Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Νικόλαος Π. Βασιλειάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Νικόλαος Π. Βασιλειάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2014

Το Μυστήριον του θανάτου - Ο Θάνατος εισορμά στόν κόσμο

                                 
 
Η μακαρία ζωή των πρωτοπλάστων

Είσερχόμαστε πλέον στό μυστήριο τοΰ θανάτου μέ όδηγό τή θεία Αποκάλυψη καί χειραγωγούς τούς θεοφώτιστους Πατέρες τής Εκκλησίας μας. Γιατί καί στο μέγα τούτο ζήτημα ό Θεύς δέν μάς άφησε σε πλήρη άγνωσία. Μάς άπεκάλυψε καί περί τοΰ ζητήματος αύτοΰ εκείνο άκριβώς πού είναι συμφέρον νά γνωρίζουμε. καί αύτύ πού δέν μπορούσαμε νά τα βαστάσουμε λογω τής άνθρώπινης άδυναμίας μας, μάς τύ άπέκρυψε καί τό άπεσιώπησε. Σ’ αύτά θά άρκεσθοΰμε καί μεϊς καί σ’ αύτά θά μείνουμε, χωρίς νά μετακινούμε «όρια αιώνια» οΰτε νά προχωρούμε πέρα άπύ «τήν θείαν παράδοσιν».


Οταν ό ίερεύς προπέμπει τον νεκρύ στύν τάφο έκ μέρους τής στρατευόμενης Εκκλησίας, ρίχνει λίγο χώμα έπάνω στή σορό καί λέγει : «γή ει και είς γην άπελεύση» χώμα είσαι, άπό χώμα έχει πλασθεί τό σώμα σου, καί στό χώμα πρέπει νά έπιστρέψει πάλι- τό σώμα σου θά διαλυθεί στήν ύλη έκείνη, άπό τήν όποία έχεις πλασθεϊ. Έάν ό κεκοιμημένος είναι μοναχός, ψάλλεται ό ύμνος: Γή, πού χάσκεις μέ τόν άνοικτό τάφο, δέξαι αύτον ό όποιος έχει πλασθεϊ άπό τό χέρι τοΰ Θεοΰ, καί ό όποιος πάλι έπιστρέφει σέ σένα πού τύν γέννησες. Σύ (ή γη) δέξου τό σώμα ώς κάτι πού σοΰ άνήκει, διύτι τήν ψυχή του τήν παρέλαβε ό Δημιουργός. Οί λόγοι αύτοί, οί οποιοι είναι επανάληψη τών λόγων τοΰ Θεού πρύς τον Άδάμ (βλ. Γεν. γ' 19), μάς ύπενθυμίζουν δτι είμαστε «διφυείς», άπό σώμα καί ψυχή. Κατά δέ τήν ώρα τοΰ θανάτου ή ενότητά μας αύτή διαλύεται στά στοιχεία άπό τά όποια «συνετέθη» μέ τρόπο άνερμήνευτο καί μυστηριώδη.

«Και επλασεν ό Θεός τόν άνθρωπον, χούν άπό τής γης» (Γεν. β' 7), λέγει ό θεόπνευστος συγγραφεύς τής Π. Διαθήκης. Ή ύλική μας φύση,τό σώμα, πλάσθηκε άπό τό χώμα τής γής (βλ. Ίώβ λδ' [34] 15) κατόπιν ειδικής έπεμβάσεως τοΰ Τριαδικού Θεού (βλ. Γεν. α 27). Ή πράξη εκείνη τής θείας Αγάπης, ή όποία είναι άκατάληπτη στήν άνθρώπινη διάνοια, βεβαιώνεται έπανειλημμένα άπό τήν 'Αγία Γραφή. «Κύριος εκτισεν έκ γής άνθρωπον» (Σ. Σειρ. ιζ' [17] 1), οχι μόνο τόν πρωτόπλαστο, άλλά καί κάθε άπόγονό του διά μέσου τών αιώνων. Κάθε άπόγονος τού Αδάμ «διαρρυθμίζεται»(Β' Μακ. ζ' 22), δηλ. τακτοποιείται καί διασκευάζεται κατά τρόπο άνεξερεύνητο, σέ οργανισμό σύνθετο, ή τελειότητα τοΰ όποιου πιστοποιεί δτι είναι θείο τεχνούργημα. Καί τό σώμα είναι μέν ύλικό καί χοϊκό, άλλά ή άξία του είναι μέγιστη, σύμφωνα πρός τή βαρυσήμαντη διακήρυξη τοΰ Θεού: Όποιος χύνει αίμα άνθρώπου, θά τιμωρηθεί μέ τό χύσιμο τοϋ δικού του αίματος άπό άλλον άνθρωπο («ό φονιάς θά πάει σκοτωτός»). Διότι δημιούργησα τόν άνθρωπο «κατ' εικόνα Θεού» καί έπομένως κανείς δέν μπορεί καί κανείς δέν έχει τό δικαίωμα νά καταστρέψει τήν εικόνα αύτή (Γεν. θ' 6). Ώστε έκείνος πού φονεύει άνθρωπο, ιδιοποιείται δικαίωμα τό όποιο έχει μόνον ή θεία Μεγαλειότης.

Ασφαλώς τό άνθρώπινο σώμα δέν είναι μόνο άνυπολόγιστης αξίας ούτε μόνο τό τελειότερο ύλικό δημιούργημα ώς σύνθεση, άρμονία, κάλλος καί στάση. Είναι καί τό πλέον κατάλληλο κατοικητήριο τής ψυχής. Ή Άγία Γραφή τό ονομάζει «οικίαν», «σκηνήν» καί «ίμάτιον» τής ψυχής. Διότι στό ύλικό σώμα ό Θεός «ένεφύσησε πνοήν ζωής, κα εγένετο ό άνθρωπος είς ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β' 7) φύσηξε στό πρόσωπο τού Άδάμ ζωτική ένέργεια, ζωοποιό δύναμη, καί έγινε ό άνθρωπος άπό νεκρό πλάσμα ύπαρξη ζωντανή μέ ψυχή λογική, ελεύθερη, άσώματη καί άθάνατη, ή όποία δίνει ζωή, κίνηση καί ένέργεια στό σώμα καί τά μέλη του.
Γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Διπλή είναι ή φύση μας. Τό ένα μέρος της, ή ψυχή, είναι λεπτή καί νοερά καί άνάλαφρη καί εύκίνητη  τό άλλο, τό σώμα, είναι παχό, ύλικό καί βαρύ

Αλλά δέν πρόκειται νά έξερευνήσουμε τό άνεξερεύνητο μυστήριο μπμ περιβάλλει τήν ένότητα τού διφυούς άνθρώπου, γιατί αύτό δέν αποτελεί θέμα τού βιβλίου αύτού
Τούτο μόνο σημειώνουμε έδώ: απο τότε ό άνθρωπος, χάρη στό ύλικό σώμα καίτή ζώσα, λογική καί  αθάνατη ψυχή, μετέχει όχι μόνο τού ύλικοΰ άλλά καί τού πνευματικου κόσμου. Ό άνθρωπος, ένα άπό τά μεγάλα καί άνεξιχνίαστα θαύματα τού δημιουργού Θεού, άναστρέφεται στή γή ώς ενιαίο καί απηρτισμένο σύνολο. Καί ένώ ή ψυχή είναι δεμένη μέ τό σώμα καί δημιουργεί διά τού σώματος, δέν είναι σωματική. Τό σώμα ψαύεται, βλέπεται, παρακολουθεϊται ή ψυχή δέν είναι προσιτή στίς αισθήσεις μας Αν καί είναι ένωμένη μέ τό σώμα, άποτελεί φύση χωριστή καί  εντελως διαφορετική άπό έκείνη τού σώματος φύση ή όποία έχει τίς δικές της άναζητήσεις,τούς δικούς της πόθους καί νοσταλγίες. Παρά ταύτα  ό άνθρωπος άναστρέφεται ώς ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη κ«( απευθύνεται πρός τόν Θεόν μέ τό ώραϊο έκεϊνο- «ό Θεός, ό Θεός μου (...) έδίψησέ σε ή φυχή μου, ποσαπλώς σοι ή σάρξ μου έν γή ερήμω και άβάτω και ανύδρω» (Ψαλ. ξβ' [62] 2) ώ Θεέ, πού είσαι ό μόνος Θεός μου πού λατρεύω καί στόν όποιον άνήκω,Σέ έπόθησε μέ δύναμη καί Σέ έδίψασε ή ψ υ χή μου  άλλά πόσες φορές Σέ έδίψασα καί ή σάρκα μου μακριά άπό τό ιερό σου, μέσα στήν έρημο,στήν όποία ούτε νά βαδίσει κανείς εύκολα μπορεί ούτε νερό βρίσκει γιά νά σβήσει τή δίψα του. Επομένως σώμα καί ψυχή άπολαμβάνουν μαζί τή χαρά τής ζωής ή συμπάσχουν στά λυπηρά γεγονότα, όπως Λέγει ό Ίώβ: «αί σάρκες ήλγησαν. ή δέ φυχή αύτοϋ έπένθησεν» (Ίώβ ι.δ 14  22  οί σ ά ρ κ ε ς τού άνθρώπου, δηλαδή τό σώμα, πονούν, ένώ ή ψ υ χή του πενθεί καί λυπεϊται.

Ό άνθρωπος άπό τήν πρώτη ήμέρα τής δημιουργίας του άπετέλεσε μόνιμο άντικείμενο τής άπέραντης άγάπης καί τής πάνσοφης πρόνοιας τού Θεού. Επιπλέον, όλος ό ύλικός κόσμος, κατ’ έντολήν τού Θεού, υποτάχθηκε στόν άνθρωπο (βλ. Γεν. α' 28). Ό Θεός κατέστησε τόν άνθρωπο «άρχοντα» όλων τών βλεπομένων «άρχοντα χειροτονητόν» (διορισμένο) όλων «τών άλογων καί τών άψύχων», δηλαδή τών μή έμβιων οντων. Ό πρωτόπλαστος άναστρεφόταν σ’ έναν κόσμο ειρηνικό καί άταλαίπωρο χωρίς φροντίδες ή λύπες ή πόνους χωρίς καμμία ανάγκη. «Οΰτε ίματίου» είχε ανάγκη ό Άδάμ, «οΰτε ορόφου, ούκ άλλης τίνος τοιαύτης κατασκευής», άλλ’ ήταν μάλλον όμοιος μέ τούς άγγέλους.
Ήταν λοιπόν ό Άδάμ γεμάτος άπό εύτυχία- «ού λύπη. ούκ οδύνη, ού στεναγμός» υπήρχε στόν μακάριο εκείνο τόπο, τόν οποιο ό θεόπνευστος Μωϋσής ονόμασε άλληγορικά Παράδεισο6. Καί ούτε Ιδρώτες οΰτε κόποι οΰτε άθυμία ούτε «άλλο τι τών τοιούτων έλύπει παθών» τούς πρωτοπλάστους7. Διότι, όπως γράφει ό Μ. Βασίλειος, τότε δέν υπήρχε στόν φυτικό κόσμο (οΰτε καί στά ζώα βέβαια) τίποτε τό άποτυχημένο εϊτε άπό άπειρία τών γεωργών εϊτε άπό άσχημο καιρό εϊτε άπό καμμιά άλλη αιτία άπό αύτές πού καταστρέφουν τά γεννήματα. Δέν ύπήρχε άκόμη ώς έμπόδιο στήν εύφορία τής γής ή καταδίκη τών πρωτοπλάστων. Όλα αύτά είναι άρχαιότερα τής άμαρτίας, ένεκα τής όποιας καταδικασθήκαμε νά κερδίζουμε καί νά τρώμε τό ψωμί μας μέ τόν ιδρώτα τού προσώπου μας (βλ. Γεν. γ' 19 8.)

Έξ άλλου ό Άδάμ ήταν γεμάτος άπό άνείπωτη σοφία καί προικισμένος μέ «προφητικόν χάρισμα». Ή σοφία του φαίνεται άπό τό ότι ό Άδάμ έδωκε ονόματα σ’ όλα τά θηρία, σ’ όλα τά πετεινά καί σ’ όλα τά άλογα ζώα (Γεν. β' 19-20). Τό προφητικό χάρισμα φαίνεται άπό τήν πολύ «θαυμαστήν προφητείαν» πού προφήτευσε γιά τή γυναίκα. Ό Θεός, όπως ιστορεί ό θεόπνευστος Μωϋσής, «ώκοδόμησε την πλευράν», τήν όποία «ελαβεν άπό τοϋ Άδάμ, είς γυναίκα» (Γεν. β' 22). Δηλαδή ό παντοδύναμος καί άριστοτέχνης Θεός «δέν έπλασε άλλην πλάσιν», άλλά έλαβε «μίαν τών πλευρών» τού Άδάμ έλαβε «τό μέρος»,τό κομμάτι, ένα κομμάτι, καί έκείνη τήν πλευρά πού ειχε ήδη πλασθεϊ τή μετέπλασε καί τή μορφοποίησε σέ τέλεια καί ολοκληρωμένη προσωπικότητα, τή γυναίκα, δημιούργημα έλεύθερο, λογικό καί ομότιμο πρός τόν Άδάμ. Κατόπιν ό φιλάνθρωπος Θεός οδήγησε τή γυναίκα στόν Άδάμ, άφού ό τελευταίος είχε πλέον ξυπνήσει, καί δταν αυτός ειδε τή γυναίκα είπε: «Τούτο νΰν», τό δημιούργημα αύτό, ή γυναίκα,ή όποία πλάσθηκε μέ τόν τρόπο αύτό τώρα μόνο, γιά πρώτη καί τελευταία φορά (στό εξής άνδρας καί γυναίκα θά γεννώνται άπό τή συνεύρεση άνδρός καί γυναικός) είναι  όστουν έκ τών όστέων μου καί σάρξ έκ της σαρκός μου»' αύτή θά όνομασθεϊ «γυνή», διότι προήλθε άπό τόν άνδρα της (Γεν. β' 23). Κνώ λοιπόν ό Άδάμ δέν είχε λάβει μέχρι τής στιγμής εκείνης καθόλου γνώση τοϋ γεγονότος, άφοϋ κοιμόταν καί βρισκόταν σέ έκσταση, τώρα πού ξύπνησε καί άντίκρυσε γιά πρώτη φορά τή γυναίκα του, διηγείται τό γεγονός μέ άκρίβεια καί λεπτομέρεια!

Τούτο, παρατηρεί ό ιερός Χρυσόστομος, φανερώνει ότι όσα ειπε ό Άδάμ τήν ώρα έκείνη,τά είπε διά προφητικού χαρίσματος. Τά είπε άκούοντας τή διδασκαλία τοϋ Αγίου Πνεύματος.
Κοντά σ’ αύτά τά θεία καί έξοχα χαρίσματα τής σοφίας καί τής ιψοφητείας, μέ τά όποια ήταν προικισμένος ό Άδάμ, κοντά στή θαυμαστή εύτυχία πού δοκίμαζε στόν Παράδεισο τής τρυφής, ειχε και την άνεκλάλητη χαρά νά συνομιλεί μέ τόν Δημιουργό του καί νά είναι  φωνής θείας άκροατής», διότι ό μεγαλόδωρος Θεός έγινε «ομόγλωσσος» μέ τόν άνθρωπο
Στόν Παράδεισο λοιπόν τής τρυφής βασίλευε ασκίαστη καθαρότητα. Οί πρωτόπλαστοι έπλεαν σέ πελάγη πνευματικής χαράς καί μκχαριότητος. Ταυτοχρόνως έπαιρναν εύλογία καί χάρη άπό τήν άέναη καί ούράνια πηγή τών άκτιστων ένεργειών τής θείας Χάριτος.Ησαν άπαθείς, πάμφωτοι, χωρίς άμαρτία. Παρουσίαζαν ολόγλυφη τη βασιλική εύγένεια τής άνθρώπινης φύσεως καί τής ουράνιας καταγωγης τους. Άπελάμβαναν τήν παρουσία τοϋ άγαθοϋ Δεσπότου καί πλουσιόδωρου Πλάστη τους, εκείνη τήν άνεκλάλητη τρυφή, έκείνα τά ανέκφραστα κάλλη καί τήν ωραιότητα πού είχαν τά άνθη τοϋ Παραδείσου, τήν άφρόντιστη καί άκοπίαστη ζωή, τή συναναστροφή τών Αγγέλων, πού άνέβαιναν καί κατέβαιναν σ’ αύτούς.
Δυστυχώς ομως δέν συνεχίσθηκε ή άταλαίπωρη εκείνη ζωή, γιατί εισόρμησε στόν κόσμο ή άμαρτία, άποτέλεσμα τής όποιας ήταν καί ό θάνατος. «Έπελθών γάρ ό θάνατος ταϋτα πάντα έξηφάνισται»
διότι δταν ήλθε καί μάς κυρίευσε ό θάνατος, ολα αύτά έξαφανίσθηκαν, δπως ψάλλει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, ή παναρμόνιος αύτή κιθάρα τού Παρακλήτου.

