ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, ἐπικούρου καθηγητοῦ τοῦ Α.Π.Θ.

Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου

Ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας,ἐποχὴ ἐντόνων ζυμώσεων καὶἀνατροπῶν, ὡς πρὸς τὶς πολιτικὲς καταστάσεις καὶ τὰ φυλετικὰ ζητήματα παγκοσμίως, ὑπῆρξε γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Γένος καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «τῆς καθ’ἡμᾶς Ἀνατολῆς» ἡ μεγάλη καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη δοκιμασία,ὡς πρὸς τὴ συνέχεια καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ πρώτου καὶ ὡς πρὸς τὶς ἐνίοτε καταλυτικὲς καὶ νεκρωτικὲς τυποποιήσεις στὸν χῶρο τῆς δευτέρας, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ στὰ θέματα τῆς λατρείας γενικὰ καὶ τῆς λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ πληρώματός της εἰδικότερα.
Ὁ κοινωνικός, πνευματικὸς καὶ ἠθικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, σχοινοβατεῖ ἀνάμεσα
στὸ παλαιὸ καὶ τὸ νέο, ἀνάμεσα στὴ διαφύλαξη τῆς παράδοσης καὶ τὴν ἀνατρεπτικὴ νεοτερικότητα, ἐνῷ οἱ αἰῶνες τῆς δουλείας ἐμετρῶντο μέσα στὸ πλαίσιο μιᾶς ἀγωνιώδους πορείας διατηρήσεως τῶν πνευματικῶν ζωπύρων τοῦ Γένους.Παράλληλα μὲ μιὰ ἔντεχνα ἐξιδανικευόμενη κίνηση ἐπιστροφῆς, μέσῳ τῆς θεωρίας τῆς «μετακένωσης», τοῦ ἑλληνι-κοῦ πολιτισμοῦ στὴν κοιτίδα του, μετὰ ἀπὸ τὴ δυτική του μετανάστευση, ἐπιχειρήθηκε δυστυχῶς ἡ ἄκριτη εἰσροὴ καὶ ἀποδοχὴ τῶν δυτικῶν προτύπων, ἰδεῶν καὶ θεωριῶν τοῦ λεγομένου «δυτικοῦ διαφωτισμοῦ» στὴ χειμαζόμενη ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ὡς θρυλλούμενος «Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός»7. Ἡ κίνηση αὐτή, ἀλλοτριωμένη ἀπὸ ὑφέρπουσα ἀρχαιολατρία, ἀναζητεῖ δυτικοὺς φωτιστές, ποὺ θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀδαμάντιο Κοραὴ ὡς κληρονόμοι τῆς βαρύτιμης προίκας τῶν προγόνων μας. Τὴ θεανθρωποκεντρικὴ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης πρόβαλαν, ἔναντι τῆς κοσμικῆς ἀνθρωποκεντρικῆς θέασης τοῦ κόσμου, στὴν καιριότερη χρονικὴ στιγμὴ τῶν ζυμώσεων, τὸν ιη΄ αἰῶνα, οἱ φιλοκαλικοί, νηπτικοὶ καὶ νεοησυχαστὲς Κολλυβάδες πατέρες. Στὴ θέση ὅτι ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ ἡ νοησιαρχία εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁδηγὸς τοῦ ἀνθρώπου,ἀλλὰ καὶ στὸν ἀφηρημένο στοχαστικὸ-φιλοσοφικὸ σχολαστικισμό, ἀντέταξαν τὰ ἐμπειρικὰ-ἀσκητικὰ γνωσιολογικὰ κριτήρια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ πλαίσιο κυρίως τῆς κολλυβαδικῆς ἔριδας, ὅπως εἶχε γίνει καὶ παλαιότερα στὶς ἀντιθέσεις περὶ τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ-ἀντιησυχασμοῦ.
Ἡ σύγκρουση τοῦ παραδοσιακοῦ μὲ τὸ εἰσαγόμενο ἀλλότριο νεωτερικὸ ἦταν ἀναπόφευκτη. Ἡ μία μερίδα, μπολιασμένη μὲ στοιχεῖα ἀναιρετικὰ τῆς ταυτότητας τοῦ Γένους, κινήθηκε ἀπὸ τὴν ἁπλῆ θρησκευτικὴ ἀδιαφορία μέχρι τὶς ἀπροκάλυπτες ἀθεϊστικὲς τάσεις. Ὅσοι παρέμειναν συνδεδεμένοι μὲ τὴν πατερικὴ καὶ ῥιζωμένοι στὴ ρωμαίϊκη παράδοση ἀποτίμησαν ψυχραιμότερα καὶ νηφαλιότερα τὶς νέες εὐρωπαϊκὲς προοδευτικὲς ζυμώσεις καὶ μὲ κόπους πολλοὺς συγγραφικοὺς καὶ ἐκδοτικούς, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔπραξαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, δημιούργησαν ἕναν ὀρθόδοξο, ἀναμορφωτικὸ καὶ
ἀναγεννητικὸ ἑλληνότροπο διαφωτισμό.Ἔτσι, ὡς ἀπάντηση συγκροτημένη στὴν πρόκληση τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατὰ τὸ β΄μισὸ τοῦ ιη΄ αἰῶνα, ἐκδηλώθηκε τὸ μεταμορφωτικό, ἡσυχαστικὸ καὶ φιλοκαλικὸ
κίνημα τῶν Κολλυβάδων πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐνεργῶς διακόνησαν, μὲ ἔργο καὶ
