Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 02, 2011

2 Απριλίου Συναξαριστής

Τίτου Θαυματουργοῦ, Αἰδεσίου καὶ Ἀμφιανοὺ Μαρτύρων, Θεοδώρας Παρθενομάρτυρος, Πολυκάρπου Μάρτυρος, Νικητίου Ἐπισκόπου, Στεφάνου Θαυματουργοῦ, Εὕας Ὀσιοπαρθενομάρτυρος, Γρηγορίου Ὁσίου, Γεωργίου Ἐπισκόπου, Σάββα Ἀρχιεπισκόπου.

 


Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργὸς εἶχε ἔνθεο ζῆλο πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία. Ἔτσι προσῆλθε σὲ κοινόβιο καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση, στὴν ὁποία διέπρεψε μεταξὺ τῶν συνασκητῶν του γιὰ τὴν ἐγκράτεια, τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὶς ἀρετές του, ποὺ τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἡγούμενο τῆς μονῆς. Ἀξιώθηκε δὲ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Τίτος καὶ διέλαμψε στὴν ἐνάρετη πολιτεία, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

 
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀνατεθεῖς ἀπὸ παιδὸς τῷ Κυρίῳ, ἀγγελικῶς ἐπολιτεύσω ἐν κόσμῳ, καὶ τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν χάριν ἐκ Θεοῦ, ὅθεν ἐχρημάτισας, Μοναζόντων ἀλείπτης, Τίτε παμμακάριστε, καὶ σοφὸς οἰκονόμος. Ἄλλα μὴ παύση Πάτερ ἐκτενῶς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, Θεὸν ἰλεούμενος.




Οἱ Ἅγιοι Αἰδέσιος καὶ Ἀμφιανὸς οἱ αὐτάδελφοι οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀμφιανὸς καὶ Αἰδέσιος ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ἦταν ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Λυδίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅταν βρίσκονταν στὴ Βηρυτό, διδάχθηκαν ἀπὸ τὸν Μάρτυρα Πάμφιλο (τιμᾶται 5 Νοεμβρίου) τὴν πίστη στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ συνελήφθηκαν καὶ παρουσιάσθηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως Οὐρβανό.

Καὶ ὁ μὲν Ἀμφιανός, ἀφοῦ διακήρυξε πρῶτος μὲ παρρησία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, δέχθηκε πληγὲς κατὰ τοῦ προσώπου καὶ κρεμάσθηκε. Ὑπέμεινε ὅμως καρτερικὰ τὰ βασανιστήρια καὶ ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη του στὸν Χριστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου καὶ τελειώθηκε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Αἰδέσιος καταδικάσθηκε νὰ τιμωρηθεῖ στὰ μεταλλεῖα χαλκοῦ καὶ ἀπεστάλη στὴν Ἀλεξάνδρεια. Καὶ μία ἡμέρα, ὅταν εἶδε τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξάνδρειας, Ἱεροκλῆ, νὰ τιμωρεῖ τοὺς ἐκεῖ Χριστιανούς, ἔτρεξε καὶ τὸν χτύπησε μὲ τὴν ράβδο. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ βασανισθεῖ παραδειγματικὰ καὶ τέλος νὰ τὸν ρίξουν στὴν θάλασσα. Ἔτσι κέρδισε τὸ στέφανο τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς οὐράνιας δόξας.




Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Παρθενομάρτυρας

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Σὲ ἡλικία δεκαεπτὰ χρόνων, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανή, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας τῆς Παλαιστίνης, Οὐρβανό, ποὺ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Κατὰ συνέπεια αὐτοῦ τὴν χτύπησαν στὰ πλευρὰ καὶ στὸ στῆθος.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πείσθηκε, κλείσθηκε φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακας εἶχε διαταγὴ ὄχι μόνο νὰ τὴν φυλάσσει μὲ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν εἰσέρχεται κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ, παρὰ μόνο νὰ μεταφέρονται σὲ αὐτὴν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν τροφή, μέχρις ὅτου ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ θυσιάσει στοὺς λεγόμενους Θεούς.
Μετὰ τὸ πέρασμα πολλῶν ἡμερῶν βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ ἐξαναγκαζόταν νὰ θυσιάσει στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα δὲν ἀνεχόταν οὔτε νὰ τὸ ἀκούσει. Γι’ αὐτὸ τιμωρήθηκε χωρὶς ἔλεος καὶ στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο καὶ ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.



Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύκαρπος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ ἀσεβοῦς Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὄντας Χριστιανὸς καὶ ἔχοντας πολὺ ζῆλο γιὰ τὸν Θεό, παρατηρώντας κάθε ἡμέρα τοὺς φυλακισμένους νὰ ὁμολογοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ δοκιμάζονται μὲ διάφορα βασανιστήρια, δὲν ἄντεχε νὰ ὑπομένει.
 Καὶ ὅταν κάποια μέρα εἶδε τὸν ἄρχοντα νὰ κάθεται καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων νὰ χύνεται σὰν νερό, ἀφοῦ στάθηκε μπροστά του, τὸν ἔλεγξε καὶ εἶπε: «Γιατί τόσο πολὺ λησμόνησες τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀκόρεστε σκύλε, καὶ κομματιάζεις τοὺς συγγενεῖς καὶ ὁμοεθνεῖς ἀνθρώπους μὲ τὰ ξίφη σὰν ξύλα, ἐπειδὴ κηρύττουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἐλέγχουν τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπως καὶ ἐγὼ ποῦ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ;».
Ἐξαιτίας αὐτῶν καὶ ἐπειδὴ ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ βασανίσθηκε. Καὶ ἀφοῦ μέχρι τέλους εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὰ χείλη, ἀποκεφαλίσθηκε.



Ὁ Ἅγιος Νικήτιος Ἐπίσκοπος Λυὼν
Ὁ Ἅγιος Νικήτιος ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν Γαλλία ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ἀνατράφηκε ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἦταν χαρακτηριστικὰ τῆς ψυχῆς του καὶ τοῦ βίου του.
 Τὸ ἔτος 551 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λυών, εἰς διαδοχὴν τοῦ θείου του, Ἁγίου Σακέρδου (τιμᾶται 12 Σεπτεμβρίου) καὶ ποίμανε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ εἴκοσι δυὸ ἔτη μὲ ἱερὸ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 573 μ.Χ.



Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἀσκήτεψε στὸν Ἀσκάλωνα τῆς Παλαιστίνης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 778 μ.Χ.



Ἡ Ἁγία Εὕα ἡ Ὀσιοπαρθενομάρτυρας ἡ Νέα

Ἡ Ἁγία Ὀσιοπαρθενομάρτυς Εὕα ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἡγούμενη τῆς μονῆς Κόλτινγκχαμ, τῆς μεγαλύτερης μονῆς τῆς Σκωτίας. Ἡ μονὴ αὐτὴ εἶχε ἱδρυθεῖ ὑπὸ τῆς Ὁσίας Εὕας τῆς Πρεσβυτέρας (τιμᾶται 25 Αὐγούστου), ἀδελφῆς τῶν βασιλέων Νορθάμπερλαντ Ὀσβάλδου καὶ Ὄσγουι.
Τὸ ἔτος 870 μ.Χ., κατὰ τὴν διάρκεια εἰσβολῆς Δανῶν πειρατῶν στὶς ἀκτὲς τῆς μονῆς, ἡ Ὁσία ἀνήσυχη  ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ζωῆς της ἀλλὰ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἁγνότητάς της καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, μόλις οἱ ἐπιδρομεῖς εἰσέβαλαν στὸν περίβολο τῆς μονῆς, συγκέντρωσε τὶς μοναχὲς στὸ ἡγουμενεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ συγκινητικὲς συμβουλὲς ἀπέκοψε μὲ λεπίδα τὴν μύτη καὶ τὸ ἄνω χεῖλος της. Τὴν πράξη αὐτὴ μιμήθηκαν ὅλες οἱ ἀδελφές.
Οἱ εἰσβολεῖς, ὅταν εἰσῆλθαν στὸ χῶρο ὅπου οἱ μοναχὲς ἦταν συναγμένες, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ ἕνα φρικιαστικὸ θέαμα. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοὺς ἐμπόδισε νὰ πυρπολήσουν τὴν μονὴ καὶ νὰ κάψουν ζωντανὴ τὴν Ὁσία Εὕα μαζὶ μὲ ὅλες τὶς μοναχές.




Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Νικομήδειᾳ ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1190 σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ ἐπιφανεῖς γονεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἔδειξε μεγάλη φιλομάθεια καὶ κλίση πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀφοῦ σπούδασε πολὺ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τὴ θεολογία, ἀποσύρθηκε σὲ μονὴ τῆς Βιθυνίας.
Στὴ συνέχεια ἀνῆλθε σὲ κάποιο ὄρος, ἀποκαλούμενο τοῦ Προφήτου Ἠλία, ὅπου ἔχτισε κελὶ καὶ ἐπιδόθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη, διδάσκοντας τοὺς πιστοὺς ποὺ προσέρχονταν κοντά του.
 Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κατὰ τὸ ἔτος 1240.




Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Μαζκουερέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 9ου καὶ τοῦ 10ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.











Ὁ Ἅγιος Σάββας Ἀρχιεπίσκοπος Σουρὼζ

Ὁ Ἅγιος Σάββας ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κριμαία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σουρώζ, τὸ σημερινὸ Σουδάκ. Ὅτι γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν ἔχει σωθεῖ σὲ ὑποσημειώσεις σὲ ἕνα ἑλληνικὸ Μηναῖο τοῦ 12ου αἰῶνος.
Πέντε χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Σουρὼζ ὑπάρχει ἕνα ὄρος, τὸ ὁποῖο καλεῖται Ἅγιος Σάββας, ὅπου διατηροῦνται τὰ ὑπολείμματα μιᾶς ἐκκλησίας καὶ μιᾶς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ προφανῶς ὁ Ἅγιος πέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε καὶ τὸ ἔτος 1872 βρέθηκε μία εἰκόνα του

Αγγελόπουλος "Ο κατάλογος των υποψηφίων πρoς έγκριση η προς ενημέρωση στο Φανάρι"

