ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
Ἐπίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ.
Ἡ ἀσθένεια ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἀρνητικῆς καί δυσάρεστηςκατάστασης τοῦ κακοῦ, πού ἁπλώνεται διάχυτα στόν κόσμο καί τή ζωήτοῦ ἀνθρώπου καί ἔχει ὡς ἀποκορύφωμά της τόν θάνατο. Πρό- κειται γιά μία κοινή ἐμπειρία πού ἀπασχόλησε τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν λαῶν1 . Ἡἐξήγηση τοῦ φαινομένου καί ἡ προσπάθεια ἐξεύρεσης τρόπων γιά τήν ὑπέρβασή του ἀποτελεῖ οὐσιαστικά τόν ἀπώτερο στόχο ὅλων σχεδόν τῶνφιλοσοφικῶν καί θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων, πού ἐμφανίστηκαν στήνἀνθρώπινη ἱστορία. Στή βιβλική σκέψη πηγή τοῦ κακοῦ θεωρεῖται ἡ ἁμαρτία. Γιά τόν λόγο αὐτό ξεκινοῦμε τή διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας ἀπό τήν ἐπισήμανση τῶν σημαντι- κότερων παραμέτρων πούσυνθέτουν τήν ἔννοιά της.
Ι. ΑΜΑΡΤΙΑ
1. Πρβλ. τήν ἀναλυτική μελέτη τοῦ C. Von Fürer-Haimendorf, «The sense of sin in cross-cultural perspective», Man (n.s.) 9 (1974), σ. 539-556.
2. Μέ τόν τρόπο αὐτό κατανοήθηκε στήν ὀρθόδοξη ἑρμηνευτική καί θεολο- γική παράδοση (βλ. M. Aghiorgoussis, «Sin in Orthodox Dogmatics», St. Vladimir’s Theological Quarterly 21 [1977], σ. 179-190). Πολλοί ὡστόσο νεότεροι ἑρμηνευτές ἀπό ἄλλες παραδόσεις τείνουν νά τή θεωροῦν αὐτοτελῶς, ἀνεξάρτητα ἀκόμη καί ἀπό τήσωτηριολογία (βλ. R. Knierim, «The problem of an Οld Testament Hamartio- logy», VT 16[1966], 366ἑξ.).
3. Πρβλ. G. Vos, Biblical Theology. Old and New Testaments, Michigan 1991, σ.
264. ∆. Καϊμάκη, Θέματα Παλαιοδιαθηκικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 103.
λογία καί πλούσιες οἱ εἰκόνες πού ἐπιστρατεύουν γιά τήν ἐπισήμανση καίτήν περιγραφή της4.
Οἱ Ο΄ ἑλληνομαθεῖς ἰουδαῖοι λόγιοι πού μετέφρασαν τίς ἱερές τουςγραφές στήν ἑλληνική, χρησιμοποιοῦν τή λέξη ἁμαρτία περί τίς χίλιεςπερίπου φορές, γεγονός ἐνδεικτικό τῆς μεγάλης σημασίας της στήθρησκευτική γλώσσα τῆς Π. ∆ιαθήκης. Συναντᾶται σέ κοσμικά καί σέθρησκευτικά θέματα. Στίς περιπτώσεις κοσμικῆς χρήσης σημαίνει «χά- νωτόν στόχο». Στήν περίπτωση τῶν πολεμιστῶν τῆς φυλῆς Βενιαμίν, γιά παράδειγμα, σημειώνεται ὅτι ἦταν «σφενδονῆται ἐν λίθοις πρὸς τρίχα καὶ οὐκ ἐξαμαρτάνοντες»5. Περαιτέρω, ἐφαρμόζεται μεταφο- ρικά γιά τίςἀνθρώπινες σχέσεις καί σημαίνει «σφάλλω, προσβάλλω, κάνω κακό σέκάποιον ἄνθρωπο», ὅπως π.χ. ἡ ἀναφορά τοῦ Ἠσαΐα στούς «ποιοῦνταςἁμαρτεῖν ἀνθρώπους ἐν λόγῳ» (29,10). Παρόμοια διατυπώνεται καί ἡ προτροπή τοῦ Ἰωνάθαν πρός τόν πατέρα του Σαούλ νά μήν προξενήσει κακό στόν φίλο του ∆αβίδ· «Μὴ ἁμαρτησά- τω ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν δοῦλόν σου ∆αυίδ, ὅτι οὐχ ἡμάρτηκεν εἰς σέ, καὶ τὰ ποιήματα αὐτοῦ ἀγαθὰσφόδρα» (Γ΄ Βασ. 19,4).
4. Γιά τίς σημασίες τῆς λ. ἁμαρτία βλ. H. G. Liddell – R. Scott, Μέγα Λεξικόν τῆςἙλληνικῆς Γλώσσης, Ἀθῆναι, τ. 1, σ. 126-127. Πλήρη συλλογή τῆς περί ἁμαρτίας ὁρολογίαςστά προφητικά βιβλία τῆς Π. ∆ιαθήκης καί ἐξαντλητική διερεύνηση τῶν ἐννοιολογικῶν τηςἀποχρώσεων βλ. Π. Σιμωτᾶ, Ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας κατά τούς ἑ- βραίους προφήτας,Θεσσαλονίκη 1968.
5. Κριτ. 20,16.
6. Βλ. W. Εichrodt, Theology of the Old Testament, London 1967, τ. 2, σ. 381. C. Koch,«∋Ξξ», TDOT, Michigan 1980, σ. 311ἑξ.
7. Βλ. λεπτομερέστερα Π. Σιμωτᾶ, ἔνθ' ἀνωτ., σ. 78. Λόγω τῆς ἐννοιολογικῆςεὐρύτητας, τοῦ πλήθους καί τῆς ποικιλίας τῆς ὁρολογίας, καθώς καί τῆς ἀβεβαιό-
τητας τῆς φιλολογικῆς ἀνάλυσης τῶν βιβλικῶν κειμένων, δέν θά παρακολουθήσουμελεπτομερῶς τή χρονολογική ἐξέλιξη τῆς ἔννοιας τῆς ἁμαρτίας —ἐγχείρημα πού, ὅπωςἐπισημαίνεται ἄλλωστε ἀπό τούς ἐρευνητές, εἶναι πολύ δύσκολο, ἄν ὄχι ἀδύνατο (βλ. G.Quell, «ἁμαρτάνω», TDNT, τ. 1, σ. 270· 273)— ἀλλά τήν «κανονική» της ἀνάπτυξη· θάδοῦμε δηλ. τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐμφανίζεται στήν ταξινόμηση τῶν βιβλίων, ὅπως τά ἔχουμε στή διάθεσή μας στόν κανόνα. Θά μνημονεύσουμε τά βασικότερα κοινά καί ἰδιαίτερα ἐννοιολογικά χαρακτηριστικά της σέ ὁμάδες βιβλίων, καθώς καί τίς διαφορετικές παραμέτρους, πού λειτουργοῦν κάθε φορά. Περισσότερους προβληματισμούς γιά τίςἐνδεικνυόμενες μεθοδολογικές προσεγγίσεις τῆς ἔννοιας τῆς ἁμαρτίας στήν Π. ∆ιαθήκη, βλ. R.Knierim, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 366-385.
