Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 13, 2011

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ I

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
Του Απόστολου Παπαδημητρίου
Οι ιουδαίοι ανέμεναν τον μεσία (Χριστό) ως κοσμικό άρχοντα ικανό να τους λυτρώσει από τη μακραίωνη δουλεία και να αναδείξει τον εκλεκτό λαό του Θεού σε κυρίαρχο επί των άλλων εθνών. Το θλιβερό όμως είναι ότι η αντίληψη αυτή δεν έπαψε να καλλιεργείται και στην εποχή της Καινής Διαθήκης από χριστιανούς μάλιστα, ενώ πλέον ο Θεός έχει αποκαλυφθεί στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού κατά τρόπο σαφή.


Ο Χριστός κατέστη σημείον αντιλεγόμενον από την πρώτη στιγμή του δημόσιου βίου του. Οι άρχοντες του Ισραήλ, φιλάργυροι, φιλόδοξοι και άκρως εγωιστές, με πνεύμα υποταγής αλλά και συνάμα μίσος προς τους Ρωμαίους κατακτητές, δεν έστρεψαν εξ αρχής την πλάτη τους προς τον Χριστό. Πότε οι ίδιοι πότε υπηρέτες αυτών παρακολουθούσαν τη διδασκαλία του και δεν έμεναν αδιάφοροι μπροστά στα σημεία που επιτελούσε. Εκείνο όμως που τους ενοχλούσε αφάνταστα ήταν η βιοτή του: Δεν χαρακτήριζε τον Χριστό ουδεμία ιδιότητα εγκοσμίου άρχοντα. Βέβαια άκρως εντυπωσιακά τα θαύματα της ανάβλεψης τυφλών, της ανόρθωσης παραλυτικών, της διατροφής του πλήθους, της ανάστασης νεκρών τέλος. Όμως παρ’ όλα αυτά δεν έδειχνε ο Χριστός την παραμικρή διάθεση να σαγηνεύσει τον λαό πολλαπλασιάζοντάς τα και να τον οδηγήσει σε ευθεία σύγκρουση με τους μισητούς κατακτητές. Απεναντίας απέφευγε, ανεξήγητα για κείνους, τη δημοσιότητα και τον θόρυβο γύρω από το πρόσωπό του και, το ακόμη χειρότερο, καλούσε τους ακροατές να άρουν τον σταυρό τους και να τον ακολουθήσουν, σαν να μην έφθαναν τα όσα είχαν υποφέρει ως τότε.
Ο απλός λαός μπορεί σε γενικές γραμμές να είχε την ίδια προσδοκία με τους άρχοντες του για τον μεσία. Απόδειξη τρανή οι δύο μαθητές του Χριστού, που του ζήτησαν να ετοιμάσει γι’ αυτούς στη βασιλεία του θέσεις περίοπτες και τιμητικές. Όμως ο λαός τήρησε εν γένει διαφορετική στάση απέναντι στον Χριστό. Τον άκουγε με προσοχή και επιδοκίμαζε τα λεγόμενά του ακόμη και όταν δεν είχε ευεργετηθεί από κάποια ενέργειά του. Μάλιστα παρά το ότι δεν διέκρινε βασιλικές ιδιότητες στο πρόσωπο του Χριστού έσπευσε σε κάποιες περιπτώσεις να τον ανακηρύξει βασιλιά. Ήταν τότε που τους χόρτασε. Κατά καιρούς και οι άρχοντες του κόσμου προσφέρουν άρτο στα πλήθη από τα περισσεύματα είτε των αρπαχθέντων είτε από άλλους λαούς είτε από τον ίδιο τους τον λαό. Ο Χριστός όμως δεν κατείχε εξ αρπαγής τα προσφερόμενα. Ήταν και είναι ο δοτήρ πάντων των αγαθών. Γιατί τότε ο Χριστός αρνήθηκε την πρόταση και απέφυγε τον λαό; Διότι ήρθε να διακονήσει, όχι να διακονηθεί. Ήρθε με την ταπείνωση να συντρίψει την εγωπάθεια των κοσμικών αρχόντων, που κατεξουσιάζουν τους υπηκόους τους. Μετά από αιώνες ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ (Θεόδωρος) Ντοστογιέφσκυ παρουσιάζει στο θαυμάσιο έργο του “Αδελφοί Καραμαζώφ” τη φρικτή κατηγορία που απευθύνει στον Χριστό για τη στάση του εκείνη ο μεγάλος ιεροεξεταστής της Σεβίλλης:
“Σου προτάθηκε, για να εξαναγκάσεις όλους να σε προσκυνήσουν, η σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τί έκανες. Και όλα αυτά εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιό βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: Ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδόσει κείνο το δώρο της ελευθερίας που μ’ αυτό γενιέται ο δύστυχος. Αλλά κύριος της ελευθερίας των ανθρώπων γίνεται μονάχα κείνος που μπορεί να καθησυχάσει τη συνείδησή τους. Με το ψωμί Σου δινόταν μια ακαταμάχητη σημαία: Θάδινες ψωμί κι ο άνθρωπος θα προσκυνούσε, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο αδιαφιλονείκητο από το ψωμί…”
Παραμένοντες ακόμη στο πνεύμα της προ Χριστού εποχής, φαίνεται να μην κατανοούμε την περί ελευθερίας διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού. Μάλιστα η ελευθερία που μας χάρισε μας φαίνεται σκλαβιά. Ο σταυρός που μας κάλεσε να άρουμε μας φαίνεται ανυπόφορος. Οι πάντες, ακόμη και οι χριστιανοί, αναζητούμε παρακάμψεις του “Γολγοθά”, προκειμένου να αποφύγουμε τη σταύρωση. Από την άλλη θεωρούμε ως μόνη μορφή ελευθερίας την οικονομική, για την οποία καθημερινά μας βομβαρδίζουν οι επίγειοι άρχοντες της διαχρονικής παρακμής. Έχεις να φας, να πιεις, να περνάς καλά; Τί άλλο θέλεις; Γι’ αυτό τώρα που η απληστία των ισχυρών της γης περιόρισε τη δυνατότητα στους ηγεμονίσκους να μοιράζουν άρτον στους λαούς, θορυβούμαστε και ανησυχούμε για το μέλλον μας. Ποιό μέλλον μας; Το καταναλωτικό. Γι’ αυτό είμαστε ολοπρόθυμοι να εναποθέσουμε την ελευθερία μας, η οποία εννοείται υπό πλείστες όσες έννοιες όπως εντιμότητα και αξιοπρέπεια, επί προσωπικού, ή εθνική κυριαρχία, επί συλλογικού, στα χέρια αυτόκλητων σωτήρων της πολιτικής και της οικονομίας. Ποτέ στο παρελθόν τους λαούς δεν χαρακτήριζε η δουλοπρέπεια του σήμερα!
Οι ομόφρονες του μεγάλου ιεροεξεταστή δεν διακρίθηκαν για τη διανομή άρτου στους καταπιεσμένους από τη φεουδαρχία λαούς, ως μετέχοντες του καθεστώτος. Απεναντίας αντιμετώπισαν κάθε μορφή ελευθερίας έκφρασης και ιδεολογικής ή θρησκευτικής διαφοροποίησης με βασανιστήρια και πυρές. Με τη στάση τους αυτή προκάλεσαν την κατάτμηση του σώματος των χριστιανών της Δύσης. Από αυτήν ανεδύθη ο ποικιλόμορφος προτεσταντικός κόσμος. Το ολοκληρωτικό πρότυπο του παπισμού επέλεξε να εφαρμόσει ο κομμουνισμός. Απέτυχε όμως να χορτάσει με άρτο τους λαούς και κατέρρευσε, καθώς είχε αφαιρέσει απ’ αυτούς προκαταβολικά την ελευθερία. Ο προτεσταντικός κόσμος εγγυήθηκε την ελευθερία του ατόμου (το πρόσωπο αγνοείται στη σύγχρονη δυτική φιλοσοφία) και γέννησε τον καπιταλισμό της απληστίας και της κοινωνικής αδικίας. Έκτισε τη βιτρίνα της προόδου με το αίμα των φτωχών και καταφρονεμένων του πλανήτη και καυχιέται γι’ αυτήν μη έχοντας τη συναίσθηση ότι είναι γυμνός!
Βέβαια υπάρχει και το πρόβλημα της συνείδησης, όπως ορθά παρατήρησε ο Ντοστογιέφσκυ. Γι’ αυτό φρόντισαν οι συνοδοιπόροι των δημαγωγών του πολιτικού χώρου και των απλήστων του χώρου της οικονομίας. Η συνείδηση, πίστεψαν (;) και προβάλλουν, καθησυχάζει με την άρνηση του Θεού! Είναι πολύ εύκολο το θείο δίκαιο να υποκατασταθεί από το ανθρώπινο που είναι πιό “φιλελεύθερο”! Το κοινοβούλιο είναι ο σύγχρονος νομοθέτης. Επιστήμονες διακήρυξαν, μετά τον τραγικό Νίτσε, πως ο Θεός δεν πέθανε, απλά δεν υπήρξε ποτέ! Και άλλοι προσφέρουν με το αζημίωτο “θεραπεία” της ανύπαρκτης γι’ αυτούς ψυχής! “Φιλελεύθεροι” όντες επανέρχονται στην προσφιλή της θρησκευτικής απολυταρχίας μέθοδο των συγχωροχαρτίων: “Μην αισθάνεσαι, άνθρωπε, ενοχές. Δεν έπραξες ουδέν κακό. Η αίσθηση ενοχής είναι κοινωνικό κατάλοιπο περασμένων εποχών”! Και όσο στραγγαλίζεται η ψυχή και η συνείδησή της με τον βρόχο του “ορθολογισμού” τόσο καταπίπτει ο άνθρωπος ως ηθική προσωπικότητα και υποδουλώνεται σε πάθη ατιμίας, αναζητώντας παράλληλα διεξόδους μεταφυσικές, υποκατάστατα της αληθινής πίστεως, που τον οδηγούν ολοένα βαθύτερα σε άλλης μορφής υποδούλωση (δεισιδαιμονία, αστρολογία, μαγεία, σατανολατρεία τέλος).
Ο Ντοστογιέφσκυ μέσω του μεγάλου ιεροεξεταστή τόνισε κάτι ακόμη πιο σημαντικό: “Αλλά αν εκείνη την ίδια στιγμή (που Σύ μοίραζες ψωμί) κατακτούσε κάποιος τη συνείδησή του, εκτός από Σένα, ώ, τότε θάφτανε στο σημείο και να πετάξει ακόμη το ψωμί Σου και θα ακολουθούσε κείνον που γοήτευσε τη συνείδησή του. Σ’ αυτό έχεις δίκαιο. Γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δεν θέλει μονάχα να ζει, αλλά και να ξέρει γιατί ζει. Αν δεν έχει μια στέρεη γνώση του σκοπού, για τον οποίο ζει, ο άνθρωπος θα αρνηθεί να ζήσει και θα προτιμήσει την αυτοκαταστροφή, έστω και αν όλα γύρω του είναι ψωμιά…”
Αυτό είναι το μεγαλείο της σταυρικής θυσίας του Χριστού, θυσίας για την ελευθερία του ανθρώπου. Και όσο και αν είναι λίγοι διαχρονικά εκείνοι που πέταξαν το ψωμί κατάμουτρα στους άρχοντες του κόσμου και ακολούθησαν τον Χριστό στον Γολγοθά αίροντες τον σταυρό τους, δεν σημαίνει ότι το πείραμα απέτυχε. Το μαρτυρεί ο προφητικός λόγος του Ντοστογιέφσκυ που επαληθεύεται με τη διαφαινόμενη αυτοκαταστροφή του δυτικού κόσμου, που συσσώρευσε το ψωμί ολάκαιρου του πλανήτη.
“ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”, 18-4-2011

