Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἀθανάσιος Παπαρνάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἀθανάσιος Παπαρνάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Οκτωβρίου 04, 2012

Αμαρτία και ασθένεια στήν Βιβλική Θεολογία











ΑΜΑΡΤΙΑ  ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΚΗ  ΘΕΟΛΟΓΙΑ


Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
Ἐπίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ.


 ἀσθένεια  ἀποτελεῖ ἔκφραση  τῆς ἀρνητικῆς  καί δυσάρεστηςκατάστασης τοῦ  κακοῦ πού  ἁπλώνεται διάχυτα στόν  κόσμο  καί  τή ζωήτοῦ  ἀνθρώπου καί  ἔχει ὡς ποκορύφωμά της τόν  θάνατο.  Πρό- κειται  γιά μία κοινή  ἐμπειρία  πού ἀπασχόλησε τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν  λαῶν1 . ἐξήγηση τοῦ  φαινομένου καί   προσπάθεια ἐξεύρεσης τρόπων  γιά  τήν ὑπέρβασή   του  ἀποτελεῖ  οὐσιαστικά  τόν  ἀπώτερο στόχο  ὅλων σχεδόν  τῶνφιλοσοφικῶν καί θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων, πού  ἐμφανίστηκαν στήνἀνθρώπινη ἱστορία Στή βιβλική σκέψη πηγή τοῦ  κακοῦ   θεωρεῖται  ἁμαρτία Γιά  τόν  λόγο  αὐτό  ξεκινοῦμε  τή διαπραγμάτευση τοῦ  θέματός μας ἀπό  τήν ἐπισήμανση  τῶν  σημαντι- κότερων  παραμέτρων πούσυνθέτουν  τήν ἔννοιά  της.


Ι. ΑΜΑΡΤΙΑ

Ἡ  ἁμαρτία ἀποτελεῖ θεμελιώδες  θέμα  καί  διήκουσα ἔννοια  τῆςβιβλικῆς ποκάλυψης. Συνδέεται μέ ὅλα τά μεγάλα  μεγέθη τῆς θεολο- γίας,ὅπως τήν κοσμολογία, τήν ἀνθρωπολογία, τή χριστολογία καί τήσωτηριολογία2. Εἶναι  ἄρρηκτα συνυφασμένη ἰδιαίτερα μέ τήν ἔννοια τῆςσωτηρίας ἀφοῦ  σωτηρία  χωρίς  ἀπαλλαγή ἀπό  τήν  ἁμαρτία δέν νοεῖται. ∆έν  εναι  ὡστόσο  δυνατόν νά  ἐξεύρει  κανείς  ἕναν  ὁρισμό  ἤ μίασυστηματική διδασκαλία γιά  τήν ἁμαρτία Αὐτό  συμβαίνει διότι οἱ βιβλικοίσυγγραφεῖς δέν ἀσχολοῦνται μέ αὐτήν σέ θεωρητικό  ἐπίπε- δο, ἀλλά πάντοτεσέ πρακτικό, καθώς ἔχουν ὑπόψη τους τήν ἀρνητική συμπεριφορά τοῦ λαοῦ τοῦ Θεο3 . Ὡς ἐκ τούτου  εἶναι  ποικίλη   ὁρο-







1.      Πρβλ. τήν ναλυτική μελέτη τοῦ C. Von rer-Haimendorf, «The sense of sin in cross-cultural  perspective»,  Man (n.s.) 9 (1974), σ. 539-556.
2.      Μέ τόν  τρόπο  αὐτό  κατανοήθηκε στήν  ὀρθόδοξη ρμηνευτική  καί  θεολο- γική παράδοση (βλ. M. Aghiorgoussis,  «Sin in Orthodox  Dogmatics» St. Vladimir’s Theological Quarterly  21 [1977] σ. 179-190). Πολλοί  ὡστόσο  νεότεροι  ἑρμηνευτές ἀπό  λλες παραδόσεις τείνουν  νά  τή θεωροῦν  ατοτελῶς, νεξάρτητα  ἀκόμη  καί ἀπό  τήσωτηριολογία (βλ. R. Knierim,  «The problem of an Οld Testament Hamartio- logy», V 16[1966], 366ἑξ.).
3.      Πρβλ. G. Vos, Biblical Theology. Old and New Testaments, Michigan  1991, σ.
264. ∆. Καϊμάκη, Θέματα  Παλαιοδιαθηκικῆς  Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 103.


λογία  καί πλούσιες  οἱ εἰκόνες πού ἐπιστρατεύουν γιά τήν ἐπισήμανση καίτήν περιγραφή της4.
Οἱ Ο΄ ἑλληνομαθεῖς  ἰουδαῖοι λόγιοι  πού μετέφρασαν τίς ἱερές τουςγραφές  στήν ἑλληνική,  χρησιμοποιοῦν τή λέξη ἁμαρτία περί τίς χίλιεςπερίπου φορές, γεγονός  νδεικτικό τῆς μεγάλης σημασίας της στήθρησκευτική γλώσσα  τῆς Π. ∆ιαθήκης.  Συναντᾶται σέ κοσμικά  καί σέθρησκευτικά θέματα. Στίς περιπτώσεις κοσμικῆς χρήσης σημαίνει  «χάνωτόν στόχο».  Στήν περίπτωση τῶν πολεμιστῶν  τῆς φυλς Βενιαμίν, γιά παράδειγμα, σημειώνεται  ὅτι  ἦταν  «σφενδονῆται ν λίθοις  πρὸς τρίχα   καὶ οὐκ  ἐξαμαρτάνοντες»5.  Περαιτέρω, ἐφαρμόζεται  μεταφορικά  γιά  τίςἀνθρώπινες σχέσεις  καί  σημαίνει  «σφάλλω προσβάλλω, κάνω  κακό  σέκάποιον ἄνθρωπο», ὅπως  π.χ.  ἀναφορά τοῦ  Ἠσαΐα στούς  «ποιοῦνταςμαρτεῖν ἀνθρώπους ἐν λόγ»  (29,10). Παρόμοια διατυπώνεται καί  ἡ προτροπή τοῦ  Ἰωνάθαν πρός  τόν  πατέρα του Σαούλ  νά μήν προξενήσει κακό  στόν φίλο του ∆αβίδ· «Μὴ ἁμαρτησάτω  βασιλεὺς  εἰς τὸν  δοῦλόν σου  ∆αυίδ, ὅτι  οὐχ  ἡμάρτηκεν  εἰς σέκαὶ τὰ ποιήματα αὐτοῦ  ἀγαθὰσφόδρα» (Γ΄ Βασ. 19,4).
Ὁμοίως  καί στά θρησκευτικά θέματα,  στά ὁποῖα   ὅρος χρησιμο-ποιεῖται στή συντριπτική του πλειοψηφία, δηλώνει  τήν ἐνοχή τοῦ ν- θρώπου ἀπέναντι στόν Θεό λόγῳ τῆς ἀδυναμίας ἐφαρμογῆς  τοῦ θελή- ματός του6 .Oἱ ἐννοιολογικές ἀποχρώσεις τῆς ἁμαρτίας διαφωτίζονται ἐπαρκῶς  ἀπό  τίςἔννοιες  τῶν ἀντίστοιχων ἑβραϊκῶν  ὅρων,  πού  μετα- φράζει καί  οἱ ὁποῖοι συμποσοῦνται σέ περισσότερους ἀπό  τριαντα- πέντε. Ἀπό αὐτούς οἱκυριώτεροι εἶναι τρεῖς: τό ρῆμα chata’, πού μετα- φράζεται ἀπό  τούς  Ο΄ ὡς«ἁμαρτάνειν, ἀδικεῖν ἀνομεῖν»  καί  ἐννοεῖ κυρίως  τήν ἁμαρτία ὡς ἀποτυχία. Τό ρῆμα ‘awah, πού  μεταφράζεται ὡς «ἀδικεῖν ἀγνοεῖν ἀσεβεῖν,πλανσθαι» καί ἐννοεῖ τήν ἁμαρτία ὡς μία πράξη  παρανομίας, διαστροφῆςκαί  πλάνης Τό ρῆμα pasha‘, πού μεταφράζεται ὡς  «ἁμαρτάνειν,  ἀνομεῖν, ἀσεβεῖν παραβαίνειν, ἀφι- στᾶναι  κ. καί ἐννοεῖ τήν ἁμαρτία ὡς ἀσέβειακαί πανάσταση κατά τοῦ  Θεοῦ. Μέ τούς ἄλλους  ἑβραϊκούς  ὅρους  ἁμαρτία περιγράφεται ἀκόμη  ὡς κακία πονηρία, ἀσθένεια θλίψη στέρηση, ἐνοχή, ὄλεθρος, ἀφανισμός ἐρήμωση, τιμωρία καταπίεση, κακοποίηση,βία,  καταδυ- νάστευση ἀποστασία, προσβολή  καί  ὕβρις τοῦ  Θεοῦ,ἀπείθεια, φθο- ρά, ἀτίμωση, μωρία, ἀφροσύνη, ὄνειδος καί τά συναφ7.


