Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουνίου 05, 2011

Τὸ Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ,Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)





«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις»

Τὸ ὄνομα ἐκφράζει τὴν ὑπόληψη, τὴ φήμη, τὴ δόξα. «Καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογητὸς" (Γεν. 12,2), εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ. Τὸν Ἐπίσκοπο Περγάμου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸν ἐγκωμιάζει λέγοντας πὼς «κρατεῖς τὸ ὄνομά μου καὶ οὐκ ἠρνήσω τὴν πίστιν μου» (Ἀποκ. 2,13). Στὸν ἀγωνιστὴ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ δώσει ψῆφο ποὺ θὰ εἶναι γραμμένο ὄνομα «καινὸν» (ὅπ. π. στίχ.17). Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου ἀκοῦμε πὼς ἀποκάλυψε τὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα Του στοὺς ἀνθρώπους, ἢ λέγει: «ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω» (Ἰωάν. 17,26).



Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ;

Ἕνας σύγχρονος θεολόγος γράφει πὼς μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Πεντηκοστὴ τὸ μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ θὰ ἀποκαλυπτόταν πλήρως. Ἡ ἀρχιερατικὴ προσευχὴ εἶναι ἡ ἔνθεος ἀνάπτυξη τοῦ δόγματος τοῦ Τραδικου θεοῦ. Εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος. Ἡ θεότητα ἔχει μία οὐσία καὶ τρία πρόσωπα, δηλ. τὸν ἀγέννητο Πατέρα, τὸν Υἱὸ ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Χρονικῶς ὅμως δὲν ἔχουν διαφορὰ τὰ τρία Πρόσωπα. Στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ φανερώθηκε καὶ ὁ Πατέρας. Ὁ Υἱὸς εἶναι σοφία, ὅσιος, ἄκακος, οἰκτίρμων, ἅγιος, ἀγαθός. «Ἐγνώσθη ταῦτα ὑπάρχων καὶ ὁ γεννήσας αὐτόν», δηλ. ἀποκαλύφθηκε πὼς αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τὶς ἔχει κι ὁ Πατέρας ποὺ ὑπερφυῶς Τὸν γεννᾶ, λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες. Οἱ Ἰουδαῖοι γνώριζαν τὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν Τὸν γνώριζαν ὡς Πατέρα, μᾶλλον ὡς Δημιουργὸ Τὸν γνώριζαν. Ὁ Υἱὸς φανέρωσε τὸν Πατέρα, καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα ἔκανε τὸν ἑαυτὸ Του γνώριμο σὲ ὅλους. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε τὸν ἑαυτὸ Του Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, παράλληλα καὶ «Πατέρα ἐκεῖνον συναπεδείκνυε», δηλ. φανέρωσε καὶ τὸν Πατέρα Του, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Δοξάζεται ὁ Πατέρας διὰ τοῦ Υἱοῦ.



Οἱ πατέρες φανέρωσαν τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ

Σήμερα γιορτάζουμε τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία διατράνωσε τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. «Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισαν καὶ φύσιν», ὅπως λέγει τὸ γνωστὸ τροπάριο. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ συναθροίσθηκαν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἦσαν ἀγωνιστὲς καὶ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως. Ἄλλοι εἶχαν ἀκρωτηριασθεῖ στοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀνόμους βασιλεῖς. Σὲ ἄλλους εἶχαν κόψει τὰ νεῦρα, σὲ ἄλλους εἶχαν ἐξορύξει τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ σ’ ἄλλους εἶχαν ἀκρωτηριάσει ἄλλα μέλη τοῦ σώματος. Ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως πρὸς τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸ Πανάγιο ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπερασπίσθηκαν μέχρις αἵματος καὶ ἐξορίας. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, λέγει πὼς πολέμησαν «τὸ χριστομάχον ἐργαστήριον» τοῦ Ἀρείου μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς τους. Τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ποὺ ἔφεραν στὸ σῶμα τους, ἦταν γιὰ νὰ μὴ σβησθεῖ ἢ μωμηθεῖ τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸ ὄνομα ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστός. Δὲν ἦταν ἁπλῶς σύνοδος Ἐπισκόπων, ἀλλὰ δῆμος μαρτύρων, θὰ λέγαμε τὸ προσωπικὸ ὀρθόδοξο ἦθος τους ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν πίστη στὰ ὀρθὰ δόγματα. Στὴ ζωὴ τους δόγμα καὶ ἦθος πήγαιναν μαζί.



Σήμερα καλλιεργεῖται ὁ δογματικὸς ἀποχρωματισμὸς

Σήμερα καλλιεργεῖται, ὅπως εἶπε ἕνας θεολόγος, ὁ δογματικὸς πιετισμὸς (εὐσεβισμός). Ἡ εὐσέβεια ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως ποῦ ἀνήκουν, δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Δὲν ἔχουν τὰ βιώματα καὶ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ ζωὴ τῆς σωστῆς πίστεως. Μάλιστα καλλιεργεῖται καὶ ἡ ἀντίληψη νὰ εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι κι ὅλα τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν καὶ πολλὴ σημασία. Καλλιεργεῖται ἡ ἀτομικὴ ἠθικὴ κι ὄχι τὸ ὀρθόδοξο ἦθος ποὺ εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Τὸ πρωτεῖο τῆς ἀφηρημένης ἀγάπης εἰς βάρος τῶν δογμάτων. Διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὄχι τόσο σὲ ἀφηρημένες διατυπώσεις, ἀλλὰ στὴν ἔμπρακτη πίστη. Τὰ δόγματα κρύβουν τὴν ἀλήθεια τῆς προσωπικῆς μας σχέσεως μὲ τὸ Θεὸ μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ ἀγνοοῦμε καὶ νὰ περιοριζόμαστε σ’ ἕνα τρόπο ζωῆς ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ καὶ σὲ πολλοὺς αἱρετικούς.



Ἀδελφοί μου,

Ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ἄμπελο τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ζωντανός. Αὐτὴν τὴν οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Τριαδικοῦ θεοῦ νὰ ἐπιδιώξουμε, γιὰ νὰ εἴμαστε πάντα ζωντανοί

Ἡ Δόξα καὶ τὸ Ὄνομα τοῦ ΘεοῦΝικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)














«Ἐγὼ σὲ ἔδοξασα ἐπὶ τῆς γῆς...». Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων διαβάζουμε ἕνα ἀπόσπασμα τῆς συγκλονιστικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Σ' αὐτὴ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας διάλογος τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ἀκοῦμε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὁ Χριστὸς δόξασε τὸν Θεὸ καὶ ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά Του στοὺς ἀνθρώπους: «ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω».





Ἡ ἔννοια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ



Πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ γίνεται λόγος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ποιὰ ὅμως, ἄραγε, εἶναι ἡ ἔννοια αὐτῆς τῆς δόξας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματική. Ἔστω καὶ ἂν ἡ δημιουργικὴ κυριαρχία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀπόλυτη παντοδυναμία Του ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς δόξας Του, αὐτὴ κορυφώνεται στὴν ὑπέρτατη προσφορὰ τῆς ἀγάπης Του. Ἡ κατεξοχὴν δόξα Του βρίσκεται στὴ σταυρική Του θυσία. Τὸ ἀπόλυτο μεγαλεῖο Του στὶς τραγικὲς καὶ ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ Πάθους. Τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής Του στὶς ὧρες τοῦ ἔσχατου ἐξευτελισμοῦ στὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθᾶ. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος ὑπογραμμίζει ὅτι «ἡ δόξα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου εἶναι ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί, ἑπομένως, ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ ἡ σωτηρία». Γι' αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ καλούμαστε στὸν ἀγώνα τῆς σωτηρίας σὲ μία ἄλλου εἴδους δόξα.



Ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ δόξα εἶναι ἔμφυτη, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε πλασμένοι γι' αὐτή. Ὅμως ἡ ἁμαρτία, ὡς διεστραμμένη κατεύθυνση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἐσφαλμένο δρόμο. Ἔτσι, λοιπόν, ἀναζητοῦμε τὴν καταξίωση τῆς προσωπικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς μὲ ἀθέμιτα μέσα, καταδικασμένοι στὴ ματαιότητα καὶ τὸ κενό. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀναγνώρισης καὶ τῆς ἐπιβεβαίωσής μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἶναι ματαιοφροσύνη, ἀφοῦ ἀποδεικνύεται, ἂν ὄχι ψεύτικη, σίγουρα, ὅμως, σχετικὴ καὶ φευγαλέα. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐπιμένει νὰ ἀνατρέπει τὴ λογική μας. Μᾶς λέει ὅτι ὑψωνόμαστε κάθε φορὰ ποὺ θυσιαζόμαστε. Δοξαζόμαστε κάθε φορὰ ποὺ μαθαίνουμε νὰ ὑπομένουμε πειρασμούς, συκοφαντίες, ἀδικίες. Καταξιωνόμαστε κάθε φορὰ ποὺ συγχωροῦμε, κάθε φορὰ ποὺ σταυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὰ πάθη του.





Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ



«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις». Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἡ κυρίαρχη ἔννοια τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐκείνη τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Παντοκράτορος. Ὁ Χριστὸς ἀποδεικνύεται Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι φανερώνει τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Ὁ Πατέρας δοξάζεται διὰ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ φανέρωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι ἡ φανέρωση στὸν κόσμο τοῦ μυστηρίου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀγάπης τῶν προσώπων, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ τὸ μυστήριο διατύπωσαν μὲ προσευχὴ καὶ ὑπερασπίσθηκαν μὲ ἀγῶνες και δάκρυα οἱ Πατέρες τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ποὺ σήμερα τιμοῦμε.



Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «Ὤν», ὁ κατεξοχὴν ὑπάρχων. Τὰ πάντα ὑπάρχουν καὶ παίρνουν πνοὴ ζωῆς ἀπὸ Αὐτόν. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ὑπάρχουμε «κατ' εἰκόνα» Ἐκείνου ποὺ εἶναι τὸ πρωτότυπο. Εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ἀντλοῦμε δύναμη ἀπὸ τὴ χάρη Του. Εἴμαστε παιδιά Του, υἱοὶ καὶ θυγατέρες Του, «κεκλημένοι» νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πορευθοῦμε στὴν καινούργια ζωὴ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ὤστε «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». Κάθε φορὰ ποὺ γνωρίζουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἀπαντᾶμε στὸ ἐρώτημα ποιοὶ εἴμαστε καὶ γιατί ὑπάρχουμε. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ φανερώνει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι Μυστικός, αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυστικὰ βάθη. Δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὕπαρξής του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῆς ὀντότητάς του. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας στὴ φύση ἀλλὰ τριαδικὸς στὰ πρόσωπα, ἔχει δηλαδὴ κοινωνία προσώπων, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς κοινωνία, σχέση, ἐπικοινωνία καὶ ἀγάπη.



Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα ἐξωτερικὸ καθῆκον ἡ μιὰ θρησκευτικὴ δοξασία. Εἶναι θεμελιώδης ἀλήθεια ὕπαρξης καὶ νοήματος ζωῆς ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, γιατί τότε ξεχνᾶμε τὸ ἀληθινό μας πρόσωπο, καὶ ἔτσι, ἄγνωστοι γιὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, χανόμαστε στὰ δαιδαλώδη μονοπάτια τοῦ κόσμου καὶ στὸ λαβύρινθο τῶν ποικίλων θεωριῶν καὶ ἀδιεξόδων του.



Κυριακὴ τῶν Πατέρων

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

undefined



«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα· διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των· διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι’ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).

Ναί, λέγει· ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον· διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς· μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας· διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ. «Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

Πάλιν μᾶς δείχνει ὅτι δέν ἔρχεται εἰς τόν Σταυρόν χωρίς τήν θέλησίν Του. Διότι πῶς δέν θά ἤρχετο μέ τήν θέλησίν του αὐτός πού καί εὔχεται αὐτό νά συμβῇ καί δόξαν ὀνομάζει τό πρᾶγμα, ὄχι μόνον αὐτοῦ πού θά ἐσταυρώνετο, ἀλλά καί τοῦ Πατρός; Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε· καθ’ ὅσον δέν ἐδοξάσθη μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά καί ὁ Πατήρ· διότι πρίν ἀπό τόν σταυρόν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἐγνώριζον (διότι λέγει «Ὁ Ἰσραήλ δέν μέ ἐγνώρισεν» (Ἠσ. 1,3), μετά ὅμως τόν Σταυρόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά Του. Ἔπειτα λέγει καί τόν τρόπον τῆς δόξης, καί πῶς θά τόν δοξάσῃ. «Σύμφωνα μέ τήν ἐξουσίαν πού τοῦ ἔδωσες ἐπί ὅλων τόν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού τοῦ ἔδωσες». Διότι τό νά εὐεργετῇ πάντοτε, ἀποτελεῖ δόξαν διά τόν Θεόν. Τί σημαίνει δέ «Καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ’ ἀρχήν δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν περιορίζεται μόνον μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Μή πηγαίνετε πρός τούς ἐθνικούς» (Ματθ. 10,5), πρόκειται εἰς τήν συνέχειαν νά εἰπῇ, «Πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19), δείχνει, ὅτι καί ὁ Πατήρ τό θέλει αὐτό· καθ’ ὅσον αὐτό ἐσκανδάλιζε πάρα πολύ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς· διότι οὔτε μετά ἀπό αὐτά ἠνείχοντο εὔκολα νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἐθνικούς, μέχρι ὅτου ἔλαβον τήν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος· καθ’ ὅσον δέν ἐγίνετο αὐτό μικρόν σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους. Μετά λοιπόν τήν τόσον μεγάλην ἐπίδειξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλθών ὁ Πέτρος εἰς τά Ἰεροσόλυμα, μόλις κατώρθωσε νά διαφύγῃ τάς κατηγορίας, ὅταν ἀνέφερε τά σχετικά μέ τήν σινδόνα (Πράξ. κεφ.11). Τί σημαίνει δέ, «Ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν, θά ἐρωτήσωμεν τούς αἱρετικούς, ἔλαβεν αὐτήν τήν ἐξουσίαν; πρίν πλάσῃ αὐτούς ἤ ἀφοῦ τούς ἔπλασεν; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει μετά τήν Σταύρωσιν καί τήν Ἀνάστασιν. Τότε δηλαδή λέγει.«Μοῦ ἐδόθη κάθε ἐξουσία» (Ματθ. 28,18), «πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19).

Τί λοιπόν; δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπί τῶν ἰδικῶν του ἔργων, ἀλλ̉ ἔδωσε μέν ἐξουσίαν εἰς αὐτούς, ὁ ἴδιος δέ μετά τό γεγονός αὐτό δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπ’ αὐτῶν; (Καί ὅμως φαίνεται ὅλα αὐτός νά τά κάμνῃ καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἄλλους μέν τιμωρῶν ἐπειδή ἡμάρτανον, ἄλλους ἐπιστρέφοντας νά τούς διορθώνῃ· διότι λέγει· «δέν θά κρύψω ἀπό τόν υἱόν μου Ἀβραάμ, αὐτό πού πρόκειται νά κάμω» (Γεν. 18,17), ἄλλους δέ ἐκτελοῦντας τάς ἐντολάς του νά τούς τιμᾷ)· ἔπειτα, τότε μέν εἶχεν ἐξουσίαν, μετά δέ τήν ἔχασε καί πάλιν τήν ξαναέλαβεν; Καί ποῖος δαίμων θά ἦτο δυνατόν νά εἰπῇ αὐτά; Ἐάν δέ εἶναι ἡ ἴδια ἐξουσία καί τότε καί τώρα (διότι λέγει. «Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ ἀνιστᾷ τούς νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ, ἔτσι καί ὁ Υἱός του ζωοποιεῖ ὅποιους θέλει» (Ἰω. 5,21)· τί σημαίνει αὐτό πού ἐλέχθη; Ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη· διά νά μή νομίσουν λοιπόν αὐτό ὡς καινοτομίαν ἐπειδή ἔλεγε. «Δέν ἀπεστάλην δι’ ἄλλο τίποτε, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. 5,24), δείχνει ὅτι αὐτό εἶναι ἐπιθυμητόν καί εἰς τόν Πατέρα. Ἐάν δέ τό λέγῃ αὐτό μέ πολύ ταπεινά λόγια, δέν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον· διότι ἔτσι καί ἐκείνους ἐπαίδευε τότε καί τούς μετά ταῦτα, καί, ὅπως προανέφερα, πάντοτε μέ τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν ταπεινῶν ἐκφράσεων ἔπειθε πάρα πολύ ὅτι τά λόγια Του αὐτά ἐλέγοντο ἀπό συγκατάβασιν.

2. Τί σημαίνει δέ «πάσης σαρκός»; Διότι, βέβαια, δέν ἐπίστευσαν ὅλοι. Καί ὅμως, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό Αὐτόν, ὅλοι ἐπίστευσαν· ἄν δέ δέν ἐπρόσεχαν εἰς τά λεγόμενά Του, ἡ κατηγορία δέν ἀνήκει εἰς τόν διδάσκαλον, ἀλλ̉ εἰς ἐκείνους πού δέν ἐδέχθησαν τά λόγια του. «Ὥστε νά δώσῃ ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα ἀπό ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσες». Ἐάν δέ καί ἐδῶ ὁμιλῇ ἀνθρωπινώτερα, μή θαυμάσῃς· διότι τό κάμνει αὐτό καί διά τούς λόγους πού ἔχομεν εἰπεῖ, καί διότι ἀποφεύγει πάντοτε ὁ Ἴδιος νά λέγῃ κάτι τό σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτό θά προσέκρουεν εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του, ἀφοῦ εἰς τήν ἀρχήν δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ὑψηλόν περί αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης λοιπόν, ὅταν ὁμιλῇ ἀπό μόνος του, δέν κάμνει τό ἴδιον, ἀλλά ἐκφράζεται κατά ὑψηλότερον τρόπον, λέγων τά ἑξῆς. «Ὅλα δι’ αὐτοῦ ἔγιναν, καί τίποτε δέν ἔγινε χωρίς αὐτόν» (Ἰω. 1,3), καί ὅτι «ἦτο ζωή» (Ἰω. 1,4), καί ὅτι «ἦτο φῶς» (Ἰω. 1,9), καί ὅτι «ἦλθεν εἰς τούς ἰδικούς του» (Ἰω.1,11)· ὄχι ὅτι δέν θά εἶχεν ἐξουσίαν, ἐάν δέν ἐλάμβανεν, ἀλλ̉ ὅτι καί εἰς ἄλλους ἔδωσεν «ἐξουσίαν νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,12). Καί ὁ Παῦλος ὁμοίως τόν ὀνομάζει ἴσον μέ τόν Θεόν (Φιλιπ. 2,6). Αὐτός ὅμως παρακαλεῖ τόν Πατέρα ἀνθρωπινώτερον, λέγων τά ἑξῆς. «Διά νά δώσω ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα πού μοῦ ἔδωσες. Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά γνωρίσουν ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καθώς καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν πού ἔστειλες εἰς τόν κόσμον». Τό «Μόνον ἀληθινόν Θεόν» τό λέγει πρός διάκρισιν ἀπό τούς μή πραγματικούς θεούς· καθ’ ὅσον ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη. Ἐάν ὅμως δέν τό δεχθοῦν μέ αὐτό καί μόνον ἀρνοῦνται τόν Υἱόν ὡς ἀληθινόν Θεόν, προχωροῦντες δέ ἔτσι θ’ ἀρνηθοῦν καί ὅτι εἶναι Θεός· καθ̉ ὅσον λέγει. «Δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν μόνον Θεόν» (Ἰω. 5,44).

