Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνισμός και Ορθοδοξία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνισμός και Ορθοδοξία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2018

Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός




Χάρις στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἤ Χριστιανική θρησκεία ἦλθε στόν κόσμο αὐτό σέ μιὰ μοναδική στιγμή τῆς ἱστορίας του. Οἱ Ρωμαῖοι, εἶχαν μόλις ὁλοκληρώσει τήν κατάκτηση ὅλου τοῦ μεσογειακοῦ κόσμου, προσφέροντας ἔτσι μιὰ τεράστια ἔκταση, ὅπου ἄνθρωποι καί ἰδέες μποροῦσαν νά ταξιδεύουν ἀνεμπόδιστα. Περισσότερο ἴσως σημαντικό ἦταν τό γεγονός ὅτι στήν πολιτισμική ζωή αὐτῆς τῆς περιοχῆς δέσποζαν σοφοί καί διδάσκαλοι γαλουχημένοι στίς παραδόσεις τοῦ Κλασσικοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου. ἡ ἐξαιρετική ἐμβρίθεια τῶν φιλοσόφων, ἐπιστημόνων καί καλλιτεχνῶν, ποὺ ἀρχικῶς συναντᾶμε στίς περιοχές τοῦ Αἰγαίου πελάγους, ἁπλώθηκε, χάρις στήν τόλμη τῶν Ἑλλήνων καί τίς κατακτήσεις τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, σέ ὅλες τίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου. Οἱ μεγάλες καί ἐπιφανεῖς πόλεις ποὺ εἶχαν ἀνθήσει στό πέρασμα τῶν Μακεδόνων, ἰδιαιτέρως ἡ Ἀλεξάνδρεια στήν Αἴγυπτο, τώρα διέθεταν σοφούς ἀναθρεμμένους στήν Ἑλληνική παράδοση, ποὺ εἶχε ἐμπλουτισθεῖ καί ἀπό τίς παραδόσεις τῶν παλαιοτέρων αὐτοκρατοριῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἀκόμη καί αὐτή ἡ Ρώμη καί οἱ δορυφόροι της προσέβλεπαν στήν Ἑλλάδα γιά τήν πολιτισμική ὑποδομή τους.

Ἔτσι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία ἀπό τά πρῶτα της χρόνια εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τήν πρόκληση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τί ἐννοοῦμε μέ τόν ὅρο "Ἑλληνισμός"; Δέν εἶναι ταυτόσημος μέ τόν Ἑλληνικό Ἐθνισμό, ἄν καί οἱ σημερινοί Ἕλληνες δικαίως μποροῦν καί διεκδικοῦν τήν συγγένεια μέ τούς διανοητές καί καλλιτέχνες τῆς Κλασσικῆς Ἑλλάδος, τῶν ὁποίων τήν γλώσσα καί τήν γῆ κληρονόμησαν. Νομίζω πὼς Ἑλληνισμός εἶναι βασικῶς μιὰ στάση τοῦ νοῦ, ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἑρμηνείας τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦμε, ἡ ἐπιμονή γιά τήν γνώση ὅλων τῶν φαινομένων του καί ἡ ἐλπίδα πὼς μποροῦμε νά κατανοήσουμε τά λάθη, τίς θλίψεις καί τίς τραγωδίες του, πράγμα ποὺ τελικῶς θά μᾶς καταστήσει ἱκανούς νά φθάσουμε στήν ἁρμονία ποὺ τό ἀνθρώπινο γένος πρέπει νά ποθεῖ. Ἦταν ἕνα τρομακτικό καθῆκον. Πολλοί Ἕλληνες φιλόσοφοι - καί πολλοί φιλόσοφοι σήμερα - ἦσαν εἰλικρινά ἀπαισιόδοξοι. Ὅμως ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστιανισμοῦ φάνηκε σέ ἄλλους νά προσφέρει μιὰ λύση. Ἡ αὐστηρή ἐμμονή του στίς ἠθικές ἀξίες, σέ συνδυασμό μέ τήν ἔμφαση ποὺ ἔδινε στήν ἀγάπη καί τήν πίστη του στήν τελική λύτρωση, γοήτευσε πολλούς στοχαστές. Ἀλλά γιά νά γίνει ἀποδεκτός στόν κόσμο τῆς διανοήσεως ὄφειλε νά συνταυτισθεῖ τρόπον τινα μέ τόν κυρίαρχο Ἑλληνισμό. Καί ἦταν τό μεγάλο ἐπίτευγμα τῶν πρώτων Χριστιανῶν Πατέρων, κυρίως, νομίζω, τῶν Καππαδοκῶν, τό ὅτι μπόρεσαν καί ἐξέφρασαν τό Χριστιανικό δόγμα μέ ὅρους ποὺ ἦσαν ἀποδεκτοί ἀπό τούς φιλοσόφους. Οἱ δέ μεγάλες Οἰκουμενικές Σύνοδοι πρόσφεραν τό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο, τό ὁποῖο χρειαζόταν ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ συμμαχία μέ τόν Ἑλληνισμό διασφάλισε τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί τήν μεγάλη ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐμφανίζονταν τάσεις ποὺ ἀπέρριπταν τήν Ἑλληνική προσέγγιση. Ἦσαν οἱ πιστοί ποὺ ἔμεναν ἀποκλειστικά στό ἑβραϊκό ὑπόβαθρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ φονταμενταλιστές, ποὺ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα, καί ποὺ ἐπέμεναν στήν αὐστηρή τηρήση ἄκαμπτων ἠθικῶν κανόνων καί τελετουργικῶν τυπικῶν καί στήν κατά γράμμα ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Περισσότερο ἀξιοσημείωτη καί καθοριστική εἶναι ἀκόμη ἡ γενική τάση τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καί τῶν διαδόχων τους νά υἱοθετοῦν μία ἄκαμπτη στάση στήν θεολογία τους. Τοῦτο ὀφείλεται στίς ἱστορικές συγκυρίες.

Ὅταν ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία κατέρρευσε ἀπό τίς βαρβαρικές καταλήψεις, ἦσαν οἱ δυτικές, λιγότερο πολιτισμένες, ἐπαρχίες, ποὺ ἔπεσαν πρῶτες στά βαρβαρικά χέρια. Κι ὅταν οἱ Ρωμαῖοι διοικητές ἀναγκάσθηκαν νά παραιτηθοῦν, ἡ μόνη ἐναπομείνασα μορφωμένη τάξη ἦταν ὁ κλῆρος. Αὐτός δέν περιορίσθηκε μόνο στό καθῆκον του νά μεταστρέψει στόν Χριστιανισμό τούς εἰσβολεῖς. Ἐπί πλέον προμήθευσε τούς νέους ἄρχοντες μέ ἐγγραμμάτους ὑπαλλήλους καί, πρό πάντων, νομικούς. Ὁ νόμος ἦταν ἡ μεγάλη συμβολή τῶν Ρωμαίων στόν πολιτισμό. Πλήν ὅμως ἡ ἄκαμπτη ἐφαρμογή του ἦταν ἀντίθετη πρός τήν παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ Ρωμαῖοι θεολόγοι ἀπαιτοῦσαν ἀκριβεῖς φόρμουλες καί λογικά ἐπιχειρήματα, ὅπως ἀναπτύχθηκαν ἀπό ἐκεῖνον τόν ἀξιόλογο διανοητή, τόν Θωμᾶ Ἀκινάτη.

Στίς Ἀνατολικές ἐπαρχίες ὅμως, στό Βυζάντιο, οἱ νομικοί δέν ἀνῆκαν στόν κλῆρο, ἦσαν λαϊκοί, καί μιὰ πιό φιλελεύθερη θεολογία ἦταν ἐπιτρεπτή, ἐνῶ τηροῦνταν ἀνέπαφα τά θεμελιώδη Χριστιανικά δόγματα, τό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί τό δόγμα τῆς Σωτηρίας. Πρό πάντων, ἐνῶ οἱ Δυτικές Ἐκκλησίες δέν αἰσθάνονταν ποτέ ἄνετα μέ τούς μυστικούς ποὺ ἐμφανίζονταν στούς κόλπους των -ἄν καί δέν ἦταν δυνατόν νά μήν ἀναγνωρίσουν τήν ἁγιότητα κάποιων μορφῶν, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ καί ἡ Ἁγία Τερέζα τῆς Ἀβίλα- στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία ὁ μυστικός ἦταν ἐλεύθερος νά βρεῖ τόν δικό του δρόμο πρός τήν σωτηρία. Ἐδῶ εἶχε διατηρηθεῖ ἡ Ἑλληνική στάση. Δέν ὑπῆρξε ποτέ καμία σοβαρή προσπάθεια νά ἐμποδιστεῖ ἡ προσωπική ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.

Σέ αὐτόν τόν βαθμό ἡ παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἔχει ἐπιζήσει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. καί νομίζω πὼς εἶναι ἀκόμη ἀπαραίτητη σήμερα. Ἡ προσπάθεια τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν νά ἐκσυγχρονίζουν τήν θρησκεία περιορίζει τό αἰώνιο μήνυμά της καί ἡ μέριμνα νά ὑποτάξουν τήν θεολογία στήν λογική συμφώνως πρός τά σύγχρονα κοσμικά στερεότυπα ἁπλῶς ὁδηγεῖ τόν λαό τοῦ Θεοῦ στόν ἀγνωστικισμό ἤ ἀκόμη καί τόν ἀθεϊσμό. Ἄν ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι διατηρήσουν τήν συμμαχία τους μέ τόν Ἑλληνισμό, θά μπορέσουν νά διατηρήσουν τήν πνευματικότητά τους. Ἴσως μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά εἶναι ἡ μόνη ἀπό τίς μεγάλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες ποὺ θά ἔχει ἐπιζήσει, ἀφοῦ μόνη αὐτή θυμᾶται πὼς ἡ θρησκεία εἶναι μυστήριο, καί πὼς ὁ Χριστιανός, βοηθούμενος ἀπό τούς φιλοσόφους καί τούς θεολόγους τοῦ παρελθόντος καί ὄχι τρομοκρατούμενος ἀπό αὐτούς, δύναται νά ἀκολουθήσει τίς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καί μαζί μέ τούς ὁμοπίστους ἀδελφούς του, παραμένοντας εὐπειθές τέκνο τῆς Ἐκκλησίας του, νά βρεῖ τόν δικό του δρόμο πρός τήν σωτηρία.
 

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2017

Προσμένοντας τον Αναμενόμενο!..

Προσμένοντας τον Αναμενόμενο!..

