Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011

Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων-Aρχιμ.Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη

Κύρηγμα εκφωνηθέν εις τον ιερόν Ναόν αγ. Ισιδώρων Λυκαβητού, 20 Μαρτίου 1973

Θα ήθελα στην σημερινή μας λειτουργία των προηγιασμένων δώρων να πούμε δύο σκέψεις τις οποίες σημείωσα προηγουμένως, ενώ εσείς ψάλλατε.
Τελέσαμε σήμερα μίαν θείαν λειτουργίαν χωρίς να τελέσωμε θυσίαν. Πώς όμως μπορεί να είναι λειτουργία, αφού, όταν λέμε λειτουργία, εννοούμε θυσία; Οπωσδήποτε είναι ένα έργο το οποίο επιτελέσαμε ως εκκλησία, ως σύναξις, ως λαός. Αλλά ποιο είναι το στοιχείο εκείνο το οποίο την καθιστά τελικώς μίαν λειτουργίαν, μίαν θυσίαν και όχι απλώς μίαν εωθινήν ή εσπερινήν, όπως κανονικά είναι, ακολουθίαν; Το βασικό στοιχείο της θυσίας είναι ο θάνατος και εν τω άμα η προσφορά εις τον Θεόν του θυσιαζομένου. Εις την θείαν λειτουργίαν κάνομε αναπαράστασιν της θυσίας του Χριστού· μεταβάλλομεν τον άρτον και τον οίνον εις το εσταυρωμένον και αναστημένο σώμα του Χριστού.
Είχαμε δηλαδή σήμερα μίαν λειτουργίαν, μίαν θυσίαν, διότι υψώσαμε μίαν ζωήν, την ζωήν του Χριστού, η οποία έχει απολεσθεί. Όταν λέγαμε «πρόσχωμεν, τα προηγιασμένα άγια τοις αγίοις», εκείνην ακριβώς την ώρα υψώναμε την δοσμένη πλέον, την χαμένη και ταυτοχρόνως ευρημένη ζωή του σταυρωθέντος και αναστάντος Κυρίου μας. Αυτό το οποίο είχε ήδη αρχίσει να καθιστά αυτήν την προσευχήν μας όχι μίαν εσπερινήν απλώς ακολουθίαν αλλά μίαν λειτουργίαν, μίαν αναφοράν, ήτο αυτή η κατά τόσον παραστατικόν τρόπον ανύψωσις. Το θυμίαμά μας το προσφέραμε εις έπαρσιν των χειρών μας, διότι δεν εγένετο, όπως είπαμε, σήμερα η θυσία του Κυρίου. 
Ένα βασικό στοιχείο το οποίο βλέπομε σήμερα εις την Προηγιασμένην είναι η ανύψωσις, η απόδοσις, το δόσιμο εις τον Θεόν· είναι το αγίασμα, το ξεχώρισμα και το αφόρισμα ημών αυτών εις τον Θεόν. Το επιτυγχάνομεν δια της αναγωγής μας, της ανυψώσεως των καρδιών και των χειρών μας, και εν συνεχεία δια της ανυψώσεως αυτού τούτου του αμνού ως μιας ζωής χαμένης πλέον και συνάμα δοσμένης εις τον Θεόν.
Έχομεν λοιπόν τον Χριστόν ο οποίος απωλέσθη και τον άνθρωπο ο οποίος απόλλυται την ώρα τούτη. Αυτός είναι ο αγιασμός, αυτό είναι το αγίασμα, το δώρημα το οποίο έγινε εις τον Θεόν, δηλαδή ο ίδιος ο Χριστός που θυσιάσθηκε, αλλά και εγώ ο άνθρωπος που θυσιάζομαι. Δεν υπάρχει τίποτε που να με εμποδίζει εις αυτό το δόσιμο του είναι μου, «Ούτε η ανομία μου ούτε η αμαρτία μου, Κύριε», όπως χαρακτηριστικά λέγει ό Ψαλμωδός. «Άνευ ανομίας έδραμον»· έτρεξα κοντά σου χωρίς ανομία, χωρίς κάποιο ανασταλτικό, χωρίς κάτι που να με καθιζάνει, να με κωλύει. Ήταν το ανέβασμά μου προς εσένα ελεύθερο και ολοκληρωτικό. Και όταν έχωμε ενώπιόν μας και βλέπωμε αυτόν τον Κύριον που ήδη έχει προσφερθεί για μας, το νοιώθει αμέσως η καρδιά μας και λέγει· «Πῶς τοίνυν οὐ θελήσομεν… ἐκδότους ἑαυτούς αὐτῷ καταστῆσαι;» Πώς είναι δυνατόν εμείς να μη πωλήσωμε, να μη παραδώσωμε, να μη αναγάγωμε και να μη καθοσιώσωμε την ύπαρξή μας εις αυτόν ο οποίος πουλήθηκε, παραδόθηκε για μας;
Ώστε κατά την Προηγιασμένην είναι κάτι το απολεσθέν ο Χριστός και κάτι το απολλύμενον ο άνθρωπος. Προσερχόμεθα τρόπον τινά εις την ακολουθίαν της Προηγιασμένης, βαστάζοντες ήδη εις τας χείρας μας το αίμα μας.
Το παραστατικό στοιχείο της θυσίας μας είναι η ανύψωσις, η τόσο γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη. Ό,τι υψούτο υπεράνω του θυσιαστηρίου ή ετίθετο επί της εσχάρας ανήκε εις τον Θεόν. Από την ώρα λοιπόν που τα τίμια δώρα την Κυριακή, πριν ακόμη καθαγιασθούν, ανυψώθησαν ή από την ώρα που σήμερα αι χείρες μας υψώθησαν δια του ιερού θυμιάματος, από εκείνην την ώρα πλέον εμείς έχομε εγγίσει εις τον Θεόν. Έχομε αναθέσει, έχομε εμπιστευθεί τον εαυτόν μας εις τον Θεόν.
Αυτή η αναγωγή, αυτή η ανάτασις είναι μία έγερσις ιδική μας προς συνάντησιν του εγηγερμένου Κυρίου. Έχομε την ιδικήν μας ανύψωση και την ανύψωση των τιμίων και προηγιασμένων δώρων. «Εξεγέρθητι, Κύριε, εις συνάντησίν μου και ίδε», λέγει ο Ψαλμωδός. Ο Κύριος παρουσιάζεται ως κεκοιμημένος. Εις την τελευταίαν μόλις πράξιν αυτής της λειτουργίας έχομε την εξέγερσιν του Κυρίου. «Εξεγέρθητι, Κύριε, εις συνάντησίν μου και ίδε». Εγώ σηκώθηκα, σήκω τώρα και συ.
Αλήθεια τι είναι αυτή η εξέγερσις του Κυρίου; Δεν είναι παρά μία κάθοδος του Κυρίου, μία κατάβασίς του, μία κένωσις, ένα τρέξιμο προς ημάς και συγχρόνως μία όρασίς του. «Εξεγέρθητι και ίδε». Σε κοιτάζω, όταν θέλω να σου μιλήσω, όταν θέλω να επικοινωνήσω μαζί σου. Αρχίζει δηλαδή ο Κύριος να συνάπτει μαζί μας ένα διάλογον, ο οποίος είναι διάλογος δύο προσώπων, όχι δύο ατόμων. Είναι ένας διάλογος που συνάπτεται μεταξύ δύο προσώπων, δύο συνειδήσεων, αι οποίαι τρόπον τινά συνχωρούν, συνχωρούνται, μεταχωρούνται, διαχωρούνται, περιχωρούνται. Ο Θεός και ο άνθρωπος· ο ένας χωράει εις τον άλλον, διότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορεί ουσιαστικά να μας μιλήσει ο Θεός.
Επομένως, αυτή η κάθοδος, αυτή η εξέγερσις του Κυρίου και ταυτοχρόνως η δική μας είναι η αίσθησις της επαφής και της αντιδόσεως, της αντιμεταχωρήσεώς μας, η οποία γίνεται την ώρα της Προηγιασμένης. Είναι αυτό που λέγει ο ιερός Πατήρ, ότι ο Χριστός είναι βρώσις και πόσις, χωρίς να εννοεί απλώς την βρώσιν εν τω μυστηρίω αλλά αυτό το είναι εν, το οποίο επιτελείται διαρκώς εντός της υπάρξεώς μας.
Και όπως, όταν κανείς εσθίει, γλυκαίνεται, ερεθίζεται και θέλει να φάει περισσότερο, έτσι και αυτή η βρώσις της θεότητος και ταυτοχρόνως η βρώσις η δική μας υπ’ αυτού, η περιχώρησίς μας εις την ύπαρξίν Του και εις την αγάπην Του, γίνεται ένας ερεθισμός του νου μας, διότι δια του νου γίνεται η κατάληψις και η όρασις του Θεού, και συνάπτεται ένας ακόρεστος, ένας ακατάσχετος χορός και ένα αλληλοκυνηγητό μεταξύ εμού και Εκείνου. Είναι εν τέλει μία άπληστος επιζήτησις και μία βρώσις. Και επειδή ουδέποτε θα μπορούσε να κατανοήσει αυτό ο άνθρωπος, λέμε ότι είναι ένα μυστήριον ακατανόητον εις τον ανθρώπινον νουν και άρρητον. Ουδέποτε ο άνθρωπος μπόρεσε να συλλάβει μίαν τοιαύτην κάθοδον του Θεού, μίαν τοιαύτην ανάστασιν, μίαν τοιαύτην εξέγερσιν. Κάθοδον βέβαια του Θεού συνέλαβε το ανθρώπινον πνεύμα και εις την φιλοσοφίαν, όμως δεν μπόρεσε να ψηλαφίσει στην ουσία το γεγονός, γι’ αυτό και παρέμεινε από των αιώνων ακατάληπτον.
Η κάθοδος του Θεού δεν ήτο μία απλή ένωσις μαζί μας, αλλά μία πρόσληψις της ανθρωπίνης φύσεως, μία σάρκωσις. Δεν ήτο, αλλά είναι μία σάρκωσις διαρκώς επιτελουμένη, την οποίαν ουδέποτε ηδυνήθη να κατανοήσει ο ανθρώπινος νους. Αυτή η εξέγερσις του Θεού, αυτή η θυσία του, η οποία επιτελείται εις το διηνεκές, είναι κάτι που Αυτός ούτος προσλαμβάνει εν εαυτώ. Και εδώ ακριβώς έγκειται το φοβερό αυτό μυστήριον: δεν το κάνω εγώ· το επιτελεί μόνον Αυτός καθ’ εαυτόν και το επιτελεί δι’ εμού.
Και έτσι έχομε πάλι έν εν δυσίν, που σημαίνει ότι ούτε καν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Είναι λοιπόν ακατάληπτον και άρρητον μυστήριον, διότι δεν υπάρχει κάτι το ανάλογον στην ανθρώπινη ζωή, για να μπορέσει κανείς να το παραβάλει και να το εκφράσει. Δεν το κατανοεί ο άνθρωπος και εν τούτοις — ω του θαύματος του ακαταλήπτου! — αυτό επιτελεί ο Κύριος διαρκώς και κατά την ώρα που επιτελούμε την λειτουργία.
Ανακεφαλαιώνοντας λέγομεν ότι η Προηγιασμένη αυτή λειτουργία μας πρώτον, είναι ένα δώρημα, ένα αγίασμα· είναι κάτι που εναποτίθεται, ανήκει πλέον οριστικά και μόνιμα εις τον Θεόν ως κτήμα, ως περιουσία του.
Δεύτερον, είναι ένα έγγισμα, είναι μία εξέγερσις του Θεού. Και η εξέγερσις του Θεού είναι μία σάρκωσις, μία κάθοδος. Η δική μου εξέγερσις είναι μία πρόσληψις, που επιτελείται υπ’ αυτού τούτου του Θεού και μόνου.
Τρίτον, η Προηγιασμένη καθίσταται λειτουργία, θυσία, διότι έχει το μόνιμο στοιχείο του μυστηρίου της αδιαλείπτου θεωρίας, της επαγρυπνήσεως, της μυστικής αυτής ενοράσεως, το οποίον άρχεται αυτήν την στιγμή, και το εκφράζει ο Ψαλμωδός, όταν λέγει· «οι οφθαλμοί μου προέφθασάν σε εν αωρία»· προτού καν δω την αυγή, πριν χαράξει, οι οφθαλμοί μου σε έχουν προφθάσει.
Εμείς τον παρακαλούμε· «το έλεός σου, Κύριε, προφθάσει με». Αυτό όμως που με προφθαίνει δεν είναι το έλεος, αλλά αυτός ούτος ο Κύριος. Μη μπορώντας να το νοιώσω, το εκφράζω τόσο ωραία με την λέξη «το έλεος» που είναι ενέργεια του Θεού. Εκείνος ο ίδιος με φθάνει και εγώ ήδη τον έχω προφθάσει δια της ανυψώσεως των οφθαλμών μου. Και εφ’ όσον εκείνου η κάθοδος, η κένωσις, είναι αδιάλειπτος, σημαίνει ότι και το δικό μου μυστικό κοίταγμα, η μυστική μου ενατένισις, είναι αδιάλειπτος, εδώ μεν μυστηριακά, διηνεκώς δε μυστικά.
«Το κράτος μου, προς σε φυλάξω», λέγει ο Ψαλμωδός. Εσύ είσαι που μου δίνεις το κράτος, την δύναμη, την ύπαρξη, την οντότητα, την κυριότητα. Αν έχω δύναμη, αν έχω ζωή, είσαι Συ ο ίδιος. Γι’ αυτό «προς σε φυλάξω»· διαρκώς κοιτάζω εσένα, σε φυλάττω, σε παρακολουθώ· διαρκώς το βλέμμα μου δεν ξεκολλάει από εσένα.
Μόνον μια τέτοια ψυχή, μια τέτοια καρδιά αντικρύζουσα κατ’ αυτόν τον τρόπον τον Κύριον, είναι δυνατόν να είναι αυτή επί της οποίας επαναπαύεται ως επί των χερουβίμ και των σεραφίμ ο Θεός και ολόκληρη η Εκκλησία. Αυτός παρεγένετο νυν δι’ εμέ και εγώ παραγίνομαι νυν προς αυτόν. Ενώ προηγουμένως είχα σύνοικον την αμαρτίαν μου, τώρα Εκείνος είναι σύνοικός μου και εγώ σύνοικός του.
Αυτή λοιπόν η εγρήγορσις και ταυτοχρόνως αυτή η συνοίκησις, αυτή η μία ζωή εν τω ενί που στην ουσία είναι δύο, το έν εν δυσί, είναι το τρίτο στοιχείο αυτής της λατρευτικής μας συνάξεως. Και ενώ ζούμε συνεχώς το μυστήριον και το μυστικό τούτο γεγονός, πόσες φορές εμείς, αγαπητά μου παιδιά, παρ’ ότι είμεθα χορτάτοι, εν τούτοις δεν έχομεν την αίσθησιν της δικής του βρώσεως, αυτού το οποίον τρώγομεν και μεταβάλλει την ύπαρξίν μας!
Μία τέτοια ζωή, χωρίς την αίσθησιν της ζωής του προαιωνίου και ατελευτήτου Θεού, μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ζωή; Νομίζω ότι εξισούται με ένα θάνατον, με μίαν νέκρωσιν. Η ζωή μου ζει, μόνον όταν είναι κεκρυμμένη «εν τω Θεώ συν τω Χριστώ» τω κατερχομένω, τω νενεκρωμένω και παρόντι ενώπιόν μου, μόνον όταν είναι μία ζωή την οποίαν είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις από την ιδικήν του.
πηγή: Αρχιμ. Αιμιλιανού, Κατηχήσεις και Λόγοι, τόμος 4, Θεία Λατρεία – Προσδοκία και Όρασις Θεού, εκδ. Ορμύλια,
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

Θησαυρός μετανοίας.(Κατανυκτική ερμηνεία τροπαρίων του Μεγάλου Κανόνος του αγίου Ανδρέου Κρήτηςαπό τον αρχιεπίσκοπο Μύρων Ιωάννη τον Λίνδιο (+1796)


