Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Steven Runciman. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Steven Runciman. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2018

Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός




Χάρις στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἤ Χριστιανική θρησκεία ἦλθε στόν κόσμο αὐτό σέ μιὰ μοναδική στιγμή τῆς ἱστορίας του. Οἱ Ρωμαῖοι, εἶχαν μόλις ὁλοκληρώσει τήν κατάκτηση ὅλου τοῦ μεσογειακοῦ κόσμου, προσφέροντας ἔτσι μιὰ τεράστια ἔκταση, ὅπου ἄνθρωποι καί ἰδέες μποροῦσαν νά ταξιδεύουν ἀνεμπόδιστα. Περισσότερο ἴσως σημαντικό ἦταν τό γεγονός ὅτι στήν πολιτισμική ζωή αὐτῆς τῆς περιοχῆς δέσποζαν σοφοί καί διδάσκαλοι γαλουχημένοι στίς παραδόσεις τοῦ Κλασσικοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου. ἡ ἐξαιρετική ἐμβρίθεια τῶν φιλοσόφων, ἐπιστημόνων καί καλλιτεχνῶν, ποὺ ἀρχικῶς συναντᾶμε στίς περιοχές τοῦ Αἰγαίου πελάγους, ἁπλώθηκε, χάρις στήν τόλμη τῶν Ἑλλήνων καί τίς κατακτήσεις τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, σέ ὅλες τίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου. Οἱ μεγάλες καί ἐπιφανεῖς πόλεις ποὺ εἶχαν ἀνθήσει στό πέρασμα τῶν Μακεδόνων, ἰδιαιτέρως ἡ Ἀλεξάνδρεια στήν Αἴγυπτο, τώρα διέθεταν σοφούς ἀναθρεμμένους στήν Ἑλληνική παράδοση, ποὺ εἶχε ἐμπλουτισθεῖ καί ἀπό τίς παραδόσεις τῶν παλαιοτέρων αὐτοκρατοριῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἀκόμη καί αὐτή ἡ Ρώμη καί οἱ δορυφόροι της προσέβλεπαν στήν Ἑλλάδα γιά τήν πολιτισμική ὑποδομή τους.

Ἔτσι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία ἀπό τά πρῶτα της χρόνια εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τήν πρόκληση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τί ἐννοοῦμε μέ τόν ὅρο "Ἑλληνισμός"; Δέν εἶναι ταυτόσημος μέ τόν Ἑλληνικό Ἐθνισμό, ἄν καί οἱ σημερινοί Ἕλληνες δικαίως μποροῦν καί διεκδικοῦν τήν συγγένεια μέ τούς διανοητές καί καλλιτέχνες τῆς Κλασσικῆς Ἑλλάδος, τῶν ὁποίων τήν γλώσσα καί τήν γῆ κληρονόμησαν. Νομίζω πὼς Ἑλληνισμός εἶναι βασικῶς μιὰ στάση τοῦ νοῦ, ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἑρμηνείας τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦμε, ἡ ἐπιμονή γιά τήν γνώση ὅλων τῶν φαινομένων του καί ἡ ἐλπίδα πὼς μποροῦμε νά κατανοήσουμε τά λάθη, τίς θλίψεις καί τίς τραγωδίες του, πράγμα ποὺ τελικῶς θά μᾶς καταστήσει ἱκανούς νά φθάσουμε στήν ἁρμονία ποὺ τό ἀνθρώπινο γένος πρέπει νά ποθεῖ. Ἦταν ἕνα τρομακτικό καθῆκον. Πολλοί Ἕλληνες φιλόσοφοι - καί πολλοί φιλόσοφοι σήμερα - ἦσαν εἰλικρινά ἀπαισιόδοξοι. Ὅμως ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστιανισμοῦ φάνηκε σέ ἄλλους νά προσφέρει μιὰ λύση. Ἡ αὐστηρή ἐμμονή του στίς ἠθικές ἀξίες, σέ συνδυασμό μέ τήν ἔμφαση ποὺ ἔδινε στήν ἀγάπη καί τήν πίστη του στήν τελική λύτρωση, γοήτευσε πολλούς στοχαστές. Ἀλλά γιά νά γίνει ἀποδεκτός στόν κόσμο τῆς διανοήσεως ὄφειλε νά συνταυτισθεῖ τρόπον τινα μέ τόν κυρίαρχο Ἑλληνισμό. Καί ἦταν τό μεγάλο ἐπίτευγμα τῶν πρώτων Χριστιανῶν Πατέρων, κυρίως, νομίζω, τῶν Καππαδοκῶν, τό ὅτι μπόρεσαν καί ἐξέφρασαν τό Χριστιανικό δόγμα μέ ὅρους ποὺ ἦσαν ἀποδεκτοί ἀπό τούς φιλοσόφους. Οἱ δέ μεγάλες Οἰκουμενικές Σύνοδοι πρόσφεραν τό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο, τό ὁποῖο χρειαζόταν ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ συμμαχία μέ τόν Ἑλληνισμό διασφάλισε τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί τήν μεγάλη ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐμφανίζονταν τάσεις ποὺ ἀπέρριπταν τήν Ἑλληνική προσέγγιση. Ἦσαν οἱ πιστοί ποὺ ἔμεναν ἀποκλειστικά στό ἑβραϊκό ὑπόβαθρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ φονταμενταλιστές, ποὺ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα, καί ποὺ ἐπέμεναν στήν αὐστηρή τηρήση ἄκαμπτων ἠθικῶν κανόνων καί τελετουργικῶν τυπικῶν καί στήν κατά γράμμα ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Περισσότερο ἀξιοσημείωτη καί καθοριστική εἶναι ἀκόμη ἡ γενική τάση τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καί τῶν διαδόχων τους νά υἱοθετοῦν μία ἄκαμπτη στάση στήν θεολογία τους. Τοῦτο ὀφείλεται στίς ἱστορικές συγκυρίες.

Ὅταν ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία κατέρρευσε ἀπό τίς βαρβαρικές καταλήψεις, ἦσαν οἱ δυτικές, λιγότερο πολιτισμένες, ἐπαρχίες, ποὺ ἔπεσαν πρῶτες στά βαρβαρικά χέρια. Κι ὅταν οἱ Ρωμαῖοι διοικητές ἀναγκάσθηκαν νά παραιτηθοῦν, ἡ μόνη ἐναπομείνασα μορφωμένη τάξη ἦταν ὁ κλῆρος. Αὐτός δέν περιορίσθηκε μόνο στό καθῆκον του νά μεταστρέψει στόν Χριστιανισμό τούς εἰσβολεῖς. Ἐπί πλέον προμήθευσε τούς νέους ἄρχοντες μέ ἐγγραμμάτους ὑπαλλήλους καί, πρό πάντων, νομικούς. Ὁ νόμος ἦταν ἡ μεγάλη συμβολή τῶν Ρωμαίων στόν πολιτισμό. Πλήν ὅμως ἡ ἄκαμπτη ἐφαρμογή του ἦταν ἀντίθετη πρός τήν παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ Ρωμαῖοι θεολόγοι ἀπαιτοῦσαν ἀκριβεῖς φόρμουλες καί λογικά ἐπιχειρήματα, ὅπως ἀναπτύχθηκαν ἀπό ἐκεῖνον τόν ἀξιόλογο διανοητή, τόν Θωμᾶ Ἀκινάτη.

Στίς Ἀνατολικές ἐπαρχίες ὅμως, στό Βυζάντιο, οἱ νομικοί δέν ἀνῆκαν στόν κλῆρο, ἦσαν λαϊκοί, καί μιὰ πιό φιλελεύθερη θεολογία ἦταν ἐπιτρεπτή, ἐνῶ τηροῦνταν ἀνέπαφα τά θεμελιώδη Χριστιανικά δόγματα, τό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί τό δόγμα τῆς Σωτηρίας. Πρό πάντων, ἐνῶ οἱ Δυτικές Ἐκκλησίες δέν αἰσθάνονταν ποτέ ἄνετα μέ τούς μυστικούς ποὺ ἐμφανίζονταν στούς κόλπους των -ἄν καί δέν ἦταν δυνατόν νά μήν ἀναγνωρίσουν τήν ἁγιότητα κάποιων μορφῶν, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ καί ἡ Ἁγία Τερέζα τῆς Ἀβίλα- στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία ὁ μυστικός ἦταν ἐλεύθερος νά βρεῖ τόν δικό του δρόμο πρός τήν σωτηρία. Ἐδῶ εἶχε διατηρηθεῖ ἡ Ἑλληνική στάση. Δέν ὑπῆρξε ποτέ καμία σοβαρή προσπάθεια νά ἐμποδιστεῖ ἡ προσωπική ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.

Σέ αὐτόν τόν βαθμό ἡ παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἔχει ἐπιζήσει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. καί νομίζω πὼς εἶναι ἀκόμη ἀπαραίτητη σήμερα. Ἡ προσπάθεια τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν νά ἐκσυγχρονίζουν τήν θρησκεία περιορίζει τό αἰώνιο μήνυμά της καί ἡ μέριμνα νά ὑποτάξουν τήν θεολογία στήν λογική συμφώνως πρός τά σύγχρονα κοσμικά στερεότυπα ἁπλῶς ὁδηγεῖ τόν λαό τοῦ Θεοῦ στόν ἀγνωστικισμό ἤ ἀκόμη καί τόν ἀθεϊσμό. Ἄν ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι διατηρήσουν τήν συμμαχία τους μέ τόν Ἑλληνισμό, θά μπορέσουν νά διατηρήσουν τήν πνευματικότητά τους. Ἴσως μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά εἶναι ἡ μόνη ἀπό τίς μεγάλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες ποὺ θά ἔχει ἐπιζήσει, ἀφοῦ μόνη αὐτή θυμᾶται πὼς ἡ θρησκεία εἶναι μυστήριο, καί πὼς ὁ Χριστιανός, βοηθούμενος ἀπό τούς φιλοσόφους καί τούς θεολόγους τοῦ παρελθόντος καί ὄχι τρομοκρατούμενος ἀπό αὐτούς, δύναται νά ἀκολουθήσει τίς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καί μαζί μέ τούς ὁμοπίστους ἀδελφούς του, παραμένοντας εὐπειθές τέκνο τῆς Ἐκκλησίας του, νά βρεῖ τόν δικό του δρόμο πρός τήν σωτηρία.
 

Δευτέρα, Απριλίου 13, 2015

13 Απριλίου 1204.Η Άλωση της Κων/πόλεως από τους Λατίνους Σταυροφόρους.(Άρθρο του έγκριτου Βυζαντινολόγου,Σερ Στήβεν Ράνσιμαν)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!




13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1204:ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΑΤΙΝΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣ-ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ,ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ!

22
Άρθρο του έγκριτου Βυζαντινολόγου,Σερ Στήβεν Ράνσιμαν,που πρέπει να διαβαστεί από όλους:
Ενώ τονίζεται η 29η Μαϊου 1453 ως το τέλος της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας μας, το κυριότερο γεγονός που κλόνισε την ύπαρξή της ανεπανόρθωτα, και οδήγησε στον οριστικό τερματισμό της υλικής και οικονομικής υπεροχής του κράτους μας σε όλη την Ευρώπη, και τελικά στο 1453, δηλαδή η καταστροφή της Ρωμανίας από τη Δύση, με την Άλωση της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινούπολης την 13η Απριλίου 1204 από τους Σταυροφόρους, αποσιωπάται ή δεν του δίνεται η πρέπουσα σημασία. Θα έλεγε κανείς, ότι επειδή ο προσανατολισμός του νεοελληνικού κράτους ήταν προς τη Δύση, οι ηγέτες του σκέφτηκαν ότι αυτός ο προσανατολισμός συνεπάγεται απαραίτητα και τη λήθη της ιστορίας, τη λήθη του γεγονότος ότι εξαιτίας της Άλωσης του 1204 Η Ρωμηοσύνη στάθηκε αδύναμη να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Με άλλα λόγια, η Άλωση του 1204 οδήγησε στα 400-600 χρόνια Τουρκοκρατίας, αλλά αυτό το συμπέρασμα απωθήθηκε, πιθανότατα λόγω του ιδεολογικού προσανατολισμού της ηγετικής τάξης του Ελληνικού κράτους. Είναι σήμερα γενικά παραδεκτό, πως αυτή ήταν η αιτία της επικράτησης των Τούρκων στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Ένα Ρωμαίικο Κράτος που δεν θα είχε υποστεί την Άλωση του 1204, πιθανότατα θα ανέκαμπτε, όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν άλλωστε, και θα αντιμετώπιζε τους Τούρκους νικηφόρα, όπως και τους Άραβες. Αλλα αυτή η ευκαιρία δεν δόθηκε στην ρωμηοσύνη.
Η ευκαιρία να χτυπηθεί η Ρωμηοσύνη, δεν άργησε να δοθεί στους Φραγκολατίνους. Ήδη από τον 12 αι. πολλές δεκάδες χιλιάδες από αυτούς υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη. Απολάμβαναν προνόμια και ήταν προκλητικοί προς τους Ρωμηούς της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός παραχώρησε το 1082 υπέρμετρα δικαιώματα που τους έκαναν μισητούς στους Ρωμαίους. Ο Ιωάννης ο Β’ έκανε κάποιες προσπάθειες ώστε θα θέσει τέλος στα προνόμια αυτά. Αλλά η ενέργεια του αυτή, είχε ως αποτέλεσμα εχθροπραξίες από μέρους τους τόσο στο Αιγαίο, όσο και στο Ιόνιο και την Αδριατική. Αναγκάστηκε, ο αυτοκράτορας να ξαναδώσει πίσω τα προνόμια, όταν ο στόλος των Βενετών κινήθηκε εχθρικά προς τα εδάφη της Ρωμανίας. Οι Λατίνοι είχαν αλλοιώσει πολλές πλευρές της δημόσιας ζωής και οικονομικά διείσδυαν στον εμπορικό/επαγγελματικό ιστό συμβάλλοντας στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Η Ρωμαϊκή οικονομία, πλέον ήταν υποχείριο της δύσης.

