..Μα και άγιος να ήσο, έπρεπε να εστοχάζεσο, ότι ο Χριστός, που ήτο αγιώτερος από εσέ, συνανεστρέφετο με τελώνας και αμαρτωλούς, εδίδασκε τους ανθρώπους να αγαπούν τους εχθρούς των και εκείνους όπου τους μισούν και αδικούν, και εν τω Σταυρώ προσηλωμένος ηύχετο υπέρ των σταυρωτών του.
Οι παλαιοημερολογίται, οι λατρεύοντες το παλαιόν ημερολόγιον ως Θεόν, οι χρονολάτραι, καταφρονούν την εντολήν της αγάπης και τας [άλλας] εντολάς του Κυρίου, χάριν του ημερολογίου, διότι φαντάζονται ότι το ημερολόγιον θα τους σώση. Αλλ’ ο Χριστός μας δεν εδίδαξε ημερολόγια. και εάν πιστεύης εις τον Χριστόν, ως Υιόν Θεού και Θεόν, πιστεύης εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, διάβασέ το από την αρχήν έως το τέλος και θα ίδης ότι ούτε μίαν λέξιν ούτε μίαν συλλαβήν λέγει για ημερολόγια. και εις τους Αποστόλους, που τους έστειλε εις τον κόσμον, δεν τους είπε. υπάγετε να κηρύξετε εις τον κόσμον το ημερολόγιον και όποιος πιστεύση το ημερολόγιον θα σωθή. όχι, άπαγε της βλασφημίας! Τους είπε, να κηρύξουν το Ευαγγέλιον και όποιος πιστεύση εις το Ευαγγέλιον εκείνος θα σωθή.Οι παλαιοημερολογίται κηρύττουν, όποιος πιστεύει εις το ημερολόγιον θα σωθή και όποιος δεν πιστεύει θα καταδικασθή. Όποιος πιστεύει το ημερολόγιον, λέγουν, πρέπει να αποστρέφεται τους άλλους ανθρώπους που δεν το πιστεύουν, να μη πηγαίνη εις την εκκλησίαν, να μη κοινωνή, να μη εξομολογήται, να μη βαπτίζη τα παιδιά του, εάν εις τον τόπον που μένει δεν υπάρχη Ιερεύς παλαιοημερολογίτης, να μη εισέρχεται εις εκκλησίαν, και πολλοί από τους φανατικούς λέγουν να μη προσκυνούν και τας εικόνας. άνευ του παλαιού ημερολογίου ουδέν μυστήριον, λέγουν, τελείται. Κατ’ αυτούς τους παλαιοημερολογίτας το ημερολόγιόν τους είναι ανώτερον από το Άγιον Πνεύμα, εφ’ όσον πιστεύουν ότι το παλαιόν ημερολόγιον τελεί τα μυστήρια.
Λοιπόν, αγαπητέ μοι, επλανήθης… Με την αλλαγήν του ημερολογίου ούτε η πίστις άλλαξε ούτε το βάπτισμα, ούτε τα άλλα μυστήρια, ως λέγουν ψευδώς οι παλαιοημερολογίται ότι εφραγκέψαμε, αλλαξοπιστήσαμε! Υπάρχουν εις τον κόσμον και ασεβείς και άπιστοι, βλάσφημοι και άσωτοι, αλλ’ αυτοί δεν έγιναν διότι ήλλαξε το ημερολόγιον. Νεοημερολογίται με πίστιν, με φόβον, με ευσέβειαν και αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον θα σωθούν καλλίτερα από τους παλαιοημερολογίτας εκείνους οι οποίοι λατρεύουν το ημερολόγιον ως Θεόν,καταφρονούν τας εντολάς Του και ιδίως το κεφάλαιον των αρετών, την αγάπην, και μισούν όχι μόνον εκείνους οι οποίοι τους εχθρεύονται, αλλά και εκείνους που τους αγαπούν και τους ευεργετούν. Νομίζω, εάν δεν έγινες τελείως αναίσθητος και ασυνείδητος, θα γνωρίζης ότι και εγώ και οι άλλοι αδελφοί κανένα κακόν δεν σου κάμαμε, μάλλον σε αγαπούσαμε ως αδελφόν μας και υλικώς και πνευματικώς σε ευεργετήσαμε. Λοιπόν τοιαύτην αμοιβήν ανταποδίδεις εις τους αγαπώντας και ευεργετήσαντάς σε; Εάν τοιαύτα σε διδάσκη το ημερολόγιον το παλαιόν και ο πνευματικός σου, γίνωσκε ότι αυτά είναι εναντίον του Ευαγγελίου, εναντίον του Χριστού και των εντολών Του. Και εάν ο πνευματικός σου σε εδίδαξε τοιαύτα, δεν είναι κατά Θεόν πνευματικός, είναι ένας από εκείνους τους Γραμματείς και Φαρισαίους περί των οποίων είπεν ο Χριστός.«Άφετε αυτούς. οδηγοί εισι τυφλοί τυφλών. τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται» (Ματ. 15, 14).
Έπεσες, λοιπόν, ως τυφλός, ακολουθών τας οδηγίας του τυφλού, εις τον βόθυνον. Έπρεπε, όμως, ως λογικός να ακολουθήσης τον Χριστόν και όχι τον τυφλόν οδηγόν. Υπάρχει μετάνοια. Ζήτησε συγχώρησιν και βοήθειαν από τον Χριστόν και είναι έτοιμος να εκτείνη την χείρα Του, όπως εις τον Πέτρον, να σε εκβάλη από τον βόθυνον. Όταν συνέλθης, και ημείς θα σε δεχθώμεν ως και πρότερον.
Στο περιοδικό « Άγιοι Κολλυβάδες»1 εδημοσιεύθη άρθρο του π. Νικολάου Δημαρά, δια του οποίου κατηγορείται η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου για την στάση της έναντι του Οικουμενισμού και του Ζηλωτισμού.
Αφορμή για την σύνταξη του άρθρου αυτού έδωσε η προ έτους αποχώρησή μου από τούς Ζηλωτές πατέρες του αγίου Όρους και η εγκαταβίωσή μου στην εν λόγω ιερά Μονή. Αιτία της πράξεώς μου αυτής ήταν η εντελώς εσφαλμένη εκκλησιολογική γραμμή που έχουν υιοθετήσει οι Ζηλωτές και λοιποί Γ.Ο.Χ. Παλαιοημερολογίτες. Μεταξύ των πολλών επιχειρημάτων μου για την ανωτέρω απόφαση ήταν και η στάση του αγίου Σωφρονίου έναντι των αιρετικών Μονοθελητών.
Ο π. Νικόλαος ασχολείται στο άρθρο του κυρίως με την στάση αυτή του αγίου Σωφρονίου. Κατηγορούνται επίσης οι επίσκοποι της Εκκλησίας, ότι κηρύττουν την αίρεση του Οικουμενισμού δια της αλλαγής του ημερολογίου, των διαλόγων, συμπροσευχών και άλλων καινοτομιών. Συγχρόνως κατηγορείται και η ιερά Μονή μας, επειδή δεν διακόπτουμε την εκκλησιαστική επικοινωνία με τούς επισκόπους μας, παρά την (δήθεν) ρητή επιταγή των αγίων Πατέρων και την υποχρέωση του ιέ κανόνος της ΑΒ συνόδου (861).2
Έζησα από κοντά τούς κατά τα άλλα αγαπητούς και εναρέτους Ζηλωτές πατέρες και εξετίμησα την ευλάβειά τους, την αγάπη τους για τον μοναχισμό και την αγωνιστικότητά τους. Διεπίστωσα όμως ότι συντηρούν ένα αντικανονικό σχίσμα και παρερμηνεύουν την διδασκαλία των αγίων Πατέρων και την εκκλησιαστική Ιστορία. Προς το παρόν, με την ευλογία του σεβαστού γέροντός μου πατρός Γεωργίου, απαντώ εν συντομία στις κατηγορίες του άρθρου, για να αποδείξω ότι η στάση μας είναι απολύτως σύμφωνη με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Βασικό κριτήριο για την απάντηση αυτή θα αποτελέση η πατερική διδασκαλία έναντι των αιρετικών και των αντικανονικώς ενεργούντων επισκόπων.
Α. Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
1. Για τούς καταδικασμένους αιρετικούς.
Η στάση των αγίων Πατέρων έναντι των αιρετικών ήταν πάντοτε η ίδια. Ο άγιος Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως λέγει ότι «κατ ουδέν τούς πατέρας ευρίσκομεν διαφωνούντας, αλλ ως του αυτού πνεύματος όντες, πάντες το αυτό κηρύττουσι και διδάσκουσιν».3 Ετσι, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ότι πρέπει να αποστρεφώμεθα τούς αιρετικούς ως αλλοτρίους της καθολικής Εκκλησιας.4 Οι αιρετικοί, κατά τον Μ. Αθανασιο, είναι λύκοι και πρόδρομοι του Αντιχριστου,5 ενώ, κατά τον Μ. Βασίλειο, χειρότεροι και από τον Ιουδα.6 Ο όσιος Ιωαννης ο Δαμασκηνός παραγγέλλει να μη δίνουμε μετάληψη στούς αιρετικούς, ούτε να λαμβάνουμε την δική τους,7 επειδή, κατά τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, η μετάληψη των αιρετικών είναι φάρμακο μελαίνον και σκοτίζον την ψυχή.8
Το μνημόσυνο του αιρετικού επισκόπου είναι μολυσμός,9 ενώ κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, απαγορεύεται και ο συνεκκλησιασμός με τούς αιρετικούς.10 Οι Αγιοι προτρέπουν τούς αιρετικούς να εγκαταλείψουν την αίρεση και να προσέλθουν στην καθολική Εκκλησια, διαφορετικά δεν ωφελούνται από τα καλά τους έργα,11 ούτε μπορούν να κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού.12
2. Για όσους ενώνονται με καταδικασμένους αιρετικούς.
Συμφώνως προς τούς κανόνες α καί β τής Γ Οικουμενικής συνόδου,13 όσοι προσχωρούν στούς αιρετικούς εκπίπτουν της εκκλησιαστικής κοινωνίας και της ιερωσύνης. Ως εκ τούτου, οι άγιοι Σαββας και Θεοδόσιος με όλους τούς μοναχούς της Παλαιστίνης εδήλωναν, ότι είναι πρόθυμοι να χύσουν το αίμα τους, παρά να δεχθούν ένωση με τούς Μονοφυσίτες.14
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσθησαν και οι ενώσεις με τούς αμετανοήτους Λατίνους τα έτη 1274 και 1439. Οι Πατέρες δηλαδή διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με όσους απεδέχοντο την ένωση της Λυών (1274). Προετίμησαν μάλιστα τα βασανιστήρια και τον θάνατο, ως οι αγιορείτες οσιομάρτυρες15 και οι όσιοι Μελέτιος και Γαλακτίων.16 Ο άγιος Μαρκος ο Ευγενικός επίσης συνιστούσε στούς Ορθοδοξους να μη επικοινωνούν με όσους απεδέχοντο την ψευδένωση της Φλωρεντίας (1439) και έλεγε: «Φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως».17
3. Για όσους κηρύττουν αίρεση.
Ο ιερός Δοσίθεος Ιεροσολύμων, ερμηνεύων ωραιότατα την Ορθοδοξη Εκκλησιολογια, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησια αντιμετωπίζει αυτούς που κηρύττουν εντός αυτής αιρετικά δόγματα: «Την αίρεση την αναφύουσαν, εάν εξαπλωθή, κρίνει και κατακρίνει η Οικουμενική σύνοδος».18 Μετά δε την σύνοδο οι αμετανόητοι αιρετικοί απεκόπτοντο παντελώς της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Σε μερικές περιπτώσεις η εκκλησιαστική κοινωνία με τούς ανωτέρω διεκόπτετο και προ συνοδικής κρίσεως.19 Ο ιε κανών της ΑΒ συνόδου επιτρέπει την πράξη αυτή, εφόσον γίνεται με σκοπό να ελευθερωθή η Εκκλησια από το σχίσμα και την αίρεση των επισκόπων αυτών.20 Επειδη όμως το εκκλησιαστικό σχίσμα δεν είναι κάτι το απλό, η τελική κρίση και η αποκοπή των αιρετικών από την Εκκλησια, ως προανεφέραμε, ανετέθη στις Οικουμενικές συνόδους.