Εξηρτάτο από την ελεύθερη θέληση μας 

Ο θάνατος ήταν άγνωστος στόν πρωτόπλαστο. «Ύπεραγαπών τόν εύεργέτην» του ζούσε στόν Παράδεισο βίο άταλαίπωρο καί μακάριο, μέ άκακία, μέ άφελότητα καί εύθύτητα καρδίας. Ήταν πλήρης «πάσης σοφίας καί συνέσεως», καί κάτοχος τής άληθινής θεογνωσίας. Είχε έξουσία ομοια μέ εκείνη τών άγγέλων, ήταν «όμοδίαιτος» μέ τούς άρχαγγέλους καί άκροατής τής φωνής τού Θεού2. Ή φράση τής Γενέσεως οτι ό Θεός «περιεπάτει έν τώ Παραδείσω» (Γεν. γ' 8) καί συνομιλούσε στοργικά μέ τό πλάσμα του, ύποδηλώνει οτι Θεός καί άνθρωπος βρίσκονταν σέ άμεση καί προσωπική κοινωνία. Καί ένώ οί «άγγελοι έτρεμον καί τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ» δέν τολμούσαν οΰτε νά κοιτάξουν κατά πρόσωπο τόν Θεόν, «ούδέ άντιβλέψαι έτόλμων, αύτός (ό Άδάμ) ώσανεί φίλος πρός φίλον διελέγετο» μέ τόν Θεόν:. Όλα αύτά ήταν ένδείξεις άθανασίας, διότι «έξ άρχής» ό Θεός ήθελε νά πλάσει άθάνατο τόν άνθρωπο.
Τό οτι ό Θεός ήθελε έξ άρχής νά μάς πλάσει άθάνατους άποδεικνύεται καί άπό τό γεγονός δτι μάς χάρισε καί «τήν ουσίαν (υπόσταση) τής ψυχής»,γιά νά είμαστε «άθάνατοι είς τό διηνεκές», αιωνίως. Ή ψυχή είναι μέν δημιούργημα τοΰ Θεού, άλλά είναι άσώματη, λογική καί άθάνατη. Ώς τέτοια ξεχωρίζει άπό τό σώμα καί τό ζωοποιεί.
Κατά τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τό γεγονός δτι ό άνθρωπος δημιουργήθηκε γιά τή ζωή καί τήν άθανασία άποδεικνύεται καί άπό το οτι ό Θεός έφύτευσε στή μέση τοΰ Παραδείσου «τό ξύλον τοΰ γινώσχειν καλόν καί πονηρόν» (Γεν. β' 17) δηλαδή ένα δένδρο, τοΰ οποίου οί καρποί θά γνωστοποιούσαν έμπειρικώς τό ηθικό κακό ο τούς πρωτοπλάστους. Τοΰτο τό έκαμε ή θεία Αγαθότητα γιά νά μπορέσει ό άνθρωπος, προοδεύοντας ήμέρα μέ τήν ημέρα, νά σταθεί «»ποιηθεί τελικά στή ζωή. «Ή έντολή τοΰ Θεού ζωής ήν νόμος,τό μή αποθανεΐν παραγγέλλουσα»
Τό σώμα τοΰ Άδάμ, τό όποιο πλαστούργησε ό Δημιουργός, έμοιαζε μέ χρυσό άνδριάντα «λαμπρόν καί άποστίλβοντα», ό όποιος μόλις βγήκε άπό τό ούράνιο χωνευτήριο. Οΰτε ή θλίψη οΰτε ό πόνος ούτε ό κόπος οΰτε ή φθορά οΰτε ό θάνατος κατέστρεφαν τό θεόπλαστο έκεΐνο σώμα. Παρά ταΰτα τό άνθρώπινο σώμα ήταν βέβαια έξοχο καί λαμπρό καί άπαλλαγμένο άπό κάθε πόνο, δέν ήταν όμως άφθαρτο καί άθάνατο. Ήταν έπιδεκτικό καί φθοράς καί Αφθαρσία.

Έδώ όμως πρέπει νά κάνουμε δύο βασικές διευκρινίσεις:
Πρ ώ τ ο ν, ή άθανασία τής ψυχής δέν είναι φυσικό της γνώρισμα είναι δωρεά τής χάριτος τοΰ Θεού. Δεύτερον,ή κατ’ αύτόν τόν τρόπο δημιουργία τοΰ σώματος καί τής ψυχής, ή όποία είναι έργο τής ασύλληπτης θείας Αγάπης, άποδεικνύει καί τήν άβυσσο τής θείας Σοφίας καί τής θείας περί τόν άνθρωπο οικονομίας. Καί ιδού γιατί: Έάν ό Θεός δημιουργούσε τόν άνθρωπο άθάνατο, τότε θά έπρεπε ό Ανθρωπος νά είναι συγχρόνως καί άπτωτος (δηλαδή σταθερός, νά μή μπορεί νά πέσει σέ άμαρτία). Διότι έάν θά έπεφτε στήν άμαρτία, τό Κακό θά διαρκούσε αιώνια- θά γινόταν καί τό κακό άθάνατο! Έξ Αλλου, έάν ό Θεός δημιουργούσε τόν άνθρωπο άθάνατο, άρα καί Απτωτο, τότε θά περιόριζε τήν ελευθερία τού άνθρώπου- τότε ό Ανθρωπος δέν θά ήταν έλεύθερος. Έάν πάλι ό Θεός τόν δημιουργούσε θνητό, τότε ό Πλάστης θά ήταν ό «αίτιος τοΰ θανάτου» τοΰ πλάσματός του! ’Ή, όπως τό λέγει πολύ ωραία ό Θεόφιλος Αντιόχειας : Ο Θεός οΰτε άθάνατο δημιούργησε τόν άνθρωπο ούτε όμως καί θνητό, άλλά τόν δημιούργησε δεκτικό καί τών δύο- έτσι ώστε, έάν κλίνει πρός έκείνα πού έχουν σχέση μέ τήν άθανασία, άφοΰ τηρήσει τήν εντολή τοΰ Θεοΰ,νά λάβει ώς μισθό άπό τόν Θεόν τήν άθανασία καί νά γίνει θεός (κατά χάριν) έάν όμως κλίνει καί προχωρήσει σ’ έκεϊνα πού έχουν σχέση πρός τόν θάνατο, άφού παρακούσει τήν εντολή τού Θεοΰ, νά γίνει αύτός (ό άνθρωπος) αίτιος τού θανάτου του. Διότι ό Θεός έπλασε τόν άνθρωπο έλεύθερο καί αύτεξούσιο.

Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης μάς διδάσκει ότι στόν Παράδεισο ύπήρχαν γιά τόν άνθρωπο καί οί δύο δυνατότητες: ή δυνατότητα τής ζωής καί ή δυνατότητα τής άθανασίας. Στή μέση του Παραδείσου «τό ξύλον τού γινώσχειν καλόν καί πονηρόν» (Γεν. β' 17) έδιδε στόν άνθρωπο καί τή ζωή καί τόν θάνατο". ’Άρα ή άθανασία δόθηκε στόν άνθρωπο ώς «δυνατότητα». Τελικά θά γινόμασταν άθάνατοι, άν κάναμε καλή καί ορθή χρήση τής έλευθερίας μας.
Ό άνθρωπος λοιπόν πλάσθηκε, κατά θεία οικονομία, δεκτικός καί τής θνητότητος καί τής άθανασίας- πλάσθηκε «οΰτε θνητός όλοσχερώς οΰτε άθάνατος τό καθόλου (ολοκληρωτικά)». Έτσι, έάν άπεφάσιζε νά τηρήσει τήν έντολή τοΰ Θεού έλεύθερα καί άβίαστα, θά έλάμβανε ώς μισθό καί τήν άθανασία τοΰ σώματος  έάν όμως παρέ-βαινε τή θεία έντολή, θά γινόταν ό ’ίδιος αίτιος τοΰ θανάτου του.
Ό ιερός Χρυσόστομος, άναφερόμενος στόν θάνατο πού μάς έπε-βλήθηκε μετά τήν παράβαση, άπευθύνεται έκ μέρους τοΰ Θεού πρός τούς πρωτοπλάστους καί λέγει: Τό σώμα θά γίνει πάλι χώμα, άφού είναι πλασμένο άπό χώμα. Γιά νά μή συμβεΐ αύτό, σάς είπα νά μή έγγίσετε τό δένδρο. Ώστε ό θάνατος ήταν έξ ολοκλήρου άγνωστος στόν Παράδεισο. ’Ηταν γεγονός ξένο πρός τήν έλεύθερη καί θεόπλαστη φύση τοΰ άνθρώπου. Έάν οί πρωτόπλαστοι, μέ τά πλούσια δώρα πού έλαβαν καί τήν έμφυτη δυνατότητα τής άθανασίας πού είχαν, συμμορφώνονταν πρόθυμα καί έλεύθερα πρός τό θείο θέλημα-καί έάν μέ τήν ύπακοή στόν Θεόν σταθεροποιούσαν τήν έλεύθερη θέλησή τους στό άγαθό, θά έπετύγχαναν τήν άθανασία. Θάνατο δέν θά δοκίμαζαν. Προαγόμενοι στήν άρετή θά εξασφάλιζαν τό «καθ’ όμοίωσιν», θά γίνονταν «θεοί κατά χάριν» καί θά ζοΰσαν αιωνίωςμαζί μέ τόν Θεόν.
Πώς ακριβώς θά γινόταν αύτό είναι ακατανόητο σ’ έμάς, οί όποιοι ζοϋμε μετά την πτώση. Διότι βρισκόμαστε πλέον κάτω άπό τήν εξουσία τού θανάτου ή θέλησή μας έχει έξασθενίσετ ή διάνοιά μας είναι σκοτισμένη, γι’ αύτό καί φερόμαστε «έπιμελώς έπί τά πονηρά (έργα) έκ νεότητος ημών» (Γεν. η' 21). Γι’ αύτό είναι άδύνατο νά έννοήσουμε τό κλϊμα τής θείας Χάριτος, μέσα στό όποιο ζούσαν οί προπάτορές μας. ’Αδυνατούμε νά έννοήσουμε τό μέγεθος καί τήν έκταση τής θείας εύνοίας πού περιέβαλλε τούς πρωτοπλάστους, ώστε νά έχουν τό αύτεξούσιο,τήν ελευθερία,τήν άπουσία τής λύπης καί τών δυσκολιών έτσι ώστε ή ζωή τους νά κυλά κάτω άπό θείες συνθήκες καί ή διάνοιά τους νά είναι πάντοτε στραμμένη πρός τό άγαθό. Σήμερα, μέ τή φθορά ώς μόνιμο σύντροφο τής ζωής μας, τίς άτέλειωτες καί επείγουσες άνάγκες τού πολυτάραχου βίου μας, είναι άδύνατο νά φαντασθοΰμε καν τήν άγγελομίμητη παραδεισιακή ζωή τους. Όπως άκριβώς εκείνοι δέν ήταν δυνατό νά συλλάβουν τήν έκταση τής συμφοράς πού θά έπέφερε ή πτώση τους, έτσι κι έμεΐς δέν μπορούμε νά φαντασθοΰμε τή ζωή τους μέσα στήν άφθαρσία καί μακαριότητα.

Ό εύσπλαγχνος Θεός μάς είχε προειδοποιήσει σαφώς γιά τή φοβερή συμφορά πού θά προκαλοϋσε ή τυχόν άφροσύνη μας. Γι’ αύτό έδωσε στόν Άδάμ τήν έντολή: Άπό κάθε δένδρο πού είναι φυτευμένο μέσα στόν Παράδεισο μπορείτε νά φάγετε. Άπό τό δένδρο όμως τοϋ όποιου οί καρποί θά σάς γνωστοποιήσουν πειραματικώς τό ηθικό κακό, τόσο σύ όσο καί ή γυναίκα σου (πού θά δημιουργηθεΐ εντός ολίγου) δέν θά φάγετε. Τήν ήμέρα πού τυχόν θά παραβειτε τήν έντολή αύτή καί θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό, θά άποθάνετε έξάπαντος μέ θάνατο πνευματικό  θά χωρισθεϊτε δηλαδή άπό εμένα, τόν Θεόν. Καί ώς άποτέλεσμα τού θανάτου αύτοϋ θά έλθει κατόπιν καί ό σωματικός θάνατος, ό χωρισμός τού σώματος άπό τήν ψυχή (Γεν. β' 16-17).

Καί τώρα εισερχόμαστε πλέον στό τραγικό δράμα τού άνθρωπίνου γένους. Ό θάνατος εισορμά στυγνός καί άκάθεκτος στόν κόσμο, γιά νά μεταβάλει ριζικά τή ζωή μας νά μάς στερήσει άπό τή μακάρια κοινωνία μέ τόν Θεόν καί νά άνακόψει τήν πορεία μας πρός τήν αιώνια καί άφθαρτη ζωή.

Η πρώτη ανταρσία  πάνω στη γή

Η έντολή τοΰ Θεοΰ πρός τούς πρωτοπλάστους, ή όποία έλεγε- άπό τό δένδρο «τού γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, ού φάγεσθε απ' αυτού» (Γεν. β' 17), ήταν ένα άθλημα καί γύμνασμα άρετής. Μιά δοκιμασία τής έλεύθερης θελήσεώς τους. Έάν οί πρωτόπλαστοι τηρούσαν τήν έντολή, θά προχωρούσαν έλεύθερα πρός τήν ήθική τους τελειοποίηση καί θά έπετύγ-χαναν τό «καθ' όμοίωσιν». Δηλαδή νά γίνουν όμοιοι μέ τόν Θεόν κατά τήν άρετή. τήν όσιότητα καί άγιότητα, όσο είναι δυνατόν στό κτίσμα νά μοιάσει στόν Κτίστη του. Είναι προφανές ότι ό φιλάνθρωπος Θεός ήθελε έξ άρχής νά μάς δώσει τήν άθανασία. Ό Άδάμ δέν δημιουργήθηκε γιά νά πεθάνει, άλλά γιά νά καταστεί άθάνατος, «όδεύων πρός τήν άθανασίαν»2 μέ τή θέλησή του. Έπί πλέον ή έντολή πού τού δόθηκε ήταν εύκολη. Τοΰ ζητούσε νά μή φάγει άπό τούς καρπούς ενός μόνο δένδρου- όλα τά άλλα ήσαν στή διάθεσή του. Οί συνθήκες πάλι πού έπικρατοΰσαν στόν Παράδεισο δέν ήσαν άπλώς κατάλληλες- ήσαν οί πλέον άριστες, ώστε νά μπορέσει νά έπιτύχει τόν σκοπό τής κατά Θεόν τελειοποιήσεώς του.

Δυστυχώς όμως ό άνθρωπος έκαμε κακή χρήση τής έλευθερίας του. Έπεχείρησε νά ξεπεράσει τά όρια πού τοΰ έθεσε ό Θεός άπό άγάπη. Παρά τά άνασταλτικά μέτρα πού έλαβε ό Πλάστης γιά νά προφυλάξει τό πλάσμα του άπό τήν πτώση, ό Άδάμ «έφαντάσθη ίσοθεΐαν» χωρίς τόν Θεόν. Έπεχείρησε νά γίνει «ώς θεός» μέ τήν ύπόδειξη τοΰ πλάνου, τοΰ άπατεώνα καί άντιθέου διαβόλου. Καί έτσι ό Άδάμ πάνω στήν άφροσύνη του άρπαξε άμέσως τό δόλωμα πού τοΰ έρριξε μέ καταπληκτική τέχνη καί άφάνταστη ύπουλότητα ό άνθρωποκτόνος, ό όποιος παρουσιάσθηκε μπροστά του μέ τή μορφή φιδιού.

Ό διάβολος, ό όποιος άπεστάτησε πρώτος «τής όντως ζωής», δηλαδή άπό τόν Θεόν, έφθόνησε τόν Άδάμ, όταν τόν ειδε νά ζεϊ στόν Παράδεισο, «τό χωρίον τής άκηράτου (άμόλυντης, καθαρής) τρυφής», καί νά περιλάμπεται μέ θεοειδή δόξα καί νά «άνάγεται έκ γής πρός ούρανόν», άπό τόν όποιο ό ϊδιος είχε άπορριφθεΐ άπό τον δίκαιον Θεόν. Ό μισόκαλος διάβολος έφθόνησε γιά όλα αύτά τόν άνθρωπο καί «έμάνη» έναντίον του «μανίαν έσχάτην», ώστε νά τόν σπρώξει σέ άνταρσία καί νά τόν κάμει δούλο τού θανάτου καί τού 'Άδη. Γράφει ό θεοφόρος Μάξιμος: Ό διάβολος, φθονώντας εμάς καί τόν Θεόν καί παραπλανώντας τόν άνθρωπο ότι ό Θεός τόν φθονεί, τόν έκανε νά παραβεί την έντολή. Τόν Θεόν τόν έφθόνησε,γιά νά μήν έκδηλωθεΐ ή πανύμνητη δύναμή του νά θεώνει τόν άνθρωπο. Τόν άνθρωπο τόν έφθόνησε, γιά νά μή γίνει μέ τήν άρετή μέτοχος τής δόξας τού Θεού
 Όχι μόνο τό μίσος λοιπόν, άλλά καί ό φθόνος ήσαν έκείνα πού παρεκίνησαν τόν «μισάνθρωπον όφιν» νά άπατήσει τό λογικό πλάσμα τού Θεού. Καί έπειδή δέν είχε τό θάρρος νά προσβάλει κατά πρόσωπο τόν πρωτόπλαστο, χρησιμοποίησε τόν δόλο καί τήν πανουργία- παρουσιάσθηκε μέ τή μορφή «τού αισθητού όφεως» «ώς φίλος καί χρηστός σύμβουλος,ό δεινός καί όντως έχθρός καί έπίβουλος». Ό φθονερός διάβολος πλησίασε τήν Εΰα καί τής άπηύθυνε τόν γλυκύ, άλλά ψευδή καί ολέθριο λόγο: Τήν ημέρα πού θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό, θά άνοιχθούν τά μάτια σας καί θά γίνετε «ώς θεοί». Θά μοιάσετε τοΰ Θεοΰ. Θά καταστείτε αύτόνομοι καί παντογνώστες. Θά γνωρίζετε τό καλό καί τό κακό, χωρίς νά έχετε τήν άνάγκη τοΰ Θεοΰ! (Γεν. γ' 5).
Ή Εΰα έγνώριζε ποιές συνέπειες θά είχε ή παράβαση τής έντολής τοΰ Θεοΰ, ό όποιος είχε προειδοποιήσει: Τήν ήμέρα πού θά φάγετε καρπό άπό τό δένδρο «τού γινώσκειν καλόν καί πονηρόν (...) θανάτω άποθανεϊσθε»  θά γίνετε θνητοί (Γεν. β' 16-17). Έγνώριζε ή πρώτη μητέρα τού γένους μας τήν άπέραντη αγάπη τοΰ Θεοΰ. Χάρη στά θεία δώρα πού τής χάρισε ό Δημιουργός, ήταν ικανή νά άντιληφθεί ότι ό όφις, δηλαδή ό διάβολος, μέ τά όσα τής έλεγε έψεύδετο άσύστολα. Ή Εΰα μπορούσε νά έννοήσει ότι ό διάβολος συκοφαντούσε καί ΰβριζε τόν Θεόν, μέ τό νά έπιμένει ότι ό Θεός τής άληθείας άπέκρυψε άπό τά πλάσματά του τήν άλήθεια, διότι τάχα τά φθονούσε καί δέν ήθελε νά γίνουν καί αύτά «ώς θεοί»! Καί έπεχείρησε μέν ή Εΰα κατ' άρχάς νά πει στόν άπρόσκλητο συνομιλητή της τό άκριβές περιεχόμενο τών λόγων τοΰ Θεοΰ, άλλά στή δεύτερη καί ούσιαστική έπίθεση τοϋ πονηροϋ (βλ. Γεν. γ' 2-5) δέν άντέδρασε. Άπό τή στιγμή πού ή Εΰα δέχθηκε νά συζητήσει μέ τόν Εωσφόρο, έπαθε βαθύτατη έσωτερική αλλοίωση. Ό πονηρός πέτυχε μέ δολιότητα καί πανουργία νά ύποδαυλίσει στήν ψυχή της τόν έγωιστικό πόθο τής ίσοθεΐας χωρίς τόν Θεόν. Έτσι τό βλέμμα της, τό άπλό καί άκακο, μέ τό όποιο έβλεπε έως τότε τόν πάντοτε ώραϊο καρπό τοΰ δένδρου τής γνώσεως τοϋ καλοΰ καί τοϋ κακοΰ, θόλωσε. Καί ένώ μέχρι τότε τό κάλλος τοΰ καρποΰ δέν τής προξενούσε ιδιαίτερη εντύπωση, τώρα περιεργάζεται τόν καρπό μέ τρόπο «εμπαθή» καί πονηρό, καί άνυπομονεϊ νά τόν γευθεϊ. Μέ τόν νοΰ σκοτισμένο άπό τήν έγωιστική επιθυμία, πιστεύει άπόλυτα σέ όσα τής είπε ό ψεύτης, ό πλάνος καί άπατεώνας. «Καί λαβούσα άπό τού καρπού αύτού έφαγε  καί έδωκε καί τώ άνδρί αυτής μετ' αύτής, και εφαγον» (Γεν. γ' 6).