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011

Θεολογία και πολιτική > ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ;

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ;
Του Απόστολου Παπαδημητρίου
                                                                                                                                      
Η οικονομική κατάσταση στη χώρα μας είναι ήδη ζοφερή. Δεν είμαστε όμως σε θέση να φανταστούμε πόσο ζοφερότερη θα καταστεί. Ο λόγος είναι απλός: Δεν είμαστε εις το εμείς, αλλά εις το εγώ, όπως πολύ καίρια είχε διαπιστώσει ο αγράμματος Μακρυγιάννης, ο μη μολυσμένος από τα γράμματα της Εσπερίας, τα άθεα, όπως τα χαρακτήριζε ο λαϊκός και ολιγογράμματος ιεροκήρυκας επί βαβαροκρατίας, ο Παπουλάκος.


ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ;Αν είμασταν βέβαια εις το “εμείς” δεν θα είχαμε φθάσει σ' αυτό το κατάντημα. Αν μας χαρακτήριζε το κοινοτικό πνεύμα, οι εκπρόσωποι του λαού θα μεριμνούσαν για το γενικό καλό και όχι για την καταβαράθρωση της χώρας τασσόμενοι στην υπηρεσία συμφερόντων ξένων κύκλων, οι οποίοι γνωρίζουν να αμείβουν πλουσιοπάροχα τους υπηρέτες τους! Αν είμασταν εις το “εμείς” τουλάχιστον ο λαός, θα σπεύδαμε να στηρίξουμε εκείνους που έπληξε πρώτους η κρίση, εγκαταλείποντας οριστικά το εισηγμένο προτυπο ζωής, του άκρατου καταναλωτισμού, και επανερχόμενοι στην ολογάρκεια και στη συμπαράσταση προς τον πλησίον. Δυστυχώς δεν είμαστε λίγοι, που ακόμη πιστεύουμε ότι η κρίση, που φαίνεται να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις, είναι πρόσκαιρη και αρκεί να κάνουμε λίγη υπομονή, ώσπου να διορθωθούν τα πράγματα από αυτούς, που γνωρίζουν να τα διορθώνουν, για να επανέλθουμε στον τρόπο ζωής, στον οποίο έχουμε εθισθεί!
Γιατί συνέβησαν αυτά; Θα διδαχθούμε, αν ανατρέξουμε σε προηγούμενες περιοόδους παρακμής του ελληνισμού κατά τη μακραίωνη ιστορία του. Η Ελλάς υπέκυψε εύκολα στους Ρωμαίους υπό το πλήθος των κριμάτων των προγόνων μας. Κατ΄ αρχήν απουσίαζε παντελώς το πνεύμα ενότητας, το όραμα της ειρηνικής συνύπαρξης. Ο Αλέξανδρος ο μέγας υπήρξε κομήτης, που χάθηκε πριν δόσει όλη του τη λάμψη και το όραμά του ουδείς από τους επιγόνους υιοθέτησε.
Η μαλθακότητα εκ της τρυφηλής ζωής και η εμπαθής αντιπαλότητα διευκόλυνε τα μέγιστα την κατάκτηση της Ελλάδος από τους Ρωμαίους. Αντί να προβούμε στην ανάλυση των αιτίων που οδήγησαν σε ζυγό δουλείας, τον οποίο οι πρόγονοί μας δεν επιχείρησαν ποτέ να αποτινάξουν, σε αντίθεση προς τους Εβραίους, καυχόμαστε με την υπερήφανη σκέψη ότι υποτάξαμε πνευματικά τους κατακτητές, λόγω της ανωτερότητας του πολιτισμού μας. Αυτό διδασκόμαστε στα σχολεία και όχι το ότι διαφθείραμε με την πάροδο των αιώνων και αυτούς!
Κύλισαν πέντε αιώνες δουλείας, ανεπαίσθητης, λόγω του ξεπεσμού, με τη σύμπραξη πολλών υποδούλων στο επεκτατικό όραμα των Ρωμαίων στρατοκρατών, ως μιθοφόρων, για να ξαναβγεί στο προσκήνιο ο ελληνισμός απρόσμενα και άκρως εντυπωσιακά: Με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ελληνικό έδαφος και τον σταδιακό διοικητικό εξελληνισμό, ο οποίος οδήγησε στη μόρφωση ενός κράτους που επί χιλιετία, αν και πολυεθνικό, είχε πλείστα όσα χαρακτηριστικά ελληνικά (κυρίως γλώσσα, παιδεία). Το θεμέλιο της αυτοκρατορίας αυτής ήταν ο νέα πίστη, η οποία είχε εξαπλωθεί σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας χάρη στο αίμα των μαρτύρων της. Αυτή την αυτοκρατορία, την οποία υπονόμευε διαρκώς η Δύση ήδη από τις αρχές του 9ου αιώνα, μας έπεισαν οι δυτικοί να μη θεωρούμε δική μας , όταν αποφάσισαν να συστήσουν το νεοελληνικό κράτος. Και την πολεμούμε με πάθος υποψήφιου αυτοχειριαστού, ο οποίος έχει ανάγκη από ψυχιατρική έρευνα!
Στην ιστορία τίποτε δεν είναι πάγιο. Τα πάντα ρεί έγραψε ο Ηράκλειτος. Έτσι κατέρρευσε και η Ρωμανία κάτω από τα μεγάλα κρίματα αρχόντων και λαού, ενώ δεχόταν τα επάλληλα στίφη των βαρβάρων από την Ανατολή και τα πισώπλατα ύπουλα κτυπήματα από τη Δύση. Αυτή τη φορά κατακτητής ήταν συνηθίζουμε να λέμε ένας βάρβαρος Ασιάτης, ο Τούρκος, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει των πολιτισμό αυτών που μετέτρεψε σε ραγιάδες. Από αλαζονεία και πάλι δεν θέλουμε να δεχθούμε ότι τον κατακτητή έθρεψε για μία ακόμη φορά ελληνικό αίμα, καθώς πλείστοι έσπευσαν να συνταχθούν με τις ορδές των νέων κατακτητών. Εκείνο που έσωσε τον ελληνισμό για μία ακόμη φορά ήταν η Εκκλησία, την οποία με πάθος πολεμούμε σήμερα. Όσοι άντεξαν στην πίεση προς εξισλαμισμό, άμεση ή έμμεση, παρέμειναν Ρωμηοί (=Έλληνες), όσοι υπέκυψαν χάθηκαν οριστικά για το Γένος.