Ιωάννου Καρδάση
Την εξόρμηση του Καθολικισμού προς την καρδιά της Ορθοδοξίας την κατευθύνει με ευστοχία ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ παίρνοντας αφορμή από παράκληση των Καθολικών κατοίκων του Γαλατά. Στέλνει λοιπόν στα 1583 στην Κωνσταντινούπολη Ιησουίτες με επικεφαλής τον Ιούλιο Mancinelli και τους συστήνει στους πρεσβευτές της Γαλλίας και Βενετίας. Πραγματικά, με την υποστήριξή τους εγκαθίστανται σε μια από τις δυτικές εκκλησίες του Γαλατά, του Saint Benoit, και στο διπλανό του οίκημα, αλλά ύστερ’ από λίγα χρόνια —περιποιούμενοι πανωλοβλήτους— πεθαίνουν ο ένας ύστερ’ από τον άλλο, αν εξαιρέσει κανείς τον Mancinelli που ανακλήθηκε στην Ιταλία. Από τα τέλη του 16 αι. η Γαλλία —συγκεκριμένα ο Ερρίκος Δ’— εγκαινιάζει μια πραγματική ανατολική πολιτική: τείνει να προσεγγίσει την Πύλη, για να διατηρήσει και διευρύνει τις διομολογήσεις. Η δραστηριότητά της αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα καθαρώς οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, αλλά εκτείνεται και στα θρησκευτικά. Οι κληρικοί θα ήταν δυνατόν να λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο την αίγλη της Γαλλίας. Έτσι, στα 1609 έχουμε νέα άφιξη Ιησουιτών με επικεφαλής τον P. Canillac στο Πέραν. Η εγκατάστασή τους συνάντησε στην αρχή την εχθρότητα των Τούρκων, ο οποίοι ήθελαν να τους αποπέμψουν, αλλά ο Γάλλος πρεσβευτής Jean de Gontaut de Biron, Baron de Salignac (1606-1610) απέτρεψε τον κίνδυνο αυτόν. Επίσης ο τότε οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Β’, φιλενωτικός, έδειξε φιλικά αισθήματα απέναντί τους.Οι Ιησουίτες, με την αφοσίωση στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με τα κηρύγματά τους στην γαλλική και στην ελληνική (δημοτική) γλώσσα και προ πάντων με την οργάνωση σχολείου, όπου φοιτούν Ιερωμένοι και 50 λαϊκοί, Φράγκοι και Έλληνες, κατορθώνουν γρήγορα να δημιουργήσουν μια ζωηρή εστία Καθολικής προπαγάνδας. Το σχολείο ιδίως είναι ένα μεγάλο και δραστικό όπλο στα χέρια των Ιησουιτών. «… Έπιασαν τα παιδιά, γράφει ανήσυχος ο Πατριάρχης Λούκαρις, και με το μέσον των παιδίων κλέπτουσι τας γνώμας των πατέρων τους». Ανάμεσα στους μαθητές τους ήταν και Ορθόδοξοι Ιερωμένοι, ο κατόπιν μητροπολίτης Βεροίας Κύριλλος, ο γνωστός αργότερα για τα φιλοκαθολικά του αισθήματα οικουμενικός Πατριάρχης, ο μητροπολίτης Ρόδου Παχώμιος, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κύριλλος και ο λατινόφιλος ιερομόναχος Θεσσαλονίκης Νικόδημος, γνωστός και από το στιχούργημά του για την Δ’ Σταυροφορία, όπου παρουσιάζει τους σταυροφόρους ως τιμωρούς της βυζαντινής αναρχίας.
Ο πιο μεγάλος όμως σύμμαχος των Ιησουιτών στις προσπάθειές τους αυτές (1611-1613) ήταν ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ανεψιός του Μονεμβασίας Μακαρίου Μελισσηνού. Ο Νικηφόρος, μαθητής του ελληνικού κολλεγίου της Ρώμης και αργότερα εφημέριος της ορθόδοξης Εκκλησίας της Νεάπολης, ενίσχυσε το έργο των ιεραποστόλων θετικά με τα φιλοκαθολικά του κηρύγματα και με την προσηλυτιστική του προπαγάνδα.