λόγο, μὲ γραφίδα καὶ βίο, μὲ συγγραφὲς καὶ ἐκδόσεις, μὲ μεταφραστικὸ πλουτισμὸ καὶ πρωτότυπη θεολογικολειτουργικὴ καὶ κανονικὴ παραγωγή, μὲ συναξαριστικὲς συλλογὲς καὶ νεομαρτυρικὲς προαλείψεις,μὲ ἄσκηση καὶ μαρτύριο συνειδήσεως, μὲ ἔνσταση ὑπὲρ τῆς παραδόσεως (καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνόθευτη πίστη, καὶ ὡς πρὸς τὸ ἀπαραχάρακτο ἦθος, καὶ ὡς πρὸς τὶς καταλυτικὲς τῆς θείας λατρείας τυποποιήσεις καὶ ἀνατροπές), τὸν ἀληθῆ ἁγιοπατερικὸ καὶ ῥωμαίικο διαφωτισμὸ τοῦ Γένους.Οἱ πρωτοστάτες τοῦ φιλοκαλικοῦ κινήματος, οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας Μακάριος Νοταρᾶς, Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἀθανάσιος Πάριος, Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ἀλλὰ καὶ οἱ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Χριστόφορος Προδρομίτης, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Παΐσιος Καλλιγράφος, Παρθένιος Ζωγράφος, Ἀγάπιος Κύπριος κ.ἄ., ἐκ τῆς εὐρυτέρας χορείας τῶν Κολλυβάδων, ἀντέταξαν στὰ δυτικὰ «φῶτα» τοῦ Διαφωτισμοῦ τὸ φῶς τῆς βιούμενης στὴ ζωντανὴ λατρεία ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς παραδόσεως, στὸν δρόμο τῆς ἀλαζονικῆς καὶ νοησιαρχικῆς πολυγνωσίας τὸν ἁγιοπατερικὸ δρόμο τῆς καθαιρόμενης, φωτιζόμενης καὶ θεούμενης χαρισματικὰ ὕπαρξης, στὰ πρόσωπα τῶν σοφῶν κατὰ κόσμον καὶ σπουδαγμένων ἀνθρώπων τοὺς θεουμένους ἁγίους καὶ τοὺς ἡρωϊκοὺς νεομάρτυρες, τῶν ὁποίων διὰ ποικίλων μέσων κατεστάθησαν πνευματικοὶ πρὸς τὸ μαρτύριο ἀλεῖπτες.Ἡ ἔνσταση λοιπὸν τῶν φιλοκαλικῶν ἦταν ὑπὲρ τῆς παραδόσεως μὲ ἐπίγνωση καὶ βίωμα. Τὸ κίνημά τους, ἀναμορφωτικὸ καὶ ἀναγεννητικό, ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν στὴ σεβάσμια ἀρχαία παράδοση καὶ τοὺς ἀκατάλυτους λειτουργικοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὰ βιώθηκαν καὶ ἐκφράσθηκαν
ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ διδαχή, τῆς ὁποίας ἦταν βαθεῖς γνῶστες καὶ μελετητὲς καὶ πάντως ὄχι εὐκαιριακοὶ ἐπιφανειακὰ ἐνασχολούμενοι ἐρασιτέχνες.Ὡς οἱ πιὸ λόγιοι καὶ μορφωμένοι διδάσκαλοι καὶ πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ἐκφραστὲς τῆς ἀνόθευτης λειτουργικῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν καινοτομοῦν ἀντορθοδόξως, ἀλλὰ προβάλλουν θεόσοφα τὸν ἐμπειρικὸ δρόμο τῆς βιούμενης Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὶς πιὸ καθαρὲς πηγές της, τοὺς βίους τῶν θεουμένων, τὰ συγγράμματα τῶν ἐξεχόντων θεολόγων πατέρων, τὶς ἑρμηνεῖες τῶν μυσταγωγῶν τῆς λατρείας, τὶς προαιώνιες προβλέψεις τῶν Τυπικῶν καὶ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, τὸν ταπεινὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ μυστήριο τῆς εὐσεβείας καὶ τὴν ἄκρα τιμὴ πρὸς τὴν κανονικὴ παράδοση. Μία πορεία ὄχι καινοφανής, πείσμων, ἐριστική, στασιαστική, ἀντιδραστικὴ καὶ ἰδιογνωμική, ἀλλὰ ἕνας δρόμος ἁγιοπατερικός, ἡσυχαστικός, φιλοκαλικός, μυσταγωγικός, ἱεροκανονικὸς καὶ λειτουργικός, ὁ ὁποῖος καταλήγει μὲ ἀδιάρρηκτη συνέχεια σ᾽ αὐτοὺς καὶ ἐκφράζεται ἀπλανῶς καὶ πολυτρόπως ἀπὸ αὐτούς.Ἀνάμεσα στὰ ἄκρα τῆς πλάνης ἑνὸς «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ἄκρατου καὶ τυποποιητικοῦ συντηρητισμοῦ καὶ ἑνὸς ἄκριτου καὶ καταλυτικοῦ στὴν ἐλευθεριότητά του μοντερνισμοῦ, ποὺ κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο νοθεύουν καὶ παραχαράσσουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, τὴν ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ τὴν ὀρθόδοξη λειτουργικὴ βίωση, οἱ Κολλυβάδες ἰσορροποῦν θεοφώτιστα καὶ παρακινοῦν ἐκκλησιαστικοὺςταγούς, μοναχοὺς καὶ χριστιανοὺς στὴνἀνανέωση τοῦ πνευματικοῦ βίου ἀπὸ τὶς ρίζες καὶ τὰ ζώπυρα τῆς ἀπλανοῦς λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ θετικότατες μέχρι καὶ σήμερα, καὶ ἴσως ἀκόμη περισσότερο στὶς ἡμέρες μας, ἐπιρροὲςστὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία, ἀφοῦ δὲν παγιδεύτηκαν σὲ κάποια ἐγωιστικὴ ἀντίληψη ἀποκλειστικῆς ἐνασχόλησηςμὲ τὸν μοναχικὸ ἁγιορειτικὸ μικρόκοσμο,ἀλλὰ διὰ τῶν συγγραφῶν καὶ τῆς πνευματικῆς ἀγωνίας πρὸς βοήθεια τῶν ἀδελφῶν ἐκτάθηκαν στὸν μεγαλόκοσμο τῆς ἐποχῆς
