Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 12, 2012

«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών»; Ψυχολογικό ή οντολογικό αίτημα; π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης



1. Εισαγωγή

Διατρέχοντας την ιστορική πορεία της Χριστιανοσύνης, είναι φυσικό ο μελετητής των αντιθέσεων και των αντιπαραθέσεων μεταξύ της Εκκλησίας και του κόσμου να σταθεί με περισσή προσοχή στον περίφημο λόγο του Αποστόλου των εθνών στην Πνύκα,
    Οι Αθηναίοι ακροατές γοητεύτηκαν από το πρωτόγνωρο μήνυμα του Ευαγγελίου, μέχρι που έγινε αναφορά στην ανάσταση του Χριστού, «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλευαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου».
    Σήμερα, είκοσι αιώνες μετά, δεν φαίνεται να έχουμε υπερβεί την αρχική δυσκολία συνάντησης της Θείας Αποκάλυψης και του ανθρώπινου πνεύματος, όπως ανάγλυφα διαγράφεται κατά την πρώτη τους επαφή στην Αθήνα. Μια από τις βασικότερες αντιρρήσεις, που εγείρει η ανθρώπινη σκέψη εναντίον της θρησκείας, σχετίζεται με την προβληματική του θανάτου και θα μπορούσαμε να τη συνοψίσουμε στην εξής αφοριστική διατύπωση: Η θρησκεία αποτελεί ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, το όποιο οικοδομείται πάνω στον ανθρώπινο φόβο απέναντι στο θάνατο και στηρίζεται στη δημιουργία επανορθωτικών αλλά απατηλών παραδείσων.

    Το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε, όπως ήδη διατυπώθηκε στον τίτλο αυτής της εργασίας, είναι τώρα σαφές: Μήπως η χριστιανική πεποίθηση περί προσδοκώμενης αναστάσεως των νεκρών είναι ένα ανθρώπινο επινόημα, με σκοπό την ανακούφιση του υπαρξιακού άγχους μπροστά στο αναπότρεπτο του θανάτου, ή μήπως αποτελεί αλήθεια, της οποίας οι οντολογικές διαστάσεις υπερβαίνουν κάθε είδους χρησιμοθηρία, ακόμα και αν αυτή είναι ασυνείδητη ή φαινομενικά απαραίτητη, έστω και ως ψευδαίσθηση;
    Είναι πραγματικά ο φόβος του θανάτου ικανό και αναγκαίο συστατικό για τη θεμελίωση της θρησκείας; Και ακόμη: η χριστιανική διδασκαλία εμπεριέχει στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την υποτιθέμενη ορθολογική απομυθοποίηση του θρησκευτικού φαινομένου;
-------------------------

(π. Αδαμαντίου Αυγουστίδη, «Εν ασθενείαις καύχησις», εκδ. Αρμός, σ.31-43)

πηγή
μεταφορά απο..