Ας μην αυταπατώμεθα!.. Οι αρχαίοι Έλληνες προφήτες είχαν προβλέψει επακριβώς την Γέννηση του Ιησού Χριστού και μάλιστα ο Αισχύλος μέσα στον έργο του «Προμηθεύς Δεσμώτης» είχε αναφέρει πότε ακριβώς θα συντελεστεί το κοσμογονικό τούτο γεγονός της Γεννήσεως του Θεανθρώπου!.. Εάν υπολογίσουμε ότι το έργο «Προμηθεύς Δεσμώτης» διδάχθηκε περί το 455 π.Χ. και υπολογίσουμε 13 γενεές επί 35 έτη εκάστη γενεά (= 455 έτη), ασφαλώς και καταλήγουμε εις το ασφαλές συμπέρασμα ότι η εποχή εκείνη ήταν η χρονολογία, που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (!!)
ΕΙΝΑΙ γεγονός ότι με το θέμα των προφητειών των αρχαίων Ελλήνων έχουμε ασχοληθεί εκτενώς με σωρεία άρθρων, αλλά και με τη συγγραφή διαφόρων βιβλίων μας, πάνω στο θέμα αυτό. Πολλοί συμφωνούν με τον γράφοντα, αλλά υπάρχουν και άλλο Έλληνες που διαφωνούν.
Το θέμα, όμως, δεν είναι αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανένας (μη ξεχνάμε ότι ζούμε στον αιώνα της μεγάλης αμφισβήτησης των πάντων!), αλλά τι λέγουν τα αρχαία κείμενα. Και τα αρχαία κείμενα είναι αδιάψευστα.
Ας διαβάσουμε, λοιπόν, τι γράφουμε σε ένα εισαγωγικό σημείωμα μέσα στο βιβλίο μας «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός» και θα επανέλθουμε:
«γ) Η προσδοκία του Αναμενόμενου Μεσσία. Οι προρρήσεις αρχαίων ελληνικών θεοτήτων, οι προφητείες των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, οι διορατικότητες των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, δεν μπορούν να αγνοηθούν εις το εν λόγω βιβλίο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, κατά την Απολογίαν του, απευθυνόμενος εις τους δικαστές είχε προφητεύσει: «… τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινα άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειεν κηδόμενος υμών.».
Οι συγκλονιστικές προφητείες της Σιβύλλης της Κυμαίας, του Σόλωνος, του Αριστοτέλους, του Θουκυδίδου, του Αισχύλου (δια του Προμηθέως), αλλά και πλήθους άλλων Αρχαίων Ελλήνων, για τον Ερχομόν του Κυρίου, δεν μπορούσαν να αγνοηθούν εις το βιβλίο αυτό, την στιγμήν, κατά την οποίαν ούτε η Εκκλησία μας θέλησε να αποσιωπήση το γεγονός αυτό. Τουναντίον μάλιστα!...
Εις την Μονήν Φιλανθρωπηνών της νήσου των Ιωαννίνων, εις τον νότιον εξωνάρθηκα και εις τον νότιον και δυτικόν τοίχον, απεικονίζονται οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι: (κατεστραμμένη μορφή), 22, Πλάτων, Απολλώνιος ο Τυανεύς, Σόλων 23 ο Αθηναίος, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Θουκυδίδης, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος.
Το κείμενο που συνοδεύει την τοιχογραφίαν της ως άνω Μονής με τους επτά Έλληνες σοφούς έχει ως εξής:
«[ Άνδρες] Έλληνες περί της θείας έναν(θρω)πίσεως Χ(ριστο)ύ του Θ(εο)ύ ημών και περί των Ζ΄ Χρησμών… Επτά φιλόσοφοι εν δόμω τινί/ των Αθηναίων προς αλλήλους συνεδριάσαντες λόγον σοφώτατον και απόρρητον κεκινήκασιν περί της παρουσίας Χ(ριστο)ύ του Θ(εο)ύ ημών Απολλώνιος και Σόλων, Θουκυδ(ίδης), Πλάτ(ων), Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Χίλων.».
Όταν, λοιπόν, η ίδια η Εκκλησία μας όχι μόνο δεν αγνοεί τους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, αναφερόμενη μάλιστα εις τους χρησμούς αυτών, αλλά και τους προβάλλει με τόσο θριαμβικόν τρόπον, όπως, βεβαίως, και τους προφήτες της Βίβλου, είναι δυνατόν να αποστρέψωμεν τους οφθαλμούς μας από ένα τέτοιο συγκλονιστικό κεφάλαιο; Όχι δα…»
Όπως αντιλαμβάνονται οι φίλοι αναγνώστες και αναγνώστριες, μέσα σε ένα μικρό σχόλιο δεν μπορούμε να καταγράψουμε όλα όσα έχουμε επισημάνει σε εκατοντάδες άρθρα και βιβλία μας. Θα σταθούμε όμως σε ένα χαρακτηριστικό εδάφιο από το έργο του Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης», ο οποίος, σε ένα διάλογο μεταξύ Ιούς και Προμηθέως*, αποκαλύπτει ότι ο θεός που θα γκρεμίσει τον Δία (για μας τους χριστιανούς ο θεός αυτός είναι ο Ιησούς) θα έλθει σε 13 γενεές! (Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης στίχ. 770-774).
Εάν υπολογίσουμε ότι το έργο «Προμηθεύς Δεσμώτης» διδάχθηκε περί το 455 π.Χ. και υπολογίσουμε 13 γενεές επί 35 έτη εκάστη γενεά (= 455 έτη), ασφαλώς και καταλήγουμε εις το ασφαλές συμπέρασμα ότι η εποχή εκείνη ήταν η χρονολογία, που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (!!)
Γράφοντας ένα σχετικό άρθρο σε εβδομαδιαία εφημερίδα και διαβάζοντάς το ο γνωστός Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πήρε τηλέφωνο τον γράφοντα για να τον συγχαρεί για το άρθρο αυτό, πράγμα που έπραξε και από τηλεοράσεως αμέσως μετά σε σχετική εκπομπή μας! (Βλέπετε άρθρο με τίτλο: "Ποιος ελευθέρωσε τον Προμηθέα;")
Τι άλλο να πούμε; Χρόνια Πολλά και Καλά Χριστούγεννα!
Με σεβασμό και τιμή
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ
Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου 2017

Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2016

Εκφράσεις μέσα απο την Αγία Γραφή που χρησιμοιούμε στην καθημερινότητά μας.

Ήγγικεν η ώρα-έφτασε η ώρα να παραδοθεί ο υιός του ανθρώπου...

 ας όψονται (είς ον εξεκέντησαν):προφητεία Ζαχαρίου και Ευαγγέλιο Ιωάννη, όταν μας αδικούν και εμείς δεν τους δίνουμε σημασία, τους χαρίζουμε  

Χαίρετε!- Χαιρετισμός στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου 

Γενηθήτω φως -Γένεσις

(η φωνή αυτού)Φωνή υδάτων πολλών-Η περιγραφή του Ιωάννη του Θεολόγου για τον Χριστό στην Αποκάλυψη

Μνήσθητί μου κύριε εν τη Βασιλεία σου-( απο το ληστή πάνω στο σταυρό)

Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ- (όταν κάποιοι ταιριάζουν )

Κρανίου τόπος-( ο Γολγοθάς )

Έρχου και ίδε- ( τον Κύριο, για αυτούς που δεν πιστεύουν)

Άρον άρον-( στα γρήγορα)

Μη μου άπτου-( λόγια του Χριστού μετά την ανάσταση )

Απο τον Άννα στον Καϊάφα- ( όταν δεν βρίσουμε άκρη)

Δευρόν έξω-( απο την ανάσταση του Λαζάρου, όταν ζητουμε κάποιος να φανερωθεί)

Σοι είπας ή σοι λέγεις ( απάντηση του Χριστού τον Πιλάτο )

Όστις θέλει-( απο το Χριστό, χωρίς βία)

Τα τω Καίσαρι τω Καίσαρι και τα Θεώ τω Θεώ-( αποδίδουμε τα πράγματα όπου ανήκουν)

Αγαπάτε αλλήλους-( ο Χριστός στους μαθητές του, το λέμε όταν θέλουμε να ειρησεύσουμε τους άλλους)

Μετά φανών και λάμπάδων- (στην προδοσία του Ιησού, όταν λέμε ότι κάποιος δίνει έμφαση σε κάτι)

Οίνος ευραίνει καρδίαν ανθρώπου-( 103 ψαλμός του Δαβίδ)

Και οι λίθοι κακράξονταί- ( του Ιησού Χριστού, όταν κάτι είναι ολοφάνερο και αμφισβητείται)

Πίσω μου σ’ έχω σατανα-( απο τους πειρασμούς του Ιησού)

(συνέχεια) 

Αγρόν-(απο παραβολη του Ιησού, όταν κάποιος αδιαφορεί)

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω-( για τον Ιωάννη τον Πρόδορομο)

Την κεφαλη του επι πίνακι-( την τιμωρία κάποιου)

Μη γνωτω η δεξιά τι ποιεί η αριστερα-( διδασκαλία του Ιησού, κατί που πρέπει να μείνει κρυφό)

Σόδομα και Γόμορα-( πόλεις στην Παλαιά Διαθήκη γνωστές για την ακολασία τους)

Έσπειρε ζιζάνια ή σπέρνει ζιζάνια-( απο παραβολη του Ιησού, όταν κάποιος δαβάλει ή κανει τους άλλους να μαλώσουν)

Ούκ έστι προφήτης εν τη πατρίδα αυτούς-( αμφισβήτηση αυθεντίας)

Μετά βαΐων και κλάδων-( είδοσος στα Ιεοσόλυμα, πανηγυρική υποδοχή)

Ο άσωτος υιός-( παραβολή του Ιησού)

Ιούδα Ισκαριώτη-( ο προδότης)

Το πνεύμα πρόθυμο η δε σάρκα ασθενής-( ο Ιησούς στους μαθητές του το βράδυ πριν τη προδοσία)

Νείπτω τας χείρας μου-( ο Πιλάτος, αποποιείτα της ευθύνης)

Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω-( του Ιησού Χριστού)

Τυφλοί οδηγοί τυφλών-( ο Ιησούς για τους Φαρισαίους)

Ουαί υμίν

Ιδέ ο άνθρωπος-( για τον Ιησού)

Τετέλεσται-(πάνω στο σταυρό)

Για τον φόβο των Ιουδαίων


Ειρήνη ημίν-( ο Ιησούς στους μαθητές του μετά την Ανάστασή του)

Επί των τύπων των ύλων-( την Κυριακή του Θωμά)

Των θυρών κεκλεισμένων

Μακάριοι η μη ιδότες και πιστεύσαντες-( του Ιησού Χριστού)

Άρον το κραβατόν σου- ( του Ιησού στον παράλυτο)

Δέρηξε τα ιμάτιά του

Πρόβατο επι σφαγή

Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω


Ταύτα δε έδει ποιήσαι,κακείνα μη αφιέναι.-( πρέπει να ολοκληρώνουμε σωστα τις υποχρεώσεις )

οι διυλιζοντες τον κώνωπα και καταπινετε την κάμηλον-( όταν εθελοτυφλούμε , υποκρινόμαστε ή φτάνουμε στην υπερβολή )

Μανα εξ ουρανού- Το μάνα που έστελνε ο Θεός στους Ισραηλήτες μετά την έξοδο


Ενώνιος ενωπίω- Όπως μιλούσε ο Μωησής με το Θεό στη Σκηνή του Μαρτυρίου

Και ούτε φωνή, ούτε ακρόαση- Μπροστά στον προφήτη Ηλία οι ιερείς του Βάαλ παρακαλούσαν για ολοκαυτωμα της θυσίας τους.

Σληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν- Κάνεις κακό στον αυτό σου με το να προσπαθείς να κάνεις κακό στος άλλους, ( κλωτσιές σε μυτερά αντικείμενα). Το είπε ο Ιησούς Χριστός στην παρουσία του σε όραμα στον διώκτη Σαούλ τον μετέπειτα Απόστολο Παύλο.

Στήλη άλατος- Ότι έγινε η γυναίκα του Λωτ όταν γύρισε να κοιτάξει πίσω για να δεί τι έγιναν τα Σόδομα και τα Γόμορα παραβαίνοτας την εντολή του Θεού.

Μνήσθητί μου Κύριε- Ο ληστής στον σταυρό.

Οφθαλμόν αντί οφθαλμού- Παλαιά Διαθήκη, η ισότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, η ανταπόδοση στο ίδιο μέτρο.

Μωρές Παρθένες-Απο την παραβολή του Ιησού, για αμελείς-αφελείς ανθρώπους ή υποκριτές.

φύλαξε το ως κόρη οφθαλμού- Απο ψαλμό του Δαβίδ

Δεν θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα.-Ο Χριστός όταν προφήτευσε για την Ιερουσαλήμ.

Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης-ο Εκκλησιαστής Π.Διαθήκη.

Προφάσεις εν αμαρτίαις- Ψαλμός του Δαβίδ, έκφραση για αυτούς που προσπαθούν να δικαιολογήσουν κακές πράξεις που πρόκειται να κάνουν.

Άφες αυτοίς, ού γάρ οίδασι τι ποιούσι- Ο Ιησούς Χριστός επάνω στο σταυρό. Το λέμε σε αυτούς που μας έκαναν κακό και τους συγχωρούμε.

Απολωλός πρόβατο- Από την παραβολή του Ιησού Χριστού.

