Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2011

Πρόσκληση σε καρδινάλιο να βαφτιστεί Ορθόδοξος

Πρόσκληση σε καρδινάλιο να βαφτιστεί Ορθόδοξος


...Και όχι σε οποιονδήποτε καρδινάλιο, αλλά στον περίφημο καρδινάλιο Κοχ, εκπρόσωπο του Βατικανού στον Οικουμενικό Διάλογο (Ορθόδοξων & Καθολικών). 
 
O καρδ. Κοχ (δεξιά) με το συνομιλητή του, εκπρόσωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα.
ΟΙ “ΔΥΟ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ” ΚΑΙ Η “ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ” ΕΚΚΛΗΣΙΑ
(ΑΠΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΓΛΩΣΣΑ)


“Ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς Καρδινάλιος Kurt Koch, Πρόεδρος τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου περὶ τῆς Προωθήσεως τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητας ἔφα: "Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς πάπας Παῦλος Ἰωάννης ὁ Β΄, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἀναπνέει μὲ δύο πνευμόνια. Γιὰ αἰῶνες ἀναπνέαμε μὲ ἕνα πνευμόνι καὶ τώρα ἀρχίσαμε νὰ ἀναπνέουμε μὲ δύο πνευμόνια, ποὺ ἀντικατοπτρίζονται στὶς σχέσεις ἀνατολῆς καὶ δύσης καὶ ἔτσι διαπιστώνουμε ὅτι αὐτὰ ποὺ μᾶς διαιροῦν εἶναι πολὺ μικρότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἑνώνουν. Ὁ Κύριος ἵδρυσε μία Ἐκκλησία παρόλο ποὺ ὑπάρχουν δύο Ἐκκλησίες." (Ιστολόγιο Χριστιανική Βιβλιογραφία).

Ας βοηθήσουμε, με κάθε καλή διάθεση, τον Καρδινάλιο Κοχ να αντιληφθεί ορισμένα απλά πράγματα, τα οποία είτε όντως δεν κατανοεί, είτε σκόπιμα διαστρέφει.

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΡΤΙΜΕΛΕΣ

Η Εκκλησία, λέγει ο εξοχότατος, ανέπνεε με ένα πνευμόνι, ενώ τώρα αναπνέει με δύο και ενώ ο Χριστός ίδρυσε ΜΙΑ Εκκλησία τώρα υπάρχουν δύο!!!

Η Εκκλησία, εξοχότατε Καρδινάλιε Κοχ, είναι το “Σώμα του Χριστού”. Και ο Χριστός είναι αρτιμελής! Δεν υπάρχει στο Σώμα Του σπίλος ή ρυτίδα. Ποτέ δεν υπήρξε ανάπηρο. Ως εκ τούτου το Σώμα Του (δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία) είχε πάντοτε δύο πνεύμονες και ανέπνεε κανονικότατα.

Εξ ου και μετά το Σχίσμα ανεδείχθησαν εκατομμύρια Αγιοι και παρήχθη θεολογία που αναπνέει από καθαρά πνευμόνια, όπως η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αγίου Μάρκου Εφέσου Ευγενικού, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, του Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς και τόσων άλλων Αγίων της Εκκλησίας.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΗ

Παράλληλα ο εξοχότατος πρέπει να έχει υπόψη του ότι η Εκκλησία ήταν, είναι και θα παραμείνει ΜΙΑ και αδιαίρετη όπως ακριβώς τη σύστησε ο Χρστός. Τα δε όριά Της συμπίπτουν ΑΠΟΛΥΤΑ με την ΜΙΑΝ Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, δηλαδή την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΛΛΑ ΠΤΩΜΑ ΕΞΑΙΣΙΟΝ

Δεν υπάρχει κανένας ιστορικός ή θεολογικός λόγος ο εξοχότατος κ. Κοχ να συγχύζει τον Παπισμό με την Εκκλησία.

Η αρχαία Ρώμη εξέπεσε από την Εκκλησία πριν χίλια περίπου χρόνια. Ως εκ τούτου δεν αναπνέει ούτε με ένα, ούτε με δύο πνεύμονες.

Ο Παπισμός είναι νεκρό τυμπανιαίο πτώμα, που αναδίδει την αφόρητη δυσωδία των σταυροφοριών, της Ιεράς Εξέτασης, της εκκοσμίκευσης του χριστιανισμού, της συνενοχής με την αποικιοκρατία, της ανοχής ή και της προαγωγής της δουλείας, της διεξαγωγής των “Ιερών” πολέμων, της συνεργασίας με τους φασίστες και τους Ναζί, του κουκούλωματος των παιδόφιλων Φραγκοπαπάδων και τόσων άλλων εγκλημάτων κατά της πίστης μας και της ανθρωπότητας.

ΝΑ ΒΑΦΤΙΣΤΕΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ

Αν λοιπόν ο εξοχότατος Καρδινάλιος Κοχ θέλει να ζήσει την εν Χριστώ ζωή πρέπει να προσέλθει εν μετανοία, με το μυστήριο του βαπτίσματος, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή το βάπτισμα των αιρετικών δεν είναι έγκυρο (είναι “μίασμα” όπως μας εξηγεί ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης).

Τότε θα αντιληφθεί τι σημαίνει αναπνοή από δύο πνεύμονες, επειδή τώρα ούτε με ένα, ούτε με δύο πνεύμονες αναπνέει, ασχέτως του τι είδους ψεύδη του έχουν πει οι συνομιλητές του στο Μπαλαμάντ και τη Ραβέννα και τα οποία φυσικά ψεύδη δεν δεσμεύουν ούτε κατά διάνοιαν την Εκκλησία, αλλά εκπροσωπούν ΜΟΝΟΝ το κακόδοξο φρόνημα ορισμένων ορθοδόξων αντιπροσώπων! Οχι την πίστη της Εκκλησίας. 
 
***
ΥΓ. του blog μας:  
Οι απόψεις του καρδινάλιου Κοχ για την ενότητα των Εκκλησιών (Ορθόδοξων - Καθολικών) εκφράζονται εύγλωττα σ' αυτή τη συνέντευξη.
Εκεί όμως, ανάμεσα σε άλλα "φιλειρηνικά" (που σίγουρα συγκινούν την ευαισθητοποιημένη κοινή γνώμη), λέει:
Kαρδινάλιος Κoch: Πιστεύω ότι, όταν συναντιόμαστε με τους ορθοδόξους βρισκόμαστε σαν  στο σπίτι μας. Γιατί οι Ορθόδοξοι  έχουν διατηρήσει τις  δομές, τη νοοτροπία της Αρχαίας Εκκλησίας. Εμείς οι καθολικοί βρισκόμαστε σε κίνδυνο  να ξεχάσουμε αυτήν την πραγματικότητα. Και εάν ακόμη η ρήξη ανάμεσα σε αυτές τις Αρχαίες Ορθόδοξες Εκκλησίες έγινε περισσότερο από μια χιλιετία, έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι σαν στο σπίτι μου, όταν τις επισκέπτομαι. Με τους Προτεστάντες, καίτοι διαχωριστήκαμε μόλις πριν από 400 χρόνια, είναι μια άλλη πραγματικότητα.
Ναι, εξοχώτατε. Βρίσκεστε στο σπίτι σας, όταν επισκέπτεστε την Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί οι πνευματικές ρίζες της Δύσης (οι δικές σας ρίζες) είναι ορθόδοξες. Ο χριστιανισμός της δυτ. Ευρώπης των πρώτων 1000 ετών μ.Χ. έχει μεγαλύτερη σχέση με την ορθοδοξία (είναι ορθοδοξία) παρά με τον καθολικισμό, μεσαιωνικό ή μεταγενέστερο... Δεν το γνωρίζετε;
Γι' αυτό ονομάζεται "Καλώς ήρθατε στο σπίτι σας" το βιβλίο που αφηγείται την έρευνα των αρχαίων χριστιανικών πηγών και τελικά τη μεταστροφή στην Ορθοδοξία μιας ολόκληρης προτεσταντικής Εκκλησίας στην Αμερική.
Γι' αυτό μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία, τον Αύγουστο του 2010, ο διάσημος Ελβετός θεολόγος και μοναχός π. Γαβριήλ Bunge.
 
Παύλος ντε Μπαγεστέρ
 
Γι' αυτό μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία ο φραγκισκανός μοναχός Παύλος ντε Μπαγεστέρ (Paul De Ballester), που μάλιστα δολοφονήθηκε μόλις τέλεσε τη θεία λειτουργία στην πόλη του Μεξικού το 1984. Το βιβλίο του Παύλου ντε Μπαγεστέρ, που μετά από περιπέτειες τελείωσε βίαια τη ζωή του ως ορθόδοξος επίσκοπος Ναζιανζού, Η πορεία μου στην Ορθοδοξία, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ και φανερώνει πολύ καθαρά, μέσα από τα μάτια ενός αγνού νέου καθολικού μοναχού, γιατί ο καθολικισμός είναι αίρεση.
Δυο ταπεινές προτάσεις ακόμη:
Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Δύση (του Γάλλου ρωμαιοκαθολικού κληρικού π. Πλακίδα Deseille, που μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία συνεχίζοντας να σέβεται πάρα πολύ την πνευματική του κληρονομιά).
Με αγάπη, χωρίς κανενός είδους φανατισμό - γιατί φανατισμός σημαίνει ν' αγαπάς τις ιδέες σου πιο πολύ από τον αδελφό σου και τέτοιο πράγμα δε συμβαίνει εδώ.

Πέμπτη, Ιουλίου 28, 2011

Η ΠΑΠΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ

Η ΠΑΠΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ

-1-2

() ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ

«Σᾶς ρωτᾶ ποτέ ἡ γυναίκα σας πόσο ἁλάτι πρέπει νά βάλει στό φαγητό; Ἀσφαλῶς ὄχι· ἔχει τό ἀλάθητο. Ἀφῆστε τόν Πάπα νά τό ἔχει ἐπίσης, ἄν θέλει».
[Συνέντευξη στὴν ἐφημ. “ Ἔθνος”, 20-3-1970]

«ΑΓΙΟΣ» ΒΕΛΑΡΜΙΝΟΣ

(Ἡ ρωμαιοκαθολική «ἐκκλησία» τιμᾶ τήν μνήμη του στίς 17 Σεπτεμβρίου)
«Ἄν κάποια ἡμέρα ὁ Πάπας ἐπιβάλει ἁμαρτίες καί ἀπαγορεύσει ἀρετές, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑποχρεωμένη νά πιστέψει ὅτι οἱ ἁμαρτίες αὐτές εἶναι καλές καί ὅτι οἱ ἀρετές ἐκεῖνες εἶναι κακές». [Theologia, Bellarmino, De Romano Pontifice, βιβλ. 4, κεφ. 23]

-3Ἅγιος  Ἰουστίνος Πόποβιτς:

(Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 14 Ἰουνίου)
«Τὸ δόγμα περὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλὰ παναίρεσις. Διότι καμμία αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ Παπισμὸς διὰ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα-ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία· τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ».
[᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, ῎Ανθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, ἐκδ. “᾿Αστήρ”, ᾿Αθήνα 1993, σελ. 159]

(†) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΟΥ ΠΑΥΛΟΣ

(Βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς γιά τό Μεξικό. Πρώην παπικός μοναχός, πού μετεστράφη στήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά δολοφονήθηκε το 1984, ἀμέσως μετά ἀπό Θεία Λειτουργία)
-4«Ὡς κορώνα καὶ κορυφὴ τῆς παντοδυναμίας του ὁ Πάπας κατέχει ἀκόμη ἕνα τρομερὸ προνόμιο, μοναδικὸ στὸν κόσμο. ¨Ἕνα τερατῶδες καὶ ἐξωτικὸ προνόμιο, ποὺ οὔτε οἱ πιὸ ποταπὲς εἰδωλολατρίες δὲν εἶχαν τὴ φαντασία νὰ τὸ συλλάβουν:  εἶναι ἀλάθητος θείῳ δικαίῳ, σύμφωνα μὲ δογματικὸ ὅρο τῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ ποὺ ἔγινε στὰ 1870. Ἀπὸ τότε, σ’ αὐτὸν ἡ ἀνθρωπότης ὀφείλει νὰ ἀποτείνῃ τοὺς λόγους ποὺ προηγουμένως ἀπηύθυνε στὸν Κύριο: “Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις” [Ἰωάν. 6:68]. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ νὰ ὁδηγῇ τὴν Ἐκκλησία “εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν” [Ἰωάν. 16:13]. Δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη τῆς Ἁγίας Γραφῆς οὔτε τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, διότι ὑπάρχει πλέον ἕνας θεὸς πάνω στὴ γῆ μὲ ἐξουσία νὰ ἀχρηστεύῃ καὶ νὰ διακηρύσσῃ ὡς πλανερές τὶς διδασκαλίες τοῦ Οὐρανίου Θεοῦ. Μὲ βάσι αὐτὸ τὸ ἀλάθητο, ὁ Πάπας εἶναι ὁ μόνος κανόνας τῆς Πίστεως καὶ μπορεῖ νὰ ἐκφράσῃ καινούργια δόγματα, ἀκόμη καὶ ἀντίθετα πρὸς τὸ κριτήριο ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ὅλοι οἱ πιστοὶ ὀφείλουν νὰ τὰ παραδεχθοῦν γιὰ νὰ μὴν ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴ σωτηρία».  [Παύλου Μπάλλεστερ-Κονβαλιὲρ «Γιατὶ ἐγκατέλειψα τὸν παπισμὸ» - “Θεοδρομία” Τεῦχος 1, Ἰαν. - Μάρτ. 2006]

Καπουτσίνοι στον Ελλαδικό Χώρο και στην Μικρά Ασία-Ο Παπισμός στις Κυκλάδες.-(Επίδραση του Παπισμού στον Ορθόδοξο χώρο μετά το Σχίσμα.Μέρος 5ο)