Τί λοιπόν; Δέν εἶναι ὁ Υἱός Θεός; Ἐάν δέ ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί ὀνομάζεται μόνος τοῦ Πατρός, εἶναι φανερόν ὅτι εἶναι καί ἀληθινός καί ὀνομάζεται μόνος ἀληθινός. Τί δέ; ὅταν ὁ Παῦλος λέγῃ, «Ἤ μόνος ἐγώ καί ὁ Βαρνάβας;» (Α´ Κορ. 14,6), ἆρά γε ἀρνεῖται τόν Βαρνάβαν; Καθόλου· διότι τό «μόνος» χρησιμοποιεῖται πρός διάκρισιν ἀπό ἄλλους. Ἐάν δέ δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, πῶς εἶναι ἀλήθεια; (Ἰω. 14,6) διότι ἡ ἀλήθεια δέν διαφέρει τοῦ ἀληθινοῦ. Τί θά εἰποῦμεν ὅτι δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος; Κατά τόν ἴδιον τρόπον, ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός πῶς εἶναι Θεός; πῶς ἐμᾶς μᾶς κάμνει θεούς καί υἱούς, χωρίς νά εἶναι ἀληθής; Ἀλλά δι’ αὐτά ἐλέχθησαν εἰς ἐσᾶς λεπτομερέστερον εἰς ἄλλους λόγους, διά τοῦτο ἄς προχωρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν. «Ἐγώ σέ δόξασα ἐπάνω εἰς τήν γῆν». Καλῶς εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς»· διότι εἰς τόν οὐρανόν εἶχε δοξασθῆ, ἔχων καί εἰς τήν φύσιν Του τήν δόξαν καί προσκυνούμενος ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ λοιπόν δι’ ἐκείνην τήν δόξαν, πού εἶναι συνηνωμένη μέ τήν οὐσίαν Του (διότι ἐκείνην τήν δόξαν, καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν δοξάσῃ, ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχει πλήρη), ἀλλ̉ ὁμιλεῖ δι̉ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε λοιπόν τό «δόξασόν με» ἔχει αὐτήν τήν σημασίαν.

Καί διά μάθῃς ὅτι αὐτόν τόν τρόπον τῆς δόξης ἐννοεῖ, ἄκουσε τά ἐν συνεχείᾳ. «Τό ἔργον τό ἐτελείωσα πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω»· μολονότι βέβαια ἀκόμη τό ἔργον του εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν, μᾶλλον δέ οὔτε εἰς τήν ἀρχήν. Πῶς λοιπόν λέγει, «ἐτελείωσα»; Ἤ ἐννοεῖ ὅτι ἔκαμα ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό ἐμένα, ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινεν ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἤ αὐτό πού κυρίως ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι τό πᾶν ἦτο πλέον τετελεσμένον, ἐφ’ ὅσον εἶχε τοποθετηθῆ ἡ ρίζα τῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν ὁποίαν ὁπωσδήποτε κατ̉ ἀνάγκην ἐπρόκειτο νά προέλθουν οἱ καρποί καί ὅτι θά ἦτο παρών καί συνηνωμένος μέ ἐκείνους πού θά ἤρχοντο εἰς τό μέλλον. Διά τοῦτο πάλιν λέγει μέ τρόπον συγκαταβατικόν. «Αὐτό πού μοῦ ἔδωσες». Διότι, ἐάν βέβαια ἐπερίμενε νά ἀκούσῃ καί νά μάθῃ, θά ἀπεῖχον αὐτά πολύ ἀπό τήν δόξαν του· τό ὅτι λοιπόν αὐτό τό ἔκαμε μέ τήν θέλησίν Του εἶναι φανερόν ἀπό πολλά. Ὅπως, ὅταν λέγῃ ὁ Παῦλος ὅτι «τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν, ὥστε νά παραδώσῃ τόν ἑαυτόν του πρός χάριν μας» (Ἐφ. 5,2), καί «ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιπ. 2,7), καί πάλιν· «Ὅπως ἀκριβῶς μέ ἠγάπησεν ὁ Πατήρ μου καί ἐγώ ἠγάπησα ἐσᾶς» (Ἰω. 5,9). «Δόξασέ με, Πάτερ, μέ τήν δόξαν ἐκείνην πού εἶχα πρίν ἀκόμη ὁ κόσμος ἔλθῃ εἰς τήν ὕπαρξιν». Καί ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα; Ἔστω λοιπόν ὅτι πλησίον τῶν ἀνθρώπων πολύ εὔλογα ἦτο χωρίς δόξαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδυμασίας Του, πῶς ζητεῖ νά δοξασθῇ πλησίον τοῦ Θεοῦ; Τί λοιπόν ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐδῶ ὁ λόγος γίνεται περί τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας· διότι ἀκόμη δέν εἶχε δοξασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του οὔτε εἶχεν ἀπολαύσει ἀφθαρσίας, οὔτε εἶχε λάβει μέρος εἰς τόν βασιλικόν θρόνον. Διά τοῦτο δέν εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς», ἀλλά «πλησίον σου».

3. Αὐτήν τήν δόξαν θά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, ἐάν εἴμεθα προσεκτικοί. Διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει. «Ἐάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, διά νά δοξασθῶμεν μαζί του» (Ρωμ. 8,17). Ἑπομένως εἶναι ἄξιοι μυρίων δακρύων ἐκεῖνοι πού, ἄν καί ὑπάρχει ἔμπροσθέν των τόση δόξα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας των καί τῆς ἀδιαφορίας των προκαλοῦν κακά εἰς τόν ἑαυτόν των, καί, ἐάν δέν ὑπῆρχε γέεννα, θά ἦσαν ἀθλιώτεροι ἀπό ὅλους, καθ̉ ὅσον, ἐνῷ ἠμποροῦν νά βασιλεύσουν καί νά δοξασθοῦν μαζί μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀποστεροῦν τόν ἑαυτόν των ἀπό τόσα ἀγαθά· διότι, ἐάν ἐχρειάζετο νά κατασφαγοῦν, ἐάν ἐχρειάζετο νά ὑποστοῦν μυρίους θανάτους, ἐάν ἐχρειάζετο νά παραδώσουν ἀπείρους ψυχάς καί τόσα ἄλλα σώματα καθημερινῶς, δέν ἔπρεπε νά ὑποστοῦν ὅλα αὐτά χάριν τῆς τόσον μεγάλης δόξης; Τώρα ὅμως οὔτε τά χρήματα περιφρονοῦμεν, τά ὁποῖα ἀργότερον θά τά ἀποχωρισθοῦμεν καί χωρίς νά τό θέλωμεν· δέν περιφρονοῦμεν τά χρήματα, πού μᾶς περιβάλλουν μέ ἀμέρτητα κακά, καί πού μένουν ἐδῶ καί δέν εἶναι ἰδικά μας (διότι διαχειριζόμεθα ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἰδικά μας καί ἄν ἀκόμη τά ἔχωμεν ἀπό πατρικήν κληρονομίαν)· ὅταν ὅμως καί γέεννα ὑπάρχῃ καί σκώληξ αἰώνιος καί ἄσβεστον πῦρ καί τρυγμός τῶν ὀδόντων, εἰπέ μου, πῶς θά τά ὑποφέρωμεν αὐτά;

Μέχρι πότε θά εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί θά δαπανῶμεν τό πᾶν εἰς καθημερινάς διαμάχας καί φιλονεικίας καί λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντες τήν γῆν, παχαίνοντας τό σῶμα, καί ἀδιαφοροῦντες διά τήν ψυχήν, διά μέν τά ἀναγκαῖα μή κάμνοντες κανένα λόγον, διά δέ τά περιττά καί ἀνώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα; Καί οἰκοδομοῦμεν μέν λαμπρούς τάφους καί ἀγοράζομεν πολυτελεῖς οἰκίας καί ἀκολουθούμεθα ἀπό ἀγέλας παντός εἴδους ὑπηρετῶν καί ἐπινοοῦμεν διαφόρους οἰκονόμους, ἀγρῶν, οἰκιῶν, διαχειριστάς χρημάτων καί καθιστῶντες ἄρχοντες ἀρχόντων, διά δέ τήν ψυχήν μας πού ἔχει μείνει τελείως ἔρημη δέν δείχνομεν καμμίαν φροντίδα. Καί ποῖο θά εἶναι τό τέλος αὐτῶν; δέν γεμίζομεν μίαν γαστέρα; Δέν ἐνδύομεν ἕνα σῶμα; διατί τόσος πολύς θόρυβος δι’ αὐτά τά πράγματα; Διατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά καί διατί τήν ψυχήν πού ἐλάβομεν τήν κατασφαγιάζομεν, τήν κατασπαράσσομεν μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς φροντίδας, ἐπινοοῦντες φοβεράν δουλείαν διά τούς ἑαυτούς μας; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκην ἀπό πολλά, εἶναι δοῦλος πολλῶν, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι εἶναι κυρίαρχος αὐτῶν. Διότι καί τῶν ὑπηρετῶν δοῦλος εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερον τρόπον ὑπηρεσίας.καί κατ’ ἄλλον τρόπον δέ εἶναι δοῦλος, διότι δέν τολμᾷ χωρίς ἐκείνους νά μεταβῇ εἰς τήν ἀγοράν οὔτε εἰς τό λουτρόν, οὔτε εἰς τόν ἀγρόν, ἐνῷ αὐτοί πολλές φορές παντοῦ πηγαίνουν χωρίς τόν κύριόν των. Ἀλλ̉ ὁ θεωρούμενος ὅτι εἶναι κύριος, ἄν δέν εἶναι παρόντες οἱ δοῦλοι, δέν τολμᾷ νά βγῇ ἀπό τήν οἰκίαν, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη συμβῇ νά βγῇ μόνος ἀπό τήν οἰκίαν, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι διά γέλια.