4.      Γιά τίς σημασίες τῆς λ. ἁμαρτία βλ. H. G. Liddell  R. Scott, Μέγα  Λεξικόν τῆςἙλληνικς  Γλώσσης, Ἀθῆναι τ. 1, σ. 126-127. Πλήρη συλλογή  τῆς περί μαρτίας ὁρολογίαςστά προφητικά βιβλία  τῆς Π. ∆ιαθήκης  καί  ἐξαντλητική διερεύνηση  τῶν ννοιολογικῶν τηςποχρώσεων βλ. Π. Σιμωτ,  Ἡ ννοια  τῆς ἁμαρτίας κατά  τούς βραίους  προφήτας,Θεσσαλονίκη 1968.
5.      Κριτ. 20,16.
6.      Βλ. W. Εichrodt,  Theology of the Old Testament, London 1967, τ. 2, σ. 381. C. Koch,«∋Ξξ», TDOT, Michigan 1980, σ. 311ἑξ.
7.      Βλ. λεπτομερέστερα Π. Σιμωτ νθ ἀνωτ. σ. 78. Λόγω  τῆς ἐννοιολογικςερύτητας,  τοῦ  πλήθους  καί  τς ποικιλίας τῆς ὁρολογίας, καθώς  καί  τῆς βεβαιό-


Μέ τήν παραπάνω ἐννοιολογική ποικιλία  βιβλική σκέψη ἐκφρά- ζει  τό μέγεθος  τῆς φθορᾶς,  πού  ἔχει  ἐπέλθει  στό  βίο  τοῦ  ἀνθρώπου ἐξαιτίας τς ἁμαρτίας Θεμελιώδους  σημασία  γιά  τήν κατανόηση τῆς ἔννοιάς   της εἶναι   ἡ  διήγηση   τῆς  Γενέσεως  γιά   τή  δημιουργία  τοῦ κόσμου καί τοῦἀνθρώπου. Τό ξεχωριστό  αὐτό  κείμενο περιγράφει μέ μοναδικό  καίκαινοτόμο —γιά τά δεδομένα  τῆς ἐποχῆς του— τρόπο  τή γένεση τοῦἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου σύμφωνα  μέ τή βιβλική κοσμο- αντίληψη καί βιοθεωρία Βασικό  χαρακτηριστικό της εἶναι  κατά  τή γνώμη μας θεολογική  ὑπέρβαση  τῶν δεδομένων τῆς φυσικῆς παρατή- ρησης,  μέ  βάση τήν  ὁποία   ὁ  ἄνθρωπος κατανοεῖ  τήν  ὕπαρξη   τοῦ κακοῦ  ς μέρος τῆςζωῆς καί  τοῦ  κόσμου.  Αὐτό  τόν  ὁδηγεῖ  στό  νά υἱοθετήσει   μία   δυαρχική-δυαλιστική  ἀντίληψη  τῆς   σύνθεσης   τοῦ κόσμου, που καλό καί κακόβρίσκονται σέ συνεχή πάλη μεταξύ τους. Αὐτές τουλάχιστον ἦταν οἱἐπικρατοῦσες ἀντιλήψεις στήν ἀρχαία Ἀνατολή8.   Σέ ἀντίθεση  μέ ὅλη  ατή τή  θεωρία μέ πλό  καί  σαγη- νευτικό  τρόπο,  πού ἔχει τή δύναμη νάαἰχμαλωτίσει ἀκόμη καί τό σύγ- χρονο  ἀναγνώστη,  ὁποῖος  μέ σοβαρότηταπροσεγγίζει τό  περιεχό- μενό του9, τό βιβλικό κείμενο παρουσιάζει τήνἀρχική  καί ἑπομένως πραγματική—   ὕπαρξη   τοῦ  κόσμου  ὡς  τέλειου καί  ἁρμονικο.  Τόν κατανοεῖ ὡς εὐθέως ἀνάλογο τῆς ἀγαθότητας καί ἁγιότητας τοῦ  ∆η- μιουργοῦ  του, χωρίς τήν ὕπαρξη  τοῦ κακοῦ  σέὁποιαδήποτε μορφή. Ἡ φθορά  ἐμφανίζεται ὡς μεταγενέστερο φαινόμενο, ἐνπολλοῖς  ἐξωγενές· σταδιακά  ἁπλώνεται  καί   διαβρώνει   τό   σύνολο   τς δημιουργίας, καθώς  ἐντείνεται σέ ἔκταση  καί  βάθος μέ τήν πάροδο τοῦχρόνου.  Ἡ μακαρία κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου προσβάλλεται καί χάνεται σέὅλα τά ἐπίπεδα, ὅταν διασαλεύεται  σχέση του μέ τόν Θεό. Σέ ατό τόν -πλό συσχετισμό  βασίζεται   θεώρηση τῆς νθρώπινης ζωῆς στή βιβλι- κή διδασκαλία10 . Γι’  αὐτό  καμία  δραστηριότητα τοῦ  ἀνθρώπου δέν


τητας τς φιλολογικς νάλυσης  τῶν βιβλικῶν κειμένων, δέν θά παρακολουθήσουμελεπτομερς  τή χρονολογική ξέλιξη τῆς ἔννοιας  τς μαρτίας γχείρημα πού, πωςἐπισημαίνεται λλωστε  ἀπό  τούς  ρευνητές εναι  πολύ  δύσκολο ἄν  χι  ἀδύνατο (βλ. G.Quell, «ἁμαρτάνω», TDNT τ. 1, σ. 270·  273) λλά  τήν  «κανονική»  της ἀνάπτυξη·  θάδοῦμε δηλ. τόν τρόπο  μέ τόν ὁποῖο  μφανίζεται στήν ταξινόμηση  τῶν βιβλίων ὅπως  τά ἔχουμε  στή  διάθεσή   μας  στόν  κανόνα.   Θά  μνημονεύσουμε  τά βασικότερα  κοινά   καί  ἰδιαίτερα  ννοιολογικά  χαρακτηριστικά  της  σέ  ὁμάδες βιβλίων καθώς  καί  τίς  διαφορετικές παραμέτρους, πού  λειτουργον  κάθε  φορά. Περισσότερους προβληματισμούς γιά τίςἐνδεικνυόμενες  μεθοδολογικές προσεγγίσεις τῆς ἔννοιας  τς μαρτίας στήν Π. ∆ιαθήκη,  βλ. R.Knierim, ἔνθ ἀνωτ., σ. 366-385.
8.  Πρβλ. ἐνδεικτικά T. Jacobsen, «Battle between Marduk  and Tiama Essays inmemory  of E. A. Speiser, New Haven  1968, σ. 104-108. J. H. Groenbaek «Baal's battle withYam: a Canaanite creation  fight», JSOT 30 (1985), σ. 27-44.
9.      Πρβλ. χαρακτηριστικά τήν  προσέγγιση τοῦ  B. Childs, Biblical Theology  of the   Old  and   New   Testaments.   Theological   reflection   on   the   Christian   Bible, Minneapolis 1992, σ. 566ἑξ.
10.      Πρβλ. D. J. Simundson «Health  and  healing  in the Bible», Word  & world 2 (2006),σ. 330ἑξ.


νοεῖται  ἀνεξάρτητα ἀπό  τή σχέση του μέ τόν  Θεό.  τονισμός  αὐτῆς τῆςἀλήθειας  φαίνεται νά ἦταν  πρόθεση  το θεόπνευστου συντάκτη, πού ἔθεσετή συγκεκριμένη  διήγηση στήν ἀρχή τῆς Πεντατεύχου11 .
Παρόλο  πού  δέν  ἀναφέρεται  ὅρος,   ἁμαρτία παρουσιάζεται στόκείμενο  ὡς παράβαση μιᾶς ἐντολῆς· τήν ἀπαγόρευση τῆς βρώσης τοῦ καρποῦ τοῦ  δέντρου  τῆς  γνώσεως  τοῦ  καλοῦ  καί  τοῦ  κακο12 . Μελετώντας  τή σχετική  περιοπή,  οἱ ἑρμηνευτές ἐπισημαίνουν τά ἀκό-λουθα:
1ον. Ὁ  Θεός ἀσκεῖ  τήν  ἐξουσία  του  ὡς δημιουργός  τοῦ  κόσμου καί ὁρίζει  ὁ  ἴδιος  τό  καλό  καί  τό  κακό·  κακό  εἶναι  τιδήποτε δένσυμβαδίζει  μέ τό θεῖο θέλημα, ὅπως αὐτό  ἐκφράζεται στήν τελειότητα τῆςδημιουργίας13.
2ον.  παράβαση συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦἀνθρώπου, ἀφοῦ  αὐτή  εἶναι  σέ τελική  ἀνάλυση   γενεσιουργός αἰτία της14.
3ον. Ὡς συνέπεια  τῆς παράβασης παρουσιάζεται  διακοπή τῶν σχέσεωνμέ τόν Θεό,  ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό  αὐτόν  καί ἡ διασάλευση τῶνσχέσεών του μέ τή δημιουργία15.  ἄνθρωπος ἄρχισε νά  βιώνει συναισθήματα καί  καταστάσεις τελείως  ξένες πρός  αὐτόν· πόνο, ἀδυναμία,ἀνασφάλεια, φόβο, κόπο καί ἐχθρότητα.
4ον. Ἡ  ἁμαρτία δέν  ἀφήνεται μόνη  της νά  κατακυριεύει ἀνεξέ- λεγκτα τόν ἀνθρώπινο βίο. Περιορίζεται διά  τῆς χάριτος  τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία  φ ἑνός μέν φροντίζει γιά  τήν ἀνακούφιση ἀπό  τίς συνέπειες τῆς παράβασηςδιά  τοῦ  θανάτου16, καί  φ’  ἑτέρου  ὑπόσχεται στούς