Εκτύπωση PDF

Mία μοναδική πνευματική και επιστημονική εκδήλωση λόγου, μουσικής και καλλιτεχνίας, πραγματοποιήθηκε στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», τιμώντας τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Αγγελόπουλο, ως Αντεπιστέλλον Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου.
Οι εκδηλώσεις τελούσαν υπό την αιγίδα και παρουσία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, με την εκπροσώπηση του Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Θεοδώρου διά του Σεβ. Μητροπολίτου Άκκρας κ. Γεωργίου, εκπροσώπου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Αθήνα, και με ένα πυκνό ακροατήριο.
Συγκεκριμένα οι εκδηλώσεις περιελάμβαναν, έκθεση «Χειροποίητων Πρωτότυπων Σταυρών Αιθιοπίας», του συλλέκτου, βραβείου Γκίνες, Χρήστου Γιαννουλάκη, που εγκαινίασε ο Μακαριώτατος, την επιστημονική ανακοίνωση του τιμωμένου Καθηγητού για τις ιστορικές ισορροπίες στις σχέσεις των Εκκλησιών ΚΠόλεως και Ελλάδος, αφού προηγουμένως δέχθηκε από τον Πρόεδρο και τον Γ. Γραμματέα του ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ τα Διάσημα του Αντεπιστέλλοντος Μέλους καθώς επίσης και μουσική είσοδος και έξοδος από τον ταλαντούχο Πέτρο Γαϊτάνο, που απέσπασε τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του ακροατηρίου.
Με την ευκαιρία της τελετής υποδοχής έγινε μία πρώτη παρουσίαση τού υπό έκδοση έργου του Καθηγητού, «Ακαδημικοί Περίπατοι», με επιμέλεια των κκ. Γρ. Λιάντα – Παν. Τζουμέρκα, της 20ετίας 1991-2010 επί επικαίρων ζητημάτων εκκλησιαστικής πολιτικής και διπλωματίας (π.χ. Μακεδονικό από εκκλησιαστικής σκοπιάς, Σχέσεις Αθηνών-Φαναρίου,–2003-2008–, Ιεροσολυμητικό Ζήτημα, 2008-έως σήμερα κ.λπ.), ενώ ο Σεβ. Άκκρας μετέφερε χαιρετισμό του Πατριάρχη Αλεξανδρείας για την έκθεση και για την τιμή προς τον Καθηγητή.
Ο Καθηγητής Αγγελόπουλος, στην ομιλία του για τις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών ΚΠόλεως και Ελλάδος, αναφέρθηκε ανάμεσα σε άλλα στη ρήξη των δυο Εκκλησιών του 2003, στα αίτια, στην αγνόηση των ισορροπιών αλλά και στα δίκαια που διεκδικούσαν αμφότερες οι Εκκλησίες.
Ακολουθεί το κείμενο της Ανακοινώσεως του Καθηγητού από του Βήματος:
«Ιστορικοκανονική Γραμματεία. Δύο κανονικά κείμενα ιστορικής ισορροπίας και φιλολογικής αξίας.»
– Αφορά τις σχέσεις των Εκκλησιών ΚΠόλεως και Ελλάδος
(1928-2008) –
Η «Ιστορικοκανονική Γραμματεία» είναι πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο-πηγή ερεύνης της ιστορίας και της ευταξίας στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθ’ εαυτήν και στις σχέσεις της με την Κοινωνία και την Πολιτεία στις Επικράτειες, που αυτή εδράζεται ως πνευματικός και διοικητικός και κοινωνικός θεσμός.
Εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας, υπό τύπον Ανακοινώσεως ενώπιόν Σας, στα δύο δηλωθέντα στο θέμα της Ανακοινώσεώς μας κανονικά κείμενα «ιστορικής ισορροπίας και φιλολογικής αξίας».
Ποια είναι αυτά; Τα βλέπετε στην οθόνη και τα έχετε συνημμένα στο παρόν κείμενο, στη διάθεσή Σας. Κείμενα του 1928. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις», της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 ˙ και το δεύτερο «Συνοδική Πράξις», της Ιεράς Συνόδου Αθηνών, της 20ης Νοεμβρίου 1928.
Με την πρώτη και δεύτερη ΠΡΑΞΗ η Βόρεια Ελλάδα και τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όντα Ελληνική Επικράτεια, μετά το 1912-1913 και το 1914-1918, υπάγονται διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδος, υπό κάποιους Όρους πνευματικής αναφοράς στην Εκκλησία ΚΠόλεως, στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, προς ενίσχυση, λόγω της τραγωδίας του 1922.
Φυσικά, ούτως ή άλλως, τα διαμερίσματα αυτά τελούν ως Μητροπόλεις υπό την άμεση εποπτεία και πρόνοια των οικείων Μητροπολιτών, κατά τους θ. και ι. Κανόνες περί των Δικαίων του μητροπολιτικού συστήματος.
Το πρώτο κείμενο μέχρι το 2003 ήταν το μόνο κανονικό εργαλείο, θα λέγαμε, προσεγγίσεως των Πατριαρχικών Δικαίων πνευματικής αναφοράς επί των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών. Τον Δεκέμβριο όμως του 2003 ήλθε για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητος, κατόπιν προσωπικής ερεύνης μας, η δεύτερη ΠΡΑΞΗ.
Επιλέξει: «Η Συνοδική Πράξις περί αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών της Εκκλησίας της Ελλάδος», 20 Νοεμβρίου 1928, της Ιεράς Συνόδου των Αθηνών. Είχαμε την πληροφόρηση ακριβή περί υπάρξεώς της ˙ δεν γνωρίζαμε όμως το κείμενο, το περιεχόμενό της.
2. Όπως ενθυμούμεθα όλοι, μεταξύ των ετών 2003-2008, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών, ΚΠόλεως και Ελλάδος, δεν ήσαν οι καλλίτερες ˙ διείρχοντο εμφανή ή υφέρπουσα κρίση διαφόρων εντάσεων και κραδασμών.
Ποιά η βασική αιτία; Κατά την ταπεινή ακαδημαϊκή κρίση μας, βασική αιτία ήταν η αγνόηση ή μάλλον η υποτίμηση από αμφότερες τις πλευρές των «ιστορικών ισορροπιών», μετά το 1922, στις σχέσεις δύο Εκκλησιών (και πώς;) εντός μιάς και της αυτής Επικράτειας, της Ελληνικής, όπου όμως κυρίαρχη Εκκλησία είναι μία ˙ η Εκκλησία της Ελλάδος, ως Αυτοκέφαλη και Ανεξάρτητη, εντός Ανεξαρτήτου Κράτους, κατά το ισχύον κανονικό σύστημα διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σε κάθε υπό της Διεθνούς Κοινότητος αναγνωριζόμενη Επικράτεια-Έθνος, κατά την ακριβή κανονική τάξη, μιά Εκκλησία κυρίαρχη υπάρχει. Δύο δεν νοούνται. Το γεγονός των δύο Αρχών, εντός της μιάς και της αυτής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, λειτουργεί από μόνο του ως γενεσιουργός αιτία δυαρχίας και ιδιογνωμίας και διχοστασίας, άρα μονίμου έριδος και ακυρώσεως του χριστιανικού ορθοδόξου μηνύματος περί ενότητος εν αγάπη Χριστού, κατά Τόπους. Οι θ. και ι. Κανόνες απορρίπτουν παντελώς το καθεστώς αυτό, κατ’ ακρίβεια.
Όμως, στην ιστορία της Εκκλησίας, κάποτε-κάποτε, εμφανίζονται καταστάσεις, κατά τις οποίες, όταν μια Τοπική Εκκλησία καθίσταται εμπερίστατη, για λόγους καιρικούς εξωτερικούς διεθνών ανακατατάξεων, τότε οι άλλες Αδελφές Εκκλησίες συντρέχουν στις «χρείες» της, πανταχόθεν. Πολύ περισσότερο συντρέχουν – και οφείλουν τούτο αδελφικώς – οι άμεσα τοπικά γειτνιάζουσες Εκκλησίες.
Π.χ., εν προκειμένω, η Εκκλησία της Ελλάδος έναντι της άμεσα γειτνιαζούσης Εκκλησίας ΚΠόλεως. Που δεν είναι απλά Αδελφή αλλά συγχρόνως και Μητέρα Εκκλησία ˙ Πρωτόθρονη Εκκλησία˙ Οικουμενικό Πατριαρχείο˙ Πρόεδρος συντονισμού και διακονίας ενότητος όλου του Σώματος-Συστήματος της Ορθοδόξου, ανά την Οικουμένη, Εκκλησίας.
Είναι δε επιπλέον, όμαιμος, ομόγλωσσος και ομότροπος προς την Εκκλησία της Ελλάδος ˙ όμως στα κανονικά πλαίσια των Τοπικών και όχι των Εθνοφυλετικών Εκκλησιών.
Η Εκκλησία ΚΠόλεως στην δίνη που ευρίσκετο, ιδίως μετά το 1922, για να σταθεί στα πόδια Της, στην ιστορική Έδρα Της, στην ΚΠολη, στην Βασιλίδα των Πόλεων, είχε ανθρωπίνως ανάγκη, έναντι τόσων απωλειών, σε μητροπόλεις, επισκοπές, εξαρχίες και ποιμένες και ποίμνια στην Μ. Ασία, στον Πόντο και στην Αν. Θράκη, τουλάχιστον δικαιωμάτων πνευματικής ενδοχώρας, πέρα από κρατικές οντότητες, εν προκειμένω προς Δυσμάς, προς την Ελληνική Επικράτεια˙ σε μιά άλλη, δηλαδή, Επικράτεια, χωρίς όμως να μειώνονται και ψαλιδίζονται, κοινώς, τα Δίκαια της Κυριάρχου Εκκλησίας, αυτής της Ελλάδος, με έδρα Της την έδρα του Κράτους, του εθνικού κέντρου, την Αθήνα. Μιά τέτοια μείωση, θα απέβαινε μοιραία για τις δύο Εκκλησίες αλλά και προβληματική για το Κράτος.
Τα δύο κείμενα, που βλέπετε και έχετε, αυτήν την προεκτεθείσα νέα ιστορικοκανονική πραγματικότητα, ιδιάζουσα αλλ’ αναγκαία, οπωσδήποτε, «ιστορικών ισορροπιών» εξυπηρετούν. Σεβασμός και τήρηση των ιστορικών ισορροπιών, εν προκειμένω, – συνιστούν και οφείλουν να συνιστούν ανυστάκτως – condition sine qua non.
Το όλως νέο εδώ είναι το δεύτερο κείμενο. «Η Συνοδική Πράξις περί αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών της Εκκλησίας της Ελλάδος», από 20 Νοεμβρίου 1928, αλλ’ υπό κάποιους Όρους. Υπό κάποιους Όρους το πρώτο Κείμενο και υπό κάποιους Όρους και το δεύτερο Κείμενο.
Ως το 2003 (Δεκέμβριος) το Κανονικό αυτό Κείμενο παρέμενε, κατά το περιεχόμενό του, άγνωστο. Πώς όμως ήλθε στην επιφάνεια; Στην δημοσιότητα; Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τον Ιούλιο του 2003, διά Πατριαρχικού και Συνοδικού Γράμματος προς την Εκκλησία της Ελλάδος, με αφορμή την χηρεία της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, λόγω αιφνιδίου θανάτου, καθόν χρόνον εφησύχαζε σε ένα κελλί της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, τον Ιούλιο 2003, του Μητροπολίτου της Παντελεήμονος Χρυσοφάκη, ζητούσε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος την αποστολή στο Φανάρι του τελικού Καταλόγου Υποψηφίων για αρχιερατεία «προς έγκρισιν», σύμφωνα προς τον Ε΄ Όρο της Πατριαρχικής Πράξεως, του Σεπτεμβρίου 1928, που προνοούσε πνευματική ενδοχώρα υπέρ του Πατριαρχείου, για τους λόγους, που προαναφέραμε, επιστηριγμού Του, κοινή συναινέσει Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος και Πατριαρχείου.
Η επίμαχη διατύπωση στον Ε΄ Όρο είναι: «…επί τη βάσει Καταλόγου Εκλεξίμων, συντεταγμένου υπό της εν Αθήναις Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και εγκεκριμένου υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δικαιουμένου και τούτου υποδεικνύειν υποψηφίους».
Δηλαδή, έργο – καθήκον και δικαίωμα – της Ιεράς Συνόδου των Αθηνών, ως Ανωτάτου Οργάνου Διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτο η κανονική και νόμιμη σύνταξη του τελικού Καταλόγου εκλεξίμων ˙ του δε Πατριαρχείου έργο-δικαίωμα, α) η «έγκρισις» του Καταλόγου αυτού, με ό,τι μιά «έγκρισις» δυνατόν να συνεπάγεται. Δηλαδή, να συνεπάγεται το δικαίωμα προσθαφαιρέσεων, αλλοιώσεων, διαγραφών και παρατηρήσεων ˙ και β) το «υποδεικνύειν υποψηφίους».
Η Εκκλησία της Ελλάδος αιφνιδιάστηκε με την απαίτηση αυτή – υποβάθμιση του κύρους της, οπωσδήποτε. Διότι ουδέποτε μέχρι τότε ο τελικός Κατάλογος αποστελλόταν προς «έγκρισιν», αλλά προς «ενημέρωσιν» και διά της διαδικαστικής οδού «προς υπόδειξιν» υποψηφίων. Αμέσως δε προέβαινε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, άνευ ετέρου, στην διενέργεια των εκλογών, ως κανονική και διοικητική-έννομη Πράξη. Το δε Πατριαρχείο διά της διαδικαστικής οδού από το 1928 κ.ε. και σαφώς με τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη 1977, για τον οποίο συνεργάσθηκε με την Εκκλησία της Ελλάδος, εξασκούσε το δικαίωμα «του υποδεικνύειν υποψηφίους», μόνο, όπως, μόλις, προαναφέρθηκε.
3. Και το εύλογο ερώτημα. Πού κείται η αλήθεια; Ο τελικός Κατάλογος «προς έγκρισιν»» ή «προς ενημέρωσιν» στο Φανάρι;
Προσωπικά, ως διδάξας στο Α.Π.Θ. τον επιμέρους Κλάδο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος και εισαγαγών πρωτοβούλως το μάθημα της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας των Νέων Χωρών 1912-1928», και συγγράψας και ειδικό εγχειρίδιο για τους φοιτητές, με βάση όμως μόνο τις έρευνές μας στο Πατριαρχικό Αρχειοφυλακίο, εξεπλάγην, κατ’ Αύγουστο 2003, όταν άρχισε δημοσιογραφικός θόρυβος για το Ζήτημα, επικεντρούμενος στις δύο Κεφαλές, στον Πατριάρχη και στον Αρχιεπίσκοπο.
Διερωτώμουν, γιατί αυτή η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφού η Πατριαρχική Πράξη σαφώς διατύπωνε το δικαίωμα να αποστέλλεται στο Πατριαρχείο ο τελικός Κατάλογος «προς έγκρισιν». Οφείλω την ακαδημαϊκή εξομολόγηση από του επισήμου τούτου βήματος ότι, παρ’ ότι και ο ίδιος ειδικώς κάπως ερευνητής του θέματος, αγνοούσα εν τούτοις κάποιες ενδότερες ουσιαστικές λεπτομέρειες. Γιατί οι δικές μας έρευνες σταματούσαν κυρίως στο γεγονός της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, ημερομηνίας εκδόσεως της Πατριαρχικής Πράξεως.
Εστηρίζοντο δε αποκλειστικά, κατά βάση, στα στοιχεία του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακίου. Θεωρούσα, εσφαλμένα εκ των υστέρων, ότι εκεί έληγε το Ζήτημα της διοικητικής αφομοιώσεως των Νέων Χωρών εκκλησιαστικά στην όλη Εκκλησία της Ελλάδος.
Ήταν ερευνητικό λάθος μου˙ ώφειλα να ερευνήσω, περαιτέρω, τα πράγματα˙ τίνι τρόπω έγινε αποδεκτή η Πράξις αυτή, από την πλευρά της κυριάρχου Εκκλησίας της Ελλάδος, στην όλη διοργάνωση και ζωή Της. Ώστε αφ’ ενός να μη υπονομεύεται η Αυτοκεφαλία και Ανεξαρτησία Της διά του κειμένου αυτού, αφ’ ετέρου δε να συνετρέχει η Εκκλησία της Ελλάδος στις ανάγκες της Εκκλησίας ΚΠόλεως διά της εξασφαλίσεως σ’ Αυτήν πνευματικής ενδοχώρας, κατά τα προλεχθέντα.
Στην έρευνα, βλέπετε, ουδέποτε μπορείτε να ισχυρισθείτε ότι επετύχατε το πλήρες. Πάντα στην έρευνα υφίστανται κενά. Αμέσως, λόγω ακαδημαϊκής ευαισθησίας, και μετά από συζητήσεις μου με τον Αρχιεπίσκοπο, Αρχιερείς και ειδικούς ερευνητές, έκαμα έργο μου να συνεχίσω την έρευνα του επιμέρους αυτού Ζητήματος στα Αρχεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τώρα. Πώς, λοιπόν, η Εκκλησία της Ελλάδος διά της τότε Ιεράς Συνόδου έκαμε αποδεκτή την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη ως κείμενο;
Ιδού τα γεγονότα, που εγώ δεν γνώριζα ως τότε, αλλά μαζί με μένα και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες και οι αρμόδιοι ερευνητές˙ πολύ περισσότερο δεν γνώριζε η Κοινή Γνώμη, που διαπορούσε, τί συμβαίνει μεταξύ των δύο Εκκλησιών και κύρια μεταξύ των δύο Προκαθημένων, Πατριάρχου και Αρχιεπισκόπου. Η αρθρογραφία δε ειδικών και μη ειδικών ήταν καταιγιστική καθημερινά (Αύγουστος-Δεκέμβριος 2003).
Η Πράξη του Πατριαρχείου εστάλη στην Εκκλησία της Ελλάδος, αρμοδίως διά του Γεν. Προξενείου ΚΠόλεως – ΥΠΕΞ – ΥΠΕΠΘ, για να επιληφθεί Αυτή της αποδοχής και εφαρμογής της, αφού επρόκειτο για κείμενο κανονικό, και μόνο.
Ως κείμενο δεν αφορούσε στην έννομη αλλά στην κανονική τάξη. Η Πολιτεία είχε προηγουμένως εκδώσει τον σχετικό Νόμο, κατ’ Ιούλιο 1928, διοικητικής αφομοιώσεως εκκλησιαστικώς των Νέων Χωρών τότε.
Η Ιερά Σύνοδος επί τρίμηνο είχε υπό μελέτη το κείμενο της Πράξεως του Φαναρίου. Όρισε Συνοδική Επιτροπή μελέτης και εισηγήσεως επί του κειμένου της Πράξεως. Ήτο ειδική Συνοδική Επιτροπή της Ηνωμένης μιάς – και όχι διττής – Ιεραρχίας της νέας Εκκλησίας της Ελλάδος, που συνεκροτείτο από τους Μητροπολίτες της Παλαιάς και Νέας Ελλάδος και της αντιπροσωπευτικής Αυτής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Το σχήμα αυτό ισχύει ως σήμερα.
Έπρεπε, λοιπόν, η Επιτροπή να διαπιστώσει, αν το Πατριαρχικό Κείμενο αυτό εμπεριείχε τα πάντα, όπως αυτά συζητούντο στις προηγηθείσες Διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών διά της Πολιτείας. Κύριος διαπραγματευτής, κοινής αποδοχής από όλες τις πλευρές, ήταν ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Καθηγητής διαπρεπής διατελέσας του Κλάδου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ενεργό μέλος της Στέγης αυτής των Γραμμάτων, του Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, που ήταν τότε το κατεξοχήν πνευματικό ίδρυμα λόγου του Νέου Ελληνισμού στην Αθήνα ˙ την παράδοση δε αυτή αξιοχρέως συνεχίζει ως σήμερα.
Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι τότε η Πολιτεία και η Εκκλησία της Ελλάδος απέβλεπαν στην ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στην όλη Επικράτεια όχι μόνο σε πολιτειακό αλλά και σε εκκλησιαστικό επίπεδο, προς εξασφάλιση πλήρους ενότητος για λόγους ευνοήτους, σύνολης συνοχής της επαυξηθείσης και μεγαλυνθείσης Ελληνικής Επικράτειας, διά πολλών αιμάτων και τραγωδίας επιτευχθείσης.
Από την συνολική, λοιπόν, μελέτη του κειμένου της Πατριαρχικής Πράξεως διαπιστώθηκε ότι το κείμενο αυτό, όπως παρελήφθη, περιλάμβανε διατυπώσεις επιπλέον «νέες» των συμπεφωνημένων, στις διαπραγματεύσεις των ετών 1927-1928, με κύριο διαπραγματευτή, όπως, είπαμε, τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Μεταξύ των επιπλέον «νέων» ήταν και το Ζήτημα της εγκρίσεως ή ανακοινώσεως του Καταλόγου, που προείπαμε, που, το 2003, αγνοούσαμε.
Έπρεπε να γίνει η υπεύθυνη αυτή εργασία της Συνοδικής Επιτροπής προς σαφή και πλήρη ενημέρωση της Ιεράς Συνόδου για να προχωρήσει Αυτή στην αποδοχή (και πώς;) της Πατριαρχικής Πράξεως με αντίστοιχη, όμοια, επίσημη Πράξη της Ίδιας. Διότι τα Κανονικά Κείμενα γίνονται αποδεκτά, έγκυρα και νόμιμα, δι’ ομοίων Κανονικών Κειμένων μεταξύ των ενδιαφερομένων Εκκλησιών. Τα Κείμενα αυτά, είπαμε, εντάσσονται στην όλη «Ιστορικοκανονική Γραμματεία» και συγκροτούν και συνιστούν το θησαυροφυλάκιό της.