Κυριακή, Ιανουαρίου 29, 2012

Αγιότητα και ενηλικίωση


Ψυχολογική και Ποιμαντική προσέγγιση
Κάθε απόπειρα προσέγγισης αυτού που συμβατικά ονομάζουμε πορεία προς την αγιότητα πρέπει να διέπεται εκ προοιμίου από την προσπάθεια αποφυγής μερικών θεμελιωδών λαθών. Τέτοια λάθη μπορεί να γίνουν υπό την επήρεια μιας νοοτροπίας που στηρίζει τις αξιολογήσεις της στην απόλυτη διάκριση μεταξύ «Ιερού» και «βέβηλου» μεταξύ εκκλησιαστικού και κοινωνικού βίου. Τούτο συνεπάγεται την αποδοχή ως αυτονόητου του διαχωρισμού μεταξύ όσων πιστεύουμε πως καθορίζουν τον δρόμο προς την αγιότητα και όλων όσα διέπουν την καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής.
Πρέπει, επίσης, να θυμόμαστε πως η θρησκευτικότητα που αναπτύσσει ένας νέος δεν είναι «αυτοφυής». Ο τρόπος που βιώνεται η θρησκευτική πίστη και καλλιεργείται η επιθυμία εκζήτησης της αγιότητας διαμορφώνεται μέσα στο οικογενειακό, στο κοινωνικό. στο πολιτισμικό, στο εκπαιδευτικό και στο εκκλησιαστικό περιβάλλον μέσα στο όποιο ζει και ηλικιώνεται αυτός ο νέος.
Το παιδί που θέλει -ή θέλουμε- να πορευτεί προς την αγιότητα έχει ήδη τον ψυχισμό του, τη δομή της προσωπικότητάς του, τη βιολογική και την ψυχολογική του κληρονομιά πάνω στα οποία επιδρούν καταλυτικά οι εμπειρίες που αποκτά από την οικογένεια του και τον περιβάλλοντα κόσμο.
Είναι, λοιπόν, δυνατόν να μιλάμε για την πορεία προς την αγιότητα αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας αυτήν τη δεδομένη πραγματικότητα, αφού αυτή προσδιορίζει προκαταβολικά ό,τι καλείται αγιαζόμενο να μεταμορφωθεί;
Οι επιστήμονες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι οποίοι μελετούν τις ψυχολογικές διεργασίες από τις οποίες περνά ο νέος άνθρωπος κατά την πορεία του προς την ενηλικίωση, καταγράφουν πολύτιμες παρατηρήσεις, και μας τροφοδοτούν με γνώσεις αξιοποιήσιμες προς την πλευρά της καλύτερης κατανόησης όσων προαναφέρθηκαν. Οι γνώσεις αυτές φωτίζουν επίσης τον προβληματισμό σχετικά με τα πιθανά λάθη που μπορεί να γίνουν, όταν «πιέζουμε» προς μια μορφή αγιότητας με προδιαγραφές, ασύμβατες με την ιδιοσυστασία και τις δυνατότητες του αναπτυσσόμενου παιδιού.
Από την τεράστια δεξαμενή αυτών των πληροφοριών επιλέγουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στην προσέγγιση μερικών από τις πιο τυπικές διεργασίες που χαρακτηρίζουν την πορεία προς την ενηλικίωση.
Μεγάλο μέρος της ψυχολογικής αναστάτωσης που χαρακτηρίζει την εφηβεία είναι η λεγόμενη επαναδιαπραγμάτευση των παιδικών φυχοσυγκρούσεων. Ο όρος αναφέρεται κυρίως σε ψυχολογικές συγκρουσιακές καταστάσεις που σχετίζονται με την επιθετικότητα και τη σεξουαλικότητα.
Κατά την παιδική ηλικία θα υπάρξουν, αναπόφευκτα, μεταξύ γονέων και παιδιών «εμπόλεμες» καταστάσεις. Στο πλαίσιο της διαπαιδαγώγησης θα επιβληθούν τιμωρίες, ενδεχομένως χειροδικίες ή άλλες άμεσες ή έμμεσες «παιδαγωγικές» παρεμβάσεις, οι οποίες εισπράττονται ως επιθετικές πράξεις. Ο θυμός και η επιθετικότητα που διακινούν στο παιδί είναι δυσανάλογα προς τις σωματικές του δυνάμεις και το δέος μπροστά στον παντοδύναμο γονέα. Αυτές οι ψυχολογικές εντάσεις βρίσκουν διέξοδο είτε μέσω συμβολικών πράξεων (βλέπε κατεστραμμένα παιγνίδια ή το παιγνίδι-πόλεμος) είτε μέσω της φαντασίας (βλέπε παραμύθια με «κοντορεβιθού¬ληδες» που νικούν δράκους και γίγαντες κλπ.). Στην εφηβεία, όμως, οι σωματικές δυνάμεις καθιστούν δυνητικά εφικτή την άμεση έκφραση του θυμού. Κατά συνέπεια, οι επιθετικές διαθέσεις συνιστούν τόσο εσωτερική ψυχολογική απειλή όσο και έντονα ενοχοποιητική κατάσταση στον εσωτερικό κόσμο του εφήβου.
Ανάλογα ισχύουν και στον τομέα της σεξουαλικότητας. Ξαφνικά, η φυσική παρουσία των πιο αγαπημένων και οικείων προσώπων προκαλεί άγχος και ανάγκη αποστασιοποίησης. Αρκεί να σκεφθούμε ότι οι πιο απλές και τρυφερές εκδηλώσεις, όπως το χάδι, η αγκαλιά. το φιλί κ.λπ., τρομάζουν τον έφηβο και δημιουργούν ψυχολογική σύγχυση, καθώς το σώμα βρίσκεται υπό την απειλητική φόρτιση της αφυπνιζόμενης σεξουαλικότητας.
Τόσο η επιθετικότητα όσο και η σεξουαλικότητα απαιτούν την τακτοποίηση των συσσωρευμένων από την παιδική ηλικία ψυχολογικών εκκρεμοτήτων, ώστε να γίνουν εφικτές οι ώριμες, υπεύθυνες και μη συγκρουσιακές ανάλογες σχέσεις στον ενήλικο βίο. Εάν αυτή η πραγματικότητα δεν αναγνωριστεί, εάν ο τρόπος παιδαγωγικής και πνευματικής αντιμετώπισης αυτών των φαινομένων στηριχθεί στην άρνηση παραδοχής της ύπαρξής τους, στην απαξίωση, στην ενοχοποίηση ή στη δαιμονοποίηση, τότε είναι πιθανόν οι επιπτώσεις να είναι σοβαρές. Η μη κατά μέτωπο και η χωρίς ρεαλισμό αντιμετώπιση αυτών των φυσιολογικών καταστάσεων με σκοπό την ανάπτυξη στον νέο άνθρωπο αγωνιστικού φρονήματος και νηφάλιας και υπεύθυνης στάσης οδηγεί κάποτε στην οργάνωση νευρωτικών προσωπικοτήτων. Εδώ εντάσσεται και η παθολογική κατάσταση που στεγάζεται υπό τον επιστημονικό όρο ψευδής εαυτός.