Άλλ’ ευθύς άμέσως έκεινο πού ήταν «καλόν είς βρώσιν καί αρεστόν τοϊς όφθαλμοϊς ίδεϊν καί ώραϊον τού κατανοήσαι» (Γεν. γ' 6) άπεδείχθη σπόρος θανάτου! Άπό τότε ή άμαρτία θά γλυκαίνει προσωρινά μόνο τόν φάρυγγα- έπειτα όμως οί τρομερές συνέπειές της θά είναι πικρότερες άπό τή χολή καί οί έλεγχοί της όξύτεροι άπό τό κοφτερότερο δίκοπο μαχαίρι (Παρ. ε 3-4). Μέ τήν άλόγιστη εκείνη πράξη ό άνθρωπος έδειξε έγκληματική άχαριστία καί άσέβεια πρός τόν Θεόν. Άρνήθηκε μέ τη θέλησή του τήν πηγή τής ζωής. Ή ένέργεια τής Εΰας ήταν ή πρώτη άποστασία, ή πρώτη άνταρσία πού έλάμβανε χώρα πάνω στή γή! Έταν, άς πούμε,ή πρώτη άθεϊστική ένέργεια τοΰ λογικοΰ άνθρώπου.
Ότι έτσι έχει τό πράγμα άποδεικνύεται άπό τούς λόγους πού είπε ό Άδάμ πρός τόν Θεόν. Όταν ό Θεός θέλησε νά κάμει αισθητή τήν παρουσία του στούς πρωτοπλάστους κατά τό δειλινό (βλ. Γεν. γ' 8), κάλεσε τόν Άδάμ, ό όποιος παρουσιάσθηκε γεμάτος ντροπή καί δέος ένώπιον τοϋ Δημιουργού του, καί τοΰ είπε: «Ποιός σέ πληροφόρησε καί σοϋ άπεκάλυψε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες άπό τόν καρπό τοΰ δένδρου, άπό τόν όποιο καί μόνο σοΰ παρήγγειλα νά μή φάγεις;»

Έξ άφορμής αύτών σχολιάζει ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος: Όταν άπατήθηκε ό Άδάμ, νόμισε ότι ό Θεός δέν γνώριζε τήν άμαρτία του καί έλεγε καθ’ εαυτόν περίπου
τά έξής: «Έάν είπώ ότι είμαι γυμνός, ό Θεός - πού άγνοεΐ - μπορεί νά πεΐ• καί γιατί είσαι γυμνός; Έπειτα μπορώ έγώ νά άρνηθώ καί νά πώ• δέν γνωρίζω, καί έτσι θά καταφέρω νά τόν άπατήσω καί νά λάβω καί πάλι τήν πρώτη μου στολή. Διαφορετικά τουλάχιστον δέν θά μέ διώξει, δέν θά μέ έξορίσει». Ένώ ό Άδάμ έπρεπε νά απαντήσει στόν πλάστη του: «Ναί, αλήθεια, Δέσποτα, παρέβηκα τήν έντολή σου, άμάρτησα, έπει-δή ακόυσα τή συμβουλή τής γυναίκας, έσφαλα πολύ άκολουθώντας τόν λόγο της καί παρακούοντας τόν δικό σου, έλέησέ με». Όμως δέν λέγει αύτό, δέν ταπεινώνεται, δέν κάμπτεται, ό τράχηλος τής καρδιάς του είναι σιδερένια ταινία (...). Έάν ομολογούσε τήν ένοχή του, θά παρέμενε στόν παράδεισο καί θά είχε άποφύγει μ’ ένα μόνο λόγο δλη αύτή τή σειρά τών άναρίθμητων κακών πού ύπέφερε άφού έξορίσθη-κε καί έμεινε τόσους πολλούς αιώνες στόν Άδη5.

Ό Άδάμ λοιπόν, άντί νά δείξει μεταμέλεια καί νά ζητήσει συγγνώμη άπό τόν φιλάνθρωπο Δεσπότη, άπάντησε μέ αύθάδεια: Ή γυναίκα πού σύ ό Θεός μοϋ έδωσες ώς σύντροφο καί βοηθό μου, αύτή μού έδωσε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό τού δένδρου καί έφαγα (Γεν. γ' 11-12). Μέ τήν άπάντηση αύτή ό Άδάμ ήταν σάν νά έλεγε στόν Θεόν: «Έσύ έφταιξες διότι ή γυναίκα πού μοϋ έδωσες, αύτή μέ έξαπάτησε καί μέ έπλάνησε». Συνεπώς ή ένοχή τού Άδάμ γίνεται άκόμη μεγαλύτερη, έάν σκεφθεΐ κανείς ότι ό πρώτος πατέρας μας προσπάθησε νά μεταθέσει τήν εύθύνη τής παραβάσεώς του στόν Ιδιο τόν Θεόν μέ τόν άθλιο καί άμαρτωλό λόγο «έσύ έφταιξες»! Έπεχείρησε δηλαδή νά καταστήσει ύπεύθυνο τής παρακοής του Εκείνον πού τόν έπλασε άπό άπειρη άγάπη! Εκείνον πού τόν προόριζε γιά τήν άφθαρσία, τήν άθανασία καί τή μακαριότητα! Λησμόνησε ότι ό υπεράγαθος Τριαδικός Θεός τοϋ έδωσε τήν Εΰα «ώς βοηθόν» (Γεν. β' 18). Ότι αύτός, ώς κεφαλή τής γυναίκας, είχε χρέος νά τήν κατευθύνει ορθά χαί όχι νά γίνει παιχνίδι καί άβουλο πλάσμα στά χέρια της.

Μετά τόν Άδάμ ό Θεός άπευθόνεται πρός τήν Εΰα καί τήν ρωτά: «τί τούτο έποίησας;» Δηλαδή άπό ποιά άφορμή τό έκανες αύτό; γιατί έγινες αιτία τόσης ντροπής καί γιά τόν εαυτό σου καί γιά τόν άνδρα σου; (Γεν. γ' 13). Τήν ρωτά,λέγει ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος, γιά νά πει αύτή τουλάχιστον τό «ήμαρτον». Διότι, πές μου, ποιά άλλη άνάγκη είχε ό Θεός νά μιλήσει πρός αύτήν μέ αύτά τά λόγια παρά μόνο γιά νά άπαντήσει  «μέσα στήν άφροσύνη μου, Δέσποτα, τό έκανα αύτό, ή ταλαίπωρη, έλεεινή καί άθλία, καί παρήκουσα ’Εσένα, τόν Δεσπότη μου. Έλέησέ με!» Άλλά δέν είπε αύτό. Καί τί είπε; «Ό όφις μέ έξαπάτησε καί έφαγα» (Γεν. γ' 13). Έπεχείρησε λοιπόν καί ή Εΰα νά δικαιολογηθεί. Άλλ’ ή δικαιολογία της ήταν έντελώς άδικαιολόγητη έπί πλέον ήταν καί πιό αδύνατη άπό έκείνη τοΰ Άδάμ. Γι’ αύτό προσθέτει ό άγιος Συμεών: «Πωπώ,πόση άναισθησία! Καί λοιπόν συνομίλησες καί έγινες σύμμαχος μέ τόν όφι, ό όποιος σοΰ κατηγορούσε τόν Δεσπότη, καί άντί τού Θεού πού σέ έπλασε έπροτίμησες αύτόν καί έθεώρησες πολυτιμότερη καί πιό άληθινή τή συμβουλή εκείνου άπό τήν έντολή τού Δεσπότου». Καί συνεχίζει ό όσιος: «’Επειδή λοιπόν δέν ήθέλησε οΰτε αύτή νά πει τό “ήμαρτον”, διώχνονται (καί ό Άδάμ καί ή Εΰα) άπό τήν άπόλαυση, εξορίζονται άπό τόν παράδεισο καί τόν Θεόν (...). Έάν μετανοούσαν, δέν θά είχαν έκδιωχθεΐ οΰτε θά είχαν κατακριθεϊ οΰτε θά είχαν καταδικασθεϊ νά έπιστρέψουν στή γή, άπό τήν όποία είχαν πλασθεϊ».

Ή άμαρτία τής Εΰας δέν ήταν καθόλου μικρή. Γιατί «δέν πρέπει νά λησμονώμεν, ότι κυριολεκτικώς ή Εΰα δέν έπειράσθη, άλλ’ άφήκεν αύτή έαυτήν νά πειρασθή» κι άφού έχρόνισε μέ τίς συνεχείς καί έπανειλημμένες ύποχωρήσεις της στόν πονηρό, κατέστησε τήν παράβαση, ή όποία άκολούθησε, «προϊόν πονηράς καί κατά πάντα έφα-μάρτου βουλήσεως καί άποφάσεως»8. 'Ορισμένοι παρατηρούν ότι ή άμαρτία τής Εΰας δέν ήταν άπλή, άλλά τριπλή! Διότι πρώτον άκούει όσα τής ύποβάλλει ό διάβολος, ό όποιος τής έλεγε ότι ή παράβαση τής έντολής τοΰ Θεού δέν θά έχει καμμία συνέπεια καί άκόμη (τής έλεγε) ότι ό Θεός τούς έδωσε τήν άπαγορευτική έντολή, επειδή τάχα έκινεΐτο άπό φθόνο πρός τόν άνθρωπο,τόν όποιο δέν ήθελε νά γίνει «ώς θεός» (Γεν. γ' 4-5). Ή Εΰα λοιπόν μέ τό νά ύπακούσει στόν άντί-χριστο έπραττε δύο σοβαρά πνευματικά άμαρτήματα: Άμάρτανε κατά τής πίστεως καί τής άγάπης πρός τόν άληθινό καί φιλάνθρωπο Θεό. Στή συνέχεια (δεύτερον), μέ τίς δύο αύτές πνευματικές άμαρ-τίες συνυφαίνεται ή «άτακτος» έπιθυμία τής σαρκός. Διότι κινείται ή έπιθυμία καί βλέπει ή γυναίκα ότι τό δένδρο ήταν ώραϊο καί εύχάριστο στά μάτια καί έπιθυμητό νά τό δοκιμάσει, έπειδή θά τής έδινε τή γνώση. Καί (τρίτον) άπλώνοντας μόνη της, χωρίς τή βία κανενός, τό χέρι της, έλαβε άπό τόν καρπό τού δένδρου καί έφαγε (Γεν. γ' 6).

Τόσο μεγάλη ήταν ή πρώτη άμαρτία! Έλειψε ή πίστη στόν Θεόν, ψυχράνθηκε ή άγάπη τοϋ πλάσματός του άπέναντί του καί κυριάρχησαν πλέον στήν άνθρώπινη φύση τά άτακτα, σωματοκτόνα καί ψυχοφθόρα πάθη!...
Έτσι άνοιξε μία νέα εποχή. Εποχή θλίψεων, πόνου, οδύνης, στεναγμών. Εποχή, στήν όποία είσόρμησε γιά νά βασιλεύσει στό άνθρώπινο γένος ή άμαρτία, ό όλεθρος τής ψυχής ή άμαρτία,ή «άξία πένθους καί όδυρμών άσιγήτων». Γιατί αύτή εισάγει τόν θάνατο καί έτσι γίνεται «θάνατος τής άθανάτου» ψυχής. Χωρίζει δηλαδή τήν ψυχή άπό τόν άγιον Θεόν, ό όποιος είναι ή ζωή καί ή άθανασία

Η απόφαση «εκυρώθη αυθημερόν»

Μέ τή δόλια παρακίνηση τού φθονερού πειραστοϋ ό άνθρωπος έπαθε έκεινο τό όποιο έπαθε καί ό διάβολος. Όπως εκείνος άμάρτησε, διότι είχε υπερεκτιμήσει τήν  άξία του καί θέλησε νά στήσει τόν θρόνο του ψηλότερα άπό τόν θρόνο τοϋ Θεού, έτσι καί ό άνθρωπος μέ τήν εισήγηση τοΰ άνθρωποκτόνου διαβόλου,τοϋ έφευρέτου τοΰ ψεύδους, φαντάσθηκε γιά τόν εαυτό του μεγάλα. Πλανώμενος ένόμισε δτι δταν θά έφευγε άπό τόν Θεόν, θά έλάμβανε περισσότερα άγαθά. Άλλ’ εύθύς άμέσως βεβαιώθηκε δτι έχασε καί εκείνα πού είχε, διότι είδε τή φοβερή άπειλή τοΰ Θεού «θά άποθάνετε εξάπαντος» (Γεν. β' 17) νά γίνεται πλέον πραγματικότης. Ό μισάνθρωπος μέ τήν άντίθεη συμβουλή του έχυσε έπάνω στόν άνθρωπο σάν δηλητήριο τή δική του θανατηφόρα δύναμη. Βέβαια ή άμαρτία τοΰ διαβόλου δέν συγκρίνεται μέ τό πταίσμα τοΰ Άδάμ. Γι’ αύτό γιά τόν δολερό διάβολο δέν ύπάρχει σωτηρία ένώ στόν Άδάμ έχει προσφερθεί ή σωτηρία διά τοΰ σταυρικού θανάτου τοΰ Σωτήρος ήμών Ίησοΰ Χριστοϋ. Τό πταίσμα τοϋ Άδάμ θεραπεύεται- ή άμαρτία τοϋ διαβόλου είναι αθεράπευτη. Ωστόσο ό Άδάμ εύθύς μετά τήν άμαρτία του «ένεκρώθη» άμέσως γιά τήν άνώτερη ζωή, καί άντάλλαξετην «θειοτέραν» καί μακαρία ζωή τοϋ Παραδείσου μέ τήν άλογη «καί κτηνώδη ζωήν». Άπό τότε τή ζωή μας τήν διαδέχθηκε βίος νεκρός, άφοϋ κατά κάποιον τρόπο είχε πεθάνει ή ϊδια ή ζωή μας. Διότι ή ζωή μας είναι τελείως νεκρή, άν έχει στερηθεί τήν άθανασία.

Ή παράβαση λοιπόν τής θείας εντολής «έπήγαγε τόν θάνατον», διότι «ή άμαρτία (έγινε) πρώτον, καί τότε (κατόπιν άκολού-θησε) ό θάνατος», ό πικρός καρπός της. Στό έξής ό θάνατος συμβαδίζει μέ τήν άμαρτία. Αύτός άποτελεϊ πλέον τό μέγιστο κακό, τό όποιο έχει συνταυτισθεΐ μέ τήν άμαρτία. Ό θάνατος δέν ήταν άσφαλώς ό μόνος καρπός τής άμαρτίας. Διά τής παραβάσεως είσόρμησε στόν κόσμο τό κακό μέ τίς πολυποίκιλες εκδηλώσεις του, τίς φοβερές καί τίς φρικτές συνέπειές του:τούς φόβους,τίς θλίψεις, τούς πόνους, τίς πολλές άσθένειες, τούς δριμεΐς καί οξείς ελέγχους τής συνειδήσεως κλπ. Ωστόσο ό πικρότερος καρπός τής άμαρτίας είναι ό θάνατος.