11.      Πρβλ. G. Quell, «ἁμαρτάνω», TDNT, τ. 1, σ. 281ἑξ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, 
ἁμαρτία κατά  τόν ἀπόστολον Παλον Θεσσαλονίκη 1968, σ. 15ἑξ.
12.      Ὀρθῶς   πισημαίνεται  τι  ἡ  διήγηση   καθαυτή  δέν  φαίνεται  μέν  νά  χει ἐπηρεάσει τά  ὑπόλοιπα βιβλία  τῆς Π. ∆ιαθήκης·  ὡστόσο  ἐκφράζει  τήν  οσία  τῶν περί  ἁμαρτίαςἀντιλήψεων, πού  ἀπαντοῦν σέ ατά· βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 21ἑξ.
13.      Πρβλ. τή γνωστή  φράση  «καὶ  εἶδεν   Θεός ὅτι  καλόν».  Βλ. ναλυτικότερα
Ἠ. Οἰκονόμου, Τώβ μεώδ. Ἀξιολογική ἑρμηνεία  τοῦ  α΄ κεφ. τῆς Γενέσεως,  θῆναι
1967.
14.      Βλ. Κ. Καλλινίκου,  ἁμαρτία κατά  τήν  χριστιανικήν ἀντίληψιν, Ἀθῆναι
1958, σ. 39ἑξ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, ἔνθ ἀνωτ., σ. 131ἑξ. B. Childs, ἔνθ ἀνωτ., σ. 574.
15.      Ἡ  παράβαση τῆς  θείας  ἐντολς  χει  ἕνα  ερύ  ρμηνευτικό   ὁρίζοντα  στήμεταγενέστερη  βιβλική  σκέψη·  στήν  ἠπιότερη   μορφή  της  κατανοεῖται ὡς  πομά- κρυνση ἀπό  τόν  Θεό, ἐνῶ  στήν  πιθετικότερη ὁρίζεται   ς πανάσταση κατά  τοῦ Θεο. Οπροσεγγίσεις ατές κφράζονται ἀντιπροσωπευτικά μέ τή χρήση τν ρων
chata’ καί  pasha‘, μαρτάνω καί  παναστατ, ντίστοιχα Πρβλ A.  Luc,  «∋Ξξ»,
NIDOTTE, τ. 2, Carlisle 1996, σ. 89ἑξ.
16.      Στήν  πατερική θεολογική  σκέψη   θάνατος ποτελε μία δωρεά  τοῦ  Θεοῦ(«συγκαταβς τοῖς  δούλοις  ὡς εὔσπλαγχνος») στόν  πεπτωκότα νθρωπο, «ἵνα  μὴ ἀθάνατον ᾖ  τὸ  κακόν»,   κατά   τό  γνωστό   λόγιο   τοῦ  γ Ἰω.  αμασκηνο, πού ἐκφράζει   τό  σύνολο τῆς  πατερικῆς  θεολογίας  (κδοσις  ἀκριβής  τῆς  ὀρθοδόξου πίστεως,  82, PG 94,1120C).


πρωτοπλάστους  τήν   ὁριστική   ἀπαλλαγή  τους   ἀπό   τά   δεσμά   τςἁμαρτίας  μέ  τό  γνωστό   πρωτευαγγέλιο  (Γεν 3,15)17 Ἡ  παρουσία αὐτή τῆς σώζουσας  χάριτος  τοῦ  Θεοῦ εἶναι  ἄρρηκτα συνδεδεμένη  μέ τήν ἁμαρτία σέ ὅλη  τή διάρκεια ἐξέλιξης  τῆς ἱερᾶς  ἱστορίας,  καθώςἀποκαλύπτεται σταδιακά τό σχέδιο τῆς θ. Οἰκονομίας.
Οἱ τέσσερις  παραπάνω ἐπισημάνσεις  ἰσχύουν  καί  σέ ὅλες σχεδόν τίςὑπόλοιπες ἀναφορές στήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές  της μέσα στάπαλαιοδιαθηκικά κείμενα18 .
Συνεχίζοντας τή μελέτη τοῦ κειμένου  τῆς Γενέσεως, διαπιστώνου- μετόν χαρακτηριστικό τρόπο  μέ τόν ὁποῖο  περιγράφεται  κατάστα- ση τῆςπλήρους ἀποσύνθεσης, πού ἐπέφερε  ἁμαρτία στήν ἀνθρώπινη κοινωνία  πρώτη   παράβαση  τῶν  πρωτοπλάστων  πολλαπλασιά- σθηκε  σέ  ποσότητακαί  ποιότητα σέ  σημεῖο,  πού  νά  φθαρεῖ  «ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Θεο» καί νά«πλησθῇ ἀδικίας» (Γεν. 6,11).  ἁμαρτία δηλαδή   κατέστη   καθολικό φαινόμενο19 Μέ  δύο   χαρακτηριστικές φράσεις  τό ἱερό κείμενο περιγράφειτήν κατάσταση στήν ὁποία  περι- ῆλθε  ἄνθρωπος:  πρώτη  εἶναι  ἡδιαπίστωση τοῦ Θεο ὅτι «πᾶς τις [ἄνθρωπος] διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς  ἐπὶ  τὰ  πονηρὰ πάσας    τὰς   ἡμέρας»   (6,5).   Ἡ   δεύτερη   εναι  ἡ   αἰτιολόγηση   τῆς ἀπόφασής  του  νά  καταστρέψει  τόν  κόσμο «οὐ  μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά  μου  ἐν  τοῖς  ἀνθρώποις τούτοις ες  τὸν  αἰῶνα διὰ τὸ  εἶναι αὐτοὺς  σάρκας»  (6,3).  ἁμαρτία δηλαδή  ἀπέκτησε  ἕναν τόσο πολυ- σύνθετο  χαρακτήρα,  διείσδυσή  της στόν ἄνθρωπο ἔγινε τόσο βαθειάκαί   ἑδραίωσή  της μέσα του  τόσο  στέρεα ὥστε  ἔχασε   ἄνθρωποςπλήρως τό ζωαρχικό «πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (ruach ’Elohim). Αὐτό  διατη- ροῦσεζωντανό  τό πνευματικό στοιχεῖο  τῆς ὕπαρξής  του καί τοῦ ἔδινε τήδυνατότητα ἐπικοινωνίας μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς του, τόν ∆ημιουργό του2.  ἄνθρωπος περιορίστηκε μόνο στό  ὑλικό  μέρος τῆς ὕπαρξής του,  τόἀσθενές  καί  φθαρτό.  Ἑρμηνεύοντας τό βιβλικό  κείμενο   Μ. Ἀθανάσιοςπαρατηρεῖ  τά  ἑξῆς:  «μαθοῦσα   γὰρ  [ἡ  ἀνθρώπινη ψυχή] διαφορὰς ἡδονῶν καὶ ζωσαμένη τὴν τῶν θείων λήθην, ἡδομένη δὲ καὶ πρὸς τὰ το σώματοςπάθη καὶ πρὸς μόνα τὰ παρόντα καὶ τὰς τούτων δόξας  ἀποβλέπουσα,ἐνόμισε  μηδὲν ἔτι πλέον  εἶναι  τῶν  βλεπομένων, ἀλλὰ  μόνα  τὰ  πρόσκαιρακαὶ  τὰ  σωματικ εἶναι  τὰ  καλά...  ἔξω  δὲ




17.      Βλ. ἐκτενέστερα Σ. Καλαντζάκη, «Ἐν ρχῇ  ἐποίησεν   Θεός». Ἑρμηνευτική ἀνάλυση  τῶν  περί  ημιουργίας  διηγήσεων τῆς  Γενέσεως,  Θεσσαλονίκη  2001 σ.
575ἑξ.
18.      Βλ. A. Luc, νθ ἀνωτ., σ. 90.
19.      Γιά τήν καθολικότητα τς ἁμαρτίας ς κοινή  συνισταμένη ὅλων  τῶν βιβλι-
κῶν παραδόσεων, βλ. ∆. Καϊμάκη, ἔνθ νωτ., σ. 113-115.
20.      Βλ. περισσότερα Σ. Καλαντζάκη, «Οἱ  περί  τοῦ  πνεύματος   ντιλήψεις τς
Παλαιᾶς ιαθήκης στορική καί  θεολογική  ἔρευνα» ΕΕΘΣΘ/ΤΠ,  τ. 2 (1992), σ.
175ἑξ. 209ἑξ.