Η Συνοδική Επιτροπή περάτωσε το έργο της, το έθεσε υπόψει της Ιεράς Συνόδου με έκθεσή της, η δε Ιερά Σύνοδος ανέθεσε στον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ως Διαπραγματευτή, άλλωστε, την σύνταξη της Συνοδικής Πράξεως αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, αλλά υπό κάποιους Όρους, που θα διευκρίνιζαν σημεία «νέα» του Κειμένου της Πατριαρχικής Πράξεως, πέραν των συμφωνημένων, κατά τις σχετικές διαπραγματεύσεις, όπως προείπαμε.
Το τελικό κείμενο της δευτέρας αυτής Εκκλησιαστικής Πράξεως, διά της γλαφυράς και κρυσταλλίνης γραφίδος του Ίδιου του Αρχιεπισκόπου συνταχθέν, συζητήθηκε λεπτομερώς εν Συνόδω και εγκρίθηκε στην Συνεδρία της, της 20ης Νοεμβρίου 1928, ημέρα Τρίτη, και αμέσως διά της ιδίας αρμοδίας οδού εστάλη στην ΚΠολη.
Την Πράξη αυτή ανέμενε το Φανάρι ανυπερθέτως, όπως διαπιστώσαμε στα Διοικητικά Πρακτικά της Πατριαρχικής Συνόδου, του μηνός Νοεμβρίου 1928. Αποφασίσθηκε, μάλιστα, συνοδικώς να ανατεθεί στον αντιπρόσωπο του Πατριαρχείου στην Αθήνα Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο, διάδοχο του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο αντί του κανονικώς εκλεγέντος Κορινθίας Δαμασκηνού, να ανιχνεύσει τις προθέσεις της Ιεράς Συνόδου Αθηνών περί της αποδοχής της Πατριαρχικής Πράξεως, και πώς;
Εν τω μεταξύ, η Πράξις των Αθηνών είχε φθάσει στο Φανάρι, αρχές Δεκεμβρίου 1928. Στα ίδια Διοικητικά Πρακτικά της Συνεδρίας της Πατριαρχικής Συνόδου, της 12ης Δεκεμβρίου 1928, διαβάζουμε, εν περιλήψει, τα εξής: «Γράμμα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου – 2971 ἀπὸ 20 Νοεμβρίου ἐ. ἒ. –, ἀνακοινουμένου ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀποσταλεῖσαν αὐτῷ Συνοδικὴν Πρᾶξιν περὶ διοικήσεως τῶν ἐν Ἑλλάδι Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ὅτι ἡ Δ. Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέξατο αὐτὴν ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῆς, ἅτε συνάδοντι τῷ σχετικῷ, πρὸς τὴν ἐπελθοῦσαν διοικητικὴν ἀφομοίωσιν τῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν πρὸς τὴν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, Νόμῳ καὶ ἀποστέλλοντος συνημμένως τὴν ἐπὶ τῇ ἀποδοχῇ τῆς διοικήσεως τῶν ἐν Ἑλλάδι Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπίσημον τῆς Δ. Ἱ. Συνόδου τῆς Ἑλλάδος Πρᾶξιν…Παραπέμπεται τῇ Κανονικῇ Ἐπιτροπῇ πρὸς μελέτην καὶ εἰσήγησιν».
Όπως, δηλαδή, η Πατριαρχική Πράξις ετέθη υπό μελέτη Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά τον ίδιο τρόπο τώρα και η Πράξις των Αθηνών «Παραπέμπεται τῇ Κανονικῇ Ἐπιτροπῇ πρὸς μελέτην καὶ εἰσήγησιν». Πολύ λογικό και εύλογο να γίνει η διαδικασία αυτή και από τις δύο πλευρές ˙ κάθε μιά από την δική της σκοπιά ενδιαφερόντων και συμφερόντων.
Να σχολιάσουμε εδώ ότι η ανωτέρω περίληψη, οφειλομένη στον Πρακτικογράφο, δεν κάλυπτε το όλο – το ουσιώδες – του Συνοδικού Γράμματος, της 20ης Νοεμβρίου 1928 και της συνημμένης Πράξεως των Αθηνών. Ομιλεί για την αποδοχή της Πατριαρχικής Πράξεως «ἐν τῷ συνόλῳ» αυτής του Αρχιεπισκοπικού Γράμματος, αλλ’ όχι και «ὑπὸ Ὄρους» της Πράξεως των Αθηνών. Όταν εντοπίσαμε την περίληψη αυτή στα Διοικητικά Πρακτικά της Πατριαρχικής Συνόδου, κατά τις προ πολλών χρόνων έρευνές μας στο Πατριαρχικό Αρχειοφυλακίο, καταλήγαμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι εδώ τελείωνε οριστικά το Ζήτημα.
Που, όμως, αποδεικνύεται, το 2003, ότι από κει και πέρα άρχιζε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων ενδοσυνοδικών, αυτή τη φορά, επί των κειμένων των δύο αντιστοίχων, ομοίων και επισήμων Πράξεων.
Οι ενδοσυνοδικές αυτές διαπραγματεύσεις διεξάγονται μέσω επίσημης, μεταξύ των δύο Συνόδων, αλληλογραφίας. Μέρος αυτής δημοσιοποιήθηκε στο επίσημο Περιοδικό-Όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τον Σεπτέμβριο 2003.
Εμείς για πρώτη φορά την βλέπαμε δημοσιευμένη. Η μελέτη των δημοσιοποιουμένων τώρα δύο Πρώτων Γραμμάτων (ενός του Αρχιεπισκόπου και ετέρου του Πατριάρχου, απαντητικού στο πρώτο), που κάποιοι θεωρούσαν – πρόχειρα, βέβαια – άνευ σημασίας, ως τρόπον τινά ιδιωτικών και όχι επισήμων, μας ενέβαλε σε ερευνητικές υποψίες ότι η αλληλογραφία αυτή, από μόνη της, δεν δικαιολογείτο. Γιατί ο λόγος εδώ και ο σχολιασμός μιάς άλλης Εκκλησιαστικής Πράξεως, πέραν εκείνης, της πολύ γνωστής μας Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως. Την άλλη αυτή Πράξη των Αθηνών ούτε ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ερωτηθείς, ούτε η Αρχιγραμματεία της Ιεράς συνόδου των Αθηνών, γνώριζαν, αν υπήρχε.
Παρακαλέσας για την εκχώρηση αδείας ερεύνης στα Ιστορικά Αρχεία της Συνόδου – που ευτυχώς τώρα, επιτέλους, ψηφιοποιούνται – και ερευνήσας τους Κώδικες Αλληλογραφίας, εντόπισα λίγο πριν το πρώτο Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, της 20ης Νοεμβρίου 1928, καταχωρημένο το Κείμενο της Πράξεως των Αθηνών. Αυτό λειτούργησε ως αιτία της ακολουθησάσης αλληλογραφίας. Το κείμενο αυτό για πρώτη φορά δημοσιοποιείται μέσω του περιοδικού ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τον Ιανουάριο 2004, στην ακμή της κρίσεως μεταξύ των δύο Εκκλησιών, με κεντρικό ερώτημα: ο τελικός Κατάλογος «προς έγκρισιν» ή «προς ενημέρωσιν» και «υπόδειξιν» υποψηφίων στο Φανάρι, και τίνι τρόπω. Αυτά έτσι για την ιστορία ευρέσεως και σημασίας του Κειμένου της Πράξεως αυτής.
Επίσης, να επισημάνουμε εδώ ότι τα δύο κείμενα, οι δύο Πράξεις, από άποψη κύρους, συνιστούσαν δύο «αντίστοιχα», «όμοια» και «επίσημα» κείμενα μεταξύ τους. Προέχει, εν προκειμένω, η κρίση και απόφανση της Πατριαρχικής Συνόδου περί του κύρους της Πράξεως των Αθηνών. Το Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράμμα, από θ΄ Φεβρουαρίου 1929, προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ορίζει το κείμενο αυτό ως: «αντίστοιχον, ομοίαν, επίσημον Πράξιν της Ιεράς Συνόδου» Αθηνών, προς την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη ΚΠόλεως.
Γράφει ο Πατριάρχης προς τον Αρχιεπίσκοπο: «…ἀγγέλλει ἡμῖν τὴν λῆψιν καὶ τὴν ἐν συνόλῳ ἀποδοχὴν τῆς σταλείσης ἡμετέρας κυρωτικῆς τῆς εὐλογημένης διευθετήσεως Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως, διαβιβάζουσα ἅμα καὶ τὴν ἀντίστοιχον ὁμοίαν ἐπίσημον Πρᾶξιν τῆς περὶ Αὐτὴν Ἱερὰς Συνόδου».
Επί τη βάσει αυτών, λοιπόν, καμιά άλλη ερμηνεία υποβαθμίσεως του ενός κειμένου έναντι του άλλου μπορεί να αντέξει, σε κανονικό επίπεδο ομιλούντες. Πώς εξηγείται όμως, ότι η Πράξη των Αθηνών ετέθη στο Αρχείο λησμονηθείσα ˙ η δε Πατριαρχική Πράξη αυτή και μόνη προβάλλει ισχύουσα; Απλούστατα, διότι το μεν Πατριαρχείο ενεργεί υπέρ των Δικαίων του διά Πράξεων, που, ευκαίρως ακαίρως, επιδεικνύει (είναι οι τίτλοι ιδιοκτησίας, θα λέγαμε), η δε Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται με τους Καταστατικούς Χάρτες της, στους οποίους όμως μετά το 1928-1929 έχουν συσσωματωθεί οι Όροι όχι μόνο της Πατριαρχικής της ΚΠόλεως αλλά και της Συνοδικής των Αθηνών Πράξεως. Η Πράξις των Αθηνών, αφού επετέλεσε την αποστολή της, στη δεδομένη εκείνη συγκυρία (1928-1929), ετέθη στο Αρχείο, από το οποίο, χρειάσθηκε, να εξέλθει τον Δεκέμβριο του 2003.
Ο εν ισχύϊ Καταστατικός Χάρτης, ο καλλίτερος μέχρι σήμερα ως προς το Κεφάλαιο των σχέσεων μεταξύ των δύο Εκκλησιών – και Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα –, κινείται στα πλαίσια εναρμονίου κανονικής και εννόμου τάξεως.
Το Πατριαρχείο μας, δυστυχώς ακόμη, βρίσκεται, κατά τις ομολογίες αξιωματούχων της Κυβερνήσεως Erdogan, εκτός νόμου και ότι τώρα μελετάται το έννομο καθεστώς Του ˙ και έτσι είναι. Τα δικαιώματά Του διεκδικεί προς πάσα κατεύθυνση με τις Εκκλησιαστικές Κανονικές Πράξεις Του.
Εξού και το Πατριαρχείο στην Ελλάδα επιθυμεί και επιδιώκει – και ορθώς πράττει – και την νομοθετική και συνταγματική κατοχύρωση της Πράξεώς Του, όχι μόνο ανεξαρτήτως σε κανονικό επίπεδο αλλά και σε έννομο, που δεν μπορεί όμως να είναι εις βάρος της Κυριάρχου Εκκλησίας στην Επικράτεια, που είναι η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος.
Γι’ αυτό, η νομολογία του Σ. τ. Ε., επ’ ευκαιρία προσφυγών, έχει διευκρινίσει τα όρια Όρων της Πατριαρχικής Πράξεως, νομολογία που είναι υποχρεωτική για όλα τα μέρη, ως προς την έννομη τάξη στην Επικράτεια, όλων των θεσμών, ανεξαιρέτως. Η νομολογία αυτή απορρίπτει την αρχή της εγκρίσεως του Καταλόγου από το Πατριαρχείο, κατ’ ακολουθία της Πράξεως των Αθηνών, του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη, του 1977, και της εννόμου τάξεως.
4. Ας έλθουμε, όμως, στο γ΄ Όρο της Συνοδικής Πράξεως των Αθηνών, όπου ο λόγος για το Ζήτημα της «εγκρίσεως» ή «υποδείξεως» και «ανακοινώσεως» του τελικού Καταλόγου Υποψηφίων για αρχιερατεία στις Νέες Χώρες εκκλησιαστικά, σε αντιπαραβολή για το ίδιο Ζήτημα προς τον αντίστοιχο Όρο Ε΄ της Πατριαρχικής Πράξεως.
Διατυπώνεται ως εξής στην Πράξη των Αθηνών: «γ΄) Οἱ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Ἀρχιερεῖς ἐκλέγονται ἐφεξῆς κατὰ τὰ ἐν τοῖς σχετικοῖς νόμοις περὶ ἐκλογῆς Ἀρχιερέων τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁριζόμενα, ὡς ἀπαιτεῖ καὶ ὁ νόμος 3615 ἐκ καταλόγου ἐκλογίμων, ἐν ᾧ ἐγγράφονται καὶ οἱ ἑκάστοτε ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν ὑποδεικνυόμενοι καὶ ἔχοντες τὰ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν νόμων ὁριζόμενα προσόντα». Επομένως, η Εκκλησία της Ελλάδος, που διαμαρτυρόταν το 2003 και δικαίως, μόνο το «υποδεικνύειν» αποδέχεται και όχι και το «εγκρίνειν» της Πατριαρχικής Πράξεως, σεβομένη και την δική Της Πράξη και το πηδάλιό Της, που είναι ο Καταστατικός Χάρτης Της.
Πώς απαντά το Πατριαρχείο επ’ αυτού; Στο από θ΄ Φεβρουαρίου 1929 Πατριαρχικό Γράμμα: «…ε) ὅπως ὁ κατάλογος τῶν πρὸς ἀρχιερατείαν ἐκλεξίμων…ἐγκρίνηται καὶ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς καὶ τούτου ὄντος ἐνδείξεως τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Θρόνου, οὐ θίγοντος δὲ ἐν τῇ οὐσίᾳ τὴν θέσιν τῆς ἐπιτροπικὼς ἀναλαβούσης τὴν διοίκησιν ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς μὴ ῥητῆς ἀναγραφῆς ἐν τῷ Νόμῳ τῆς τοιαύτης ἐγκρίσεως οὐδαμῶς ἐμφαινούσης κώλυμα ἢ ἀντίρρησιν πρὸς αὐτήν. Παρατηρητέον δ’ ἐνταύθα καὶ τοῦτο ὅτι αἱ τυχὸν ἐπιφερόμεναι ἑκάστοτε ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀλλοιώσεις ἐν τῷ σχετικῷ καταλόγῳ προϋποτίθεται ὅτι πάντως ἔσονται σύμφωνοι πρὸς τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους, μέλλουσι δὲ ὑπαγορεύεσθαι ἀφεύκτως ἐκ λόγων κανονικῶν, οὕς ἐξ ἴσου πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑποχρεοῦται λαμβάνειν ὑπ’ ὄψιν καὶ ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ καταστρώσει τοῦ καταλόγου τῶν πρὸς ἀρχιερατείαν ἐκλεξίμων…».
Το Πατριαρχείο εξακολουθεί να επιμένει στις αλλοιώσεις του Καταλόγου διά «του εγκρίνειν». Η Εκκλησία της Ελλάδος, μετά μελέτη συνοδικώς των νέων αυτών διευκρινιστικών απαιτήσεων του Πατριαρχείου, επανέρχεται με νέο Συνοδικό Γράμμα από 28 Μαΐου 1929, με νέα επιχειρηματολογία, ωσαύτως, διευκρινιστική και επεξηγηματική.
Γράφει στο Πατριαρχείο: «…ε) Καὶ περὶ τοῦ καταλόγου τῶν ἐκλεξίμων εἰς ἀρχιερατείαν, ἱκανῶς διελάβομεν ἐν τῷ εἰρημένῳ ἀπὸ κ’  Νοεμβρίου Γράμματι καὶ αὔθις δὲ δηλοῦμεν ὅτι δικαίωμα ἀναφαίρετον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔσται τὸ εἰσηγεῖσθαι διὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν τὴν ἐν τῷ καταλόγῳ ἀναγραφὴν ὀνομάτων ἐκλογίμων κληρικῶν…λαμβάνειν δὲ γνῶσιν τοῦ ἑκάστοτε καταρτιζομένου καταλόγου…Ἀλλὰ τὸ ζητούμενον ὅπως ὁ κατάλογος ἐγκρίνηται ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅπως τοῦτο ἔχῃ τὸ δικαίωμα, ἀλλοιώσεως καὶ μεταβολῆς αὐτοῦ, προσθήκης ἢ διαγραφῆς ὀνομάτων διὰ κανονικοὺς λόγους, ἀναμφιβόλως δύναται προκαλεῖν σοβαρὰς προστριβὰς καὶ ἀνωμαλίας μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν…τὶ δὲ συμβήσεται εἴ ποτέ τὸ μὲν Πατριαρχεῖον διαγράψῃ ὄνομά τι ἐκ τοῦ καταλόγου, ἡ δὲ Ἱερὰ Σύνοδος καὶ ἡ Ἱεραρχία θεωρῇ αὐτὸ ἄξιον πρὸς ἐκλογήν; Ὅθεν, σκόπιμον καὶ κανονικὸν ὑπολαμβάνομεν ὅπως τὸ μὲν Πατριαρχεῖον ποιῆται διὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τάς περὶ ἐκλογίμων συστάσεις, ἡ δὲ τελικὴ κρίσις ἀφεθῇ τῇ Ἱερᾲ Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος…».
Τελικά, το Πατριαρχείο σε ένα δεύτερο Γράμμα, από γ΄ Αυγούστου 1929, εις απάντηση του παραπάνω των Αθηνών, αποδέχεται την τελευταία επιχειρηματολογία-διευκρίνιση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Απαντά ως εξής: «…Εἰς τὸ καὶ ἐν ταῖς σκέψεσι δὲ ταύταις ἐκδηλούμενον καὶ βεβαιούμενον πρὸ παντὸς πνεῦμα τῆς πολλῆς ἀγάπης καὶ στοργῆς καὶ τιμῆς τῆς πεφιλημένης ἀδελφῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας πρὸς τὴν καθ’ ἡμᾶς Μητέρα Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ἀφορῶντες καὶ τούτου τὴν ἀξίαν ἐν ταῖς σκέψεσιν ἡμῶν προτάσσοντες, ἔγνωμεν μηδαμῶς περαιτέρω περὶ τῶν σημείων τούτων πολυπραγμονῆσαι καὶ ἐμμεῖναι εἰς ὅσα περὶ αὐτῶν προλαβόντως ὡς ἀναγκαῖα κρίναντες ἀπεφασίσαμεν, ἀλλὰ μετὰ πρόφρονος τῆς διαθέσεως, χάριν τῆς ἐν πᾶσιν ἁρμονικῆς ὁμογνωμίας, τροποποιοῦντες τὴν περὶ αὐτῶν ἀπόφασιν ἡμῶν, ἀποδέξασθαι πλήρως τὴν περὶ αὐτῶν γνώμην καὶ τὴν διατύπωσιν, ἥτις ἐκτίθεται καὶ ἐπεξηγηματικῶς ἀναλύεται ἐν τῇ ὡς ἄνω ἐπιστολῇ τῆς Ὑμετέρας φίλης Μακαριότητος…».
Τελικά, και μετά την κρίση αυτή του 2003 κ. ε., ο Κατάλογος από μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος – αλλά και της Εκκλησίας ΚΠόλεως νομίζω – κείται «προς υπόδειξιν» και όχι «προς έγκρισιν», κατά τα ανωτέρω επίσημα κείμενα με τις ενδοσυνοδικές διευκρινίσεις και επεξηγήσεις. Ενώ έγινε αποκατάσταση, καθαρά κανονικής εσωτερικής υφής, σημείων από μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είχαν ατονήσει στο διάβα του χρόνου. Ενώ κάποια άλλα κρίσιμα σημεία βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα, λόγω διαφορετικής ερμηνείας και νοοτροπίας, που όμως δεν ευοδούνται από κανονικής και εννόμου τάξεως και στα πλαίσια των «ιστορικών ισορροπιών».
Αυτή, λοιπόν, Μακαριώτατε, σεβαστό ακροατήριο, είναι η εις βάθος ιστορική ανάλυση και κρίση του Ζητήματος του Καταλόγου, το οποίο, κυρίως, με απασχόλησε προσωπικά ως ερευνητή τότε, με την ελπίδα συμβολής προς όφελος αμφοτέρων των Εκκλησιών, τις οποίες – τολμώ να πω – υπηρετώ ακαδημαϊκώς επί 50 σχεδόν χρόνια ανιδιοτελώς και ανυστεροβούλως και συνεχίζω να το πράττω, αδιαφορώντας για πικρίες και στενοχώριες, που έχουν καταντήσει να είναι αυτές το άλας της ζωής μας, πλην γλυκύθυμο άλας.
5. Βέβαια, η εξάσκηση της «ιστορικής ισορροπίας» δεν είναι πάντοτε αυτονόητη μόνο μέσω των κειμένων συμπεφωνημένων. Χρειάζεται ανάλογη προσέγγιση και σε προσωπικό επίπεδο, ιδία των Κεφαλών και των Ανωτάτων Οργάνων Διοικήσεως. Μεταφέρω εδώ σχετική σοφή απάντηση του Μακαριωτάτου μας σε ερώτημα συνεντεύξεως, που μεταδίδει το Εκκλησιαστικό Πρακτορείο ΡΟΜΦΑΙΑ- Romfea.gr, 1 Μαρτίου 2011, υπό τον τίτλο: «Αρχιεπίσκοπος. Ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους δεν συνάδει με την ορθόδοξη παράδοση». Στο ερώτημα: «Ποιά η γνώμη Σας για τον διαχωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία», απαντά ο Μακαριώτατος: «Η σωστή λύση είναι η συναλληλία. Τούτο, ωστόσο, δεν είναι αυτονόητο. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα πρόσωπα».
6. Για το δεύτερο σκέλος της Ανακοινώσεώς μας, «Η φιλολογική αξία των δύο κανονικών κειμένων μας», τούτο μόνο τηλεγραφικά επισημαίνουμε εδώ, γιατί χρειάζεται ειδική για το φιλολογικό αυτό Ζήτημα άλλη Ανακοίνωση.
Πρόκειται για δύο κείμενα κλασσικού φιλολογικού κάλλους μοναδικής ομοειδούς διαρθρώσεως και διατυπώσεως, πολύ εύκαμπτης διπλωματίας διά της καλλιεπείας, όπως θα διαπιστώσατε από την ανάγνωση αποσπασμάτων των.
Εμείς οι αρχαιότεροι έχουμε από παιδείας και εκπαιδεύσεως την δυνατότητα εντρυφείας σ’ αυτό το είδος Γραμματείας. Γιατί οι νέοι διανοούμενοι, με την πρώτη και δεύτερη ανάγνωση των κειμένων αυτών, δηλώνουν απορία και άγνοια, ως απορρυθμισμένοι γλωσσικά, ένεκα των πάσης φύσεως εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της τελευταίας γενιάς, των καιρών μας.
Σας ευχαριστώ για την ακρόαση