Συνήθως οταν λέμε θάνατο, εννοούμε τόν χωρισμό τής ψυχής άπό τό σώμα. Άλλ’ ό θάνατος αύτός είναι αποτέλεσμα τού πνευματικού θανάτου. Πνευματικός θάνατος είναι ό άποχωρισμός τής ψυχής μας άπό τήν ψυχή της, ή όποία είναι ό Θεός! Ό πνευματικός θάνατος είναι «Θεοϋ άλλοτρίωσις», δηλαδή απομάκρυνση, χωρισμός άπό τόν Θεόν. Ό πνευματικός θάνατος είναι σύγχυση τών νόμων καί ομαδική άνατροπή δλων τών άγαθώντοϋ βίου5. Ό Άδάμ άμάρτησε «γενόμενος κακός έξ άβουλίας», άπό απερισκεψία- «άπέθανε δέ διά τήν άμαρτίαν», διότι ό μισθός μέ τόν όποιο ή άμαρτία πληρώνει τούς δούλους της είναι «θάνατος» (Ρωμ. ς23). Ό Άδάμ δσο περισσότερο άπομακρυνόταν άπό τή ζωή, τόσο πλησίαζε πρός τόν θάνατο. Καθόσον «ζωή (είναι) ό Θεός, στέρησις δέ τής ζωής (είναι) θάνατος». Ώστε ό Άδάμ παρεσκεύασε στόν εαυτό του τόν θάνατο μέ τό να αναχωρήσει άπό τόν Θεόν, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοϋ Ψαλμωδοϋ: Ίδού, όσοι μακρύνουν τούς έαυτούς των άπό Εσένα θά καταστραφοϋν (Ψαλ. οβ' [72] 27)6. Επομένως θάνατος είναι «κυρίως ό τού Θεοϋ χωρισμός, κέντρον (κεντρί) δέ θανάτου ή άμαρτία». Ό Άδάμ, άφού κεντήθηκε άπό τό άγκάθι τής άμαρτίας, έγινε εξόριστος άπό τόν Θεόν καί έχασε καί τό «ξύλον τής ζωής», όπότε κατ’ άνάγκην άκολούθησε καί ό σωματικός θάνατος.
Τώρα πλέον ό Άδάμ, μέ τίς άδικαιολόγητες δικαιολογίες καί προφάσεις του ενώπιον τού Θεού καί τήν προσπάθειά του νά ένοχοποιήσει τόν Θεόν γιά τό βαρύ άμάρτημά του (Γεν. γ' 12), άπέδειξε ότι έχασε τήν άθωότητα καί άπλότητά του, τήν παρρησία καί οικειότητα πού είχε μέ τόν Δημιουργό του.
Απέδειξε ότι άκολουθεΐ πλέον τόν ληστοπειρατή τής ψυχής του καί όχι τόν στοργικό καί φιλάνθρωπο ΙΙλάστη του. Απέδειξε ότι έχασε πλέον τά άνεκτίμητα δώρα τής άρχέγονης δικαιοσύνης. Μετά τήν πτώση ό άνθρωπος, ένώ ήταν «είκών τού Θεού», κατήντησε «προσωπείο ειδεχθές» (άποκρουστι-κό), διότι ό ρύπος τής άμαρτίας άσχήμισε τήν ομορφιά τής εικόνας8. Μέ τήν παράβαση τής εντολής τού Θεού ξεθωριάσαμε, άποδυναμώ-σαμε καί μπερδέψαμε τούς χαρακτήρες τής θείας εικόνας, καί άφοϋ πέσαμε στήν κακία, άπογυμνωθήκαμε άπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεόν καί άφού βρεθήκαμε έξω άπό τή ζωή, υποδουλωθήκαμε στή φθορά τού θανάτου9. Γι’ αύτό είπε ό άγιος ’Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης: «Θάνατος είς τόν Άδάμ γέγονεν, ούχ ό τής ψυχής άπό τοϋ σώματος χωρισμός, άλλ’ ή τής άθανάτου ψυχής άπό τοϋ Αγίου Πνεύματος άποφοίτησις» (άναχώρηση, άπομάκρυνση). Έτσι ύπέστημεν πρίν άπό τόν σωματικό θάνατο τόν «θάνατον τής ψυχής», δηλαδή τόν πνευματικό θάνατο, ό όποιος είναι «ό άπό Θεού χωρισμός τής ψυχής».

Αύτό άποδεικνύεται καί άπό τά όσα άκολούθησαν μετά την παράβαση. Ό Θεός είχε προείπει στους πρωτοπλάστους: Τήν ήμέρα πού θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό, θά άποθάνετε έξάπαντος (Γεν. β' 17). Άλλ’ οί πρωτόπλαστοι δέν πέθαναν μέ σωματικό θάνατο μόλις έφαγαν τόν άπαγορευμένο καρπό. Μετά τήν παράβαση καί τήν άφρονα άνταρσία τους κατά τού Θεού έζησαν εκατοντάδες χρόνια! Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει: Ό πρωτύπλαστος έζησε μετά τήν παρακοή πολλές εκατοντάδες χρόνια! Αύτό όμως δέν σημαίνει ότι ό Θεός έψεύσθη μέ τό νά πει «ή δ’ αν ήμερα φάγητε, θανάτω άποθανεϊσθε» (Γεν. β' 17). Διότι άπό τή στιγμή πού ό πρωτόπλαστος άποξενώθηκε «τής όντως ζωής», δηλαδή τού Θεού, «αυθημερόν έκυρώθη» έναντίον του «ή τού θανάτου άπόφα-σις». Αργότερα, μετά άπό χρόνια, επακολούθησε καί ό σωματικός θάνατος στόν Άδάμ12. Καί ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος σημειώνει : «Ό Άδάμ όπόταν έφαγεν, ε ύ θ ύ ς άπέθανε κατά τήν ψυχήν , καί ύστερον άπό έννεακοσίους τριάκοντα χρόνους άπέθανε καί κατά τό σώμα. Ότι καθώς ό θάνατος τού κορμίου είναι ή άναχώρησις τής ψυχής, έτζι καί ό θάνατος τής ψυχής είναι ή άναχώρησις τής χάριτος τού Αγίου Πνεύματος τού Θεού όπού τόν έπλασε, καί ούτως ηύδόκησε νά είναι, καί νά ζή ό άνθρωπος παρόμοια μέ τούς Αγγέλους». Καί άλλοϋ διδάσκει: Ό ψυχικύς θάνατος ήλθε εύθύς μετά τήν καταδικαστική άπόφαση τού Θεού, τήν ϊδια άκριβώς στιγμή τής παραβάσεως. Γι’ αύτό καί ό Άδάμ άπογυμνώθηκε άπό τήν άθάνατη στολή.
Ώστε οί προπάτορές μας άπέθαναν ούσιαστικά ά μ έ σ ω ς μόλις άμάρτησαν, σύμφωνα μέ τήν προειδοποίηση τού Τριαδικού Θεού. Μόλις παρέβησαν τήν έντολή τού φιλανθρώπου Θεού, έγιναν άξιοι θανάτου!

Ο πνευματικός θάνατος

Ο πνευματικός ή ψυχικός θάνατος, ό πικρός αύτός καρπός τής άμαρτίας, γεννήθηκε, όπως γράψαμε, εύθύς μετά τήν παράβαση. Αύτόν τόν θάνατο ύπεδήλωνε ό Θεός μέ τήν έντολή πού έδωσε στόν πρωτόπλαστο. Μόλις όλοκληρώθηκε ή παρακοή, γράφει ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, «έθανατώθη ή ψυχή τοΰ Άδάμ, χωρισθεϊσα τοΰ Θεοΰ». Στή συνέχεια ό Άδάμ, ό όποιος ήταν βεβαίως δεκτικός μετανοίας, έζησε «μέχρι τριάκοντα καί έννακοσίων ένιαυτών» (Γεν. ε 5), έως ότου ήλθε πλέον καί ό σωματικός θάνατος. Σέ άλλη όμιλία του ό ίδιος Πατήρ λέγει: Ή άμαρτία είναι ό νοητός θάνατος. Διότι ό μέν αισθητός καταργεΐται όταν θά έλθει ή μέλλουσα βασιλεία, ό δέ νοητός επικυρώνεται σέ όσους παρέβησαν τόν νόμο τοΰ Θεοΰ έδώ καί έφυγαν άπό τή γή άμετανόητοι. Ώστε «θάνατος ψυχής» είναι ούσιαστικά ή άμαρτία2, ή, κατά τόν όσιο Θαλάσσιο, άσθένεια τής ψυχής είναι ή συνήθεια τής κακίας καί θάνατός της ή έμπρακτη άμαρτία3. Άπό τότε όσοι άπομακρύνονται «κατά τήν γνώμην αυτών τού Θεοΰ», χωρίζονται άπό τόν Θεόν. «Χωρισμός δέ Θεού, θάνατος». Καί όπως όταν κανείς χωρίζεται άπό τό φώς, βυθίζεται στό σκοτάδι, έτσι καί ό χωρισμός άπό τόν Θεόν έχει ώς συνέπεια τήν άποβολή τών άγαθών καί δωρεών τοΰ Θεοΰ. Επομένως όσοι άπέβαλαν μέ τήν άποστασία τους τίς θείες δωρεές, έπειδή στερούνται πλέον όλων τών άγαθών, «έν πάση κολάσει καταγίνονται»4. Ώστε ό πνευματικός θάνατος ή ή νέκρωση τής ψυχής δέν είναι παρά ή άποξένωση τοΰ άνθρώπου άπό τή μόνη ζωή, δηλαδή τόν Θεόν5. Καί όπως λέγει ό άγιος Μακάριος ό Αιγύπτιος, ό «άληθινός αύτός θάνατος ένδοθεν έν τή καρδία κέκρυπται καί ό άνθρωπος έσω νενέκρωται»

Άπό τή στιγμή κατά τήν όποία ό άνθρωπος έπίστευσε στά λόγια τού εφευρέτου τού ψεύδους καί άρχέκακου διαβόλου καί όχι στόν Θεόν τής άληθείας καί τής άγάπης, κυριάρχησε στήν ψυχή του «ό κοσμοκράτωρ τοΰ σκότους τού αίώνος τούτου» (Έφεσ. ς 12), αύτός πού έχει τή δύναμη καί «τό κράτος τού θανάτου» (Έβρ. β' 14). Οί άνθρωποι ώς δέσμιοι της άμαρτίας μοιάζουν πλέον πρός λαό πού πορεύεται στό σκοτάδι καί κατοικεί «έν χώρα καί σκιά θανάτου»
 (Ήσ. θ' 2). Έφ’ όσον δουλεύουν στήν άμαρτία, δέν έχουν τόν φωτισμένο νού τής άληθινής θεογνωσίας- μοιάζουν μέ νεκρούς, έστω καί άν δέν έχει έπέλθει άκόμη ό βιολογικός τους θάνατος. Τό ότι ή δουλεία τού πνευματικού θανάτου είναι κατ’ εξοχήν βασανιστική φαίνεται άπό τούς λύγους τού θείου Παύλου, ό όποιος γράφει: Ό Χριστός ήλθε νά μάς άπαλλάξει «έκ τής εξουσίας τού σκότους» (Κολασ. α 13). Ό θείος ’Απόστολος δέν είπε άπλώς «έκ τού σκότους», άλλ’ «έκ τής εξουσίας» τού σκύτους, διότι «πολλήν ήμών είχε τήν εξουσίαν καί έκράτει ήμών». Καί έάν είναι φοβερό καί πολύ βαρύ τό νά βρίσκεται κανείς κάτω άπό τήν έξουσία τοϋ πνευματικού θανάτου, είναι άσύγκριτα φοβερότερο τό νά κυριαρχεί αύτός έπάνω μας «μετ’ έξουσίας»

Αύτόν τόν θάνατο υπονοούσε καί ό Κύριος, όταν κάποιος πού θέλησε νά τόν άκολουθήσει, ζητούσε πρώτον τήν άδεια νά μεταβεί γιά νά θάψει τόν πατέρα του. Στό αίτημα έκεΐνο ό Κύριος άπάντησε: «άφες τούς νεκρούς θάφαι τούς έαυτών νεκρούς» (Ματθ. η' 22-Λουκ. θ' 60). Οί νεκροί πού θά έθαβαν τούς νεκρούς, δέν ήσαν άσφαλώς νεκροί σωματικά. Διότι τότε πώς θά έθαβαν έκείνους πού πέθαναν; Νεκροί στήν προκειμένη περίπτωση ήσαν οί πνευματικά νεκροί. Ό Κύριος, γράφει ό άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ονόμασε νεκρούς καί τούς ζωντανούς έκείνους οί όποιοι ήσαν «νενεκρωμένοι κατά ψυχήν»9. Τό ί'διο έπίσης ήθελε νά υπογραμμίσει ό Κύριος στή συγκλονιστική παραβολή τοϋ άσώτου υίοϋ, όταν ό πατέρας έλεγε στό μεγαλύτερο παιδί του: «ουτος ό υιός μου νεκρός ήν καί άν έζησε» (Λουκ. ιε' [15] 24)- αύτό το παιδί μου ήταν πεθαμένο, γιατί είχε χωρισθεΐ άπό έμέ τόν πατέρα του (τόν Θεόν), καί τώρα πού μετενόησε καί έπέστρεψε στό πατρικό του σπίτι (τήν ’Εκκλησία) ζωντάνευσε καί πάλι! ’Εξ άλλου ό Κύριος είπε στούς ’Ιουδαίους: «’Αμήν άμήν λέγω ύμϊν ότι ό τόν λόγον μου άκούων καί πιστεύων τώ πέμφαντί με έχει ζωήν αιώνιον, καί είς κρίσιν ούκ έρχεται, άλλά
μεταβέβηκεν έκ τού θανάτου είς την ζωήν. ’Αμήν άμήν λέγω ύμϊν δτι έρχεται ώρα. καί νύν έστιν, οτε οί ν ε κ ρ ο ί άκούσονται τής φωνής τού υιού τοϋ Θεού, καί οί άκούσαντες ζήσονται» (Ίω. ε 24-25). Στους λόγους αύτούς ό Κύριος μέ τίς λέξεις «θάνατος» καί «νεκροί» εννοεί τόν πνευματικό της άμαρτίας θάνατο καί τούς νεκρούς πνευματικά άνθρώπους.

Ή φοβερή κατάσταση τού πνευματικού θανάτου, ή όποία συνδέεται στενότατα μέ τήν άμαρτία (βλ. Ρωμ. z 12έξ.), άφορά όχι μόνο όσους έζησαν πρό Χριστού καί ήσαν νεκροί πνευματικά λόγω τών παραβάσεων καί άμαρτιών (βλ. Έφεσ. β' 1,5- Κολασ. β' 13) άφορά καί όσους ζούν μετά Χριστόν, άλλά δουλεύουν στήν άμαρτία. Γι’ αύτό ό θείος Παύλος τούς καλεϊ νά σηκωθούν άπό τόν ζοφερό ύπνο τής άμαρτίας, νά άναστηθοΰν άπό τή νέκρα καί τόν θάνατο, όπότε θά τούς φωτίσει τό φώς τής ζωής, δηλαδή ό Χριστός (Έφεσ. ζ 14)10.
Γ ι’ αύτό ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος στόν Επιτάφιο λόγο στόν πατέρα του έλεγε: Μία είναι ή ζωή, νά άποβλέπεις πρός τήν ζωή. Ό θάνατος ένας είναι, ή άμαρτία, διότι είναι ό όλεθρος τής ψυχής. Τά άλλα,γιά τά όποια ορισμένοι καυχώνται, μοιάζουν πρός όνειρα, πού τά βλέπουμε νά περιπαίζουν τήν πραγματικότητα, καί είναι άπατηλές φαντασίες τής ψυχής.
Θάνατος λοιπόν είναι ούσιαστικά ή άμαρτία, ή όποία συνετελέσθη, ολοκληρώθηκε καί κυρίευσε τήν ψυχή (βλ. Ίακ. ά 15). Αύτή ή άμαρτία μάς χωρίζει άπό τόν Θεόν, ό όποιος είναι ή ζωή καί ή πηγή τής ζωής. Επομένως «εύαγγελική θεία άλήθεια είναι: Ή άγιύτης είναι ή ζωή,ή άμαρτωλότης θάνατος ή ευσέβεια είναι ζωή,ή άσέβεια θάνατος- ή πίστις είναι ζωή, ή άπιστία θάνατος- ό Θεός είναι ζωή, ό διάβολος είναι θάνατος. Ό θάνατος είναι χωρισμός άπό τόν Θεόν, ή ζ(.)ή έπιστροφή πρός τύν Θεόν καί ζωή έν τώ Θεώ».

Πέρα όμως άπό τήν οδυνηρή κατάσταση τού πνευματικού θανάτου ύπάρχει καί άλλη κατάσταση περισσότερο οδυνηρή. Έάν είναι μέγα κακό - όπως καί είναι - ό ήθικός θάνατος τής ψυχής, γιατί τή χωρίζει καί τήν άποξενώνει άπό τόν Θεόν, είναι κακό μέγιστο ό ά ίδιος ή αιώνιος θ ά ν ατ ο ς . Αύτός, ώς κακό άνεπανόρθωτο, είναι τό κορύφωμα όλων τών κακών επειδή όσοι πέθαναν πνευματικά καί ζοϋν άκόμη, αύτοί έχουν ελπίδα μετανοίας, άναστάσεως καί σωτηρίας. Τό γνωρίζω, λέγει ό ιερός Χρυσόστομος- όλοι είμαστε ύπό τιμωρίαν. Άλλά δέν έχει άποκλεισθεί άπό μάς ή συγγνώμη οΰτε βρισκόμαστε έξω άπό τή μετάνοια. Γιατί στεκόμαστε άκόμη στό σκάμμα τοΰ καθημερινού άγώνα γιά τήν τελείωσή μας «έν Χριστώ» καί είμαστε έτοιμοι γιά τούς σκληρούς άγώνες τής μετανοίας13. Όταν όμως φύγουμε άπό τόν κόσμο αύτό «έν άμαρτίαις» καί άμετανόητοι, καί πέσουμε στίς άγκάλες τοΰ «άθανάτου θανάτου» δέν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο άγώνων, μετανοίας, νεκραναστάσεως καί έπιλάμψεως τοΰ θείου φωτός τού Χριστού.
Περί τοΰ αιωνίου όμως θανάτου θά κάνουμε λόγο στόν οικείο τόπο. Στή συνέχεια έξετάζουμε τόν σωματικό θάνατο ώς άποτέλεσμα τής παρακοής μας στή θεία έντολή.