τους εὐεργετικὰ καὶ ἀναγεννητικά.Οἱ Κολλυβάδες ὑπῆρξαν λαμπροὶ διδάσκαλοι καὶ σχολάρχες, στὸ Ἅγιον Ὄρος,στὴ Χίο, στὴ Θεσσαλονίκη, παιδαγωγοὶ τοῦ Γένους καὶ ἀλεῖπτες μαρτύρωννέων τῆς Ἐκκλησίας, μοναστικοὶ ἡγέτεςκαὶ φωτιστὲς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, τὸνὁποῖο κατεπλούτισαν μὲ τὴν ἁγιασμένηπαρουσία τους ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς διασπορᾶς τους, δόκιμοι συγγραφεῖς, μεταφραστὲς καὶ ἐκλαϊκευτὲς ὀγκωδῶν πνευματικῶν ἔργων, γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶνχριστιανῶν, κριτικοὶ ἐπιμελητὲς τῶν ἁγιολογικῶν καὶ τῶν κανονικῶν κειμένων, μὲ ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἁπλούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς φιλολόγους ἀναγνῶστες, ρεαλιστὲς στὰ γλωσσικὰ ζητήματα, ἔχοντες ἐπίγνωση τῆς ἀνάγκης τῶν ἑρμηνειῶν καὶ τῶν ἁπλουστεύσεων, ἀλλὰ καὶ ὑπομνηματιστὲς λειτουργικῶν κειμένων πρὸς πληρέστερη κατανόηση καὶ θεολογικὴ ἀνάδειξή τους. Δὲν ἐδίστασαν πρὸ οὐδενὸς κόπου καὶ οὐδεμιᾶς θυσίας πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ἀνθήσεως τῶν γραμμάτων καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ δούλου Γένους καὶ τῆς γενικότερης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πνευματική, παιδείας του.Γυρίζοντας νοερὰ στὸν 18ο αἰώνα καὶ παρακολουθῶντας τὴ μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριό τους, θὰ τοὺς ἀνταμώσουμε διωγμένους σὲ ὅλο τὸν ἑλλαδικό, ἰδιαίτερα ὅμως στὸν νησιωτικὸ χῶρο. Ἡ Ὕδρα, ἡ Πάρος,ἡ Ἰκαρία καὶ ἡ Χίος θὰ πλουτισθοῦν ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη παρουσία τους καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή τους, ἀπὸ τὸν πνευματικὸ στηριγμὸ καὶ τὴν πρακτικὴ φιλανθρωπία τους. Ὑπὲρ πάσας τὰς νήσους, ὅμως, ἡ Σκίαθος θὰ γίνει λιμὴν γαληνὸς τῶν διωκομένων πατέρων καὶ ἡ ἐν αὐτῇ ἱδρυθεῖσα κατὰ τὸ 1794 μονὴ Εὐαγγελισμοῦ «ὁλκὰς» πνευματικὴ «τῶν θελόντων σωθῆναι», ἀλλὰ καὶ περίπυστο κέντρο μοναχικῆς ἀσκήσεως καὶ πνευματικῆς ἀναγεννήσεως. Ὁ ἴδιος τόπος κατέστη ἀναβρυτικὸς ταμιευτήρας καὶ μυστικὸς θησαυροφύλακας τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς, φιλοκαλικῆς καὶ λειτουργικῆς παραδόσεως. Ὁ ὅσιος Νήφων ὁ Χῖος, ὁ αὐτοεξόριστος ἁγιορείτης Κολλυβᾶς, ὁ «φυλάξας διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων»τοῦ Κυρίου «ὁδοὺς σκληρὰς» (βλ. Ψαλμ.ιϚ´ 4), κατέστη ὁ μείζων ἡγιασμένος κοινοβιάρχης τῆς διασπαρείσης χορείας τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ συνέδεσε γιὰ πάντα τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὴν περικαλλῆ καὶ δασοστεφὴ Σκίαθο καί,ὡς ἐκ τούτου, μὲ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς ἁγιοτόκου Μαγνησίας.Ἀγωνία πνευματικὴ τῶν Κολλυβάδων δὲν ἦταν οἱ νεωτεριστικὲς μεταρρυθμίσεις,ἀλλὰ οἱ ἐκ τῆς παραδόσεως ἀρυόμενες μὲ εὐλάβεια, γνώση καὶ ἐπιστημοσύνη ἀλλαγές, ποὺ θὰ συντελοῦσαν στὴν ἀνατροπὴ τῶν τυποποιήσεων, στὴν οὐσίωση τοῦ λειτουργικοῦ βιώματος, στὴν ἐπιστροφὴ στὸ γνήσιο πρωτοχριστιανικὸ καὶ πατερικὸ πνεῦμα, στὴν ἐνεπίγνωστη μετοχὴ στὸ θεοποιὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, κατὰ τὴν πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ τὰ προστάγματα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ μυσταγωγῶν. Ἔτσι ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἔνστασή τους, γιὰ τὸ ζήτημα τῆς τελέσεως τῶν μνημοσύνων στὸ καταπαύσιμο Σάββατο καὶ ὄχι στὴν ἀναστάσιμη Κυριακή, καθὼς καὶ τὸ αἴτημά τους γιὰ τὴ συνεχῆ μετάληψη, δὲν προερχόταν ἀπὸ ἰδιόρρυθμη ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἔμπονη ἐνσυνείδητη ἀγωνία γιὰ τὴ διαφύλαξη ἀκαινοτομήτου τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.