Π Ρ Ω Τ Η  Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Ι Θ ΄
Τά εκούσια, Σωτήρ,
καί τα ακούσια πταίσματά μου
καί τα φανερά
καί κρυπτά και γνωστά
καί άγνωστα πάντα
συγχωρήσας ως Θεός,
ιλάσθητι καί σώσον με.
Τα θεληματικά, Σωτήρα μου,
καί τα ΄αθέλητα σφάλματά μου
καί τα φανερά
καί τα κρυφά καί τα γνωστά
καί τ΄ άγνωστα, όλα
συγχώρησέ τα, ως Θεός.
Σπλαχνίσου με και σώσε με.
Η υπερβολική αγάπη του Θεού στον μετανοούντα άνθρωπο.
Τα είδη της μετάνοιας και τα είδη των αμαρτημάτων.
Δεν έχει τόσο μεγάλη αγάπη καί τόσο φλογερό έρωτα ο γαμπρός για τη νύφη, όση αγάπη καί όσον έρωτα έχει ο αληθινός και γλυκύτατος Νυμφίος των ψυχών μας, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, για έναν αμαρτωλό, πού επιστρέφει από την πλάνη με γνήσια μετάνοια. Τον αγκαλιάζει αόρατα, σάν Πατέρας φιλόστοργος, τον καταφιλάει γλυκά, κάνει για χάρη του στους ουρανούς γιορτή, πανηγύρι μεγάλο, όπως βεβαιώνει ο ίδιος στο Ευαγγέλιο: “Χαρά γίνεται στον ουρανό για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού”
(Λουκ. 15:7).
Ένας άνθρωπος, πάντως, πού είναι για πολύ καιρό υποταγμένος σε αμαρτωλά πάθη, δεν θα μπορέσει να ελευθερωθεί απ΄ αυτά καί να μετανοήσει γνήσια, έστω κι αν το αποφασίσει, αν δεν λάβει απ΄ το Θεό το χάρισμα της μετάνοιας. Αλλά το χάρισμα αυτό δεν δίνεται στον αμαρτωλό, αν πρώτα δεν το ζητήσει επίμονα καί επίπονα από τον ελεήμονα και φιλάνθρωπο Κύριο. “Ζητάτε”, λέει, “καί θα σας δοθεί, χτυπάτε την πόρτα καί θα σας ανοιχθεί” (Ματθ. 7:7). Κανένα ουράνιο χάρισμα δεν μας δίνει ο Θεός,
αν εμείς δεν το ζητάμε με επιμονή, για να μήν παραβιάσει το αυτεξούσιο καί την ελευθερία μας. Μας δίνει, όμως, πολλές αφορμές, για να ζητάμε τη χάρη Του. Έτσι, με παραχώρησή Του, βρίσκουν από τη μια τους δικαίους θλίψεις και πειρασμοί διάφοροι, πού πολλές φορές φτάνουν στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, καί από την άλλη τους
αμαρτωλούς συμφορές, αρρώστιες, κίνδυνοι και αναποδιές, ώστε, αναγκασμένοι απ΄ όλα αυτά, να έρχονται σε μετάνοια, ν΄ αφήνουν κάθε κακία καί να προστρέχουν στου Θεού το έλεος, ζητώντας τη χάρη καί τη βοήθειά Του.
Η μετάνοια, αγαπητοί μου, με κριτήριο την προσέλευσή της, είναι δύο ειδών.
Εκείνη που προέρχεται από την ελεύθερη βούλησή μας -όταν κραυγάζουμε το,“Αμάρτησα!”, καί τρέχουμε στους πνευματικούς μας πατέρες για να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας. Και εκείνη που προέρχεται από το Θεό, πού δίνεται χαρισματικά απ΄ Αυτόν- όταν ολότελα και ολόψυχα μισήσουμε τις αμαρτίες πού εξομολογηθήκαμε, χύνοντας δάκρυα κατανυκτικά στη θύμησή τους. Η κατάνυξη τούτη είναι σημάδι φανερό της συγχωρήσεως καί της σωτηρίας μας.
Πρέπει, όμως, να ξέρουμε, ότι καί τ΄ αμαρτήματα διακρίνονται σε διάφορα είδη.Άλλα είναι εκούσια, δηλαδή θεληματικά, καί άλλα ακούσια, δηλαδή αθέλητα. Άλλα είναι φανερά, εκείνα δηλαδή πού βλέπουν οι άνθρωποι, και άλλα κρυφά, εκείνα πού δεν γίνονται μπροστά στα μάτια των άλλων. Άλλα πάλι είναι γνωστά, εκείνα δηλαδή πού, κι αν δεν τα είδαν οι άνθρωποι, ωστόσο τα γνωρίζουν, και άλλα άγνωστα, εκείνα που σκεπάζονται με το πέπλο της υποκρισίας. Γιατί συχνά ένας άνθρωπος άλλος φαίνεται
και άλλος είναι στην πραγματικότητα. Ενώ φαίνεται δίκαιος, καλοσυνάτος και ενάρετος, εσωτερικά είναι γεμάτος κακία και δολιότητα. Πολύμορφο ζώο, βλέπετε, είναι ο άνθρωπος.
Όλα τ΄ αμαρτήματα, πάντως, που διαπράττουμε με τη διάνοια, τα λόγια και τα έργα, εκούσια ή ακούσια, γνωστά ή άγνωστα, φανερά ή κρυφά, είναι γυμνά και τρανά μπροστά στα φοβερά θεία Μάτια, πού βλέπουν τα πάντα. Καί αν δεν απαλλαγούμε απ΄ αυτά όσο ακόμα βρισκόμαστε στη ζωή με τέλεια αποχή και εξομολόγηση, τη φοβερή μέρα της Κρίσεως θα διαλαληθούν μπροστά σε μυριάδες αγγέλων καί ανθρώπων. Τότε όχι μόνο θα καταντροπιαστούμε, μα καί θα υποστούμε την αιώνια κόλαση.
Ας εξομολογηθούμε, λοιπόν, στον πνευματικός μας πατέρα, με τη σταθερή
απόφαση να μήν ξανακάνουμε τα ίδια αμαρτήματα, καί ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει το χάρισμα της κατανυκτικής μετάνοιας, πού γεννάει τα θερμά δάκρυα.
Έτσι θα έχουμε πάντα κοντά μας ιλαρό και στοργικό τον φιλόψυχο Δεσπότη μας. Με τη χάρη Εκείνου θα πετύχουμε την ψυχική μας σωτηρία καί θ΄ αξιωθούμε να σταθούμε στα δεξιά Του μαζί με τους αγίους όλων των αιώνων. Αμήν, αμήν!
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Κ Ζ ΄
Φιλάνθρωπε, ο πάντας θέλων σωθήναι,
Σύ ανακάλεσαί με
και δέξαι ως αγαθός
μετανοούντά με.
Φιλάνθρωπε, Εσύ που θέλεις όλοι να σωθούν,
φέρε με πάλι κοντά Σου
και δέξου, ως αγαθός,
τη μετάνοιά μου.
Για ποιο σκοπό έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο.
Γιατί οι δαίμονες δεν μπορούν να μετανοήσουν.
Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο γι΄ άλλο σκοπό, παρά μόνο για να τον
καταστήσει μέτοχο της βασιλείας Του. Και όταν το πλάσμα Του, με τη γνωστή
παράβαση, ξέπεσε από την υπέρφωτη χάρη Του, πάλι θέλησε, με την ένσαρκη οικονομία
του Υιού Του, να του δώσει την πρότερη παραδείσια ομορφιά και στη συνέχεια την ουράνια βασιλεία, όπως και έγινε.
Δεν σώθηκαν, βέβαια, ούτε σώζονται όλοι οι άνθρωποι. Πολλοί είναι εκείνοι που δεν θα σωθούν, όπως βεβαίωσε ο Κύριος (Λουκ. 13:23-24). Και γι΄ αυτό δεν φταίει
Εκείνος, αλλά η κακή προαίρεση όσων δεν θα σωθούν. Γιατί ο Θεός, λέει ο σοφός Σειράχ, «εξαρχής δημιούργησε αυτεξούσιο τον άνθρωπο και τον άφησε στην ελεύθερηθέληση και διάθεσή του» (15:14). Δεν τον αναγκάζει, λοιπόν, να σωθεί. Χρησιμοποιεί, ωστόσο, πολλούς και πάνσοφους τρόπους για να του εμπνεύσει τον πόθο της σωτηρίας, για να τον ελκύσει κοντά Του, για να τον βάλει στη βασιλεία Του. Γιατί, ως πανάγαθος και φιλάνθρωπος, όχι μόνο δεν ευχαριστιέται με την απώλεια του ανθρώπου, αλλά και
χαίρεται και ευφραίνεται υπερβολικά, όταν τον βλέπει να επιστρέφει.
Αν ήταν δυνατόν να μετανοήσουν από την κακία τους και οι δαίμονες, ο Θεός θα πανηγύριζε. Μαζί Του θα πανηγύριζαν και οι άγιοι άγγελοι για τη σωτηρία εκείνων, που κάποτε ήταν ομοούσιοι αδελφοί τους. Επειδή, όμως, η πεσμένη ασώματη φύση των δαιμόνων έχει παγιωθεί στο κακό, τα πονηρά αυτά πνεύματα είναι ολότελα ανεπίδεκτα
μετάνοιας. Έχουν ταυτιστεί οριστικά με την κόλαση, από την οποία δεν μπορούν να μεταπηδήσουν στη βασιλεία του Θεού.
Έτσι, ο πανάγαθος Κύριος έστρεψε όλη Του την αγάπη στη σωτηρία των
αμαρτωλών ανθρώπων. Και καθώς χαίρεται ένας στοργικός πατέρας, όταν ξαφνικά δει τον πολυαγαπημένο του γιο να ελευθερώνεται από πολυχρόνια σκλαβιά και να γυρίζει στο πατρικό σπίτι, όπου βρίσκει ασφάλεια, έτσι χαίρεται και ο ουράνιος Πατέρας μας, όταν ελευθερωνόμαστε από τη σκλαβιά των παθών με τη μετάνοια, όταν επιστρέφουμεστον ενάρετο βίο, όταν βρίσκουμε ασφάλεια κοντά Του και κληρονομούμε τη
μακαριότητα τ΄ ουρανού.
Ας μετανοήσουμε, λοιπόν, αγαπητοί μου, για να δώσουμε κι εμείς χαρά στον
ουράνιο Πατέρα μας. Φτάνουν τα χρόνια που κατασπαταλήσαμε μέχρι σήμερα, κάνοντας τα πονηρά θελήματα του διαβόλου. Να, τώρα είναι ο καιρός της χάριτος.
Τώρα είναι ο καιρός της μετάνοιας. Αυτές οι άγιες ημέρες της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής ορίστηκαν από τους Θείους Πατέρες της Εκκλησίας μας ως κατεξοχήν κατάλληλες για μετάνοια και εξομολόγηση, για κλάμα και κατάνυξη, για αναγνώριση και επανόρθωση των κακών που πράξαμε από αμέλεια και απροσεξία μας.
Έτσι, μπορούμε να προσφέρουμε κάθε χρόνο στο Θεό, σαν καθαρό δώρο, τα
δάκρυα της θερμής μας μετάνοιας, που Τον ευφραίνουν περισσότερο από τις τυπικές καθημερινές μας προσευχές. Ναι, μεγαλύτερη ευφροσύνη προξενεί στον πανάγαθο Κύριό μας ένα δάκρυ που χύνουμε με πόνο ψυχής για τις αμαρτίες μας, παρά οι πολλές προσευχές, οι νηστείες και οι άλλες σωματικές αρετές, που επιτελούνται χωρίς καρδιακή συντριβή και θερμότητα. Γιατί ο καρπός των έργων της αρετής είναι η συντριβή της καρδιά και τα δάκρυα της κατανύξεως. Τα κατανυκτικά δάκρυα είναι ένα φανερό σημάδι του Θείου ελέους σ΄ εκείνους που μετανοούν γνήσια. Τα κατανυκτικά δάκρυα είναι μια βέβαιη πληροφορία της συγχωρήσεως των αμαρτιών. Τα κατανυκτικά
δάκρυα ξαναδίνουν στην ψυχή την πρωτόκτιστη ωραιότητά της. Τα κατανυκτικά δάκρυα συντελούν στην ανακαίνιση και αποκατάσταση του «κατ΄ εικόνα».
Τα κατανυκτικά δάκρυα, λοιπόν, ας χρησιμοποιούμε κι εμείς, αδελφοί μου, σαν θεραπευτικό βάλσαμο για τις θανάσιμες πληγές των ψυχών μας. Κι αν δεν τα έχουμε,ας τα ζητήσουμε επίμονα από τον φιλάνθρωπο Κύριό μας, πού πάντα θέλει και επιδιώκει
όλων των ανθρώπων τη μετάνοια, την επιστροφή και τη σωτηρία.
Σ΄ αυτόν ανήκει η δόξα στους ατελευτήτους αιώνες. Αμήν.
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Κ Σ Τ ΄
Τήν θύραν σού μή αποκλείσης μοι τότε,
Κύριε, Κύριε
άλλ΄ άνοιξόν μοι αυτήν
μετανοούντι σοι.
Τη θύρα (του ελέους) σου μή μου κλείσεις τότε,
Κύριε, Κύριε!
Άλλ΄ άνοιξέ μου την,
βλέποντας τή μετάνοιά μου.
Κατανυκτική εξομολόγηση στον Κύριό μας Ιησού Χριστό
Αυτή η ζωή είναι καιρός μετάνοιας καί εξομολογήσεως. Η άλλη ζωή είναι καιρός αναπαύσεως ή οδύνης. Εκεί κλείνεται η θύρα της θείας ευσπλαχνίας καί ανοίγεται -στους αμετανόητους, φυσικά- η θύρα της θείας τιμωρίας. Ας μή ζούμε με αμέλεια, λοιπόν, όσο έχουμε καιρό για μετάνοια, γιατί θα έρθει ξαφνικά ο καιρός της φοβερής εκείνης Κρίσεως, καί τότε θα μετανοούμε ανώφελα. “Πρόσεξε, άνθρωπέ μου”, φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος, “μή μετανοήσεις για τ΄ αμαρτήματά σου,όταν πιά η μετάνοια δεν θα σε ωφελεί διόλου”. Στον άδη δεν υπάρχει μετάνοια. Γι΄ αυτό ας παρακαλέσουμε θερμά το Θεό:
“Κύριε, Κύριε! Μή μας κλείσεις τότε τη θύρα του ελέους Σου. Αμαρτήσαμε,
ανομήσαμε, αδικήσαμε ενώπιόν Σου. Δεν τηρήσαμε καί δεν εφαρμόσαμε τις εντολές Σου, οι ελεεινοί καί πανάθλιοι. Γι΄ αυτό θα είμαστε αναπολόγητοι τη φρικτή ημέρα της Κρίσεως.
“Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, γιατί κυλιστήκαμε στο βούρκο των σαρκικών
επιθυμιών καί λερώσαμε τις ψυχές μας. Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, γιατί γίναμε εκούσια παρανάλωμα της άσβεστης φωτιάς, μετανοώντας καθημερινά και ξαναπέφτοντας σταίδια αμαρτήματα, σάν το σκυλί πού γυρίζει πίσω στο ίδιο του το ξέρασμα. Κύριε, Κύριε!