ἑαυτῆς  γενομένη τὰ οὐκ ὄντα  λογίζεται...  καὶ  μόνα  ἐκεῖνα  ὁρᾷ  τὰ τῇαἰσθήσει προσπίπτοντα»21 .
Ἐάν   δημιουργία εἶναι  τό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο  ἐμφανίζονται οἱἔννοιες  τῆς ἁμαρτίας καί  τῆς φθορᾶς  στά  καίρια αὐτά  κείμενα ἡ ἐκλογή τοῦ  Θεοῦ  καί   διαθήκη  ἀποτελεῖ τό  νέο  πλαίσιο μέσα  στό ὁποῖο διαμορφώνονται στό  ἑξῆς. Ὁ  Νῶε καί  οἱ πατριάρχες εἶναι  τά κύρια πρόσωπα τῆς ερᾶς  ἱστορίας στή  φάση  αὐτή.  Ἡ  ἐμπιστοσύνη στήνἀπόφαση καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ νά ἐκλέξει τόν Ἀβραάμ,  γιά νά διοχετεύσει τήν εὐλογία  του  στά  ἔθνη (Γεν. 12,1-3), συνιστᾶ  τό ἀνώ- τατο  κριτήριο ἀξιολόγησης τῆς  συμπεριφορᾶς τῶν  πρωταγωνιστῶν. Ἔτσι   Σάρρα ἐπιπλήττεται, διότι  μέ τό γέλιο της ἀμφισβητεῖ  τή θεία ἐπαγγελία (Γεν. 18,11-15)·  ἀπόφαση τοῦ Ἀβραάμ  νά τελέσει ἀνθρωποκτονία (Γεν. 22,1-18)«λογίζεται ες δικαιοσύνην» (Ρωμ. 4,9)· ὁ Ἠσαῦ  καταδικάζεται, διότι ποτιμᾶ τή  θέση  του  ὡς πρωτοτόκου καί  ἑπομένως  φορέα  τῶνἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ  Ἰακώβ  τιμᾶται παρά  τίς ἐπανειλημμένες δολοπλοκίες ἐναντίον τῶν οἰκείων  του.
Μέ τή μωσαϊκή  νομοθεσία   διαθήκη  ἐξειδικεύεται σέ συγκεκρι- μένοκώδικα  συμπεριφορᾶς,  ὁποῖος  ἀποτελεῖ τή βάση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης τοῦἐκλεκτοῦ  λαοῦ  τόσο μέ τόν Θεό-Γιαχβέ, καθώς  καί μεταξύ τους.   ἁμαρτία ποκτᾶ πλέον  τήν  ἔννοια   τῆς  παράβασης  συγκε- κριμένου θεσμικοῦ κανόνα22 Ὅπως  ἐξηγεῖ  Μωυσῆς,  νόμος δόθηκε
«ὅπως  ἂν  γένηται  φόβος  αὐτοῦ  [τοῦ Θεοῦ] ἐν ὑμῖν ἵνα  μὴ ἁμαρτάνητε» (ξ. 20,20). Ἐπρόκειτο γιά  τήν ἀνταπόκριση τοῦ  λαοῦ  πρός τήν  ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,  τήν  ὁποία   βίωσαν  ὡς  ἀπελευθέρωση ἀπό  τή δουλεία.   Στή  σκέψη πλέον  τοῦ  ἰσραηλίτη  ὁ  μωσαϊκός   νόμος  εἶναι αὐτός πού ἐκφράζει  τόθεο θέλημα καί συνιστᾶ  τό ρυθμιστή  τῆς ζωῆς του.  Ἡ  τήρησή  του  θά  τοῦ ἐξασφαλίζει τή  θεία  προστασία, ἐνῶ  ἡ παράβαση θά  τόν  καθιστᾶ εὐάλωτο ἀπό  τή  φθορά  καί  τά  ποικίλα κακά: «ἐὰν ἀκοῇ  εἰσακούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου  τοῦ Θεοῦ ὑμν φυλάσσειν  κα ποιεῖν πάσας  τὰς ἐντολὰς  αὐτο...ἥξουσιν  ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ εὐλογίαι αὗται...  ἐὰν μὴ εἰσακούσητε ποιεῖν πάντατὰ ῥήματα  τοῦ νόμου   τούτου   τὰ   γεγραμμένα   ἐν  τῷ  βιβλίῳ   τούτ παραδοξάσει Κύριος  τὰς  πληγάς  σου  καὶ  τὰς  πληγὰς  τοῦ  σπέρματόςσου πληγὰς μεγάλας καὶ θαυμαστάς, καὶ νόσους πονηρὰς καὶ πιστάς» (∆ευτ.28,1-
2· 58-59)23.
Τήν ἰδέα αὐτή καλλιέργησε περαιτέρω  ἐπονομαζόμενος στή σύγχρονη ἐπιστημονική γλώσσα  «δευτερονομιστής», δίδοντας ἔμφαση στίς πρῶτες δύο λατρευτικές διατάξεις τοῦ ∆εκαλόγου, πού  ἀπαιτοῦ-


21.      Κατά Ἑλλήνων, 8, PG 25,16C.
22.      Γιά  τή  διάσταση αὐτή  τς  ἔννοιας   τῆς  ἁμαρτίας  βλ. ἰδιαίτερα G. Quell,
«ἁμαρτάνω», TDNT, τ. 1, σ. 271ἑξ. 278ἑξ.
23.      Πάνω  στήν ἔννοια  τῆς τιμωρίας  ὡς ποτελεσματικο μέσου συνειδητοποίη- σης τῆςμαρτίας θεμελιώνει   W. E. Staples τήν  προσέγγισή του  στήν  ἔννοια  τῆς ἁμαρτίας (βλ.«Some aspects of sin in the Old Testament» JNES 6 [1947], σ. 65ἑξ.).


σαν  τήν  ἀποκλειστική λατρεία τοῦ  Γιαχβέ24. Μέ τή θεολογική  αὐτήπροοπτική ἀναθεώρησε τίς ἀρχαες  διηγήσεις  γιά  τήν στορία τοῦ λα- οῦ τοῦΘεοῦ ἀπό τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἕως τήν καταστροφή τῆς Ἰερου- σαλήμ  (∆΄Βασιλειῶν)25. Κατά  τήν  περίοδο  ατή   χαρακτήρας τῆς ἁμαρτίας καί τῶνσυνεπειῶν  της εἶναι συλλογικός καί κληρονομικός26.
Oἱ  κλασικοί προφῆτες  τονίζουν ἔντονα  τήν  ἠθική  διάσταση τςἁμαρτίας Τήν ἐπισημαίνουν στήν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου καί στίς δραστηριότητές  του  ἀπό   τή  λατρευτική  ζωή  ως  τίς  διαπρο- σωπικέςσχέσεις, ἰδιωτικές  καί δημόσιες.  προφητική διδασκαλία ἐμβαθύνει  στούς τρόπους   μέ  τούς  ὁποίους   ἐκδηλώνεται  ἡ  μαρτία στόν ἀνθρώπινο βίο27 .
Ἐξέχουσα θέση καταλαμβάνει ὁ Ἠσαΐας,  στό βιβλίο το ὁποίου  ἡνεότερη  ρευνα  ἀποδίδει τή  βαθύτερη  καί  θεολογικότερη ἀντίληψη περί ἁμαρτίας28 Ἰδιαίτερα σημαντικό  γιά  τό  θέμα εἶναι  ἀναμφισβή- τητα   τό  μεγαλειῶδες   ὅραμα   τῆς  κλήσης   του   (Ἠσ 6),  κυρίαρχο γνώρισμα  τοῦ ὁποίου  εἶναι   ἁγιότητα τοῦ  Θεοῦ. Μπροστά στήν  - πόλυτη  ἁγιότητα τοῦΘεοῦ  προφήτης  αἰσθάνεται τή σμικρότητα καί ἀκαθαρσία τῆς δικῆς  του ἀνθρώπινης ὕπαρξης.  Τήν  ἐκφράζει  ὡς - μαρτωλότητα, τόσο  στήνπροσωπική ὅσο καί  στή συλλογική  της διά- σταση, μέ τή δραματικήἔκφραση  «ὦ τάλας  ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, τι  ἄνθρωπος ὢν καὶ  ἀκάθαρταχείλη  ἔχων ἐν μέσῳ λαοῦ  ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος  ἐγὼ οἰκῶ καὶ τὸνβασιλέα  Κύριον  Σαβαὼθ  εἶδον τοῖς φθαλμοῖς μου»29 .




24.      Πρβλ. W. E. Staples, ἔνθ νωτ., σ. 78ἑξ.
25.      Βλ.  ναλυτικότερα  Ἰ.  Μούρτζιου «Ἡ  δευτερονομιστική παράδοση  στή σύγχρονη  βιβλική  ἔρευνα» Ἑρμηνευτικές   Μελέτες  στήν  Παλαιά  καί  τήν  Καινή
∆ιαθήκη, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 15-75.
26.      Βλ. ∆. Καϊμάκη ἔνθ ἀνωτ., σ. 104ἑξ. Συνδυαστική θεώρηση τν δύο μέ τόν ἀτομικό χαρακτήρα νά συμβάλλει στόν συλλογικό-κληρονομικό, ὡς βελτιωμένη ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν  βιβλικῶν  κειμένων προτείνει  J. S. Kaminsky «The sins  of  the  fathers:  theological   investigation  of  the  biblical   tension   between corporate and individualizedretributio, Judais 46 (1997), σ. 319-332.
27.      Βλ. G. B. Stevens, «The prophetic teaching concerning  sin», The biblical world
27 (1906), σ. 438ἑξ.
28.      Βλ. G. Vos, Biblical Theology, σ. 279. R. L. Cate, «We Need to be Saved (Isaiah
1:1-2; 5:1-2; 6:1-13)», Rev&Exp 88 (1991), σ. 137. Γιά τή θεώρηση  τῆς ἁμαρτίας στό βιβλίο τοῦσαΐα, γιά τά νέα στοιχεα πού εἰσάγoνται σ αὐτό,  καί γενικότερα γιά τή  θεολογία  τς  Π. ιαθήκης,   βλ.  J.  J.  M.  Roberts,   «Isaiah   in  Ol Testament Theology», Int 36 (1982),130-143.
29.      Βλ. σ. 6,5. Μέ τή φράση  «ἀκάθαρτα χείλη» δέν δηλώνονται μαρτίες  πού σχετίζονται μέ τόν λόγο, λλά, ὅπως ἀποκαλύπτει  ἐξέτασή της στό εὐρύτερο  πλαί- σιο τῶντελετουργικῶν τυπικῶν τῆς ρχαίας Ἐγγύς  νατολς, δείχνει τι πρόκειτο γιά  μία  κφραση λλειψης  λειτουργικῆς καθαρότητας, λόγῳ  τῆς μαρτωλῆς  κατά- στασης   τοῦ   ἀνθρώπου.  Πρβλ.   V.  Hurowitz,    «Isaiah’s   Impure   Lips   and   their Purification in Light of AkkadianSources», HUCA 60 (1998), 77.