Ἀναγέννηση ἐκ τῶν ζωπύρων τῆς παραδόσεως, ἐνσυνείδητη μετοχὴ στὴ λογικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, σύνθεση δόγματος καὶ λειτουργικοῦ ἤθους, εὐσχήμων ὑπακοὴ στοὺς κανόνες καὶ τὰ Τυπικὰ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς μοναχικῆς παραδόσεως, εὐχαριστιακὴ ζωὴ καὶ ἀναστάσιμη βίωση κατὰ τὴ δεσποτικὴ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ἐνεπίγνωστος ἁγιασμὸς διὰ τῶν μυστηρίων, ὑπαρξιακὸς ἐκκλησιασμὸς τῶν πιστῶν,εὐλαβικὴ πρόσψαυση τοῦ μυστηρίου τῆς εὐσεβείας ἦταν τὰ καίρια αἰτήματα τοῦ φιλοκαλικοῦ κινήματος. Οἱ ἀλλοτριωτικὲς ἰδιαιτερότητες στὸν χῶρο τῆς θείας λατρείας δὲν ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς φιλάνθρωπα οἰκονομούμενες διευθετήσεις, ἀλλὰ ἀπορρίφθηκαν ὡς ἀνατρεπτικὲς καινοτομίες τῆς ἐπὶ οὐσιωδῶν ὑποθέσεων ἀκριβείας τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως.Πράγματι ἡ ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν μακρὰ περίοδος «πτωχείας καὶ λειτουργικῆς συντηρήσεως». Ὁ ιη΄ αἰῶνας ἰδιαίτερα ἦταν δεῖγμα λειτουργικῆς παρακμῆς, ἐπιφάνειας, ὑποβαθμισμένης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καταλυτικῆς τυπολατρίας καὶ ἀνατρεπτικῶν ἐκτροπῶν.Ἐπὶ τέσσερις ἑκατονταετίες ἡ δουλεία ἐπιτελοῦσε ἔργο διαβρωτικό, ὅσον ἀφορᾶ στὴν κατάσταση, τὴν πορεία καὶ τὴν πρόοδο τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ἔργο ἀλλοτριωτικό,ὅσον ἀφορᾶ γενικότερα στὴ θεία λατρεία καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ ἁγιοπαράδοτο εὐχαριστιακὸ ἦθος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀγαθὴ ἡ συγκυρία τῆς παρουσίας τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων κατ’ αὐτὴ τὴν περίοδο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σὲ μία σταδιακὴ ὑπερίσχυση τονισμοῦ τῆς ἀσκήσεως,σὲ βάρος τῆς συχνῆς Θείας Μεταλήψεως, ἡ ὁποία ὡς συνήθεια κυριαρχοῦσε στὴ μοναχικὴ τουλάχιστον εὐσέβεια μέχρι τὴν ἐκπνοὴ τῆς αὐτοκρατορίας, οἱ Κολλυβάδες προμάχησαν ὑπὲρ τῆς εὐχαριστιακῆς αὐτῆς παραδόσεως καὶ ἀμφισβήτησαν τὸ φαινόμενο τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὰ μυστήρια ἢ τῆς ἀραιῆς μετοχῆς σὲ αὐτά, ἡ ὁποία στὴ σκέψη τῶν ὑποστηρικτῶν της ἔλαβε μάλιστα καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ παραδοσιακοῦ. Τόνισαν τὴ σπουδαιότητα τῆς συχνῆς προσελεύσεως στὸ μυστήριο γιὰ τὴν τελείωση τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθεσαν τὶς βάσεις τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς. Μάλιστα κατηγορήθηκαν γιὰ προσκόλληση σὲ ἀνούσια καὶ μικρά. Ἄδικα βέβαια, γιατὶ ὁ κύριος σκοπός τους ἦταν ἡ ἀνάδειξη τῆς ὡραιότητας τῆς λειτουργικῆς ἀκριβείας στὴ διαχρονία της καὶ ἡ ἔντονη βιωματικὴ μετοχὴ τῶν χριστιανῶν στὴ λατρεία. Ἡ ἀντικανονικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ πράξη τῶν συγχρόνων τους, ποὺ ὡς πρὸς τὴν ἀραιὴ μετάληψη μὲν εἶχε ρίζες τουλάχιστον τριῶν αἰώνων, ὡς πρὸς τὴν ἀντιπαραδοσιακὴ δὲ μεταφορὰ τῶν μνημοσύνων ἀπὸ τὸ πενθικὸ Σάββατο στὴν ἀναστάσιμη Κυριακὴ λίγες δεκαετίες, τοὺς παρώθησε στὴ γνωστὴ ἀναγεννητικὴ λειτουργική τους παρέμβαση, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ ἀμφισβητοῦσε τὶς τυποποιήσεις καὶ τὶς ἀνατροπές, θεωρήθηκε ἀπὸ τὴν περιρρέουσα τῆς ἐποχῆς ἀντίληψη ὡς «προδοσία»τῆς παραδόσεως. Τελικὰ ἀπειλήθηκαν καὶ μὲ ἐκκλησιαστικὴ καταδίκη, γιατὶ εἶχαν τὴν τόλμη νὰ ἀντισταθοῦν στὴν ἀνούσια καὶ ἀπνευμάτιστη προσκόλληση τῶν ἀντιπάλων τους στοὺς ἀντιπαραδοσιακοὺς τύπους.