8. Πρβλ. ἐνδεικτικά T. Jacobsen, «Battle between Marduk and Tiamat», Essays inmemory of E. A. Speiser, New Haven 1968, σ. 104-108. J. H. Groenbaek, «Baal's battle withYam: a Canaanite creation fight», JSOT 30 (1985), σ. 27-44.
9. Πρβλ. χαρακτηριστικά τήν προσέγγιση τοῦ B. Childs, Biblical Theology of the Old and New Testaments. Theological reflection on the Christian Bible, Minneapolis 1992, σ. 566ἑξ.
10. Πρβλ. D. J. Simundson, «Health and healing in the Bible», Word & world 2 (2006),σ. 330ἑξ.
νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό τή σχέση του μέ τόν Θεό. Ὁ τονισμός αὐτῆς τῆςἀλήθειας φαίνεται νά ἦταν ἡ πρόθεση τοῦ θεόπνευστου συντάκτη, πού ἔθεσετή συγκεκριμένη διήγηση στήν ἀρχή τῆς Πεντατεύχου11 .
Παρόλο πού δέν ἀναφέρεται ὁ ὅρος, ἡ ἁμαρτία παρουσιάζεται στόκείμενο ὡς παράβαση μιᾶς ἐντολῆς· τήν ἀπαγόρευση τῆς βρώσης τοῦ καρποῦ τοῦ δέντρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ12 . Μελετώντας τή σχετική περιοπή, οἱ ἑρμηνευτές ἐπισημαίνουν τά ἀκό-λουθα:
1ον. Ὁ Θεός ἀσκεῖ τήν ἐξουσία του ὡς δημιουργός τοῦ κόσμου καί ὁρίζει ὁ ἴδιος τό καλό καί τό κακό· κακό εἶναι ὁτιδήποτε δένσυμβαδίζει μέ τό θεῖο θέλημα, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στήν τελειότητα τῆςδημιουργίας13.
2ον. Ἡ παράβαση συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦἀνθρώπου, ἀφοῦ αὐτή εἶναι σέ τελική ἀνάλυση ἡ γενεσιουργός αἰτία της14.
3ον. Ὡς συνέπεια τῆς παράβασης παρουσιάζεται ἡ διακοπή τῶν σχέσεωνμέ τόν Θεό, ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό αὐτόν καί ἡ διασάλευση τῶνσχέσεών του μέ τή δημιουργία15. Ὁ ἄνθρωπος ἄρχισε νά βιώνει συναισθήματα καί καταστάσεις τελείως ξένες πρός αὐτόν· πόνο, ἀδυναμία,ἀνασφάλεια, φόβο, κόπο καί ἐχθρότητα.
11. Πρβλ. G. Quell, «ἁμαρτάνω», TDNT, τ. 1, σ. 281ἑξ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, Ἡ
ἁμαρτία κατά τόν ἀπόστολον Παῦλον, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 15ἑξ.
12. Ὀρθῶς ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ διήγηση καθαυτή δέν φαίνεται μέν νά ἔχει ἐπηρεάσει τά ὑπόλοιπα βιβλία τῆς Π. ∆ιαθήκης· ὡστόσο ἐκφράζει τήν οὐσία τῶν περί ἁμαρτίαςἀντιλήψεων, πού ἀπαντοῦν σέ αὐτά· βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 21ἑξ.
13. Πρβλ. τή γνωστή φράση «καὶ εἶδεν ὁ Θεός ὅτι καλόν». Βλ. ἀναλυτικότερα
Ἠ. Οἰκονόμου, Τώβ μεώδ. Ἀξιολογική ἑρμηνεία τοῦ α΄ κεφ. τῆς Γενέσεως, Ἀθῆναι
1967.
14. Βλ. Κ. Καλλινίκου, Ἡ ἁμαρτία κατά τήν χριστιανικήν ἀντίληψιν, Ἀθῆναι
1958, σ. 39ἑξ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 131ἑξ. B. Childs, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 574.
15. Ἡ παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς ἔχει ἕνα εὐρύ ἑρμηνευτικό ὁρίζοντα στήμεταγενέστερη βιβλική σκέψη· στήν ἠπιότερη μορφή της κατανοεῖται ὡς ἀπομά- κρυνση ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ στήν ἐπιθετικότερη ὁρίζεται ὡς ἐπανάσταση κατά τοῦ Θεοῦ. Οἱπροσεγγίσεις αὐτές ἐκφράζονται ἀντιπροσωπευτικά μέ τή χρήση τῶν ὅρων
chata’ καί pasha‘, ἁμαρτάνω καί ἐπαναστατῶ, ἀντίστοιχα. Πρβλ. A. Luc, «∋Ξξ»,
NIDOTTE, τ. 2, Carlisle 1996, σ. 89ἑξ.
16. Στήν πατερική θεολογική σκέψη ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μία δωρεά τοῦ Θεοῦ(«συγκαταβὰς τοῖς δούλοις ὡς εὔσπλαγχνος») στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, «ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν», κατά τό γνωστό λόγιο τοῦ ἁγ. Ἰω. ∆αμασκηνοῦ, πού ἐκφράζει τό σύνολο τῆς πατερικῆς θεολογίας (Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 82, PG 94,1120C).
πρωτοπλάστους τήν ὁριστική ἀπαλλαγή τους ἀπό τά δεσμά τῆςἁμαρτίας μέ τό γνωστό πρωτευαγγέλιο (Γεν. 3,15)17. Ἡ παρουσία αὐτή τῆς σώζουσας χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ἁμαρτία σέ ὅλη τή διάρκεια ἐξέλιξης τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, καθώςἀποκαλύπτεται σταδιακά τό σχέδιο τῆς θ. Οἰκονομίας.
