Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 24, 2011

Η μοναδικότητα τῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας

Κόντογλου Φώτης





(Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν)

Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».

Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.

Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.

Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.

Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.

Ἀλλά, τοῦτοι οἱ καταργητές, αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν ἱερὴ παράδοση, (ποὺ ὁ θρίαμβός της εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας), θέλουν νὰ διδάξουν τί ἐστὶ Ὀρθοδοξία στὰ τέκνα τὰ γνήσια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοῦτοι οἱ πονηροὶ καθηγηταὶ εἶναι χειροτονημένοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξώτατους Προτεστάντες δασκάλους τους! Ἀπ᾿ αὐτοὺς διδαχθήκανε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, κι ὄχι ἡ πεπαλαιωμένη κείνη Ὀρθοδοξία ποὺ διδάξανε οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς τὴν παραδώσανε, καὶ ποὺ βεβαιώσανε τὴ διδασκαλία τους μὲ τὴν ἁγιωσύνη τῆς ζωῆς τους.

Ἀπὸ τέτοιους καθηγητὲς περιμένει νὰ φωτισθεῖ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ πήγανε νὰ μάθουνε τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, κι ἀπὸ κείνους ποὺ καταξεράνανε μὲ τὴν ἄπιστη σοφία τους τὸ δροσόφυλλο δέντρο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πήγανε στὸ ἔρεβος τοῦ Μέλανος θεολογικοῦ Δρυμοῦ, γιὰ νὰ φέρουνε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὸν λαὸ ποὺ τὸ κήρυξε στὰ ἔθνη, αὐτοὶ ποὺ ἀφήσανε τὰ ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πυρπολήσανε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πήγανε στὰ παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, γιὰ νὰ φέρουνε σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἔθρεψε ἐπὶ αἰῶνες τὸ μάνα τῆς παράδοσης, τὴν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης. Αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία ἐν ὀνόματι τῶν ἁγίων Πατέρων Χάρνακ, Στράους, Ρενὰν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἁγιασάντων!!

Τόσο ἀφιονισθήκανε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ ἀφιόνι τῆς Δύσης, ὥστε νὰ γίνουνται μαθητὲς κι ἀκροατὲς σὲ τέτοιους δασκάλους, ποὺ διαφημίζουνε πὼς τοὺς φέρνουνε μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ σπίτια, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ πλυντήρια;

Αὐτοὶ οἱ ἐπιστημονικοὶ θεολόγοι καὶ νεορθόδοξοι δὲν θὰ εἶναι παράξενο νὰ ὑποστηρίζουνε κάποτε, ἐπιστημονικῶς, πὼς κατὰ λάθος γράφηκε ὅτι οἱ Πατέρες ποὺ διδάξανε στὸν κόσμο τὸν Χριστιανισμὸ γεννηθήκανε ἐδῶ στὴν Ἀνατολή, καὶ πὼς κατόπιν τῶν νέων ἐρευνῶν τῆς ἐπιστήμης ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ μὲν Βασίλειος γεννήθηκε στὴν σεπτὴν Φραγκφούρτη, ὁ Χρυσόστομος στὴν ἁγίαν πόλιν τοῦ Μονάχου, τὴν νέαν Σιών, ὁ Γρηγόριος στὸ ἱερὸν Ἀμβοῦργον, ὁ Ἀντώνιος πὼς ἀσκήτεψε παρὰ τὴν Βαλτικὴν θάλασσαν, κ.λπ.

Ὅσον γιὰ τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, ποὺ εἴπαμε παραπάνω, ποῦ νὰ καταδεχτοῦνε νὰ τὸν γράψουνε στὰ σοφὰ συγγράμματά τους, ἕναν ἄξεστον καὶ ἀπαίδευτον τουρκοκαλόγηρον, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν περιορισμένη διάνοια, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Βαρσανούφιος, Νεῖλος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Νικήτας Στηθᾶτος, Γρηγόριος Σιναΐτης, κι οἱ ἄλλοι φανατικοὶ καὶ μισαλλόδοξοι ἀνατολίτες.

Ἡ σημερινὴ «θεολογικὴ ἐπιστήμη», λένε οἱ ἐξ Ἑσπερίας φωτοδόται, ἐσυγχρονίσθη εἰς τὰς πολιτισμένας χώρας, καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἔρευνάν της ὑπὸ τῶν πορισμάτων τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, τῆς βιολογίας, γεωλογίας, τῆς ἀστρονομίας κ.λπ. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν ἐπιστημονικῶν θαυμάτων, τῶν πυραύλων, τῶν σπούτνικ. Εἰς τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα προβάλλουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, τί εἶναι εἰς θέσιν ν᾿ ἀπαντήσουν οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι γέροντες τῆς ἐρήμου, οἱ ζήσαντες ἐν σπηλαίοις ὡς οἱ τρωγλοδῦται, καὶ εἰς μίαν ἐποχὴν καθ᾿ ἣν ἐβασίλευεν ἡ βαρβαρότης, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ νοσηρὰ δεισιδαιμονία;

Ποιὰ θρησκεία λοιπὸν παραμορφώθηκε σὲ τέτοιον ἀπίστευτον βαθμό; Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἔφερε τὴν ἀλήθεια, ἁπλή, καθαρὴ σὰν κρύσταλλο, καὶ ποὺ γλύτωσε τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν πολύπλοκη καὶ μπερδεμένη ψευτιὰ τῆς γνώσης, αὐτὴ ἡ θρησκεία ἔπεσε πάλι στὰ πονηρὰ συστήματα ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς εἶναι κλέφτες καὶ ληστὲς ποὺ ληστεύουνε τὶς ψυχές.

Αὐτοὶ δὲν μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ἀπὸ τὴ θύρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ πηδᾶνε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μάντρα, καὶ παρουσιάζουνται σὰν ποιμένες, ἐνῶ εἶναι ληστὲς καὶ κλέφτες.

Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Εἶναι τοῦτοι οἱ λαοπλάνοι, ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός.

Ναί. Αὐτοὶ εἶναι οἱ κλέφτες κι οἱ ληστὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πὼς ἀνεβαίνουνε ἀπ᾿ ἀλλοῦ καὶ μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν μπαίνουνε ἀπὸ τὴ θύρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ θέλουνε νὰ ξεγελάσουνε τὰ ἀθῶα τὰ πρόβατα ποὺ ζοῦνε μὲ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ ποὺ γνωρίζουνε καλὰ τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.

Μίλησα γιὰ τὶς ξένες χῶρες ποὺ σπουδάζουνε οἱ θεολόγοι μας. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ εἶναι ἀγαθὴ γῆ καὶ καλοδεχτική, γιὰ νὰ φυτρώσει μέσα τους ὁ σπόρος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλὰ οἱ δικοί μας ποὺ πηγαίνουνε νὰ σπουδάσουνε ἐκεῖ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀντὶ νὰ μεταλαμπαδεύουνε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τοῦ Προτεσταντικοῦ ὀρθολογισμοῦ, φέρνουν ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς, στὴ φυλὴ ποὺ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, τὸν παραμορφωμένον ἐκεῖνον Χριστιανισμό, πιθηκίζοντας τὰ ξένα κι ἀποθεώνοντάς τα, ὅπως ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητὴς λέγει, πὼς κάνανε οἱ Ἕλληνες τῆς παρακμῆς στὸν καιρό του: «Ἕλληνες ἐν θαύματι τιθέασι τ᾿ ἀλλότρια, ἢ τὰ οἰκεῖα».

«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὅντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. Θ´, 39).

«Ἦλθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, λέγει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοῦνε τὸ φῶς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε, καὶ γιὰ νὰ τυφλωθοῦνε ὅσοι βλέπουνε».

«Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουνε τὴν ὑπερήφανη ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ τῆς θρησκείας, ὅπως ἡμεῖς ποὺ πιστεύουμε μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ Πατέρες, διατηρώντας μὲ εὐλάβεια ὀλότελα ἀνάλλαχτον τὸν χαρακτήρα τῆς λατρείας, καὶ θεωρώντας πὼς εἶναι ἀσέβεια τὸ νὰ βάζουμε τὰ τῆς θρησκείας μας κάτω ἀπὸ τὴ δική μας κρίση. Ἤμαστε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, κι ὅπως τὰ πρόβατα ἐμπιστεύουνται στὸν τσομπάνη, κι ἐμεῖς ἐμπιστευόμαστε στὸν ἀρχιποιμένα τὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ποιμένας ποὺ διώρισε Ἐκεῖνος νὰ φροντίζουνε γιὰ τὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, ἤγουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Καί «ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουνε» εἶναι ὅσοι ἔχουνε τὴν περιφανῆ ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ θρησκευτικὰ πράγματα, ἐπειδὴ σπουδάσανε σὲ κάποια μεγάλα σχολεῖα τῆς Εὐρώπης, ἐκεῖ ποὺ διδάσκουνε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία μιὰ κοσμικὴ γνώση, ὅπως εἶναι ἡ γιατρική, ἡ μηχανικὴ κ.λπ.

Αὐτοὶ λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἐρευνοῦνε καὶ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας, κι ἄλλα παραδέχουνται, ἄλλα δὲν τὰ παραδέχουνται, ἐπειδή, κατὰ τὴν κρίση τους, δὲν εἶναι σωστὰ ἀλλὰ εἶναι γεννήματα τῆς ἀμάθειας, κι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ν᾿ ἀλλάξουνε, γιατὶ παληώσανε, μὴν πιστεύοντας πὼς εἶναι ἀνάλλαχτα κι αἰώνια, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουνε πὼς προέρχουνται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τοῦτοι λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἤγουν «οἱ οἰόμενοι βλέπειν», τυφλώνουνται, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, σὲ καιρὸ ποὺ κάνουνε τὸν καθηγητὴ καὶ τὸν ὁδηγό. Κι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά τους, κοιτάζουνε «τοὺς μὴ βλέποντας», δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ παραδίνουνται σὰν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς χειροκροτήσει ἡ ἀμετασάλευτη πίστη τους στὴν ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς κοιτάζουνε λοιπὸν μὲ περιφρόνηση σὰν ἀμαθεῖς τυπολάτρες ποὺ ἔχουνε στενὴ ἀντίληψι τῆς θρησκείας.

Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ξενοσπουδασμένους θεολόγους, ἔβγαλε λόγο σὲ μιὰ ἐκκλησιά, κατὰ τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ γίνεται σὲ ἀνάμνησιν τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς νεωτεριστές. Φαντάσου λοιπόν, ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεωτεριστὲς νὰ γιορτάζει, πρῶτος καὶ καλίτερος, γιὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς ὁμοίους του, καὶ νὰ βγάζει καὶ λόγο, γεραίροντας αὐτὸν τὸν θρίαμβο.

Ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε τότε κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῶν εἰκονομάχων, καταδικαστήκανε ὅλοι μαζὶ οἱ ἀνίεροι νεωτεριστές, ποὺ ἐπιχειρήσανε κι ἐπιχειροῦνε νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο κι ἀκομμάτιαστον χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡστόσο, ὁ καλόβουλος αὐτὸς θεολόγος, ποὺ εἶναι κι ἱερωμένος, συμβίβασε τὴν Ὀρθοδοξία με τοὺς νεωτερισμούς. Στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτούργησε καὶ κήρυξε ὁ νεωτεριστὴς Ὀρθόδοξος, οἱ εἰκόνες κι ἡ μουσικὴ ἤτανε εὐρωπαϊκές, ἀντιορθόδοξες. Κι ἡ λειτουργία, σὲ πολλὰ παραμορφωμένη ἐπὶ τὸ νεωτεριστικώτερο, τὸ ὕφος δυτικό, ἡ ἀτμόσφαιρα χωρὶς τίποτα σχεδὸν Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο.

Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος, πρόθυμα, θὰ ἔβγαζε πολλὰ περιττὰ ἀπὸ τὴ λειτουργία, θὰ ἔκοβε τὰ γένειά του, θὰ ἄλλαζε τὰ ἄμφιά του μὲ πολιτικὰ ροῦχα, θὰ καταργοῦσε τὰ κεριά, τὸ λιβάνι, τὰ καντήλια, τὰ πάντα, «ὡς ἐπουσιώδη», ὅπως συμπεραίνει κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγο του.

Κατὰ βάθος ἴσως νὰ ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα καὶ τοὺς Πατέρας ποὺ θεσπίσανε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ θὰ τὄλεγε, ἂν δὲν φοβότανε τὸν «ὄχλο». Γιατὶ, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε ἡ νίκη τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας κατὰ τῆς ὑψηλῆς καὶ εὐρείας ἀντιλήψεως τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία, κατ᾿ αὐτόν, εὑρίσκεται μέσα στὰ κεφάλια τῶν καθηγητῶν ποὺ εἶχε στὴν Εὐρώπη.

Γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὅμοιούς του δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μακάριζε τὶς ἁπλὲς ψυχές, λέγοντας στοὺς Ἀποστόλους πὼς εἶναι μακάριοι γιατὶ ἀξιωθήκανε, αὐτοὶ οἱ ψαράδες, νὰ δοῦνε καὶ νὰ νοιώσουνε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ θελήσανε νὰ τὰ δοῦνε σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν μπορέσανε γιατὶ τὰ ἔκρυψε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ναί, τὰ ἔκρυψε, γιατὶ δὲν ἤτανε ἄξιοι νὰ τὰ δοῦνε, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ψεύτικη σοφία τους.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία τῶν ἁπλῶν ψυχῶν κι ὄχι τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἐπιστημόνων, δηλ. ἐκκλησία ὅπως τὴ θέλησε ὁ Χριστός. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας δὲν χρειάζεται σπουδασμένους θεολόγους, ἀλλὰ ἱερεῖς ποὺ νὰ ὑπηρετοῦνε τὸν Θεὸ «ἐν ἀφελότητι καρδίας». Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἔγραφα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου τὰ παρακάτω λόγια: «Τοῦτο τὸ γραΐδιο ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ στέκεται σὰν κουρούνα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, εἶναι ψυχὴ χιλιάδων χρονῶν καὶ ξέρει ἀπὸ ποῦ βαστᾶ καὶ ποῦ πάει, καλίτερα ἀπὸ τὸν κάθε λιμοκοντόρο ποὺ σπουδάζει στὰ Παρίσια» (Ταξίδια, ΜΗΛΟΣ). Ὁ εὐσεβὴς λαός μας διψᾶ γιὰ ἁγιότητα, κι ὄχι γιὰ ἐπιστημονικὲς θεολογίες.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἔζησε πάντα μέσα στὴν ἁπλότητα ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ εὐρωπαϊκὲς ὀργανώσεις ποὺ λέγουνται Ἐκκλησίες, ξεπέσανε στὰ πολύπλοκα συστήματα τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἰδοὺ τί ἔγραφε γιὰ τοὺς παπιστὲς ἕνας Πατριάρχης, ποὺ σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς κακούργους δυτικούς: «Ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν (δηλαδὴ κοσμική, θύραθεν), ἔχομεν, χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην, τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Ἂν εἶχε βασιλεύση ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται, καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν των, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἐθέλω ὀμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».

Ἄκοῦς θεολόγε ξενοσπουδασμένε, τί λέγει ὁ Πατριάρχης στοὺς δασκάλους σου τοὺς πολύξερους; «Τὴν σοφία σου δὲν τὴν θέλω, ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».