Ελέησέ μας, γιατί με έργα καί λόγια καί λογισμούς αισχρούς καταμολύναμε τα σώματα καί τις ψυχές μας, γίναμε από ραθυμία δούλοι των ηδονών καί ακολουθήσαμε τα θελήματα του διαβόλου. Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, μολονότι Εσύ άπειρες φορές μας έχεις ελεήσει κι εμείς άπειρες φορές Σ΄ έχουμε λυπήσει με τις αισχρές μας πράξεις.
Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, τους ένοχους κάθε ανομίας καί άξιους κάθε τιμωρίας. Κύριε, Κύριε! Ελέησέ μας, μολονότι φανήκαμε ολότελα ανάξιοι του θείου και άπειρου ελέους
Σου, καθώς αχάριστα περιφρονήσαμε τα ουράνια δώρα καί χαρίσματά Σου.
“Δέξου μας, λοιπόν, τώρα που επιστρέφουμε κοντά Σου. Αγκάλιασέ μας, τώρα πού εγκάρδια Σε παρακαλούμε καί θερμά Σε ικετεύουμε. Γιατί δεν θέλεις το θάνατο του αμαρτωλού, πού για χάρη του έγινες φτωχός, ούτε καλείς σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς.
“Κύριε, Κύριε! Αμαρτήσαμε, παροργίσαμε καί παραπικράναμε τη φιλανθρωπία Σου.
Κουρελιαστήκαμε. Αχρειωθήκαμε. Εργαστήρια του διαβόλου γίναμε. Βρώμησαν καί σάπισαν οι πληγές μας. Η γεμάτη πάθη καί ανομίες ζωή μας πέρασε και διαλύθηκε σαν καπνός. Το Άγιο Σου Πνεύμα υπερβολικά Το λυπήσαμε. Δεν θα έχουμε καμιά δικαιολογία,
για όσα κάναμε, την ημέρα της Κρίσεως. Αιώνια μας πρέπει να βασανιζόμαστε στη φωτιά της γέενας.
“Ωστόσο, θαυμαστέ Βασιλιά των όλων καί ανεξίκακε Κύριε, φανέρωσε με τρόπο θαυματουργικό το έλεός Σου καί σ΄ εμάς. Καταπόντισε στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Σου, σαν σε βαθειά θάλασσα, τα παραπτώματά μας. Δείξε μας της αγαθότητός Σου την ακαταμάχητη δύναμη καί δέξου μας μετανοημένους. Χάρισέ μας την άφεση των ανομιών. Καθοδήγησέ μας από δώ καί πέρα στο άγιο Σου θέλημα. Καθήλωσε τις σάρκες
μας με το φόβο Σου. Φώτισε τα σκοτισμένα μάτια μας, για να δουν καθαρά την αλήθεια Σου. Απάλλαξέ μας από τις πονηρές προλήψεις, τούς μάταιους λογισμούς, τις αισχρές ενθυμήσεις. Μή μας παραδώσεις στους σκληρούς δαίμονες, τώρα που μετανοούμε καί εξομολογούμαστε σ΄ Εσένα. Δώρισέ μας δάκρυα κατανύξεως, για ν΄ αποπλύνουμε μ΄ αυτά τους πολλούς μολυσμούς μας καί να σταθούμε μπροστά Σου καθαροί καί αμόλυντοι. Ναι, Σε παρακαλούμε, φιλάνθρωπε καί πολυέλεε Κύριε! Άκουσέ μας, τους
αμαρτωλούς, πού θερμά ικετεύουμε την αγαθότητά Σου, με τις πρεσβείες της
πανάχραντης Κυρίας Θεοτόκου, του θεοφόρου πατέρα μας Ανδρέα, αρχιεπισκόπου Κρήτης, του Ιεροσολυμίτη, καί όλων των αγίων, όσοι Σ΄ ευαρέστησαν εξαρχής μέχρι
σήμερα. Αμήν.”
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Κ Δ ΄
Ιλάσθητι, ως ό τελώνης βοώ σοι,
Σώτερ, ιλάσθητί μοι·
Ουδείς γάρ των έξ Αδάμ
Ως εγώ ήμαρτέ σοι.
Σπλαχνίσου, Σου φωνάζω σαν τον τελώνη,
Σωτήρα μου, σπλαχνίσου με!
Γιατί κανένας απ΄ τους απογόνους του Αδάμ
δεν αμάρτησε όπως εγώ σ΄ Εσένα.
Ωφέλιμη διδαχή για τον τελώνη και το Φαρισαίο
Τελώνης, στα χρόνια του Χριστού, λεγόταν ο επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων από το λαό για λογαριασμό των ρωμαϊκών αρχών. Οι τελώνες ήταν συνήθως άδικοι και άρπαγες, γι΄ αυτό τοποθετούνταν στο ίδιο επίπεδο με τους αμαρτωλούς και τις πόρνες. Ο τελώνης, ωστόσο, της ευαγγελικής παραβολής (Λουκ.
18:10-14), επειδή έδειξε βαθειά ταπείνωση κι έκανε θερμή εξομολόγηση στο Θεό, χτυπώντας το στήθος του και λέγοντας, «Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό!», πήρε εύκολα από τον φιλάνθρωπο Κύριο όλων των ανομημάτων του την άφεση.
Αντίθετα, ο μεγάλαυχος Φαρισαίος, μολονότι έδινε στο ναό το δέκατο απ΄ όλα τα εισοδήματά του, νήστευε, προσευχόταν, είχε κάθε αρετή, για τη μεγάλη του έπαρση καταδικάστηκε. Και δίκαια. Γιατί;
Πρώτα-πρώτα, έπρεπε να γνωρίζει πώς ήταν άνθρωπος. Και ως άνθρωπος, είχε αναπόφευκτα και την ανθρώπινη αδυναμία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι κι αν μία μόνο μέρα ζούσε, ήταν αδύνατο να μην αμαρτήσει με τα έργα ή με τα λόγια ή με τις σκέψεις. Κάθε αμαρτία, και η πιο μικρή, ως αντίθεση στο θέλημα του Θεού, αποτελεί ανταρσία εναντίον Του. Ας μην ξεχνάμε πώς ο Εωσφόρος από τα ύψη τ΄ ουρανού ξέπεσε στα καταχθόνια του άδη για έναν μονάχα υπερήφανο λογισμό, χωρίς να έχει άλλες αμαρτίες, όπως εμείς.
Δεύτερον, έπρεπε να σκεφτεί πώς όσα καλά είχε, όλα ήταν του φιλάνθρωπου
Θεού δώρα και χαρίσματα. Όφειλε, λοιπόν, να δοξάζει γι΄ αυτά τον Πλάστη του με ευγνωμοσύνη και ταπείνωση, όχι να τον «ευχαριστεί» με τόση αυταρέσκεια, γιατί δεν ήταν τάχα αμαρτωλός σαν τους άλλους ανθρώπους, κατακρίνοντας έτσι όλο τον κόσμο και αρπάζοντας με προκλητικότητα από τον Κύριο το αξίωμα του Κριτή της οικουμένης.
Τρίτον, έπρεπε να συλλογιστεί πώς ο Θεός δεν έχει καμιάν ανάγκη ούτε τις
νηστείες και τις ελεημοσύνες μας ούτε τις προσευχές και τις αγρυπνίες μας ούτε τίποτ΄ άλλο απ΄ όσα μας ζητάει να κάνουμε. Αυτά τα όρισε για τη δική μας ωφέλεια, προνοώντας για τη σωτηρία της ψυχής μας.
Ο Φαρισαίος, λοιπόν, θα προσευχόταν θεάρεστα, αν έλεγε: «Σ΄ ευχαριστώ, Θεέμου, πού, φανερώνοντας την άπειρη αγαθότητά Σου, μ΄ έφερες από την ανυπαρξία στηνύπαρξη, έπλασες από χώμα το σώμα μου με τα θεϊκά Σου χέρια και το ψύχωσε με την πανάγια πνοή Σου, χαρίζοντάς μου τη ζωή, τη λογική, την αυτεξουσιότητα και την αθανασία. Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, πού με στόλισες, τον χωμάτινο άνθρωπο, με τους λαμπρούς χαρακτήρες της θείας εικόνας Σου, πού με τίμησες με τη δυνατότητα να Σου
μοιάσω, πού με πλούτισες με τα διάφορα χαρίσματα του Αγίου Σου Πνεύματος. Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, πού έκανες για μένα τον παράδεισο της τρυφής, πού άπλωσες για μένα τον απέραντο ουρανό με τον ήλιο, τη σελήνη και τ΄ αναρίθμητα αστέρια, πού δημιούργησες για μένα τη γη με τους κάμπους και τα βουνά, με τα φυτά και τα δέντρα, με τους καρπούς και τα λουλούδια, με τα πουλιά και τα ζώα, με τα τόσα πράγματα και
πλάσματα –άλλα για να με τρέφουν, άλλα για να με υπηρετούν, άλλα για να με θεραπεύουν, άλλα για να με ντύνουν, άλλα για να με τέρπουν. Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, πού παραβλέπεις τις καθημερινές αμαρτίες μου και μακροθυμείς, ως αμνησίκακος, περιμένοντας τη μετάνοια και την επιστροφή μου. Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, για όλες τις ευεργεσίες Σου, όσες έλαβα και όσες ελπίζω να λάβω από τον ανυπέρβλητο πλούτο της
αγαθότητός Σου».
Έτσι έπρεπε να προσευχηθεί ο Φαρισαίος, όταν ανέβηκε στο ναό, ευχαριστώντας δηλαδή για όλα τον ευεργέτη του Κύριο, και όχι λέγοντας πώς δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός κ.λ.π. ή και σαν τον τελώνη.
Ταλαίπωρε Φαρισαίε! Δεν είσαι, λές, σαν τους άλλους ανθρώπους. Τι είσαι τότε;
Άγγελος; Αλλά η φύση σου και το αλαζονικό φρόνημά σου δεν ταιριάζουν στους αγγέλους. Μήπως δαίμονας; Αλλά οι δαίμονες είναι άϋλοι και άσαρκοι, ενώ εσύ έχεις υλικό σώμα, σάρκα και κόκαλα. Αφού, λοιπόν, δεν είσαι ούτε άνθρωπος, όπως ομολογείς
ο ίδιος, ούτε άγγελος, όπως φανερώνει η έπαρσή σου, ούτε δαίμονας, όπως αποδεικνύει το σώμα σου, δεν μπορεί παρά να είσαι γάιδαρος! Και ο Θεός γαϊδάρους δεν σώζει.
Στον παράδεισο βάζει μόνο ανθρώπους λογικούς και ταπεινούς. Γι΄ αυτό δίκαια καταδικάστηκες, δίκαια έχασες τη χάρη του Κυρίου, δίκαια έγινες αιώνιο και θλιβερό παράδειγμα κομπασμού και υψηλοφροσύνης. Για να βλέπουν οι άνθρωποι την αιφνίδια πτώση σου, και, αποφεύγοντας την ανόητη υπερηφάνεια, να ταπεινώνονται σαν τον
τελώνη, έχοντας στο νου τους τις αμαρτίες τους και λέγοντας: «Σπλαχνίσου με, Σωτήρα μου, τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο Σου, και σώσε με, ως φιλάνθρωπος! Γιατί κανένας απ΄ τους απογόνους του Αδάμ δεν αμάρτησε όπως εγώ σ΄ Εσένα».
Όλοι μας, αδελφοί μου, μικροί και μεγάλοι, ενάρετοι και αμαρτωλοί, δίκαιοι και άδικοι, ας χτυπάμε με τα λόγια του τελώνη, σαν με σιδερένιο σφυρί, την πύλη της θείας ευσπλαχνίας. Και θα μας ανοιχτεί, όπως ανοίχτηκε και σ΄ εκείνον το μακάριο, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Κ Β ΄
Ημάρτηκα, ώσπερ ή πόρνη βοώ σοι,
μόνος ημάρτηκά σοι,
ώς μύρον δέχου, Σωτήρ,
καμού τά δάκρυα.
Αμάρτησα! Σου φωνάζω σάν την πόρνη.
Μόνος αμάρτησα σ’ Εσένα!
Δέξου σαν το μύρο της, Σωτήρα μου,
καί τα δικά μου δάκρυα.
Τα δάκρυα της μετανοίας…
… … … …
Η ψεκτή ρεύση, πού τόσα κακά προξενεί στον άνθρωπο, είναι η εκούσια
αφροδίσια ρύση από το σώμα, η επαινετή και ωφέλιμη ρεύση, πού τόσα καλά γεννάει, είναι η εκροή των δακρύων της μετάνοιας από τα μάτια. Με τέτοια δάκρυα έβρεξε τα πόδια του Ιησού η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα (Λουκ. 7:37-38). Και όχι μόνο καθαρίστηκε από κάθε μολυσμό ψυχής και σώματος, αλλά και έγινε μυροδοχείο του Αγίου Πνεύματος. Μέσ΄ από το Ευαγγέλιο, μάλιστα, η πράξη της διαλαλείται στης οικουμένης
τα πέρατα για τόσους αιώνες. Αφήνω τον απόστολο Πέτρο, πού με λίγα δάκρυα έσβησε το καμίνι της φοβερής εκείνης τριπλής και ένορκης αρνήσεως του Χριστού (Ματθ. 26:69-75), αποκαταστάθηκε στο αποστολικό του αξίωμα κι έγινε ο πρωτόθρονος, ο κορυφαίος των αποστόλων. Δεν αναφέρω καί τις μυριάδες των οσίων, πού καλλιέργησαν με τους ασκητικούς αγώνες τους την άκαρπη έρημο, την πότισαν με τα κατανυκτικά
δάκρυά τους και την έκαναν επίγειο παράδεισο, γεμάτον από δέντρα έμψυχα και λογικά, δέντρα με αμάραντα φύλλα αρετών και με ζωογόνους καρπούς
αγιοπνευματικών χαρισμάτων. Τούτο μόνο λέω καί δεν θα πάψω ποτέ να το λέω: Αν δεν υπήρχαν σ΄ αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο τα δάκρυα της μετάνοιας, ο ουράνιος παράδεισος θα έμενε άδειος από πλήθη αγίων και σωσμένων ανθρώπων, ενώ ο αχόρταγος άδης θα γέμιζε από αναρίθμητες ψυχές κολασμένων.
Μόνο με της μετάνοιας τα δάκρυα, χωρίς άλλη αρετή, ένας πολύ αμαρτωλός
άνθρωπος σώζεται ευκολότερα από έναν ενάρετο, πού δεν έχει τα δάκρυα αυτά. Γιατί, χωρίς κατάνυξη καί μετάνοια, ο χριστιανός, ακόμα κι όταν είναι πλούσιος σε αρετές και καλά έργα, μοιάζει μ΄ έναν ωραίο κήπο, γεμάτον ποικίλα δέντρα και λουλούδια, αλλά χωρίς νερό. Έτσι, καθώς όλα τούτα δεν ποτίζονται, γρήγορα ξεραίνονται. Όμοια ξεραίνονται και χάνονται οι αρετές, πού δεν ποτίζονται με τα κατανυκτικά δάκρυα. Γι΄ αυτό ο φιλάνθρωπος Θεός, όταν δει χριστιανούς ακατάνυκτους, χωρίς πνεύμα και