Φυσική συνέπεια ο σωματικός θάνατος

Εάν ό Άδάμ μέ τό νά θεωρεί καί νά κατανοεί τόν Πλάστη του είχε διατηρήσει τήν ομοιότητά του πρός τόν «όντα Θεόν», θά έπετύγχανε, έκτός τών άλλων, καί τήν παντοτινή άφθαρσία του. Γράφει ό Μ. Αθανάσιος: Ό μέν άνθρωπος ώς έκ τής φύσεώς του είναι θνητός, επειδή δημιουργήθηκε άπό τό μηδέν, «έξ ούκ όντων». Διά δέ τήν ομοιότητά του πρός τόν αιωνίως καί άϊδίως υπάρχοντα Θεόν, έάν τήν έφύλαττε διά τής φοράς πρός τόν Θεόν καί τής κατανοήσεως τοΰ Πλάστου του, θά μπορούσε νά έξασθενίζει σιγά-σιγά τή φυσική φθορά, ώστε νά μείνει άφθαρτος, όπως μάς πληροφορεί καί ή Σοφία Σολομώντος: «προσοχή νόμων βεβαίωσις άφθαρσίας» (Σ. Σολ. ς 18)- ή προσεκτική τήρηση τών εντολών τής θείας Σοφίας είναι καί ή έξασφάλιση καί βεβαίωση τής άφθαρσίας.
Δυστυχώς όμως ό Άδάμ δέν έτήρησε τήν έντολή τοΰ Πλάστου του. Τό άποτέλεσμα ήταν ό πνευματικός θάνατος. Συνέπεια δέ τούτου ήταν καί ό σωματικός θάνατος. Μετά τόν χωρισμό τοΰ άνθρώπου άπό τόν Θεόν διελύθη ό άνθρωπος ώς ψυχοσωματικήύπαρξη έπήλθε δηλαδή ό χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα. Ό άνθρωπος, χωρισμένος άπό τήν άληθινή ζωή καί τήν πηγή τής ζωής, τόν Μεύν, γεύεται τούς πικρούς καρπούς τής οδύνης (βλ. Γεν. γ' 16-20) καί ζεΐ μέσα στήν άτμύσφαιρα τού θανάτου. Έφ’ όσον ό θάνατος κυρίευσε πλέον τήν άνθρώπινη φύση, άκολούθησε καί ή «νεκρότης». Άπό τότε «νεκρός ημάς διεδέξατο βίος, αύτής τρόπον τινά τής ζωής ήμών άποθανούσης. Νεκρά γάρ άντικρύς έστιν ήμών ή ζωή,τής άθανασίας έστερημένη». «Ή βρώσις» τού άπαγορευμένου καρπού, διδάσκει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, έγινε μητέρα τοϋ θανάτου γιά τούς άνθρώπους2. Ή δέ χρυσή γλώσσα μάς διδάσκει: «Ή βρώσις» τοϋ άπαγορευμένου καρπού «καί ή παράβασις τής έντολής» τού Ηεού έφερε ώς άποτέλεσμα τόν θάνατο στόν Άδάμ

Μετά τόν χωρισμό λοιπόν τοϋ άνθρώπου άπό τόν Θεόν έπήλθε ό χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα. Άπό τότε, σύμφωνα μέ τόν ορισμό τοϋ Θεού, έπιφυλάσσεται σέ καθένα άπό τούς άνθρώπους νά άποθάνει μία φορά (Έβρ. θ' 27). Ό σωματικός θάνατος άπέβη πλέον ώς κάτι τό φυσικό καί άναγκαίο γιά τούς άνθρώπους. Ή άμαρτία έγινε άπ’ έδώ καί πέρα ό μόνιμος προπομπός τοϋ θανάτου. Αύτή ψαλιδίζει τή ζωή, ετοιμάζει πρόσφορο έδαφος γιά τίς ποικιλόμορφες άσθένειες, καθιστά τίς συνθήκες τοϋ βίου μας άγχώδεις καί πιεστικές καί μεταδίδει τά νοσογόνα σπέρματα. Μέ τά άλλεπάλληλα καί συνεχή κτυπήματά της επιφέρει τήν «πραότητα» τού άνθρώπου, δηλαδή τή χαλάρωση καί άτονία τών σωματικών δυνάμεων, μέχρις ότου «άποστρέφη ημάς είς ταπείνωσιν», μέχρις ότου μάς οδηγήσει στήν ψυχρή άγκάλη τοΰ θανάτου. Τό λέγει πολύ έκφραστικά ό ψάλτης τής Παλαιάς Διαθήκης μέ τή θεόφθογγο λύρα του: «Αί ήμέραι τών ετών ήμών έβδομήκοντα έτη»  κι έάν κανείς έχει κράση ισχυρή καί δυνατή, οί ημέρες του φθάνουν καί τά «όγδοήκοντα έτη». Τό περισσότερο τών έτών αύτών είναι «κόπος καί πόνος»  δηλαδή άδυναμία γεροντική καί ζωή δοκιμασιών, άφού έξαντλοΰνται πλέον οί σωματικές καί ψυχικές του δυνάμεις (Ψαλ. πθ' [89] 3,10).

Είναι χαρακτηριστικό ότι στό πέμπτο κεφάλαιο τής Γενέσεως, στό όποιο έχουμε τήν πρώτη γενεαλογία τοΰ άνθρωπίνου γένους άπό υής δημιουργίας τού άνθρώπου μέχρι τοΰ Κατακλυσμού, γίνεται λόγος γιά τό πόσα χρόνια έζησαν ό Άδάμ καί οί άπόγονοί του μέχρι τοϋ Νώε. Καί τό άξιο προσοχής είναι τοϋτο: Ένώ όλοι έζησαν πολλά χρόνια - ό Άδάμ έζησε 930, ό Σήθ 912, ό Ένώς 905, ό Μαθουσάλα (ό μακροβιότερος όλων) 969 κλπ. - εύθύς μετά τήν άπαρίθμηση τών έτών τής ζωής τους ή Άγία Γραφή σημειώνει γιά τόν καθένα- «και  άπέθανε»! Μέ τίς δύο αύτές λέξεις, τίς όποιες τό θεόπνευστο κείμενο επαναλαμβάνει οκτώ φορές, θέλει νά ύπογραμμίσει ότι ό θάνατος κυρίευσε όλο τό άνθρώπινο γένος! Ό θάνατος έγινε πλέον κάτι τόάναπόφευκτο , άφοϋ ό δεσμός σώματος καί ψυχής διελύθη.

Ό άετός τής Πάτμου περιγράφει τόν θάνατο ώς ιππέα, ό όποιος κάθεται πάνω σέ ϊππον πού έχει χρώμα κίτρινο. Πίσω άπό τόν ίππο άκολουθεΐ ό στυγνός άδης, έτοιμος νά καταπιεί χωρίς άναβολή τά θύματα τοϋ ίππέως (βλ. Άποκ. ς Β). Άλλά καί κατά τόν θείο Παύλο, ή άμαρτία δέν είναι τίποτε άλλο παρά ό συνεχής καί άκούραστος πτερνιστήρας (σπιρούνι) τού ίππέως. «Τό δέ κέντρον (κεντρί) τοΰ θανάτου (είναι) ή άμαρτία», γράφει (Ά Κορ. ιε' [15] 56). Έτσι ό θάνατος, ό άσπλαγχνος καί άνηλεής άναβάτης τοϋ ϊππου, κεντρίζει μέ πολλή χαιρεκακία τά πλευρά τοϋ κίτρινου άλογου μέ σπιρούνι τήν άμαρτία. Καί ό κίτρινος ϊππος καλπάζει άκάθεκτος πρός τόν τάφο!... Γ ι’ αύτό οί παραβάτες τοϋ θείου νόμου, οί τραγικοί δούλοι τής άμαρτίας, δέν κάνουν τίποτε άλλο παρά νά λιγοστεύουν καί νά συντομεύουν τήν έπίγεια ζωή τους καί νά έξασφαλίζουν γιά τούς έαυτούς τους γρηγορότερα τή φθορά ύπό τίς ποικίλες μορφές της, μέχρις ότου παραδοθούν τελικά, έρείπια ψυχοσωματικά, στόν θάνατο.

Άλλ’ ή άπείθεια πρός τόν θεόσδοτο νόμο καί ή περιφρόνηση τής θείας Άγάπης, οί όποιες έφεραν τή φθορά καί τόν θάνατο στόν άνθρωπο, είχαν ώς συνέπεια τήν άναστάτωση καί τή φθορά όλης τής κτίσεως. Ή πτώση τών πρωτοπλάστων διετάραξε τίς φιλικές καί άρμονικές σχέσεις τού άνθρώπου καί μέ τό περιβάλλον του. Ή άπο-στασία καί ή πτώση τοϋ άνθρώπου άποσυνθέτει καί όλο τόν φυσικό κόσμο. Επικρατεί πλέον καί στή φύση άταξία καί δυσαρμονία. Όλα αύτά τά έκφράζει ζωηρότατα ό ίερός ύμνογράφος τήν Κυριακή τής Τυροφάγου σέ έναν ύμνο του, ό όποιος ψάλλεται στό θρηνητικό μέλος τού πλαγ. β' ήχου: «'Ήλιος άκτΐνας έκρυψεν,ή σελήνη σύν τοΐς άστροις είς αίμα μετετράπη, όρη έφριξαν, βουνοί έτρόμαξαν, ότε Παράδεισος έκλείσθη...».

Βέβαια ό θάνατος πλήγωσε καί παραμόρφωσε τόν άνθρωπο, τό λογικό κτίσμα τοϋ Θεοϋ. Ή υπόλοιπη δημιουργία δέν πλάσθηκε μέ προορισμό τήν άθανασία, όπως ό λογικός άνθρωπος. Γι’ αύτό καί «είς τήν ζωήν τών άλογων ζώων, ό θάνατος είναι μία άπλή φυσική στιγμή τής ζωής τών γενών». Έν τούτοις ό θάνατος «προσέλαβε τραγικόν χαρακτήρα καί σημασίαν κακήν δι’ ολόκληρον τήν κτίσιν έξ αιτίας τής πτώσεως τοϋ άνθρώπου καί μύνον. Τρόπον τινά ή κτίσις έδηλητηριάσθη άπό τήν πτωμαΐνην τής άποσυνθέσεως τού άνθρώπου»5. Έτσι λοιπόν ύπέστη καί αύτή τίς θλιβερές συνέπειες τού ισχυρού συγκλονισμού πού δοκίμασε ή άνθρώπινη ψυχή. Αμάρτησε καί έπαναστάτησε έναντίον τού Θεού ό «βασιλεύς πάντων τών όρω-μένων», καί άπύ τότε ολόκληρη ή κτίση «συστεγάζει καί συν ωδίνει» (συμπονεΐ) έως τώρα (Ρωμ. η' 22). Τό άγχος τής ζωής τοϋ ταλαίπωρου άνθρώπου συνοδεύεται άπό τόν στεναγμό τής φύσεως. Όπως μαραίνεται ό άνθρωπος, έτσι μαραίνονται καί τά δένδρα καί τά φυτά ή καταστρέφονται καί άποδεκατίζονται άπό τίς θεομηνίες. Όπως πονεϊ, ύποφέρει, πεινά καί προσβάλλεται άπό άσθένειες ό άνθρωπος, έτσι καί τά ζώα. Μερικοί μάλιστα άπό τούς Πατέρες προχωρούν καί γίνονται περισσότερο συγκεκριμένοι. Παρατηρούν:
«Ή άμαρτία ή περί τόν άνθρωπον» έχει βλάψει, έχει φθείρει καί αύτά τά ζώα. «Τοϋ γάρ άνθρώπου παραβάντος» τήν έντολή τοϋ Θεού «καί αύτά συμπαρέβη», χωρίς αύτό νά σημαίνει ότι τά ζώα έχουν ένοχή, άφού ή ένοχή προϋποθέτει λογικύ καί έλευθερία. Βέβαια τόσο γιά τά ζώα όσο καί γιά τά φυτά ό θάνατος είναι «πάντοτε μία άπλή διακοπή τής άτομικής ύπάρξεως, ένώ διά τόν άνθρωπον ό θάνατος κυριολεκτικά “συντρίβει” τήν προσωπικότητα. Καί ή προσωπικότης είναι κάτι τό άνυπολόγιστα μεγαλύτερον, άπό ό,τι ή άτομική ΰπαρξις».
Τό ολέθριο άποτέλεσμα τής άμαρτίας τών πρωτοπλάστων έπέ-φερε καί όντολογική διατάραξη στήν άνθρώπινη ύπαρξη. Ή άνθρώπινη φύση διχάσθηκε «καθ’ έαυτής». Στό σώμα «ύπεισήλθε» πλέον πολύς «παθών όχλος», μέ άποτέλεσμα νά διακοπεί ή μεταξύ σώματος καί ψυχής άρμονική σχέση καί νά έκσπάσει μεταξύ τους «πόλεμος άσπονδος». Έπί πλέον τό σώμα μας δέν μοιάζει τώρα μέ έκεΐνο τό θεόπλαστο σώμα,τό όποιο βγήκε «λαμπρόν καί άποστίλβον» άπό τά χέρια τοΰ Δημιουργού. Έχασε τό άρχαΐο κάλλος του, τήν εύγέ-νεια,τή δύναμη καί τήν υγεία του• έχασε τήν αύθεντικότητα πού είχε στόν Παράδεισο. Λόγω τού αίσχους τής άμαρτίας, ή όποία κυρίευσε τόν άνθρωπο, ό τελευταίος έπαυσε πλέον νά έχει αίσθηση τού εαυτού του εξίσωσε τόν εαυτό του πρός τά άλογα καί άνόητα κτήνη (βλ. Ψαλ. μη' [48] 13). Κατόπιν, έπειδή άπεξένωσε τόν εαυτό του άπό τόν λόγο τού Θεού καί έγινε ά-λογος (χωρίς λογική), άνόητος, άκυβέρνη-τος ώς πρόβατο πού δέν έχει ποιμένα, ό έχθρός βρήκε τήν εύκαιρία καί τύν άρπαξε καί τόν έρριξε στόν 'Άδη καί τόν παρέδωσε στόν θάνατο, γιά νά τόν βόσκει αύτός
Παράλληλα τό σώμα μας ένώθηκε στενά μέ τή φθορά καί κυριεύθηκε άπο πάθη. Καί το φοβερότερο: ώς όργανο τής σαρκός επαναστατεί κατά τής ψυχής. Ό νόμος τής σαρκός έγινε ό «έτερος» νόμος, ό όποιος άντιστρατεύεται πρός ό,τι άγιο καί ιερό ποθεί ή ψυχή (Ρωμ. ζ' 23).

Ωστόσο δέν πρέπει νά λησμονούμε δύο μεγάλες άλήθειες: α) Ό βίαιος χωρισμός σώματος καί ψυχής διά τού θανάτου είναι παρά φύση καί προσωρινός. Ό χωρισμός αύτός θά καταργηθεί, όταν έξαφανισθεί ή αιτία τοΰ χωρισμού, δηλαδή ή άμαρτία. β) Ή φθορά έγινε μέν «φυσικό» στοιχείο τοΰ σώματος συντροφεύει τό σώμα καί όλονέν τό κατατρώγει καί τό εξαντλεί, μέχρις ότου τό άναγκάσει νά παραδοθεί στή γή πού πατεί- άλλά ή φθορά δέν είναι όντολογικό γνώρισμα τοΰ άνθρώπου. Είναι μία νοσηρή καί παρά φύση κατάσταση, ή όποία οφείλεται στά πάθη,τά όποια κυρίευσαν τόν άνθρωπο διά τής άμαρτίας’. Άκόμη πρέπει νά ένθυμούμεθα ότι ό σωματικός θάνατος έγινε μέν σταθερό φυσικό γνώρισμα τού άνθρώπου μετά τήν πτώση, θά έλθει όμως καιρός κατά τόν όποιο θά καταργηθεί. Ή σωματική νέκρωση έγινε «άπό τής τού πρωτοπλάστου παρα-βάσεως» καί έν συνεχεία «είς φύσιν τό πράγμα έξέβη», άλλά «ταχέως λυθήσεται». «’Έσχατος έχθρός καταργεϊται ό θάνατος» (Ά Κορ.ιε' [15] 26). Όπως είσήλθε μετά τόν διάβολο καί τήν παρακοή, έτσι μετά τήν κατάργηση έκείνων θά έκμηδενισθεΐ καί αύτός. Άναμφιβόλως «δυνάμει» έχει καταργηθεΐ διά τής σταυρικής θυσίας καί τής Άναστάσεως τού Κυρίου. Τότε όμως θά έξαφανισθει καί «ένεργεία».
Έως τότε θά βασιλεύει επάνω στό γένος τών βροτών. Άλλά προσοχή θά βασιλεύει,χωρίς νά αΐωνίζει! Όπως λέγει πολύ ώραΐα ό ύμνος τού Κανόνος τού Μ. Σαββάτου- «βασιλεύει, άλλ’ ούκ αΐωνίζει αδης τού γένους τών βροτών». Δηλαδή- ό Άδης βασιλεύει έπάνω στό ανθρώπινο γένος ένεκα τής παραβάσεως τών πρωτοπλάστων, άλλά δέν θά είναι παντοτινή ή βασιλεία του.