 
        7.- ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΙ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Εκτός από τους Ιησουίτες, με την πρωτοβουλία του Pere Joseph de Paris εγκαθίστανται και Καπουκίνοι, στην Κωνσταντινούπολη (1627), στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια, Κύπρο (Λευκωσία, Πάφος και Λάρνακα στα 1637), στη Χίο (1627), Νάξο (1627), Σμύρνη (1628), Σύρο (1636), Άνδρο (1638), Κουσάντασι (1641), στο Ναύπλιο (1643, 1656), Αθήνα (1656), Μήλο (1661), Χανιά (1675), Πάρο (1676), Πάτμο (1684), Κίμωλο (1710) κ.λπ. όπου ιδρύουν μοναστήρια. Οι Καπουκίνοι, που ας σημειωθεί ήταν όλοι Γάλλοι, ανοίγουν σχολεία σε όλους αυτούς τους τόπους, καθώς και σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της Μικράς Ασίας και της Συρίας, αλλά οι μαθητές σχετικά ήταν λίγοι, γιατί η φτώχεια, η έλλειψη τροφής, ρούχων και βιβλίων, εμπόδιζε τους περισσότερους να φοιτούν. Ειδικά στα νησιά Σύρο, Νάξο, Χίο και Τήνο επί δύο αιώνες, σε χωριστά σεμινάρια, Καπουκίνοι και Ιησουίτες μόρφωναν στελέχη για τον Καθολικό κλήρο του Αιγαίου, τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως τα στοιχειώδη, ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, και στους προχωρημένους ξένη γλώσσα, στοιχεία φιλοσοφίας, δογματική και ηθική. Οι Καπουκίνοι είναι οι πρώτοι που εγκαινίασαν στην Ανατολή, Κωνσταντινούπολη και Χίο, τη διδασκαλία θηλέων. Οι Γάλλοι, ιδίως με τους Καπουκίνους, θέτουν τα θεμέλια της πολιτικής τους αίγλης και επιρροής στην Ανατολή. «Όλη η Καθολική νεολαία, που γεννιέται σήμερα στα νησιά του Αρχιπελάγους, τονίζει ανήσυχος ο βάιλος Alv. Contarini στα 1640, ανατρέφεται και μορφώνεται από Γάλλους Καπουκίνους».
Η μόρφωση στα σχολεία αυτά απέβλεπε βέβαια να εκπληρώσει σκοπούς πολιτιστικούς και πνευματικούς, αλλά προ πάντων να διαπλάσει την ψυχή των νέων, σύμφωνα με το πνεύμα της Καθολικής Εκκλησίας. Η κύρια ξένη γλώσσα που δίδασκαν ήταν η ιταλική, η γλώσσα όχι μόνο της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και του εμπορίου στην Ανατολή. Και στον 17 αι. ακόμη η γλώσσα αυτή εξακολουθούσε να είναι η πιο διαδεδομένη στην Ανατολή, υπόλειμμα της εμπορικής και πολιτικής δραστηριότητας της Βενετίας, Γένουας, Πίζας, καθώς και των μικρών ιταλικών κρατιδίων, που ιδρύθηκαν στις ελληνικές χώρες μετά την τέταρτη σταυροφορία. Από τα μέσα όμως του 17 αι., με την βαθμιαία παρακμή των εμπορικών εκείνων δημοκρατιών και την παράλληλη εξάπλωση των Γάλλων και Άγγλων στην Ανατολή, αρχίζει να διαδίδεται η γαλλική γλώσσα.
Οι μισσιονάριοι αυτοί, όπως και οι Ιησουίτες, προσφέρουν ακόμη τις ιατρικές τους συμβουλές και γνώσεις με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση στους ταλαιπωρημένους χριστιανικούς πληθυσμούς της Εγγύς Ανατολής, όπου οι αρρώστιες και οι επιδημίες βέβαια δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Γενικώς δεν είναι φανατικοί, επομένως δεν είναι αντιπαθείς, όπως οι Ιησουίτες.Ορισμένοι μάλιστα πρέπει να ήταν πολύ αγαπητοί.
Γι’ αυτό ίσως, η εγκατάσταση των Καπουκίνων προκαλεί την δυσφορία και δυσαρέσκεια των Ιησουιτών, με τους οποίους έρχονται και σε προστριβές και διενέξεις σε ορισμένους τόπους, εκδηλώσεις που τους εκθέτουν στα μάτια των Ελλήνων. Οι Γάλλοι βασιλείς, Ερρίκος Δ’ (1589-1610) και οι διάδοχοί του με τις Capitulations υποστηρίζουν ηθικά και υλικά τόσο τους Ιησουίτες, όσο και τους Καπουκίνους, γιατί έτσι υποβοηθούν όχι μόνον την εξάπλωση του Καθολικισμού, αλλά και την ακτινοβολία του γαλλικού ονόματος. Αποτέλεσμα, να στερεώνεται συνεχώς η θέση της Γαλλίας στην Ανατολή και ν’ αποκτά τις συμπάθειες των Χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Λουδοβίκος ΙΓ’ (1610-1643) παραγγέλλει στον πρεσβευτή του στην Κων/πολη και στους προξένους του στα μεγάλα κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας να τους προστατεύουν και να τους βοηθούν κάθε φορά που θ’ αντιμετώπιζαν δυσκολίες και θα είχαν την ανάγκη τους.
Ιδίως ο πρεσβευτής της Γαλλίας Philippe de Harlay, comte de Cesy, κατά το μακροχρόνιο διάστημα της παραμονής του στην Τουρκία (1619-1641) δείχθηκε θερμότατος υποστηρικτής των Καθολικών μισσιοναρίων, Ιησουϊτών, Καπουκίνων κ.λπ. Βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την παπική αυλή, παρακολουθούσε άγρυπνα τις κινήσεις των Προτεσταντών και τις σχέσεις τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι αυτός κυρίως, που με τις συνεχείς μηχανορραφίες του προκάλεσε την πτώση του Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρι. Στην εγκατάσταση μάλιστα των Καπουκίνων, η συμπαράσταση και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Cesy είχαν εκδηλωθεί τόσο θερμά, ώστε συχνά να προκαλούν την ευγνωμοσύνη του P. Joseph.
Η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση των Καπουκίνων από τον Γάλλο πρεσβευτή αντανακλούσε ασφαλώς και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του βασιλιά, χωρίς την βοήθεια του οποίου οι Καπουκίνοι θα ήταν ένα μεγάλο βάρος για την Propaganda Fidei, όπως ομολογούσε ο P. Joseph. Ήταν και αυτός ακόμη ένας λόγος, για τον οποίον οι Ιησουίτες αντιδρούσαν στις ελληνικές χώρες.
Οι δυσκολίες που συναντούσαν οι Καπουκίνοι και ο ανταγωνισμός των Ιησουϊτών κούρασαν πολλούς και τους έκαναν να λιποψυχήσουν. Και εφόσον ζούσε ο P. Joseph, οι Καπουκίνοι, παρά τις αδυναμίες που παρουσίαζε το τάγμα τους, μπορούσαν ν’ αντιμετωπίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Με τον θάνατό του όμως χάνουν ένα πολύτιμο στήριγμα και οργανωτικό πνεύμα. Έτσι, οι Ιησουίτες με την σιδερένια πειθαρχία τους παραμένουν οι κύριοι στρατιώτες του Καθολικισμού στην Εγγύς Ανατολή. Είναι οι πιο πολλοί και οι πιο φανατικοί.
Αν εξαιρέσουμε τους Μοναχούς, ο εντόπιοι Ορθόδοξοι κληρικοί ήταν ανεκτικοί και οι σχέσεις τους με τους μισσιοναρίους μάλλον αγαθές: τους επέτρεπαν να λειτουργούν στις εκκλησίες τους και έρχονταν ελεύθερα να τους ακούσουν ή τους άφηναν, αλλά συχνά τους καλούσαν να κηρύττουν τον θείο λόγο κατά την μέθοδο του ιδρυτή του τάγματος Ιγνατίου Loyola (1495-1556) (τα κηρύγματά τους τα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι ακόμη οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι) και να εξομολογούνΈτσι μέσα στους ορθόδοξους ναούς υπήρχαν και ιερά βήματα κατά τον λατινικό λειτουργικό τύπο, τα οποία σώζονταν ως τις αρχές ακόμη του 19ου αι. Η ελευθερία των μισσιοναρίων έφθανε κάποτε ως την πρόκληση. «Όταν θαρρετά κηρύσσουμε τον λόγο του Θεού, ομολογεί ο Pere Richard, μέσα στις εκκλησίες των Ελλήνων, καταδικάζουμε τα σφάλματά τους με ελευθερία και προσπαθούμε με όλα τα δυνατά μέσα να τους επαναφέρουμε στην υποταγή της Αγίας Έδρας». Θα ανέχονταν άραγε οι δυτικοί παρόμοια κηρύγματα Ορθοδόξων στην Δύση; Γενικά οι Ιεραπόστολοι βρίσκουν θρησκευτική ανοχή στα νησιά, εκτός αν θίξουν τους κατοίκους σε ορισμένα ευαίσθητα σημεία που αφορούν το δόγμα η τους αγίους των, όπως π. χ. τα επεισόδια και η αναταραχή που προκάλεσε κατά τα μέσα του 17ου αι. στις Κυκλάδες ο P. Franccois Rossiers της Σαντορίνης με τις επιθέσεις του εναντίον του Γρηγορίου του Παλαμά.
Οι Ιεραπόστολοι νόμιζαν ότι, αν διέθεταν χρήματα, θα μπορούσαν, επωφελούμενοι και από την ανέχεια των νησιωτών, να προσελκύσουν πολλούς στο δυτικό δόγμα. Θα κατόρθωναν να εξαγοράσουν τις συνειδήσεις των επισκόπων, ώστε να τους δώσουν «κάθε άδεια να δράσουν μαζί με τους κατώτερους κληρικούς, να τους εξομολογούν, να τους κάνουν κηρύγματα και να τους διδάσκουν ό,τι θα ήθελαν».
            8.- ΚΑΠΟΥΤΣΙΝOI ΣΤΗ Μ. ΑΣΙΑ

Στα 1627 εγκαθίστανται και Καπουκίνοι στην Σμύρνη, οι οποίοι εξομολογούν τους Ορθοδόξους και ελεύθερα κηρύττουν τον θείο λόγο στις εκκλησίες τους. Ορισμένοι μάλιστα, εφοδιασμένοι με ειδικές άδειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εισδύουν στο εσωτερικό και διατρέχουν ολόκληρη τη Μ. Ασία. Ιησουίτες αποπειράθηκαν να εγκατασταθούν το 1627 και στην Κύπρο, με την συμπαράσταση του ευγενούς Κυπρίου Ματθαίου Κιγάλα, αλλ’ απέτυχαν, γιατί κατηγορήθηκαν ως Ισπανοί κατάσκοποι. Παραλίγο μάλιστα να βρουν το θάνατο επάνω στην φωτιά.
Με τόλμη και θερμό ζήλο, οι μισσιονάριοι αναλαμβάνουν επικίνδυνες ιεραποστολές μέσα από την Τραπεζούντα ως τα βάθη της Μ. Ασίας, της Αρμενίας, Περσίας, της Μεσοποταμίας ή και σ’ αυτήν ακόμη την Αιθιοπία. Έτσι, Ιησουίτες μοναχοί έχουν εγκατασταθεί στη Μογγολία, στο Θιβέτ, στο Χαλέπι, στη Δαμασκό, μια αλυσίδα ζηλωτών του τάγματος αυτού, που δεν παραλείπουν να βρίσκονται σε επαφή ο ένας με τον άλλο.
Κατά τα μέσα του 17 αι. παρατηρείται ζωηρή κίνηση για την ίδρυση, αποκατάσταση ή ενίσχυση των Ιησουϊτικών αποστολών και ιδίως για την ίδρυση σχολείων στις διάφορες μεγάλες πόλεις, Ρόδο, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο
9.- ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Οι Κυκλαδίτες, επηρεασμένοι από το μακροχρόνιο φραγκικό περιβάλλον, που είχε συνυφάνει Καθολικούς και Ορθοδόξους μέσα στην ίδια θρησκευτική και πολιτική ατμόσφαιρα, ζουν μέσα σε ειρηνική συμβίωση τις θρησκευτικές ιδέες και τα λειτουργικά ήθη και έθιμα της Καθολικής Εκκλησίας, δεν αντιδρούν ή δείχνουν μικρές αντιδράσεις σε ορισμένα ζητήματα διαφορών με την Ορθόδοξη Εκκλησία ή και δεν συνειδητοποιούν τις διαφορές αυτές. Έτσι π.χ. Έλληνες της Χίου και των Κυκλάδων παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον, συμμετέχουν ψυχικά, θα έλεγε κανείς, στη γιορτή της Αγίας Δωρεάς (S. Sacrement), όταν η υποβλητική λιτανεία περνά μέσα από τους δρόμους. Κανείς Ορθόδοξος δεν εργάζεται ή δεν τολμά να εργαστεί την ημέρα εκείνη. Πολλοί ξαπλώνονται κατά γης για να περάσει το αρτοφόριο από πάνω τους, οι άρρωστοι πιάνουν θέσεις στους δρόμους, απ’ που θα περάσει η πομπή και παρακαλούν μεγαλόφωνα το Χριστό να τους θεραπεύσει. Όλοι φιλούν με σεβασμό το σκεύος και το εγγίζουν με λουλούδια και κλαδιά μυρτιάς, που τα φέρνουν έπειτα στα σπίτια τους και τα σκορπίζουν στα κτήματά τους. Επίσης σε στιγμές κρίσιμες δεν παραλείπουν οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί Ιερείς να ενώσουν τις δεήσεις τους στον Θεό, για να πετύχουν το ποθούμενο, όπως π. χ. με κοινή λιτανεία στην Σαντορίνη για να παρακαλέσουν τον Θεό να βρέξει. Η συστηματική διερεύνηση των αμοιβαίων σχέσεων αποτελεί ενδιαφέρον θέμα της ιστορίας του νέου ελληνισμού.
Εκτός από τις επιδράσεις της δυτικής Εκκλησίας στον αιγαιοπελαγίτικο χώρο, πρέπει να σημειωθεί και η επιρροή των μεγάλων Καθολικών δυνάμεων της εποχής, της Βενετίας και ιδίως της Γαλλίας. Επειδή οι περισσότεροι μισσιονάριοι είναι γαλλικής καταγωγής, προβάλλουν μαζί με την παρεχόμενη παιδεία και το όνομα της Γαλλίας, καλλιεργούν τις συμπάθειες των Αιγαιοπελαγιτών, ιδίως των Κυκλαδιτών, προς την δύναμη αυτή και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επέκταση της επιρροής της. Το γεγονός αυτό δεν μένει απαρατήρητο από τους Βενετούς που ενδιαφέρονται άμεσα για τον ζωτικό αυτό χώρο. Έτσι, ο βάιλος Giovanni Morosini στα 1680 εφιστούσε την προσοχή της βενετικής γερουσίας στο σημείο αυτό σημειώνοντας, ότι οι Ιησουίτες και οι Καπουκίνοι «όλοι Γάλλοι. . . συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον στο καίριο σημείο της παιδείας κάνουν προσφιλές το όνομα της Γαλλίας στις ψυχές εκείνων των κατοίκων».

Τετάρτη, Ιουλίου 27, 2011

Ο ύποπτος ρόλος των ΜΜΕ και η εξαιρετικά ύποπτη πολιτική δράση των Ρωμαιοκαθολικών στην Ελλάδα

Ο ύποπτος ρόλος των ΜΜΕ και η εξαιρετικά ύποπτη πολιτική δράση των Ρωμαιοκαθολικών στην Ελλάδα


Πατήστε για μεγέθυνση


Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα City Press της Δευτέρας 25 Ιουλίου, στην σελίδα 6 βρίσκουμε ένα άρθρο με τίτλο :«Αυτήν τη φορά ο φονταμενταλιστής ήταν χριστιανός».
Επιγραμματικά μόνο να πούμε ότι ο αρθρογράφος δείχνει πλήρη άγνοια ή σκοπιμότητα απόκρυψης του ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος που βύθισε σε πένθος την Νορβηγία ήταν
Μασόνος, Σιωνιστής μέλος της Τεκτονικής Στοάς του Όσλο και όχι χριστιανός.
Αλλά το πλέον ύποπτο κομμάτι είναι μια αγγελία της εφημερίδας στην 14η σελίδα η οποία είναι στην αγγλική γλώσσα από την επιτροπή της καθολικής εκκλησίας αρμόδια σε θέματα προσφύγων, (International Catholic Migration Commission (ICMC), και στην οποία (αγγελία) φαίνεται να αναζητάται άνθρωπος με εξαιρετικά προσόντα στο Μεταναστευτικό Νομικό Δίκαιο, γνώση Μεταναστευτικού ασύλου, καλή επαφή με πολυ-πολυτισμική κουλτούρα, άριστη γνώση γλωσσών κ.λ.π και ο οποίος θα χρεισημοποιηθεί σαν μεταναστευτικός νομικός σύμβουλος για να βοηθήσει τις ελληνικές αρχές να διευρύνουν την ευρύτητα του θεσμού της ασυλίας στην Ελλάδα!!
Αλήθεια, θα δεχθεί το Ελληνικό υπουργείο εσωτερικών, απεσταλμένο αποεπιτροπή της καθολικής εκκλησίας αρμόδια σε θέματα προσφύγων, ICMC,-αφού τον εκπαιδεύση- να παίρνει μέρος στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε υποθέσεις χορήγησης ασύλου σε πρόσφυγες;
Γιατί ο επιτετραμένος των Ηνωμένων Εθνών αρμόδιος για θέματα προσφύγων, UNHCR, όρισε την Διεθνή επιτροπή της καθολικής εκκλησίας αρμόδια σε θέματα προσφύγων, να εκπαιδεύση υπάλληλο για να διευκολύνει της Ελληνικές αρχές στις εκρεμμούσες περιπτώσεις προσφύγων που ζητούν άσυλο;
Είναι τόσο ανεπαρκής η αρμόδια Ελληνική υπηρεσία να ανταποκριθεί στο ρόλο της;Η θέλει η καθολική εκκλησία να παίξει το δικό της ρόλο; Τι ρόλος είναι αυτός τον οποίο θέλει να διαδραματίσει η Καθολική Εκκλησία στην πατρίδα μας;
Να στοιβάξει πρώτα όσους περισσότερους μετανάστες μπορεί (διευρύνοντας συμβουλευτικά -νομικά το προσφυγικό άσυλο), και κατόπιν με δούρειο ίππο το χρήμα και τους εδώ Ουνίτες και κάθε λογής Οικουμενιστές, να τους προσηλυτίσει;
Μια τελευταία ερώτηση αλλά όχι λιγότερο πικρή! Θα συλλάβει επιτέλους η διοικούσα εκκλησία το μέγεθος της συνολικής αποδόμησης - αλλοίωσης του ελληνικού ορθόδοξου γένους, που συντελείται στην πατρίδα μας ;
Από:Αναβάσεις
<!--[endif]-->