Αυτό έγινε, διότι οι αιρέσεις δεν ήταν εύκολο να συνειδητοποιηθούν αμέσως από το πλήρωμα της Εκκλησιας. Επισης δεν ήταν δίκαιο να θεωρούνται αιρετικοί, προ της τελικής αποφάσεως της Οικουμενικής συνόδου, όσοι εκοινωνούσαν από άγνοια, για Οικονομία η για κάποια άλλη αιτία με τούς επισκόπους που εκήρυττον αιρετικές δοξασίες. Γι αυτό κανείς ιερός κανών η άγιος πατήρ δεν επέβαλε ποτέ στο Ορθοδοξο πλήρωμα την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τούς αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεως. Επισης κανείς κληρικός δεν ετιμωρήθη ποτέ γι αυτό, σε αντίθεση βεβαίως με αυτούς που συνέχιζαν την επικοινωνία μετά την συνοδική καταδίκη.
Αρκετα παραδείγματα από την εκκλησιαστική Ιστορία αποδεικνύουν, ότι από την εμφάνιση της αιρετικής διδασκαλίας μέχρι την τελική καταδίκη της μεσολαβούσε ένα διάστημα, μικρό η μεγάλο. Στην περίοδο αυτή η Εκκλησια προσπαθούσε δια των εκπροσώπων της να φέρη σε μετάνοια τούς "καινούς" διδασκάλους, εφαρμόζουσα την ανεγνωρισμένη από όλους τούς αγίους Πατέρες γραμμή της Οικονομίας. Ετσι, π.χ., ενώ ο Μονοθελητισμός άρχισε να κηρύττεται το 615, οι κύριοι πολέμιοί του, άγιοι Σωφρόνιος και Μαξιμος, δεν φαίνεται να έχουν διακόψει την επικοινωνία με τούς αιρετικούς προ των συνόδων της Δυσεως (640 - 649), που τούς ανεθεμάτισαν.
Η Οικονομία συναντάται και στην περίπτωση της στάσεως έναντι των Λατίνων. Στο ανωτέρω συμπέρασμα καταλήγουμε και αν ακόμη δεχθούμε την ακραία περίπτωση, ότι οι πάπες εκήρυξαν επισήμως την αίρεση του filioque το 1009 και όχι ότι την διέδιδον ανυποστόλως από τον ι$ αιώνα.21 Οι Ζηλωτές προφασίζονται ότι ο χωρισμός έγινε πάραυτα, καθώς ο Κωνσταντινουπόλεως Σεργιος διέγραψε το όνομα του πάπα από τα δίπτυχα το 1009.22 Φερνουν μάλιστα και σχετική μαρτυρία από τον ιερό Δοσίθεο. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση η παραποίηση της Ιστορίας και η απόκρυψη των επομένων λόγων του ιερού πατρός.
Λεγει λοιπόν ο ιερός Δοσίθεος, ότι οι υπόλοιποι πατριάρχες δεν διέγραψαν το όνομα του πάπα από τα Διπτυχα το 1009, αλλ έπειτα από σαρανταπέντε έτη (1054). Εννοειται βεβαίως ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν ενωμένη με τα ανωτέρω πατριαρχεία καθ όλο αυτό το διάστημα. Η Οικονομία αυτή έναντι των Λατίνων έγινε επειδή «οι Πατριάρχαι κατά το αρχαίον εκκλησιαστικόν έθος, μάλλον του Κηρουλαρίου ενεργούντες το κανονικόν δίκαιον, εξεδέχοντο την διόρθωσιν της ρωμαϊκής Εκκλησιας, όθεν και εμακροθύμουν».23 «Οι Ανατολικοι (δηλαδή) οικονομικώς, σεσιγήκασιν επί πολύν καιρόν, οιόμενοι τούς Ιταλους προς τα κρείττω μετακινήσαι τας καινοτομίας αυτών, μείναντας δε εν τη οικεία πεισμονή, απέβαλον αυτούς της εκκλησιαστικής ενώσεως».24
Οταν επίσης ο άγιος Γρηγόριος (πατήρ του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου) υπέγραψε από απλότητα ένα ημιαρειανικό σύμβολο (361), οι μοναχοί διέκοψαν την επικοινωνία μαζί του.25 Ο άγιος Γρηγόριος όμως και άλλοι δεν τον εχώρισαν. Αυτό το αποκρύπτουν συνήθως οι Ζηλωτές καθώς και τις κρίσεις του ιερού πατρός για τούς μοναχούς.26 Η ένωση επετεύχθη, αφού ο υιός Γρηγόριος έπεισε τον πατέρα του να εκφωνήση δημοσίως ένα Ορθοδοξο Συμβολο (364).27 Επι πλέον δε στον α Ειρηνικό του λόγο, επί τη ενώσει των διεστώτων, ο μέγας Θεολόγος ελέγχει εμμέσως τούς μοναχούς για ανταρσία, ταχύτητα και αυθάδεια. Τούς συμβουλεύει να μη επιστρέψουν στον «ίδιον έμετον», καθώς και το ότι είναι προτιμότερο να μένουμε στο κοινό σώμα της Εκκλησιας, όταν δεν είμεθα τελείως σίγουροι.28
4. Για όσους παρανομούν έναντι των ιερών κανόνων.
Η αντιμετώπιση αυτών που παραβαίνουν (περισσότερο η λιγότερο) τούς ιερούς κανόνες, χωρίς να θίγουν τα δόγματα, είναι τελείως διαφορετική. Οι κανόνες ιγ , ιδ καί ιε τής ΑΒ συνόδου (επί αγίου Φωτίου) απαγορεύουν αυστηρώς την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τούς επισκόπους, που υπέπεσαν σε οποιοδήποτε «έγκλημα», προ συνοδικής κρίσεως. Οι άγιοι Αποστολοι επέτρεπαν την διακοπή της κοινωνίας για λόγους «ευσεβείας και δικαιοσύνης».29 Η λέξη «δικαιοσύνη» μπορούσε ευκόλως να παρερμηνευθή, με αποτέλεσμα να συμβούν διάφορα σχίσματα που κατεδικάσθησαν από την Εκκλησια. Τα αλλεπάλληλα σχίσματα, κυρίως των Στουδιτών, που συνεχίζοντο και επί των ημερών του αγίου Φωτίου, έδωσαν αφορμή στον Αγιο και την σύνοδό του να νομοθετήσουν τούς κανόνες αυτούς.
Επισης δεκαπέντε περίπου έτη προ της συνόδου του αγίου Φωτίου «ο άγιος Μεθόδιος συνοδικώς εξήνεγκεν ανάθεμα κατά των του Στουδίου μοναχών των από της Εκκλησιας εαυτούς αποσχισάντων, διότι αντείχοντο των κατά Ταρασίου και Νικηφόρου κληθέντων τε και γραφέντων υπό Θεοδώρου».30 Η τακτική του αγίου Μεθοδίου να αποδέχεται οικονομικώς τις χειροτονίες των Εικονομάχων προεκάλεσε σχίσματα. Ο όσιος Ιωαννικιος κατέκρινε πολυτρόπως τα σχίσματα αυτά και υπεστήριζε ότι η Εκκλησια πρέπει να είναι ενωμένη, εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι πίστεως.31
Αλλα και τα παλαιότερα προσωρινά σχίσματα του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου για τις Οικονομίες των αγίων πατριαρχών Ταρασίου και Νικηφόρου, «ου μικρόν πτώμα τοις Πατράσιν έδοξε· αλλ όμως πάλιν διωρθώσατο».32 Ακομη και ο βιογράφος του, Μιχαήλ ο Στουδίτης, δεν τολμά να υποστηρίξη την πράξη του οσίου Θεοδώρου.33 Τα σχίσματα αυτά κατέκριναν μεταξύ άλλων οι ιεροί Μεθόδιος34 και Δοσίθεος.35 Επισης δεν τα ακολούθησαν άλλοι μοναχοί εκείνης της εποχής, οι οποίοι ανεδείχθησαν μεγάλοι άγιοι. Τετοιος ήταν ο μέγας ομολογητής Θεοφάνης, ο οποίος στην «Χρονογραφία» του αναφέρει την απόσχιση του αγίου Θεοδώρου από την «αγία Εκκλησια» και τον «αγιώτατο πατριάρχη»36 Νικηφόρο. Η αιτία της κατακρίσεώς τους ήταν ότι δεν υπήρχε ζήτημα πίστεως, αλλά απόκλιση από τούς ιερούς κανόνες. Βεβαίως ο άγιος Θεόδωρος είναι μέγας ομολογητής και αποτελεί πρότυπο ένεκα των ηρωικών αγώνων του έναντι της εικονομαχικής αιρέσεως. Μονο τα προσωρινά σχίσματά του για τις ανωτέρω Οικονομίες δεν μπορεί να αποτελέσουν κανόνα για την Εκκλησια.
Δυστυχώς οι Ζηλωτές διαφημίζουν τα σχίσματα αυτά κατά κόρον και τα παρουσιάζουν ως εκκλησιαστικό νόμο και κανόνα απαράβατο, επειδή ακριβώς και αυτοί δεν έχουν λόγους πίστεως για τα σχίσματά τους. Αποκαλουν μάλιστα "Μοιχειανούς" τούς αντιπάλους του Στουδίτου -όπως δηλαδή και αυτός για λίγο διάστημα τούς ωνόμαζε- και τις περισσότερες φορές αποκρύπτουν τα ονόματά τους, η δεν τούς αποκαλούν αγίους!37 Πρόκειται για τούς αγίους και ομολογητές Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Συννάδων, Ευθύμιο Σαρδεων, Αιμιλιανό Κυζίκου, Θεοφύλακτο Νικομηδείας και άλλους μεγάλους Πατέρες.
Επισης ο όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης εκαλούσε σε μετάνοια όσους μοναχούς εχωρίζοντο από την Εκκλησια άνευ λόγων πίστεως. Τούς συνιστούσε δε ότι «ουκ ακινδύνως εαυτούς χωρίζομεν της αγίας ημών μητρός».38
Γενικότερα δε, όλα τα σχίσματα που έγιναν προφάσει ακριβολογίας, δεν εξέφρασαν ποτέ αυθεντικώς την Εκκλησια. Ούτε εθεωρήθησαν βεβαίως εκτός Εκκλησιας όσοι δεν συμμετείχαν σ αυτά.
Β. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΖΗΛΩΤΙΣΜΟΣ
1. Η λανθασμένη εκτίμηση των Ζηλωτών περί του Οικουμενισμού.
Τον τελευταίο αιώνα άρχισε να λαμβάνη συγκεκριμένη μορφή στούς κόλπους της Εκκλησιας μία νεωτεριστική τάση (στοιχεία της οποίας παρετηρούντο και παλαιότερα) και μία έντονη προσπάθεια προσεγγίσεως διαφόρων αιρετικών. Μια από τις πολλές παραφωνίες που εσημειώθησαν ήταν και η διόρθωση του ημερολογίου (1923 - 1924), η οποία απετέλεσε και την αφορμή της αποσχίσεως των Ζηλωτών από την Εκκλησια. Θα ήταν βεβαίως ευχής έργο να είχε μείνει αναλλοίωτο το ημερολόγιο και όλοι οι Ορθοδοξοι να εορτάζαμε ενωμένοι.