Ἴσως μερικοί μᾶς γελοῦν πού λέγομεν αὐτά, ἀλλ̉ ὅμως ἀκριβῶς δι’ αὐτό θά ἦσαν ἄξιοι μυρίων δακρύων· διότι διά νά διαπιστώσῃς ὅτι αὐτό εἶναι δουλεία, θά σέ ἐρωτοῦσα εὐχαρίστως· ἤθελες νά εἶχεις τήν ἀνάγκην ἐκείνην πού θά ἔθετε τήν τροφήν εἰς τό στόμα σου ἤ θά προσέφερε τό ποτήρι εἰς τά χείλη σου; Δέν θά ἐθεωροῦσες αὐτήν τήν ὑπηρεσίαν ἀξίαν δακρύων; Τί δέ, ἐάν ἐχρειάζεσο μερικούς διά νά σέ βαστάζουν διαρκῶς διά νά βαδίζῃς, δέν θά ἐθεωροῦσες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν ἑαυτόν σου ἐλεεινόν καί ἀθλιώτερον ἀπό ὅλους; Λοιπόν καί τώρα τέτοιαι ἔπρεπε νά εἶναι οἱ διαθέσεις σου· διότι καθόλου δέν διαφέρει, εἴτε νά παθαίνει αὐτά κανείς ἀπό ἄλογα ζῶα εἴτε ἀπό ἀνθρώπους. Τί δέ, εἰπέ μου, δέν διαφέρουν ὡς πρός αὐτό οἱ ἄγγελοι ἀπό ἡμᾶς, τό ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν τήν ἀνάγκην των ὅσων ἔχομεν ἡμεῖς; Λοιπόν, ὅσον ὀλιγωτέραν ἔχομεν τήν ἀνάγκην, τόσον περισσότερον πλησιάζομεν πρός ἐκείνους, ὅσον δέ περισσοτέραν, τόσον περισσότερον καταπίπτομεν εἰς αὐτόν τόν φθαρτόν βίον. Καί διά νά μάθῃς ὅτι αὐτά ἔχουν ἔτσι, ἐρώτησε τούς γέρους ποῖον βίον μακαρίζουν, ἐκεῖνον πού ἦσαν τότε ὑποδουλωμένοι εἰς αὐτόν ἤ ἐκεῖνον πού εἶναι σήμερα κυρίαρχοι αὐτοῦ; Διότι ἀκριβῶς δι’ αὐτό ἀνεφέραμεν ἐκείνους, ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι μεθυσμένοι ἀπό τά τῆς νεότητος οὔτε κἄν γνωρίζουν τό ὑπερβολικόν μέγεθος τῆς δουλείας. Τί δέ, αὐτοί πού πάσχουν ἀπό πυρετόν μακαρίζουν τόν ἑαυτόν των, ὅταν αἰσθάνονται μεγάλην δίψαν καί πολλήν πεῖναν καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό πολλά ἄλλα ἤ ὅταν ἀποκτήσουν τήν ὑγείαν των καί ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἐπιθυμίαν; Βλέπεις ὅτι παντοῦ εἶναι ἐλεεινόν καί ξένον πρός τήν φιλοσοφίαν καί ἐπέκτασις τῆς δουλείας καί τῆς ἐπιθυμίας τό νά ἔχῃ κανείς ἀνάγκην ἀπό πολλά πράγματα;

Διατί λοιπόν μέ τήν θέλησίν μας μεγαλώνομεν τήν ἀθλιότητα εἰς τόν ἑαυτόν μας; Διότι εἰπέ μου, ἐάν ἦτο δυνατόν νά κατοικῇς χωρίς στέγην καί τοίχους καί χωρίς νά βλάπτεσαι καθόλου, δέν θά ἐπροτιμοῦσες περισσότερον αὐτό; Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐπεκτείνεις τά γνωρίσματα τῆς ἀσθενείας; Δέν μακαρίζομεν δι’ αὐτό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό τίποτε, οὔτε ἀπό οἰκήματα, οὔτε ἀπό ἐνδύματα; Ναί, λέγει· ἀλλά τώρα εἴμεθα ὑπό τό κράτος τῆς ἀνάγκης. Διατί λοιπόν αὐξάνομεν τήν ἀνάγκην; Διότι, ἐάν πολλοί περικόπτουν πολλά καί ἀπό τά ἀναγαῖα (ἐννοῶ τούς δούλους, τά οἰκήματα καί τά χρήματα), ποίαν δικαιολογίαν θά ἠμπορούσαμεν νά ἔχωμεν, ὑπερβαίνοντες τήν ἀνάγκην; Μέ ὅσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι· διότι ὅσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις τήν ἐλευθερίαν σου· καθ̉ ὅσον ἡ μέν πλήρης ἐλευθερία συνίσταται εἰς τό νά μή ἔχωμεν καμμίαν ἀνάγκην, ἐνῷ ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ αὐτήν συνίσταται εἰς τό νά ἔχωμεν τήν ἀνάγκην ὀλίγων πραγμάτων, τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι πρό πάντων καί οἱ μιμηταί αὐτῶν, ὅμως τό νά τό κατορθώσουν αὐτό ἄνθρωποι πού μένουν μέσα εἰς θνητόν σῶμα σκέψου πόσον μεγάλον ἔπαινον ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα. Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Παῦλος γράφων πρός τούς Κορινθίους.«Ἐγώ δέ σᾶς λυποῦμαι» (Α´ Κορ. 7,28), καί «Διά νά μή ὑποφέρουν αὐτοί εἰς τήν ζωήν» (Αὐτόθι). Διά τοῦτο ὀνομάζονται χρήματα, διά νά τά χρησιμοποιοῦμεν ὅπου χρειάζονται, ὄχι διά νά τά φυλάσσωμεν καί νά τά κρύπτωμεν μέσα εἰς τήν γῆν· διότι αὐτό δέν δείχνει ὅτι τά ἀπεκτήσαμεν, ἀλλ̉ ὅτι αὐτά ἀπέκτησαν ἡμᾶς· καθ’ ὅσον ἐάν πρόκειται αὐτό νά σκεπτώμεθα, πῶς αὐτά νά τά κάνωμεν πολλά καί ὄχι διά νά τά ἀπολαύσωμεν εἰς τά ἀναγκαῖα πράγματα, ἀνετράπη ἡ τάξις, καί ἐκεῖνα κατέκησαν ἡμᾶς καί ὄχι ἡμεῖς ἐκεῖνα.

Ἄς ἀπαλλαγῶμεν λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν φοβεράν δουλείαν· καί ἄς γίνωμεν κάποτε ἐλεύθεροι. Διατί ἐπινοοῦμεν διά τούς ἑαυτούς μας ἀπείρους καί διαφόρων εἰδῶν δεσμούς; Δέν σοῦ ἀρκεῖ ὁ δεσμός τῆς φύσεως καί ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν ἀπείρων πραγμάτων, ἀλλά πλέκεις καί ἄλλα δίκτυα διά τόν ἑαυτόν σου καί δένεις μέ αὐτά τά πόδια σου; Καί πότε θά σκεφθῇς καί θά φροντίσῃς, διά τόν οὐρανόν καί θά ἠμπορέσῃς νά ἀνεβῇς πρός τό ὕψος ἐκεῖνο; Πρέπει λοιπόν νά θελήσῃ κανείς, νά θελήσῃ νά κόψῃ αὐτά τά σχοινιά διά νά ἠμπορέσῃ νά φροντίσῃ διά τήν οὐράνιον πόλιν· τόσα πολλά ἄλλα ἐμπόδια ὑπάρχουν, πού διά νά τά νικήσωμεν ὅλα πρέπει νά ἀρκούμεθα εἰς τά ὀλίγα· διότι ἔτσι θά φροντίσωμεν καί διά τήν αἰώνιον ζωήν μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν
Κυριακή πρὶν τὴν Πεντηκοστή
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


 



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἔχουμε ἀκούσει στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων πώς, καθὼς ἡ Ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς πλησίαζε, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ἀρχίσει τὸ ταξίδι του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα για νὰ βρεθεῖ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα εἶχαν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπό ὅλους αὐτούς, ἦταν ὁ μόνος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν παρών στὸ ὑπερῶο ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Κι ὅμως, ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει μιὰ τέλεια, μιὰ πραγματικὴ μεταστροφὴ στὴν καρδιά, στὸ νοῦ, στὴ ζωὴ καὶ τοῦ εἶχε δωρίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ἀπάντηση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσοίωσής του σ’ Ἐκεῖνον ποὺ λάτρεψε ἄν καὶ δὲν Τὸν εἶχε γνωρίσει.