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και οι σκλαβωμένοι επαναστάτησαν “για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας της ελευθερία”. Στον αγώνα έλαμψαν τόσο οι αρετές, όσο και τα πάθη της φυλής μας, γνωστά όλα ήδη κατά την αρχαιότητα! Ποταμοί τα αίματα, χωρίς προηγούμενο η αυτοθυσία. Και αποτέλεσμα: Να μας “απελευθερώσουν” άλλοι για τα δικά τους συμφέροντα και να μας καταστήσουν χώρα περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας! Αυτό ποτέ δεν το δεχθήκαμε. Καλλιεργήσαμε τον μύθο της παλιγγενεσίας και θεωρήσαμε την επανάσταση ως ολοκληρώσασα το όνειρο του σκλάβου ελληνισμού. Τώρα μόλις, στα πλαίσια της επανεγγραφής της ιστορίας από τους εθνομηδενιστές της νέας τάξης, συζητούνται τα θέματα αυτά με στόχο βέβαια όχι την με ταπείνωση προσέγγιση των αδυναμιών μας, αλλά την εγκατάλειψη του οράματος, αφού υποστηρίζεται ότι οι “προστάτες” μας και οι συνοδοιπόροι τους, οι αφιχθέντες στην καταματωμένη χώρα μετά από σπουδές στην Εσπερία καλλιέργησαν το ανύπαρκτο ώς τότε εθνικό μας φρόνημα. Οι Ανατολίτες μας θεωρούσαν Γιουνάν και οι Δυτικοί Γραικούς, εμείς όμως δεν γνωρίζαμε τί είμασταν!
Με την πάροδο των ετών δεθήκαμε για τα καλά στο δυτικό άρμα της νεωτερικότητας, στο δυτικό πρότυπο ζωής, στο οποίο ήδη κατά τον 19ο αιώνα, κυριαρχεί στην άρχουσα τάξη ο αθεϊσμός και, ως επακόλουθη συνέπεια, ο ατομισμός, ο οποίος έφθασε στο άπόγειο με τον καπιταλισμό. Η αντίδραση του κομμουνισμού, αντίδραση κίνησης προς το “εμείς”, απέτυχε δραματικά, αφού παιδί κι' αυτός της δυτικής νεωτερικότητας υπερέβαλλε τους αστούς στην πολεμική κατά του Θεού. Οι κοινωνίες δεν είναι δυνατόν να ευημερούν, όταν δεν τις απαρτίζουν ανθρώπινα πρόσωπα, αλλά ζώα που κάνουν εργαλεία!
Η αντιπαλότητα, κατάρα της φυλής μας, βρήκε έδαφος προς εκδήλωσή της στο στάδιο των κομματικών αντιπαραθέσεων, όταν πλέον “ελεύθεροι” επανακαλύψαμε τη δημοκρατία φερμένη στη χώρα μας από τη δυτική νεωτερικότητα. Ο λαός δεν άκουσε ποτέ το παράπονο του Παπουλάκου για την ξενοκρατία επί Βαβαρών ούτε την ανελέητη κριτική των κομματικών αντιπάλων από τον Παπαδιαμάντη. Χωρίς ουσιαστική συμπαράσταση από τη Διοικούσα Εκκλησία , η οποία αντί να καταστεί οδηγός του λαού, αποδέχθηκε το δόγμα της νόμω κρατούσης Πολιτείας και κατέστη, με το αζημείωτο (προνόμια επισκόπων αρχικά και αργότερα μισθοδοσία του κλήρου) μοχλός της εξουσίας, ο λαός πάλεψε για τη διατήρηση της παράδοσής του επί 150 περίπου έτη, αλλά τελικά υπέκυψε στον άνισο αγώνα υπό τη διαρκή προπαγάνδα του πλήθους των “ενωτικών”, των υποστηρικτών δηλαδή του δόγματος “ανήκομεν είς την Δύσιν”. Η στάση της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας κατά την επτάχρονη δικτατορία έδωσε την αφορμή για την απροκάλυτπη επίθεση κατά της πίστης του λαού μας. Η επάνοδος της “δημοκρατίας” συνοδεύτηκε από γενικευμένη επίθεση κατά της Εκκλησίας, από γοργές διαδικασίες για την ένταξη στη χορεία των “μεγάλων” χωρών (τί είναι τελικά μεγάλο;) και την ραγδαία άνοδο του βιοτικού επιπέδου μέσω του δανεισμού (το τελευταίο μόλις πρόσφατα το μάθαμε).
Ήταν πολύ εύκολο να ξεχάσουμε τον Θεό και να πιστέψουμε τον διαχρονικό δημαγωγικό λόγο, ο οποίος οδηγεί σε τεχνητούς αλλά εφήμερους “παραδείσους” με παράκαμψη του Γολγοθά, της ολιγάρκειας και της θυσίας. Τώρα αισθανόμαστε καθημερινά να ξημερώνουμε στην κόλαση της ανεργίας, της ανασφάλειας για την εργασία, τον μισθό, τη σύνταξη και την περιουσία μας, που μας έμαθαν να λατρεύουμε ως θεό! Κάποιες τύψεις για την αδιαφορία μας προς τα εθνικά θέματα που κακοφορμίζουν, για τον εθνικό πλούτο που εκποιείται, για να εναγώνια ή γεμάτα αγανάκτηση βλέμματα των παιδιών μας, ασφαλώς ααισθανόμαστε. Δεν μας πόνεσε όμως όταν η τότε πρόεδρος της Βουλής υποδεχόμενη τον πρόεδρο της δημοκρατίας μας είχε πεί ότι πρέπει να αποδεχθούμε μειωμένη εθνική κυριαρχία!. Η αλήθεια βέβαια είναι ότοι ποτέ δεν την είχαμε, απλώς οι πολιτικοί προηγουμένων δεκαετιών τηρούσαν τα προσχήματα!
Ποιό το μέλλον ενός λαού, ο οποίος βλέπει ότι τα κράτος του θα καταστεί πάμφτωχο και μαζί του όλοι όσοι υπόκεινται σε εγγυήσεις αυτού, όταν οι όποιες αποταμιεύσεις εξανεμίζονται από τις παροχές προς το οικογενειακό ταμείο ανεργίας, όταν η ανάπτυξη είναι ο τελευταίος μύθος των δημαγωγών, που δεν πείθει πλέον ούτε καιι τους εύπειστους; Κορυφαίος γελοιγράφος μας εμφάνισε σε σκίτσο κατηφές και σε βαθειά περισυλλογή πρόσωπο γράφοντας, κατά παράφραση της γνωστής θέσης του Καζαντζάκη: “Δεν πιστεύω τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι Έλληνας”!
Δεν υπάρχουν χειρότερα εφόδια από την απιστία και την απελπισία. Αλλοίμονο, αν αυτός είναι ο σύγχρονος Έλληνας. Τότε είναι μαθηματικά προδιαγεγραμμένο το τέλος μας στο ιστορικό γίγνεσθαι. Αλλά ο Έλληνας και πιστεύει και ελπίζει στον Θεό μπροστά στις δυσκολίες. Εμπρός λοιπόν στον δρόμο της επανόδου πριν χάσουμε ολότελα την ψυχή μας, που βέβαια δεν μπορούν να μας πάρουν, αν εμείς δεν την δώσουμε.
“ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”, 11-7-2011

Ελεύθεροι… που είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα!