Η δράση των Ιησουϊτών στο Πέραν, όπως αργότερα και των Καπουκίνων, απλώνεται και ανάμεσα στις χιλιάδες των Χριστιανών σκλάβων, που βρίσκονται στις χώρες της Ανατολής και στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως ανάμεσα στους κρατουμένους στον τουρκικό ναύσταθμο (Bagno). Πολλά έχουν να προσφέρουν στις ταλαιπωρημένες εκείνες ψυχές, ιδίως όμως την ελπίδα και την πίστη. Υποβλητικές και γεμάτες από μυστικισμό και έξαρση προς το θείο είναι οι βραδυνές ή νυχτερινές λειτουργίες (στις μόνες ώρες που είναι ελεύθεροι οι σκλάβοι) μέσα στον τόπο εκείνο της δυσωδίας και της κοινωνικής αθλιότητας. Οι ψαλμωδίες, οι εξομολογήσεις, η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, δονούν τα εξουθενωμένα νεύρα των σκλάβων, συγκλονίζουν τις κουρασμένες ψυχές τους, τους φέρνουν δάκρυα στα μάτια, τους δημιουργούν θρησκευτικό παραλήρημα, παραισθήσεις και τους κάνουν να ζουν στιγμές υπερκόσμιες, όπως μας πληροφορούν οι σύγχρονες μαρτυρίες.
Οι μισσιονάριοι επίσης επισκέπτονταν τις γαλέρες που ήταν προσορμισμένες στην Κωνσταντινούπολη και εκτελούσαν τα ίδια καθήκοντα στους σκλάβους κωπηλάτες. Αλλά και σε άλλα λιμάνια έκαναν το ίδιο. Ακόμη και για τον εφοδιασμό των σκλάβων που απελευθερώνονταν ή που δραπέτευαν και ήθελαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους οργάνωναν ολόκληρο δίκτυο διαφυγής.
Οι Καθολικοί αυτοί μοναχοί έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στο έργο τους, υποβάλλονταν σε μόχθους, ταλαιπωρίες, κινδύνους, ιδίως κατά την περιποίηση των ασθενών, ώστε να βρίσκουν κάποτε και οι ίδιοι τον θάνατο. Πάνω από όλα επικαλούνταν την ευσπλαχνία του Θεού με γραφικές λιτανείες μεσ’ από τους στενούς δρόμους των κωμοπόλεων και πόλεων, οι οποίες θύμιζαν αντίστοιχες σκηνές της Δύσης: μπροστά οι μοναχοί ξυπόλητοι κρατώντας τον σταυρό τους και πίσω πολύς κόσμος, άνδρες, γυναίκες, παιδιά—πολλοί, κατά το παράδειγμά τους, χωρίς παπούτσια. Έτσι κατόρθωναν να συγκινούν και να κερδίζουν μερικούς Διαμαρτυρομένους ή Ορθοδόξους, που έμεναν μόνοι τους, χωρίς καμιά βοήθεια από τους δικούς των Ιερείς ή Μοναχούς.
5.- ΙΗΣΟΥΪΤΕΣ ΣΤΗ ΧΙΟ
Ένας στόχος των Ιησουϊτών ήταν η Χίος, όπου ζωντανή ήταν ακόμη η φράγκικη ανάμνηση με την Καθολική επισκοπή, με τα κτήματά της (τα περισσότερα τα εκποίησαν τώρα τελευταία οι αρμόδιες καθολικές εκκλησιαστικές αρχές) και με τα κτήματα των «Γενουατοχίων» αρχόντων. Ακόμη και σήμερα πλανιέται μέσα και ιδίως έξω από το Κάστρο της Χίου, στον Κάμπο, το όραμα της φραγκοκρατίας, με τους θυρεούς και με τις σαρκοφάγους των Giustiniani, των αρχόντων της Μαόνας και άλλων επιφανών οικογενειών, με τα απομεινάρια των φραγκικών εκκλησιών, με τα ερείπια των αρχοντικών (εντυπωσιακό παράδειγμα το αναστηλωμένο αρχοντικό των Αργέντηδων με τις μαρμάρινες δεξαμενές, τους θυρεούς και τα μαγγανοπήγαδα), με τα μεγάλα δροσερά περιβόλια γεμάτα από λεμονιές, πορτοκαλιές και μανταρινιές. Οι κοκκινωπές καστανές πέτρες των μισογκρεμισμένων ψηλών τοίχων που περιτριγυρίζουν τα περιβόλια δίνουν την χαρακτηριστική πατίνα της πολυκαιρίας, την εικόνα της παλαιότητας στο τοπίο, που θυμίζει ιταλικό χώρο.