Καὶ ἐμεῖς πορευόμαστε πρὸς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς· θὰ ἑορτάσουμε τὸ γεγονὸς τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα. Ὅταν ὁ Παῦλος ἦταν καθ' ὁδόν, ἀναλογιζόταν τὶ τοῦ εἶχε συμβεῖ στὸ μοναχικὸ του ταξίδι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ στὴ Δαμασκὸ καὶ τὴν Δωρεὰ τοῦ Πνεύματος ποὺ εἶχε λάβει μέσῳ τοῦ Ἀνανία. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε τὶ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Μᾶς ἔδωσε ὀντότητα καὶ ἐνεφύσησε τὴ ζωὴ μέσα μας, ὄχι μόνο τὴν σωματική, ἀλλὰ μιὰ ζωὴ ποὺ μᾶς ἔκανε συγγενεῖς μὲ Αὐτόν, συγγενεῖς μὲ τὴν δική Του ζωή. Μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσουμε, Αὐτὸν τὸν Ζωντανὸ Θεό, καὶ νὰ συναντήσουμε, στὸ Εὐαγγέλιο και στὴ ζωή, τὸν Μονογενῆ Υιό Του, τὸν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ συνάντηση αὐτὴ συμβαίνει, στὸ Βάπτισμα, στὸ Ἅγιο Χρῖσμα, στὴν Κοινωνία μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν μυστηριώδη, σιωπηλὴ κοινωνία τῆς προσευχῆς, στὶς στιγμὲς ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦρθε κοντά μας, ἄν καὶ δὲν Τὸν σκεφτόμασταν· μᾶς ἔχει δώσει τόσα πολλά.

Ἄς συλλογιστοῦμε ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει δώσει, ρωτώντας τὸν ἑαυτό μας ἄν ὄντως εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος μαθητής: ὅλη του ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, τὸ νὰ πεθάνει εἶναι ὄφελος γιατὶ ὅσο ζεῖ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀγαπάει καὶ εἶναι τὰ πάντα γιὰ τὴν ζωή του, ὄχι μόνο στὴν ἐποχή του, ἀλλὰ στὴν αἰωνιότητα. Ὡστόσο λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι εἶναι προετοιμασμένος νὰ ζήσει καὶ ὄχι νὰ πεθάνει γιατὶ ἡ παρουσία του στὴ γῆ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέτρο τῆς κοινωνίας ποὺ εἶχε μὲ τὸν Χριστό. Καὶ αὐτὸ φαίνεται τόσο συγκινητικὰ σὲ ἕναν παραλληλισμὸ μεταξὺ μιᾶς μικρῆς φράσης στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὸ Εὐαγγέλιο: Καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ μαθητὴς λένε ὅτι τώρα πᾶνε πίσω στὸν Πατέρα, ὅτι ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής τους ἔχει ἔρθει. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ μαθητῆ ἔχει ταυτιστεῖ σὲ τέτοιο βαθμό μὲ ὅ,τι ἀντιπροσώπευε ὁ Χριστός, καὶ, πέρα ἀπὸ αὐτό, μὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν ὁ Χριστός, ὥστε ὅ,τι ἔγινε πράξη στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἔγινε καὶ στὸν μαθητή. Ὄντως, γιὰ τὸν μαθητή, ἡ ζωὴ του ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ ζωή του καὶ ἀποζητοῦσε τὸν θάνατο του, ἀλλὰ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν Θεὸ κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτὴν τὴν λαχτάρα γιὰ ἐλευθερία, γιὰ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ποὺ εἶχε λατρέψει καὶ ὑπηρετήσει τόσο πιστά – εἶχε μάθει ὅτι τὸ νὰ δίνει εἶναι μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὸ νὰ λαμβάνει.

Οἱ ἅγιοι εἶχαν ἀκούσει τὸν Χριστὸ νὰ λέει, «Κανεὶς δὲν ἀγαπάει περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θυσιάζει τὴ ζωή του γιὰ τοὺς φίλους του». Ὁ Παῦλος, οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, και ἀμέτρητοι μεταγενέστερα ἅγιοι ἔδωσαν τὶς ζωές τους, ἀψηφώντας την μέρα μὲ τὴ μέρα ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς τους, ἀπορρίπτοντας κάθε σκέψη, κάθε ἔγνοια γιὰ τοὺς ἴδιους, ἔχοντας στὴν σκέψη τους μόνο αὐτοὺς ποὺ χρειάζονταν τὸν Θεό, αὐτούς ποὺ χρειάζονταν τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας, τὴν Θεία ἀγάπη. Ἔζησαν γιὰ τοὺς ἄλλους, δίνοντας τόσο γενναιόδωρα ὅσα ἔλαβαν.

Καλούμαστε ἐπίσης νὰ μάθουμε τὴ χαρά, τὴν εὐφρόσυνη καὶ θαυμάσια χαρὰ τῆς προσφορᾶς, τὴ χαρὰ τοῦ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας ὥστε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι νὰ προσφέρουμε, καὶ νὰ τὸ κάνουμε σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις, στὰ πιὸ μικρὰ καὶ στὰ πιὸ σπουδαῖα πράγματα. Καὶ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε μόνο μέσῳ τῆς δύναμης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς κάνει ἕνα σῶμα μὲ Αὐτόν, ἕνα σῶμα ἀνθρώπων ἑνωμένων μὲ τὰ δεσμὰ μιᾶς ἀπόλυτης συντροφικότητας, ἕνα μὲ τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἑνότητα μας.

Ἄς σκεφτοῦμε ὅλα ὅσα ἔχουμε δεχθεῖ ἀπό τὸν Θεὸ καὶ ἄς ἀναρωτηθοῦμε: Τὶ μποροῦμε νὰ δώσουμε πρῶτα σὲ Αὐτόν, ὥστε νὰ χαρεῖ γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ ξέρει ὅτι δὲν ἔχει ζήσει καὶ δὲν ἔχει πεθάνει μάταια; Καὶ τὶ μποροῦμε νὰ δώσουμε σὲ ὅλους ὅσους εἶναι γύρω μας, ξεκινώντας ἀπὸ τὶς μικρότερες, τὶς πιὸ ταπεινὲς δωρεὲς πρὸς αὐτοὺς ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ μας καὶ τελειώνοντας μὲ τὸ νὰ προσφέρουμε ὅτι μποροῦμε σὲ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται περισσότερα; Καὶ τότε ἡ Πεντηκοστὴ θὰ ἔρθει σὰν ἕνα δῶρο ζωῆς, ἕνα δῶρο ποὺ μᾶς ἑνώνει σέ ἕνα σῶμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἱκανὸ νὰ εἶναι γιὰ τοὺς ἄλλους ἕνα ἐπίγειο ὅραμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ πηγὴ ζωῆς καὶ χαράς, ὥστε πραγματικὰ ἡ χαρά μας καὶ ἡ χαρὰ ὅλων αὐτῶν ποὺ συναντοῦμε νὰ γίνει πραγματικότητα. Ἀμήν.


Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr



Πρωτότυπο Κείμενο

Sunday before Pentecost
11 June 1989

In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost

We have heard in the Acts of the Apostles how, as the Feast of Pentecost was approaching, Paul the Apostle had started on his journey to Jerusalem to be there together with all those who on that very day received the Holy Spirit. Of all of them he was the only one who had not been present in the High Room where the event took place. And yet, God had given him a true, a perfect conversion of heart, and of mind and of life, and had given him freely the gift of the Holy Spirit in response to his total, ultimate gift of self to Him, the God Whom he did not know but Whom he worshipped.

We also are on our way to the day of Pentecost, next week we will keep this event. When Paul was on his way, he thought of what had happened to himself in the solitude of his journey from Jerusalem to Damascus and in the gift of the Spirit mediated to him by Ananias. And we also, each of us singly and all of us together should reflect on all that God has given us. He has given us existence and breathed life into us, - not only the life of the body, but a life that makes us akin to Him, His life. He has given us to know Him, the Living God, and He has given us to meet, in the Gospel and in life, His Only Begotten Son, our Lord Jesus Christ. In Baptism, in the Anointment with Holy Chrism, in Communion to the Body and Blood of Christ, in the mysterious, silent communion of prayer, in the moments when God Himself came near, although we were not thinking of Him, He has given us so much.

Let us reflect on all that is given us, asking ourselves whether we are truly disciples of Christ. We know from Saint Paul what it means to be a disciple: he said that for him, to live is Christ, to die will be a gain, because as long as he is in the flesh he is separated from Christ, Christ Whom he loves, Christ Who has become everything to his life, not only in time but for all eternity. And yet, says he, he is prepared to live, not to die, because his presence on earth is necessary to others. This is the measure of communion he had with Christ. And this is shown so movingly in a parallel between a small phrase in the Acts of the Apostles and in the Gospel: both the Lord Jesus Christ and His disciple say that they are now going back to the Father, that the time of their departure has come. His life in Christ had culminated in such identification with what Christ stood for, and beyond that with what Christ was, that whatever was applicable to Christ became applicable to him. Indeed, for him to live was Christ, and he longed for his death, but he had learned from God something more than this longing for freedom, for communion with the God Whom he adored and served so faithfully, - he had learned that to give is a greater joy than to receive.

The saints had heard Christ say, 'No one has greater love that he who gives his life for his friends'. Paul, the other apostles, and innumerable saints after them gave their lives, shed their lives day after day forgetting themselves, rejecting every thought, every concern about themselves, having thought only for those who needed God, who needed the word of truth, who needed love divine. They lived for others, they gave as generously as they had received.

We also are called to learn the joy, the exhilarating, the wonderful joy of giving, of turning away from ourselves to be free to give, and of giving on all levels, the smallest things and the greatest things. And this can be taught us only by the power of the Holy Spirit that unites us to Christ, makes us into one body with Him, a body of people, bound with each other in their total togetherness, one with the God who is our unity.

