Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαΐου 05, 2011

Φωτορεπορτάζ από την εξόδιο του Θ. Βέγγου που τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος

Την εξόδιο ακολουθία του Θανάση Βέγγου τέλεσε στην Αγία Μαρίνα Θησείου πριν από λίγο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, συνοδευόμενος από τον Πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής Αρχιμ. Γαβριήλ Παπανικολάου.
Η εκκλησία από νωρίς κατακλίστηκε από πλήθος κόσμου,  μικρών παιδιών αλλά και μεγάλων ανθρώπων.
Άνθρωποι του θεάτρου, του πολιτισμού της τέχνης και των γραμμάτων καθώς και πολιτικοί, περίμεναν υπομονετικά στην ουρά για να πουν το τελευταίο αντίο στον μεγάλο ηθοποιό, τον δικό μας άνθρωπο.
Έναν άνθρωπο που προσέφερε ευχάριστες στιγμές και πολύ γέλιο σ’ όλο τον ελληνισμό, με τις ταινίες που εισχώρησε στα σπίτια σπάζοντας την μονοτονία.
Να σημειωθεί, ότι πάνω από δύο μισή ώρες άντεξε ο κόσμος μέσα στην κατάμεστη εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στους πρόποδες του Φιλοπάππου.
Δίπλα από την σορό δεν έφυγε στιγμή η χήρα γυναίκα του Ασημίνα Βέγγου.
Μετά το τέλος ο Αρχιεπίσκοπος χαιρέτησε την οικογένεια ασπαζόμενος την σορό του αειμνήστου Θανάση Βέγγου.
Τέλος να σημειώσουμε, ότι η οικογένεια εξέφρασε την επιθυμία να γίνει η ταφή σε στενό οικογενειακό κύκλο.





Μεσσηνίας "Η Εκκλησία δεν μπορεί να απορρίψει αυτό που διδάσκει"

Στο ραδιοφωνικό σταθμό "9,84" μίλησε σήμερα ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ο οποίος αναφέρθηκε στο φλέγον θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, απαντώντας στη δήλωση της κ. Ρεπούση, σε τι χρησιμεύει το μάθημα των Θρησκευτικών στο Λύκειο, τόνισε: «Εμείς στην Ιερά Σύνοδο εκφράσαμε, ότι η αναγκαιότητα του μαθήματος των θρησκευτικών είναι αυτή η οποία επιβάλλει την υποχρεωτικότητα του μαθήματος»
«Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ένα στοιχείο παροχής, μιας ολοκληρωμένης Παιδείας διαμόρφωσης μιας προσωπικότητας. Τα Θρησκευτικά δεν είναι μόνο στο γνωστικό επίπεδο που συμβάλουν, συμβάλουν και στο να διαμορφώσουν ένα πρότυπο ανθρώπου, ένα πρότυπο ζωής στα παιδιά τα οποία το διδάσκονται», πρόσθεσε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.
Εν συνεχεία, ανέφερε: «Κάτω από αυτό την προοπτική η Ιερά Σύνοδος θεωρεί, ότι το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να είναι υποχρεωτικό. Η Ιερά Σύνοδος γι΄ αυτό συμμετέχει σ΄ αυτό το διάλογο, και το τι θα κάνει το Υπουργείο Παιδείας και ποιες αποφάσεις τελικά θα υιοθετήσει είναι θέμα καθαρά του Υπουργείου, όχι όμως της Ιεράς Συνόδου».
Αναφερόμενος στο χαρακτήρα του μαθήματος ο κ. Χρυσόστομος, επεσήμανε ότι «ο χαρακτήρας του μαθήματος προσδιορίζεται, περιγράφεται από το αναλυτικό πρόγραμμα ενός μαθήματος. Αυτή την στιγμή δεν γίνεται συζήτηση γι΄ αυτό το θέμα, το Υπουργείο δεν ζητάει να πει ποια είναι η γνώμη της Εκκλησίας, στη διαμόρφωση ενός αναλυτικού προγράμματος για να καθοριστεί ο χαρακτήρας του μαθήματος».
«Εάν το μάθημα το πούμε Θρησκευτικά, το πούμε θρησκειολογία, το πούμε Θεός και κόσμος, το πούμε Διάλογος του Θεού με την κοινωνία και τον άνθρωπο, αυτός είναι ένας χαρακτηρισμός που μπορεί να εκφράσει μια μερίδα, ενώ μια άλλη μερίδα να μην την εκφράζει», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας.
Επίσης, υπογράμμισε, ότι «αυτό που έχει σημασία είναι, το πώς αυτό το μάθημα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο θα δομηθεί ως μάθημα Παιδείας».
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας απαντώντας στην ερώτηση, όσον αφορά τη σχέση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, μεταξύ άλλων τόνισε: «Ιστορικά δεν αμφισβητείτε τίποτα από αυτή τη σχέση, αλλά ρωτώ… Το σχολείο μένει σ΄ αυτό το επίπεδο; Το σχολείο είναι αυτό που θα διαμορφώσει Έλληνα και Ορθόδοξο η θέλει να φτιάξει ανθρώπινη προσωπικότητα;».
«Το ζητούμενο είναι εάν πιστεύουμε και η Εκκλησία πιστεύει, ότι αυτό που η ίδια διδάσκει και που είναι η Ορθόδοξη πίστη, είναι το κατεξοχήν και απόλυτο πρότυπο ολοκληρωμένου ανθρώπου», επεσήμανε ο κ. Χρυσόστομος.
Κλείνοντας, τόνισε: «Εάν το Υπουργείο Παιδείας θεωρεί, ότι η Ορθόδοξη πίστη δεν είναι αυτό, ας κάνει τις δικές του κινήσεις και αποφάσεις. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να απορρίψει, ούτε την πίστη της, ούτε αυτό το οποίο διδάσκει…»

O Αρχιεπίσκοπος θα ανακηρυχθεί Επίτιμος Δημότης Αγρινίου

Παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου θα εορτασθεί ο Πολιούχος του Αγρινίου Μεγαλομάρτυρας Άγιος Χριστόφορος.
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων ο Αρχιεπίσκοπος θα ανακηρυχθεί Επίτιμος Δημότης Αγρινίου τη Δευτέρα 12.00 μ.μ.
Οι εκδηλώσεις ξεκινούν από την Παρασκευή και θα κορυφωθούν την Δευτέρα με την πανηγυρική θεία Λειτουργία.
Την Κυριακή 8/05/2011 θα τελεστεί Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός στο Νέο Ιερό Ναό Αγίου Χριστοφόρου, χοροστατούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμου και συγχοροσταντούντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, Σιδηροκάστρου κ. Μακαρίου, Γλυφάδας κ. Παύλου και Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά.
Την επομένη Δευτέρα 9 Μαΐου 2011 θα τελεστεί Όρθρος και Θεία Λειτουργία στο νέο Ιερό Ναό Αγίου Χριστοφόρου, προεξάρχοντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμου.
Την ίδια μέρα στο Δημαρχείο Αγρινίου θα γίνει η τελετή ανακήρυξης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου ως Επιτίμου Δημότη Αγρινίου.
Τέλος το απόγευμα θα γίνει η λιτάνευση του Ιερού Λειψάνου και της Εικόνος του Αγίου Χριστοφόρου με τη συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερώνυμου και των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
κ. Ιερόθεου, Σιδηροκάστρου κ. Μακαρίου, Γλυφάδας κ. Παύλου και
Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά.

Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ & Ο ΠΙΣΤΟΣ











Σε μια πανελλαδική δημοσκόπηση της εταιρείας Κάπα Research που δημοσιεύθηκε σε γνωστή αθηναϊκή εφημερίδα την Κυριακή του Πάσχα οι ερωτηθέντες υποστήριξαν σε ποσοστό 42,5% ότι το Πάσχα αποτελεί γι’ αυτούς ευκαιρία επιστροφής στα παραδοσιακά ήθη και έθιμα, ενώ ένα ποσοστό 13,6% παραμένει μέχρι το τέλος στην αναστάσιμη θεία λειτουργία. Περίπου το 90% θεωρεί ότι το Πάσχα αποτελεί την γιορτή εκείνη μέσα από την οποία οι νεώτερες γενιές μαθαίνουν την παράδοση του ελληνισμού και αποκτούν συνείδηση της διαφορετικότητάς τους σε σχέση με άλλους λαούς. Παρότι τα ερωτήματα ήταν με τέτοια τρόπο διατυπωμένα, που ήθελαν να δείξουν ότι απουσιάζει το αληθινά πνευματικό βίωμα από τους Έλληνες και κυριαρχεί το συναισθηματικό και κοινωνικό, εντούτοις η απάντηση σε ποσοστό 33% (δηλαδή το 1/3 πανελλαδικά) των ερωτηθέντων ότι θέλουν σήμερα η Εκκλησία να επιτελέσει το πνευματικό της έργο, δηλαδή να συμπαρασταθεί στον άνθρωπο στις διάφορες στιγμές της ζωής του και να του δώσει ελπίδα, μαρτυρεί ότι από την κοινωνία μας δεν έχει χαθεί η προσδοκία για κάτι πιο ουσιαστικό στη σχέση της με την Εκκλησία, πέρα από την συμπαράσταση που ζητούνε οι πολλοί σε ζητήματα αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης.
Ωστόσο αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στη σύνδεση του Πάσχα με τα ήθη και τα έθιμα. Μέσα από την δημοσκόπηση επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ο τρόπος με τον οποίο οι ιδεολογικοί καθοδηγητές της κοινωνίας μας (πολιτικοί, διανοούμενοι, εφημερίδες) θέλουν να βλέπουν την πίστη και την Εκκλησία και την κύρια ιδέα που έχουν καταφέρει να περάσουν στους πολλούς (χωρίς να είναι άμοιρη ευθυνών η ποιμαίνουσα Εκκλησία, η οποία επαναπαύεται στο ότι υπάρχει αυτό το είδος της σχέσης με τους πολλούς). Η πίστη είναι φολκλόρ, λαογραφία, έθιμο, πολιτισμός. Υπάρχει για να διασώζει το παρελθόν, την παράδοση, να λειτουργεί ως ανάπαυλα μέσα στον κόπο της ζωής, ένα συστατικό στοιχείο που περνά από γενιά σε γενιά, χωρίς όμως να νοηματοδοτεί εσωτερικά τη ζωή του ανθρώπου. Κι αυτή η νοοτροπία περνά στους πολλούς μέσα από τον τύπο του επισκέπτη της εκκλησιαστικής ζωής.
Ο επισκέπτης είναι αυτός που απολαμβάνει την καλλιτεχνική και ιστορική αξία των ναών, βλέπει ακόμη και στα τελούμενα σ’ αυτούς τα κατάλοιπα του παρελθόντος (μουσική, ιερές ακολουθίες, ενδυμασία του κλήρου, λείψανα αγίων) και την σύνδεση με την περίοδο του Βυζαντίου. Ο επισκέπτης βλέπει την Εκκλησία και την πίστη ως αφορμή προσωρινής-έστω- γαλήνης, κατάνυξης, ηρεμίας, αφουγκράσματος του εαυτού του μέσα στην φασαρία και τους αγχωτικούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. Ο επισκέπτης βλέπει την παρουσία του στην Εκκλησία ως ευκαιρία προσωρινής λύτρωσης από τις ενοχές και τις αμαρτίες, αλλά και επιστροφής στην παιδική συναισθηματικότητα και αθωότητα. Γι’ αυτό και όταν κοινωνεί, ιδίως στις μεγάλες γιορτές, αναφωνεί από την καρδιά του «και του χρόνου» και αισθάνεται ότι «για το καλό» έκανε ό,τι έκανε. Ο επισκέπτης βρίσκει τη ευκαιρία να θυμηθεί ότι υπάρχει Θεός και ότι έστω και για λίγο μπορεί να αποκαταστήσει τη σχέση του μαζί Του, πριν ξαναγυρίσει στην καθημερινότητα της ζωής του.
Για τους πολλούς λοιπόν αυτή είναι η επικρατούσα νοοτροπία. Για την Εκκλησία όμως;
Η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να απορρίψει κανέναν. Ωστόσο, γι’ αυτήν δεν είναι ο επισκέπτης το ζητούμενο, αλλά ο πιστός. Και πιστός είναι αυτός που δεν αναζητεί απλώς τη γαλήνη, αλλά την απάντηση στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα της αγάπης και του θανάτου. Είναι αυτός ο οποίος δεν επισκέπτεται απλώς την εκκλησιαστική κοινότητα, αλλά γίνεται μέτοχός της. Αναζητεί και επιζητεί τη σχέση με το Πρόσωπο του Αναστημένου Θεανθρώπου, μία σχέση η οποία ελεεί και λυτρώνει όχι μαγικά και τελετουργικά, αλλά μέσα από την μετοχή στη ζωή, το σταυρό, το πάθος, την ταφή και την ανάσταση του Κυρίου. Αυτό βιώνεται πρώτα στο Βάπτισμα του ανθρώπου, στην τριπλή του κατάδυση στην κολυμβήθρα και επιβεβαιώνεται με τη μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Για να εισαχθεί ο άνθρωπος στο μυστήριο της πίστης η Εκκλησία χρησιμοποιεί κατεξοχήν δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η ανάμνηση των γεγονότων της ζωής του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, η αναπαράστασή τους, η περιγραφή και η εξύμνησή τους, όλα όσα συνδέονται με την εκκλησιαστική παράδοση. Ο δεύτερος έχει να κάνει ακριβώς με την μετοχή του πιστού στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, στην Θεία Ευχαριστία, που ξεκινά από την ανάμνηση και καθιστά τον Χριστό παρόντα στη ζωή του κόσμου και του ανθρώπου και τη σχέση μαζί Του σχέση ζωής. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν θα πάψει να διακηρύττει ότι γιορτή χωρίς Χριστό, χωρίς λειτουργία, χωρίς θεία κοινωνία δε δίνει πληρότητα. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι «εορτή αγίου, μίμησις αγίου» και ξεκινά τη γιορτή με την τέλεση της θείας λειτουργίας για να δείξει και να ζήσει το κυριότερο κοινό σημείο που καλείται ο κάθε άνθρωπος να έχει με τους αγίους: τη μετοχή στο Χριστό και τη σχέση με το Πρόσωπό Του. Μετά τη μετοχή στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού η Εκκλησία ευλογεί την έμπρακτη φανέρωση της καινής, της αναστημένης πλέον ζωής, που είναι η αγάπη για τον πλησίον, η χαρά, η ειρήνη, ακόμη και το υλικό τραπέζι.
Επομένως, για την Εκκλησία δεν αρκεί ο άνθρωπος να επιστρέφει στα ήθη και τα έθιμα ή να βλέπει συναισθηματικά τα γεγονότα της γιορτής. Το να παραμένει ο άνθρωπος επισκέπτης της γιορτής βολεύει την κρατούσα ιδεολογία, συνδέει την πίστη με τον μηχανισμό της αγοράς (οικονομία), γεννώντας και ταυτόχρονα ειρωνείες και κατηγορίες (λες και όσοι απορρίπτουν την υλική διάσταση της ζωής ζούνε μόνο για το πνεύμα, λες και ο άνθρωπος δεν αξιοποιεί και τον επιούσιο άρτο για να κάνει πράξη και το «ουκ επ’ άρτω μόνον», λες και η Εκκλησία απορρίπτει την ύλη- ας μην ξεχνάμε ότι ο Χριστός μετά την Ανάσταση, παρότι δεν το χρειαζόταν, θα φάει μαζί με τους μαθητές Του) και καθιστά την Εκκλησία ακίνδυνη για την κοινωνία. Και αυτό ακριβώς είναι που θέλει η κρατούσα ιδεολογία. Ίσως κι αυτό να υπηρετεί η ποιμαίνουσα Εκκλησία, στο βαθμό που περιορίζεται σε μια επιφανειακή θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου, στο βαθμό που επιλέγει να κρατήσει απλώς την παραδοσιακή της θέση, χωρίς περαιτέρω δυναμική και προοπτικές.
Υπάρχει η πίστη, η μετοχή, αυτή που κάνει το χριστιανό άνθρωπο που αγωνίζεται να ζήσει κατά Χριστόν, οικειοποιούμενος την ελπίδα της αναστάσεως να παλεύει στη ζωή του για αγάπη, χαρά, ισότητα, δικαιοσύνη, όχι με τα όπλα, αλλά με την καρδιά. Και έτσι γίνονται οι αλλαγές στη ζωή, εντός μας. Χρειάζεται λοιπόν η ποιμαίνουσα Εκκλησία να εργαστεί με εφευρετικότητα και δυναμισμό, να εμπνεύσει τους ανθρώπους να περάσουν από το στάδιο του επισκέπτη στο βίωμα του πιστού, κτίζοντας σχέση αληθινής μετοχής στο σώμα του Χριστού, ενώ και ο κάθε χριστιανός αξίζει να προσπαθήσει να βρει βαθύτερο νόημα στη ζωή της Εκκλησίας και όχι να αρκείται στην κατάνυξη και τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδος. Η κρίση δείχνει ότι χρειάζονται επαναπροσεγγίσεις. Και αυτό το 13,6 % που επιμένει να μένει μέχρι το τέλος στην αναστάσιμη λειτουργία και ίσως όλοι να κοινωνούν δείχνει ότι υπάρχει ένα πολύ δυναμικό λείμμα, το οποίο γεννά ελπίδα. Είναι στο χέρι των ποιμένων να μην απογοητεύσουμε αυτήν την μικρά ζύμη, η οποία μπορεί όλον το φύραμα να ζυμώσει!

ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΟΥΛΑΤΟ «ΗΛΙΟΝ ΦΩΣ»


 


ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΟΥΛΑΤΟ «ΗΛΙΟΝ ΦΩΣ»
 (20.4.2000)

Στην Επιτροπή απευθύνθηκε και ο αρχηγός της ομάδος «Ήλιον Φως» κ. Παναγιώτης Τουλάτος. 

Ο κ. Τουλάτος, αρχηγός της ομάδος «Ήλιον Φως», απέστειλε την από 1.3.99 επιστολή προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλον με την οποία δηλώνει ότι «ουδέποτε απομακρύνθηκα από τα δόγματα της Εκκλησίας μας» και ζητεί την «αποκατάστασή του στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας». 

Το αυτό εζήτησε εξωδίκως και με Δήλωση-Πρόσκληση (1.11. 99) και Δήλωση-Επιστολή (21.2.2000) για «άδικες και ανυπόστατες σε βάρος μου κατηγορίες ως ειδωλολάτρη και αιρετικό», και ζητεί την διαγραφή του ονόματός του από τον κατάλογο των ομάδων των ασυμβιβάστων προς την Ορθόδοξη Πίστη. 

Η Επιτροπή επί τη βάσει του βιβλίου του κ. Τουλάτου με τίτλο «Τα αρχεία της χαμένης γνώσης» και άλλων στοιχείων στη διάθεσή της, εθεώρησε «ανεπαρκή τα προσκομισθέντα νέα στοιχεία των εγγράφων του Παναγιώτη Τουλάτου» και δεν προέβη στον αποχαρακτηρισμό της ομάδος του ως ασυμβιβάστου με την Ορθόδοξη Πίστη. 

Ο κ. Τουλάτος υποστηρίζει ότι ο Γραμματεύς της Σ.Ε. επί των αιρέσεων π. Κυριακός Τσουρός, καταθέτοντας ως μάρτυρας κατά τις ανακρίσεις που έγιναν εναντίον του κ. Τουλάτου το 1996, κατηγορουμένου για προσηλυτισμό κατά συρροήν, είπε ότι «δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι εγώ ετέλεσα τις ως άνω αξιόποινες πράξεις». Επειδή τα λεγόμενα του κ. Τουλάτου είναι αναληθή, παρατίθεται το κείμενον της καταθέσεως του Γραμματέως της 'Επιτροπής προς άρσιν πάσης αμφιβολίας: 

«Εκ των στοιχείων που έχω, οι απόψεις τις οποίες εκφράζει στα άτομα που τον επισκέπτονται στο σπίτι του, είτε στις συνάξεις που πραγματοποιεί στο σπίτι του, πάντα εκ μέρους της Εκκλησίας, θεωρούνται ασυμβίβαστες με την Ορθόδοξη πίστη και ότι παραπλανούν το όποιο ακροατήριό του. Παραδείγματος χάριν, κηρύσσει την μετενσάρκωση, η οποία είναι εντελώς ασυμβίβαστη προς τις δοξασίες της Εκκλησίας μας, συνδυάζει αποκρυφιστικά στοιχεία και Ερμητικά κείμενα με προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης και άλλα. Οι ακροατές του έχοντας προφανώς άγνοια των λεπτομερειών της θρησκείας μας, ακούγοντας τον άνθρωπο αυτό να λέει προφανώς με ευφράδεια τα όσα τους λέει, τον θαυμάζουν με αποτέλεσμα να συχνάζουν στο σπίτι του και να ακούν τα κηρύγματά του και ανύποπτα αποδέχονται τις απόψεις αυτές που επαναλαμβάνω είναι ασυμβίβαστες με την ορθόδοξη πίστη. Τα ανωτέρω εκτεθέντα είναι φανερό ότι δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν την έννοια του προσηλυτισμού από νομικής τουλάχιστον πλευράς, καθόσον ελλείπουν τα στοιχεία που μου λέτε δηλαδή το στοιχείο του εξαναγκασμού, της μετά φορτικότητος μεταδόσεως των απόψεων και δοξασιών του καθόσον δεν υπάρχουν στοιχεία για αυτά τα πράγματα και δεν μπορούν να αποδειχθούν. Η Εκκλησία απλώς έχει υπόψη την περίπτωσή του και εκλαμβάνει το άτομο αυτό ως μη απηχούν στις ορθόδοξες διδασκαλίες». 


ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ  

ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ και... «ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ» (εκτός και εντός εισαγωγικών)



ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ και... «ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ»
(εκτός και εντός εισαγωγικών)
 


του Αθανασίου Β. Αβραμίδη,
Καρδιολόγου Καθηγητού Παθολογίας τoυ Πανεπιστημίου Αθηνών


      Άλλοτε η ευθανασία είχε την έννοια του καλού, του έντιμου, του ευτυχισμένου θανάτου, ή του ήρεμου, του αιφνίδιου χωρίς αγωνία και πόνους θανάτου, ή του ένδοξου, π.χ. για την Πατρίδα ή για την Πίστη, με την έννοια της θυσίας. Αυτή την έννοια γνώριζε ο κόσμος, με το «εύ-καλώς θνήσκειν», ως ευθανασία.
Αυτή είναι η χωρίς εισαγωγικά ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ!
Σήμερα, η λέξη ευθανασία σημαίνει κάτι το διαφορετικό. Ο Francis Bacon, (1561-1626) μετέφερε την ελληνική λέξη ευθανασία στην αγγλική γλώσσα (Euthanasia) με τη σημασία της «επισπεύσεως του θανάτου, για να τεθεί τέρμα σε μια ζωή γεμάτη πόνο και ταλαιπωρίες».

Ως «ευθανασία» νοείται σήμερα: «η ηθελημένη θανάτωση ανιάτου, με τη συναίνεσή του ή χωρίς αυτήν, προς ανακούφιση ή απολύτρωσή του από την επιθανάτια οδυνηρή αγωνία, από αφόρητους πόνου που τα υπάρχοντα θεραπευτικά μέσα αδυνατούν να καταπραϋνουν». Με άλλα λόγια, πρόκειται για «μέθοδο προκλήσεως του θανάτου για κάποιους λόγους».

Αυτή είναι η εντός εισαγωγικών ευθανασία!
Η «ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ»
(Η εντός εισαγωγικών)
Η «ευθανασία» προσφέρεται ή παρέχεται και τότε λέγεται «ενεργητική». Όταν όμως είναι αποτέλεσμα παραλείψεως ή αποσύρσεως θεραπευτικών προσπαθειών χαρακτηρίζεται ως «παθητική». Σ’αυτήν ο άνθρωπος αφήνεται να πεθάνει.

Το ποιός και πως παίρνει την απόφαση, είναι ένα μεγάλο θέμα, τα δημιουργούμενα δε προβλήματα δυσεπίλυτα. 

Οι περιπλοκές αναδεικνύονται από την παράθεση των ειδών αυτής της «ευθανασίας»:

Η ενεργητική ευθανασία

Διακρίνεται σε: α) εκούσια και β) ακούσια, Την εκούσια τη ζητά ο ίδιος ο άρρωστος. Την ακούσια όχι. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για εσκεμμένη ή προμελετημένη ενέργεια τερματισμού της ζωής ενός προσώπου.

Α. Την εκούσια την εφαρμόζει αυτός που θέλει να θέσει τέρμα στη ζωή του, μόνος του ή με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται περί «ευθανασίας δι’αυτοκτονίας». Στη δεύτερη πρόκειται για πράξη «συμμετοχής σε αυτοκτονία».

Η εκούσια ευθανασία εκτελείται με τη λήψη από τον ίδιο ή τη χορήγηση από κάποιον άλλο, μιας κάποιας ουσίας σε δόση τέτοια ώστε «να επιφέρει τον θάνατο γρήγορα και χωρίς ταλαιπωρίες. (6) Η προσφορά όμως τέτοιας «βοήθειας», ως πράξη «συμμετοχής σε αυτοκτονία», τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 300, 301 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.) με βαριές ποινές, ως «φόνος εκ προμελέτης».

Εκτελείται η ενεργητική εκούσια ευθανασία και με συσκευή παροχής δηλητηριώδους ουσίας, το «κουμπί» της οποίας πατά... (ή τη «στρόφιγγα» χειρίζεται) ... «ο αυτόχειρ».

Στην εκούσια ενεργητική ευθανασία υπάγεται και η: Η θελημένη ευθανασία για ψυχολογικούς ή ψυχιατρικούς λόγους. Ακόμα και για κατάθλιψη. Η κατάθλιψη, βεβαίως, - όπως και πλήθος από ψυχιατρικά νοσήματα- είναι θεραπεύσιμη. 

Ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία οδηγούν σε «απόγνωση», προκύπτουν σε πλήθος κόσμου κάθε μέρα. Και σε όλους μας, που κάποια στιγμή μπορεί να είπαμε ότι... «δεν τη θέλουμε την τέτοια ζωή». Όμως, «πέρασε» η στιγμή εκείνη και πολλές άλλες. Ενώ η «απόγνωση» δεν αποτελεί «καλό σύμβουλο» για μιά «τόσο σοβαρή απόφαση». Τα παραδείγματα, είναι άπειρα! Κάποιοι ακόμη, αυτοκτονούν με τη σκέψη ότι «προσφέρουν στον στον εαυτό τους ευθανασία» διότι φοβούνται ή νομίζουν ότι... «πάσχουν από ανίατη και βασανιστική, κατά τα επόμενα στάδιά της, ασθένεια». Με την... «για ψυχολογικούς ή ψυχιατρικούς λόγους ευθανασία», όμως, δημιουργούνται και «πολλά επικίνδυνα μονοπάτια».


Β. Στην ακούσια ενεργητική ευθανασία ο θάνατος «προσφέρεται από συγγενή ή φίλο ή από γιατρό» σε κάποιον, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του, ή σε περίοδο που δεν μπορεί ένα τέτοιο πρόσωπο να εκφράσει ή να διτυπώσει αντίθετη επιθυμία. Κατά τον νόμο, πρόκειται για «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» και τιμωρείται δια της ποινής του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης, κατά το άρθρο 299 του Π.Κ.

Η παθητική ευθανασία

Η «ευθανασία» η οποία χαρακτηρίζεται ως «παθητική» εκτελείται με «παραλείψεις» ή «απόσυρση» θεραπευτικών φροντίδων ή προσπαθειών με φάρμακα ή μηχανήματα υποστηρίξεως βασικών λειτουργιών της ζωής.

Τα προβλήματα γύρω από το ποιός και πως αποφασίζει είται τεράστια και πολλές φορές αξεπέραστα.

Τύποι παθητικής ευθανασίας

Είναι: α) δια της μη ανανήψεως, β) η «εθελοντική ευθανασία» (Living Will) και, γ) η εφαρμοζόμενη στις Μονάδες Εντατικής θεραπείας (Μ.Ε.Θ.).

Είναι όμως ο άρρωστος, και μάλιστα στις συνθήκες υπό τις οποίες εισάγεται στο Νοσοκομείο, επαρκώς και καταλλήλως ενημερωμένος, ώστε να γνωρίζει επακριβώς περί τίνος πρόκειται; Είναι τόσο νηφάλιος ή ανεπηρέαστος από τους φόβους του εξαιτίας αυτού από το οποίο πάσχει ή νομίζει ότι πάσχει; Ή μήπως υπογράφει χωρίς καν να ρίξει μια ματιά σ’αυτά που βάζει την υπογραφή του, επειγόμενος μάλιστα να βρεθεί μιά ώρα γρηγορότερα στο κρεβάτι του, δια την ιατρική βοήθεια από την οποία τόσα προσδοκά;

Ευθανασία του τύπου Living Will, ή Εθελοντική με «Συμβόλαιο ή Διαθήκη Θανάτου».

Με τη διαδικασία που τηρείται σε μια «συμβολαιογραφική πράξη», ενώπιον μαρτύρων. Στο έγγραφο αυτό περιγράφονται οι όροι και οι προϋποθέσεις, με τα οποία εκχωρεί το δικαίωμα να διακοπεί η θεραπεία και η μέσω αυτής διατήρησή του στη ζωή, την οποία δεν επιθυμεί, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στο «συμβόλαιο».

Η εφαρμοζόμενη ευθανασία στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας

Στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) υπάρχουν οι εκ της πείρας «οδηγίες» και για το «άκαρπο» της συνεχίσεως των προσπαθειών περαιτέρω στηρίξεως μιάς ζωής, οπότε αποσύρονται η μία μετά την άλλη, ή άλλες δεν εφαρμόζονται κάν. Όπως όμως αποδεικνύεται από ευρύτατη ανασκόπηση της Παγκόσμιας Βιβλιογραφίας επί του τι τηρείται στις Μ.Ε.Θ., οι περισσότεροι «εντατικοθεραπευτές» αποφασίζουν και πέρα από τις οποιεσδήποτε «επιθυμίες», είτε του αρρώστου που εκφράστηκε από πρίν, είτε συγγενών ή φίλων, επιτρόπων ή πληρεξουσίων ή τοποτηρητών, αφού συνεκτιμήσουν μαζί μ’αυτά και πολλά άλλα. Απεδείχθη δε ότι, κάποιες περιπτώσεις από τις θεωρούμενες ως «μοιραίας εκβάσεως», αποκατεστάθησαν πλήρως στη ζωή. 

Δυσθανασία

Είναι ένας νέος όρος, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι προσπάθειες παρατάσεως της ζωής ενός αρρώστου με υπερβολικές, δύσκολες και δαπανηρές φροντίδες, δυσανάλογες σε απόδοση προς το επιδιωκόμενο ή δυνάμενο να επιτευχθεί αποτέλεσμα.. Η «δυσθανασία» γίνεται σεβαστή (είτε αυτή είναι η επιθυμία του αρρώστου είτε εκφράζεται από συγγενείες ή φίλους) για να προλάβουν, π.χ., ζωντανό τον άνθρωπό τους κάποιοι συγγενείς, που πρόκειται να φθάσουν από μακριά και χρειάζονται κάποιες ώρες γι’αυτό. Ή για να τακτοποιηθούν και κάποιες «εκκρεμότητες». Ενδέχεται όμως κάποιοι «τρίτοι» να χρησιμοποιούν τον γιατρό με το «καθήκον του ακόμη και στη δυσθανασία»,... προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων, κάνοντας έτσι ακόμη πιό δύσκολο το ρόλο του γιατρού.