Τέτοιοι εἶναι οἱ Ὀρθοδοξοι Χριστιανοί. Τέτοιοι εἶναι οἱ λέοντες τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὴ μωρία τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ τοὺς ὀνομάζεις ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου τυπολάτρες καὶ στενοκέφαλους. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι σὰν κι ἐσένα «μαθόντες» στὰ Πανεπιστήμια, ἀλλὰ ποὺ εἶναι «παθόντες τὰ θεῖα», κατὰ τὸν θεωρητικότατον ἅγιον Διονύσιον, αὐτοὺς ποὺ δὲν χωρίζουνε τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν τῦπο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ τὴν ζοῦνε σὰν ἕνα πράγμα ἀτόφιο, αὐτοὺς ἔρχεσαι νὰ διδάξεις, ἀντὶ νὰ διδαχθεῖς ἐσὺ ἀπ᾿ αὐτούς;

Πλέκεις ἕνα ρητορικὸ ἐγκώμιο τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τυποποιημένο ὕφος ποὺ ἔχουνε οἱ παρόμοιες ὁμιλίες, καὶ ἐξυμνεῖς «τὰ χρυσορρήμονα στόματα», «τὴν ζωοποιὸν δύναμιν τοῦ λαοῦ μας», «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας». Ἀλλά, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ρίχνεις καὶ τὸ ὕπουλο καὶ φαρμακερὸ σύνθημα, λέγοντας: «Προσοχὴ ὅμως! Δὲν πρέπει νὰ παρεξηγήσωμεν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας οὔτε νὰ ὑποβαθμίσωμεν τὴν ἀξίαν Της. Ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας μας δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῆς καθορισμένης τεχνοτροπίας, οὔτε μὲ τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν ποιότητα μουσικῶν ἤχων, μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς».

Μὲ ἄλλα λόγια θέλεις νὰ πεῖς πὼς τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἄσχετο μὲ τὰ ἔργα τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἁγιογραφίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἐπὶ αἰῶνες. Πὼς αὐτὰ εἶναι κάποια συμβατικὰ στολίδια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πρέπει νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε, δηλαδὴ κάποιο φόρεμα ποὺ πάλιωσε, καὶ πὼς πρέπει νὰ τῆς φορέσουμε ἄλλο, καινούργιο.

Ἀληθινά, μοναχὰ ἕνας «ἐπιστημονικός» θεολόγος μπορεῖ νὰ ἔχει τόσο λίγη εὐαισθησία καὶ τόση ψυχικὴ ἀμορφοσιά, μ᾿ ὅλα τὰ πτυχία τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ λέγει τέτοια ἀσύστατα πράγματα! Μοναχὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ἡ θερμὴ αἴσθηση τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ποὺ τὴν ἔχει ξεράνει ὁ χιονιᾶς τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ψυχὴ ποὺ τὴν στέγνωσε ἡ πρακτικὴ βορεινὴ μεθοδολογία, καὶ γιὰ νὰ πῶ μ᾿ ἕναν σύντομο λόγο, ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ὁλότελα ἡ βλογημένη καὶ δροσερὴ πνοὴ ποὺ λέγεται ποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, κι ἡ κατάνυξη ποὺ τὴν μεθᾶ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, μιὰ τέτοια ψυχὴ μοναχὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ νὰ γράψει παρόμοια λόγια.

Ἀλλά, πρῶτα-πρῶτα, τί γνωρίζεις Πανοσιολογιώτατε, ἀπὸ τέχνη, καὶ μιλᾶς μὲ τέτοια κατηγορηματικότητα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ τὰ ἔργα της; Ξέρουμε πὼς ἐσὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς λιθογραφίες ποὺ κρέμουνται στὰ κορνιζοπωλεῖα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, κι ἀπὸ τὶς ἐλεεινὲς χαλκομανίες... Μὲ ἄλλα λόγια, πὼς βρισκόσαστε στὸ νηπιαγωγεῖο τῆς ζωγραφικῆς.

Τὸ ἴδιο καὶ στὴ μουσική. Μ᾿ ὅλο ποὺ κάνετε τοὺς μοντέρνους καὶ τοὺς συγχρονισμένους, δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς ζακυνθινὲς βαρκαρόλες καὶ τὰ πρίμα-σεγκόντα τῆς Πλάκας. Τὸ πολὺ-πολύ, νὰ ἐνθουσιασθῆτε ἀπὸ τὴν αἰσθηματικὴ γεροντοκόρη Νόρμα τοῦ Μπελλίνι.

Μ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ σπουδαῖα ἐφόδια, δηλαδὴ μ᾿ αὐτὴ τὴν παιδαριώδη καὶ οἰκτρὴ αἰσθηματολογία, ἐπιχειρεῖς νὰ κρίνεις τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἔχουνε καταπλήξει σήμερα τὸν κόσμο; Κι ἡ τεχνικὴ κατάρτισή σου εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ νὰ μιλᾶς τόσο ἄπρεπα γι᾿ αὐτά; λέγοντάς τα «συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας;».

Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ εἰκονίσματα προσκυνούσανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Φώτιος, ὁ Παλαμᾶς, κι ἀπ᾿ αὐτὰ φούντωνε μέσα τους ἡ φλόγα τῆς πίστης. Αὐτὰ τὰ ἔργα κάνανε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, τὸν ἄξιο ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ χύνει δάκρυα κατανύξεως, καὶ τὸν Χρυσόστομο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ νὰ προσευχηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει κρεμασμένο στὸ κελλί του τὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Παύλου, ποὺ τὸ ἀσπαζότανε κι ἔκλαιγε. Αὐτὰ τὰ ἔργα ἔβλεπε ὁ Μέγας Φώτιος νὰ καταστολίζουνε τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ σκιρτοῦσε ἀπὸ θεῖον οἶστρο, καὶ τὰ ἐγκωμίαζε στὶς ὁμιλίες του. Ναί, αὐτὰ τὰ ἔργα μᾶς παραδώσανε, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, οἱ μεγάλοι Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ προσκυνοῦμε στὸν αἰῶνα, ὅσο θὰ ἔχουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γιατὶ δὲν εἶναι ἕνα φόρεμα φθαρτό, ποὺ τῆς τὸ φορέσαμε μιὰ φορὰ καὶ ποὺ πάλιωσε, καὶ ποὺ θέλετε ἐσεῖς οἱ νεωτεριστὲς νὰ τ᾿ ἀλλάξετε, ἀλλὰ εἶναι στολὴ ἄφθαρτη, ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ ὑπάρχει στολισμένη στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι περισσότερο ἀπὸ στολὴ ἄφθαρτη. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἁγιασμένο σῶμα της, ποὺ τὸ φόρεσε, ὅπως ὁ Χριστὸς τὸ δικό του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴ δοῦμε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ» με τὰ σαρκικὰ μάτια μας, καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνή της μὲ τὰ σαρκικὰ αὐτιά μας.

Κι ἐσύ, ὁ ἱερεύς, ἀντὶ νὰ σκύψεις καὶ νὰ προσκυνήσεις τὶς ἅγιες εἰκόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα ποὺ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀναστήλωσή τους, καὶ νὰ παρακινήσεις καὶ τοὺς ἄλλους, σὰν ἱερωμένος, νὰ τὶς ἀσπασθοῦνε, σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ σείσθηκε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κι ἔκλαψε ἀπὸ χαρὰ γιατὶ οἱ περιπόθητες εἰκόνες ρίξανε πάλι τὴ λάμψη τους στὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδοξων, σήμερα βρῆκες τὴν εὐκαιρία νὰ ρίξεις τὸ δηλητήριο, λέγοντας πὼς αὐτὰ περάσανε, πὼς αὐτὰ τὰ ἱερὰ ἔργα εἶναι «μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς», πὼς πρέπει δηλ. νὰ τὰ κατεβάσουμε, (σήμερα, ποὺ γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωσή τους!), καὶ νὰ βάλουμε στὴ θέση τους ἄλλα, μοντέρνα, φράγκικα, τῆς ἀρεσκείας σου.

Ἀλλά, καλίτερα νὰ ἔλεγες νὰ μὴ βάλουμε τίποτα. Τουλάχιστον θὰ ἤσουνα ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, μ᾿ ὅλον ποὺ θὰ ἤσουνα ὁ χειρότερος, γιατὶ διάλεξες τὴν Κυριακή της Ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων γιὰ νὰ κάνεις τὸ ὕπουλο κήρυγμα τῆς νέας εἰκονομαχίας. Αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία. Εἶναι εἰκονομαχία κρυμμένη κάτω ἀπὸ τη ψεύτικη εἰκονολατρευτικὴ προσωπίδα.

Σ᾿ ἕνα ἐξαίσιο βιβλίο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴ σημασία τῆς Εἰκόνας ὁ ὀρθοδοξώτατος καὶ εὐσεβέστατος Λεωνίδας Οὐσπένσκης, καθηγητὴς τῆς εἰκονογραφίας στὸ Ὀρθόδοξο Ρωσσικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Γαλλίας (τέτοιοι καθηγητὲς εἶναι σεβαστοί, γιατὶ εἶναι ἐχθροὶ τῶν ὑπόπτων νεωτεριστῶν), λέγει τὰ παρακάτω λόγια: «Τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων, κατὰ τὸν η´ καὶ θ´ αἰῶνα, μέσα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της, ἡ Ἐκκλησία ὑπερασπίσθηκε τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ «Θεὸς γέγονεν ἄνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει ὁ σκοπὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ «ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός». Ἡ σημερινὴ εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύουνται οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία της. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὴν Εἰκόνα τὴν θεωροῦνε σὰν κάποιο πράγμα δευτερεῦον. Μοναχὰ ὁ λόγος, τὸ κήρυγμα, κρίνεται πὼς εἶναι ἀρκετὸ ὅπως κάνουνε οἱ Προτεστάντες. Ξεχνᾶνε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μοναχὰ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ Εἰκὼν τοῦ Πατρός... Ἡ Εἰκόνα, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ποὺ μᾶς δίνει μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση ἢ μᾶς κινεῖ τὴν ἐπιστημονικὴ περιέργεια, ἀλλὰ ἔχει μιὰ θεολογικὴ ἔννοια. Ὅπως ἡ κοσμικὴ τέχνη παριστάνει τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τὴν βλέπει κάθε τεχνίτης, ἡ Εἰκόνα παριστάνει τὴν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».

Βλέπει λοιπὸν κανείς, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πόσα πράγματα σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ προσεγγίζουν μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ μὲ δέος τὰ ἔργα της, καὶ μὲ πόσον ζῆλο ἀγωνίζονται γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ἱερῆς παράδοσης, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πόση ἀμάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι τόσο σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουνε κάποιοι, ποὺ μὲ ἐλαφρὴ κι ἀνύποπτη συνείδηση, ἀποφθέγγονται γι᾿ αὐτά, ὡς ἀπὸ τρίποδος, καὶ μολονότι εἶναι θεόγυμνοι ἀπὸ κάθε ἰδέα τέχνης, καὶ βρίσκουνται σὲ πρωτόγονη κατάσταση, ἔχουνε τὸ θράσος, συνεργούσης καὶ τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς πνευματικῆς ὑποταγῆς στὰ θεότυφλα Πανεπιστήμια ποὺ τοὺς δώσανε τὰ διπλώματα, ἔχουνε λοιπὸν τὸ θράσος νὰ δογματίζουν, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καὶ τῆς «ἐπιστημονικῆς θεολογίας», καὶ νὰ ὑποδεικνύουν μὲ τί ἔργα πρέπει νὰ στολισθοῦν οἱ ναοί μας, γιὰ νὰ εἶναι συγχρονισμένοι, γιὰ νὰ μοιάζουνε δηλαδὴ μὲ τὰ ἀρχοντοχωριάτικα σπίτια τους, ποὺ φανερώνουνε τὴν πιὸ φρικτὴ ἀκαλαισθησία. Ἀφοῦ δὲν ἔχουν, οἱ δυστυχεῖς, μήτε τὴν συνηθισμένη εὐαισθησία, στὰ σπίτια τους, στὰ γραφεῖα τους, στὰ βιβλία τους, σὲ ὅλα τους, ποὺ βασιλεύει ἐπιδεικτικὰ ἡ πιὸ ἀηδιαστικὴ ἀκαλαισθησία, θέλουνε νὰ γίνουνε οἱ ὁδηγοὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ποὺ εἶναι ἄβυσσοι μυστηρίου κι οἱ πιὸ ἀποκαλυπτικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ἀξιώθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνέκφραστο. Καὶ μάλιστα, αὐτοὶ ποὺ ἰκανοποιοῦνται μὲ τὶς κοκκινοπράσινες λιθογραφίες καὶ μὲ τὰ ἰταλικὰ ναπολιτάνικα τραγούδια, ξεστομίζουν πὼς εἶναι ἄτεχνες καὶ κατώτερες ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις των (!!) οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες μὲ τὴν βαθύτατη ἱερατικότητα, καθὼς καὶ τὰ ἀριστουργήματα τῆς μυστικῆς μουσικῆς, ποὺ κάνουν ν᾿ ἀπορήσουν ὅσους ἔχουν πνευματικὲς κεραῖες γιὰ νὰ τ᾿ ἀντιληφθοῦν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφουνται αὐτὰ ποὺ γράφω, ἐκτιμοῦν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τὴ γνώμη τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὰ δικά μας πράγματα, ἀναφέρω πὼς ὁ μέγας μουσικὸς SΑΙΝΤ SΑΕΝS κι ὁ διάσημος συγγραφεὺς Ἀλέξανδρος Δουμᾶς, ἐγκωμιάσανε τὴ βυζαντινὴ μουσική μας.

Ἀλλά, τί νὰ νοιώσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς κεραῖες, ποὺ δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴν παντογνωστικὴ δύναμη ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, κι ἡ βλογημένη ταπείνωση, ἡ ὁποία δὲν θέλει νὰ στήσει τὸ θέλημά της ἀπάνω ἀπὸ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παράδοση; Πῶς νὰ ὑψωθεῖ στὴν ὑπερούσια γνώση, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ταπεινώθηκε ἀληθινά; Πῶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ ἰδεῖ τὰ μυστήρια της, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρνήθηκε, μαζὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γνώση, «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», μαζὶ μὲ τὴν οἴηση ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ γνώση, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος; «Τὰ γὰρ μυστήρια τοῖς ταπεινόφροσιν ἀποκαλύπτεται». Ἀλλά, ἂς κρίνουμε τὰ γραφόμενα τοῦ ἱερωμένου ποὺ ἔγραψε κι εἶπε αὐτὴ τὴν ὁμιλία μὲ τὸν παραπλανητικὸ τίτλο «Θεματοφύλακες τοῦ Θριάμβου», ἂς κρίνουμε λοιπὸν τὰ λεγόμενα αὐτοῦ τοῦ «θεματοφύλακος» ποὺ ἐκτιμᾶ τόσο λίγο αὐτὰ ποὺ λέγει πὼς φυλάγει, ἂς τὸν κρίνουμε μὲ κάποια μέτρα ποὺ εἶναι πιὸ χεροπιαστὰ καὶ ποὺ τὰ νοιώθει ὁ καθένας:

Ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, πλέκει τὸν ὕμνο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐγκωμιάζει «τὴν κληρονομίαν τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον» (Α´ Πέτρ. α´, 4), μὲ τὴν ὁποίαν «ἐγαλουχήθησαν αἱ γενεαὶ τῶν Πατέρων μας», καθὼς καὶ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας» (τῆς Ὀρθοδοξίας), μαζὶ μ᾿ αὐτά, τὴν ἴδια στιγμή, λέγει πὼς κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας εἶναι μαραμένα καὶ ξερά, ἐννοώντας τὴ θεοδώρητη λειτουργικὴ εἰκονογραφία γιὰ τὴν ὁποία λέγει πὼς εἶναι «συνδυασμὸς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας», καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἐξαίσια ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ποὺ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του ἄξεστους φραγκολάτρες εἶναι: «ποικιλία καὶ ποιότης μουσικῶν ἤχων μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση εἰκονογραφία καὶ μουσικὴ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦν, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶναι βάναυσα κι ἀνυπόφορα γιὰ ἀνθρώπους σοφοὺς κι εὐρωπαϊσμένους, ποὺ ἔχουνε γιὰ ἀριστουργήματα τὰ παιδιακίσια κάρτ-ποστάλ, ποὺ τὰ λένε οἱ Γάλλοι SAINT SULPICE, (ἐπειδὴ τὰ πουλᾶνε στὴν πλατεία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας), καθὼς καὶ τὰ ἀνάλατα μουσικὰ κατασκευάσματα, τύπου «Ἀνθισμένης ἀμυγδαλιᾶς», φτάνει νὰ λέγουνται μὲ πρίμο καὶ μὲ σεγκόντο! Ὤ! Ἀληθινά, μοναχὰ οἱ σοφοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ ποῦν τέτοιες ἐπιστημονικὲς ἀνοησίες. Κι ἀντὶ νὰ κρύψουνε τὴν ἀμάθειά τους, οἱ τέτοιοι φωστῆρες, θέλουν νὰ κάνουνε καὶ τὸν προφέσορα!