Η Χίος λοιπόν παρουσίαζε ευνοϊκές συνθήκες, για την εγκατάσταση των Ιησουϊτών. Το έδαφός της, αιώνες τώρα το είχε γονιμοποιήσει η φραγκοκρατία, που μόλις πρόσφατα είχε καταλυθεί (1566). Άλλωστε οι Φραγκισκανοί (είχαν έλθει στα 1360) και οι Δομινικανοί (μεταξύ 1400-1410) εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν ακόμη τις ανάγκες ενός ποιμνίου 6.000 πιστών, παρά τα δύσκολα χρόνια που περνούσαν. Αναγκαία λοιπόν ήταν η ενίσχυση της ακρόπολης αυτής του Καθολικισμού.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αποβιβάζονται στα 1592 οι Ιησουίτες, αποκτούν δική τους εκκλησία, του Αγ. Αντωνίου Αββά, στην Απλωταριά και ιδρύουν σχολείο. Θερμή η ανταπόκριση των εντοπίων: 250 περίπου οι μαθητές, από τους οποίους 12-13 καλογεροπαίδια. Μερικοί που ζητούσαν να γίνουν μέλη του ιησουϊτικού τάγματος στέλνονται στη Μεσσήνη στη Ρώμη, για να υπηρετήσουν ως δόκιμοι και να εξακολουθήσουν εκεί τις σπουδές τους. Απ’ αυτούς άλλοι μένουν στην Ιταλία και άλλοι ξαναγυρίζουν στην Χίο ή στέλνονται στα άλλα νησιά του Αιγαίου, ως θερμοί κήρυκες του Καθολικισμού.
Το σχολείο της Χίου φαίνεται πως ήταν σχετικά καλά οργανωμένο και τα μαθήματα που παραδίδονταν εκεί ξεπερνούσαν την χαμηλή βαθμίδα των κοινών σχολείων της εποχής. Ο κύριος λόγος, για τον οποίον οι Ιησουίτες προτιμούσαν να στρατολογήσουν νέους μέσα στην Χίο, ήταν ο εξής: οι Χιώτες μιλούσαν από μικροί τις δύο απαραίτητες γλώσσες, για το έργο της προπαγάνδας στην Ανατολή, τα ελληνικά και τα ιταλικά.
Η κατάσταση όμως των Καθολικών της Χίου έγινε τραγική μετά την αποτυχία των γαλερών του δούκα της Τοσκάνης Φερδινάνδου Α΄ των Μεδίκων, στα 1599, να την καταλάβουν. Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή να ξεχυθεί αχαλίνωτος ο βρασμός των Τούρκων εναντίον των Χριστιανών (ιδίως εναντίον των Καθολικών), να τους διώξουν από το μεσαιωνικό κάστρο, να τους κακομεταχειριστούν, να δημεύσουν περιουσίες, ν’ αρπάξουν εκκλησίες, να τις μιάνουν ή να τις μετατρέψουν σε τζαμιά. Γι’ αυτό τρομοκρατημένοι οι Χριστιανοί με έγγραφό τους προς τον πάπα Κλήμεντα Η’ (1592-1605), παρακαλούν να επέμβει στους Χριστιανούς ηγεμόνες, ώστε ν’ αποφύγουν κάθε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του νησιού, γιατί θα χειροτέρευε τη θέση τους.