Οἱ Κολλυβάδες, ἀναδιφῶντας τὴν πατερικὴ καὶ ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐχάρισαν στὴν ἐποχή τους καὶ τὸ Γένος φιλοκαλικὴ διέξοδο. Ἀσυμβίβαστοι πρὸς τὸν Χριστιανισμὸ τῆς ἐπιφάνειας,πρὸς τὴν κωδικοποιημένη προσέλευση στὴν κοινωνία τρεῖς ἢ τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο, ἢ μόνο τὸ Πάσχα, καὶ πρὸς τὴν κατάλυση τοῦ ἀναστασίμου καὶ δεσποτικοῦ χαρακτῆρα τῆς Κυριακῆς, μὲ τὴν ἀποδοχὴ νεκρικῶν κατ’ αὐτὴν μνημῶν, ἐπέστρεψαν στὸ βάθος καὶ τὸν πυρήνα τῆς ἱερῆς παραδόσεως τῶν ἁγίων πατέρων καὶ δημιούργησαν τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀνάσταση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς. Πρότειναν στοὺς
πιστούς, ἀντὶ τῶν ποικίλων διαφωτισμῶν,ἕνα γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα πρότυπο, τὸν ὁμολογητὴ καὶ μαρτυρικὸ ἄνθρωπο τῆς θυσιαστικῆς πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ τὸν τύπο «τοῦ λειτουργημένου – τοῦ εὐχαριστιακοῦ χριστιανοῦ».
13_2

Γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴν προσφορὰ βέβαια ἡ σύγχρονή τους εἰρωνικὴ ἀφιλαδελφία τοὺς ὀνόμασε «Κολλυβάδες»,
χαρακτηρισμὸς ὁ ὁποῖος στὴν ἀρχὴ ἦταν κατηγορία καὶ λοιδορία, στὴ συνέχεια ὅμως στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ἐσήμαινε καὶ σημαίνει τὸν ἅγιο ἀγωνιστὴ καὶ πρόμαχο τῆς ἀληθοῦς και ἀκαινοτομήτου ὀρθοδόξου παραδόσεως, τὸν «στοιχοῦντα τῷ κανόνι τῆς παραδεδομένης ἡμῖν παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν διδασκαλίας καὶ νομοθεσίας»25 καὶ στερρῶς «ἐχόμενον τῆς Ὀρθοδοξίας»26.Οἱ Φιλοκαλικοὶ πρόβαλαν μὲ ὀξύνοια πνευματικὴ καὶ μὲ βίωμα γνήσιο τὸν ζωντανὸ πλοῦτο τῆς ὀρθοδόξου λατρείας
ἔναντι τῆς νοησιαρχίας τῶν διαφωτιστῶν.Συνέπλεξαν τὴν ἀσκητικὴ μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ θεολογία, ὑπερβαίνοντας τὸν κίνδυνο ὁ ἀδιάκριτος καὶ μονομερὴς ὑπερτονισμὸς τῆς ἀσκήσεως νὰ δρᾶ ἀρνητικὰ πρὸς τὴ ζωντανὴ λατρεία καὶ τὴν εὐχαριστιακὴ μετοχή. Τὸ κίνημά τους, ὡς κίνημα σύνθεσης θεολογίας, μυσταγωγίας καὶ λατρείας, κίνημα κατ’ ἐξοχὴν ἀναμορφωτικό, ἀναγεννητικό, ἡσυχαστικό, φιλοκαλικὸ καὶ λειτουργικό, ὑπῆρξε γιὰ τοὺς δεινοὺς ἐκείνους καιρούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σήμερα μία ἐκ τῶν μεγίστων εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ Γένος, τὸν μοναχισμὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἴδιοι ὡς θεοφώτιστα πρόσωπα, πορευόμενα στὸν μαρτυρικὸ δρόμο τῆς ἁγιωσύνης καὶ ἐμφορούμενα ἀπὸ τὸ ἀνακαθαρμένο καὶ γνήσιο ὀρθόδοξο ἦθος τῆς ἀνοθεύτου παραδόσεως, ἔγιναν διδάσκαλοι καὶ ἀνακαινιστὲς τῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ μυσταγωγοὶ τοῦ λειτουργικοῦ βιώματος τοῦ λαοῦ. Ἡ λειτουργική τους παραγωγὴ εἶναι ποικίλη καὶ πλούσια. Μελετοῦν, ἐρευνοῦν, ἑρμηνεύουν, ὑπομνηματίζουν τὴ λατρεία, εὐχαριστιολογοῦν καὶ ἀναστασιμολογοῦν παρεμβαίνοντας στὰ δύσκολα καὶ ἀκανθώδη ζητήματα ποὺ ἀνακύπτουν στοὺς χρόνους τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἡ συχνότητα συμμετοχῆς στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καὶ οἱ ἀναστάσιμες προνομίες τῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας τοῦ Κυρίου. Τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ συστηματικὰ παρουσιάζονται πλέον ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐρευνητὲς ἀναδεικνύουν τὴ λειτουργική τους θεολογία καὶ καταρρίπτουν παγιωμένους μύθους καὶ ἀντιπαραδοσιακὲς πλάνες. Ἡ ἔνστασή τους εἶναι ὑπὲρ τῆς ἀνοθεύτου παραδόσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαντοῦν ἐπιστημόνως στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ἡ λατρεία, πῶς πρέπει νὰ τελεῖται μὲ τάξη καὶ εὐσχημοσύνη, πῶς μετέχει ὁ ἄνθρωπος βιωματικὰ καὶ ἐνεργὰ στὴν ἀναγεννητικὴ καὶ ἀνακαινιστική της δύναμη.