βίωμα μετάνοιας, τούς αφήνει να πέσουν σε πειρασμούς μεγάλους ή σε αμαρτήματα βαριά, για να ταπεινωθούν, να μετανοήσουν και να κλάψουν πικρά. Αυτά τα δάκρυα τα δέχεται ο Κύριος ευχάριστα, σαν προσφορά καί θυσία πνευματική, θυσία ανώτερη από κάθε άλλη. Ο ίδιος στο Ευαγγέλιο μακαρίζει όσους κλαίνε και ταλανίζει όσους γελάνε.
Γιατί η παρούσα ζωή είναι καιρός για δάκρυα, όχι καιρός για γέλια. Ο Ιησούς ποτέ δεν γέλασε στο διάστημα της επίγειας παρουσίας Του. Πολλές φορές, όμως, έκλαψε για τους ανθρώπους και τις αμαρτίες τους, δίνοντας καί σ΄ εμάς καλό παράδειγμα.
Ας κλαίμε, λοιπόν, για τις αμαρτίες μας, όσο βρισκόμαστε στην κοιλάδα τούτη του κλαυθμώνος, γιατί είναι αδύνατο να μείνουμε αναμάρτητοι, έστω κι αν η διάρκεια της επίγειας ζωής μας είναι μία μόνο μέρα.
Αλλά τά δάκρυα της μετάνοιας είναι χάρισμα που δίνεται από το Θεό, όταν
καλλιεργούμε στην καρδιά μας την καλή λύπη και συντριβή με των αμαρτιών μας την ενθύμηση. Έτσι, αργά ή γρήγορα, θα μας σπλαχνιστεί ο πανάγαθος Κύριος. Γιατί ποτέ δεν θα περιφρονήσει ο Θεός μια καρδιά πού αισθάνεται συντριβή και ταπείνωση. Σ’Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Ι Α ΄
Απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος
και τήν ευπρέπειάν μου·
και άρτι κείμαι γυμνός
Και καταισχύνομαι.
Έχασα τήν πρώτη ομορφιά
και τήν ευπρέπεια που μου ΄δωσε ο Κτίστης,
Και τώρα κείτομαι γυμνός
και καταντροπιασμένος.
Θρηνολογία του αμαρτωλού που μετανοεί αληθινά και ζητάει από το Θεό τη συγχώρηση των αμαρτιών του.
Σαν ένας αμαρτωλός πού μετανοεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, θρηνώντας και
ταλανίζοντας τον εαυτό του, λέει:
«Δυστυχία μου! Τι ήμουνα πρώτα και πού κατάντησα, ο πανάθλιος! Το σώμα μου πλάστηκε από χώμα, αλλά η ψυχή που μου ΄δωσε ο Δημιουργός είχε ομορφιά ασύγκριτη, ανώτερη από κείνη των αγγελικών δυνάμεων. Και όμως, από τήν αμέλεια και τήν απροσεξία μου, έχασα αυτή τήν ουράνια ομορφιά, που έδινε θαυμαστή ευπρέπεια στοχωμάτινο σώμα μου, σαν μια στολή βασιλική, ή μάλλον θεϊκή, μεγαλόπρεπη κι ολόλαμπρη, πιο φωτεινή και από τον φεγγοβόλο ήλιο. Έτσι, κείτομαι τώρα στη λάσπη της αμαρτίας γυμνός και καταντροπιασμένος, καθώς με βασανίζει με τον ακατάπαυστο
έλεγχό της η συνείδησή μου.
Αλίμονό μου! Αξιοθρήνητος είμαι, στ΄ αλήθεια! Ας με κλάψουν ο ουρανός και η γη και όλα τα κτίσματα του Θεού, αφού, ενώ είχα τόση τιμή, εξίσωσα τον εαυτό μου με τα ζώα κι έγινα όμοιος μ΄ αυτά. Τώρα δεν μπορώ ούτ΄ ένα βλέμμα να ρίξω στον ουρανό. Πλασμένος σύμφωνα με τήν εικόνα του Θεού και προικισμένος με τη δυνατότητα να μοιάσω σ΄ Εκείνον, ήμουνα πρώτα ζηλευτός, αγαπητός και οικείος στους αγίους αγγέλους. Τώρα, όμως, εξαιτίας των μιαρών πράξεών μου, έγινασιχαμερός, αποκρουστικός, ξένος σ΄ αυτούς.
Θέλω να μετανοήσω εγκάρδια, θέλω να ξεκόψω ολότελα από τήν αμαρτία. Μαδεν μ΄ αφήνει το πάθος, που έχει ριζώσει στην ψυχή μου. Έτσι, δεν κάνω το καλό πουθέλω, αλλά το κακό που μισώ. Κείτομαι, λοιπόν, τώρα γυμνός από τη Θεία χάρη,έρημος από αγαθές πράξεις, στερημένος από τα ιερά μυστήρια, και μάλιστα από τηΘεία Κοινωνία. Εξομολογούμαι τ΄ αμαρτήματά μου, και ξαναπέφτω στα ίδια, ο άθλιος.
Δεν έχω κατανυκτικά δάκρυα, για να μπορέσω μ΄ αυτά ν΄ αποπλύνω τους ρύπους τωναισχρών έργων μου και να ξαναφέρω τον εαυτό μου στην πρώτη εκείνη κατάστασήτου.
Τι δυστυχισμένος, αληθινά, που είμαι! Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από το σώματούτο, που έχει υποταχθεί στο θάνατο; Ποιος μπορεί να με λυτρώσει απ΄ της επίβουλης τούτης σάρκας τα θανατηφόρα σκιρτήματα; Αυτά είναι που με μολύνουν κάθε ώρα.
Αυτά είναι που καταλερώνουν τήν ολόλευκη στολή του Θείου Βαπτίσματος. Αυτά είναι που με κάνουν τώρα να ντρέπομαι τον ίδιο μου τον εαυτό, έστω κι αν κανένας άλλος δεν με ελέγχει, έστω κι αν κανένας άλλος δεν με χλευάζει. Καθώς λέει σωστά ο απόστολος, το εμπαθές σώμα είναι υποταγμένο στο θάνατο. Έτσι, όποιος υποτάσσεται στο σώμα του, πιάνεται στα δίχτυα του θανάτου, του αιώνιου θανάτου.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να με λυτρώσει, τον δυστυχισμένο, από το σώμα τούτο, που έχει υποταχθεί στο θάνατο; Κανένας άλλος, βέβαια, παρά μόνο Εκείνος που πήρε ανθρώπινο σώμα, αλλά καθαρό, απαθές και αναμάρτητο
· μόνο Εκείνος που αμαρτία δεν έκανε και δόλος στο στόμα Του δεν βρέθηκε·
μόνο Εκείνος που με το θάνατό Του κατήργησε τον αιώνιο θάνατο· μόνο Εκείνος που χαίρεται και ευφραίνεται με τήν ειλικρινή μετάνοια και τήν επιστροφή μου· μόνο Εκείνος που με το Σταυρό πραγματοποίησε τήν παγκόσμια λύτρωση από τήν αμαρτία·
μόνο Εκείνος πού αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάει να ζητήσει το χαμένο.
Ας προσπέσω, λοιπόν, σ΄ Αυτον! Ας κλάψω μπροστά Του ικετευτικά, για να με καθαρίσει από τους ρύπους των αισχρών μου πράξεων· για να δώσει πάλι στην ψυχή μου τήν πρώτη της ομορφιά· για να με ντύσει πάλι με τη θεοΰφαντη στολή της χάριτός Του, ώστε να μην κείτομαι πια γυμνός και καταντροπιασμένος στης ηδονής το βόρβορο, αλλά να σηκωθώ όρθιος και να μείνω για πάντα σταθερός σε κάθε έργο αγαθό και σωτήριο.
Ναι, πολυέλεε Κύριε, άκουσέ με, τον ανάξιο δούλο Σου! Μη με αποδοκιμάσεις
τελειωτικά, τον μολυσμένο και βέβηλο, αλλά συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου. Μη μ΄ αφήσεις ν΄ αμαρτήσω πια σ΄ Εσένα, το Λυτρωτή και Σωτήρα μου, αλλά φύλαξέ με ως τήν τελευταία μου πνοή άσπιλο και αμόλυντο. Σώσε με, πολυεύσπλαγχνε, για ν΄ ανυμνώ και να δοξάζω με πίστη και πόθο το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Σου στους
ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.»
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ω Δ Η
Τ ρ ο π ά ρ ι ο Δ ΄
Ζάλη με των κακών παριέχει,
εύσπλαγχνε Κύριε.
Άλλ΄ ώς τώ Πέτρω, καμοί
τήν χείρα έκτεινον.
Ζάλη των συμφορών με κυκλώνει,
εύσπλαγχνε Κύριε.
Γι΄ αυτό, όπως στον Πέτρο, καί σ΄ εμένα
άπλωσε το χέρι Σου.
Με τη δική μας μόνο δύναμη είναι αδύνατο να γλυτώσουμε
από τα κύματα των παθών και των θλίψεων,
γι΄ αυτό ας ζητάμε με θερμή πίστη τη βοήθεια του Θεού.
Κάποια νύχτα οι μαθητές του Χριστού βρίσκονταν μέσα σ΄ ένα καΐκι, στη
θάλασσα της Γαλιλαίας, κι έπλεαν πρός τη Βηθσαϊδά. Επειδή ο άνεμος ήταν ενάντιος και σφοδρός, ταλαιπωρούνταν στην κωπηλασία από τα κύματα. Ο Ιησούς είχε μείνει μόνος στη στεριά και προσευχόταν. Τα ξημερώματα, τους πλησίασε περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Εκείνοι τρόμαξαν, νομίζοντας πώς είναι φάντασμα, κι έβαλαν τις φωνές από το φόβο τους. Μά ο Ιησούς τους καθησύχασε: “Έχετε θάρρος! Εγώ είμαι, μή
φοβάστε”. Ο Πέτρος Του αποκρίθηκε: “Κύριε, αν είσαι Εσύ, πρόσταξέ με να ΄ρθω κοντάΣου περπατώντας στα νερά”. “Έλα”, του λέει ο Κύριος. Κατέβηκε τότε από το πλοίο ο Πέτρος κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά χωρίς να βουλιάζει. Βλέποντας, όμως, τον ισχυρό άνεμο, φοβήθηκε και άρχισε να καταποντίζεται. “Κύριε, σώσε με!”,
κραύγασε. Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι Του, τον κράτησε και του είπε:
“Ολιγόπιστε, γιατί σ΄ έπιασε η αμφιβολία;” Και μόλις ανέβηκαν στο καΐκι, κόπασε ο άνεμος (Ματθ. 14:22-32, Μάρκ. 6:45-51).
Όταν, λοιπόν, κι εμείς, αγαπητοί μου, ζαλιζόμαστε από τα κύματα της
φουρτουνιασμένης θάλασσας της ζωής αυτής, όταν κυκλωνόμαστε από πολλούς πειρασμούς και θλίψεις, πού μας χτυπούν σαν άλλοι ισχυροί άνεμοι, ας μή βουτάμε απερίσκεπτα στα νερά της κοσμικής ματαιότητος και των γήινων μεριμνών, έχοντας εμπιστοσύνη στη δική μας μόνο δύναμη. Γιατί είναι ολότελα αδύνατο να μήν καταποντιστούμε χωρίς του Θεού τη βοήθεια. Ο άνθρωπος, όταν δεν έχει τη θεία ενίσχυση, είναι σαν ένα αδύναμο μυρμηγκάκι μπροστά τους δυνατούς και φοβερούς δαίμονες. Πώς, λοιπόν, να τα βάλει μαζί τους; Αυτό δεν θα ήταν μόνο ασύνετο, αλλά
και παράτολμο και επικίνδυνο και ολοφάνερα αλαζονικό. Ούτε οι δαίμονες ούτε τα πάθη ούτε η αμαρτία μπορούν να νικηθούν από την ανίσχυρη ανθρώπινη φύση. Μόνο από την πανίσχυρη και παντοκρατορική θεία δύναμη καταβάλλονται.
Μας χτυπούν, λοιπόν, σάν τ΄ άγρια κύματα δοκιμασίες και πειρασμοί, είτε από τους δαίμονες είτε από τους ανθρώπους; Ας μήν τους αντιμετωπίσουμε,
επιστρατεύοντας τη δική μας γνώση και δύναμη. “Μήν αντιστέκεστε στον πονηρό,”λέει ο Κύριος (Ματθ. 5:39), μόνοι σας. Ας φωνάξουμε με θερμή πίστη σ΄ Εκείνον πού μπορεί να μας σώσει, τον Ιησού Χριστό, όπως φώναξε ο Απόστολος Πέτρος: “Σώσε μας,
Κύριε!”. Και αν ακούσουμε, “Γιατί σας έπιασε η αμφιβολία, ολιγόπιστοι;”, ας μη δειλιάσουμε, ας μήν απελπιστούμε. Απεναντίας, μάλιστα, ας δεηθούμε πιο επίμονα. Τότε ο Κύριος, εκτιμώντας την εμμονή μας στην προσευχή, θ΄ απλώσει αόρατα το χέρι Του και θα μας τραβήξει παράδοξα μέσ΄ από τ΄ άγρια κύματα των πειρασμών. Ύστερα θα μπει μέσα στο πλοίο της ψυχής μας. Και στη στιγμή θα κοπάσει ο δαιμονικός άνεμος.
Μέσα μας θα βασιλέψει απόλυτη γαλήνη και ηρεμία. Έτσι θα ταξιδεύουμε πιο ακίνδυνα στο πέλαγος του κόσμου τούτου, χωρίς φόβο ναυαγίου. Και όταν πεθάνουμε, η ψυχή μας θ΄ αράξει στο αχείμαντο λιμάνι της θείας μακαριότητος, ενώ το σώμα μας θα διαλυθεί ως την κοινή ανάσταση. Τότε θ΄ αναστηθεί, θα ενωθεί πάλι με την ίδια ψυχή και θ΄ αρπαγεί με σύννεφα, για να προϋπαντήσει στον αέρα τον Κύριο, πού θα έρθει απ΄ τον ουρανό με δύναμη και λαμπρότητα πολλή. Θα έρθει για να κρίνει όλη την
ανθρωπότητα και ν΄ ανταμείψει τον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του.
Μακάρι να βρεθούμε κι εμείς, τη φοβερή εκείνη μέρα, ανάμεσα στους δικαίους, που θα τοποθετήσει στα δεξιά Του, καί όχι στους παραβάτες του νόμου Του, πού θα τοποθετήσει στ΄ αριστερά Του. Ναί, Χριστέ μου εύσπλαχνε και πανάγαθε, μή μας εγκαταλείψεις! Μήν αφήσεις να φύγουμε, οι ανάξιοι, από τη ζωή αυτή αμετανόητοι και αδιόρθωτοι, για να μή βρεθούμε τότε καταδικασμένοι και έντρομοι στ΄ αριστερά Σου.
Κάνε να παραδώσουμε με αληθινή μετάνοια τις ψυχές μας στ΄ άχραντα χέρια Σου και να σταθούμε άξια στα δεξιά Σου! Αμήν.
(, Εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου) 