Ορθοθανασία

Χαρακτηρίζεται έτσι η μη προσφορά υπερβολικών φροντίδων, μεγαλυτέρας δηλαδή εκτάσεως από εκείνην η οποία είναι συμβατή με την κατάσταση του ατόμου, το οποίο πάσχει από ανίατη αρρώστια. Και αφήνεται να σβήσει ήρεμα με τη φυσική επέλευση του θανάτου, εφ’ όσον ο ίδιος ο ασθενής το επιθυμεί και εφ’ όσον ο θάνατος είναι ένα αναμενόμενο φυσικό γεγονός.

Επιταχυθανασία

Ονομάζεται έτσι η σκόπιμη επιτάχυνση των βιολογικών διαδικασιών του θανάτου σε περιπτώσεις αναπότρεπτης επελέυσεώς του και της ως εκ τούτου απωλείας των προϋποθέσεων για ένα «εύ ζήν». Η τέτοια ευθανασία, με την οποία όμως τίθεται τέρμα στη ζωή κάποιου «πριν την ώρα του», επισύρει και τις ποινές του άρθρου 299 του Π.Κ. περί «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως». 

Ποιός όμως μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος για το αναπότρεπτο της επελεύσεως του θανάτου; ή και πως ακόμη και για την οριστική απώλεια των προϋποθέσεων του «εύ ζήν» κάποιου άλλου;

Ευγονική ευθανασία

Πρόκεται για την «ευθανασία» σε παιδιά που γεννήθηκαν ή θα γεννηθούν με ατέλειες, σωματικές ανωμαλίες, χρωματοσωματικές ανωμαλίες, ανεγκέφαλα ή με μογγολοειδή ιδιωτία (σύνδρομο Down), με δισχιδή ράχη που η επιβίωσή τους είναι βραχεία, ή άλλες σωματικές δυσπλασίες. Πολλά δε από αυτά μπορούν να διαγνωσθούν και πριν από τον τοκετό με τα σημερινά τεχνολογικά μέσα, και να οδηγήσουν σε διακοή μιας κυήσεως «ανεπιθύμητης».

Πολλά από τα τέτοια νεογνά παρουσιάζουν ανωμαλίες ασυμβίβαστες με τη ζωή για περισσότερο από ένα βραχύ «χρόνο επιβίωσης». Άλλα, για να επιβιώσουν χρειάζονται σειρά από επανορθωτικές χειρουργικές επεμβάσεις, βαριές, επίπονες και πολυέξοδες. Αφιέμενα τα τέτοια παιδιά «εις εαυτά» συνήθως αποθνήσκουν σε σχετικώς βραχύ χρονικό διάστημα.

Το θέμα βεβαίως της διακοπής της κυήσεως ακόμη και όταν υπάρχουν ιατρικές ενδείξεις, δεν είναι μόνον πρόβλημα ευγονικής, ούτε κάν απλώς βιοηθικής. Αλλά και κοινωνικής, και οικονομικής, και ψυχολογικής, και νομικής, και θρησκευτικής ή πνευματικής φύσεως, και άλλα. Τα προβλήματα και τα διλήμματα είναι πολλά. Και όχι πάντοτε εύκολα προς λύση.

Κοινωνική ευθανασία

Χαρακτηριστική περίπτωση «κοινωνικής ευθανασίας» είναι η «γεροντοκτονία» στην αρχαία Κέα, το νησί γνωστό μας ως Τζιά. Με την αντίληψη ότι, όποιος δεν μπορεί να ζει καλά και να απολαμβάνει τη ζωή δεν θα έπρεπε να συνεχίσει να ζεί, όσοι ξεπερνούσαν τα εξήντα όφειλαν, να πιούν το κώνειο, για να πεθάνουν. Οι Κάσπιοι, τους γονείς τους, όταν έφθαναν τα εβδομήντα, τους εγκατέλειπαν κάπου χωρίς τροφή, για να πεθάνουν μιά ώρα γρηγορότερα. Ανάλογα οι Μασαγέτες, οι Έρουλοι, οι Βακτριανοί. Η δοκιμασία του «κοκκοφοίνικα» είναι τρόπος εκτελέσεως εκείνων, οι οποίοι δεν είναι ικανοί να ζούν, άρα «μη χρήσιμοι για την κοινωνία». Τους ανάγκαζαν δηλαδή να αναρριχηθούν σ’ένα κοκκοφοίνικα και, όσοι έπεφταν και σκοτώνονταν, αυτοί λοιπόν και δεν θα άξιζε να ζήσουν.

Κοινωνική και όχι ευγονική θα πρέπει να χαρακτηρισθεί και η θανάτωση από τους Ναζί, ύστερα από απόφαση της Εθνικοσοσιαλιστικής Κυβερνήσεως της Γερμανίας, των 80.000 Γερμανών που έπασχαν από «αθεράπευτες ασθένειες» (εφαρμογή της φιλοσοφίας του Νίτσε). Όπως και των 6 εκατομμυρίων Εβραίων τους οποίους, αφού τους κατέστησαν «άχρηστους» για δουλειά με τις ανυπόφορες συνθήκες σκληρής καταναγκαστικής εργασίας, τους θανάτωναν στους θαλάμους αερίων, εξαφανίζοντας τα πτώματά τους στα διάφορα κρεματόρια.

Η δήθεν «ευγονική» αυτή «τύπου Νίτσε» κοινωνική ευθανασία, εφαρμόστηκε ευρέως (όπως αποκαλύφθηκε τελευταίως δια πληθώρας δημοσιευμάτων) και από πολλά άλλα κράτη, είτε προς εξόντωση ανεπιθύμητων ομάδων ανθρώπων, είτε για την «κοινωνική» ή «φυλετική» ή την «εθνική καθαρότητα». Όπως: Σουηδία, Αυστρία, Δανία, Η.Π.Α., Βέλγιο, Τσεχοσλοβακία, Ιαπωνία, Ελβετία... Και κυρίως με την μέθοδο της στειρώσεως... «για να περιορισθούν οι δαπάνες»... σε ένα Κράτος Πρόνοιας(;) Ή, για να διατηρηθεί «καθαρή η φυλή» από τους: «διανοητικώς ανάπηρους ή καθυστερημένους, ανεπιθύμητους, τσιγγάνους, φτωχούς, αλκοολικούς, εγκληματίες, γυναίκες ελευθερίων ηθών ή σεξουαλικώς διεστραμμένους»... και διάφορα άλλα προσχήματα. Οι αριθμοί τέτοιων περιπτώσεων ανά χώρα, έφθαναν από 11.000 μέχρι 60.000 ανθρώπους ή και περισσότερο!

Περί την κοινωνική ευθανασία διακυβεύονται και τεράστια συμφέροντα φύσεως οικονομικής, όπως Ασφαλιστικών Εταιρειών, Ταμείων Υγείας, Κρατικών Οργανισμών και άλλων. Υπολογίζεται δε ότι, το 20% των δαπανών για την Υγεία στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξοδεύονται για τις τελευταίες ώρες ζωής των ασθενών. Ότι, το κρεβάτι του ετοιμοθάνατου έχει κόστος δαπανών 4 φορές μεγαλύτερο από το κανονικό. Ενώ, «τα χρήματα δεν επαρκούν για όλους». Οπότε, πλέον η ζωή του ανθρώπου με την «ευθανασία» καταλήγει σε... «λογιστική πράξη».

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την «ποιότητα της ζωής» ως στοιχείου εκτιμήσεως για την απόφαση εφαρμογής «ευθανασίας», χρησιμοποιώντας την εις βάρος της διάρκειας της ζωής των ηλικιωμένων, των με μόνιμη αναπηρία κ.α. Η οποία πάει σιγά-σιγά να αντικαταστήσει την αντίληψη περί της «ιερότητας» της ζωής. Όμως, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να «φθείρει» τη ζωή του ανθρώπου (Α΄ Κορ.3,17) με οποιοδήποτε τρόπο, όποια και αν είναι, εφ’όσον δεν του ανήκει και επειδή η κάθε ζωή έχει άπειρη αξία. (Μάρκ.8,36), «ακόμη και όταν φαίνεται ότι δεν αξίζει τίποτε».

Η Ελληνική Νομοθεσία, πάντως, δεν συγχωρεί ούτε την «ευγονική» ούτε την «κοινωνική» ευθανασία.
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
(Είναι η χωρίς εισαγωγικά ευθανασία)

Για τη Χριστιανική θρησκεία και την Εκκλησία, ο θάνατος, εκτός από βιολογικό φαινόμενο, είναι και ένα πολυσύνθετο γεγονός με μεταφυσικές προεκτάσεις. Θεωρεί δε η Εκκλησία «όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον». Και παραδίδει το σώμα στη φθορά, λέγοντας προς «τον νεκρόν του κοιμηθέντος» …»χους ει και εις χουν απελεύσει»« παρακαλώντας δε τον Θεό: «και το μεν σώμα αυτού εις τα εξ ων συνετέθη διάλυσον, την δε ψυχήν εν σκηναίς δικαίων τάξαι, εν κόλποις Αβραάμ αναπαύσαι και μετά δικαίων συναριθμήσαι», και… «μετά των αγίων ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου Σου», όπως τόσο συχνά ακούμε στη Νεκρώσιμη Ακολουθία. 

Η ψυχή, είναι οντότητα ανεξάρτητη του εγκεφάλου ενυπάρχουσα «εξ άκρας συλλήψεως», του οποίου η καταστροφή δεν επηρεάζει την ύπαρξή της και τις λειτουργίες της στα άλλα όργανα, που τώρα απλώς δεν γίνονται αντιληπτές λόγω της βλάβης ή καταστροφής του οργάνου εκφράσεώς της. Με τον θάνατο δε, «ως η γέφυρα η μετάγουσα εκ της κάτω ζωής εις την άνω», περνά στην αιώνια ζωή, όπου εξακολουθεί να ζει με διαφορετικό πλέον τρόπο, αφού έχει χωρισθεί από το σώμα. Με μία δε απλούστερη διατύπωση, είναι ωσάν με το θάνατο ως από μια «σκάλα», να περνά η ψυχή από το κάτω πάτωμα (της εδώ ζωής) στο επάνω πάτωμα (της άλλης ζωής), της αιωνίας.

Αυτά μας διδάσκει η Εκκλησία, η οποία στέκεται με σεβασμό μπροστά στον άνθρωπο που «ξεψυχά». Κατά την Εκκλησία, ο άνθρωπος διατηρεί επαφή και επικοινωνία με τα πνεύματα, με τις εσωτερικές μυστικές πνευματικές δυνάμεις της ψυχής, οι οποίες όμως δεν μπορούν να εκδηλωθούν προς τα «έξω» κατά τον κλινικό «εγκεφαλικό θάνατο», λόγω βλάβης του εγκεφάλου ως του οργάνου εκφράσεώς τους. Και με τις τέτοιες δυνάμεις αντιδρά στα ερεθίσματα που δέχεται από αυτές« και συμμετέχει στα δρώμενα των στιγμών αυτών που , για τους λόγους αυτούς, θεωρούνται ιερές.