Οἱ τέσσερις παραπάνω ἐπισημάνσεις ἰσχύουν καί σέ ὅλες σχεδόν τίςὑπόλοιπες ἀναφορές στήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές της μέσα στάπαλαιοδιαθηκικά κείμενα18 .
17. Βλ. ἐκτενέστερα Σ. Καλαντζάκη, «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός». Ἑρμηνευτική ἀνάλυση τῶν περί ∆ημιουργίας διηγήσεων τῆς Γενέσεως, Θεσσαλονίκη 2001, σ.
575ἑξ.
18. Βλ. A. Luc, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 90ἑ.
19. Γιά τήν καθολικότητα τῆς ἁμαρτίας ὡς κοινή συνισταμένη ὅλων τῶν βιβλι-
κῶν παραδόσεων, βλ. ∆. Καϊμάκη, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 113-115.
20. Βλ. περισσότερα Σ. Καλαντζάκη, «Οἱ περί τοῦ πνεύματος ἀντιλήψεις τῆς
Παλαιᾶς ∆ιαθήκης. Ἱστορική καί θεολογική ἔρευνα», ΕΕΘΣΘ/ΤΠ, τ. 2 (1992), σ.
175ἑξ. 209ἑξ.
ἑαυτῆς γενομένη, τὰ οὐκ ὄντα λογίζεται... καὶ μόνα ἐκεῖνα ὁρᾷ τὰ τῇαἰσθήσει προσπίπτοντα»21 .
Ἐάν ἡ δημιουργία εἶναι τό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο ἐμφανίζονται οἱἔννοιες τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς στά καίρια αὐτά κείμενα, ἡ ἐκλογή τοῦ Θεοῦ καί ἡ διαθήκη ἀποτελεῖ τό νέο πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο διαμορφώνονται στό ἑξῆς. Ὁ Νῶε καί οἱ πατριάρχες εἶναι τά κύρια πρόσωπα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας στή φάση αὐτή. Ἡ ἐμπιστοσύνη στήνἀπόφαση καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ νά ἐκλέξει τόν Ἀβραάμ, γιά νά διοχετεύσει τήν εὐλογία του στά ἔθνη (Γεν. 12,1-3), συνιστᾶ τό ἀνώ- τατο κριτήριο ἀξιολόγησης τῆς συμπεριφορᾶς τῶν πρωταγωνιστῶν. Ἔτσι ἡ Σάρρα ἐπιπλήττεται, διότι μέ τό γέλιο της ἀμφισβητεῖ τή θεία ἐπαγγελία (Γεν. 18,11-15)· ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἀβραάμ νά τελέσει ἀνθρωποκτονία (Γεν. 22,1-18)«λογίζεται εἰς δικαιοσύνην» (Ρωμ. 4,9)· ὁ Ἠσαῦ καταδικάζεται, διότι ὑποτιμᾶ τή θέση του ὡς πρωτοτόκου καί ἑπομένως φορέα τῶνἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Ἰακώβ τιμᾶται παρά τίς ἐπανειλημμένες δολοπλοκίες ἐναντίον τῶν οἰκείων του.
Μέ τή μωσαϊκή νομοθεσία ἡ διαθήκη ἐξειδικεύεται σέ συγκεκρι- μένοκώδικα συμπεριφορᾶς, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τή βάση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης τοῦἐκλεκτοῦ λαοῦ τόσο μέ τόν Θεό-Γιαχβέ, καθώς καί μεταξύ τους. Ἡ ἁμαρτία ἀποκτᾶ πλέον τήν ἔννοια τῆς παράβασης συγκε- κριμένου θεσμικοῦ κανόνα22. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Μωυσῆς, ὁ νόμος δόθηκε
«ὅπως ἂν γένηται ὁ φόβος αὐτοῦ [τοῦ Θεοῦ] ἐν ὑμῖν, ἵνα μὴ ἁμαρ- τάνητε» (Ἐξ. 20,20). Ἐπρόκειτο γιά τήν ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία βίωσαν ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τή δουλεία. Στή σκέψη πλέον τοῦ ἰσραηλίτη ὁ μωσαϊκός νόμος εἶναι αὐτός πού ἐκφράζει τόθεῖο θέλημα καί συνιστᾶ τό ρυθμιστή τῆς ζωῆς του. Ἡ τήρησή του θά τοῦ ἐξασφαλίζει τή θεία προστασία, ἐνῶ ἡ παράβαση θά τόν καθιστᾶ εὐάλωτο ἀπό τή φθορά καί τά ποικίλα κακά: «ἐὰν ἀκοῇ εἰσακούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν φυ- λάσσειν καὶ ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ...ἥξουσιν ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ εὐλογίαι αὗται... ἐὰν μὴ εἰσακούσητε ποιεῖν πάντατὰ ῥήματα τοῦ νόμου τούτου τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ, παραδοξάσει Κύριος τὰς πληγάς σου καὶ τὰς πληγὰς τοῦ σπέρματόςσου, πληγὰς μεγάλας καὶ θαυμαστάς, καὶ νόσους πονηρὰς καὶ πιστάς» (∆ευτ.28,1-
2· 58-59)23.
21. Κατά Ἑλλήνων, 8, PG 25,16C.
22. Γιά τή διάσταση αὐτή τῆς ἔννοιας τῆς ἁμαρτίας βλ. ἰδιαίτερα G. Quell,
«ἁμαρτάνω», TDNT, τ. 1, σ. 271ἑξ. 278ἑξ.
23. Πάνω στήν ἔννοια τῆς τιμωρίας ὡς ἀποτελεσματικοῦ μέσου συνειδητοποίη- σης τῆςἁμαρτίας θεμελιώνει ὁ W. E. Staples τήν προσέγγισή του στήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας (βλ.«Some aspects of sin in the Old Testament», JNES 6 [1947], σ. 65ἑξ.).
σαν τήν ἀποκλειστική λατρεία τοῦ Γιαχβέ24. Μέ τή θεολογική αὐτήπροοπτική ἀναθεώρησε τίς ἀρχαῖες διηγήσεις γιά τήν ἱστορία τοῦ λα- οῦ τοῦΘεοῦ ἀπό τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἕως τήν καταστροφή τῆς Ἰερου- σαλήμ (∆΄Βασιλειῶν)25. Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ χαρακτήρας τῆς ἁμαρτίας καί τῶνσυνεπειῶν της εἶναι συλλογικός καί κληρονομικός26.