Ἡ   ἐμπειρία   αὐτή   ἔπαιξε   καταλυτικό  ρόλο   καί   σημάδεψε   τόκήρυγμά  του. Μέ κριτήριο τήν ἀπόλυτα θεοκεντρική προσέγγιση, πού υἱοθετεῖ  προφήτης,  ἐντοπίζει  τήν  ἁμαρτία σέ πλῆθος  πράξεων  τοῦ λαοῦ.  Σέὅλες τίς περιπτώσεις θεωρεῖ  ὅτι  ἐκεῖνος  πού  θίγεται  ἄμεσα καίπροσβάλλεται πρτος  ἀπό τή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας εναι  ἴδιος ὁ Θεός καί αὐτό  ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή διακοπή τῶν σχέσεών του μέ τόν λαό  του καί γενικά  μέ τόν νθρωπο (Ἠσ. 59,1-2)30 . Ἔτσι  ἐλέγχει τήν προσφυγή του σέμάντεις  καί  ἐγγαστριμύθους, διότι  σύμφωνα  μέ τή σιναϊτική διαθήκη  μόνον Θεός ἔχει τό δικαίωμα καθοδήγησης καί διδασκαλίας τοῦ λαοῦ  του.Καταδικάζει τήν πολυτέλεια, τόν  πλοῦτο καί  τήν  ἀλαζονεία (οἰκονομική,κοινωνική, στρατιωτική κλπ.),  διότι προξενοῦν λήθη τοῦ  Θεοῦ καί  ἀμέλεια ἐφαρμογῆς  τῶν  ἐντολῶν  του. Ἐναντιώνεται στήν  πλεονεξία, διότι  ἀποτελεῖπαράνομο σφετερισμό ἀγαθῶν πού  ἀνήκουν  στόν  Θεό. Ἀπορρίπτει τήνεἰδωλολατρία, διότι γελοιοποιεῖ τή λατρεία τοῦ  Θεοῦ, ὑποβιβάζει  τόν ἄνθρωπο σέ σχέση μέ τά κτίσματα καί παραθεωρεῖ τό μεγαλεο  τῆςδημιουργίας του ἀπό τόν Θεό31 . Κυρίως ὅμως ἀπορρίπτεται  εἰδωλολατρία,διότι  ἀποτελεῖ εὐθεία   προσβολή   τοῦ   προσώπου  τοῦ   Θεοῦ   ὁ  ὁποῖος,  ὅπως   εἶχε νωρίτερα κηρύξει   Ὠσηέ, συνδέεται τόσο στενά  μέ τόν λαότου, ὅσο καί οἱ σύζυγοι  μέ τόν γάμο32 .
Μέ τήν  προφητική διδασκαλία  ὁλοκληρώνεται στό  μεγαλύτερο μέροςτης  ὀπτική  γωνία  ὑπό  τήν ὁποία  θεωρεῖται, κατανοεῖται καί βιώνεται   τό  φαινόμενο  τῆς   ἁμαρτίας  στή   ζωή   τοῦ   ἀνθρώπου33 . Ἀποδίδεται μέ τήχρήση  τῶν  ἑξῆς πέντε  χαρακτηριστικῶν παραστά- σεων34 : α)  ἁμαρτία ὡςρύπος  μολύνει τήν καθαρότητα τῆς ἀνθρώπι-


30.      Πρβλ. «Μὴ οὐκ σχύει  χεὶρ Κυρίου  τοῦ σσαι;   βάρυνεν  τὸ οὖς αὐτοῦ τοῦ μὴεἰσακοῦσαι; Ἀλλὰ  τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν διϊστῶσιν ἀνὰ  μέσον ὑμῶν καὶ  τοῦ Θεο, κα διὰ τὰςἁμαρτίας ὑμῶν ἀπέστρεψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ  φ ὑμῶν τοῦ μὴ ἐλεῆσαι».  προσβολή  τοπροσώπου το Θεο ποτελεῖ γιά τόν H. P. Smith ρχική καί θεμελιώδη ἔννοια  στόπεριεχόμενο  τῆς μαρτίας («The hebrew view of sin», The American Journal of Theology 15[1911], σ. 528).
31.      Πολύ  χαρακτηριστική εἶναι   παρατήρηση τοῦ  γ. Γρηγορίου  τοῦ  Θεολό- γου, ποῖος,  συνοψίζοντας τόν ὕμνο το μεγαλείου  το ἀνθρώπου, πού συνάγεται πό  τίς δημιουργικές διηγήσεις  τῆς Γενέσεως, πισημαίνει τι   Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ὡςἕνα μικρό  θεό στό σύμπαν  (Λόγοι 38, PG 36,321D-324A· πρβλ. Β.
Βέλλα, Ἐκκλησιαστικά ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης. Α′  κλεκτοί  Ψαλμοί,
Ἀθναι  1952, σ. 51).
32.      Βλ. Ἀ. Παπαρνάκη, « ἄφεση τῶν μαρτιῶν στή θεολογία το βιβλίου τοῦ προφήτη Ἠσαΐα» ΕΕΘΣΑΠΘ/ΤΠ 9 (2004), σ. 152.
33.        Πρβλ. P. D. Miscall, «Isaiah: The Labyrinth of Images», Semeia  54 (1991), σ.
103-121.
34.        Πρβλ. W. E. Staples, ἔνθ’  ἀνωτ. σ. 65-79. W. Eichrodt,  Theology of the Old Testament, μετάφρ J. Baker, London  1967, τ. 2, σ. 457. Παρόλο  πού  πρόκειται γιά κοινή ρμηνευτική  ἀρχή  πολλν  νεοτέρων  ρμηνευτῶν δέν  θά  συμφωνούσαμε μέ τόν  W. R.Domeris  ὅτι   ποικιλία τῆς ρολογίας καί  τῶν  συμβατικῶν ἐκφράσεων σχετικά  μέ τήν ἁμαρτίακαί τή μετάνοια στήν Ἁγ. Γραφή δηλώνει πολλές διαφορετι-


νης ὕπαρξης,  πού  Θεός δημιούργησε καί τήν καθιστᾶ ἔτσι ἀσύμβατη πρόςτήν ἁγιότητά Του35. β)  ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια  καταστρέφει τήν ἀνθρώπινηὕπαρξη,  πού   Θεός δημιούργησε  «καλὴ  λίαν»36 γ)  - μαρτία   ὡςἐμπόδιο  παρεμβάλλεται ἀνάμεσα  στόν  ἄνθρωπο καί  τόν Θεό καί ἀποκλείειτήν ἐπικοινωνία τους37 . δ)  ἁμαρτία ὡς χρέος τοῦ ἀνθρώπου πρός  τόν  Θεό, ὁποῖος  ἀπαιτεῖ τήν ἐξόφλησή  του38 . ε) Ἡ ἁμαρτία ὡς δρόμος, τόν ὁποῖο βαδίζει  ἄνθρωπος ἔχοντας  στραμμένα τά νῶτα του πρός τόν Θεό39 .


ΙΙ. ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ∆ΙΑΘΗΚΗ


Εἶναι  χαρακτηριστικό ὅτι,  γιά  νά  περιγράψουν οἱ προφῆτες  τήνἁμαρτωλότητα τοῦ λαοῦ τους, χρησιμοποιοῦν συχνά τήν ὁρολογία τῆςἀσθένειας Πρόκειται γιά  ἕνα κοινό  γνώρισμα  τῆς προφητικῆς γλώσ- σας,πού μφανίζεται ἐπανειλημμένως  καί μέ διαφορετική ἔνταση κάθε φορά.Γενικῶς θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς τρεῖς καταστάσεις χαρακτηρίζονται ὡς  «ἀσθένεια»:  ἡ  φυσική  ἀδυναμία τοῦ  σώματος, πού συνοδεύεται ἀπόπόνο·  ἁμαρτία  οἱ ἁμαρτίες πού διαπράττει ὁ ἄνθρωπος στή ζωή του· καί οἱ κακουχίες πού  ὑφίσταται γενικά  γιά διαφόρους λόγους.  σύνδεση τῶνκαταστάσεων αὐτῶν  μέ τήν ἔννοια τῆς ἀσθένειας  ἀντικατοπτρίζει τήν αἰτιώδησχέση τους  μέ αὐτήν  στή βιβλική σκέψη40.
Ἀντιπροσωπευτικό  παράδειγμα  ἀποτελεῖ ὁ  δριμύτατος  ἔλεγχος τοῦ λαοῦ  ἀπό  τόν  Ἠσαΐα πού  περιλαμβάνεται στό πρῶτο  κεφάλαιο τοῦβιβλίου του41. Στόν στ. 6 περιγράφει τόν ἰουδαϊκό λαό ὡς βαρύτα- τα ἀσθενή,ὅπου «πᾶσα  κεφαλὴ εἰς πόνον  καὶ πᾶσα  καρδία εἰς λύπην· ἀπὸ  ποδῶν  ἕωςκεφαλῆς  οὔτε  τραῦμα  οὔτε μώλωψ οὔτε  πληγὴ  φλεγμαίνουσα, οὐκ  ἔστιν μάλαγμα   ἐπιθεῖναι οὔτε  ἔλαιον   οὔτε  καταδέσμους»  (1,4-6). Μέ τήν εἰκόνα  αὐτή  ὁ  προφήτης  ἀποδίδει τόσο  τήν



κές διδασκαλίες καί πόψεις  («Biblical Perspectives on Forgiveness», JTSA 54 [1986],
48-50). Εἶναι  πλῶς  διαφορετικές περιγραφές τς ἴδιας  πραγματικότητας, δηλ. τῆς σχέσηςτο Θεο μέ τόν νθρωπο, στήν ποκατάσταση τῆς ποίας  στοχεύουν.
35.        Βλ.  σ 1,18 4,4.  6,7.  22,14.  43,25.  Πρβλ M.  McCord  Adams,   «Sin  asuncleanness», Philosophical Perspectives 5 (1991), σ. 1-27.
36.        Βλ. σ. 1,5-6. 53,5.
37.        Βλ. σ. 6,7. 38,17. 44,22. 59,2.
38.        Βλ. σ. 33,24. 40,2. 43,25.
39.        Βλ. σ. 55,7. Βλ. περισσότερα Ἀ. Παπαρνάκη, ἔνθ νωτ., σ. 160.
40.      Πρβλ. ∆. Καϊμάκη,  ἔνθ νωτ., σ. 116. πίσης  ναλυτικότερα Γ. Παπαδάκη,
«Γενική πισκόπησις τῆς σχέσεως μαρτίας καί σωματικῶν νόσων εἰς τό περιβάλλον τῆς Κ.ιαθήκης» Ριζάρειος Ἐκκλησιαστική Παιδεία 1 (1978), σ. 223ἑξ.
41.      Πρβλ Y. Gitay,  «Reflections  on  the  study  of the  prophetic discourse.  Thequestion of Isaiah I 2-20», VT  33 (1983), σ. 207-221. J. T. Willis, «The first pericope in the bookof Isaiah» VT  34 (1984), σ. 63-77. R. L. Cate, «Wneed to be saved (Isaiah
1:1-2; 5:1-2; 6:1-13)», R&E 88 (1991), σ. 137-151.