 



Άλλο ένα πράγμα που παρατηρώ, γράφεις, είναι το πως τρέχουν όλοι με κομμένη ανάσα πέρα-δώθε, κυνηγώντας, θαρρείς, κάτι που ποτέ δεν καταφέρνουν να πιάσουν. Τί φασαρία, τί αναβρασμός, τί πήγαιν’ έλα είν’ εκείνο που βλέπω, όποτε περνάω από πολυσύχναστο δρόμο; Διαπιστώνω, όμως, ότι το ίδιο συμβαίνει και στα σπίτια, ίσως και μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Τα ‘χω χαμένα! Μπορεί κανείς, αλήθεια, να ζει μ’ αυτόν τον τρόπο;…
Παρατηρώ, επίσης, το πώς καταναγκάζουν και καταπιέζουν ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν έχει τη δική του βούληση. Κανένας δεν είναι ελεύθερος. Δεν τολμάς να ντυθείς όπως θα ‘θελες, να φερθείς όπως θα ‘θελες, να πεις ό,τι θα ‘θελες. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις από τους υπόλοιπους. Ό,τι κάνουν, επιβάλλεται από έναν άγραφο νόμο, ένα νόμο στον οποίο όλοι υποτάσσονται, ένα νόμο, ωστόσο, που κανένας δεν ξέρει το πώς καθιερώθηκε, μα ούτε και το πώς να τον αποφύγει. Μ’ αυτόν τον τρόπο αλληλοβασανίζονται. Δεν τολμάς ν’ ακούσεις κανέναν – τί θλιβερό!
Εγώ, π.χ., τα καταφέρνω στο τραγούδι. Όταν μπορώ να τραγουδήσω, τότε το τραγούδι είναι πραγματική απόλαυση και για μένα και για τους ακροατές. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, που, είτε μπορώ είτε όχι, αναγκάζομαι να τραγουδήσω. Και το κάνω, γιατί το επιβάλλει ο «νόμος» της ευγένειας. Η άρνησή μου θα είναι αντίθετη σ’ αυτόν το «νόμο». Έτσι, λοιπόν, τραγουδάω, μολονότι μου είναι αφόρητο: Το στήθος μου τσακίζεται, αλλά πιέζομαι, για να δείξω ότι τραγουδάω με κέφι. Το έχω παρατηρήσει και σε άλλους αυτό. Ε, να ποιά είναι η ελευθερία μας! Εξωτερικά όλοι φαινόμαστε ελεύθεροι άνθρωποι· ελεύθεροι, που είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα!
Με αφορμή αυτή την παρατήρηση, άρχισα να εξετάζω συστηματικά, αν οι άνθρωποι κάνουν με την καρδιά τους όλα όσα κάνουν. Και το αποτέλεσμα; Δεν ξέρω αν πέφτω έξω, αλλά τίποτα δεν είδα να γίνεται με ειλικρινή εγκαρδιότητα και αυθόρμητη διάθεση. Κενές αβρότητες, πρόθυμες τάχα εξυπηρετήσεις, εκφράσεις αλληλοθαυμασμού και αλληλοεκτιμήσεως -μα όλα συμβατικά και επιφανειακά. Πίσω από τη βιτρίνα, κάτω από την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά, την τόσο λεπτή και ευγενική, κρύβεται ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, ένα πνεύμα, που, αν ερχόταν ποτέ στο φως, θα διαπιστώναμε ότι στην πραγματικότητα όχι μόνο λεπτό δεν είναι, μα ούτε καν υποφερτό.
Τελικά, λοιπόν, τί αποδεικνύεται; Ότι οι κοσμικές συγκεντρώσεις μας δεν είναι παρά συναθροίσεις ηθοποιών που υποκρίνονται. Τί κωμωδία!
Τη μεγαλύτερη έκπληξη, όμως, μου την προξενεί η γενική ψυχρότητα που βλέπω γύρω μου. Πώς μπορούν να δείχνουν όλοι ότι είναι φίλοι μεταξύ τους, έτοιμοι να προσφέρουν στους άλλους ακόμα και το πουκάμισο τους, βαθύτερα όμως να έχουν τόση ψυχρότητα;
Οι διαπιστώσεις σου είναι απόλυτα σωστές. Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα γράφεις. Όλα τούτα, πάντως, παρατηρήθηκαν και καταγράφηκαν από πολύ παλιά, για να τ’ αντιμετωπίσουμε προετοιμασμένοι. Αιώνες πριν ο άγιος Μακάριος ο Μέγας περιέγραψε την ακαταστασία, την πολύβουη κίνηση και το μάταιο κυνηγητό της επίγειας ζωής, που το γεύτηκες ήδη. «Οι κάτοικοι της γης», γράφει ο άγιος, «και τα τέκνα του κόσμου τούτου μοιάζουν με το σιτάρι μέσα στο κόσκινο. Έτσι κοσκινίζονται και οι ψυχές με τους άστατους κοσμικούς λογισμούς, την ακατάπαυστη ταραχή των γήινων πραγμάτων και τις πολύπλοκες υλικές φροντίδες. Ο σατανάς ταρακουνάει με το κόσκινο, δηλαδή με τις επίγειες μέριμνες, ολόκληρο το αμαρτωλό γένος των ανθρώπων. Μετά το προπατορικό αμάρτημα, αφότου δηλαδή ο Αδάμ αθέτησε την εντολή του Θεού και βρέθηκε κάτω από την εξουσία του διαβόλου, ο άρχοντας του σκότους κοσκινίζει με ακατάπαυστους απατηλούς λογισμούς τους ανθρώπους, χτυπώντας τους στα τοιχώματα του κόσκινου αυτής της γης. Όπως, δηλαδή, το κόσκινο ταρακουνάει και περιστρέφει και χτυπάει το σιτάρι, έτσι και ο διάβολος, αιχμαλωτίζοντας με τα γήινα πράγματα τις ψυχές των αμαρτωλών απογόνων του Αδάμ, τις ταράζει, τις αναστατώνει, τις ξεσηκώνει και τις παρασύρει σε μάταιους λογισμούς, σε αισχρές επιθυμίες και σε κοσμικούς δεσμούς, εξαπατώντας τες και ξελογιάζοντας τες ακατάπαυστα. Ο Κύριος είχε μιλήσει προφητικά στους αποστόλους Του για τον μελλοντικό τους πειρασμό: Ο σατανάς ζήτησε να σας δοκιμάσει σαν το σιτάρι στο κόσκινο. Εγώ, όμως, προσευχήθηκα στον Πατέρα μου να μη σας εγκαταλείψει η πίστη σας. Η ρήση και απόφαση, άλλωστε, που εξαγγέλθηκε από το Δημιουργό στον Κάιν, είναι ξεκάθαρη: Θα στενάζεις και θα τρέμεις και θα χτυπιέσαι πάνω στη γη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει, μεταφορικά, με όλους τους αμαρτωλούς. Νιώθουν ανασφάλεια και αβεβαιότητα μέσα στους άστατους λογισμούς της δειλίας, μέσα στο φόβο, τη σύγχυση, την επιθυμία, την ηδονή· γιατί ο άρχοντας του κόσμου τούτου πειράζει όσους δεν έχουν αναγεννηθεί από το Θεό, περιστρέφοντας άστατα, σαν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο, τους λογισμούς τους, προκαλώντας τους αίσθημα ανασφάλειας και παγιδεύοντάς τους με κοσμικές άπατες, σαρκικές ηδονές, φόβους και συγχύσεις».
Να οι δικές σου παρατηρήσεις από μια άλλη σκοπιά! Εσύ περιέγραψες τον τρόπο εξέλιξης των πραγμάτων ο άγιος Μακάριος αποκάλυψε την αιτία και την προέλευσή τους. Είναι, όμως, αδύνατο ν’ ασχοληθεί κανείς μ’ αυτή την πλευρά του ζητήματος, αν δεν υιοθετήσει και την αντίστοιχη διαλεκτική μέθοδο. Σου ζητάω, λοιπόν, ν’ αποδεχθείς την αντίληψη που εκφράζει ο άγιος Μακάριος, γιατί αγγίζει την ουσία του θέματος και θα σου χρησιμεύσει ως ανασχετικός παράγοντας απέναντι στη γοητεία της κοσμικής ζωής. Για να μάθεις πιο πολλά, αλλά και για να εξοικειωθείς περισσότερο μ’ αυτή τη συλλογιστική μέθοδο, διάβασε, αν θέλεις, ολόκληρη την πέμπτη ομιλία του αγίου Μακαρίου.
Από την πλευρά μου θα ήθελα να προσθέσω τούτο μόνο: Το ασταμάτητο κυνηγητό και το ανικανοποίητο όλων απ’ όλα σχετίζεται μ’ εκείνο ακριβώς που σου έγραψα στο προηγούμενο γράμμα μου, ότι δηλαδή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο ζωής κάθε πλευρά η ανάγκη της ανθρώπινης φύσεως. Σου το εξηγώ με απλά λόγια: Μια ανικανοποίητη ανάγκη, λ.χ. η πείνα, απαιτεί ικανοποίηση, κι έτσι σπρώχνει τον άνθρωπο στην αναζήτηση τροφής. Όσο εκείνος κινείται μέσα σε πλαίσια όπου δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί η πείνα του, αυτή δεν καταστέλλεται. Απεναντίας, μάλιστα, θεριεύει.
Έτσι, όμως, ούτε και το κυνήγι της τροφής σταματάει. Να, κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τούς ανθρώπους που ζουν μέσα στο πνεύμα του κόσμου τούτου. Ακατάπαυστα αναζητούν τροφή για την πεινασμένη τους ψυχή. Αλλά μάταια. Ο εχθρός τους έχει τυφλώσει, και δεν συναισθάνονται την πλάνη τους: Έχουν πάρει λάθος δρόμο, ακολουθούν λάθος κατεύθυνση. Έτσι βασανίζονται μέσα στ’ αδιέξοδα και πνίγονται μέσα στο σκοτάδι. Κανένας δεν μπορεί να τους ανοίξει τα μάτια. Τρέχουν πέρα-δώθε σαν άγρια θηρία και βρυχώνται σαν τα λιοντάρια, που τριγυρνούν στη ζούγκλα αναζητώντας κάτι να καταβροχθίσουν.