Ιησουίτες στο Πέραν, στη Χίο και στο Άγιο Όρος-(Επίδραση του Παπισμού στον Ορθόδοξο Χώρο μετά το Σχίσμα-Μέρος 4ο)

 Ιωάννου Καρδάση
Την εξόρμηση του Καθολικισμού προς την καρδιά της Ορθοδοξίας την κατευθύνει με ευστοχία ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ παίρνοντας αφορμή από παράκληση των Καθολικών κατοίκων του Γαλατά. Στέλνει λοιπόν στα 1583 στην Κωνσταντινούπολη Ιησουίτες με επικεφαλής τον Ιούλιο Mancinelli και τους συστήνει στους πρεσβευτές της Γαλλίας και Βενετίας. Πραγματικά, με την υποστήριξή τους εγκαθίστανται σε μια από τις δυτικές εκκλησίες του Γαλατά, του Saint Benoit, και στο διπλανό του οίκημα, αλλά ύστερ’ από λίγα χρόνια —περιποιούμενοι πανωλοβλήτους— πεθαίνουν ο ένας ύστερ’ από τον άλλο, αν εξαιρέσει κανείς τον Mancinelli που ανακλήθηκε στην Ιταλία. Από τα τέλη του 16 αι. η Γαλλία —συγκεκριμένα ο Ερρίκος Δ’— εγκαινιάζει μια πραγματική ανατολική πολιτική: τείνει να προσεγγίσει την Πύλη, για να διατηρήσει και διευρύνει τις διομολογήσεις. Η δραστηριότητά της αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα καθαρώς οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, αλλά εκτείνεται και στα θρησκευτικά. Οι κληρικοί θα ήταν δυνατόν να λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο την αίγλη της Γαλλίας. Έτσι, στα 1609 έχουμε νέα άφιξη Ιησουιτών με επικεφαλής τον P. Canillac στο Πέραν. Η εγκατάστασή τους συνάντησε στην αρχή την εχθρότητα των Τούρκων, ο οποίοι ήθελαν να τους αποπέμψουν, αλλά ο Γάλλος πρεσβευτής Jean de Gontaut de Biron, Baron de Salignac (1606-1610) απέτρεψε τον κίνδυνο αυτόν. Επίσης ο τότε οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Β’, φιλενωτικός, έδειξε φιλικά αισθήματα απέναντί τους.
Οι Ιησουίτες, με την αφοσίωση στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με τα κηρύγματά τους στην γαλλική και στην ελληνική (δημοτική) γλώσσα και προ πάντων με την οργάνωση σχολείου, όπου φοιτούν Ιερωμένοι και 50 λαϊκοί, Φράγκοι και Έλληνες, κατορθώνουν γρήγορα να δημιουργήσουν μια ζωηρή εστία Καθολικής προπαγάνδας. Το σχολείο ιδίως είναι ένα μεγάλο και δραστικό όπλο στα χέρια των Ιησουιτών. «… Έπιασαν τα παιδιά, γράφει ανήσυχος ο Πατριάρχης Λούκαρις, και με το μέσον των παιδίων κλέπτουσι τας γνώμας των πατέρων τους». Ανάμεσα στους μαθητές τους ήταν και Ορθόδοξοι Ιερωμένοι, ο κατόπιν μητροπολίτης Βεροίας Κύριλλος, ο γνωστός αργότερα για τα φιλοκαθολικά του αισθήματα οικουμενικός Πατριάρχης, ο μητροπολίτης Ρόδου Παχώμιος, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κύριλλος και ο λατινόφιλος ιερομόναχος Θεσσαλονίκης Νικόδημος, γνωστός και από το στιχούργημά του για την Δ’ Σταυροφορία, όπου παρουσιάζει τους σταυροφόρους ως τιμωρούς της βυζαντινής αναρχίας.
Ο πιο μεγάλος όμως σύμμαχος των Ιησουιτών στις προσπάθειές τους αυτές (1611-1613) ήταν ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ανεψιός του Μονεμβασίας Μακαρίου Μελισσηνού. Ο Νικηφόρος, μαθητής του ελληνικού κολλεγίου της Ρώμης και αργότερα εφημέριος της ορθόδοξης Εκκλησίας της Νεάπολης, ενίσχυσε το έργο των ιεραποστόλων θετικά με τα φιλοκαθολικά του κηρύγματα και με την προσηλυτιστική του προπαγάνδα.
Η δράση των Ιησουϊτών στο Πέραν, όπως αργότερα και των Καπουκίνων, απλώνεται και ανάμεσα στις χιλιάδες των Χριστιανών σκλάβων, που βρίσκονται στις χώρες της Ανατολής και στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως ανάμεσα στους κρατουμένους στον τουρκικό ναύσταθμο (Bagno). Πολλά έχουν να προσφέρουν στις ταλαιπωρημένες εκείνες ψυχές, ιδίως όμως την ελπίδα και την πίστη. Υποβλητικές και γεμάτες από μυστικισμό και έξαρση προς το θείο είναι οι βραδυνές ή νυχτερινές λειτουργίες (στις μόνες ώρες που είναι ελεύθεροι οι σκλάβοι) μέσα στον τόπο εκείνο της δυσωδίας και της κοινωνικής αθλιότητας. Οι ψαλμωδίες, οι εξομολογήσεις, η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, δονούν τα εξουθενωμένα νεύρα των σκλάβων, συγκλονίζουν τις κουρασμένες ψυχές τους, τους φέρνουν δάκρυα στα μάτια, τους δημιουργούν θρησκευτικό παραλήρημα, παραισθήσεις και τους κάνουν να ζουν στιγμές υπερκόσμιες, όπως μας πληροφορούν οι σύγχρονες μαρτυρίες.
Οι μισσιονάριοι επίσης επισκέπτονταν τις γαλέρες που ήταν προσορμισμένες στην Κωνσταντινούπολη και εκτελούσαν τα ίδια καθήκοντα στους σκλάβους κωπηλάτες. Αλλά και σε άλλα λιμάνια έκαναν το ίδιο. Ακόμη και για τον εφοδιασμό των σκλάβων που απελευθερώνονταν ή που δραπέτευαν και ήθελαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους οργάνωναν ολόκληρο δίκτυο διαφυγής.
Οι Καθολικοί αυτοί μοναχοί έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στο έργο τους, υποβάλλονταν σε μόχθους, ταλαιπωρίες, κινδύνους, ιδίως κατά την περιποίηση των ασθενών, ώστε να βρίσκουν κάποτε και οι ίδιοι τον θάνατο. Πάνω από όλα επικαλούνταν την ευσπλαχνία του Θεού με γραφικές λιτανείες μεσ’ από τους στενούς δρόμους των κωμοπόλεων και πόλεων, οι οποίες θύμιζαν αντίστοιχες σκηνές της Δύσης: μπροστά οι μοναχοί ξυπόλητοι κρατώντας τον σταυρό τους και πίσω πολύς κόσμος, άνδρες, γυναίκες, παιδιά—πολλοί, κατά το παράδειγμά τους, χωρίς παπούτσια. Έτσι κατόρθωναν να συγκινούν και να κερδίζουν μερικούς Διαμαρτυρομένους ή Ορθοδόξους, που έμεναν μόνοι τους, χωρίς καμιά βοήθεια από τους δικούς των Ιερείς ή Μοναχούς.
5.- ΙΗΣΟΥΪΤΕΣ ΣΤΗ ΧΙΟ
Ένας στόχος των Ιησουϊτών ήταν η Χίος, όπου ζωντανή ήταν ακόμη η φράγκικη ανάμνηση με την Καθολική επισκοπή, με τα κτήματά της (τα περισσότερα τα εκποίησαν τώρα τελευταία οι αρμόδιες καθολικές εκκλησιαστικές αρχές) και με τα κτήματα των «Γενουατοχίων» αρχόντων. Ακόμη και σήμερα πλανιέται μέσα και ιδίως έξω από το Κάστρο της Χίου, στον Κάμπο, το όραμα της φραγκοκρατίας, με τους θυρεούς και με τις σαρκοφάγους των Giustiniani, των αρχόντων της Μαόνας και άλλων επιφανών οικογενειών, με τα απομεινάρια των φραγκικών εκκλησιών, με τα ερείπια των αρχοντικών (εντυπωσιακό παράδειγμα το αναστηλωμένο αρχοντικό των Αργέντηδων με τις μαρμάρινες δεξαμενές, τους θυρεούς και τα μαγγανοπήγαδα), με τα μεγάλα δροσερά περιβόλια γεμάτα από λεμονιές, πορτοκαλιές και μανταρινιές. Οι κοκκινωπές καστανές πέτρες των μισογκρεμισμένων ψηλών τοίχων που περιτριγυρίζουν τα περιβόλια δίνουν την χαρακτηριστική πατίνα της πολυκαιρίας, την εικόνα της παλαιότητας στο τοπίο, που θυμίζει ιταλικό χώρο.
Η Χίος λοιπόν παρουσίαζε ευνοϊκές συνθήκες, για την εγκατάσταση των Ιησουϊτών. Το έδαφός της, αιώνες τώρα το είχε γονιμοποιήσει η φραγκοκρατία, που μόλις πρόσφατα είχε καταλυθεί (1566). Άλλωστε οι Φραγκισκανοί (είχαν έλθει στα 1360) και οι Δομινικανοί (μεταξύ 1400-1410) εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν ακόμη τις ανάγκες ενός ποιμνίου 6.000 πιστών, παρά τα δύσκολα χρόνια που περνούσαν. Αναγκαία λοιπόν ήταν η ενίσχυση της ακρόπολης αυτής του Καθολικισμού.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αποβιβάζονται στα 1592 οι Ιησουίτες, αποκτούν δική τους εκκλησία, του Αγ. Αντωνίου Αββά, στην Απλωταριά και ιδρύουν σχολείο. Θερμή η ανταπόκριση των εντοπίων: 250 περίπου οι μαθητές, από τους οποίους 12-13 καλογεροπαίδια. Μερικοί που ζητούσαν να γίνουν μέλη του ιησουϊτικού τάγματος στέλνονται στη Μεσσήνη στη Ρώμη, για να υπηρετήσουν ως δόκιμοι και να εξακολουθήσουν εκεί τις σπουδές τους. Απ’ αυτούς άλλοι μένουν στην Ιταλία και άλλοι ξαναγυρίζουν στην Χίο ή στέλνονται στα άλλα νησιά του Αιγαίου, ως θερμοί κήρυκες του Καθολικισμού.
Το σχολείο της Χίου φαίνεται πως ήταν σχετικά καλά οργανωμένο και τα μαθήματα που παραδίδονταν εκεί ξεπερνούσαν την χαμηλή βαθμίδα των κοινών σχολείων της εποχής. Ο κύριος λόγος, για τον οποίον οι Ιησουίτες προτιμούσαν να στρατολογήσουν νέους μέσα στην Χίο, ήταν ο εξής: οι Χιώτες μιλούσαν από μικροί τις δύο απαραίτητες γλώσσες, για το έργο της προπαγάνδας στην Ανατολή, τα ελληνικά και τα ιταλικά.
Η κατάσταση όμως των Καθολικών της Χίου έγινε τραγική μετά την αποτυχία των γαλερών του δούκα της Τοσκάνης Φερδινάνδου Α΄ των Μεδίκων, στα 1599, να την καταλάβουν. Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή να ξεχυθεί αχαλίνωτος ο βρασμός των Τούρκων εναντίον των Χριστιανών (ιδίως εναντίον των Καθολικών), να τους διώξουν από το μεσαιωνικό κάστρο, να τους κακομεταχειριστούν, να δημεύσουν περιουσίες, ν’ αρπάξουν εκκλησίες, να τις μιάνουν ή να τις μετατρέψουν σε τζαμιά. Γι’ αυτό τρομοκρατημένοι οι Χριστιανοί με έγγραφό τους προς τον πάπα Κλήμεντα Η’ (1592-1605), παρακαλούν να επέμβει στους Χριστιανούς ηγεμόνες, ώστε ν’ αποφύγουν κάθε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του νησιού, γιατί θα χειροτέρευε τη θέση τους.
Τελικά πραΰνεται η οργή των Τούρκων και οι Χιώτες αρχίζουν να ζουν πάλι μέσα στις παλαιές συνθήκες που είναι καλύτερες από κάθε άλλου ελληνικού τόπου. Ελεύθεροι λοιπόν και ανεμπόδιστοι ασκούν και πάλι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι 5.000 Καθολικοί που κατοικούσαν στο προάστιο, έξω από το Κάστρο, και οι 50.000 Ορθόδοξοι, που ήταν κυρίως σκορπισμένοι στις κωμοπόλεις, στα χωριά και γενικά στην ύπαιθρο. Μέσα στο Κάστρο έμεναν τώρα πια μόνον οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Μολαταύτα το προάστιο είναι 10 φορές μεγαλύτερο από το Κάστρο, πιο όμορφο, πιο κατοικημένο και πιο πλούσιο, γιατί εδώ κατοικούν οι εμπορευόμενοι και οι βιοτέχνες. «Βλέποντας (τους Καθολικούς Χιώτες), γράφει σύγχρονος περιηγητής, μέσα στους τόπους των θα νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν σε κάποια πόλη της Ιταλίας, γιατί οι περισσότερες δυτικές οικογένειες κατάγονταν από οικογένειες της Γένουας και διατηρούσαν ακόμη και τις συνήθειες και τους τρόπους ζωής τους».
Το περιβάλλον λοιπόν είναι τόσο ευνοϊκό για τον Καθολικισμό, ώστε ο Ρ. Joseph ζήτησε από την Sacra Congregatio την έγκριση της αποστολής Καπουκίνων: «mandetur ac mittatur approbatio Sacrae Congregationis, (γράφει την 1 Οκτωβρίου 1627 προς τον καρδινάλιο Ingoli), pro nostra mansione in insula Chyo, ubi crecit in dies devodio ac ferventissimum stadium erga patres nostros». Πραγματικά, η έγκριση δεν αργεί και έτσι ο στρατευόμενος καθολικισμός ενισχύεται στις αρχές του 1627 με την άφιξη δύο Καπουκίνων. Μολαταύτα δεν αργούν να δυσαρεστηθούν οι Ιησουίτες και να σημειωθούν μεταξύ τους φιλονικίες και έριδες.
Παράλληλα δρουν και μοναχές, Δομηνικανές, Φραγκισκανές κ.λπ. οι οποίες διοικούνται κατά τις οδηγίες των πατέρων των αντίστοιχων ταγμάτων.
Οι μισσιονάριοι της Χίου, με τον ζήλο της πρώτης ορμής, είχαν τόσο μεγάλες επιτυχίες στο νησί, ώστε να θεωρούν ότι ζήτημα χρόνου ήταν η επιβολή του Καθολικισμού εκεί, καθώς και στις άλλες ελληνικές χώρες. Ο Ορθόδοξος Επίσκοπος του νησιού, καθώς και της Σκύρου, δείχνονται ευνοϊκοί απέναντι των Λατίνων πατέρων. Φραγκισκανοί λοιπόν, Δομηνικανοί, Ιησουίτες και Καπουκίνοι, όλοι σχεδόν Χιώτες, αναπτύσσουν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα: λειτουργούν τακτικά στις εκκλησίες τους, κάνουν κηρύγματα στα ιταλικά και στα ελληνικά (στην δημοτική), διδάσκουν κατήχηση κάθε μέρα στα σχολεία και στο κοινό τις Κυριακές, που δεν κάνουν κήρυγμα κ.λπ. Το εκκλησιαστικό στάδιο συγκινεί αρκετούς νέους ως την καταστροφή του νησιού στα 1822.
Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις είναι ταραγμένος από τις επιτυχίες των Ιησουϊτών που «έσυραν τους ήμισυ παπάδες και Χριστιανούς εις την γνώμην τους…..». Τα σχολεία τους την εποχή εκείνη είναι τρία: ένα στοιχειώδες με 100 μαθητές, ένα μέσο με 30 και ένα ενδιάμεσο με 30. Δεν μνημονεύονται οι διάφορες αδελφότητες που διευκολύνουν πολύ το έργο των μισσιοναρίων και φέρνουν σε στενή επαφή τον λαό με την Καθολική εκκλησία. Ο αριθμός των προσήλυτων συνεχώς αυξάνεται ως τα μέσα του 17 αι., ώστε από 700 οι Καθολικοί να ξεπεράσουν τις 7000, όπως γράφει υπερβολικά βέβαια ο ιεραπόστολος Richard. Η αλήθεια είναι ότι φτάνουν τις 4000. Έχουν πολλές εκκλησίες μέσα στην Χίο, τόσο μέσα στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Μέσα στην πόλη ξεχωρίζουν 5, οι πιο μεγάλες και οι πιο ωραίες, η μητρόπολη, ο Αγ. Νικόλαος, ο Αγ. Σεβαστιανός των Δομηνικανών και δύο άλλες, μία των Καπουκίνων και μία των Ιησουϊτών. Πάντως αρκεί να διαβάσει κανείς όσα γράφει ο αποστολικός επισκέπτης Sebastiani, για την Καθολική κοινότητα της Χίου, για να σχηματίσει μία εικόνα για την πραγματικά αξιόλογη δραστηριότητα, που είχαν αναπτύξει εκεί οι Καθολικοί μοναχοί.
Οι πρόοδοι αυτοί του Καθολικισμού στο ειδυλλιακό νησί, στη «μικρή Εδέμ, στον κήπο του Αρχιπελάγους», όπως το ονομάζει ο Ιησουίτης Carayon, είχαν κάνει τόση εντύπωση στην Αγία Έδρα, ώστε ν’ απασχολεί σοβαρά την Congregazione di propaganda, η ίδρυση ενός παπικού κολλεγίου στην Χίο. Το έργο αυτό του Καθολικισμού ήταν πρότυπο και κίνητρο για τους Ιησουίτες των άλλων νησιών. Ήταν μια πραγματικότητα και οι Ορθόδοξοι δεν τολμούν ν’ αντιδράσουν. Οι σχέσεις των πιστών των δύο δογμάτων ήταν αρμονικές. Σπάνιες οι διαταραχές. Πάμπολλοι Ορθόδοξοι (ακόμη και Ιερείς) εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στα σχολεία των Ιησουϊτών ή εξομολογούνταν σ’ αυτούς.
Οι Βενετοί, καχύποπτοι πάντα απέναντί τους, παρακολουθούσαν με προσοχή την δράση τους. Τους έβλεπαν σαν πράκτορες της μεγάλης προστάτριάς τους, της Γαλλίας. Έτσι ο στρατηγός Morosini στα 1629 γράφει στην γερουσία: «Πηγαίνουν δυο – δυο στα νησιά εκείνα (του Αρχιπελάγους) επίβουλοι, με την πρόφαση της θρησκείας, μα πάντα με σκοπούς διάφορους από εκείνους που φαίνονται, βοηθούμενοι πολύ από τον κ. Πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη».
Η ακτινοβολία όμως το Καθολικού πνεύματος έξω από το νησί ήταν μικρή, γιατί η Σικελία που ήταν επιφορτισμένη με την «mission» της Χίου διέθετε πολύ λίγους ιερωμένους και μέσα, αλλά και γιατί η αντίδραση που έβρισκαν οι Ιησουίτες στα γύρω νησιά άρχισε να μεγαλώνει με το πέρασμα των χρόνων.
Μολαταύτα πάμπολλοι λόγιοι Χιώτες, του δυτικού δόγματος, ανέβηκαν σε ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα τόσο μέσα στην Χίο και στα νησιά των Κυκλάδων, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Ρουμανία, Αλβανία, Ρουθηνία και μέσα σ’ αυτήν ακόμη την Ιταλία. Από το δεύτερο μισό όμως του 17 αι, συγκεκριμένα από τα τέλη του 1664, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Χίου με επικεφαλής τον μητροπολίτη της Ιγνάτιο από το Νεοχώρι αντιδρά με τόση σφοδρότητα εναντίον των Καθολικών, ώστε οι κληρικοί της να παραπονιούνται για «άγριες καταδιώξεις των σχισματικών». Έπειτα, η θέση της Καθολικής Εκκλησίας είχε γίνει δύσκολη, κατά την διάρκεια το Κρητικού πολέμου, γιατί οι μισσιονάριοι θεωρούνταν ύποπτοι.
6.- ΙΗΣΟΥΪΤΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Επιφανής στόχος των Ιησουϊτών είναι επίσης η ίδια η εστία της Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος. Τι περιμένουν από την κίνησή τους αυτή, μας το λέγει ο γραμματέας της Προπαγάνδας Francesco Ingoli στα 1628: «Είναι γνώμη όλων όσοι γνωρίζουν καλά τα πράγματα της Ανατολικής Εκκλησίας, ότι, αν κερδίσουμε τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, θ’ ανοίξουμε ένα μεγάλο δρόμο προς την ένωση της Εκκλησίας αυτής με την δυτική· κι’ αυτό γιατί τους Μοναχούς αυτούς τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη οι Επίσκοποι και οι πληθυσμοί της Ελλάδας. Ακόμη μερικοί βεβαιώνουν, πως αν ενωθή το Άγιον Όρος με την ρωμαϊκή εκκλησία, αμέσως η Μοσχοβία θα δεχθή την ένωση αυτή, γιατί οι Μοσχοβίτες τρέφουν μεγάλη υπόληψη στους Μοναχούς αυτούς και τους συντρέχουν με μεγάλες ελεημοσύνες, όταν πηγαίνουν στην Μοσχοβία».
Οι σχέσεις Ιησουϊτών και Αγ. Όρους υποστηρίζεται ότι χρονολογούνται από τον 16 αι, αλλά οι ιστορικές γραπτές μαρτυρίες αρχίζουν μόνον από το 1611. Τότε μνημονεύεται μοναχός του Άθω να φοιτά στο σχολείο των Ιησουϊτών στην Κωνσταντινούπολη και δεύτερος στα 1620-1622. Πολλοί επίσης Αθωνίτες επισκέπτονται κατά διάφορες εποχές την μονή των Ιησουϊτών Θεσσαλονίκης, όπου τους αποδέχονται φιλόξενα.
Τότε η Congregatio ενδιαφέρθηκε ζωηρά να επεκτείνει την δραστηριότητά της και προς το Άγιον Όρος με την μεσολάβηση Ελλήνων ενωτικών, μαθητών του κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου. Ίσως επειγόταν μάλιστα, γιατί οι ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου είχαν πιάσει εκεί κάποιες ρίζες. Προηγείται η αποστολή του Αλεξάνδρου Βασιλοπούλου στο Άγιον Όρος (28 Δεκεμβρίου 1626) με καθαρά διερευνητικό χαρακτήρα.
Αποτέλεσμα: Η Congregatio θεωρεί απαραίτητη την ανάγκη να ιδρυθεί εκεί ένα σχολείο της ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Το ζήτημα αυτό, το συζητεί στα 1628 με τον πρόεδρο της Congregatio καρδινάλιο Bandini ο ηγούμενος της μονής Βατοπαιδίου Ιγνάτιος, που επισκέπτεται τη Ρώμη και τα θρησκευτικά της ιδρύματα. Σχέδιο όμως των επικεφαλής των Καπουκίνων Peres Joseph και Leonard ν’ αποστείλουν μερικούς μισσιοναρίους του τάγματός των στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιείται, γιατί οι μοναχοί οι προορισμένοι για την αποστολή αυτή, οι οποίοι ήταν και οι πιο προχωρημένοι στην ελληνική γλώσσα, δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν στον πειρασμό να γυρίσουν πίσω στην Γαλλία, «per capricii et disgusti senza fondamento», όπως έγραφαν στις 1 Μαρτίου 1633 οι δύο αρχηγοί στον καρδινάλιο Ingoli.
Έτσι, την οργάνωση του σχολείου την αναλαμβάνει ο αποστολικός μισσιονάριος και ιερέας Νικόλαος Ρώσης από το Ναύπλιο, που είχε φοιτήσει στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου (από τις 6 Δεκεμβρίου 1624 κ.ε.) Είχε σπουδάσει γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία και κατόπιν δυο χρόνια θεολογία. Πραγματικά, ο Ρώσης από το φθινόπωρο του 1635 παραδίδει μαθήματα στο Πρωτάτο (στα 1638 οι μαθητές ανεβαίνουν στους 21), μέσα σε ανεκτική ατμόσφαιρα, στρέφεται εναντίον του Καλβινισμού, συζητεί με εξέχοντες φιλενωτικούς ηγουμένους και πρώην Πατριάρχες για διάφορα θρησκευτικά θέματα, και ιδίως για την ένωση των εκκλησιών. Μάλιστα, ο πρώην Πατριάρχης Αθανάσιος Πατελλάρος, πικραμένος του πετά τα λόγια, ότι θα προχωρήσει στην ένωση των εκκλησιών, αν ξανανεβεί στο θρόνο.
Σε λίγο όμως, στα 1641, η κατάσταση μέσα στον Άθω γίνεται πολύ δύσκολη. Οι Τούρκοι που μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας έκαναν απογραφή των μοναχών και είχαν διατάξει την αναχώρηση των ξένων, αναγκάζουν και τον Ρώση ν’ αποσυρθεί στην Θεσσαλονίκη. Ίσως, εκτός από τους Τούρκους, τον στενοχωρούσαν και εκείνοι οι μοναχοί, που έκλιναν προς την Μεταρρύθμιση και οι οποίοι βρίσκονταν υπό την επίδραση ενός φιλομεταρρυθμιστή μοναχού, που είχε μείνει περισσότερο από 30 χρόνια στην Αγγλία· υπήρχαν βέβαια και οι φιλενωτικοί, ιδίως ο Έλληνας ηγούμενος της μονής Παντελεήμονος. Έπειτα παρατηρούνταν ένα πνεύμα δυσμενές προς την μόρφωση των μοναχών. Η παιδεία δεν αποτελούσε αναγκαίο εφόδιο γι’ αυτούς που ακολουθούσαν τον δρόμο του Θεού.
Στην Θεσσαλονίκη ο Ρώσης διδάσκει, σε Αθωνίτες Μοναχούς και κοσμικούς, ελληνική γλώσσα, κλασσικούς συγγραφείς, λογική, καθώς και τα μυστήρια, για ν’ αντικρούσει τις σχετικές ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου.
Οι δημοσιευμένες 27 συνολικά επιστολές του Ρώση προς την Congregatio μας δίνουν θετικές, αξιόπιστες και ενδιαφέρουσες ειδήσεις για το Αγ. Όρος, για τα όργανα και το έργο των αξιωματούχων του, για την συμπάθεια που δείχνουν οι μοναχοί στους καταδιωγμένους, στους σκλάβους, στους μωαμεθανούς που έγιναν Χριστιανοί, προς τους νέους που ζητούν ν’ αποφύγουν το παιδομάζωμα, για τα 8 πλούσια μοναστήρια, που δεν τα κατονομάζει και τα αίτια της παρακμής του θρησκευτικού βίου στα υπόλοιπα που την αποδίδει στην αμάθεια, στις «ζητείες», στην έλλειψη συνετών και καλών πνευματικών, καθώς επίσης και στις καταπιέσεις των Τούρκων· για τις τουρκικές αρχές του Άθω, για τις φορολογίες, τις κατά καιρούς αργυρολογίες, τα πρόστιμα, τις ποικίλες άλλες καταπιέσεις και αυθαιρεσίες μιας τυραννικής εξουσίας· για τα διάφορα ιερά λείψανα και κειμήλια των μονών, για τις βιβλιοθήκες και τα χειρόγραφά τους, για την μόρφωση των μοναχών, για τις πνευματικές τους ζυμώσεις και γενικά για την κίνηση των ιδεών στην απομονωμένη εκείνη εστία της ορθοδοξίας· για τον αριθμό των μοναχών, κελλιωτών και ερημιτών (8.000 περίπου), για τον τρόπο ζωής τους, για τα μετόχια τους στην Σιθωνία, Κασσάνδρα και στην περιοχή Θεσσαλονίκης, στη Θάσο, Βλαχία και Μολδαβία, για τα προϊόντα των κτημάτων αυτών, για την γεωργική εργασία των μοναχών στα μετόχια ή για την επιτηδειότητα και καλλιτεχνική πνοή των κελλιωτών σε ορισμένες τέχνες, ιδίως ξυλογλυπτική και ζωγραφική, τέλος για το πνεύμα φιλοξενίας και φιλανθρωπίας, που δεν το εξαφάνισε η φτώχεια των μονών. Είναι πολύ λυπηρό ότι οι ειδήσεις μας αυτές είναι μονόπλευρες και δεν συμπληρώνονται από αγιορειτικά έγγραφα της Τουρκοκρατίας, που εξακολουθούν ακόμη να μένουν απρόσιτα στον ερευνητή.
Τα σχέδια λοιπόν για την εγκατάσταση Ιησουϊτών στο Άγιον Όρος, καθώς και νωρίτερα, στα 1633, Καπουκίνων στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος, δεν πραγματοποιήθηκαν. Μολαταύτα η Congregatio θέλοντας να ενθαρρύνει την προσέλευση Ορθόδοξων μοναχών προς την Δύση δέχθηκε στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου μεταξύ 1639 – 1641 δυο Μοναχούς του Άθω, τον Βενιαμίν και τον Δημήτριο, καθώς και ένα διάκονο, από την Θεσσαλονίκη, τον Μελέτιο.
Τα σχέδια όμως των Ιησουϊτών για την εγκατάστασή τους στον Άθω δεν παύουν. Χαρακτηριστικά, ο Valentin Melcetti, σ’ ένα υπόμνημά του στα 1645, οραματίζεται την εξάπλωση της Καθολικής πίστης από τον Άθω όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στην Μοσχοβία, μέσω των Ρουθηνών μοναχών. Φαίνεται ότι οι σχέσεις ορισμένων μοναχών από το Άγ. Όρος με τους Ιησουίτες ευνοούσαν τις ιδέες αυτές. Ήδη ένα χρόνο νωρίτερα, στα 1644, η μονή της Λαύρας χαρίζει στον πατέρα d’ Autry μια μικρή ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αλλά η αμέλεια του Γάλλου προξένου να του συμπαρασταθεί και ο τουρκοβενετικός πόλεμος εμπόδισαν την επισκευή της.
Ο d’ Autry, θέλοντας να φανεί ωφέλιμος στους Λαυριώτες, κατά την επιστροφή του στην Γαλλία στα 1650, σταμάτησε στην Μάλτα και απέσπασε από τον μεγάλο μάγιστρο των ιπποτών της έγγραφό του, που έθετε τη μονή υπό την προστασία του και την ασφάλιζε από τις πειρατικές ενοχλήσεις. Από το άλλο όμως μέρος, ο d’ Autry προσπάθησε αξιοποιώντας τις φιλίες με τους Μοναχούς του Άθω — και προ πάντων της Λαύρας — να ιδρύσει μονή Ιησουιτών εκεί, αλλά τελικά, ύστερ’ από ένα ταξίδι εκεί στα 1658, αναγκάζεται να παραιτηθεί από τον σκοπό του, γιατί οι μοναχοί αντέδρασαν. Απαισιόδοξος στις προβλέψεις του είναι και ο Pere Francois Richard, που έμεινε λίγες εβδομάδες στο Αγ. Όρος και μας άφησε διεξοδική σχετική έκθεση, με αξιοπρόσεκτες πληροφορίες και απόψεις για τον τρόπο ζωής, την θρησκευτικότητα και την παιδεία των μοναχών.
Τέλος αξίζουν επίσης να μνημονευθούν οι επαφές του πατρός Braconnier, ιδρυτή της Καθολικής Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης (1706), με το Αγ. Όρος, για το οποίο μας έδωσε ενδιαφέρουσα περιγραφή. Η περιγραφή αυτή συμπληρώνει τη σύγχρονη σχεδόν το σοφού ιεράρχη Δρύστρας Ιεροθέου, του κατά κόσμον Ιωάννη Κομνηνού (1657-1719), οποίος υπήρξε ο τελευταίος ίσως απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών

Τετάρτη, Ιουλίου 20, 2011

ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ Επίδραση του Παπισμού στον Ορθόδοξο χώρο μετά το Σχίσμα (3)

 
1.- Αντίδραση των Κρητικών στην αποδοχή του Φλωρεντινού όρου και γενικά στην προπαγάνδα της ΡΚαθολικής «εκκλησίας».
Οι Έλληνες λόγιοι πρόσφυγες στην Ιταλία, οι οποίοι για διαφόρους λόγους και προ πάντων για να εξασφαλίσουν ευνοϊκές συνθήκες ζωής είχαν γίνει ενωτικοί ή είχαν ασπαστεί το δυτικό δόγμα, αποτελούν αξιόλογους πυρήνες της ΡΚαθολικής προπαγάνδας στις ελληνικές χώρες, γιατί ευνοούν τις επιδιώξεις της για την αναγνώριση των πρωτείων του Πάπα και την ένωση των εκκλησιών. Έτσι, ή ιστορική παράδοση των διενέξεων του Βυζαντίου με την καθολική Δύση δεν παύει στην πραγματικότητα με την Άλωση, αλλά συνεχίζεται και επί τουρκοκρατίας υπό διαφορετικές συνθήκες και παρουσιάζει νέες ενδιαφέρουσες εξελίξεις και φάσεις.
Πραγματικά η ΡΚαθολική «εκκλησία» συνεχίζει τις ενέργειές της, ιδίως εκεί όπου μπορεί ν’ ασκήσει αποτελεσματικές επιδράσεις: στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, στις Κυκλάδες, στην Κύπρο και στην Κρήτη. Η προσέλευση του Αρχιεπισκόπου Νικαίας Βησσαρίωνα, του σοφού εκείνου κληρικού, στο δυτικό δόγμα, είχε ασκήσει ασφαλώς επιρροή στις ταραγμένες ψυχές των Ορθοδόξων, ιδίως των λογίων. Ο Βησσαρίωνας είναι ο αρχηγός των ενωτικών και προς αυτόν φυσικά αποβλέπουν οι οπαδοί του Φλωρεντινού όρου. Τον Μάιο του 1462 ονομάζεται από τον πάπα Πίο Β’ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και σ’ αυτόν υπάγονται τώρα οι ουνίτες Έλληνες της Κρήτης και των ελληνικών νησιών. Και στις 27 Μαΐου του ίδιου χρόνου αποστέλλει ποιμαντορική εγκύκλιο -την γνωστή με τον τίτλο: «επιστολή καθολική»- προς όλους τούς χριστιανούς, όσοι υπάγονται στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Εξετάζοντας σ’ αυτή την εγκύκλιο την πτώση του Βυζαντίου δέχεται ως κύρια αιτία της την εκτροπή της πίστης από την αλήθεια και την απομάκρυνση των Ορθοδόξων από τα ορθά δόγματα της καθολικής εκκλησίας. Τούς καλεί λοιπόν να δεχθούν με ευλάβεια το Φλωρεντινό δόγμα, ότι δηλαδή ο Πατήρ και ο Υιός είναι η αρχή του Πνεύματος και ότι αυτό εκπορεύεται από τούς δύο σαν από ένα «προβολέα». Αφού τούς ομιλεί για τις αγρυπνίες και τις εσωτερικές του ανησυχίες, πού τον βασάνισαν ώσπου στο τέλος να πεισθεί και ο ίδιος επάνω στο ζήτημα αυτό, τούς παρακινεί να έχουν ως «κεφαλήν και άρχοντα» της Εκκλησίας τον Πάπα, να τον σέβονται και να τον ακολουθούν, επειδή τούς οδηγεί στο δρόμο προς την αιώνια ζωή. Κηρύσσει δηλαδή την ένωση των εκκλησιών, την Ουνία, με βάση την αναγνώριση του Πάπα ως αρχηγού της χριστιανικής εκκλησίας, χωρίς όμως να καταργεί τα ήθη και έθιμα, καθώς και την λατρεία των Ορθοδόξων. Ο Βησσαρίωνας καθιερώνει μάλιστα και υποτροφία για 16 ορθόδοξους (ενωτικών φρονημάτων βέβαια) ιερείς, οι οποίοι θα οικείωναν τον Κρητικό λαό με τις αλήθειες της ΡΚαθολικής «εκκλησίας». Από τούς 16 αυτούς ιερείς θα εκλέγονται οι πρωτοπαπάδες του Χάνδακα, Σητείας, Ρεθύμνου και Χανίων. Στην πράξη όμως οι προνομιούχοι αυτοί ιερείς ορίζονται σε 12 και επιδοτούνται με ένα μέρος (γύρω στα 300 δουκάτα) από τα εισοδήματα του πατριαρχείου στην Κρήτη.
Μάταια, ο ενωτικός (ουνίτης) λόγιος Μιχαήλ Αποστόλης, ο γνωστός για τον πτωχοπροδρομισμό του και τις κολακείες του προς τον Βησσαρίωνα και τούς άλλους ισχυρούς της Δύσης, εργάζεται με επιδεικτικό ζήλο για την διάδοση της Ουνίας και δημιουργεί ζητήματα στους Κρητικούς. Μάταια επίσης, ο γνωστός για την δράση του για την ένωση των εκκλησιών πρωτοπαπάς του Χάνδακα Ιωάννης ο Πλουσιαδηνός (το 1492 Ιωσήφ, επίσκοπος Μεθώνης) κατακρίνει τούς Ορθοδόξους παπάδες, γιατί εμποδίζουν «τας ιεράς της εκκλησίας συνάξεις», γιατί δεν αφήνουν «τούς βουλομένους ποιείν πανηγύρεις αγίων, ούτε κηδείας νεκρών κατά το ειωθός, αλλ’ ούτε μνείας των κεκοιμημένω» ενωτικών βέβαια, γιατί επηρεάζουν το λαό και ξανακερδίζουν αυτούς πού είχαν δεχθεί την ένωση. «Ορώμεν οφθαλμοφανώς, γράφει, και καθ’ ημέραν, ότι υπετάγησαν εις το υμών ασεβές φρόνημα, προτιμώντες εάσαι τα παιδία αυτών αβάπτιστα ή βαπτίσαι αυτά ιερεύς της εκκλησίας, ήγουν της αγίας ενώσεως».
Η Ουνία υπήρξε το πιο δραστικό όπλο της ΡΚαθολικής «εκκλησίας», γιατί ήταν το πρώτο σπουδαίο βήμα προς την Ένωση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του καρδιναλίου Ισιδώρου, οι ενωτικοί (ουνίτες) ανέβαιναν στον εξογκωμένο αριθμό των 20 χιλιάδων. Την Ουνία επίσης χρησιμοποιούν με επιτυχία ως δόλωμα έναν αιώνα αργότερα οι Ιησουίτες στην Πολωνία και στην νοτιοδυτική Ρωσία. Μολαταύτα, στις ελληνικές χώρες, καθώς και τις κοινότητες του εξωτερικού, η ΡΚαθολική προπαγάνδα συναντά ισχυρή αντίδραση. Χαρακτηριστικά στην Κρήτη, όπου οι κάτοικοι ήταν προσκολλημένοι στην Ορθοδοξία, μάταια η δυτική «εκκλησία» προσπαθεί να διευρύνει τον κύκλο των οπαδών της. Κατορθώνει βέβαια ο Αποστόλης να δημιουργήσει μια κοινότητα ουνιτών στο νησί, πολύ μικρή, αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο στέλνει εκεί ως έξαρχό του τον μοναχό Μάρκο Ξυλοκαράβη, τον μετέπειτα Πατριάρχη, και κατορθώνει να προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στην εστία εκείνη της ετεροδοξίας. Τ’ αποτελέσματα του έργου του τα βλέπουμε σε επιστολή του Αποστόλη προς τον Βησσαρίωνα:
«Ούκ αφ’ εαυτών (οι κάτοικοι), ει χρη ταληθές ειπείν, κινούμενοι οι πανδείλαιοι, αλλ’ άμοιροι λόγων όντες και δογμάτων άπειροι της εκκλησίας εξ αμαθίας, υπ’ ανδρών φιλοδόξων και ρεολόγων και μισθόν ηγουμένων την κατά Λατίνων γε βλασφημίαν υπάγονταί τε και πείθονται ων εις και χείριστος ην Μάρκος σκοτενδύτης Βυζάντιος o Ξυλόναυς, ανήρ φιλόχρυσος, κακόδοξος, κερκοπίθηκος, ος την Κρήτην πάσαν συνέχεέ τε και συνεκύκησεν, ου μεν ουν τους λόγων ειδότας και ευ φρονήσεως ήκοντας, αλλά τινας βεκκεσελήνους και κρονίων όζοντας και αναλφαβήτους».
Το έργο του Ξυλοκαράβη το συνέχισαν ο μοναχοί Σάββας και Μάξιμος, έξαρχοι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τους οποίους ο Μιχαήλ Αποστόλης και οι ομοϊδεάτες του κατόρθωσαν τελικά να εξορίσουν από το νησί στην Συρία. Και απ’ εκεί όμως αυτοί συνεχίζουν με γράμματα προς το Ορθόδοξο ποίμνιο τον αγώνα τους κατά των ενωτικών, αφορίζουν τον Αποστόλη και τούς αιτίους της εξορίας τους και εξάπτουν επικίνδυνα τα πνεύματα των κατοίκων εναντίον τους. Η στάση αυτή του Πατριαρχείου και η εμμονή του Κρητικού λαού στην Ορθοδοξία κάνουν δύσκολη την θέση του θορυβοποιού Αποστόλη στην Κρήτη. Οι συμπατριώτες του τον περιφρονούν και τον βρίζουν με τα επίθετα διάβολος, άγος, κάθαρμα.
Με την καθοδήγηση λοιπόν του Ξυλοκαράβη, του Μακρυγένη κ.ά. οι πιστοί στην Ορθοδοξία, στο νησί της Κρήτης, κρατούν ολόκληρο σχεδόν το λαό μαζί τους, «τους τζαγκαρομαραγγογουναροαυτοχρυσοχοοβοντικλαροχάλκας», όπως τους  ονομάζει ειρωνικά ο Αποστόλης, τούς απλούς δηλαδή εκείνους ανθρώπους, κυρίως βιοτέχνες, και δημιουργούν ζυμώσεις και αναβρασμό εναντίον των ενωτικών και της ΡΚαθολικής «εκκλησίας». Μάταια τους εξορκίζει να συνέλθουν και ν’ ακολουθήσουν την ένωση των εκκλησιών, για να λείψουν οι διαφορές και τα σχίσματα. Το προσηλυτιστικό έργο των ΡΚαθολικών στην Κρήτη, παρά τις προσπάθειές τους, είναι ασήμαντο. Οι θρησκευτικές έριδες εξακολουθούν με εναλλασσόμενες φάσεις.
Ο δόγης Χριστόφορος Maurus με έγγραφό του προς τούς διοικητές της Κρήτης (15-9-1463) προσπαθεί να προστατεύσει τούς ενωτικούς ιερείς και κοσμικούς από την περιφρονητική στάση και από τις πιέσεις των Ορθοδόξων, στοιχείο που μαζί με άλλα πολλά δείχνουν τη φιλενωτική πολιτική της Βενετίας την εποχή εκείνη, ύστερ’ από την ανακάλυψη της συνωμοσίας του Σήφη Βλαστού. Μολαταύτα, οι Βενετοί δεν παίρνουν ενεργό μέρος υπέρ των ενωτικών, μένουν γενικά ουδέτεροι και προσπαθούν να οικονομήσουν όπως όπως τα πράγματα, μη θέλοντας να ερεθίσουν τα πνεύματα των εντοπίων στο νησί. Άλλωστε, οι σχέσεις των πολιτικών αρχών και των κληρικών δεν ήταν πάντοτε αρμονικές. Έπειτα, η κατάσταση του κλήρου, τόσο του λατινικού όσο και του ελληνικού, δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Αμάθεια, πλεονεξία, δεισιδαιμονία, ανηθικότητα, αμέλεια των καθηκόντων τους κ.λπ. ήταν καθημερινά φαινόμενα του βίου των κληρικών, από τούς επισκόπους ως τούς ιερείς. Την κατάπτωση αυτή, ιδίως των Λατίνων, στάθηκε αδύνατο να την αναστείλουν οι αποφάσεις και τα μέτρα, πού έλαβε ο αρχιεπίσκοπος Gerolamo Lando στις αλλεπάλληλες τοπικές συνόδους το 1467, 1474 και 1486. Η κατάσταση αυτή ευνοούσε τη βαθμιαία αφομοίωση των Βενετών αποίκων από τούς εντοπίους. Έτσι, κατά τον 16 αι. μερικές ΡΚαθολικές επισκοπές της Κρήτης παύουν να υφίστανται. Μάταια ο Κρητικός ενωτικός Γεώργιος Παλαιόκαπας, πρύτανης (rector) της νομικής σχολής της Πάδοβα (1544) και αργότερα μοναχός και επίσκοπος, επιχειρεί να ιδρύσει μια ελληνική ΡΚαθολική επισκοπή, του Κισσάμου. Το σχέδιό του ναυαγεί εμπρός στην αντίδραση τόσο των Ελλήνων, όσο και των Λατίνων. Μετά τον θάνατό του (1590), με τα χρήματα κληροδοτήματός του, 12 Έλληνες μπορούσαν να σπουδάζουν στην Ρώμη ή στην Πάδοβα.
2.- Η θέση των Ορθοδόξων στα Επτάνησα, Βενετία και στην Κάτω Ιταλία  και Σικελία.
            1/ Οξύτητα στις σχέσεις Ορθοδόξων-ΡΚαθολικών συναντούμε συχνά στην βενετοκρατούμενη Επτάνησο, όπου ο ΡΚαθολικός κλήρος καταπιέζοντας την θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων προκαλούσε την αγανάκτησή τους και γεννούσε «immortale odium copta Latinos». Συχνά ο κλήρος αυτός ανάγκαζε τους Ορθοδόξους, τούς αφοσιωμένους με πίστη στα πατροπαράδοτα, ν’ αναβαπτίζουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τους τύπους της ΡΚαθολικής «εκκλησίας» ή να τελούν το μυστήριο της θείας ευχαριστίας με «άζυμον άρτον», ή τούς παρενοχλούσε με διάφορους άλλους τρόπους. Είναι όμως αλήθεια, ότι ο φίλος των ελληνικών γραμμάτων και σπουδών πάπας Λέων Ι’ όρισε όπως ο ορθόδοξος κλήρος και οι κάτοικοι ασκούν απερίσπαστοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (18 Μαΐου 1521). Οι συνεχιζόμενες όμως καταπιέσεις του ΡΚαθολικού κλήρου αναγκάζουν τον Κλήμη Ζ’ (1523-1534) στις 20 Μαΐου 1526 και τον Παύλο Γ’ (1534-1549) στις 8 Μαρτίου 1546 να επικυρώσουν με νέα θεσπίσματα τις διατάξεις του Λέοντα. Σύμφωνα με το τελευταίο έγγραφο, ο Παύλος Γ’ αποφασίζει -ύστερ’ από εισήγηση του πρωτοπαπά Κερκύρας Λουίζου Ραρτούρου- να λειτουργούν ελεύθερα οι Έλληνες ιερείς, να θάβουν, να βαφτίζουν και να περιάγουν το σταυρό κατά τις δημόσιες τελετές. Οι Βενετοί επίσης για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας -siamo Venazian e poi Cristiani, έλεγαν- προσπαθούσαν να προστατεύσουν τούς Ορθοδόξους των κτήσεών τους από τις πιέσεις αυτές ή τουλάχιστον να τις μετριάζουν, είχαν μάλιστα επιτρέψει να εδρεύει Ορθόδοξος Επίσκοπος στην Κεφαλληνία, όπως και επί των Τόκκων.
Στα Επτάνησα, όπου δεν υφίσταται ή έχει καταργηθεί η θέση του Ορθοδόξου Επισκόπου, παρουσιάζεται ο πρωτοπαπάς, όπως είδαμε και στην Κρήτη. Η θέση του ήταν επίζηλη και την έπαιρναν κληρικοί, πού διακρίνονταν για το ήθος, τη μόρφωση και την ευγένεια της καταγωγής τους. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε ως την ίδρυση της Πολιτείας της Επτανήσου υπό την ρωσική προστασία. Το σύνταγμα του 1803 αναγνώριζε την ορθόδοξη θρησκεία ως «επικρατούσαν» με τη δήλωση, ότι «η ΡΚαθολική θρησκεία είναι επίσης προνομιούχος προστατευομένη και πάσα άλλη λατρεία είναι ανεκτή».
Ειδήσεις ενδιαφέρουσες για τη θρησκευτική κατάσταση στα νησιά Ζάκυνθο και Κεφαλληνία, για την αναλογία των ΡΚαθολικών προς τούς Ορθοδόξους, καθώς και για τα ιδρύματά τους, στα 1667, μας δίνει ο αποστολικός επισκέπτης Sebastiani. Οι ΡΚαθολικοί ήταν πολύ λίγοι συγκριτικά με τον όλο πληθυσμό. Έτσι π.χ. οι ΡΚκαθολικοί της Ζακύνθου (πόλης και κάστρου) δεν ξεπερνούσαν τις 3.000 (μέσα στις οποίες πρέπει να συμπεριλάβει κανείς και τούς στρατιώτες και τούς ξένους) έναντι 20.000 Ελλήνων της πόλης, 100 του κάστρου και 22.000 των χωριών. Οι Ορθόδοξοι είχαν 40 καλοδιατηρημένες Εκκλησίες μέσα στην πόλη και ένα μοναστήρι καλογραιών. Σε τρία ή τέσσερα καταλύματα μέσα στην πόλη ζούσαν επίσης δύο ή τρεις μοναχές. Στο κάστρο υπήρχαν επίσης 8 άλλες εκκλησίες και ένα μοναστήρι καλογραιών.
Στα χωριά της Ζακύνθου υπήρχαν 200 περίπου εκκλησίες και 7 μοναστήρια με 200 μοναχούς. Οι παπάδες σε όλο το νησί ήταν 150, με επικεφαλής τον πρωτοπαπά, πού έδρευε στην πόλη ως αντιπρόσωπος του Eπισκόπου, πού συνήθως έμενε στην Κεφαλληνία. Οι καθολικοί μέσα στην πόλη είχαν την μικρή, αλλά ωραία μητρόπολη του Αγ. Μάρκου με την πολύ φτωχική κατοικία του επισκόπου, καθώς και την εκκλησία της S. Maria των Zoccolanti. Μέσα στο Κάστρο είχαν την εκκλησία των P. Conventuali και δύο παρεκκλήσια, στα οποία σπάνια λειτουργούσαν. Ανάμεσα στο Κάστρο και στην πόλη υπήρχε και η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, πού ανήκε πρώτα στους Δομηνικανούς και τώρα στους Conventuali. Τις πνευματικές ανάγκες των καθολικών εξυπηρετούσαν 4 ιερείς. Επίσκοπος του νησιού ήταν ο Φραγκίσκος Gozzadini από τη Σίφνο, ιεράρχης με κύρος. Οι καθολικοί τελούσαν τις θρησκευτικές πομπές και λιτανείες με την συνηθισμένη τους μεγαλοπρέπεια μέσα από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης ακολουθούμενοι από όλο το πλήθος.