Ο λαός της Ρωμηοσύνης, αντιστάθηκε στις προκλήσεις τους, με μεγάλες εξεγέρσεις, οι οποίες βάφτηκαν με αίμα. Τον Μάιο του 1182, έγινε η πρώτη εξέγερση κατά των Λατίνων. Μια επανάσταση που χαρακτηρίστηκε από σφαγές και εξανδραποδισμούς. Κάτω από την πίεση της κατάστασης ο Ανδρόνικος ο Α’ αναγκάστηκε να υιοθετήσει την αντιλατινική πολιτική. Όπως είναι φυσικό, οι Λατίνοι αντέδρασαν κατά της Ρωμανίας. Η επεκτατική πολιτική τους εκφράστηκε με την επίθεση των Ούγγρων στη βαλκανική το 1183 καθώς και με την επίθεση των Νορμανδών κατά των Ρωμαϊκών εδαφών το 1185, με αποτέλεσμα την άλωση της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε νέα επανάσταση του δυσαρεστημένου από τα γεγονότα λαού στην οποία σφαγιάστηκε ο Ανδρόνικος.
Αυτοκράτορας έγινε ο Iσαάκιος ο B΄ ο Άγγελος. Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο, η Ρωμανία έπασχε από ελλιπή ηγεσία Οι Άγγελοι ήταν ίσως η χειρότερη δυναστεία! Ο Παπαρρηγόπουλος λέει (Δ΄ Β 237): “η ολεθρία των Αγγέλων γενεά”. ο Iσαάκιος προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Λατίνους και να τους παραχωρήσει ξανά, ευνοϊκή μεταχείριση. Το 1187 επαναφέρει τα προνόμια των Βενετών, οι οποίοι έχουν πλέον την υποχρέωση να μην συνάπτουν συμμαχίες ενάντια στην Αυτοκρατορία. Το 1195 ανατρέπεται ο Ισαακιος από τον Αδελφό του Αλέξιο Γ’ , πράγμα το οποίο κάνει τους Βενετούς σκεπτικούς, αν και τα προνόμια τους ανανεώνονται.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ’ ήταν ο πνευματικός πατέρας της 4ης Σταυροφορίας. Υπήρχε σε αυτήν ένα ανάμεικτο πνεύμα αρρωστημένης θρησκευτικότητας και «ιπποτικής» ιδεολογίας. Έστειλε τους Λατίνους ιεροκήρυκες να προωθήσουν την υπόθεση του ιερού πολέμου στην Δυτική Ευρώπη. την κήρυξη του ιερού πολέμου. Ο Θεοβάλδος ο Γ΄., κόμης της Καμπανίας, κήρυξε τελικά τον (ανίερο) πόλεμο. Οι Σταυροφόροι “Ήταν ένα περίεργο ανακάτωμα από ευσεβείς και θρήσκους άνδρες, αλλά και από αποβράσματα της κοινωνίας, από ανθρώπους, δηλαδή, που ήταν ικανοί για κάθε έγκλημα” [Παντίτ Νεχρού “Παγκόσμιος Ιστορία”, επιστολή 62α]. Μυριάδες λαού έσπευσαν στο κάλεσμα των κηρύκων της Σταυροφορίας. Η θρησκευτικότητα ήταν πρόσχημα και επικάλυψη της κατάκτησης. Οι ελευθερωτές των Αγίων Τόπων έγιναν κατακτητές της Ανατολής, κοσμικοί και πνευματικοί αφέντες και δυνάστες. Το φεουδαρχικό κλίμα της Φράγκικης Δύσης μεταφυτεύτηκε στην Ανατολή.
To συμβούλιο που αποτελείτο από τους Φεουδάρχες οι οποίοι λάμβαναν μέρος στην σταυροφορία αποφάσισε πως η συγκέντρωση θα γινόταν στην Βενετία και κατόπιν θα κατευθύνονταν είτε στην Συρία, είτε στην Αίγυπτο. Οι σταυροφόροι έπασχαν τόσο από πλευράς οργάνωσης και εξοπλισμού, όσο και στα οικονομικά. Γι’ αυτό συνάψανε συμφωνία με τους Βενετούς, με την οποία θα παρείχετο τροφή και υποστήριξη, έναντι 85.000 μάρκων. Επίσης προσέφεραν και τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι. Οι περισσότεροι έφτασαν το 1202, αργοπορημένα στην Βενετία. Η οργάνωση, ο εξοπλισμός και τα οικονομικά τους ήταν σε άθλια κατάσταση. Μια και δεν μπορούσαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους, οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να βοηθήσουν τους Βενετούς χτυπώντας εχθρικές πόλεις, ως «πληρωμή». Κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την πόλη Ζάρα.
Ο Βολταίρος έλεγε ότι η “Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους” δεν ήταν ούτε αγία, ούτε ρωμαϊκή ούτε καν αυτοκρατορία! Η Βενετική “Serenissima Repubblica” (Γαληνότατη Δημοκρατία) κατ’ αναλογία , ούτε γαλήνια, ούτε και Δημοκρατία ήταν. Ήταν ένα κράτος βαθιά ιμπεριαλιστικό, πλουτοκρατικό, αποικιοκρατικό και ρατσιστικό / αριστοκρατικό. Το Βενετικό κράτος ήταν «εμπορικό». Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε αν το να είσαι κλέπτης και κλεπταποδόχος είναι «εμπόριο». Ο Φράγκος σταυροφόρος εντυπωσίασε, κλέβοντας και διαλύοντας την Ρωμηοσύνη. Δεν είναι μόνο τα «ελγίνεια» μάρμαρα που ξέρουμε όλοι. Όποιος έχει επισκεφθεί την Ιταλία, θαυμάζει, τα τέσσερα χάλκινα άλογα που κοσμούν τον εξώστη του ναού, τα οποία κάποτε στόλιζαν τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης!
Ακόμα και η βαριά μεγαλοπρεπής χαλύβδινη πόρτα του ναού, κάποτε κοσμούσε την Αγία Σοφία! Η Βενετία, ξεκίνησε ως μία καθαρά Ρωμαίικη πόλη, αλλά τελικά κατάληξε να αλωθεί πολιτισμικά από τους Φράγκους και να γίνει και αυτή Φραγκική. Αυτό συνέβη, κυρίως, μετά την κατάληψη του Πατριαρχείου Ρώμης από τους Φράγκους. Για παράδειγμα, ως τον 10ο αιώνα τα δημόσια έγγραφα της Βενετίας άνοιγαν με το όνομα του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Στα τέλη του 12ου αιώνα όλοι οι Δόγηδες έφεραν τίτλους Ρωμηών αυλικών αξιωματούχων. Το σύστημα χρονολόγησης των εγγράφων παρέμεινε Ρωμαϊκό και συνέχισε να χρησιμοποιεί το μεσαιωνικό Index, ενώ ως την ενθρόνιση του τελευταίου βενετού Δόγη το 1789 το τελετουργικό ακολουθούσε αυστηρά τη Ρωμαίικη παράδοση. [GHERARDO ORTALLI, «H Βενετία και τα ίχνη του Βυζαντίου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-2004] Μόνο μετά το 1797, οπότε και εγκαθιδρύθηκε η «Γαληνότατη Δημοκρατία», η Βενετία απέταξε εντελώς τα σύμβολα της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας.
Στην πόλη Ζάρα στην Αδριατική Ακτή, αρχές του 1203, οι σταυροφόροι δέχτηκαν τους αντιπροσώπους του Αλέξιου Δ΄ Αγγελου , υιού του εκθρονισμένου και τυφλωμένου Ισάκιου Β΄ Αγγελου,. Η αδελφή του Αλέξιου είχε παντρευτεί τον βασιλιά της Σουηβίας Φίλιππο. Ο Αλέξιος Δ΄ έχει χαρακτηριστεί ο «Εφιάλτης» της Ρωμανίας! Αυτός έφερε τους Λατίνους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να αποκαταστήσει, στον θρόνο, τον πατέρα του Ισαάκιο. Συνεργάστηκε όμως, με τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, για να πετύχει τον σκοπό του. Οι Σταυροφόροι δεν μπόρεσαν να αποφασίσουν, και απέπλευσαν προς Κέρκυρα, όπου ο Αλέξιος επανέλαβε τις προτάσεις του.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο δόγης της Bενετίας Eρρίκος Δάνδολος, ο οποίος έτρεφε μίσος κατά των Ρωμηών. Ο Δάνδολος έγινε Δόγης όταν ήταν 85 ετών. Είχε τυφλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ήταν επικεφαλής μίας πρεσβείας των Βενετών στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Το 1171, ο αυτοκράτορας, έχοντας απηυδήσει από την “ανυπόφορη” συμπεριφορά των Βενετών εμπόρων, είχε συλλάβει μερικούς από αυτούς. Ο Δάνδολος θα έλθει, τότε, σε σύγκρουση με τον Μανουήλ Α΄ και σε μια συμπλοκή στην Πόλη, τραυματίστηκε και τυφλώθηκε. Έτσι, ο Δάνδολος μισούσε θανάσιμα τους Ρωμηούς και ανέμενε κάποια ευκαιρία, για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Επόμενο ήταν να «αρπάξει την ευκαιρία» και να ασκήσει και αυτός επιρροή, ώστε η εκστρατεία να κατευθυνθεί προς την Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη.
Τον Μάιο του 1203 ο στόλος των σταυροφόρων έφυγε από την Κέρκυρα και έφθασε στην Βασιλεύουσα τον Ιούνιο. O ιππότης Γοδεφρείδος Bιλλεαρδουΐνος, που μετείχε ο ίδιος στη Σταυροφορία, έκπληκτος και αυτός, έγραψε χρονογραφία («Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης») που δίνει σαφή εικόνα των εντυπώσεων, σχετικά με το μέγεθος του ρωμαϊκού πολιτισμού, που αντίκρισαν οι στρατιώτες:
Παράγραφος 128.: «Τώρα μπορείτε να μάθετε πως κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ [σ.σ.: αναφέρεται στην στιγμή όπου τα δυτικά στρατεύματα πρωτοαντίκρισαν την Πόλη, 24 Ιουνίου 1203]. Γιατί δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο ΠΛΟΥΣΙΑ πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά της τείχη και τους ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ πύργους κι αυτά τα ΠΛΟΥΣΙΑ παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δε το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμα το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες. Και μάθετε πως δεν υπήρξε άνθρωπος, άνθρωπος τόσο ασυγκίνητος, που να μην ανατριχιάσει. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο, γιατί ποτέ δεν ανέλαβαν άνθρωποι μια τόσο μεγάλη επιχείρηση από τότε που χτίστηκε ο κόσμος.»
Τρομοκρατημένος ο σφετεριστής αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ διέφυγε στην Θράκη παίρνοντας μαζί του το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Με την βοήθεια των Φράγκων που παρέμειναν έξω από την πόλη, ο τυφλωμένος πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος αποκαταστάθηκε στον θρόνο του. Συναυτοκράτορας έγινε ο υιός του Αλέξιος Δ΄ Άγγελος. Ο Iσαάκιος επικύρωσε με χρυσόβουλλο όλες τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους Σταυροφόρους ο Aλέξιος ο Δ΄. Η βασιλεία τους, όμως, δεν κράτησε πολύ.
Ο λαός αντέδρασε στην υποδούλωση στους δυτικούς, που ήταν εμφανής και ξέσπασε επανάσταση. Την αγανάκτηση του πληθυσμού προκάλεσαν η επιβολή βαριάς φορολογίας και η ληστρική συμπεριφορά των σταυροφόρων. Η επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο Αλέξιος Δ’ να χάσει τόσο το στέμμα, όσο και την ίδια τη ζωή του. Στο θρόνο ανέβηκε ο γαμπρός του Αλέξιου Γ’, Αλέξιος Ε’ Δούκας Μούρτζουφλος τον Ιανουάριο του 1204. Οι σταυροφόροι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία και αποφάσισαν να επέμβουν, αυτή τη φορά όμως για να τοποθετήσουν όχι μια Ρωμαίικη κυβέρνηση, αλλά μια δική τους. Με εισήγηση του δόγη της Βενετίας Δάνδολου υπέγραψαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης συμφωνία διανομής των εδαφών της Ρωμανίας (Partitio Romaniae) και άρχισαν την πολιορκία της πόλης που έπεσε στα χέρια τους στις 13 Απριλίου 1204. Η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο Δάνδολος πέθανε στην Κων/πολη και θάφτηκε στην Αγία Σοφία.
Η “βασιλίδα των πόλεων”, απόρθητη από την εποχή της ίδρυσής της υπέκυψε για πρώτη φορά στον εχθρό. Φοβερές λεηλασίες και σφαγές ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Kύριοι της Kωνσταντινούπολης οι σταυροφόροι και οι συνεργάτες τους Bενετοί επέβαλαν το δίκαιο του κατακτητή. Οι σφαγές και η λεηλασία των δημόσιων κτηρίων και των ιδιωτικών κατοικιών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Άπληστοι και ακόρεστοι οι ιππότες της Δύσης επέπεσαν πάνω στα θαυμαστά πλούτη και τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει αιώνες πολιτισμού στη Bασιλεύουσα. [«H Δ’ Σταυροφορία και η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης», Nίκος Γ.Mοσχονάς Iνστιτ. Bυζαντ. Eρευνών, ενθετο «Επτά Ημέρες» εφημ «Καθημερινή», 1-11-98].
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (1198-1216), θα απειλήσει, δήθεν, τους Σταυροφόρους με αφορισμό, αλλά θα φροντίσει να λησμονήσει, εγκαίρως, την απειλή του. Μετά την καταστροφή της Βασιλεύουσας, θα γράψει προς τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν όργανο της Θείας Προνοίας, που τιμώρησε τους ‘Ελληνες για την άρνησί τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας» [Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας Μεθοδίου Γ. Φούγια, Μητροπολίτου Πισιδίας, “’Ελληνες και Λατίνοι”, Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα , σ. 278,] Σε ολόκληρη την Δύση θα ψάλλουν ύμνους για να πανηγυρίσουν την πτώση της «μεγάλης ανίερης (profana) πόλεως».
Στη θέση του αυτοκράτορα τοποθετήθηκε νέα λατινική κυβέρνηση. Οι κληρονόμοι του Ρωμαϊκού θρόνου, από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, επρόκειτο να συνεχίσουν τους αγώνες, μέχρι την ανάκτησή της το 1261 από το Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο.
ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ:
«Οι επιπτώσεις της Τέταρτης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο (σ.σ: διάβαζε Ρωμανία) συντηρούσε επί εν­νέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύου­σας, έσβησε ξαφνικά… Το έγκλημα της Τέταρτης Σταυροφορίας παρέδω­σε την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική Χερσόνησο σε έξι αιώνες βαρβαρότητας… Προκειμένου να αντιληφθούμε την πλήρη σημασία της λατινικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, πρέπει να προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε ποιος θα ήταν σήμερα ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης, αν η προ έξι αιώνων Ρωμανία δεν είχε καταστραφεί. Μπορεί κανείς να φανταστεί όχι μόνο τη Μαύρη Θάλασσα, τον Βόσπορο και τον Μαρμαρά να περιβάλλονται από προοδευτικά και πολιτισμένα έθνη, αλλά ακόμα και τα ανατολικά και νότια παράλια της Μεσογείου να έχουν επι­στρέψει υπό μια καλή διακυβέρνηση και υπό μια θρησκεία η οποία δεν αποτελεί φραγμό στον πολιτισμό…» [σερ Έντουιν Πήαρς, «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204»]
Η λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη, δεν είχε όμοιο της. Όσοι τολμούσαν να αντισταθούν σφάζονταν επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, αφού προηγουμένος το έκαναν κομμάτια, μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε ασεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. π.χ. το πτώμα του Βασίλειου Β’ Μακεδόνα πετάχτηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Φράγκοι μια φλογέρα –ειρωνικά -. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά».
Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης. Τόσο της κλασσικής αρχαιότητας (π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ηρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσας) όσο και της Ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλυωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα.
Τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα καίγονταν από τους σταυροφόρους, για να ψήσουν τα κρεατικά τους! Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το Ρωμάϊκο πολιτισμό ήταν οι πλέον φιλεύσπλαχνοι έναντι των ηττημένων: Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η Βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι!
Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Φραγκοδυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν, αφού πρώτα τους τρόμαξε μια έκλειψη σελήνης. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών.
Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης για την Άλωση της Πόλης:
«Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..)Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους (…) Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού, χωρίς να δείξουν σε κανένα φιλανθρωπία, αλλά γυμνώνοντάς τους όλους από χρήματα και κτήματα, από σπίτια και ρούχα. (…) και το πιο σημαντικό, αυτοί που πήραν το σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών, χωρίς να κοιτάξουν αριστερά ή να εκκλίνουν προς τα δεξιά, αλλά θα οπλιστούν κατά των Σαρακηνών και να βάψουν τα ξίφη τους με το αίμα τους.(…) Οι δε Σαρακηνοί δεν έκαναν έτσι, και φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Γιατί ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο,(…) και αφήνοντας όλους να φύγουν με ένα ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων και από τον καθένα έπαιρναν μερικά πράγματα αφήνοντας τα υπόλοιπα στους κατόχους τους, ακόμα κι αν αυτά ήταν σαν την άμμο. Κι έτσι φέρθηκε το γένος που μάχονταν το Χριστό [σ.σ: οι Άραβες] προς τους αλλόπιστους Λατίνους, ούτε με ξίφος ούτε με φωτιά ούτε με λιμό ούτε με διωγμούς ούτε με άλλα δεινά. Σε εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά τα παραπάνω οι φιλόχριστοι και ομόδοξοι [σ.σ: οι Δυτικοί της Δ΄ Σταυροφορίας], όπως είπαμε με συντομία, αν και δεν είχαμε κάνει κάποιο αδίκημα»
Και βεβαίως , είναι φυσικό που οι Ρωμηοί ένοιωθαν απορία με το μέγεθος της καταστροφής, αφού, με τον πόλεμο με τους άραβες , ουδέποτε είχαν γνωρίσει τέτοια κτηνωδία, τους φαινόταν ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ πως άνθρωποι με πίστη στον Χριστό, ήταν δυνατόν να φέρονται έτσι. Σε αντίθεση με την γενικότερη έλλειψη ανεκτικότητας της Δύσης, στη Ρωμανία οι «μισαλλόδοξοι Ρωμηοί» (όπως αρέσκονται κάποιοι να αποκαλούν) είχαν κτίσει ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τζαμί, για να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι που περνούσαν από εκεί (π.χ. εμποροι), κι αργότερα έχτισαν και άλλα δύο. Ας μάς πει κανείς, πότε πρωτοχτίστηκε ισλαμικό τέμενος σε κράτος της Δυτικής Ευρώπης; Από τον 8ο αιώνα, οι Ρωμηοί δεν είχαν πρόβλημα να υπάρχει τζαμί στην πρωτεύουσα ενός χριστιανικού κράτους, το οποίο αντιμαχόταν τους Μουσουλμάνους και ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Αν αυτό δε σημαίνει ανεκτικότητα, τότε τι σημαίνει, σε μια εποχή όπου οι Δυτικοί έκαναν Σταυροφορίες;
Όμως η λεηλασία και η άλωση, δεν σταμάτησε στο «1204». Η Φραγκικη αγνωμοσύνη και τάση προς την καταστροφή, συνεχίστηκαν και στους επόμενους αιώνες. Χαρακτηριστικό , είναι το εξής: Το 450 μ.Χ. ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Κατόπιν, το 1453, κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων πλέον, εξελίχθηκε σε τζαμί. Το 1674, ο Γάλλος πρεσβευτής Μαρκήσιος του Nointel επισκεύτηκε την Αθήνα συνοδευόμενος από τον Jacques Carrey, ο οποίος έκανε κάποια σχέδια του Παρθενώνα. Στα σχέδια του Carrey φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο Παρθενώνας παρέμενε ακόμα άθικτος. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1687, ο Βενετός στρατηγός Francesco Morosini πολιόρκησε την Ακρόπολη. Τη βομβάρδισε παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούσαν ως πυριτιδαποθήκη. Από την έκρηξη που δημιουργήθηκε καταστράφηκε μεγάλο μέρος του Παρθενώνα.
Το είδαμε εδώ