Oἱ κλασικοί προφῆτες τονίζουν ἔντονα τήν ἠθική διάσταση τῆςἁμαρτίας. Τήν ἐπισημαίνουν στήν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου καί στίς δραστηριότητές του ἀπό τή λατρευτική ζωή ἕως τίς διαπρο- σωπικέςσχέσεις, ἰδιωτικές καί δημόσιες. Ἡ προφητική διδασκαλία ἐμβαθύνει στούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἐκδηλώνεται ἡ ἁμαρτία στόν ἀνθρώπινο βίο27 .
24. Πρβλ. W. E. Staples, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 78ἑξ.
25. Βλ. ἀναλυτικότερα Ἰ. Μούρτζιου, «Ἡ δευτερονομιστική παράδοση στή σύγχρονη βιβλική ἔρευνα», Ἑρμηνευτικές Μελέτες στήν Παλαιά καί τήν Καινή
∆ιαθήκη, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 15-75.
26. Βλ. ∆. Καϊμάκη, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 104ἑξ. Συνδυαστική θεώρηση τῶν δύο μέ τόν ἀτομικό χαρακτήρα νά συμβάλλει στόν συλλογικό-κληρονομικό, ὡς βελτιωμένη ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν βιβλικῶν κειμένων, προτείνει ὁ J. S. Kaminsky, «The sins of the fathers: A theological investigation of the biblical tension between corporate and individualizedretribution», Judaism 46 (1997), σ. 319-332.
27. Βλ. G. B. Stevens, «The prophetic teaching concerning sin», The biblical world
27 (1906), σ. 438ἑξ.
28. Βλ. G. Vos, Biblical Theology, σ. 279. R. L. Cate, «We Need to be Saved (Isaiah
1:1-2; 5:1-2; 6:1-13)», Rev&Exp 88 (1991), σ. 137. Γιά τή θεώρηση τῆς ἁμαρτίας στό βιβλίο τοῦἨσαΐα, γιά τά νέα στοιχεῖα, πού εἰσάγoνται σ’ αὐτό, καί γενικότερα γιά τή θεολογία τῆς Π. ∆ιαθήκης, βλ. J. J. M. Roberts, «Isaiah in Old Testament Theology», Int 36 (1982),130-143.
29. Βλ. Ἠσ. 6,5. Μέ τή φράση «ἀκάθαρτα χείλη» δέν δηλώνονται ἁμαρτίες πού σχετίζονται μέ τόν λόγο, ἀλλά, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ ἐξέτασή της στό εὐρύτερο πλαί- σιο τῶντελετουργικῶν τυπικῶν τῆς ἀρχαίας Ἐγγύς Ἀνατολῆς, δείχνει ὅτι ἐπρόκειτο γιά μία ἔκφραση ἔλλειψης λειτουργικῆς καθαρότητας, λόγῳ τῆς ἁμαρτωλῆς κατά- στασης τοῦ ἀνθρώπου. Πρβλ. V. Hurowitz, «Isaiah’s Impure Lips and their Purification in Light of AkkadianSources», HUCA 60 (1998), 77.
Ἡ ἐμπειρία αὐτή ἔπαιξε καταλυτικό ρόλο καί σημάδεψε τόκήρυγμά του. Μέ κριτήριο τήν ἀπόλυτα θεοκεντρική προσέγγιση, πού υἱοθετεῖ ὁ προφήτης, ἐντοπίζει τήν ἁμαρτία σέ πλῆθος πράξεων τοῦ λαοῦ. Σέὅλες τίς περιπτώσεις θεωρεῖ ὅτι ἐκεῖνος πού θίγεται ἄμεσα καίπροσβάλλεται πρῶτος ἀπό τή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή διακοπή τῶν σχέσεών του μέ τόν λαό του καί γενικά μέ τόν ἄνθρωπο (Ἠσ. 59,1-2)30 . Ἔτσι ἐλέγχει τήν προσφυγή του σέμάντεις καί ἐγγαστριμύθους, διότι σύμφωνα μέ τή σιναϊτική διαθήκη μόνονὁ Θεός ἔχει τό δικαίωμα καθοδήγησης καί διδασκαλίας τοῦ λαοῦ του.Καταδικάζει τήν πολυτέλεια, τόν πλοῦτο καί τήν ἀλαζονεία (οἰκονομική,κοινωνική, στρατιωτική κλπ.), διότι προξενοῦν λήθη τοῦ Θεοῦ καί ἀμέλεια ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν του. Ἐναντιώνεται στήν πλεονεξία, διότι ἀποτελεῖπαράνομο σφετερισμό ἀγαθῶν πού ἀνήκουν στόν Θεό. Ἀπορρίπτει τήνεἰδωλολατρία, διότι γελοιοποιεῖ τή λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὑποβιβάζει τόν ἄνθρωπο σέ σχέση μέ τά κτίσματα καί παραθεωρεῖ τό μεγαλεῖο τῆςδημιουργίας του ἀπό τόν Θεό31 . Κυρίως ὅμως ἀπορρίπτεται ἡ εἰδωλολατρία,διότι ἀποτελεῖ εὐθεία προσβολή τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶχε νωρίτερα κηρύξει ὁ Ὠσηέ, συνδέεται τόσο στενά μέ τόν λαότου, ὅσο καί οἱ σύζυγοι μέ τόν γάμο32 .
30. Πρβλ. «Μὴ οὐκ ἰσχύει ἡ χεὶρ Κυρίου τοῦ σῶσαι; ἢ ἐβάρυνεν τὸ οὖς αὐτοῦ τοῦ μὴεἰσακοῦσαι; Ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν διϊστῶσιν ἀνὰ μέσον ὑμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τὰςἁμαρτίας ὑμῶν ἀπέστρεψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀφ᾽ ὑμῶν τοῦ μὴ ἐλεῆσαι». Ἡ προσβολή τοῦπροσώπου τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ γιά τόν H. P. Smith ἀρχική καί θεμελιώδη ἔννοια στόπεριεχόμενο τῆς ἁμαρτίας («The hebrew view of sin», The American Journal of Theology 15[1911], σ. 528).