Β΄ ΚΕΙΜΕΝΟ

Συνοδική Πράξις της Ιεράς Συνόδου Αθηνών,
20 Νοεμβρίου 1928

Π ρ ᾶ ξ ι ς 
«Συναντιλαμβάνεσθαι ἀλλήλαις τάς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί συντρέχειν πρός τά ἑκάστοτε αὐταῖς συμβαίνοντα τῶν πρωτίστων αὐτῶν εἰσι καθηκόντων καί τῆς θεοστηρίκτου αὐτῶν ἑνώσεως τεκμήριον περιφανέστατον. Καί γάρ σῶμα Χριστοῦ εἰσι καί μέλη ἐκ μέρους. Οἱ πολλοί ἕν Σῶμα ἐσμέν ἐν Χριστῷ, τό δέ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη. Τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει τοίνυν Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, κρίμασιν οἷς Κύριος οἶδε, περιστάσεσι δειναῖς ὑπαχθείσης καί μή δυναμένης κυβερνᾶν τάς ἐν τῷ Θεοφρουρήτῳ Ἑλληνικῶ Κράτει ἐκκλησιαστικάς αὐτῆς Ἐπαρχίας, ἐζητήθη τρόπος διακυβερνήσεως αὐτῶν παρά τῆς ἐν τῷ Κράτει Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, τάξιν καί ἔννομον κατάστασιν αὐταῖς ἀσφαλίζων, μή μέντοι γε διασπῶν τήν πρός τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν καί τόν προκαθήμενον αὐτῆς Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κανονικήν συνάφειαν καί ἀναφοράν. Ἐπί τούτοις καί νόμον ἐψηφίσατο ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων, πάντα τ' ἀνωτέρω κατοχυροῦντα, διά δέ τῆς ἀπό δ'. παριππεύσαντος μηνός Σεπτεμβρίου ενεστῶτος ἒτους Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως, ὅτι ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐπιδοκιμάζουσα τά νομοθετηθέντα, ἀνατίθησιν ἐπιτροπικῶς τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας τήν διοίκησιν τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐκκλησιαστικῶν Ἐπαρχιῶν αὐτῆς. Ἡ Δ. Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέξατο προθύμως τήν διοίκησιν τῶν ἐν Ἑλλάδι Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπό τούς ἑξῆς ὅρους :
********************
γ'.) Οἱ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Ἀρχιερεῖς ἐκλέγονται ἐφεξῆς κατά τά ἐν τοῖς σχετικοῖς νόμοις περί ἐκλογῆς Ἀρχιερέων τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁριζόμενα, ὡς ἀπαιτεῖ καί ὁ νόμος 3615 ἐκ καταλόγου εκλογίμων, ἐν’ ᾧ ἐγγράφονται καί οἱ ἑκάστοτε ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν ὑποδεικνυόμενοι καί ἔχοντες τά ὑπό τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν νόμων ὁριζόμενα προσόντα

Ανδρέας Θεοδώρου: Εξήγηση της α΄ ωδής του κανόνος του Ακαθίστου ύμνου

Ωδή Α’. Ο Ειρμός
«Ἀνοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος και λόγον ἐρεύξομαι, τῇ βασιλίδι Μητρί· και ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων και ἄσω γηθόμενος ταύτης τα θαύματα».
Θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει από Πνεύμα άγιον και θ’ απευθύνω λόγον προς την βασίλισσα Μητέρα του Θεού· και θα με δουν να πανηγυρίζω με φαιδρότητα, ψάλλοντας με ευφρόσυνη χαρά τα θαυμαστά μεγαλεία της.
Ο προφορικός λόγος είναι η εξωτερίκευση του μυστικού ενδιάθετου λόγου. Εκφράζεται με τα όργανα ομιλίας· είναι λόγος στοματικός. Και οι δύο λόγοι – ενδιάθετος και προφορικός – είναι εκδηλώματα της πνευματικής υποστάσεως του ανθρώπου, της εικόνας του Θεού, η οποία έχει την ικανότητα να διαλέγεται εσωτερικά με τον εαυτό της και τον Θεό και να επικοινωνεί εξωτερικά με τους άλλους ανθρώπους. Τα υπόλοιπα ζώα δεν έχουν λόγους. Έχουν μονάχα ένστικτα, φυσικές κινήσεις και ορμές. 
Οι λόγοι που βγαίνουν από το στόμα του ανθρώπου εξωτερικεύουν το εσωτερικό περιεχόμενο της καρδίας του. Η ποιότητά τους εκφράζει την ποιότητα του εσωτερικού βάθους της ψυχής. Έτσι από μιά αγαθή καρδιά θα προέλθουν λόγοι καλοί και αγαθοί, λόγοι ήπιοι και ειρηνικοί, καθαροί και άγιοι- ενώ από μιά πονηρή και σαλεμένη καρδιά θα προέλθουν λόγοι αγριεμένοι και σκληροί, βρωμεροί και αναίσχυντοι. Από την ευλογημένη από τον Θεό ψυχή θ’ ακουστούν λόγια οικοδομής, παρακλήσεως και αγάπης, λόγια σεμνά και εύφημα, όσα αγνά και προσφιλή, «ει τις αρετή και ει τις έπαινος»· ενώ από μιά ψυχή κυριαρχημένη από τα πνεύματα της ακαθαρσίας, που ζει μακριά από τον Θεό, θ’ ακουστούν κατάρες και βλαστήμιες, λόγια υβριστικά και συκοφαντικά, λόγια δόλια, πικρά και μοχθηρά, που τόσα κακά συσσωρεύουν στην κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.
Ο ποιητής του Ειρμού νιώθει κι αυτός βαθιά την ανάγκη ν’ ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει. Η καρδιά του κατακλύζεται από πλήθος ενδιάθετα λόγια, που συνωθούνται, ζητώντας να βρουν διέξοδο από το στόμα του. Επιθυμεί να εκφράσει τους εσωτερικούς του διαλογισμούς. Οι διαλογισμοί του όμως δεν είναι τυχαίοι και κοινοί. Είναι διαλογισμοί καρδιάς στην οποία κυριαρχεί το Πνεύμα του Θεού. Προτίθεμαι – λέγει – ν’ ανοίξω το στόμα μου, το οποίον θα γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού (όπως γεμάτη από το αυτό Πνεύμα είναι εσωτερικά και η ψυχή του). Προτίθεμαι δε να πω λόγια ανυμνητικά προς τη Μητέρα του Θεού, που είναι βασίλισσα του ουρανού και της γης, αλλά και μητέρα των πιστών, της Εκκλησίας και ολόκληρης της κτίσεως. Θα πω κι εγώ λόγια ανυμνητικά, σαν κι αυτά που λέγουν οι άγγελοι στην ολόφωτη Κόρη της θείας Βασιλείας! Θα είναι δε τόση η πνευματική ευφορία της καρδιάς μου, τόσος ο συνεπαρμός της ψυχής μου, ώστε οι άνθρωποι θα διαπιστώσουν πάραυτα το σκίρτημα της χαράς μου, βλέποντάς με να πανηγυρίζω με φαιδρότητα και με ευχαρίστηση να συνθέτω ύμνους για να τραγουδήσω τα πολλά θαύματα που την στεφανώνουν, να μελωδήσω τις χάρες της στο πεδίο του χριστολογικού μυστηρίου, στο οποίον ο Υιός άξια τοποθέτησε την περίσεμνη Μητέρα!
Τροπάρια
«Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον, ἐσφραγισμένην σε Πνεύματι, ὁ μέγας Ἀρχάγγελος, Ἁγνή, θεώμενος, ἐπεφώνει σοι· Χαῖρε χαρᾶς δοχεῖον, δι’ ἧς τῆς προμήτορος ἀρά λυθήσεται».
Βιβλίον έμψυχο στο οποίο γράφτηκε ο Χριστός, βλέποντάς σε, Αγνή, ο μέγας Αρχάγγελος, σου εφώναζε· Χαίρε δοχείον της χαράς, δια της οποίας θα λυθεί η κατάρα που επιβλήθηκε (από τον Θεό) στην προμήτορα (Εύα).
Στο έμψυχο βιβλίο της Μαρίας, δηλαδή στην ανθρώπινη φύση της και ειδικότερα στο άχραντο και πανακήρατο σώμα της, γράφτηκε, δηλαδή καταχωρήθηκε, η ανθρώπινη φύση του Χριστού απ’ ευθείας από τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος, χωρίς την ανθρώπινη συνέργεια, που είναι απαραίτητη στη βιολογική διαδικασία κάθε άλλης φυσικής ανθρώπινης συλλήψεως. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο υπηρέτης του θαύματος, είχε σταλεί από τον Θεό για να μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα στην ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ. Το θαύμα που αντίκρυζε ο Άγγελος ήταν μεγάλο και παράδοξο. Από τη μια μεριά, έβλεπε μια Κόρη πάναγνη, γεμάτη από καλοσύνες και χάρες, αστράφτουσαν από αρετές και χαρίσματα, θέαμα που και για τον ίδιο ήταν πρωτόγνωρο, και που υπερέβαιναν σε καθαρότητα και αυτήν την πνευματική και άϋλη φύση του· και από την άλλη, έβλεπε τον Πλάστη του, τον αχώρητο της κτίσεως δημιουργό, τον καλύπτοντα παλάμη τα σύμπαντα και συνέχοντα δρακί την κτίση, να σμικρύνεται τόσο, ώστε να χωρέσει στο φωτεινό χωρίο της Παρθένου! Μη μπορώντας δε να κατανοήσει το ακατανόητο, ξέσπασε στον ύμνο της χαράς που δονούσε την άϋλη φύση του, αναφωνώντας· χαίρε Κόρη πανύμνητε, που είσαι το δοχείο της χαράς τόσο του ουρανού, των νοερών δηλαδή ταξιαρχιών, όσο και της γης, των ανθρώπων της οδύνης, του μόχθου και της βιοτικής κακώσεως. Και ποιος είναι ο λόγος της τόσο μεγάλης χαράς; Διότι στο πρόσωπό σου, στο φωτεινό χωρίο σου, στη σκηνή σου την πνευματοΰφαντη και θεοχώρητη, θα καταργηθεί η κατάρα της προμήτορος. Θα καταργηθεί εκείνο που η πρώτη φυσική μητέρα της ζωής, η Εύα, τόσο αλόγιστα και με τα ίδια της τα χέρια έπλεξε σαν βαριά κληροδοσία για το γένος των ανθρώπων ολόκληρο· η κατάρα που πήρε από τον Θεό για τη θλιβερή συνέντευξή της με το πνεύμα της αποστασίας, με την καταπάτηση της εντολής του Θεού, την παρακοή της, που γέμισε με πόνο το ανθρώπινο, με δάκρυα και στεναγμούς. Αυτή η λύση ήταν η μεγάλη αιτία της χαράς!
«Ἀδάμ ἐπανόρθωσις, χαῖρε Παρθένε Θεόνυμφε, τοῦ Ἅδου ἡ νέκρωσις· χαῖρε, Πανάμωμε, τό παλάτιον, τοῦ μόνου Βασιλέως, χαῖρε θρόνε πύρινε, τοῦ Παντοκράτορος».
Χαίρε συ Παρθένε, που είσαι η επανόρθωση (του πταίσματος) του Αδάμ και η νέκρωση του Άδη. Χαίρε συ Κόρη Πανάμωμε, που είσαι το αστραφτερό παλάτι του μόνου Βασιλέως (του Θεού), ο πύρινος θρόνος στον οποίο κάθεται ο Παντοκράτωρ Κύριος.
Στην υπόθεση του ύμνου της χαράς προβάλλει τώρα και ο Αδάμ. Η χαρά της Παρθένου περιπτύσσεται και τον προπάτορα. Δια του ασπασμού του Αγγέλου δεν λυτρώνεται μονάχα η Εύα που πρωτοστάτησε, στην τραγωδία της Εδέμ, αλλά και ο Αδάμ, ο οποίος έμμεσα συνήργησε στο πτωτικό εκείνο δράμα. Άνδρας και γυναίκα, ο κορμός του δέντρου της ζωής, ήσαν αλληλέγγυοι στην τραγική περιπέτεια. Όπως μαζί γεννήθηκαν, έτσι μαζί και πέθαναν. Γύρω από αυτούς εκτυλίσσεται έκτοτε η τραγική υπόθεση της υπάρξεως, ο θάνατος και η ζωή, κουβαλώντας την αθλιότητα και τη φθορά της φύσεως. Διά της Παρθένου συντελείται η επανόρθωση του Αδάμ. Αυτό που χάλασε στον Προπάτορα, διορθώνεται στην ολόφωτη και ταπεινή Κόρη. Το δράμα της αρχαίας Εδέμ βρίσκει τη λύση του στη νέα Εδέμ της Χάριτος, στην περίσεμνη νύμφη του Θεού. Η φύση που τόσο τραγικά έπεσε, αποβάλλοντας τη θεοείδεια και τη θεομορφία της, αναστηλώνεται τώρα, βρίσκοντας την παλαιά της ευγένεια και εύκλεια, την προπτωτική της καθαρότητα και ομορφιά, στη θεοχώρητη μήτρα της Παρθένου, όπου ο Θεός, ντυμένος τον άνθρωπο, οδηγεί την εικόνα του στην αρχαία της καθαρότητα, την οποίαν είχε μόλις βγήκε από τα χέρια του, πριν από τη μελάνωση της φθοράς και την ασχήμια του θανάτου.
Το θαύμα της Παρθένου είναι συνάμα η νέκρωση του Άδη. Η επανόρθωση της φύσεως αντιστοιχεί στη νέκρωση του Άδη, ο οποίος, ως χωρίο υποδοχής των νεκρών, μεταφορικά σημαίνει το θάνατο, είναι προσωποποίηση του θανάτου. Αν ο θάνατος, ως φθορά και αποσύνθεση της ζωής, είναι το τίμημα της αμαρτίας, το οποίο με τη σειρά του ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής, διά της υπακοής της Παρθένου στο πρόσταγμα του Θεού και κατ’ επέκταση της κενωτικής υπακοής του Υιού της στην προαιώνια λυτρωτική βουλή του Θεού Πατρός, καταλύεται η αμαρτία και δι’ αυτής ο θάνατος, στα νικημένα λείψανα του Άδη. Ο Άδης ηττάται και στην πένθιμή του επικράτεια φυτρώνουν τα λουλούδια της χαράς. Η μήτρα της Παρθένου γίνεται η νέα Εδέμ της χάριτος και της χαράς!
Είναι περαιτέρω το παλάτιο, το καθαρό και άμωμο, στο οποίον ευδόκησε να κατοικήσει ο μόνος Βασιλεύς. Είναι ο θρόνος ο πύρινος, ο φλογισμένος από τη φωτιά του Θεού, ο πυρωμένος από την ενέργεια της χάριτος, στον οποίο κάθεται εξουσιαστικά και αναπαύεται καταδεκτικά ο ποιητής και λυτρωτής του σύμπαντος. Δεν είναι μικρή η χαρά αυτή της Παρθένου, που έγινε το μελωδικό τραγούδι αγγέλων και ανθρώπων!
«Ρόδον τό ἀμάραντον, χαῖρε, ἡ μόνη βλαστήσασα- τό μῆλον τό εὔοσμον, χαῖρε ἡ τέξασα· τό ὀσφράδιον, τοῦ πάντων Βασιλέως· Χαῖρε ἀπειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα».
Χαίρε συ που από τη θεοχώρητη σάρκα σου βλάστησε το ρόδον που δεν μαραίνεται· που γέννησες το μήλον που μοσκοβολά· η μυρωδιά του Βασιλέως των όλων· Χαίρε Συ, που έγινες μητέρα, χωρίς να γνωρίσεις γάμον· Συ που είσαι η σωτηρία του κόσμου.
Ο κάλαμος του υμνωδού είναι ακατάσχετος, εξυμνώντας τις χάρες της Πανάγνου. Πλημμυρίζει από αισθήματα ιερού ενθουσιασμού και χαράς. Εξακολουθεί να ψάλλει το απερινόητο θαύμα. Αλήθεια, μπορεί γλώσσα ανθρώπου να σταματήσει ποτέ, να βρει κατάληξη στην ανύμνηση των θαυμασίων της Παρθένου; Μπορεί γλώσσα, και η πιο τρανή και λάλη, να μελωδήσει επάξια τη χάρη Εκείνης; Ασθμαίνει ο νους και πληγώνεται ο λόγος στην προσπάθειά του να υφάνει ύμνους «συντόνως τεθειγμένους», κατάλληλους να εξυμνήσουν την απειρία του μητροπάρθενου κλέους!
Στο τροπάριο ο στιχουργός προσπαθεί ν’ ανυμνήσει την Παρθένο, χρησιμοποιώντας εικόνες και εκφράσεις από τη φυσική του εμπειρία. Τι άλλο μπορεί να προσφέρει η φτωχική πέννα του; Μπορεί τάχατες ο νους να δρασκελίσει το θαύμα, να φθάσει στους πυλώνες του μυστηρίου, ν’ ανοίξει το αβυσσώδες και απόκρυφο και να νοήσει το απερινόητο και ακατάληπτο; Τι κατόρθωσε τάχα ο μέγας εκείνος Μωυσής στη φανέρωση του Θεού πάνω στο Όρος; Είδε, σκεπασμένος στην πέτρα, τα οπίσθια μόνον του Θεού που περνούσε από κοντά του, ένα μικρό μέρος όχι της ακοινώνητης θείας ουσίας του αλλά της κοινωνητής δόξας του.
Την χαιρετίζει ως βλαστήσασαν «ρόδον το αμάραντον»· τον αμαράντινο βλαστό που βγήκε από την ουσία του Θεού, που γεννήθηκε αϊδίως από τον Πατέρα, του οποίου φέρει απαράλλακτη την ουσία, είναι ισοστάσιος, ισότιμος και ισοδύναμος με Εκείνον, και ποτέ δεν φθίνει ούτε μαραίνεται· ο οποίος, ως άφθιτος και αιώνιος, ζει εις τον αιώνα, εχει αθανασίαν, και της βασιλείας αυτού «ουκ έσται τέλος». Την χαιρετίζει ως τέξασαν «μήλον το εύοσμον», τον ευωδιαστό καρπό της ουσίας του Πατρός, τον Υιόν του τον Μονογενή, τον γεννηθέντα πρό πάντων των αιώνων, που είναι ο χαρακτήρ και το απαύγασμα της δόξης του Γεννήτορος, ο «ομοούσιος τφ Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο». Το οσφράδιον (το σώμα που αναδίδει ευωδίαν) του «πάντων Βασιλέως». Την χαιρετίζει ως «απειρόγαμον», που δεν γνώρισε γαμική σχέση με άνδρα, ήταν «απείρανδρος», αν και μνηστευμένη με τον Ιωσήφ, ο οποίος τηρούσε απλώς χρέη μνήστορος και όχι φυσικού συζύγου της Μαρίας.
Είναι δε, τέλος, κόσμου διάσωσμα. Όχι ότι αυτή έσωσε τον κόσμο, πράγμα που επιτέλεσε μόνον ο παντοδύναμος Θεός, αλλά διότι δευτερευόντως και έμμεσα συνήργησε στο λυτρωτικό θαύμα, ως παράσχουσα τη δυνατότητα της θείας ενανθρωπήσεως, τη μητρότητά της στον Υίόν του Θεού, τον «απάτορα εκ Μητρός» και «αμήτορα εκ Πατρός».
«Ἁγνείας θησαύρισμα, χαῖρε, δι’ ἧς ἐκ τοῦ πτώματος, ἡμῶν ἐξανέστημεν χαῖρε ἡδύπνοον κρῖνον, Δέσποινα, πιστούς εὐωδιάζον· θυμίαμα εὔοσμον, μύρον πολύτιμον».
Χαίρε Συ, που είσαι ο ακένωτος θησαυρός της αγνείας, Συ, που μας σήκωσες από τη δεινή πτώση μας στην αμαρτία. Χαίρε, Δέσποινα, που είσαι το ευωδιαστό κρίνο που μυρίζεις τους πιστούς· το εύοσμο θυμίαμα και το μύρο το πολύτιμο.
Οι εικονικές εκφράσεις του στιχουργού συνεχίζονται. Χαιρετίζει την Παρθένο ως «αγνείας θησαύρισμα». Θησαυρό χαρισμάτων ακένωτο, θήκη ακτινοβόλο αγνότητος και ομορφιάς, πρωτόγνωρης στον φθαρτό αυτό κόσμο, του κάλλους της οποίας ηράσθη ο Βασιλεύς του παντός τόσο, ώστε ν’ ανοίξει την πύλη της για να περάσει από αυτήν στον κόσμο, την οποίαν (πύλη) κανένας άλλος δεν πρόκειται ν’ ανοίξει, αλλά θα παραμείνει «κεκλεισμένη» εις τον αιώνα.
Η πάναγνη Μητέρα του Θεού μας βοήθησε, με τη θέση της στο απερινόητο θαύμα του Υιού της, να σηκωθούμε από τη δεινή πτώση μας στην αμαρτία, πράγμα που δεν μπορούσαμε να πετύχουμε με τις δικές μας δυνάμεις όλοι εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Και η Παρθένος φυσικά ήταν άνθρωπος, φέρουσα και αυτή την αμαρτία του Προπάτορα. Η χάρη όμως που είχε από το Πνεύμα του Θεού ήταν τέτοια, ώστε έσβησε πάραυτα την επαχθή κληρονομιά του Αδάμ κατά την ώρα του Ευαγγελισμού και της χάρισε τη σχετική εκείνη αναμαρτησία που μόνη αυτή αξιώθηκε να έχει μεταξύ των θνητών ανθρώπων. Μόνο σ’ ένα τέτοιο δοχείο καθαρό και πάλλευκο μπορούσε να κατοικήσει ο Υιός του Θεού. Αν έλειπε η Μαρία, ως συνθήκη απαραίτητη της θείας ενανθρωπήσεως, θα μπορούσε άραγε να έλθει στον κόσμο ο Υιός του Θεού;
Στη συνέχεια η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «κρίνον ηδύπνοον», ως λουλούδι που σκορπίζει γλυκειά κι ευχάριστη ευωδιά, που οι μυρουδιές του κατακλύζουν και ομορφαίνουν τις ψυχές των πιστών ως «θυμίαμα εύοσμον» και «μύρον πολύτιμον», που ευφραίνουν μυστικά τις καρδιές εκείνων, που έχουν κλείσει μέσα τους το θαύμα της Παρθένου και ανυμνούν εν σιγή τα άφθαρτα μεγαλεία της· εκείνων, που λαμβάνουν στα χείλη τους το όνομα της περίσεμνης Κόρης, όχι για να το κατακλύσουν με το βορβορώδη οχετό της βρωμερής και αναίσχυντης ακαθαρσίας τους (Θεέ μου φύλαγε τον άνθρωπον όχι μόνο να μη εκστομίζει, αλλά και να μην ακούει τις δαιμονικές κατά της Πανάγνου βλαστήμιες και, χωρίς να θέλει, να ζει τις πικρές ώρες μιας τόσο μεγάλης και απύθμενης αναισχυντίας), αλλά να το τιμήσουν και να το δοξάσουν, να μεγαλύνουν το πάνσεπτο όνομα της πανακήρατης Κόρης, που είναι τιμιότερο του ονόματος των Χερουβίμ και ασυγκρίτως ενδοξότερο της λαμπρότητος και αίγλης των Σεραφείμ!
πηγή: Ανδρέα Θεοδώρου, “Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε”, εκδ. Αποστολική Διακονία-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ



ΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος
==============
«Εμείς που πέσαμε, ας πολεμάμε προπαντός τον δαίμονα της απογοητεύσεως.
Διότι αυτός έρχεται κοντά μας την ώρα της προσευχής και, υπενθυμίζοντας την προηγούμενη κατάσταση της καθαρότητας, επιδιώκει να μας απομακρύνει από την προσευχή.
Μη παραξενεύεσαι λοιπόν κι’ αν ακόμη πέφτεις καθημερινά, ούτε να δραπετεύεις απ’ τον αγώνα, αλλά να στέκεσαι γενναία.
Έτσι ο άγγελος, που σε φιλάει, θα σεβασθεί την υπομονή σου.
Όταν το τραύμα είναι ζεστό και πρόσφατο, εύκολα γιατρεύεται.
Τα χρόνια όμως τραύματα, που είναι μάλιστα αφρόντιστα και διαποιημένα, δύσκολα θεραπεύονται και χρειάζονται πολύ κόπο και φάρμακα και νυστέρια και καυτηριασμούς.
Όμως πολλά που είναι ανίατα ή χρειάζονται μακροχρόνιες θεραπείες, θεραπεύονται από τον Θεό, στον Οποίο τα πάντα είναι δυνατά.
Προ της πτώσεως οι δαίμονες μας υποβάλλουν πως ο Θεός είναι φιλάνθρωπος.
Ύστερα όμως από την πτώση λένε πως ο Θεός είναι σκληρός.
Μην πιστεύεις σ’ Αυτόν που, ύστερα από πτώσεις σε μικρά ελαττώματα, σου λέει:
Αυτό δεν θάπρεπε να το κάνεις ή αυτό δεν είναι τίποτε.
Διότι πολλές φορές το θυμό του δικαστή τον εξουδετερώνουν τα μικρά δώρα».
ΠΗΓΗ:
Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας Πατρών

Θεραπεία τοῦ Σεληνιαζομένου υἱοῦ; Ματθ. 17,14-21. Μᾶρκ. 9,14-29 Λουκ. 9,37~43*

undefined


«Ἐγένετο δὲ τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ» τὴν ἑπομένην δηλαδὴ ἡμέραν ἀπὸ τῆς μεταμορφώσεώς Του «κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς». Ὁ Κύριος μετὰ τῶν τριῶν μαθητῶν Τοῦ κατῆλθεν ἀπὸ τοῦ ὄρους εἰς τοὺς πρόποδας αὐτοῦ, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ ἄλλοι ἐννέα μαθηταί καὶ ὁ λαός. Ὁ Κύριος κατελθών κατευθύνεται ἐκεῖ, ὅπου ἦσαν οἱ ἄλλοι ἐννέα μαθηταί. Ὁ Κύριος καὶ οἱ τρεῖς μαθηταί «ἐλθόντες πρὸς τοὺς μαθητάς εἶδον ὄχλον πολὺν περὶ αὐτοὺς καὶ Γραμματεῖς συζητοῦντας πρὸς αὐτούς». Οἱ ἐννέα Ἀπόστολοι στηριζόμενοι εἰς τὴν ἐξουσίαν, ἥτις ἐδόθη εἰς αὐτοὺς (1) νὰ ἐκδιώκωσι τὰ δαιμόνια, προσεπάθησαν νὰ θεραπεύσωσι δαιμονιζόμενόν τινα υἱόν ἀλλά δεν ἠδυνήθησαν.Οἱ Γραμματεῖς εὑρισκόμενοι ἐκεῖ καὶ ἰδόντες τὴν ἀδυναμίαν ταύτην ἐνέπαιζον πιθανὸν αὐτοὺς καὶ τὸν Διδάσκαλόν των. Οἱ ἐννέα Ἀπόστολοι συζητοῦν μετ’ αὐτῶν ὑπερασπίζοντες τὸν Διδάσκαλόν τῶν. Ὁ λαὸς συνεκεντρώθη γύρω ἀπ' αὐτούς. Κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην φθάνει καὶ ὁ Ἰησοῦς μετὰ τῶν τριῶν ἄλλων μαθητῶν ἐκ τοῦ ὄρους. «Εὐθύς πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες Αὐτόν ἐξεθαμβήθησαν» ἐξεπλάγησαν, οἱ ἄνθρωποι, διότι ὁ Κύριος ἐνεφανίσθη ἐπικαίρως καὶ ἀπροσδο-κήτως, ὅτε οἱ 9 μαθηταὶ Του ἐπολεμοῦντο ὑπό τῶν Γραμματέων ἤ διότι κατ' ἄλλους — τὸ ὀλιγώτερον πιθανόν— ἔφερεν ἀκόμη ἀρκετὴν αἴγλην εἰς τό πρόσωπον. Αὐtoῦ ἐκ τῆς μεταμορφώσεώς Του. Ἡ αἴγλη αὕτη ὀλίγον χρόνον διήρκεσεν, διότι εὐθύς οἱ ἄνθρωποι «προστρέχοντες ἠσπάζοντο Αὐτόν».

Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τοὺς προστρέξαντας πρὸς Αὐτόν. «Τί συζητεῖτε πρὸς αὐτοῦ;» Ποῖον εἶναι τὸ θέμα τῆς συζητήσεως σας μὲ τοὺς μαθητάς Μου; Εἰς τὴν ἐρώτησιν ταύτην «ἰδού ἀνὴρ τοῦ ὄχλου προσῆλθεν Αὐτῷ γονυπετῶν καί ἐβόησε λέγων. Κύριε δέομαί Σου ἐπίβλεψαι καὶ ἐλέησον μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται και κακῶς πάσχει. Μονογενής μου ἐστίν». Πατήρ τις ἔχων δαιμονιζόμενον υἱόν παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦν νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Aἱ διάφοροι κρίσεις τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ συμβαίνουσι κατὰ διαφόρους φάσεις τῆς σελήνης, ἐξ οὗ ἡ δαιμονοπληξία ὀνομάζεται σεληνιασμός. Ὁ πατὴρ περιγράφει τὰς κρίσεις ταύτας τοῦ υἱοῦ του ὡς ἑξῆς. «Κύριε ἤνεγκα πρὸς Σὲ τὸν υἱόν μου ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον».- Ὁ υἱός οὗτος δηλαδὴ κατείχετο ὑπὸ πονηροῦ πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἔκαμε τὸ θῦμα του ἄλαλον, ἀνίκανον νὰ ὁμιλήσῃ. Πλὴν αὐτοῦ τὸ πονηρὸν τοῦτο «πνεῦμα λαμβάνει αὐτὸν καί ἐξαίφνης κράζει καὶ ρὴσσει» ἤτοι «σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ» τό ὁποῖον ἐξάγει ἐκ τοῦ στόματός του. «Τρίζει τοὺς ὀδόντας καί μόλις ἀποχωρεῖ απ’ αὐτοῦ ὁ δαίμων συντρίβων αὐτόν». Μετὰ τοὺς σπασμοὺς αὐτούς, τὸ τράνταγμα αὐτὸ ὁ δαιμονιζόμενος υἱός «ξηραίνεται» γίνεται ἄκαμπτος σὰν τὸ ξηρὸν ξύλον, ἀναισθητεῖ καὶ «πολλάκις πίπτει εἰς τὸ πῦρ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ» προσθέτει ὁ δυστυχὴς πατήρ. Ὁ πατὴρ γνωρίζει εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὅτι «ἐδεήθην τῶν μαθητῶν Σου, ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτὸ καί οὐκ ἠδυνήθησαν». Παρεκάλεσα τοὺς μαθητάς Σου νὰ θεραπεύσωσιν αὐτόν, ἀλλά δὲν ἠδυνήθησαν.

Ὁ Κύριος ἐπιπλήττων τὴν ὀλιγοπιστίαν τῶν μαθητῶν Του καὶ τοῦ πατρὸς τούτου καὶ τὴν ἀπιστίαν τοῦ λαοῦ, ἕνεκεν τῆς ὁποίας δὲν ἐθεραπεύθη ὁ υἱός οὗτος, λέγει ὦ «γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» Ἡ γενεὰ τοῦ Κυρίου ἐδῶ εἶναι κυρίως ἡ τῶν Φαρισαίων. Αὕτη δὲν ἦτο μόνον ἄπιστος, ἀλλά καὶ διεστραμμένη, διότι παρ' ὅλα τὰ θαύματά Του ἔμεινεν ἄπιστος εἰς Αὐτόν. Διά τοῦτο λέγει πρὸς αὐτήν: "Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας εἰς μάτην διδάσκων ὑμᾶς; ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι ἀπιστοῦντας εἰς Ἐμέ καὶ εὑρισκόμενος μαζί σας;'Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἦτο ἀνοχή! Ὁ Κύριος ἐν τῇ ἀγανακτήσει Του ταύτη συμπονῶν πατέρα καί υἱόν—, ὁποία μεγαλοπρέπεια!—λέγει πρὸς τὸν πατέρα: «φέρετε αὐτὸν πρὸς ἐμέ. Καί ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς Αὐτόν», ὠδήγησαν τὸν δαιμονιζόμενον υἱόν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. «Ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ» πρὸς τὸν Ἰησοῦν «τὸ δαιμόνιον ἰδὼν» τὸν Ἰησοῦν διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ παιδίου «ἔρρηξε αὐτὸν» μετὰ πατάγου ἔρριψε κατὰ γῆς «συνεσπάραξεν αὐτὸν» ἐτάραξε μὲ σπασμοὺς ὅλον τὸ σῶμα του καὶ ὁ δαιμονιζόμενος υἱός «πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων». Τὸ πονηρὸν πνεῦμα ὁμιλεῖ ἄλλοτε αὐτὸ τὸ ἴδιον καὶ ἄλλοτε διὰ τοῦ παιδίου. Ὁ Κύριος, ἵνα διδαχθῇ ὁ λαὸς τὸ μέγεθος τοῦ πονηροῦ τούτου πνεύματος καὶ αἰσθανθῇ τὴν ἐκ τῆς θεραπείας τοῦ υἱοῦ τούτου θείαν Του δὺναμιν, ἐρωτᾷ τὸν πατέρα˙ «πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονε αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε˙ παιδιὸθεν. Πολλάκις καί εἰς πῦρ αὐτόν ἔβαλλεν καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν». Ὁ πατὴρ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν μαθητῶν εἰς τὸ νὰ θεραπεύσωσι τὸν υἱόν του ὀλιγοπιστῶν,καὶ εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλά καὶ ἐν πλήρει συντριβῇ λέγει πρὸς τὸν Ἰησοῦν: «Εἰ τί δύνῃ, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθείς ἐφ’ ἡμᾶς». Ἂν δύνασαι, βοήθησέ μας!

Ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία ἀπαιτεῖ καὶ τὴν πίστιν τοῦ θὲραπευομένου. Διά τοῦτο ὁ Κύριος φροντίζων νὰ διεγείρῃ τὴν πίστιν τοῦ πατρὸς καὶ ἐκ μετριοφροσύνης ἀποδίδων τὴν θεραπείαν εἰς τὴν πίστιν ταύτην λέγει τὸ «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Ὁ πατὴρ συγκεντρώνων τὰς ὀλίγας δυνάμεις τῆς πίστεώς του καὶ αἰσθανόμενος, ὅτι δὲν εἶναι, ὅσον ἔπρεπε, πιστός, λέγει μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Ἰησοῦν «πιστεύω βοὴθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ» ἤτοι βοήθησον μὲ τὸν ὀλιγόπιστον. Αὐτό ἤθελε καὶ ὁ Κύριος, τὴν πίστιν ταύτην. Ἔπειτα προβαίνει εἰς τὸ θαῦμα ὡς ἑξῆς:

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν εὑρισκόμενος ὄχλος συγκεντρώνεται πλησίον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος, ἀποφεύγων πάντοτε τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ ὄχλου «ἰδών, ὅτι ἐπισυντρέχει ὁ ὄχλος» ὅτι συγκεντρώνεται ὁ λαὸς «ἐπετίμησε τῷ πνεὺματι τῷ ἀκαθάρτῳ» διέταξε τὸν διάβολον «λέγων αὐτῷ τὸ ἄλαλον καί κωφόν πνεῦμα ἐγώ ἐπιτάσσω σοι, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καί μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Ὀνομάζεται ὁ κατέχων τὸν υἱόν τοῦτον πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφόν, διότι προκαλεῖ εἰς τὸ θῦμα του κωφότητα καὶ βωβαμάραν. Τὸ πονηρόν πνεῦμα ὑπακούει εἰς τὴν ἐντολήν τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἀφίνων τὰ τελευταῖα δείγματα τῆς κακίας του ἐπὶ τοῦ θύματός του «κράξαν» τὸ ἴδιον «καί πολλά σπάραξαν» τὸ θῦμα Του «ἐξῆλθεν». Ὁ δὲ υἱός «ἐγένετο ὡσεί νεκρός, ὥστε τοὺς πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν». Ὁ Ἰησοῦς λίαν συμπαθῶς «κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἤγειρεν αὐτόν». Ὁ υἱός «ἐθεραπεύθη ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης καὶ ἀνέστη» καί ἠγέρθη, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἐθεράπευσε τὸν υἱόν τοῦτον «ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρί αὐτοῦ» τὸν παρέδωκε εἰς τὸν πατέρα Του. Πάντες οἱ ἄνθρωποι βλέποντες ταῦτα «ἐξεπλήσσοντο ἐπί τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ», ἐξεπλήσσοντο διὰ τὰ μεγάλα ταῦτα ἔργα τὰ προερχόμενα ἐκ τοῦ θεοῦ.

Μετὰ ταῦτα «εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς οἶκον oἱ μαθηταί αὐτοῦ κὰτ’ ἰδίαν ἐπηρώτων αὐτόν, διατὶ ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν» δὲν μπορέσαμεν «ἐκβαλεῖν αὐτὸ» νὰ ἀποδιώξωμεν τὸ πονηρόν δηλαδὴ αὐτὸ πνεῦμα; Ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾷ: «διά τὴν ὀλιγοπιστίαν ὑμῶν». Οἱ Ἀπόστολοι εἶχον λάβει ἐξουσίαν νὰ ἐκδιώκωσι τὰ δαιμόνια. Πεποιθότες ὅμως εἰς τὴν ἰδίαν των δύναμιν καὶ μὴ καταφυγόντες εἰς τὴν προσευχήν, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ θεραπεύσωσιν αὐτόν. Διά τοῦτο ὁ Κύριος λέγει πρὸς τοὺς Ἀποστόλους Του «τοῦτο τὸ γένος» τῶν δαιμόνων γενικῶς «ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Ὁ Κύριος δεικνύων τὴν δύναμιν τῆς πίστεως ἐνισχυόμενην ὑπό τῆς προσευχῆς σὺμπληροῖ λέγων: «ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβα ἔνθεν ἐκεῖ καί μεταβήσεται καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν». Πίστις ὡς κόκκος σινὰπεως εἶναι ἡ θερμὴ πίστις, ὡς θερμὸς εἶναι ὁ σιναπόσπορος. Αὕτη δύναται ὄρη νὰ μετακίνησῃ, λέγει ὁ Κύριος. Εἶναι ἀληθές, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δὲν μετεκίνησαν ὄρη, διότι δὲν παρέστη ἀνάγκη τοιαύτη. Ἀνέστησαν ὅμως νεκροὺς μὲ τὴν πίστιν των, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον, ὅπως ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀνώτερον τῆς μετακινήσεως τῶν ὀρέων.



Θέμα: Ἀνατροφὴ τῶν τέκνων.

Εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν περικοπὴν τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ δίδεται ἡ ἀφορμὴ νὰ ἐξετάσωμεν τὰς ἐλλείψεις καὶ τὸν τρόπον τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ζωῆς μας. Ἂς ἴδωμεν.

Α. Ἐξωχριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν παδίων:

Προκειμένου νὰ ἴδωμεν τὰς ἐλλείψεις τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδίων, πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν τὸ παιδὶ καὶ τοὺς διδασκάλους του. Ἐπειδὴ δὲ διδάσκαλοι τοῦ παιδίου πλὴν τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ οἰκογένεια, καὶ τὸ σχολεῖον, θὰ ἴδωμεν τὴν φύσιν τοῦ παιδίου, τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς διδασκάλους αὐτοῦ.

Πρῶτον. Ἡ φύσις τοῦ παιδίου: Ἐκ τῆς ἀνωτέρω εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἴδομεν, ὅτι ὁ υἱός «κακῶς σεληνιάζεται. Πολλάκις πίπτει εἰς τὸ πῦρ, πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ καὶ ξηραὶνεται». Ἡ δὲ ζωὴ μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ παῖς πὰρ’ ὅλην τὴν ἀπλότητα καὶ εἰλικρίνειαν ποὺ ἔχει εἰς μικράν ἡλικίαν, ὅσον προχωρεῖ εἰς τὴν ἡλικίαν, ὁ ἐγωϊσμός, τὸ πεῖσμα, ἡ ζήλεια καὶ τὰ λοιπὰ πάθη εἶναι ψεγάδια τῆς παιδικῆς ἡλικίας ἀναντίρρητα. Ἡ εἰκών τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς δὲν ὑπολείπεται πολλάκις τοῦ παιδικοῦ δαιμονίου ὑγιοῦς υἱοῦ. Καὶ τὸ παιδί, ὅταν εὑρίσκεται ὑπὸ τὸ κράτος, πάθους τινός, τινάζεται, ξηραίνεται, κακῶς δαιμονίζεται. Ἡ κακία πηγάζουσα ἐκ τῶν πρωτοπλάστων Ἀδάμ—Εὔας εἶναι κληρονομικὴ ἐπομένως παρουσιάζεται καὶ εἰς τά παιδιὰ καὶ εἶναι βαθεῖα.

Δεύτερον. Οἱ γονεῖς: Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς μανθάνομεν, ὅτι ὁ πατὴρ ἦτο ὀλιγόπιστος καὶ ὁ Κύριος ὠνόμασε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν πατέρα τοῦτον «γενεὰν ἄπιστον» καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας ταύτης δὲν ἐθεραπεύθη ὁ υἱός, πρὶν παρουσιασθῇ ὁ Χριστός. Πράγματι! Αἱ ἀτέλειαι τῶν γονέων ἐπιδροῦν πολὺ εἰς τὴν μὴ ὀρθήν διαπαιδαγώγησιν τῶν τέκνων των ἰδίως δὲ ἡ ἀπιστία των. Καὶ συγκεκριμένως: Ἡ ἀπρόσεκτος συμπεριφορὰ τῶν συζύγων εἰς ζητήματα αἰδημοσύνης, αἱ ἀδυναμίαι τῶν γονέων ἐνώπιον τῶν τέκνων, ἡ προσκόλλησις τῶν γονέων εἰς τὸ χρῆμα, ὥστε ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ νὰ συντρίβῃ ψυχικῶς τοὺς γονεῖς, ἐπιδροῦν ὀλεθρίως εἰς τὰ τέκνα. Ὄχι αἱ συμβουλαὶ τῶν γονέων, ἀλλά τά ἄπρεπα λόγια τῆς στιγμῆς ἐπιδροῦν εἰς τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα εἶναι εὔφλεκτος ὕλη εἰς τὰ λόγια ταῦτα τῆς στιγμῆς τῶν γονέων, διότι οἱ μικροὶ εἶναι κατάσκοποι τῶν μεγάλων!

Τρίτον. Τὸ σχολεῖον: Ὁ δαιμονιζόμενος υἱός δὲν ἐθεραπεύθη ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, διότι ὅπως ἐβεβαίωσεν ὁ Κύριος δὲν εἶχον οὗτοι τὴν ἀνάλογον πίστιν οὐδὲ τὴν προσευχήν. Ἐάν οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἠδυνήθησαν νὰ θεραπεύσωσι τὸν υἱόν, διότι ἐστεροῦντο ἀναλόγου πίστεως, πολὺ περισσότερον δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ διώξῃ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ παιδιὰ τὸ σχολεῖον, τὸ ὁποῖον ἔχει διδασκάλους ἀπίστους. Δυνατὸν οἱ μορφωμένοι διδάσκαλοι ἀλλά ἄπιστοι νὰ δώσωσιν εἰς τὰ παιδιὰ γνώσεις πολλάς. Δὲν δύνανται ὅμως νὰ διώξωσιν ἀπὸ τὰ παιδιὰ οὐδὲ ἕν δαιμόνιον. Διά τὴν ζήλειαν, τὸ ψεῦδος, τὴν ἀπάτην, τὸ πεῖσμα, τὸν θυμὸν καὶ λοιπὰ πάθη, τά ὁποῖα ἐμφωλεύουν εἰς τὴν καρδίαν τῶν παιδιῶν, δὲν καταβάλλεται φροντὶς νὰ ἐκριζωθῶσι, διότι ἡ προσοχὴ τοῦ σχολείου στρέφεται κυρίως εἰς τὰς γνώσεις ὑπό τάς δύο ὄψεις τὴν μνήμην καὶ τὴν κρίσιν. Αὐτὰ ἀναπτύσσονται καὶ βαθμολογοῦνται. Ἡ διαγωγὴ βαθμολογεῖται μόνον χωρὶς νὰ διαπαιδαγωγῆται, ὅπως παιδαγωγεῖται ἡ μνήμη καὶ ἡ κρίσις. Πῶς τὸ σχολεῖον θὰ βγάλη τὸ δαιμόνιον ἀπὸ τὸ παιδί, τὸ ὁποῖον παιδὶ ἔχει τόσην κάκιαν, τό δὲ σχολεῖον ἄνευ Χριστοῦ ἔχει τόσην ἀδυναμίαν;

Ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ αἰσθανθεὶς τὴν ἀδυναμίαν τοῦ παιδιοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴν ἰδικήν του κατέφυγεν εἰς τὸν Χριστὸν. Καὶ ἡμεῖς ἔχοντες, ὑπ’ ὄψιν τὴν παιδικὴν φλόγα τῶν παθῶν, τὴν οἰκογενειακὴν καὶ σχολικὴν ἐλλιπῆ διαπαιδαγώγησιν, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ καταφύγωμεν εἰς τὸν Χριστόν, διότι μόνον Αὐτός θὰ βγάλη τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ παιδιά.



Β. Ἡ Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ  τ ῶ ν  π α ι δ ί ω ν.

Τὰ παιδιὰ θὰ εὕρουν τὴν χαρὰν των εἰς τὸν Χριστὸν, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα μεγάλο παιδί. Τὰ παιδιὰ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν θὰ εὕρουν τὸ ἄναμμά των καὶ συμπλήρωμά των. Θὰ ἀνάψῃ ὅ,τι καλὸν ἔχουν καὶ θὰ ἀποκτήσουν ὅ,τι τοὺς λείπει. Καὶ συγκεκριμένως: Ἡ ἁπλότης τοῦ μικροῦ παιδιοῦ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν θὰ συμπληρωθῇ ὑπό τῆς καθαρότητας. Τὸ παιδὶ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν δὲν θὰ ἔχη μόνον τήν φυσικήν του χαράν, ἀλλά καὶ καρδίαν καθαράν. Ἡ φυσικὴ εἰλικρίνεια, ἡ ὁποία ὑπάρχει εἰς τὰ μικρὰ παιδιά, ὅταν αὐτὰ εὑρεθοῦν κοντὰ εἰς τὸν Χριστόν, θὰ εὕρῃ σπουδαῖον τρόπον ἐκδιώξεως τῶν δαιμονίων διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως. Ποῖος ἱερεὺς ἐξωμολόγησε μικρὰ παιδιὰ καὶ δὲν εἶδε τὴν παιδικὴν εἰλικρίνειαν πεντακάθαρη; Τὰ παιδιὰ εἶναι ἀπρόσεκτα καὶ αἱ πτώσεις των πολλαί. Ἡ εἰλικρίνειά των ὅμως ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι τόσον φυσική, ὥστε προσφέρει ὅλο σιτάρι, κόκκους καθαρούς ἐνοχῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἐξομολογήσεις τῶν μεγάλων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξομολογούμενοι προσφὲρουσι ὀλίγους κόκκους ἐνοχῆς, τὰ περισσότερα δὲ λόγια των εἶναι ἄχυρα ἀπὸ βάσανα καὶ ἱστορίες ἤ ἁμαρτίες ἄλλων. Ἑπομένως ἡ ἁπλότης, χαρὰ καὶ εἰλικρίνεια, τὰ στολίδια τῆς παιδικῆς ἡλικίας θὰ ἐνισχυθῶσι καὶ θὰ συμπληρωθῶσι ὑπό τῆς καθαρότητος καὶ τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ ὡδήγησε τὸ παιδίον του εἰς τὸν Χριστόν. Τὸ αὐτὸ πρέπει νὰ κάμωσι καί οἱ γονεῖς εἰς τά παιδιά τῶν. Πρέπει νὰ ὁδηγοῦν αὐτὰ εἰς τὸν Χριστόν. Πρέπει δηλαδὴ οἱ γονεῖς νὰ προπορεύωνται εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὥστε νὰ ἐκκλησιάζωνται. Πρέπει οἱ γονεῖς ὄχι μόνον νὰ στέλλουν τὰ παιδιὰ των εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, ἀλλά νὰ ἐξομολογοῦνται καὶ αὐτοί, ὅπως ἐξωμολογήθῃ καὶ ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ τὴν ὀλιγοπιστίαν του εἰς τὸν Χριστόν. Πρέπει οἱ γονεῖς μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ των νὰ προσέρχωνται εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Πόσον ὡραῖον νὰ βλέπῃ τὶς γονεῖς νὰ συμπροσεὺχωνται μὲ τὰ παιδιὰ των! Πόσον συγκινητικὸν γονεῖς νὰ συμψάλλουν μὲ τὰ παιδιὰ των. Τότε θὰ φύγουν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἐὰν οἱ γονεῖς στέλλουν μόνον τὰ παιδιὰ των εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐξομολόγησιν, θείαν κοινωνίαν, αὐτοὶ δὲ ἀδιαφοροῦσιν, οὐδόλως οἰκοδομοῦσιν αὐτά.

Τί νὰ εἴπῃ τις διὰ τοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐμποδίζουσιν ἤ εἰρωνεύονται τὰ παιδιὰ των, ὅταν αὐτὰ θρησκεύωσι; Αὐτοὶ πρῶτοι θὰ πληρώσωσι τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας των, διότι τὰ δαιμόνια τῶν παιδιῶν αὐτῶν θὰ στραφοῦν κατὰ τῶν γονέων των καί θὰ ποτίσουν αὐτοὺς μὲ δηλητήριον. Ἰδοὺ ἡ φύσις τοῦ παιδίου μακρὰν καὶ πλησίον τοῦ Χριστοῦ. Ἰδοὺ αἱ ἀτελεῖς διαπαιδαγωγήσεις σχολικαὶ καὶ οἰκογενειακαὶ καὶ αἱ συμπληρώσεις αὐτῶν.

Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ θρησκευτικὴ διαπαιδαγώγησις τῶν παιδιῶν φαίνεται ἐκ τοῦ ἑξῆς: Ὁ βαθύπλουτος Κροῖσος ἠρώτησε τὸν σοφὸν Σόλωνα, ποῖος εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Σόλων ἀπαντᾷ: Ὁ Βίτων καὶ ὁ Κλέοβις, διότι θησκευτικῶς παιδαγωγηθέντες ὑπό τῆς μητρὸς των ἐφάνησαν εὐγνώμονες εἰς αὐτὴν κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. Ἡ μήτηρ τῶν δύο αὐτῶν υἱῶν μετέβαινε τακτικὰ εἰς τὸν ναόν. Ἡμέραν τινά, ἐπειδὴ ἔλειψαν οἱ ἵπποι τοῦ ὀχήματος, ἐζεύχθησαν οἱ δύο οὗτοι υἱοὶ καὶ ἔφερον ἐγκαίρως τὴν μητέρα των εἰς τὸν ναόν. Ἐκεῖ κοιμηθέντες οἱ δύο υἱοί κατόπιν προσευχῆς τῆς μητρὸς των, ὅπως ἐπιτύχωσιν οὗτοι τὸ μέγιστον ἀγαθόν, ἀπέθανον ἐν τῷ ναῷ! Ἐὰν τοιαύτην ἰδέαν εἶχον οἱ πρὸ Χριστοῦ διὰ τὴν θρησκευτικὴν ἀνατροφήν, ποίαν σημασίαν πρέπει νὰ δίδωμεν ἡμεῖς διὰ τὰ παιδιὰ εἰς τὴν Χριστιανικὴν ἀνατροφήν; Ἂς ὁδηγήσωμεν λοιπόν τὰ παιδιὰ εἰς τὸν Χριστόν!


(1) Μάρκ. 6,7-13





B.  Δευτέρα πρόρρησις τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ματθ. 17,22-23. Μάρκ. 9,30—32-, Λουκ. 9,43β—45.


Ὁ Κύριος καὶ οἱ μαθηταὶ Του «ἐξελθόντες ἐκεῖθεν» ἐκ τῶν μερῶν δηλ. τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου, ὅπου ἐθεραπεύθη ὁ σεληνιαζόμενος υἱός «παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας καί οὐκ ἤθελεν, ἵνα τις γνῷ». Ὁ Κύριος δηλαδή, ἵνα ἀποφύγῃ τὸν κοσμικὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ ἵνα εὑρίσκεται μόνος μετὰ τῶν μαθητῶν Του παρασκευάζων αὐτοὺς διὰ τὸ πάθος του «παρεπορεύετο» ἤτοι διήρχετο πόλεις καὶ κώμας χωρὶς νὰ σταματήσῃ ἤ ἐπορεύετο διὰ τῶν μὴ κεντρικῶν ὁδῶν τῶν πόλεων.