Τρεις μεγάλες σύνοδοι κατέκριναν στο τέλος του ιστ αιώνος το γρηγοριανό ημερολόγιο. Ο ιστορικός Φ. Βαφείδης ομιλεί περί «της κατά το έτος εκείνο (1583) συγκροτηθείσης εν Κων/λει συνόδου, ήτις κυρίως καταδικάζει το γρηγοριανόν ημερολόγιον, διότι κατ αυτό συμβαίνει να εορτάζωμεν τοις Ιουδαιοις, όπερ εναντίον τη εν Νικαία συνόδω».39 Οι Ζηλωτές, όταν αναφέρουν την ανωτέρω φράση, τοποθετούν την τελεία στην λέξη "ημερολόγιο" και παραλείπουν τα υπόλοιπα!40 Ετσι όμως φαίνεται ότι κύριο έργο της συνόδου ήταν η καταδίκη του γρηγοριανού ημερολογίου.
Ο ιστορικός βεβαίως δεν λέγει αυτό. Λεγει, ότι κύριος λόγος της καταδίκης του γρηγοριανού ημερολογίου ήταν ο συνεορτασμός με τούς Ιουδαιους, δηλαδή η τροποποίηση του Πασχαλίου, η οποία όμως ποτέ δεν έγινε και ελπίζουμε ότι ποτέ δεν θα γίνη. Το νόημα της ολοκληρωμένης φράσεως αφαιρεί από τούς Ζηλωτές το έρεισμα του σχίσματος, εφόσον η αλλαγή μόνο του εορτολογίου δεν θίγει τον δογματικό όρο της Α Οικουμενικής συνόδου41 και επομένως δεν αποτελεί αίρεση.
Βασει λοιπόν των αυστηροτάτων κανόνων της ΑΒ συνόδου, και ιδίως του ιε πού οι Ζηλωτές διαρκώς επικαλούνται, το ημερολογιακό σχίσμα ήταν τελείως αντικανονικό. Οι περισσότεροι μάλιστα Ζηλωτές εκήρυττον ότι όλοι όσοι εδέχθησαν το νέο ημερολόγιο, η επικοινωνούν με τούς νεοημερολογίτες, εξήλθον της Εκκλησιας και έχασαν την θεία χάρη! Βεβαίως οι Ζηλωτές δεν ήταν και τόσο αφελείς, όσο τουλάχιστον τούς παρουσίαζε η αλλόκοτη εκκλησιολογία τους. Εγνωριζαν ότι δεν είχαν δογματικό έρεισμα και έπρεπε πάση θυσία να ευρεθή.
Σ αυτό δυστυχώς τούς εβοήθησαν όσοι προώθησαν τον λεγόμενο συγκρητιστικό Οικουμενισμό μέσω των οικουμενιστικών διαλόγων, του υπερβολικού πόθου για ένωση με τούς αιρετικούς, των μεταδόσεων μυστηρίων σ αυτούς, των μεμονωμένων περιπτώσεων αναγνωρίσεως ως εγκύρων των μυστηρίων τους, της παραδοχής εκκλησιαστικού χαρακτήρος στις ομολογίες τους, των συμπροσευχών και άλλων κανονικών παραβάσεων.
Οι Ζηλωτές, λοιπόν, ωνόμασαν τούς υπευθύνους των ανωτέρω ενεργειών αιρετικούς, και έτσι ευρέθη το ποθητό έρεισμα, έστω και καθυστερημένως. Γι αυτούς δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το σχίσμα έγινε μερικές δεκαετίες ενωρίτερα. Το σημαντικό είναι ότι ευρέθη το έρεισμα! Χαίρονται επίσης που απηλλάχθησαν και μία ώρα ενωρίτερα από τούς Οικουμενιστές. Παντως, οι άγιοι Πατέρες εφήρμοσαν πολλές φορές ακόμη και σε εποχές κηρυττομένης αιρέσεως την επαινετή Οικονομία προς τούς αιρετικούς για να τούς βοηθήσουν να αλλάξουν φρονήματα· δεν έκαναν όμως ποτέ σχίσματα εκ διορατικής ικανότητος.
Δυστυχώς για τούς Ζηλωτές, πρέπει να τονισθή ότι οι ανωτέρω κανονικές παραβάσεις, όπως π.χ. οι συμπροσευχές, όσο και αν είναι θλιβερές και ανησυχητικές, δεν αποτελούν αυτές καθαυτές αίρεση. Συνιστούν «εγκλήματα» κατά τούς κανόνες της ΑΒ συνόδου και παραβάσεις των ιερών κανόνων, αλλά όχι αίρεση. Αίρεση είναι «το έντινι παρεκκλίναι των κειμένων ημίν δογμάτων, περί της ορθής ημών πίστεως»,42 και η αποξένωση από την πίστη.43
Αλλα και οι σποραδικές, ανεπίσημες και άνευ ουδεμίας συνοδικής αναγνωρίσεως κακόδοξες δηλώσεις, συμφωνίες η θεωρίες μεμονωμένων Οικουμενιστών δεν συνιστούν σε καμμία περίπτωση επίσημη διακήρυξη αιρέσεως. Αλλωστε ακόμη και οι πιο ακραιφνείς Ζηλωτές διδάσκουν ότι οι σποραδικές διακηρύξεις της αιρέσεως του άήηήήίίή (το οποίο εκηρύσσετο επί αιώνες και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό44 από την προτεσταντική θεωρία των κλάδων) δεν απετέλεσαν αφορμή σχίσματος.45 Εφοσον λοιπόν οι ετεροδιδασκαλίες αυτές δεν έχουν αναγνωρισθή η παγιωθή, δεν αποτελούν αιτία σχίσματος. Επιβαλλεται βεβαίως διαρκής και μεγάλος αγών της Εκκλησιας για την εξάλειψη η περιορισμό τους, ώστε τελικώς να παύση και η εξ αυτών προερχομένη Οικουμενιστική πρακτική.
Ακομη και η άρση των αναθεμάτων του 1054 κατά των παπικών από το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, (η οποία κατεκρίθη από πολλούς Ορθοδοξους ως μέγιστο "κατόρθωμα" των Οικουμενιστών), ήταν μία τυπική «χειρονομία αγάπης», χωρίς καμμία σχέση προς τις θεολογικές θέσεις Ορθοδοξων και Παπικών. Δεν σήμαινε δε την άρση του υφισταμένου Σχίσματος, ούτε καμμία μεταβολή στην διδασκαλία, κανονική τάξη, θεία λατρεία και εκκλησιαστικό βίο, ούτε την αποκατάσταση μυστηριακής κοινωνίας.46
2. Παρόμοια φαινόμενα παλαιοτέρων εποχών.
Παρόμοιες άλλωστε κανονικές παραβάσεις και άμεσες η έμμεσες παρεκκλίσεις από την Ορθοδοξη Εκκλησιολογια συνέβαιναν και παλαιότερα και ιδίως στις γεωγραφικές περιοχές που επλεόναζαν οι ετερόδοξοι, χωρίς όμως να γίνωνται σχίσματα στην Εκκλησια. Η διασπορά των Ορθοδοξων τον τελευταίο καιρό σε τέτοιες περιοχές επέφερε δυστυχώς την αύξηση των ανησυχητικών και απαραδέκτων αυτών φαινομένων.
Στην συνέχεια αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις Οικονομιών, κανονικών παραβάσεων και ανεπισήμων (αμέσων η εμμέσων) εκκλησιολογικών παρεκκλίσεων, ένεκεν των οποίων όμως οι άγιοι Πατέρες δεν διέκοπταν την εκκλησιαστική κοινωνία με όσους είχαν την ευθύνη γι αυτές. Οι περιπτώσεις αυτές εννοείται ήταν πολύ ηπιότερες από την επίσημη διακήρυξη του άήηήήίίή στο Συμβολο της πίστεως, η την τεράστια εξάπλωση της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Παρά ταύτα, ως προαναφέραμε, οι Πατέρες εφήρμοσαν και στις περιπτώσεις αυτές μακροχρονίως την ανεγνωρισμένη γραμμή της Οικονομίας.
α . Οι Πατέρες της Γ' Οικουμενικής συνόδου κατεδίκασαν τον Νεστόριο. Δεν ανεθεμάτισαν όμως τον «πατέρα»47 και διδάσκαλό του Θεόδωρο Μοψουεστίας, που είχε ήδη αποθάνει, «ίνα μη τινες τη υπολήψει του ανδρός προσεσχηκότες αποβάλωσιν εαυτούς των Εκκλησιων. Η δε εν τούτοις οικονομία άριστόν τι χρήμα και σοφόν» κατά τον άγιο Κυριλλο.48
Αργοτερα, όταν εκινήθη ζήτημα αναθεματισμού του αιρετικού Θεοδώρου, ο ιερός Κυριλλος έγραψε προς τον άγιο Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως και του συνιστούσε χάριν «οικονομίας»49 «ώστε μη συγχωρήσαι αναθεματισθήναι αυτόν, ως αίτιον τούτο ταραχής γινόμενον».50 Ως λέγει δε ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης «ο θείος Κυριλλος (η)κονόμει μη αποσχίζεσθαι των της Εῴας (κατ οικονομία επικοινωνούσε μετά των) εν διπτύχοις αναφερόντων τον Θεόδωρον τον Μοψουεστίας αιρετικόν όντα».51
β . Ο 95ος κανών της Πενθέκτης συνόδου ορίζει να γίνωνται δεκτοί κατ οικονομία από την Ορθοδοξη Εκκλησια οι επί αιώνες αναθεματισμένοι Νεστοριανοί και Μονοφυσίτες με απλό λίβελλο.52 Τον ανωτέρω κανόνα εφήρμοζε ο όσιος Θεόδωρος και για τούς Εικονομάχους.53 Οι Οικονομίες αυτές έγιναν αποδεκτές από την Ορθοδοξια χωρίς σχίσματα. Οι σημερινοί όμως "υπερστουδίτες" δέχονται τούς νεοημερολογίτες με αναμύρωση. Λεγουν μάλιστα, ότι ενεργούν "κατ άκραν Οικονομίαν" και ότι κανονικώς θα έπρεπε να τούς αναβαπτίζουν (ωσάν να επρόκειτο περί Μανιχαίων!).
γ . Ο άγιος Φωτιος ανήχετο τα παράνομα έθιμα της Ρωμης, εφόσον ασφαλώς δεν τα επέβαλλαν και στην Εκκλησια της Κωνσταντινουπόλεως. Εγνωριζε ότι «ουκ έστι πίστις το αθετούμενον»54 και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος σχίσματος. Τετοια ήταν η νηστεία των Σαββάτων, η κατάλυση αρτυσίμων κατά την α εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής, η απαγόρευση του γάμου των ιερέων, η τέλεση του Χρίσματος μόνο από τούς επισκόπους,55 η κατάργηση της απαγορεύσεως του πνικτού και του αίματος. Ετσι, κατά την Η Οικουμενική σύνοδο (879), η αποκατάσταση των σχέσεων του αγίου Φωτίου με την Ρωμη έγινε δια της αναγνώσεως του Συμβόλου της πίστεως άνευ της προσθήκης,56 και χωρίς ασφαλώς η Ρωμη να αποβάλη τα ανωτέρω έθιμά της.
