Α. Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες οι κληρικοί δεν επιτρέπεται να ασχολούνται με την πολιτική εξουσία ή να αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα, καθώς αυτό αντίκειται και στο Ευαγγέλιο: «Ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». Οι κληρικοί έχουν αναλάβει μόνο Εκκλησιαστική διακονία.
Οι ιεροί κανόνες διακελεύουν τα εξής:
α) «Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ Διάκονος κοσμικάς φροντίδας μή ἀντιλαμβανέτω. Εἰδέ μή καθαιρείσθω» (στ΄ Αποστολικός Κανών).
β) «Εἴπομεν, ὅτι οὐ χρή Ἐπίσκοπον ἤ πρεσβύτερον καθιέναι εἰς δημοσίας διοικήσεις, ἀλλά προσευκαιρεῖν ταῖς Ἐκκλησιαστικαῖς χρείαις. Ἤ πειθέσθω οὖν τοῦτο μή ποιεῖν, ἤ καθαιρείσθω. Οὐδείς γάρ δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», κατά την Κυριακήν παρακέλευσιν (πα΄ Αποστ.).
γ) «Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, στρατείᾳ σχολάζων, καί βουλόμενος ἀμφότερα κατέχειν, Ρωμαϊκήν καί ἱερατικήν διοίκησιν, καθαιρείσθω. Τά γάρ Καίσαρος Καίσαρι, καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». (πγ΄ Αποστ.).
Επίσης (ζ΄ κανών Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου).
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχολιάζει επ’ αυτών:
«Εἰς δύο διαιρεῖται ἡ ἐξουσία καί ἡ ἀρχή. Ἄλλη μέν εἶναι κοσμική, τήν ὁποίαν ἐνεπίστευσεν ὁ Θεός εἰς τούς Βασιλεῖς καί τούς ἄρχοντας, ἄλλη δέ εἶναι πνευματική, τήν ὁποίαν ἐνεχείρισεν ὁ Θεός εἰς τούς ἀρχιερεῖς καί τῶν ψυχῶν οἰκονόμους. Ἐναντία δέ ἡ μία μέ τήν ἄλλην ὑπάρχει. Ἡ μέν γάρ εἶναι ἐπίγειος ἡ δέ εἶναι οὐράνιος. Ἡ μέν φορεῖ μάχαιραν καί θανατοῖ, ἡ δέ πράως συγχωρεῖ καί ζωοποιεῖ… Τό δέ αὐτό ἄτοπον ἀκολουθεῖ ἀνίσως, ἤ ὁ βασιλεύς τολμήσῃ νά ἐπιβαίνῃ τοῦ βήματος, ἤ ὁ ἀρχιερεύς νά βασιλειᾷ καί νά ζώννυται μάχαιραν».
Β. Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι στην ιστορία της Εκκλησίας οι περιπτώσεις που μνημονεύετε δεν είναι οι μοναδικές. Ανάληψη πολιτικών καθηκόντων έχουμε κυρίως κατά την Τουρκοκρατία, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά την άλωση της Πόλεως πατριάρχη Γεννάδιο (Σχολάριο), στον οποίο ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παρεχώρησε τα γνωστά προνόμια και του ανέθεσε και εθναρχικό ρόλο (Εθναρχούσα Εκκλησία).
Ο Μωάμεθ ο Β΄, με βάση το ισλαμικό δίκαιο και την ισλαμική παράδοση, οργάνωσε τους χριστιανούς μέσα στην πολιτική και κοινωνική διάρθρωση του Οθωμανισμού. «Οι χριστιανοί θα αποτελούσαν ένα μιλέτ, ένα «έθνος» υπό την θρησκευτική και πολιτική διοίκηση των Εκκλησιαστικών τους ηγετών... ο σουλτάνος εγκατέστησε τον νεοεκλεγέντα πατριάρχη με το τυπικό και την τελετουργία των βυζαντινών αυτοκρατόρων... (έτσι ο πατριάρχης), δεν ήταν μόνο ο θρησκευτικός ηγέτης εκατομμυρίων ορθοδόξων, αλλά ήταν επίσης ένας μιλέτ-μπασί, «η κεφαλή του έθνους» - το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο ενώπιον του σουλτάνου για τον χριστιανικό πληθυσμό». (βλ. Ch. Frazee, ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, εκδόσεις «ΔΟΜΟΣ» Αθήνα 1987, σελ. 13-14).