Η ζωή, για την Εκκλησία είναι δώρον Θεού στον άνθρωπο, έχει απόλυτη αξία, άρα είναι αναντικατάστατη, και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή κανενός, ούτε τη δική του (αυτοκτονία) ούτε του άλλου (φόνος). Και η πράξη της ευθανασίας, είτε ενεργητικής, είτε παθητικής, αποτελεί φόνον.

Ενδιαφέρεται, βεβαίως, και πράγματι η Εκκλησία για έναν «αξιοπρεπή θάνατο». Όμως, με πολύ διαφορετική έννοια από εκείνη της ούτω πως… «λεγομένης ευθανασίας».

Η Χριστιανική Ευθανασία και ο Γιατρός

Η Εκκλησία δέχεται και το γιατρό στο έργο της… Όχι δε μόνον διότι και το γιατρό ο Θεός τον εδημιούργησε, αλλά και διότι έχει να εκπληρώσει μία αποστολή. Προστάζει δε δια της Σοφίας Σειράχ (Κεφ. 38): «… και ιατρώ δος τόπον, και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος, και μη αποστήτω σου, και γαρ αυτού χρεία, και εν χερσίν αυτού ευωδία…». Δηλαδή λέγει: παραχώρησε στο γιατρό τη θέση που του πρέπει για να εργασθεί, μην τον αφήσεις να σου φύγει διότι σου χρειάζεται και από τα χέρια του, με τις προσπάθειές του και την ορθή καθοδήγησή του, θα προκύψει το καλό αποτέλεσμα για την αποκατάσταση της υγείας σου.

Ευλογεί δε η Εκκλησία και ενθαρρύνει τις προσπάθειες του γιατρού στην υπηρεσία της ζωής. Και ως ευθανασία δέχεται εκείνη για την οποία εύχεται … «ειρηνικά τα τέλη της ζωής, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και καλήν απολογίαν…»« …δεχόμενη μάλιστα και ότι «κρείσσων θάνατος υπέρ ζωήν πικράν και ανάπαυσις αιώνιος ή αρρώστημα έμμονον» (Σοφ. Σειρ. 30, 17).

Ο γιατρός συμβάλλει στην τέτοια ευθανασία όταν εργάζεται για την καταπράυνση των πόνων, την ανακούφιση από τα ενοχλήματα, την καθησύχαση της αγωνίας, την υποβοήθηση προς καλύτερη ανοχή των ταλαιπωριών, ώστε να ζει ο άνθρωπος μέχρι τέλους με αξιοπρέπεια, μέχρι και τις εσχατότατες στιγμές της ζωής του. Με τη συντρόφευση και την ηθική συμπαράσταση, σε συνεργασία με το οικογενειακό του περιβάλλον, με πορεία δίπλα του στον ίδιο με εκείνον βηματισμό, ακρόαση στους φόβους και σιωπή στις εκρήξεις του« … ψελλίζοντας – αν μπορεί- και δύο λόγια προσευχής, αφού η τέτοια συμπαράσταση επεκτείνεται και στον ψυχικό κόσμο του αρρώστου και μάλιστα σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή με λεπτούς κλυδωνισμούς της ψυχής, μέχρι να περάσει στην… «αντίπερα όχθη»« μέχρι δηλαδή να «ξεψυχήσει» ο άνθρωπος και να πάρει η ψυχή του το δρόμο για το χώρο στον οποίο ανήκει, … στην αγκαλιά του Θεού.

Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ξεψυχήσει έτσι, με μια γλυκιά έκφραση ηρεμίας στο πρόσωπο, μέχρι και απέραντης γαλήνης, ακόμη και μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα!… Αυτή είναι η Χριστιανική Ευθανασία… προς την οποία συμπλέει έτσι και ο γιατρός.

Η τέτοια συμπαράσταση του γιατρού φέρνει και άλλα αποτελέσματα. Είναι εκπληκτικό το πόσοι από αυτούς που «έφτασαν μέχρι τον «τάφο» αλλά δεν πέθαναν, βγήκαν τελικά … «κερδισμένοι» από την ταλαιπωρία τους« διότι ρύθμισαν προβλήματα που τους «έτρωγαν», και διαταραγμένες σχέσεις με οικείους τους« ή ανακάλυψαν ότι «έχει τόσα πολλά και ωραία ακόμη, να τους προσφέρει η ζωή, που μέχρι τώρα τους ήσαν άγνωστα και που αν τα ήξεραν κανείς δεν θα ήθελε να πεθάνει». Και ευγνωμονούν την αρρώστια που τους «άλλαξε» ως ανθρώπους, τους ωρίμασε πνευματικά και αναθεώρησαν τη στάση τους στη ζωή, αφού η δοκιμασία τους έδωσε τη δυνατότητα της ψυχικής «κάθαρσης» και τους «έφερε πιο κοντά στο Θεό».
ΧΡΗΣΙΜΑ ΣΧΟΛΙΑ

«Η επίμονη απαίτηση του πάσχοντος» για «ευθανασία» είναι επισφαλής. Διότι, η απόφαση ή η συγκατάθεσή του να πεθάνει «ανώδυνα» δεν είναι πάντοτε προϊόν υγιούς λογικής σκέψης και ελεύθερης εκλογής της αποφάσεως. «Η ανίατη και επώδυνη ασθένεια» επιδρά επί της πνευματικής λειτουργίας του ασθενούς. Είναι σχεδόν αδύνατο το να έχει τη διαύγεια της σκέψης ή την ορθή κρίση, την οποία είχε πριν ασθενήσει.

Το «χωρίς ελπίδα», ποιος θα το κρίνει; Και ποιος θα πάρει την απόφαση; Ενώ θα τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: «μήπως πρόκειται και για τραγικό λάθος»; Αυτό δε διότι υπάρχουν περιπτώσεις που ενώ χαρακτηρίσθηκαν «χωρίς ελπίδα», αποκαταστάθηκαν σε μία τελείως κανονική ζωή!

Ο άρρωστος, ακόμη και μέσα στον πιο ανυπόφορο πόνο του, πάντα ελπίζει. Σήμερα μάλιστα περισσότερο, διότι δεν υπάρχει σωματικός πόνος ο οποίος να μη μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο, με πολλούς και διαφόρους τρόπους.

Η ιατρική σε όλες τις περιστάσεις υπηρετεί το συνεχή σεβασμό της ζωής, της ηθικής αυτονομίας και της επιλογής του αρρώστου. Ωστόσο, ο γιατρός μπορεί σε περίπτωση αθεράπευτης και μοιραίας ασθένειας να περιορισθεί στην απάλυνση του πόνου, χορηγώντας στον άρρωστο τις κατάλληλες θεραπείες και εξασφαλίζοντάς του, όσο είναι δυνατόν, την ποιότητα μιας ζωής που σβήνει. Είναι επιτακτικό καθήκον να συνδράμει τον ετοιμοθάνατο μέχρι το τέλος, ενεργώντας με τρόπο που να επιτρέπει στον ασθενή τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς του.

«Η έννοια του ανιάτου δεν στοιχειοθετεί δίκαιο για το γιατρό, ώστε να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του» επειδή ο γιατρός ως το τέλος πρέπει να παραμένει αταλάντευτα πιστός στον όρκο του». Κανένας δεν δικαιούται να προωθεί διαδικασίες ευθανασίας, όταν υπάρχει και η ελπίδα, από τη μία στιγμή στην άλλη, η επιστήμη να μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικότερα για τη ζωή του κάθε ανθρώπου. Απόδειξη είναι η επινόηση της καρδιοαναπνευστικής αναζωογονήσεως με την οποία, άλλοτε «καταδικασμένοι» σε θάνατο άνθρωποι, επαναφέρονται τώρα στη ζωή με ευκολία και ρυθμούς «ρουτίνας», αποδιδόμενοι στην κοινωνία και επανερχόμενοι στις δραστηριότητές τους. Άλλα τέτοια παραδείγματα προέρχονται από τις άλλοτε ανίατες αρρώστιες, λέπρα και σύφιλη, πολύ βασανιστικές και για χρόνια, που τώρα όμως θεραπεύονται.

Ποτέ λοιπόν δεν μπορεί να είναι κανείς απολύτως βέβαιος για το ανίατο μιας οποιασδήποτε καταστάσεως« αφήνοντας και κάποια περιθώρια για πιθανό λάθος ή και για μια έκπληξη, ή ακόμη και ένα επιστημονικό «θαύμα».

Εκτός δε από ένα τέτοιο «επίτευγμα», υπάρχει και το «Θεϊκό Θαύμα», όπως το γνωρίζει η Χριστιανική Θρησκεία. Θαύματα, βεβαίως γίνονται και σήμερα. Αρκεί να υπάρχει πίστη και «τα μάτια εκείνα που μπορούν να τα βλέπουν».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο ασθενής έχει το δικαίωμα να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Έχει ακόμη το δικαίωμα να δέχεται ή να αρνείται μία θεραπεία, μετά τη λήψη των κατάλληλων πληροφοριών. Ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να προσφέρει στον άρρωστο που του εμπιστεύεται –αυτό ή το περιβάλλον του- τις θετικές υπηρεσίες του «κατά την τελευταία λέξη της επιστήμης» -Lege Artis- με σεβασμό και του δικαιώματός του για έναν «αξιοπρεπή θάνατο».

Η βοήθειά του για τη βελτίωση της καταστάσεώς του σ’ αυτόν που πεθαίνει, αποτελεί ιδιαίτερο καθήκον του γιατρού. Και θα πρέπει να παρέχεται πάντοτε με ευσπλαχνία και σεβασμό προς την προσωπικότητα του ασθενούς για την ανακούφισή του, μέχρι να έρθει η ώρα «να κλείσει τα μάτια του». Όμως, κανείς δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να επιβάλει στο γιατρό να ενεργήσει «ευθανασία», να συντομεύσει τη ζωή κάποιου ή να σκοτώσει κάποιον… «για το καλό του». Η ένσταση συνειδήσεως του γιατρού σε τέτοια θέματα είναι απαραβίαστη.

Ο όρος «ευθανασία» βρίσκεται έξω από τα διδάγματα και τις επιταγές της θεραπευτικής. Η ευ-θανάτωση δεν συμπεριλαμβάνεται στις υποχρεώσεις της αποστολής του γιατρού. Αυτός υπηρετεί τη ζωή, …. «ιατρεύει».