Τρίτη, Ιουλίου 15, 2014

«Ρουμ Μιλέτι»: Σύντομη αναφορά στην Ιστορία των Ορθοδόξων κοινοτήτων υπό την Οθωμανική κυριαρχία (1453-1821)


γράφει ο Steven Runciman
(από το ιστολόγιοhttp://www.apostoliki-diakonia.gr/)

Η απώλεια της ελευθερίας είναι η σκληρότερη μοίρα για ένα λαό. Για τους Έλληνες, η 'Aλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ήταν μια τραγωδία χωρίς προηγούμενο, που σημάδεψε το τέλος του Βυζαντίου, της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, και την αρχή της σκλαβιάς. Όπως αποδεικνύει εκ των υστέρων η ιστορία, το Βυζάντιο ήταν καταδικασμένο, βαρύτατα άρρωστο για να μπορέσει να αναρρώσει. Ακόμη και αν οι ηρωικοί υπερασπιστές της πόλης είχαν κατορθώσει το 1453 να αναγκάσουν τους Τούρκους να άρουν την πολιορκία, θα επιτύγχαναν μόνο μια μικρή ανάπαυλα. Οι Τούρκοι σύντομα θα επιχειρούσαν μια ακόμη έφοδο. 'Aραγε η χαριστική βολή την οποία κατέφεραν εναντίον του Βυζαντίου αποτελούσε όντως μια τόσο μεγάλη καταστροφή; Ο ελληνικός κόσμος ήταν ήδη διασπασμένος· και οι Έλληνες που ζούσαν υπό ξένη κυριαρχία, τουρκική η ιταλική, ήταν περισσότεροι από αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι. Μήπως ήταν καλύτερα να υποταχθούν σε μια δύναμη που θα τους επανένωνε, ακόμη και υπό συνθήκες σκλαβιάς; Ποια ήταν η εναλλακτική λύση;
Υπήρχαν κάποιοι στο Βυζάντιο που έλπιζαν ότι οι Δυτικές Δυνάμεις θα μπορούσαν να επέμβουν για να σώσουν τη χριστιανική Αυτοκρατορία. Οι Δυτικοί όμως θα ήθελαν να συνεργαστούν; Και αν ναι, θα ήταν αποτελεσματικοί; Οι ονομαζόμενες Σταυροφορίες της Νικοπόλεως και της Βάρνας είχαν καταδείξει ότι τα στρατεύματα τους δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τον ικανότατο και εκσυγχρονισμένο τουρκικό στρατό. Επιπλέον, η δυτική βοήθεια θα ερχόταν μόνο αν ...η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υποτασσόταν στην εξουσία της Εκκλησίας της Ρώμης. Μερικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι άξιζε να πληρωθεί ένα τέτοιο τίμημα· και αρκετοί διανοούμενοι πίστευαν ότι ο βυζαντινός πολιτισμός θα έπρεπε να συγχωνευθεί με τον δυτικό. Αλλά ο μέσος Βυζαντινός, με ζωντανές τις αναμνήσεις του 1204, δεν θα ανεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αν το Βυζάντιο έμελλε να χαθεί, ας χανόταν με την Ορθοδοξία του αλώβητη (1). Πολλοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η Αυτοκρατορία τους ήταν καταδικασμένη, αλλά, θεοσεβούμενοι καθώς ήταν, αντιμετώπιζαν αυτή την προοπτική ως τιμωρία για τα αμαρτήματα και τις αποστασίες τους. Επιπλέον, ήταν ένας αιώνας χιλιαστικών ιδεών. Η επερχόμενη καταστροφή ήταν η αρχή της βασιλείας του Αντίχριστου, που την ακολουθούσε ο Αρμαγεδών και το τέλος του κόσμου. Αυτό το τελευταίο γεγονός, κατά γενική πεποίθηση, θα συνέβαινε επτά χιλιάδες χρόνια μετά τη δημιουργία του, την οποία οι σ οφοί τοποθετούσαν στο 5508 π.Χ. Ίσως είχαν δίκιο. Η απλή αριθμη τική δείχνει ότι σύμφωνα μ' αυτούς τους υπολογισμούς ο κόσμος τελείωνε το 1492, τη χρονιά που ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική (2). Υπήρχαν ελάχιστοι Βυζαντινοί, όπως ο ιστορικός Κριτόβουλος, που πίστευαν ότι η μόνη λύση για τον ελληνικό λαό ήταν να αποδεχθεί την εξουσία του Σουλτάνου (3).
Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης, ό,τι και να σκεφτόταν ο καθένας τους, ενώθηκαν σαν ένας άνθρωπος σε μια γενναία, απελπισμένη προσπάθεια να διαφυλάξουν την ελευθερία τους. Πολέμησαν μάταια. Περί τα τέλη Μαΐου του 1453 η πόλη βρισκόταν στα χέρια του κατακτητή σουλτάνου, του Μεχμέτ Β'.
Ο Μεχμέτ Β' ήταν ένας αξιόλογος νέος άνδρας- πολύ ικανός, διορατικός για την ηλικία του, μυστικοπαθής και πονηρός· στηριζόταν στις δικές του δυνάμεις, δεν εμπιστευόταν κανέναν και ήταν ανελέητος όταν το αποφάσιζε. Ταυτόχρονα όμως εκτιμούσε την πνευματική καλλιέργεια, αγαπούσε τη φιλοσοφία και τις τέχνες και ενδιαφερόταν πραγματικά για τη γενική ευημερία των υπηκόων του. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας άγριος ανατολίτης τύραννος, άλλα μάλλον να συγκρίνεται με τους Ιταλούς πρίγκιπες της εποχής του ή με μονάρχες όπως ο Ερρίκος Η' της Αγγλίας. Δεν έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Έλληνες. Είχε μεγαλώσει σε μια περίοδο κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη, αν και παρακμασμένη πολιτικά, παρέμενε ακόμη ένα αναγνωρισμένο πολιτιστικό κέντρο. Είναι μάλλον βέβαιο ότι μιλούσε και διάβαζε ελληνικά· και η ελληνική φιλοσοφία τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Κατακτώντας τη Βασιλεύουσα, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως διάδοχο των αυτοκρατόρων. Εξουδετέρωσε, βέβαια, χωρίς οίκτο κάθε εξέχοντα λαϊκό, αλλά εφεξής ήταν έτοιμος να προσφέρει στους Έλληνες υπηκόους του μια, κατοχυρωμένη νομικά, θέση στο νέο κράτος (4).
Ήταν ωστόσο αναγκαίο να οργανώσει τις χριστιανικές κοινότητες στο πλαίσιο των οθωμανικών κτήσεων. Στο παρελθόν, όταν οι χριστιανικές πόλεις κυριεύονταν και οι λαϊκοί αξιωματούχοι αποπέμπονταν, ο χριστιανικός πληθυσμός απέμενε ακέφαλος, με μόνη εξαίρεση τον τοπικό επίσκοπο. Αυτός διοριζόταν από τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες φρόντιζαν με κάθε τρόπο να παραμείνει στη θέση του· οι Τούρκοι πολλές φορές δεν του επέτρεπαν καν να μεταβεί στην επισκοπή του. Αν το κατόρθωνε, δεν διέθετε επίσημη ιδιότητα υπό την οποία θα μπορούσε να συναντά τον Τούρκο κυβερνήτη και να συναλλάσσεται μαζί του. Τώρα όλα αυτά θα μπορούσαν να διευθετηθούν. Στην Ανατολή η εθνική ταυτότητα εθεωρείτο συνήθως συνώνυμη της θρησκείας. Οι χριστιανοί, ανάλογα με τις διάφορες αιρέσεις τους, μαζί με τους Ιουδαίους και τους οπαδούς του Ζωροάστρη σχημάτιζαν αυτοδιοικούμενες κοινότητες μέσα στο κράτος, σύμφωνα με το σύστημα των μουσουλμάνων χαλίφηδων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οργάνωση που είχαν υιοθετήσει πρώτοι οι Πέρσες βασιλείς. Κάθε κοινότητα είχε τον δι-ό της θρησκευτικό ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης και την τακτική πληρωμή των φόρων και φρόντιζε να μην εμφανίζονται φαινόμενα απειθαρχίας προς τους κυβερνώντες. Ο Μεχμέτ Β' επεξέτεινε αυτό το σύστημα σε όλη την Αυτοκρατορία. Επικεφαλής των ορθόδοξων κοινοτήτων στην οθωμανική επικράτεια ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός θα αποτελούσε την κεφαλή του Ρουμ Μιλετί, του Ορθόδοξου Έθνους (5).