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας οι επίσκοποι των περιοχών που κατελαμβάνοντο από άλλους λαούς, κατά φυσικό τρόπο ανελάμβαναν και «πολιτικές» υποχρεώσεις, καθώς ήσαν εκείνα τα πρόσωπα στα οποία προσέφευγε ο χειμαζόμενος χριστιανικός πληθυσμός και τους εμπιστευόταν τις όποιες διαβουλεύσεις με τους κατακτητές που αφορούσαν τη διαβίωση και τα δικαιώματά τους. Ταυτοχρόνως οι επίσκοποι διατηρούσαν ζωντανή τη σχέση όχι μόνο με τους ανωτέρους τους (πατριάρχης - σύνοδοι - μητροπολίτης), αλλά και με τη βυζαντινή πολιτική διοίκηση. Ήσαν κατά κάποιο τρόπο οι πρεσβευτές και ο συνδετικός κρίκος των υποδούλων χριστιανικών πληθυσμών με το μητροπολιτικό κέντρο (εκκλησιαστικό και πολιτικό).
Η Εκκλησία στην ιστορία του Έθνους, σε χαλεπούς καιρούς για το λαό ανελάμβανε εθναρχικό ρόλο, χάριν του λαού. Σε χαλεπούς καιρούς ανέλαβαν και ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Παρά, ίσως τις υπερβολές στη συνείδηση και αυτών και των πατριαρχών της Τουρκοκρατίας ίσχυε (και εφαρμόζεται) το του Αποστόλου Παύλου: «Τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω» (Α΄ Κορ. 9,22) και «Ηὐχόμην γάρ ἀνάθεμα εἶναι αὐτός ἐγώ ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου» (Ρωμ. 9,3), έστω κι αν οι ίδιοι διακινδύνευαν την σωτηρία τους. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση του αγίου Γρηγορίου του Ε΄, που είχε εθναρχικό ρόλο και μάλιστα με ιδιαίτερη συμβολή στην προετοιμασία της Ελληνικής Επαναστάσεως, χωρίς αυτό να γίνει εμπόδιο στην πορεία του προς την αγιότητα. Γι’ αυτό και τιμάται ως άγιος.
Στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας τώρα:
Ο παποκαισαρισμός είναι η προσπάθεια της Εκκλησίας (θρησκείας) να ασκεί και πολιτική εξουσία ή να υποκαθιστά την πολιτική εξουσία, και η πολιτεία να υποτάσσεται στην εκκλησία. Ενώ το αντίθετο είναι το φαινόμενο του καισαροπαπισμού. Στην ορθόδοξη ανατολή δεν λειτούργησε τίποτε από τα παραπάνω ως θεσμός, εν αντιθέσει με την Δύση, ιδιαιτέρως μετά το σχίσμα όπου υπήρχε μια συνεχής διαπάλη μεταξύ των δύο εξουσιών.
α) Ενδεικτικά θα παραθέσομε κάποια κείμενα προς ενημέρωσή σας.