Let us think of all we have received from God and ask ourselves: what can we give first to Him so that He can rejoice in us, so that He can know that He has not lived and died in vain. And what can we give to all those who surround us, beginning with the smallest, the humblest gifts to those closest to us and ending with giving all we can to those who need more. And then truly Pentecost will come as a gift of life, a gift that unites us, welds us into one body capable of being to others a vision on earth of the Kingdom, but also a source of life and of joy, so that truly our joy, and the joy of all those whom we meet should be fulfilled. Amen

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας, «Τό αἱρετικό παπικό πνεῦμα ἔχει ἐπηρεάσει καί ὀρθόδοξους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι πρέπει να εἶναι οἱ φρουροί τῆς Ὀρθοδοξίας»

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 3/6/2011
Σεβ. Μητροπολίτης Γόρτυνος κ. Ἰερεμίας:
ΤΟ ΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΕΧΕΙ ΕΠΗΡΕΑΣΕΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΜΑΣ
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίας ἀφιέρωσε τό κήρυγμα, τό ὁποῖον ἔκαμε κατά τήν Κυριακήν 22αν Μαΐου εἰς τόν νεομάρτυρα ἅγιον τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ἅγιον Παῦλον τόν Πελοποννήσιον, ὁ ὁποῖος ἀπεκεφαλίσθη κατά τήν Τουρκοκρατίαν. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης κατά τήν διάρκειαν τοῦ κηρύγματός του ἐτόνισεν ὅτι ἡ καθαρά ὀρθόδοξος ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ὑπῆρχε ἄλλοτε εἰς τήν πατρίδα μας ἔχει καταστραφῆ, διότι τό αἱρετικόν παπικόν πνεῦμα ἔχει εἰσχωρήσει «εἰς τον χῶρον μας» καί ἔχει ἐπηρεάσει καί τούς φρουρούς τῆς Ὀρθοδοξίας, τους Ὀρθοδόξους κληρικούς. Ἐπισημαίνει, ἐπίσης, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων παραθεωρεῖται εἰς τό ὄνομα τῆς «μοντέρνας ἐποχῆς», ἐνῶ ἡ πνευματική ζωή τῆς προσευχῆς καί τῶν δακρύων ἀντικαθίσταται ὑπό μίας πολιτιστικῆς ζωῆς καί μίας δράσεως διά καλά κοινωνικά ἔργα. Τό πλῆρες κείμενον τοῦ κηρύγματος ἔχει ὡς ἀκολούθως:
≪1. Τήν σημερινή ἡμέρα, ἀδελφοί μου χριστιανοί..., 22 τοῦ μηνός Μαΐου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει ἕνα νεομάρτυρα, πού δέν πρέπει, ἐμεῖς τοὐλάχιστον, νά μή τόν γνωρίζουμε, γιατί καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο, ἀπό τήν ἐπαρχία τῶν Καλαβρύτων. Πάντοτε, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία ἔχει μάρτυρες, γιατί πάντοτε ἡ Ἐκκλησία διώκεται. Καί γιά να σᾶς τό πῶ καθαρά, ὅταν διώκεται ἡ Ἐκκλησία γίνεται ἡρωική, καί, ὅταν παύει νά διώκεται, χάνει κάτι ἀπό τήν δόξα Της. Γι᾽ αὐτό καί, ὅταν σταμάτησαν τά μαρτύρια στήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἡ Ἐκκλησία βρῆκε ἄλλο τρόπο μαρτυρίου, τήν ἄσκηση. Οἱ μάρτυρες ἔχυναν τό αἷμα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί οἱ Μοναχοί χύνουν τόν ἀσκητικό τους ἱδρώτα καί τά δάκρυα τῆς ἀγάπης τους γιά τόν Χριστό! Ὁ μάρτυρας, γιά τόν ὁποῖο θά σᾶς μιλήσω σήμερα μέ λίγα λόγια, λέγεται Παῦλος ὁ Πελοποννήσιος καί μαρτύρησε στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας τό ἔτος 1818. Ἡ ἐποχή αὐτή, ἀδελφοί, παρά τό ὅτι σ᾽ αὐτήν εἴχαμε μαύρη σκλαβιά καί δουλεία, ὅμως ἔβγαλε ἁγίους καί μάρτυρες και ἐκράτησε καθαρή τήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα, στην ἐλεύθερη πατρίδα, χαλάσαμε την ὀρθόδοξη ἀτμόσφαιρα καί οἱ χριστιανοί μας δέν ἔχουν πόθο μαρτυρίου. Πάθαμε ζημιά. Αὐτό ἔκανε τόν εὐλαβέστατο συλλειτουργό ἀδελφό καί δυνατό θεολόγο πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό νά πεῖ κάποτε σέ ἕνα δυνατό του κήρυγμα, μιλώντας γιά τούς Βορειοηπειρῶτες ἀδελφούς: “Ἄν πρόκειται αὐτοί νά ἐλευθερωθοῦν καί νά πάθουν τήν ζημιά, τό νά χάσουν το γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα πού ἔχουν, ζημιά πού πάθαμε ἐμεῖς σαν ἐλεύθερο κράτος, καλύτερα να μείνουν ἐκεῖ πού εἶναι”!

2. Ὁ ἅγιος Παῦλος ὁ Πελοποννήσιος καταγόταν ἀπό τό χωριό Σοπωτό τῶν Καλαβρύτων• γεννήθηκε σέ ἐνάρετη χριστιανική οἰκογένεια καί ἀνατράφηκε μέ εὐσέβεια. Ἀλλά ὅταν μεγάλωσε καί ἔμαθε τέχνη γιά νά ζεῖ, ὁ πονηρός τον περιέπλεξε σέ ἀντιδικία μέ τον ἰδιοκτήτη τοῦ ἐργαστηρίου του και αὐτό τόν ἔκανε νά ἀλλαξοπιστήσει. Ἡ ψυχή του ὅμως ἦταν ποτισμένη μέ τήν γνήσια εὐσέβεια τῆς οἰκογένειάς του καί γι᾽ αὐτό ἦταν ὅλο σέ πόνο καί σέ ταραχή γι᾽ αὐτό πού ἔκανε. Ἔτσι πῆγε σέ πνευματικό πατέρα καί ἐξομολογήθηκε τό μεγάλο του ἁμάρτημα τῆς ἀλλαξοπιστίας. Καί δέν ἀρκέστηκε μόνο σ᾽ αὐτό. Δέν τοῦ ἔφτανε ἡ ἁπλῆ ἐξομολόγηση, γιά νά σβήσει τήν ἁμαρτία του. Ἤθελε νά δηλώσει καθαρά στό τουρκικό δικαστήριο την μετάνοιά του γιά τήν ἀλλαξοπιστία του, ἤθελε νά ὑβρίσει τόν Μωάμεθ καί νά δηλώσει φανερά τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἤθελε νά χύσει τό αἷμα του γιά τόν Χριστό, γιά να ξεπλύνειμέ αὐτό τήν ἁμαρτία τῆς προδοσίας του. Γι᾽ αὐτό κατέφυγε στό Ἅγιον Ὄρος καί βρῆκε ἐκεῖ ἔμπειρο πνευματικό πατέρα καί τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του. Ὁ πνευματικός ὅμως δέν τόν προέτρεψε ἀμέσως γιά τό μαρτύριο, γιατί ἤθελε νά τόν προετοιμάσει πρῶτα μέ κατάλληλη ἄσκηση, ὥστε νά ἀποκτήσει πλούσια τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά ἀντέξει τό μαρτύριο.

3. Τό νά ἀντέξει κανείς, ἀδελφοί χριστιανοί, στό μαρτύριο δέν εἶναι θέμα ἀνθρώπινης παλληκαριᾶς, ἀλλά εἶναι θέμα Χάριτος Θεοῦ, ἡ ὁποία ἱκανώνει αὐτόν πού τήν ἔχει νά κατανικᾶ τά φυσικά, γιατί ζεῖ την παρουσία τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως ἔρχεται σ᾽ αὐτόν πού ἔχει καθαρή τήν καρδιά. Γι᾽ αὐτό πάντοτε, ἀλλά ἰδιαίτερα τήν ἐποχή ἐκείνη τῆς Τουρκοκρατίας, ὑπῆρχαν στό Ἅγιον Ὄρος ἐπιστήμονες πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν τήν τέχνη πῶς νά ἐκπαιδεύσουν τόν ὑποψήφιο μάρτυρα, γιά νά γίνει ἱκανός νά ἀντέξει το μαρτύριο. Καί ἡ τέχνη αὐτή ἦταν ἡ προσευχή καί ἡ ἄσκηση γιά τόν καθαρμό τῆς ψυχῆς καί γιά τόν ἐρχομό λοιπόν σ᾽ αὐτήν τῆς πλούσιας Χάρης τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἔγινε και στόν ἅγιό μας, τόν ὁσιομάρτυρα Παῦλο. Ὁ πνευματικός τοῦ εἶπε να προσεύχεται στήν Παναγία καί τοῦ ἔδωσε κανόνα ἀσκήσεως. Αὐτά τά δύο, πού μέ πιστότητα τά ἐφήρμοσε ὁ μοναχός Παῦλος, τόν ἔκαναν νά ποθήσει ἀκόμη περισσότερο το μαρτύριο, δεῖγμα αὐτό ὅτι ἐκαθάρθη ἡ ψυχή του καί τοῦ ἦλθε πλούσια ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα εἶδε τήν Κυρία Θεοτόκο σέ θεοπτία, ἀλλά καί ὁ ἴδιος πάλι σέ κάποιον ἀδελφό, ὁ ὁποῖος τόν ἐμπόδιζε να μαρτυρήσει, τοῦ ἐμφανίστηκε κρατώντας ἕνα ποτήρι αἷμα καί τοῦ εἶπε: “Ἀδελφέ, πιέ, εἶναι γλυκό, εἶναι πολύ γλυκό! Γιατί μέ ἐμποδίζεις νά μαρτυρήσω;”!