δ . Οι άγιοι Πατέρες ανείχοντο την δυτική Εκκλησια του ι αιώνος, η οποία διήρχετο την εποχή της «πορνοκρατίας».57
ε . Την εποχή της Λατινοκρατίας ο ιερός Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως ο νέος και η σύνοδός του επέτρεψαν κατ οικονομία στούς Κυπρίους επισκόπους να αποδεχθούν τις, δι αισχροκέρδεια, απαιτήσεις των Λατίνων. Συγκεκριμένως «να διορίζωνται οι διάδοχοι αυτών υπό του λατίνου αρχιεπισκόπου, έχοντος και το δικαίωμα να επιδικάζη (έκκλητο) και πάσαν εφεσιβαλλομένην αυτώ υπό ενός των διαδίκων επισκοπικήν απόφασιν».58
στ . Μετά το σχίσμα του 1054 υπήρχε πάντοτε ο πόθος για την ένωση. Κατά καιρούς αντελλάγησαν πολλές επιστολές και έγιναν διάλογοι (1098, 1113, 1136, 1154, 1169, 1175, 1206, 1214, 1232, 1234, 1250, 1253, 1254, 1272, 1333, 1339, 1366, 1438). Το 1253 μάλιστα έγιναν και υποχωρήσεις,59 ενώ το 1136, 1234, προετάθησαν συμβιβαστικές λύσεις από τούς Ορθοδοξους, όπως η ρήτρα «το πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι υιού».60 Σχίσματα όμως ένεκεν των διαλόγων δεν έγιναν, εκτός μόνο κατά τις ψευδενώσεις του 1274 και 1439. Αλλωστε τόσο οι σημερινοί αγιορείτες πατέρες όσο και οι ευσεβείς Χριστιανοί διακηρύττουν ότι ποτέ δεν θα αποδεχθούν ένωση με τούς Λατίνους, Μονοφυσίτες η άλλους αιρετικούς, εάν δεν αποκηρύξουν τα αιρετικά τους δόγματα.
Δυστυχώς στα κείμενα των Ζηλωτών παρατηρείται τεράστια σύγχυση. Ταυτίζονται οι Λατινόφρονες, που απεδέχθησαν την ένωση του 1274, με αυτούς που σήμερα κάνουν συμπροσευχές, διαλόγους, υπέρ το δέον φιλενωτικές προσπάθειες η άλλες παρόμοιες ενέργειες. Με όμοιο τρόπο προσαρμόζονται τα λόγια του αγίου Μαρκου του Ευγενικού εναντίον εκείνων που απεδέχθησαν την ψευδένωση της Φλωρεντίας, σ αυτούς που σήμερα πράττουν τις ανωτέρω παραφωνίες. Ωσάν να είναι αυτές το ίδιο πράγμα με την ένωση με τούς αιρετικούς! Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά η Ορθοδοξια θα είχε χαθή εδώ και αιώνες.
ζ . Ο άγιος Μαρκος διαλεγόμενος επί τη προοπτική της αληθούς ενώσεως με τούς Λατίνους τούς ωνόμασε όχι αδελφούς αλλά «πατέρες».61 Ο διδάσκαλός του και μέγας πολέμιος των Λατίνων, Ιωσηφ ο Βρυέννιος, είχε διαλεχθή παλαιότερα με Λατίνους για την ένωση Ορθοδοξων και Λατίνων. Εγραψε μάλιστα συμβουλευτικό λόγο για την μελετώμενη ένωση. Σ αυτόν κατέκρινε με σφοδρότητα τούς "Οικουμενιστές" της εποχής του, όσους δηλαδή ήθελαν -κατά την "θεωρία των κλάδων"- να ενωθούν με τον πάπα, και ενώ το άήηήήίίή παρέμενε αδιόρθωτο! Συνιστούσε δε, χωρίς να χωρίζεται από τούς υπευθύνους, ότι η ένωση πρέπει να γίνη με σωστό τρόπο. Να μη υποταχθή δηλαδή η Εκκλησια μας, για να μη «εκπέσωμεν της προθέσεως»62 (αληθούς εν Χριστώ ενώσεως).
η . Πολλές παρανομίες η παρεκκλίσεις (άμεσες και έμμεσες) από το Ορθοδοξο φρόνημα -παρόμοιες με τις σημερινές- συνέβαιναν εκείνες τις εποχές και ιδίως στις περιοχές που επλεόναζαν οι Λατίνοι: Πλήθος μαρτυριών στον ιστ καί ιζ αιώνα δεικνύουν ως συνηθισμένη τακτική, το να κοινωνούν οι Ορθοδοξοι στούς Λατίνους και το αντίστροφο.
Αναφερουμε επίσης: Μνημόνευση και αναγνώριση λατίνων επισκόπων, μεμονωμένα συλλείτουργα, μικτά μυστήρια, παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς, κηδείες αιρετικών, σπουδές σε σχολές αιρετικών,63 χορηγήσεις αδείας εξομολογήσεως και διδασκαλίας στούς παπικούς καπουτσίνους. Ακομη και Μητροπολίτες η μοναχοί εξομολογούντο σε Λατίνους (λόγω των δυσχερών περιστάσεων που επικρατούσαν στις Τουρκοκρατούμενες και Λατινοκρατούμενες περιοχές), πράγμα που κατέκρινε με σφοδρότητα ο ιερός Μακάριος ο Πατμιος -χωρίς όμως να κάνη σχίσματα.64
Κατά δε τα μέσα του ιζ αιώνος «τα μοναστήρια του Αθω επανειλημμένως εκάλεσαν τούς Ιησουιτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίῳ Ορει σχολήν δια την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών»!65 Επισης την ίδια περίοδο «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξανδρειαν και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις εν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»!66 Κατά τις ίδιες εποχές έγιναν διάλογοι και με τα διάφορα παρακλάδια των Μονοφυσιτών και Προτεσταντών, τούς οποίους συμπαθούσε και υπερήσπιζε ισχυρή μερίδα. Παρά ταύτα δεν έγιναν σχίσματα στην Ορθοδοξη Εκκλησια, αν και οι Πατέρες ηγωνίζοντο κατά της ενώσεως με τούς Λουθηροκαλβίνους.67
θ . Ο όσιος Νικόδημος κατέκρινε τούς «λατινόφρονες» της εποχής του η «αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος», όπως τούς ωνόμαζε.68 Το 1755 οι ανατολικοί πατριάρχες είχαν αποφασίσει συνοδικώς να αναβαπτίζωνται οι εκ των Λατίνων προσερχόμενοι στην Ορθοδοξια, διότι μέχρι τότε οι Λατίνοι εγίνοντο δεκτοί στην Ορθοδοξια κυρίως με αναμύρωση. Παρά ταύτα οι λατινόφρονες επολέμησαν την απόφαση αυτή και συνέχιζαν να δέχωνται τούς έχοντες το παπικό ράντισμα Λατίνους με αναμύρωση.
Ο άγιος Νικόδημος εθλίβετο για την μέχρι τότε μεγάλη νοθεία, διαφθορά και παρερμηνεία των ιερών κανόνων και για τον «θανατηφόρον και παραίτιον ψυχικής απωλείας καρπόν» που ετίκτετο εξ αυτών.69 Απωδυρετο επίσης και για δεινές παραβάσεις ιερών κανόνων (στ τής Δ , ιδ , ιθ , κγ τής ΣΤ ) και ιδίως για τούς Σιμωνιακούς, οι οποίοι κατά τον άγιο Ταράσιο είναι χειρότεροι των Πνευματομάχων.70 Ελεγε λοιπόν ο Οσιος, ότι η κατά τον άγιο Γεννάδιο θεοστυγής αυτή αίρεση έχει γίνει σήμερα αρετή71 και οι περισσότεροι χειροτονούνται δια χρημάτων.72 Συγχρόνως ήλεγχε με σύνεση και τούς θεολόγους της εποχής του, για τα αιρετικά και βλάσφημα φρονήματά τους.73
Ο Οσιος και οι λοιποί Κολλυβάδες της εποχής του ηγωνίσθησαν σθεναρώς υπέρ των ιερών Παραδόσεων, όμως δεν φαίνεται πουθενά να διέκοψαν την επικοινωνία με τούς λατινόφρονες η τούς λοιπούς κακοδόξους. Οι συνετοί αυτοί ζηλωτές, σε αντίθεση με τούς σημερινούς, είχαν την ικανότητα να διακρίνουν την διαφορά μεταξύ των λατινοφρόνων της εποχής τους και των λατινοφρόνων που έκαναν τις ενώσεις του 1274 και του 1439.
Ο όσιος Νικόδημος εγνώριζε ότι υπάρχουν «δύο είδη κυβερνήσεως στην Εκκλησια»74: η Ακριβεια και η Οικονομία. Αν και ήταν λάτρης της Ακριβειας, εφήρμοζε την Οικονομία όταν επρόκειτο περί σχισμάτων και εφόσον δεν υπήρχε επισήμως κηρυττομένη αίρεση. Εδιδασκε ότι όταν οι αρχιερείς η οι ιερείς παρανομούν, πρέπει να αγωνιζώμεθα να τούς πείσουμε να γίνεται το θέλημα του Θεού, χωρίς όμως να κάνουμε σχίσματα αφανιστικά των ψυχών μας.75
ι . Η ιερά σύνοδος της Εκκλησιας της Ελλάδος, με απόφασή της το 1834, επέτρεψε την τέλεση των (πρότερον ανεπισήμως τελουμένων) γάμων με αιρετικούς, πράγματα δηλαδή «παράνομα και ενάντια των ιερών κανόνων».76 Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος διηγείται επίσης τις διαλύσεις τετρακοσίων και πλέον μονών, την έγκριση κεκωλυμένων γαμικών συζυγιών, την ίδρυση θεολογικής σχολής κατά τα προτεσταντικά πρότυπα και πολλά άλλα δεινά.
Εννοειται βεβαίως ότι οι ανωτέρω κανονικές παρανομίες είναι κατακριτέες. Εννοειται επίσης ότι όσοι τις εκλαμβάνουν ως υπόδειγμα για τις σχέσεις τους προς τούς ετεροδόξους, δεν μιμούνται τούς αγίους Πατέρες, οι οποίοι ηγωνίζοντο για την εξάλειψή τους.
3. Ενθαρρυντικες ενέργειες.
Απο την έρευνα των πηγών, μέρος της οποίας αποτελούν τα ανωτέρω, φαίνεται ότι οι άγιοι Μαρκος, Νικόδημος, Αθανασιος ο Παριος, λοιποί αγιορείτες, Μελέτιος Γαλησιώτης, Βρυέννιος, Μακάριος ο Πατμιος ηγωνίσθησαν μεν κατά των λατινοφρόνων και λοιπών κακοδόξων, αλλά δεν διέκοπταν την μετ αυτών εκκλησιαστική κοινωνία. Αυτό το έπραξαν μόνο εξ αιτίας των δύο ενώσεων (1274 και 1439), η σε περιπτώσεις προφανών αιρετικών (π.χ. Ιωαννου Καλέκα). Τα γεγονότα αυτά δικαιολογούν απολύτως την στάση μας, την στιγμή μάλιστα που δεν κηρύσσεται επισήμως και ανεγνωρισμένως καμμία αίρεση.
Στην απάντησή του προς τούς Αγιορεῖτες (3-7-99) ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ετόνισε μεταξύ άλλων: Η Ορθοδοξη Εκκλησια είναι κάτοχος της απολύτου εν Χριστώ και εν αγίω Πνεύματι αληθείας, γι αυτό ουδέποτε ανεγνωρίσαμε λάθη σ Αυτήν. Οι μετέχοντες στούς διαλόγους Ορθοδοξοι πιστεύουν ότι Αυτή είναι φορεύς της γνησίας διδασκαλίας του Ιησου Χριστού. Οι θέσεις του αήηήήήήη δεν έγιναν αποδεκτές, αλλ ετροποποιήθησαν υπέρ της Ορθοδοξιας. Αυτό εστενοχώρησε τούς Λατίνους, οι οποίοι έχουν εγκαταμίξει στην διδασκαλία του Θεού νέα δόγματα και καινοτομίες και γι αυτό χρήζουν μετανοίας και αναθεωρήσεως.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είπε ακόμη ότι δεν μπορούμε να ενωθούμε με τούς Παπικούς, εφόσον εμμένουν στο filioque. Κατέκρινε το παπικό πρωτείο, όσους ηρνήθησαν την Ορθοδοξια και ανεγνώρισαν εκκλησιαστική υπόσταση στούς Παπικούς η τούς Ουνίτες και όσους υπέγραψαν την ψευδένωση της Φλωρεντίας. Κατέκρινε επίσης τις συμπροσευχές με αλλοθρήσκους, τονίζων ότι οι διάλογοι μαζί τους στοχεύουν μόνο στην εξομάλυνση των κοινωνικών σχέσεων. Τελος με την πρωτοβουλία του Οικουμενικού πατριαρχείου και άλλων απηγορεύθησαν οι συμπροσευχές των Ορθοδοξων με τούς ετεροδόξους, στην συνέλευση του Π.Σ.Ε. στην Χαράρε.77 Παρά ταύτα το περιοδικό " Αγιος Αγαθαγγελος" έγραφε ότι σε τίποτε δεν απήντησε ο πατριάρχης!