Στην ψυχιατρική βιβλιογραφία συναντάμε την καταγραφή περιπτώσεων, στις οποίες η εξωτερική συμπεριφορά εμφανίζεται κυριαρχούμενη από τη θρησκευτικότητα, ενώ στην πραγματικότητα υποκρύπτει έντονες ασυνείδητες συγκρουσιακές καταστάσεις. Τέτοιο παράδειγμα είναι ο λεγόμενος ασκητικός έφηβος. Η αναφορά δεν παραπέμπει στην ασκητική των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά σε μια εγωκεντρική, υπερβολικά αυστηρή (υπερεγωτική) στάση του ίδιου του παιδιού προς τον εαυτό του. Πρόκειται για κατάσταση, όπου η προηγηθείσα ψυχολογική συγκρότηση και ανάπτυξη εμπεριέχει πολλά στοιχεία ενοχοποίησης και συγκρούσεων, με αποτέλεσμα ο έφηβος να τρομάζει με τις ίδιες του τις επιθυμίες. Η αίσθηση αδυναμίας να επεξεργαστεί και να διαπραγματευτεί τις ενορμήσεις του μέσα στο πλαίσιο των περιορισμών που επιβάλλει η πραγματικότητα, οδηγεί σε λύσεις που μοιάζουν με κήρυξη πολέμου εναντίον του εαυτού του.
Παρά τον έντονα νευρωτικό χαρακτήρα αυτής της κατάστασης, ενδέχεται το περιβάλλον να εκλάβει τις εξωτερικές εκδηλώσεις σαν σημάδια πρώιμων εκδηλώσεων της κλίσης για αφιέρωση σε πνευματικότερους τρόπους ζωής. Το αποτέλεσμα θα είναι η ευόδωση πρόωρων και άκαιρων επιλογών είτε αυτές αφορούν τον μοναχισμό είτε άλλου τύπου αφιερώσεις είτε συνεπάγονται την πίεση για εξαναγκασμό στο αντίθετο, όπως πρόωροι και βεβιασμένοι γάμοι ή δεσμεύσεις για έγγαμη ιεροσύνη. Είναι προφανές ότι κάθε επιλογή που στηρίζεται σε ψυχολογικά αδιέξοδα και όχι σε εκούσιες, ώριμες επιλογές αργά ή γρήγορα θα έχει οδυνηρές επιπτώσεις τόσο στον ατομικό όσο και στον κοινωνικό και εκκλησιαστικό βίο.
Υπό το κράτος παρόμοιων ψυχολογικών μηχανισμών μπορεί να συναντήσουμε και την άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, Πρόκειται για τον λεγόμενο ασυμβίβαστο έφηβο, ο οποίος δίνει την εντύπωση του προκλητικού επαναστάτη. Η προκλητική συμπεριφορά παρουσιάζεται μερικές φορές σαν υιοθέτηση στάσεων που κατακρίνουν και αμφισβητούν τα «παραδεδομένα» στο όνομα μιας αυθεντικότερης έκφρασης της πίστης. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά προσπάθεια αποφυγής του άγχους προσαρμογής στις απαιτήσεις της ενηλικίωσης και εκφράζει μεγάλη δυσκολία αντιμετώπισής τους εισπράττοντας πολλές απ’ αυτές όχι ως απαιτήσεις ωρίμανσης αλλά σαν ψυχολογική απειλή.
Τελικά, και στη μία περίπτωση και στην άλλη καθώς και στις πολλές ενδιάμεσες καταστάσεις, μπορεί να επικρατεί μια μορφή θρησκευτικότητας που δημιουργεί ένα είδος απατηλής αίσθησης διεκδίκησης ή ακόμη και κατάκτησης της αγιότητας. Πρέπει να τονιστεί με έμφαση ότι δεν πρόκειται για υποκρισία αλλά για τον εγκλωβισμό του εφήβου πίσω από ένα προσωπείο αγιότητας. Αυτό που συμβαίνει είναι η καταδυνάστευση της ανθρώπινης προσωπικότητας από νευρωτικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας, οι οποίοι οδηγούν στον σχηματισμό αυτού που στην ψυχολογική γλώσσα -όπως προαναφέραμε- ορίζεται ως «ψευδής εαυτός».
Μορφοποιείται έτσι μια κατάσταση, η οποία αφενός δεν είναι γνήσια -επομένως δεν αντέχει στις πραγματικές απαιτήσεις της ζωής-, αφετέρου συνεπάγεται πολλαπλές δυσπροσαρμοστικές -επομένως οδυνοποιές- επιπλοκές στην εξέλιξη της ζωής του υποκειμένου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η συγκρότηση ενός προσωπείου αγιότητας, το οποίο θα καταρρεύσει μόλις η ζωή δοκιμάσει την αντοχή του, ανοίγοντας τον δρόμο στην πιθανή ανάπτυξη ψυχοπαθολογικών εκτροπών.
Το εξ ορισμού δύσκολο έργο της επαναδιαπραγμάτευσης των παιδικών ψυχοσυγκρούσεων γίνεται ακόμη δυσκολότερο και περιπλοκότερο καθώς συναντάται αναπότρεπτα με την απαίτηση διεκπεραίωσης μιας άλλης, εξίσου δύσκολης και απαιτητικής, ψυχολογικής διαδικασίας. Πρόκειται για την ανάγκη του νέου ανθρώπου να ανεξαρτητοποιηθεί από την πυρηνική οικογένεια, να αυτονομηθεί και να κοινωνικοποιηθεί.
Συνέπεια αυτών των διεργασιών είναι να εμφανιστούν στο προσκήνιο τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τις ψυχολογικές διαδικασίες του αποχωρισμού, όπως είναι το πένθος, η ανάγκη αποεξιδανίκευσης των γονέων, η αμφισβήτηση όσων μέχρι τότε έμοιαζαν αυτονόητες αρχές και αξίες, κ.ο.κ. Καθώς, λοιπόν, αμφισβητούνται όλα τα «παραδεδομένα» και η ενοχική επιθετικότητα δηλητηριάζει τις σχέσεις, μοιάζει παράδοξο να μιλούμε για αγιότητα.
