτός που θα σε παραδώσει; Ο Κύριος απάντησε: «Εκείνος εστίν ω εγώ βάψω το ψωμίον και δώσω αυτώ, βάψας ουν το ψωμίον λαμβάνει και δίδωσιν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτου… λέγειν ουν αυτώ ο Ιησούς, ο ποιείς ποίησον τάχιον… λαβών (Ιούδας) ουν το ψωμίον …εξήλθεν ευθύς, ην δε νυξ» (Ιω. 18, 21-30).
Τη νύκτα που ακολούθησε πραγματοποιήθηκε και ολο
κληρώθηκε η μεγάλη προδοσία. Έκλεισε με τη φράση: «Χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν» (Ματθ. κστ΄, 49).
Την επομένη, μετά τη σύλληψη και καταδίκη του Ιησού, ο Ιούδας, υπό το κράτος των τύψεων, «μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις λέγων: ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον… και ρίψας τα αργύρια εις τον ναόν ανεχώρησεν, και απελθών απήγξατο». (Ματθ. κζ΄, 3-5). Αλλά και το δέντρο δεν κράτησε τον προδότη, αφού «και πρηνής γενόμενος… εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού» (Πραξ. α, 18).
Τέλος, ο Παπίας, μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη, αναφέρει ότι μερικοί επίστευαν ότι έζησεν ο Ιούδας και ότι «επρήσθη επί τοσούτον την σάρκα, ώστε μηδέ οπόθεν άμαξα ραδίως διέρχεται εκείνον δύνασθαι διελθείν, αλλά μηδέ αυτόν μόνον τον της κεφαλής όγκον αυτού».
Βεβαίως δεν έλειψαν και οι υπερασπιστές του Ιούδα, όπως οι Καϊνίτες του 13ου αι. και εξής. Όμως, στη χριστιανική συνείδηση η μορφή του Ιούδα υπήρξε πάντοτε απαισία και η φράση «Ιούδας» ή «Ισκαριώτης» ήταν ύβρις, που ταυτιζόταν με την προδοσία. Σε κάθε προσπάθεια αποκατάστασης του Ιούδα ισχύουν τα λόγια του Κυρίου: "ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού. Ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω, δι΄ ου ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται. Καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος" (Ματθ. κστ΄, 24).
Πηγή: "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"