Καθολικό φαινόμενο

Μέ τήν πτώση τού Άδάμ ό σωματικός θάνατος δέν κατάντησε μόνο φυσικό φαινόμενο. Έγινε καί φαινόμενο καθολικό. Άπό τότε ό θάνατος έξαπλώθηκε σ’ όλους τούς άνθρώπους, διότι στό πρόσωπο τού Άδάμ όλοι οί άπόγονοί του άμάρτησαν (βλ. Ρωμ. ε' 12) καί γι’ αύτό, έξ αιτίας τής συγγενείας καί τής ένώσεώς τους μέ τόν Άδάμ, όλοι πεθαίνουν (βλ. Λ' Κορ. ιε' [15] 22). Δέν πρόκειται νά είσέλθουμε στό μέγα καί δύσκολο θέμα τής κληρονομικότητος τού προπατορικού άμαρτήματος. Ό θείος Παύλος δέν θέλησε νά μάς έξηγήσει πλήρως τό μυστήριο αύτό. Ωστόσο ή θεμελιώδης άλήθεια τών λόγων του είναι σαφής. Γιά τόν θεόπνευστο Απόστολο, ό όποιος «ήρπάγη» καί άνυψώθηκε μέχρι καί τόν τρίτο ούρανύ, όπου διαμένουν οί άγγελικές δυνάμεις (Μ' Κορ. ιβ' [12] 2), είναι άρκετύ τύ ότι διά τού Άδάμ έγίναμε όλοι θνητοί, πράγμα τό όποιο, όπως παρατηρεί ό ιερός Χρυσόστομος, ό κατ’ εξοχήν ερμηνευτής τού άποστόλου Παύλου, «σαφώς καί διά πολλών έδειξε». Κατά τόν ϊδιο Πατέρα ή άποστολική φράση «έφ ω ηάντες ήμαρτον» σημαίνει ότι «τοϋ Άδάμ άποθανόντος» καί όσοι
δέν έφαγαν άπό τόν άπαγορευμένο καρπό έγιναν άπό εκείνον «θνητοί». Έφ’ όσον στό σώμα τών πρωτοπλάστων κυριάρχησε ή φθορά, ή βιολογική κληρονόμησή της άπό τούς άπογόνους τους είναι κατά πάντα φυσική καί εύλογη1. Έφ’ όσον οί πρωτόπλαστοι έγιναν φθαρτοί, σημειώνει άλλού όϊδιος,τέτοια παιδιά,φθαρτά καί θνητά, έχουν γεννήσει2. Έφ’ όσον ή άμαρτία ειχε ώς άποτέλεσμα τή φθορά καί τόν θάνατο (πνευματικό, σωματικό καί αιώνιο), άφού μιά φορά άναμί-χθηκε στή φύση μας ό θάνατος, ή νεκρότητα έπέρασε διαδοχικά άπό γενιά σέ γενιά. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς διδάσκει: Επειδή ό Άδάμ υποχώρησε καί έφαγε τόν φθοροποιό καρπό καί νικήθηκε άπό τόν διάβολο,καί επειδή ό Άδάμ είναι «ρίζα» τού άνθρωπίνου γένους, γι’ αύτό καί «θνητούς βλαστούς άναδίδει». Ό δέ άγιος Αναστάσιος ό Σινάί'της προσθέτει: Επειδή ό Άδάμ «έπαιδοποίησε» μετά τό άμάρτημα, κατά φυσικό λόγο καί όσοι γεννήθηκαν άπό αύτόν «ώς άπό φθαρτού φθαρτοί γεγόναμεν». Ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης παρατηρεί ότι τό «γή εί καί είς γην άπελεύση »(Γεν. γ' 19) τό ειπε μέν ό Θεός στόν Άδάμ, είχε όμως τήν έφαρμογή του καί στήν Εύα, «επειδή καί ή Εΰα έγινεν είς τόν Άδάμ αιτία τής παραβάσεως». Ή δέ τιμωρία περιελάμβανε όλο τό άνθρώπινο γένος, «επειδή διά τών πρωτοπλάστων έπροχώρησεν είς όλον τό γένος τών άνθρώπων»
.
Κανένας άνθρωπος δέν άπέφυγε ή θά άποφόγει τόν θάνατο. Κάθε θνητός πού ζεΐ στόν κόσμο αύτύ θά άπέλθει στή γή, άπό όπου καί πλάσθηκε (Ίώβ λδ' [34] 15). Άπό τή στιγμή πού άκούσθηκε ό φοβερός λόγος «γη ει καί είς γην άπελεύση» (Γεν. γ' 19), ό πηλός επανέρχεται έκ νέου στή γή (Ίώβ ι' 9). Ό Ψαλμωδός έρωτά: 'Υπάρχει κανείς άνθρωπος πού θά ζήσει στή γή καί δέν θά άποθάνει; Ποιός θά μπορέσει νά γλυτώσει τή ζωή του άπό τό κράτος καί τή δύναμη τοΰ θανάτου; (Ψαλ. πη' [88] 49). Ό δέ σοφός Σειράχ βεβαιώνει: Ή άπόφαση αύτή (τού θανάτου) έχει έκδοθεϊ άπό τόν Κύριον γιά κάθε άνθρωπο άνεξαιρέτως. Γιατί λοιπόν, άνθρωπε, άνθίστασαι καί άρνεΐσαι νά υποταχθείς σ’ αύτό πού είναι άρεστό στόν Ύψιστο; Εϊτε δέκα εϊτε εκατό εϊτε χίλια χρόνια ζήσεις, δέν ύπάρχει στόν 'Άδη έλεγχος καί επιτίμηση γιά τη διάρκεια τής ζωής τού άνθρώπου (Σ. Σειρ. μα [41] 4). Καί εξακολουθεί μέν τό σώμα μας νά άποτελεΐ ζωντανή μαρτυρία τής ιδιαίτερης στοργής τού Θεοϋ μέ τήν ώραιότητα, τή μεγαλοπρέπεια καί τήν άρμονία του, άλλ’ είναι πλέον πρόσκαιρο! Τό λέγει τόσο παραστατικά ό θεόπνευστος Μωϋσής, όταν χαρακτηρίζει τό σώμα ώς «χόρτον», ώς «χλόην» καί ώς «άνθος», τό όποιο άνθίζει καί κατόπιν μαραίνεται. «Τό έσπέρας» δέ άποπίπτει τό άνθος του, σκληρύνεται καί ξηραίνεται (Ψαλ. πθ' [89] 5-6).

Δύο μόνον άνθρωποι άπετέλεσαν εξαίρεση τού καθολικού φαινομένου τοϋ θανάτου στήν Ιστορία τοϋ κόσμου. Ό ένας ήταν ό δίκαιος Ένώχ,τόν όποιον μετέθεσε ό Θεός (βλ. Γεν. ε 24 πρβλ. καί Έβρ. ια' [11] 5), επειδή τόν βρήκε νά διασώζει «τής άρετής τήν εικόνα» καί «δυνάμενον νά άνακαλέση», λόγω τής άρετής του, τό άμάρτημα τού Άδάμ. Παρά ταύτα ό Θεός μετέθεσε καί αύτόν καί δέν τόν άφήκε νά ζεΐ ώς άθάνατος πάνω στή γή, γιά νά μή άδυνατίσει τόν φόβο τής άμαρτίας στούς άνθρώπους7. Ό άλλος ήταν ό πύρινος προφήτης Ήλίας, ό όποιος, ένώ μιλούσε πρός τόν μαθητή του Ελισαίο, άνελή-φθη μέσα σέ άνεμοστρόβιλο πρός τά άνω, «ώς είς τόν ουρανόν» (Δ' Βασ. β' 11 πρβλ. καί Ά Μακ. β' 58). ’Εκτός τών δύο τούτων έξαιρέσεων ό θάνατος είναι ό καθολικός κλήρος τών άνθρώπων. Εϊτε Αβραάμ είναι κανείς εϊτε Δαβίδ εϊτε Παύλος εϊτε Πέτρος εϊτε Βασίλειος εϊτε Γρηγόριος εϊτε Χρυσόστομος ή οίοσδήποτε άγιος καί μέγας προφήτης εϊτε άήττητος στρατηγός εϊτε πανίσχυρος βασιλεύς, όλοι έχουμε συνοδοιπόρο τή φθορά, τόν προπομπό τοϋ θανάτου. Βέβαια δέν θά άποθάνουν καί όσοι θά ζοϋν κατά τήν ήμέρα τής Δευτέρας Παρουσίας τού Κυρίου- θά όποστοϋν όμως καί αύτοί, όπως καί όσοι θά έχουν άποθάνει πρίν άπό αύτούς, τήν άλλαγή τοϋ σώματος θά άλλάξουν καί εκείνοι σώμα καί θά λάβουν άντί τού φθαρτού σώματος τό άφθαρτο (βλ. Ά Κορ. ιε' [15] 51)
Μεταξύ τοϋ σωματικού θανάτου καί τής άμαρτίας ύπάρχει άσφαλώς αιτιώδης σχέση. Έφ’ όσον τό σώμα μας έγινε θνητό, κατέστη συγχρόνως καί «παθητόν» (επιδεκτικό πάθους) καί «εύκολοπρό-σβλητο άπό τήν άμαρτία». Αύτό όμως δέν σημαίνει ότι ή φθορά καί ό σωματικός θάνατος έχουν τόν χαρακτήρα τής άμαρτίας. Ό βιολογικός θάνατος δέν έχει καθ’ εαυτόν τίποτε πού νά είναι άξιοκατά-κριτο. 'Υπάρχει «μέν νέκρωσις σωματική» (σωματικός θάνατος), όπως ύπάρχει καί «ψυχική», άλλ’ ό σωματικός θάνατος είναι νέκρωση πού οφείλεται στήν (πεπτωκυϊα πλέον) φύση, όχι στήν προαίρεση. Προήλθε βέβαια άπό τήν παράβαση τού πρωτοπλάστου καί στή συνέχεια διεδόθη στή φύση ό σωματικός θάνατος9. ’Εμείς δέν έπα-ναλαμβάνουμε άσφαλώς τήν ϊδια άμαρτία πού διέπραξε ό Άδάμ άμαρτάνουμε όμως. Οί καθημερινές πτώσεις μας δικαιολογούν έκ τών ύστέρων καί τόν δικό μας θάνατο. Αύτό τό όποιο κληρονομούμε άπό τόν πρωτόπλαστο «δέν είναι ή προσωπική άμαρτία τού Άδάμ, άλλά αύτός ουτος ό προπάτωρ», ό όποιος «ύπάρχει έν ήμίν άνα-γκαίως», επειδή είμαστε άπόγονοί του, καί ό όποιος «διαιωνίζεται διά τής συνεχούς καί μέχρι τέλους» τού κύσμου «έπεκτεινομένης διαδοχής τών άνθρωπίνων γενεών. Διά τούτο καί άποθνήσκομεν πάντες έν αύτώ. Τοιουτοτρόπως ό Μ. Βασίλειος θέλει νά τονίση, ότι ή άμαρτία τοϋ Άδάμ είναι τό πρότυπον τής άμαρτίας γενικώς, πρός τήν όποιαν τείνει ό άνθρωπος»

Ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος μάς άναλύει άπλούστερα τήν άλήθεια αύτή. Γράφει: «Όπως ό Άδάμ μετά τήν παράβασή του έκβάλλεται άπό τόν παράδεισο καί στερείται τόσο τής έκεί άπολαύ-σεως όσο καί τής συναναστροφής μέ τούς άγγέλους, καί άντιλαμβάνεται ότι είναι γυμνός καί κρύβεται γιά νά μή τύν δει ό Θεός, έτσι κι έμεΐς, όταν άμαρτάνουμε, χωριζόμαστε άπό τήν ’Εκκλησία τών άγίων δούλων του, καί τύ θείο ένδυμα πού φορέσαμε κατά τό βάπτισμα -καθώς πιστεύουμε - τόν ϊδιο δηλαδή τόν Χριστόν, αύτύν τόν άποβάλλουμε μέ τήν άμαρτία- καί όχι μόνον αύτό, άλλά στερούμαστε καί τήν ϊδια τήν αιώνια ζωή καί αύτό τό άβασίλευτο φώς, τά αιώνια άγαθά, τόν άγιασμό καί τήν υιοθεσία. Καί μέ τόν τρόπο αύτό γινόμαστε πάλι χωματένιοι, όπως ήταν ό πρώτος έκείνος χωματένιος άνθρωπος, άντί νά γίνουμε (ή νά παραμείνουμε) ουράνιοι καί όμοιοι καθ’ όλα μέ αυτόν τόν δεύτερο άνθρωπο, τόν Κύριον Ίησούν Χριστόν. Καί εκτός άπό όλα αύτά γινόμαστε άκόμη υπόδικοι στόν θάνατο καί στό σκοτάδι, καί παραπεμπόμαστε στή φωτιά πού δεν σβήνει ποτέ, δπου βασανιζόμαστε μέσα σέ γοερά κλάματα καί πόνους δυνατούς, πού κάνουν τά δόντια νά τρίζουν. Διότι τώρα έμεΐς δέν άποδιωκόμαστε άπό παράδεισο ύλικό, αισθητό καί όρατό, όπως τότε ό Άδάμ, ούτε καταδικαζόμαστε στό νά δουλεύουμε τή γή, όπως εκείνος, άλλά άποδιωκόμαστε άπό τή βασιλεία τών ούρανών καί άπό τά άγαθά έκεΐνα γιά τά όποια έχει γραφεί “ά οφθαλμός ούκ είδε καί ούς ούκ ήκουσε καί έπί καρδίαν άνθρώπου ούκ άνέβη” (Ά Κορ. β' 9). Άπό αύτά λοιπόν άποβάλλουμε τούς έαυτούς μας καί τούς καθιστούμε υπόδικους τής κολάσεως καί έάν δέν μάς παρείχετο ή δυνατότης διά τής μετανοίας νά έπανορθώσουμε τά πράγματα, δέν θά ήταν δυνατόν νά σωθεί κανείς ποτέ»".

Θά μπορούσε ϊσως νά παρατηρήσει κάποιος: Έάν δέν είχαμε σώμα φθαρτό καί θνητό, δέν θά άμαρτάναμε. Άλλά δέν έχει δίκαιο. Διότι ή θνητότης καί τά πάθη τού σώματος δέν είναι ή αιτία τής διαπράξεως τής άμαρτίας. Έάν ή άμαρτία όφείλετο στή θνητότητα καί τή φθορά τού σώματος, τότε ό Άδάμ, ό όποιος ζοϋσε στόν Παράδεισο άπαλλαγμένος άπό αύτά, δέν θά άμάρτανε. Πολύ περισσότερο δέν θά άμάρτανε ό Εωσφόρος, ό όποιος είναι άσώματος. Έάν ή φθορά καί ή θνητότης τοϋ σώματος ήσαν αίτια άμαρτίας, τότε δέν θά υπήρχε κανείς άνθρωπος ένάρετος έάν οί κακίες ήσαν χαρακτηριστικά τής φύσεως τοϋ σώματος, θά τίς είχαν όλοι οί άνθρωποι
Ό θάνατος λοιπόν είσόρμησε στόν έως τότε άγνό κόσμο έξ αιτίας τής παρακοής τού ένός άνθρώπου. Ή έκ μέρους του βρώση τοϋ άπαγορευμένου καρπού έγινε γιά τούς άνθρώπους μητέρα τοϋ θανάτου. Καί όσοι άνθρωποι έζησαν,ζοϋν καί θά ζήσουν στον κύσμο αύτό, έχουμε καταδικασθεΐ σέ θάνατο διά τής παραβάσεως τοϋ Άδάμ, «όλης τής άνθρωπείας φύσεως τούτο παθούσης έν αύτώ καί γάρ ήν άπαρχή τοϋ γένους» . ’Έτσι ό σωματικός θάνατος κατέστη ό «άκολάκευτος δήμιός» μας- έγινε «έκβιαστής τοϋ γένους ήμών άπροσωπόληπτος καί φονεύς άνυπόκριτος»

Μόνο εμείς και κανένας άλλος

Καθώς ό άνθρωπος άντικρύζει τό φαινόμενο τοΰ θανάτου στόν κόσμο- καθώς βλέπει τόν θάνατο νά άρπάζει τούς προσφιλείς του σέ ώριμη ή άωρη ήλικία, ρωτά: Γ ι α τ ί ό Θεός έπέτρεψε τόν θάνατο; Ώς παντογνώστης πού είναι, δέν έγνώριζε ότι ό άνθρωπος θά άμαρτήσει καί άρα θά έφαρμοσθεϊ ή άπειλή πού είπε στούς πρωτοπλάστους, «θανάτω άποθανεϊσθε»', (Γεν. β' 17). Μήπως μέ τό νά επιτρέψει τόν θάνατο καθίσταται υπαίτιος τού θανάτου, έστω καί έμμέσως, ό ϊδιος ό Θεός;
Όχι, άδελφέ μου μακριά άπό τέτοια βλασφημία! Ό Θεός έπλασε τόν άνθρωπο γιά νά έχει «πάσαν τιμήν» καί νά μή υστερεί καθόλου «τής τών άγγέλων διαγωγής». Ό φιλάνθρωπος Θεός δημιούργησε τό λογικό πλάσμα του γιά νά ζήσει μέσα στό φώς, στή χαρά καί τήν καθαρότητα τής δικής Του παρουσίας. Τόν δρόμο πρός τό φυσικό τέλος στό όποιο θά κατέληγε ό άνθρωπος μέ τή χάρη τού Θεού, δηλαδή τή θέωση, τόν άνακόψαμε έμεΐς οι ίδιοι  . Ή Εΰα φαντάσθηκε ότι θά γίνει ϊση μέ τόν Θεόν, όπερηφανεόθηκε μέ τήν ελπίδα τής ίσοθεΐας, διότι δέχθηκε τή συμβουλή τού διαβόλου. Γι’ αύτό έσπευσε νά φάγει άπό τόν άπαγορευμένο καρπό πρός τά έκεί κατηύθυνε καί τό λογικό καί τήν διάνοιά της, καί δέν άπησχολεΐτο μέ τίποτε άλλο παρά πώς νά άδειάσει μέχρι τέλους τό ποτήρι τοΰ δηλητηρίου, τό όποιο τής προσέφερε τή φοβερή εκείνη ώρα ό πονηρός. Ή πτώση όφείλετο, όπως τό άναπτύξαμε, άποκλειστικά στό ότι έκάμαμε κακή χρήση τής έλευθερίας μας άρχιεργάτης τής άμαρτίας, ό άνθρωπόλεθρος δράκων έπλάνησε τόν πρωτόπλαστο, δέν έξεβίασε όμως τήν έλευθερία καί τό αύτεξούσιό του