Αν δεν κατανοήσουμε, ωστόσο, ότι η αγιότητα δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στο στενό πλαίσιο της εξωτερικής συμπεριφοράς, αν εγκλωβιστούμε στη φαινομενολογία που καθορίζουν τα στερεότυπα που έχει κάθε γενιά στο μυαλό της, κινδυνεύουμε να βαθύνουμε πέρα από τα όρια ασφαλείας την αρνητική και απορριπτική στάση απέναντι στην προκλητικότητα της εφηβικής αμφισβήτησης και επικριτικότητας.
Η χρήση του όρου «κινδυνεύουμε» δεν είναι ρητορική. Η διακινδύνευση μετατροπής του φυσιολογικού πένθους σε κατάθλιψη και η υιοθέτηση συμπεριφορών αυτοκαταστροφικών ή αυτοερεθιστικών είναι προ των πυλών. Βρισκόμαστε στην πιο επικίνδυνη εξελικτική ψυχολογική φάση. Ε¬δώ η προσπάθεια επιβολής της αγιότητας ως συμμόρφωσης προς τις γονικές απαιτήσεις, χωρίς συναίσθηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο νέος άνθρωπος, ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας, μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα, ίσως ολέθρια, αποτελέσματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι χριστιανικές οικογένειες δεν υστερούν από τις μη χριστιανικές σε ταλαιπωρίες με τα παιδιά τους. Βάσανα που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, με αντικοινωνικές συμπεριφορές ή με ερωτικές ελευθεριότητες. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο, ότι το φαινόμενο της έξαρσης των λεγόμενων παραθρησκειών (cults) συνεχώς διογκώνεται τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα, ώστε να μην αποτελεί πια πεδίο ενδιαφέροντος μόνο της θεολογίας αλλά και της ψυχιατρικής επιστήμης.
Η ευκολία και ο ενθουσιασμός με τον οποίο οι νέοι στρατεύονται ιδεολογικά ή γίνονται θύματα παραθρησκευτικών ή άλλων περιθωριακών οργανώσεων σχετίζονται άμεσα όχι μόνο με όσα προαναφέρθηκαν αλλά και με μια άλλη βασική ψυχολογική διεργασία που χαρακτηρίζει, επίσης, την πορεία προς την ενηλικίωση. Αναφερόμαστε στη διαδικασία ωρίμανσης και ολοκλήρωσης της προσωπικής ταυτότητας. Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι σε αύτη τη διαδικασία η ιδεολογία και η συγκρότηση της ταυτότητας παρουσιάζονται σχεδόν σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι γνωστό ότι η εφηβεία συνοδεύεται από την ανάπτυξη της αφηρημένης σκέψης, τη φιλοσοφική ενασχόληση, τους έντονους υπαρξιακούς προβληματισμούς και την αμφισβήτηση όσων ιδεών, πεποιθήσεων, αξιών και παραδόσεων θεωρούνταν μέχρι τότε αυτονόητα.
Είναι προφανές ότι όσο υγιέστερη είναι η περιβάλλουσα θρησκευτική άλλα και κοινωνικοπολιτιστική ατμόσφαιρα, όσο λιγότερο συγκρουσιακός και υποκριτικός είναι ο τρόπος κατά τον οποίο το περιβάλλον ζει και εκφράζει την πίστη και την εκζήτηση της αγιότητας, τόσο πιθανότερο είναι ο νέος άνθρωπος να ενσωματώσει στην ταυτότητά του εκείνα τα στοιχεία που θα εγγυώνται την ενσυνείδητη αναζήτηση μιας αυθεντικής σχέσης με τον Θεό. Αυτή η σχέση είναι που καθορίζει και τα δυναμικά της πορείας προς την αγιότητα.
Φθάνουμε έτσι σε ένα ζωτικής σημασίας κομβικό σημείο, όπου όσα προαναφέρθηκαν ως φυσιολογικές ψυχολογικές λειτουργίες της ενηλικιωτικής διαδικασίας πρέπει να συναντηθούν με την αγωνία και τον προβληματισμό σχετικά με το πως μπορούμε να μιλήσουμε περί αγιότητας στη σύγχρονη νεολαία. Ίσως είναι σκόπιμο να ξεκινήσουμε θέτοντας, στους εαυτούς μας πρώτα, το ερώτημα σχετικά με το πως δεν πρέπει να μιλήσουμε. Ίσως χρειάζεται να αναρωτηθούμε αφετηριακά πόσο στρεβλή και αλλοτριωμένη αντίληψη περί αγιότητας έχουμε εμείς οι ίδιοι. Πόσο εύκολα συγχέουμε το «είναι» -την οντολογική διάσταση της αγιότητας- με το «φαίνεσθαι» -τη συμπεριφορική της διάσταση-, η οποία συχνά παρουσιάζεται δέσμια ενός ιδιότυπου ευσεβισμού ή ενός εκκοσμικευμένου ηθικισμού. Πριν από κάθε προσπάθεια ανοίγματος προς τους νέους, ίσως χρειάζεται να επανεξετάσου¬με τις συντεταγμένες που προσδιορίζουν τον σύνολο βίο μας ως εκκλησιαστικό γεγονός και όχι ως αποσπασματική, εκκοσμικευμένη ή ιδεολογικοποιημένη θρησκευτικότητα.
Το βέβαιο είναι ότι κάθε προσπάθεια δυναστευτικής επικυριαρχίας μας επί των νεότερων γενεών με όπλο την προσπάθεια επιβολής μιας αγιότητας της οποίας εμείς δεν είμαστε μέτοχοι και βιωματικοί εκφραστές, θα οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα. Από το σημείο αυτό και μετά, ο δρόμος προς ψυχοπαθολογικές εκτροπές ή απόρριψη της παραδεδομένης πίστης είναι ανοικτός.
Το ζητούμενο θα είναι πάντοτε αν η εκζήτηση της αγιότητας θα συνιστά τον φυσιολογικό τρόπο να ζει και να αναπτύσσεται ο άνθρωπος ή θα διαστρεβλώνεται μέσα από τα πρίσματα της αλλοτρίωσης που -ούτως ή άλλως- χαρακτηρίζει την πεπτωκυία μας πραγματικότητα.
(Από τον επετειακό συλλογικό τόμο, «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα», εκδ. Ακρίτας 2001, σσ. 103-110)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2011