31. Πολύ χαρακτηριστική εἶναι ἡ παρατήρηση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολό- γου, ὁὁποῖος, συνοψίζοντας τόν ὕμνο τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου, πού συνάγεται ἀπό τίς δημιουργικές διηγήσεις τῆς Γενέσεως, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ὡςἕνα μικρό θεό στό σύμπαν (Λόγοι, 38, PG 36,321D-324A· πρβλ. Β.
Βέλλα, Ἐκκλησιαστικά ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης. Α′ Ἐκλεκτοί Ψαλμοί,
Ἀθῆναι 1952, σ. 51).
32. Βλ. Ἀ. Παπαρνάκη, «Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν στή θεολογία τοῦ βιβλίου τοῦ προφήτη Ἠσαΐα», ΕΕΘΣΑΠΘ/ΤΠ 9 (2004), σ. 152.
33. Πρβλ. P. D. Miscall, «Isaiah: The Labyrinth of Images», Semeia 54 (1991), σ.
103-121.
34. Πρβλ. W. E. Staples, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 65-79. W. Eichrodt, Theology of the Old Testament, μετάφρ. J. Baker, London 1967, τ. 2, σ. 457. Παρόλο πού πρόκειται γιά κοινή ἑρμηνευτική ἀρχή πολλῶν νεοτέρων ἑρμηνευτῶν, δέν θά συμφωνούσαμε μέ τόν W. R.Domeris ὅτι ἡ ποικιλία τῆς ὁρολογίας καί τῶν συμβατικῶν ἐκφράσεων σχετικά μέ τήν ἁμαρτίακαί τή μετάνοια στήν Ἁγ. Γραφή δηλώνει πολλές διαφορετι-
νης ὕπαρξης, πού ὁ Θεός δημιούργησε, καί τήν καθιστᾶ ἔτσι ἀσύμβατη πρόςτήν ἁγιότητά Του35. β) Ἡ ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια καταστρέφει τήν ἀνθρώπινηὕπαρξη, πού ὁ Θεός δημιούργησε «καλὴ λίαν»36. γ) Ἡ ἁ- μαρτία ὡςἐμπόδιο παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό καί ἀποκλείειτήν ἐπικοινωνία τους37 . δ) Ἡ ἁμαρτία ὡς χρέος τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό,ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ τήν ἐξόφλησή του38 . ε) Ἡ ἁμαρτία ὡς δρόμος, τόν ὁποῖο βαδίζει ὁ ἄνθρωπος ἔχοντας στραμμένα τά νῶτα του πρός τόν Θεό39 .
ΙΙ. ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ∆ΙΑΘΗΚΗ
Ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ δριμύτατος ἔλεγχος τοῦ λαοῦ ἀπό τόν Ἠσαΐα, πού περιλαμβάνεται στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦβιβλίου του41. Στόν στ. 6 περιγράφει τόν ἰουδαϊκό λαό ὡς βαρύτα- τα ἀσθενή,ὅπου «πᾶσα κεφαλὴ εἰς πόνον καὶ πᾶσα καρδία εἰς λύπην· ἀπὸ ποδῶν ἕωςκεφαλῆς οὔτε τραῦμα οὔτε μώλωψ οὔτε πληγὴ φλεγ- μαίνουσα, οὐκ ἔστιν μάλαγμα ἐπιθεῖναι οὔτε ἔλαιον οὔτε καταδέ- σμους» (1,4-6). Μέ τήν εἰκόνα αὐτή ὁ προφήτης ἀποδίδει τόσο τήν
κές διδασκαλίες καί ἀπόψεις («Biblical Perspectives on Forgiveness», JTSA 54 [1986],
48-50). Εἶναι ἁπλῶς διαφορετικές περιγραφές τῆς ἴδιας πραγματικότητας, δηλ. τῆς σχέσηςτοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, στήν ἀποκατάσταση τῆς ὁποίας στοχεύουν.
35. Βλ. Ἠσ. 1,18. 4,4. 6,7. 22,14. 43,25. Πρβλ. M. McCord Adams, «Sin asuncleanness», Philosophical Perspectives 5 (1991), σ. 1-27.
36. Βλ. Ἠσ. 1,5-6. 53,5.
37. Βλ. Ἠσ. 6,7. 38,17. 44,22. 59,2.
38. Βλ. Ἠσ. 33,24. 40,2. 43,25.
39. Βλ. Ἠσ. 55,7. Βλ. περισσότερα Ἀ. Παπαρνάκη, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 160.
40. Πρβλ. ∆. Καϊμάκη, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 116. Ἐπίσης ἀναλυτικότερα Γ. Παπαδάκη,
«Γενική ἐπισκόπησις τῆς σχέσεως ἁμαρτίας καί σωματικῶν νόσων εἰς τό περιβάλλον τῆς Κ.∆ιαθήκης», Ριζάρειος Ἐκκλησιαστική Παιδεία 1 (1978), σ. 223ἑξ.
41. Πρβλ. Y. Gitay, «Reflections on the study of the prophetic discourse. Thequestion of Isaiah I 2-20», VT 33 (1983), σ. 207-221. J. T. Willis, «The first pericope in the bookof Isaiah», VT 34 (1984), σ. 63-77. R. L. Cate, «We need to be saved (Isaiah
1:1-2; 5:1-2; 6:1-13)», R&E 88 (1991), σ. 137-151.
ἠθική κατάσταση τοῦ λαοῦ ὡς ἁμαρτωλοῦ ἔθνους, ὅσο καί τή φυσική, λόγω τῶν δεινῶν, πού θά ὑποστεῖ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτωλῶν του πρά- ξεων. Τήνἠθική κατάσταση περιγράφει στόν στ. 5, ὅπου ὁ λαός χαρα- κτηρίζεται ὡς«ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πο- νηρόν, υἱοὶ ἄνομοι», οἱ ὁποῖοι «ἐγκατελίπατε τὸν Kύριον καὶ παρωρ- γίσατε τὸν ἅγιον τοῦἸσραήλ». Ὁμοίως καί στόν στ. 7 περιγράφει τίς φυσικές καταστροφές, πού θά ὑποστοῦν, μέ τά ἑξῆς· «ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, αἱ πόλεις ὑμῶνπυρίκαυστοι· τὴν χώραν ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν ἀλλότριοι κατεσθίουσιν αὐτήν, καὶ ἠρήμωται κατεστραμμένη ὑπὸ λαῶν ἀλλοτρίων». Ἡ σύνδεση αὐτή τῆςἀσθένειας μέ τήν ἁμαρτία, ἀφ’ ἑνός, καί μέ τήν ἐξ αὐτῆς προερχόμενηκακουχία, ἀφ’ ἑτέρου, ἀποτελεῖ προσφιλές θέμα τοῦ προφητικοῦκηρύγματος, ἀπηχώντας τίς γενικό- τερες ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς πάνω στόθέμα42.