Ωστόσο, πατριάρχης δεν υπήρχε εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, είχε ευνοήσει την ένωση με τη Ρώμη και είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες, ώστε το 1451 διέφυγε στην Ιταλία -μια κίνηση που ερμηνεύθηκε ως παραίτηση. Ο Σουλτάνος πήρε τις απαραίτητες πληροφορίες και αποφάσισε ότι ο καλύτερος γι' αυτή τη θέση ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος, ένας κορυφαίος μελετητής του Αριστοτέλη. Είχε παρευρεθεί στην Ενωτική Σύνοδο της Φλωρεντίας και εκεί είχε υποστηρίξει την ένωση με τη Ρώμη, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη: αποσύρθηκε σε μοναστήρι υπό το όνομα Γεννάδιος και έγινε ηγέτης των ανθενωτικών. Ήταν ωστόσο δύσκολο να εντοπιστεί. Τέλος, αποκαλύφθηκε ότι είχε συλληφθεί αμέσως μετά την 'Aλωση της πόλης και είχε πουληθεί σε έναν πλούσιο Τούρκο από την Αδριανούπολη, ο οποίος, αμήχανος απέναντι σε έναν τόσο μορφωμένο σκλάβο, τον αντιμετώπιζε σαν φίλο. Ο Γεννάδιος ανέκτησε την ελευθερία του και οδηγήθηκε μπροστά στον Σουλτάνο. Πριν όμως αποδεχθεί το Πατριαρχείο, επεξεργάστηκε μαζί με τον Σουλτάνο τις συνθήκες υπό τις οποίες επρόκειτο να διακυβερνηθεί η Εκκλησία και όλο το ορθόδοξο μιλέτι (6).
Σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν μεταξύ τους, ο Πατριάρχης από κοινού με την Ιερά Σύνοδο είχε απόλυτο έλεγχο όλου του εκκλησιαστικού οικοδομήματος. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πατριάρχης ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, η οποία τον εξέλεγε επισήμως και μπορούσε με ομόφωνη ψήφο να τον εκθρονίσει, αν αποδεικνυόταν ανίκανος για το αξίωμα του η είχε εκλεγεί αντικανονικά. Στην πράξη, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο Αυτοκράτορας είχε την εξουσία -την οποία και ασκούσε - να διορίζει τον υποψήφιο για το Πατριαρχείο και μπορούσε να πιέσει για την εκθρόνιση του· και η Σύνοδος σπανίως τολμούσε να παραβεί τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ο Σουλτάνος ασφαλώς θα ήθελε να ασκεί ανάλογη επιρροή, σε περίπτωση που επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Κανένας επίσκοπος δεν μπορούσε να διοριστεί η να αποπεμφθεί παρά μόνο με την άδεια του Πατριάρχη και της Συνόδου· αλλά οι επισκοπικοί διορισμοί έπρεπε να επικυρώνονται από τον Σουλτάνο, όπως κατά το παρελθόν από τον Αυτοκράτορα. Μόνο τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία επί των επισκόπων. Οι αρχές δεν μπορούσαν να συλλάβουν κανέναν επίσκοπο χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου.
Όλα αυτά συνέβαιναν σύμφωνα με την παράδοση. Το καινούριο ήταν πως ο Πατριάρχης αποτελούσε τον αρχηγό του ορθόδοξου λαού. Ήταν ο εθνάρχης, η κεφαλή του μιλετιού. Αν ο λαός δεν πειθαρχούσε και δεν πλήρωνε τους φόρους του, ο Πατριάρχης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος. Και αυτοί οι φόροι ήταν επαχθείς, επειδή θεωρητικά οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να πληρώσουν για να εξαιρεθούν -στην πραγματικότητα να αποκλεισθούν- από τη στρατολόγηση στις δυνάμεις του Σουλτάνου. Οι φόροι συγκεντρώνονταν από τον επικεφαλής της κοινότητας λαϊκό· καθήκον της Εκκλησίας ήταν να τον επιτιμήσει αν δεν ανταποκρινόταν εγκαίρως και πλήρως στο καθήκον του αυτό. Στη σχέση ανάμεσα στο λαό και τον κλήρο εδημιουργούντο συχνά τριβές, κυρίως επειδή οι κληρικοί ήταν απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους. Στην πραγματικότητα όμως ο κλήρος δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένος από αυτή την υποχρέωση. Συχνά υποδεικνυόταν στους ιερείς ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οικειοθελώς ένα ποσό για το ταμείο του Σουλτάνου -και δεν ήταν φρόνιμο να αγνοήσει κανείς μια τέτοια υπόδειξη. Ταυτόχρονα ο Πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει στο ποίμνιο του όσους φόρους επιθυμούσε· και χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά, για να μπορέσει η διοίκηση να λειτουργεί ομαλά.

Τα πατριαρχικά δικαστήρια επί αιώνες απασχολούνταν με υποθέσεις που είχαν σχέση με τη θρησκεία -όχι μόνο με ζητήματα αιρέσεων ή εκκλησιαστικής πειθαρχίας αλλά και γάμων ή διαζυγίων, κηδεμονιών ανηλίκων, διαθηκών και διαδοχής,- τις οποίες αντιμετώπιζαν σύμφωνα με το βυζαντινό κανονικό δίκαιο, που απέρρεε από τους θρησκευτικούς κανόνες. Τώρα όμως έπρεπε να αναλάβουν και τις αστικές υποθέσεις των μελών του μιλετιού, εφαρμόζοντας τους ρωμαιοβυζαντινούς νομικούς κώδικες και ανατρέχοντας σε ένα όλο και αυξανόμενο σώμα εθιμικού δικαίου. Οι κατηγορούμενοι μπορούσαν να κάνουν έφεση σε τουρκικό δικαστήριο ή να ζητήσουν η υπόθεση να εκδικασθεί πρωτοβάθμια ενώπιον τούρκικου δικαστηρίου· αλλά καθώς τέτοια δικαστήρια λειτουργούσαν με αργούς ρυθμούς, ήταν ακριβά, συχνά διεφθαρμένα, και δίκαζαν σύμφωνα με το Κοράνι, κανένας Έλληνας δεν εμφανιζόταν ενώπιον τους, εκτός και αν είχε ισχυρούς Τούρκους φίλους. Τα πατριαρχικά δικαστήρια θεωρούνταν σε σημαντικό βαθμό αδιάφθορα. Πάντως, ποινικές και αστικές υποθέσεις με διαδίκους Έλληνα και Τούρκο εκδικάζονταν από τα τουρκικά δικαστήρια (7).
Αμφίβολο είναι αν αυτή η ρύθμιση έγινε ποτέ γραπτός νόμος. Καθώς συμφωνούσε σε γενικές γραμμές με τον παραδοσιακό θεσμό του μιλετιού, που λειτουργούσε στο πλαίσιο του μουσουλμανικού κράτους, ίσως δεν είχε θεωρηθεί απαραίτητο να καταγραφεί. Οι ιστορικές ενδείξεις φανερώνουν ότι είχε γίνει αποδεκτή, ενώ τα διασωθέντα ως τις μέρες μας μπεράτια -που κάθε επίσκοπος έπαιρνε από τον Σουλτάνο κατά την εκλογή του, και τα οποία καθόριζαν τα προνόμια και τα καθήκοντα του- αποτελούν μια ακόμη πρόσθετη μαρτυρία. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ο Σουλτάνος υπέγραψε δύο συγκεκριμένα έγγραφα. Το πρώτο ήταν ένα φιρμάνι που αφορούσε τον Γεννάδιο και εγγυόταν στον Πατριάρχη το «απαραβίαστο, το αφορολόγητο και το αμετακίνητο», του εξασφάλιζε ότι δεν θα καθαιρεθεί παρά μόνο με την ομόφωνη απόφαση της Συνόδου, και του έδινε το δικαίωμα μεταβίβασης αυτών των προνομίων στους διαδόχους του. Στο φιρμάνι ενδέχεται επίσης να αναφερόταν και το ειδικό δικαίωμα του Πατριάρχη να ιππεύει, μόνος μεταξύ των χριστιανών, άλογο. Οι ομόθρησκοι του μπορούσαν να χρησιμοποιούν μόνο γαϊδούρια ή, στην καλύτερη περίπτωση, μουλάρια.
Το άλλο έγγραφο αποτελούσε γραπτή υπόσχεση ότι οι εκκλησιαστικές συνήθειες οι σχετικές με τους γάμους και τις κηδείες θα επικυρώνονταν νόμιμα, ότι η εορτή του Πάσχα θα αναγνωριζόταν επίσημα, ότι οι χριστιανοί θα απολάμβαναν ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα, και ότι δεν θα μεταβάλλονταν σε τζαμιά άλλες εκκλησίες. Δυστυχώς, εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, όταν το έγγραφο αναζητήθηκε για να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να ανασταλεί η μετατροπή μιας εκκλησίας σε τζαμί, διαπιστώθηκε ότι είχε καταστραφεί σε μια πυρκαγιά του Πατριαρχείου (8).
Η τακτοποίηση του θεσμικού πλαισίου επέτρεπε πλέον στον Γεννάδιο να αποδεχθεί το αξίωμα του Πατριάρχη. Πιθανότατα εξελέγη από τους ιεράρχες εκείνους οι οποίοι συναποτελούσαν την Ιερά Σύνοδο. Στη συνέχεια, στις 6 Ιανουαρίου 14 54 έγινε δεκτός σε ακρόαση από τον Σουλτάνο, ο οποίος του ενεχείρισε τα διακριτικά του αξιώματος του, τα άμφια, την ποιμαντορική ράβδο και το εγκόλπιο. Ο γνήσιος σταυρός είχε χαθεί ή, το πιθανότερο, είχε υπεξαιρεθεί από τον πρώην πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα, όταν ο τελευταίος είχε καταφύγει στην Ιταλία. Έτσι, ο ίδιος ο Μεχμέτ Β' πρόσφερε στον Γεννάδιο έναν επάργυρο σταυρό. Χειροτονώντας τον, μάλιστα, πρόφερε λέξεις παρεμφερείς με αυτές που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί αυτοκράτορες: «' Ἔ σο Πατριάρχης, τύχ ῃ ἀ γαθ ῇ. Ἔ σο βέβαιος γιά τή φιλία μας. Ἄ ς ἀ πολαύσεις ὅ λα τά προνόμια τ ῶ ν προκατόχων σου πατριαρχ ῶ ν ».
Ένα προνόμιο δεν μπορούσε ωστόσο να απολαύσει ο Γεννάδιος: δεν θα μπορούσε να χειροτονηθεί στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, γιατί ο ναός είχε μετατραπεί σε τζαμί. Οδηγήθηκε λοιπόν στους Αγίους Αποστόλους, τη δεύτερη σε μέγεθος εκκλησία της πόλης, όπου ευλογήθηκε από τον μητροπολίτη Ηρακλείας -ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έκανε τη χειροτονία- και τέλος ενθρονίστηκε. Εμφανίστηκε έφιππος σε ένα λευκό άλογο που του δώρισε ο Σουλτάνος και έκανε το γύρο της πόλης. Επιστρέφοντας, εγκατέστησε το σπίτι και τα γραφεία του στα οικοδομήματα που εφάπτονταν της εκκλησίας, φέρνοντας μαζί του ένα πλούσιο δώρο από χρυσάφι, προσφορά του Σουλτάνου (9).