Ἂς μᾶς ἐξηγήσει λοιπὸν ὁ προκείμενος δύσκολος κριτὴς τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ἔχει κἂν ἰδέαν ἀπὸ τὸ τί θὰ πεῖ λειτουργικὴ καὶ τί μὴ λειτουργικὴ τέχνη, ἂς μᾶς ἐξηγήσει ποιὰ εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὰ «ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λειτουργίας», καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μαραμένα. Μήπως «τὰ ἀμάραντα» εἶναι, κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώμη του, μοναχὰ οἱ ὁμιλίες τῶν Πατέρων, ποὺ θὰ τὶς ἐκτιμᾶ σὰν ρητορεῖες, καὶ ἡ ὑμνολογία, χωρὶς ὅμως τὴ μουσική, ἐπειδὴ τὸν θαμπώνει τὸ κλασικὸν κάλλος τῶν ἰάμβων, ἀπὸ προγονοπληξία; Γιατὶ, τί ἄλλο μποροῦνε νὰ εἶναι «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς λατρείας»;

Ὥστε ἔχουμε μέν, κατὰ τὸν γλαφυρὸν ὁμιλητὴν τῶν κοινοτοπιῶν τοῦ ἄμβωνος, «ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κρατήσουμε γυμνὰ ἀπὸ τὴν μουσική τους, ἐπειδή, κατὰ τὴ γνώμη του αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι «μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Σάμπως τὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας δὲν εἶναι μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς, καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ ντύσουμε, αὐτὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας, μὲ ἄλλο μουσικὸ φόρεμα τῆς ἐποχῆς μας, ἤγουν μὲ τὴν ἀνθισμένην ἀμυγδαλιά, μὲ βαρκαρόλες, καὶ τὰ παρόμοια. Δηλαδή, ἔχουμε κι ἐδῶ ἕναν ἄλλον Σοῦτσο ποὺ ἔλεγε γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ πὼς ἤτανε «ἰδέαι πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι», κι ἤθελε νὰ τὸν πάρει κοντά του ὁ Σολωμὸς νὰ ράβει αὐτὸς τὰ πλούσια ροῦχα γιὰ νὰ ντύνει τὶς ἰδέες τοῦ Σολωμοῦ. Ἐδῶ μάλιστα, ὁ προκείμενος ἐπιδιορθωτὴς τῆς ὑμνωδίας μας εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Σοῦτσο, γιατὶ θέλει νὰ ντύσει τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας μας, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἢ τὸ ἰαμβικὸ «Ἰμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὶ ἐξηρεύξατο», μὲ μουσικὴν τῆς Νόρμας τοῦ Μπελλίνι ἢ τῆς Τραβιάτας τοῦ Βέρντι! Λοιπόν, βλέποντες πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ συγγραφεὺς τῶν «Θεματοφυλάκων τοῦ Θριάμβου» ἀπὸ τὸν ποιητὴν Σοῦτσον, μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε· «Ἰδού, πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε! Ἰδού, πλεῖον Σολομῶντος ὧδε!»

Ἂν ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐννοεῖ τὴν ὑμνολογία, γράφοντας γιὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας», τότε τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ; Μήπως τὴν τελετουργικὴ διάταξη; Μὰ καὶ κείνη θέλει ἀλλαγὴ καὶ διόρθωμα, κατὰ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ὁμοίους του. Ἢ ἐννοεῖ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων; Μὰ αὐτὰ δὰ εἶναι ποὺ δὲν τὰ φέρνει ποτὲ στὸ στόμα του ὁ συγγραφεὺς κι οἱ ὅμοιοί του, ὡς πεπαλαιωμένα, ἐνῶ μεταφράζει τὸν Χόλτσνερ καὶ κάποια ἄλλα ψυχολογικὰ δοκίμια, σὲ καιρὸ ποὺ ἡ φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ τ᾿ ἄλλα Ὀρθόδοξα πατερικὰ συγγράμματα μεταφράζουνται στὶς ξένες γλῶσσες, καὶ γίνουνται πνευματικὴ τροφὴ τῶν λαῶν ποὺ προσκυνᾶνε οἱ δικοί μας νεωτεριστές, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Μήπως ἀκόμα γιὰ «ἀμάραντα ἄνθη» ἐννοεῖ ὁ ὁμιλητὴς τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ μικροτεχνία, ἡ ποικιλτική; Ἀλλὰ κι ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν νοιώθει περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι νοιώθει ἀπὸ εἰκονογραφία κι ἀπὸ ψαλμωδία, καὶ θὰ τὰ νομίζει κι αὐτὰ ὁλότελα συμβατικά, ἀσήμαντα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ χρήζοντα ἀλλαγῆς.

Μὲ λίγα λόγια, τὸ συμπέρασμα ἀπ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἀνιαρὴ ἀνάλυση τῆς ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ, εἶναι, ἂν κατάλαβα καλά, πὼς χτυπᾶ μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο, χωρὶς νὰ γνοιασθεῖ καθόλου ἂν συμφωνοῦν μεταξύ τους αὐτὰ ποὺ λέγει. Ἐκτὸς ἂν παραλογίζεται ἄθελά του.

Ἔχω ὅμως τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὰ λεγόμενά του φαίνεται πὼς ἐπιχειρεῖ πολὺ ἀδέξια νὰ κρύψει τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θέλοντας νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα, τὴν Ὀρθοδοξία με τὶς ἀντιορθόδοξες καινοτομίες, παρουσιάζοντας ἔτσι ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα. Ἀλλά, δὲν ἀκούει τί λέγει ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, ποὺ τὸν συχνοαναφέρει στὰ γραφόμενά του, ἀπὸ προτεσταντικὴ μίμηση, ὅπως φαίνεται: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες... Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαλ;»

Δὲν πιστεύω πὼς ἀδικῶ τὸν πανοσιολογιώτατον καθηγητήν. Μακάρι νὰ ἤτανε ἄλλη ἡ ἀλήθεια. Θὰ χαιρόμουνα πολὺ νἄβγαινα ψεύτης. Μὰ τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ νεωτεριστές, μαρτυροῦν ἀπὸ τὰ λόγια τους αὐτὸ τὸ ἀλλοπρόσαλλο κατάντημά τους: Οἱ ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες εἶναι προϊστάμενοι δὲν ἔχουνε τίποτα ποὺ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο. Εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὸν θερμὸ ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους. Ἡ ἁγιογραφία, ἡ μουσική, τὰ σκεύη, τὰ κηρύγματα, ἀκόμα, σὲ πολλά, κι ἡ ἀκολουθία, μυρίζουν προτεσταντικὴ μούχλα. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχροσχολαστική, ἀκατάνυκτη, χωρὶς ἐκείνη τὴ ζεστὴ μυστικοπάθεια ποὺ ἔχουνε οἱ γνήσιες ἐκκλησίες μας. Ἀκόμα καὶ τὰ κεριά, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλό, κι ἴσως τὸ πιὸ πνευματικὸ σύμβολο τῆς ψυχῆς ποὺ προσεύχεται μὲ ταπείνωση, ἀκόμα καὶ τὸ θυμίαμα ποὺ προσφέρνεται «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς», κι αὐτὰ ἀκόμα ἔχουνε καταργηθεῖ σὲ κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶπα. Ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρό τους, ἐκεῖ μέσα, τὸν κάνουνε πολὺ ἀραιά, μὲ πολλὴ οἰκονομία, ἢ καθόλου, παπάδες κι ἐκκλησιαζόμενοι. Ὅ,τι ποιητικὸ στοιχεῖο συντείνει στὸ νὰ νοιώσει κατάνυξη ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός, δὲν τὸ θέλουνε ἐκεῖνες οἱ παγωμένες καρδιές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τῆς σχολαστικῆς καὶ τῆς στενόψυχης ἠθικῆς. Γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα κατάξερο ἠθικὸ σύστημα, κατάλληλο γιὰ πρακτικὲς καὶ μικρολόγες σκοπιμότητες. Οὔτε ἀποκάλυψη φρικτῶν μυστηρίων, οὔτε εὐωδία τοῦ καινοῦ ἀέρος τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ εὐφροσύνη, οὔτε πυρπόλησις τῆς καρδίας, οὔτε μέθη ἀπὸ τὸν πνευματικὸν οἶνον, οὔτε χαρμολύπη, οὔτε δάκρυον κατανύξεως, οὔτε συντριβή, οὔτε κοινωνία τοῦ Παρακλήτου, οὔτε μυστικὴ ὅρασις καὶ ἀκοή, οὔτε ὑπὲρ αἴσθησιν αἴσθησις. Τίποτα!

Πῶς νὰ μὴν εἶναι λοιπὸν τόσο ψυχρὲς κι ἀκατάνυκτες οἱ ἐκκλησίες τους, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «ἡ καρδία ἔσωθεν ὁμοίως τοῖς ἐξωτέροις σχήμασιν ἐνδιατυποῦται»;

Τί σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ ἀνέκφραστα τραγούδια ποὺ ἀκούονται ἐκεῖ μέσα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, μὲ τὴν ἱερατικὴ γλώσσα τῆς ὑμνολογίας, μὲ τὸν σοβαρὸ χαρακτήρα τῆς προγονικῆς μας εὐσέβειας;

Ὤ! Τί βεβήλωση εἶναι αὐτή, νὰ μπαίνουνε οἱ μίμοι καὶ νὰ ἀσχημονοῦν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ κάποιες φωνὲς ποὺ γαργαλίζουν τὴ σάρκα τους; Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία σας, νὰ μὴν ἔχει ὁ ναὸς τίποτα ὀρθόδοξο; Ἡ πνευματικὴ γεύση σας τόσο πολὺ χάλασε, ὥστε κάθε τί ποὺ στάθηκε γιὰ τοὺς Ἁγίους ὁ οὐράνιος ἄρτος κι ὁ ὑπερούσιος οἶνος, νὰ σᾶς φαίνεται στυφὸ καὶ πικρό; Τὰ ἁγιασμένα ὁράματα καὶ ἀκούσματα, ποὺ εὐφράνανε μυριάδες εὐλαβεῖς ψυχές, ἐσεῖς δὲν τὰ κρίνετε ἄξια νὰ τὰ διατηρήσουμε, ἀλλὰ θέλετε νὰ τὰ ἀλλάξετε, καὶ νὰ βάλετε στὴ θέση τους τὰ μουγκρίσματα τῶν ζώων, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφυλισμένη ἐποχή μας;

Λέτε πὼς σεβόσαστε καὶ τιμᾶτε τοὺς Ἁγίους. Ἀλλὰ ποιοί μᾶς παρέδωσαν, μαζὶ μὲ τὴν πίστη, τὸν τρόπο τῆς λατρείας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες; Δὲν μᾶς τὰ παραδώσανε οἱ Πατέρες; Γιατί λοιπὸν δὲν τὰ σεβόσαστε καὶ δὲν τὰ τιμᾶτε;

Ἰδιαίτερα δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ μουσική της ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ ἡ μόνη ἱερατικὴ χριστιανικὴ μουσική. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔψελνε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους κι ὑμνοῦσε τὸν Θεό: «Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ μὲ τί εἴδους μουσικῆς ἄραγε ὕμνησαν; Ρωτῶ νὰ μοῦ πεῖς. Μήπως μὲ τὴ θεατρικὴ μουσικὴ ποὺ εἰσάγεις στὶς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μ᾿ αὐτή, λέγω τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία, ἢ μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ ἀνατολικὴ μουσικὴ ποὺ δὲν τὴν θέλεις, ποὺ τὴν θεωρεῖς βάρβαρη, ἐσὺ ὁ βάρβαρος καὶ βλάσφημος;

Ναί! Ἐδῶ δὲν εἶναι θολὲς καὶ ὀμιχλώδεις θεωρίες, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἄκουσες στὰ μουχλιασμένα Πανεπιστήμια. Ἐδῶ εἶναι καθαρὰ καὶ ἁπλὰ πράγματα: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος στὴν Ἀνατολή, καὶ δὲν γεννήθηκε, ὅπως θἄθελες, στὸ Παρίσι ἢ στὴ Στοκχόλμη ἢ στὴ Λόντρα. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα φτωχοχώρι τῆς Ἰουδαίας. Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε ἤτανε Ἀνατολίτικη. Κι ἡ μουσική, ποὺ μ᾿ αὐτὴ ὑμνοῦσε τὸν Θεό, ἤτανε κι αὐτὴ Ἀνατολίτικη, ἢ τὸ θέλεις εἴτε δὲν τὸ θέλεις.

Λοιπόν, γιατί δὲν τὴ καταδέχεσαι αὐτὴ τὴ μουσική, ἐσὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τὴ μουσικὴ ποὺ τὴν ἁγίασε ὁ Χριστός; Ἐγὼ φρίττω, δακρύζω, καταπλήττομαι, μόνο ποὺ συλλογίζουμαι πὼς μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικὴ ἔψελνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πὼς ἀξιονόμαστε κι ἐμεῖς νὰ τὴ ψέλνουμε ὅπως Ἐκεῖνος! Κι ἐσύ, ἀντὶ νὰ ἀγάλλεσαι, ἀντὶ νὰ νοιώθεις πνοὴ ἀθανασίας ἀπάνω σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θεαγάπητη μουσική, ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια δῶρα ὁποὺ βρίσκουνται φυλαγμένα μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς γεραρᾶς παραδόσεώς μας, ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, τὴν ἀπεχθάνεσαι, τὴν λὲς τούρκικη, δὲν τὴ νομίζεις ἄξια γιὰ τὰ ἁμαρτωλὰ στόματά μας!

Τέτοια τύφλωση, λοιπόν, παθαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὴ ματαιότητα καὶ ζητᾶ τὸ ψεῦδος.

Ὁ Θεὸς ἂς μὲ συγχωρήσει γιὰ ὅσα ἀναγκάσθηκα νὰ πῶ γιὰ ἕναν ὑπηρέτη του.

Κύριε, νά, εἶμαι μπροστά σου, καὶ κρίνε με. Ἐσὺ εἶσαι καρδιογνώστης καὶ ξέρεις τὴν πίκρα τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ παθαίνουν οἱ ἅγιες ἐκκλησίες σου. Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με. Ἐσὺ ποὺ ἐπέτρεψες στὸν Προφήτη Ἠλία, νὰ ἐξαγριωθεῖ ἀπὸ τὸν πύρινο ζῆλο ποὺ τὸν ἔκαιγε, Ἐσὺ ποὺ τὸν συγχώρεσες γιὰ τὴ φοβερὴ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε νὰ σφάξει τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ἐπειδὴ εἶδες πὼς ἤτανε ὁ μονώτατος δοῦλος σου ποὺ πίστευε σὲ Σένα, καὶ τὸν στεφάνωσες μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανο, καὶ τὸν ἅρπαξες ἀπάνω σ᾿ ἕνα ἁμάξι πύρινο καὶ τὸν πῆρες κοντά Σου μὲ τὸ σάρκινο κορμί του, δίχως νὰ δοκιμάσει θάνατο, Ἐσύ, Κύριε, εὔσπλαχνε καὶ δίκαιε, συγχώρεσε κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. Γιατὶ Ἐσὺ ἄνοιξες τὸ στόμα μου, ὅπως ἄνοιξες τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὴ βεβήλωση τοῦ οἴκου σου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ματαιότητας.

Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.

Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Φώτης Κόντογλου,
Μεγάλη Παρασκευή, 1960

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η δύναμις του Χριστού (Κυριακή Α΄ Λουκά)

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 16/9/2011
Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Μεγάλες ἦταν οἱ δυσκολίες τῶν Ἀποστόλων στό ἔργο τους, δίχως νά ἔχουν τήν παραμικρή συμπαράσταση ἀπό τούς ἄρχοντες τῶν περιοχῶν, ὅπου ἔδρασαν. Θά ἔλεγα ὅτι πάντα εἶχαν ἀντιδράσεις καί ἀπειλές, χωρίς ποτέ οἱ ἴδιοι να βλάψουν κάποιον. Καί ὅμως τά ἀποτελέσματα τῶν αἱματηρῶν κόπων τους ἦταν θεαματικά καί δυσεξήγητα ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς εἰδωλολατρίας καί τούς διεστραμμένους ἐκπροσώπους τῶν θρησκειῶν, πού ἐπικρατοῦσαν. Ποῦ ὀφειλόταν λοιπόν αὐτή ἡ ἐπιτυχία; Πῶς τά κατάφεραν οἱ ταπεινοί ψαράδες στό ἐπάγγελμα, νά ἁλιεύσουν μέ μόνο το κήρυγμα χιλιάδες ἀνθρώπους καί νά τούς ὁδηγήσουν στον Χριστό; Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὉΘεός πού εἶπε: “Μέσα ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει τόφῶς”, αὐτός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε να γνωρίσουμε τήν δόξα του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ... Ἀλλά ἐμεῖς πού ἔχουμε αὐτόν τόν θησαυρό εἴμαστε σάν πήλινα δοχεῖα, ὥστε νά γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἀπό ἐμᾶς.Ἄν καί μᾶς πιέζουν ἀπό παντοῦ, δέν μᾶς καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ὅμως δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεός ὅμως δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μά δέν χάνουμε τόν ἀγώνα. Συνεχῶς ὑποφέρουμε σωματικά μετέχοντας ἔτσι στό θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ στό πρόσωπό μας ἡ ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ».

Ἡ δύναμη προέρχεται ἀπό τό Χριστό, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τούς ἀνθρώπους γιά τό σπουδαῖο ἔργο τοῦ κηρύγματος. Δίνει δύναμη στούς ἀδυνάμους, ἐνθαρρύνει τούς δειλούς καί ἀπογοητεύει παράλληλα τούς ἀντιπάλους, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι μποροῦν νά ἐμποδίσουν τή διάδοση τῆς διδασκαλίας του.

Οἱ χριστιανοί πρέπει νά ἔχουν ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί ποτέ νά μή διακόπτουν τόν πνευματικό τους ἀγώνα. Νά ξεπερνοῦν ὅλα τά ἐμπόδια καί νά μή θεωροῦν τίς ὅποιες ἐπιτυχίες τους ὡς δικά τους κατορθώματα, ἀλλά ταπεινά νά τίς ἀποδίδουν στόν Χριστό, πού ἀναπληρώνει τά ἐλλείποντα καί δυναμώνει τούς καλοπροαίρετους πνευματικούς ἀγωνιστές

Μητροπολίτου Αυγουστίνου Καντιώτου ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΕΥΛΟΓΙΑ

Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΕΥΛΟΓΙΑ

ΚΥΡΙΟΣ-ΤΩΝ-ΔΥΝΑΜΕΩΝ-ιστ.«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Ἔτσι ἀρχίζει, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς μᾶς καλεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἐποχή, ποὺ ἐπάνω ἐδῶ στὸ φλοῦδι τῆς γῆς ἔζησε ἐκεῖνος, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν θὰ φθάσῃ τὸ ὕψος του· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Μερικοὶ λένε· Ἄχ νὰ ζοῦσα στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ! νὰ τὸν ἔβλεπα, νὰ τὸν ἄ­κουγα, ν᾽ ἀπολάμβανα τὶς εὐεργε­σίες ποὺ σκόρ­πιζε!… Ἀλλὰ στὴν Ἐκ­κλη­σία ὄχι μόνο τὸν ἀ­κοῦμε, ὄχι μόνο τὸν βλέπουμε μὲ τὰ πνευ­ματι­κά μας μάτια, ἀλλὰ καὶ ἂν θέλουμε τὸν ἀγγίζουμε καὶ τὸν βάζουμε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας μὲ τὴ θεία κοινωνία. Στὸ ἅ­γιο δισκοπότηρο εἶνε ὁλόκληρος ὁ Χριστός.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Καὶ κατὰ ἕνα ἄλλο τρόπο μποροῦμε νὰ φθάσουμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ· μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας. Νοε­ρῶς ταξιδεύουμε καὶ φθάνουμε στὴν ἁγία γῆ, στὰ χώματα ἐκεῖνα ποὺ πάτησε ὁ Χριστός.

* * *

Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ ὡραία λί­μνη, ἡ Γεννησαρέτ, ὅπως ἀκούσαμε (Λουκ. 5,1), ἢ λίμνη τῆς Τιβεριάδος ἢ τῆς Γαλιλαίας. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» λοι­πὸν στὴ λίμνη αὐτὴ ἔγιναν αὐτὰ ποὺ περιγράφει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖ μιὰ νύχτα ψάρευαν δυὸ ψαρόβαρκες. Δύο ζεύγη ἀδελφῶν, Ἀνδρέας – Πέτρος καὶ Ἰωάννης – Ἰάκωβος μὲ τὸν πατέρα τους Ζε­βεδαῖο, ἅπλωναν τὰ δίχτυα. Τὰ ἔρριξαν σὲ πολλὰ σημεῖα, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα μηδέν. Δὲν κατώρθωσαν ὅλη τὴ νύχτα νὰ πιάσουν οὔτ᾽ ἕ­να ψάρι. Ὅσοι καταγόμεθα ἀπὸ νησιὰ καὶ παραθαλάσσια μέρη, ξέρουμε τὴ λύπη τοῦ φτωχοῦ ψαρᾶ ὅταν τὸ πρωὶ σέρνῃ τὸ δίχτυ καὶ εἶνε ἀ­δειανό. Ἔτσι λυπημένοι ἦταν κι αὐτοί. Τί θὰ πήγαιναν στὰ σπίτια τους τὴν ἡμέρα ἐκείνη;
Ἀλλὰ ξαφνικὰ μπῆκε στὴ βάρκα τους – ποιός; βασιλιᾶς, αὐτοκράτορας; Καὶ τί εἶν᾽ αὐτοί; Μπῆκε ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιά­ζει τὴ θάλασσα, τὰ νέφη τ᾽ οὐρανοῦ, τ᾽ ἀπέραν­τα πελάγη καὶ τοὺς ὠκεανούς· μπῆκε ὁ Χριστός! Καὶ μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα δίδασκε τὸ λαό, ποὺ συνωστιζόταν στὴν παραλία ἀκούγοντας τὰ πρωτάκουστα λόγια του. Ὅταν τελείωσε, λέει στὸν Πέτρο· ―῾Ρίξτε πάλι τὰ δίχτυα σας. Περίεργη ἐντολή. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι ἡ κατάλληλη ὥ­ρα γιὰ ψάρεμα εἶνε νύχτα. Κανένας ἐπαγγελματίας ψαρᾶς δὲ βγαίνει τὴν ἡμέρα· τὴ νύχτα βγαίνουν, μὲ ἀναμμένα φῶτα, ὅπως βλέπουμε στὸ Αἰγαῖο. ―Κύριε, ὅλη νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτα, καὶ τώρα τὴ μέρα θὰ πιάσου­με; ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ῥίξω τὸ δίχτυ. Καὶ μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγινε θαῦμα· τὰ δίχτυα γέ­μισαν ἀπὸ τόσα ψάρια, ποὺ σχίζον­ταν. Φώναξαν καὶ τοὺς συν­εταίρους ἀπὸ τὸ ἄλλο πλοῖο νὰ βοηθήσουν· καὶ ἦρθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα τόσο πολύ, ποὺ κινδύνευαν νὰ βυθιστοῦν ἀπὸ τὸ βάρος. Πρωτοφανὴς ἁλιεία.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ συνέβη στὴ Γεννησαρέτ, ἀκούσαμε σήμερα. Τὴ μιὰ φορὰ οὔτε λέπι, τὴ δεύτερη φορὰ γεμᾶτα τὰ δίχτυα ἀπὸ ψά­ρια. Τί σημαίνει αὐτό; Ὄχι μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…», ἀλλὰ καὶ σήμερα καὶ πάντα θὰ ἐ­παναλαμβάνεται αὐτὸ τὸ διπλὸ ἀ­ποτέλεσμα τῶν ἀν­θρωπίνων κόπων. Ἂς προσέξουμε, ἀ­γα­πητοί μου, τί μᾶς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Ὁ Χριστὸς ἀγαπᾷ τὴν ἐργασία, ἐκτιμᾷ τοὺς ἐργάτες τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ τὸ ἀπέδειξε μὲ ὅλη τὴ ζωή του. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐκλέξῃ τοὺς μαθητὰς καὶ ἀποστόλους, δὲν πῆγε στὴν ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος, οὔτε στὰ κέντρα τῆς ῾Ρώμης ἢ τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅ­που ζοῦσαν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας· διάλεξε τὸ ἐπιτελεῖο του ἀπὸ τὴν ἐργατι­κὴ τάξι, ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας.
Καὶ ὁ ἴδιος ἐργαζόταν. Μικρὸ φτωχὸ παιδί, ἐργαζόταν στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· ἐργαλεῖα κρατοῦσε, καὶ τὰ χέρια του εἶχαν ῥο­ζιάσει ἀπὸ τὴ δουλειά. Ἔφτειαχνε ἀ­λέτρια, καθίσματα, τραπέζια, πόρτες, παράθυρα, μέχρι τὸ τριακοστὸ ἔτος του. Εἶνε λοιπὸν ὁ πρῶ­τος ἐργάτης. Μιὰ ὡραία εἰκόνα ξένου ζωγράφου παριστάνει τὸν Κύριο νὰ κρατάῃ τὸ πριόνι καὶ νὰ κόβῃ. Θὰ ἤθελα, ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ὄχι ὁ ἐκμεταλλευτὴς ἀλλὰ ὁ φίλος καὶ προστάτης τῶν ἐργατῶν, νὰ στολί­ζῃ ὅλα τὰ γραφεῖα τῶν ἐργατικῶν κέν­τρων τῆς πατρίδος μας. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος, ποὺ ν᾽ ἀγάπησε περισσότερο τοὺς ἐργάτες ἀ­πὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὑπῆρξε ὁ πρῶ­τος ἐργάτης. Ἐργάτης ὁ ἴδιος, ἐργάτες οἱ μαθηταί του, ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος, ὅλοι.
Τὸ «ἐργάζεσθαι» εἶνε ἡ πρώτη ἐντολὴ καὶ δόθηκε στὸν παράδεισο (Γέν. 1,15). Τὴν ἐργασία συνιστᾷ ἡ ἁγία Γραφή. Εἶνε ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ, νόμος παγκόσμιος, ὄχι μό­νο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κοιτάξτε γύρω σας. Τὸ μυρμηγκάκι ἐρ­γάζεται. Ἡ ἁγία Γρα­φὴ λέει στὸν τεμπέλη· «Ἴ­θι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ…» (Παρ. 6,6)· πήγαινε στὸ μυρμηγκάκι καὶ παραδειγματίσου. Σηκώ­νει βάρος διπλάσιο καὶ τριπλάσιο ἀπ᾽ τὸν ἑ­αυτό του καὶ κουβα­λάει στὴ φωλιά του τρόφι­μα γιὰ τὸ χειμῶ­να. Ἡ μέλισσα πετάει ἀπὸ ἄνθος σὲ ἄνθος, τὰ πουλιὰ διανύουν μίλια, τὰ ψάρια κο­λυμποῦν, τὰ ῥυάκια καὶ οἱ ποταμοὶ τρέχουν, οἱ οὐράνιες σφαῖρες καὶ ἡ γῆ κινοῦνται ἀκατάπαυστα. Ὅ­λα, ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα, φω­νάζουν· Ἐργάζεσθε! Ὅποιος δὲν ἐργάζεται, ἀποτελεῖ φάλτσο μέσα στὴν ἁρμονία τῆς θείας δημιουργίας, παραφωνία.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὅμως μᾶς λέει, ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ κοπιάζῃ κανείς. Χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Τὴν πρώτη φορὰ οἱ ψαρᾶδες τῆς Γεννησαρὲτ δὲν ἔπιασαν οὔτε λέπι· τὴ δεύτε­ρη φορὰ τὰ δίχτυα τους γέμισαν ψάρια. Γιατί; Διότι τὴ δεύτερη φορὰ ἦταν μαζί τους ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ εὐλογοῦσε τὸν κόπο τους· κι ὅ­που ὑπάρχει ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ πλοῦ­τος κάθε ἀγαθοῦ. Ἐργασία λοιπόν, ἀλλὰ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τονίζουν συνήθως πολὺ τὴν ἐργασία, καὶ καλὰ κάνουν· ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐργασία εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Παράδειγμα ὁ γεωργός. Ἂς ἔχῃ τὸ καλύτε­ρο χωράφι, ἂς τὸ καλλιεργῇ ἐπιστημονικῶς, ἂς σπέρνῃ τὸν καλύτερο σπόρο, ἂς λιπαίνῃ τὸ ἔ­δα­φος μὲ τὸ καλύτερο λίπασμα. Ἂν δὲν πέ­σῃ βροχούλα, δὲ βγῇ ὁ ἥλιος, δὲ φυ­σή­ξῃ κατάλληλος ἀέρας, ἐὰν δὲν ἔχῃ τὴν εὐ­λο­γία τ᾽ οὐ­ρανοῦ, θὰ σπέρνῃ καὶ δὲ θὰ θε­ρί­ζῃ· οἱ κόποι του θὰ πηγαίνουν χαμένοι. Ἐν ἀντιθέσει μὲ μεγάλες χῶρες, ἡ μικρή μας πατρίδα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶνε σήμερα αὐτάρκης.
Πρέπει νὰ ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν τὴν ἔχῃς, θὰ σπέρνῃς καὶ δὲ θὰ θερίζῃς, θὰ χτίζῃς σπίτια καὶ δὲ θὰ κατοικῇς σ᾽ αὐτά, θὰ μαζεύῃς περιουσία καὶ δὲ θὰ τὴν ἀπολαμβάνῃς. Ἡ εὐλογία εἶνε ὁ ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ κάθε προκοπή. Ἐργάζεσθε λοιπόν, ἀλλὰ μὲ ὑπακοὴ στὸ Θεό. Ὅπως ὑπήκουσε ὁ Πέτρος στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς.
Καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἐργασία; «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου…» (Δευτ. 5,13-14). Ἕξι μέρες δουλειά· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, μυρμήγκι. Ἀλλὰ ξημέρωσε Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα τῆς ἐνορίας; φτερὰ στὰ πόδια, ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Στὸπ πλέον ἡ ἐργασία· μόνο ἐργασίες ἀναγκαῖες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ διακοποῦν, αὐτὲς ἐπιτρέπονται σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, πλὴν γερόντων καὶ ἀσθενῶν, ὅλοι στὴν ἐκκλησία.
Ἐκτελοῦμε τὴν ἐντολὴ αὐτή; Ὄχι δυστυ­χῶς. Καὶ ὅμως τὴν Κυριακὴ ἔπρεπε οἱ πάν­τες νὰ ἐκκλησιαζώμεθα. Ἄλλοι μᾶς δίνουν παράδειγμα. Στὴ Δυτικὴ Θρᾴκη οἱ μουσουλμᾶνοι ἡ­μέρα ἀργίας ἔχουν τὴν Παρασκευή, καὶ τότε ὅλοι τους τρέχουν στὰ τζαμιά. Στὸ Ἰσραὴλ οἱ Ἑβραῖοι ἡμέρα ἀργίας ἔχουν τὸ Σάββατο,  καὶ τότε κανείς δὲν δουλεύει· πηγαίνουν στὶς χάβρες μικροὶ – μεγάλοι, ἀπὸ τὸν πιὸ ἄσημο μέχρι τὸν πρωθυπουργό – ναὶ τὸν πρωθυπουργό, ποὺ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα σπανίως πρωθυπουργὸς πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Στὴν Ἀ­φρι­κή, κι αὐτοὶ ἐκεῖ στὴ ζούγκλα κάπου πιστεύουν· ὅταν βγαίνῃ ὁ ἥλιος ἕνας ἄγριος χτυπάει ἕνα τύμπανο ἀπὸ δέρμα λιονταριοῦ, καὶ τότε ὅλοι τους πέφτουν καὶ προσκυνοῦν τὸ θεό τους. Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε; Ἀπὸ τοὺς 100 οὔτε 2 δὲν ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Τὴν Κυρια­κὴ πρωὶ – πρωὶ μὲ τ᾽ αὐτοκίνητά τους τρέ­χουν ἰλλιγγιωδῶς. Καὶ κάθε Δευτέρα εἶνε πλῆθος οἱ νεκροί… Ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκ­κλησία καὶ βρίσκονται στοὺς δρόμους· ὄχι γιὰ ἐργασία, ἀλλὰ γιὰ διασκέδασι καὶ διάφορες ἄλλες κοσμικὲς αἰτίες.