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνων και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλος απηγόρευσε συνοδικώς τις συμπροσευχές, ετόνισε ότι η Ορθοδοξια είναι η μόνη Εκκλησια και ότι ένωση με τούς Μονοφυσίτες δεν γίνεται, αν δεν δεχθούν όλες τις Οικουμενικές συνόδους.78 Το πατριαρχείο Γεωργίας με ομολογιακή επιστολή κατέκρινε τις συμπροσευχές, την θεωρία των κλάδων και την ένωση με τούς Μονοφυσίτες.79 Απεχωρησε δε και από το Π.Σ.Ε. όπως και το πατριαρχείο της Βουλγαρίας. Επισης στις Εκκλησιες Ρωσσίας, Σερβίας, Ελλάδος και Κυπρου υφίστανται ισχυρές τάσεις προς την ίδια κατεύθυνση.
Τα ανωτέρω είναι πολύ ενθαρρυντικά και δικαιώνουν πλήρως τον αγώνα μας. Υπάρχουν βεβαίως ακόμη ωρισμένες παραφωνίες, αλλά πιστεύουμε ότι με την διαρκώς αυξανόμενη αντίδραση ο συγκρητιστικός Οικουμενισμός πολύ γρήγορα θα εξαλειφθή. Ηδη έχει περιορισθή κυρίως στις χώρες που πλεονάζουν οι ετερόδοξοι. Την επαναφορά μάλιστα του ιουλιανού ημερολογίου επιθυμούν και πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες, όπως ο Μητροπολίτης Αξωμης κ.κ. Πετρος.80
4. Ο σύγχρονος Ζηλωτισμός.
Πιστεύουμε ότι έγινε σαφής η ασυνέπεια των Ζηλωτών που εξισώνουν την αλλαγή του ημερολογίου η τις συμπροσευχές με την φοβερή αίρεση του Νεστορίου, η οποία ανέτρεπε το «απ αιώνος μυστήριο»81 και διέφθειρε την έννοια της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
Ο σύγχρονος Ζηλωτισμός δεν εναρμονίζεται με την διδασκαλία και πράξη των αγίων Πατέρων. Ομοιάζει μάλλον με τα στουδιτικά σχίσματα (όχι βεβαίως με αυτά που έγιναν επαινετώς και με ακραιφνές ομολογιακό φρόνημα εναντίον της αιρέσεως της Εικονομαχίας). Η ομοιότητα όμως αυτή αποτελεί και την καταδίκη του, εφόσον και αυτά από κανένα δεν ανεγνωρίσθησαν, αλλά μάλλον κατεκρίθησαν. Στην πραγματικότητα ούτε με αυτά ομοιάζει ακριβώς, εφόσον τότε δεν υπήρχαν οι τόσο συχνές αλληλοκαθαιρέσεις και οι πολλές "Εκκλησιες". Οι καθαιρέσεις και οι "αθωώσεις" των επισκόπων και των ιερέων των Ζηλωτών γίνονται σε ανύποπτο και αστραπιαίο χρόνο. Οσο και αν ερευνήση κανείς, είναι αδύνατο να συναντήση όμοια περίπτωση στην Ιστορία.
Οι Ζηλωτές έχουν υποπέσει σε πλήθος αντιφάσεων, από τις οποίες είναι αδύνατο να ελευθερωθούν, εφόσον εμμένουν στις θέσεις τους. Συγκεκριμένως:
α . Οταν θέλουν να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους για το ημερολόγιο (1924) η κάποιο από τα εσωτερικά τους σχίσματα (περιπτώσεις δηλαδή κατά τις οποίες δεν υπάρχει αίρεση), επικαλούνται τα στουδιτικά σχίσματα (τα οποία εδικαιολογούσαν σχίσμα και για παραβάσεις κανόνων) η τον λα ἀποστολικό κανόνα (ο οποίος επιτρέπει σχίσμα για λόγους «ευσεβείας και δικαιοσύνης»), με το να παρερμηνεύουν την λέξη «δικαιοσύνη».
β . Οταν όμως θέλουν να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους για τον Οικουμενισμό η να αποτρέψουν κάποιο από τα εσωτερικά τους σχίσματα, τότε επικαλούνται τον ιε κανόνα της ΑΒ συνόδου (ο οποίος επιτρέπει το σχίσμα μόνο για λόγους αιρέσεως).
Βεβαίως η επίκληση τόσο των στουδιτικών σχισμάτων και του λα Αποστολικοῦ, όσο και του ιε τής ΑΒ δημιουργεῖ τεράστια αντίφαση. Και τούτο διότι ο ιε τής ΑΒ εθεσμοθετήθη (ως προείπαμε) μόνο και μόνο για να αποτρέψη τα στουδιτικά σχίσματα και συγχρόνως να ερμηνεύση τον λα ἀποστολικό κανόνα.
Οι ανωτέρω αντιφάσεις προκαλούν τον τεμαχισμό των Ζηλωτών: Συνήθεις δικαιολογίες των Ζηλωτών για τις εννέα Εκκλησιες Γ.Ο.Χ. και τούς πολλούς ανεξαρτήτους είναι η κακή διοίκηση και τα ανθρώπινα πάθη. Η άποψη αυτή δεν μας ευρίσκει συμφώνους. Τα σχίσματά τους είναι απόρροια της καθ ολοκληρίαν πεπλανημένης και διεστραμμένης εκκλησιολογίας τους. Ο τεμαχισμός θα διαιωνίζεται εφόσον επικαλούνται τα στουδιτικά σχίσματα και τον λα ἀποστολικό κανόνα (περί «ευσεβείας και δικαιοσύνης).
Σχίσματα για την πλήρωση μητροπόλεων,82 για χειροτονίες,83 για καταστατικά,84 για την έκδοση εγκυκλίου κατά των νέων ταυτοτήτων!85 για την εικονογραφία86 και άλλες μηδαμινές αιτίες (μέχρι παράταξη "Εξαγωνιτων" υπάρχει!). Τα άνευ λόγου εσωτερικά σχίσματά τους αποδεικνύουν και το αβάσιμο του σχίσματός τους από την Εκκλησια. Η άνεση, με την οποία χαρακτηρίζουν τούς λοιπούς Ζηλωτές ως αιρετικούς, φανερώνει ότι έχουν χάσει προ πολλού την αίσθηση των εννοιών της αιρέσεως και του εκκλησιαστικού σχίσματος. Ο απλός λαός έχει περιέλθει σε σύγχυση, διότι διαρκώς ευρίσκεται σε διαφορετική παράταξη χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Η προεδρική καθέδρα των "Ενισταμενων" εδημιουργήθη με τρία σχίσματα, τα οποία επέφεραν και ισάριθμες καθαιρέσεις. Θυμίζουν τα σχίσματα των εγκαταλειμμένων από την θεία Χαρη Μονοφυσιτών, Προτεσταντών και Παλαιοπίστων.
Καθε ομάδα πιστεύει ότι είναι η μόνη Εκκλησια του Χριστού, με αποτέλεσμα να γίνωνται και μεταξύ τους αναμυρώσεις· κατά πληροφορία δε ετελέσθη ακόμη και αναχειροτονία αρχιεπισκόπου! Οι επίσκοποί τους στην Ελλάδα υπερβαίνουν τούς 50 για μόνο 60-70.000 λαο. Η "ανδρεϊκή" ομάδα είχε προ ετών στην Ελλάδα 10 επισκόπους και 18 ιερείς. Οι μισές ομάδες είναι χειροτονημένες από ένα η από ανυπάρκτους αρχιερείς.
Το 1955 η μία εκ των δύο τότε παρατάξεων έμεινε άνευ επισκόπων. Κατ ανάγκη κατέφυγε στούς άνευ χάριτος (κατά την θεωρία τους, εφόσον εκοινωνούσαν με τούς νεοημερολογίτες) Ρωσσους της Διασποράς.87 Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Δυστυχώς δεν ημπόρεσαν να καταλάβουν ότι επρόκειτο για εγκατάλειψη Θεού, που απεκάλυπτε το ζηλωτικό αδιέξοδο.
Οι Ζηλωτές, παρά την πολεμική τους κατά του Οικουμενισμού, παρουσιάζονται να τον εφαρμόζουν πλήρως. Και τούτο, διότι οι "αιρετικοί" νεοημερολογίτες γίνονται δεκτοί σε θεία κοινωνία και άλλα μυστήρια. Το μέσο για την παραπλάνηση και την προσέλκυση οπαδών είναι οι παραποιήσεις της Ιστορίας, οι οποίες θα πρέπει εν καιρώ να αποκαλυφθούν σε μία λεπτομερή και συστηματική αναίρεση της ζηλωτικής εκκλησιολογίας.
Δι όλα αυτά θεωρούμε, ότι όποιος προσχωρεί στο σχίσμα των Ζηλωτών, για να πολεμήση τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό, διαπράττει σοβαρό σφάλμα ενώπιον του Θεού, του εαυτού του και ιδίως των υγιώς αγωνιζομένων κατά του συγκρητιστικού Οικουμενισμού, που έχουν ανάγκη ενισχύσεως. Τούς Ζηλωτές τούς αγαπάμε και ευχόμεθα ο Θεός να τούς φωτίση να ενταχθούν στην Εκκλησια, η οποία θα τούς επιτρέψη να ακολουθούν και το παλαιό ημερολόγιο, όπως έγινε και σε παλαιότερες περιπτώσεις. Είμεθα σίγουροι ότι η Εκκλησια θα εξαντλήση κάθε Οικονομία για την επανένταξή τους και θα μεριμνήση πρωτίστως γι αυτούς, εφόσον άλλωστε δεν πρόκειται περί αιρετικών.
Γ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
Ο π. Νικόλαος με κατηγορεί για τα όσα είπα περί της στάσεως του αγίου Σωφρονίου κατά την περίοδο του Μονοθελητισμού. Λεγει ότι εξ αυτής έβγαλα το συμπέρασμα, πως οι Πατέρες δεν διέκοπταν το μνημόσυνο των αιρετικών πριν γίνει συνοδική διάγνωση. Ποτέ όμως δεν είπα κάτι τέτοιο. Υπεστήριξα ότι από την στάση του αγίου Σωφρονίου και ιδίως από την προσφώνηση «συλλειτουργώ»88 προς τον αιρετικό Σεργιο Κωνσταντινουπόλεως το 634, αποδεικνύεται εναργώς η ανοχή και η Οικονομία της Εκκλησιας προς τούς κηρύσσοντες επισήμως αίρεση. Εννοειται βεβαίως ότι η Οικονομία αυτή ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα, εποχή κατά την οποία δεν κηρύσσεται επισήμως καμμία παρόμοια αίρεση. Ο π. Νικόλαος εξιστορεί την τότε εκκλησιαστική κατάσταση και καταλήγει στο ότι το 634 δεν εκηρύσσετο επισήμως αίρεση. Συνεπώς δεν υπήρχε λόγος διακοπής επικοινωνίας η περίπτωση Οικονομίας.