Γενικά, και αφού η φρίκη της λεηλασίας της πόλης κόπασε, η συμπεριφορά που αντιμετώπισαν οι Έλληνες δεν ήταν τόσο άσχημη όσο αναμενόταν. Ο Κατακτητής έδειχνε πρόθυμος να τους δει ικανοποιημένους και ευημερούντες και να επιδείξει σεβασμό προς την Εκκλησία τους. Αποφασισμένος να αναζωογονήσει την Κωνσταντινούπολη, μετακίνησε στην πόλη, γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό, πληθυσμούς από άλλες περιοχές της επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων και πολλών Ελλήνων της Ανατολής. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις που γίνονται δια της βίας δεν είναι ποτέ ευχάριστες- πολλοί από τους Έλληνες αυτούς ωστόσο προέρχονταν από περιοχές όπου οι Τούρκοι υπερείχαν μόνο αριθμητικά, αλλά έτρεφαν εχθρικά αισθήματα απέναντι τους. Η μετοίκηση τους στην Πόλη δεν τους ήταν δυσάρεστη, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να εγκατασταθούν σχετικά άνετα, να συνεχίσουν τις ενασχολήσεις τους με κάποια ασφάλεια και να εκκλησιάζονται απρόσκοπτα. Ακόμη και στις επαρχίες οι Έλληνες απολάμβαναν τώρα μεγαλύτερη ασφάλεια· και σε περιοχές όπως η Ελλάδα, όπου οι Τούρκοι αποτελούσαν μια ισχνή μειοψηφία, υπήρχε μεγαλύτερη άνεση απ' ό,τι κατά τους προηγούμενους, ταραγμένους αιώνες. Επιπλέον, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να επεκτείνεται, ο ελληνικός κόσμος γρήγορα θα ενωνόταν, εκτός από τα νησιά του Ιονίου, την Κύπρο και την Κρήτη, όπου κυρίαρχοι ήταν ακόμη οι Ενετοί· σύντομα, βέβαια, οι Τούρκοι θα καταλάμβαναν την Κύπρο και την Κρήτη, απαλλάσσοντας έτσι τους Έλληνες από τη μισητή κυριαρχία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (10).
Η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη, ωστόσο οι δυσκολίες ήταν πολλές. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να αποδεχθούν το γεγονός ότι τώρα ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ένα χαρακτηριστικό ένδυμα, και οι λαϊκοί δεν επιτρεπόταν να τρέφουν γενειάδες. Σε περίπτωση αντιδικίας με τους Τούρκους είχαν ελάχιστες πιθανότητες να δικαιωθούν. Ακόμη και ένα ευνοϊκό γι' αυτούς σουλτανικό διάταγμα μπορούσε να ακυρωθεί από τα μουσουλμανικά δικαστήρια ως αντιτιθέμενο στο νόμο του Κορανίου. Παρ ' όλα αυτά, η καλή διάθεση του Σουλτάνου μετρούσε ακόμη. Ο Κατακτητής, αφού κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους ηγέτες των Ελλήνων, έγινε μεγαλόθυμος απέναντι τους. Αλλά ο γιος και κληρονόμος του Βαγιαζήτ Α' είχε ανδρωθεί σε μια περίοδο κατά την οποία το βυζαντινό πνευματικό μεγαλείο είχε αρχίσει πια να βουλιάζει στη λήθη. Ο ίδιος δεν ήταν διανοούμενος και έβλεπε τους Έλληνες σαν υποτελείς τους οποίους δεν άξιζε να σέβεται. Ο γιος του Σελήμ Α' απεχθανόταν τους χριστιανούς τόσο, που άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να τους αναγκάσει να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν συνολικά στο μωαμεθανισμό. Όταν του υπέδειξαν πως κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο, απαίτησε να παραδώσουν τουλάχιστον όλες τις εκκλησίες τους στους Τούρκους. Τρομοκρατημένος ο Μεγάλος Βεζύρης προειδοποίησε τον Πατριάρχη, ο όποιος, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, κατόρθωσε να παρουσιάσει δύο ογδοντάχρονους γενιτσάρους, οι οποίοι ορκίστηκαν στο Κοράνι ότι είχαν δει με τα μάτια τους τον Κατακτητή να δέχεται τα κλειδιά διαφόρων συνοικιών της κατακτημένης πόλης, υποσχόμενος στους χριστιανούς ότι ως αντάλλαγμα θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις εκκλησίες τους. Ο Σελήμ υποχώρησε.
Ο μεγάλος σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή, όπως τον αποκαλούν οι Τούρκοι, Νομοθέτης (πέθανε το 1566) ήταν ένας δίκαιος και ευσυνείδητος ηγέτης, που σεβόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Αλλά μετά το θάνατο του άρχισε η σήψη (11). Ελάχιστοι από τους σουλτάνους που τον διαδέχθηκαν διέθεταν πραγματικές ικανότητες. Αρκετοί διακεκριμένοι βεζίρηδες, βέβαια, όπως οι προερχόμενοι από την οικογένεια Κιοπρουλού ( Κö rp ü l ϋ), αντιμετώπισαν με ακλόνητη εντιμότητα τις μειονότητες. Συνήθως όμως κανείς δεν επενέβαινε, αν οι τοπικοί κυβερνήτες ή άλλοι αξιωματούχοι ασκούσαν καταπίεση. Ανώτεροι αξιωματούχοι, αλλά και σουλτάνοι ακόμη, συνέχιζαν να μετατρέπουν εκκλησίες σε τζαμιά, με αποτέλεσμα μία μόνο εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Μαρία των Μογγόλων, να παραμείνει ως τις μέρες μας χριστιανική. Η εκκλησία διασώθηκε, επειδή ο Μεχμέτ ο Κατακτητής είχε υπογράψει ο ίδιος ένα φιρμάνι, με το οποίο εγγυόταν τη διατήρηση της, ανταμείβοντας έτσι τον ευνοούμενό του αρχιτέκτονα που την είχε κατασκευάσει (12).
Ο Γεννάδιος είχε επίγνωση των δυσκολιών. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία ο Σουλτάνος του είχε παραχωρήσει, ήταν πολύ φτωχή, και η επιδιόρθωση της θα κόστιζε ακριβά. Επιπλέον, βρισκόταν σε μια περιοχή που είχε εποικιστεί από Τούρκους, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ύπαρξή της. Μέσα σε ένα χρόνο την επέστρεψε στον Σουλτάνο, ο οποίος την κατεδάφισε και στη θέση της έκτισε ένα τζαμί. Ο Γεννάδιος τότε μετακόμισε στον μοναστηριακό ναό της Παμμακαρίστου. Οι καλόγριες μεταφέρθηκαν σε διπλανά κτίρια, και ο Πατριάρχης εγκατέστησε στη μονή την κατοικία και τα γραφεία του. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Β' συνήθιζε να τον επισκέπτεται εκεί για να συζητήσει μαζί του θεολογικά ζητήματα, προσέχοντας να μην μπαίνει ποτέ στην εκκλησία, από φόβο μήπως αργότερα οι Τούρκοι χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα την είσοδό του σ' αυτήν και την αποσπάσουν από τους χριστιανούς: πράγμα που, παρά την προνοητικότητα του, ήταν αυτό ακριβώς που έκανε ο σουλτάνος Μουράτ Γ' στα 1586. Το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε τότε να δανειστεί τη μικρή εκκλησία του 'Aγιου Δημητρίου Καναβού από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, μέχρις ότου, στις αρχές του επόμενου αιώνα, του επιτραπεί να κτίσει τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, καθώς και γραφεία, στη συνοικία του Φαναριού, όπου τότε κατοικούσαν αποκλειστικά Έλληνες. Όπως και όλες οι εκκλησίες που κτίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως τον 19ο αιώνα, ο 'Aγιος Γεώργιος δεν επιτρεπόταν να έχει τρούλο ορατό απέξω (13).
Δύο ήταν τα βαρύτατα φορτία που οι χριστιανοί έπρεπε να αντέξουν. Το πρώτο ήταν η πρακτική που οι Τούρκοι ονόμαζαν ντεβσιρμέ και οι Έλληνες παιδομάζωμα, και η οποία επέτρεπε στους Τούρκους να παίρνουν ένα παιδί από κάθε χριστιανική οικογένεια και να το αναθρέφουν σαν μουσουλμάνο, ώστε να υπηρετήσει ως γενίτσαρος είτε στις ένοπλες δυνάμεις είτε στη γραμματεία του Σουλτάνου είτε ως αρχιτεχνίτης, ανάλογα με τις ικανότητες του· και φυσικά, αποσπούσαν από τις οικογένειες εκείνο το παιδί που είχε τις λαμπρότερες προοπτικές. Μερικές φορές ο γενίτσαρος θυμόταν τη χριστιανική του οικογένεια και μπορούσε, αν δινόταν η ευκαιρία, να τη βοηθήσει με διάφορους τρόπους. Ο επιφανής βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ο Μεχμέτ Σοκουλλού ( S ö k ü l ϋ), Σέρβος και χριστιανός την καταγωγή, είχε πάρει στο σπίτι του τους χριστιανούς ανιψιούς του, και μερικές φορές έφθανε να τους συνοδεύει στις χριστιανικές λειτουργίες. A λλά τέτοιες περιπτώσεις ήταν σπάνιες (14).
Το δεύτερο φορτίο αφορούσε την εκπαίδευση. Οι τουρκικές αρχές δεν ευνοούσαν την ύπαρξη χριστιανικών σχολείων. Δεν αναμειγνύονταν, βέβαια, στις υποθέσεις της Πατριαρχικής Ακαδημίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήταν περίφημη την εποχή των Παλαιολόγων, και έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας, συνεχώς ανανεούμενη και βελτιούμενη από προοδευτικούς πατριάρχες. Αλλά προσπάθειες δημιουργίας σχολείων ή ακαδημιών στις επαρχίες σπανίως επιτύγχαναν. Στην Ανατολή οι τοπικές αρχές έκλειναν τέτοια ιδρύματα σχεδόν αμέσως. Στις ευρωπαϊκές επαρχίες, όπου οι αξιωματούχοι ήταν, σε γενικές γραμμές, πιο ανεκτικοί, συνήθως διατηρούνταν έως ότου κάποιος καχύποπτος τοπικός άρχων εκτόξευε εναντίον τους την κατηγορία ότι υποθάλπουν ανατρεπτικές ενέργειες. Μια εξαίρετη ακαδημία ιδρύθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη του 16ου αιώνα, αλλά έκλεισε γύρω στα 1615 για να επανιδρυθεί το 1717 περίπου. Επιβίωσε καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μολονότι η αξιοπιστία και η φήμη της κατέπιπταν σταδιακά. Βραχύβιες ακαδημίες είδαν επίσης το φως στη Θεσσαλονίκη, την 'Aρτα, το Ναύπλιο, τα Ιωάννινα και σε μερικά νησιά. Μια ακαδημία που ιδρύθηκε στο τέλος του 17 ου αιώνα είχε μεγάλο κύρος. Έξι πατριάρχες που χειρίστηκαν τις τύχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τον 18 ο αιώνα σπούδασαν εκεί. Ως τα τέλη του 17 ου αιώνα μπορούσε κανείς να λάβει καλή θεολογική εκπαίδευση στο 'Aγιον Όρος. Αλλά στη συνέχεια οι μοναχοί έγιναν σκοταδιστές. Όταν το 1753 ο πατριάρχης Κύριλλος Ε' προσπάθησε να ιδρύσει μιαν ακαδημία στον 'Aθω, ο καθηγητής στον οποίο είχε αναθέσει αυτό το καθήκον, ο Ευγένιος Βούλγαρης, τόσο πολύ τρόμαξε τους καλόγερους με τις νεωτεριστικές προτιμήσεις του στη γερμανική φιλοσοφία, ώστε αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή εγκαταλείποντας τις μονές και σώζοντας, από καθαρή τύχη, τη ζωή του. Στα Ιόνια νησιά, υπό την ενετική κυριαρχία, υπήρχαν μερικά καλά σχολεία στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Όμως τα παιδιά που προέρχονταν από τις τουρκικές επαρχίες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στα σχολεία αυτά (15).
Η Βενετία προσφερόταν περισσότερο για ανώτερες σπουδές. Αρκούσε μια σχέση με ένα μέλος της ελληνικής παροικίας, πρόθυμο να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, για να μπορέσει ένας νέος να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης εκείνη την εποχή, όπου μάλιστα κανείς δεν θα επιχειρούσε να τον προσηλυτίσει στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η ελληνική ιεραρχία ήταν πρόθυμη να πληρώσει για τις σπουδές μερικών αγοριών κατώτερης καταγωγής. Μετά το 1577 για τους νεαρούς Έλληνες υπήρχε επίσης το Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, το οποίο διατηρούσαν Ιησουίτες μοναχοί και παρείχε αρίστη εκπαίδευση. Ωστόσο, οι νεαροί σπουδαστές δέχονταν μεγάλη πίεση για να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ευρύτερες δυνατότητες επιλογής είχαν οι Έλληνες σπουδαστές μετά τις αρχές του 18 ου αιώνα, όταν οι ελληνικής καταγωγής πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας ίδρυσαν ακαδημίες στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο. Οι ακαδημίες αυτές παρείχαν υψηλό επίπεδο σπουδών αλλά πολλοί ευσεβείς Έλληνες τις θεωρούσαν ιδιαίτερα νεωτεριστικές (16).
Ίσως η Εκκλησία θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα για την εκπαίδευση. Αλλά η διατήρηση σχολείων είναι πολυδάπανη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν πρέπει να δωροδοκούνται οι αρχές. Η έλλειψη χρημάτων επρόκειτο να αποτελέσει το κύριο πρόβλημα της Εκκλησίας· και θα επιδεινωνόταν από το πάθος των Ελλήνων για την πολιτική, το οποίο τώρα πια μπορούσε να βρει διέξοδο μόνο στο χώρο της Εκκλησίας. Οι νέες ευθύνες του Πατριαρχείου συνεπάγονταν μια διευρυμένη γραμματεία τόσο ανοικτή, ώστε να συμπεριλαμβάνει νομικούς και οικονομικούς παράγοντες -και όλοι αυτοί απαιτούσαν καλούς μισθούς. Σύντομα, οι λαϊκοί ανώτεροι αξιωματούχοι, ο πρωτέκδικος, ήτοι ο πρόεδρος του δικαστικού σώματος, ο μέγας λογοθέτης, υπεύθυνος για τα αρχεία, και ο μέγας αγορητής, επίσημος εκπρόσωπος της Εκκλησίας, μια θέση που δημιουργήθηκε αργότερα, είχαν θέση και στην Ιερά Σύνοδο. Επιφανείς λαϊκοί συνδέονταν με την επισκοπή, μηχανορραφώντας για να διασφαλίσουν τις θέσεις τους, που συνεπάγονταν κύρος αλλά και εξουσία, και συχνά αποτελούσαν μια ευκαιρία προσωπικού πλουτισμού. Η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε υπαγάγει τα ανατολικά πατριαρχεία, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, καθώς και τις αυτόνομες αρχιεπισκοπές της Κύπρου και του Σινά, υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου· τις σχέσεις τους με την κεντρική κυβέρνηση χειριζόταν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, γιατί βρισκόταν στην πρωτεύουσα. Όλα αυτά συντελούσαν στην αύξηση των ευθυνών και των εξόδων του. Το Πατριαρχείο και πολλές από τις επισκοπές και τα μοναστήρια λάμβαναν μεγάλες δωρεές, τις οποίες ο Πατριάρχης μπορούσε να φορολογήσει κατά βούληση. Υπήρχε ωστόσο κάποιο όριο στα ποσά που μπορούσε να πληρώσει ένας πιστός. Και οι τουρκικές αρχές ζητούσαν όλο και περισσότερα υπό τη μορφή χρηματισμού (17).
Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στους ίδιους τους πατριάρχες. Ο Γεννάδιος φαίνεται ότι αποσύρθηκε το 1465. Ο διάδοχος του Μάρκος Ξυλοκαραβάς παρέμεινε στο θρόνο για λίγους μήνες, πριν υποσκελιστεί από έναν φιλόδοξο ανώτερο κληρικό, τον Συμεών της Τραπεζούντος, ο οποίος συγκέντρωσε 2.000 χρυσά και τα προσέφερε στους υπουργούς του Σουλτάνου ως αντάλλαγμα, για να διατάξουν την Ιερά Σύνοδο να καθαιρέσει τον Μάρκο και να εκλέξει αυτόν στη θέση του. Η χριστιανή μητριά του Σουλτάνου, η πριγκίπισσα της Σερβίας Μάρα, την οποία εκείνος σεβόταν υπερβολικά, το έμαθε και παρενέβη για να ακυρωθεί η συναλλαγή. Η ίδια, ωστόσο, φρονίμως ποιούσα, είχε φέρει μαζί της και 2.000 χρυσά. Μολονότι δόθηκαν εγγυήσεις ότι οι επιθυμίες της θα γίνονταν σεβαστές, από την εποχή εκείνη και στο εξής κάθε μελλοντικός πατριάρχης έπρεπε να προσφέρει ένα χρηματικό ποσό, γνωστό ως πεσκές, ή δώρο, για να εξασφαλίσει την επικύρωση της υποψηφιότητας του από τον Σουλτάνο. Ο Συμεών κατόρθωσε να εξασφαλίσει το θρόνο λίγα χρόνια αργότερα, αλλά σύντομα υποσκελίσθηκε από έναν Σέρβο ιεράρχη, τον Ραφαήλ, που προσφέρθηκε να καταβάλλει επιπλέον στην Υψηλή Πύλη 2.000 χρυσά το χρόνο (18). Περί τα μέσα του 17 ου αιώνα το πεσκές έφτανε συνήθως τα 3.000 χρυσά και η ετήσια εισφορά άλλα τόσα περίπου. Εκείνη την εποχή ο πατριάρχης έπρεπε να πληρώνει επίσης μερικούς « οικειοθελείς » φόρους, το ύψος των οποίων εποίκιλλε κατά περίπτωση· επιπλέον, έπρεπε να προσφέρει το αρνίσιο κρέας που κατανάλωνε η φρουρά του παλατιού, την οποία αποτελούσαν άνδρες με αδηφάγες ορέξεις (19).