Για τη Δύση γράφει ο Βασ. Χρ. Καραγιώργης στο βιβλίο του (Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ. «Διήγηση», Αθήνα 1998, σελ. 14-15): « Ο χριστιανισμός αποτελούσε στη Δύση κεντρικό ή και το μοναδικό στοιχείο αναφοράς κάθε σοβαρής και συγκροτημένης πολιτισμικής κινήσεως, επί πλέον δε είχε καταστή βασικός δομικός παράγοντας της δυτικής κοινωνίας. Η διαπίστωση αυτή είχε γίνει σαφής ήδη από την καρολίνεια εποχή, οπότε συστηματοποιούνται οι προσπάθειες των Γερμανών βασιλέων να προσαρτήσουν όλους τους δυτικούς λαούς σε ενιαίο νομικοπολιτικό οργανισμό, τη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ταυτόχρονα όμως πρόβαλε το τραγικό, κατά τη γνώμη μας, αδιέξοδο του δυτικού κόσμου, το οποίο θα κορυφωθή με την ανατολή και την πολιτική ισχυροποίηση των εθνικών κρατών. Επρόκειτο κυριολεκτικά περί μιας αντινομίας, αφού ο δυαλισμός μεταξύ των δύο εξουσιών, που πήγαζε από την εγγενή στη δυτική χριστιανική πνευματικότητα αντίθεση πνευματικού και κοσμικού, η οποία εισήχθη με τη σκέψη του Αυγουστίνου, οδήγησε σε μονιστικές τάσεις, οι οποίες εκφράζονταν με την κυριαρχία είτε του ενός μέρους είτε του άλλου (παποκαισαρισμός, που έφθανε μέχρι την Ιεροκρατία, ή καισαροπαπισμός), ανάλογα προς τις πολιτικές ισορροπίες κάθε εποχής. Από τη μία πλευρά η ιερατική εξουσία, εκμεταλλευόμενη την εξ αντικειμένου κεντρική θέση της, ήθελε να ελέγξη το εκκλησιαστικό σώμα στο πολυδιασπασμένο εθνικά και πολιτικά δυτικό κόσμο μέσω μιας ενιαίας κοσμικής εξουσίας την οποία προσπαθούσε να θέσει υπό την επιρροή της, ή, όταν αυτό κατέστη πολιτικά αδύνατο με τη διάλυση της Γερμανικής αυτοκρατορίας, μέσω της προβολής ιεροκρατικών τάσεων επί των εθνικών κρατών. Από την άλλη, οι φορείς της κοσμικής εξουσίας ήθελαν να ελέγχουν το εκκλησιαστικό σώμα της επικρατείας τους για εσωτερικούς λόγους, όμως, δεν μπορούσαν να έλθουν σε οριστική ρήξη με τον εκάστοτε φορέα της ιερατικής εξουσίας, η οποία βρισκόταν στη βάση του πολιτισμικού και ιδεολογικού οικοδομήματος της Δύσεως. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι οποιαδήποτε συνεργασία ήταν αδύνατη τόσο για θεωρητικούς, όσο και για πρακτικούς λόγους. Πράγματι, ο έντονα θεοκρατικός χαρακτήρας του δυτικού μεσαιωνικού κόσμου απέκλειε εκ προοιμίου τη διαλεκτική συνύπαρξη ή την παράλληλη πορεία των δύο εξουσιών. Παράλληλα όμως η αυθυπαρξία των δύο αυτών μεγεθών ήταν ουσιαστικά αδύνατη».
Επίσης ο καθηγητής Βλ. Φειδάς (Εκκλησιαστική ιστορία, τόμος β΄ σελ. 393-4) για την χρονική περίοδο 1054-1517, γράφει: «ο παπικός θρόνος ήταν πράγματι εγκλωβισμένος στις ασφυκτικές αγκάλες ενός αδυσώπητου καισαροπαπισμού, ο οποίος εναλλασσόταν μεταξύ της καταχρηστικής αυθεντίας του γερμανού αυτοκράτορα και των καιροσκοπικών αυθαιρεσιών των τοπικών ηγεμόνων της Ιταλίας. Η σύνδεση του πολύμορφου δυτικού καισαροπαπισμού με την εκλογή και την εγκαθίδρυση όλων σχεδόν των επισκόπων της Δυτικής Εκκλησίας αναδυόταν μεν ως ευνόητη από τις φεουδαλικές δομές της δυτικής κοινωνίας, αποδιοργάνωνε όμως την όλη κανονική βάση της Εκκλησιαστικής διοικήσεως, αφού η εκλογή τόσο του πάπα, όσο και των επισκόπων της Εκκλησίας της Δύσεως είχε περιέλθει πλέον υπό τον πλήρη έλεγχο του γερμανού αυτοκράτορα ή των τοπικών ηγεμόνων».