Ο ιερέας ποιμένας και θεραπευτής

Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στο πρακτικό περιεχόμενο των εφαρμογών της Ποιμαντικής Ψυχολογίας και, κυρίως, στο έργο του κληρικού που καλείται να αξιοποιήσει αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα:
α) Ο ορθόδοξος ιερέας είναι καταρχήν και κατά κύριο λόγο ο ποιμένας και πατέρας μιας ευχαριστιακής κοινότητας. Η έμπνευση και οι προϋποθέσεις της διακονίας του έχουν ως πηγή και ως κριτήριο όρθοπραξίας το πρωταρχικό του έργο, που είναι η προσφορά της Θείας Ευχαριστίας και, κατά φυσική συνεπαγωγή, ο διά των μυστηρίων αγιασμός των εν Χριστώ τέκνων του. Ταυτοχρόνως είναι ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη διδαχή -«έρ­γω» και «λόγω»- των ουσιωδών της πίστεως. Πυρηνικός και θεμελιώδης στόχος της διακονίας του είναι η εσχατολογική νοηματοδότηση της ζωής του λαού του Θεού, η εν Χριστώ σωτηρία.
β) Η κοινωνική διακονία του ποιμνίου του δεν αποτελεί πάρεργο αλλά θεμελιώδες έργο. διά του οποίου γίνεται ορατή και μεθεκτή η παρουσία της αγάπης του Θεού. Αν αυτό το έργο δεν ήταν σημαντικό, δεν θα προέβαινε η πρώτη Εκκλησία στην εκλογή των επτά διακόνων, ούτε θα είχε λαμπρυνθεί η ιστορική παρουσία της Εκκλησίας με τόσα έργα φιλανθρωπίας και αρωγής των «κοπιώντων και πεφορτισμένων».
γ) Τα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα απαιτούν τη διεύρυνση και την εξάσκηση του ποιμαντικού κοινωνικού έργου και στα καινούρια πεδία δραστηριοποιήσεως, όπως τα νοσοκομεία, ο χώρος της ψυχικής υγείας κ.τ.λ. Τα ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη των σωματικώς πασχόντων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την αποκατάσταση της υγείας ή, γενικότερα, για τη σθεναρότερη αντιμετώπιση του stress που συνεπάγεται η ασθένεια, η αναπηρία και η νοσηλεία. Η απουσία του κληρικού από αυτούς τους χώρους όχι μόνο αποτελεί αθέτηση βασικών υποχρεώσεων («ησθένησα, και επεσκέψασθέ με») αλλά αφήνει και το πεδίο ανοικτό στη δράση των παραθρησκευτικών ομάδων που, όλο και περισσότερο, δραστηριοποιούνται σ’ αυτό το πεδίο.
δ) Η διακονική προσφορά του ιερέα στα διάφορα καινοφανή πεδία δραστηριοποίησης δεν είναι δεδομένο ότι θα γίνει αποδεκτή. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό οι σωτηριολογικές διαστάσεις της ποιμαντικής του παρουσίας να μη γίνονται κατανοητές ή να μη συμπεριλαμβάνονται στα επιγνωστά ενδιαφέροντα πολλών εκ των αποδεκτών της, κατά τα άλλα ευπρόσδεκτης, αρωγής του. Η προσπάθεια παρουσίας και παρέμβασης σε πολλούς από αυτούς τους ειδικούς τομείς διακονίας, που προαναφέρθηκαν, απαιτεί μία «κενωτική» παρουσία τού ιερέα, ο οποίος καλείται να αξιοποιήσει κάθε προσφερόμενη γνώση, μέθοδο και τεχνική που τον βοηθά να γίνει «τοις πάσι τα πάντα», για να καταφέρει να βοηθήσει και να σώσει «πάντως τινάς».
Όσα αναφέρθηκαν έως εδώ, επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι το ζητούμενο για την ορθόδοξη ποιμαντική πράξη δεν είναι η, κατά απομίμηση των άλλων χριστιανικών ομολογιών, δημιουργία αποϊεροποιημένων ποιμαντικών συμβούλων. Πολύ περισσότερο δεν θα είχε νόημα η δημιουργία μιας «κάστας» τεχνοκρατών ποιμένων που θα δραστηριοποιούνται στα πλαίσια ενός θρησκευτικού τύπου κοινωνικο-προνοιακού ακτιβισμού.
Αυτό που περιμένει σήμερα η Εκκλησία από την Ποιμαντική Ψυχολογία -πέρα από το θεωρητικό και ερευνητικό της έργο- είναι η καλλιέργεια και η εξασφάλιση των προϋποθέσεων εκείνων, όπου οι κληρικοί θα τροφοδοτούνται με ό,τι μπορεί να ενισχύσει τη γνησιότητα της ιερατικής τους ταυτότητας και οι διακονούντες την Εκκλησία -κληρικοί και λαϊκοί- θα εμπλουτίζουν τη γνωστική τους φαρέτρα με όσα εφόδια μπορούν να ενισχύσουν το θεόσδοτο έργο τους. Έκτος όμως από αυτό, είναι ζωτική ανάγκη σήμερα να εγκαθιδρύσει θεωρητική και (μετ)-εκπαιδευτική υποδομή, ώστε να ενισχυθεί η εκκλησιαστική διακονία με στελέχη εξειδικευμένα στην ποιμαντική του νοσοκομειακού ή του βαρέως πάσχοντος ασθενούς καθώς και του περίγυρού του, του ψυχικώς πάσχοντος, της διαταραγμένης οικογένειας ή, ακόμα, των εμπερίστατων αρνησιθέων. Οι τελευταίοι μπορεί να αρνούνται τη θρησκευτική ταυτότητα του ιερέα. Ποιός «κοπιών και πεφορτισμένος», όμως, μπορεί να αντισταθεί στην προσφορά γνήσιας αγάπης, η οποία εξ ορισμού δεν έχει σχέση με ιδιοτελή «ιεραποστολικά» κίνητρα ενός θρησκευτικού παρείσακτου στο χώρο τού νοσηλευτηρίου, αλλά συνιστά παροχή «ειδικών» υποστηρικτικών υπηρεσιών από ένα εξειδικευμένο μέλος της ευρύτερης θεραπευτικής ομάδας;
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η πλειοψηφία των κληρικών δεν είναι χαρισματικοί και πολύπειροι. Κατά συνέπεια είναι θεμελιώδους σημασίας, στη βασική εκπαίδευση των ιερέων να προσφέρονται εκείνες οι γνώσεις που θα τους προστατεύσουν από λανθασμένους χειρισμούς, θα διευκρινίζουν τα όρια του πότε κανείς πρέπει να παραπέμπει σε άλλον επαγγελματία ειδικό (γιατρό, ψυχίατρο κ.τ.λ.)ι και πότε ένας ιερέας ειδικευμένος σε κάποιον τομέα (π.χ. ψυχίατρος ή ψυχοθεραπευτής) θα βοηθούσε καλύτερα.