ἠθική κατάσταση τοῦ λαοῦ ὡς ἁμαρτωλοῦ ἔθνους, ὅσο καί τή φυσική, λόγω τῶν δεινῶν πού  θά ὑποστεῖ  ἐξαιτίας  τῶν ἁμαρτωλῶν του πρά- ξεων. Τήνἠθική κατάσταση περιγράφει στόν στ. 5, ὅπου  λαός χαρα- κτηρίζεται ὡς«θνος ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα  πονηρόν, υἱοὶ  ἄνομοι», οἱ ὁποῖοι  «γκατελίπατε τὸν Kύριον καὶ παρωργίσατε  τὸν ἅγιον τοῦἸσραήλ». Ὁμοίως  καί στόν στ. 7 περιγράφει τίς φυσικές   καταστροφές πού θά  ὑποστοῦν μέ  τά  ἑξῆς· «ἡ  γῆ  ὑμῶν ἔρημος, αἱ  πόλεις  ὑμῶνπυρίκαυστοι· τὴν χώραν  ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν ἀλλότριοι  κατεσθίουσιν  αὐτήν καὶ   ἠρήμωται   κατεστραμμένη ὑπὸ λαῶν ἀλλοτρίων».  σύνδεση αὐτή τῆςἀσθένειας  μέ τήν ἁμαρτία, φ’ ἑνός, καί μέ τήν ἐξ αὐτῆς προερχόμενηκακουχία, φ ἑτέρου, ἀποτελεῖ προσφιλές  θέμα τοῦ  προφητικοῦκηρύγματος, ἀπηχώντας τίς γενικό- τερες ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς πάνω  στόθέμα42.
Αὐτό  πού  κηρύττουν οἱ προφῆτες  σέ ἐθνικό  ἐπίπεδο ἐκφράζεται στούςψαλμούς  σέ ἀτομικό  ἐπίπεδο  ς βαθύτατο προσωπικό βίωμα43 . Σέ πολλές περιπτώσεις  ψαλμωδός  περιγράφει τόν  πόνο  τῆς ἀσθέ- νειας, πού βιώνει,μέ ἰδιαίτερα δραματικό τρόπο.  Στόν 37ο ψαλμό, γιά παράδειγμα, ἀναφέρεται·«προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ  προσώπου τῆς φροσύνηςμου· ἐταλαιπώρησα καὶ  κατεκάμφθην ἕως τέλους ὅλην τὴν ἡμέρανσκυθρωπάζων ἐπορευόμην Ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν  μπαιγμάτων, κα οὐκ  ἔστιν  ἴασις  ἐν τ σαρκί  μουἘκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα,ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου» (7-9). Ατία  τῆς ἀσθένειάς  του  ὁψαλμωδός  θεωρεῖ  τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του· «ὅτι αἱ ἀνομίαι μουὑπερραν τὴν κεφαλήν μου ὡσεὶ  φορτίον  βαρὺ  ἐβαρύνθησαν  π᾽  ἐμέ» (37,5)44  Πηγή  της ὡστόσο  θεωρεῖ  τόν  Θεό,  ὁποῖος  τοῦ  ἔστειλε  τήν ἀσθένεια γιά  νά δείξει τόν θυμό καί τήν ὀργή του γιά τήν ἁμαρτωλή συμπεριφορά του:
«ὅτι  τὰ βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι, καὶ  ἐπεστήριξας ἐπ᾽ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου»(37,3)45. Στό σημεο αὐτό  ἀξίζει  νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι, καθώς βιώνει  μέβαθειά  συναίσθηση   τήν  ἁμαρτωλότητά  του,  ὁ  ψαλμωδός διατυπώνει κατ ἐξαίρεσιν  μία θαυμαστή  ἑρμηνεία  τῆς ργῆς  τοῦ  Θε-


42.      Πρβλ. H. W. Wolff, Anthropology  of the Old Testament, Philadelphia  1974, σ.
147ἑξ. Πρβλ. A. Luc, «∋Ξξ», ἔνθ  νωτ. σ. 91,  ὁποῖος  συσχετίζει  τήν  ξορία  τῶνἰουδαίων στή Βαβυλώνα  μέ τήν ξωση τν πρωτοπλάστων πό τόν παράδεισο.
43.      Ἡ ξατομίκευση τῆς μαρτίας συντελεῖται μεταγενέστερα κυρίως  μέ τό κή-
ρυγμα  τν Ἰερεμία καί εζεκιήλ καί πρυτανεύει στόν Ἱερατικό Κώδικα· βλ. C. Koch,
«∋Ξξ», TDOT, Michiga 1980, σ. 316ἑξ. P. D. Miller, «Sin and Judgment  in Jeremiah
34:17-19», JBL 103 (1984), σ. 611-613. Μ. Fishbane, «Sin and Judgment in the prophe- cies ofEzekiel», Int 40 (1986), σ. 131-150.
44.      Ἀντίθετα  F. Lindstrom  στό ἔργο  του  Suffering  and Sin: Interpretations  of illnessin the individual  complaint  psalms  (Washington  1995). Πρβλ. ὡστόσο  τίς ε- στοχεςπαρατηρήσεις το W. Brueggemann, CBQ 57 (1995), σ. 562-563.
45.      Πρβλ «...ἀπέστρεψας   δὲ  τὸ  πρόσωπόν σου καὶ  ἐγενήθην  τεταραγμένος» (Ψαλμ.29,8)· «ἐπ᾽ ἐμὲ διῆλθον  αἱ ὀργαί  σου, καὶ  οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με» (Ψαλμ. 87,17).


οῦ,  ὁποία  προσεγγίζει τίς ἀντιλήψεις τῆς Κ. ∆ιαθήκης.  Χρησιμοποι- ώντας τή γνωστή  ποιητική τεχνική  τοῦ συνωνυμικοῦ παραλληλισμο, ἐξισώνει τήνὀργή τοῦ Θεοῦ μέ τίς ἁμαρτίες  του· «οὐκ ἔστιν ἴασις  ν τῇ σαρκί  μου  ἀπὸ προσώπου τῆς  ὀργῆς  σου οὐκ  ἔστιν  εἰρήνη  ἐν τοῖς ὀστέοις   μου  ἀπὸ  προσώπου  τῶν  ἁμαρτιῶν  μου»  (37,4).  Ὅπως   ἡ θεραπεία τοῦ σώματος («ἴασις  τ σαρκί»)  τοῦ α΄ ἡμιστιχίου  ἰσοδυνα- μεῖ μέ τήν «εἰρήνη  στά ὀστ»  τοῦ β΄, ἔτσι καί  τό «πρόσωπον τῆς ὀργῆς» τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μέ «τό πρόσωπον τῶν ἁμαρτιῶν» τοῦ ψαλ- μωδο46 .
Αὐτήν ἀκριβῶς τή βαθύτατη συναίσθηση  τῆς ἁμαρτωλότητας προκαλεῖστή ζωή τοῦ ἀνθρώπου  ἀσθένεια ἰδιαίτερα ὅταν  οἱ πρω- ταγωνιστέςδείχνουν  ἀνυποψίαστοι. Ἔτσι,  οἱ ἰσραηλίτες  συναισθάν- θηκαν  τήν ἁμαρτίατοῦ  γογγυσμο, ὅταν  ἄρχισαν νά πεθαίνουν ἀπό τά τσιμπίματα τῶν φιδιῶν στήν ἔρημο (Ἀριθμ. 21,5ἑξ.)47. Ὁμοίως καί 
∆αβίδ  κατανόησε ὅτι  ἀπογραφή τοῦ λαοῦ  πού  εἶχε πραγματοποιή- σει ἦτανἁμαρτία, ὅταν  κλήθηκε νά ἐπιλέξει  ἀνάμεσα  στήν πεῖνα τήν ὑποδούλωσηκαί τήν ἐπιδημία  (Β΄ Βασ. 24,10).  συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτίας εἶναι  τό πρῶτο  βῆμα  τοῦ  ἀνθρώπου πρός  τή  μετάνοια,   ἡ ὁποία  εἶναι  καί  τό ζητούμενο  στή  βιβλική  σκέψη.  Πάνω  σ’ αὐτή  τή βάση,  ἀσθένεια  καί κακοπάθεια βιώνεται  ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς Π.
∆ιαθήκης  ἄλλοτε ὡς τιμωρία  καί ἄλλοτε ὡς παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ.
Τήν τιμωρία  γιά  τήν ἁμαρτία πού  διαπράχθηκε τήν ἀπαιτεῖ  δι-καιοσύνη τοῦ Θεοῦ, διότι   παράβαση τοῦ θείου θελήματος ἀποτελο- σεὅρο τῆς σιναϊτικῆς διαθήκης σύμφωνα  μέ ὅσα ὁρίζονται στό βιβλίο τῆςἘξόδου· «Ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς  τῆς φωνῆς Kυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰἀρεστὰ  ἐναντίον αὐτοῦ  ποιήσῃς  καὶ  ἐνωτίσῃ  ταῖς  ἐντολαῖς αὐτοῦ καὶφυλάξῃς  πάντα τ δικαιώματα αὐτο πᾶσαν νόσον,  ἣν ἐπήγαγον τοῖςΑἰγυπτίοις, οὐκ ἐπάξω πὶ σέ· ἐγὼ γάρ εἰμι Kύριος  ἰώμενός σε» (15,26).
Ὡστόσο  κάτω  ἀπό  τήν ἐπίδραση  τοῦ προφητικοῦ κυρίως  κηρύγ-ματος,  κακοπάθεια κατανοήθηκε καί ς παιδαγωγία τῆς φιλανθρω- πίας τοῦΘεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Οἱ προφῆτες  τόνισαν ὅτι ἐκενο  πού ἐπιθυμεῖ  ὁ  Θεός  εἶναι   μετάνοια   τοῦ  ἀνθρώπου καί  ἡ διόρθωση  τῆςσυμπεριφορᾶς του καί ὄχι  ἐξόντωσή  του48. Πιό χαρα-
κτηριστικά ἀπό  ὅλους  τό διατυπώνει  προφήτης  Ἰεζεκιήλ· «μὴ θελήσειθελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου λέγει Κύριος,  ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν  ἐκτῆς ὁδοῦ  τῆς πονηρᾶς καὶ  ζῆν αὐτόν;» (18,23). Γι’ αὐτό  καί μαζί μέ τήνὁμολογία  τοῦ ἰσραηλίτη ὅτι  Θεός στέλνει  τήν ἀσθένεια καί   τήν κακοπάθεια τονίζεται  παράλληλα  ὅτι  αὐτός   ἔχει  καί   τή δύναμη νάθεραπεύσει, νά διορθώσει καί νά ἀποκαταστήσει τή διασα-