Συγκεκριμένως υποστηρίζει τα εξής:
1. Τα γεγονότα μέχρι την αιρετική " Εκθεση" του Σεργίου (638) ήταν συζητήσεις και προσπάθειες για την επικράτηση Ορθοδοξων θέσεων, καθώς μάλιστα η διασάφηση των Ορων της Χαλκηδόνος ήταν από τα δυσκολότερα θεολογικά προβλήματα.
2. Ο άγιος Σωφρόνιος κατά το έτος 634 αποκαλεί ευλόγως τον Σεργιο συλλειτουργό, εφόσον η αιρετική δοξασία του Μονοθελητισμού του Σεργίου διακηρύσσεται επισήμως το 638.
Απαντω στα ανωτέρω ως εξής:
Ομολογουμένως το α συμπέρασμα προκαλεί έκπληξη. Απο την έρευνα σε συγγράμματα είκοσι και πλέον ιστορικών κατενόησα, ότι δεν υπήρχε τότε ζήτημα διασαφήσεως του Ορου της Χαλκηδόνος (που είχε γίνει πριν 170 έτη). Αντιθετως, εζητείτο μέσο ενώσεως με τούς Μονοφυσίτες και ως τέτοιο επελέγη η έκφραση: «δύο μεν εν Χριστώ φύσεις, αλλά μία ενέργεια και θέλησις».89 Η ομολογία αυτή αποτελούσε το ελάχιστο όριο του Μονοφυσιτισμού, καθώς όλοι οι Μονοφυσίτες εδέχοντο μία ενέργεια και θέληση.90
Στο α συμπέρασμα αναφέρεται επίσης ότι κατεβάλλοντο προσπάθειες για επικράτηση Ορθοδοξων θέσεων. Αυτό άραγε δεν φανερώνει ότι υπήρχαν και οι κακόδοξες θέσεις (η αίρεση), έναντι των οποίων έπρεπε να υπερισχύσουν οι Ορθοδοξες; Συνεπώς οι Ζηλωτές -κατά το συμφέρον- ονομάζουν τις περιόδους που εκηρύσσετο αίρεση, άλλοτε περιόδους αιρέσεως και άλλοτε περιόδους αγώνος για την επικράτηση Ορθοδοξων θέσεων (για να μη φανή ότι πράγματι εκηρύσσετο αίρεση!). Σε δέκα σημεία του άρθρου άλλωστε ομολογείται ότι ο Σεργιος είχε αιρετικά φρονήματα, ότι διεπραγματεύθη την ένωση, η οποία και επετεύχθη, ότι ο άγιος Σωφρόνιος αντέδρασε στην ένωση και κατεδίκασε τον Μονοενεργητισμό. Τα γεγονότα όμως εξιστορούνται χωρίς τάξη και χρονολογική σειρά. Αποφευγονται επίσης οι έννοιες "ένωση με αιρετικούς" και "αίρεση", με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση. Πρόκειται, κατά το πλείστον, για μια αντιγραφή της συνοπτικής Ιστορίας του Στεφανίδου.
Η ακριβής εξιστόρηση της τότε εκκλησιαστικής καταστάσεως θα αποδείξη στην συνέχεια το αβάσιμο και του β συμπεράσματος:
Ο Κωνσταντινουπόλεως Σεργιος έστειλε στον επίσκοπο Φαράν Θεόδωρο ένα νόθο λίβελλο του Κωνσταντινουπόλεως Μηνά (+ 552), και του εζήτησε την γνώμη του για τις μονοενεργητικές και μονοθελητικές θέσεις του λιβέλλου αυτού. Ο Θεόδωρος τον απεδέχθη. Ο Σεργιος στην συνέχεια έστειλε τον λίβελλο αυτό και σε κάποιον αιρετικό Παύλο και του εδήλωνε την συγκατάθεση του Θεοδώρου και την δική του γι αυτόν. Τα δύο αυτά γεγονότα, που δεν πρέπει να είναι τα μοναδικά, αναφέρονται από τον άγιο Μαξιμο στον διάλογό του με τον Πυρρο.91 Οι ιστορικοί τα τοποθετούν περί το 615-618, καθώς επιβεβαιώνεται από την συνέχεια του λόγου του αγίου Μαξίμου.
Αναφερει λοιπόν ο Αγιος, ότι ο Σεργιος έγραψε και στον Σεβηριανό Γεώργιο Αρσα και του εζήτησε να του στείλη πατερικά ρητά για την μία ενέργεια. Του έλεγε μάλιστα ότι βάσει των ρητών αυτών θα πραγματοποιήση την ένωση μαζί τους. Ο Αλεξανδρειας άγιος Ιωαννης ο Ελεημων έγινε γνώστης της επιστολής αυτής και ηθέλησε να καθαιρέση τον Σεργιο. Τον εμπόδισε όμως η κατ εκείνο το έτος (619) επιδρομή των Περσών.92
Εκεινη την εποχή περίπου ο άγιος Μαξιμος ασπάζεται τον μοναχικό βίο, απογοητευμένος από την τότε κατάσταση της Εκκλησιας λόγω της επεκτάσεως του Μονοθελητισμού.93 Στην συνέχεια, καθώς έβλεπε την αίρεση «εις τέλειον μάλλον εκτεινομένην»,94 αναχωρεί περί το 626 στην Αφρικη όπου υπερίσχυε η Ορθοδοξια.
Ο Σεργιος έγραψε το 626 και στον Φασιδος Κυρο, επιβεβαιώνων την αίρεση.95 Το 629 ενώνεται, δια της αποδοχής μιας ενεργείας και θελήσεως, με τον μονοφυσίτη επίσκοπο Αθανασιο, τον οποίο μάλιστα αναγνωρίζει ως πατριάρχη Αντιοχειας.96 Ο Κυρος ανέρχεται το 630 στον θρόνο της Αλεξανδρειας και αρχίζει αγώνα για την ένωση με τούς Μονοφυσίτες.97 Οι άγιοι Σωφρόνιος και Μαξιμος προσπαθούν να τον εμποδίσουν χωρίς όμως αποτέλεσμα.98 Ο Κυρος ηνώθη με τούς Μονοφυσίτες (633) βάσει της αιρετικής ομολογίας «μία εν τω Χριστώ θεανδρική ενέργεια».99
Ο Σεργιος, που είχε ήδη προβάλλει «πολυτρόπως την οικείαν νόσον» και διαφθείρει «το πλείστον της Εκκλησιας»,100 απεδέχθη την ένωση αυτή. Ηνώθη μάλιστα το ίδιο έτος και με τούς αιρετικούς Αρμενιους βάσει της ιδίας αιρετικής ομολογίας.101 Ο άγιος Σωφρόνιος επήγε τότε στην Κωνσταντινούπολη και «με την πρέπουσαν τω σχήματι αυτού ταπεινοφροσύνην»102 παρεκάλεσε τον Σεργιο να μη ανανεώση την παλαιά αυτή αίρεση. Απογοητευμενος όμως από την αμετανοησία του Σεργίου, πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα και πληροφορεί τούς πιστούς ότι οι πατριάρχες και ο πάπας είναι αιρετικοί.103
Ο Σεργιος εθορυβήθη από τις Ορθοδοξες αυτές φωνές. Απεφασισε να εγκαταλείψη τον Μονοενεργητισμό και να περιορισθή στον ηπιότερο Μονοθελητισμό.104 Στην "Ψήφο" που εξέδωσε στο τέλος του 633, εκήρυττε την αίρεση με ηπιότερη μορφή. Ο άγιος Μαξιμος ήλπισε προς στιγμήν ότι θα απεκηρύσσετο η «καινοτομία»105 που είχε γίνει στην Αλεξανδρεια. Σε επιστολή του μάλιστα προς τον ηγούμενο Πυρρο παρωμοίασε τον Σεργιο με τον Μωυσή.106
Ταυτοχρόνως ο άγιος Σωφρόνιος ανέρχεται το έτος 634 στον θρόνο των Ιεροσολύμων. Στέλνει την ενθρονιστήρια επιστολή του στον Σεργιο και τούς πατριάρχες και κατακεραυνοβολεί την αίρεση της μιας ενεργείας και θελήσεως. Αποκαλει τον Σεργιο: «Δεσπότη πάντων αγιωτάτω, και μακαριωτάτω αδελφώ και συλλειτουργώ Σεργίω».107 Τον παρακαλεί να δεχθή την δογματική του επιστολή και να του στείλη τα «ποθούμενα γράμματα», τα οποία θα εξέφραζαν καθαρώς την ορθή πίστη.108 Δυστυχώς ο Σεργιος δεν άλλαξε και το 638 εκδίδει την επίσης αιρετική " Εκθεση".
Είδαμε λοιπόν, ότι ο άγιος Σωφρόνιος είχε συλλειτουργό τον Σεργιο έως το 634, αν και αυτός εκήρυττε την αίρεση από το 615 περίπου, είχε προκαλέσει την αγανάκτηση του αγίου Ιωαννου το 619, είχε διαφθείρει το πλείστον της Εκκλησιας και είχε αποδεχθή τις ενώσεις του 629 και 633. Δεν έχουμε καμμία ιστορική μαρτυρία, ότι ο ιερός Σωφρόνιος διέκοψε την επικοινωνία μέχρι τον θάνατό του (638).
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει περιτράνως ορθό το επιχείρημα για το οποίο ωμίλησα· την Οικονομία δηλαδή και την ανοχή της Εκκλησιας απέναντι στούς επισκόπους που τότε εκήρυττον αίρεση. Ελεγχει επίσης ως εντελώς εσφαλμένη την ερμηνεία των Ζηλωτών, ότι ο ιε κανών της ΑΒ συνόδου είναι υποχρεωτικός.109 Στην σύνοδο του Λατερανού (649) εναντίον των Μονοθελητών γίνεται εμφανέστατα λόγος για την Οικονομία αυτή. Ο Σεργιος, επίσκοπος των Κυπρίων, λέγει στον λίβελλό του τα εξής: «Μεχρι γαρ και τήμερον οικονομίαν τινά πραγματευομένοις εσιγήκαμεν, οιόμενοι προς τα κρείττω μετακινήσαι αυτούς τα οικεία διδάγματα».110
Θα συμπληρώσω τον λόγο με την ανασκευή ενός ακόμη επιχειρήματος του άρθρου. Ο π. Νικολάος αναφέρει ότι ο άγιος Μαξιμος δεν απεδέχθη τον συμβιβαστικό "Τυπο" και διέκοψε την επικοινωνία με τούς αιρετικούς. «Τελος (συνεχίζει το άρθρο), επειδή εδιώχθη εκ της Κωνσταντινουπόλεως, κατώρθωσε με την πειστικότητα της διδασκαλίας του να συγκληθούν Τοπικές Συνοδοι στην Καρχηδόνα (646) και στην Ρωμη το 641 επί πάπα Ιωαννου Δ καί το 649 με τον άγιον Μαρτίνον, οι οποίες κατεδίκασαν τον Μονοφυσιτισμόν και τις Μονοφυσιτικές εκφάνσεις του».
Θεωρώ ότι πρόκειται για παραποίηση της Ιστορίας. Χαριν των απλουστέρων αναγνωστών λέγω τα εξής: Η αμετανοησία του Σεργίου έγινε πλέον ολοφάνερη το 638.111 Ο άγιος Μαξιμος άρχισε τότε νέους αγώνες για την σύγκληση συνόδων που κατεδίκασαν τον Μονοθελητισμό (641, 646, 649). Κατά την περίοδο αυτή ο άγιος πρέπει να διέκοψε και την κοινωνία με τούς αιρετικούς. Ο "Τυπος", που αναφέρει ο π. Νικόλαος, εξεδόθη το 648.112 Ο άγιος Μαξιμος ωδηγήθη το 653 στην Κωνσταντινούπολη για να δικασθή.113 Εδιωχθη από εκεί το 655 και εστάλη εξορία στην Βιζύη της Θράκης και τέλος στην Λαζική,114 όπου και απέθανε ως ομολογητής. Το άρθρο λοιπόν διαπράττει ιστορικό σφάλμα και λέγει: Ο άγιος Μαξιμος, αφού εδιώχθη το 655, κατώρθωσε την σύγκληση των συνόδων του 641, 646 και 649! Κατά συνέπεια προκύπτει το προσφιλές στούς Ζηλωτές συμπέρασμα: Πρώτα διακοπή επικοινωνίας και έπειτα συνοδική κρίση.