Είναι παράλογο να ζητά κάποιος που «θέλει να πεθάνει» ή κάποιοι που «θέλουν να τον πεθάνουν» να τον πεθάνουν «μία ώρα γρηγορότερα», να απαιτούν να επεκταθεί το δικαίωμα επί της ζωής του μέχρι και την «απαίτηση να φονευθεί από ένα γιατρό». Διότι, τότε γίνεται ένοχος ανθρωποκτονίας.

… Ο όρκος του φτάνει ως τα βάθη της ψυχής του και «κανείς δεν έχει το δικαίωμα, ούτε και με νόμους, να επεμβαίνει στη συνείδηση του γιατρού».

Αν η πολιτεία ήθελε κάποτε αποφασίσει να νομοθετήσει την ευθανασία, ας ψάξει να βρει ή να δημιουργήσει τους «δημίους» ως εκτελεστές των τέτοιων αποφάσεών της… σε άλλους χώρους. Φαντάζεται κανείς τι θα συνέβαινε αν φθάναμε –και ας ελπίζουμε ότι δεν θα φτάσουμε ποτέ- να έχουμε στον τόπο μας, μία (ας πούμε) «Ιατρική Εταιρεία Ευθανασίας»; Και δεν θα έτρεμε, τότε πλέον, ο κάθε άρρωστος στη θέα του γιατρού, με το φόβο ότι πιθανόν έρχεται με τη σύριγγα στο χέρι ένας, ίσως και πληρωμένος, δολοφόνος;

Στην Ελληνική Νομοθεσία δεν υπάρχει νομοθετημένη πράξη ιατρικής ευθανασίας. Στον Ποινικό Κώδικα δεν χρησιμοποιείται ο όρος «ευθανασία», αλλά μόνον «ανθρωποκτονία εξ οίκτου». Και, σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα: «όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος, και από οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με φυλάκιση».

Το συναίσθημα του οίκτου, ο Έλληνας νομοθέτης το έλαβε υπ’ όψη ως λόγο για ηπιότερη μεταχείριση του δράστη. Ενώ η ατιμωρησία του θα μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Και αν γινόταν αποδεκτή η κοινωνική ή η ευγονική ευθανασία, και αν καθιερωνόταν η πλήρης ατιμωρησία της επιθανάτιας ευθανασίας, πολλοί τότε δεν θα έπρεπε να νιώθουν ασφαλείς.

Είναι, επίσης, άλλο πράγμα, να εκφράζεται κανείς γενικά και αόριστα για το θέμα όταν πρόκειται για τους άλλους, και πολύ διαφορετικό όταν πρόκειται για τον εαυτό του.

Περί την ευθανασία υπάρχει, και μάλιστα πολύ δικαιολογημένα, μεγάλη ψυχολογική και συναισθηματική φόρτιση μεταξύ των ανθρώπων. Και τα διλήμματα είναι πολλά. Πολλοί επηρεάζονται από δυσάρεστες περιπτώσεις εκ του περιβάλλοντός των, και τάσσονται υπέρ της ευθανασίας. Αλλά και αυτοί μεταβάλλουν διαθέσεις, όταν π.χ. διαψεύδονται οι δυσμενείς προβλέψεις για μία μοιραία έκβαση εν μέσω ταλαιπωριών και βασάνων.

Τα συνειδησιακά ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο πολλές φορές είναι αξεπέραστα, ιδίως στους ανθρώπους χωρίς την απαιτούμενη υγιή κοσμοθεωριακή τοποθέτηση. Και αγωνιώδη… όταν ο άνθρωπος αισθάνεται μόνος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συμπαράσταση από ανθρώπους που γνωρίζουν το πραγματικό νόημα της ζωής στον κόσμο αυτόν, είναι πολύτιμη!

Το δικαίωμα του αυτεξουσίου επί της ζωής μας, ώστε να μπορούμε να τη διαθέτουμε «κατά το δοκούν», δηλαδή όπως μας αρέσει, δεν είναι απεριόριστο. Είναι άλλωστε αυτό και θέμα λογικής, τόσο από προσωπική άποψη όσο και από την άποψη των υποχρεώσεων μας έναντι του άμεσου περιβάλλοντός μας και των υποχρεώσεών μας έναντι της κοινωνίας. Είναι και θέμα της Φιλοσοφίας, από τα σπουδαιότερα. Είναι και θέμα Αρχών και Πιστεύω για τη ζωή, θέμα Θρησκείας και σχέσεων των ανθρώπων με το Θεό, στον οποίο πιστεύουν. Επομένως και η στάση του καθ’ενός μας έναντι της ευθανασίας, είναι ένα πολύ σοβαρό και περίπλοκο θέμα με πολλές προεκτάσεις.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ

Και τώρα, κάτι για εμάς τους ανθρώπους της Εκκλησίας, ειδικότερα:

Η Χριστιανική Θρησκεία και η Εκκλησία πρεσβεύουν ότι η ζωή μας, η ίδια η δική μας η ζωή, δεν μας ανήκει διότι είναι δώρον Θεού προς χρήση, και μάλιστα επί αποδόσει λογαριασμού. Δεν είναι ιδιοκτησία μας για να την κάνουμε ό,τι θέλουμε, διότι είμεθα «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος», το οποίον έχομε από τον Θεόν. Δεν ανήκομε στον εαυτό μας, διότι «ηγοράσθημεν τιμής» (Α’Κορ. 6, στ.19,20) και δεν δικαιούμεθα να την καταστρέψουμε με την οποιαδήποτε «ευθανασία».

Επίσης, «τίποτε και κανένας δεν μπορεί να εξουσιοδοτήσει άλλον για το φόνο ενός αθώου», να θανατώσει κάποιον, είτε με την ενεργητική είτε με την παθητική «ευθανασία», διότι η ζωή «δεν του ανήκει».

Η ανάκληση του δώρου της ζωής ανήκει μόνον εις τον δωρεοδότην Θεόν … «Ουδείς γαρ ημών εαυτώ ζη και ουδείς εαυτώ αποθνήσκει»…. «αποθνήσκωμεν, των Κυρίω αποθνήσκομεν. Εάν τε ουν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν»! (Ρωμ. 14, στ. 7,8).

Οι Χριστιανοί, πιστεύουμε ότι οι δοκιμασίες μας στη ζωή, δεν μας συμβαίνουν χωρίς να το γνωρίζει ο Θεός. Ούτε χωρίς την άδειά Του. Τις επιτρέπει πάντοτε προς το συμφέρον μας… «επί το συμφέρον εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού» (Εβρ. 12, 10). Για να δοκιμάζεται και να αυξάνεται η πίστη μας. Όπως έγινε και με τον Ιώβ. Γι’ αυτό και είναι λάθος μας, όταν μας συμβαίνει κάτι δυσάρεστο, να τα βάζουμε με το Θεό και λέμε «γιατί Θεέ μου σε μένα»;. Ωσάν να ελέγχομε το Θεό. Φθάνοντας ακόμη και σε θεοδικία! Και θα πρέπει, «ό,τι κι αν μας βρει στη ζωή», να διδασκόμεθα διερωτώμενοι και «τι το θέλημα του Κυρίου». Επειδή «αυτώ μέλει περί υμών» (1η Πετρ. 5,7), ακόμη και για τα καθημερινά προβλήματά μας. Και «προς το συμφέρον εκάστου». Αυτό θα πει «Πίστις»! .. το οποίον είναι και η «… ελπιζομένων υπόστασις» (Εβρ. 11,1).

Συνεπώς … «στώμεν καλώς»!



ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ  

Τετάρτη, Μαΐου 04, 2011

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ;



ΚΑΤΕΣΤΗ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ;
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