Τελικά πραΰνεται η οργή των Τούρκων και οι Χιώτες αρχίζουν να ζουν πάλι μέσα στις παλαιές συνθήκες που είναι καλύτερες από κάθε άλλου ελληνικού τόπου. Ελεύθεροι λοιπόν και ανεμπόδιστοι ασκούν και πάλι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι 5.000 Καθολικοί που κατοικούσαν στο προάστιο, έξω από το Κάστρο, και οι 50.000 Ορθόδοξοι, που ήταν κυρίως σκορπισμένοι στις κωμοπόλεις, στα χωριά και γενικά στην ύπαιθρο. Μέσα στο Κάστρο έμεναν τώρα πια μόνον οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Μολαταύτα το προάστιο είναι 10 φορές μεγαλύτερο από το Κάστρο, πιο όμορφο, πιο κατοικημένο και πιο πλούσιο, γιατί εδώ κατοικούν οι εμπορευόμενοι και οι βιοτέχνες. «Βλέποντας (τους Καθολικούς Χιώτες), γράφει σύγχρονος περιηγητής, μέσα στους τόπους των θα νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν σε κάποια πόλη της Ιταλίας, γιατί οι περισσότερες δυτικές οικογένειες κατάγονταν από οικογένειες της Γένουας και διατηρούσαν ακόμη και τις συνήθειες και τους τρόπους ζωής τους».
Το περιβάλλον λοιπόν είναι τόσο ευνοϊκό για τον Καθολικισμό, ώστε ο Ρ. Joseph ζήτησε από την Sacra Congregatio την έγκριση της αποστολής Καπουκίνων: «mandetur ac mittatur approbatio Sacrae Congregationis, (γράφει την 1 Οκτωβρίου 1627 προς τον καρδινάλιο Ingoli), pro nostra mansione in insula Chyo, ubi crecit in dies devodio ac ferventissimum stadium erga patres nostros». Πραγματικά, η έγκριση δεν αργεί και έτσι ο στρατευόμενος καθολικισμός ενισχύεται στις αρχές του 1627 με την άφιξη δύο Καπουκίνων. Μολαταύτα δεν αργούν να δυσαρεστηθούν οι Ιησουίτες και να σημειωθούν μεταξύ τους φιλονικίες και έριδες.
Παράλληλα δρουν και μοναχές, Δομηνικανές, Φραγκισκανές κ.λπ. οι οποίες διοικούνται κατά τις οδηγίες των πατέρων των αντίστοιχων ταγμάτων.
Οι μισσιονάριοι της Χίου, με τον ζήλο της πρώτης ορμής, είχαν τόσο μεγάλες επιτυχίες στο νησί, ώστε να θεωρούν ότι ζήτημα χρόνου ήταν η επιβολή του Καθολικισμού εκεί, καθώς και στις άλλες ελληνικές χώρες. Ο Ορθόδοξος Επίσκοπος του νησιού, καθώς και της Σκύρου, δείχνονται ευνοϊκοί απέναντι των Λατίνων πατέρων. Φραγκισκανοί λοιπόν, Δομηνικανοί, Ιησουίτες και Καπουκίνοι, όλοι σχεδόν Χιώτες, αναπτύσσουν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα: λειτουργούν τακτικά στις εκκλησίες τους, κάνουν κηρύγματα στα ιταλικά και στα ελληνικά (στην δημοτική), διδάσκουν κατήχηση κάθε μέρα στα σχολεία και στο κοινό τις Κυριακές, που δεν κάνουν κήρυγμα κ.λπ. Το εκκλησιαστικό στάδιο συγκινεί αρκετούς νέους ως την καταστροφή του νησιού στα 1822.
Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις είναι ταραγμένος από τις επιτυχίες των Ιησουϊτών που «έσυραν τους ήμισυ παπάδες και Χριστιανούς εις την γνώμην τους…..». Τα σχολεία τους την εποχή εκείνη είναι τρία: ένα στοιχειώδες με 100 μαθητές, ένα μέσο με 30 και ένα ενδιάμεσο με 30. Δεν μνημονεύονται οι διάφορες αδελφότητες που διευκολύνουν πολύ το έργο των μισσιοναρίων και φέρνουν σε στενή επαφή τον λαό με την Καθολική εκκλησία. Ο αριθμός των προσήλυτων συνεχώς αυξάνεται ως τα μέσα του 17 αι., ώστε από 700 οι Καθολικοί να ξεπεράσουν τις 7000, όπως γράφει υπερβολικά βέβαια ο ιεραπόστολος Richard. Η αλήθεια είναι ότι φτάνουν τις 4000. Έχουν πολλές εκκλησίες μέσα στην Χίο, τόσο μέσα στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Μέσα στην πόλη ξεχωρίζουν 5, οι πιο μεγάλες και οι πιο ωραίες, η μητρόπολη, ο Αγ. Νικόλαος, ο Αγ. Σεβαστιανός των Δομηνικανών και δύο άλλες, μία των Καπουκίνων και μία των Ιησουϊτών. Πάντως αρκεί να διαβάσει κανείς όσα γράφει ο αποστολικός επισκέπτης Sebastiani, για την Καθολική κοινότητα της Χίου, για να σχηματίσει μία εικόνα για την πραγματικά αξιόλογη δραστηριότητα, που είχαν αναπτύξει εκεί οι Καθολικοί μοναχοί.
Οι πρόοδοι αυτοί του Καθολικισμού στο ειδυλλιακό νησί, στη «μικρή Εδέμ, στον κήπο του Αρχιπελάγους», όπως το ονομάζει ο Ιησουίτης Carayon, είχαν κάνει τόση εντύπωση στην Αγία Έδρα, ώστε ν’ απασχολεί σοβαρά την Congregazione di propaganda, η ίδρυση ενός παπικού κολλεγίου στην Χίο. Το έργο αυτό του Καθολικισμού ήταν πρότυπο και κίνητρο για τους Ιησουίτες των άλλων νησιών. Ήταν μια πραγματικότητα και οι Ορθόδοξοι δεν τολμούν ν’ αντιδράσουν. Οι σχέσεις των πιστών των δύο δογμάτων ήταν αρμονικές. Σπάνιες οι διαταραχές. Πάμπολλοι Ορθόδοξοι (ακόμη και Ιερείς) εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στα σχολεία των Ιησουϊτών ή εξομολογούνταν σ’ αυτούς.
Οι Βενετοί, καχύποπτοι πάντα απέναντί τους, παρακολουθούσαν με προσοχή την δράση τους. Τους έβλεπαν σαν πράκτορες της μεγάλης προστάτριάς τους, της Γαλλίας. Έτσι ο στρατηγός Morosini στα 1629 γράφει στην γερουσία: «Πηγαίνουν δυο – δυο στα νησιά εκείνα (του Αρχιπελάγους) επίβουλοι, με την πρόφαση της θρησκείας, μα πάντα με σκοπούς διάφορους από εκείνους που φαίνονται, βοηθούμενοι πολύ από τον κ. Πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη».
Η ακτινοβολία όμως το Καθολικού πνεύματος έξω από το νησί ήταν μικρή, γιατί η Σικελία που ήταν επιφορτισμένη με την «mission» της Χίου διέθετε πολύ λίγους ιερωμένους και μέσα, αλλά και γιατί η αντίδραση που έβρισκαν οι Ιησουίτες στα γύρω νησιά άρχισε να μεγαλώνει με το πέρασμα των χρόνων.
Μολαταύτα πάμπολλοι λόγιοι Χιώτες, του δυτικού δόγματος, ανέβηκαν σε ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα τόσο μέσα στην Χίο και στα νησιά των Κυκλάδων, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Ρουμανία, Αλβανία, Ρουθηνία και μέσα σ’ αυτήν ακόμη την Ιταλία. Από το δεύτερο μισό όμως του 17 αι, συγκεκριμένα από τα τέλη του 1664, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Χίου με επικεφαλής τον μητροπολίτη της Ιγνάτιο από το Νεοχώρι αντιδρά με τόση σφοδρότητα εναντίον των Καθολικών, ώστε οι κληρικοί της να παραπονιούνται για «άγριες καταδιώξεις των σχισματικών». Έπειτα, η θέση της Καθολικής Εκκλησίας είχε γίνει δύσκολη, κατά την διάρκεια το Κρητικού πολέμου, γιατί οι μισσιονάριοι θεωρούνταν ύποπτοι.
6.- ΙΗΣΟΥΪΤΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Επιφανής στόχος των Ιησουϊτών είναι επίσης η ίδια η εστία της Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος. Τι περιμένουν από την κίνησή τους αυτή, μας το λέγει ο γραμματέας της Προπαγάνδας Francesco Ingoli στα 1628: «Είναι γνώμη όλων όσοι γνωρίζουν καλά τα πράγματα της Ανατολικής Εκκλησίας, ότι, αν κερδίσουμε τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, θ’ ανοίξουμε ένα μεγάλο δρόμο προς την ένωση της Εκκλησίας αυτής με την δυτική· κι’ αυτό γιατί τους Μοναχούς αυτούς τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη οι Επίσκοποι και οι πληθυσμοί της Ελλάδας. Ακόμη μερικοί βεβαιώνουν, πως αν ενωθή το Άγιον Όρος με την ρωμαϊκή εκκλησία, αμέσως η Μοσχοβία θα δεχθή την ένωση αυτή, γιατί οι Μοσχοβίτες τρέφουν μεγάλη υπόληψη στους Μοναχούς αυτούς και τους συντρέχουν με μεγάλες ελεημοσύνες, όταν πηγαίνουν στην Μοσχοβία».
Οι σχέσεις Ιησουϊτών και Αγ. Όρους υποστηρίζεται ότι χρονολογούνται από τον 16 αι, αλλά οι ιστορικές γραπτές μαρτυρίες αρχίζουν μόνον από το 1611. Τότε μνημονεύεται μοναχός του Άθω να φοιτά στο σχολείο των Ιησουϊτών στην Κωνσταντινούπολη και δεύτερος στα 1620-1622. Πολλοί επίσης Αθωνίτες επισκέπτονται κατά διάφορες εποχές την μονή των Ιησουϊτών Θεσσαλονίκης, όπου τους αποδέχονται φιλόξενα.
Τότε η Congregatio ενδιαφέρθηκε ζωηρά να επεκτείνει την δραστηριότητά της και προς το Άγιον Όρος με την μεσολάβηση Ελλήνων ενωτικών, μαθητών του κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου. Ίσως επειγόταν μάλιστα, γιατί οι ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου είχαν πιάσει εκεί κάποιες ρίζες. Προηγείται η αποστολή του Αλεξάνδρου Βασιλοπούλου στο Άγιον Όρος (28 Δεκεμβρίου 1626) με καθαρά διερευνητικό χαρακτήρα.
Αποτέλεσμα: Η Congregatio θεωρεί απαραίτητη την ανάγκη να ιδρυθεί εκεί ένα σχολείο της ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Το ζήτημα αυτό, το συζητεί στα 1628 με τον πρόεδρο της Congregatio καρδινάλιο Bandini ο ηγούμενος της μονής Βατοπαιδίου Ιγνάτιος, που επισκέπτεται τη Ρώμη και τα θρησκευτικά της ιδρύματα. Σχέδιο όμως των επικεφαλής των Καπουκίνων Peres Joseph και Leonard ν’ αποστείλουν μερικούς μισσιοναρίους του τάγματός των στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιείται, γιατί οι μοναχοί οι προορισμένοι για την αποστολή αυτή, οι οποίοι ήταν και οι πιο προχωρημένοι στην ελληνική γλώσσα, δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν στον πειρασμό να γυρίσουν πίσω στην Γαλλία, «per capricii et disgusti senza fondamento», όπως έγραφαν στις 1 Μαρτίου 1633 οι δύο αρχηγοί στον καρδινάλιο Ingoli.