β) Στην Ανατολή οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας δρομολογήθηκαν κατ’ αρχήν από τον Όσιο Κορδούης, σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Κωνστάντιον: «Μή τίθει σεαυτόν εἰς τά Ἐκκλησιαστικά, μηδέ σύ περί τούτων ἡμῖν παρακελεύου, ἀλλά μᾶλλον παρ’ ἡμῶν σύ μάνθανε ταῦτα. Σοί βασιλείαν ὁ Θεός ἐνεχείρισεν, ἡμῖν τά τῆς Ἐκκλησίας ἐπίστευσε. Καί ὥσπερ ὁ τήν σήν ἀρχήν ὑποκλέπτων ἀντιλέγει τῷ διαταξαμένῳ Θεῷ, οὕτω φοβήθητι μή καί σύ τά τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἑαυτόν ἕλκων, ὑπεύθυνος ἐγκλήματι μεγάλῳ γένῃ. Ἀπόδοτε, γέγραπται, τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. Οὔτε τοίνυν ἡμῖν ἄρχειν ἐπί τῆς γῆς ἔξεστιν, οὔτε σύ τοῦ θυμιᾶν ἐξουσίαν ἔχεις, βασιλεῦ».
Οι σχέσεις αυτές καθορίσθηκαν κυρίως από το Νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού (ΣΤ΄ Νεαρά), το οποίο (όσον αφορά το θέμα μας) αποτελεί το καταστάλλαγμα μακροχρόνιων και επώδυνων ζυμώσεων. Γύρω από αυτό τον άξονα ως σημείο αναφοράς λειτουργεί το δίπολο των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας.
«Στην ΣΤ΄ Νεαρά ο Ιουστινιανός (535 μ.Χ.) αποτύπωσε την πολιτική θεολογία της Εκκλησίας την οποία ταύτισε ουσιαστικά και θεσμικά με την πολιτική θεωρία της αυτοκρατορίας: «Μέγιστα τῶν ἐν ἀνθρώποις ἐστί δῶρα Θεοῦ παρά τῆς ἄνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας Ἱερωσύνη τε καί Βασιλεία, ἡ μέν τοῖς θείοις ὑπηρετουμένη, ἡ δέ τῶν ἀνθρωπίνων ἐξάρχουσά τε καί ἐπιμελουμένη, καί ἐκ μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἀρχῆς ἑκατέρα προϊοῦσα καί τόν ἀνθρώπινον κατακοσμοῦσα βίον, ὥστε οὐδέν οὕτως ἄν εἴη περισπούδαστον βασιλεῦσιν ὡς ἡ τῶν ἱερέων σεμνότης, οἵ γε καί ὑπέρ αὐτῶν ἐκείνων ἀεί τόν Θεόν ἱκετεύουσιν. Εἰ γάρ ἡ μέν ἄμεμπτος εἴη πανταχόθεν καί τῆς πρός Θεόν μετέχοι παρρησίας, ἡ δέ ὀρθῶς τε καί προσηκόντως κατακοσμοίῃ τήν παραδοθεῖσαν αὐτῇ πολιτείαν, συμφωνία τις ἀγαθή, πᾶν εἴ τι χρηστόν τῷ ἀνθρωπίνῳ χαριζομένη γένει». Η κοινή αυτή θεία προέλευση των δύο εξουσιών (Ιερωσύνης και Βασιλείας),αποτελούσε όχι μόνο εγγύηση της αυτοδυναμίας και της αυτοτέλειας της κάθε μίας χωριστά, αλλά και της ενότητας της αναφοράς των δύο στο ανθρώπινο γένος (φιλανθρωπία). Και οι δύο υπηρετούσαν με διάφορες προοπτικές και με διάφορα μέσα την ίδια αποστολή στον κόσμο, ήτοι την πραγμάτωση της βουλής του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου...