     Κατά την εν έτει 1923 υποβληθείσαν τη ΔΙΣ εισήγησιν επί του ημερολογιακού της ειδικής Επιτροπής, εις ην μετείχε και ο τότε Αρχιμανδρίτης μετέπειτα δε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «η Εκκλησία της Ελλάδος, ως και αι λοιπαί ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι, αν και ανεξάρτητοι εσωτερικώς, είναι όμως συνδεδεμένοι προς αλλήλας και ηνωμέναι διά της αρχής της πνευματικής ενότητος της Εκκλησίας, αποτελούσαι μίαν και μόνην την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται να χωρισθή των λοιπών και αποδεχθή νέον Ημερολόγιον χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων»(116). Επί της εισηγήσεως τούτης επερειδόμενοι έκτοτε οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, χωρισθείσα, εν τη εισαγωγή του διωρθωμένου ημερολογίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέστη, εκ του λόγου τούτου, σχισματική, αποκοπείσα εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας117.
Την άποψιν τούτην ούτοι μετέφεραν εν τη πράξει, διακόψαντες ήδη από του 1924 σιωπηρώς τας σχέσεις αυτών προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ελλάδος ως δήθεν σχισματικήν, βραδύτερον δ' επεκαλέσθησαν και δια συγγραφών των ηγουμένων αυτών, ως και διά της εν έτει 1935 «Διακηρύξεως» των τριών αποσκιρτησάντων Μητροπολιτών, ότι «διακόπτουσι πάσαν σχέσιν και εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Εκκλησίας», ην εκήρυττον σχισματικήν 118. Μεταγενεστέρως και δη και εν έτει 1948 ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος επεκαλέσθη την δήλωσιν ταύτην προς υποστήριξιν της απόψεως αυτού ότι οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται απεσχίσθησαν επισήμως της Εκκλησίας της Ελλάδος119, ενώ ο ίδιος είχεν απευθύνει εν έτει 1936 Έκθεσιν προς την Ι. Σύνοδον της, κατ' αυτόν, σχισματικής Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγνωρίζων εν τοις πράγμασι ταύτην ως νόμιμον εκκλησιαστικήν Αρχήν120. Το όλον ζήτημα προσέλαβε σοβαρωτέραν πως όψιν κατόπιν της εν έτει 1950 γενομένης ρητής και απεριφράστου κηρύξεως της Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχισματικής υπό της «Ιεράς Συνόδου» των ΓΟΧ της τελούσης υπό την προεδρίαν του αυτού «Ιεράρχου», διά της υπ' αριθμ. 13/26-9-1950 Εγκυκλίου αυτής121, δι' ης απετολμάτο ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ημών ως σχισματικής, των δε εν αυτή τελουμένων Μυστηρίων ως ακύρων και στερουμένων αγιαστικής χάριτος, επεβάλλετο δ' εις τους εκ του νέου ημερολογίου εις το παλαιόν μεταπηδώντας η υποβολή «ομολογίας», ήτοι λιβέλλου καταδικάζοντος την ημερολογιακήν καινοτομίαν της Εκκλησίας122. Σημειωτέον, ότι η ενέργεια αύτη ήρχετο εν συνεχεία της εν έτει 1949 διακηρύξεως του «Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης» Χρυσοστόμου, καθ' ην πάσαι αι ακολουθούσαι το νέον ημερολόγιον Εκκλησίαι ετέλουν εν υποδικία, ενώπιον των σλαυικών κυρίως Εκκλησιών123 και της άνευ ανταποκρίσεως παραμεινάσης προτάσεως αυτού προς την Εκκλησίαν ημών ίνα αναγνωρισθή προσωρινώς η υπ' αυτόν παράταξις, αρθώσιν αι καθαιρέσεις των «Αρχιερέων» και εν εκεχειρία και αμοιβαία, ανοχή βιώσωσιν εν ειρήνη παραλλήλως ή τε επίσημος Εκκλησία και η παλ/κή παράταξις124. Ως είναι φυσικόν η απόφασις αύτη του « πρ. Φλωρίνης» περί κηρύξεως ως σχισματικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, ην αύτη μεν εχαρακτήρισεν ως «το πλέον επαίσχυντον σημείον της όλης αυτού σταδιοδρομίας»125 το δε Πατριαρχείον Αλεξανδρείας ως «την σπουδαιοτέραν πρόκλησιν» κατά της Εκκλησίας126, απετέλεσε την αφετηρίαν σειράς όλης ενεργειών εις ας προήλθον οι παλαιοημερολογίται, δι' ων επεδιώχθη η αυτονόμησις αυτών από της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Κρίνοντες νυν την θέσιν ταύτην των παλαιοημερολογιτών επιβάλλεται όπως κατ' αρχήν παρατηρήσωμεν ότι η εφ' ής ούτοι ερείδονται εισήγησις της Επιτροπής του 1923, δεν αποτελεί σταθερόν υπόβαθρον δια την λήψιν μιας τόσον σοβαράς αποφάσεως, τοσούτω μάλλον όσω η Εκκλησία της Ελλάδος δεν απεχωρίσθη της ανά την Οικουμένην Ορθοδοξίας εισαγαγούσα το διωρθωμένον ημερολόγιον εφ' όσον τούτο έπραξε μετά κοινήν συνεννόησιν. Καίτοι η «διόρθωσις» του ημερολογίου δεν απήτει πανορθόδοξον συμφωνίαν, εν τούτοις παν ό,τι εγένετο υπήρξε το αποτέλεσμα μακράς διαδικασίας, ήτινι συνήργησαν πάσαι αι επί μέρους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι127. Το γεγονός εξ άλλου ότι ουδεμία Ορθόδοξος Εκκλησία συνεμερίσθη ποτέ ή συμμερίζεται την άποψιν περί σχισματικότητος της Εκκλησίας ημών, αλλ' άπασαι διατηρούσι στενούς δεσμούς εν Χριστώ κοινωνίας μετ' αυτής, είναι δηλωτικόν της σαθρότητας του επιχειρήματος τούτου128, εφ' ου εν τούτοις εξακολουθούσι να στηρίζωσι μετά πάθους και πείσματος οι ελλαδικοί παλαιοημερολογίται την έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος στάσιν αυτών, καίτοι ουχί άνευ παλινωδιών και αυτοαναιρέσεων129. Πρακτικώς μάλιστα η τυχόν αποδοχή της απόψεως ταύτης των παλαιοημερολογιτών άγει εις αδιέξοδον, διότι εάν είναι σχισματική η Εκκλησία της Ελλάδος, σχισματικαί τυγχάνουσι και πάσαι αι αυτή κοινωνούσαι Ορθόδοξοι ανά τον κόσμον Εκκλησίαι, και μόνη κανονική Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών, των ουδέποτε εις κανονικάς ελθόντων σχέσεις προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος. Ανεξαρτήτως όμως τούτου γεννάται ζήτημα ως προς την, εξ απόψεως κανονικής, δυνατότητα των παλαιοημερολογιτών όπως κηρύξωσι την Εκκλησίαν της Ελλάδος σχισματικήν.
Ούτοι, όντες κανονικώς υπόδικοι, ένεκα σωρείας όλης αντικανονικών ενεργειών, αυτοανακηρύξαντες την παρασυναγωγήν των εις «Εκκλησίαν», εσφετερίσθησαν όλως αυθαιρέτως, τα δικαιώματα, άτινα οι ι. Κανόνες εις μόνην την κανονικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν επιφυλάσσουσι και από πτώσεως εις πτώσιν κυλιόμενοι, έφθασαν εις την διακήρυξιν της σχισματικής ιδιότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγκαζόμενοι έκτοτε να προσθέτωσι, προς δικαιολόγησιν της αδικαιολογήτου ταύτης ενεργείας των, και νέους σωρείτας αντικανονικοτήτων130.
Ερευνητέα, εν τούτοις, η κανονικώς αποδεκτή διαδικασία της εν τω σχίσματι κατατάξεως και παραμονής τινος. Ερωτάται δηλονότι εάν το σχίσμα επέρχεται αυτομάτως, ούτως ειπείν, ευθύς ως συντελεσθή κανονική τις παράβασις, ή επιβάλλεται να κηρύξει τούτο διά πράξεως αυτής η Εκκλησία131. Κατά τον ΣΤ' ιερόν Κανόνα της Β' Οικουμεν. Συνόδου αιρετικοί και σχισματικοί θεωρούνται μόνον οι υπό της Εκκλησίας ως τοιούτοι αποκηρυττόμενοι. «Αιρετικούς δε λέγομεν, τους τε πάλαι της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα υφ' ημών αναθεματισθέντας προς δε τούτοις και τους την πίστιν μεν την υγιή προσποιουμένους ομολογείν, αποσχίσαντας δε και αντισυναγόντας τοις κανονικοίς ημών Επισκόποις. Έπειτα δε και ει τινες των από της Εκκλησίας επί αιτίαις τισί προκατεγνωσμένοι είεν και αποβεβλημένοι ή ακοινώνητοι... »132. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εν τη ερμηνεία του Γ' Αποστολικού Κανόνος παρατηρεί, ότι δεν θεωρείται αναθεματισμένος ο υποπεσών εις παράπτωμα πριν ή εκδοθή η σχετική απόφασις133. Κατά τον ιερόν Χρυσόστομον του δικαιώματος του κηρύττειν τινα αναθεματισμένον «το κοινόν των Αποστόλων μόνον ηξίωται, και οι κατά πάσαν ακρίβειαν τούτων ως αληθείς γεγονότες διάδοχοι, πλήρεις χάριτος και δυνάμεως. Και μην εκείνοι την εντολήν ακριβώς φυλάξαντες, ως τον οφθαλμόν τον δεξιόν εξορύττοντες, ούτω τους αιρετικούς έξω της εκκλησίας απέβαλον ..: Όθεν και εν τούτω ως και πάσαν ακρίβειαν έχοντες, τας μεν αιρέσεις διήλεγχον και απέβαλλον ...».
 Η Εκκλησία, κατά ταύτα, έχει το δικαίωμα να κηρύττη τινά σχισματικόν, αποφαινομένη περί τούτου εν Συνόδω. Τούτ' αυτό ισχύει και περί συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας αποσχιζομένης, δι' ωρισμένους λόγους, εκ του κορμού των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται όμως, χωρίς να αποτελώσι ιδίαν Εκκλησίαν, τούτο μεν κατέκριναν ως σχισματικήν την Εκκλησίαν της Ελλάδος, αυτοπροαιρέτως και άνευ άλλου τινός διακηρύξαντες τούτο, τούτο δε απέσχισαν εαυτούς της Εκκλησίας τούτης, παύσαντες να πειθαρχώσιν εις τα κελεύσματα αυτής, και, αυτονομηθέντες, παρά πάντα ί. Κανόνα, αυτοανεκηρύχθησαν εις «Εκκλησίαν» και δη και την μόνην επί γης γνησίαν και ακραιφνώς ορθόδοξον, εις ουδέν λογιζόμενοι την έλλειψιν πάσης αρμοδιότητος και δικαιοδοσίας αυτών επ' αυτής.