* * *

Ἀδελφοί μου· ἐργασία ἔχουμε, ἀλλὰ χρειά­ζεται καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θε­οῦ. 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Μέσα σ᾽ αὐ­τὲς νὰ κάνουμε ὅ,τι εἶ­νε ἀ­ναγ­καῖο γιὰ τὴ ζωή μας. Μία ὥ­ρα ζητάει ὁ Θεὸς νὰ δίνουμε τὸ παρὼν στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε.
Στὸ ἑξῆς μὴν ἀπουσιά­ζετε ἀπὸ τὸν ἐκκλησι­ασμό. Ὅλοι ἐκεῖ νὰ λατρεύουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του ἉγίουἸωάννου Πτολεμαΐδος 25-9-1977

«Αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν Αυτώ»ΚΥΡΙΑΚΗ Α´ ΛΟΥΚΑ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α´ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 5, 1-11)
«Αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν Αυτώ»
Η σκηνή της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, εκτυλίσσεται στην λίμνη Γεννησαρέτ. Έκει, από πρωίας ο Κύριός μας καταμαγεύει πλήθος πολύ. Είναι οι ακροατές Του, διψασμένοι για αλήθεια, γι' αυτό και ακολουθούν τον Διδάσκαλο παντού. Θέλουν να ξεδιψάσουν με τα νάματα της διδασκαλίας του Κυρίου. Γιατί οι απλοί διδάσκαλοι ή οι μεγάλες ανθρώπινες διάνοιες που διδάσκουν, αντλούν όσα διδάσκουν από πηγές ανθρώπινης σοφίας. Οι προφήτες επίσης δίδασκαν και προφήτευαν περί της αληθείας αλλά και περί της οδού που οδηγεί στην αλήθεια και στη βασιλεία του Θεού λέγοντας: «Τάδε λέγει Κύριος».
Ο Ιησούς όμως λαλεί «ρήματα ζωής αιωνίου» γιατί είναι η αλήθεια, είναι το φως, είναι ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, η μοναδική πηγή κάθε σοφίας και διδασκαλίας και υποδεικνύει: «Ο πιστεύων εις εμέ ποταμοί ύδατος εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Πέραν τούτων· ο Ιησούς καινοτομεί ως προς τον τρόπο διδασκαλίας που δεν μοιάζει σε τίποτα με την τακτική των Γραμματέων και Φαρισαίων. Τη διδασκαλία του Ιησού διακρίνει απλότητα, σαφήνεια, λιτότητα, καθαρότητα· για τούτο και τα πλήθη των ακροατών «εξεπλήσσετο επί τη διδαχή Αυτού» «ην γαρ διδάσκων ... ως έχων εξουσίαν».
Πολλά πλοιάρια ευρίσκονταν στη λίμνη. Ο λαός συνωστίζεται γύρω από τον Κύριο, γιατί θέλει να βλέπει το θείο πρόσωπό Του· ν’ ακούει καλλίτερα τους λόγους του. Σαν βήμα, σαν άμβωνα χρησιμοποιεί ο Ιησούς ένα μικρό πλοιάριο και από εκεί περίβλεπτος ομιλεί, διδάσκει, εμπνέει, παρηγορεί, ανακουφίζει, σοφίζει και γαληνεύει τους ακροατές Του. Είναι το πλοίο του Σίμωνα.
Όταν έπαψε να ομιλεί είπε στον Σίμωνα Πέτρο· «Γύρισε το πλοίο τώρα στα βαθειά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυα για ψάρεμα». Η ώρα δεν ήταν κατάλληλη για ψάρεμα, αλλά και η χθεσινή βραδιά ήταν φτωχή και άγονη. Ο Πέτρος παρά τις αποτυχίες τις χθεσινές, υπακούει και πειθαρχεί. Και «ω του θαύματος» το δίκτυ είναι τώρα τόσο γεμάτο ώστε κινδυνεύει από «το πλήθος των ιχθύων» να σχισθεί. Και γεμίζουν οι βάρκες από την ψαριά, ώστε από το βάρος υπάρχει ανησυχία μήπως βυθιστούν. Έπεσε τότε στα γόνατα του Ιησού ο Πέτρος έκπληκτος από το θαύμα και ανήσυχος από την αναξιότητά του λέγοντας «Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε». Και άκουσε γλυκύτατο άγγελμα, χαρμόσυνο μήνυμα· «Μη φοβάσαι· από σήμερα γίνεσαι ικανός ν' αλιεύεις ανθρώπους και να τους εισάγεις εις την βασιλεία του Θεού.»
Οι δύο αδελφοί, Πέτρος και Ανδρέας, αλλά και οι συνάδελφοι και συνεργάτες τους, Ιάκωβος και Ιωάννης, αφού επανέφεραν τα πλοία στην όχθη, άφησαν τα πάντα, τα δίκτυα, τα ψάρια κ.λπ. και ακολούθησαν τον Διδάσκαλο. Απ αυτή τη στιγμή οι απλοί και άσημοι ψαράδες, γίνονται αλιείς της οικουμένης, απόστολοι του Χριστού, θεοφόροι άνθρωποι, Ευαγγελιστές και κήρυκες του νέου σωστικού και σωτηριώδους κηρύγματος του Ναζωραίου και μυσταγωγοί στη νέα θρησκεία και βασιλεία της αγάπης, της Εκκλησίας του Θεού επί της γης. Οι ταπεινοί και άγνωστοι αλιείς της Γεννησαρέτ γίνονται σοφοί απόστολοι, διδάσκαλοι και φωστήρες της οικουμένης.
Για το μυστήριο της κλήσεως των πρώτων μαθητών· για την εκπλήρωση του έργου του Χριστού επί της γης και την αλίευση συνεργατών και βοηθών ο λόγος, αδελφοί μου, αλλά και περί της θείας χάριτος και δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίον σοφίζει, φωτίζει, αγαθοποιεί και τελειοποιεί τον άνθρωπο, με μόνο προσόν και εφόδιο την καλή θέληση, την αφοσίωση και την ταπείνωση. Εκλήθησαν στο αποστολικό αξίωμα από τον τόπο της εργασίας τους. Εκοπίαζαν δι' όλης της ημέρας και νυκτός. Εργάζονταν τίμια και με συνέπεια. Και «αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν αυτώ» και ένεκα τούτου, υψώθηκαν και σοφίσθηκαν «υπέρ πάντα σοφόν» και δοξάσθηκαν με δόξαν ουράνιο.
Ο Κύριος δεν διάλεξε τους μαθητές Του από τους σοφούς και ευγενείς, ενδόξους και πλουσίους, αλλά «εξ αλιέων» για να καταδειχτεί σ' όλους μας ότι ούτε η πτωχεία, ούτε το ταπεινό επάγγελμα ή η απλή ιδιωτική ζωή μπορεί να γίνει εμπόδιο για την απόκτηση της αρετής, για ν αγαπήσει κανείς τον Χριστό, και να Τον ακολουθήσει ή να γίνει μαθητής και οπαδός Του, με φλόγα για τη θεία αγάπη, με αφοσίωση στο καθήκον, με διάθεση αυταπαρνήσεως και αυτοθυσίας, ώστε τίποτα, ούτε αντικείμενο ούτε πρόσωπο ούτε αξίωμα ούτε πλούτος η δόξα να μπορεί να τον χωρίσει απ' Αυτόν. Τι ωραία αυτό το εκφράζει ο Απόστολος Παύλος· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;».
Μας συγκινούν και μας συναρπάζουν όσα συνέβησαν στη γραφική αυτή λίμνη της Γεννησαρέτ. Ο Κύριός μας διδάσκων, αποκαλύπτει και τη δύναμή Του. Γι' αυτό και την διδαχή ακολουθεί το θαύμα, κατά το οποίο τα δίκτυα «συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ» ως αμοιβή και επιβράβευση της υπακοής του Σίμωνα Πέτρου, να ξαναρίξει τα δίκτυα στη θάλασσα της Τιβεριάδος. Ο ίδιος ψαράς έκπληκτος αναφωνεί «έξελθε απ' εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί». Μετά την διδασκαλία λοιπόν το θαύμα· μετά το θαύμα η έκπληξη, η συναίσθηση της αναξιότητος και αμαρτωλότητος. Η υπακοή στην εντολή του Κυρίου «φέρει καρπόν πολύν». Τη δυσπιστία διαδέχεται η απόδειξη της δυνάμεως του Θεού. Τέλος η κοινωνία με το Διδάσκαλο αναδεικνύει τη συνέπεια. Τέσσερεις αλιείς λαμβάνουν οριστική κλήση για το αποστολικό αξίωμα και «αφέντες άπαντα ηκολούθησαν Αυτώ».
Πόσο θαυμαστή είναι η βούληση και η πρόνοια του Θεού. Και πόσο ταιριάζουν διδασκαλία και θαύμα, θεϊκή παρουσία και δύναμη Θεού, εντολή Διδασκάλου και υπακοή των μαθητών, πρόσκληση του Κυρίου και αποδοχή της από τους Αποστόλους. Οι τέσσερεις απλοί ψαράδες εγκαταλείπουν τα πάντα και με αποφασιστική πρόθεση και πίστη τρανή και αφοσίωση σπάνια ακολουθούν τη νέα ζωή εν Χριστώ Ιησού. Γίνονται μαθηταί Του, απόστολοί Του, και αρχίζει έτσι η σωτήριος δράση της Εκκλησίας, που στοχεύει στο να σώζει, αξιοποιεί και υψώνει τον άνθρωπο προς τον Θεόν του. Ας προσέλθουμε και εμείς στην εκκλησία Του προς σωτηρίαν ημών.
π. Χ. Π.

Κυριακή Α. Λουκά – το Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., ομιλία του Νικηφόρου Θεοτόκη, η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επιγείων αγαθών.