«Πάντων δὲ θαυμαζόντων ἐπί πᾶσι, οἷς ἐποίει καί συστρεφομένων αὐτῶν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ». Ἐνῷ δηλαδὴ ὅλοι ἐθαύμαζον διὰ τὸ θαῦμα τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ καὶ τὰ ἄλλα θαύματα, τὰ ὀποῖα ἔκαμνε καὶ ἐνῷ περιεφέρετο ὁ Κύριος μετὰ τῶν μαθητῶν Τοῦ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, «ἐδίδασκε» συνεχῶς καὶ κατ' ἐπανάληψιν ἐτόνιζεν εἰς «τοὺς μαθητάς αὐτοῦ καί ἔλεγεν αὐτοῖς˙ θέσθε ὑμεῖς εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους», δέσατε κόμπον καλὰ εἰς τὸ μυαλό σας, ὅτι «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται» ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων «εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καί ἀποκτενοῦσιν Αὐτὸν» θὰ τὸν φονεύσωσι «καί ἀποκτανθείς τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἐγερθήσεται» καὶ φονευθείς θὰ ἀναστηθῇ τὴν τρίτην ἡμέραν. Οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ταῦτα «ἐλυπήθησαν σφόδρα». Ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἐπί τοῦ ὄρους μεταμόρφωσίν Του στρέφει τὸ βλέμμά Του εἰς τὸν Γολγοθάν, διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἀναβῇ εἰς Ἱεροσόλημα, ἵνα σταυρωθῇ. Οἱ μαθηταὶ ἀδυνατοῦν νὰ συνδέσουν τὰ δύο ταῦτα ὄρη, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συνδυάσωσι μεταμόρφωσιν καὶ σταύρωσιν. Δία τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγει δι΄ αὐτούς. «Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα τοῦτο» τῆς σταυρώσεως. Δὲν ἐνόουν τὴν σταύρωσίν Του, διότι ἦσαν πλήρεις πολιτικῶν μεσσιανικῶν ἀντιλήψεων. Ὁ Λουκᾶς προσθέτει καὶ ἄλλο τί: «τὸ ρῆμα τοῦτο ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ’ αὐτῶν, ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ καί ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι Αὐτὸν περί τοῦ ῥήματος τούτου». Ἡ ἀλήθεια δηλαδὴ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, ἦτο ἀκατανόητος, πολὺ βαρεῖα διὰ τὸν νοῦν τῶν Ἀποστόλων. Ἡ θεία πρόνοια, ἵνα μὴ συντριβῶσιν οἱ Ἀπόστολοι ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἀληθείας ταύτης καὶ ὦσι ἐν διαρκεῖ κατηφείᾳ ἐπέτρεπε νὰ μὴ ἐννοῶσι τὴν φρικτὴν ὄψιν τοῦ σταυροῦ πλήρως. Ἐφοβοῦντο δὲ νὰ ἐρωτήσωσι καὶ τὸν Ἰησοῦν, ἵνα μὴ λυπήσωσιν Αὐτὸν καὶ ἐπιτιμηθῶσιν ὑπ' Αὐτοῦ, ὡς ἐπετιμήθη καὶ ὁ Ἀπόστ. Πέτρος, ἴσως δὲ καὶ ἵνα μὴ ἀκούσωσι τρομερώτερα πράγματα.

Οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἐνόησαν «τὸ ρῆμα» τὸν λόγον περὶ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ἐνόησαν ὅμως κάποιο ἄλλο σπουδαῖον σημεῖον, τὸ ἑξῆς. Προλέγων ὁ Κύριος τὸ πάθος Του, δηλοῖ, ὅτι ἐκουσίως πάσχει, εἶναι κύριος τοῦ πάθους Του. Ἑπομένως ὁ πειρασμὸς τοῦ ἀπροσδόκητου τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου δὲν πρόκειται νὰ ἐπηρεάσῃ τελικῶς τοὺς μαθητάς Του περὶ δῆθεν ἀποτυχίας τοῦ ἔργου Του,

Ἡ πρόρρησις αὕτη τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου θεωρεῖται δευτέρα, ἄν καὶ πρό ταύτης ὑπῆρξαν δύο ἄλλαι ἐν Ματθ. 16,21 καὶ 17,12, διότι ἡ πρώτη 16,21 θεωρεῖται κύρια πρόρρησις. Ἡ ἄλλη ἐν 17,12 ἦτο συμπτωματική. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἦτο ἀκατανόητος ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, διότι ἐθεωρεῖτο ἐσχάτη ἀδυναμία διὰ τὸν Ἀρχηγὸν των καί ἀπελπισία διὰ τὸν ἑαυτὸν των. Καί ὅμως ὁ Σταυρὸς εἶναι δύναμις καί ἐλπίς.



Θέμα: Ὁ Σταυρὸς δύναμις – Ἐλπὶς

Α. Ὁ Σταυρός δύναμις. Ὁ Σταυρὸς εἶναι δὺναμι.ς πρός τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὑλικὸν κόσμον και τoν ἔμψυχον κόσμον ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων.

α) Ὁ Σταυρός δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν βλέπωμεν τὸν Ἰησοῦν ἐγκαταλελειμμένον εἰς τήν μανίαν τῶν σταυρωτῶν του καὶ παραδίδοντα τὴν ἁγίαν Του ψυχὴν ἐν μέσῳ τόσων σκληρῶν βασάνων μὴ φαντασθῶμεν, ὅτι περιῆλθεν εἰς τὴν ἀξιοθρήνητον ταύτην θέσιν ἀπὸ ἀδυναμίαν. Δὲν εἶναι ἡ σκληρότης τῶν βασανιστηρίων, τὰ ὁποῖα τὸν κάμνουν καί ἀποθνήσκει, εἶναι ἡ θέλησίς Του.Ὁ θάνατος πὰρ’ ἡμῖν προέρχεται ἐξ ἀδυναμίας, ἀπὸ ἐξάντλησιν. Ὁ Κύριος ἀποθνῄσκει, διότι τὸ θέλει. Ὁ Κύριος πρὶν σταυρωθῇ ὁμολογεῖ: «ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν». Ἰωάν. 10,18. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην ὁ Κύριος ἐξηπλωμένος ἐπί τοῦ σταυροῦ ἐξετάζει διὰ τῆς σκέψεως Του τά ὑπό τῶν προφητῶν περὶ ἐαυτοῦ γραφέντα καὶ «εἰδώς ὁ Ἰησοῦς, ὅτι τὰ πάντα τετέλεσται» ἐννοήσας, ὅτι ἅπασαι αἱ προφητεῖαι ἐξεπληρώθησαν πλὴν τοῦ πικροῦ ποτίσματος, ἵνα πληρωθῇ ἡ γραφὴ εἶπε «διψῶ». (1)

Μετὰ ταῦτα ἰδών, ὅτι οὐδὲν ἄλλο Τὸν κρατᾷ εἰς τὸν κόσμον, ὑψώνει τὴν φωνήν Του καὶ παραδίδει τὸ πνεῦμα μετὰ τοσαύτης ἠρεμίας, ὥστε εἶναι εὔκολον νὰ συμπεράνῃ τις, ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ τοῦ ἀφαίρεσῃ τὴν ζωήν. Ποῖον ἄλλον εἴδομεν νὰ κοιμᾶται μετὰ τοιαύτης γλυκύτητος, μεθ’ ὅσης ἀποθνῄσκει ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ; Οὐδένα! Ποῖος ἄλλος ὁρίζει τόσον ἀκριβῶς τὴν ὥραν τοῦ ὕπνου, καθ' ἥν θὰ κλείσουν τὰ βλέφαρά του, ὡς ὁρίζει ὁ Χριστὸς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου Του; Οὐδείς! Τὶς τῶν ἀνθρώπων μελετῶν ταξίδιον ὁρίζει τόσον ἐπακριβῶς τὴν ὥραν τῆς ἀναχωρήσεως καὶ ἀφίξεως, ὅσον ὁ Χριστός τὴν ὥραν τοῦ θανάτου Του; Οὐδείς! Δία τοῦτο ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος ζῶντος τοῦ Κυρίου οὐδόλως συνεκινήθη ἐκ τῆς τοῦ Κυρίου τύχης, ὅταν ὅμως ἀπέθανεν ὁ Κύριος, ὡμολόγησεν ἐκεῖνος τὴν θεότητα Του εἰπών «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἦν οὗτος.

Διατί; Διότι εἶδεν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ταύτῃ ἀδυναμίᾳ καὶ ἑξαντλήσει δύναμιν ἠρεμίας καὶ ἐλευθερίαν αὐτοδιαθέσεως. Ἰδοὺ ἡ πρώτη δύναμις τοῦ Ἐσταυρωμένου; Ἀποθνήσκει κατά τον Αὐγουστῖνον ἐκ δυνάμεως, ἐπειδὴ τὸ θέλει καί οὐχὶ ἐξ ἀδυναμίας παρὰ τὴν θέλησιν Του:Ὦ δύναμις Τοῦ Ἐσταυρωμένου!

β) Ὁ Σταυρός δύναμις πρός τό ὑλικόν σύμπαν.
Ὁ Σταυρικὸς θάνατος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σείσῃ ἐκ θεμελίων τὸν Οὐρανόν καὶ τὴν γῆν, διότι ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη «σκὸτος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τήν γῆν, τὰ μνημεῖα ἡνεῴχθησαν καί πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη καί τὸ καταπέτασμα» τὸ τέμπλον τοῦ Ναοῦ, ἂς εἴπωμεν σήμερον,«ἐσχίσθη εἰςδύο ἀπὸ ἄνω ἕως κάτω». Γενικῶς ὁ σταυρὸς δίδει ἕνα μάθημα, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν εἰς τὴν ἄψυχον φύσιν νὰ μὰθῃ ποῖον ἦτο τό χάος; ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθε καί εἰς τὸ ὁποῖον θὰ κατὴντα, ἂν δὲν συνετηρεῖτο ὑπό τῆς θείας προνοίας. Πόση εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ!

γ) Ὁ σταυρός πρός τόν ἄνθρωπον καί δαίμονας.
Ὁ σταυρὸς συνταράσσει ὄχι μόνον τὴν ἄψυχον φύσιν, ἀλλά τους δαίμονας καὶ τὸν ἐγωισμόν τῶν ἀνθρώπων. Ἰδοὺ πῶς. Μεγαλυτέρα νίκη εἶναι ἡ καθυπόταξις τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν συντριβὴν ὁλοκλήρου τῆς φύσεως, διότι οὐδὲν ἐν τῇ φύσει «ῥοῶδες καὶ ἀνυπότακτον ὅσον ἡ ἀνθρώπινη καρδία καὶ οὐδὲν ἄκαμπτον ὅσον ἡ τῶν δαιμόνων ὑπεροψία. Ὁ ἐγωϊσμὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ θεοῦ διότι ἀνῆλθε μέχρι τοῦ Θείου θρόνου καὶ ἐκρήμνισεν ἐκεῖθεν μερίδα ἀρκετήν καὶ ἐκλεκτήν τῶν Οὐρανίων πνευμάτων, τοὺς ἀγγέλους, κατὸπιν κατῆλθεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἀφοῦ μετέβαλε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἐγωϊστάς καὶ ἀντάρτας κατὰ τοῦ θείου θελήματος, ἔκαμε αὐτοὺς δούλους τοῦ κακοῦ.

Ὁ σταυρὸς ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὑπέταξε τοσαὺτας καὶ τοιαύτας καρδίας ἀνθρωπίνας, οἵας οὐδεμία ἄλλη δύναμις τοῦ κόσμου. Γύρω τοῦ σταυροῦ βασιλεῖς ἐναπέθεσαν τὰ σκῆπτρα καὶ τὰς βασιλικὰς ἀλουργίδας, παρθένοι ἀφιέρωσαν τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς των. Μάρτυρες ἔδωκαν τὸ αἷμα των, πλῆθος δὲ ὁσίων, ἀσκητῶν, ἱερομαρτύρων ἔζησαν τὸν σταυρὸν ὑποτάσσοντες τὸν ἐγωϊσμόν των. Ποῖα ὅπλα ἐχρησιμοποίησεν ὁ Κύριος κατὰ τῶν ἐχθρῶν τούτων; Μήπως κεραυνούς, ἀστραπάς ἤ τὴν μεγαλοπρεπῆ Του ἐμφάνισιν ἐνώπιον τῆς ὁποίας, τὰ ὑψηλότερα ὄρη τρέμουν, διαρρέουν ὡς τηκόμενος κηρός; Ὄχι! Ἀλλά αἱματωμένην καθέδραν, ὀνοζομένην σταυρόν, αἱμα χυνόμενον μετὰ σκληρότητος, θάνατον ἄτιμον, στέφανον ἐξ ἀκανθῶν. Καὶ πολὺ σοφὴ εἶναι ἡ ἐκλογὴ αὕτη. Θὰ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἐγωϊσμὸν μεγαλύτερον καὶ τὸν ἐγωϊστήν δαίμονα ὑπερόπτην, ἐὰν ἤθελεν ἐπέλθει κατ' αὐτοῦ μετὰ δυνάμεως. Ἡ ἀδυναμία πρέπει νὰ τὸν νικήσῃ, ἵνα ἡ ἧττα του εἶναι καὶ ταπείνωσίς του! Πρέπει νὰ ἡττηθῇ διὰ μέσου τινός, τὸ ὁποῖον περιφρονεῖ! Ὑψώθης ὦ Σατανᾶ, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μεθ' ὅλης σου τῆς δυνάμεως. Κατῆλθεν ὁ Θεὸς ἐναντίον σου μετὰ πάσης ἀδυναμίας, ἵνα δείξῃ πόσον περιφρονεῖ τὰ σχέδια σου. Ἠθέλησες νὰ γίνῃς Θεός τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας κατὰ τὸ φαινόμενον ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ γίνεται Θεός σου! Ὦ δύναμις τοῦ σταυροῦ! Ἡ ἐσχάτη ἀδυναμία ἔφερε τοιαῦτα ἀποτελέσματα, οἵα οὐδεμία ἄλλη δύναμις. Πολὺ καλὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καυχᾶται οὐχὶ εἰς τὰ θαύματα καὶ ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ἀλλά εἰς τὸν σταυρόν Του. «Ἐμοί μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰμή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου». Ὦ δύναμις τοῦ Σταυροῦ! Εἰς μάτην προσπαθοῦν οἱ δήμιοι Ρωμαῖοι στρατιῶται σταυρώνοντες τὸν Χριστὸν νὰ ξηράνουν τὸ ποταμὸν τῆς ζωῆς. Ὅσα περισσότερα πλήγματα καταφέρουν κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καὶ περισσότερον αἷμα χύνεται, τόσον ἀφθονωτέρα ἡ ζωὴ ἀναβρύει ἐκ τῶν πληγμάτων! Ὁ Χριστὸς εἶναι κεφαλάρι ὕδατος ζῶντος. Κάθε κτύπημα καὶ ζωή! Κτυπήσατε λοιπὸν σεῖς, δήμιοι σταυρωταί, μεθ’ ὅλης τῆς σωματικῆς σας δυνάμεως καὶ τῆς ψυχικῆς σας ἀγριότητος! Ἀνοίξατε πληγάς, θύρας καὶ παράθυρα ἀπό ὅλας τὰς πλευράς τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ἵνα διαρρεύσῃ ἡ ὡραία Του ζωή! Ματαιοπονεῖτε. Δὲν θὰ ῥεύσῃ, ἐὰν δὲν θελήσῃ Αὐτὸς ὁ ἴδιος. Μάλιστα! Ὅ,τι δὲν ἠδυνήθητε νὰ ἐπιτύχητε διὰ τῆς ἀγριότητάς σας τὸ ἐπέτυχεν Ἐκεῖνος διὰ τῆς ἀγάπης Του, διότι ἀπὸ ἀγάπην Του ἠθέλησε καὶ ἀπέθανε! Ἀφοῦ τοιαύτη εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ, αὐτὸς εἶναι ἡ ἐλπίς μας.


Β.' Ὁ Σταυρός—Ἐλπίς.

Οὗτος εἶναι ἡ ἐλπίς μας. Πράγματι. Ἡ πληθὺς τῶν ἁμαρτημάτων μας εἶναι μεγάλη. Εἰς ποίαν ἀπελπισίαν θὰ περιεπίπτομεν, ἀφοῦ ὁ στενὸς δρόμος, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς διατάσσει νὰ βαδίσωμεν, τὸ εὐόλισθον τοῦ δρόμου τούτου, τὸ ἀσθενές τῆς κυμαινόμενης καὶ ἀσταθοῦς θελήσεώς μας θὰ μᾶς ὠδήγουν εἰς ἀπείρους πτώσεις; Ὅταν ῥίψω ἕν βλέμμα εἰς τὰ μυστικὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας ἱκανῆς νὰ κρύψῃ τόσας καὶ τόσας πτυχάς στρεβλάς διεφθαρμένων κλίσεων, τῶν ὁποίων οὐδεμίαν γνῶσιν οὐδὲ κἄν ὑποψίαν ἔχω, φρίττω. Φρικιῶ, ὅταν συλλογισθῶ, ὅτι καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἀθῶα λόγια καὶ ἔργα ὑπάρχουν τὰ μολύσματα τοῦ κακοῦ! Ἐὰν ἕνας Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγεν«οὐδέν ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ’ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι» «δὲν αἰσθάνομαι συγκεκριμένον τι ἁμάρτημα καὶ ὅμως δὲν εἶμαι ἀπηλλάγμενος ἁμαρτιῶν» τί δύναμαι νὰ εἴπω ἐγώ, νὰ εἴπωμεν ἡμεῖς οἱ ἄθλιοι καὶ ἁμαρτωλοί; Ἔχομεν ὅμως ἐλπίδα τὸν Ἐσταυρωμένον, ὁ ὁποῖος ἐνισχύει τὴν ἀσθενῆ ἀνθρώπινην φύσιν, συγχωρεῖ τὰς πτώσεις..