13_3Ἡ ἐπίδραση τῶν Κολλυβάδων στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία καὶ σκέψη εἶναι καίρια καὶ εὐεργετική, ἀφοῦ πλέον οἱ μελετητὲς στὴν πλειονότητά τους θεολογοῦν περὶ τῆς λατρείας ὀρθοδόξως καὶ ἐνίστανται παραδοσιακῶς ἐνώπιον τῶν συγχρόνων κινδύνων καὶ προκλήσεων. Πίστη καὶ θεία λατρεία ἀντιδίδουν τὸ περιεχόμενό τους, ἀφοῦ ἡ χαρισματικὴ θεολογία ζωογονεῖ καὶ προστατεύει τὴν εὐάρεστη στὸν Θεὸ λατρεία, ἀλλὰ καὶ ἡ γνήσια λειτουργικὴ βίωση καὶ μυστηριακὴ μυσταγωγία προσπηγάζει στὴν Ἐκκλησία τὴν ἀληθῆ της θεολογία.Ἡ διάσπαση αὐτῆς τῆς συζυγίας δημιουργεῖ παρατροπὲς καὶ νοθεύσεις ἐπικίνδυνες.Ἡ ρευστότητα στὸν εὐρύτερο χῶρο τῶν ἰδεῶν κατὰ τὴν ὑστέρα Τουρκοκρατία, ἀλλὰ καὶ οἱ ἔντονες ζυμώσεις στὰ θεολογικὰ γράμματα καὶ τὶς λειτουργικὲς ἐνασχολήσεις, φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ἕνα
ὁλόκληρο πλῆθος προβληματισμῶν.Οἱ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες ἦταν εὐεργετικὰ παρόντες καὶ σὲ αὐτούς. Τὸ πνευματικό τους κίνημα ἔστρεψε ὅλη τὴν προσοχή, τὴν ἐπιμέλεια, τὴν ἔρευνα καὶ τὶς ἐνασχολήσεις του στὴν προσπάθεια νὰ ἐξέλθη τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ μοναχικὸς κόσμος ἀπὸ τὸν ζοφερὸ εὐχαριστιακὸ φορμαλισμό, ἐπανερχόμενο στὸ κέντρο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ μυστηριακὴ βίωση τῶν ἑνοποιητικῶν καὶ ἁγιαστικῶν εὐχαριστιακῶν συνάξεων. Σήμερα μάλιστα εἶναι περισσότερο ἀπὸ προφανὴς ἡ ἀνάγκη ἀναθέρμανσης τῆς λειτουργικῆς τους διδασκαλίας, καθὼς ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἡ μείωση τῆς εὐλάβειας, ἡ σταδιακὴ παραίτηση τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ὁλόθυμη ὑπακοὴ στοὺς ἱεροὺς κανόνες, ἡ ἐπικράτηση ἑνὸς νέου ἀκηδιαστικοῦ φρονήματος,ὡς πρὸς τὰ λειτουργικὰ βιώματα καὶ τὰ πνευματικὰ ἀθλήματα τῆς Ὀρθοδοξίας, δημιουργοῦν παρόμοιους μὲ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων κινδύνους καὶ προβληματισμούς, ὡς πρὸς τὸ ἐνδεχόμενο μιᾶς νεκρωτικῆς τυποποίησης τῆς ζωογόνου παραδόσεως ἢ μιᾶς τελείας ἀποστροφῆς πρὸς αὐτήν. Ἡ ἀμέλεια, ἡ κοσμικότητα, ἡ προφασιολογικὴ ψευδὴς εὐλάβεια, ἡ ἀποχὴ καὶ ἀδια-φορία δραστικὰ μποροῦν νὰ παραχαράξουν ἐκ νέου τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος κλήρου καὶ λαοῦ, μὲ ἀποτελέσματα ἀπρόβλεπτα.Ἡ χορεία τῶν Φιλοκαλικῶν ἀντιμετωπίζει κατηγορίες καὶ ποικίλες περιφερόμενες ἀντιευχαριστιακὲς ἐνστάσεις ἤ, γιὰ τὸ ζήτημα τῶν μνημοσύνων, ἀκόμη καὶ πατριαρχικὲς καταδίκες.Τὶς δυσκολίες αὐτὲς ἀντιμετωπίζει μὲ σύνεση καὶ σοφία, μὲ διαλεκτικὴ δεινότητα, μὲ τιμὴ πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, μὲ εἰρηνοποιὸ διάθεση.