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. Ε. 1 – 11
Τω καιρώ εκείνω, εγένετο εν τω τον όχλον επικείσθαι Αυτώ του ακούειν τον λόγον του Θεού, και Αυτός ήν εστώς παρά την λίμνην Γεννησαρέτ, και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην. Οι δέ αλιείς αποβάντες απ’ αυτών, απέπλυναν τα δίκτυα. Εμβάς δέ εις έν των πλοίων, ο ήν του Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γής επαναγαγείν ολίγον. Και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους. Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα: επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ: Επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν’ επι δέ τω ρήματί Σου χαλάσω το δίκτυον. Και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ. Διερρήγνυτο δέ το δίκτυον αυτών. Και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω, του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς. Και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά. Ιδών δέ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ιησού λέγων: έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε’ θάμβος γάρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επι τη άγρα των ιχθύων η συνέλαβον’ ομοίως δέ και Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οι ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι. Και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς: μή φοβού, απο του νύν ανθρώπους έση ζωγρών. Και καταγαγόντες τα πλοία επι την γήν, αφέντες άπαντα, ηκολούθησαν Αυτώ.
Απόδοση.
Εκείνη την εποχή, καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού, κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατέβει απ’ αυτά και έπλεναν τα δίχτυα. Εκείνος ανέβηκε σ’ ένα από τα ψαροκάικα, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ’ αυτό δίδασκε τα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: « Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε• επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Το έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται. Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους, που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους». Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.
Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.
Ομιλία Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, περί του ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επιγείων αγαθών.
Δύο προστάγματα του Θεού ακούει ο Πέτρος και οι άλλοι μαθηταί του Χριστού που ήσαν μαζί του. «Χαλάσατε (ρίψετε δηλαδή) τα δίκτυα υμών εις άγραν», και, «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Οι μαθηταί, υπακούοντας προθύμως, στο μεν πρώτον είχαν επιτυχίαν, έπιασαν δηλαδή αναρίθμητον πλήθος ιχθύων, υπακούοντας δε ευθύς και στο δεύτερον, έγιναν σύνθρονοι του Ιησού Χριστού. Τούτο αποδεικνύει επαρκώς, ότι όσοι υποτάσσονται στα θεία προστάγματα, όχι μόνον κληρονομούν την αιώνιαν βασιλείαν, αλλά γίνονται ευτυχείς και σε αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή όμως ορισμένοι, στοχαζόμενοι ότι το ανθρώπινον γένος, από την αμαρτίαν του προπάτορος, εξωρίσθη σ’ αυτήν την γη για να πάσχει πάντοτε και να τιμωρείται, νομίζουν ότι όλοι οι νόμοι και τα προστάγματα του Θεού δεν αποβλέπουν καθόλου στην ειρηνικήν και ευτυχή κατάσταση του ανθρώπου στον κόσμον αυτόν, αλλά αφορούν ειδικώς και μόνον στην ψυχικήν σωτηρία μας, γι’ αυτό είναι ωφέλιμο να λαλήσωμε σήμερα κατά της πεπλανημένης αυτής γνώμης, και να δείξωμε ότι αυτή εναντιώνεται όχι μόνον στην διδασκαλία των θείων Γραφών και στα ιστορούμενα και βλεπόμενα παραδείγματα, αλλά και σε αυτόν τον ορθόν λόγον.
Είναι αναρίθμητα τα ρητά των θείων Γραφών τα οποία υπόσχονται στους εργάτες των θείων εντολών αμοιβές επουρανίους, συγχρόνως δε και επιγείους.
Ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήλθε στον κόσμον όχι «ίνα καταλύσει, αλλά ίνα πληρώσει τον νόμον», δηλαδή για να διδάξει τα μαθήματα της τελειότητος, τα οποία δεν περιέχονται στον νόμον, υπεσχέθη φανερά και όλα τα αγαθά της γης σε όσους δια της δικαιοσύνης και αρετής ζητούν την κληρονομίαν της Βασιλείας του Θεού: «Ζητείτε», είπε, «πρώτον την βασιλείαν του Θεού και δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Ομιλώντας δε περί εκείνων οι οποίοι για την αγάπην του εγκαταλείπουν υπάρχοντα και συγγενείς, εκήρυξε και αποφασιστικώς εβεβαίωσεν ότι αυτοί λαμβάνουν τις αμοιβές και σε αυτόν τον κόσμον: «Αμήν λέγω ημίν, ουδείς εστίν ος αφήκεν οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, εάν μη λάβει εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρώ τούτο». Όποιος πιστεύει στον Θεόν, και είναι πεπεισμένος ότι τα λόγια των θείων Γραφών είναι λόγια Θεού, εκείνος, ακούοντας αυτά, δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι για την υπακοή στα θεία προστάγματα λαμβάνουμε διπλή την μισθαποδοσίαν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αιώνιον.
Και ιδού ένα παράδειγμα που αυξάνει την βεβαιότητα αυτής της αληθείας: Προστάσσει ο Θεός τον Αβραάμ λέγοντας: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου, και δεύρο εις γην ην αν σοι δείξω». Ο Αβραάμ επίστευσε και υπήκουσε, και ο Θεός του έδωσε πλούτον πολύν. Αληθώς η αμαρτία του προπάτορος, μας κατέστησε φθαρτούς και μας εξώρισεν από τον Παράδεισο. Αληθώς για την αμαρτία του προπάτορος ο Θεός κατηράσθη την γην και είπεν: «Επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου». Είπεν «εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου». Είπεν «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι». Ναι, αληθώς, αλλά γιατί αυτό; Είναι φανερόν ότι για την αμαρτίαν. Εάν λοιπόν λείψει η αμαρτία, και αντί αυτής έλθει η αρετή, άραγε πάλι και μετά την αρετήν η γη επικατάρατος και λύπαι και άκανθαι και τρίβολοι; Όχι. Η αρετή ανεβάζει τον άνθρωπο στην κατάσταση του προπάτορος την προπτωτικήν. Εκείνη δε η κατάστασις είναι η κατάστασις της ευλογίας, της χαράς και της ανέσεως. Σ’ αυτήν την κατάστασιν ευρίσκετο ο Δαβίδ όταν έπραττε το θέλημα του Θεού. Όταν όμως έπραξε την αμαρτίαν, τότε ησθάνθη την κατάραν της γης, και τις λύπες και τις άκανθες και τούς τριβόλους της. Γι’ αυτό, ικετεύοντας μετά δακρύων έλεγεν: «Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Αυτό το ηγεμονικόν Πνεύμα, το οποίον είχεν ο άνθρωπος πριν από την αμαρτίαν, έρχεται πάλι στην καρδία του μετά την αρετήν. Αυτό τον κάνει ανώτερον από όλα τα γήινα, αυτό τον πείθει να τα θεωρεί όλα σαν απορρίματα.
Επειδή λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι φανερόν ότι όποιος θέλει τα αγαθά του κόσμου τούτου, εκείνος πρέπει να περιπατεί τον δρόμον της αρετής. Ενώ εμείς οι άθλιοι πιστεύουμε και πειθόμεθα ότι τρέχοντας στους κρημνούς της απωλείας, εκεί ευρίσκουμε την απόλαυση των αγαθών της παρούσης ζωής. Ο πανάγαθος Θεός έδωσε στους ανθρώπους τον νόμον του οδηγόν προς την ευτυχίαν, και τον διεμέρισε σε δέκα Εντολές. Λάτρευε, λέγει, και αγάπα μόνον τον αληθινόν Θεόν, και ποτέ να μην προσκυνήσεις, ούτε να λατρεύσεις την κτίση. Εμείς λησμονούμε τον Θεόν, και αφιερώνουμε τις καρδιές μας στα κτίσματα, δηλαδή στους αγρούς, στους αμπελώνες, στους κήπους, στα κειμήλια. Εμείς προσκυνούμε ως Θεόν τoν χρυσό και το αργύριον. Μην ορκίζεσαι, λέγει ο Θεός, στο όνομά μου. Εμείς σχεδόν κάθε μέρα και για πράγματα ευτελέστατα κάνουμε όρκους και φυλαττόμενους και αθετούμενους, και αληθείς και ψευδείς. Φύλαττε την εορτήν, λέγει ο Θεός. Και εμείς τις ημέρες των εορτών όχι μόνον δεν ερχόμεθα στην εκκλησία για να ακούσωμε τον λόγον του Θεού, να ζητήσωμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας, και να τον δοξολογήσωμε για τις αμέτρητες ευεργεσίες του, όχι μόνον πωλούμε και αγοράζουμε και εργαζόμεθα κατά τις ημέρες των εορτών, αλλά περιμένουμε τις εορτές για να λύσωμε τον χαλινόν της εγκρατείας και της σωφροσύνης, και έτσι να εκτελέσωμε κάθε αμαρτία. Και παροργίζοντας με αυτόν τον τρόπον τον Βασιλέα της δόξης, ελπίζουμε μακρότητα ημερών και πλούτον πολύν και δόξαν μεγαλοπρεπή και τα λοιπά αγαθά της γης. Ω πλάνη σατανική!
Και άλλη όμως πλάνη, χειροτέρα από αυτήν κατακυριεύει πολλούς. Πιστεύουν πολλοί ότι ο πολιτικός άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά του κόσμου. Ο πολιτικός, λέγουν, γίνεται στον κόσμον αυτόν ευτυχής. Όμως, για να ειπούμε την αλήθειαν φανερά, πολιτικός είναι ο υποκριτής, ο κόλαξ, ο δόλιος, ο ψεύστης, ο πανούργος και πονηρός. Η δε επιστήμη που καλείται πολιτική, και τόσον επαινείται από τους ανθρώπους και θαυμάζεται, είναι τέχνη φανερά διαβολική.
Ακούσετε και άλλην, τρίτην πλάνην, χειροτέραν από τις πρώτες. Πολλοί πιστεύουν ότι η ακριβής τήρησις του νόμου εμποδίζει την απόλαυση των επιγείων αγαθών. Πώς ημπορεί, λέγουν, ο ηγεμών ή ο άρχοντας να ευτυχεί στην διοίκηση του κράτους του, εάν μερικές φορές δεν καταφεύγει στο ψεύδος και στην αδικίαν, παρακινούμενος από τις περιστάσεις; Εάν ο έμπορος αποφεύγει τους όρκους, το ψεύδος, την απάτην, ούτε κερδίζει ούτε πλουτίζει. Εάν ο τεχνίτης απέχει από την δολιότητα, γίνεται πτωχός και δυστυχής.
Άνθρωπε πεπλανημένε, πώς δεν καταλαβαίνεις την απάτην σου και τους παραλογισμούς σου;
Αλλά εμείς βλέπουμε, λέγετε, ότι ορισμένοι τηρούν τους νόμους του Θεού και όμως δυστυχούν, ενώ πολλοί τους παραβαίνουν και όμως ζουν ευτυχισμένοι. Για μεν τούς πρώτους σας αποκρίνεται ο θείος Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου, ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;», δηλαδή, κανείς δεν γνωρίζει τα απόκρυφα του ανθρώπου. Αλλά μήπως εκείνος, τον οποίον εσύ νομίζεις δίκαιον και άγιον είναι υποκριτής και ψεύστης, όπως οι Φαρισαίοι; Μήπως αυτός είναι άλλος Ιώβ, που δοκιμάζεται από τον Θεόν, και με την δοκιμήν καθαρίζεται και ευλογείται; Πράγματι, ο Θεός δοκιμάζει τους δικαίους «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω», και αυτοί «ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Διότι ο Θεός τους ηύρεν αξίους του εαυτού Του, και τους στέφει βασιλείς της επουρανίου Ιερουσαλήμ, όπου θα αναλάμψουν ως φωστήρες.
Για δε τους δευτέρους, σου αποκρίνεται, ο Προφητάναξ λέγοντας: «Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους εργαζομένους την ανομίαν», διότι «ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται». Ο άδικος πλούτος φθείρεται ταχέως ωσάν τα χόρτα. Η ευτυχία η άνομος διασκορπίζεται ωσάν τον καπνόν. Σήμερα βλέπεις τον παράνομον να ευτυχεί, να υπερυψώνεται σαν τις κέδρους του Λιβάνου, και αύριο εξαφανίζεται από τους οφθαλμούς σου αυτός και όλη η ευτυχία του. Τον αναζητείς και ούτε την κατοικία του ευρίσκεις. Παρόμοιες μεταβολές βλέπουμε καθημερινώς. Βλέπουμε ορισμένους να πίπτουν από το ύψος της ευτυχίας στην άβυσσον των δυστυχημάτων. Ακούμε δε και την φωνήν του Παντοκράτορος να κηρύσσει: «Ο μη συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει», και όμως σαν κωφοί αποδίδουμε αυτές τις μεταβολές στην τύχη, στις συμπτώσεις, στην κακήν διοίκηση, και πάλιν εξακολουθούμε να παραβαίνωμε τις εντολές του Θεού, και να ελπίζωμε παράλληλα στην απόλαυση των αγαθών Αυτού.
Χριστιανοί, για την υπόθεσιν αυτήν ελάλησεν τόσον καθαρά ο Θεός, ώστε κανείς δεν ημπορεί να αμφιβάλλει: Ακούσετε τι λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος, ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται, υμείς δε πεινάσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται, υμείς δε διψήσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται, υμείς δε αισχυνθήσεσθε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη, υμείς δε κεκράξετε δια τον πόνον της καρδίας υμών, και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε». Ποία άλλα λόγια είναι καθαρότερα ή αποφασιστικότερα από αυτά;
Εάν θέλεις πλούτον, εάν επιθυμείς τιμήν, εάν ζητείς ευτυχίαν, εάν ορέγεσαι τα αγαθά του κόσμου τούτου, πρώτον μεν δούλευε πάντοτε στον Κύριον, δηλαδή φύλασσε με κάθε προσοχήν και επιμέλειαν όλες τις εντολές Του, και ποτέ μην παραβείς ούτε μίαν. Δεύτερον δε, όταν βάλεις αρχήν σε κάποιο επάγγελμα, ή πολιτικόν ή δικαστικόν ή στρατιωτικόν ή ιερατικόν ή ηγεμονικόν ή στο εμπόριον ή σε κάποιαν τέχνην ή σε οποιοδήποτε άλλον έργο, μην εμπιστευθείς ούτε να καυχηθείς ούτε στην φρόνησή σου ούτε στην δύναμή σου ούτε στον πλούτο σου. Αλλά έχε όλην την ελπίδα και την πεποίθησίν σου στην φιλανθρωπίαν και το έλεος του Θεού. Να καυχηθείς για τούτο, για το ότι γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι από τον Θεόν, και Αυτός είναι που δίδει και τα επίγεια και τα επουράνια αγαθά σε όσους Τον υπηρετούν. Να ζητείς πάντοτε με όλην σου την ψυχήν και την καρδίαν την Βασιλεία του Θεού και την κατόρθωση της αρετής σου, και να μην αμφιβάλλεις καθόλου ότι, ζητώντας αυτά, απολαμβάνεις και τα επίγεια αγαθά. Σου το υπόσχεται αυτό ο αψευδέστατος Θεός λέγοντας: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 301 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.


Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ. ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 5, 1-11)

Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 5, 1-11)

«Και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους»

ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ θαυμασιότερες σκηνές των ιερών Ευαγγελίων είναι αυτή που μας περιγράφει η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο Κύριος έχει αρχίσει πια τη δημόσια δράση Του. Βρίσκεται στα μέρη της Γαλιλαίας και συγκεκριμένα στην ακρογιαλιά της λίμνης Γεννησαρέτ. Τη λίμνη με τις τόσες ομορφιές. Τη λίμνη που τόσες φορές διέσχισε. Τη λίμνη κοντά στην οποία έκανε τόσα θαύματα. Τη λίμνη στα ακρογιάλια της οποίας τόσες και τόσες φορές προσευχήθηκε. Τη λίμνη από τους ψαράδες της οποίας, όπως μας ιστορεί ο ιερός Λουκάς, εξέλεξε τους πρώτους μαθητές Του.
Σ' αυτήν, λοιπόν, τη λίμνη βρίσκεται σήμερα ο Ιησούς. Βλέπει δυο ψαροκάϊκα και τους ψαράδες τους να πλένουν τα δίχτυα τους. Ανεβαίνει στο ένα από τα δυο. Σ' αυτό που ανήκε στον Σίμωνα, τον κατοπινό απόστολο Πέτρο. Παρακαλεί να το ξανοίξει λίγο από το μουράγιο. Κάθεται στην άκρη του. Και από κει, μέσα από το πλοίο αρχίζει να διδάσκει τα πλήθη των ανθρώπων, που τον αναζητούσαν κι έτρεξαν μέχρις εκεί για να ακούσουν την θεϊκή διδασκαλία Του.
Αλήθεια, τι όμορφη, τι μεγαλειώδης σκηνή! Η γαληνεμένη θάλασσα κι ο καταγάλανος ουρανός. Γύρω τα βουνά να χρυσίζουν στις ανταύγειες του ήλιου. Τα πλήθη του λαού να κάθονται στην αμμουδιά και απορροφημένα να ακούνε. Και ο Κύριος, ο γλυκύς διδάσκαλος, να διδάσκει από το πλοίο, σαν από μεγαλόπρεπο άμβωνα, τα ρήματα της αιώνιας ζωής!
Η πρώτη αυτή θαυμάσια εικόνα του σημερινού Ευαγγελίου μας αποκαλύπτει τον Χριστό ως διδάσκαλο. Να ασκεί το προφητικό αξίωμα Του, που ήταν η φανέρωση στους ανθρώπους της αλήθειας του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος για μας, για τη δική μας σωτηρία. Μας έφερε το Ευαγγέλιο Του, το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας. Και το κήρυξε στους ανθρώπους για να μας φωτίσει. Για να διαλύσει μέσα μας και γύρω μας τα σκουπίδια της άγνοιας και της πλάνης. «Και περιήγεν ο Ιησούς», αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, «τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας» (Ματθ. 9, 35).

Διδάσκαλος αληθείας

ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ που βλέπουμε στη διδασκαλία και στο θενδρικό πρόσωπο του Κυρίου είναι ότι υπήρξε διδάσκαλος αληθείας. «Εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία...» διακήρυξε προς τον Πιλάτο (Ιω. 18,37). Ο ίδιος υπήρξε η Αυτοαλήθεια, που σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος. Με τρόπο ανυπέρβλητα αυθεντικό ομολόγησε και είπε: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14, 6).
Η διδασκαλία του Ιησού Χριστού δεν είναι ανθρώπινη αλλά θεία. Δεν είναι ανακάλυψη αλλά αποκάλυψη. Δεν είναι εκ των κάτω αλλά εκ των άνω. Και δεν συγκρίνεται ούτε και με τη διδασκαλία των Προφητών. Εκείνοι ήταν τα στόματα του Θεού. Πριν από κάθε διδαχή τους προέτασσαν: «Τάδε λέγει ο Κύριος». Ο Κύριος, όντας η πηγή της σοφίας και η σαρκωμένη αλήθεια, έλεγε: «Εγώ δε λέγω υμίν».