Αὐτό πού κηρύττουν οἱ προφῆτες σέ ἐθνικό ἐπίπεδο, ἐκφράζεται στούςψαλμούς σέ ἀτομικό ἐπίπεδο ὡς βαθύτατο προσωπικό βίωμα43 . Σέ πολλές περιπτώσεις ὁ ψαλμωδός περιγράφει τόν πόνο τῆς ἀσθέ- νειας, πού βιώνει,μέ ἰδιαίτερα δραματικό τρόπο. Στόν 37ο ψαλμό, γιά παράδειγμα, ἀναφέρεται·«προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνηςμου· ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τὴν ἡμέρανσκυθρωπάζων ἐπορευόμην. Ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου. Ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα,ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου» (7-9). Αἰτία τῆς ἀσθένειάς του ὁψαλμωδός θεωρεῖ τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του· «ὅτι αἱ ἀνομίαι μουὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾽ ἐμέ» (37,5)44 . Πηγή της ὡστόσο θεωρεῖ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔστειλε τήν ἀσθένεια, γιά νά δείξει τόν θυμό καί τήν ὀργή του γιά τήν ἁμαρτωλή συμπεριφορά του:
42. Πρβλ. H. W. Wolff, Anthropology of the Old Testament, Philadelphia 1974, σ.
147ἑξ. Πρβλ. A. Luc, «∋Ξξ», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 91, ὁ ὁποῖος συσχετίζει τήν ἐξορία τῶνἰουδαίων στή Βαβυλώνα μέ τήν ἔξωση τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν παράδεισο.
43. Ἡ ἐξατομίκευση τῆς ἁμαρτίας συντελεῖται μεταγενέστερα κυρίως μέ τό κή-
ρυγμα τῶν Ἰερεμία καί Ἰεζεκιήλ καί πρυτανεύει στόν Ἱερατικό Κώδικα· βλ. C. Koch,
«∋Ξξ», TDOT, Michigan 1980, σ. 316ἑξ. P. D. Miller, «Sin and Judgment in Jeremiah
34:17-19», JBL 103 (1984), σ. 611-613. Μ. Fishbane, «Sin and Judgment in the prophe- cies ofEzekiel», Int 40 (1986), σ. 131-150.
44. Ἀντίθετα ὁ F. Lindstrom στό ἔργο του Suffering and Sin: Interpretations of illnessin the individual complaint psalms (Washington 1995). Πρβλ. ὡστόσο τίς εὔ- στοχεςπαρατηρήσεις τοῦ W. Brueggemann, CBQ 57 (1995), σ. 562-563.
45. Πρβλ. «...ἀπέστρεψας δὲ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ ἐγενήθην τεταραγμένος» (Ψαλμ.29,8)· «ἐπ᾽ ἐμὲ διῆλθον αἱ ὀργαί σου, καὶ οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με» (Ψαλμ. 87,17).
οῦ, ἡ ὁποία προσεγγίζει τίς ἀντιλήψεις τῆς Κ. ∆ιαθήκης. Χρησιμοποι- ώντας τή γνωστή ποιητική τεχνική τοῦ συνωνυμικοῦ παραλληλισμοῦ, ἐξισώνει τήνὀργή τοῦ Θεοῦ μέ τίς ἁμαρτίες του· «οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου» (37,4). Ὅπως ἡ θεραπεία τοῦ σώματος («ἴασις τῇ σαρκί») τοῦ α΄ ἡμιστιχίου ἰσοδυνα- μεῖ μέ τήν «εἰρήνη στά ὀστᾶ» τοῦ β΄, ἔτσι καί τό «πρόσωπον τῆς ὀρ- γῆς» τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μέ «τό πρόσωπον τῶν ἁμαρτιῶν» τοῦ ψαλ- μωδοῦ46 .
Αὐτήν ἀκριβῶς τή βαθύτατη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας προκαλεῖστή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀσθένεια, ἰδιαίτερα ὅταν οἱ πρω- ταγωνιστέςδείχνουν ἀνυποψίαστοι. Ἔτσι, οἱ ἰσραηλίτες συναισθάν- θηκαν τήν ἁμαρτίατοῦ γογγυσμοῦ, ὅταν ἄρχισαν νά πεθαίνουν ἀπό τά τσιμπίματα τῶν φιδιῶν στήν ἔρημο (Ἀριθμ. 21,5ἑξ.)47. Ὁμοίως καί ὁ
∆αβίδ κατανόησε ὅτι ἡ ἀπογραφή τοῦ λαοῦ πού εἶχε πραγματοποιή- σει ἦτανἁμαρτία, ὅταν κλήθηκε νά ἐπιλέξει ἀνάμεσα στήν πεῖνα, τήν ὑποδούλωσηκαί τήν ἐπιδημία (Β΄ Βασ. 24,10). Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτίας εἶναι τό πρῶτο βῆμα τοῦ ἀνθρώπου πρός τή μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι καί τό ζητούμενο στή βιβλική σκέψη. Πάνω σ’ αὐτή τή βάση, ἡ ἀσθένεια καί ἡκακοπάθεια βιώνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς Π.
∆ιαθήκης ἄλλοτε ὡς τιμωρία καί ἄλλοτε ὡς παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ.
Τήν τιμωρία γιά τήν ἁμαρτία πού διαπράχθηκε τήν ἀπαιτεῖ ἡ δι-καιοσύνη τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ παράβαση τοῦ θείου θελήματος ἀποτελοῦ- σεὅρο τῆς σιναϊτικῆς διαθήκης, σύμφωνα μέ ὅσα ὁρίζονται στό βιβλίο τῆςἘξόδου· «Ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Kυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰἀρεστὰ ἐναντίον αὐτοῦ ποιήσῃς καὶ ἐνωτίσῃ ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ καὶφυλάξῃς πάντα τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, πᾶσαν νόσον, ἣν ἐπήγαγον τοῖςΑἰγυπτίοις, οὐκ ἐπάξω ἐπὶ σέ· ἐγὼ γάρ εἰμι Kύριος ὁ ἰώμενός σε» (15,26).