* * *
Ανακεφαλαιωνοντες αναφέρουμε ότι τόσο ο Ζηλωτισμός όσο και ο συγκρητιστικός Οικουμενισμός αποτελούν δύο μεγάλες εκκλησιολογικές παρεκκλίσεις, οι οποίες επέφεραν πολλά δεινά στην Εκκλησια. Ευχόμεθα ο Θεάνθρωπος Ιησους να προστατεύση την Εκκλησια Του από τα δύο αυτά άκρα και να σκορπίση δαψιλώς τον φωτισμό Του, «ίνα το αυτό λέγωμεν πάντες, και μη η εν ημίν σχίσματα».115
14 Οσιου Συμεών του Μεταφραστού, Βιος και πολιτεία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, §μθ , α.α.114, 517α.
15 Α. Δημητρακοπούλου, Ιστορια του σχίσματος, Λειψία, 1867, σ. 70-74.
16 Οσιου Νικοδήμου, Νεον Εκλογιον, σ. 320-322.
17 Τοις απανταχού της γήςό Ορθοδοξοις χριστιανοίς, §6, εν Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδοξου και καθολικής Εκκλησιας, εν Αθηναις 1960, τομ. α , σ. 427.
Και περί του θέματος αυτού, και ιδίως της όψεώς του «εγκεφαλικός θάνατος και πτωματικά μοσχεύματα», ο λόγος και ο αντίλογος, και συνεπώς και οι προβληματισμοί των πιστών, ήσαν σε πολύ μικροτέρα έντασιν προ δεκαετίας και πλέον -που ήταν μεταξύ μας ο Γέροντας- από όσον σήμερα. Αυτή είναι η αιτία που οι σχετικές μαρτυρίες περί της θέσεώς του είναι ολίγες.
Έτσι, αρχικώς σκεφθήκαμε να μη συμπεριλάβωμε το περί μεταμοσχεύσεων πρόβλημα στην αναφορά μας αυτή. Κυρίως όμως οι παρακάτω λόγοι μας ανάγκασαν τελικά να μεταβάλωμε λογισμόν:
1. Οι οξύτατες αντιπαραθέσεις μεταξύ των διαφωνούντων -μέχρι σημείου να εκτοξεύωνται, ευθέως ή πλαγίως, βαρείς χαρακτηρισμοί-, αλλά και η προσπάθεια επιβολής της μιας μερίδος επί της ετέρας δια της ισχύος της εξουσίας -ίσως και της αριθμητικής υπεροχής- και όχι βάσει επιχειρημάτων αληθείας.(*)
2. Η εξής ορθοτάτη παρατήρησις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. κ. Ιεροθέου στην σχετικήν εισήγησίν του προς την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας: Επειδή η ζωή της Εκκλησίας καθορίζεται από την δράση και την ενέργεια των αγίων και επειδή η Εκκλησία προχωρεί στην ιστορία με τα βήματα των αγίων, γι' αυτό και θα περιμένουμε και τέτοιες αντιδράσεις (δηλαδή, ως δοτών) αγιασμένων ανθρώπων, για να δώσουμε το στίγμα αντιμετωπίσεως του προβλήματος των μεταμοσχεύσεων" (Ε.κ.Μ., σ. 358). Ήδη ο Σεβ. κατέθεσε προηγουμένως μία περίπτωσιν "ενός συγχρόνου θεουμένου" αρνητικήν για το θέμα μας. Επίσης, θα δούμε κατωτέρω ότι και ο μακαριστός Γέρων Πορφύριος είχε την ιδίαν με τον πατέρα Παΐσιον αρνητικήν τοποθέτησιν.
3. Ο και κυριώτερος λόγος: Η παρερμηνεία -οπωσδήποτε, πιστεύομε, ασυνείδητη- που έγινε στην ακόλουθη φράσι του Γέροντος : "Αυτό που λέει η καρδιά μου είναι να πάρω το μαχαίρι, να την κόψω κομματάκια, να την μοιράσω στον κόσμο και υστέρα να πεθάνω " (**). Ενώ, δηλαδή, είναι ολοφάνερο ότι η φράσις ελέχθη μεταφορικά -μα πώς ήταν δυνατόν να έχη νόημα κυριολεκτικά (!)- παρερμηνευθείσα από μερικούς και συνδεθείσα με την προβληματική του «εγκεφαλικού θανάτου» και με την αυτοκτονίαν-αυτοθυσίαν, αποδίδει στον Γέροντα την ακριβώς αντίθετη τοποθέτησιν δια το εν λόγω θέμα από εκείνην που πρέσβευε, δίδασκε και εφήρμοζε. Καθόσον έχει τεραστίαν διαφοράν το: "Λέει η καρδιά μου να πάρω το μαχαίρι να την κόψω...", δηλαδή, έχω την διάθεσιν, επιθυμώ, είμαι πρόθυμος, λαχταρώ -αν θέλετε- να πεθάνω χάριν των αδελφών μου, από το: "Παίρνω το μαχαίρι και την κόβω ", δηλαδή, αυτοκτονώ-αυτοθυσιάζομαι (***).
Και το μεν πρώτον ο μακαριστός Γέρων το θεωρούσε ως ύψιστον βαθμόν αγάπης, το δε δεύτερον ως ανεπίτρεπτον παρέμβασιν αντιστρατευομένην το δημιουργικόν έργον του Θεού. Γι' αυτό, το δεύτερον ουδέ καν διενοήθη να πράξη. Αντίθετα όλη η ζωή του, από νεότητος έως της κοιμήσεώς του, εχαρακτηρίζετο από το πρώτον - ως στρατιώτης, αντικαθιστώντας άλλους σε επικίνδυνες πολεμικές επιχειρήσεις ή διακινδυνεύοντας για να τους σώση από τα χέρια του εχθρού με ανθρωπίνως ελάχιστες πιθανότητες σωτηρίας· ως μοναχός, στραγγίζοντας και την τελευταία σταγόνα της αντοχής του, αρχικά δια της αιματηρής υπακοής του και στην συνέχεια παρηγορώντας και βοηθώντας πονεμένους· ως προσευχόμενος και εισακουόμενος και λαμβάνων ο ίδιος την ανίατον ασθένειαν του καρκίνου από πάσχοντα αδελφόν και, το ύψιστον πάντων, ως ποθών και ευχόμενος κατά Παύλον να κολασθή ο ίδιος «υπέρ των αδελφών του» (Βλ. Ρωμ. θ', 3). Ύστερα από τα -μακροσκελή ίσως, αλλά αναγκαία κατά τη γνώμη μας- εισαγωγικά αυτά, παραθέτομε αυθεντικήν μαρτυρίαν περί της σχετικής τοποθετήσεως του Γέροντος:
Ο σεβαστός αγιορείτης Ιερομόναχος και πνευματικός Γρηγόριος, εκ του στενοτάτου περιβάλλοντός του, ερώτησε τον πατέρα Παΐσιον για το θέμα των μεταμοσχεύσεων και τα συναφή με αυτό αναφυόμενα προβλήματα. Ο Γέροντας απαντώντας επέτρεψε μεν την μεταμόσχευσιν ενός εκ των διπλών οργάνων (****), αλλ' απέκλεισε κατηγορηματικώς την αφαίρεσιν και μεταμόσχευσιν οργάνων αναγκαίων δια την επιβίωσιν, σε οποιαδήποτε περίπτωσιν (*****), αφού δι' αυτής προξενείται η θανάτωσις του δότου. Χρησιμοποίησε μάλιστα δια κατοχύρωσιν της θέσεώς του τα ακόλουθα δύο επιχειρήματα: Πρώτον, ότι αποτελεί ανεπίτρεπτον παρέμβασιν αντιστρατευομένην το δημιουργικόν έργον του Θεού, από την μια θανατώνοντας τον δότη, και από την άλλην δημιουργώντας μας την έπαρσιν για την «ζωοποίησιν» του λήπτου. Και δεύτερον, ότι θα γίνει αιτία εφευρέσεως τρόπων να σκοτώνουν τους ασθενείς, για να τους πάρουν τα όργανά τους.
Θεωρούμε ότι ο μακαριστός Γέροντας με την ανωτέρω φωτισμένην και διορατικήν θέσιν του έδωσε σαφή απάντησιν προς όλους τους υποστηρικτάς των μεταμοσχεύσεων από «εγκεφαλικά νεκρούς». Καθ' όσον:
Ι. Θεωρεί και τον «εγκεφαλικά νεκρό» ως ζώντα (Εφ' όσον την κάθε περίπτωσιν αφαιρέσεως οργάνων αναγκαίων δι' επιβίωσιν την χαρακτηρίζει ως θανάτωσιν του δότου).
ΙΙ. Απαντά (δια του πρώτου επιχειρήματος) σε όσους -εξαναγκασμένοι από τις αντίθετες θεολογικές και ιατρικές θέσεις- «υπερέβησαν» δήθεν το πρόβλημα (αν, δηλαδή, ο «εγκεφαλικά νεκρός» είναι ζων ή νεκρός βιολογικά) -το οποίον και ονομάζουν δυτικό σχολαστικισμό (!)- και αντιπροβάλλουν την δήθεν «αγάπη» και «θυσία» του «εγκεφαλικά νεκρού» (οι οποίες όμως στην πραγματικότητα είναι και ασυνείδητες και ανύπαρκτες και μάλλον ταυτόσημες της ευθανασίας, και, κατά τον χαρακτηρισμόν του Γέροντος: "ανεπίτρεπτος παρέμβασις αντιστρατευομένη το δημιουργικόν έργον του Θεού").
ΙΙI. Προορά (δια του δευτέρου επιχειρήματος) ότι η πρακτική αυτή (των μεταμοσχεύσεων από «εγκεφαλικά νεκρούς») θα αποτελέσει κακήν αρχήν και αιτίαν εφευρέσεως και άλλων τρόπων να αφαιρούν την ζωήν των ανθρώπων, δια να λάβουν τα όργανά τους (π .χ. από ασθενείς που ευρίσκονται εις μόνιμον «φυτικήν» κατάστασιν, από ανεγκέφαλα νεογνά, δια της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας κ.ά.) Επίσης, θα θέλαμε ν' αναφέρωμε ότι ο Γέροντας επιπλέον θεωρούσε την «δωρεά» οργάνων μετά θάνατον και ως στερουμένην ουσιαστικής ηθικής αξίας. Έτσι, όταν υψηλόβαθμος δημόσιος ανήρ δήλωσε ως δωρητής οργάνων, ο π. Παΐσιος σχολίασε απαξιωτικώς το γεγονός. Τέλος, θα πρέπει να προστεθή ότι, συμφώνως προς μαρτυρίαν του ανωτέρω ιερομονάχου, και ο μακαριστός Γέρων Πορφύριος είχε την ιδίαν τοποθέτησιν επί του θέματος των μεταμοσχεύσεων με την του πατρός Παϊσίου.