Ὦ Σταυρὲ Πανσεβάσμιε, σὺ χύνεις μέσα εἰς τὴν ψυχὴν μας ἠρεμίαν. Ἐφ' ὅσον δύναμαι νὰ ἀγκαλιάσω τὸν σταυρόν, οὐδέποτε θὰ χάσω τὴν ἐλπίδα μου. Ἐφ' ὅσον βλέπω εἰς τὰ δεξιά τοῦ Οὐρανίου Πατρός, τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν φέροντα τὴν ἀνθρώπινην φύσιν σημαδεμένην εἰς τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας καὶ τὴν καρδίαν, τὴν κεφαλὴν μὲ τὰ σημάδια ἐκεῖνα τῆς ἀγάπης, τὰς πληγάς τὰς ὁποίας ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, οὐδόλως ἀπελπίζομαι, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται τὸ ἀσθενὲς ἀνθρώπινον γένος. Οὐδόλως ὁ τρόμος τῆς θείας μεγαλειότητος μὲ ταράσσει, ὥστε νὰ μὲ ἐμποδίζῃ νὰ πλησιάσω καὶ νὰ σκεπασθῶ εἰς τὴν θείαν εὐσπλαγχνίαν. Ἡ σταυρωμένη θεία σὰρξ εἶναι ἄσυλον τῆς ἀνθρωπίνης μου ἀδυναμίας. Ὁ Σταυρὸς μὲ βεβαιοῖ, ὅτι θὰ ἐλεηθῶ. Ὁποία ἐλπίς!

Ποίαν δύναμιν παρηγορίαν καὶ ἐλπίδα ἔχει ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὴν δύναμιν, παρηγορίαν καὶ ἐλπίδα ποὺ δίδει καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ εἰς τοὺς διαφόρους ἁγίους καὶ ἀσκητάς. Εἷς ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Οὗτος ἐν ἐρήμῳ εὐρισκόμενος ὑφίστατο πολλούς πειρασμοὺς ὁμοίους πρὸς τοὺς τοῦ Κυρίου, ὅταν ἐπειράζετο ὑπό τοῦ Σατανᾶ ἐν ἐρήμῳ ἐπὶ 40 ἡμέρας· ἐνεφανίζετο δηλαδή ὁ Σατανᾶς ὑπὸ μορφὴν ὄφεων καὶ ἀγρίων θηρίων. Ὅταν ἔκαμνε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ὁ Ἅγιος, οἱ δαίμονες ἔφευγον. Ἔλεγε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του. Τὸ ὅπλον τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Ὅπως φεύγει τὸ σκυλὶ πρὸ τῆς μάστιγος, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ διάβολος πρὸ τοῦ Σταυροῦ. Ἰδοὺ λοιπὸν διατὶ ὁ σταυρὸς εἶναι δύναμις καὶ ἐλπίς ἡμῶν

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 3 Απριλίου 2011.

 

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 3 Απριλίου 2011.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακας).

(Μάρκου κεφ. θ' στίχοι 17-31).


Κείμενο:


«Τω καιρώ εκείνω άνθρωπός τις προσήλθε τω Ιησού γονυπετών αυτώ και λέγων διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. Και όπου αν αυτόν καταλάβη, φήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται· Kαι είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν. ο δε αποκριθείς αυτώ λέγει ώ γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών; φέρετε αυτόν προς με. Και ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν. Και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων. Και επηρώτησε τον πατέρα αυτού· πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ; ο δε είπε· παιδιόθεν. Και πολλάκις αυτόν εις το πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν αλλ’ ει τι δύνασαι, βοήθησαν ημίν σπλαγχνισθείς εφ' ημάς. ο δε Ιησούς είπεν αυτώ το εί δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. Και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδιού μετά δακρύων έλεγε- πιστεύω, κύριε βοήθει μου τη απιστία. Ιδών δε ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτώ· το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ' αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Και κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. ο δε Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός ήγειρεν αυτόν και ανέστη. Και εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί επηρώτων αυτόν κατ' ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. Και είπεν αυτοίς· τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία. Και εκείθεν εξελθόντες παρεπορεύοντο δια της Γαλιλαίας και ουκ ήθελεν ίνα τις γνώναι. εδίδασκε γαρ τους μαθητάς αυτού ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και αποκτανθείς τη τρίτη ήμερα αναστήσεται».

Μετάφραση:


Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε· Διδάσκαλε,· σου έφερα το γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο· Και όπου τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται· και είπα στους μαθητές σου για να το βγάλουν και δεν μπόρεσαν. Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε και λέγει· Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και του το έφεραν. Και όταν το παιδί είδε τον Ιησού, αμέσως το πονηρό πνεύμα το τράνταξε και έπεσε στη γη και κυλιόταν αφρίζοντας. Και ο Ιησούς ρώτησε τον πατέρα του· Πόσος καιρός είναι από τότε που το έπαθε; Και ο πατέρας είπε· Από τότε που ήταν παιδί. Και πολλές φορές και στη φωτιά τον έριξε και στο νερό για να τον ξεκάμει· μα αν κάτι μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησε μας. Και ο Ιησούς του είπε· Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ' εκείνον που πιστεύει. Και αμέσως έβαλε φωνή ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και είπε· Πιστεύω Κύριε· βόηθα με στην απιστία μου. Και όταν είδε ο Ιησούς πως μαζεύεται κόσμος, μίλησε αυστηρά στο ακάθαρτο πνεύμα και του λέγει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, να βγεις από το παιδί και να μην ξαναμπείς σ' αυτό. Και το πνεύμα, αφού έβαλε μεγάλη φωνή και τράνταξε δυνατά το παιδί, βγήκε· και το παιδί έγινε σαν νεκρό, ώστε πολλοί να λέγουν πως πέθανε. Και ο Ιησούς το ‘πιασε από το χέρι και το σήκωσε και εκείνο στάθηκε ορθό. Και όταν ο Ιησούς πήγε στο σπίτι οι μαθητές του τον πήραν κατά μέρος και τον ρωτούσαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Και τους είπε· Τα πονηρά πνεύματα με κανέναν τρόπο δε βγαίνουν παρά μόνο με προσευχή και με νηστεία. Και αφού βγήκαν από εκεί διάβαιναν κρυφά μέσα από τη Γαλιλαία και κανείς δεν ήθελε να το ξέρει. Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε πως ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και αφού πεθάνει την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.


Σχόλια:

ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ «Διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε....» ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΗΡΞΕ η αγάπη και απέραντη η στοργή του Κυρίου μας προς τα παιδιά και τους νέους κατά την επίγεια ζωή Του. Όταν κάποτε στην πόλη της Καπερναούμ ρωτήθηκε από τους μαθητές Του, ποιός θα είναι ο μεγαλύτερο και πιο διακεκριμένος στη Βασιλεία των ουρανών, ο Κύριος προσκάλεσε ένα παιδί, το έστησε ανάμεσα τους και είπε: «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18, 3). Ο ευαγγελιστής Μάρκος μας διασώζει μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια της συμπεριφοράς του Κυρίου: «Και εναγκαλισάμενος αυτό» (Μαρκ. 9, 36). Έκφραση απέραντης στοργής και τρυφερής αγάπης προς την αθώα παιδική ηλικία. Άλλοτε πάλι μητέρες του έφεραν τα μικρά παιδιά τους για να τα ευλογήσει. Οι μαθητές τις επέπληξαν και τις εμπόδισαν. Ο Κύριος τότε θα παρέμβει αγανακτισμένος για την πράξη τους και θα πει: «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς εμέ, και μη κωλύετε αυτά. Των γαρ τοιούτων εστί η βασιλεία του Θεού» (Μαρκ. 10,14). Την αγάπη του Χριστού για τα παιδιά και τους νέους φανερώνουν και τα θαύματα Του. Ανέστησε τη νεκρή κόρη του αρχισυναγωγού Ιαείρου (Λουκ. 8, 40-42 & 49-56). Απάλλαξε την κόρη της Χαναναίας από το ακάθαρτο πνεύμα που τη βασάνιζε (Ματθ. 15, 21-28). Θεράπευσε τον άρρωστο γιο του βασιλικού στην Κανά της Γαλιλαίας (Ιω. 4, 46-54). Ανέστησε τον μονάκριβο γιο της χήρας στη Ναΐν (Λουκ. 7, 11-17). Και ακόμη θεράπευσε, όπως μας ιστορεί η σημερινή ευαγγελική περικοπή, το δυστυχή εκείνο σεληνιαζόμενο νέο. Ο πονεμένος πατέρας του ευαγγελίου ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ ΒΑΘΙΑ ο πατέρας του δυστυχούς νέου πλησιάζει τον Κύριο. Πέφτει στα γόνατα και λέει: «Διδάσκαλε, ήνεγκα (= έφερα) τον υιόν μου προς σε...». Ιστορεί την τραγική κατάσταση του παιδιού του. Περιγράφει με φρίκη τα όσα έκανε κάτω από την επήρεια του δαιμονίου. Αναφέρει την αδυναμία των μαθητών, στους οποίους είχε καταφύγει, να το θεραπεύσουν. Και, τέλος, παρακαλεί να τον σπλαχνιστεί και να τον βοηθήσει. Ο Κύριος θα ζητήσει πίστη. Και ο δυστυχισμένος πατέρας θα φωνάξει: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Ο πόνος και τα δάκρυα του πατέρα, το φρικτό θέαμα του κυριευμένου από το δαιμόνιο νέου, θα συγκινήσουν τον Κύριο. Επιτιμά, λοιπόν, το ακάθαρτο πνεύμα και το διατάσσει να φύγει από το παιδί. Το δαιμόνιο κάτω από τη παντοδύναμη προσταγή του Κυρίου αναχωρεί. Ο νέος ελευθερώνεται και θεραπεύεται. Για μια ακόμη φορά ο Κύριος Ιησούς αναδεικνύεται ο ιατρός και ο σωτήρας μιας δυστυχισμένης υπάρξεως, που βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας της. Είναι αξιοσπούδαστη η στάση του πατέρα. Αναζητεί τον Κύριο με λαχτάρα. Και πιστεύοντας πως μόνο Εκείνος μπορούσε να θεραπεύσει το παιδί του, το οδηγεί κοντά Του. Εκφράζει όλο τον πόνο της ψυχής του. Γονατίζει. Ομολογεί την ακλόνητη πίστη του. Θερμοπαρακαλεί. Η στάση αυτή του πατέρα του δυστυχούς εκείνου νέου θέτει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα και για τους σημερινούς γονείς. Τους γονείς των παιδιών κάθε εποχής. Που οδηγούν άραγε τα παιδιά τους; Προς τα που τα κατευθύνουν; Με ποιές αρχές τα διαπαιδαγωγούν; Αλλά και κάτι άλλο ακόμη: Αν τα παιδιά παρεκκλίνουν, αν εμπλακούν στα γρανάζια της ποικιλώνυμης διαφθοράς των καιρών μας, πού προσφεύγουν για βοήθεια; Που τα οδηγούν για να τα σώσουν; Οι αδιάφοροι γονείς ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ κατηγορία γονέων αδιαφορεί. Μένει ανυποψίαστη για τις τεράστιες ευθύνες που έχει για την ηθική θωράκιση και την ψυχική καλλιέργεια των παιδιών μας. Όλο το ενδιαφέρον τους εξαντλείται στην εξασφάλιση υλικών μέσων και ανέσεων. Τα παιδιά να μεγαλώσουν χωρίς να τους λείψει τίποτε. Να τραφούν και ντυθούν καλά. Να μορφωθούν. Να καταλάβουν κάποιο σημαντικό πόστο. Να έχουν άφθονα χρήματα. Η στάση όμως αυτή υποδηλώνει ότι βλέπουμε τα παιδιά μας σαν σάρκες μόνο. Μας διαφεύγει ότι μέσα τους κρύβουν και μιαν αθάνατη ψυχή, που έχει κι εκείνη τις δικές της ανάγκες, ανάγκες πνευματικές. Λησμονούμε ότι το πρώτιστο καθήκον μας είναι να τα οδηγήσουμε κοντά στο Χριστό. Να φυτέψουμε στις αθώες καρδιές τους την αγάπη και τον φόβο του Θεού. Να οπλίσουμε τα αδύναμα σκαριά τους με την άγκυρα της πίστεως. Να τα εμπνεύσουμε να ακολουθήσουν τον ευλογημένο δρόμο της χριστιανικής ζωής. Να τα προφυλάξουμε από ποικίλες ιδεολογίες που επιδιώκουν να τα παγιδεύσουν ή τρομακτικούς ηθικούς κινδύνους που – ιδιαίτερα στις μέρες μας – τα απειλούν. Και, δυστυχώς, την εγκληματική αμέλεια των γονέων της κατηγορίας αυτής σπεύδει να ολοκληρώσει το πεζοδρόμιο. Ο σωματέμπορος. Ο έμπορος ναρκωτικών. Ο ξεσκολισμένος συμμαθητής. Η συμμαθήτρια με τα χαλκαδιασμένα μάτια. Η «ντισκοτέκ». Το μπαράκι με τα χαμηλωμένα φώτα. Όλα αυτά τα κανάλια του ξεπεσμού και της διαφθοράς των παιδιών μας. Οι «προοδευτικοί» γονείς ΜΙΑ ΑΛΛΗ κατηγορία γονέων: Είναι οι λεγόμενοι μοντέρνοι και προοδευτικοί γονείς που πιπιλίζουν την καραμέλα της ελευθερίας και του προοδευτικού πνεύματος και που θεωρούν αναχρονιστικό το να οδηγήσουν τα παιδιά τους κοντά στο Χριστό και την Εκκλησία. Είναι αντίθετοι τα παιδιά τους να λάβουν χριστιανική αγωγή. Ούτε τη δίνουν οι ίδιοι, ούτε το έργο της Εκκλησίας βοηθούν. Ειρωνεύονται τον θεσμό των Κατηχητικών Σχολείων. Αρνούνται να δώσουν στα χέρια των παιδιών ένα χριστιανικό έντυπο. Τα εμποδίζουν να προσέλθουν στο μυστήριο της Εξομολογήσεως. Άτακτοι οι ίδιοι στη ζωή τους πολλές φορές, δεν έχουν το κύρος και το ηθικό σθένος για να μιλήσουν στις καρδιές των παιδιών τους. Προσανατολισμένοι σφαλερά, οδηγούν και τα παιδιά τους σε επικίνδυνα μονοπάτια. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Η καθημερινή πραγματικότητα επιβεβαιώνει το λόγο της Γραφής: «Οι μακρύνοντες εαυτούς από σου απολούνται» (Ψαλμ. 72,27). Την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και το θέλημα Του αργά ή γρήγορα ακολουθεί η απώλεια. Την περιφρόνηση και την ασύστολη καταπάτηση των κανόνων της ευαγγελικής ηθικής διαδέχεται ο ξεπεσμός! Οι υπεύθυνοι γονείς ΚΑΙ Η ΤΡΙΤΗ κατηγορία: Είναι οι γονείς εκείνοι που συναισθάνονται το χρέος τους. Που αναμετρούν καθημερινά τις ευθύνες τους. Που έχουν συνείδηση και του μεγαλείου και του βάρους της αποστολής τους. Πρώτ’ απ’ όλα πιστεύουν στον Θεό. Αγωνίζονται να ζήσουν κατά το θέλημα Του. Βλέπουν την οικογένεια τους ως «κατ’ οίκον εκκλησία», ένα κομμάτι της Βασιλείας του Θεού. Είναι οι γονείς που γνωρίζουν τι είδους θησαυρό εμπιστεύτηκε ο Θεός στα χέρια τους. Πόσο βαθιά τους τίμησε αξιώνοντας τους να φέρουν στον κόσμο νέες ανθρώπινες υπάρξεις. Και γι’ αυτό αγωνιούν και παλεύουν όχι μόνο για την υλική αλλά προπάντων για την πνευματική ανάδειξη των παιδιών τους. Σαν καλοί άγγελοι επαγρυπνούν νύχτα και μέρα, παρακολουθώντας με αγάπη και στοργή τα παιδιά τους. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή και στην κοινωνία που ζούμε με τους τόσους κινδύνους και τους πολλούς και ύπουλους εχθρούς. Και ως υπεύθυνοι χριστιανοί γονείς αγωνίζονται για τη χριστιανική ανατροφή και την ορθή διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Με την συνεπή ζωή και το διδακτικό τους λόγο σπέρνουν το σπόρο της πίστεως και ανάβουν τη φλόγα της αγάπης του Χριστού στις αθώες ψυχές των παιδιών που τους χάρισε ο Κύριος. Η βαθύτερη δίψα των σημερινών παιδιών ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑ βάθος έχουν ανάγκη και αναζητούν σήμερα τα παιδιά μας είναι ο Θεός. Απογοητευμένα από τους διάφορους ψευδομεσσίες και την αναρχούμενη θάλασσα των ποικιλώνυμων συστημάτων και ιδεολογιών αναζητούν τον ζώντα και αληθινό Θεό. Ποθούν την αγάπη Του. Διψούν τη δικαιοσύνη Του. Έχουμε ιερή υποχρέωση όλοι μας και ιδιαίτερα οι γονείς στην ώρα αυτή της αναζήτησης να σταθούμε κοντά τους. Και να γίνουμε οι έμπειροι χειραγωγοί τους στην ανακάλυψη του αληθινού Θεού. Ο απόστολος Παύλος μας δίνει έναν υπέροχο κανόνα ορθής αγωγής: «Οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6, 4). Ο πατέρας του νέου του σημερινού ευαγγελίου μας δίνει φωτεινό παράδειγμα. Η σωτηρία και η προκοπή των παιδιών μας υπάρχει μόνο κοντά στον Χριστό. Γι’ αυτό και αποτελεί χρέος μας να τα οδηγήσουμε κοντά Του

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...