O Μεγάλος Κανόνας

 
Η Πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Τεσσαρακοστής. Οι ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στη συνήθη ακολουθία των λοιπών εβδομάδων θα προστεθούν δυο νέες μεγάλες ακολουθίες· Την Πέμπτη ο Μεγάλος Κανόνας και το Σάββατο ο Ακάθιστος Ύμνος. Κανονικά το αποκορύφωμα αυτό θα έπρεπε να αναζητηθεί στην επόμενη, στην Έκτη εβδομάδα των Νηστειών, που είναι και η τελευταία της περιόδου αυτής. Αλλά όλα στη λατρεία μας έχουν τακτοποιηθεί από τους πατέρες με πολλή μελέτη και περίσκεψη. Με «διάκριση» κατά την εκκλησιαστική έκφραση. Μετά από την τελευταία εβδομάδα ακολουθεί η Μ. Εβδομάδα, με πυκνές και μακρές ακολουθίες, ανάλογες προς τα μεγάλα εορτολογικά θέματα. Μεταξύ αυτής και του αποκορυφώματος της Τεσσαρακοστής έπρεπε να μεσολαβήσει μια περίοδος σχετικής αναπαύσεως, μια μικρή ανάπαυλα. Το τόσο λοιπόν ανθρώπινα αναγκαίο μεσοδιάστημα είναι η τελευταία εβδομάδα και την έξαρση του τέλους βαστάζει η προτελευταία.
Πότε ψάλλεται ο Μ. Κανόνας;
Ο Μ. Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α΄ Εβδομάδας των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του Όρθρου της Πέμπτης της Ε΄ εβδομάδας. Στις ενορίες συνήθως ψάλλεται ανεξάρτητα από τον όρθρο, σαν μικρή αγρυπνία, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την ακολουθία του αποδείπνου. Έτσι διευκολύνονται περισσότερο οι χριστιανοί στην παρακολούθησή του. Μπορεί να τον βρει κανείς μέσα στο λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες της Τεσσαρακοστής, το Τριώδιο, καθώς και σε μικρά αυτοτελή φυλλάδια. Η παρακολούθηση του Κανόνα αυτού κατά την ώρα της ψαλμωδίας του είναι αρκετά δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι πυκνά και ο ρυθμός της ψαλμωδίας γρήγορος. Για τους λόγους αυτούς τα εγκόλπια αυτά είναι ιδιαίτερα απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα τον ύμνο αυτό. Τα παρακάτω ας αποτελέσουν μια σύντομη εισαγωγή και βοήθεια για την κατανόησή του και μια παρακίνηση για την παρακολούθηση της ψαλμωδίας του εκλεκτού αυτού λειτουργικού κειμένου.
Ποιός ο ποιητής – δημιουργός του Μ. Κανόνα;
Τον Μ. Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Γεννήθηκε στη Δαμασκό το 660 μ. Χ. από ευσεβείς γονείς. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών η αγάπη του τον φέρνει στα Ιεροσόλυμα όπου οι γονείς του τον αφιερώνουν στον Ναό της Αναστάσεως. Στα Ιεροσόλυμα απόκτησε μεγάλη παιδεία, την «θύραθεν» και τη θεολογική. Αν και το έργο του έγινε στην Κωνσταντινούπολη και την Κρήτη φέρει τον τίτλο του «Ιεροσολυμίτη» επειδή πέρασε από την αγία πόλη. Μοναχός της Μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα έγινε γραμματέας του Πατριάρχη Θεόδωρου. Το 685 ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε για είκοσι χρόνια και ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές θέσεις και τέλος γύρω στο 711 ή 712 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Στη Κρήτη συμμετέχει στις ταλαιπωρίες του ποιμνίου του που οφείλονταν στις Αραβικές επιδρομές. Εμψυχώνει το λαό στις θλίψεις και προσεύχεται για τη σωτηρία του. Με τις προσευχές του σταματά τη μεγάλη ανομβρία και σταματά τη μάστιγα της πείνας. Ιδρύει μεγάλο «Ξενώνα» στον οποίο περιθάλπονται οι γέροντες και οι άρρωστοι, φιλοξενούνται οι ξένοι και οι φτωχοί διακονώντας ο ίδιος. «Με τα χέρια του υπηρετούσε τους ασθενείς και τους έπλενε τα πόδια και το κεφάλι, καθάριζε τις πληγές τους και τα τραύματα τους. Σ’ αυτό το σημείο τον οδηγούσε η αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον» σημειώνει ο βιογράφος του.
Ο άγιος Ανδρέα ο Κρήτης είχε μεγάλη ευλάβεια και ιδιαίτερη αγάπη του προς την Παναγία. Αφιέρωσε πλήθος ύμνων και εγκωμιαστικών λόγων στις εορτές της. Έκτισε δε μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν της Θεοτόκου που τον ονόμασε «Βλαχέρνες». Φρόντισε δε για την επισκευή των παλαιών και παραμελημένων ναών τους οποίους «ευπρεπώς κατεκόσμησε».
Πέθανε στις 4 Ιουλίου 740 στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, είτε και εξόριστος εκεί – ήταν υποστηρικτής των αγίων εικόνων. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του, μια μεγάλη σαρκοφάγο, που βρίσκεται πίσω από το άγιο βήμα της ερειπωμένης βασιλικής της Αγίας μάρτυρος Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ταφεί. Η καθιέρωση του ως Αγίου έγινε πολύ νωρίς.
Ο Ανδρέας ήταν λόγιος κληρικός, εκκλησιαστικός ρήτορας και υμνογράφος. Η φιλολογική και υμνογραφική του παραγωγή είναι αξιόλογη Οι λόγοι του είναι κυρίως εγκωμιαστικοί. Σώζονται ομιλίες στις Θεομητορικές και Δεσποτικές εορτές και σε διαφόρους αγίους. Στις ομιλίες του φαίνεται η ρητορική του τέχνη, η άριστη γνώση της αττικής γλώσσας, η βαθιά γνώση της βίβλου, ιδιαίτερα της Π.Δ που ερμηνεύει αλληγορικά. Χαρακτηρίζεται ως ο καλύτερος εκκλησιαστικός ρήτορας της Βυζαντινής εποχής. Τα χαρακτηριστικά των λόγων του είναι η «έντεχνος ρητορική επεξεργασία και τα υψηλά θεολογικά νοήματα».
Το υμνογραφικό του έργο είναι πλουσιότερο των ρητορικών του λόγων. Εφεύρε το είδος των Κανόνων που ψάλλονται μέχρι σήμερα και διακρίνονται για την σαφήνεια και το διδακτικό τους χαρακτήρα. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μ. Κανόνας. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πριν πεθάνει. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, ο Μ. Κανόνας είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.
Για να καταλάβουμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των κανόνων, που κατά πολλούς έχει την αρχή του σ’ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα. Είναι δε οι κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων, που γράφονταν για ένα ορισμένο λειτουργικό σκοπό: να διακοσμήσουν τη ψαλμωδία των 9 ωδών του Ψαλτηρίου, που στιχολογούνταν στον όρθρο. Όλος ο κανόνας ψάλλεται σε ένα ήχο. Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μια μικρή παραλλαγή στη ψαλμωδία κατά τρόπο, που να διατηρείται μεν η μουσική ενότητα στον όλο κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στον ίδιο ήχο, αλλά και να σπάει και η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμωδία που παρουσιάζει κάθε μια ωδή.
Γιατί ονομάζεται «Μεγάλος»;
Ο Μ. Κανόνας στην μορφή του έχει μια χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι συγκρινόμενος προς τους άλλους ομοίους του κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας στην απόλυτή του έννοια. Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξει· και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσει όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: τόσα, όσα είναι και όλοι οι στίχοι των ωδών, έτσι ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μ. Κανόνα, ενώ οι συνήθης κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μ. Κανόνα είναι κατά 30 περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον Ανδρέα.
Ποιό είναι το περιεχόμενο του Μ. Κανόνα;
Ο Μ. Κανόνας παρουσιάζει το τραγικό γεγονός της πτώσεως του ανθρωπίνου γένους που κατάστρεψε τη δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό.
Στον Μ. Κανόνα ο ποιητής θεωρεί και βιώνει το γεγονός της πτώσεως προσωπικά. Με την καθημερινή αμαρτία του ταυτίζεται με τον πρωτόπλαστο Αδάμ του οποίου γίνεται μιμητής. Η ψυχή του ακολουθεί τη πορεία της Εύας. «Αλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες την πρώτη Εύα; Κοίταξες πονηρά και πληγώθηκες πικρά». Ο άγιος αναφέρεται στην ύπαρξη που κληρονομήσαμε μετά τη πτώση που συνδέεται με τη φθορά και το θάνατο. Με τους πρωτόπλαστους έχουμε οντολογική αλληλεγγύη. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ομολογία της σφραγίζει ολόκληρο τον Μ. Κανόνα.
Είναι ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρύς θρηνητικός μονόλογος, είναι ο Αδαμιαίος θρήνος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του δίκαιου κριτή, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με τη ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας στον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών τους πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίνει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής, ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Στις οκτώ πρώτες ωδές παίρνει τα παραδείγματα του από τη Παλαιά Διαθήκη. Στη εννάτη ωδή από την Καινή Διαθήκη. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική του ποιητή. Βρήκε την πόρτα του παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει· προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του φτώχια. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ, του προφήτη Ιερεμία, των βασιλέων Μανασσή και Εζεκία από την Π. Δ και του Πέτρου, της Μάρθας και της Μαρίας, της Χαναναίας, του τελώνη, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Πολλές φορές επανέρχεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μετάνοιας της πόρνης και παρακαλεί τον Κύριο να δεχθεί τα δικά του δάκρυα όπως δέχθηκε και τα δικά της και να του συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Ο κριτής θα ευσπλαχνισθεί και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους. Ψάλλεται σε ήχο πλ. του β΄. Είναι ήχος γλυκός, κατανυκτικός και εκφραστής του πένθους και της συντριβής.
Μέσα στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής ο γεμάτος κατάνυξη Μ.Κανόνας προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στο στόμα του πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός. Σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του. Τούτο ανακεφαλαιώνει το θαυμαστό προοίμιο του Ρωμανού του Μελωδού που συμψάλλεται με τον Μ. Κανόνα:
«Ψυχή μου, Ψυχή μου,
ανάστα τί καθεύδεις;
Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι·
ανάνηψον ουν,
ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός,
ο πανταχού παρών
και τα πάντα πληρών».

«Ψυχή μου! Ψυχή μου!
Σήκω επάνω! Γιατί κοιμάσαι;
Φτάνει το τέλος της ζωής σου
Και σε αναμένει ταραχή!
Ξύπνα λοιπόν! Για να σε λυπηθεί ο Χριστός ο Θεός.
Κείνος που βρίσκεται παντού
και τα πάντα γεμίζει με την παρουσία του.
Επεξεργασία: Α. Χ.
( Από τα βιβλία: Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θεσ/κη, 1971 και Μητρ. Νέας Σμύρνης Συμεών, Αδαμιαίος Θρήνος, Ο Μέγας Κανών Ανδρέου του Κρήτης, Εκδ. Αποστ. Διακονίας – Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια).

Συνέχεια περί ταπείνωσεως, φωτός και αληθείας με μια αληθινή ιστορία για το νεκρό παιδάκι που δάκρυσε

 
Κυρ. Ε' Νηστειών

Και να που σήμερα το Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα μας ξαναδίνει πάλι αυτή την αφορμή, βλέποντας δύο μαθητάς να ζητούν πρωτοκαθεδρίες και η απάντησις του Κυρίου να είναι ότι «ουκ οίδατε τι αιτείσθε»… «δεν ξέρετε τι ζητάτε». Διότι ο Θεός δεν ήλθε δια να διακονηθεί αλλά για να διακονήσει. Ήλθε να προσφέρει τον Εαυτόν Του για τη σωτηρία των άλλων. Και μάλιστα μια προσφορά θυσίας και θανάτου. Θανάτου δε Σταυρού. Γι’ αυτό και εγένετο υπήκοος, λέει, μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, γι’ αυτό και ο Κύριος του εχάρισε όνομα το υπέρ παν όνομα: Ιησούς Χριστός εις το όνομα του οποίου παν γόνυ κάμψει και επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων.
Αλλά εμείς ως άνθρωποι όμως και πρώτος εγώ, εάν, οποιαδήποτε ηλικία κι αν έχουμε, μικρή ή μεγάλη, και κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν, αν είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και το γυρίσουμε να το δούμε καλά, τότε θ’ αρχίσουμε να κλαίμε και να θρηνούμε. Δεν έχουμε κάνει απολύτως τίποτα στη ζωή μας. Ένα μεγάλο μηδενικό.
Κι από μας που λέμε ότι προσφέρουμε υπηρεσίες δήθεν στον άνθρωπο και κηρύττουμε και ευαγγελιζόμεθα τον λαόν του Θεού, κι εμείς δεν κάνουμε τίποτα. Αν δεν είχαμε στόμα, δεν θα μιλούσαμε, αν δεν είχαμε χέρια δεν θα τα κουνούσαμε, αν δεν είχαμε μυαλό δεν θα σκεφτόμασταν κι αν δεν είχαμε φωτισμό - αλλά από ποιόν όμως τον φωτισμόν; - …Έχουμε τίποτα δικό μας; Έχουμε δικό μας φως; Είμαστε μέσα μας γεμάτο σκοτάδια-τα σκοτάδια των παθών και των αδυναμιών μας. Μία είναι η αλήθεια: το φως του Θεού. Κι όποιος πάρει αυτό το φως -όχι μόνο με την συχνή Θεία Κοινωνία, διότι και αυτή είναι «πυρ καταναλίσκον»…και αν δεν είμαστε άξιοι, δεν ξέρουμε τι καίει μέσα μας. Πρέπει να πάρουμε το φως του Χριστού διότι είναι ο ίδιος φως κι έτσι να φωτιστεί ο νους και να γίνει ο νους όλο φως. Να φωτισθεί η καρδιά μας και να γίνει φως όλη η καρδιά μας. Να φωτισθούν οι αισθήσεις μας και να γίνουν και οι αισθήσεις μας όλοι φως. Όλος ο άνθρωπος, ψυχή τε και σώματι…φως. Μόνο τότε θα δει την αλήθεια. Ποια αλήθεια; Ότι σ’ αυτή τη ζωή δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα, γι’ αυτό και πρώτος, χωρίς ταπεινολογίες και ταπεινοσχήματα, δεν έχω κάμει απολύτως απολύτως τίποτα. Κάποιες τρύπιες δεκάρες, όπως λέει ο Γέροντάς μου, μπορεί να έχουμε μαζέψει κι αν κι αυτές τις μαζέψαμε. Κι εγώ δεν ξέρω με πόσο κόπο και με πόσο αίμα, διότι αίμα πρέπει να στάξει ο άνθρωπος για να πάρει μια σταγόνα ταπείνωση. Αυτό το έλεγε ο πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης στο δικό μου το Γέροντα, τον πατέρα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη.
«Ε…παπά μου», του έλεγε, «για να πάρουμε μια σταγόνα ταπείνωση, μια σταγόνα, πρέπει να χύνουμε αίμα κάθε μέρα γιατί μέσα μας φωλιάζει ο παλιός άνθρωπος, φωλιάζει η αμαρτία, φωλιάζει το κακόν, φωλιάζει η πονηριά, η πονηριά μάλιστα από μικρή ηλικία»...απ’τα πέντε και τα έξι και τα επτά και τα οκτώ…πού να φτάσουμε στα δεκατέσσερα και στα δεκαπέντε…που γαμπρίζουμε από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου! Χωρίς φόβον Θεού! Χωρίς φόβον Θεού! Τα τείχη του εγωισμού και των παθών, δεν θα πέσουν με τίποτα, λέγει ο πνευματικός μου, παρά μόνον με την ταπείνωση. Με την άκραν ταπείνωση. Και την υπακοή προς τις εντολές του Ευαγγελίου και του Αγίου Θεού. Έτσι γκρεμίζονται τα πάθη, έτσι γκρεμίζεται ο εγωισμός που είναι η πηγή όλων των κακών.

Βλέπετε λοιπόν, μαθηταί του Κυρίου ήσαν, και μάλιστα ο ένας εξ αυτών, ο πλέον αγαπημένος, αυτός που ακούμπησε και στο στήθος του Χριστού και είπε και ερώτησε «τις εστίν ο παραδιδούς σε;». Αυτός ο ηγαπημένος μαθητής του Κυρίου που μέχρι το τέλος της ζωής του εκήρυττε την αγάπη και έλεγε «αγαπάτε αλλήλους»…και αυτός στον καιρό που δεν είχε ολοκληρωμένη την χάρη και την αποκάλυψη, ενώ είχε τον Χριστό δίπλα του, τον ακουμπούσε, τον ψηλαφούσε κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, εν τούτοις όμως, βλέπετε, το πάθος κυνήγησε να ικανοποιήσει.
Και μεις λοιπόν, που εξομολογούμεθα, που κοινωνούμε, που προσευχόμεθα, που κάνουμε παρακλήσεις, που κοινωνούμε τακτικά, που εκκλησιαζόμαστε, που κάνουμε την άλφα αρετή και τηρούμε την βήτα εντολή. Κι εμείς τα πάθη κυνηγάμε να ικανοποιήσουμε…και πρώτος εγώ.
Και αφού πήραμε την αφορμή να πούμε για την αγάπη που είχε ο μαθητής εκείνος ο εκλεκτός του Κυρίου, είναι φοβερό και τρομερό πράγμα να προσέρχεσαι στο μυστήριο των μυστηρίων, το βασιλικότατον, όπως μας το λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, και να έχεις τι κατά του αδελφού σου. Και μάλιστα ο Κύριος, στην επί του όρους ομιλία λέγει ότι για να προσέλθεις στο Άγιον Ποτήριον, θα πρέπει να συνδιαλαγείς με τον αδελφό σου που όχι έχεις εσύ κάτι εναντίον του, αλλά εκείνος έχει κάτι εναντίον σου. Έτσι λέγει. Αυτή είναι η εντολή. Και αν δεν θέλουμε με αυτόν τον τρόπον, μαθαίνουμε, διδασκόμαστε… στην πράξη ποια είναι η ταπείνωσις, πώς μιμούμεθα τον Χριστόν στην υπακοή.
Διαφορετικά έχει άλλους τρόπους ο Θεός να μας μάθει και την ταπείνωση και την υπακοή. Να μας δώσει ένα μπάτσο. Τι προτιμάτε και τι προτιμούμε όλοι μας; Να καθίσουμε και να ασχολούμεθα διαρκώς με το να αυτοκατακρίνουμε τον εαυτόν μας και όχι τους άλλους, με το να αυτομεμφόμεθα τον εαυτό μας, διότι η μεγαλύτερη αρετή, κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας μας και κατά την διδασκαλίαν του Ευαγγελίου και όλων όσων πέρασαν απ’ αυτή τη ζωή, που την περπάτησαν μέσα στ’ αγκάθια και στους πειρασμούς, όλοι δηλαδή οι Άγιοι, έμαθαν ότι η μεγαλυτέρα αρετή που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος είναι η αυτομεμψία. Να αυτομέμφομαι τον εαυτό μου. Και τον μέμφομαι. Σήμερα πέθανα! Μη σας φαίνεται παράξενο! Ροκανίζεται ο χρόνος, ροκανίζεται, εβδομήντα ένα-ενδομήντα δύο πάμε…ροκανίζεται! Σήμερα πεθάναμε! Πέθανα σήμερα! Θα ’ρθούν θα κλάψουν, πέντε-δέκα, είκοσι, θα τον θάψουν…Θεός ‘χωρές τον. Ήταν και απότομος, θα πουν…ήταν και θυμώδης…ε…μας έβαζε και κατσάδες, μας απόπαιρνε πολλές φορές. Θεός ‘χωρές τον. Καλά εδώ…τα περάσαμε ωραία, μας κάνετε και μετάνοιες και τεμενάδες, μερικές φορές σκύβετε κάτω και φιλάτε και τα πόδια μας, λες και ποιος ξέρει τι είμεθα…Βέβαια την ιεροσύνη του Χριστού ασπάζεσθε, εμείς δεν έχουμε ιεροσύνη, η ιεροσύνη δεν είναι δική μας, του Χριστού είναι η ιεροσύνη, σ’ αυτήν απευθύνεσθε! Στο Χριστό! Και όχι σε μας. Τι θα πούμε λοιπόν; Τι θα πω; Τι θα απολογηθώ; Και είδατε τι λέγει κάθε τόσο η Εκκλησία: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά…».
Το ’κανε και ένας ασκητής ξέρετε αυτό, κάθε βράδυ, είχε σκάψει ένα λάκκο, και έλεγε «τώρα πεθαίνω, τώρα θα ’ρθουν οι Πατέρες, θα πουν δυο λόγια, θα πουν συγχωρέστε με, θα με θάψουν, θα φύγουν. Τι θα γίνει όταν παρουσιαστώ μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού; Τι θα γίνει;». Αυτό πρέπει να μας τρώει κάθε μέρα. Μικρούς και μεγάλους. Δυστυχώς όμως, είναι κάτι που δεν κηρύσσεται και δεν επεξεργάζεται από τους λεγομένους ορθοδόξους νεοέλληνες χριστιανούς. Δηλαδή, η αυτομεμψία.