Σημειώσεις:
(*) Έχομε φυσικά υπ' όψιν μας τον τόμον «Εκκλησία και μεταμοσχεύσεις», που εξεπόνησε η ειδική συνοδική επιτροπή επί της Βιοηθικής, αλλά, πέραν των αντιφάσεων που υπάρχουν σ' αυτόν, παρατηρείται πολλάκις και μία σαφής επιφυλακτικότης, διαφοροποίησις και ενίοτε και αντίθεσις προς τας βασικάς θέσεις της επιτροπής, επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων, τις οποίες και εδέχθη σε πρώτη φάσι -όχι όμως και ως τελικήν επίσημον θέσιν και εκκλησιαστική «άποψιν» και τοποθέτησιν- η Ιερά Σύνοδος (βλ. σ. 20 του αναφερθέντος τόμου) (στο εξής Ε.κ.Μ.). Νομίζομε ότι εκ των συμπεριλαμβανομένων εις τον τόμον κειμένων ιδιαιτέραν βαρύτητα έχει η εισήγησις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. κ. Ιεροθέου στην Ιερά Σύνοδον της Ιεραρχίας. Παρ' ότι αρχικώς ο Σεβασμιώτατος χαρακτήρισε το κείμενο της Επιτροπής ως «καταπληκτικό», στην συνέχεια φαίνεται τελείως το αντίθετο (Προσωπικώς εκτιμούμε ότι πρόκειται για μια τακτική του Σεβ., που εφήρμοσε και σε άλλες περιπτώσεις -λ.χ. στο ζήτημα της αναγνώσεως των Λειτουργικών ευχών εις επήκοον του λαού, στο ζήτημα της εκκλησιαστικής υποδοχής του πάπα στην χώρα μας κ.α.-, δια της οποίας με χαρακτηριστικήν ταπείνωσιν και ευγένειαν δηλώνει την αντίθεσίν του). Εκ της εισηγήσεώς του επισημαίνομε:
α') Προβληματίζεται ακόμη και γενικώτερα ως προς τις μεταμοσχεύσεις (όχι, δηλαδή, μόνον «των πτωματικών μοσχευμάτων») εξ αφορμής κυρίως των εξής:
(1) Μιας εμπειρίας ενός συγχρόνου θεουμένου ανθρώπου (Ε.κ.Μ., σ. 356). Εικάζομε από τα συμφραζόμενα ότι πρόκειται περί του μακαριστού γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ. Υπάρχει άλλωστε περί αυτού και η πληροφορία ότι είχε απεριφράστως δηλώσει: "Ούτε δίδω όργανα, ούτε παίρνω".
(2) Θεωρώντας ότι και "πολλοί σύγχρονοι άγιοι που έχουν ζωντανή κοινωνία με τον Χριστό" θα αντιμετώπιζαν ομοίως το θέμα (ενθ. αν.).
β') Οξύτερος καθίσταται ο προβληματισμός του στις περιπτώσεις «εγκεφαλικά νεκρών» δοτών:
(1) Υπογραμμίζει την "διάσταση μεταξύ των ιατρών γύρω από το θέμα πότε επέρχεται ο θάνατος" (Ε.κ.Μ., σ. 341)
(2) Σαφώς δέχεται ότι: "Και όταν μερικά όργανα κινούνται με υποστηρικτικές ενέργειες και τότε εξακολουθεί να ενεργή η ψυχή μέσα στον άνθρωπο, εφ' όσον ενεργεί σε άλλο υγιές σωματικό όργανο. Πάντως, όσο ο νους του ανθρώπου βρίσκεται, έστω και υπολειτουργούντων των οργάνων του σώματος, μέσα στο σώμα, μπορεί να μην λειτουργή η διανοητική λειτουργία, η μνήμη ή ίσως και η αίσθηση, αλλά εφ' όσον λειτουργεί η καρδιά, λειτουργεί η νοερά ενέργεια του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι τότε ο άνθρωπος μπορεί να μην έχη συνείδηση του περιβάλλοντος κόσμου, μπορεί να μη σκέπτεται, μπορεί να μην αισθάνεται ή ακόμη μπορεί αμυδρώς να αντιλαμβάνεται, αλλ' όμως υπάρχει η ψυχή και είναι δυνατόν να έχη κοινωνία με τον Θεό.Και βέβαια, εάν έχη συνηθίσει στην ζωή του να προσεύχεται, τότε η νοερά του ενέργεια βρίσκεται σε μεγάλη ένταση, δηλαδή ο άνθρωπος έχει αδιάλειπτη προσευχή" (Ε.κ.Μ., σ. 359)
(3) Θέτει μερικά καίρια ερωτήματα: "Πώς επεμβαίνουμε βίαια σε έναν άνθρωπο, του οποίου δεν λειτουργούν μερικές εγκεφαλικές λειτουργίες, αλλά επειδή λειτουργεί η καρδιά και υπάρχει ακόμη η ψυχή, ο άνθρωπος αισθάνεται;" (Ε.κ.Μ., σ. 361) "Μήπως τον βίαιο χωρισμό της ψυχής από το σώμα τον κάνουμε ακόμη βιαιότερο και επομένως μεγαλώνουμε τον πόνο της ψυχής, όταν λαμβάνουμε τα όργανα του σώματος, ενώ ακόμη ζη ο άνθρωπος;" (ενθ. αν.) "...μήπως στεκόμαστε λίγο ανάλγητοι απέναντι του ψυχορραγούντος και μήπως δεν σεβόμαστε τις πλέον συγκλονιστικές προσωπικές πλευρές της ζωής του;" (ενθ. αν.) 'Μήπως η υιοθέτηση σκληρών επιλογών, έστω για την παράταση της ζωής ενός άλλου ανθρώπου, εκλαμβάνεται ως βίαιη ενέργεια και μία ιδιότυπη «δολοφονία»;" (ενθ. αν.)
(4) Είναι κατηγορηματικός στο ότι: "Η Εκκλησία πρέπει να σταθή αρνητικά απέναντι σε περιπτώσεις που προϋποτίθεται η δια της αφαιρέσεως των οργάνων, θανάτωση των δοτών" (Ε.κ.Μ., σ. 364)
Πέραν όμως του Σεβασμιωτάτου, δεν δίδεται ο λόγος σε πλήθος οξέως διαφωνούντων, τόσον εκ του θεολογικού όσον και εκ του ιατρικού κόσμου. Εξ όσων ενθυμούμεθα από την μικράν ενασχόλησίν μας με το θέμα, αναφέρομεν εκ μεν των πρώτων τους: π. Θεόκλητον Διονυσιάτην, π. Στυλιανόν Καρπαθίου (ο οποίος μαρτυρεί και για την αρνητικήν τοποθέτησιν έναντι του εγκεφαλικού θανάτου του Σεβ. Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως -τότε και νυν Θεσσαλονίκης- κ. κ. Ανθίμου), π. Λουκά Τσιούτσικα, π. Κωνσταντίνον Στρατηγόπουλον, καθηγητήν κ. Ιωάννην Κορναράκην κ.α. Εκ δε των δευτέρων τους καθηγητάς ιατρικής κ. Κωνσταντίνον Καρακατσάνην και κ. Εμμανουήλ Παναγόπουλον, υποστηριζομένους από αρκετούς "εγκρίτους συναδέλφους τους, πανεπιστημιακούς διδασκάλους" (κατά την ομολογίαν του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ.κ. Χριστοδούλου).
(***) Νομίζομε ότι ακριβώς αυτό το σημείον δεν έχει προσεχθεί από όσους επικαλούνται παραδείγματα αγίων και αγιογραφικά χωρία δια να κατοχυρώσουν με αυτά την θέσι τους. Έτσι, τόσον η σφοδρά επιθυμία του Αββά Αγάθωνος να δώση το υγιές σώμα του και να λάβη σώμα λεπρού, όσον και η διάθεσις των Γαλατών να προσφέρουν τους οφθαλμούς των, αν ήταν δυνατόν, στον Απόστολο Παύλο -πέραν του ότι δεν πρόκειται δια θυσίαν ζωής, αλλά θυσίαν υγείας και μελών- παραμένουν επιθυμία και διάθεσις. Ομοίως παρωράθη ότι και σε όλα τα προβαλλόμενα χωρία -και στο θεωρούμενον από των επικαλουμένων αυτό ως ισχυρότατον και ακαταμάχητον: "οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι" (Α'. Ιωαν. γ', 16)- χρησιμοποιείται το ρήμα 'τίθημι' και όχι 'θύω'. Το οποίον μπορεί να ερμηνευθή ως: προσφέρω, διαθέτω, θέτω εις κίνδυνον χάριν του πλησίον την ζωή μου· την αναθέτω με θυσιαστική διάθεσιν στην βούλησιν και στα χέρια του Θεού (ο οποίος εν τη Πανσοφία Του μπορεί να δεχθή ή όχι την προσφορά μου, ή και εν τη Παντοδυναμία Του να θαυματουργήση σώζοντας αμφοτέρους), όχι όμως και ως: θυσιάζω τελεσιδίκως, σφετεριζόμενος την θείαν εξουσίαν και βάζοντας ο ίδιος τέρμα στην ζωήν μου. (Και αν σοφιστικά παρατηρηθή ότι και ο δότης δεν βάζει ο ίδιος τέλος στην ζωήν του, αλλά την θέτει στην διάθεσιν του ιατρού, θα απαντήσωμε ότι με το σόφισμα αυτό απλώς μετατίθενται οι ευθύνες, αλλά και συγχρόνως, όχι απλώς αμνηστεύεται ο ιατρός, αλλά και εξαναγκάζεται να γίνη θύτης.) Συμφώνως προς τα ανωτέρω και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ.κ. Χριστόδουλος ορθότατα προ ετών (1991, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος), σε ομιλίαν του καταχωρισμένην εις τον προαναφερθέντα τόμον (Ε.κ.Μ., σ. 233-250), εδέχετο ότι: "...β) Επιτρέπεται η αφαίρεση μόνον διδύμων οργάνων, ώστε να μη τεθή σε κίνδυνο η ζωή του δότη και εφ' όσον το απομένον όργανον είναι υγιές" (ενθ. αν., σ. 246), ουδέ καν υποψιαζόμενος (βλ. ιδίως το τελευταίο τμήμα της ομιλίας) τα σήμερον υποστηριζόμενα περί επιτρεπομένης και εξυμνουμένης δήθεν αυτοθυσίας-αυτοκτονίας (!).
(****) Υπάρχουν και άλλες 2-3 μαρτυρίες, κατά τις οποίες ο Γέροντας δεν εναντιώθη στην λήψιν ενός εκ των διπλών οργάνων (συγκεκριμένα: νεφρού και οφθαλμού) εκουσίως προσφερομένου από υγιή δότη.
(*****) Εννοείται, φυσικά, και στην περίπτωση των «εγκεφαλικά νεκρών». Ή μάλλον ακριβέστερον, η σχετική απαγόρευσις του Γέροντος (δια λήψιν οργάνων αναγκαίων προς επιβίωσιν) αφορούσε αποκλειστικά περιπτώσεις μεταμοσχεύσεων από «εγκεφαλικά νεκρούς» δότας· καθόσον η σήμερον υπό τίνων υποστηριζομένη δυνατότης προσφοράς τοιούτων οργάνων (αναγκαίων δι' επιβίωσιν) από υγιείς δότας (τουτέστιν η αυτοθυσία-αυτοκτονία των δοτών αυτών) ήτο προ15ετίας (ότε περίπου εγένετο η συζήτησις) αδιανόητος και υπ' ουδενός υποστηριζομένη, και συνεπώς η απαγόρευσίς της αυτονόητος. Ούτε, δηλαδή, τότε ήτο δυνατόν ο ερωτών ιερομόναχος να ερωτήση δι' από υγιείς δότας, λήψιν οργάνων αναγκαίων δι' επιβίωσιν, ούτε και ο Γέροντας να απαγορεύση κάτι που αυτονοήτως ήτο απηγορευμένον. Άρα η απαγόρευσις στο σημείον αυτό αφορούσε αποκλειστικά περιπτώσεις «εγκεφαλικά νεκρών» δοτών.
(Από το βιβλίο "Μαρτυρίες Προσκυνητών. Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης. 1924-1994", Εκδόσεις "ΑΓΙΟΤΟΚΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ", Επιμέλεια: Νικόλαος Δ. Ζουρνατζόγλου, Επισμηναγός Ε.Α., Κεφ. Δ': Μαρτυρίες Αγιορείτου Μοναχού Η., σελ. 121-126)