Επομένως ό φιλάνθρωπος Θεός είναι τελείως άναίτιος τού θανάτου. Ό αιώνιος καί άΐδιος Θεός «θάνατον ούκ έποίησεν», οΰτε τόν εύχαριστεί ούτε τόν τέρπει ή άπώλεια τών ζώντων. Αύτός έπλασε τόν άνθρωπο κινούμενος άπό άκρα άγαθότητα, γιά νά παραμένει άφθαρτος καί άθάνατος, καί τόν δημιούργησε εικόνα τής αίωνιότητός του (βλ. Σ. Σολ. α 13 β' 23). Ό Θεόφιλος, έπίσκοπος Άντιοχείας, μάς διδάσκει δτι, έπειδή ό Άδάμ παρήκουσε τόν Θεόν, έγινε αύτός ό ίδιος αίτιος στόν έαοτό του τού θανάτου3. Ό μέγας φωστήρ της Εκκλησίας τής Αλεξάνδρειάς σημειώνει ορθότατα ότι οί άνθρωποι, άφού άπέστρεψαν τό πρόσωπο άπό τά αιώνια καί μέ τήν ύπουλη συμβουλή τού διαβόλου έπέστρεψαν στήν κατάσταση τής φυσικής φθοράς, έγιναν οί ίδιοι στούς έαυτούς τους αίτιοι τής φθοράς πού τούς συμβαίνει μέ τόν θάνατο. Έάν οί προπάτορές μας δέν άμάρταναν, δέν θά έδέχοντο ώς επιτίμιο τής άμαρτίας τόν θάνατο5. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει δτι ό άνθρωπος, έπειδή δέχθηκε έλεύθερα τήν προσφορά τού διαβόλου, έθεσε τόν εαυτό του έκτός τού Θεοΰ, ό όποιος είναι ή πηγή τής ζωής. Γι’ αύτό ό άνθρωπος βρήκε έθελοντικά κατά τοΰ εαυτού του πρωτότυπο εύρημα τό «παρά φύσιν», δημιουργώντας μέσα στήν προαίρεσή του τήν αίσθηση τοΰ κακού μέ τήν άποστροφή του πρός τήν άρετήβ. Αλλού διδάσκει ότι ό Άδάμ διάλεξε τόν εύκολο δρόμο προτίμησε νά ζήσει μακριά άπό τόν Θεόν, πού είναι ή «αύτοζωή», γι’ αύτό καί έπεσε στίς άγκάλες τού θανάτου. Καί γιά νά μή μάς μείνει καμμία άμφιβολία, γράφει: «Ό Θεός δέν έκαμε τόν θάνατο, άλλά πατέρας τοΰ θανάτου έγινε ό βασιλιάς τής κακίας (ό διάβολος), πού στέρησε τόν εαυτό του άπό τή ζωή. Διότι ό θάνατος εϊσήλθε στή ζωή άπό τόν φθόνο τοΰ διαβόλου .Ό Θεός έγνώριζε άσφαλώς τί έμελλε νά συμβεί μέ τό λογικό πλάσμα του.
Γιατί μπροστά στό παντέφορο βλέμμα του όλα είναι φανερά, γυμνά καί ξεσκεπασμένα (βλ. Έβρ. δ' 13). Έγνώριζε επομένως καί τή μέλλουσα πτώση τοΰ άνθρώπου, για’ αύτό καί τήν προεϊπε. Άλλά τό δτι τήν προεγνώριζε καί τήν προανήγγειλε ή δτι τήν έπέτρεψε δέν σημαίνει δτι καί τήν ένήργησε ό ’Ίδιος. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς έφιστά τήν προσοχή τού άνθρώπου, ό όποιος διατυπώνει τίς άνωτέρω άπορίες, στούς θεόπνευστους λόγους τής Γενέσεως καί συμβουλεύει: Είναι δυνατόν σέ κείνους οί όποιοι άκούουν γνωστικά καί μέ προσοχή, νά διαπιστώσουν καί άπό τούς λύγους τούτους ότι ό Θεός δέν έδημιούργησε ούτε τόν ψυχικό οΰτε τόν σωματικό θάνατο. Διότι δέν έδωκε έκ προτέρου τήν προσταγή «θάνετε» (νά άποθάνετε) τήν ήμέρα πού θά φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό- άλλ’ είπε «άποθανεισθε» (Γεν. β' 17), δηλαδή θά άποθάνετε. Οΰτε ειπε, τώρα άμέσως άπόθανε καί έπίστρεψε στή γή, άπό τήν όποία πλάσθηκες άλλ’ είπε «επιστρέφεις» (Γεν. γ' 19), δηλαδή θ ά έπιστρέψεις στή γή. Μέ τούς λόγους αύτούς ό Θεός προανήγγελλε καί έπέτρεπε καί δέν εμπόδιζε τίς δίκαιες συνέπειες τής παρακοής

Ό άνθρωπος άμάρτησε, διότι παραπλανήθηκε άπό τόν άρχέκακο διάβολο. Έδώ όμως άξίζει νά τονίσουμε τούτο: ’Άν καί ό διάβολος παρέσυρε τόν άνθρωπο στήν άμαρτία, πρέπει νά γνωρίζουμε ότι ό πόλεμός του δέν είναι ούσιαστικά εναντίον τού άνθρώπου. Τό μίσος του εναντίον μας είναι προέκταση τοΰ δαιμονικού του μίσους εναντίον τού Θεοΰ καί τού έργου του. Έπειδή ό Εωσφόρος, «τό δοχείον πάσης κακίας», δέν μπόρεσε νά γίνει Θεός καί τιμωρήθηκε άπό τόν Θεόν, άδειασε όλη τή μοχθηρία καί πονηριά του στόν άνθρωπο, τήν εικόνα τοΰ Θεού. Έτσι στήν εικόνα τού Θεού, δηλαδή στόν άνθρωπο, «τό μισόθεον έδειξε». Βασικά ό διάβολος, πού έγινε «μισάνθρωπος έπειδή» είναι «καί θεομάχος», ήθελε νά έξαφανίσει εντελώς τό άνθρώπινο γένος, άλλά δέν μπόρεσε νά έπιτύχει τό ολέθριο έργο του. Καί τούτο, γιατί ό παντοδύναμος «Θεός περιόρισε τό περισσότερο μέρος τής καταστροφικής δυνάμεως» τού πονηρού μέ «άλύτους» νύμους καί κατόπιν κατέφερε εναντίον του τό άποφασιστικό καί καίριο πλήγμα διά τού σταυρικού θανάτου καί τής λαμπροφόρου Άναστάσεως τού Σωτήρος Χριστού

Ό άνθρωπος λοιπόν άμάρτησε, διότι είχε άπατηθεΐ άπό τόν μισάνθρωπο καί δολερό διάβολο. Ό ’Ωριγένης παρατηρεί: Τήν ήμέρα κατά τήν όποία οί πρωτόπλαστοι έφαγαν άπό τόν άπαγορευμένο καρπό, άμέσως άπέθαναν μέ θάνατο πνευματικό. Εκείνος πού τούς άπέκτεινε δέν ήταν άλλος άπό τόν «άνθρωποκτόνον διάβολον», ό οποιος επέτυχε τόν σκοπό του, όταν «ήπάτησε τήν Ευαν διά τοΰ όφεως». Ό δέ μαθητής τοΰ Ώριγένους, ό άγιος Γρηγόριος ό Θαυματουργός, έπίσκοπος Νεοκαισαρείας, λέγει σέ μία όμιλία του: «Ή Εΰα μόνη έν Παραδείσω χορευουσα», μέ τή διάνοια νωθρή, άτονη καί άποκοιμισμένη, δέχθηκε τά λόγια τοΰ άρχέκακου διαβόλου χωρίς πολλή προσοχή καί έτσι «έφθάρη τό τής διανοίας φρόνημα». Δι’ αύτής ό δόλιος δαίμων, άφού έχυσε τό δηλητήριο καί άνέμιξε μέ αύτο τόν θάνατο, «είσήγαγε» τούτον (τόν θάνατο) σ’ όλο τόν κόσμο.

Άμάρτησε ό άνθρωπος, άλλά ή άμαρτία, ένας άπό τούς καρπούς τής όποιας είναι ό θάνατος, δέν είναι στοιχείο δημιουργίας τού Θεού13. Ή άμαρτία δέν είναι άπύ έκεΐνα πού ό Θεός «ειπε καί έγενήθησαν, ένετείλατο καί έκτίσθησαν  (Ψαλ. λβ' [32] 9). Όλα όσα «έποίησεν ό θεός» ήσαν «καλάλίαν» (Γεν. ά 31),ήσαν άριστα, όπως τά θέλησε ή άπειρη πανσοφία καί ή πάνσοφη άγαθότης του. «Έκ δέ τών λίαν καλών» ήταν «καί ό άνθρωπος»  μάλλον αύτός ήταν τό πλέον άριστο άπό τά δημιουργήματα τού Θεού. Διότι τί άλλο θά ήταν τόσο καλό, όσο τό ομοίωμα τής άθάνατης ομορφιάς; ρωτά ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς διδάσκει: Όπως ή άρρώστια δέν είναι δημιούργημα τού Θεού, έστω καί άν έκεϊνο πού υποφέρει άπό άρρώστια είναι τό δημιούργημά του, έτσι καί ή άμαρτία δέν έγινε άπό τόν Θεόν, έστω καί άν ή λογική ψυχή έκτρέπεται πρός τήν άμαρτία. Αύτή ή άμαρτία πού γίνεται μέ τή θέλησή μας, ή άποστασία μας άπό τή ζωή, δημιουργεί τόν θάνατο, διότι μάς άπομακρύνει άπό τόν Θεόν

Άλλ’ ό άνθρωπος πού διερωτάται,ϊσως διατυπώσει καί αύτή τήν άπορία: Αφού ό Θεός άποφάσισε νά μάς δημιουργήσει ελεύθερους, γιατί δέν μάς έπλασε έτσι ώστε νά ζοϋμε μαζί του άναγκαστικά καί υποχρεωτικά καί νά μή μπορούμε νά φύγουμε άπό κοντά του; Δέν ήταν καλύτερο νά άποκρυσταλλώσει οριστικά τή θέληση τών προπατόρων μας στό άγαθό καί νά άποφευχθεΐ έτσι ή καταστροφή; Ή ελευθερία πού παρεχώρησε στούς πρωτοπλάστους δέν ήταν «δώρον άδωρον»;

Ή απορία δμως αύτή είναι παράλογη! Γιατί έλευθερία καί υποχρεωτική παραμονή στό άγαθό είναι δύο καταστάσεις άντικρυς άντίθετες. Έλευθερία σημαίνει ικανότητα καί άνεση κινήσεως. Ένώ οριστική άποκρυστάλλωση στό άγαθό σημαίνει δέσμευση καί άναγκαστική κίνηση πρός ορισμένη κατεύθυνση. Αύτό όμως είναι στέρηση έλευθερίας. Ή θεία παντοδυναμία είναι μέν άπεριόριστη, άλλ’ ένεργεϊ πάντοτε κατά τρόπο λογικό καί έλεύθερο. Καί δημιουργεί πλάσματα λογικά καί έλεύθερα. Ό Θεός μάς έπλασε έλεύθερους καί μάς έδωσε τό δικαίωμα νά έκλέξουμε μόνοι μας τόν δρόμο τού άγαθού καί τής άρετής ή τού πονηρού καί τής κακίας. Διότι, όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ή άρετή είναι άδιαφέντευτη καί ενεργεί κατά έλεύθερη θέληση, καί είναι έλεύθερη άπό κάθε άνάγκη. Ό λογικός άνθρωπος πρέπει νά έκλέξει μόνος του, μέ τή δική του γνώμη, τό άγαθό διότι ή άρετή άρμόζει νά είναι έλεύθερη άπό κάθε φόβο καί άνεξάρτητη καί νά διαλέγει μέ δική της γνώμη καί θέληση τό άγαθό. Τό άγαθό δέν πρέπει νά είναι «άκούσιον» οΰτε κάτι πού νά επιβάλλεται καταναγκαστικά' πρέπει νά είναι κατόρθωμα τής προαιρέσεως. Ή άρετή είναι κάτι τό έλεύθερο καί τό εκούσιο, ένώ αύτό πού γίνεται άναγκαστικά καί έκβιαστικά δέν μπορεί νά είναι άρετή. Ό δέ Μ. Βασίλειος διδάσκει: Ό Θεός δέν άγαπά αύτό πού γίνεται μέ τόν έξαναγκασμό, άλλ’ αύτό πού έπιτυγχάνουμε μέ τή δική μας θέληση ή άρετή βιώνεται άπό τήν έλεύθερη θέληση καί όχι έξ άνάγκης καί βίας. Έξ άλλου μή λησμονούμε οτι «φύσει» πλασθήκαμε γιά τήν άρετή, όπως λέγει ό ίερός Κλήμης ό Άλεξανδρεύς όχι γιά νά τήν έχουμε «έκ γενετής», άλλά γιά νά είμαστε ικανοί νά τήν άποκτήσουμε μόνοι μας, πάντοτε βέβαια μέ τή βοήθεια τής θείας Χάριτος. Ό δέ άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός συνοψίζει πολύ έπιτυχημένα: Δέν είναι άρετή αύτό πού γίνεται μέ τή βία καί τόν καταναγκασμό
Άκόμη πρέπει νά ένθυμούμεθα οτι ό Θεός έπλασε μέν τόν άνθρωπο έλεύθερο, άλλά δέν τόν άφησε άβοήθητο. Είχε προσανατολίσει τήν αδοκίμαστη άκόμη θέληση τοϋ πλάσματός του πρός τό άγαθό. Έτσι ό άνθρωπος, έλκυόμενος άπό τό άγαθό, θά έκινεΐτο πρός αύτό καί θά σταθεροποιείτο στήν άρετή.

Ώστε τό κακό είσόρμησε στόν κόσμο άποκλειστικά άπό τή δική μας άπροσεξία καί όχι έξ ύπαιτιότητος τοϋ Θεού. Τό θειον είναι έντελώς άναίτιο τών κακών, άφοϋ είναι έκ φύσεως άγαθό. Έφ’ όσον έκάμαμε κατάχρηση τοϋ δώρου τής έλευθερίας,τά κακά τοϋ άδη δέν έχουν τόν Θεόν αϊτιο, άλλά έμάς τούς ίδιους. Συνεπώς δέν είναι ό Θεός ό όποιος έκτισε τόν θάνατο, άλλ’ έμεΐς τόν προσελκύσαμε πρός δική μας βλάβη. Αίτιοι τής καταστροφής μας εϊμεθα μόνον έμεΐς καί κανένας άλλος!...

Αύτά μάς διδάσκουν οί θεοφόροι Πατέρες. Γι’ αύτό «ή ’Ορθόδοξος Παράδοσις έδέχθη, ότι ή είσοδος τοϋ θανάτου είς τό άνθρώπινον γένος έπραγματοποιήθη ώς συνέπεια τής υποταγής αύτού (τοϋ άνθρώπου) είς τόν διάβολον, κατόπιν διακοπής τής μετά τοϋ Θεοϋ κοινωνίας».

«Οποίον αγώνα έχει η ψυχή»
 
Αμπελο άγαθή, άληθινή καί καρποφόρα έφύτευσε ό θείος Αμπελουργός στόν κήπο τής Έδέμ. Δυστυχώς όμως αύτή μετεστράφη καί έγινε άμπελος νόθος καί άγνώριστη Ιερ. β' 21). Μετά τήν άμαρτία τού πρωτοπλάστου «αίρεΐται (διαλέγει) έκαστος ήμών τάς τιμωρίας, αύτός έκών (θεληματικά) άμαρτάνων». Διότι, όπως είπε καί ό Πλάτων φωτιζόμενος άπό τόν σπερματικό λόγο, ή εύθύνη πέφτει σ’ έκεϊνον πού έκλέγει ό Θεός είναι άνεύθυνος

Μετά τήν πτώση όλα άνετράπησαν στόν άνθρωπο- διεσπάσθησαν καί έπανεστάτησαν έναντίον άλλήλων. Οί δέ πρωτόπλαστοι, οί όποιοι ύπέφεραν ψυχικά κάτω άπό τήν πίεση τών φοβερών έλέγχων τής συνειδήσεως, τήν όποία περιφρόνησαν, φεύγουν άπό τόν Παράδεισο, τή μακαρία διαμονή τους, σύροντες συντετριμμένοι τά βήματά τους. Τούς συνοδεύουν τά μαύρα νέφη, οί άστραπές καί οί λαίλαπες τής βαρυπενθούσης φύσεως, ή όποία συστενάζει καί συμπονεΐ μαζί τους (βλ. Ρωμ. η' 22). Οί έξόριστοι τού Παραδείσου μεταφέρουν μαζί τους καί τόν θάνατο, τόν όποιο έγκατέστησαν ήδη μέσα τους καί σέ όλα τά όντα γύρω τους. Άπό τώρα καί στό εξής ό θάνατος θά είναι «ή άστείρευτος πηγή τών βασάνων καί τών θλίψεων. Όλα τά νεύρα τού θανάτου ξεκινούν άπό τόν άνθρωπον, διότι αύτός είναι τό κύριον γάγγλιον τοϋ θανάτου»

Ό θάνατος έπιτίθεται πλέον άκάθεκτος έναντίον τού άνθρώπου. Ό καταλύτης θάνατος κατατρώγει καί υποσκάπτει τήν άνθρώπινη ύπαρξη καί άπύ μέσα καί άπ’ έξω. Απ’ έξω μέ τούς πειρασμούς, τίς προκλήσεις, τίς γοητείες τής άμαρτίας, στήν όποία εύκολα κανείς παρασύρεται (βλ. Έβρ. ιβ' [12] 1). Άπό μέσα μέ τήν πονηρή έπιθυμία, πρός τήν όποία ρέπει ή «διάνοια τού άνθρώπου έπιμελώς έκ νεότητος αύτού» (Γεν. η 21). Καί ή πονηρή έπιθυμία παρασύρει τόν άνθρωπο, τόν έλκύει καί τόν γοητεύει μέ τό δόλωμα τής ήδονής, μέχρις ότου συλλάβει καί γεννήσει τήν άμαρτωλή πράξη. Όταν δέ ή άμαρτία ολοκληρωθεί καί κυριεύσει τήν ψυχή. γεννά τελικά τόν θάνατο (Ίακ. ά 14-15).
Ό σοφός Σειράχ στέκεται εκστατικός ενώπιον τοϋ θανάτου καί άναφωνεΐ: «Ώ θάνατε», πόσο πικρή είναι ή ένθύμησή σου στόν άνθρωπο πού ζεΐ ειρηνικός μέσα στά άγαθά του στόν άμέριμνο άνθρωπο, ό όποιος προοδεύει σέ όλα καί έχει άκόμη υγεία καί δύναμη καί άρκετή σωματική εύεξία! «Ώ θάνατε», ή θεία απόφαση σχετικά μέ σένα είναι ευχάριστη στόν πτωχό άνθρωπο, στόν άδύνατο σωματικά, σ’ εκείνον πού έχει καμφθεί άπό τό βάρος τών έτών καί τόν μόχθο τής μάταιης ζωής σ’ έκείνον πού ταλαιπωρείται άπό τίς άτέλειωτες καί βασανιστικές μέριμνες τού άπατεώνος αίώνος σ’ εκείνον πού έχασε τήν ύπομονή του λόγω τών πικρών γεγονότων τού βίου. Κατόπιν ό θεόπνευστος συγγραφέας τής Π. Διαθήκης στρέφεται πρός τόν άνθρωπο χαί τοϋ λέγει: ’Άνθρωπε, μή φοβάσαι τήν άπόφαση τοϋ θανάτου. Νά θυμάσαι τά πλήθη τών άνθρώπων πού έζησαν πριν άπό σένα ή θά ζήσουν μετά άπό σένα. Ή άπόφαση αύτή τοϋ θανάτου έχει έκδοθεί άπό τόν Κύριον γιά όλους άνεξαιρέτως τούς άνθρώπους (Σ. Σειρ. μα' [41] 1-4).