Να προσφέρουμε λοιπόν, πρώτα την ελεημοσύνη και την αγάπη στον εαυτόν μας κυνηγώντας τα πάθη και καλλιεργώντας τις αρετές και εν συνεχεία αυτό το πράγμα να γίνει παράδειγμα και εις τους άλλους. Μόνον όταν εμείς δουλεύουμε για τον εαυτόν μας, τότε δουλεύουμε και για τους άλλους. Η πράξις η δική μας γίνεται φως για τους άλλους.
«Υμείς εστέ το φως του κόσμου». «Υμείς εστέ το φως του κόσμου». Είστε φως, ο καθένας από σας και μείς μαζί οι ιερείς, διότι πήραμε μέσα μας τον Χριστόν που είναι φως, ζωή, Ανάστασις, οδός και η αλήθεια. Και όλα αυτά τα πράγματα που τα πήραμε δια του Αγίου Βαπτίσματος, και όλα αυτά εμπλουτίστηκαν από τις πολλαπλές δωρεές του Παναγίου Πνεύματος και εν συνεχεία μέσα στη ζωή, όσο μπορέσαμε ο καθένας από μας, αυτές καλλιεργήσαμε.. και έτσι λοιπόν, όλο αυτό γίνεται φως και οδηγός εις τους συνανθρώπους μας και προπαντός δε εις την οικογένεια μέσα εις την οποία ζούμε. Φως λοιπόν να γίνουμε.

Μια κυρία, περίπου 30 ετών, γιατί έχουμε τώρα δράματα εδώ και μου ’ρθαν δάκρυα στα μάτια, δράματα και πειρασμοί, παρακαλάτε τον Θεόν!!! Εσείς να διαλέγετε τον κόπο και το μόχθο στην τήρηση των εντολών, παρά να σας στέλνει ο Θεός πειρασμό! …χάνει το παιδί της (είναι διήγησις απ’ το Γέροντά μου), χάνει το παιδάκι της, μόλις και μετά βίας μπόρεσε να το αποκτήσει και 6 μηνών το χάνει. Ένα αγγελούδι, 6 μηνών αγγελούδι…τι θα είναι 6 μηνών!
Πριν το σηκώσουν απ’ το σπίτι την επομένη ημέρα για να το πάνε στην Εκκλησία και απ’ την Εκκλησία κατόπιν στο νεκροταφείο, εκεί όπου ήταν ξαπλωμένο, γονατίζει αυτή η πονεμένη μητέρα και λέει στο παιδάκι της «παιδάκι μου τώρα, εσύ είσαι αγγελούδι, έγινες άγγελος και πήγες στη Βασιλεία των Ουρανών, στολίζεις με την ψυχούλα σου το θρόνο του Θεού! Σε παρακαλώ! Να προσεύχεσαι για μένα, τη μάνα σου τη δόλια και τον πατέρα σου και για όλον τον κόσμο. Να μας διδάξει ο Θεός και να μας μάθει ο Θεός την ταπείνωση, τη σωτηρία. Το φως Του να δεχτούμε. Αυτό να Τον παρακαλάς.»

Με την ταπείνωση αρχίσαμε, για το φως του Θεού μιλήσαμε….τον νου και την καρδιά… Και όλον τον άνθρωπο … αυτό ζήτησε και εκείνη η ευλογημένη μητέρα από το νεκρό παιδάκι. Και το παιδί απάντησε! Νεκρό ήτανε! Και από τα μάτια του έτρεξαν δεξιά και αριστερά δύο δάκρυα. Άκουσε! Άκουσε! Απ’ τον ουρανό, άκουσε! Κι απάντησε! Κι είπε «Ναι, μάνα…ναι μητέρα. Αυτό θα σου στέλνω δια της προσευχής μου…την ταπείνωση, την αγάπη, το φως
Αυτά μας χρειάζονται.
Αυτά μας χρειάζονται.
Με αυτά θα σωθούμε.

Αμήν.

Η καθολικη κρίσις στή ζωή τού ανθρώπου καί η λύσις τής Παναγίας




Ε' Χαιρετισμοί

… προεκτάσεις, για τους Έλληνας εργαζομένους, και με μεγάλη πιθανότητα να ενταθεί ακόμα περισσότερο. Υπάρχει ηθική κρίσις. Με σκάνδαλα πάσης φύσεως. Με διαπλοκές και μίζες. Με κατακρίσεις και σπατάλη του δημοσίου χρήματος που είναι η δική μας πόροι και ο δικός μας ιδρώτας.
Με σωματεμπορία και με πορνογραφία, ακόμα και παιδική πορνογραφία, μέσα στις ιστοσελίδες, που να είναι σε μεγάλη έξαρση.
Με ηθική παράλυση από τον πανσεξουαλισμό, με ναρκωτικά και το λαθρεμπόριο.
Με ληστείες και φόνους αθώων πολιτών. Ακόμα και γερόντων για είκοσι ευρώ.
Με φούντωμα την αναρχία και την τρομοκρατία.
Αν μιλήσουμε δε και για την κρίση που περνάει η οικογένεια, θα απελπιστούμε με τα σημερινά της χάλια. Άλλωστε σε δυο βραδινά μας κηρύγματα παρουσιάσαμε με τα πιο μελανά της χρώματα την κρίση της.
Υπάρχει επίσης κρίσις στην παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της, Δημοτικά, Γυμνάσια, Λύκεια, ΤΕΙ, Πανεπιστήμια. Έχομε κρίση στην πολιτική και στους πολιτικούς μας. Δεν κάνουμε πολιτική αλλά παρουσιάζουμε όπως έχει η κατάστασις σε ολόκληρο τον κόσμο, και σε όλα τα έθνη που βρίσκονται σε αναβρασμό.

Αυτό σημαίνει με λίγα λόγια ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα, μαζί και η πατρίδα μας, η Ορθόδοξη Ελλάδα μας, έδιωξε τον Χριστό από τα σπλάχνα της. Τον έβγαλε όχι μόνον έξω από την οικογένεια, αλλά και έξω από την κοινωνία. Έτσι πληρώνουμε την αποστασία μας, από το θέλημα του Θεού.
Εμείς οι ίδιοι εγκαταλείψαμε το απλωμένο σπλαχνικό χέρι του Θεού, και γυρνώντας την πλάτη μας, πιάσαμε οριστικά το χέρι του διαβόλου. Έτσι δημιουργήσαμε κρίση με τον Θεόν. Από τη στιγμή όμως που αγκαλιάσαμε το θέλημα του διαβόλου, την πονηριά και την κακία, την ψευτιά και την κατάκριση, αντιστρατευθήκαμε κατά του Θεού σωριάζοντας γύρω μας τα ερείπια του πνευματικού θανάτου.
«Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος», βεβαιώνει η Αγία Γραφή. Κρίσεις και συγκρούσεις με τον Θεόν είχαμε στην πορεία των αιώνων από τις αιρέσεις και που θεομαχώντας αρνήθηκαν την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής. Αμφισβήτησαν και πολέμησαν την θεότητα του Ιησού Χριστού, τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, την Τριαδικότητα του ενός Θεού. Πολέμησαν το αειπάρθενον της Παναγίας, και τον όρον Θεοτόκος. Αμφισβήτησαν επίσης την Ιερά Παράδοση, τους Αγίους, τα θαύματα, τα μυστήρια της Εκκλησίας μας και πολλά ακόμα ιερά και όσια της πίστεως μας. Έτσι η κρίσις κατέστη ανταρσία, θεομαχία, αίρεσις, δαιμονοκρατία.

Όλα αυτά όμως άρχισαν πριν από χιλιάδες χιλιάδες χιλιάδες χρόνια, από μια πολύ παλιά ιστορία που την ρίζα της την έχει στην πρώτη παράβαση και παρακοή των Πρωτοπλάστων, Αδάμ και Εύας. Είναι η πρώτη κρίσις στην ανθρωπότητα. Η πρώτη σύγκρουσις. Ο Αδάμ αντιλέγει στο Θεό που τον έπλασε και Τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τη γυναίκα που του έδωσε. Και αφού δεν υπάρχει μετάνοια και αναγνώρισις του λάθους από μέρους του, η κρίσις γενικεύεται, απλώνεται και πολλαπλασιάζεται.
Ακολουθεί η κρίσις και η σύγκρουσις μεταξύ Αδάμ και Εύας. Αφού ο Αδάμ κατηγορεί την γυναίκα του ότι τον εξαπάτησε, γι’ αυτό και την μισεί και την σιχαίνεται. Αμυνομένη η Εύα, παρά το πρωταρχικό της φταίξιμο, κατηγορεί τον διάβολο ως αιτία του κακού, και όχι την προαίρεσή της. Έτσι η αμαρτία ολοκληρώνεται, και η κρίσις μεταβιβάζεται στους απογόνους.
Και το πρώτο αποτέλεσμα της κρίσεως είναι άμεσο. Ο Κάιν σκοτώνει τον Άβελ. Και τον σκοτώνει από φθόνο, χωρίς να φταίει σε τίποτα ο άνθρωπος. Ήτο παντελώς αθώος.

Έτσι από τότε, το κακόν εδραιώθηκε στη γή. Η αμετανοησία μας το έκαμε να ριζώσει και να πολλαπλασιαστεί και συνεχώς να πολλαπλασιάζεται. Αλλά μαζί με το κακό έρχονται και τα δεινά της παρακοής στον άνθρωπο, και γενικά σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η ασθένειες, πόνοι ψυχικοί και σωματικοί, δάκρυα, βάσανα, στεναχώριες, άγχος, αμηχανία, συγκρούσεις μεταξύ των συζύγων, συγκρούσεις μεταξύ γονέων και παιδιών, συγκρούσεις μεταξύ των αδελφών, συγκρούσεις και με το διπλανό μας, που τελικά καταλήγουν μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων για να καταλήξουν σε συγκρούσεις με τη μορφή των ανταρσιών, των επαναστάσεων και των πολέμων.
Έτσι έχοντας κρίση ο άνθρωπος με τον Χριστόν και την Εκκλησία Του, σκοτίζεται πνευματικά, απομονώνεται μέσα στο άθλιο καβούκι του και καταρρακώνεται από την μοναξιά, για να τον αποτελειώσει το γήρας, η ανημποριά και τέλος ο θάνατος χωρίς ελπίδα. Οι Συγκρούσεις με τον Θεόν, σπέρνουν πάντοτε ανέμους, γι’ αυτό και ολόκληρη η ανθρωπότητα θερίζει θύελλες.

Αλλά να, που εμφανίζεται ένας έμψυχος Παράδεισος, η Υπεραγία Θεοτόκος, η Παναγία μας. Αυτή μέσα στα σπλάχνα της, ως άλλος πνευματικός Παράδεισος, βλαστάνει το νέο Ξύλον της ζωής, τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεάνθρωπο Κύριο, που με το έργο Του, την προσφορά Του, τα θαύματά Του, την ανυπέρβλητη ζωηφόρο διδασκαλία Του, και ιδιαιτέρως με την Σταυρικήν Του Θυσίαν, θεραπεύει αδελφοί μου, την θανατηφόρο κρίση που υπήρχε και υπάρχει στις σχέσεις Θεού και ανθρώπου. Στις σχέσεις του Δημιουργού, του Πλάστου, και των λογικών πλασμάτων και δημιουργημάτων. Έτσι όσοι από μας, καταφεύγουμε στη χάρη της Παναγίας, και ενούμεθα με τον Υιόν της και Θεόν ημών, τον Σωτήρα και Κύριον Ιησούν Χριστόν, αρχίζουμε μια καινούργια ζωή. Την ζωή των μυστηρίων, μετανοίας, και Θείας Μεταλήψεως, αφού προηγουμένως προηγηθεί το Βάπτισμα και το Άγιον Χρίσμα.
Αρχίζουμε μια καινούργια ζωή, τη ζωή του Ευαγγελίου και της προσευχής. Τη ζωή της ζωντανής πίστεως και της ενεργουμένης αγάπης, τη ζωή των αρετών, την αγία ζωή, που επεκτείνεται στην αιωνιότητα, από τώρα και πάντοτε, στους αιώνας των αιώνων.

Έτσι η πίστις μας προς τον Σωτήρα μας Κύριον Ιησούν Χριστόν, ομαλοποιεί τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, με τον σύντροφον της ζωής μας, με τα παιδιά μας, και με τον συνάνθρωπό μας, θεραπεύοντας και τις κλονισμένες σχέσεις ακόμα και με τον εχθρόν μας. Αυτόν τον άνθρωπο που μας έκαμε κακό. Και η κρίσις αυτή της εχθρότητος, και της αντιπαλότητος προς τον πλησίον, μέσω του Ιησού Χριστού, της χριστιανικής ζωής, του Βαπτίσματος και των λοιπών Αγίων Μυστηρίων, μεταβάλλεται πρώτα σε συγγνώμην, ύστερα σε επιείκεια, κατόπιν σε μακροθυμία και τέλος σε αγάπη αληθινή.

Τα γεγονότα βέβαια γύρω μας, στο σπίτι μας, στη γειτονιά μας, την Ελλαδική κοινωνία, αλλά και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα σήμερα, μας διαψεύδουν.
Εμείς όμως θα κοιτάξουμε στις δικές μας καρδιές, και ο καθένας χωριστά τη δική του ψυχή, να δει τον εσωτερικό του κόσμο, να ψάξει καλά μέσα στην συνείδηση και την ψυχή του, και ψάχνοντας μέσα στην καρδιά μας, αν απ’ αυτήν την έρευνα βρει η ψυχή μας ότι παλεύομε, ότι προσπαθούμε στο κατά δύναμιν για το καλό, τότε η κρίσις ήδη έχει θεραπευθεί.
Τότε η Παναγία θα μας δώσει το κλειδί του Παραδείσου αφού είναι των θυρών το ανοιχτήριον.

Και το κλειδί αυτό των θυρών, το ανοιχτήριον, είναι η μετάνοια.
Η κραυγή του ληστού «Μνήσθητί μου όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου» είναι κραυγή μετανοίας.
Η στάσις του Τελώνου όταν κτυπούσε το στήθος και έλεγε «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» είναι κραυγή μετανοίας.
Η επιστροφή του Ασώτου, και το πέσιμο στην αγκαλιά του Θεού Πατρός κράζοντας «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου», είναι κραυγή μετανοίας.
Κατόπιν έχουμε την φωνή του τυφλού Βαρτιμαίου, «Ιησού Υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με». Να μας βγάλει από την τύφλα της παρούσης ζωής, και να μας ανοίξει τα μάτια μας στην χάριν του ουρανού.
Οι κραυγές των λεπρών «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς» σημαίνει ότι πρέπει να καθαρισθεί η λέπρα αυτή της αμαρτίας που δημιουργεί την κρίσιν με τον Θεόν, για να μας έλθει η σωτηρία. Και η κραυγή, της πίστεως η κραυγή, της Χαναναίας, «Ιησού Υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με, ελέησόν με, ελέησόν με ότι η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται», μας τα λέγει όλα.
Αυτές οι κραυγές μετανοίας, είναι αυτές που θεραπεύουν την κρίση, και τις μεταβάλλουν σε έλεος, σε μακροθυμία, σε φιλανθρωπία, και τέλος στη σωτηρία,
δια πρεσβειών της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας,

Αμήν.

Ἕνας ἀπό τούς τελευταίους

http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/390089-01.jpg

http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/390090-02.jpg

http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/390091-03.jpg

http://kelliakalives.pblogs.gr/files/f/390092-04.jpg

Ἡ μελέτη του

Ὁ Γέροντας μελετοῦσε πολύ τά Πατερικά βιβλία. Γνώριζε καί ἐκφωνοῦσε ἀπ’ ἔξω ὁλόκληρα ἐδάφια ἀπό τά ἀσκητικά συγγράμματα. Εἶχε ἐντρυφήσει πολύ σ’ αὐτά. Εἶχε δύο τεράστια παλιά βιβλία δερματόδετα τόν Εὐεργετινό καί τήν Φιλοκαλία τά ὁποῖα τά εἶχε «καταφάγει». Καί τά δύο ἦταν γεμᾶτα σημειώσεις, παραπομπές καί χαρτάκια-σελιδοδεῖκτες μέ γραμμένο ἐπάνω τους τό κύριο νόημα τῆς σελίδας στήν ὁποία ἀντιστοιχοῦσαν.
Οἱ ἄξονες τῆς ζωῆς του στή Βίγλα ἦσαν: Ὑπεράνθρωπη νηστεία, ξενιτεία, ἀπροσπάθεια πρός ὅλους καί ὅλα, ἀκτημοσύνη, μελέτη, καί πολύς σωματικός κόπος.