(Οσίου Θεοφάνους του εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής». Ι.Μ.Παρακλήτου)

Ποιούς πιάνει το «μάτι»



Σατανική ενέργεια
Ο φθονερός, όταν βλέπει κάτι το καλό στον άλλο, υποφέρει. Το ίδιο παθαίνει και ο πανούργος διάβολος. Διάβολος και φθονερός φθονούν το καλό του άλλου. Έχουν μεταξύ τους το κοινό αυτό σημείο. Κι ο διάβολος το «εκμεταλλεύεται». Περνά μέσα απ’ αυτό, (=φθόνο) την κακία του σ’ ανθρώπους.
Ο φθόνος δηλ. του φθονερού ανθρώπου είναι αγωγός, απ’ όπου διοχετεύεται στις ανθρώπινες ψυχές το δηλητήριο (=βασκανία) του διαβόλου. «Η βασκανία είναι μία δαιμονική ενέργεια, που γίνεται μέσω των φθονερών ανθρώπων» (Μ. Βασίλειος περί φθόνου, 4), «…απέλασον πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, πάσαν σατανικήν έφοδον» (Ευχή εις βασκανίαν).
Κι αυτό σημαίνει: Βασκανία ΔΕΝ είναι ένας λ.χ. συνηθισμένος πονοκέφαλος, ή μια συνηθισμένη ζάλη κλπ., αλλά είναι κάτι το ασυνήθιστο!! Κάτι το φοβερό, το ανυπόφορο, το …σατανικό!!
Είχε κάποιος, (διηγούνται αυτόπτες μάρτυρες) ένα ωραίο άλογο. Το είδε κάποιος (φθονερός) και είπε: «Τι ωραίο άλογο». Και το άλογο δεν άντεξε το «μάτι». Έσκασε, ψόφησε ακαριαία!

Ποιοί έχουν «μάτι»;
Κακό «μάτι» έχει εκείνος, που έχει μέσα του κακία! «απέλασον πάσαν φαρμακείαν των φθοροποιών και φθονερών ανθρώπων» (ευχή εις βασκανίαν).
Γι’ αυτό παλαιότερα, οι αγράμματες γριούλες, όταν έβλεπαν ένα όμορφο παιδάκι, ή άλλο τι ωραίο, το έφτυναν· και έλεγαν: «Να μην αβασκαθεί». Έβγαζαν από μέσα τους (έφτυναν) τον τυχόν κρυμμένο φθόνο.

Ποιούς πιάνει το «μάτι»;
Εφόσον η βασκανία είναι χτύπημα του σατανά στον άνθρωπο, είναι λογικό να «χτυπιόνται» από τη βασκανία, όσοι δεν είναι εφοδιασμένοι με όπλα, που πολεμούν και συντρίβουν το διάβολο («νηστεία» προσευχή εξομολόγηση, Θ. Κοινωνία, θα το δούμε).
Για αυτό:
Τους αγίους δεν τους πιάνει «μάτι».
Τους ιερείς (λόγω της ιερωσύνης τους).
Και τον κάθε χριστιανό, που ζει την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.

«Ξεμάτιασμα»
Και πάλι, εφόσον η βασκανία είναι χτύπημα του σατανά, απαιτείται ειδική προσευχή, που να χτυπά, εξορκίζει το διάβολο.
Η Εκκλησία μας για την περίπτωση αυτή έχει θεσπίσει την ευχή «εις βασκανίαν», που διαβάζεται από ιερέα. Που σημαίνει, πως όταν σε «πιάσει» το μάτι, θα πρέπει να πας στον ιερέα, και μόνο στον ιερέα.

Αμαρτωλό ξεμάτιασμα
Σε έπιασε το «μάτι». Αντί, λοιπόν, να πας στον ιερέα, πας στη γειτόνισσά σου, στη κουμπάρα σου, κ.λ.π., και σου κάνουν ξόρκια! Όμως έτσι αμαρτάνεις και συ, και αυτές που σε ξεματιάζουν. Εσύ, γιατί περιφρόνησες το λειτουργό του Χριστού (τον ιερέα), και κτύπησες ξένες πόρτες, αυτές γιατί πήραν τη θέση του ιερέα.
Μάθε, λοιπόν, πως ο λαϊκός, επειδή στερείται ιερωσύνης, δεν έχει δικαίωμα να σε «σταυρώνει».
Ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή είναι πρόσωπα ιερά, και επειδή έχουν εξουσία στα παιδιά τους, μπορούν να «σταυρώνουν» τα παιδιά τους και μόνο τα παιδιά τους.( Το ίδιο ισχύει και για τον παππού ή τη γιαγιά σε σχέση με τα εγγονάκια τους). Όμως και πάλι προσοχή! Θα πρέπει να λένε προσευχές της Εκκλησίας μας και μόνο της Εκκλησίας μας, ( λ.χ. «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ή το «απολυτίκιο» ενός αγίου κ. ά).
Με ποιό, λοιπόν, δικαίωμα σε σταυρώνουν άνθρωποι χωρίς ιερωσύνη; (Και γιατί δεν σταυρώνεσαι από μόνος σου; Άγιο είναι το χεράκι τους;)
Το εξίσου σημαντικό: Ο λαϊκός επειδή δεν έχει ιερωσύνη, δεν μπορεί να κάνει ένα μυστήριο, λ.χ. «ευχέλαιο». Και όμως, η γειτόνισσά σου, η κουμπάρα σου τολμούν (!) και κάνουν «ευχέλαιο». «Αγιάζουν» από μόνες τους το λαδάκι (!), που θα σε …σταυρώσουν!! (Διερωτήθηκες ποτέ, γιατί δεν προτιμούν το λαδάκι του κανδηλιού;).
Και να ήταν μόνο αυτό; Στο «μυστήριό» τους ανακατεύουν λόγια της Εκκλησίας μας με ξένα λόγια (=του διαβόλου). Λες και οι ευχές της Εκκλησίας μας χρειάζονται την ενίσχυση των «ευχών» του διαβόλου!
Λοιπόν, ποιά λόγια θα πιάσουν; Της Εκκλησίας ή του διαβόλου; Είναι δυνατόν να ακούσει ο Κύριος «μαγαρισμένες» προσευχές;
Θα πεις:
-Μα είναι γυναίκες χριστιανές, κάνουν τον σταυρό τους, επικαλούνται το όνομα του Θεού!
-«Γι’ αυτό (απαντά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) τις αποστρέφομαι! Γιατί χρησιμοποιούν το όνομα του Θεού για να Τον υβρίζουν! Γιατί, λέγοντας πως είναι χριστιανές, κάνουν εκείνα που κάνουν οι ειδωλολάτρες! Και οι δαίμονες ανέφεραν το όνομα του Θεού, αλλά ήταν δαίμονες! Ο Κύριος τους επέπληξε και τους έδιωξε!» (Κατήχησις I΄).
Και πάλι:
Μα μόλις με ξορκίζουν, είμαι μια χαρά!
Μπορεί να είναι ψυχολογικό.
Μπορεί και να σε έκανε ό διάβολος καλά, φυσικά για το κακό σου…