4. Εἶναι πολύ συγκινητικός και πολύ διδακτικός ὅλος ὁ βίος τοῦ ὁσιομάρτυρα Παύλου, πού ἑορτάζουμε σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί. Ἰδιαίτερα μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ μετάνοιά του γιά τήν ἀλλαξοπιστία του, ὁ πόθος του γιά τό μαρτύριο καί ἡ παρρησία του στόν Τοῦρκο δικαστή, ὑβρίζοντας τόν Μωάμεθ καί ἀποκαλώντας τον ψεύτη. Στον δέ Τοῦρκο δήμιο, γιά νά τόν προκαλέσει νά προχωρήσει γιά την σφαγή του, τοῦ εἶπε τολμηρά: “Τώρα θά δῶ ἄν εἶσαι γενναῖος, ὅπως τό καυχᾶσαι”! Ὁ ἅγιος ἀποκεφαλίστηκε καί οἱ ἀκάθαρτοι ὑπηρέτες τοῦ ἀντίχριστου Μωάμεθ πέταξαν τό λείψανό του σέ βρωμερό τόπο, ἀλλά δυό φίλοι τοῦ μάρτυρος το ἀπέσυραν ἀπό ᾽κεῖ καί τό ἐνταφίασαν μέ τιμή.

5. Θά ἤθελα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, τώρα στό τέλος τοῦ κηρύγματός μου νά σᾶς πῶ λίγα λόγια, μέ ἀφορμή τόν νεομάρτυρα γιά τόν ὁποῖο μιλήσαμε, τόν ἅγιο Παῦλο τόν Πελοποννήσιο.

(α) Ὄχι μόνο τότε, ἀλλά καί σήμερα πολλά πράγματα μᾶς καλοῦν γιά διωγμό καί γιά μαρτύριο. Ἡ καθαρή ὀρθόδοξη ἀτμόσφαιρα, πού ὑπῆρχε ἄλλοτε στήν γλυκύτατη πατρίδα μας τήν Ἑλλάδα, ἔχει τώρα χαλάσει. Τό αἱρετικό παπικό πνεῦμα ἔχει εἰσχωρήσει στόν χῶρο μας καί ἔχει μάλιστα ἐπηρεάσει, φεῦ!..., καί ὀρθόδοξους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι, αὐτοί κυρίως, πρέπει να εἶναι οἱ φρουροί τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ γνήσια πνευματικότητα, ὅπως τήν δίδαξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἔχει ἀλλοιωθεῖ σοβαρά στόν τόπο μας. Ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων παραθεωρεῖται καί ἀντ᾽ αὐτῆς ἔρχεται μία ἄλλη λογική θρησκευτική διδασκαλία, συμβιβαζομένη με τά μοντέρνα τῆς ἐποχῆς. Ἡ πνευματική ζωή τῆς προσευχῆς καί τῶν δακρύων σάν νά γίνεται σήμερα μιά πολιτιστική ζωή καί μία δράση γιά καλά κοινωνικά ἔργα. Μέ ὕπουλα πράγματα θέλουν νά μᾶς ἐγκλωβίσουν – νά μᾶς “φακελλώσουν” θέλω νά πῶ – καί νά μᾶς αἰχμαλωτίσουν σέ δικτατορικό καθεστώς. Καί περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα αὐτά ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού, κατά τόν μακαριστό Γέροντα τῆς Φλώρινας π. Αὐγουστῖνο, εἶναι “ἕνα παπούτσι πού χωράει σ᾽ ὅλα τά πόδια”!

(β) Ὅποιος τώρα θίξει αὐτήν την κατάσταση, θά πρέπει πρῶτα νά πάρει τήν ἀπόφαση ὅτι θά γίνει μάρτυρας. Γιατί θά περιφρονηθεῖ ὡς καθυστερημένος, θά ὑβριστεῖ και θά διωχθεῖ. Ἀλλά γι᾽ αὐτό τό μαρτύριο τῆς περιφρονήσεως καί τῆς διώξεως πρέπει νά ἑτοιμαζόμαστε ὅλοι καί ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ κληρικοί, ἄν φορᾶμε συνειδητά τό τίμιο μαῦρο ράσο καί ἄν θέλουμε να εἴμαστε γνήσια τέκνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Πρέπει νά ἑτοιμαζόμαστε γιά μαρτύριο, πρέπει να βλέπουμε τούς ἑαυτούς μας ὡς “ὑποψήφιους μάρτυρες”, ἔλεγε πάλι ὁ ἀγωνιστής πατήρ Αὐγουστῖνος.

(γ) Ὅμως, ἀπό τόν βίο τοῦ σημερινοῦ ἁγίου, τοῦ ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ Πελοποννησίου, μαθαίνουμε ὅτι ὁ πόθος μαρτυρίου καί ἡ ἀντοχή σ᾽ αὐτό δίνεται μέ την προσευχή στήν Παναγία καί μέ την ἀσκητική ζωή. Μ᾽ αὐτά τά δύο πρέπει νά ἑτοιμάζονται οἱ χριστιανοί γιά τό μαρτύριο. Ἀλλά τό κακό σήμερα εἶναι ὅτι τά πράγματα καλοῦν τόν λαό μας σέ μαρτύριο, χωρίς ὅμως ἐμεῖς οἱ κληρικοί νά τον ἔχουμε προετοιμάσει γι᾽ αὐτό. Ἀδελφοί χριστιανοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως! Νά τηρεῖτε τίς ἀσκητικές ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας μας, την ἐγκράτεια καί τίς νηστεῖες, καί να προσεύχεσθε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο λέγοντας σ᾽ Αὐτήν: “Παναγία μου, ἔχε με κάτω ἀπό τήν Σκέπη Σου καί μή ἀρνηθῶ ποτέ τήν πίστη μου καί τήν ἀγάπη μου στον Ἰησοῦ Χριστό
”.

Μέ πολλές εὐχές

†Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας»

Κυριακή των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου – Να προσευχώμεθα (Του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)


Νὰ προσευχώμεθα

(Ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)