Ἡ κατοχὴ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας καὶ ἡ βαθειὰ γνώση τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως, ὑπὲρ τῆς ὁποίας κυριολεκτικὰ ἀναλώθηκαν, τοὺς ἔτρεψε στὴ φιλάνθρωπη καὶ ἀγαπητικὴ πρὸς τὸ Γένος καὶ τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν διδαχὴ καὶ συγγραφή, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν προσωπικὴ ἐπιλογή, ἀντὶ τῆς ταπεινόσχημης σιωπῆς, τοῦ δρόμου τῆς θυσιαστικῆς πορείαςτῆς μαρτυρίας καὶ τοῦ μαρτυρίου, μέσα
στὸ κλίμα τῆς αὐτοπροαίρετης μετοχῆς στὴν περιπέτεια τοῦ Εὐαγγελίου.
1 . Βλ. ἐνδεικτικὰ Δ. Ζακυθηνοῦ, Ἡ Τουρκοκρατία.Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν νεωτέραν ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Ἀθῆναι 1957. Γ. Μεταλληνοῦ (Πρωτοπρ.), Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία [σειρὰ «αἶπος», 3], ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21989. Π.Ν. Παπαρούνη, Τουρκοκρατία, ἐκδ. Γρηγόρη χ.τ.χ.
2. Βλ. ἐνδεικτικὰ Θ. Γιάγ κου, «Σχέσεις τοῦ Ἀθωνικοῦ καὶ Θρακικοῦ μοναχισμοῦ. Κανονικολειτουργικὰ θέματα», Ἅγιον Ὄρος καὶ Θράκη [ΠαράρτημαΘρακικῆς Ἐπετηρίδας, 5], ἔκδ. Μορφωτικὸς Ὅμιλος
Κομοτηνῆς – Κέντρο Θρακικῶν Μελετῶν, Κομοτηνὴ 2001, σσ. 83-84.3. Βλ. Χ. Τζῶγα, Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ιη΄ αἰῶνα, ΕΕΘΣΘ [Παράρτημα ἀρ.3], Θεσσαλονίκη 1969, σσ. 7-8 καὶ 10-11. Μ. Γεδεῶν,«Ἐκκλησία καὶ Ἐπιστήμη κατὰ τὸν ιη΄ αἰῶνα»,Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια 8 (1887-1888), σ. 283.4. Βλ. Α. Καραθανάση, Καππαδοκίας τύχαι. Διάλεξη κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ Α.Π.Θ.,Θεσσαλονίκη 2000, σ. 64. Περισσότερες ἀναλύσεις βλ. στὶς ἐξιδιασμένες μελέτες τοῦ ἰδίου καθηγητοῦ,«Ἡ πορεία τοῦ Γένους κατὰ τὴν Τουρκοκρατία καὶ ἡ ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Φορεῖς, Ἰδεολογία, Θεσμοί)», Ξενία Ἰακώβῳ Ἀρχιεπισκόπῳ Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς. Ἐπὶ τῇ ετηρίδι τῆς Ἀρχιεπισκοπείας αὐτοῦ, ἐποπτεία καὶ ἐπιμέλεια Ἀ. Ἀγγελοπούλου καὶ Ἀ. Καραθανάση, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 556-572. Τοῦ Ἰδίου, Ἡ τρίσημη ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ἑλληνισμός, ἐκδ. Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη 1991.5. Bλ. Al. Papaderos, Metakenosis. Griechenlands
Kulturelle Herausforderung durch die Aufklärung in der Sicht des Korais und des Oikonomos, Meisenheim am Glan 21970. Βλ. καὶ ἔκδοση στὰ ἑλληνικὰ Μετακένωσις. Ἑλλάδα-Ὀρθοδοξία Διαφωτισμὸς κατὰ τὸν Κοραὴ καὶ τὸν Οἰκονόμο (μτφρ. Ἐμ.Γεωργουδάκης), ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2010.
6. Βλ. Γ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καὶ ἀλλοτρίωση, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 21989, σ. 260.
7. Κ. Θ. Δημαρᾶ, Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, ἐκδ. Ἑρμῆς, Ἀθήνα 41985. Π. Κονδύλη, Ὁ Νεοελληνικὸς
Διαφωτισμός. Οἱ φιλοσοφικὲς ἰδέες, ἐκδ. Θεμέλιο, Ἀθήνα 1988. Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικὸς Διαφω-
τισμός. Οἱ πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς ἰδέες, ἔκδ. ΜΙΕΤ,Ἀθήνα 1996. Ἀναφορὰ στὸν δυτικὸ Διαφωτισμὸ βλ. Κ.Ἀκριβοπούλου, Τὸ κολλυβαδικὸ κίνημα. Ἡ τελευταία Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννηση, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη
2001, σσ. 19-29. Βλ. καὶ Ἀ. Ἀγγέ λου, «Πρὸς τὴν ἀκμὴν τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ», Μικρασιατικὰ Χρονικὰ 7 (1957), σ. 1ἑξ.8. Γ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καὶ ἀλλοτρίωση, ὅπ.π., σ. 13.9. Ὅπ.π., σσ. 15-16.
10. Ὅπ.π., σσ. 31, 32, 33. Βλ. καὶ Εἰρηναίου Δεληδήμου (Ἀρχιμ.), Εἰσαγωγὴ στὴν ἔκδοση τοῦ Πηδαλίου
ἀπὸ τὶς ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1982, σ.γ΄-ε΄, ὅπου σχετικὴ καίρια ἀναφορά.
