Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Κήρυγμα στην Κυριακή του Παραλύτου
Ποιός από μας, αδελφοί, έχει την δύναμη και το κουράγιο να περιμένει τριάντα-οχτώ χρόνια για οτιδήποτε πράγμα; Τρέχοντας κάθε μέρα, είμαστε στενοχωρημένοι αν πρέπει να περιμένουμε λίγες ώρες ή λίγα λεπτά. Δεν σταματάμε. Σιγά-σιγά ξεχάσαμε τι μπορεί να μας διδάξει η υπομονή. Εκείνος ο άνθρωπος στα Ιεροσόλυμα έστω και αν ήταν άρρωστος, είχε την ικανότητα, την δύναμη να περιμένει. Περίμενε με υπομονή και με ταπείνωση – επειδή η πηγή της υπομονής είναι η ταπείνωση –, και δεν απελπίσθηκε επί 38 χρόνια. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πέρασαν, όντας μεταξύ τυφλών, δαιμονισμένων, ετοιμοθάνατων, και σίγουρα πολλές φορές έλεγε στον εαυτό του: δεν μπορώ, δεν αντέχω πιά. Νομίζω όμως, ότι σ’αυτές στις στιγμές της απελπισίας πρόσθεσε και κάτι άλλο: δεν μπορώ, δεν αντέχω πιά, Κύριε, ελέησον. Καθώς πέρασε ο καιρός, και δεν βρήκε ευσπλαγχνία από τους ανθρώπους, σίγουρα άρχισε να καλεί τον Θεό. Και όσο πιο πολλές φορές μνημόνευε το όνομά Του, τόσο πιο πολύ υσήχαζε. Μην νομίζουμε, ότι από την αρχή είχε την γαλήνη της υπομονής. Βεβαίως πικραινόταν πολλές φορές βλέποντας τους άλλους να κατεβαίνουν στην κολυμβήθρα και να φεύγουν θεραπευμένοι. Δυστυχώς, θέλει καιρό και κόπο να μάθουμε την τέχνη της υπομονής. Ο παράλυτος είχε όμως μία μεγάλη βοήθεια στις δύσκολες στιγμές – το «Κύριε, ελέησον». Σίγουρα παρακαλούσε και τους άλλους ανθρώπους στην στοά, ασθενούς, πτωχούς, δούλους και κυρίους, για να τον βοηθήσουν, ο καθένας όμως είχε την δική του δουλειά, το δικό του πρόβλημα. Επιτέλους, μετά από χρόνια, δεν έμεινε τίποτα άλλο παρά αυτό το Κύριε, ελέησον. Ποιός από μας, αδελφοί, θα μπορούσε να κάνει το ίδιο; Εμείς, οι χριστιανοί οι οποίοι είμαστε καλεσμένοι να ακολουθήσουμε τον Χριστό – μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του παραλύτου; Αφού πολλές φορές ντρεπόμαστε να ζητήσουμε βοήθεια ακόμη και από τους άλλους ανθρώπους, από αδελφούς μας είτε στην οικογένειά μας, είτε στην εκκλησία, όταν χρειαζόμαστε – και πιο πολλές φορές ξεχνάμε να ζητάμε βοήθεια από τον Θεό τον Υψίστο. Τι καύχημα δεν μας αφήνει να ζητάμε συγχώρηση και να πούμε στους άλλους και στον Κύριο μας: Ήμαρτον, συγχώρησέ με, ελεησόν με;
Πριν τρεις εβδομάδες, την λαμπρή νύχτα του Πάσχα ανάψαμε λαμπάδες – λαμπάδες της ελπίδας και της Αναστάσεως. Για πόσον καιρό όμως έμειναν αναμμένα; Για μία εβδομάδα; Για λίγες μέρες; Για λίγες ώρες; Εκείνος ο παράλυτος είχε την λαμπάδα της ελπίδας αναμμένη συνεχώς, αφού αυτός ο ίδιος έγινε λαμπάδα, φωτισμένη από το «Κύριε, ελέησον». Και ό,τι και να συνέβαινε, ό,τι αέρας φυσούσε, δεν μπορούσε να σβήσει την λαμπάδα της ελπίδας στην καρδιά του. Και αυτό το φώς είδε ο Χριστός: «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;»
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» απαντάει εκείνος· δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει και να με πάρει στην κολυμβήθρα την ώρα που κατεβαίνει ο άγγελος. Και πραγματικά: δεν ήρθε άνθρωπος να τον βοηθήσει, ήρθε όμως ο Θεάνθρωπος. Το φώς, το οποίο φώτιζε μέσα στην καρδιά του έμενε κρυμμένο για τους ανθρώπους, το κατάλαβε όμως ο Θεός. Και δεν θεράπευσε μόνο εκείνον, αλλά θεραπεύει όλους μας, οι οποίοι ακούμε το Ευαγγέλιο, το θεραπευτικό και λυτροτικό μήνυμά του.
Ο παράλυτος ήταν πολίτης Ιεροσολύμων, εμείς είμαστε πολίτες της Νέας Ιερουσαλήμ. Τότε, στα Ιεροσόλυμα ύπηρξε μόνο μία κολυμβήθρα και το θαύμα κρατούσε μόνο για μία στιγμή. Μόνο ο πρώτος θεραπευόταν. Τώρα όμως η κολυμβήθρα μας είναι η Εκκλησία, και κατεβαίνουμε στα νερά του βαπτιστηρίου της Εκκλησίας, το οποίο θεραπεύει όλους μας. Δεν είναι ο άγγελος που έρχεται να κάνει θαύμα, αλλά το Πνεύμα το Άγιο το ίδιο κατεβαίνει και μας παραδίδει την θεϊκή ζωή. Το έλεος του Θεού δεν χωράει πιά σε μία κολυμβήθρα, και δεν ισχυεί για μία μόνο στιγμή. Είναι θάλασσα αιώνιος. Τι να φοβόμαστε; Τι να απελπιζόμαστε; Ας είμαστε προσεχτικοί, να μην σβήσει τις λαμπάδες της αναστάσεως κανένας αέρας ή λογισμός, και να φυλάμε το φώς της στις καρδιές μας σαν θησαυρό, όπως ο Παράλυτος. Ας φωτίζει η Νέα Ιερουσαλήμ, στην οποία «ἡ δόξα Κυρίου ἀνέτειλε».
Π. Γρηγόριος Νατσινάκ