Ὡστόσο κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ προφητικοῦ κυρίως κηρύγ-ματος, ἡ κακοπάθεια κατανοήθηκε καί ὡς παιδαγωγία τῆς φιλανθρω- πίας τοῦΘεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Οἱ προφῆτες τόνισαν ὅτι ἐκεῖνο πού ἐπιθυμεῖ ὁ Θεός εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ διόρθωση τῆςσυμπεριφορᾶς του καί ὄχι ἡ ἐξόντωσή του48. Πιό χαρα-
46. Βλ. Σ. Σάκκου, Ἑρμηνεία Ψαλμῶν, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 33-34.
47. Πρβλ. H. W. Wolff, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 148.
48. Πρβλ. K. Warrington, «Healing and suffering in the Bible», IRM 95 (2006),
155.
λευθεῖσα τάξη· «ἴδετε, ἴδετε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστιν Θεὸς πλὴνἐμοῦ· ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω, πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ οὐκ ἔστινὃς ἐξελεῖται ἐκ τῶν χειρῶν μου» (∆ευτ. 32,39) 49 .
Τό προφητικό κήρυγμα, τό ὁποῖο ὑπενθυμίζει τήν παραπάνωἀλήθεια, λειτουργεῖ συχνά ὡς μέσο γιά τήν ἀλλαγή στάσης τοῦ λαοῦ,ὅπως διατυπώνεται χαρακτηριστικά ἀπό ἐκείνους, πού δέχθηκαν τόἐλεγκτικό κήρυγμα τοῦ Ὠσηέ· «Πορευθῶμεν καὶ ἐπιστρέψωμεν πρὸςΚύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ὅτι αὐτὸς ἥρπακεν καὶ ἰάσεται ἡμᾶς, πατάξει καὶμοτώσει ἡμᾶς· ὑγιάσει ἡμᾶς μετὰ δύο ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃἀναστησόμεθα καὶ ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ» (6,1-2). Τήν ἐμπειρία αὐτή ἀξιοποιεῖ καί ἡ σοφιολογική γραμματεία μέ τό ἀπόφθεγμα «φο- βοῦ τὸν Θεὸνκαὶ ἔκκλινε ἀπὸ παντὸς κακοῦ· τότε ἴασις ἔσται τῷ σώ- ματί σου καὶ ἐπιμέλεια τοῖς ὀστέοις σου» (Παροιμ. 3,7-8). Ὁ βασιλιάς Ἐζεκίας εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τή θεραπεία του ἀπό θανάσιμη ἀσθέ- νεια, τήνὁποία ταυτίζει μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του· «εἵλου γάρ μου τὴν ψυχήν, ἵνα μὴ ἀπόληται, καὶ ἀπέρριψας ὀπίσω μου πάσας τὰς ἁμαρτίαςμου» (Ἠσ. 38,17). Πρόκειται γιά τήν κατάσταση πού ἐπιθυμεῖ βαθύτατα ἡψυχή τοῦ ἀνθρώπου τῆς παλαιᾶς διαθήκης νά βιώσει καί ἐκφράζει μέ τήνἔννοια τῆς εἰρήνης50.
Σέ ὅλα τά παραπάνω θά πρέπει νά προσθέσουμε καί τίς ἀναφορές πού ἀπαντοῦν στή σοφιολογική κυρίως γραμματεία καί κάνουν λόγο γιά τήν εὐθύνη πού φέρει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ὑγεία ἤ τήν ἀσθένειά του, ἡ ὁποία προκύπτει ὡς ἄμεση συνέπεια συγκεκριμένων ἐπιλογῶν πούπραγματοποιεῖ στή ζωή του. Ἔτσι, στίς Παροιμίες ἀνα- φέρεται ὅτι «καρδίαεὐφραινομένη εὐεκτεῖν ποιεῖ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῦ ξηραίνεται τὰ ὀστᾶ» (17,22), ἐνῶ ὁ Σειράχ προειδοποιεῖ ὅτι «ἐν πολ- λοῖς βρώμασιν ἔσται νόσος, καὶ ἡ ἀπληστία ἐγγιεῖ ἕως χολέρας· δι᾽ ἀπληστίαν πολλοὶ ἐτελεύτησαν, ὁ δὲ προσέχων προσθήσει ζωήν» (37,30-31). Συμφωνεῖ ἐπ’ αὐτοῦ καί ὁΤωβίτ, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει ὅτι
«οἱ ἁμαρτάνοντες πολέμιοί εἰσιν τῆς ἑαυτῶν ζωῆς» (12,10).
ΙΙΙ. ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ ΣΤΗΝ Κ. ∆ΙΑΘΗΚΗ
49. Πρβλ. H. P. Smith, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 528-529.
50. Βλ. ἐκτενέστερα Σ. Καλαντζάκη, «Οἱ θεολογικές διαστάσεις τῆς εἰρήνης στήνΠαλαιά ∆ιαθήκη», ΕΕΘΣΘ 29 (1986-1989), σ. 103-188.
51. Βλ. Γ. Παπαδάκη, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 230ἑξ.
πρώτη ἀφορᾶ στήν αἰτιολογική σχέση πού συνδέει τήν ἀσθένεια μέ τήνἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης γενικά ὡς συνέπειά της. Ἡ δεύτερη ἐπισημαίνει τήν προσωπική ἠθική εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πρόκληση τῆς ἀσθένειας ὡς συνέπειας συγκεκριμένων ἁμαρτωλῶν του πράξεων. Καί ἡ τρίτη ἀναδεικνύεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τήν ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀφορμή γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Γιά τήν πρώτη περίπτωση ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ παραλυτι- κοῦ τῆς Καπερναούμ, τόν ὁποῖο ὁ Κύριος θεραπεύει ἀπό τήν παρα- λυσία, ἀφοῦ πρῶτα ἐξαγγέλλει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Πρός τούς σκανδαλισμένους Φαρισαίους δίνει τήν ἑξῆς σαφῆ ἐξήγηση· «τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ εἰπεῖν, Ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶτῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἶπεν τῷ παραλελυμένῳ, Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἄρας τὸ κλινίδιόν σου πορεύου εἰς τὸν οἶκόν
σου» (Λουκ. 5,23-24)52 .