Σουλεϊμάν ο "Μεγαλοπρεπής"
Ο Σουλτάνος, λοιπόν, είχε συμφέρον να ορίζει νέους πατριάρχες ή να ξαναδιορίζει εκθρονισμένους πατριάρχες όσο συχνότερα μπορούσε. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ήταν ο μόνος που δεν ενέκρινε κάτι τέτοιο. Χάρη σ' αυτόν ο πατριάρχης Ιερεμίας Α' απήλαυσε μιαν αδιάσπαστη θητεία είκοσι ενός χρόνων -η μακρότερη στην πατριαρχική ιστορία. Για έναν αιώνα, μεταξύ 1495 και 1595, ανέβηκαν στο θρόνο δεκαεννέα πατριάρχες. Από το 1595 ως το 1695 συνέβησαν εξήντα μία αλλαγές στο θρόνο, μολονότι χειροτονήθηκαν μόνο τριάντα ένας πατριάρχες -κι αυτό γιατί πολλοί ξαναδιορίζονταν μετά την εκθρόνιση τους. Μερικές πατριαρχικές θητείες ήταν σύντομες. Ο Ματθαίος Β' πατριάρχευσε για είκοσι μέρες το 1595, αργότερα, μεταξύ 1598 και 1602, για τέσσερα χρόνια, και το 1603 για δεκαεπτά ημέρες. Ο Κύριλλος Α' ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο επτά φορές. Ο διάδοχος του Κύριλλος Β' πατριάρχευσε αρχικά μόνο για μία εβδομάδα και αργότερα για δώδεκα μήνες. Η κατάσταση έφθασε στο απόγειο της το 1726, όταν ο Κάλλιστος Γ' πλήρωσε 5.600 χρυσά για την εκλογή του και πέθανε από τη χαρά του, από συγκοπή καρδιάς, την επόμενη μέρα. Μετά από αυτό, οι ίδιοι οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα είχαν φθάσει στο απροχώρητο. Το πεσκές και η ετήσια εισφορά καθορίστηκαν επακριβώς. Στον αιώνα μεταξύ 1695 και 1795 υπήρξαν μόνο τριάντα μία πατριαρχικές θητείες και είκοσι τρεις πατριάρχες. Μετά το 1765 απαγορεύθηκε στους πατριάρχες να πληρώνουν το πεσκές από τα έσοδα της Εκκλησίας. Έπρεπε να ανασύρουν το ποσό από τις δικές τους τσέπες (20).
Αυτό το μέτρο αποδείχθηκε σωτήριο, γιατί τα χρέη του Πατριαρχείου ανέβαιναν σταθερά. Γύρω στα 1730 είχε εκτιμηθεί ότι έφταναν τα 100.769 πιάστρα, ενώ τα ετήσια έσοδα σπανίως επαρκούσαν για την πληρωμή των συνηθισμένων εξόδων. Λίγο πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, τα χρέη λέγεται ότι έφθαναν τα 1.500.000 πιάστρα (21). Ήταν ευχής έργο που η Εκκλησία διέθετε πλούσιους φίλους, πρόθυμους να τη βοηθήσουν. Οι κυβερνήτες των ευημερούντων πριγκιπάτων της Βλαχίας και της Μολδαβίας είχαν υποταχθεί οικειοθελώς στον Σουλτάνο, και έτσι τους είχε παραχωρηθεί το προνόμιο να διατηρούν τους θρόνους τους υπό την οθωμανική κυριαρχία. Ήταν πρόθυμοι να βοηθούν κάθε τόσο το Πατριαρχείο, για να αντιμετωπίζει τα οικονομικά του προβλήματα. Ακόμη βορειότερα υπήρχε και ο Τσάρος της Μοσχοβίας. Καθώς ο ίδιος, μετά την πτώση του Βυζαντίου, θεωρούσε τον εαυτό του κεφαλή της Ορθόδοξης Χριστιανικής Κοινότητας, είχε καθήκον να ενδιαφέρεται για το συμφέρον της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Αλλά η γενναιοδωρία αυτών των ηγεμόνων, μολονότι ήταν μεγάλη κατά καιρούς, παρέμενε σπασμωδική. Το πρώτο ήμισυ του 17 ου αιώνα η Μοσχοβία δεν ήταν σε θέση να στέλνει βοήθεια. Χρειάζονταν προστάτες πιο κοντινοί (22).
Ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα της οθωμανικής κατάκτησης ήταν η αναγέννηση της ελληνικής εμπορικής ζωής. Οι Ιταλοί, που είχαν κυριαρχήσει στο εμπόριο της Ανατολής κατά τον όψιμο Μεσαίωνα, έχασαν τα προνόμια τους, και οι αποικίες τους έφθιναν. Ελάχιστοι Τούρκοι είχαν κάποια προτίμηση ή ικανότητα για το εμπόριο- έτσι, το εμπόριο στις τεράστιες και εκτεταμένες οθωμανικές κτήσεις περιήλθε στα χέρια των υποτελών λαών, στους Εβραίους, στους Αρμένιους και κυρίως στους Έλληνες. Μην μπορώντας να απολαύσουν την αγαπημένη τους ενασχόληση, την πολιτική, παρά μόνο στους κόλπους της Εκκλησίας, οι πιο δραστήριοι Έλληνες ανέλαβαν το εμπόριο και τις τραπεζικές εργασίες, κι έτσι έγιναν απαραίτητοι στους ισχυρούς Τούρκους που δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με τέτοια ζητήματα. 'Aλλοι Έλληνες ασχολήθηκαν με την ιατρική, μια και υπήρχαν ελάχιστοι Τούρκοι που διέθεταν σχετικές γνώσεις. Το γεγονός αυτό τους άνοιξε μια δίοδο προς τα τουρκικά σπίτια.
Σύντομα αναδύθηκε μια πλούσια τάξη Ελλήνων. Η διακριτικότητα, βέβαια, ήταν απαραίτητη. Ένας χριστιανός που επιδείκνυε τον πλούτο του κινδύνευε να τον δει να κατάσχεται εξαιτίας κάποιας κατασκευασμένης κατηγορίας για προδοσία ή άλλο πταίσμα και, ίσως, να χάσει και τη ζωή του. Αυτή ήταν η μοίρα του πρώτου Έλληνα εκατομμυριούχου της σκλαβιάς, του Μιχαήλ Καντακουζηνού, τον οποίο οι Τούρκοι αποκαλούσαν Σαϊτάνογλου, γιο του Διαβόλου. Στα μέσα του 16 ου αιώνα είχε αποκτήσει το μονοπώλιο του εμπορίου γούνας από τη Ρωσία. Ζούσε στην Αγχίαλο, στη Μαύρη Θάλασσα, σε μια πόλη που ήταν ολότελα σχεδόν ελληνική, και όπου ο πλούτος του δεν μπορούσε να προσελκύσει τον τουρκικό φθόνο. Μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του Πρίγκιπα της Βλαχίας· και ασκούσε τέτοια επιρροή στην Εκκλησία, ώστε κατόρθωσε να εκθρονίσει έναν άξιο πατριάρχη ε πειδή απεφάνθη ότι ένα συνοικέσιο στο οποίο απέβλεπε η οικογένεια του απαγορευόταν από το κανονικό δίκαιο. Για να κερδίσει την εύνοια του Σουλτάνου, κατασκεύασε με δικά του έξοδα εξήντα γαλέρες γιο το οθωμανικό ναυτικό. Παρ ' όλα αυτά, ο Σουλτάνος τον καταδίκασε σε θάνατο το 1578, δημεύοντας και πουλώντας την περιουσία του. Το μεγαλύτερο μέρος της θαυμάσιας βιβλιοθήκης του αγοράστηκε από μοναστήρια του Αγίου Όρους (23).
Ο λίγο νεότερος του Ιωάννης Καρατζάς έκανε τεράστια περιουσία ως προμηθευτής του οθωμανικού στρατού, μια θέση που μεταβίβασε στο γαμπρό του Σκαρλάτο, τον επονομαζόμενο Μπεγλίτση, ο οποίος απέκτησε περιουσία ακόμη μεγαλύτερη και από αυτήν του Σαϊτάνογλου. Όταν δολοφονήθηκε από έναν φανατικό γενίτσαρο το 1630, το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου του το κληρονόμησε η νεότερη κόρη του Ρωξάνδρα, χήρα του ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας. Υπήρχαν τώρα πια αρκετές δυναστείες Ελλήνων εμπόρων και τραπεζιτών, που είχαν ως βάση τη συνοικία του Φαναρίου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επιδίωκαν να επενδύσουν τα χρήματα τους στη Βλαχία και τη Μολδαβία, στις μόνες οθωμανικές κτήσεις όπου χριστιανοί λαϊκοί μπορούσαν να έχουν έγγειο ιδιοκτησία. Εκεί τελούσαν γάμους με την τοπική αριστοκρατία και με την ηγεμονική οικογένεια της Βεσσαραβίας, ενώ διατηρούσαν τους οικονομικούς δεσμούς τους με την Κωνσταντινούπολη (24).
Στα μέσα του 17 ου αιώνα ένας νεαρός Χιώτης που είχε σπουδάσει ιατρική στην Πάδουα, ο Παναγιώτης Νικούσιος Μαμωνάς, ο επονομαζόμενος «Πράσινο 'Aλογο» -από την παροιμία ότι όσο δύσκολα μπορείς να βρεις ένα πράσινο άλογο άλλο τόσο κι έναν σοφό άνθρωπο από τη Χίο- προσελήφθη από τον αλβανικής καταγωγής μεγάλο βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλού ως οικογενειακός του γιατρός. Η μεγάλη του γλωσσομάθεια και οι ικανότητες του εντυπωσίασαν τόσο τον Κιοπρουλού, ώστε το 1669 δημιούργησε γι' αυτόν το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, δηλαδή τη θέση του αρχιμεταφραστή και υπεύθυνου της γραμματείας του Υπουργείου Εξωτερικών. Μ' αυτή την ιδιότητα ο Μαμωνάς επιτρεπόταν να τρέφει γενειάδα, να ιππεύει άλογο και να φέρει ένα καπέλο με γούνα. Τόσο καλά έφερε σε πέρας τα καθήκοντα του ο Μαμωνάς, ώστε όταν πέθανε, το 1673, ο Κιοπρουλού προσέλαβε έναν άλλο Έλληνα στην ίδια θέση (25).
Επρόκειτο για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, γιο της κληρονόμου του Μπεγλίτση Ρωξάνδρας και του δευτέρου συζύγου της -ενός Χιώτη που ισχυριζόταν ότι είναι απόγονος της ελληνοενετικής οικογένειας των Μαύρων ή Μόρο (στην οποία ανήκε ο γνωστός μας Οθέλλος ο Μαυριτανός) και της ελληνογενοβέζικης οικογένειας των Κορντάτο, και του οποίου η μητέρα ανήκε σε έναν κλάδο της παλιάς ρωμαϊκής οικογένειας των Μάξιμων. Ο Αλέξανδρος σπούδασε αρχικά στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, χωρίς ωστόσο να προσηλυτιστεί στον καθολικισμό, στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, από το όποιο αποπέμφθηκε για επαναστατική συμπεριφορά, και τέλος στην Μπολόνια, από όπου πήρε το διδακτορικό του με μια αξιοσημείωτη διατριβή πάνω στην κυκλοφορία του αίματος. Σε