Περίοδος ισχνών αγελάδων - από το όνειρο του φαραώ που του το εξήγησε ο Ιωσήφ

αποδιοπομπαίος τράγος- Στην Π. Διαθήκη ανάμεσα στις πολλους καθαρισμούς και εξιλεώσεις ο ιερέας έβαζε τα χέρια του πάνω σε έναν τράγο και εξομολογούνταν όλες τις αμαρτίες του λαού οι οποίες πήγαιναν και καθονταν στο κεφάλι του τράγου. Στη συνέχεια ο τράγος οδηγούνταν και αφήνονταν σε ένα έρημο τόπο.- Έτσι λεμε στην καθημερινότητα αυτόν που φορτώνεται χωρίς να φταίει τις αμαρτίες των άλλων και διώχνεται για να καθαριστούν οι πολλοί απο αυτές. Συμβολίζει και είναι τύπος μέσα στην Π. Διαθήκη του μυστηρίου της εξομολογήσεως.

Γης Μαδιάμ- απο την Π. Διαθήκη, αναφέρουμε για ένα τόπο που έπαθε μεγάλη καταστροφή

Χους εί και εις χουν απελεύση.ήΓη εί και εις γήν απλελεύση.- Ο Θεός στον Αδάμ μετά την παρακοή.

Δράξασθε παιδείας -Ψαλμός

έναντι πινακίου φακής- Παλαια Διαθήκη. Ο Ησαύ αντάλλαξε τα πρωτοπόκια του(τα κληρονομικά δικαιώματα) με τον Ιακώβ για ένα ευτελές πιάτο φακή. 

πηγή

Η γλώσσα του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής υμνογραφίας

Το καλύτερο και γνησιότερο δείγμα της Ελληνικής των χρόνων της Κοινής είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου. Είναι η Ελληνική όπως εξελίχθηκε στον προφορικό λόγο ως συνέχεια της Αττικής διαλέκτου που επικράτησε στην Κοινή. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της πρώτης πραγματικά Κοινής ελληνικής γλώσσας, αυτής που προέκυψε από την επικράτηση της Αττικής με βαθμιαία υποχώρηση των λοιπών διαλέκτων. Αυτής της κοινής προφορικής γλώσσας εξέλιξη υπήρξε η απλή προφορική γλώσσα, ή δημοτική, που διαρκώς μεταβαλλόμενη χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έχει χαρακτηρίσει τη δημοτική του Ευαγγελίου, την προφορική κοινή γλώσσα των χρόνων του Χριστού, ως τον «πρώτο δημοτικισμό». Και θα άξιζε να αναλογισθούμε πόσο πιο ομαλή θα ήταν η μετέπειτα διαμόρφωση της Ελληνικής, αν είχε επικρατήσει αυτή η δημοτική του Ευαγγελίου και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, από τον 1ον αιώνα π,Χ. είχε κάνει την εμφάνισή του ο αττικισμόςη γλωσσική μίμηση της Ελληνικής της κλασικής περιόδου, που σιγά-σιγά επικράτησε ως η κυρία μορφή της γραπτής Ελληνικής και -για πολλούς λογίους- και της προφορικής έκφρασης. Το ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας υιοθέτησαν την αττικιστική γλώσσα αντί της γλώσσας του Ευαγγελίου ήταν μία καθοριστική αιτία για να εγκαταλειφθεί στον γραπτό λόγο η Κοινή του Ευαγγελίου. Έτσι χάθηκε μία καλή ευκαιρία να αποκτήσουν οι Έλληνες ενιαία μορφή γλώσσας, γραπτή και προφορική, ήδη από τα χρόνια του Χριστού.
Ωστόσο, η γλώσσα του Ευαγγελίου ως γλώσσα αναφοράς της χριστιανικής θρησκείας, που επηρέασε τη χριστιανική γλωσσική παράδοση σε όλες τις μορφές και σε όλη της την έκταση (στην πατερική θεολογία, στη Θεία Λειτουργία, στην υμνογραφία, στην αγιογραφία, στην απέραντη χριστιανική θεολογία, στο κήρυγμα, στην κατήχηση κ.λπ.), άσκησε μεγάλη επίδραση στην ελληνική γλώσσα, ομιλούμενη και γραπτή, σε όλα τα στάδια της εξέλιξής της. Η απλή καθημερινή γλώσσα είναι γνωστό ότι διασώζει πλήθος λέξεων και εκφράσεων που προέρχονται, άμεσα ή έμμεσα, από τη γλώσσα του Ευαγγελίου.
Αληθινή ποίηση γραμμένη σε απλούστερη λόγια γλώσσα, η εκκλησιαστική υμνογραφία υπηρετεί την επικοινωνία με τον Θεό, συγκινεί και συναρπάζει. Μολονότι θα περίμενε κανείς πως μία ποίηση γραμμένη στη λόγια γλωσσική παράδοση (ενίοτε και με αρχαϊστικά στοιχεία) θα άφηνε αδιάφορους τους πιστούς, εν τούτοις συμβαίνει το αντίθετο. Οι ύμνοι της Εκκλησίας ψάλλονται με κατάνυξη από το εκκλησιαζόμενο πλήρωμα της Εκκλησίας, ασχέτως μορφώσεως, ηλικίας, τόπου και χρόνου.
Είναι μία διαχρονική ελληνική ποίηση που συγκινεί, γιατί είναι γραμμένη σε λόγια αλλά απλούστερα Ελληνικά, που πλησιάζουν τη γλώσσα του Ευαγγελίου και κυρίως γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά τής ποίησης: ρυθμό, μεταφορά, εικόνα, διάλογο, αξιοποίηση όλων των μερών του λόγου, ιδίως δε στοιχείων όπωςτο επίθετο, το επίρρημα, η μετοχή. Τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος ή και της Θείας Λειτουργίας, αφ’ ενός μεν, υπηρετούν λειτουργικούς-λατρευτικούς σκοπούς, αφ’ ετέρου δε, αποτελούν «τραγούδια», τρόπους ποιητικής και μελωδικής συνάμα έκφρασης και συμμετοχής των πιστών στα εκκλησιαστικά δρώμενα.
Ο υμνογράφος της Εκκλησίας έχει διττό στόχο: να υπηρετήσει τα εκκλησιαστικά δρώμενα και συγχρόνως να λειτουργήσει ως κοινή έκφραση του λαού, ως γλωσσική και βιωματική μαζί συμμετοχή των πιστών στα δρώμενα. Ο υμνογράφος πρέπει να συγκινήσει ως ποιητής, αλλά και να αποτελέσει τη φωνή των πιστών που πρέπει να εκφράζονται μέσα από τη δική του ποίηση, από τα δικά του λόγια, με τη δική του φωνή.
Στα τροπάρια που περιγράφουν και σχολιάζουν με λόγο και με μέλος το Θείο Δράμα, ο πιστός συμμετέχει βιωματικά άλλοτε στο μοιρολόι της μάννας-Παναγίας για τον άδικα Εσταυρωμένο της γιό, άλλοτε στα γεμάτα πικρία λόγια του Χριστού για τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι του, άλλοτε στην αγανάκτηση του υμνογράφου για την αχαριστία του κόσμου, άλλοτε στη μεγαλοσύνη και την έμπρακτη αγάπη του Ιησού για τους διώκτες του και σε ποικίλα άλλα συναισθήματα που γεννώνται από την ποίηση του υμνογράφου. Γενικότερα, συγκινείται και συμμετέχει έντονα και βιωματικά ο αποδέκτης αυτής της ποίησης, ο πιστός, όπως συμβαίνει με κάθε μορφή μεγάλης ποίησης. Εδώ είναι που η υμνογραφία υπερβαίνει τον απλό τελετουργικό της χαρακτήρα, υπερβαίνει τη λειτουργική τεχνική, για να περάσει στον χώρο της τέχνης, της τέχνης του λόγου, στην τέχνη της ποίησης.
πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Καθηγ. Παν/μίου Αθηνών, «Διαλογισμοί για τη γλώσσα και τη γλώσσα μας», σ. 152-156, εκδ. Καστανιώτη

 http://www.pemptousia.gr/

Κυριακή, Απριλίου 17, 2016

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

                 
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού
Κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών


   Στοχοθεσία αυτού του κειμέ­νου είναι η προσέγγιση, κατά το δυνατόν, των όρων της τρίπτυχης θεματικής, πολιτισμός-ήχος-εικόνα, μέσα από την εκκλησιαστική προοπτική, για να φανεί η συμβολή της ορθόδοξης πίστεως στην πολιτισμική δημιουργική συνέχεια τού Ελληνι­σμού, στη χριστιανική διάρκειά του. Κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό σε περιοχές όπως το Δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου η σχέση με το πολιτικό και πνευ­ματικό κέντρο της Ρωμηοσύνης, την Κωνσταντινούπολη - Νέα Ρώμη, διατηρείται πάντα ισχυρή, ανεξάρτητα από τις ιστορικές περιπέτειες του Γένους.
1. Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» (Α' Κορ., 12,27) υπάρ­χει για τον άνθρωπο και συνεχώς «προσλαμβάνει» το ανθρώπινο για την εν Χριστώ αποκατάστα­ση και τελείωσή του. Μαζί, δηλα­δή, με τον άνθρωπο αγιάζονται εκκλησιαστικά και η ζωή και τα έργα του, διότι ο θεοφόρος άνθρωπος γίνεται θεοκίνητος, με τη θεοκεντρική και θεόνομη έκφραση και πραγμάτωσή του. Ακριβώς δε, η πραγμάτωση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος αποτυπώνεται στον ιστορικό χρόνο και χώρο ως πολιτισμός˙ ενσυνείδητη δηλαδή και σκόπιμη, σύμφωνη με τις συγκεκριμένες αξιολογικές του προϋποθέσεις, δραστική επέμβαση στη φύση και το περιβάλλον και ανάλογη δόμηση της ζωής του. Έτσι, μολονότι η Εκκλησία ως Κυριακόν Σώμα, δεν εγκλωβίζεται στο καιρικό και Ιστορικό, αφού πορεύεται συνεχώς (In via) προς τον «ερχόμενο» Κύριο της (Αποκ., 22, 20), αφήνει συνεχώς τα ίχνη της ιστορικής της παρου­σίας ως πολιτισμική δημιουργία.
Η Ελληνική Εκκλησία, ήδη από τον β'-γ' αι., αναδεί­χθηκε σε παράγοντα και φορέα του ελληνικού πολιτισμού (γλώσσας, παιδείας, τέχνης, λαϊ­κού βίου), με ηθική και κοινωνική δύναμη και έξω από τα όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ρωμα­νίας). Είναι, άλλωστε, χαρακτη­ριστική η ερμηνευτική μετάπλαση τού Ματθ. 28, 19 από τον «Πίν­δαρο της εκκλησιαστικής ποιήσεως» Ρωμανό τον Μελωδό, στο κοντάκιο του στους Αγ. Απο­στόλους : «Πορευθέντες μαθη­τεύσατε (= εκχριστιανίσατε) έθνη και βασιλείας». Είναι η (λειτουρ­γική μάλιστα) έκφραση της συνειδήσεως, ότι οι Λαοί κα­λούνται ολόκληροι, με όλη την κοινωνική δομή τους, στο εκκλη­σιαστικό σώμα. Αυτό συνέβη και με το Ελληνικό έθνος, που βαθμιαία εισήλθε ολόκληρο στην Εκκλησία, μεταμορφώνοντας τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές και εκφράσεις του στους κόλπους της. Και αυτό, διότι «η πρόσληψη των εθνών στην Εκκλησία κατα­ξιώνει μεν τη νόμιμη πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας, αλλά συγχρό­νως την αναφέρει πλέον στην εσχατολογική προοπτική της υπερβάσεως των εθνικών διακρί­σεων, η οποία βιώνεται ως εσχατολογικό γεγονός στην όλη μυστη­ριακή εμπειρία των πιστών» (βλ. Φειδάς).
Κύριο στοιχείο της ορθόδο­ξης πολιτισμικής δημιουρ­γίας είναι η συνεχής ζήτηση Χάρης, για την πραγμάτωση του «εν Χριστώ» ανθρώπου (πρβλ. Γαλ., 5, 24) ήδη στην ενδοϊστορική του πορεία. Ο Χριστιανός Έλληνας (Ρωμηός) ζει μόνιμα με την αίσθηση της παρουσίας του Άκτιστου στη ζωή του και με τη βεβαιότητα του θαύματος ως απτής επιβεβαιώσεως της θείας παρουσίας. Στη νεοελληνική γλώσσα η αξία ή απαξία του ανθρώπου προσδιορίζεται θεοκεντρικά : θεοφοβούμενος ή αθεόφο­βος (θεομπαίκτης), αυτός που «δεν έχει Θεό μέσα του» διότι η ενοίκηση του Θεού στον άνθρωπο (πρβλ. τα προχριστιανικά ήδη : ένθους/ ένθεος, ενθουσιασμός) ισχύει στη συλλογική λαϊκή συνεί­δηση ως στοιχείο της καταξιώσεως του ανθρώπου. Έτσι, αποβαίνει ο ορθόδοξος πολιτισμός βίωση της προτεραιότητας του προσώπου ως ετερότητας και ελευθερίας, στα όρια της εν Χριστώ διαπροσω­πικής σχέσεως και κοινωνίας.
Η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος αποτελεί μία πλευρά της ιστορίας του πολιτισμού της χώρας (Kulturge-schichte). Όλα τα πολιτισμικά δημιουργήματά της εξελίχθηκαν κάτω από την επίδραση της Ορθοδοξίας, η οποία διακρατεί τον Έλληνα άνθρωπο σε ένα κλίμα εσχατολογικής αναμονής («προσδοκίας» πρβλ. «προσ­δοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος») και συνεπώς, Χριστοκεντρικότητας που διαποτίζει κάθε όψη της ζωής, αποδεικνύοντας στην ίδια την πράξη, πόσο τραγικοί είναι «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσσ. 4,13), αφού τελικά τα έργα τους αναδύουν «οσμήν θανάτου εις θάνατον» (Β' Κορ. 2,16). Καρδιά του Χριστιανικού Ελληνικού πολιτισμού έγινε η δύναμη του «φωτισμού» και της «θεώσεως», διότι η πολιτισμική έκφραση του Χριστιανικού Ελληνισμού δεν έχει πρωτογενώς στόχο τη δημι­ουργία πολιτισμού, αλλά την εν Χριστώ ολοκλήρωση του πιστού ανθρώπου στο Χριστό. Ό,τι, συνεπώς, χαρακτηρίζεται εκ των υστέρων «πολιτιστική δημιουρ­γία» (πρβλ. τα εκθέματα τού Αγ. Όρους στη Θεσσαλονίκη ή τη Νέα Υόρκη) δεν είναι παρά φανέρω­ση της ζυμωμένης μέσα στην αναζήτηση Χάρης ελληνικής υπάρξεως και όχι εργαστηριακά κατασκευάσματα «κατά παραγγελίαν»! Η ιστορία της Ελλη­νικής Εκκλησίας έγινε σημαντι­κότατο κεφάλαιο της ιστορίας τού Ελληνισμού και σπονδυλική στήλη της εθνικής επιβιώσεως και ιστορικής διάρκειας του.
2. Η ζωή και το πνεύμα της Εκκλησίας, ως σώματος, διαμορ­φώνουν επί αιώνες την ελληνική κοινωνία, ασκώντας ευεργετική επιρροή σ' αυτήν, μέσω κυρίως της λατρείας, στην οποία διαπλάσσεται κυριολεκτικά η ζωή και συνείδηση του λαϊκού σώμα­τος. Το ελληνορθόδοξο ήθος μορφώνεται διαχρονικά στα όρια της λατρείας, προεκτεινόμενο ταυτόχρονα στη συλλογική καθη­μερινή ελληνική ύπαρξη, που διαμορφώνεται ευχαριστιακά, ως «λειτουργία μετά τη λειτουργία», μέσα από τις κοινωνικές δομές (κοινότητα, κοινόβιο), που μετα­βάλλουν τη ζωή της καθημερινό­τητας σε λατρεία αγάπης, αμοι­βαιότητας, φιλότιμου, θυσίας. Ο Ελληνικός Λαός σώθηκε, κυριο­λεκτικά, σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους του, μέσα στη λατρεία, όπου νοηματοδοτούνται και τα μέσα της Τέχνης, που προσλαμ­βάνει η Εκκλησία για την πνευ­ματική οικοδομή του «λαού τού Θεού», στα όρια κυρίως της «συνάξεως» και έξω από αυτήν.
Εκκλησιαστικά, δηλαδή ορθό­δοξα, η Τέχνη νοηματοδοτείται ως φανέρωση του «έσω ανθρώπου», του πνευματι­κού αποθέματος της καρδιάς. Γι' αυτό εκκλησιαστικά παύει η Τέχνη να είναι αυτοσκοπός, μεταβαλλόμενη σε ποιμαντικό μέσο διακονίας και αγιασμού τού ανθρώπου και του κόσμου-κοινωνίας. Γι' αυτό η χριστιανική τέχνη έχει πάντα λειτουργικό χαρακτήρα, μετέχοντας στη λυ­τρωτική συνάντηση κτιστού και Ακτίστου, αφού λατρεύει και αυ­τή τον Κτίστη και όχι τα κτίσμα­τα, και τεκμηριώνοντας το ήθος του εκκλησιαστικού σώματος. Έτσι, μετέχει και η τέχνη στην άκτιστη θεία δόξα και γι' αυτό θαυματουργεί (π.χ. οι εικόνες), φανερώνοντας τη Χάρη, που ενσκηνώνει στα διάφορα είδη της. Η τέχνη, εκκλησιαστικά, θεολογεί με όλες της τις εκφράσεις.
Η Εκκλησία εξ' άλλου, συμ­βάλλει στη ζωογόνηση και διακράτηση της ενότητας του λαϊκού σώματος με τη βοή­θεια της τέχνης, προς δύο κατευ­θύνσεις : α) με τη λειτουργική καταξίωση των ειδών της καλλι­τεχνικής δημιουργίας και ιδιαίτε­ρα με την υμνογραφία (ποίηση), την εικονογραφία και τη μουσική, προσφέροντας λαλήματα, ορά­ματα και ακούσματα, που διεισ­δύουν στην καθημερινότητα και την διαποτίζουν β) με την επέ­κταση και διάχυση τού ύφους και του ήθους της εκκλησιαστικής καλλιτεχνικής δημιουργίας στον κοινωνικό χώρο. Κυρίως δε η ζωγραφική και η μουσική του λαϊκού κοινωνικού βίου διέσωσαν επί αιώνες την ταύτισή τους (δομικά, υφολογικά, αισθη­τικά) με τη λειτουργική ζωγραφι­κή και μουσική της Εκκλησίας/ Λατρείας, δημιουργώντας έτσι συνείδηση καθολικής ενότητας βίου. Η ενότητα αυτή διατη­ρείται σήμερα κυρίως με τη λεγό­μενη λαϊκή ζωγραφική και τη «δημοτική» μουσική, που είναι η (κυριολεκτικά) λαϊκή μας μουσι­κή, ως «ρωμαίικη», δηλαδή ορθόδοξη-εκκλησιαστική. Είναι δε αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι η αναγέννηση της μουσικής τέχνης και η δημιουργία καθαρά εθνικής (κοσμικής) μουσικής (ελληνικό τραγούδι), με πρωταγωνιστές στην προσπάθεια αυτή το Μ. Χατζηδάκη και το Μ. Θεοδωρά­κη, θεμελιώθηκε στην αναζήτηση προτύπων στην εκκλησιαστική («βυζαντινή») μουσική παράδο­ση και στην ομοφυή μουσική τεχνοτροπία των δημοτικών τρα­γουδιών μας, δηλαδή στους δύο αλληλοπεριχωρούμενους χώρους της ενιαίας εθνικής μας μουσικής παρακαταθήκης. Ήταν δε αληθι­νή ευλογία για το Έθνος μας η κίνηση αυτή στη δεκαετία του 1960 (συνέπεσε με την επανανακάλυψη του Αγίου Όρους), διότι ήλθε να αντισταθεί στις μόνιμες από τον 19ο αιώνα φυγόκεντρες τάσεις, που τροφοδοτούν το λαό μας με ακούσματα αναιρετικά της εθνικής μουσικής παραδόσε­ως, προερχόμενα από τη Δύση.
Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τους άλλους χώρους της καλλιτεχνικής δημιουργίας (π.χ. ζωγραφική/αγιογραφία), όπου τη λειτουργικότητα της εθνικής/εκκλησιαστικής παραδόσεως, δείγματα υψηλά της οποίας σώζει στους ναούς της η Άρτα με όλο το Δεσποτάτο, διασπάσθηκε με τις δυτικές και εδώ απομιμή­σεις, ώσπου να έλθει ο «Θεοδω­ράκης» του εικαστικού μας χώ­ρου, πολύ πιο πριν, ο μακαριστός Φώτης Κόντογλου με όλη τη Σχο­λή του. Η επανεκτίμηση, μάλι­στα, από τον Κόντογλου της «βυ­ζαντινής» ζωγραφικής (αγιογρα­φίας), με την επανεύρεση του πατερικού νοήματος της (θεολο­γία της εικόνας) συμπορεύθηκε με την αποτίμηση και της συμ­φυούς λαϊκής ζωγραφικής του Θεόφιλου και των συνεχιστών του. Όλοι αυτοί οι «πρωτομά­στορες» της ανανεωμένης λαϊκής μας δημιουργίας, μας ξανασυνέδεσαν με την παράδοση μας, που παλεύει σήμερα με τα εισαγόμε­να της αμερικανικής υποκουλ­τούρας, τη ζωγραφική των κόμικς και τη «μουσική του θορύβου».
3. Ήχος και Εικόνα στη σημε­ρινή ελληνική πραγματικότητα ξαναβρήκαν τη χαμένη συνέχειά τους, στα πρόσωπα των παραπά­νω δημιουργών και των μαθητών τους, διότι παράλληλα και η εκ­κλησιαστική αγιογραφία και μου­σική, μετά από μία ανίερη βαβυ­λώνια αιχμαλωσία στον δυτικό αισθησιασμό, ξαναβρήκαν θεο­λογικά την παραδοσιακή ταυτό­τητα τους. Ο εικονικός χαρακτή­ρας της ορθοδόξου θεολογίας επανέκτησε την εκφραστική δυ­ναμική του στη λειτουργική ει­κόνα. Η εικόνα συνιστά, άλλω­στε, τον ασφαλέστερο δρόμο προς τη «Θεία γνώση», αφού προϋποθέτει (και συνιστά) σχέση και κοινωνία κτιστού και Άχτιστου.
Οι ειδικές εορτές για τις εικόνες και τη θεολογία τους (μνήμη Ζ' Οικουμεν. Συνόδου - 787 ή της αναστυλώσεως των αγίων εικό­νων - 843) τεκμηριώνουν τη λει­τουργία της εικόνας στην ορθό­δοξη πνευματικότητα. Ο δυτικός νατουραλισμός μένει πάντα ξένος προς την αγιοπατερική πνευμα­τική παράδοση, την αγιοπατερι­κή εμπειρία των Θεουμένων (Αγίων) όλων των αιώνων. Η δογματικοθεολογική θεώρηση μιας εκκλησιαστικής γιορτής (μέσω της υμνογραφίας) και η ζωγραφική απεικόνισή της είναι σε απόλυτη ενότητα, διότι και οι δύο «εικονίζουν» το ίδιο μυστή­ριο.
Η εκκλησιαστική εικόνα μένει σ' όλους τους αιώνες το «γλωττοφόρον βιβλίον» της Εκκλησίας (άγ. Ιω. Δαμασκη­νός), ενοποιώντας το πολυδιά­στατο βίωμα της λατρείας. Γι' αυτό ο ορθόδοξος πιστός δεν προσεγγίζει τη λειτουργική ει­κόνα ως έργο τέχνης, διανοητικά, αλλ' ως μαρτυρία «άλλης βιωτής», που διαρρηγνύει τους όρους της φθοράς, με τη μετάνοια και την ταπεινή προσκύνησή της. Ο πιστός προσκυνεί «εν πίστει το μυστήριον» της εικόνας ως σύμ­βολο της ουράνιας βασιλείας και φανέρωση της νέας δημιουργίας. Οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν την εισαγωγή στην αγιογραφία κάθε αλληγορισμού ή «απεικονι­στικού συμβολισμού». Διότι η εικόνα δεν «απεικονίζει», αλλά φανερώνει, δηλοποιεί το εικονι­ζόμενο, αποτελώντας ενταυτώ παρουσία και κοινωνία. Γι' αυτό και απουσιάζει στην Ελλαδική Ορθοδοξία κάθε ευχή ή χρίση της εικόνας για τον αγιασμό της, διό­τι την ιερότητά της αντλεί από το εικονιζόμενο πρόσωπο ή γεγονός, όπως και ο Σταυρός από μόνο το σχήμα του αντλεί την ιερότητα και τη δύναμή του.
Η εικόνα διακονεί στη λα­τρεία την πίστη και γίνεται στόμα θεολογικό για την Εκκλησία. Τα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα και σωτηριολογικά γεγονότα θεώνται μέσα στο φως της Χάρης, με ωραιότητα θεία, όχι επίγεια, ως φανέρωση του άρρητου κάλλους τού ουρανώμενου κόσμου. Η εικονογραφία του ορθόδοξου Ναού υπογραμμίζει τη συντελούμενη σ' αυτόν σύναξη γης και ουρανού, στρατευόμενης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας, ουρανίων και επιγείων, όπου «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Α' Κορ., 15, 28). Οι εικόνες στον ορθόδοξο Ναό καλύπτουν κάθε επιφάνεια του, όχι διακοσμητικά, αλλά υπομνηστικά: υπομνηματίζουν σιωπηρά την πίστη τού εκ­κλησιαστικού σώματος και κατα­θέτουν συνεχώς μαρτυρία τού γεγονότος της θεώσεως στα πρό­σωπα των εικονιζόμενων Αγίων. Προσφέρουν, έτσι, πρότυπα ομολογίας και πιστότητας στην κλήση τού Ευαγγελίου, αλλά και επιβεβαίωση της αλήθειας του, ως κλήσεως στην εν Χριστώ σω­τηρία.
Η επιδιωχθείσα ωραιοποίηση της λατρείας τον 18ο αι. μέσα στο ακατάσχετο σύν­δρομο τού εξευρωπαϊσμού, οδή­γησε στις παραχαράξεις και της «βυζαντινής» μουσικής, με την εναρμόνιση της παραδοσιακής μελωδίας και τη δυτικότροπη τετραφωνία, ή ακόμη τη χρήση μουσικών οργάνων στη λατρεία, που ανατρέπει την πρόταξη τού λόγου των ύμνων, ως φορέα τού θεολογικού - λυτρωτικού μηνύ­ματος της λειτουργικής θεολο­γίας. Αυτή η ιεράρχιση υμνικού λόγου και μουσικής του είναι κυρίαρχο και καθοριστικό στοι­χείο της ορθοδόξου λατρείας. Η υμνογραφία είναι το ασίγητο στόμα και η φωνή της Εκκλησίας, ενώ η μελωδία (μουσική) το κατάλληλο ένδυμά της. Η μου­σική υπάρχει μόνο για το λόγο, των «ρημάτων την δύναμιν» και δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ χωρίς αυτόν, ως αυτόνομη μουσι­κή τέχνη. Γι' αυτό και στόχος της μουσικής της εκκλησιαστικής λατρείας δεν είναι η τέρψη ή η συναισθηματική διέγερση, αλλά η κατάνυξη (συντριβή), η αυτομεμψία και τελικά η μετάνοια. Η εκκλησιαστική μουσική δεν μπο­ρεί να καταστεί μουσική ακροά­ματος (συναυλίας), διότι είναι λειτουργική. Φυσικός χώρος της είναι η λατρεία, την οποία διακο­νεί και για την οποία υπάρχει. Μέσα από τη διακονία τού μυ­στηρίου της Χάριτος μετέχει στη Χάρη και μεταδίδει Χάρη, στα όρια του εκκλησιαστικού σώματος, της συνάξεώς του. Ο ρόλος της μελωδίας εκκλησιαστικά συ­νίσταται στο να «εμποιή» στην ψυχή «σώφρονα λογισμόν» εφόσον ο Θεός δεν ζητεί στη λατρεία τού Λαού Του «κάλλος ουδέ συνθήκην ρημάτων, αλλά ψυχής ώραν» (ομορφιά). Σε τελευταία ανάλυση «ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία, ινα προς τέρψιν ακούωμεν» (Ι. Χρυσόστο­μος)!
Στους καιρούς της Πανευρώπης και της Νέας Εποχής (New Age), της πλανητικής ανακατασκευής, ο σεβασμός της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως θα αποβεί ευεργετικός στη διάσωση και της ιστορικής φυσιογνωμίας τού Έθνους μας, της πολιτισμικής συνέχειάς του. Ο ιστορικός ρόλος της Εκκλησίας ως «κιβωτού» τού Έθνους απο­δεικνύεται, μάλιστα, κατ' εξοχήν δυναμικός και δημιουργικός, δηλαδή παραδοσιακός, με την ορθή κατανόηση του όρου (παράδοση= συνέχεια ενός τρόπου υπάρξεως και εκφράσεως, δηλ. ζωής). Ενώ η Ορθοδοξία, συνδε­δεμένη αδιάρρηκτα με την ταυτό­τητα του Έθνους, τη διασώζει, η Μη-Ορθοδοξία, σ' όποια έκφρασή της, ξένη προς αυτή την ταυτότη­τα, την περιθωριοποιεί και, τελι­κά, την αφανίζει.

«ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ»
Έτος 8ον, Τεύχος 48ον · ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2006
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Τρίτη, Μαρτίου 08, 2016

Ο ρόλος των Ελλήνων κυρίως σε σχέση με το Ευαγγέλιο



Κείμενο τού αγίου Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως, όπου επισημαίνεται ο κοσμοϊστορικός ρόλος τών Ελλήνων, κυρίως σε σχέση με το Ευαγγέλιο.
Είναι ένα κείμενο, που παραμένει επίκαιρο περισσότερο από έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του.
Αξιότιμοι Κύριοι,
Το θέμα ταύτης της μελέτης μου προήλθεν εκ των μελετών, εις ας από τινών ετών ασχολούμαι. Οι Έλληνες συγγραφείς υπήρξαν το υποκείμενον των μελετών μου· ωρμήθην διά φλέγοντος πόθου, όπως αθροίσω παν ό,τι περί Θεού, περί ψυχής, και περί αρετής υγιές ειρήκασι, και θησαυρίσω τας σοφάς των σοφών Ελλήνων γνώμας εν ενί τεύχει προς διδασκαλίαν των περί τας μελέτας ασχολουμένων. Εκ της μελέτης ταύτης και της διευθετήσεως της ύλης επείσθην, ότι οι Έλληνες σοφοί εν όλω και εν μέρει υπήρξαν διδάσκαλοι της αληθείας, ότι ταύτης εγένοντο ερασταί και ταύτην επεζήτησαν, και ότι ο έρως της γνώσεως της αληθείας ην ο προς την αληθή φιλοσοφίαν αυτούς άγων· ούτος ήγαγε κατά μικρόν το Ελληνικόν έθνος προς την ευκρινεστέραν γνώσιν της αληθείας και τελευταίον προς την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν.