Σημειώσεις
116. Βλ. ανωτ. σ. 49 υποσ. 36. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών... , Το ζήτημα περί της εορτής του Πάσχα... σ. 15,16.
117. Βλ. «Η. Φ. Ο.» 1950 φ. 94 σ. 2, 1959 φ. 324, σ. 1. «Επίσκεψιν» 1972, αρ. 66 σ. 10. Πρβλ. Θεοδωρήτου μοναχού, Το ημερολογιακόν σχίσμα δυνάμει ή ενεργεία; σ. 2. Αγιορ. Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος σ: 102-105.
118. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 119. Βλ. εφημερίδα «Ο Τύπος» 28-5-1935.
119. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Κρίσεις... σ. 4-6.
120. Χρυσοστόμου,: Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Υπομνήματα...σ. 3 επ.
121. Βλ. ταύτην εν: «Η. Φ. Ο.» 1950 φ. 86 σ. 7.
122. «Εκκλησία», 1950 σ. 385. Επ' εσχάτων οι ΓΟΧ διευκρινίζοντες την τοιαύτην του ηγέτου αυτών απόφασιν υπεστήριξαν ότι το σχίσμα υπάρχει δυνάμει και όχι ενεργεία και ότι η παράταξίς των δεν απορρίπτει το «ενυπόστατον» των ημετέρων μυστηρίων. διό και δέχεται τους επιστρέφοντας εις αυτήν άνευ επαναλήψεως αυτών. Βλ. ΓΟΧ Ελλάδος, Προς τον Σεβ. Μητροπολίτην Φλωρίνης κ. Αυγουστίνον Καντιώτην σ. 24.
123. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Υπόμνημα προς την διοικούσαν... σ. 13.
124. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Υπόμνημα...σ. 8-11.
125. «Εκκλησία», 1950 σ. 50.
126. «Πάνταινος» 1951 σ. 70.
127. Κατά την «Εκκλησίαν» «καλόν βεβαίως θα ήτο η διόρθωσις του Ιουλιανού Ημερολογίου να εγίνετο υπό της όλης ορθοδόξου Εκκλησίας ταυτοχρόνως» («Εκκλησία» 1926 σ. 337 ).
128. Κατά τον Μοναχόν Θεοδώρητον η υπό των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών αναγνώρισις της Εκκλησίας της Ελλάδος και η μετ' αυτής κοινωνία οφείλονται εις λόγους οικονομίας, ασκουμένης υπ' αυτών «διά να προστατεύσουν το σύνολον σώμα της Ορθοδοξίας εκ της πληγής...» (Θεοδωρήτου μοναχού, Απόκρισις εις μίαν απάντησιν. Αθήναι 1969 σ. 11). Αλλ' εάν τούτο ήτο αληθές δεν θα εδει να μη αγνοώνται κανονικώς υπό των ορθοδόξων Εκκλησιών οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται, οι εντός των πλαισίων της ακριβείας κινούμενοι; Και ποία ποτέ Πανορθόδοξος Σύνοδος έλαβεν απόφασιν ασκήσεως τοιαύτης οικονομίας έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος και των άλλων νεοημερολογιτικών Εκκλησιών;
129. Αι διάφοροι παλαιοημερολογιτικαί ομάδες τηρούσι διάφορον έναντι του ζητήματος στάσιν εκ δε των αγιορειτών, μόνον οι λεγόμενοι Ζηλωταί υιοθετούσι την ακραίαν, αντικανονικήν και αυθαίρετον θεωρίαν ταύτην. Γράφων σχετικώς εν έτει 1957 περί των αγιορειτών ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης επάγεται: «Βεβαίως δεν απεσχίσθησαν της Εκκλησίας των, δεν διέκοψαν την προς αυτήν αναφοράν και κοινωνίαν. Αλλ' η άρνησις υποταγής των, εν συναφεία προς την διατήρησιν κανονικών σχέσεων αποδεικνύει ότι οι αγιορείται δεν είναι μόνον πιστοί φύλακες των παραδόσεων αλλά και πολιτικοί με βαθείαν πείραν και ησκημένα κριτήρια» («Η.Φ.Ο.» 1957 φ. 259 σ. 2). Η ώδε περιγραφομένη κατάστασις έχει εν τινι μέτρω μεταβληθή σήμερον ως προς τινας αγιορείτας μοναχούς, προσοικειωθέντας την άποψιν περί της σχισματικής ιδιότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος και αναλόγως έναντι αυτής συμπεριφερομένους, περί ων διαλαμβάνομεν κατωτέρω, εν οικείω τόπω. Kαι αυτός ο Αλεξανδρείας Φώτιος, σφόδρα αντιτιθέμενος εις την «διόρθωσιν» δεν διέκοψε τας σχέσεις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως έπραξαν βραδύτερού οι παλαιοημερολογίται, επικαλούμενοι, προς τοις άλλοις, και την τοιαύτην ανένδοτον του αοιδίμου Φωτίου στάσιν. Εντεύθεν, κατά τον Νουβίας Νικόλαον «αδικούσι το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας, την αλήθειαν και την υπόθεσιν αυτών, οι ζηλωταί του Παλαιού Ημερολογίου προβάλλοντες την στάσιν αυτού εν τούτω ως τίτλον Ορθοδοξίας ίνα διαιρώσι τους πιστούς και σκανδαλίζωσι τας συνειδήσεις και διεγείρωσι στάσεις εν τη Εκκλησία», («Ι. Σύνδεσμος», έτος Ε', περίοδος Δ' 31-1-27 αρ. 2).
130. Κατά την ορθήν αντίληψιν του πράγματος, ην και αυτός ο «πρ. Φλωρίνης» προ του 1950 ου μόνον ενεστερνίζετο αλλά και διεκήρυσσε, μη διστάσας και εις σύγκρουσιν προς τους Ματθαίον Καρπαθάκην και Γερμανόν Βαρυκόπουλον να έλθη εν υποστηρίξει ταύτης, δεν δικαιούται «να κηρύττη σχισματικούς τους Αρχιερείς μία μερίς κληρικών και λαϊκών, διαφωνούντων προς αυτούς εις εν ζήτημα εκκλησιαστικόν, ιάσιμον κατά τον Μέγαν και ουρανοφάντορα Βασίλειον, δεδομένου ότι το δικαίωμα τούτο εχορήγησαν αι άγιαι επτά Οικουμενικαί Σύνοδοι, τα αλάθητα ταύτα πυξία της θείας αληθείας και η ακριβής στάθμη της ορθοδοξίας εις την όλην Εκκλησίαν, συνερχομένην εν Αγίω Πνεύματι εις Οικουμενικήν ή Μεγάλην Τοπικήν Σύνοδον, ήτις μετά την εξάντλησιν πάντων των ειρηνικών μέσων του διαφωτισμού και της υποδείξεως του ψυχικού ολέθρου και του φοβερού κρημνού, εις ον ωθούσιν αι πεπλανημέναι θρησκευτικαί ιδέαι, προβαίνει μετά λύπης εις την απόσχισιν αυτών εκ του θεοπαγούς και αιωνοβίου κορμού της ορθοδοξίας, καθαιρούσα αυτούς του Αρχιερατικού δικαιώματος του τελείν εγκύρως τα Μυστήρια και πάσαν εκκλησιαστικήν πράξιν» Πρβλ. και Θεοδωρήτου μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα σ. 5 Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Εγκύκλιος από 1-6-1944. Γνησίων Ορθοδ. Χριστιανών Ελλάδος, Προς τον Σεβ.Μητροπ. Φλωρίνης κ. Αυγονστίνον Καντιώτην (και πάντα ομοφρονούντα προς αυτόν) οφειλομένη απάντησις -Πειραιεύς 1975 σ. 10.
131. Πρβλ. Τι γράφουν οι Πατέρες της Μεγίστης Λαύρας περί των Παλ/τών «Ζηλωτών» Αθήναι 1934 σ. 8. Αρχιμ. Επιφαν. Θεοδωροπούλου, Απάντησις εις τον κ. Αλ. Καλόμοιρον εν: «Η.Φ.Ο.» 1970 φ. 594-595 σ. 5-6.
132. Ρ-Π, Σύνταγμα... τ. Β' 181.
133. Πηδάλιον, Έκδοσις «Αστέρος» σ. 4-5.
134. Πρβλ. και «Πάνταινον» 1927 σ. 33.

"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΔΙΑΛΥΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ…




του Λεωνίδα Μπλαβέρη

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Rotary - Lions: Από τους μεγαλύτερους εχθρούς του Ελληνισμού





Απόσπασμα από το βιβλίο "Παγκόσμιος Κυβέρνησις", Ιωάννου Ε. Αντωνόπουλου

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Τί είναι η αναισθησία κατά τους πατέρες της Eκκλησίας;

 
Μόνο ο Θεός μπορεί να μας σκεπάσει από αυτόν τον όλεθρο, που αν τον παρομοιάζαμε με τη μαύρη πλάκα του θανάτου ή ως θάνατο πριν το θάνατο δε θα κάναμε λάθος.  Aναισθησία είναι η αδράνεια και νέκρωση όλων των ψυχικών κινήσεων και διαθέσεων, που περιέχει η λογική φύση μας.  Aναισθησία είναι ακόμη η αποβλάκωση, τα ιδιώματα της κατωτερότητας και ο σβησμός της απελπισίας!
Oλα αυτά είναι γεννήματα και προϊόντα του ολέθριου πάθους της αμέλειας.  Aν επικρατήσουν θα επιφέρουν την κατάργηση κάθε πνευματικού προγράμματος, την χωρίς προφυλάξεις επαφή με τις απαγορευμένες προκλήσεις και τέλος την πλήρη υποταγή στην περιεκτική φιλαυτία και στη φιληδονία, που θεωρείται ρίζα όλων των κακών.
Eπιστέγασμα αυτής της διαστροφής είναι η απιστία, που αν βρεί χώρο στην ψυχή του ανθρώπου, μόνο ευχές και δάκρυα αγίων μπορούν να βοηθήσουν, καθώς και η αδιάλειπτη και επίμονη προσευχή με αυτομεμψία και ταπείνωση.  Eξίσου βοηθούν και η εκούσια υποταγή και υπακοή, η αυταπάρνηση, καθώς και η αποφυγή των αιτίων που προκαλούν.
Πόσο βλάπτει ο θυμός και ποιά είναι τα αίτια που τον προκαλούν;
« Oργή δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται» (Ιακ. 1,20).  Eτσι χαρακτηρίζει ο απ.  Ιάκωβος την ολεθριότητα του θυμού. Kαί οι προφήτες μας αναφέρουν: «ανήρ θυμώδης ουκ ευσχήμων» (Παρ. 11,25) και «εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου» (Ψαλμ. 6,8). Kαί οι θεόπνευστοί μας Πατέρες τονίζουν με έμφαση: «ανήρ θυμώδης κάν νεκρόν εγείρει ουκ έστιν ευπρόσδεκτος».
Aν ο δημιουργός, συνοχέας και κύριος του σύμπαντος, είναι πράος και ταπεινός, φαντασθείτε το αποκορύφωμα της διαστροφής και παραμορφώσεως: το μόριο της κτίσεως ο άνθρωπος, να είναι σκεύος του θυμού, τί άλλο είναι ο θυμός παρά η θέση του παραλόγου, ο τόπος του ολέθρου, η μερίδα και η φύση του διαβόλου, αυτή η ίδια η απώλεια σε αντίθεση με το Θεό, που είναι παναγάπη!
Τά αίτια, που προκαλούν το πάθος του θυμού, είναι ποικίλα, αλλά συγγενικά και αλληλοεξαρτώμενα, αφού τα συνδέει η ιδιοτέλεια, το συμφέρον και γενικά η φιλαυτία. Oπου επικρατήσει ο ολέθριος ατομισμός δεν απουσιάζει και η σκιά του, που είναι ο θυμός!
H περιεκτική φιλαυτία διαιρείται σε δύο μέρη, την υλική (σωματική) και την πνευματική (ψυχική).  Ως εκ τούτου ερεθίζονται και τα δύο είδη των παθών, τα σωματικά και τα ψυχικά. Γιατί παρουσιάζεται ο θυμός;  Eπειδή φράζεται ο δρόμος της νομιζόμενης φιλαυτίας. Στους εμπαθείς και αιχμαλώτους στα σωματικά πάθη, που κυριαρχούν οι παράλογες ορέξεις και οι ηδονές, ο θυμός κινείται από το φόβο της στερήσεως της ικανοποιήσεώς τους.
Τό ίδιο γίνεται και στους αιχμαλώτους των ψυχικών παθών, όπως της φιλοδοξίας, του εγωισμού, της υπερηφάνειας, των τιμών, των προβολών, των επαίνων κ.λπ. Oλα αυτά είναι τα κίνητρα και εργαλεία του θυμού, που μας χωρίζει από την παναγάπη και τη ζωή τό Θεό, και μας ετοιμάζει τόπο στον Aδη και το θάνατο, τον τόπο του σατανά!
Τή λύτρωση και ελευθερία μας υποδεικνύει ο Kύριός μας, η ανάσταση και ζωή, διδάσκοντάς μας την αρμόζουσα συμπεριφορά: « Aνεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη» ( Eφ. 4,2), «μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου» (A΄ Kορ. 10,24), «παντί τώ αιτούντί σε δίδου και από του αίροντος τα σά μή απαίτει» (Λουκ. 6,30), «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, εύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων» (Ματ. 5,44), «όσα αν θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» (Ματ. 7,12) και «ευλογείτε και μή καταράσθε» (Ρωμ. 12,14).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...