Γιά τή δεύτερη περίπτωση, ὑπάρχει τό παράδειγμα τοῦ παραλυτι- κοῦ τῆς Βηθεσδά, τόν ὁποῖο ὁ Κύριος προειδοποιεῖ μετά τήν ἀπο- θεραπείατου· «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰω.5,14).
Τέλος, γιά τήν τρίτη περίπτωση, τήν ὁποία θά χαρακτηρίζαμε καί ὡςἐξαίρεση πού μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά μποροῦσε νά μαρτυρήσει τήν ὕπαρξή της, εἶναι τό παράδειγμα τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Στήν ἐρώ- τηση τῶν μαθητῶν του, πού ἀπηχεῖ τίς ἐπικρατοῦσες λαϊκές ἀντιλή- ψεις σχετικά μέ τήν αἰτία τῆς ἀσθένειάς του («τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνατυφλὸς γεννηθῇ;»), ὁ Κύριος ἀπάντησε· «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 9,2-3). Ἀναφέρεται φυσικά στή θεραπεία, πού ἐπρόκειτο νά ἀκολουθήσει μέ τόν ἰδιαιτέραχαρακτηριστικό τρόπο
καί σκοπό τῆς περιγραφῆς της στήν εὐαγγελική διήγηση53 .
52. Πρβλ. Σ. Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, Θεσσαλονίκη 1984, σ.
95-96. J. T. Carroll, «Sickness and healing in the New Testament Gospels», Int 49 (1995),σ. 130ἑξ.
53. Βλ. περισσότερα Σ. Σάκκου, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 167ἑξ.
54. Βλ. ἀναλυτικά Ἰ. Καραβιδόπουλου, Ἡ ἁμαρτία κατά τόν ἀπόστολον
Παῦλον, σ. 57ἑξ.
1ον. Ἡ ἁμαρτία εἶναι καθολικό φαινόμενο τόσο σέ ὁριζόντια ὅσο καί σέ κατακόρυφη διάσταση55 . Σέ ὁριζόντια διάσταση ἡ ἁμαρτία ἀφορᾶ σέ ὅλουςτούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως, διότι «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 3,23). Σέ κατακόρυφη διάσταση νοεῖται ὅτι ἔχειεἰσέλθει καί στερεωθεῖ μέσα στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε λειτουργεῖ ὡς δεύτερη κινητήρια δύναμη, πού καθορίζει τίςἐπιλογές του· «βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενοντῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτί- ζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίαςτῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Tαλαί- πωρος ἐγὼ ἄνθρωπος· τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7,23-24).
2ον. Ἡ φθορά, ἡ ἀσθένεια καί τελικά ὁ θάνατος δέν ἦταν ἀρχικήἐπιλογή τοῦ ∆ημιουργοῦ, ἀλλά ἐπικράτησαν ἐπί τοῦ ἀνθρωπίνου γένουςδιά τῆς ἁμαρτίας. Τά στοιχεῖα αὐτά μαζί με τήν καθολικότητα τῆς ἁμαρτίαςθεμελιώνονται πάνω στήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ· «ὥσπερ δι᾽ ἑνὸς ἀνθρώπουἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾽ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. 5,12). Ἑρμηνεύοντας τόν ἀποστολικό αὐτό λόγο, ὁ Μ.Ἀθανάσιος παρατηρεῖ· «εἰ γὰρ καὶ ὁ Ἀδὰμ ἐκ γῆς μόνος ἐπλάσθη, ἀλλ᾽ ἐναὐτῷ ἦσαν οἱ λόγοι τῆς διαδοχῆς παντὸς τοῦ γένους»56 .
3ον. Τόσο ἡ ἁμαρτία ὡς κατάσταση, ὅσο καί οἱ συνέπειές της, κα-ταργήθηκαν διά τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ57 . Ὁχαρακτήρας αὐτῆς τῆς ἀπαλλαγῆς εἶναι ἐπίσης καθολικός, σέ ὁρι- ζόντια καί σέ κατακόρυφη διάσταση, καί ἐξαρτᾶται ἀπό τή μετοχή τοῦ ἀνθρώπουστό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ· «εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁθάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός, πολλῷ μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆςχάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσιδιὰ τοῦ ἑνὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄρα οὖν ὡς δι᾽ ἑνὸς παραπτώματος εἰς πάνταςἀνθρώπους εἰς κατάκριμα, οὕτω καὶ δι᾽ ἑνὸς δικαιώματος εἰς πάνταςἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς» (Ρωμ. 5,17-18).
55. Πρβλ. Χ. Καρακόλη, Ἁμαρτία-Βάπτισμα-Χάρις (Ρωμ. 6,1-14). Συμβολή στήν Παύλεια σωτηριολογία, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 113. Πρβλ. καί Σ. Ἀγουρίδη, Ἁμαρτία καίἀναμαρτησία κατά τήν Α΄ ἐπιστολήν τοῦ ἁγ. Ἰωάννου, ἐν Ἀθήναις
1958, σ. 12ἑξ.
56. Μ. Ἀθανασίου, Λόγοι κατά Ἀρειανῶν, PG 26,249.
57. Βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 122ἑξ. Χ. Καρακόλη, ἔνθ’ ἀνωτ., σ.
227ἑξ. Γιά τόν ἐξιλαστήριο θυσιαστικό χαρακτήρα τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ βλ. C. W. Swain,«“For our sins”. The image of sacrifice in the thought of the Apostle Paul», Int 17 (963), σ.131-139.
ἐπεκτάθηκε στή συνέχεια στό σύνολο τῆς ∆ημιουργίας. Ἐκδήλωση τῆςδυσαρμονίας αὐτῆς στόν ἀνθρώπινο βίο εἶναι ἡ φθορά καί ἡ ἀσθένεια μέἀποκορύφωμα τόν θάνατο. Μέ τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καταργεῖται ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί ἀποκαθίστανται οἱ ὀντολογικές τηςσυνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο. Ἐμφανής ἐκδήλωση τῆς ἀποκατάστασής τηςεἶναι ἡ σωματική ἴαση, πού προσφέρεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο πρό τῆςἀναστάσεώς του καί ἀπό τούς ἀποστόλους μετά ἀπό αὐτήν58.
Χῶρος τῆς νέας αὐτῆς πραγματικότητας εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί μέσο ἡλειτουργική της πράξη. ∆ι’ αὐτῆς ἡ βιβλική διδασκαλία ἀποκτᾶ
58. Βλ. K. Warrington, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 157-161.