Στην πόλη υπήρχαν και 800 Εβραίοι αρκετά πλούσιοι, πού ζούσαν με πολλή ελευθερία. Μερικοί από αυτούς ασκούσαν την Ιατρική. Επίσης ήταν εγκαταστημένοι και έμποροι από διάφορα κράτη του βορρά, διαμαρτυρόμενοι δηλαδή, πού τούς κατηγορούσαν ως αιρετικούς και τούς θεωρούσαν επικίνδυνα μιάσματα. Ανάμεσα σ’ αυτούς και στους καθολικούς υπήρχε ο συνηθισμένος θρησκευτικός ανταγωνισμός. Και οι δύο αποβλέπουν να προσεταιριστούν τη νεολαία της Ζακύνθου με προτάσεις για την ίδρυση σεμιναρίων. Οι Ζακυνθινοί προθυμοποιούνταν να καταβάλουν και χρήματα για την μόρφωση των παιδιών τους, γιατί δεν υπήρχαν δάσκαλοι, και οι νέοι, μολονότι διακρίνονταν για την ζωηρότητα του πνεύματός τους, ήταν αργόσχολοι και παρασύρονταν σε κακές εκδηλώσεις της ζωής.
Και στην Κεφαλλονιά βρίσκονται ελάχιστοι δυτικοί. Απ’ αυτούς 30 μόνον ήταν ντόπιοι και οι υπόλοιποι στρατιώτες ή ξένοι, περίπου 550. Στις μεγαλύτερες κωμοπόλεις, στον Αγ. Γεώργιο, στο Αργοστόλι και στην Άσσο, υπήρχε από μια εκκλησία καθολική για τις ανάγκες των πιστών. Το κυρίαρχο στοιχειό ήταν οι ορθόδοξοι, 90.000 περίπου κάτοικοι, μοιρασμένοι σε 200 κωμοπόλεις και χωριά. Σε όλο το νησί υπήρχαν 400 εκκλησίες με ισάριθμες ενορίες και 9 μοναστήρια με πολυαρίθμους μοναχούς. Το Αργοστόλι μόνο είχε 9 εκκλησίες και 22 ιερείς. Μάταια οι απεσταλμένοι της καθολικής εκκλησίας, ιδίως οι τρόφιμοι του ελληνικού κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου, προσπαθούσαν να διασώσουν το δυτικό δόγμα. Τελικά, αφομοιώνονται όλες οι φραγκικές οικογένειες, οι οποίες κατά τούς μακρούς αιώνες της φραγκοκρατίας είχαν εγκατασταθεί στο νησί.
Η υπερέχουσα θέση της δυτικής εκκλησίας και η επιβολή του ξένου καθολικού κυριάρχου είχαν επιδράσεις στην αρχιτεκτονική των ναών, στην εσωτερική τους διακόσμηση, καθώς επίσης και στην αποδοχή από τούς Ορθοδόξους ορισμένων δυτικών τύπων κατά τις θρησκευτικές λειτουργίες και τελετές. Έτσι π.χ. τα μικρά αλτάρια (βωμοί), οι επιτάφιοι, ο ημίγλυφος Εσταυρωμένος, τα ικρία (palchi-πάρκα) και άλλα πολλά αποτελούν νεωτερισμούς πού εισάγονται κατά την εποχή της βενετοκρατίας. Ακόμη, σε ορισμένα νησιά, ο Ορθόδοξος κλήρος έπαιρνε μέρος στην λαμπρή λιτανεία της Αγ. Δωρεάς (festum corporis Domini), στις εκκλησίες πολλών ορθοδόξων υπήρχαν ιερά βήματα των δυτικών (αλτάρια), όπου λειτουργούσαν συγχρόνως οι ιερείς και των δύο δογμάτων. Οι Έλληνες, αν δεν είχαν ιερέα στον τόπο τους, προσεύχονταν στις ΡΚαθολικές εκκλησίες, εξομολογούνταν στους πνευματικούς των και έπαιρναν απ’ αυτούς τη θεία μετάληψη. Τα μεικτά συνοικέσια ευλογούνταν άλλοτε από τούς Ορθοδόξους και άλλοτε από τούς Λατίνους κ.ά. Ενδιαφέροντα από την άποψη αυτή είναι τα διάφορα τελετουργικά (ceremoniali), κυρίως των επίσημων γιορτών (π.χ. του Αγ. Μάρκου, των πολιούχων κ.λπ.), πού φυλάγονταν στα δημόσια αρχειοφυλακεία Κερκύρας και Ζακύνθου, καθώς και στα αρχεία των λατινικών επισκοπών. Οι ποικίλες αυτές επιδράσεις έκαναν μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες των αμιγών Ορθοδόξων περιοχών και ιδίως στους αυστηρούς μοναχούς του Αγ. Όρους.
Μολαταύτα, οι επιδράσεις των δυτικών δεν έθιξαν την ουσία της ορθοδοξίας. Και είναι κατ’ αρχήν αξιοπερίεργο, πώς οι απαίδευτοι στην πλειονότητά τους Ορθόδοξοι ιερείς που προκαλούσαν τα ειρωνικά και περιφρονητικά σχόλια των ξένων (πρβλ. και την παροιμία ignorante come un papa greco), κατόρθωσαν να συγκρατήσουν το ποίμνιό τους μέσα στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Η μόνη εξήγηση είναι ότι στάθηκαν ταπεινοί, καρτερικοί και χρήσιμοι κοντά στους απλούς ανθρώπους του λαού, δεν περιόριζαν τη δράση τους μόνο στα εφημεριακά τους καθήκοντα, αλλά τη δίπλωναν και μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της χριστιανικής κοινότητας: πολλοί έκαναν τον δάσκαλο, τον συμβιβαστή στις διαφορές, τους προξενητές γάμων, τον συμβολαιογράφο, τον ληξίαρχο, τον κήρυκα, το χρονογράφο, τον αγιογράφο. Άλλωστε, δεν έλλειπαν και οι ονομαστοί και ευπαίδευτοι ανώτεροι κληρικοί, διδάσκαλοι του Γένους, ρήτορες κ.λπ., τα πρότυπα αρετής, ήθους και Παιδείας.
2/ Σκληρά δοκιμάζεται, κατά τις αρχές και τα μέσα του 16 αι., η μεγάλη ελληνική κοινότητα της Βενετίας, από διάφορες αναταραχές, που προκαλεί μέσα στους κόλπους της, ιδίως ο γιος του Μιχαήλ Αποστόλη, Αρσένιος, ιεροκήρυκας της εκκλησίας, ο οποίος δεν υστερούσε καθόλου από τον πατέρα του στις κολακείες των ισχυρών προσώπων, ιδίως των Λατίνων κληρικών. Ο Αρσένιος ακόμη καταγγέλλει στις βενετικές αρχές τον Κερκυραίο ιερομόναχο Ιωαννίκιο Καρτάνο, για διδασκαλία κακοδοξιών και τον κλείνει στις φυλακές. Εκεί ο Ιωαννίκιος γράφει το «Άνθος», ήτοι αποσπάσματα από την Παλαιά και Νέα Διαθήκη, μέσα στα οποία παρεμβάλλει αφηγήσεις από απόκρυφα έργα διαποτισμένα με πανθεϊστικές ιδέες.
Αλλά και μετά τον θάνατο του Αρσενίου (1535) οι Ορθόδοξοι Έλληνες ιερείς Νικόλαος Τριζέντος και Αναστάσιος Πορφύριος, και οι δύο από την Κορώνη, επειδή είχαν παυθεί για κλοπή και για άλλες παρεκτροπές, προσέφυγαν στον αποστολικό έξαρχο (λεγάτο) της Ρώμης και κατόπιν στον ίδιο τον Πάπα κατηγορώντας τούς συμπατριώτες τους, ότι απομακρύνουν τούς ιερείς, όσοι δέχονται το Φλωρεντινό όρο. Από το άλλο μέρος, οι Έλληνες της παροικίας αναφέρθηκαν στον Πατριάρχη Ιερεμία Α’ (1537-1545, τρίτη πατριαρχεία) και επέτυχαν να καθαιρεθεί και ν’ αφορισθεί ο Τριζέντος και όσοι ιερουργούσαν μαζί του. Ακολουθούν νέες επεμβάσεις του αποστολικού εξάρχου και συνεχίζονται για πολλά χρόνια οι διενέξεις και αναταραχές.
Tην εποχή αυτή έχει αρχίσει πλέον να γίνεται αρκούντως αισθητό το κίνημα της Αντιμεταρρυθμίσεως, η αντίδραση δηλαδή της ΡΚαθολικής εκκλησίας κατά της Μεταρρυθμίσεως. Στα 1542 αρχίζει να λειτουργεί στο Μιλάνο η Ιερά Εξέταση και από τον ίδιο χρόνο η Βενετία οφείλει να υποβάλει υπό τον έλεγχο του δικαστηρίου της Ιεράς Εξετάσεως της Ρώμης (Saint – Office) τα δικαστήρια, τα οποία στις κτήσεις της επιτηρούσαν αρκετά χλιαρά τη θρησκευτική σκέψη. Τον ίδιο χρόνο επρόκειτο ν’ αρχίσει τις εργασίες της και η σύνοδος του Trento, για να εμποδίσει την εξάπλωση των προτεσταντικών ιδεών, αλλά ο ερεθισμός των πνευμάτων, οι πολιτικές ανωμαλίες και οι διαφωνίες καθυστέρησαν την σύγκλησή της. Οι εργασίες της άρχισαν μόλις στις 12 Δεκεμβρίου 1545, διακόπηκαν στα 1547, ξανάρχισαν στα 1562 και έληξαν τον Δεκέμβριο του 1563.
Ενώ ακόμη διαρκούσαν οι πρώτες εργασίες της συνόδου, ο Πατριάρχης Διονύσιος Β’ (1546-1556, δεύτερη πατριαρχεία) έχοντας ρευστές θρησκευτικές πεποιθήσεις και οικονομικές δυσχέρειες έστειλε στην Βενετία ως πατριαρχικό έξαρχο τον μητροπολίτη Καισαρείας Μητροφάνη, επιφανή και μορφωμένο κληρικό, με την διπλή εντολή να συλλέξει εράνους και να επαναφέρει τη γαλήνη στις ψυχές των Ορθοδόξων. Ο Μητροφάνης όμως, όταν στα 1546 έφτασε στην Βενετία, με διερμηνέα τον Ιωάννη Ζυγομαλά, επιδείνωσε την κατάσταση, γιατί έδειξε φρονήματα φιλικά προς τον ΡΚαθολικό κλήρο και εγκατέστησε τον Τριζέντο και τον Βασίλειο Βαρέλη, καθώς και δύο άλλους κληρικούς, ως «επιτρόπους επί των εκκλησιαστικών και εξάρχους εαυτού». Κατόπιν, συνοδευόμενος από τον ουνίτη επίσκοπο Διονύσιο, άλλοτε Μυλοποτάμου και Χερρονήσου, πού επέστρεφε από την σύνοδο του Trento, επισκέφθηκε τον πάπα Παύλο Γ’ (1534-1549), τον προσκύνησε, του ανακοίνωσε ότι ο Πατριάρχης δέχεται την ένωση των εκκλησιών και του υποσχέθηκε μάλιστα, ότι θα εργαστεί και θα πραγματοποιήσει σύντομα και την ένωση των άλλων Ορθόδοξων εκκλησιών της Ανατολής. Η φήμη του γεγονότος διαδόθηκε ταχύτατα και κατατάραξε τους πληθυσμούς των ελληνικών χωρών και ιδίως τούς Κωνσταντινουπολίτες. Χαρακτηριστικά, για την απήχησή του στις λαϊκές μάζες, είναι όσα γράφει ο Ψευδο-Δωρόθεος: «και έμαθάν το οι Ρωμαίοι και ειχάν τον ως διάβολον. Και απέρασεν από τα Ιωάννινα και ήλθεν εις το Μετέωρον, και κανείς δεν τον είχε διά χριστιανόν, αλλά μήτε εις το μοναστήρι τον ανεβάσαν, υπήγε γουν εις την Κωνσταντινούπολιν και έγινε σύγχυσις εις τον λαόν πολλή». Αποτέλεσμα ήταν να καθαιρεθεί ο Καισαρείας Μητροφάνης, ο «παμμίαρος» και «ανόσιος», όπως ονομάζεται στο σχετικό συνοδικό έγγραφο. Παρά λίγο τότε να χάσει τον θρόνο του ο Διονύσιος Β’ ο συμμέτοχος, φαίνεται, στην πράξη αυτή, ο οποίος όμως διαμαρτυρόταν ότι δεν είχε καμία ανάμειξη και ισχυριζόταν, ότι ο Μητροφάνης είχε ταξιδέψει στην Ρώμη με δική του πρωτοβουλία. Ο Διονύσιος κατηγορούνταν ακόμη και για παράνομη επιβολή εράνου. Αργότερα ο Μητροφάνης αποκαθίσταται στο αξίωμά του, αλλά δημιουργεί ζητήματα στον μετέπειτα πατριάρχη Ιερεμία Β’ τον Τρανό.
Στο μεταξύ, η κατάσταση στην Βενετία ηρεμεί βαθμιαία και στα 1552 οι εκεί ομογενείς καλούν, από την Κρήτη ως εφημέριο, τον Ναυπλιώτη ευπαίδευτο πρωτοπαπά Νικόλαο Μαλαξό, τον οποίον, όπως είδαμε, είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από τότε πού είχε μείνει στην Βενετία (1541-1548) ως πρόσφυγας, μετά την παράδοση του Ναυπλίου . Η μακροχρόνια θητεία του στον Άγιο Γεώργιο της Βενετίας, από τα 1552-1573, θα άφησε αναμφίβολα ευεργετικές επιδράσεις στη ζωή της ελληνικής κοινότητας και στην πορεία των εκκλησιαστικών της ζητημάτων, αν λάβει κανείς υπ’ όψη του το ήθος του, την πολυμερή εκκλησιαστική του μόρφωση, τα ποικίλα και πάμπολλα έργα (βίοι αγίων, περιγραφές μαρτυρίων, θαυμάτων, τροπάρια κ.λπ. πού μαρτυρούν συγγραφική ικανότητα και ποιητική δύναμη), καθώς και τα εγκώμια των σύγχρονών του λογίων, του Αντωνίου Επάρχου, Ιωάννη Μινδονίου και του Ιωάννη Ζυγομαλά. Πρέπει λοιπόν τα χρόνια της παραμονής του Μαλαξού στην Βενετία να θεωρηθούν σαν ένας σταθμός στην ιστορία της ελληνικής κοινότητας. Ο Μαλαξός προήγαγε την απλή θέση του εφημερίου που κατείχε και την ανήγαγε σε υψηλότερο επίπεδο. Από τότε ο εφημέριος ασκεί ανεπίσημα, μπορούμε να πούμε, επισκοπικά καθήκοντα.
3/ Ενδιαφέρουσες επίσης και πολύ συγκινητικές πληροφορίες, για τις άλλες Ορθόδοξες ελληνικές και αλβανικές Εκκλησίες και κοινότητες μας δίνει ο Pietro Pompilio Rodota (καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στην βιβλιοθήκη του Βατικανού) σε πολλά μέρη του τρίτομου βιβλίου του Dell’ origine, progresso, e stato presente del rito greco in Italia osservato dai Greci, monaci Basiliani, e Albanesi, πού το εξέδωσε στα 1758-1763. Σύμφωνα με αυτές, Έλληνες της Κρήτης προσφεύγουν στο Brindisi κατά την διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669), καθώς και άλλοι αργότερα μαζί με Αλβανούς (Σκλαβούνους, όπως αλλιώς τούς ονομάζουν), ώστε ν’ αποτελέσουν εκεί ανθούσες κοινότητες, να λειτουργούνται στην εκκλησία του Αγ. Πέτρου, ν’ αντιπροσωπεύονται με χωριστό εκπρόσωπό τους στο corpo dei cittadini και γενικά να μετέχουν στα δημόσια αξιώματα και στις τιμές της πόλης. Στο βιβλίο αυτό βλέπουμε ακόμη, πώς ορισμένες παλαιές εκκλησιαστικές παροικίες σβήνουν σιγά σιγά και πώς τελικά επιβάλλεται το λατινικό δόγμα, όπως π.χ. στην Altamura στα 1602, στην Citta d’ Otranto, στην Terra di Pietro in Galatina στα 1507, στην Terra di Goriliano στα 1600, στην Καλλίπολη τα 1513 κ.λπ. Χαρακτηριστικό είναι, ότι μέσα σε μια σύνοδο (sinodo diocesano) της εκκλησιαστικής επαρχίας του Otrado πριν από τα 1585 ήταν ακόμη παρόντες 200 Ορθόδοξοι κληρικοί. Αξιοσημείωτες επίσης είναι οι ειδήσεις του Rodota για την θέση του Ορθόδοξου δόγματος στην περιοχή της Καλαβρίας, Reggio, Oppido, Nikastro, Gerase καί Bova, για τις Ορθόδοξες εκκλησίες της Μεσσήνης, για τους Ορθόδοξους μοναχούς και τα μοναστήρια της Ιταλίας και Σικελίας (όλο το δεύτερο βιβλίο του αφορά το θέμα αυτό), καθώς και για την σύνθεση και οργάνωση των Ορθοδόξων κοινοτήτων τους, για την βαθμιαία εξασθένησή τους, για την διείσδυση του ΡΚαθολικισμού, για την μακροχρόνια αντίσταση πολλών Ορθοδόξων, καθώς και για την πνευματική τους κατάσταση.
Οι Ορθόδοξες κοινότητες της Δαλματίας, της Βενετίας, της Νότιας Ιταλίας (Κυρίως Απουλίας, Αμπρούτζας, Βασιλικάτων, Καλαβρίας) και της Σικελίας, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί ύστερ’ από την Άλωση από την συρροή των προσφυγικών ελληνικών ή και αλβανικών πληθυσμών συγκροτούν μιά ξεχωριστή Μητρόπολη, της Ιταλίας, πού υπάγεται στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, αλλά η οποία γρήγορα καταργείται από τις αντιδράσεις του λατινικού κλήρου (Βακαλόπουλου Απ. Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. Γ΄, αποσπάσματα).