Τό ἡσυχαστήριο τῶν Ἁγίων Βαρλάμ καί Ἱωάσαφ




Συνεχής προσπάθεια γιά ἀμεριμνία καί γιά τό «ἀπερίσπαστον».
Στή Βίγλα ὅπου ἀσκήτευε ὁ Γέροντας, εἶχε ἕνα ἀμπέλι[1]. Μία ἡμέρα πῆγε καί τό κατέστρεψε. Ὅταν ὁ ἀνεψιός του τόν ἐπισκέφτηκε καί τόν ρώτησε γιά ποιόν λόγο τό ἔκανε αὐτό, τοῦ εἶπε:
-«Γιά νά μήν ἁμαρτάνω. Σκόνταφτα, θύμωνα, ἁμάρτανα. Γι’ αὐτό τό χάλασα».
Προφανῶς τό ἔκανε γιά νά ἔχει περισσότερη ἀμεριμνία καί νά εἶναι ἀπερίσπαστος.
Ὁ μοναχός πρέπει νά ἀρκεῖται στά ἀπαραίτητα καί νά μήν παρασύρεται ἀπό τήν ἐργασία, τό «ἐργόχειρο». Τό «ἐργόχειρο» εἶναι «πάρεργο». Τό κύριο ἔργο εἶναι ἡ προσευχή.


Τό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Βαρλάμ καί Ἰωάσαφ
Τό ταπεινό του φρόνημα: «Εὐτελής καί ταλαίπωρος καί μηδαμινός ἔργῳ καί λόγῳ»
Ἡ μεγάλη του, «ἐν ἐπιγνώσει» ταπείνωση, φανερώνεται ἐκτός τῶν ἄλλων καί στίς ἐπιστολές του. Νά πῶς «αὐτοπεριγράφεται» σέ γράμμα του, πού ἀπηύθυνε σέ Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἐφησυχάζει στό Ἅγιον Ὄρος:
«Εὐθύμιος Βιγλιολαυριώτης, ἐλεεινός καί ἁμαρτωλότερος πάντων ἀνθρώπων, Μοναχῶν καί κοσμικῶν, εὐτελής καί ταλαίπωρος καί μηδαμινός
ἔργῳ καί λόγῳ, ἄτιμος καί καταισχυμένος»[2].
Μ’ αὐτόν τόν τόσο ταπεινό - ἐξευτελιστικό τρόπο «αὐτοπαρουσιάζεται». Ἀξιοπρόσεκτος εἶναι καί ὁ τρόπος πού καταθέτει στόν Ἐπίσκοπο τό αἴτημά του. Γράφει: «Στόν Θεοφιλέστατον Ἄνθρωπον ὑποκλινόμενος, στόν Ἀρχιερέα μας Χρυσόστομον, Σχολάρχην τῆς Ἀθωνιάδος,
Ὁ ἐλάχιστος τῶν Μοναχῶν Εὐθύμιος Βιγλολαυριώτης...
Μίαν γνώμην ἀμαθῆ, ἀφελῆ, ἁπλῆ καί ἀπερίεργο σοῦ γράφω ἐδῶ πέρα, καί γέλασε μέ τά μένα κἄμποσο»[3]. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι γιά γέλια ὁ ἑαυτός του...

Κακοπάθεια καί ταπείνωση

Ὁ Γέροντας μέσα ἀπό τήν προσωπική του πείρα εἶχε μάθει ὅτι:
«Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ κακοπάθεια ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ἡ μὲν πρώτη ἀποκόβει τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ δεύτερη τοῦ σώματος. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ μακάριος Δαυΐδ, ἐφαρμόζοντας αὐτό, λέει στὸ Θεὸ μέσα στὴ προσευχή του: δές, Κύριε, τὴν ταπείνωση καὶ τὴ κακοπάθειά μου, καὶ συγχώρησέ μου ὅλες τὶς ἁμαρτίες. (Ψάλμ. 24, 18)»[4].
Γνώριζε ἐπίσης ὁ γνήσιος ἀγωνιστής τῆς ταπεινοφροσύνης, π.Εὐθύμιος ὅτι, ὅπως λέει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, γιά νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος στήν γνήσια ταπεινοφροσύνη χρειάζεται νά κάνει τρία πράγματα:
Α) Νά ἀγαπήσει τόν σωματικό κόπο (νηστεία, ἀγρυπνία, χαμαικοιτία[5], σωματική ἐργασία, διακονία κοπιαστική τοῦ πλησίον κ.λ.π.)
Β) Νά βάζει τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό ὅλους .
Δηλ. νά πιστεύει ὅτι εἶναι:
Ø ἁμαρτωλότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων «διά τήν ἄγνοιαν» (ἀφοῦ δέν γνωρίζει ποιός εἶναι ὁ πλησίον του, τό «ἀσφαλέστερο» εἶναι νά πεῖ ὅτι ἐγώ εἶμαι χειρότερος ἀπ’ αὐτόν)
Ø κατώτερος ὅλων τῶν δαιμόνων, ἀφοῦ τούς κάνει ὑπακοή «δουλεύοντας» στά διάφορα πάθη καί
Ø αἰσχρότερος ὅλων τῶν κτισμάτων, ἀφοῦ ὅλα τά κτίσματα εἶναι στό κατά φύσιν, ὅπως τά ἔφτιαξε ὁ Θεός, ἐνῶ αὐτός εἶναι στό παρά φύσιν, στήν ἁμαρτία.
Γ) Νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα.
Ἡ προσευχή κάνει τόν ἄνθρωπο ταπεινό διότι ὁ προσευχόμενος «ἀποδίδει» τά κατορθώματά του στήν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία ἔρχεται διά τῆς προσευχῆς καί ὄχι στήν δική του δύναμη καί ἱκανότητα. Ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται ἀποδεικνύει ἔμπρακτα ὅτι πιστεύει στόν Κύριο καί στόν λόγο Του : «Χωρίς Ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε»[6].
Ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη-ἀγάπη συνδυασμένη μέ τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καί τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση (κακοπάθεια), ὁδηγεῖ στήν κάθαρση, στήν ἐνεργοποίηση τῆς Βαπτισματικῆς Θείας Χάρης καί τέλος στήν ἀπάθεια.

Τὀ Καθολικό τῆς Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας

Ι. Μ. Μ. ΛΑΥΡΑΣ

Συνεχίζει τίς «τρέλλες του».
Σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Γέροντα Παΐσιου, πού διασώζει σύγχρονος Ἐπίσκοπος, ὅταν ὁ Γέροντας ἀναγκάστηκε νά ἀλλάξει τόπο διαμονῆς (πῆγε ἀπό τήν Βίγλα στήν Ι.Μ. Μ. Λαύρας) λόγῳ γήρατος, ἔκανε τήν ἑξῆς «τρέλλα»:


Οἱ Πατέρες τῆς Λαύρας θέλοντας νά τόν «ἀναπαύσουν», τόν ἔβαλαν σ’ ἕνα σχετικά καλό κελλί καί τοῦ πρόσφεραν φαγητό. Ἐκεῖνος γιά νά κρύψει τήν ἀρετή του καί νά μήν φάγει, ἄρχισε νά διαμαρτύρεται καί νά φωνάζει ὅτι δέν ἦταν καλό τό φαγητό. Ἐπίσης πετοῦσε τά σεντόνια ἀπό τό κρεββάτι του. Στό τέλος οἱ Πατέρες ἀναγκάστηκαν νά τόν βάλουν σ΄ ἕνα πιό ταπεινό κελλί τό ὁποῖο ἦταν στά «μέτρα» του. Ἔτσι ἀπόφυγε τήν ἄνεση καί τήν καλοπέραση[7].



[1] Σύμφωνα μέ πληροφορία τοῦ κ. Πασχαλᾶ ἀπό τό Γομάτι.


[2]Ἐπιστολή Γέροντος Εὐθυμίου «πρός τόν Θεοφιλέστατον Ἀρχιερέα μας Χρυσόστομον», στό: Ἐπισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Πρόσωπα καί δρώμενα στόν Ἄθωνα, Ἅγιον Ὄρος 2001, σελ. 410.


[3] Ὅ. π. ( Τήν ἐπιστολή αὐτή ἔγραφε ὁ Γέροντας στίς 3 Μαΐου τοῦ 1981).


[4] Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Α΄ Ἑκατοντάς περί Ἀγάπης, οστ'.


[5] Νά κοιμᾶται στό πάτωμα


[6] Ἰω. 15, 5: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».


[7] Μαρτυρία τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἱ. Βλάχου στό : Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Β΄ ἔκδοση, Λεβαδειά 2007, σελ. 277.

Ο ΠΑΠΑΪΑΚΩΒΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΣ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi8LbyETvaZy0KJyRL9UMWP_GRYFkBZW9Ph_-ueixKOJ-7SmRg5lXXabAI0oT7gHbnoHmSR9AHg7i-iG41YphERv0ltUKD4Db65ZmO36Lk29eznjishDN84SATGZ0vhT4o8sM7jhT2kBMc/s1600/%25CE%2591%25CE%25A1%25CE%25A7%25CE%2599%25CE%259C.+%25CE%2599%25CE%2591%25CE%259A%25CE%25A9%25CE%2592%25CE%259F%25CE%25A3+%25CE%2599%25CE%25A9%25CE%25A3%25CE%2597%25CE%25A6%25CE%2599%25CE%2594%25CE%2597%25CE%25A3.jpg

Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου


Ὡς γνωστόν, οἱ διαθέτοντες "διεισδυτικὰ" ὄργανα καὶ χαρίσματα διακρίνουν τοὺς ἀνθρώπους, ἔστω καὶ μετὰ διαβαθμίσεων, εἰς "τίποτα" καὶ εἰς πηγὰς θετικῶς γραφικὰς καὶ πλουσίας ἐμπνεύσεως. Εἷς τοιοῦτος ἦτο καὶ ὁ Ἀρχιμ. Ἰάκωβος Ἰωσηφίδης, ὁ Παπαϊάκωβος τῆς Χάλκης. Ἐγεννήθη τὸ 1880 πιθανῶς εἰς τὸ Ζιντσίδερε τῆς μαρτυρικῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἡ περίπυστος Ἱερατικὴ Σχολὴ Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου. Μορφωθεὶς καὶ ἱερωθείς, ὑπηρέτησεν ἀπὸ διαφόρων θέσεων τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν καὶ ὡς ἱερατικὸς προϊστάμενος τῆς Κοινότητος Χάλκης μέχρι τοῦ ἔτους 1951, ἐκμετρήσας τὸ ζεῖν τὸ 1959. Εἰς τὴν ἐξόδιόν του ἀκολουθίαν ἐξαίρετον λόγον ἐξεφώνησεν ὁ σοφὸς καὶ εὐαίσθητος ποιητὴς Πριγκηποννήσων Δωρόθεος, παρίσταντο δὲ Ἱεράρχαι, οἱ καθηγηταὶ τῆς ἐρατεινῆς Ἱ. Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ ἄλλοι πολλοί, τιμῶντες τὴν ἀγαθὴν μνήμην τοῦ ἐκλιπόντος.

Ὁ Παπαϊάκωβος ἦτο εἷς ρέκτης Λευΐτης, μεμορφωμένος, φιλάνθρωπος ἀλλὰ ἀθυρόστομος –διὸ καὶ δὲν ἦτο ἀρεστὸς εἴς τινας– καὶ ναλέτης. Εὑρισκόμενος εἰς Θεσσαλονίκην, πεσὼν ἐκ τοῦ ὑποζυγίου ἐχωλώθη. Καὶ ἐκ τοῦ βαδίσματός του, τὸ ὁποῖον ἐσχημάτιζέ πως μίαν "linea serpentinata" καθὼς αἱ ὑστερογοτθικαὶ Μαντόναι, ἢ ὁ Ἀναστὰς Κύριος εἰς παραστάσεις τῆς "εἰς Ἅδου Καθόδου", διαρκῶς κατερχόμενος καὶ ἀνερχόμενος εἰς τὸν ἐπίγειον "Ἅδην" του, προσέδιδε εἰς αὐτὸν ἰδιαιτέραν "βασανο-γοητείαν".

Ἦτο καλλίφωνος καὶ δωρικός, ὡς καὶ ὁ τάφος του ἐν Χάλκῃ. Μετὰ τὸ Ἑωθινὸν Εὐαγγέλιον ἀνεγίνωσκε καὶ τὸ τῆς ἑορτῆς. Εἰς τὸ "Ὅπως ὑπὸ τοῦ κράτους Σου" ἐτράνταζεν ἡ ἐκκλησία. Τὴν Μ. Πέμπτην τὸ ἑσπέρας εἰς τὴν περιφοράν, ὅταν ἐξεφώνει τὸ "Σήμερον κρεμᾶται" ἔκλαιγεν γοερῶς. Ἠνοχλεῖτο δὲ λίαν καὶ δικαίως, ἐκ τοῦ θορύβου τῶν μειρακίων ἐν τῷ Ἱερῷ, ἀγριοθεωρῶν ταῦτα καὶ ἐπιπλήττων, ἐνῶ εἰς τὰς ρύμας καὶ ἀγυιὰς διένειμεν πρὸς αὐτὰ τὴν εὐχήν του, μετὰ φοντὰν καὶ κουφέτων!

Προσπαθῶν ἴσως "νὰ συνδυάσει" τὸν Ἑλληνισμὸν μετὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔθυεν ἐνθέρμως εἰς τὸν Βάκχον καὶ εἰς μίαν βάπτισιν μετεωρισθείς, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ νεογνὸν ὀδύρετο ὡς συνήθως, ἐκμανεὶς ἀνέκραξεν: "Στάσου ρὲ νὰ σὲ κάνω Χριστιανό". Καὶ τοῦτο μόνον εὐτυχῶς. Ἦτο κατὰ τῶν ἐπικηδείων, καθ’ ὅτι οὗτοι τότε συχνάκις "παρηγγέλλοντο"! Ἐνῶ σήμερον οὐχὶ σπανίως τυγχάνουν οὐχὶ μόνον ἐξωπραγματικοὶ ἀλλὰ καὶ γλοιώδεις. Θανούσης δὲ ἐν Χάλκῃ κυρίας τινὸς τοῦ ὁριζοντίου métier καὶ τοῦ συντελοῦντος τὴν ἀκολουθίαν ἐκφωνοῦντος λόγον "ἁγιοποιητικόν", παρενέβη βιαίως, διακόψας αὐτὸν εὐθαρσῶς.

Ἐγνώριζε καλῶς τὸ Κοράνιον –λυπηρὸν δέ, τὸ ὅτι δὲν ὑφίστατο τότε Ἐπιτροπὴ τοῦ Διαλόγου μετὰ τοῦ Ἰσλάμ, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἦτο χρήσιμος–, καὶ ἡμέραν τινὰ εἰς τὸ καφενεῖον, ἐκάθισεν παρ’ αὐτῷ ὁ ἰμάμης Ἀχμὲτ καὶ ὁ π. Ἰάκωβος τὸν ἠρώτησέ τι προσθέσας: "Ὁπόταν θέλεις ἀπάντησέ μου". Οὗτος δὲ παρὰ τὰς διεξοδικὰς ἐρεύνας του οὐδὲν εὗρεν, ὁπότε ὁ Παπαϊάκωβος τοῦ τὸ ἐξήγησεν. Πολλά εἰσι τὰ εὐτράπελα, τὰ ὁποῖα παλαιότεροι διηγοῦνται περὶ αὐτοῦ. Ἰδοὺ μερικά: Συνεδέετο μετὰ τοῦ ἀοιδίμου Μαξίμου τοῦ Ε’ ὡς καὶ ὁ Ἀρχιμ. Φ. Βιτάλης, καὶ τοῦ Περγάμου Ἀδαμαντίου. Ἐλειτούργει μετ’ αὐτοῦ, ἔπαιζε δὲ καὶ τάβλιον, κατὰ τὸ ὁποῖον ἐνίοτε δὲν ἠδύνατο νὰ ἀπαλλαγεῖ ἐκ τοῦ πάθους τῆς ὑποκλοπῆς. Διὸ καὶ "λαζικῶς" ἐτιμωρήθη διὰ κεφαλικῆς "ταβλιοχειροτονίας". Ἀνακύψαντός δέ ποτε σπουδαίου θέματος, μετέβη νύκτωρ ἐκ Χάλκης λεμβικῶς πρὸς τὸν ἐν Ἰερείᾳ σχολάζοντα Παναγιώτατον.


Μίαν φορὰν ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει εἰς Χάλκην Ἀθηναγόρας ὁ πάνυ, καὶ ὁ κόσμος ἤρχισε νὰ συναθροίζεται περὶ τὸν ναόν, ὁ ὁποῖος ἦτο κλειστός. Ἤρχισαν τότε νὰ τὸν ἀναζητοῦν καὶ τὸν εὗρον καθήμενον, οὐχὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ἀλλὰ ἐν τῷ οἴκῳ του. Εἰρωνεύετο τὴν ἐλέῳ Θεοῦ παραδοσιακὴν οἰκονομικὴν γλισχρότητα τῶν ἀρχιερέων, καὶ οὐχὶ μόνον, μὲ τὴν χρῆσιν γαλοτσίων κατὰ τὴν ἄνοδόν των εἰς τὸν Λόφον τῆς Ἐλπίδος, ἐν μέσῳ χειμῶνι. Προπορευόμενός ποτε μικρᾶς "πομπῆς", προσῆλθον πρὸς αὐτὸν οἱ πιστοὶ πρὸς ὑποβολὴν σεβασμάτων, ὁπότε οὗτος ἀνέκραξεν: "ὀπίσω μου ὁ ἐρχόμενος" (Ματθ. 3,11).