Έτσι, την οργάνωση του σχολείου την αναλαμβάνει ο αποστολικός μισσιονάριος και ιερέας Νικόλαος Ρώσης από το Ναύπλιο, που είχε φοιτήσει στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου (από τις 6 Δεκεμβρίου 1624 κ.ε.) Είχε σπουδάσει γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία και κατόπιν δυο χρόνια θεολογία. Πραγματικά, ο Ρώσης από το φθινόπωρο του 1635 παραδίδει μαθήματα στο Πρωτάτο (στα 1638 οι μαθητές ανεβαίνουν στους 21), μέσα σε ανεκτική ατμόσφαιρα, στρέφεται εναντίον του Καλβινισμού, συζητεί με εξέχοντες φιλενωτικούς ηγουμένους και πρώην Πατριάρχες για διάφορα θρησκευτικά θέματα, και ιδίως για την ένωση των εκκλησιών. Μάλιστα, ο πρώην Πατριάρχης Αθανάσιος Πατελλάρος, πικραμένος του πετά τα λόγια, ότι θα προχωρήσει στην ένωση των εκκλησιών, αν ξανανεβεί στο θρόνο.
Σε λίγο όμως, στα 1641, η κατάσταση μέσα στον Άθω γίνεται πολύ δύσκολη. Οι Τούρκοι που μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας έκαναν απογραφή των μοναχών και είχαν διατάξει την αναχώρηση των ξένων, αναγκάζουν και τον Ρώση ν’ αποσυρθεί στην Θεσσαλονίκη. Ίσως, εκτός από τους Τούρκους, τον στενοχωρούσαν και εκείνοι οι μοναχοί, που έκλιναν προς την Μεταρρύθμιση και οι οποίοι βρίσκονταν υπό την επίδραση ενός φιλομεταρρυθμιστή μοναχού, που είχε μείνει περισσότερο από 30 χρόνια στην Αγγλία· υπήρχαν βέβαια και οι φιλενωτικοί, ιδίως ο Έλληνας ηγούμενος της μονής Παντελεήμονος. Έπειτα παρατηρούνταν ένα πνεύμα δυσμενές προς την μόρφωση των μοναχών. Η παιδεία δεν αποτελούσε αναγκαίο εφόδιο γι’ αυτούς που ακολουθούσαν τον δρόμο του Θεού.
Στην Θεσσαλονίκη ο Ρώσης διδάσκει, σε Αθωνίτες Μοναχούς και κοσμικούς, ελληνική γλώσσα, κλασσικούς συγγραφείς, λογική, καθώς και τα μυστήρια, για ν’ αντικρούσει τις σχετικές ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου.
Οι δημοσιευμένες 27 συνολικά επιστολές του Ρώση προς την Congregatio μας δίνουν θετικές, αξιόπιστες και ενδιαφέρουσες ειδήσεις για το Αγ. Όρος, για τα όργανα και το έργο των αξιωματούχων του, για την συμπάθεια που δείχνουν οι μοναχοί στους καταδιωγμένους, στους σκλάβους, στους μωαμεθανούς που έγιναν Χριστιανοί, προς τους νέους που ζητούν ν’ αποφύγουν το παιδομάζωμα, για τα 8 πλούσια μοναστήρια, που δεν τα κατονομάζει και τα αίτια της παρακμής του θρησκευτικού βίου στα υπόλοιπα που την αποδίδει στην αμάθεια, στις «ζητείες», στην έλλειψη συνετών και καλών πνευματικών, καθώς επίσης και στις καταπιέσεις των Τούρκων· για τις τουρκικές αρχές του Άθω, για τις φορολογίες, τις κατά καιρούς αργυρολογίες, τα πρόστιμα, τις ποικίλες άλλες καταπιέσεις και αυθαιρεσίες μιας τυραννικής εξουσίας· για τα διάφορα ιερά λείψανα και κειμήλια των μονών, για τις βιβλιοθήκες και τα χειρόγραφά τους, για την μόρφωση των μοναχών, για τις πνευματικές τους ζυμώσεις και γενικά για την κίνηση των ιδεών στην απομονωμένη εκείνη εστία της ορθοδοξίας· για τον αριθμό των μοναχών, κελλιωτών και ερημιτών (8.000 περίπου), για τον τρόπο ζωής τους, για τα μετόχια τους στην Σιθωνία, Κασσάνδρα και στην περιοχή Θεσσαλονίκης, στη Θάσο, Βλαχία και Μολδαβία, για τα προϊόντα των κτημάτων αυτών, για την γεωργική εργασία των μοναχών στα μετόχια ή για την επιτηδειότητα και καλλιτεχνική πνοή των κελλιωτών σε ορισμένες τέχνες, ιδίως ξυλογλυπτική και ζωγραφική, τέλος για το πνεύμα φιλοξενίας και φιλανθρωπίας, που δεν το εξαφάνισε η φτώχεια των μονών. Είναι πολύ λυπηρό ότι οι ειδήσεις μας αυτές είναι μονόπλευρες και δεν συμπληρώνονται από αγιορειτικά έγγραφα της Τουρκοκρατίας, που εξακολουθούν ακόμη να μένουν απρόσιτα στον ερευνητή.