46.      Βλ. Σ. Σάκκου,  Ἑρμηνεία  Ψαλμῶν,  τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 33-34.
47.      Πρβλ. H. W. Wolff, ἔνθ νωτ., σ. 148.
48.      Πρβλ. K. Warrington, «Healing  and  suffering  in the Bible», IRM  95 (2006),
155.


λευθεῖσα  τάξη·  «ἴδετε ἴδετε  ὅτι  ἐγώ  εἰμι καὶ  οὐκ  ἔστιν  Θεὸς  πλὴνἐμοῦ· ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω πατάξω κἀγὼ  ἰάσομαι, καὶ  οὐκ ἔστινὃς ἐξελεῖται  ἐκ τῶν χειρῶν μου» (∆ευτ. 32,39) 49 .
Τό  προφητικό  κήρυγμα,   τό  ὁποῖο   ὑπενθυμίζει   τήν  παραπάνωἀλήθεια λειτουργεῖ συχνά  ὡς μέσο γιά  τήν ἀλλαγή  στάσης τοῦ λαοῦ,ὅπως  διατυπώνεται χαρακτηριστικά ἀπό  ἐκείνους πού  δέχθηκαν  τόἐλεγκτικό  κήρυγμα  τοῦ  Ὠσηέ· «Πορευθῶμεν  καὶ  ἐπιστρέψωμεν πρὸςΚύριον  τὸν Θεὸν ἡμν, ὅτι αὐτὸς  ἥρπακεν  καὶ ἰάσεται ἡμᾶς, πατάξει καὶμοτώσει ἡμᾶς· ὑγιάσει ἡμᾶς μετὰ δύο ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃἀναστησόμεθα καὶ  ζησόμεθα  ἐνώπιον αὐτο»  (6,1-2). Τήν  ἐμπειρία αὐτή ἀξιοποιεῖ καί  σοφιολογική γραμματεία μέ τό ἀπόφθεγμα «φοβοῦ τὸν Θεὸνκαὶ ἔκκλινε  ἀπὸ παντὸς κακοῦ· τότε ἴασις  ἔσται  τῷ σώματί σου καὶ ἐπιμέλεια  τοῖς ὀστέοις  σου» (Παροιμ 3,7-8).  βασιλιάς Ἐζεκίας εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τή θεραπεία του ἀπό  θανάσιμη  ἀσθέ- νεια, τήνὁποία  ταυτίζει  μέ τήν ἄφεση  τῶν ἁμαρτιῶν του· «εἵλου  γάρ μου τὴν ψυχήν ἵνα  μὴ ἀπόληται, καὶ  ἀπέρριψας ὀπίσω  μου πάσας τὰς  ἁμαρτίαςμου»  (Ἠσ. 38,17). Πρόκειται γιά  τήν  κατάσταση πού ἐπιθυμεῖ  βαθύτατα ψυχή  τοῦ  ἀνθρώπου τῆς παλαιᾶς διαθήκης  νά βιώσει καί ἐκφράζει  μέ τήνἔννοια  τῆς εἰρήνης50.
Σέ ὅλα τά παραπάνω θά πρέπει  νά προσθέσουμε  καί τίς ἀναφορές πού ἀπαντοῦν στή σοφιολογική κυρίως  γραμματεία καί  κάνουν  λόγο γιά  τήν εὐθύνη  πού  φέρει  ὁ  ἴδιος  ὁ  ἄνθρωπος γιά  τήν  ὑγεία   τήν ἀσθένειά του,  ἡ ὁποία  προκύπτει ὡς ἄμεση συνέπεια  συγκεκριμένων ἐπιλογῶν  πούπραγματοποιεῖ στή ζωή του. Ἔτσι,  στίς Παροιμίες ἀνα- φέρεται  ὅτι «καρδίαεὐφραινομένη εὐεκτεῖν  ποιε, ἀνδρὸς  δὲ λυπηροῦ ξηραίνεται τὰ ὀστ» (17,22), ν  Σειράχ  προειδοποιεῖ ὅτι «ἐν πολλοῖς  βρώμασιν  ἔσται  νόσος, καὶ   ἀπληστία ἐγγιεῖ  ἕως χολέρας·  δι᾽ ἀπληστίαν  πολλοὶ   ἐτελεύτησαν  δὲ  προσέχων  προσθήσει  ζωήν» (37,30-31). Συμφωνεῖ  ἐπ αὐτοῦ  καί Τωβίτ,  ὁποῖος  ἐπισημαίνει ὅτι
«οἱ ἁμαρτάνοντες πολέμιοί  εἰσιν τῆς ἑαυτῶν  ζωῆς» (12,10).


ΙΙΙ. ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ  ΣΤΗΝ Κ. ∆ΙΑΘΗΚΗ


Τήν  ἐποχή  τῆς  Κ.  ∆ιαθήκης   οἱ  ἔννοιες  τῆς  ἀσθένειας   καί  τῆςἁμαρτίας             εἶναι     ἤδη                     στενά   συνδεδεμένες,                           ὅπως     ἐπανειλημμένως μαρτυρεῖται στά  εὐαγγελικά καί  τά  ἀποστολικάκείμενα.  Ὁ  Κύριος ἐπιβεβαιώνει τήν  αἰτιολογική αὐτή  σχέση  μεταξύ  τους, ὅταν  παρου- σιάζει  τή σωματική  ἴαση ὡς τό ὁρατό  σημεῖο φανέρωσης  τῆςἀόρατης ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου51. Θά μπορούσαμε  νάδιακρίνου- με τρεῖς ἐπί μέρους πτυχές  τῆς σχέσης τῆς ἀσθένειας  μέ τήνἁμαρτία: 


49.      Πρβλ. H. P. Smith, ἔνθ νωτ., σ. 528-529.
50.      Βλ.  κτενέστερα  Σ.  Καλαντζάκη «Οἱ  θεολογικές   διαστάσεις  τῆς  ερήνης στήνΠαλαιά ∆ιαθήκη» ΕΕΘΣΘ  29 (1986-1989), σ. 103-188.
51.      Βλ. Γ. Παπαδάκη, ἔνθ ἀνωτ., σ. 230ἑξ.


πρώτη  ἀφορᾶ στήν  αἰτιολογική σχέση  πού  συνδέει  τήν  ἀσθένεια  μέ τήνἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης γενικά  ς συνέπειά  της. Ἡ δεύτερη ἐπισημαίνει τήν προσωπική ἠθική εὐθύνη  τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πρόκληση τῆς ἀσθένειας  ς συνέπειας  συγκεκριμένων ἁμαρτωλῶν του  πράξεων Καί ἡ τρίτη  ἀναδεικνύεται ἀπό  τόν  ἴδιο  τόν  Κύριο,  ὁ ὁποῖος  παρουσιάζει τήν ἀσθένεια  τοῦ  ἀνθρώπου ὡς ἀφορμή  γιά  τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Γιά τήν  πρώτη  περίπτωση ἔχουμε  τό παράδειγμα τοῦ  παραλυτι- κοῦ τῆς Καπερναούμ, τόν  ὁποῖο   Κύριος  θεραπεύει  ἀπό  τήν  παρα- λυσία, ἀφοῦ  πρῶτα  ἐξαγγέλλει τήν  ἄφεση  τῶν  ἁμαρτιῶν του.  Πρός τούς σκανδαλισμένους Φαρισαίους δίνει  τήν  ἑξῆς σαφῆ  ἐξήγηση· «τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν Ἀφέωνταί σοι  αἱ  ἁμαρτίαι σου,  εἰπεῖνἜγειρε   καὶ  περιπάτει;  ἵνα   δὲ  εἰδῆτε   ὅτι   ὁ  υἱὸς   τοῦ   ἀνθρώπου ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶτῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἶπεν  τ παραλελυμένΣοὶ  λέγω ἔγειρε  καὶ ἄρας  τὸ  κλινίδιόν σου  πορεύου  εἰς  τὸν  οἶκόν
σου» (Λουκ. 5,23-24)52 .
Γιά τή δεύτερη περίπτωση, ὑπάρχει τό παράδειγμα τοῦ παραλυτι- κοῦ τῆς  Βηθεσδά τόν  ὁποῖο  ὁ  Κύριος  προειδοποιεῖ μετά  τήν  ἀπο- θεραπείατου· «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν  σοί τι γένηται» (Ἰω.5,14).
Τέλος, γιά τήν τρίτη περίπτωση, τήν ὁποία  θά χαρακτηρίζαμε καί ὡςἐξαίρεση πού μόνον  ἴδιος  Θεός θά μποροῦσε  νά μαρτυρήσει  τήν ὕπαρξή της, εἶναι  τό  παράδειγμα τοῦ  ἐκ γενετῆς  τυφλοῦ.  Στήν  ἐρώ- τηση  τῶν μαθητῶν  του,  πού  ἀπηχεῖ  τίς ἐπικρατοῦσες λαϊκές  ἀντιλή- ψεις σχετικά μέ τήν αἰτία  τῆς ἀσθένειάς  του («τίς ἥμαρτεν οὗτος  ἢ οἱ γονεῖς  αὐτο ἵνατυφλὸς  γεννηθ;»),  Κύριος ἀπάντησε·  «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν  οὔτε οἱ γονεῖς αὐτο ἀλλ᾽ ἵνα  φανερωθῇ  τὰ ἔργα  τοῦ Θεοῦ ἐν          αὐτ»              (Ἰω.         9,2-3).                   Ἀναφέρεται           φυσικά        στή         θεραπεία,         πού ἐπρόκειτο νά  ἀκολουθήσει μέ τόν  ἰδιαιτέραχαρακτηριστικό τρόπο
καί σκοπό τῆς περιγραφῆς της στήν εὐαγγελική διήγηση53 .
Τή θεολογική  ἐμβάθυνση  στήν  περί  ἁμαρτίας καί  ἀσθένειας  πα-λαιοδιαθηκική ἀντίληψη καί  ὁλοκλήρωσή της ὑπό  τό φῶς τῆς καινο-διαθηκικῆς ἀποκάλυψης πραγματοποιεῖ  ἀπ. Παῦλος  σέ διάφορα ση- μεῖατῶν ἐπιστολῶν του, ἰδίως ὅμως στά  κεφ. 5-7 τῆς Πρός  Ρωμαίουςἐπιστολῆς.  Ὑπογραμμίζουμε ἐν προκειμένῳ  τρία  βασικά  σημεῖα  τῶνθέσεών του54 :