Η Ελληνική φιλοσοφία εγένετο τη Ελληνική φυλή παιδαγωγός προς κατανόησιν της αποκαλυφθείσης αληθείας. Ο έρως προς την φιλοσοφίαν εγένετο έρως προς τον χριστιανισμόν, και η φιλοσοφία απέβη πίστις εις Χριστόν. Ο έρως άρα προς την αλήθειαν υπήρξεν ο λόγος, δι' ον η Ελληνική φυλή άμα τη εμφανίσει της αποκαλυφθείσης αληθείας εγένετο ταύτης εραστής και οπαδός και ενεστερνίσθη και ενεκολπώθη αυτήν και το αίμα αυτής αφειδώς υπέρ αυτής εξέχεεν. Επειδή λοιπόν τοιαύτη η Ελληνική φιλοσοφία και ούτος ο λόγος, δι' ον η Ελληνική φυλή πρώτη ησπάσθη τον χριστιανισμόν, διά τούτο έλαβον ως θέμα μελέτης την Ελληνικήν φιλοσοφίαν ως προπαιδείαν εις τον χριστιανισμόν, ως θέμα πολλής σπουδαιότητος διά τους Έλληνας.
ΙΙΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΩΣ ΙΙΑΙΔΑΓΩΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΙΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΝ
Ελληνική φιλοσοφία. Δύο λέξεις· αλλά λέξεις μεσταί μεγάλων και υψηλών εννοιών· εν αυταίς εγκολπούται η τελεία περί ανθρώπου έννοια· εν αυταίς συνάπτονται τα πέρατα της φιλοσοφικής ενεργείας· εν αυταίς περιλαμβάνεται το σύνολον των επιστημονικών αρχών· εν αυταίς εκφράζεται το πνεύμα της αναπτυχθείσης ανθρωπότητος· εν αυταίς χαρακτηρίζεται η τελεία του ανθρώπου εικών· εν αυταίς ομολογείται το μέγεθος του ανθρωπίνου νου· το ύψoς της ανθρωπίνης διανοίας, το βάθος των εννοιών, η ισχύς και το κάλλος του λόγου, η λεπτότης των διανοημάτων, η ευκρίνεια και η σαφήνεια αυτών, η δύναμις, η χάρις αυτών, και τέλος η θειότης του ανθρώπου. Η ελληνική φιλοσοφία είναι η θεμελιώδης αρχή της αληθούς αναπτύξεως και μορφώσεως, είναι ο παιδαγωγός του ανθρώπου, ο ποδηγέτης προς την ευσέβειαν. Αύτη εγένετο διδάσκαλος της αληθείας, διδάσκουσα τον άνθρωπον τις εστί, τις η εν τω κόσμω αποστολή αυτού, και τι δέον εργάζεσθαι, διδάσκουσα αυτόν την ύπαρξιν του Θεού, την σχέσιν αυτού προς το θείον, και την σχέσιν του Θεού προς τον άνθρωπον· διδάσκουσα τα θεία ιδιώματα και την συγγένειαν του ανθρώπου προς το θείον. Η Ελληνική φιλοσοφία εδίδαξεν την πρόνοιαν του Θεού προς την ανθρωπότητα και εγένετο διά των υγιών αυτής θεωριών παιδαγωγός της ανθρωπότητος εις Χριστόν.
Η φιλοσοφία είναι αληθώς αναφαίρετον κτήμα του Έλληνος· διαδιδομένη ανά τα έθνη προσηλυτίζει αυτά και καθιστά αυτά ελληνικά, ουδέποτε δε παύεται ούσα Ελληνική· οι οπαδοί αυτής, οι ομιληταί αυτής αποβάλοντες το ξένον και βάρβαρον περιβάλλονται το ελληνικόν και την ευγένειαν· η Ελληνική φιλοσοφία προώρισται ίνα καταστήση τους πάντας Έλληνας· εγεννήθη υπέρ του χριστιανισμού και συνεταυτίσθη μετ' αυτού, όπως εργασθή προς σωτηρίαν της ανθρωπότητος. Έλλην και φιλοσοφία εισί δύο τινά αναπόσπαστα· μαρτυρεί δε και ο Απόστολος των εθνών Παύλος λέγων: Έλληνες σοφίαν ζητούσιν. Ο Έλλην αληθώς εγεννήθη, ίνα φιλοσοφή· διότι εγεννήθη διδάσκαλος της ανθρωπότητος. Αλλ' εάν η φιλοσοφία εγένετο παιδαγωγός εις Χριστόν έπεται ότι ο Έλλην πλασθείς φιλόσοφος επλάσθη χριστιανός, επλάσθη ίνα γνωρίση την αλήθειαν καί διαδώ αυτήν τοις έθνεσιν.
Ναι ο Έλλην εγεννήθη κατά θείαν πρόνοιαν διδάσκαλος της ανθρωπότητος· τούτο το έργον εκληρώθη αυτώ· αύτη ην η αποστολή αυτού· αύτη η κλήσις αυτού εν τοις έθνεσιν· μαρτύριον η εθνική αυτού ιστορία· μαρτύριον η φιλοσοφία αυτού· μαρτύριον η κλίσις αυτού· μαρτύριον αι ευγενείς αυτού διαθέσεις· μαρτύριον η παγκόσμιος ιστορία· μαρτύριον η μακροβιότης αυτού, εξ ης
δυνάμεθα αδιστάκτως να συμπεράνωμεν και την αιωνιότητα αυτού, διά το αιώνιον έργον του Χριστιανισμού μεθ' ου συνεδέθη ο Ελληνισμός· διότι ενώ όλα τα έθνη τα εμφανισθέντα επί της παγκοσμίου σκηνής ήλθον και παρήλθον, μόνον το Ελληνικόν έμεινε ως πρόσωπον δρων επί της παγκοσμίου σκηνής καθ' όλους τους αιώνας· και τούτο, διότι η ανθρωπότης δείται αιωνίων διδασκάλων· μαρτύριον τέλος η εκλογή αυτού μεταξύ των εθνών υπό της θείας προνοίας, όπως εμπιστευθή αυτώ, την ιεράν παρακαταθήκην την αγίαν πίστιν, την θρησκείαν της αποκαλύψεως και το θείον έργον της αποστολής αυτής, το αιώνιον έργον της σωτηρίας διά της διαπλάσεως απάσης της ανθρωπότητος κατά τας αρχάς της αποκαλυφθείσης θρησκείας.
Το έργον τούτο αληθώς ανετέθη τη Ελληνική φυλή· τούτο μαρτυρείται υπό της ιστορίας· εν μόνον βλέμμα ριπτόμενον εις την ιστορίαν του χριστιανισμού επαρκεί όπως πιστώση την αλήθειαν ταύτην. Εν τη ιστορία του χριστιανισμού από της πρώτης σελίδος αυτής αναφαίνεται η της Ελληνικής φυλής εν τω χριστιανισμώ δράσις, και η κλήσις αυτής, ίνα αναλάβη το μέγα της αποστολής του χριστιανισμού έργον. Οι θείοι του Σωτήρος λόγοι "νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου", ότε ανηγγέλθη αυτώ, ότι Έλληνες ήθελον ιδείν αυτόν, ενείχον βαθείαν έννοιαν· η ρήσις ην προφητεία, πρόρρησις των μελλόντων· οι εκεί εμφανισθέντες Έλληνες ήσαν οι αντιπρόσωποι όλου του Ελληνικού έθνους· εν τη παρουσία αυτών διείδεν ο θεάνθρωπος Ιησούς το έθνος εκείνο, εις ο έμελλε να παραδώση την ιεράν παρακαταθήκην, ίνα διαφυλαχθή τη ανθρωπότητι. Εν τη επιζητήσει αυτών διέγνω την προθυμίαν της αποδοχής της εαυτού διδασκαλίας, διείδε την εαυτού δόξαν, την εκ της πίστεως των εθνών, και ανεγνώρισε το έθνος, όπερ προς τον σκοπόν τούτον προώριστο από καταβολής κόσμου.
Το Ελληνικόν έθνος αληθώς προς τον σκοπόν τούτον εκλήθη από καταβολής κόσμου και προς τούτον μαρτυρείται διαπεπλασμένον· ο Θεός εν τη θεία αυτού προνοία διέπλασεν αυτό οφθαλμόν του σώματος του συγκροτουμένου υφ' απάσης της ανθρωπότητος· ως όργανον τοιούτον εν τω σώματι της ανθρωπότητος ο Έλλην εκλήθη ίνα εργασθή και εν τω έργω της αναγεννήσεως.
Tο Ελληνικόν έθνος ένεκα της φυσικής αυτού ταύτης ιδιότητος απέβη αληθώς οφθαλμός ετάζων τα τε εμφανή και τα κεκαλυμμένα υπό του πέπλου του μυστηρίου· ητένισεν έκθαμβον προς το έκπαγλον κάλλος του κόσμου της δημιουργίας, και ανεζήτησε τον θείον αυτής δημιουργόν· αφοσιώθη εις την προσφιλή αυτώ έρευναν και ανεύρε τον θείον δημιουργόν εν τοις δημιουργήμασιν αυτού· η εικών του θείου καλλιτέχνου δημιουργού θείω δακτύλω εγγεγραμμένη εν τοις δημιουργήμασιν αυτού προσείλκυσεν αυτόν και αφήρπασεν.
Η εικών του Θεού κατενοήθη εν μικρογραφία εν τη καλλιτεχνική κατασκευή των όντων, τοσούτω εν τη θαυμασία κατασκευή του μικρού θαλερού του ωραιοτάτου και τερψιθύμου ανθυλλίου, όσω και εν τη κατασκευή των μεγίστων δημιουργημάτων· η αναρίθμητος ποικιλία η από των ελαχίστων δι' απείρου σοφίας εκτυλισσομένη και προς τα μέγιστα καταλήγουσα, αποβαίνει τω φιλοσόφω απειροβάθμιος κλίμαξ, ης η κορυφή εν τω Ουρανώ, ην θαρραλέω βήματι αναβαίνων ανέρχεται αυτήν αδιαλείπτως τας βαθμίδας αμείβων, και μόνον προς ουρανόν ατενίζων αίρεται ολονέν από της γης, αποδυόμενος τον περιττόν γήινον φόρτον, και ζητεί να αποβή πνεύμα, όπως προσεγγίση τω θείω πνεύματι, ούτινος τον θρόνον τίθησιν εν Ουρανώ· εννοεί ότι μία αρχή, μία δύναμις, μία άπειρος σοφία, εν ον θείον αγαθόν εγένετο ο δημιουργός της θαυμαστής ταύτης δημιουργίας.
Η κατανόησις του θείου εκ των θείων αυτού ιδιοτήτων γεννά εν αυτώ το συναίσθημα της αγάπης και της λατρείας· η καρδία αυτού πληρούται θείου τινός έρωτος και θερμαίνεται υπό θείου πυρός· αισθάνεται, ότι εν αυτώ, κατοικεί μυστική τις δύναμις, έλκουσα αυτόν προς το θείον· η ισχύς αυτής είναι ακατάληπτος αλλ' ισχυρά ως δύναμις θεία· κυριεύει αυτού και διευθύνει τας τε πνευματικάς αυτού και σωματικάς δυνάμεις κατά την ιδίαν βούλησιν· έχει βούλησιν ετέραν παρά την θέλησιν του αισθητικού ανθρώπου· αύτη εν αυτώ κρατεί και ευθύνει τα πάντα· περίεργον το φαινόμενον· τι τούτο, ερωτά, το γεννηθέν εν εμοί; τις η σχέσις εμού προς το θείον, προς ο η εν εμοί αύτη δύναμις σπεύδει ακατάσχετος, προς ο ζητεί να προσπελάση, προς ο τείνει να αφομοιωθή;
Πώς η φύσις η εν εμοί υπετάγη τη υπερφυσική ταύτη δυνάμει; πώς δε εγώ ο φυσικός άνθρωπος εκουσίως υποτάσσομαι τη υπερφυσικότητι; χαίρω δε επί τη τοιαύτη υποταγή μάλλον ή επί τη φυσική των ορμών ελευθερία; τις λοιπόν ειμί εγώ ο εκ της γης προελθών και τον ουρανόν επιζητών; τις η σχέσις της γης προς τον Ουρανόν; των αισθητών προς τα υπέρ αίσθησιν; τις η σχέσις η εμή προς το θείον; διατί αγαπώ αυτό; διατί επιποθώ αυτό; διατί επιθυμώ να εξομοιωθώ προς αυτό; ειμί λοιπόν πνεύμα; ειμί λοιπόν ον τι υπερφυσικόν; αλλ' ιδού αποθνήσκω και ο τάφος καλύπτει το άπνουν και νεκρόν μου σώμα· πώς όμως o θάνατος αδυνατεί να με πείση ότι αποθνήσκω εις το παντελές; πώς έτι ελπίζω ότι ζωή αιώνιος μοι επιφυλάσσεται; πόθεν η πληροφορία αύτη περί αιωνίου ζωής; βλέπω ότι αποθνήσκω, και όμως πέποιθα ότι ζήσομαι εις αιώνα· ο βίος μου άπας τούτο μαρτυρεί· o βίος των ανθρώπων απάντων τούτο μαρτυρεί· οι άνθρωποι ζώσι διά την αιωνιότητα· ο άνθρωπος άρα έχει κοινήν την πληροφορίαν περί της αιωνιότητός του· η εν αυτώ οικούσα θεία εκείνη δύναμις η έλκουσα προς το θείον αύτη περί της αθανασίας και αιωνιότητός του εδίδαξεν αυτόν· αύτη μυστικώς επληροφόρησεν αυτόν, το δε κύρος του λόγου αυτής έπεισεν αυτόν. Ιδού ο λόγος της πίστεως αυτού προς την αθανασίαν. Είναι λοιπόν ο άνθρωπος ον αθάνατον, διότι νοεί το θείον, διότι έλκεται προς το θείον, διότι αγαπά το θείον, διότι λατρεύει το θείον, διότι πληροφορείται διά της εν αυτώ μυστηριώδους δυνάμεως υπ' αυτού του θείου.