Τα σχέδια λοιπόν για την εγκατάσταση Ιησουϊτών στο Άγιον Όρος, καθώς και νωρίτερα, στα 1633, Καπουκίνων στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος, δεν πραγματοποιήθηκαν. Μολαταύτα η Congregatio θέλοντας να ενθαρρύνει την προσέλευση Ορθόδοξων μοναχών προς την Δύση δέχθηκε στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου μεταξύ 1639 – 1641 δυο Μοναχούς του Άθω, τον Βενιαμίν και τον Δημήτριο, καθώς και ένα διάκονο, από την Θεσσαλονίκη, τον Μελέτιο.
Τα σχέδια όμως των Ιησουϊτών για την εγκατάστασή τους στον Άθω δεν παύουν. Χαρακτηριστικά, ο Valentin Melcetti, σ’ ένα υπόμνημά του στα 1645, οραματίζεται την εξάπλωση της Καθολικής πίστης από τον Άθω όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στην Μοσχοβία, μέσω των Ρουθηνών μοναχών. Φαίνεται ότι οι σχέσεις ορισμένων μοναχών από το Άγ. Όρος με τους Ιησουίτες ευνοούσαν τις ιδέες αυτές. Ήδη ένα χρόνο νωρίτερα, στα 1644, η μονή της Λαύρας χαρίζει στον πατέρα d’ Autry μια μικρή ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αλλά η αμέλεια του Γάλλου προξένου να του συμπαρασταθεί και ο τουρκοβενετικός πόλεμος εμπόδισαν την επισκευή της.
Ο d’ Autry, θέλοντας να φανεί ωφέλιμος στους Λαυριώτες, κατά την επιστροφή του στην Γαλλία στα 1650, σταμάτησε στην Μάλτα και απέσπασε από τον μεγάλο μάγιστρο των ιπποτών της έγγραφό του, που έθετε τη μονή υπό την προστασία του και την ασφάλιζε από τις πειρατικές ενοχλήσεις. Από το άλλο όμως μέρος, ο d’ Autry προσπάθησε αξιοποιώντας τις φιλίες με τους Μοναχούς του Άθω — και προ πάντων της Λαύρας — να ιδρύσει μονή Ιησουιτών εκεί, αλλά τελικά, ύστερ’ από ένα ταξίδι εκεί στα 1658, αναγκάζεται να παραιτηθεί από τον σκοπό του, γιατί οι μοναχοί αντέδρασαν. Απαισιόδοξος στις προβλέψεις του είναι και ο Pere Francois Richard, που έμεινε λίγες εβδομάδες στο Αγ. Όρος και μας άφησε διεξοδική σχετική έκθεση, με αξιοπρόσεκτες πληροφορίες και απόψεις για τον τρόπο ζωής, την θρησκευτικότητα και την παιδεία των μοναχών.
Τέλος αξίζουν επίσης να μνημονευθούν οι επαφές του πατρός Braconnier, ιδρυτή της Καθολικής Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης (1706), με το Αγ. Όρος, για το οποίο μας έδωσε ενδιαφέρουσα περιγραφή. Η περιγραφή αυτή συμπληρώνει τη σύγχρονη σχεδόν το σοφού ιεράρχη Δρύστρας Ιεροθέου, του κατά κόσμον Ιωάννη Κομνηνού (1657-1719), οποίος υπήρξε ο τελευταίος ίσως απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά