Φρανσουά Ντολτώ
Ζεράρ Σεβερέν (Ζ.Σ.): Ο πρωτότοκος έχει δίκιο να είναι θυμωμένος: δεν είναι ζωή η μονότονη ζωή του. Ο πατέρας του, γεμάτος χαρά, του λέει: "Όλα τα δικά μου είναι και δικά σου". Σπουδαίο πράγμα... θα μπορούσε να είχε δώσει στο γιο του ένα κατσικάκι, να γιορτάσει κι αυτός με τους δικούς του φίλους. Υπερβάλλει. Από την άλλη μεριά, αυτός ο γιος είναι υπόδειγμα γιου. Όπως λέει κι ο ποιητής: "Θέλει πολλήν αγάπη για να φτάσεις στην απόφαση να ζεις απλά, με έργα ταπεινά κι ανιαρά". Ο πρωτότοκος δούλευε πάντα αδιαμαρτύρητα και τώρα έχει κάθε λόγο να είναι θυμωμένος. Αυτός είναι αληθινός γιος, έδειξε "πολλήν αγάπη" για έργα που είναι "ταπεινά κι ανιαρά".
Φρανσουάζ Ντολτώ (Φ.Ν.): Ναι... Είναι, όπως λένε, πολύ αξιέπαινος! Με αξίες όπως Δουλειά, Οικογένεια, Πατρίδα... Είναι καλός γιος σύμφωνα με τους τύπους και τις προσδοκίες του πατέρα του. Όντως, ένας πατέρας θέλει να είναι εργατικό το παιδί του, να έχει πνεύμα της οικογένειας και να μένει κόντά στο πατρικό του. Έτσι έκανε ο πρωτότοκος.
Συμφωνεί σε όλα με το πατέρα του, κι εκείνος είναι πολύ δεμένος με το γιο του: "Εσύ πάντοτε ήσουν μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου". Οι ζωές τους αλληλοσυμπληρώνονται, σχεδόν συγχέονται. Ο πρωτότοκος είναι, θα έλεγε κανείς, μέρος, προέκταση του πατέρα. Πάντα πειθήνιος, καμία ρήξη. Δεν διαμαρτυρόταν ποτέ. Πάντα υποταγμένος, δούλευε. Έμοιαζε ευτυχισμένος, σε αρμονία με το πεπρωμένο του. Όμως... όμως...
Ο πατέρας του είχε σίγουρα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, είχαν πολύ περισσότερα κοινά σημεία οι δυο τους. Σ' αυτόν είχε στηρίξει τις ελπίδες του: "Ότι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Είσαι ο πρωτότοκος. Σε σένα στηρίζομαι. Εσύ θα κληρονομήσεις μετά την περιουσία".
Και ξαφνικά, ο πρωτότοκος αρχίζει να ζει τη ζωή του τη στιγμή που ο πατέρας του τον ξεχνά κάπως, ανακαλύπτοντας ότι είναι πατέρας και του μικρότερου. Είναι καταπληκτικό!
Ζ.Σ.: Μα γιατί δεν ζήτησε να πάνε να φωνάξουν και τον πρωτότοκο γιο στη γιορτή;
Φ.Ν.: Ο πρωτότοκος γιος είναι στα χωράφια, ο πατέρας στο σπίτι. Ξαναβρίσκει έναν γιο που ήταν νεκρός και τώρα ζει. Ανακαλύπτει ότι είναι πάλι πατέρας. Είναι τέτοια η ευτυχία του που δεν μπορεί να περιμένει. Θέλει να χαρεί και να γιορτάσει αμέσως με αυτόν το γιο που ήλθε να του αποκαλύψει την πατρική του "φλέβα". Ακτινοβολεί από τη χαρά του. Τη δείχνει και τη μοιράζεται με όσους βρίσκονται εκεί.
Ξαφνικά, φθάνει ο πρωτότοκος. Και τότε, σιγά σιγά, βγάζει το προσωπείο: στρέφεται εναντίον του πατέρα του, "του έχουν έρθει τα πάνω κάτω", όπως λένε.
Ως τότε, βλέπετε, ζούσε υποταγμένος στην "ανάγκη", καλός γιος, δούλευε για να παράγει, έτρωγε για να καταναλώνει. Υπάκουος γιος.
Με την επιστροφή του άσωτου αδελφού, αλλάζει: τον κυριεύει ο θυμός ενάντια στον πατέρα του. Είναι "εκτός εαυτού", δηλαδή απορρίπτει ανοιχτά τον αδελφό του, τον κατηγορεί ότι ήταν συνεχώς στη καλοπέραση, σπάταλος και, για πρώτη φορά στη ζωή του, απορρίπτει ανοιχτά και τον πατέρα του.
Ξαφνικά, στη θέα του πατέρα και του μικρού αδελφού, αφήνει να ξεσπάσει η ζήλεια του. Δεν αντέχει άλλο να καταπιέζονται οι επιθυμίες του εν αναμονή μιας κληρονομιάς που δεν θα ήταν υποχρεωμένος να μοιραστεί.
Και πάνω στο θυμό του, κατηγορεί τον πατέρα του ότι τον εκμεταλλεύτηκε, ότι ποτέ δεν του πρόσφερε ένα κατσικάκι να πάει να γιορτάσει με τους φίλους του. Αλλά μήπως το είχε ποτέ ζητήσει;
Ζ.Σ.: Άλλωστε, χρειαζόταν έγκριση; Ότι άνηκε στον πατέρα του δεν ήταν και δικό του;
Φ.Ν.: Η καρδιά του ήταν στεγνή κι εγωιστική. Δεν είχε φίλους που να τους αγαπά τόσο ώστε να "χάνει χρόνο και χρήμα" μαζί τους. Στη ζωή του, μόνο το ωφέλιμο. Καθόλου χώρος για χαρά, έκπληξη, συνάντηση με τον άλλο, κίνδυνο... ναι, τον κίνδυνο να χάσει, αλλά... να χάσει τι; Τη ζωή του; (Ξαφνικά, αντιλαμβάνεται ότι έχει περάσει δίπλα της).
Ζ.Σ.: Ο μικρός αδελφός παίρνει την ελευθερία του. Και τι την κάνει:
Φ.Ν.: Καταστρέφεται, ξοδεύεται, παραστρατεί, ρημάζεται, χαραμίζεται, καταρρέει. Απαρνιέται τον πατέρα του, απαρνιέται την οικογένειά του, απαρνιέται όλη την περασμένη του ζωή. Είναι κρίση, ένας παροξυσμός απάρνησης. Γι' αυτό ήταν νεκρός για τον πατέρα του.
Πήρε την ελευθερία του, ο πατέρας το δέχτηκε, το σεβάστηκε. Η πράξη του θα μπορούσε να τον βοηθήσει να σταθεί υπεύθυνα στη ζωή του, δίχως να μείνει πανομοιότυπο του μεγάλου του αδελφού ή πιστό αντίγραφο του πατέρα του. Όμως βαθιά στην καρδιά του, η ελευθερία που έπαιρνε ήταν από αντίδραση, από άρνηση. Αφήνοντας την παιδική ηλικία του, απορρίπτει ότι έχει σχέση με την οικογένειά του, ότι παράδειγμα του έχει δοθεί.
Ζ.Σ.: Ο νεαρός αυτός άσωτος έφτασε ως την "κόλαση" του ίδιου του του εαυτού!
Φ.Ν.: Ναι, έχουμε ανάγκη την ευχαρίστηση, αλλά αυτό που μας διαμορφώνει είναι η οδύνη, όχι η ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει με όλους μας: πρέπει να πεθάνουμε σε κάτι για να φθάσουμε στην υπόσταση του επιθυμούντος με πραγματική επιθυμία, πέραν της ανάγκης, και με την αγάπη μόνο οδηγό.
Έτσι, το παιδί αφήνει το μαστό που του δίνει η μητέρα, για να ανακαλύψει το χαμόγελό της, την παρουσία της, την αγάπη αυτής που το περιβάλλει.
Έτσι, σιγά σιγά, ανακαλύπτει ένα πρόσωπο, τη μητέρα του, και συγχρόνως αναγνωρίζει τον εαυτό του παιδί της, συγχρόνως γεννιέται, γίνεται πρόσωπο κι αυτό το ίδιο. Θα ανακαλύψει ότι, από την κατανάλωση, τις ανάγκες και από την περιορισμένη ευχαρίστηση που προσφέρουν, πιο ισχυρές είναι η λεπτή ψυχική ευαισθησία και η ζεστασιά των συναισθημάτων που κάνει να συντονίζονται οι καρδιές.
Ζ.Σ.: Έτσι ο γιος γίνεται, θα λέγαμε, πατέρας του εαυτού του. Παύει να είναι το προκομμένο παιδί που ξεπατικώνει τη ζωή των άλλων. Κι αυτό διότι ανακάλυψε έναν πατέρα που του έδωσε τη δυνατότητα να μη μένει παιδί, να ζήσει την εμπειρία που του υπαγόρευε η επιθυμία του.
Φ.Ν.: Λέτε ότι είναι ιδιοτελής! Ξέρετε όμως ότι ένας αδελφός δεν "οφείλει" να αγαπά τον αδελφό του, το παιδί δεν "οφείλει" να αγαπά τους γονείς του, ο δεκάλογος απαιτεί να τους τιμά. Οι υγιείς γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, αλλά τα παιδιά δεν έχουν καμία υποχρέωση να αγαπούν τους γονείς τους. Όταν γίνουν κι αυτά γονείς, θα αγαπήσουν με τη σειρά τους τα δικά τους παιδιά. Τότε, με τον πόνο που θα τους προκαλέσει αυτή η αγάπη, ίσως καταλάβουν τους γονείς τους...
Κατά τη γνώμη μου, μία είναι η αμαρτία: η αμαρτία απέναντι στην επιθυμία μας. Αυτό είναι το αμάρτημα του πρωτότοκου.
Ο μικρός αδελφός δεν είχε αμαρτήσει απέναντι στο πατέρα του ούτε απέναντι στο Θεό φεύγοντας από το πατρικό. Αισθάνθηκε όμως αμαρτωλός, αμάρτησε στη συνέχεια διότι, ζώντας την επιθυμία του, υπέκυψε στους πειρασμούς και έδρεψε αποτυχία και απόγνωση.
Είχε φύγει θριαμβευτικά, με το μερίδιό του από την πατρική περιουσία, με σχέδια και με ελπίδες. Τώρα, επιστρέφει γεμάτος ντροπή. Και το "βουλώνει". Αμαρτάνοντας, βουλώθηκε έξω από τον ουρανό και από τον πατέρα του, έξω από την ηθική και τη γεννετική τάξη: ως προς αυτό, μέσα στη χαρά του που τον ξαναβρήκε, ο πατέρας εξαγοράζει την αξιοπρέπεια του γιου του, του γιου που τα έπαιξε όλα για όλα και τα έχασε. Αυτό προκαλεί τον οργή του άλλου γιου, που δεν είχε ρισκάρει τίποτα.
Το ξαναλέω, για μένα η μόνη "αμαρτία" είναι να μην τολμά κάποιος να ζήσει την επιθυμία του. Η άλλη αμαρτία, περισσότερο αφέλεια παρά "αμαρτία", είναι να αμφισβητούμε την αγάπη που τρέφει για εμάς ο Θεός όταν δεν αγαπάμε πια τον εαυτό μας, και να εξοργιζόμαστε με την αγάπη του Θεού για τους αντίζηλούς μας που δεν την αξίζουν.
Τα παιδιά οφείλουν να απελευθερωθούν, να εμφανίσουν,όπως λέμε στη φωτογραφία, τον δικό τους εαυτό για να προσθέσουν τη δική τους, μοναδική αλήθεια στη αργή ωρίμανση του σύμπαντος.
"Φρανσουάζ Ντολτώ, Ζεράρ Σεβερέν, Τα Ευαγγέλια και η πίστη - Ο κίνδυνος μια ψυχαναλυτικής ματιάς", εκδόσεις Εστία.