Με το ίδιο σκεπτικό και τις ίδιες θεωρητικές προδιαγραφές μπορεί να κατανοηθεί, επίσης, το νόημα και η χρησιμότητα μερικών ακόμη πιο εξειδικευμένων μορφών διακονίας, όπως είναι του ιερέως ο οποίος είναι ταυτόχρονα ειδικευμένος και επαγγελματικά δραστηριοποιημένος ιατρός, ψυχίατρος, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής κ.τ.λ., Οι τελευταίοι, εκτός από την αξιοποίησή τους στην ενεργό δραστηριότητα, μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμοι στην πρακτική διάσταση του εκπαιδευτικού έργου της Ποιμαντικής Ψυχολογίας, προσφέροντας εξειδικευμένες γνώσεις, κλινική και πρακτική εμπειρία καθώς και «έδαφος» και εποπτεία για την πραγματοποίηση πρακτικής εξάσκησης.
Το βέβαιο είναι ότι ο δρόμος είναι ανηφορικός και τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα που πρέπει να ξεπεραστούν δεν είναι λίγα. Ο θεραπευτής, που εξασκεί ταυτοχρόνως δύο «επαγγέλματα», πρέπει να έχει απόλυτα ξεκαθαρισμένα μέσα του τα συστατικά της ταυτό­τητάς του. Μόνο έτσι μπορούν να αποφευχθούν «τεχνικά» προβλήματα, όπως η υπερ-εξιδανίκευση του ιερέα-θεραπευτή από τον πιστό, η εκζήτηση θαυματουργικών θεραπειών, που χρησιμοποιείται ως ψυχολογική άμυνα στην ψυχοθεραπεία, η σύγχυση μεταξύ του θεραπευτικού, του συμβουλευτικού και του ποιμαντικού ρόλουή, ακόμα, και η ανάδυση προσωπικών πνευματικών προβλημάτων από την πλευρά του θεραπευτή.
Άλλωστε, η Ιεραποστολική ευθύνη της Εκκλησίας αποτελεί βασικό καθήκον, και η Ποιμαντική Ψυχολογία καλείται να αξιοποιήσει την πνευματική παρακαταθήκη της Ορθόδοξης Παράδοσης και να τη διατυπώσει έτσι, ώστε να καταστεί ωφέλιμη και για την επιστήμη της Ψυχολογίας. Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα αυτός ο προβληματισμός υφίσταται ήδη, και στη βιβλιογραφία συναντώνται προσπάθειες εμπλουτισμού της ψυχοθεραπευτικής τεχνικής με θρησκευτικά στοιχεία, ακόμη και προτάσεις για επέκταση του «βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου» σε «βιοψυχοκοινωνικό-πνευματικό μοντέλο». Τούτο, γιατί όλο και περισσότερο διαπιστώνεται ότι οι ψυχοθεραπευτικές θεωρίες δεν έχουν τα απαραίτητα γνωστικά δεδομένα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του θρησκευόμενου ασθενούς, καθώς οι εκπρόσωποι της Ψυχολογίας συχνά αγνοούν ή έχουν παρεξηγήσει καίριας σημασίας ανθρωπολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πνευματικά αγωνιζόμενο άνθρωπο.
Το ερώτημα λοιπόν είναι σαφές: έχουμε δικαίωμα να ολιγωρήσουμε μπροστά στα σημεία των καιρών, στις ανάγκες των πιστών, στην πνευματική ένδεια του σύγχρονου κόσμου, στην επιστημονική και ανθρωπολογική πρόσκληση και πρόκληση των επιστημών του ανθρώπου;
Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη. Εμείς θα αποφύγουμε να κλείσουμε αυτή τη μελέτη με βαρύγδουπα συμπεράσματα και προτάσεις. Μετά από όσα καταγράφηκαν ως εδώ, ας δώσουμε το δικαίωμα να εξαγάγει καθένας μόνος του τα συμπεράσματά του. Αντ’ αυτού προτιμούμε, ως επίλογο, να παραθέσουμε τον προφητικό λόγο του Γέροντος Χαλκηδόνος κυρού Μελίτωνος. Ίσως αυτός ο λόγος αποτελεί ικανό κριτήριο του προς ποιά κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν τα συμπεράσματα και οι κατευθύνσεις που προκύπτουν από τον ποιμαντικό, ποιμαντικοψυχολογικό και ψυχολογικό προβληματισμό που προσπαθήσαμε να καταθέσουμε σ’ αυτή την εργασία.
«Η χθες προ πολλού παρήλθεν. Ούτε καν την σήμερον ζώμεν σήμερον. Μας προέλαβεν η μεθαύριον. Είναι απέλπιδα τα κτυπήματα εις την θύραν της Εκκλησίας. Τα ηκούσαμεν. Και αφυπνίσθημεν. Και ήλθομεν προς σας. Αν δεν ανηρχόμεθα, ως Εκκλησία, προς την πραγματικότητα του Θεού. Αν δεν κατηρχόμεθα προς την πραγματικότητα της εικόνος Του, του ανθρώπου, και του κόσμου Του αυτής της στιγμής, δεν θα ήμεθα Εκκλησία, θα ήμεθα μία ένδοξος, ίσως θαυμαστή, ιστορική πραγματικότης, αλλά παρελθοντολογία και μόνον. Ενώ η Εκκλησία είναι ζωή, είναι η πάντοτε σήμερον εν τη ατέρμονι εκτάσει της αιωνιότητος.»
Το δίλημμα σχετικά με το θέμα που αναπτύξαμε σε αυτή τη μελέτη, είναι απλό και σαφές: Έχουμε, άραγε, το δικαίωμα να επιμείνουμε σε μία νοοτροπία κατά την οποία, «διαπνεόμενοι από έναν ψευδοαγγελισμό, απορρίπτουμε ασυζητητί τον κόσμο, καταντώντας άρνηση και κοινωνικό «έγκύστωμα», χωρίς την παραμικρή διάθεση διακονίας και μαρτυρίας»; Και αυτό θα είναι «τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από την αθέτηση της Ιεραποστολής ως αναπνοής της «Εκκλησίας»; Ή μήπως έφθασε πια ο καιρός να τολμήσουμε το άνοιγμα, αξιοποιώντας με ορθόδοξο τρόπο την επιστήμη της Ποιμαντικής Ψυχολογίας και τον κόπο και τις γνώσεις των εξειδικευμένων κληρικών θεραπευτών; Άλλωστε πολλοί εξ αυτών ήδη διακονούν με συνέπεια σε δύσκολα πεδία ευθυνών, αναμένοντας την αποδοχή και την κατανόηση, από την Εκκλησία, των ποιμαντικών αναγκών που εξυπηρετούν, ώστε, εμπνεόμενη από το πρότυπο της θεσμοθέτησης των διακόνων στην πρώτη Εκκλησία να προχωρήσει και σήμερα σε ανάλογα βήματα.
(π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, «Ποιμένας και θεραπευτής», εκδ. Ακρίτας, σ.108-114)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2011

Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ


 

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη
Παραμονές Χριστουγέννων καί, ὅπως συμβαίνει ὅλο καί συχνότερα τά τελευταῖα χρόνια, βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας κείμενα πού "καταγγέλουν" ὅτι ἔχει χαθεῖ τό νόημα τῆς γιορτῆς καί ὅτι ὁ ὑπερκαταναλωτισμός ἔχει ἐπιβάλει τό ὕφος καί τήν κυριαρχία του. Ὅμως ἄν ἀπογυμνωθοῦν οἱ γιορτές αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀπό τό φολκλορικό τους στοιχεῖο, τά ρεβεγιόν, τήν εὐκαιρία γιά ὀλιγοήμερες διακοπές καί τίς ὑποχρεωτικές οἰκογενειακές συγκεντρώσεις, "πού τίς ἐπιβάλουν οἱ μέρες", τί θά ἀπέμενε ἄραγε γιά τούς πολλούς πού νά θυμίζει ὅτι εἶναι Χριστούγεννα;
Τό ἐρώτημά μας δέν ἀντιμάχεται τήν, δικαιολογημένη ἄλλωστε, δυσθυμία πού καλύπτεται πίσω ἀπό τή "γκρίνια". Θέλουμε ὅμως νά προκαλέσουμε τή σκέψη, καί γιατί ὄχι καί τήν ψυχή μας, νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι πιά δεδομένα καί αὐτονόητα καί ἡ μεμψιμοιρία δέν μπορεῖ νά τά διορθώσει. Τό πολύ νά τονισθεῖ καί γραπτῶς τό ἔλλειμμα νοήματος καί νά ἐπιδεινωθεῖ τό αἴσθημα τῆς πνευματικῆς μιζέριας καί τῆς συναισθηματικῆς στέρησης πού συγκαλύπτει ἡ τεχνητή λάμψη τῶν ἡμερῶν.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ καταναλωτική ἔξαρση δέν ἀποτελεῖ τή φυσική ἐκδήλωση μιᾶς εὐτυχίας πού ζητᾶ ἐκτόνωση ἀλλά λειτουργεῖ σάν διεγερτικό μιᾶς χαρᾶς πού δέν ἔχει λόγο καί νόημα ὥστε νά ἐκδηλωθεῖ αὐθόρμητα. Ἡ ὑπερφωταγωγημένη ἐρημία τῶν ἀπρόσωπων πόλεων ἀγωνίζεται νά συσκοτίσει τή σχεδόν ὑπομανιακή ὑποχρεωτική εὐθυμία. Τίποτα ὅμως δέν μπορεῖ νά κρύψει τήν κατάθλιψη πού φουντώνει τέτοιες μέρες, τίς ἀπόπειρες αὐτοκτονίας πού αὐξάνουν καί τά "κοριτσάκια μέ τά σπίρτα" πού γίνονται ὁρατά ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Στό πνευματικό ἐπίπεδο, ἄλλωστε, πόσο μακριά βρισκόμαστε ἀπό αὐτά σχεδόν ὅλοι μας.
Τό νά καταφύγει κανείς σέ μελαγχολικές διαπιστώσεις εἶναι εὔκολο· καί τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι συνήθως ἡ καταφυγή στό πρόσχημα καί στήν ψευδαίσθηση τῶν ἀναμνήσεων τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ, μέχρι νά κυλίσουν οἱ μέρες καί νά ἐπιστρέψουμε στήν ψυχοφθόρα ἀσφάλεια τῆς ρουτίνας μας.
Ἄς μήν καθηλωθοῦμε ὅμως στίς θλιβερές διαπιστώσεις, ὅσο ἀληθινές κι ἄν εἶναι αὐτές. Ἐάν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν καθυπόταξη τῆς σκέψης μας στήν ἀπογοήτευση πού γεννᾶ ἡ παρατήρηση αὐτῶν τῶν φαινομένων καί προσεγγίσουμε τό ψυχολογικό τους ὑπόβαθρο, μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἐνδιαφέρουσες ἀνακαλύψεις.
Μέ ὅποιο τρόπο κι ἄν προσπαθεῖται νά καταπνιγεῖ ἡ κραυγή τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἀγωνίας, εἴτε στό θόρυβο τῶν ρεβεγιόν, εἴτε κάτω ἀπό τό πέπλο τῆς φαντασμαγορίας καί τῆς τεχνητῆς εὐφορίας, ἡ μεταμφιεσμένη κατάθλιψη παραμένει ἡ ἀληθινή, κυριαρχοῦσα συναισθηματική κατάσταση. Οἱ εἰδικοί γνωρίζουν καλά τήν ἀμυντική βουλιμική διάθεση τοῦ καταθλιπτικοῦ ἀτόμου, πού προσπαθεῖ νά συγκαλύψει μέ "στοματικές" ἱκανοποιήσεις, ὅπως ἡ καταναλωτική μανία, τό ἔλλειμμα πού βιώνει στό συναισθηματικό ἐπίπεδο. Τυπικό τό παράδειγμα τῆς συζύγου, πού προσπαθεῖ νά ἀνακουφίσει τό καταθλιπτικό ἄγχος τῆς συναισθηματικῆς της στέρησης, "σηκώνοντας" τά μαγαζιά. Ὁ ἴδιος μηχανισμός μᾶς ὠθεῖ νά ἐκφραζόμαστε ψευδοευφορικά στήν προσπάθεια νά ἀποφύγουμε τή συναίσθηση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κενοῦ καί τῆς δυσθυμικῆς μας διάθεσης.
