Πιθανόν ἕνας ἀπό μεγαλύτερους πειρασμούς πού ὑπάρχει εἰς τόν
κόσμον σήμερον εἶναι ἡ πλεονεξία. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, παρ΄ὅλα τά
πλούτη πού ἔχει, δέν χορταίνεται μέ τίποτε. Ὅλοι θέλουμε πιό πολύ καί πιό
πολλά ἀπό ὁ,τί ἔχωμεν.
Ὁ πειρασμός αὐτός δέν εἶναι πρόβλημα μόνο καί μόνο τώρα. Πολλές
φορές τό βλέπομε εἰς τήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Πολλές φορές, ἦτο καί εἶναι ἡ
αἰτία διά πολέμους, ἐγκλήματα, κλπ.
Ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παύλος λέγει ὅ,τι ἡ πλεονεξία εἶναι μία
μορφή εἰδωλολατρείας, ἐφ’ὅσον ὁ ἅνθρωπος δίνει πιό πολύ σημασία εἰς τό
ὑλικό κόσμο παρά εἰς τόν πνευματικόν, εἰς σημείο πού θεωρεῖ τά ὑλικά πιό
σημαντικά ἀπό τόν συνάνθρωπό του καί ἀκόμη ἀπό τόν Θεόν.
Ἡ περικοπή περί ἄφρονος πλουσίου μᾶς ὅμιλεῖ διά τέτοια περίπτωση.
Ἀνοίγει ἡ σκηνή μέ τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος διηγεῖται μιά παραβολή εἰς τούς
μαθητάς του. Ἡ παραβολή, καθώς γνωρίζουμε, εἶναι μία διήγησις ἡ ὁποία
ἔχει σκοπό νά ὀδηγήσει εἰς ἠθικά διδάγματα καί ἀναφέρεται εἰς πραγματική
ἤ φανταστική ἱστορία, συνήθως μεταφορικά.
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Χριστός ἀρχίζει νά δώσει μίαν γνώμην, διά μίαν
ὑπόθεσιν τὴν ὁποίαν δὲν διηγήται εἰς τὴν περικοπήν ταύτην. Ὑπῆρξε κάποια
διαφωνία περί κληρονομίας μεταξύ δύο ἀδελφῶν. Τοῦ ζήτησε κάποιος νά πεῖ
ὁ Χριστός νά μοιράσει ὁ ἀδελφός δικαίως τὴν κληρονομίαν τους. Τοῦ
ἀπάντησε ὁ Κύριος, «Ἄνθρωπε, τίς με κατέστησε δικαστὴν ἢ μεριστὴν ἐφ'
ὑμᾶς;» Εἰς τὴν συνέχειαν, ἀρχίζει ὁ Χριστός νὰ διδάσκει, διὰ τῆς παραβολῆς.
«Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα καὶ διελογίζετο ἐν
ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;» Μᾶς
λέγει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ὅ,τι εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν, ὁ πλούσιος
καὶ ὁ φτωχός ἔχουν ἕνα κοινό στοιχείον... καί οἱ δύο λέγουν τό «οὐκ ἔχω ποῦ
συνάξω τοὺς καρπούς μου.» Ὁ μέν, ἐπειδή ἔχει τόσο πολύ, ὁ δὲ, ἐπειδή δέν
ἔχει.
Ἀμέσως, βλέπει κανείς τὸ λάθος τοῦ πλουσίου τῆς περικοπῆς.
Λησμονεῖ ποιός τοῦ ἔδωσε τὰ πάντα εἰς τὴν ζωήν του, καί ὅτι εἶναι καὶ ὁ ἵδιος
δημιουργία τοῦ Κτίσαντος τὸν οὐρανόν καὶ τὴν γῆν Κυρίου. Λησμονεῖ ὅτι
εὐρίσκεται εἰς αὐτὸ τὸν κόσμο διά νὰ εἶναι ὑπηρέτης τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ, καί,
ὅπως μᾶς θυμίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, «διαχειριστῆς» διὰ τοῦς συνανθρώπους
του, ὅπως εἴμαστε καὶ ἡμεῖς. Ἀτυχῶς, εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι ὅλα εἴχαν
ἐτοιμασθῆ διά τήν κοιλία του. Πάλιν, ὁ Μέγας Βασιλείος μᾶς λέγει ὅτι πρέπει
νὰ θεωροῦμε ὡς ξένα αὐτά τά ὁποία ἔχωμεν εἰς τά χέρια μας... προσωρινῶς
μᾶς εὐφραίνουν, καί, ἔπειτα, «ξεγλιστροῦν σάν τό νερό καί χάνονται.»