11. Βλ. Γ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ὅπ.π., σ. 152.Βλ. καὶ σ. 158, ὅπου δίδονται παραδείγματα παρόμοιων ἀθεϊστικῶν, ἀντικληρικῶν καὶ πολεμικῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας συγγραμμάτων, ὅπως π.χ. Ὁ Ἀνώνυμος τοῦ 1789 ἐναντίον τῶν μυστηρίων, Ὁ ρωσαγγλογάλλος (±1805), ἡ Ἑλληνικὴ Νομαρχία (1806),
οἱ Στοχασμοὶ τοῦ Κρίτωνος (1819) καὶ τὰ καθαρὰ ἀντιχριστιανικὰ δημοσιεύματα τοῦ Χριστόδουλου
Παμπέκη. Ὡς πρὸς τὸν ἀντικληρικαλισμὸ τῶν διαφωτιστῶν, ἀπαντητικὴ παρέμβαση ἔχουμε στὸ ἔργο τοῦ
Π. Γεωργαντζῆ , Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ τὸ εἰκοσιένα (ἀντίδραση ἢ προσφορά;), Ξάνθη 1985, μὲ σημαντικὲς καὶ
ἀξιοπρόσεκτες ἱστορικὲς καταγραφές.12. Γ. Μεταλληνοῦ, ὅπ.π., σ. 151.13. Ὅπ.π., σ. 153.14. Βλ. Γιώργη Θ. Πρίντζιπα, Λογάδες τοῦ Γένους [Σειρά: Ἑλληνικὴ Παιδεία καὶ Παράδοση, ἀριθ. 4], ἐκδ.Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1985, σ. 130, 139-140.15. Bλ. Con. Papoulidis, «Conservatisme et modernisme dans l’Église Orthodoxe ou XVIIIème etXIXème ss.», στὸ Καιρός. Τόμος τιμητικὸς στὸν ὁμότιμο καθηγητὴ Δαμιανὸ Ἀθ. Δόϊκο. ΕΕΘΣΘ. Τμῆμα Θεολογίας – Νέα Σειρά, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1995,σσ. 641-646. Καὶ Γ. Μεταλληνοῦ, «Ἡ δυναμικὴ τοῦ διαφωτισμοῦ στὴ δράση τῶν Κολλυβάδων», ἐφημερ.Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια (1-16.9.1995), σ. 13.16. Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, «Πνευματικὰ κινήματα τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ κατὰ τὴ δεύτερη χιλιετία καὶ ἐπιπτώσεις τους στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία»,Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυκας. Θεολογικὴ Ἐπετηρίδα
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιτίου, τ. Ϛ΄, Λάρνακα 1994,σσ. 139-148. Σπ. Μακρῆ, «Κολλυβάδες». ΘΗΕ, τ. 7, στ.742-745. Τ. Γριτσοπούλου, «Νικόδημος Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος καὶ τὸ Κίνημα τῶν Κολλυβάδων», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τ. ΙϚ΄ (1996-2000),σ.46-77. Βλ. καὶ Ἀθανασίου Γκίκα (Πρωτοπρ.), Προϋποθέσεις καὶ συχνότητα προσελεύσεως στὴ Θ. Μετάληψη. Ποιμαντικὴ προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 1994,σ. 27.17. Βλ. Γιώργη Πρίντζιπα, ὅπ.π., σ. 141-144.18. Βλ. Ἰ. Μ. Φουντούλη, Λειτουργικὰ Θέματα, τ. Ζ΄,Θεσσαλονίκη 1986, σ. 19.19. Ἰ. Μ. Φουντούλη, Λειτουργικὰ Θέματα, τ. Η΄, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 82.20. Βλ. Θ. Γιάγ κου, «Σχέσεις τοῦ Ἀθωνικοῦ καὶ Θρακικοῦ μοναχισμοῦ. Κανονικολειτουργικὰ θέματα»,ὅπ.π., σ. 84.21. Θ. Γιάγ κου, Κανόνες καὶ Λατρεία [Σειρά: Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 1], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη2 2006, σ. 345.22. Ὅπ.π., σ. 347. Βλ. Τοῦ Ἴδιου, Ὁ Νομοκάνων Θεοκλήτου Καρατζᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτη. Ἡ ἐπίτομη μορφή, ἐκδ. Γ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 26.23. Βλ. Ἰ. Μ. Φουντούλη, Λειτουργικὰ Θέματα (= ΛΘ),τ. Η΄, σ. 82. Τοῦ Ἰδίου, ΛΘ, τ. Ζ΄, σσ. 12 καὶ 42-43. Τοῦ Ἰδίου, Λειτουργικὴ Α΄. Εἰσαγωγὴ στὴ θεία λατρεία,Θεσσαλονίκη 1993, σ. 33.
24. Ἰ. Μ. Φουντούλη, ΛΘ, τ. Η΄, σ. 83.25. Βλ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἔργα 1. Μεγάλη Κατήχησις, ΟΗ΄ (ἐπιμελείᾳ Νικοδήμ ου Σκρέττα), ἐκδ.«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 296.26. Συμεῶν Θεσσαλονίκης, Διάλογος, κεφ. ΠΗ΄. PG155, 268C.27. Βλ. τὰ ἀκροτελεύτια εἰρηνοποιὰ συμπερασματικὰ
κείμενα τοῦ Νικοδήμ ου Ἁγιορείτου, Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, Ἐν Βόλῳ 1971, σ. 117 καὶ Τοῦ Ἰδίου, Ὁμολογία πίστεως, ἤτοι ἀπολογία δικαιοτάτη, Ἐν Βενετίᾳ 1819, σσ. 32-33, 45, 46-48, 56, 91-92, 94.

http://www.enromiosini.gr/arthrografia