Ο Έλλην λοιπόν διά της φιλοσοφίας εγνώρισε πρώτον την ύπαρξιν του θείου και είτα εαυτόν, οίος αληθώς εστί· διά της γνώσεως του Θεού έσχε τελείαν εαυτού γνώσιν· γνωρίσας δε εαυτόν έγνω την σχέσιν αυτού προς το θείον, την ευγένειαν αυτού, και έγνω ότι η προς το θείον αφομοίωσις είναι το πρώτιστον των καθηκόντων. Έγνω δ' ότι η εν τω κόσμω αποστολή του είναι η τελείωσις, η ανύψωσις αυτού από του υλικού κόσμου προς τον πνευματικόν· ότι ο πνευματικός κόσμος δέον εστί να ζωογονή τον υλικόν κόσμον, ότι το πνεύμα ανάγκη να επικρατήση της ύλης, ότι οι πνευματικοί νόμοι δέον εστί να ώσιν ισχυρότεροι των εν αυτώ φυσικών νόμων· ότι πρέπον εστίν εν αυτώ να επικρατώσιν ούτοι ως λογικοί· ότι ο άνθρωπος γίνεται τέλειος αφομοιούμενος τω Θεώ, και ότι αφομοιούται προς το θείον όταν κοσμήται υπό της ευσεβείας, της δικαιοσύνης, της αληθείας και της επιστήμης· διότι αληθώς αι αρεταί αύται κέκτηνται τελειωτικήν εν αυταίς δύναμιν· διότι η μεν ευσέβεια γίνεται προσπέλασις προς το θείον, η δε δικαιοσύνη, η αλήθεια, και η επιστήμη, γίνονται αυτώ εις εικόνα και ομοίωμα θείον.
Ο Έλλην γνωρίσας τις είναι και τις οφείλει να αποβή, σκοπόν έθετο την εαυτού τελείωσιν· εγένετο εραστής του πνεύματος και εδημιούργησε κόσμον πνευματικόν, εν ω ήθελε να ζη· η γνώσις του καλού, του αγαθού, του αληθούς και η έμφυτος προς τον πλησίον αγάπη ανέπτυξεν εν τη καρδία του Έλληνος τον πόθον της αυτομεταδόσεως, και ο Έλλην απέβη διδάσκαλος της ανθρωπότητος· ο Έλλην εζήτησε να αφομοιώση τους πάντας προς εαυτόν· ο Έλλην δεν εγεννήθη κατακτητής του σώματος, αλλά του πνεύματος, δεν εζήτησε δούλους αλλ' ελευθέρους. Τούτο ηγάπησε και η θεία αύτη αγάπη εγένετο το ελατήριον όλων των ορμών του· αύτη εμόρφωσε και τον εθνικόν αυτού χαρακτήρα, όστις διέμεινεν αναλλοίωτος.
Τοιούτος επλάσθη ο Έλλην και τοιούτος διαμορφώθη ο ηθικός αυτού χαρακτήρ. Ο τοιούτος χαρακτήρ δεν ηδύνατο ή να ενθουσιασθή εκ των αρχών του χριστιανισμού. Ο χριστιανισμός ην αγάπη επηγγέλλετο δε να διδάξη τους ανθρώπους την αλήθειαν υπό την τελείαν και πλήρη αυτής μορφήν, ενισχύση και ανυψώση την φιλοσοφίαν εις την υψίστην αυτής περιωπήν, αποκαλύψη αυτή τα μυστήρια τα κεκαλυμμένα μείναντα τη φιλοσοφία, παράσχη την λύσιν των αιωνίων προβλημάτων, άρη την αχλύν την περιβάλλουσαν τους οφθαλμούς της διανοίας των ανθρώπων, εγείρη αυτόν καθεύδοντα, απαλλάξη της δεισιδαιμονίας, συνδέση την ανθρωπότητα διά του δεσμού της αδελφικής αγάπης, αγάγη προς τον Θεόν, και σώση αυτόν της καταδυναστείας του αντιπάλου, χαριζόμενος εν μεν τω παρόντι βίω την αληθή ευδαιμονίαν, εν δε τω μέλλοντι την αιωνίαν μακαριότητα.
Ο Έλλην ανευρών εν τω χριστιανισμώ τας αυτάς αρχάς και την εικόνα του τελείου, του ιδανικού αυτού, και τον μόνον διδάσκαλον τον δυνάμενον να διδάξη αυτόν παν ό,τι επεθύμει να γνωρίση, να μάθη, και ό,τι αυτός επόθει και επεζήτει, και ευρών αυτόν ερμηνευτήν των αισθημάτων αυτού, ενεκολπώθη αυτόν και περιέθαλψεν. Ο χριστιανισμός ως πρώτον δώρον αυτού εδωρήσατο αυτώ νέαν ζωήν· ο δε Έλλην υπεστήριξεν αυτόν διά των αγώνων και των αιμάτων του.
Η Ελληνική φιλοσοφία εποδηγέτει το Ελληνικόν έθνος εις τον χριστιανισμόν· ότι δε η Ελληνική φιλοσοφία τοιούτος υπήρξε ποδηγέτης μαρτυρεί και o ιερός πατήρ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγων: "ην μεν ουν προ της του Κυρίου παρουσίας εις δικαιοσύνην Έλλησιν αναγκαία· νυνί δε χρησίμη προς θεοσέβειαν γίνεται, προπαιδεία τις ούσα τοις την πίστιν δι' αποδείξεως καρπουμένοις· ότι ο πους σου φησίν (Παροιμ.) ου μη προσκόψη, επί την πρόνοιαν τα καλά αναφέροντος εάν τε ελληνικά η, εάν τε ημέτερα· πάντων γαρ αίτιος των καλών ο Θεός, αλλά των μεν κατά προηγούμενον, ως της τε διαθήκης της Παλαιάς και της Νέας· τοις δε κατ' επακολούθημα, ως της φιλοσοφίας· τάχα δε και προηγουμένως τοις Έλλησιν εδόθη τότε πριν ή τον Κύριον καλέσαι και τους Έλληνας· επαιδαγώγει γαρ και αυτό το Ελληνικόν, ως ο νόμος τους Εβραίους εις Χριστόν.
Προπαρασκευάζει τοίνυν η φιλοσοφία προοδοποιούσα τον υπό Χριστού τελειούμενον... μία γαρ η της αληθείας οδός αλλ' εις αυτήν καθάπερ εις αέναον ποταμόν εκρέουσι τα ρείθρα άλλα άλλοθεν".
Και αύθις ο ιερός πατήρ λέγει περί της Ελληνικής φιλοσοφίας· "αλλ' ει μεν μη καταλαμβάνει η Ελληνική φιλοσοφία το μέγεθος της αληθείας, έτι δε εξασθενεί πράττειν τας κυριακάς εντολάς, αλλ' ουν γε προκατασκευάζει την οδόν τη βασιλικωτάτη διδασκαλία, αμηγέπη σωφρονίζουσα, και το ήθος προτυπούσα και προστύφουσα εις παραδοχήν της αληθείας".
Ο Κλήμης δέχεται ότι παν ό,τι είπον υγιές οι φιλοσοφήσαντες, τούτο θείας οικονομίας ήτο έργον. Ιδού τι λέγει· "Ειτ' ουν κατά περίπτωσιν φασίν αποφθέγξασθαι τινά της αληθούς φιλοσοφίας τους Έλληνας, θείας οικονομίας η περίπτωσις· ου γαρ ταυτόματον εκθειάσει τις διά την προς ημάς φιλοτιμίαν, είτε κατά συντυχίαν, ουκ απρονόητος η συντυχία· ειτ' αυ φυσικήν έννοιαν εσχηκέναι τους Έλληνας λέγοι, τον της φύσεως δημιουργόν ένα γινώσκομεν, καθό και την δικαιοσύνην φυσικήν ειρήκαμεν κτλ.".
Ο Κλήμης ομιλών περί του έργου της Ελληνικής φιλοσοφίας δεικνύει τίνι τρόπω αύτη εποδηγέτει προς την αλήθειαν και ότι έργον αυτής και ο κατά του ψεύδους πόλεμος· "προσιούσα δε η φιλοσοφία η Ελληνική, ου δυνατωτέραν ποιεί την αλήθειαν, αλλ' αδύνατον παρέχουσα την κατ' αυτής σοφιστικήν επίχειρησιν, και διακρουομένη τας δολεράς κατά της αληθείας επιβουλάς, φραγμός οικείως είρηται και θριγκός είναι του αμπελώνος".
Ότι πάσα σοφία και δη και η Ελληνική φιλοσοφία από Θεού, μαρτυρεί και η Γραφή λέγουσα· "Απέστειλεν η σοφία τους εαυτής δούλους συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα οίνου λέγουσα· ος εστίν άφρων εκκλινάτω προς με…".
Ότι η Ελληνική φιλοσοφία είναι δώρο Θεού και ότι πάσα σοφία από Θεού εστίν, τούτο και εν Παροιμίαις λέγεται και εν τω Εκκλησιαστή και εν τω σοφώ Σειράχ. Εν Παροιμίαις κεφ. β' 3-10 φέρονται τα εξής· "εάν γαρ την σοφίαν επικαλέση και τη συνέσει δως φωνήν σου, την δε αίσθησιν ζητήσης μεγάλη τη φωνή, και αν ζητήσης αυτήν ως αργύριον, και ως θησαυρούς εξερευνήσης αυτήν, τότε συνήσεις φόβον Κυρίου και επίγνωσιν Θεού ευρήσεις· ότι Κύριος δίδωσιν σοφίαν, και από προσώπου αυτού γνώσις και σύνεσις· και θησαυρίζει τοις κατορθούσι σωτηρίαν, υπερασπιεί την πορείαν αυτών του φυλάξαι οδούς δικαιωμάτων, και οδούς ευλαβουμένων αυτόν διαφυλάξει".
Ο Κλήμης παραβάλλει την σοφίαν προς τον υετόν, τους δε φιλοσοφούντας προς τας ποικίλας βοτάνας της γης, αίτινες καίτοι υπό των αυτών ποτίζονται ναμάτων, εκάστη όμως προς την ιδίαν φύσιν τον χυμόν μεταβάλλει. Ιδού οι λόγοι αυτού: "Καταφαίνεται τοίνυν προπαιδεία η Ελληνική, συν και αυτή φιλοσοφία θεόθεν ήκειν εις ανθρώπους, ου κατά προηγούμενον, αλλ' ον τρόπον οι υετοί καταρρήγνυνται εις την γην την αγαθήν, και εις την κοπρίαν, και επί τα δωμάτια, βλαστάνει δ' ομοίως και πόα, και πυρός, φύεταί τε και επί των μνημάτων συκή, και ει τι των αναιδεστέρων δένδρων· και τα φυόμενα εν τύπω προκύπτει των αληθών".
Εντεύθεν δήλον ότι ο Κλήμης δεν παραδέχεται φιλοσοφίαν ειμή την υγιαίνουσαν. Τούτο δηλούται και εκ των εφεξής. "Ου μην απλώς πάσαν φιλοσοφίαν αποδεχόμεθα, λέγει" αλλ' εκείνην περί ης και ο παρά Πλάτωνι λέγει Σωκράτης. Εισί γαρ δη, ως φασί, περί τας τελετάς, ναρθηκοφόροι μεν πολλοί Βάκχοι δε παύροι· πολλούς μεν τους κλητούς, ολίγους δε τους εκλεκτούς αινιττόμενος· επιφέρει γουν σαφώς. Ούτοι δε εισί κατά την εμήν δόξαν, ουκ άλλοι ή οι πεφιλοσοφηκότες ορθώς· ων δη καγώ, κατά γε το δυνατόν, ουδέν απέλιπον εν τω βίω, αλλά παντί τρόπω προυθυμήθην καί τι ηνύσαμεν εκείσε ελθόντες, το σαφές εισόμεθα, εάν ο Θεός θέλη, ολίγον ύστερον.
Ο Κλήμης διακρίνει την αληθή φιλοσοφίαν της σοφιστείας και τα καλώς παρ' αυτής ειρημένα των μη καλώς ειρημένων· τούτο δείκνυται και εκ των εξής. "Φιλοσοφίαν ου την Στωικήν λέγω, ουδέ την Πλατωνικήν, ή την Επικούρειον τε και Αριστοτελικήν· αλλ' όσα είρηται παρ' εκάστη των αιρέσεων τούτων καλώς, δικαιοσύνην μετ' ευσεβούς επιστήμης εκδιδάσκοντα, τούτο σύμπαν το εκλεκτικόν φιλοσοφίαν φημί· όσα δε ανθρωπίνων λογισμών αποτεμόμενοι παρεχάραξαν, ταύτα ουκ αν ποτέ θεία είποιμ' αν".
Ο Ιερός Κλήμης την φιλοσοφίαν ταύτην ως υγιή θεωρεί ανωτέραν παντός ψόγου· διό ίνα προλάβη πάντα κατ' αυτής ψόγον εκ της παρερμηνείας χωρίων τινών της Ιεράς Γραφής ερμηνεύει ταύτα και λέγει. "Όταν η Γραφή λέγη περί των Ελλήνων σοφών φίλαυτοι και αλαζόνες", σοφούς λέγουσα η Γραφή, ου τους όντως σοφούς διαβάλλει, αλλά τους δοκήσει σοφούς. Κατά τούτων φησίν, απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω".