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2011

ΕΠΙΔΡΑΣΙ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΩΡΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ 2.- ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ

 
 
Η Κυπριακὴ Εκκλησία υπέστη τον βαρύ ζυγό του Παπισμού επί σχεδόν 380 χρόνια, από της εποχής των Λουζινιανών βασιλέων κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας μέχρι την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1191-1571).
Σχεδόν όλο αυτό το διάστημα, ο Παπισμός θα την υποχρεώσει διά της βίας σε τελεία αποκοπή της από την κοινωνία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα της επιβάλλει ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, διωγμούς, εξορίες, ακόμη δε και μαρτυρικούς θανάτους. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες των Λουζινιανών βασιλέων της Κύπρου, χρονολογείται η εγκατάσταση των πολυωνύμων παπικών ταγμάτων, όπως των Καρμελητών, Βενεδικτίνων, Δομινικανών, Φραγκισκανών και άλλων, τα οποία θα εργασθούν πυρετωδώς, για τον εκλατινισμό της Νήσου. Μετά το θάνατο του Γκυ ντε Λουζινιάν το 1194, έλαβε την εξουσία ο αδελφός του Αμαλάριχος (Amaury de Lusignan 1145-1205), ο οποίος όμως δεν χαρακτηρίζετο από την μετριοπάθεια του προκατόχου του, αλλά ήταν εξ ιδιοσυγκρασίας βίαιος και ωμός τον χαρακτήρα. Ο Αμαλάριχος φαντάζετο, ότι ο εκλατινισμός των Κυπρίων θα συντελούσε στην εμπέδωση της εξουσίας του κι έτσι άρχισε να προετοιμάζει εγκατάσταση λατινικής ιεραρχίας και τον εκλατινισμό του ορθόδοξου πληθυσμού της Κύπρου.
Για να το επιτύχει αυτό απευθύνθηκε στον πάπα Κελεστίνο Γ’ (1191-98) ζητώντας εγκαθίδρυση λατινικής ιεραρχίας. Ο Κελεστίνος, με ειδική βούλα στις 20 Φεβρουαρίου 1196, εκθειάζει το ζήλο του Αμαλάριχου στο να «επαναφέρει τους σχισματικούς ορθοδόξους» στους κόλπους της παπικής «εκκλησίας». Έτσι, εξελέγη ως πρώτος Λατίνος επίσκοπος στη Λευκωσία ο αρχιδιάκονος του Πάπα, Αλέν (Alain) καθώς και άλλοι τρεις Λατίνοι επίσκοποι στη Λεμεσό, Πάφο και Αμμόχωστο, που αρχικά λειτουργούσαν παράλληλα με τις Ορθόδοξες Επισκοπές. Οι λατινικές αυτές επισκοπές και όλος ο λατινικός κλήρος προικοδοτήθηκαν από τις περιουσίες των λαφυραγωγηθέντων και διαρπαγέντων ορθοθόξων μοναστηριών και ιερών ναών.
Το 1213, το Βατικανό απέστειλε στην Κύπρο τον αδίστακτο Πορτογάλο ιεροεξεταστή Πελάγιο, Καρδινάλιο του Albano, ως Έξαρχο του Ανατολικού Κράτους με πλήρη λεγατική εξουσία, ώστε να επιχειρήσει δια της βίας, ό,τι δεν πέτυχε η μετριοπάθεια και ο προσηλυτισμός των Λατίνων μοναχών. Η αγριότητα και τα θηριώδη κακουργήματα του ανθρώπου αυτού, που διέπραξε στην ΚΠολη, την Θεσσαλονίκη, την Απουλία και την Κύπρο, υπερέβαινε την αγριότητα των αρχαίων διωγμών εκ μέρους των Εθνικών. Ο απαίσιος αυτός ιεροεξεταστής, κατά το έτος 1221, καταδίκασε στην Κύπρο, σε θάνατο, πολλούς ορθοδόξους μοναχούς, που αρνήθηκαν να προδώσουν τα θρησκευτικά και εθνικά τους ιδανικά. Την εποχή εκείνη η Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία αριθμούσε τουλάχιστον 14 επισκοπές, κατ’ άλλους δε ιστορικούς περισσότερες.
Το 1215 όμως η αντιβασίλισσα της Κύπρου Αλίσια (Alix de Champagne 1195-1246) έγραψε στον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ (1198-1216) ζητώντας του να περιστείλει τον αριθμό των ελληνικών επισκοπών μόνον σε 4, όσες δηλαδή και των Λατίνων στη Λευκωσία, Πάφο, Λεμεσό και Αμμόχωστο και να παραχωρήσει στο Λατίνο επίσκοπο Λευκωσίας τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου, ώστε να μεταφερθούν όλα τα πνευματικά σκήπτρα, που μέχρι στιγμής κατείχε ο ελληνικός κλήρος, στους παπικούς. Αυτό συνέβη επί των ημερών του Ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου Συμεών. Ο ακρωτηριασμός αυτός της Ορθοδόξου Ιεραρχίας θα έχει επιπτώσεις στην υπόλοιπη ζωή της Κυπριακής Εκκλησίας και μετά τη λήξη της Λατινοκρατίας και μέχρι σήμερα. Η Σύνοδος μη ούσα πλέον «υπερτελής», το Αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας δεν θα μπορέσει πλέον να εφαρμοσθεί αυτοδύναμα, αλλά σε κάθε σοβαρό πρόβλημα θα γίνεται αίτηση παρεμβάσεως και συμμετοχής άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ολίγον κατ’ ολίγον οι εναπομείναντες 4 Ορθόδοξοι Επίσκοποι, καθίστανται απλώς βικάριοι και χωροεπίσκοποι των Λατίνων επισκόπων.
Οι Επισκοπές τους βρίσκονται σε άσημα χωριά και κανείς Επίσκοπος, Ιερέας ή Ηγούμενος δεν δικαιούται να αναλάβει τα καθήκοντά του, χωρίς τη ρητή άδεια του Λατίνου επισκόπου. Οι Έλληνες Ιεράρχες έπρεπε να λάβουν το ωμοφόριο από τα χέρια του Λατίνου Αρχιεπισκόπου, αφού προηγουμένως γονυπετούσαν μπροστά του, του φιλούσαν το χέρι και έδιναν όρκο πίστεως και υποταγής σε αυτόν και στον Πάπα. Ο Ορθόδοξος κλήρος ήταν απλά ανεκτός, χωρίς όμως καμία ουσιαστική εκκλησιαστική εξουσία. Έτσι, όχι καν Αυτοκέφαλο δεν υπήρχε αλλά προέκυψε και θέμα αποκοπής της Κυπριακής Εκκλησίας από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, για τις οποίες μία τέτοια πρακτική ήταν αδιανόητη. Τον Οκτώβριο του 1220 συγκαλείται Συνέδριο στη Λεμεσό εκ μέρους του Λατινικού κλήρου και των Φεουδαρχών, όπου για να εξασφαλίσουν Έλληνες δούλους για τα φέουδά τους, λαμβάνονται αυστηρά μέτρα εναντίον των Ορθοδόξων που γίνοντο μοναχοί. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει μοναχός, χωρίς την έγκριση του Λατίνου Επισκόπου και του Φεουδάρχη, στο φέουδο του οποίου ευρίσκετο το μοναστήρι. Ο αριθμός των Μοναχών για κάθε Μοναστήρι ήταν ορισμένος και περιορισμένος και εάν ένεκα θανάτου ελαττούτο ο αριθμός αυτών, τότε μπορούσαν να δεχθούν κάποιον. Πολλάκις δε, απαιτείτο η αντικατάσταση του νεοκαρέντα μοναχού δι᾿ ενός άλλου δούλου στο φέουδο. Εάν κανείς εγκατέλειπε την Κύπρο, για να καρεί μοναχός αλλού, επανερχομένου στη Μεγαλόνησο ακυρώνετο η κουρά του και επέστρεφε στην κατάσταση της δουλείας.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1222, ο Πελάγιος συγκαλεί στην Αμμόχωστο σύνοδο Λατίνων επισκόπων και ιπποτών, όπου συμμετείχαν και οι αρχηγοί των Ναϊτών και των Ιωαννιτών και επικυρώνει «συνοδικώς» τα περί μειώσεως των Ορθοδόξων Επισκοπών και τους περιορισμούς και εξευτελισμούς του Ορθοδόξου κλήρου. Εξαιρέσει των Μαρωνιτών, οι οποίοι απ᾿ αρχής υπήρξαν πειθήνια όργανα του Παπισμού, μετά των Ελλήνων δοκιμάσθηκαν πικρά και οι Σύριοι, οι Ιακωβίτες και οι Νεστοριανοί, κατόρθωσε όμως τελικά ο Παπισμὸς, δια της Ουνίας, να τους απορροφήσει. Οι προς εξωμοσία εξαναγκασμοί ήσαν αφόρητοι. Προς στιγμήν υπέκυψε και ο διαδεχθείς τον Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Ησαΐας, ο οποίος το 1220 κατέφυγε στη Νίκαια, για να ζητήσει συγγνώμη για τον εαυτό του και για το ταλαίπωρο ποίμνιό του, ως μαρτυρεί ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος στην Δωδεκάβιβλο. Μετά την ενέργειά του αυτή, απαγορεύθηκε από τους Λατίνους στον Ησαΐα, η επάνοδός του στη Νήσο.
Ο διάδοχός του, Αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος, ευρεθείς και αυτός μεταξύ δύο εχθρικών πυρών, του λατινικού κλήρου και των πολιτικών αρχών, και καλούμενος να διαλέξει ανάμεσα στην εξορία και την ταπείνωση, σθεναρά αποπτύει τις περί υποταγής προτάσεις και εξορίζεται με πολλούς από τους ιερωμένους του στην Αρμενία. Το δίλημμα για τους Ορθοδόξους Ιεράρχες ήταν μεγάλο, από τη μία εάν υπετάσσοντο επρόδιδαν την πίστη τους, από την άλλη όμως, πως να φύγουν και να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στους Φράγκους λυκοποιμένες, να κατασπαράξουν το Ορθόδοξο ποίμνιο του Χριστού; Δεν ήξεραν λοιπόν, πως να συμπεριφερθούν «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφεσ. 5. 16, Κολ. 4. 5). Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, ο Επίσκοπος Σολέας Λεόντιος και ο Ηγούμενος Λεόντιος της Μονής των Αψινθίων, που σήμερα δεν υπάρχει πλέον, απευθύνθηκαν στον Πατριάρχη Κων/πόλεως Γερμανό Β’ (1222-40), εδρεύοντος στη Νίκαια, ζητούντες συνοδική οδηγία του τρόπου με τον οποίον όφειλαν ν᾿ αντιμετωπίσουν την παπική λαίλαπα. Η Σύνοδος έλαβε υπ᾿ όψη την κρίσιμη των πραγμάτων περίσταση και ο Πατριάρχης απέστειλε την Α΄ προς Κυπρίους επιστολή του, που έκρινε προσφορότερο να οικονομήσουν το πράγμα, δι᾿ υπομονής μέχρι καιρού: «συγγνωστέον της τοιαύτης οικονομίας ή μάλλον ειπείν υποκρίσεως και ακαταιτίατον λογισθήσονται». Δημιουργήθηκε όμως μεγάλος θόρυβος και ταραχή, διότι και από άλλες ελληνικές χώρες άρχισαν να καταφθάνουν και να καταγγέλλουν τις αγριότητες, τους εξευτελισμούς και τους διωγμούς των Λατίνων.