Τί μᾶς κάνει λοιπόν ὁμοθυμαδόν μελαγχολικούς καί κατ' ἀνάγκη συμμέτοχους τῆς προκατασκευασμένης καί ψευδεπίπλαστης ἱλαρότητας πού χαρακτηρίζει τό κλίμα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν; Ἄν τά Χριστούγεννα ἦσαν ἐξ ὁρισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μιά γιορτή τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου ὅπως ἦταν προχριστιανικά ἡ 25η Δεκεμβρίου, τότε ἴσως δέν θά εἶχαν νόημα οἱ σκέψεις καί οἱ προβληματισμοί. Θά μπορούσαμε νά ἐπαναπαυθοῦμε στή σιωπηλή συμφωνία ὅτι κάποιες εὐκαιρίες διαφυγῆς ἀπό τή ρουτίνα εἶναι χρήσιμες· ἑπομένως καί νά συμβιβαστοῦμε μέ τήν ὑποταγή στή χρησιμοθηρία τοῦ γιορτασμοῦ. Ὅσο δέ πιό ἐκκωφαντική ἡ ἀνάπαυλα, τόσο πιό μεγάλη ἡ συγκάλυψη τοῦ τραγικοῦ στοιχείου τῆς καθημερινότητάς μας.
Ὅμως τό βαθύτερο αἴτημα τῆς λύτρωσής μας ἀπό τή φθορά, τό χρόνο καί τήν ἀναγκαιότητα δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ μέ τήν ὑποταγή σέ θεσμοθετημένες ἐπιμέρους ἀναγκαιότητες, ἔστω διασκεδαστικές ἀλλά τελικά πάντοτε φθοροποιές. Πόση χαρά μπορεῖ νά περιέχει ἕνα πανηγύρι στό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι γιορτάζεται ἡ γέννηση Ἐκείνου πού θά μποροῦσε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν δουλεία τῆς πνευματικῆς μας ἀνελευθερίας καί τῆς ὑπαρξιακῆς μας μιζέριας, ὅταν Τόν ἔχουμε ἤδη ἐξορίσει ἀπό τή ζωή μας καί ἀπό τό νόημά της; Ποιό γαμήλιο γλέντι δικαιολογεῖ τούς πανηγυρισμούς καί τίς γιορταστικές ὑπερβολές ὅταν ἔχει ἐκδιωχθεῖ ὁ "νυμφίος"; Τέτοιοι "γάμοι" μοιάζουν περισσότερο μέ κηδεῖες τῶν ὁποίων ἡ λαμπρότητα ὀφείλεται κυρίως στίς ἐνοχές τῶν οἰκείων παρά στήν ἀγάπη καί τή χριστοκεντρική ἐλπίδα.
Ἡ συγκαλυμμένη μελαγχολία τῶν ἡμερῶν μπορεῖ νά κρύβει τό ἐνοχοποιημένο πένθος γιά τόν ἐξοστρακισμό τῆς ἐνσαρκωμένης μας ἐλπίδας· τοῦ προαιώνιου Θεοῦ πού "παιδίον γέγονεν" καί ἀναζητᾶ ἐγκάρδιες φάτνες γιά νά τίς μετατρέψει, φιλοξενούμενος ἐκεῖ, σέ οἴκους τοῦ Πατρός Του.
Παρόλο τόν ξεπεσμό της ὑπάρχει κάτι θετικό καί ἐλπιδοφόρο σ' αὐτή τή συνεχῶς πιό ἐκκοσμικευμένη ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς. Ὅσο πιό ψευδεπίπλαστα ἐπιμένουμε νά τή γιορτάζουμε, πνίγοντάς την σέ φῶς ἀπό "νέον" καί πλαστικά πλουμίδια, τόσο πιό κούφια καί ἄπελπις θά εἶναι ἡ γεύση πού θά ἀφήνει. Καί τόσο πιό πολύ ὁ λαός "ὁ καθήμενος ἐν σκότει" θά ἀρχίσει νά ἀναζητᾶ τό Μέγα Φῶς πού τό συλλογικό του ἀσυνείδητο θυμᾶται πώς γνώρισε κάποτε. Ἴσως λοιπόν τότε νά ξαναζητήσει τόν ἀστέρα πού ὁδηγεῖ στή φάτνη. Στήν προσωπική καρδιακή φάτνη τοῦ καθενός πού θά κατανοήσει ὅτι ὅσο ταπεινή καί βρώμικη κι ἄν εἶναι, ὁ Χριστός θά τήν καταδεχθεῖ, θά τήν ἐνοικήσει καί θά τήν μετατρέψει σέ σῶμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μέχρι τότε, ὅσοι ἀπό μᾶς θέλουν νά βρίσκονται κοντύτερα στή φάτνη παρά στά ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη ἄς προσπαθήσουμε νά ζήσουμε τή γιορτή καί τή ζωή μας μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἄν κάποιος μᾶς ρωτήσει γιά τό ἀστέρι τῶν μάγων ἤ παρατηρήσει τή δική μας πορεία νά βρεῖ τό σωστό δρόμο. Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της. Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της. Τότε, ἀντί τῆς παθητικῆς μας συμμετοχῆς σέ ψευδοπαρηγορητικά τηλεοπτικά βαριετέ, ἴσως σταθοῦμε ἱκανοί νά ἀπολαύσουμε τήν εὐφρόσυνη καί βιωματική μας συμμετοχή στόν χαρμόσυνο ὕμνο: "Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε".

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...