Διδακτικό περιστατικό
Στις 2.3.1998 ο πατρινός κ. Ε., μου ανέφερε, κάτι που συνέβη στον ίδιο, πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Από 14 ετών οι δικοί του κάθε τόσο τον πήγαιναν σε μια κυρία για «ξεμάτιασμα».
Όμως το συνεχές «ξεμάτιασμα» έδωσε «λαβή» στο διάβολο. Άρχισε τώρα και ο ίδιος (κ. Ε.) να έχει «μάτι», να «αβασκαίνει». Όποιον θαύμαζε, του συνέβαινε κακό. Έβλεπε λ.χ γυναίκα να περπατά, αμέσως η γυναίκα σκόνταφτε και έπεφτε.
Το 1983, Μ. Πέμπτη βράδυ, παρακολουθούσε την ακολουθία των αγίων Παθών στον ι. ναό αγίου Σπυρίδωνος Αιγάλεω. Ξαφνικά ένοιωσε ζάλη. Θόλωσε το μυαλό του. Έβλεπε το εκκλησίασμα να χάνεται από μπροστά του. Ταυτόχρονα τον έπιασε κρύος ιδρώτας. Δεν άντεξε. Βγήκε έξω.
Τον ακολούθησε «κατά πόδας» (έξω, στην αυλή) μια γνωστή κυρία (που ξεμάτιαζε…). Τον πλησίασε και του είπε: «Τί έπαθες, Ε;». Και άρχισε να τον ξεματιάζει, διαβάζοντας κάτι παράξενες «ευχές»(επικλήσεις δαιμόνων).
Στην «ιερή» (=δαιμονική) αυτή στιγμή, ο κ. Ε. παρατήρησε κάτι, που τον συγκλόνισε!
Η όψη της κυρίας αλλοιώθηκε! Το βλέμμα της ήταν απαίσιο! Ταυτόχρονα την «έπιασε» ένα παράξενο χασμουρητό! Το στόμα της θύμιζε στόμα άγριου θηρίου! Στο τέλος έβγαλε από την κοιλιά της ένα φυλακτό». «Πάρτο (του είπε), φόρεσέ το και δεν θα σε ξαναπιάσει».
Και με τις σατανικές της επικλήσεις (=βοήθεια του διαβόλου) ο ασθενής έγινε καλά…
Ο κ. Ε., μετά απ’ αυτό, εξομολογήθηκε, και ησύχασε. Αλλά, και έπαψε να αβασκαίνει».

(Αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, «Διάβολος, Μάγια, Μέντιουμ»)

Θέλω να με φωνάζετε …(Διήγηση της μακαριστής Γερόντισσας Μακρίνας)

Μια νεαρά σχετικώς κυρία, είχε υποστεί κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να παραλύσει τελείως από τη μέση και κάτω, έμεινε παράλυτη από τη μέση και κάτω, και ελαφρά από τη δεξιά της πλευρά. Το μυαλό της, όμως, και η ομιλία της δεν πειράχτηκαν καθόλου. Από τη γερόντισσα Μακρίνα, αυτή η συγκεκριμένη κυρία είχε μάθει, πριν από τέσσερα – πέντε χρόνια, την ευχή και επικαλείτο συνεχώς, όχι μόνο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά και της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έτσι, κατάκοιτη και ακίνητη, όπως ήταν, με το ελεύθερο αριστερό της χέρι, έκαμε συνέχεια κομποσχοίνι στο όνομα της Παναγίας, λέγοντας και φωνάζοντας με πόνο και θέρμη
«Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι».
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με».
«Παναγία μου, σώσε με, είμαι αμαρτωλή».
Ύστερα από αρκετές ημέρες συνεχών επικλήσεων, ω του θαύματος θα ανακράζαμε όλοι μαζί, παρουσιάστηκε ένα βράδυ την ώρα που ήτο ξυπνητή, και απευθυνόταν προς την Παναγία με το κομποσχοινάκι της, παρουσιάστηκε Εκείνη ολόλαμπρη μπροστά της. Φωτεινή σαν τον ήλιο. Και είχε τέτοια ομορφιά που θαμπώθηκε, όχι μόνον από την θεϊκή ακτινοβολία της, αλλά και από την απερίγραπτη ωραιότητά της. Το ανάστημά της ήτο μεγαλοπρεπέστατο, ουράνιο και ακατάληπτο. Ενώ πίσω της εφαίνοντο πολύ καθαρά ένα πλήθος από τάγματα αγγέλων και αρχαγγέλων. Ταυτόχρονα είχε την ορατή αίσθηση ότι με τη θεία της παρουσία η Παναγία σκέπαζε ολόκληρο τον κόσμο.
Και μέσα στο ιερό δέος της, τον θαυμασμό και την κατάπληξή της, άκουσε την ουράνια φωνή Της να την ρωτάει.
- Τι θέλεις να σου κάνω, Μαρία, παιδί μου; – Μαρία την λέγανε.
Και η άρρωστη αλλά η ευλαβής εκείνη χριστιανή, χωρίς δισταγμό, Της απάντησε:
- Θέλω να γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο, γιατί είμαι παράλυτη απ’ τη μέση και κάτω, και δεν μπορώ. Κουράστηκε η πλάτη μου απ’ την ακινησία. Ιδιαιτέρως, όμως, θέλω να σωθώ. Τη σωτηρία μου ποθώ, γι’ αυτό και Σε φωνάζω.
Και η Υπεραγία Θεοτόκος, η γλυκυτάτη Παναγία μας, που συμπονάει με τους πόνους μας και τα βάσανά μας, της απάντησε:
- Αυτά θα σου τα δώσω. Και, γι’ αυτό ήλθα, επειδή με φωνάζεις κάθε μέρα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Γιατί θέλω να με φωνάζετε! Να με φωνάζετε συνεχώς. Και γω ακούω και έρχομαι. Θέλω να με φωνάζεις, της είπε. Θέλω να με φωνάζετε όλοι σας, όλοι οι χριστιανοί, αυτό εννοούσε τώρα.
Πλημμύρισε, όχι μόνον το δωμάτιο από την υπέρλαμπρη φωτοχυσία της, και το ουράνιο άρωμά της, αλλά και ολόκληρο το σπίτι της. Όλα τα μέλη της οικογένειάς της, κατά την μαρτυρία της αείμνηστης γερόντισσας, έζησαν αυτό το ολοζώντανο θαύμα. Η δε ουράνια αυτή ευωδία παρέμεινε διάχυτη για μέρες μέσα στο σπίτι, και ιδιαίτερα στο δωμάτιο της άρρωστης. Το πρόσωπο της Μαρίας έλαμπε από την πολλή χάρη που έλαβε. Και όχι μόνον άρχιζε να κινεί το σώμα της, και να γυρίζει πλευρό με ευκολία, αλλά σε λίγες μέρες έγινε τελείως καλά και σηκώθηκε υγιεστάτη.
Εγώ όμως δεν θα μείνω στο καταπληκτικό αυτό θαύμα της θείας παρουσίας της Υπεραγίας Θεοτόκου, ούτε στο θαύμα της θεραπείας της άρρωστης. Αλλά θα παραμείνω σ’ αυτά που είπε η Παναγία μας, η Μητέρα όλων μας. Τι είπε; «Θέλω να με φωνάζετε». «Θέλω να με επικαλείσθε. Και ’γω ακούω και έρχομαι. Θέλω να με φωνάζετε. » «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσε με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου»,
και ό,τι άλλο νομίζετε ότι μπορείτε να φωνάξτε απ’ το βάθος της καρδιάς σας, αυτό που μας πονάει συνήθως περισσότερο.
Από κήρυγμα του π.Στεφάνου Αναγνωστόπουλου