Συνεχίζει ὁ Χριστός λέγοντας ὅτι ὁ πλούσιος εἶπε «Τοῦτο ποιήσω,
καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα
τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις
πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.» Δέν
σκέφτηκε ὁ πλούσιος νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἰωσῆφ, εἰς τὸ κήρυγμα φιλανθρωπίας,
ὅθεν εἶχε λιμό ὁ λαός τῶν Ἱουδαίων, καί εἶπε ὁ Ἰωσῆφ: «ἰδοὺ κέκτημαι ὑμᾶς
καὶ τὴν γῆν ὑμῶν σήμερον τῷ Φαραώ· λάβετε ἑαυτοῖς σπέρμα καὶ σπείρατε
τὴν γῆν, καὶ ἔσται τὰ γεννήματα αὐτῆς καὶ δώσετε τὸ πέμπτον μέρος τῷ
Φαραώ, τὰ δὲ τέσσαρα μέρη ἔσται ὑμῖν αὐτοῖς εἰς σπέρμα τῇ γῇ καὶ εἰς
βρῶσιν ὑμῖν καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν» (Γεν. μζ΄, 11). Ὁ πλούσιος
ἐκοίταζε τὴν ἱδικήν του ἀπόλαυσιν, χωρίς νὰ ἐνδιαφέρεται διά κανέναν
ἅλλον. Ὁ πλούτος καί ἡ ἄνεσις ἔγιναν εἴδωλα, τά ὁποία ἔδιναν τὴν αἴσθηση
μίας ἐπίγειας αἰωνιότητος.
«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου
ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Δηλαδή, ὁ πλούσιος, μέ ὅλα
τὰ πλούτη του, ξέχασε ὅτι ἦτο καί αὐτός ἄνθρωπος, καί ὅτι «τό τέλος ἐγγίζει»
διά αὐτόν καί διά κάθε ἄνθρωπον. Ὁ «ἄφρων πλούσιος» ξαφνιάστηκε μὲ τὸν
θάνατο, διότι πάντα ἐστήρεικτο εἰς τάς προσωπικάς του δυνάμεις ἤ
κατοθώρματα. Ὁ λογισμός τοῦ ὁδήγησε εἰς καταστροφήν.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ὀδυνηρή, καί, ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ
τὴ ξεχάσει. Ἐν τούτοις ὅμως, εἶναι κάτι τό ὁποίο πρέπει ὁ καθείς νά
ἀντιμετωπίσει εἰς τὴν καθημερινήν ζωήν. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτήσει
φοβερό πλούτο, ἀλλά «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει
μετὰ θάνατον, οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα·ἐπελθὼν γὰρ ὁ
θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται» (Ἱδιόμελον, Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας).
Ἡ σημερινή περικοπή τοῡ Εὐαγγελίου μᾶς θυμίζει ὅτι «ἡ ὁδός καί ἡ
ζωή» εἶναι ὁ Χριστός, καί ὁ «εἰς Χριστόν πλουτῶν» δέν φοβάται τὸν Θεόν,
ἀλλά ζεῖ κάθε στιγμή σάν τήν πρώτη, ἐν ταπεινωφροσύνῃ, καί σάν τήν
τελευταία, ἐν φόβῳ Θεοῦ καί μέ ἀγώνα πρός τελειότητα, οὕτως ὥστε ἡ κάθε
σκέψις μας, ἡ κάθε λέξις ἐκ στόματος, ἡ κάθε πράξις μας θά λάμπουν μέ τό
Φῶς Χριστοῦ.
Γένοιτο.
Ἀρχιμ. Νεκταρίου Κοτρώτσου