52.      Πρβλ. Σ. Σάκκου Ἑρμηνεία  εὐαγγελικῶν περικοπῶν, Θεσσαλονίκη 1984, σ.
95-96. J. T. Carroll,  «Sickness  and  healing  in  the  New  Testament  Gospels», Int  49 (1995),σ. 130ἑξ.
53.      Βλ. περισσότερα Σ. Σάκκου,  ἔνθ ἀνωτ., σ. 167ἑξ.
54.      Βλ.  ἀναλυτικά  Ἰ.  Καραβιδόπουλου Ἡ  ἁμαρτία  κατά   τόν   πόστολον
Παλον σ. 57ἑξ.


1ον.  ἁμαρτία εἶναι  καθολικό φαινόμενο τόσο σέ ὁριζόντια ὅσο καί  σέ κατακόρυφη διάσταση55 . Σέ  ὁριζόντια  διάσταση ἡ  ἁμαρτία ἀφορᾶ σέ ὅλουςτούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως, διότι  «πάντες  μαρτον καὶ  ὑστεροῦνται τῆς δόξης  τοῦ  Θεο»  (Ρωμ. 3,23). Σέ  κατακόρυφη διάσταση νοεῖται  ὅτι χειεἰσέλθει καί  στερεωθεῖ  μέσα στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε λειτουργεῖ ὡς δεύτερη κινητήρια δύναμη,  πού  καθορίζει τίςἐπιλογές  του· «βλέπω ἕτερον  νόμον  ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενοντῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ  αἰχμαλωτίζοντά  με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίαςτῷ ὄντι  ν τοῖς  μέλεσί μου. Tαλαίπωρος  ἐγὼ  ἄνθρωπος·  τίς  με ῥύσεται ἐκ  τοῦ  σώματος  τοῦ  θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7,23-24).
2ον.  φθορά  ἀσθένεια  καί  τελικά   θάνατος  δέν ἦταν  ρχικήἐπιλογή   τοῦ  ∆ημιουργο ἀλλά   ἐπικράτησαν  ἐπί  τοῦ  ἀνθρωπίνου γένουςδιά τῆς ἁμαρτίας.  Τά στοιχεῖα αὐτά  μαζί με τήν  καθολικότητα τῆς ἁμαρτίαςθεμελιώνονται πάνω  στήν παράβαση το Ἀδάμ· «ὥσπερ δι᾽  ἑνὸς  ἀνθρώπουἡ  ἁμαρτία ες  τὸν  κόσμον  εἰσῆλθε  καὶ  διὰ  τῆς ἁμαρτίας ὁ  θάνατος, καὶ οὕτως  εἰς  πάντας  ἀνθρώπους ὁ  θάνατος διῆλθεν,   ἐφ᾽  ᾧ  πάντες  ἥμαρτον»   (Ρωμ 5,12).  ρμηνεύοντας τόν ἀποστολικό αὐτό  λόγο,  ὁ  Μ.Ἀθανάσιος παρατηρεῖ· «εἰ  γὰρ  καὶ  ὁ Ἀδὰμ  ἐκ γῆς μόνος ἐπλάσθη ἀλλ᾽ ἐναὐτῷ  ἦσαν οἱ λόγοι  τῆς διαδοχῆς παντὸς  τοῦ γένους»56 .
3ον. Τόσο  ἁμαρτία ὡς κατάσταση, ὅσο καί οἱ συνέπειές  της, κα-ταργήθηκαν διά  τοῦ θανάτου καί  τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστο57 . Ὁχαρακτήρας  αὐτῆς  τῆς  ἀπαλλαγῆς  εἶναι  ἐπίσης  καθολικός σέ  ὁρι- ζόντια καί  σέ κατακόρυφη διάσταση, καί  ἐξαρτᾶται ἀπό  τή μετοχή τοῦ  ἀνθρώπουστό  ἀναστημένο σῶμα  τοῦ  Χριστοῦ·  «εἰ γὰρ  τῷ  τοῦ ἑνὸς παραπτώματι θάνατος βασίλευσε  διὰ  τοῦ ἑνός, πολλῷ μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆςχάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσιδιὰ  τοῦ ἑνὸς Ἰησοῦ Χριστο. Ἄρα οὖν ὡς δι᾽ ἑνὸς παραπτώματος εἰς πάνταςἀνθρώπους εἰς κατάκριμαοὕτω  καὶ  δι᾽ ἑνὸς δικαιώματος εἰς πάνταςἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς» (Ρωμ. 5,17-18).
Ἀκολουθώντας  τίς   βασικές   γραμμές   τῆς   βιβλικῆς   σκέψης,   ἡἁμαρτία νοεῖται  ὡς διατάραξη τῆς ἰσορροπίας τν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέτόν ἑαυτό  του, τό περιβάλλον του καί τόν Θεό,  ποία



55.      Πρβλ Χ.  Καρακόλη μαρτία-Βάπτισμα-Χάρις   (Ρωμ 6,1-14).   Συμβολή στήν Παύλεια  σωτηριολογία Θεσσαλονίκη 2004, σ. 113. Πρβλ.  καί  Σ. Ἀγουρίδη, Ἁμαρτία καίἀναμαρτησία κατά  τήν  Α΄ ἐπιστολήν τοῦ  ἁγ Ἰωάννου ἐν Ἀθήναις
1958, σ. 12ἑξ.
56.      Μ. Ἀθανασίου, Λόγοι  κατά  Ἀρειανῶν, PG 26,249.
57.      Βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, ἔνθ’  ἀνωτ. σ. 122ἑξ. Χ. Καρακόλη, ἔνθ’  ἀνωτ. σ.
227ἑξ. Γιά τόν ἐξιλαστήριο θυσιαστικό χαρακτήρα το θανάτου το Χριστοῦ  βλ. C. W. Swain,«“For our sins”. The image of sacrifice  in the thought  of the Apostle  Paul»Int 17 (963), σ.131-139.


ἐπεκτάθηκε στή συνέχεια  στό σύνολο  τῆς ∆ημιουργίας. Ἐκδήλωση τῆςδυσαρμονίας αὐτῆς στόν ἀνθρώπινο βίο εἶναι  φθορά  καί  ἀσθένεια μέἀποκορύφωμα τόν θάνατο.  Μέ τόν θάνατο καί  τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καταργεῖται  δύναμη  τῆς ἁμαρτίας καί  ἀποκαθίστανται οἱ ὀντολογικές τηςσυνέπειες  γιά  τόν  ἄνθρωπο. Ἐμφανής  ἐκδήλωση  τῆς ἀποκατάστασής τηςεναι  σωματική  ἴαση, πού προσφέρεται ἀπό τόν ἴδιο  τόν  Κύριο  πρό  τῆςἀναστάσεώς του  καί  ἀπό  τούς  ἀποστόλους μετά ἀπό αὐτήν58.
Χῶρος  τῆς  νέας  αὐτῆς  πραγματικότητας εἶναι   Ἐκκλησία καί μέσο λειτουργική της πράξη. ∆ι’ αὐτῆς  βιβλική διδασκαλία ποκτᾶ
«σάρκα  καί  ὀστ»  καί  καθίσταται μέρος  τῆς  πραγματικότητας πού βιώνει ὁ  ἄνθρωπος κάθε  ἐποχῆς Συγχρόνως, διά  τς  προβολῆς  τῆς βιβλικῆς διδασκαλίας,  ἐκκλησιαστική λειτουργική  πράξη  προστα- τεύεται   πό  τήν   παρερμηνεία  της  ὡς  μαγικῆς   δραστηριότητας   ἤ δικανικῆς πράξης. ∆ιατηρεῖ ἔτσι  τόν  πραγματικό της χαρακτήρα  ὡς σημεῖον  παφῆς  τοῦ ἀνθρώπου μέ τή ζωογόνο  ἀναστάσιμη χάρη  τοῦ Θεοῦ.







































58.      Βλ. K. Warrington,  ἔνθ ἀνωτ., σ. 157-161.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...