Δέχεται ο Θεός τον διάβολο σε μετάνοια;

 




Κάποιος άγιος γέροντας, μεγάλος και διορατικός, έχοντας νικήσει και ξεπεράσει όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λάβει το χάρισμα να βλέπει οφθαλμοφανώς το πως επιδρούν στη ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πως δηλ. ο καθένας από την πλευρά του αγωνίζονται για τις ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζοντάς τους την πτώση τους από τους ουρανούς και την αιώνια κόλαση του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήσει στο εξής να παλέψει μαζί του ή έστω και να τον πλησιάσει, μη τυχόν και πληγωθεί από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά ένα σύντροφό του:
-Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθεί, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιός άραγε να το γνωρίζει αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:
— Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ’ αυτό και να τον δοκιμάσω;
— Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβει ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθεί να ρωτήσει τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ’ εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξει ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχει μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τά σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό και τον ρώτησε:
— Για ποιό λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα τής καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυά σου και την καρδιά μου;
— Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω τού πλήθους των εγκλημάτων μου.
-Και τί θέλεις να κάνω για σένα. αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωση αυτοαποκαλείται δαίμονας ό άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
— Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακαλέσεις πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανερώσει αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθεί κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
— Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.
Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανερώσει αν δέχεται το διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και τού λέει:
— Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρη του δαίμονα: Και γιατί ήρθε αυτός διάβολος να σε πειράξει;»
— Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωση, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
— Μη λυπηθείς γι’ αυτό το πράγμα. Διότι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλεια των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζονται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανεί η σκληρότητα και απόγνωση των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθει, μη τον σκανδαλίσεις απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβεις ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμονας και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθεί, εάν βέβαια φυλάξεις αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πει: «Ποιά είναι αυτά;» Κι εσύ να του πεις: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιός είσαι και από πού ήρθες, για να τον δοκιμάσεις. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνειά σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπορέσεις να ταπεινωθείς και να βρεις έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχεις όμως πρόφαση απολογίας Ενώπιον Του κατά τη ημέρα τής κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσεις κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσεχε στα λόγια μου, πως πρέπει ν’ αρχίσεις τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθίσεις επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατολάς και να φωνάζεις εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός. ελέησόν με το αρχαίο κακό και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδέλυγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζεις αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθείς και να λιποψυχήσεις. Όταν δε τα κάνεις αυτά με ταπείνωση, τότε θα επανέλθεις στην αρχαία τάξη και θα συγκαταριθμείς με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήσει μαζί σου να τα κάνει αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζονται μέχρι των έσχατων ημερών, ώστε να μη απελπίζονται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγηση θα συντελέσει πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζονται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμονας και άρχισε από μακριά να θρηνεί υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο». Έπειτα του λέει:
-Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτελέσεις αυτά που σε διατάζει δι’ εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.

-Και ποιά είναι αυτά που όρισε ο Θεός να κάνω;
-Ο Θεός προστάζει να σταθείς σ’ ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς ανατολάς και να φωνάζεις νύχτα-μέρα εκατό φορές: Ο Θεός. ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την σχετισμένη άπατη κι άλλες τόσες Ο Θεός. ελέησόν με, το αρχαίο κακό, και όταν τα κάνεις αυτά, θα σε συναριθμήσει με τους αγγέλους του.
Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετανοίας, ακούγοντάς τα αυτά, γέλασε αμέσως δυνατά και λέει:
— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέσω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως καί αρχαίο κακό και σκοτισμένη απάτη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κακό; Μη γένοιτο! Και ποιός το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μάλιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως και σκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω ένας δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με τη μετάνοια! Όχι. γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι. μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!
Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθεί ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:
- Αλήθεια είπες. Κύριε, ότι αρχαίο κακό καινούργιο καλό δεν γίνεται.
Αυτά, αγαπητοί μου. δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθείτε το μέγεθος της αγαθότητας του Δεσπότη Χριστού· ότι δηλ. αν και το διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρη τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.

Πηγή: «Αγιορείτικη Μαρτυρία» τευχ.7, σ.100-102.

Διήγημα φοβερὸν ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ

 



Διηγήσατο ἡμῖν ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος, ὄτι: ὅταν ἤμην νεώτερος ἡσύχαζον πλησίον τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλῶ· ὅταν ἦλθεν ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων ἐπῆγον εἰς τὸν Γέροντα λίαν πρωῒ καὶ ἀσπασάμενος αὐτὸν καὶ εὐλογηθείς, ἐκάθισα πλησίον του, καὶ παρεκάλουν αὐτόν, ὅπως δεχθῇ με νὰ κατοικήσω μετ᾿ αὐτοῦ διότι καθ᾿ ὅλην τὴν ἁγίαν Τεσσαρακαστὴν μόνος μου κατοικῶν, πολὺ ἐπολεμήθην ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, ἀλλ᾿ ὁ Γέρων δὲν συγκατετίθετο. Παραμείνας μέχρι τῆς ἕκτης ὥρας (μεσημβρίας) ὡς ἀνεχώρησα κατερχόμενος τοῦ Ὅρους, εἰς τὸν δρόμον συνήντησα τὸν ὑπηρέτην αὐτοῦ τοῦ Γέροντος, πηγαίνοντα εἰς αὐτόν, κτυπῶντα τὸ πρόσωπον του καὶ μαδῶντα τὰς τρίχας τοῦ γενείου του, καὶ ἰδόντος με παρεβιάσατο νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸν Γέροντα· ὡς δὲ ὑπήγομεν, προσπεσὼν ἐδιηγήθη πρὸς αὐτὸν λέγων. Περιπατοῦντες μετὰ τοῦ μικροτέρου ἀδελφοῦ μου, ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ Ὑπάτου, μὴ γνωρίζοντες ὅτι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ περάσῃ τὴν νύκτα ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμον. Ἐνῷ περιεπάτουμεν, ἐξ αἴφνης φαντασία δαιμονικὴ ἐλθοῦσα ἐκ τοῦ μνήματος, ἤρπασέ μου τὸν ἀδελφόν. Ὡς ἤκουσε τοῦτο ὁ Γέρων, βοήσας πρὸς τὸν Θεὸν εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, παρακαλῶ σε βοήθησόν με. Καὶ προσευχηθεὶς ὁ Γέρων, λαβὼν καὶ ἐμὲ μαζί του ἐπηγαίνομεν.

Περιπατήσαντες οὖν ἀπὸ ἐνάτης ὥρας τῆς ἡμέρας καὶ δι᾿ ὅλης τῆς νυκτός, περὶ τὰ χαράγματα τῆς ἡμέρας, ἐφθάσαμεν εἰς τὸν τόπον ἐν ᾧ ἠρπάγη ὁ ἀνθρωπος. Πρασευχηθέντες ἐπὶ ὥραν πολλήν, ἐξεκίνησεν ὁ Γέρων νὰ πηγαίνη πρὸς τὸν τάφον τοῦ Ὑπάτου, ἀκολουθοῦντες καὶ ἡμεῖς αὐτόν. Πλησιαζόντων ἡμῶν εἰς τὸν τάφον, φοβεραί τινες καὶ καταπληκτικαὶ φαντασίαι ἐγίνοντο, μορφαὶ διάφοροι καὶ ἐξηλλαγμέναι ἐφαίνοντο, ἀνθρώπων, κτηνῶν, δρακόντων καὶ θηρίων πυῤῥοειδῶν καὶ καπνῶν ἐρευγομένων, περικυκλωσάντων ἡμᾶς καὶ ἐγγίζοντα ἡμῖν καὶ βλεπόμενα καὶ ἀκουόμενα καὶ ἐφαπτόμενα ὡς καὶ τῇ πνοῇ ἡμᾶς συνέχεσθαι. Ὁ δὲ Γέρων καὶ ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς τῇ σφραγῖδι τοῦ Σταυροῦ σημειωσάμενος, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπικαλούμενος, καὶ ἡμᾶς προστάξαντος νὰ λέγωμεν τὴν ἀρχὴν τοῦ ἑξηκοστοῦ ἑβδόμου ψαλμοῦ «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτὸν· ὡς ἐκλείπει καπνὸς ἐκλιπέτωσαν, ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός...» ἐπροχώρει ἐμπρὸς πλησιέστερον τοῦ τάφου γενόμενος. Ὅσον δὲ ἐπλησίαζε τοσοῦτον καὶ αἱ δαιμονικαὶ φαντασίαι φοβερώτεραι ἐγένοντο.