ηλικία 24 ετών διορίστηκε μέγας αγορητής της Μεγάλης Εκκλησίας και διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας, ενώ συνέχιζε να εξασκεί την ιατρική, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα μεταξύ των πελατών του και του Σουλτάνου. Ήταν 31 ετών όταν έγινε Μέγας Δραγουμάνος. Διατήρησε το αξίωμα ως το 1698, με εξαίρεση μερικούς μήνες το 1684, όταν φυλακίστηκε άδικα, εξιλαστήριο θύμα της τουρκικής ήττας προ των πυλών της Βιέννης. Το 1698 δημιουργήθηκε γι' αυτόν ένα ακόμη ανώτερο αξίωμα: διορίστηκε «Εξ Απορρήτων», Φύλακας των Μυστικών και αρχιγραμματέας του Σουλτάνου, με τους τίτλους του Πρίγκιπα και της Εκλαμπρότατης Υψηλότητας. Πέθανε σε ώρα υπηρεσίας το 1709 (26).
Κανείς άλλος Έλληνας δεν κατέκτησε τόσο υψηλή θέση στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Ωστόσο, πολλοί έγιναν υπάλληλοι της οθωμανικής κυβέρνησης, προς μεγάλο τους όφελος· χρησιμοποιούσαν μάλιστα τις θέσεις τους για να βοηθούν και τους Έλληνες συμπατριώτες τους. Όταν η γηγενής δυναστεία της Βεσσαραβίας έσβησε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Σουλτάνος διόρισε Έλληνες από το Φανάρι ως πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με το Πατριαρχείο, οι υποψήφιοι αυτών των θέσεων έπρεπε να πληρώσουν ένα μεγάλο ποσό για να εξασφαλίσουν το διορισμό τους, καθώς επίσης και επαχθή ετήσια εισφορά· και γι' αυτό ακριβώς οι Τούρκοι προέβαιναν σε συχνές αλλαγές. Καμιά πριγκιπική θητεία δεν επιτρεπόταν να διαρκεί επί πολύ. Όσο κι αν ήταν πλούσιες σε φυσικούς πόρους οι Ηγεμονίες, ελάχιστοι πρίγκιπες επέστρεφαν στην Κωνσταντινούπολη πλουσιότεροι μετά την εμπειρία τους εκεί. Πάντως, πολλοί διεκδικούσαν το αξίωμα. Συνεπαγόταν κύρος και έναν πριγκιπικό τίτλο για την οικογένεια, καθώς και μια σύντομη περίοδο εξουσίας. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι πρίγκιπες, στην προσπάθεια τους να αποζημιωθούν, ασχολήθηκαν θερμά με τα καθήκοντα τους, αν και μερικοί, όπως ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος, ο εγγονός του Εξ Απορρήτων, ήταν φωτισμένοι κυβερνήτες. Αυτός συγκεκριμένα μεταρρύθμισε τη φορολογία, για να την κάνει δικαιότερη, και σχεδίαζε να απελευθερώσει τους δουλοπάροικους. Αλλά οι πρίγκιπες έκαναν πολλά και για τον Ελληνισμό. Οι ακαδημίες που ίδρυσαν στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο έγιναν κέντρα κλασικών σπουδών, όπου οι Έλληνες έρχονταν και πάλι σε επαφή με την πνευματική τους κληρονομιά (27).
Οι Φαναριώτες ήταν επίσης γενναιόδωροι προς την Εκκλησία. Αλλά εκεί η επιρροή τους δεν ήταν τόσο ευνοϊκή. Ως αντάλλαγμα της γενναιοδωρίας τους απαιτούσαν για τους συγγενείς τους τα κορυφαία λαϊκά αξιώματα της πατριαρχικής οργανωτικής δομής και συμμετοχή στην επιλογή του Πατριάρχη. Ευνοούσαν τη σύγχρονη εκπαίδευση και επιθυμούσαν να εκσυγχρονίσουν την Εκκλησία. Αλλά η Εκκλησία δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί τα οφέλη του Διαφωτισμού του 18 ου αιώνα. Από τις τάξεις της εξακολουθούσαν βέβαια να βγαίνουν μορφωμένοι κληρικοί, αλλά το επίπεδο έπεφτε σταδιακά. Ως τα μέσα του 17 ου αιώνα τα μοναστήρια του 'Aθω εξακολουθούσαν να εμπλουτίζουν τις βιβλιοθήκες τους. Περί τα τέλη όμως του αιώνα τα βιβλία συνήθως έμεναν αδιάβαστα. Επιπλέον, το Πατριαρχείο, αντιμετωπίζοντας πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, δεν μπορούσε πια να επιβλέπει ικανοποιητικά τις επαρχίες. Είχε χάσει την επαφή με τους εκεί πιστούς. Κι αυτό έγινε ολοφάνερο όταν, κατά τον 18 ο αιώνα, το δημοφιλές κίνημα του εθνικισμού άρχισε να προσελκύει τους Έλληνες, ιδίως μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή που οι μοναχοί στην Ελλάδα απέρριπταν τις προσπάθειες του Πατριαρχείου να βελτιώσει τη μόρφωση τους, υποστήριζαν επαναστατικά κινήματα, ακόμη και τη ληστεία, παροτρυνόμενοι από αντικληρικαλιστές Έλληνες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, οι οποίοι ζούσαν ασφαλείς στο Παρίσι (28).
Το κίνημα για την ελληνική ανεξαρτησία δημιούργησε τρομερά προβλήματα στο Πατριαρχείο. Κάθε πατριάρχης έπρεπε κατά τη χειροτονία του να ορκιστεί πίστη στον Σουλτάνο και να εγγυηθεί ότι το ποίμνιο του θα ήταν αφοσιωμένο στην οθωμανική κυβέρνηση. Μπορούσε να σπάσει τον βαρύ αυτόν όρκο; Επιπλέον, ζώντας στο κέντρο των γεγονότων, στην Κωνσταντινούπολη, ήξερε πως, μολονότι η οθωμανική διοίκηση βυθιζόταν στο χάος, ο οθωμανικός στρατός παρέμενε τρομερός. Κάθε πρόσφατη χριστιανική εξέγερση στην Πελοπόννησο, την Κύπρο, τις Ηγεμονίες είχε κατασταλεί βάναυσα. Μπορούσε να ενθαρρύνει το ποίμνιο του να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα; Δεν θα ήταν καλύτερο να ακολουθήσουν τη συμβουλή των άλλων Φαναριωτών ; Έλπιζαν να συνεχίσουν να εργάζονται διεισδύοντας όλο και βαθύτερα στην παραπαίουσα οθωμανική γραφειοκρατία, έτσι ώστε, όταν καταρρεύσει, να μπορέσουν να την αναλάβουν οι ίδιοι. Αλλά μια τέτοια στάση δεν ταίριαζε στους ανυπόμονους νεαρούς εθνικιστές, ακόμη κι αν αυτοί προέρχονταν από τους Φαναριώτες και την ιεραρχία. Όταν το 1821 υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης -στις ηγεμονίες από έναν νεαρό Φαναριώτη και στην Πελοπόννησο από έναν αρχιεπίσκοπο- οι φόβοι του Πατριάρχη, του Γρηγορίου Ε', δικαιώθηκαν. Αλλά δεν μπορούσε να καταγγείλει και να αποκηρύξει τους επαναστάτες, όπως απαιτούσαν οι Τούρκοι αφέντες του. Πλήρωσε γι' αυτό με τη ζωή του (29).
Δεν είναι εφικτό σε ένα σύντομο άρθρο να δώσει κανείς περισσότερα από ένα περίγραμμα της ιστορίας του Ρουμ Μιλετί. Α λλά προσπάθησα να δείξω ότι οι Έλληνες αυτής της σκοτεινής περιόδου της Τουρκοκρατίας αξίζουν μια καλύτερη μεταχείριση από αυτήν που οι περισσότεροι ιστορικοί τους επιφυλάσσουν. Παρά τις δυσκολίες, παρά την ανάξια συμπεριφορά πολλών από αυτούς, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνισμό ζωντανό. Αυτό οφείλεται βασικά στον μεγάλο πατριάρχη Γεννάδιο και εν μέρει, πράγματι, στον σουλτάνο Μεχμέτ τον Κατακτητή, που δεν θέλησε να δει τον ελληνικό πολιτισμό να αφανίζεται. Οι επόμενοι σουλτάνοι ήταν λιγότερο πεφωτισμένοι· και πρέπει να επισημανθεί ότι μερικοί από τους επόμενους πατριάρχες ήταν ακατάλληλοι γι' αυτό το καθήκον. Πρέπει να αναγνωριστεί επίσης και ο ρόλος των Φαναριωτών, που τόσο έχουν κακολογηθεί. Αυτοί έδωσαν το ερέθισμα για μία αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18 ο αιώνα, συμβάλλοντας πολύ περισσότερο σ' αυτήν από ό,τι ο υπερτιμημένος αντικληρικαλιστής Κοραής. Η ιστορία της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει ελάχιστους περιφανείς ήρωες · πρόκειται όμως για μια ηρωική ιστορία καθ' εαυτήν. Είναι η ιστορία ενός καταπιεσμένου λαού που αρνήθηκε να απωλέσει την ταυτότητα του και να ξεχάσει τις υψηλές του παραδόσεις. Και ήταν, υπεράνω όλων, η Εκκλησία εκείνη που κράτησε αναμμένη τη φλόγα.
Πηγή 
Η βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1994, σελ. 15-33 Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
Σημειώσεις
1. Joseph Gill, The Council of Florence (Cambridge Univ. Press, 1959), σσ. 349-352, 366-368; Steven Runciman, The Great Church in Captivity: A Study of the Patriarchate of Constantinople from the Eve of the Turkish Conquest to the Greek War of Independence ( Λονδίνο, Cambridge Univ. Press 1968), σσ. 109-111· Joan M. Η ussey, The Orthodox Church in the Byzantin Empire ( Οξφόρδη : Claredon Ρ ress, 1986), σσ. 283-286.
2. Ihor Sevcenco, «Intellectual Repercussions of the Council of Florence», Church History 24 (1955) 291-323, ιδίως σσ. 296-300.
3. Αυτό το θέμα αποτελεί τη βάση όλου του έργου του Κριτοβούλου : Η istory of Mehmed the Conqueror, μετάφραση στά αγγλικά Charles T. Riggs ( Ρ rinceton : Princeton Univ.Press 1954).
4. Franz Carl Heinrich Babinger, Mehmed der Eroberer und seine Zeit ( Μόναχο : F. Bruckmann, 1953), σσ. 265-269, 449-453· Steven Runciman, The Fall of Constantinople 1453 (Cambridge: Cambridge Univ. Press, 1963), σσ. 55-56, 149-152,186-187.
5. Runciman, Great Church, σ. 167-168.
6. Κριτόβουλος, σ. 94-95· Historia Politica et Patriarchica Constantinopoleos ( Βόννη 1849), σσ. 78-80.
7. Runciman, Great Church, σσ. 170-172, σημειώσεις. Βλ. επίσης τα στοιχεία πού δημοσιεύονται στο Τ heodore H. Papadopoulos, Studies and Documents Relating to the History of the Greek Church and People under Turkish Domination ( Βρυξέλλες 1952).
8. Runciman, The Great Church , σ. 170-172.
9. Η istoria Politica et Patriarchica, σσ. 27-28, 80-82· Runciman, The Great Church, σσ. 169-170.
10. Βλ. Ν icolae Iorga, Byzance apr è s Byzance : Continuation de l ' histoire de la vie Byzantine, (Βουκουρέστι: Ι nstitut d ' Etudes Byzantines, 1935), σσ. 45-56, για μια γενική σύνοψη.
11. Runciman, The Great Church, σ. 186-191, βλ. και σημειώσεις.
12. Η ιστορία της διάσωσης της Παναγίας των Μογγόλων παραδίδεται από τον Demetrie Cantemir, The History of the Growth and Decay of the Ottoman Empire, μετάφραση στα αγγλικά Ν. Τ indal ( Λονδίνο 1734-1735), σ. 105.
13. Runciman, The Great Church, σ. 186-191· Μανουήλ Ιωάννης Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικ a ί περί των πατριαρχών Κωνσταντινουπό­λεως, a πό Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Ζ' του από Θεσσ /νίκης, 36-1884 (Κωνσταντινούπολη 1890), σ. 530.
14. Stephan Gerlach, Stephan Gerlachs dess aeltern Tage - buch ( Φραγκφούρτη 1674), σ. 88. O Gerlach ήταν ο λουθηρανός ιερέας του πρέσβη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, και είχε πολλούς φίλους προερχόμενους από το χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
15. Runciman, The Great Church, σ. 208-225.
16. Για την ελληνική παροικία στη Βενετία και την πρόσβαση της στην εκπαίδευση, βλ. Deno Geanakopoulos, Greek Scholars in Venice (Cambridge: Harvard Univ. Press 1962), ειδικά στα κεφάλαια 4-6. Για το Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, βλ. Martin Juge, Theologia dogmatica Christianorum Orientalium ab Ecclesia Catholica dissidentium, τόμοι Ι - ν ( Παρίσι : Letouzey et Ane, 1926-1935), τόμ. Ι, σ. 522-524. Για τις ακαδημίες στις ηγεμονίες, βλ. παρακάτω, αρ. 27.
17. Papadopoulos, σ. 48-50, 86-89· Iorga, σ. 72-77.
18. Historia P ο litica et Patriarchica , σ. 39-44,102-115.
19. Για μία πλήρη ενημέρωση σχετικά με τους πατριαρχικούς πόρους, βλ. Dictionnaire de Th é ologie catholique , λήμμα « Constantinople ( Eglise de )»· Runciman, The Great Church, σ. 200-202, βλ. και σημειώσεις.
20. « Constantinople ( Eglise de )», όπου παρατίθεται κατάλογος με τις πατριαρχικές θητείες · Runciman, The Great Church, σ. 200-202.
21. Ρ apadopoulos, σ. 132,160. Το ποσό του πατριαρχικού χρέους το 1821 αναφέρεται στο Μ axime Raybaud, Μ émoires sur la Grèce, pour servir à l'histoire de la guerre de l' indépendence, accompagnés de plans topographiques ( Παρί σι 1824), με ιστορική εισα ­ γωγή του Α. Rabb é, σ. 80.
22. Runciman, The Great Church, σ. 195-196, 322-332.
23. Για τον Σαϊτάνογλου, βλ. Iorga, σ. 114-121. Ο πρέσβης Gerlach τ o ν γνώριζε καλά και τ o ν θεωρούσε νόθο γι o του 'Aγγλου πρέσβη ( Gerlach, σ. 55, 60, 223-225)· Μ. Crucius, Τ urcograeciae, libri octo (Β asle 1584), σ. 509, αναφέρει την πώληση των βι­βλίων του, σύμφωνα με μαρτυρία του Gerlach.
24. Runciman, The Great Church , σ. 363-366.
25. O .π., σ. 364, βλ. και σημειώσεις.
26. Δεν υπάρχει ικανοποιητική αναφορά στα καθήκοντα του Εξ Απορρήτων. Η πληρέστερη στο Α lexandre A. C. Strourdza, L ' Europe orientale et le r ô le historique de Maurocordato, 1660-1830; Avec un appendice contenant des actes et documents historiques et diplomatiques in é dits (Παρίσι: Ρ lon -Ν ourrit, 1913), σ. 25-91, βασισμένη σε έναν τεράστιο αριθμό στοιχείων, δημοσιευμένων ή ανέκδοτων, αλλά κάπως απρόσεκτα συνταγμένων. Βλ. επίσης Runciman, The Great Church, σ. 366-369, και σημειώσεις.
27. Runciman, The Great Church, σ. 371-376.
28. Ο. π., σ. 392-393.
29. Την πιο ζωντανή περιγραφή του Πατριαρχείου κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης δίνει ο 'Aγγλος ιερέας Robert Walsh, Residence at Constantinople during a Period Including the Commencement, Progress, and Termination of the Greek and Turkish Revolutions , τόμοι Ι - ΙΙ ( Λονδίνο 1836), τόμ. Ι, σσ. 299-333. Καταθέτει μαρτυρία για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη. 
πηγή

Τρίτη, Αυγούστου 20, 2013

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


BYZANTINH ISTORIA
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Σέρ Στή­βεν Ράν­σι­μαν

Οἱ λό­γιοι τῆς Δύ­σης ὑ­πο­στη­ρί­ζουν με­ρι­κὲς φο­ρὲς πώς ἡ συ­νέ­χεια τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­χε δι­α­κο­πεῖ στὴ διά­ρκεια τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς πε­ρι­ό­δου. Ἐ­πι­ση­μαί­νουν ὅ­τι οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ εἶ­χαν μει­κτὴ φυ­λε­τι­κὴ προ­έ­λευ­ση, ὅ­τι, ὀ­νο­μά­ζον­ταν Ρω­μαῖ­οι, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τὴ λέ­ξη «Ἕλ­λην» γιὰ τοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες, ὅ­τι τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ πού μι­λοῦ­σαν ἦ­ταν μί­α ὑ­πο­βαθ­μι­σμέ­νη γλῶσ­σα μὲ πολ­λὰ ξε­νό­φερ­τα στοι­χεῖ­α, καὶ πώς ἡ θρη­σκεί­α καὶ ἡ νο­ο­τρο­πί­α τους εἶ­χαν ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ πο­λὺ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς κλα­σσι­κῆς ἐ­πο­χῆς.
Ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α δό­ση ἀ­λή­θειας σὲ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς κρι­τι­κὲς οἱ λό­γιοι ὅ­μως πού τὶς ἀ­σκοῦν ξε­χνοῦν πώς κα­νέ­να ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο ἔθνος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἰ­σχυ­ρι­στεῖ τέ­λεια φυ­λε­τι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα καὶ πώς ὁ­ποι­α­δή­πο­τε γλῶσ­σα δι­α­μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων ἀλ­λά­ζει καὶ ἀ­φο­μοι­ώ­νει ξέ­νες λέ­ξεις καὶ συ­νή­θως χρη­σι­μο­ποι­εῖ μί­α πιὸ ἁ­πλου­στευ­μέ­νη γραμ­μα­τι­κή. Ξε­χνοῦν ἐ­πί­σης πώς οἱ πρῶ­τοι Χρι­στια­νοὶ Πα­τέ­ρες ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νοι στὴν κλα­σσι­κὴ σκέ­ψη καὶ τὸ ἐ­πί­τευγ­μά τους ἦ­ταν ἡ ἑρ­μη­νεί­α τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας μὲ ὅ­ρους τῆς πα­λαι­ό­τε­ρης Ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας.
Ἐ­πὶ πλέ­ον οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί, ἂν καὶ ἀ­πέ­φευ­γαν τὴ λέ­ξη «Ἕλ­λην», θε­ω­ροῦ­σαν τὸν ἑ­αυ­τὸ τους κλη­ρο­νό­μο τοῦ κλα­σσι­κοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Ἡ ἐκ­παί­δευ­σή τους εἶ­χε τὶς βά­σεις της πά­νω σὲ αὐ­τὸ μά­θαι­ναν, ὅ­πως ἔ­λε­γαν οἱ ἴ­διοι, νὰ «ἑλ­λη­νί­ζουν» τὴ γλῶσ­σα τους. Τὸ ἀ­γα­πη­τό τους ἀ­νά­γνω­σμα, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ τοὺς Βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων, ἦ­ταν τὰ ἔρ­γα τοῦ Ὁ­μή­ρου.
Ἂν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α μί­α ἀ­πό­δει­ξη γιὰ τὴ συ­νέ­χεια τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας, αὐ­τὴ πα­ρέ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν κα­τὰ και­ροὺς ἀ­να­βί­ω­ση τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιὰ τοὺς κλα­σσι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς, ποὺ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σὲ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς ἱ­στο­ρί­ας. Κα­μμί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἀ­να­βι­ώ­σεις δὲν εἶ­ναι, τό­σο ἐκ­πλη­κτι­κή, ὅ­σο αὐ­τὴ ποὺ ὀ­νό­μα­σα Τε­λευ­ταία Βυ­ζαν­τι­νὴ Ἀ­να­γέν­νη­ση. Συ­νέ­βη τὴν ἐ­πο­χὴ πού ἡ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α φθει­ρό­ταν πο­λι­τι­κὰ καὶ ἦ­ταν γρα­φτό της νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ σύν­το­μα. Πο­τὲ ἄλ­λο­τε ὅ­μως δὲν ὑ­πῆρ­χαν τό­σοι λό­γιοι πού νὰ ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι στὴν ἑρ­μη­νεί­α καὶ τὴν ἀ­να­νέ­ω­ση τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς σκέ­ψης καὶ στὴ δι­α­φύ­λα­ξη τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Ἀ­κό­μη καὶ ἡ λέ­ξη «Ἕλ­λην» ἀ­νέ­κτη­σε τὸ ἀρ­χαῖ­ο της νό­η­μα. Καί, εὐ­τυ­χῶς γιὰ τὸν πο­λι­τι­σμὸ ὅ­λης τῆς Εὐ­ρώ­πης, αὐ­τὴ ἡ τε­λευ­ταῖα βυ­ζαν­τι­νὴ ἀ­να­γέν­νη­ση ἐμ­φα­νί­στη­κε σὲ μί­α στιγ­μὴ τῆς ἱ­στο­ρί­ας πού οἱ Δυ­τι­κοὶ λό­γιοι ἦ­ταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν καὶ νὰ ἐ­κτι­μή­σουν τὸ μορ­φω­τι­κὸ κό­σμο πού κρα­τοῦ­σαν ζων­τα­νὸ οἱ λό­γιοι τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...