Ἡμέραν τινά, ἔφερεν ἁρμενόμορφον καλπάκιον ἐν τῷ Ἱερῷ, ἀνωτέρου δὲ κληρικοῦ παρισταμένου καὶ τοῦτο μεμψαμένου, οὗτος ἤρχισεν τὸν "χορὸν τοῦ Ἡσαΐου" προσεπιδηλώσας: "Καὶ διατί Ὑμεῖς φέρετε κολλάρον;". Ἐφοροεπίτροπος ναοῦ, διαρκῶς κατεπολέμει αὐτὸν –πρᾶγμα διόλου ἀσύνηθες- τούτου χριστομιμητικῶς σιωπῶντος. Τοῦ "Πιλάτου" δὲ εἰς τὰς αἰωνίους μονὰς μεταστάντος, ὁ τελέσας τὴν ταφὴν π. Ἰάκωβος κατέληξεν: "Καὶ τώρα σὲ παραδίδω εἰς τὴν δικαιοκρισίαν τοῦ Θεοῦ".

Εἶχεν δύο οἰκονόμους, ἐξ ὧν ἡ μία ἡ Εὐλαλία. Συκοφαντηθέντος δὲ αὐτοῦ -ὡς συνήθως- ὅτι συνῆψε σχέσεις μετὰ μίας ἐξ αὐτῶν, ἐστάλη ἐπιστολὴ ἐκ Φαναρίου διὰ δύο διακόνων, καὶ τούτων ποιησάντων τὴν νενομισμένην πρὸ αὐτοῦ μετάνοιαν, οὗτος ἀπήντησεν: "Εἴπατε εἰς τοὺς ’’καταδότας’’, ὅτι ἐγὼ βαπτίζω τὰ τέκνα των". Ἐπ’ αὐτοῦ δέ, μαθὼν ὅτι συνέζει τις ἀνύμφευτος καὶ μὴ συναινῶν πρὸς τοῦτο, ἐτέλεσε τὸν γάμον αὐτοῦ ληστρικῶς.

Εἰς φίλον του ἠλεκτρολόγον, ὅτε κατέπεσεν τὸ ἀεροσκάφος τοῦ πρωθυπουργοῦ A. Menderes, εἶπεν: "Μὴν τὸ χαίρεσθε ποὺ γλύτωσε. Αὐτὸς θὰ τραβήξει πολύ". Καὶ ὄντως ἐτράβηξεν. Εἰς τὴν νῆσον Νέανδρον τὰ δίκτυα τῶν ἀλιευόντων ἐσχίζοντο διαρκῶς, ὁπότε ἐκλήθη ὁ π. Ἰάκωβος δι’ "Ἁγιασμὸν τῶν ὑδάτων". Τούτου δὲ γενομένου "οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον" (Ἰωάν. 21,11). Διδαχὴ διὰ τοὺς κρατοῦντας. Ἡ Ἐφοροεπιτροπή, κατὰ τὸ παραδοσιακὸν ἔθος, ἐπεθύμει νὰ ἀπομακρύνει αὐτὸν ὡς "ὑβριστήν", καθ’ ὅτι οἱ πιστοὶ "ἤλασσον τοὺς πόδας" –κατὰ τοὺς Ἑλληνοαμερικανούς–, τ.ἔ. δὲν μετέβαινον εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ὅμως ἐκεῖνος "ἐβόα λέγων" (Μᾶρκ 15,34): "Ὁ κόσμος νὰ χαλάσει, ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ἐδῶ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ κουνήσει ἀπὸ ἐδῶ". Ἀποβιώσαντός δέ τινος Ἐφοροεπιτρόπου, οἱ λοιποὶ σφόδρα φοβηθέντες, "δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν" (Ματθ. 2,12).

Τοιοῦτος τοίνυν πως, ἦτο ὁ Παπαϊάκωβος. Ἕνας ἀτόφιος Λευΐτης τῆς Βασιλευούσης καὶ τοῦ Πανιέρου Θρόνου. Ἀκουσάτωσαν λαοί, φυλαὶ καὶ γλῶσσαι. Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη!

Θερμὰς εὐχαριστίας εἰς τοὺς ἁγίους Δέρκων, Λύστρων, Λαμψάκου, π. Γ. Τσέτσην καὶ π. Σμάραγδον, καθηγ. Β. Σταυρίδην, Α. Πρόκου-Τουρκὲρ καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως εἰς τὸν Ἄρχοντα Ν. Ἀλγιανάκ, διὰ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἔδωσαν καὶ τὴν βοήθειάν των

Παπα-Βαής

 

Η ιστορία του Νικόλαου Βαή, που μετά την καταστροφή του 1922 ήρθε στους Βούνους ως παπάς και δάσκαλος
Το Σεπτέμβρη του 1922 το σώμα του ελληνισμού γέμισε πληγές που ακόμη πονάνε. Η καταστροφή ενός ολοκλήρου πολιτισμού που κτιζόταν επί αιώνες στα παράλια της Μικράς Ασίας, αποτέλεσμα της τουρκικής θηριωδίας, σήμανε τότε την απαρχή μιας άλλης περιπέτειας για τους κατοίκους των ευλογημένων αυτών περιοχών. Οι Μικρασιάτες κουβάλησαν μαζί τους τις πικρές μνήμες τους, αλλά και τα ήθη και έθιμά τους, τις αξίες και τον πνευματικό πολιτισμό τους. Ευτυχώς ο χρόνος μπόρεσε να επουλώσει τις πληγές, αλλά δεν άφησε τις μνήμες να ξεθωριάσουν.
Ένας από τους κυνηγημένους έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν και ο Βαής Νικόλαος του Θεοδώρου και της Ελένης
Ο Βαής Νικόλαος γεννήθηκε στη Μικρά Ασία στις 19-6-1890 στο χωριό Ακ δαμ –Μαδέν ακδάγ και απεβίωσε στις 10-2-1934 οπό εμβολή καρδίας.
Σύζυγός του ήταν η Βαρβάρα Φωτιάδη του Κοσμά, γεννηθείσα στις 10-2-1895. Ενυμφεύθησαν στις 18-Ιουλίου 1905.
Ο Παπαβαής με την οικογένειά του έφτασε στη Χαλκίδα στις 8-10-1922 και από κει στους Βούνους και εργάστηκε ως Δημοδιδάσκαλος και αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας μια και ήταν απόφοιτος της Ιερατικής Σχολής Καισαρείας και του φροντιστηρίου Τραπεζούντας.
Ο Βαής Νικόλαος είχε επτά παιδιά. Τον Ξενοφώντα ((3-5-1906), τον Πλούταρχο (6-7-1908), Τον Θεόδωρο(2-8-1911), το Γεώργιος (17-1-1913), τη Σοφία(14-9-1920), Τη Σταυρούλα ( 21-8-1923 ) κα την Ξένη (29-3-1926)
Δύο παιδιά απεβίωσαν πριν την αναχώρησή τους από τη Μικρά Ασία, ο Πλούταρχος και ο Γεώργιος.
Τρία από τα παιδιά του απεβίωσαν στους Βούνους. Ο Ξενοφών (22-10-1926).ο Θεόδωρος(23-1-1927) και η Σοφία.(8-11-1931).
Για τον θανόντα γιο του Ξενοφώντα ο Παπαβαής βάπτισε τον Ξενοφώντα Στεφανή του Γεωργίου(Συνταξιούχος αστυνομικός) και για τον θανόντα γιο του Θεόδωρο βάφτισε τον Θεόδωρο Λάππα του Πέτρου (Συνταξιούχος αστυνομικός)
Η κόρη του Σταυρούλα απεβίωσε προ διετίας και η κόρη του Ξένη παντρεύτηκε με τον Χρήστο Δαϊκίδη και είναι συνταξιούχος δασκάλα.
Οι μαθηταί που αποφοιτούσαν από το Δημοτικό Σχολείο Βούνων και αργότερα από το σχολείο της Αρτάκης όπου μετετέθη ο Νικόλαος Βαής, ήταν περιζήτητοι στο Σχολαρχείο Ψαχνών, αφού η φήμη του Βαή ως καλού δασκάλου ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Εύβοια.
Το σπίτι του που βρίσκεται στην είσοδο των Βούνων, αρχοντικό για την εποχή του αλλά και σήμερα, είναι καλά συντηρημένο από την εγγονή του Σόνια.
Αυτή είναι η μικρή ιστορία ενός ξεριζωμένου από τον τόπο του Έλληνα. Μια ιστορία γεμάτη πόνο, ταλαιπωρία, βάσανα, φτώχεια και περιπλάνηση, που όμως δεν το βαλε κάτω, παρέμεινε ‘Έλληνας.
Συνολικά 1.500.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά την καταστροφή και την επακολουθήσασα ανταλλαγή πληθυσμών και με τη δουλειά τους την αγάπη τους για την Ελλάδα και τον πολιτισμό τους έκαναν την Ελλάδα περισσότερο Ελληνική.
Χρέος όλων μας είναι να μην παραδώσουμε στη λήθη του χρόνου τον αφανισμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού, να μείνουν ανεξίτηλα στην μνήμη μας τέτοια σημαντικά ιστορικά γεγονότα και να τα μεταδίδουμε από γενιά σε γενιά.
Όσο ζει η μνήμη και η ιστορία αποτυπωμένες, δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες, δεν υπάρχουν χαμένοι πολιτισμοί.

Προσωπική μου εμπειρία από το θαύμα

Επέστρεψα πριν λίγο από τον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Καλύμνου, όπου συντελείται ακόμα το σημείο της εμφάνισης του Χριστού στην εικόνα της Παναγίας του τέμπλου.
Καταθέτω την προσωπική μου εμπειρία:

Κατ'αρχάς να ξεκαθαρίσω πώς είμαι άνθρωπος όχι άπιστος, αλλά δύσπιστος και η πρώτη μου αγωνία ήταν να μην εκτεθεί η Εκκλησία, ειδικά τις ημέρες πού ζούμε, κατά τις οποίες όλοι οι αμφισβητίες για αγαθούς ή πονηρούς σκοπούς νιώθουν επιτακτικά υποχρεωμένοι να αμφισβητήσουν κάτι πριν ακόμα το δούν. Σχεδόν βιάζονται να αποκρύψουν τα φανερά ή να αποδυναμώσουν τα γεγονότα και επ'ευκαιρία να λασπολογήσουν την Εκκλησία. Επίσης γνωρίζω την διαφορά μεταξύ αληθινής αγνής πίστης και θρησκευτικού παραληρήματος και σαν ποιμένας είμαι υποχρεωμένος να την τονίζω κάθε στιγμή, επ'αγαθώ της πίστης.

Δεύτερον : Στην πρώτη μου επαφή με την εικόνα εκ του σύνεγγυς διέκρινα μία λάμψη και μόνο στον αριστερό ώμο της Παναγίας και αυτή ακαθόριστη. Μεταφερόμενος στην θέση του παγκαρίου και από απόσταση οπτικής γωνίας ΕΙΔΑ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΕΝΗ ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΝΑΖΑΡΗΝΟΥ ΤΥΠΟΥ ολοκάθαρα σαν να ήταν περιγραμμένη και ζωγραφισμένη με καστανή μελάνη.ΟΛΟΚΑΘΑΡΑ!

Τρίτον: Η μικρή εικόνα της Παναγίας πού βρίσκεται στο τέμπλο αμέσως κάτω από την μεγάλη εικόνα της Παναγίας του θαύματος, ΑΝΕΔΙΔΕ ΟΣΜΗ ΜΥΡΟΥ. Η μικρή αυτή εικόνα είναι ελαιογραφημένη και δεν επιδέχεται κολώνιας ή αλλου αρώματος. Την ίδια οσμή αισθάνθηκα στην λάρνακα του λειψάνου του αγίου Σάββα και σε εντοιχισμένο και εσφραγισμένο με τσιμέντο και μάρμαρο "κουτί"-λειψανοθήκη στο τέμπλο της αγίας Άννης Καλύμνου. Ανεδίδετο οσμή και μάλιστα ενώ ήταν σφραγισμένη με τα μονωτικά υλικά. Για μένα είναι ξεκάθαρη η πηγή της προέλευσης.

Τέταρτον: Μου έδειξαν φωτογραφική λήψη της Εικόνας του Θαύματος από χτεσινή λήψη και η εικόνα του Χριστού μεταφέρθηκε στον δεξί ώμο της Παναγίας, ΕΙΝΑΙ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗΣ ΣΑΝ ΝΑ ΤΟΝ ΚΡΑΤΑ ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΕΝΟ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ.Αυτό αποδεικνύει ως αληθή την εμπειρία πολλών πώς η εντυπωμένη εικόνα "αλλάζει σημεία" πάνω στην εικόνα συνεχώς και πώς αποκλείεται οποιαδήποτε καπηλεία ή προζωγραφισμένη εικόνα κάτω από το στρώμα της πρωτότυπης εικόνας. Παραθέτω την εικόνα και ζητώ συγγνώμη από τον λήπτη διότι μέσα στην ταραχή και τον συγκλονισμό μου, μου διέφυγε η πηγή προέλευσης. Πάντως είναι κάτι το διαδεμένο ήδη και όχι κρυφό και αποκλειστικό θα λέγαμε.

Πέμπτον: Για μένα όπως προέγραψα, το θαύμα είναι συνυφασμένο με την ζωή του χριστιανού. Δεν είναι κάτι πού μου έκανε εντύπωση ως κάτι έκτακτο, διότι για τον Θεό όλα είναι δυνατά. Η ταπεινή μου γνώμη είναι πώς όντες προσκολλημένοι στην ύλη και τις βιοτικές μέριμνες προσπερνούμε τα καθημερινά θαύματα και γι'αυτό ο Θεός μας στέλνει κάτι έκτακτο για το οποίο είναι Βέβαιος πώς θα ταρακουνηθούμε. Λέω... δεν γνωρίζω. Επίσης, θα προέτρεπα τους τρομοκρατημένους να νιώσουν πνευματική χαρά και ασφάλεια διότι ο Ζων Θεός είναι πάντα ανάμεσα μας δηλοποιεί την παρουσία Του και μας καλεί κοντά Του. Από μέρους μας συνιστάμε ταπεινά μετάνοια και μεταστροφή για να είναι η χαρά μας πεπληρωμένη. Ας δεηθούμε να μην είναι σημείο προάγγελος κακών εξ αμαρτιών μας και οδύνης, ας το πούμε έτσι ανθρωπομορφικά, του Θεού, αλλά σημείο ελπίδας και στήριξης μόνον. Ο Κύριος γνωρίζει.

Έκτον: Παραθέτω τα παραπάνω απλά, τηλεγραφικά και σταράτα, γιατί δεν έχω την πρόθεση να διεγείρω απλά το θρησκευτικό συναίσθημα κανενός ή να εξαπατήσω, αλλά μόνο να καταθέσω ΕΝΑ ΖΩΝΤΑΝΟ ΣΥΜΒΑΝ για το οποίο ΚΑΤΑΘΕΤΟΥΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΛΕΟΝ ΝΟΗΜΟΝΩΝ ΠΙΣΤΩΝ Ή ΚΑΙ ΔΥΣΠΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΝΕΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, δίχως προκαταλήψεις ως επί το πλείστον.Είναι κάτι το γενόμενο,τοζωντανό, το δεδομένο. Δεν χρειάζεται πανικός, παρά κατάνυξη και επιστροφή στην εκκλησιαστική ζωή. Εμείς ομολογούμε κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΔΑΜΕ, ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΚΑΙ ΨΗΛΑΦΗΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΧΈΡΙΑ ΜΑΣ. ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ Ο ΚΎΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.
Τίποτα λιγότερο ή περισσότερο.

Θα σας ενημερώνω....


Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν Ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκὶ ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὓς ἔπλασας ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ· ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῶσαι τὸν Κόσμον.


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2011/04/blog-post_7565.html#ixzz1IlQDDjCG

Η Ευρώπη ακυρώνει τα Χριστούγεννα!

Tα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που γιορτάζουμε όχι ως άτομα ούτε ως έθνος, αλλά ως ανθρώπινη οικογένεια [Ronald Reagan] Ένα σχεδόν σπαρακτ...