Διδάσκαλος μοναδικός και ανεπανάληπτος

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, υπήρξε διδάσκαλος μοναδικός και ανεπανάληπτος. Τη διδασκαλία Του σφραγίζει η τελειότητα, η αξεπέραστη ομορφιά. Αγκαλιάζει ολόκληρο τον κόσμο. Απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Είναι επίκαιρη σε κάθε εποχή. Ικανοποιεί τα βαθύτερα αιτήματα κάθε ανθρώπινης ψυχής. Είναι το «ζών ύδωρ» που έχει τη δύναμη να ξεδιψά κάθε άνθρωπο, κάθε οδοιπόρο της παρούσης ζωής που αναζητά νηφάλια και απροκατάληπτα την αλήθεια για να ξεδιψάσει και να θρέψει μ' αυτήν την ύπαρξη του.
Αλλά και ο τρόπος της διδασκαλίας του Κυρίου υπήρξε μεγαλειώδης. Δεν μοιάζει με τους τρόπους των ρητόρων ή των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Ήταν απλός, απέριτος. Ο Λόγος Του ζωντανός, παραστατικός, εμπνεόμενος από τη ζωή και τα καθημερινά προβλήματα, τα προσιτά στην ανθρώπινη εμπειρία, γινόταν ελκυστικός και καταληπτός από όλους. Ακόμη και από τους πιο απλούς και αγράμματους ανθρώπους. Τα πλήθη γοητεύονταν από τη διδασκαλία Του, «εξεπλήσσοντο επί τη διδαχή αυτού», διότι δίδασκε «ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι Γραμματείς» (Μαρκ. 1,22).

Διδάσκαλος λόγων και έργων

ΤΡΙΤΟΝ, ο Ιησούς Χριστός υπήρξε διδάσκαλος λόγων και έργων. Όχι μόνο λόγων και θεωρίας, αλλά και έργων και πράξεως και ζωής σε μια πλήρη εναρμόνιση και απόλυτη συμφωνία. Η διδασκαλία Του ήταν έκφραση και απαύγασμα της θείας θεανθρώπινης ζωής Του. 'Εδινε τον εαυτό Του υπόδειγμα και κανόνα. «Υπόδειγμα δέδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιω. 13,15). Ήταν ακόμη καρπός της θείας αγάπης Του για το λαό, που τον έβλεπε αποκαμωμένο πνευματικά και παραμελημένο «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. 9, 36). Τέλος, το κύρος των λόγων Του επιβεβαιωνόταν από τα θαύματα Του, με τα οποία ευεργετούσε τους ανθρώπους και τα οποία τους έκαναν να πιστεύουν στη θεία προέλευση της διδασκαλίας Του.

Ο ευαγγελισμός των ανθρώπων συνεχίζεται....

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Χριστού, ο ευαγγελισμός των ανθρώπων - η γνωριμία δηλαδή και η σύνδεση τους με την αλήθεια - συνεχίζεται. Συνεχίζεται ασταμάτητα μέσα στην Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, που είναι ο θεματοφύλακας της αλήθειας Του. Από τους ιερούς Ποιμένες και διδασκάλους της Εκκλησίας, που είναι οι υπηρέτες του λόγου, οι εργάτες του Ευαγγελίου, σε μια αδιάκοπή διαδοχή και σειρά που ξεκινά από τον Κύριο και τους αποστόλους Του. Ο άμβωνας κάθε Εκκλησίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πρύμνη του μικρού σκαριού της Τιβεριάδας, πάνω στην οποία κάθησε και δίδαξε τα πλήθη των ανθρώπων ο Κύριος Ιησούς, ο αιώνιος διδάσκαλος.

Η στάση μας
απέναντι στην ευαγγελική διδασκαλία

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ιερό τούτο έργο της διδασκαλίας του λόγου του Θεού ποια άραγε θα πρέπει να είναι η δική μας στάση ως χριστιανών; Το πρώτο είναι η ακρόαση του θείου λόγου. Με πόθο ψυχής. Με πνευματική δίψα. Όπως τα πλήθη των ανθρώπων του σημερινού Ευαγγελίου, που γοητευμένα άκουγαν τον Κύριο στην ακροθαλασσιά της Τιβεριάδας.
Όμως δεν φτάνει μόνο η ακρόαση του θείου λόγου. Χρειάζεται και η υπακοή μας στη θεϊκή διδασκαλία. Ο σπόρος του θείου λόγου να πέφτει σε πρόσφορο έδαφος. Να βρίσκει απήχηση στη ζωή μας, ανταπόκριση στα καθημερινά μας έργα. Το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού να γίνεται ο γνώμονας της ζωής, το καθοδηγητικό φως στην επίγεια πορεία μας. Ο Χριστός μακάρισε αυτούς που ακούνε και τηρούν τα λόγια Του: «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11, 28). Και ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει, γράφοντας προς τους Ρωμαίους, ότι δεν θα δικαιωθούν ενώπιον του Θεού εκείνοι που ακούνε το νόμο, αλλά εκείνοι που τον εφαρμόζουν (Ρωμ. 2,13).
* * *
Αδελφοί μου,
Ποικίλες διδασκαλίες και ιδέες διακινούνται γύρω μας. Πολλοί επιδιώκουν να κάνουν τους διδασκάλους των άλλων. Ο κόσμος χόρτασε από λόγια, λόγια χωρίς ουσία, ανεύθυνα, ουτοπικά, που δεν συνοδεύονται από συνέπεια και πράξη. Έτσι ο σημερινός άνθρωπος αισθάνεται αποστροφή για κάθε διδασκαλία και πολλές φορές προχωρεί στην άρνηση κάθε διδακτικής αυθεντίας, ανθρώπινης και θείας. Η άρνηση, όμως, και η αποστροφή, όσο δικαιολογημένη κι αν είναι, δεν λύνει το πρόβλημα. Ποιος, λοιπόν, θα μας απαλλάξει από τη σύγχυση; Ποιος θα φωτίσει την εγκόσμια πορεία μας;
Μόνο ο Χριστός και το Ευαγγέλιο Του, αδελφοί μου. Αρκεί να τον πλησιάσουμε. Να τον γνωρίσουμε. Ν’ ακούσουμε με προσοχή και να ανταποκριθούμε στο λυτρωτικό μήνυμα εκείνου που είναι ο αιώνιος διδάσκαλος των ανθρώπων.

Κυριακή Α Λουκά- Ιερά Μητρόπολις Πάφου


ΚΥΡΙΑΚΗ  Α΄ ΛΟΥΚΑ                                                            

Απόστολος: Β΄ Κορ. δ΄ 6 – 15

Ευαγγέλιο: Λουκά  ε’ 1 – 11
                                 

Από την πρώτη στιγμή που θα νοιώσει ο άνθρωπος τον εαυτό του, αγαπητοί μου αδελφοί, αρχίζει να αγωνίζεται, να προσπαθεί, να φτάσει στην επιτυχία. Θέτει συνεπείς λοιπόν στόχους, μακρινούς και κάποτε απροσδιόριστους,  στη ζωή του ο άνθρωπος. Ή ίσως και κάποιοι άλλοι, συνήθως οι γονείς μας, συνθέτουν και καταρτίζουν προγράμματα για μας, και υποχρεωνόμαστε να προσβλέπουμε συστηματικά και κάποτε με άγχος προς αυτά. Γενικά είναι φυσικό, έμφυτο από τον Θεό, να επιζητούμε την επιτυχία, πνευματική αλλά και υλική, την κατάκτηση, την αναγνώριση και καταξίωση από τους γύρω μας, την ανάπτυξή μας μέσα κοινωνία στην οποία ζούμε. «Πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής», είπε ο Θεός στους πρωτόπλαστους. Είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τα άλλα δημιουργήματα του Θεού. Για τα ζώα, όλη η προσπάθεια και ο αγώνας τους περιορίζεται στην επιβίωσή τους και είναι αποτέλεσμα του έμφυτου ενστίκτου τους, που τα καθοδηγεί χωρίς παρεκκλίσεις και διαφοροποιήσεις. ενστίκτου τους που τα καθοδηγεί χωρίς παρεκκλίσεις και διαφοροποιήσεις. Αυτό όμως το διαφορετικό, το πέραν του ζωώδους ενστίκτου, είναι αυτό που επιβάλλει και υποχρεώσεις. Υποχρεώσεις προσφοράς, γιατί «Θεού το δώρον» ό,τι έχουμε και διαθέτουμε από Εκείνον προέρχεται. Έχουμε υποχρεώσεις προς τον εαυτό μας και την γενική ανάπτυξή του. Οφείλουμε ωστόσο να προσφέρουμε και στους άλλους. Τους δικούς μας, πρώτα και φυσικά, αλλά και σε όσους άλλους έχουμε τη δυνατότητα, υλική ή πνευματική, να δώσουμε αφειδώλευτα, να προσφέρουμε απλόχερα με ειλικρίνεια και αγάπη. Έτσι ο αρχικός στόχος της ανάπτυξής μας, της επιτυχίας μας, αποκτά νόημα, έχει σκοπιμότητα, γίνεται υπηρετικός και κοινωνικός. Αλλά φυσικά τίποτε δεν επιτυγχάνεται χωρίς προσπάθεια, χωρίς κόπο. Αυτό το γνωρίζουμε όλοι μας. Πόσες όμως φορές δεν συμβαίνει, ενώ έχουμε κοπιάσει, έχουμε ματώσει αγωνιζόμενοι να πετύχουμε κάτι σπουδαίο ή ακόμη και κάτι ασήμαντο, να γευόμαστε απελπισμένοι την αποτυχία; Άλλοτε πάλι φτάνουμε, με πολλή μας λύπη, σε φτωχικά αποτελέσματα, που απέχουν από τις επιθυμίες μας. Πόσες φορές νοιώθουμε ότι χανόμαστε, γιατί είχαμε επενδύσει σ’ αυτή μας την προσπάθεια, όλο μας το είναι, κάθε δύναμη και μέσο που διαθέταμε; Και τότε δυσανασχετούμε, διαμαρτυρόμαστε. Υπάρχει όμως και άλλος τρόπος αντιμετώπισης.
«Επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον». Ο Πέτρος και οι σύντροφοί του, από την ψαρόβαρκά τους, κουρασμένοι και απογοητευμένοι από νυχτερινή αποτυχία τους, καθαρίζουν και πλένουν τα δίχτυα τους στην άκρη της λίμνης, όταν ο Κύριος του ζητεί να ξαναρίξουν τα δίχτυα τους για ψάρεμα. Και ο Πέτρος, χωρίς να δυσανασχετεί, με απόλυτη ηρεμία: Δάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε και δεν πιάσαμε τίποτε. Ωστόσο, υπακούοντας στην εντολή Σου, θα ρίξω τα δίχτυα και πάλι. Είναι γνωστή η συνέχεια. Αν και ακατάλληλη η ώρα του ψαρέματος, δέχεται και ακολουθεί την εντολή του Κυρίου.  Αυτό που χρειάζεται να  συμπληρώσουμε είναι ότι μετά από τη συνάντηση αυτή και την κλήση του Κυρίου, γίνεται ψαράς ψυχών προς σωτηρία. Αλλά αυτό που θα έπρεπε να παρατηρήσουμε εδώ, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι μια άλλη παράμετρος, που συνήθως λησμονούμε ή παραβλέπουμε. Λέγαμε λίγο πριν για τις ποικίλες προσπάθειες που καταβάλλουμε και τους σκληρούς αγώνες που νυχθημερόν διεξάγουμε. Και λέγαμε ακόμη, ότι κάποτε, αντί της επιτυχίας, δεχόμαστε αναπάντεχες αποτυχίες που σημαδεύουν τη ζωή μας ακόμη. Είδαμε ότι απογοητευμένος ο Πέτρος, γιατί άμεσα και χωρίς αντίρρηση, δέχεται την υπόδειξη του Κυρίου και αμείβεται πλουσιοπάροχα. Πόσο συχνά λοιπόν, ζητούμε και τη βοήθεια του Θεού, όταν ξεκινούμε ένα έργο, όταν θέτουμε ένα στόχο; Εμπιστευόμαστε συνήθως και αποκλειστικά τις δυνάμεις και δυνατότητές μας, θεωρώντας ότι επαρκούν αυτές και μόνον. Γινόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που όταν προσπαθούμε να τα βοηθήσουμε, διαμαρτύρονται φωνάζοντας «μόνο μου». Και σκεφτόμαστε πόσο γελοία είναι η απαίτησή τους. Γιατί είναι φανερό ότι χωρίς τη βοήθειά μας, σχεδόν τίποτε δεν μπορούν να πετύχουν. Κι όμως εμείς φερόμαστε σαν μικρά παιδιά, μπροστά στην παντοδυναμία του Θεού. Δύσκολα αφηνόμαστε στην πρόνοιά Του και την απέραντη αγάπη Του. Φυσικά δεν είναι επειδή αμφιβάλλουμε ότι η βοήθεια του Θεού είναι αναγκαία. Αλλά τις πιο πολλές φορές το λησμονούμε, γιατί έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Παλιός ψαράς ο Πέτρος και όμως αμέσως και χωρίς συζήτηση άκουσε το Δάσκαλο, που δεν ήταν ψαράς. Ένοιωσε ενδόμυχα ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος όπως φαινόταν και όπως κάποιοι άλλοι τον υπολόγιζαν. Εμπιστεύτηκε στο λόγο Του, ένοιωσε να τον διαπερνά η δύναμή Του.      
«Επί δε τω ρήματι». Υπακούοντας στην εντολή Σου, Κύριε, θα κάνω ό,τι μου ζητάς. Σε κάθε περίπτωση να επιζητούμε τι είναι του θέλημα του Θεού και να το ακολουθούμε. Είναι το άλλο δίδαγμα που μας αφήνει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Αποδοχή των εντολών του Θεού. Ρύθμιση της ζωής μας με οδηγό το θέλημά Του. Αυτό θα εξασφαλίσει εκτός την απαλλαγή από τα άγχη που κατατρίβουν την καθημερινή μας ζωή, την ηρεμία και την επιτυχία με τη βοήθεια του Κυρίου μας. Γένοιτο.

Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιερόθεου -Κυριακή Α Λουκά


Λουκά 5, 1-11: "Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,  ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ,  καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν  Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ  Ἰάκωβον καὶ  Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ  Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ".
"...Η κλήση των Μαθητών δεν ήταν μια απλή πρόσκληση στην οποία ανταποκρίθηκαν επειδή είχαν μεγάλο ζήλο, αλλά ήταν καρπός θεωρίας και αποκαλύψεως. Και δείχνει, όπως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι σε αυτούς που ακολουθούν τον Χριστό, Εκείνος δείχνει το πρόσωπό Του, την δόξα του προσώπου Του, γιατί αν δεν ακολουθήση κανείς δια της πράξεως τον Χριστό, δεν μπορεί να φθάση στην θεωρία, αφού ο "μή καθάρας εαυτόν, και δια της καθάρσεως ακολουθήσας, πώς εν γνώσει φωτισθήσεται;..."
Επομένως, "...υπάρχουν γεγονότα στη ζωή του Χριστού που συνιστούν μια μεταμόρφωση, αφού οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν μερικές ακτίνες της θεότητος του Χριστού". Η κλήση των Μαθητών, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Απόστολος Πέτρος, ήταν μία από αυτές. "...Τους συνάντησε ο Χριστός μετά την αποτυχημένη αλιεία και τους διέταξε να ρίξουν ξανά τα δίκτυα στην λίμνη. Όταν παρά πάσαν προσδοκία συνέλαβαν πολλά ψάρια, ο Σίμων Πέτρος έπεσε στα πόδια του Χριστού και είπε: "έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε". Και δικαιολογεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς: "Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον" (Λουκ. ε', 1-11). Η αίσθηση του Αποστόλου Πέτρου ότι ήταν αμαρτωλός ήταν καρπός και αποτέλεσμα του θάμβους, και της εκστάσεως στην οποία περιήλθε με το θαύμα. Πρόκειται για την εμπειρία της δόξης του Θεού, την αίσθηση της παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και της δικής του ακαθαρσίας, της αμαρτωλότητος. Αυτό το γεγονός αν συγκριθή με παράλληλα αποκαλυπτικά γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δείχνει ότι δεν είναι ένα θάμβος που προέρχεται από εξωτερικά γεγονότα, αλλά από αποκάλυψη της δόξης του Θεού...".
Πηγή: Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, "Οι Δεσποτικές Εορτές", Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου.