Πράγματι- ό θάνατος είναι φαινόμενο πρός τό όποιο παλεύουμε όλοι συνεχώς καί σκληρά. Είναι μία πικρή έμπειρία, μία άνεπιθύμη-τη καί σκληρή παρουσία μέσα στούς κόλπους τής ζωής. Λόγω τοϋ θανάτου ή ζωή καταντά άγωνία καί διαρκής κρίση. Βέβαια ό θάνατος άπό μιάς άπόψεως εύεργετεΐ τήν ψυχή διότι θέτει τέρμα στά δεινά της μέσα στόν κόσμο τή λυτρώνει καί τή μεταφέρει στήν αιώνια πατρίδα της. Ωστόσο άποτελεϊ καί μία ισχυρή δοκιμασία γιά τήν ψυχή. ’Ίσως μάλιστα ή δοκιμασία πού αισθάνεται ή ψυχή κατά τήν ώρα τού σωματικού θανάτου νά είναι περισσότερο οδυνηρή άπό ό,τι φανταζόμαστε. Διότι ή δοκιμασία τού χωρισμού της άπό τό σώμα, μαζί μέ τό όποιο έζησε πολλά ή λίγα χρόνια μαζί μέ τό όποιο είχε άγωνισθεΐ μαζί μέ τό όποιο έκλαυσε σέ δύσκολες στιγμές ή άπήλαυσε εύχάριστα γεγονότα, δέν μπορεί νά συγκριθεΐ μέ καμμία άπό τίς δοκιμασίες τής παρούσης ζωής. Είναι άλήθεια ότι στό σώμα ή ψυχή ζεΐ τίς δοκιμασίες πού είναι φυσικό νά τής προκαλεΐ ή παρουσία τοϋ υλικού περιβλήματος της. Τήν ώρα όμως τοϋ θανάτου, τήν ώρα τού χωρισμού άπό τό έπίγειο σκήνωμά της, ή ψυχή ζεΐ τή δοκιμασία πού τής προκαλεΐ ή απουσία τού φθαρτού συντρόφου της. Λυτρώνεται- ναί. Άλλά δέν έχει άραγε άγαπήσει τό σώμα; Αύτή δέν τύ έχει έμψυχώσει στόν ώραϊο άγώνα του νά γίνει καί νά παραμείνει «ναός τοΰ έν αύτώ Αγίου Πνεύματος»; (Α' Κορ. ς 19). Έταν περιορισμένη στό σώμα; Άλλά μέσα στό «δεσμωτήριόν» της αύτό - γιά νά θυμηθούμε τύν όρο τής ελληνικής φιλοσοφίας - δέν έζησε μήπως καί ώραΐες άγωνίες καί κατανυκτικές στιγμές ούρανίων άνατάσεων;

Μήπως καί ό Θεός Αόγος μέ τή θεία ένσάρκωσή του δέν έζησε μαζί μέ σώμα; Δέν τό άγάπησε, δέν τό σεβάσθηκε, δέν τό φρόντισε στά πρόσωπα έκείνων πού έθλίβοντο, πού ήσαν άρρωστοι ή πεινούσαν ; Τό δικό του πανάγιο σώμα δέν τό έθρεψε, δέν δέχθηκε νά τό άλείψουν μέ πολύτιμο μύρο; Έάν λοιπόν άγάπησε τό σώμα ό άσώματος Θεός, ό όποιος είναι τό άπόλυτο «πνεύμα» (Ίω. δ' 24), πώς νά μήν τό άγαπά καί ή ψυχή; Πώς νά μή θλίβεται γιά τόν άποχωρισμό του; Αύτό υπαινίσσεται καί ό ύμνος τής Νεκρώσιμου Ακολουθίας ό όποιος λέγει: «Οιμοι, οιον (αλλοίμονο, πόσο θλιβερότατο) αγώνα έχει ή ψυχή»,όταν παλεύει νά χωρισθεϊ άπό τό σώμα! «Οιμοι, πόσα δακρύει τότε. καί ούχ ύπάρχει ό ελεών αύτήν»
 Έχει άγώνα-χύνει δάκρυα, λέγει ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός στόν συγκλονιστικό αύτόν ύμνο. Ή αισθάνεται ιδιότυπη θλίψη γιά τή διακοπή τής άρμονικής καί μυστηριώδους συζεύξεώς της μέ τό σώμα. Ή ψυχή φεύγει, άνεβαίνει, λυτρώνεται. Όμως τό σώμα, ό σύντροφός της πού μέχρι τώρα τήν κρατούσε στήν άγκάλη του, μένει δίχως πνοή, νεκρός-τώρα τόν άγκαλιάζει καί τόν άσπάζεται ή ψυχρή γή, γιά νά τόν διαλύσει είς «τά έξ ών συνετέθη»!

Ό Μ. Φώτιος περιγράφει πολύ παραστατικά τό νεκρό σώμα, τόν σύντροφο τής ψυχής, καί ιδιαίτερα τό πρόσωπο μετά τήν άναχώρηση τής ψυχής ώς εξής: «Σιγά τό στόμα τήν μακράν έκείνην καί φευκτήν (πού πρέπει νά άποφύγει) σιωπήν, καί χείλη μέμυκεν (έχουν κλείσει, έχουν ζαρώσει), ού σεμνότητα διηγούμενα, ούδέ τό τού ήθους κύσμιον άπαγγέλλοντα, πρός δέ λύσιν (διάλυση, άποσύνθεση) συστελλόμενα- οφθαλμοί δέ τί; φεύ πάθους, καί σιγήν νικώντος, καί λόγων ούκ άνεχομένου! ’Οφθαλμοί (πώς είπω ), πάσαν ζωτικήν λιβάδα κενώσαντες (άφού άδειασαν κάθε ζωτική ικμάδα), νεκραϊς ταΐς βλεφαρίσι τά λείψανα περιστέλλουσι (συστέλλουσι)- τάς παρειάς άντί ερυθήματος καί βαφής έμφύτου (τά μάγουλα άντί τοϋ φυσικού κόκκινου χρώματος) σκοτεινόν καί νεκρόν ύπαλείφει χρώμα, μορφής άπάσης έξαφανίζον εύπρέπειαν- το πρόσωπον όλον, ώς έκ τοιούτων (ένεκα όλων αύτών), φρικτήν καί φοβεράν τοΐς όρώσι τήν θέαν παρέχεται».
«Ώ θάνατε, ώς πικρόν σου τό μνημόσυνον» «Ώ θάνατε, καλόν σου τό κρίμα» (Σ. Σειρ. μα' [41] 1,2)! Ώ θάνατε, πόσο πικρή είναι ή ένθύμησή σου! Ώ θάνατε, ή θεία άπόφαση σχετικά μέ σένα είναι καλή γιά τόν άνθρωπο!...

Χωρισμός ψυχής και σώματος

Διακόπτει λοιπόν τή φυσική ζωή μας ό σωματικός θάνατος καί χωρίζει τήν ψυχή άπό τό σκήνωμά της, τό σώμα. Είναι όμως άξιο προσοχής ότι ή Άγία Γραφή δέν χρησιμοποιεί γιά τόν θάνατο τή φράση «χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα». Όμιλεί μέν περί «άναλύσεως» (Φιλιπ. α 23 Β' Τιμ. δ' 6), δηλαδή περί άναχωρήσεως άπό τόν κόσμο αύτό, υπογραμμίζει όμως πάντοτε ότι μετά τόν φυσικό θάνατο ό άνθρωπος έξακολουθεΐ νά ζεΐ κατά τήν ψυχή. Διότι ό βιολογικός θάνατος δέν είναι τό τέλος τής άνθρώπινης προσωπικότητος είναι μόνο προσωρινός χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα. ’Επειδή μετά τήν άμαρτία θνητό καί φθαρτό έγινε μόνο τό σώμα καί γι’ αύτό μόνο αύτό διαλύεται καί φθείρεται. Μέ τόν θάνατο τελειώνει μόνο ή σωματική, ή έπίγεια ζωή μας. Ή ψυχή συνεχίζει νά ζεΐ μετά θάνατον.
Γι’ αύτό ή θεόπνευστη Γένεσις μάς λέγει ότι ό πατριάρχης Αβραάμ άποθνήσκει «έν γήρα καλώ πρεσβύτης καί πλήρης ημερών» καί προστίθεται «πρός τόν λαόν αύτού» (Γεν. κε' [25] 8).
 Ό «πρεσβύτερος καί πλήρης ημερών» ’Ισαάκ «άπέθανε καί προσετέθη πρός τό γένος» τ ου (Γεν. λε' [35] 29). Τόϊδιο οί ’Ιακώβ (βλ. Γεν. μθ' [49] 33), Άαρών καί Μωϋσής (βλ. Άριθ. κ' [20] 24 κζ' [27] 13 λά [31] 2). Τό ότι όμως ό ένας μετά τόν άλλο προστίθενται στούς προγόνους των, ύποδηλοΐ ότι οί πρόγονοι αύτοί ζ ο ύ ν . Έφ’ όσον μάλιστα ό Θεός όνομάζει τόν εαυτό του «Θεόν τού ’Αβραάμ. 'Ισαάκ καί Ιακώβ» (Έξ. γ' 6), βεβαιώνει ότι δέν είναι Θεός νεκρών, οί όποιοι έξαφανίσθηκαν μέ τόν θάνατο καί κατήντησαν στήν άνυπαρξία, άλλά «Θεός ζώντων» (Ματθ. κβ' [22] 32 Μάρκ. ιβ' [12] 27). Είναι Θεός τών Πατριαρχών, οί όποιοι ζούν «πνεύματι» στήν πέραν τοϋ τάφου ζωή. Έάν μέ τόν σωματικό θάνατό τους έλάμβανε τέλος καί ή ζωή τους, τότε θά διε-κόπτετο καί ή σχέση τους μέ τόν Θεόν. Τούτο δέν συμβαίνει μόνο μέ τούς ’Αβραάμ, ’Ισαάκ καί ’Ιακώβ- συμβαίνει καί μέ όλους έκείνους οί όποιοι γιά μάς είναι νεκροί. Όλοι αύτοί, είτε έφυγαν άπό τόν παρόντα κόσμο πρόσφατα εϊτε πρίν άπό πολλούς αιώνες, «αύτώ (τώ Θεώ) ζώσιν», όπως βεβαίωσε ό Κύριος (Λουκ. κ' [20] 38). Ζούν ευρισκόμενοι σέ ζωντανή σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεόν καί όχι σέ κατάσταση ληθάργου καί άναισθησίας.

Ένώ όμως ή Άγία Γραφή δέν χρησιμοποιεί γιά τόν θάνατο τή φράση «χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα», οί ούρανόφρονες Πατέρες τής Εκκλησίας μας, οί όποιοι αφομοίωσαν, έβίωσαν καί ερμήνευσαν αυθεντικά τήν αλήθεια πού μάς έχει άποκαλύψει ό Θεός, λέγουν ρητώς ότι ό θάνατος είναι «χωρισμός τής ψυχής άπό σώματος»
. Ό ιερός Γρηγόριος, έπίσκοπος Νύσσης, σημειώνει: Ό θάνατος δέν είναι τίποτε άλλο παρά «διάλυσις (διαχωρισμός) ψυχής τε καί σώματος». Ό ομώνυμός του καί τής θεολογίας έπώνυμος σέ ένα ποίημά του παραλληλίζει άντιθετικά τή ζωή καί τό θάνατο ώς εξής: Όπως ζωή είναι ή σύνδεση τοϋ σώματος καί τής ψυχής, κατά παρόμοιο τρόπο ό θάνατος είναι ό χωρισμός άμφοτέρων. Καί ό τρίτος έπώνυμός τους, ό φωστήρ τών Θεσσαλονικέων, γράφει πρός τήν σεμνοτάτη μοναχή Ξένη: «Ό χωρισμός τής ψυχής άπό τού σώματος, θάνατός έστι τού σώματος»
.
Τό γεγονός τής φθοράς καί τού σωματικού θανάτου δέν τό βλέπουμε μόνο κατά τήν ώρα πού κάποιος άπό τούς άδελφούς μας εγκαταλείπει τόν κόσμο τής ματαιότητος. Τό ζοϋμε καθημερινά καί συνεχώς. Μετά τήν άμαρτία τό σώμα μας είναι, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «έν διαλύσει»- καθημερινά ζεΐ μέσα στύ θάνατο, ή ύπαρξή του προχωρεί συνεχώς πρός «σβέσιν» τών «σωματικών αισθήσεων», τής «ένεργείας» καί τής «κινήσεως»5. Μέ άλλα λόγια, σβήνουμε καθημερινά άδυνατίζουν καί εξαντλούνται συνεχώς οί δυνάμεις μας, μέχρις ότου έλθει ό θάνατος! Αύτή ή άκατάπαυστη φθορά είναι, ας πούμε, ό «μακρύς θάνατος, μάλλον δέ μυρίοι» θάνατοι, οί όποιοι διαδέχονται ό ένας τόν άλλο, μέχρις ότου φθάσουμε «είς τόν ένα καί τελευταΐον»6, τόν μακροχρόνιο καί πολυχρόνιο θάνατο.

Παρ’ όλα αύτά ό πανοικτίρμων Θεός δέν παρενέβη μέν γιά νά άφαιρέσει τό δώρο τής έλευθερίας άπό τό πλάσμα του, τό όποιο καταχράσθηκε τή δωρεά, καί τό άφήκε νά παρασύρεται άπό άτακτες έπιθυμίες, βρήκε όμως τρόπο καί τακτοποίησε μέ συγκατάβαση και άπειρη φιλανθρωπία τό ζήτημα τούτο. Εύθύς έξ άρχής κατέστρωσε σχέδιο άγαθό γιά τόν άνθρωπο. Μαζί μέ τήν τιμωρία έδωσε στόν άφρονα άνθρωπο καί ελπίδες. Καταρώμενος τόν όφι (όπως είχε καταρασθεΐ καί τή γή τό πλάσμα του δέν τό καταράσθηκε, μόνο τό τιμώρησε κατά τρόπο παιδαγωγικό), έπρόσθεσε: Ό άπόγονος τής γυναίκας θά σού συντρίψει τήν κεφαλή, δηλαδή θά σέ κτυπήσει καίρια καί θά σέ νικήσει κατά κράτος (Γεν. γ' 14,15). Έτσι, ένώ ό πρωτόπλαστος έγκατέλειπε τόν Παράδεισο, τό θεόκτιστο έκείνο σκήνωμα, διέκρινε στόν ορίζοντα τής βαρυπενθούσης μαζί του φύσεως έλπιδοφόρο φώς. Τή σκοτεινή άτμόσφαιρα τής ψυχής του καί τής φύσεως διέσχιζε τό ούράνιο τόξο τής έλπιδοφόρου ύποσχέσεως τού Θεού,ή όποία έλεγε: Μετά τήν πτώση ή άνθρωπότης θά παραπαίει, θά πονεϊ, θά πέφτει, θά σηκώνεται, μέχρις ότου συναντηθεί, ύστερα άπό άφάνταστες θλίψεις, όταν θά έλθει «τό πλήρωμα τοΰ χρόνου» (Γαλ. δ' 4), μέ τόν έσταυρωμένο, τόν άναστάντα καί άναληφθέντα Θεάνθρωπον Ίησοϋν, ό όποιος θά συντρίψει τήν κεφαλή τοϋ όφεως!... Καί όχι μόνον αύτό- ό φιλάνθρωπος Θεός είχε οικονομήσει τά πράγματα έτσι, ώστε ό σωματικός θάνατος νά είναι καθ’ όλη τήν προχριστιανική έποχή, άλλά καί μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας τού Σωτήρος Χριστού, πρόξενος εύεργεσίας στόν άνθρωπο!

Μέ όλα αύτά ό άγιος Θεός βοηθούσε τό πλάσμα του νά επανορθώσει τό άμάρτημά του καί νά άνακτήσει τό «πρωτόκτιστον κάλλος». Μέ τόν τρόπο αύτό ό άνθρωπος, όπως άμάρτησε έλεύθερα, θά άποκτούσε πάλι όσα έχασε, καί μάλιστα πολύ περισσότερα, έάν βεβαίως προχωρούσε έλεύθερα καί άβίαστα. Έτσι θά θριαμβεύσει στόν άνθρωπο τό άγαθό, όπως ήταν καί τό άρχικό σχέδιο τοϋ Δημιουργού. Οί προσωρινές άναχαιτίσεις δέν θά μπορέσουν νά ματαιώσουν τύ θείο σχέδιο. Έως τότε ό θάνατος καί ή διάλυση τού άνθρωπίνου σώματος δέν θά είναι καταστροφή τού «θεοπλάστου ζώου», τού άνθρώπου  δέν θά είναι διάλυση τής ούσίας του- θά είναι άπλώς έξαφάνιση τής θνητότητος καί καταστροφή τής φθοράς
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ Ο ΣΩΤΗΡ
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 
 Σελίδες απο 69 έως 111


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΙΑΔΥΚΤΥΟ

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του κειμενου σε Ορθόδοξα Ιστολόγια με σαφή αναφορά προέλευσης αρχικου συνδέσμου το Ιστολόγιο

πηγή



Ολα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στον Εκδοτικό Οικο Ο ΣΩΤΗΡ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...