Έτσι, η Σύνοδος του 1223 αποστέλλει προς τους Κυπρίους άλλη επιστολή, όπου εντέλλεται, ότι οφείλουν να υπερασπισθούν του πατρίου δόγματος μέχρι θανάτου και να αποπτύσουν την δια χειραψίας υποταγή, επειδή ουδεμία οικονομία συγχωρεί το «κοινωνείν ακοινωνήτοις», έθετε δε ορισμένα όρια, μέχρι που μπορεί να φθάσει η οικονομία αυτή «εν εσχάτη ανάγκη». Το 1229, ο Πατριάρχης Γερμανός Β’ αποστέλλει και δευτέρα επιστολή προς τους Κυπρίους, όπου επεξηγεί αυτό που παραπάνω αναφέρουμε, ότι μόνος Αρχηγός της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και κανένας Πάπας ἡ Πατριάρχης, «ο δέ γε ιταλικός τύφος τούτο ου βούλεται, ουδ᾿ ανέχεται τον Χριστόν κεφαλήν και είναι και ονομάζεσθαι» και κολαφίζει τους παπιστές για τις διάφορες πλάνες τους. Προσθέτει δε, ότι οι πιστοί δεν μπορούν να πάρουν ευλογία από ιερείς που κοινώνησαν με τους παπικούς, ένας δε τέτοιος ιερέας, για να συγχωρεθεί, πρέπει να πάει ενώπιον του Λατίνου Αρχιεπισκόπου και παρουσία του να αποπτύσει την λατινική πλάνη. Καθησυχάζει δε τους πιστούς λέγοντας, ότι οι αφορισμοί που θα εξέφραζαν εναντίον τους οι Λατίνοι κληρικοί, είναι τελείως άκυροι και γυρίζουν πάνω στα δικά τους κεφάλια. Τραγικό παράδειγμα της παπικής αλαζονείας, αδιαλλαξίας και μισαλλοδοξίας των παπικών ιεροεξεταστών, την περίοδο αυτή που οικοδομούσαν ογκώδεις και μεγαλοπρεπείς επιβλητικούς καθεδρικούς ναούς, προς εντυπωσιασμό των απλουστέρων, είναι και το μαρτύριο των δεκατριών Οσιομαρτύρων της Παναγίας της Καντάρας του Δωδεκαδακτύλου της Κύπρου, από τον Φράγκο Αρχιεπίσκοπο Ευστόργιο και τον μετέπειτα επίσκοπο της Άβιλα της Ισπανίας, Ανδρέα. Πράγματι, το 1228, δύο Αθωνίτες Μοναχοί, Ιωάννης και Κόνωνας, ακούσαντες περί των εν Κύπρω διωγμών, ήλθαν στη Μεγαλόνησο και ενώ αρχικά μεν έμειναν στη Μονή Μαχαιρά, ύστερα οργάνωσαν το Μοναστήρι της Καντάρας και έτσι δημιουργήθηκε μία αδελφότητα ζηλωτών Μοναχών, που ανθίστατο στις λατινικές καινοτομίες. Οι αδελφοί συνελήφθησαν και ερίφθησαν στη φυλακή. Οι δεκατρείς αυτοί Οσιομάρτυρες, αφού για τρία ολόκληρα χρόνια εβασανίζοντο πολυειδώς και πολυτρόπως στη φυλακή του Λατίνου Αρχιεπισκόπου, προσδέθηκαν τελικά στις ουρές των αλόγων και εσύροντο κατασχίζοντας τις σάρκες τους, στην κοίτη του ποταμού Πεδιαίου, που διέσχιζε τότε τη Λευκωσία. Τελικά, ερίφθησαν στη φωτιά και κάηκαν ζωντανοί, στις 19 Μαΐου 1231. Και το μοναδικό τους έγκλημα ήταν, ότι δεν εδέχοντο τα άζυμα της παπικής «εκκλησίας». Περί του τυφλού και άκρατου αυτού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας της Ιεράς Εξετάσεως της παπικής «εκκλησίας» μας προειδοποιεί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός λέγοντας: «αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς, αλλ᾿ έρχεται ώρα ίνα πας ο αποκτείνας υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τω Θεω, και ταύτα ποιήσουσιν, ότι ουκ έγνωσαν τον Πατέρα ουδέ Εμέ» (Ιω. 16. 2, 3). Κατά τον Hackett, τα εκ μέρους των Λατίνων εγκλήματα παραδέχεται και επιδοκιμάζει, προσπαθώντας να τα δικαιολογήσει και να τα νομιμοποιήσει και ο εκ Χίου εξωμόσας προς τον Λατινισμό, πολυγραφότατος λόγιος Λέων ο Αλλάτιος (1586-1669), που χρημάτισε και βιβλιοθηκάριος του Βατικανού (Βλέπε Allatius De Eccl. occid. et orient. perpet. cons. ii. σελ. 695-700). Από δε τον Αρχιμανδρίτη Κυπριανό χαρακτηρίζεται, ως «παράσιτον της Ρώμης». Ο διωγμός συνεχίζει να εκτραχύνεται και έτσι ο Πατριάρχης Γερμανός Β’ μη δυνάμενος άλλως πως ν᾿ αναχαιτίσει τον κίνδυνο, εξαπολύει το 1232 συνοδική επιστολή προς τον πάπα Γρηγόριο Θ’ (1227-41) παρακαλώντας τον να θέσει τέρμα σε αυτή την άδικη κατά των Ορθοδόξων οργή. Αποτέλεσμα της ενεργείας αυτής ήταν να επέλθει μία μικρή ύφεση στους διωγμούς και τους βίαιους εκλατινισμούς των Κυπρίων, αλλά στην απάντησή του, ο φιλόδοξος Πάπας, επιρρίπτει την ευθύνη στην Ανατολική Εκκλησία και δικαιολογεί τις ιεροεξεταστικές του μεθόδους, με το γελοίο επιχείρημα της μάχαιρας με την οποία ο Απόστολος Πέτρος έκοψε το αυτί του Μάλχου (Ιω. 18. 10). Το 1240 σημειώνεται νέα αντίδραση εκ μέρους των Κυπρίων, η οποία όμως καταπνίγεται, ένα μεγάλο δε μέρος του κλήρου και του λαού συναποκομίσας τα ιερά αντικείμενα και τα οστά των πατέρων τους, ζήτησε στέγη και άσυλο στην Αρμενία. Ένεκα εμφυλίων σπαραγμών και πολλών πολιτικών αναστατώσεων, ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ’ (1243-54) ενέκρινε τελικά δια βούλλας την εκλογή εκ μέρους του Ορθοδόξου ιερατείου, του Αρχιεπισκόπου Γερμανού Α’ του Πησιμάνδρου. Μετά δε την χειροτονία, δια καταλλήλου τελετής εδόθη, υπό των χειροτονησάντων και του χειροτονηθέντος, η υπόσχεση υποταγής στον Πάπα, ενώπιον του παπικού λεγάτου Όδωνος (Eudes) και όχι του Λατίνου Αρχιεπισκόπου Λευκωσίας Ούγκο Φατζιάνο (Hugues de Fagiano). Ο Φατζιάνο όμως εξεμάνη εναντίον του Γερμανού, διότι θεώρησε την ύπαρξη Ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου στην Κύπρο, ως υποτιμητική για το δικό του αξίωμα και ήθελε να υποβάλλει τον Γερμανό στην Ιερά Εξέταση. Ο Γερμανός αναγκάσθηκε να πάει στη Ρώμη, παραπονούμενος στον Πάπα Αλέξανδρο Δ’ (1254-61), συνοδευόμενος και υπό των Επισκόπων Σολίας Νήφωνος, Καρπασίας Ιωακεὶμ και Λευκλάρων Ματθία, χωρίς όμως η ενέργειά του αυτή να επιφέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Τελικά, ο Πάπας οιστρηλατούμενος από ακάθεκτη φιλαρχία και σατανική αλαζονεία, εκδίδει το 1260 την περιβόητη «Αλεξάνδρεια βούλλα» (Constitutia Cypria Alexandri IV), γνωστή επίσης ως Bulla Cypria, την οποίαν υπέγραψε με οκτώ άλλους Καρδινάλιους, στο Ανάγνο, στις 3 Ιουλίου 1260. Σε αυτή καταργείται οριστικά η θέση του Ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου, αναγνωριζομένου μόνο του Λατίνου και όπου τίθεται το δίλημμα ή το μνημόσυνο του Ρωμαίου Ποντίφηκα ή ο θάνατος. Στον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό επετράπη κατ᾿ εξαίρεση να διατηρήσει τον τίτλο του, μέχρι του θανάτου του. ‘Όλα δε τα καταπιεστικά μέτρα, που είχαν εφευρεθεί υπό του Πάπα Κελεστίνου Γ’ και του Καρδιναλίου Πελαγίου, επικυρώθηκαν. Επιπλέον, εκβληθείσα από τα σχολεία και τα δικαστήρια η επίσημη ελληνική γλώσσα, αντικαταστάθηκε από το λατινικό και ιταλικό ιδίωμα, με αποτέλεσμα η κοινή επιτόπιος διάλεκτος να εκβαρβαρισθεί. Με την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως το 1263, υπό του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259-82), αναπτερώθηκαν κάπως οι ελπίδες των Κυπρίων και σκόπευαν να επαναστατήσουν κατά των Λατίνων. Αλλά επενέβη ο Πάπας Ουρβανός Δ’ (1261-64) για να ματαιώσει τα σχέδιά τους καταφερόμενος και κατά της νωχέλειας της κοσμικής εξουσίας, η οποία κατά την γνώμη του δεν υπηρετούσε επαρκώς τα συμφέροντα του Παπισμού. Το 1283 ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κων/πόλεως, ο εκ Κύπρου Γρηγόριος Β’ (1283-89). Ο ιστορικός Φιλάρετος Βαφείδης λέγει ότι, κατά τον Νικηφόρο Γρηγορά (1295-1360) και άλλους, ήταν «ανήρ εν λόγοις επίσημος, θεολόγος δε άριστος και φιλόσοφος και μαθηματικός και ρήτωρ άκρος». Έγραψε πολλά και ποικίλα, μεταξύ δε αυτών και κατά του προκατόχου του Λατινόφρονα Πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ’ Βέκκου (1275-83). Επίσης, συνέγραψε και Συνοδικό Τόμο κατά των Λατίνων (PG 142). Με την επικράτηση των Μουσουλμάνων στους Αγίους Τόπους, οι Ναΐτες επιστρέφουν και πάλι στην Κύπρο, το 1291, μεταφέροντας εκεί την έδρα του τάγματός τους. Το 1291 θα βρουν επίσης καταφύγιο στο βασίλειο της Κύπρου και οι Ιωαννίτες ή Οσπιταλιέροι και εγκαθιστούν την Μεγάλη Κομανταρία τους στο Κάστρο, στο Κολόσσι, το οποίον είχαν οι ίδιοι κτίσει το 1210. Στη συνέχεια όμως, οι Ιωαννίτες, για περισσότερη ανεξαρτησία, θα εγκατασταθούν στη Ρόδο το 1309. Στις 20 Δεκεμβρίου 1359 φθάνει στην Κύπρο εκ Ρόδου, ο διαβόητος τρομερός ιεροεξεταστής Πέτρος Θωμάς ο Καρμελίτης, για να επιβάλλει διά της βίας το Λατινισμό. Μία μέρα κατόρθωσε με δόλο να παρασύρει στο ναό της αγίας Σοφίας ένα μεγάλο πλήθος πιστών και ιερείς. Όταν μαζεύτηκε ο κόσμος έκλεισε τις πόρτες και επεχείρησε να τους εκλατινίσει δια της βίας μάλλον ή της πειθούς. Κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά, προσπάθησε να τους «κουφερμιάσει» (confirmer) δηλαδή να τους χρίσει με λατινικό «άγιο Μύρο». Ο λαός όμως, που ήταν έξω και κατάλαβε ότι κάτι κακό συμβαίνει, όρμισε με δοκάρια να σπάσει τις πόρτες της εκκλησίας, για να ελευθερώσει τους παγιδευμένους. Ευτυχώς, επενέβησαν οι αρχές με επικεφαλής τον αδελφό του βασιλέως, τον πρίγκιπα της Αντιόχειας και κατεύνασαν τα πνεύματα. Αυτοί που εχρίσθησαν δια της βίας πέταξαν κάτω το μπαμπάκι με το μύρο και το έφτυσαν. Ο δε θρησκομανής λεγάτος Πέτρος Θωμάς, έχων φήμη αγιότητας μεταξύ των ομοδόξων του, πέθανε στην Αμμόχωστο στις 6 Ιανουαρίου 1366, εξ αιτίας μιας πληγής που είχε λάβει κατά την άλωση της Αλεξάνδρειας (Εκκλησία ΓΟΧ Κύπρου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...