Κυριακή Α Λουκά-π. Χερουβείμ Βελέτζας

Κυριακή Α' Λουκά

(Λουκ. 5, 1-11)
Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή ο Ευαγγελιστής Λουκάς μάς περιγράφει την κλήση του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννη. Ο Χριστός, αφού χρησιμοποίησε το πλοίο του Πέτρου για να κηρύξει στο λαό, τον διατάζει να ρίξει στη θάλασσα το δίχτυ. Κι εκείνος, παρά τον κόπο της προηγούμενης νύχτας, που μάλιστα δεν είχε αποδώσει καρπούς, από σεβασμό και υπακοή προς τον Διδάσκαλο έριξε τα δίχτυα στη θάλασσα και έπιασε τόσα πολλά ψάρια, που ήρθαν και ο Ιάκωβος με τον Ιωάννη με το δικό τους πλοίο να βοηθήσουν στην ανέλκυση των ψαριών, που γέμισαν και τα δύο πλοία σε βαθμό που σχεδόν να βυθίζονται. Μπροστά σε τούτο το αδιαμφισβήτητο θαύμα, που γέμισε δέος και κατάπληξη όλους τους ψαράδες, ο Πέτρος πέφτει και προσκυνεί τον Ιησού. Και ο Κύριος τον καλεί στο εξής να γίνει αλιέας ανθρώπων, να γίνει δηλαδή μαθητής Του και απόστολος του Ευαγγελίου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, τόσο ο Πέτρος όσο και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, παράτησαν στην ακτή και τα πλοία τους και τα ψάρια και ακολούθησαν τον Χριστό, αποδεχόμενοι την πρόσκληση που τους έκαμε.

Στην διήγηση αυτή βλέπουμε κάποια στοιχεία της προσωπικότητας των αγίων Αποστόλων, τα οποία όχι μόνο διέκρινε ο Χριστός προκειμένου να τους προσκαλέσει να γίνουν μαθητές Του, αλλά αποτελούν και απαραίτητες προϋποθέσεις για τον καθένα μας, προκειμένου να είναι και να λογίζεται χριστιανός. Και αυτά δεν είναι άλλα από την απλότητα της καρδιάς, την υπακοή στο θέλημα του Θεού, την πίστη και την προθυμία.
Ο Χριστός ζητάει από τον Πέτρο να ρίξει πάλι τα δίκτυα στη θάλασσα. Ο απλός ψαράς της Γεννησαρέτ με απλότητα, χωρίς να προβάλλει αντιρρήσεις ότι είναι αδύνατον τέτοια ώρα να πιάσουν ψάρια, υπακούει στην προτροπή του Χριστού. Χωρίς να σκεφτεί τον κόπο, πρόθυμα «χαλάει» το δίχτυ και όταν βλέπει το μέγεθος του θαύματος, με πίστη πέφτει και προσκυνεί τον Χριστό. Η Πίστη του πάλι είναι που του υπαγορεύει, όπως και στους άλλους δύο φίλους του ψαράδες, πρόθυμα και χωρίς ενδοιασμό να εγκαταλείψουν τα πάντα και να ακολουθήσουν τον Διδάσκαλο.
Αν κοιτάξουμε την ιστορία της Εκκλησίας θα διαπιστώσουμε ότι τα στοιχεία αυτά, η πίστη δηλαδή, η απλότητα, η υπακοή και η προθυμία, είναι κοινά σε όλους τους αγίους, σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που έβαλαν πάνω από τον εαυτό τους το Χριστό και την Εκκλησία. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που τους επέτρεψαν να ζουν και να κινούνται επάνω στη γη και παράλληλα να είναι πολίτες του Ουρανού. Είναι τα στοιχεία εκείνα που έχουμε όλοι μας ανάγκη προκειμένου να μη χάνουμε τον προσανατολισμό μας μέσα στον ωκεανό της ζωής και της βιοπάλης και να μην καταποντιζόμαστε από την καθημερινότητα.
Η ζωή μας χρειάζεται πίστη. Χωρίς την πίστη στο Θεό, ο κάθε άνθρωπος τελικά μένει μόνος του επάνω στη γη, έρμαιο των περιστάσεων και των πειρασμών του βίου. Χωρίς την πίστη δεν έχει ούτε πυξίδα στη ζωή του, ούτε άγκυρα, δεν έχει δηλαδή ούτε προσανατολισμό αλλά ούτε και στήριγμα από το οποίο να παίρνει δύναμη. Και η πίστη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά η βεβαιότητα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεάνθρωπος Σωτήρας μας, ο φίλος μας και ο αδελφός μας.
Χωρίς πάλι την απλότητα της καρδιάς ούτε η πίστη μπορεί να εδραιωθεί ούτε το θαύμα στη ζωή μας να γίνει. Αν αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε και να διερωτόμαστε για τα μυστήρια του Θεού, αν προσπαθούμε με τα δικά μας μέτρα να κρίνουμε και να κατανοήσουμε το θέλημά Του, αν αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε ότι είναι δίπλα μας και ότι έχει τη δύναμη να πραγματοποιήσει το θαύμα στη ζωή μας, τότε τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Αν δεν έχουμε την παιδική απλότητα να δεχτούμε ότι για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά, τότε δυστυχώς και η ίδια μας η πίστη σταδιακά θα εξασθενεί και θα χαθεί.
Η υπακοή και η προθυμία πάλι είναι αλληλένδετες. Ο Χριστός μάς καλεί όλους να Τον ακολουθήσουμε, να γίνουμε μαθητές Του, να ακούσουμε τον λόγο Του και να Τον μιμηθούμε στην πορεία Του μέσα στον κόσμο, που συχνά δεν Τον δεχόταν και δεν Τον δέχεται, να συσταυρωθούμε μαζί Του, να ζήσουμε τέλος μαζί Του το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. Δεν μάς υποχρεώνει, αλλά δείχνει το δρόμο σε αυτούς που θέλουν να Τον ακολουθήσουν. Άρα η υπακοή στο θέλημα του Θεού μπορεί να εννοηθεί μόνο όταν γίνεται με προθυμία, όχι καταναγκαστικά, ούτε από φόβο, αλλά με ζέση ψυχής, με χαρά, με διάθεση αγωνιστική.
Όλα αυτά τα στοιχεία, πίστη, απλότητα, υπακοή στο θέλημα του Θεού και προθυμία, είναι τα απαραίτητα εφόδια για τη ζωή μας. Είναι εκείνα που δεν θα μας αφήσουν να αποπροσανατολιστούμε μέσα στην κακία και τους πειρασμούς του κόσμου, και θα μας οδηγήσουν στο φώς του Χριστού. Αρκεί να θέσουμε τον Χριστό ως πρώτη επιλογή στη ζωή μας και να μιμηθούμε τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, οι οποίοι «ἀφέντες πάντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».


Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2009/10/27-9-09_1273.html#ixzz1YnsQvwBe

Κήρυγμα Κυριακής Α' Λουκά Οι γονείς απέναντι στην μοναχική κλίση των παιδιών τους Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού

Οσίων Παφνουτίου και Ευφροσύνης
Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μάς μεταφέρει η μνήμη των Οσίων Παφνουτίου και Ευφροσύνης, αδελφοί μου, τους οποίους τιμά σήμερα η Εκκλησία μας. Πρόκειται για πατέρα και κόρη, που έζησαν, κατά Χριστόν, τον 5ο αιώνα, έχοντας, όμως, έναν ιδιαίτερο και αξιοπρόσεκτο βίο.
Αν και η Ευφροσύνη επέδειξε από την παιδική της ηλικία την κλίση της στον Μοναχισμό, ο ευλαβής πατέρας της Παφνούτιος δε δέχθηκε να ικανοποιήσει τον πόθο της, αλλά φρόντισε να την συνδέσει με ευγενή και πλούσιο άρχοντα της περιοχής. Λίγο πριν τους γάμους, η Ευφροσύνη, εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της, «κούρευσε τα μαλλιά της και ντυμένη ανδρικά παρουσιάσθηκε σε κοντινό Μοναστήρι ως ευνούχος του βασιλέως Θεοδοσίου, με το όνομα Σμάραγδος…Ο Ηγούμενος την δέχθηκε στη συνοδεία του… και εκείνη παραδόθηκε αμέσως, με τόσο ζήλο, στους ασκητικούς αγώνες, ώστε σύντομα έγινε αγνώριστη. Το αποσκελετωμένο πρόσωπο και το καταξηραμένο σώμα της δεν άφηναν καμία υποψία ότι ανήκαν σε πρώην απαλή και ωραιότατη κόρη. Ζώντας σε ανδρικό Μοναστήρι η νεαρή παρθένος, με την συνεχή εγρήγορση και τους καθημερινούς της αγώνες, όχι μόνο απέκρουε τις επιθέσεις του διαβόλου και υπερπηδούσε τις παγίδες του, αλλά κατενίκησε εντελώς την γυναικεία φύση της…»1
Το τέλος της υπήρξε οσιακό. «Προγνωρίζοντας την εκδημία της από τα γήινα, κάλεσε τον πατέρα της στο κελί της και τού είπε: «Μη λυπάσαι, πλέον, πάτερ και μην αναζητείς το παιδί σου, διότι εγώ είμαι» και ευθέως παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο»2
Το γεγονός συγκλόνισε τον Παφνούτιο, ο οποίος, μετά τον ενταφιασμό της, έγινε μοναχός και έλαβε και ο ίδιος οσιακό τέλος δέκα χρόνια αργότερα.
Το συναξάρι των δύο αυτών οσίων της πίστεώς μας, δίδει την ευκαιρία να θίξουμε το ζήτημα της αρνητικής στάσης που λαμβάνουν, συχνά, οι γονείς, ακόμα και οι ευλαβείς γονείς, μπροστά στην απόφαση των παιδιών τους ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο της ασκήσεως και του Μοναχισμού. Η στάση αυτή επηρεάζεται καθοριστικά και από την συστηματική προσπάθεια μερίδας των Μ.Μ.Ε. να παρουσιάσουν την Εκκλησία και το Μοναστικό μας κόσμο ως ένα σύστημα βίαιου εξαναγκασμού των νεανικών συνειδήσεων, με σκοπό τον εμπλουτισμό των Μοναστηριών με νέους Μοναχούς και Μοναχές. Αλήθεια, γιατί, κάποιες φορές, η αντίδραση των γονέων παίρνει τέτοιες εκρηκτικές διαστάσεις; Πού οφείλεται, τελικά, αυτή η πολεμική που θέλει να παρουσιάσει τον Μοναστικό βίο ως απάνθρωπο, αντικοινωνικό, άρα περιθωριακό;
Η εμπειρία διδάσκει πως, καταρχήν, οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί γονείς, ενώ πιστεύουν ότι μεγαλώνουν τα παιδιά τους με πνεύμα απόλυτης ελευθερίας και αυτοδιάθεσης, κατά βάθος έχουν την άποψη ότι αυτά πρέπει ν’ ακολουθήσουν το δρόμο που εκείνοι επιθυμούν κι έχουν ονειρευτεί και όχι αυτόν που ποθούν τα ίδια.Αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας είναι η δυναμική αντίδραση σε κάθε κίνηση αυτονόμησης του παιδιού, όταν αυτή, μάλιστα, συνδυάζεται με την απόφασή του ν’ ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Αλλά, ποιός είναι αυτός που μπορεί να αρνηθεί σε έναν ενήλικα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης; Ποιός μπορεί να επιβάλει σε έναν ενήλικα την άρνηση της Μοναχικής οδού, τη στιγμή που τού αναγνωρίζει το δικαίωμα να πράξει οτιδήποτε άλλο, όπως, π.χ. τη δημιουργία οικογένειας; Το μέλλον τους πρέπει να το καθορίζουν οι ίδιοι οι νέοι και όχι να επηρεάζεται και να καθορίζεται από τα όποια όνειρα και υποκειμενικά δεδομένα των γονέων ή άλλων, τρίτων προσώπων.
Η δυναμική αντίδραση των γονέων οφείλεται, επίσης, στο γεγονός ότι πιστεύουν πως το παιδί τους, ακολουθώντας το Μοναχικό βίο, καταστρέφει τη ζωή του, τη στιγμή κατά την οποία θα μπορούσε να γίνει οτιδήποτε άλλο «χρήσιμο» για τον εαυτό του και την κοινωνία. Αλλά, αλήθεια, είναι καταστροφή η αφιέρωση στο Θεό, η έγκαιρη γνώση της ματαιότητας αυτού του κόσμου και η δυναμική απόφαση για μία ριζική αναμέτρηση με τον κόσμο των παθών και των αδυναμιών μας; Είναι ευτελισμός η αποστροφή της κοσμικής κακότητας και η επιλογή ενός άλλου υπέρλογου τρόπου ζωής, σε μία εποχή που μάς θέλει υποταγμένους στο πνεύμα του απόλυτου κοσμικού παραλογισμού; Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι γονείς, ενδεχομένως, να μην ενοχλούνται να βλέπουν τα παιδιά τους να συνυπάρχουν με αμφιβόλου ποιότητας, επικίνδυνες παρέες, να κινδυνεύουν, ανά πάσα στιγμή, να εκτραπούν στους καταστροφικούς δρόμους της εποχής. Αρκεί το παιδί να μη γίνει Μοναχός, να μη γίνει Παπάς. Αυτό είναι το πρόβλημα τελικά; γιατί τόση παρανόηση;
Άλλος λόγος αντίδρασης είναι η αίσθηση που υπάρχει σε κάποιους γονείς ότι στα Μοναστήρια μας επιχειρείται πλύση εγκεφάλου στα παιδιά τους προκειμένου να τα δεσμεύσουν και να τα απομακρύνουν από την οικογένεια. Δε μπορούν, όμως, να καταλάβουν ότι ο χώρος του Ορθοδόξου Μοναχισμού είναι χώρος απόλυτης ελευθερίας και σεβασμού του δικαιώματος του καθενός στην επιλογή και την πνευματική του αυτοδιάθεση. Ο εξαναγκασμός δεν έχει θέση στην Εκκλησία μας. Είναι πρακτική ξένη προς το ήθος και την παράδοσή της. Δε μπορούν, επίσης, να καταλάβουν ότι, όταν το πνεύμα του Θεού μιλήσει στην καρδιά του ανθρώπου, καμία ανθρώπινη δύναμη δεν είναι σε θέση να τον μεταπείσει από την απόφασή του για αφιέρωση και ολοκληρωτικό δόσιμο. Όταν και οι ίδιοι οι γονείς επιτρέψουν στον εαυτό τους να δει και να γνωρίσει, να ζήσει και να μάθει τί είναι αυτό που στηλιτεύουν και κατηγορούν, τότε οι ίδιοι θα είναι εκείνοι που θα σπρώξουν τα παιδιά τους στην όντως ζωή του Χριστού και της Εκκλησίας, καμαρώνοντας για μια εξέλιξη που δεν είναι για όλους, αλλά για τους λίγους, για εκείνους στους οποίους ο ίδιος ο Θεός εμπιστεύθηκε το χάρισμα.
Τα ελάχιστα καταδικαστέα δείγματα κακού χειρισμού της Μοναχικής κλίσης δε μπορούν, σε καμία περίπτωση, ν’ ανατρέψουν την αλήθεια ότι η επιλογή της Μοναχικής ζωής είναι μεγίστη τιμή, που προσδίδει περισσή ευλογία και χάρη στον Μοναχό και την οικογένειά του, είναι ένα μάθημα υπέρβασης των συνηθισμένων, μια απόφαση ηρωική και, συνάμα, θυσιαστική, μια απάντηση στην καταστροφική «λογική» του σύγχρονου κόσμου. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.
1 Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 1ος, σελ. 267-269
2 όπ.πρ.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...