Η Κυριακὴ αὐτή, ἀγαπητοί μου, ὀνομάζεται Κυριακὴ τῶν Πατέρων, διότι εἶνε ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν 318 πατέρων, οἱ ὁποῖοι τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συγκρότησαν τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Αὐτοὶ συνέταξαν τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, τὸ«Πιστεύω», καὶ διεκήρυξαν, ὅτι ἕνας εἶνε ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸς εἶνε τρία πρόσωπα· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Θεὸς ὁ Πατήρ, Θεὸς ὁ Υἱός, Θεὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον. Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα εἶνε μιὰ προσευχή.
Ποιός προσεύχεται; Δὲν προσεύχεται ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, οὔτε προφήτης, οὔτε μάρτυρας, οὔτε ἡ Παναγία· ἐδῶ ἀκοῦμε νὰ προσεύχεται ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Μὰ ἀφοῦ εἶνε Θεός, θὰ πῆτε, εἶχε ἀνάγκη νὰ κάνῃ προσευχή; Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, ἀλλὰ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία μας, καὶ ὡςἄνθρωπος αἰσθανόταν καὶ αὐτὸς τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς. Προσευχόταν γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τοὺς μαθητάς του, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Πολλὲς φορὲς προσευχήθηκεὁ Χριστός·ταν δέχθηκε τοὺς πειρασμοὺς στὴν ἔρημο, ὅταν ἐξέλεξε τοὺς δώδεκα μαθητάς, ὅταν διανυκτέρευσε στὸ ὄρος, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κάνῃ θαύματα καὶ νεκραναστάσεις. Προσευχήθηκεκαὶ στὸ μυστικὸ δεῖπνο, ὅπως βλέπουμε στὴ σημερινὴ περικοπή, προσευχήθηκε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ὅπου εἶπε «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο»(Ματθ. 26,39). Προσευχήθηκε ἀκόμα καὶ πάνω στὸ σταυρό· ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ λόγους ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ ἕνας εἶνε προσευχή, ἡ ὡραιότερη προσευχὴ – ποὺ ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν τὴ λέμε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»(Λουκ. 23,34)· προσευχήθηκε καὶ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔβαζαν τὰ καρφιά.
Μὲ τὸ παράδειγμά του ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε ὅτι πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ προσευχώμεθα.«Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε», εἶπε(Ματθ.26,41)· καὶ γιὰ τὴν ἐκδίωξι τῶν πονηρῶν δαιμόνων συνέστησε· «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»(Ματθ. 17,21).
- Ἡ προσευχὴ εἶνε τριῶν εἰδῶν, λένε οἱ πατέρες. Τὸ ἕνα εἶδος εἶνε ἡ δοξολογία. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς βλέπῃ τὸ πρωὶ νὰ βγαίνῃ ὁ ἥλιος, νὰ λέῃ «Δόξα σοι, τῷ δείξαντι τὸ φῶς»(Δοξολ.). Κι ὅταν πάῃ νὰ κλείσ ἡ μέρα, πρὶν βγοῦν τ᾽ ἀστέρια ποὺ σὰν καντήλια φωτίζουν τὸν οὐράνιο θόλο, οἱ πιστοὶ ἂς ψάλλουν· «Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν»(ἑσπ.).
Κι ὅταν καθένας βλέπῃ γύρω του τὰ ὡραῖα ποὺ ἔκανε ὁ Πλάτης, ἂς λέῃ «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον… Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου,
Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»(Ψαλμ. 103,1,24).
- Τὸ ἄλλο εἶδος προσευχῆς εἶνε ἡ εὐχαριστία. Ὅλοι ἀπολαμβάνουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Τὸ νερὸ π.χ. ποὺ πίνουμε. Πέφτει ἡ βροχούλα, δροσίζει, ποτίζει καὶ γονιμοποιεῖ τὸ ἔδαφος. Θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ πηγὲς καὶ ποτάμια θὰ στερέψουν, καὶ τότε «θὰ ποῦμε τὸ νερὸ νεράκι». Στὸ φεγγάρι καὶ τοὺς ἄλλους πλανῆτες δὲν ὑπάρχει νερό. Ὁ ἀέρας ἔπειτα ποὺ ἀναπνέουμε,ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε, οἱ καρποὶ ποὺ τρῶμε ἐμεῖς οἱ ἀχάριστοι. Ποιός τὰ δίνει αὐτά; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπόρο δὲ μποροῦν νὰ φτειάξουν. Αὐτὰ εἶνε δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Καὶ μόνο αὐτά;
Τ μάτια μ τ ποα βλέπουμε, τ ατι μ τ ποα κομε, καρδι πο χτυπάει διάκοπα – μι στιγμ ν σταματήσ πάει νθρωπος. Γι λα ατ πρέπει π τ βάθη τς ψυχς μας ν λέμε· «Σ εχαριστ, Θεέ μου».
- προσευχ λοιπν ενε δοξολογία, ενε εχαριστία, ενε κόμα καδέησις, παράκλησις.Ζητομε «τν ρτον μν τν πιούσιον» (Ματθ.6,11), ζητομε τ θεραπεία π σθένειες, ζητομε τν προστασία π κινδύνους κα πειλές, ζητομε πρ παντς τ συγχώρησι γι τ τόσα μαρτήματα πο κάνουμε. ταν τ ναλογισθοῦμε ἀναστενάζουμε. Κι ὁ Κύριος δὲ συνερίζεται· εἶνε μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Ἐὰν γιὰ κάθε ἁμαρτία ἔπεφτε κ᾽ ἕνα ἀστροπελέκι στὸ κεφάλι τοῦ ἁμαρτωλοῦ, δὲ θά ᾽μενε κανείς ζωνταντός· οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε λαϊκός, οὔτε ἄντρας, οὔτε γυναίκα. Ζοῦμε μὲ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ λέμε·«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42), καὶ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέ γα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά του»(Ψαλμ. 50,3).
Αὐτὰ εἶνε τὰ εἴδη τῆς προσευχῆς ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο. Διακρίνεται ἀκόμα ἡ προσευχὴ σὲ ἀτομική (ὅταν τὴν κάνῃς μόνος στὸ δωμάτιό σου), σὲ οἰκογενειακή (ὅταν τὴν κάνετε ὅλοι μαζὶ στὸ σπίτι), καὶ σὲ δημοσία λατρεία (ὅταν γίνεται ἀπὸ ὅλη τὴν ἐνορία στὸ ναό).
Ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα τώρα; ἡ προσευχή, ὅταν γίνεται μὲ πίστι, κάνει θαύματα. Ὅταν ὑπηρετοῦσα στὴν Ἀθήνα, ἕνα κορίτσι ἀρρώστησε βαρειά. Πλούσιοι οἱ γονεῖς, ἐφοπλισταί, τὸ πῆραν καὶ ποῦ δὲν τὸ πῆγαν. Παρὰτὰ ἑκατομμύρια ὅμως ποὺ ξώδεψαν, οἱ γιατροὶ εἶπαν ὅτι θὰ πεθάνῃ. Πέθανε; Ὄχι. Σώθηκε. Πῶς;
Μὲ τὴν προσευχή. Δὲν εἶνε ψέμα ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε πειθαρχία στὸ θεῖο νόμο, ἀγάπη στὸν πλησίον, συγχώρησι στὸν ἐχθρό. Τότε ὁ Θεὸς εἰσακούει. Γεννᾶται τώρα, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς προσευχόμαστε;
- Ἀτομικὴ προσευχὴ λίγοι κάνουν. Τὸ πρωὶ σηκώνεσαι, βγαίνεις γιὰ τὴ δουλειά, γιὰ τὸ χωράφι, τὸ ἐργοστάσιο, τὸ γραφεῖο, τὸ σχολεῖο; κάνε τὸ σταυρό σου. Ἐκεῖ ποὺ κοπιάζεις, ἱδρώνεις, ὁδηγεῖς, ὀργώνεις, θερίζεις, σκάβεις, βόσκεις τὰ ζῷα, κάνε προσευχή. Γυρίζεις στὸ σπίτι, κάθεσαι νὰ φᾷς; προσευχὴ κάνε. Βραδιάζει, νυχτώνει, πᾷς γιὰ ὕπνο; πάλι προσευχή. Ἔτσι πρέπει νὰ ζῇ ὁ Χριστιανός. Τώρα δυστυχῶς οἱπερισσότεροι σπαταλοῦν ὧρες ἀλλοῦ. Ρώτησα ἕνα παιδάκι στὴ Φλώρινα· ―Κάνεις προσευχή; ―Ἔ, κάνω ἕνα σταυρὸ καὶ πέφτω γιὰ ὕπνο. ―Δὲ λὲς καμμιὰ προσευχή; ―Ὄχι. ―Ὁ πατέρας κάνει προσευχή; ―Μπᾶ. ―Ἡ μητέρα;
―Οὔτε. ―Δὲ μοῦ λές, τηλεόρασι ἔχετε; ―Βέβαια. ―Ἐσὺ πόσες ὧρες βλέπεις; ―Πάνω - κάτω τρεῖς… Ὧρες λοιπὸν ὁλόκληρες μὲ τὸ διάβολο (σὲ κακὰ θεάματα καὶ κέντρα, σὲ διασκεδάσεις, χαρτοπαίγνια καὶ ἄλλα παιχνίδια) κι οὔτε ἕνα λεπτὸ γιὰ λίγη συνομιλία μὲ τὸ Θεό.
- Ἀτομικὴ προσευχὴ δὲν κάνουμε. Ἀλλὰ μήπως κάνουμε οἰκογενειακή; Ἄχ παλιὰ χρόνια ἀλησμόνητα στὰ εὐλογημένα μέρη, Μακεδονία, Θρᾴκη, Πόντο! Τότε δὲν εἶχαν τηλεορά-σεις, ῥαδιόφωνα, σπίτια ὡραῖα καὶ μεγάλα ὅπως ἐμεῖς. Καλύβες εἶχαν· ἀλλὰ μέσ᾽ στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἅγιοι ἄνθρωποι.Τώρα μέσ᾽ στὶς πολυκατοικίες καὶ τὰ μέγαρακατοικοῦν θηρία καὶ δαίμονες. Πῶς φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό! Στὰ χρόνια λοιπὸν ἐκεῖνα γύριζετὸ βράδυ ὁ πατέρας κουρασμένος ἀπ᾽ τὸ χωράφι καὶ προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν φώναζε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του ―ἦταν καὶ πολύτεκνοι―, ἄναβαν λαμπάδα καὶ θυμιατό, στέκονταν ὅλοι μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἔκαναν μαζὶ προσευχή. Ἔλεγαν ὁ μικρὸς τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὁ μεγαλύτερος τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός», ἄλλος τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἄλλος τὸ«Πιστεύω»…· ὅλοι ἔλεγαν προσευχή. Καὶ μετὰ ὅλοι, ἀγαπημένοι, ἔπεφταν γιὰ ὕπνο.
Δεῖξτε μου, ἀδέρφια μου, δεῖξτε μου σήμερα μιὰ οἰκογένεια ποὺ προσεύχεται ὅλη μαζί! Ὑπάρχει; Πάει πιὰ ἡ οἰκογενειακὴ προσευχή.Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Ἔφυγε ὁ Θεὸς ἀπὸ κοντά μας καὶ βλέπετε ποῦ καταντήσαμε. Ἀγρίεψαν οἱ ἄνθρωποι, ἔγιναν θηρία. Τρέμουμε νὰ πιάσουμε ἐφημερίδα στὰ χέρια μας, στάζει αἷμα. Τὶς προάλλες στὴν Πελοπόννησο ἕνας πατέρας σκότωσε τὰ παιδιά του. Ἐδῶ ἕνας σκότωσε τὴ γυναῖκα του καὶ μιὰ γυναίκα σκότωσε τὸν ἄντρα της. Προχθὲς σὲ κάποια ἄλλη πόλι μιὰ γυναίκα ἔβρασε λάδι καὶ ζεμάτισετὸν ἄντρα της, πεθερὰ σκότωσε τὴ νύφη, νύφη σκότωσε τὴν πεθερά, παιδιὰ χτυποῦν τὸν πατέρα… Πράγματα ἀπίστευτα στὴν Ἑλλάδα.Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτά, ὅταν μέσ᾽ στὸ σπίτι δὲν ὑπάρχῃ ἀγάπη; Ποῦ φθάσαμε;
- Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τί συμμετοχὴ περιμένουμε και στὴν κοινὴ λατρεία; Ἄδειασαν οἱ ἐκκλησιές. Τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θά᾽ρθῃ μέρα ποὺ θὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, κι ὅταν ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιές, θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές! Ἔφθασαν οἱ ἡμέρες αὐτές. Κάτι κακὸ περιμένω, κάτι κακὸ θὰ συμβῇ. Παναγία Δέσποινα, σῶσον τὸν κόσμον σου!
Τί θὰ γίνῃ, ἀδέρφια μου; Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι· ἐμεῖς οἱ παπᾶδες, οἱ δεσποτάδες, καὶ οἱ ἄρχοντες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί. Νὰ μετανοήσουμε, νὰ κλάψουμε,νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Κύριε, ἐλέησον», «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Νὰ δείξουμε μετάνοια. Κι ὅταν δῇ ὁ Θεὸς μετάνοια, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων πατέρων θὰ μᾶς ἐλεήσῃ.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ.ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Προαστίου -Ἑορδαίας τὴν 19-6-1983 μὲ ἄλλο τίτλο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...