Ο Κλήμης επί τοσούτον προβαίνει εν τη θεωρία αυτού ότι εκ του Θεού πάσα σοφία και ότι η θεία σοφία εφώτιζε και εποδηγέτει το ελληνικόν έθνος, ώστε φρονεί, ότι τα ιερά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μετεφράσθησαν κατά θείαν πρόνοιαν Ελληνιστί, και τα της Καινής Διαθήκης εγράφησαν Ελληνιστί, όπως το Ελληνικόν έθνος το διά της φυσικής θεογνωσίας εις την εύρεσιν της αληθείας προδηγετηθέν, γνωρίση και την δι' αποκαλύψεως γνωσθείσαν τοις ανθρώποις αλήθειαν και δι' αμφοτέρων οδηγηθή προς την υψίστην αλήθειαν.
Ιδού ο Κλήμης τι λέγει περί της ερμηνείας των Ιερών Γραφών εν τη Ελληνική φωνή:
"Διά τούτο γαρ Ελλήνων φωνή ερμηνεύθησαν αι Γραφαί ως μη πρόφασιν αγνοίας προβάλλεσθαι δυνηθήναι ποτέ αυτούς, οίους τε όντας επακούσαι και των παρ' ημίν, ην μόνον εθελήσωσιν".
Εκ τούτων δηλούται ότι ο Κλήμης δέχεται θείαν πρόνοιαν προνοούσαν υπέρ των Ελλήνων όπως γνωρίσωσι την αλήθειαν και μη δι' άγνοιαν της Εβραϊκής γλώσσης αγνοήσωσι την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν και πλανηθώσι της ευθείας της αγούσης εις την εαυτών αποστολήν. Προς την γνώμην ταύτην και ημείς συντασσόμεθα· και αληθώς, δύναταί τις να ερωτήση· διατί Ελληνιστί να γραφώσιν αι Γραφαί και ουχί Ρωμαϊστί; ή εν άλλη τινί γλώσση; Η θεία πρόνοια υπέρ αυτού πάντως έσχε λόγον την εκλογήν του Ελλην. έθνους από της εμφανίσεώς του διά τον χριστιανισμόν. Πάντως το Ελλην. έθνος είχε κληθή ίνα εργασθή υπέρ του χριστιανισμού και διά τούτο η υπέρ αυτού πρόνοια προς γνώσιν της αποκαλυφθείσης αληθείας διά τε της φιλοσοφίας και της Αποκαλύψεως· ήδη δυνάμεθα να είπωμεν ότι η φιλοσοφία εποδηγέτει το Ελληνικόν εις Χριστόν όπως αναδείξη αυτό κατάλληλον όργανον προς διάδοσιν των θείων αυτού αρχών.
Και τοιαύτη η εμή πεποίθησις. Επειδή όμως ενδεχόμενον να υπάρχωσι τινές φρονούντες ότι η Ελληνική φιλοσοφία είναι η έκφρασις της ισχύος της ανθρωπίνης διανοίας και το τέλος και ο σκοπός των ενεργειών του πνευματικού βίου του ανθρώπου εν ω η πλήρωσις των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου και το πλήρωμα των εγκαρδίων αυτού πόθων, το φέρον την ευδαιμονίαν και την μακαριότητα, επιχειρούμεν διά βραχέων να υποδείξωμεν τους λόγους δι' ους η Ελληνική φιλοσοφία δεν ηδύνατο να η σκοπός, αλλά συναίτιον αίτιον και ποδηγέτης προς τον σκοπόν.
Περί του ζητήματος τούτου ο Ιερός Κλήμης ιδού τι λέγει:
"Η φιλοσοφία ζήτησις ούσα της αληθείας προς κατάληψιν της αληθείας, συλλαμβάνεται ουκ αιτία ούσα καταλήψεως, αλλά συν τοις άλλοις (αιτίοις) αιτία και συνεργός, τάχα δε και συναίτιον αίτιον· ως δε ενός όντος του ευδαιμονείν αιτίαι τυγχάνουσιν αι αρεταί, πλείονες υπάρχουσαι... ούτω μιάς ούσης της αληθείας πολλά τα συλλαμβανόμενα προς ζήτησιν αυτής".
Αληθώς η Ελληνική φιλοσοφία ήτο συναίτιον αίτιον και συνεργός και αιτία καταλήξεως της αληθείας, ουχί δε αυτή η αλήθεια, ήτις
ηδύνατο να θεωρηθή το τέρμα των ενεργειών της ανθρωπότητος και το τέλος και ο σκοπός της δράσεως αυτής. Εν τη καρδία του ανθρώπου εναπελείπετο πάντοτε τι κενόν, όπερ η φιλοσοφία ηδυνάτει να πληρώση· η φιλοσοφία ου μόνον δεν εγίνετο πληρωτική του κενού της καρδίας, αλλά μάλλον εμεγέθυνε αυτό ανευρίσκουσα μεν τον Θεόν εν τοις δημιουργήμασι και αναπτύσσουσα εν τη καρδία τον προς αυτόν έρωτα, αδυνατούσα όμως να προσπελάση αυτώ και εγκολπωθή αυτόν· η φιλοσοφία, λέγει ο Κλήμης, έβλεπε την εικόνα της αληθείας ως εν εσόπτρω ως φαντασία καθοράται εν τοις ύδασιν, και διά διαφανών και διαυγών σωμάτων· η ανθρωπότης όμως ήθελε να ίδη καθαρώς, επεζήτει την μετά του θείου ένωσιν· η δε φιλοσοφία ηννόει μεν τον Θεόν εκ των θείων αυτού ιδιοτήτων, συνησθάνετο το άπειρον αυτού μεγαλείον, αλλ' έβλεπεν αυτόν ως εν εικόνι, ηδυνάτει δε να ενώση τον άνθρωπον μετά του θείου. Η διά της φιλοσοφίας νόησις των θείων ιδιοτήτων εδίδαξεν τον άνθρωπον τας ηθικάς αρετάς όπως δι' αυτών αφομοιωθή προς το θείον· αλλ' η διδασκαλία μόνη ηδυνάτει να ανυψώση τον άνθρωπον μέχρι τού θρόνου του Θεού προς ον επεθύμει να φθάση ίνα ίδη αυτόν πρόσωπον προς πρόσωπον· ηδυνάτει, διότι ηδυνάτει να άρη το μεσότειχον το ανεγερθέν υπό της αμαρτίας μεταξύ Θεού και ανθρώπων· ηδυνάτει, διότι ηδυνάτει να διαπλάση τον υπό της αμαρτίας διαφθαρέντα άνθρωπον στερουμένη θείας διαπλαστικής δυνάμεως· ηδυνάτει, διότι εστερείτο θείου κύρους· ηδυνάτει, διότι εστερείτο πίστεως πληροφορούσης μυστικώς την καρδίαν προς αποδοχήν της διδασκαλίας άνευ επιφυλάξεως· ηδυνάτει, διότι εστερείτο ελπίδος αϊδίου, αμειώτου, καθαράς παντός φόβου, πάσης μεταμελείας, ελπίδος εχούσης εν εαυτή το πλήρωμα της ευδαιμονίας· ηδυνάτει, διότι εστερείτο δυνάμεως προς ανακούφισιν των καρδιών της πασχούσης ανθρωπότητος· ηδυνάτει, διότι εστερείτο της ισχύος της Χριστιανικής αγάπης της αμειβομένης υπό της θείας αγάπης της δαψιλευούσης την ευδαιμονίαν και μακαριότητα· ηδυνάτει, διότι εστερείτο πίστεως πληροφορούσης την καρδίαν των οπαδών αυτής περί της απολύτου αληθείας των εαυτής αρχών· ηδυνάτει, διότι εστερείτο θείας δυνάμεως ελκούσης την ανθρωπότητα εις εαυτήν· ηδυνάτει, διότι εστερείτο δυνάμεως πειθούσης εν τε τοις λόγοις και τοις έργοις· ηδυνάτει, διότι εστερείτο της μεγαλουργού δυνάμεως της εκθαμβούσης και καταπληττούσης· ηδυνάτει, διότι εστερείτο των εκ των άνωθεν μαρτυρίων προς πίστωσιν της αληθείας των εαυτής λόγων· ηδυνάτει, διότι εστερείτο θείων χαρισμάτων δαψιλευομένων τοις οπαδοίς υπό του ουρανού· ηδυνάτει, διότι εστερείτο των καρπών της χάριτος του αγίου Πνεύματος· ηδυνάτει, διότι εστερείτο αγιασμού και της μεταδοτικής τούτου δυνάμεως· ηδυνάτει τέλος, διότι εστερείτο θείας αποκαλύψεως και θρησκευτικού κύρους επαναπαύοντος τας καρδίας των οπαδών αυτής.
Τούτων δε απάντων εδέετο η ανθρωπότης όπως πεισθή, όπως βαδίση την ευθείαν οδόν, αποστή της πλάνης, αναπλασθή, και τύχη της μακαριότητος· η ένδεια αύτη της φιλοσοφίας καθίστα αυτήν ανίσχυρον ίνα αποβή ο σκοπός και το τέλος του πνευματικού του ανθρώπου βίου· εντεύθεν η πεποίθησις ημών ότι η φιλοσοφία εγένετο παιδαγωγός εις τον Χριστιανισμόν εν ω ευρίσκετο το πλήρωμα των ελλείψεων της φιλοσοφίας, και η τελεία ικανοποίησις των πόθων της καρδίας του ανθρώπου και ουχί σκοπός και τελικόν όριον.
Ότι η Ελληνική φιλοσοφία δεν ηδύνατο να είναι ο σκοπός και τελικόν όριον του πνευματικού βίου του ανθρώπου και το πλήρωμα των πόθων της καρδίας αυτού δείκνυται και εκ της αδυναμίας όπως λύση και τα εξής τρία σπουδαιότατα ζητήματα τα απασχολήσαντα απ' αιώνων το πνεύμα της ανθρωπότητος, και πείση αυτήν αδιστάκτως περί της αληθείας των εαυτής λόγων. Η ανθρωπότης επεθύμει να γνωρίση και πιστεύση τον αληθή Θεόν, διότι ησθάνετο την ανάγκην να προσπελάση αυτώ· επεθύμει να γνωρίση και πεισθή περί της αξίας εαυτού και της σχέσεως αυτού προς το θείον· και τρίτον επεθύμει να γνωρίση τα περί της αιωνιότητός του. Η φιλοσοφία ηδύνατο να αγάγη τους φιλοσοφούντας προς την αλήθειαν ως και να φανερώση αυτοίς την εικόνα της αληθείας ως εν εσόπτρω και διά σωμάτων διαυγών και διαφανών, αλλ' ηδυνάτει διδάσκουσα περί αυτών να πείση, και άρη το βάρος το επιβαρύνον τας καρδίας των ανθρώπων· προς τα ζητήματα ταύτα συνεδέετο άπας ο ηθικός και πνευματικός βίος του ανθρώπου, πάσα η εν τω βίω αυτού δράσις.
Ο άνθρωπος επεθύμει να πληροφορηθή και βεβαιωθή όπως κανονίση τον ηθικόν αυτού βίον· διότι ουδείς επί αβεβαίων και σαλευομένων αρχών, αρχών μάλιστα στερουμένων θείου κύρους οικοδομεί στερρώς τον εαυτού ηθικόν βίον· η φιλοσοφία εδίδαξεν υγιείς θεωρίας, αλλ' ουδείς επείσθη να κανονίση τον εαυτού βίον προς τας καλάς θεωρίας διά την έλλειψιν θείου κύρους και ενδομύχου πληροφορίας· o άνθρωπος επεζήτει πληροφορίας εζήτει την απόδειξιν της αληθείας της διδασκαλίας της φιλοσοφίας· η δε απόδειξις έλειπεν. Η απαίτησις αύτη, απαίτησις του πνεύματος και της καρδίας του ανθρώπου, ούσα το προοίμιον της συγκαταθέσεως της καρδίας και του νου προς άσκησιν ηθικού βίου, ουχί δε και το μέσον προς κατόρθωσιν, διότι απητούντο πάντα, όσα ανωτέρω εδείξαμεν, υπήρξεν ο σκόπελος προς ον ευθύς εξ αρχής άμα αναγομένη πλησίστιος και εναυάγει προσαράσσουσα η φιλοσοφία. Η υπό της ιστορίας μαρτυρουμένη αδυναμία και ανικανότης προς ηθικοποίησιν της ανθρωπότητος και προς
ικανοποίησιν των ακορέστων πόθων της καρδίας και των απαιτήσεων του νου, δεικνύει το ανεπαρκές της φιλοσοφίας προς το μέγα έργον του φωτισμού και της διαπλάσεως της ανθρωπότητος. Η ανθρωπότης εζήτει θείαν αποκάλυψιν όπως μάθη την αλήθειαν και βεβαιωθή και πεισθή· η ανθρωπότης εδείτο θείου διαπλάστου· η δε φιλοσοφία εστερείτο τούτων. Η ανθρωπότης εύρεν ταύτα εν τω χριστιανισμώ προς ον εποδηγέτει η Ελληνική φιλοσοφία· αύτη η εμή περί του ζητήματος τούτου ταπεινή γνώμη.
Εν Αθήναις τη 17 Ιουνίου 1896.
Ο Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...