...Από το περιεχόμενο της κοινής θείας εντολής δεν ήταν δυνατόν να προκύψουν αντίθετες νομοθεσίες, γι’ αυτό και ο Ιουστινιανός στην ΣΤ΄ Νεαρά ορίζει ότι «καλῶς δέ ἄν ἅπαντα πράτοιτο καί προσηκόντως, εἴπερ ἡ τοῦ πράγματος ἀρχή γένοιτο πρέπουσα καί φίλη Θεῷ. Τοῦτο δέ ἔσεσθαι, πιστεύομεν, εἴπερ ἡ τῶν ἱερῶν κανόνων παρατήρησις φυλάττοιτο, ἥν οἵ τε δικαίως ὑμνούμενοι καί προσκυνητοί καί αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ Θεοῦ Λόγου παραδεδώκασιν ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐφύλαξάν τε καί ὑφηγήσατο». (Βλ. Βλάσ. Φειδά, «Βυζάντιον», ΑΘΗΝΑΙ 1985, σελ. 113-114).
Παρ’ όλα αυτά η πάλη και η καχυποψία μεταξύ των δύο αυτών μορφών διακονίας του ανθρώπου είναι πάντοτε παρούσα, ιδιαιτέρως δε σήμερα που το κράτος είναι πλήρως εκκοσμικευμένο και θέλει να λειτουργεί αυτόνομα από την Εκκλησία. Κι αυτή η κατάσταση θα συνεχίζει να υπάρχει, εφ’ όσον ζούμε στην μεταπτωτική κατάσταση.
Ενδεικτικά είναι όσα γράφει ο Ν. Μπουγάτσος: «Οι σχέσεις της Εκκλησίας και του κράτους (πολιτείας) είναι ένα αιώνιο πρόβλημα. Είναι μια μορφή του φιλοσοφικού προβλήματος της σχέσης του πνεύματος και της ύλης.
...Γιατί η μεν Εκκλησία ενδιαφέρεται κυρίως για την πνευματική προαγωγή (και εξυπηρέτηση) του πνεύματος, ενώ το κράτος ενδιαφέρεται για την εξυπηρέτηση κυρίως των υλικών αναγκών του ανθρώπου. Για τον ορθόδοξο, όμως, χριστιανό δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού η ύλη και το πνεύμα συνυπάρχουν και συνεργάζονται όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτή την αρμονία της ύλης και του πνεύματος στον άνθρωπο τη διέσπασε η αμαρτία (στη μεταπτωτική περίοδο) και δημιούργησε μέσα στον άνθρωπο αντιθετικές σχέσεις. Μια λεπτομέρεια αυτών των σχέσεων είναι οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας (μεταχριστιανικά) και πολιτείας (μεταπτωτικά και μεταχριστιανικά). Όσο επικρατεί η ψυχολογία της μεταπτωτικής περιόδου (της αμαρτίας), εκκοσμικεύονται οι πνευματικά αναγεννημένοι χριστιανοί και ξαναγυρίζουν στην αμαρτωλή μεταπτωτική ψυχολογία, με αποτέλεσμα να οξύνεται το πρόβλημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας». (Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, εκδόσεις ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ, ΑΘΗΝΑ 2000, σελ. 25).
Για την Εκκλησία το ιδανικό εκφράζεται από τον ιερό Χρυσόστομο: «Ὅρα δέ αὐτόν (τόν ἀπ. Πέτρο) μετά κοινῆς πάντα ποιοῦντα γνώμης· οὐδέ αὐθεντικῶς, οὐδέ ἀρχικῶς… «Ἄνδρες φησίν, ἀδελφοί». Εἰ ὁ Κύριος ἀδελφούς αὐτούς ἐκάλεσε, πολλῷ μᾶλλον οὗτος· διό καί πάντων παρόντων τοῦτο ἀναφωνεῖ. Ἰδοῦ Ἐκκλησίας ἀξίωμα καί ἀγγελική κατάστασις. Οὐδείς ἦν ἐκεῖ διερρηγμένος (δε διαφέρει σε τίποτα), οὔκ ἄρσεν, οὐ θῆλυ. Ταῦτα βούλομαι τάς Ἐκκλησίας εἶναι καί νῦν».
Δηλαδή ο αυθεντικός τρόπος υπάρξεως ανθρώπου και κοινωνίας είναι η Εκκλησία, όταν είναι όντως Εκκλησία.