Σεισμὸς καὶ κλόνος συνεχὴς ἐγένετο τοῦ ἐδάφους, καὶ μέγα χάσμα ἠνοίχθη ἔμπροσθεν ἡμῶν, ὥστε καὶ τὴν ἄβυσσον νὰ βλέπωμεν καὶ δράκοντας ἐξ αὐτῆς ἀνερχομένους καὶ ἡμᾶς ἐκφοβίζοντας, ὡς τοὺς ὀδόντας αὐτῶν τρίζοντας καὶ φλόγας πυρὸς ἐξακοντίζοντας. Ὁ δὲ Γέρων τὰ γόνατα κλίνας καὶ τὸν νοῦν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς οὐρανὸν ὑψώσας, καὶ μὲ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα ἑαυτὸν καθοπλίσας, εἰς τὸ σπηλαιῶδες κτίσμα εἰσῆλθεν ἐν ᾧ ἡ λάρναξ ἔκειτο· καὶ πάλιν μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ σημειωθείς, ἐρευνῶν εὗρε τὸν ἀδελφὸν τοῦ διακονητοῦ (τοῦ ὑπηρετοῦντος αὐτῷ) ἡμιθανῆ ὑπάρχοντα, μηδόλως τρίχας ἔχοντα, οὔτε εἰς τὴν κεφαλήν, οὔτε εἰς τὸ γένειον, οὔτε εἰς τὰ βλέφαρα, οὐδὲ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ ἀποστείλας τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἰς τὸ πλησίον χωρίον νὰ φέρῃ ἔλαιον, καὶ προσευχηθείς, ἔχρισε τὸν ἡμιθανῆ τοῦτον ὑπάρχοντα ἀπὸ κορυφῆς ἕως τῶν ὀνύχων, καὶ τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου Σταυροῦ σφραγισάμενος αὐτόν, ὑγιῆ τελείως ἀποκατέστησεν.

Εἶχε δὲ ἡ λάρναξ ταύτην τὴν ἐπιγραφήν, Σωματοθήκη Ὑπάτου τοῦ ἀνεψιοῦ Διοκλητιανοῦ τοῦ Βασιλέως, τοῦ κατὰ παντὸς τόπου τοὺς τοῦ ἐσταυρωμένου ὑπασπιστὰς βασανίσαντος. Ἀναγνοὺς ὁ Γέρων τὴν ἐπιγραφὴν ἤρξατο θνηνεῖν καὶ λέγειν ποῦ νῦν τῆς ὑπατείας ἡ λαμπρὰ περιβολή; ποῦ οἱ κρότοι καὶ αἱ πανηγύρεις; πάντα ἐξηφανίσθη· πάντα παρέδραμε καὶ ὡς σκιὰ καὶ καπνὸς διελύθησαν. Εὐλογητὸς καὶ δεδοξασμένος εἷς μόνον, ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεός, οὗ ἡ βασιλεία, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ Δεσποτεία αὐτοῦ ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ.

Ἐγιναν δὲ ταῦτα,γνωστὰ εἰς ὅλα τὰ περίχωρα, καὶ ἐφεξῆς πάντες διήρχοντο ἀφόβως ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης καὶ τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα δοξάζοντες τὸν πανάγαθον Θεόν, καὶ τὸν αὐτοῦ δοῦλον Ἀββᾶν Ἀπολλώ, ὅστις ἀποφεύγων τὴν τῶν ἀνθρώπων τιμὴν καταλιπὼν τὸ κελλίον του μετῴκησεν εἰς Θηβαΐδα, οὗ ταῖς πρεσβείαις ῥύσαιτο καὶ ἡμᾶς ὁ Κύριος τῶν δαιμονικῶν φαντασιῶν. Ἀμήν.

Τρεῖς δεῖχτες

Κάλλιστος Γουέαρ (Ἐπίσκοπος Διοκλείας)



Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἕνας πού ἀγαπᾶμε, ὁ προσωπικός μας φίλος. Δέν χρειάζεται ν' ἀποδείξουμε τήν ὕπαρξη ἑνός προσωπικοῦ φίλου. Ὁ Θεός, λέει ὁ Olivier Clement, «δέν εἶναι ἐξωτερική μαρτυρία, ἀλλά τό μυστικό κάλεσμα μέσα μας». Ἄν πιστεύουμε στό Θεό, εἶναι γιατί τόν γνωρίζουμε ἄμεσα ἀπό τή δική μας ἐμπειρία καί ὄχι ἀπό λογικές ἀποδείξεις. Παρ' ὄλ' αὐτά, εἶναι ἀνάγκη νά γίνει ἐδῶ μία διάκριση ἀνάμεσα στήν «ἐμπειρία» καί στίς «ἐμπειρίες». Ἄμεση ἐμπειρία μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς νά συνοδεύεται ἀναγκαστικά ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες. Ὑπάρχουν πράγματι πολλοί πού ἔφτασαν νά πιστέψουν στό Θεό ἀπό κάποια φωνή ἤ ἀπό κάποιο ὅραμα, σάν κι αὐτό πού δέχθηκε ὁ Ἀπ. Παῦλος στό δρόμο γιά τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 1-9). Ὑπάρχουν ὅμως πολλοί ἄλλοι πού ποτέ δέν ἔχουν περάσει ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες αὐτοῦ τοῦ τύπου ἀλλά μποροῦν νά βεβαιώσουν ὅτι, σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους καί στό σύνολό της, αἰσθάνονται μία ὁλοκληρωτική ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, μία πεποίθηση πού ὑφίσταται σ' ἕνα ἐπίπεδο πιό στέρεο ἀπ' ὅλες τίς ἀμφιβολίες τους. Ἀκόμη κι ἄν δέν μποροῦν νά δώσουν μαρτυρία γιά μίαν ὁρισμένη θέση ἤ στιγμή, ὅπως μπόρεσε ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος, ὁ Pascal ἤ ὁ Wesley, μποροῦν νά ἰσχυριστοῦν μ' ἐμπιστοσύνη: Ξέρω τό Θεό προσωπικά.

Τέτοια ἑπομένως, εἶναι ἡ βασική «μαρτυρία» γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ: μία πρόσκληση γιά ἄμεση ἐμπειρία (ἀλλά ὄχι ἀναγκαστικά γιά ἐμπειρίες). Ὅμως, ἐνῶ δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν λογικές ἀποδείξεις γιά τή θεία πραγματικότητα, ὑπάρχουν ὁρισμένοι «δεῖχτες». Στόν κόσμο γύρω μας ὅπως ἐπίσης μέσα μας, ὑπάρχουν γεγονότα, πού ζητοῦν μίαν ἑρμηνεία, ἀλλά πού μένουν ἀνερμήνευτα, ἄν δέν ἀφεθοῦμε στήν πίστη σ' ἕνα προσωπικό Θεό. Τρεῖς τέτοιοι δεῖχτες πρέπει ν' ἀναφερθοῦν ἰδιαίτερα.
*
Πρῶτος, εἶναι ὁ κόσμος γύρω μας. Τί βλέπουμε; Πολλή ἀκαταστασία καί φανερή φθορά, πολύ τραγική ἀπελπισία καί φαινομενικά ἄχρηστο πόνο. Αὐτό εἶναι ὅλο; Βέβαια ὄχι. Ἄν ὑπάρχει ἕνα «πρόβλημα κακοῦ», ὑπάρχει ἐπίσης κι ἕνα «πρόβλημα καλοῦ». Ὁπουδήποτε κοιτάξουμε, δέν βλέπουμε μόνο σύγχυση ἀλλά καί ὀμορφιά. Στή χιονονιφάδα, στό φύλλο ἤ στό ἔντομο, ἀνακαλύπτουμε σχέδια δομημένα μέ μίαν εὐαισθησία καί ἰσορροπία πού τίποτε φτιαγμένο ἀπ' τήν ἀνθρώπινη ἐπιδεξιότητα δέν μπορεῖ νά τό φτάσει. Δέν πρόκειται νά ἑρμηνέψουμε συναισθηματικά αὐτά τά πράγματα ἀλλά δέν μποροῦμε νά τ' ἀγνοήσουμε. Πῶς καί γιατί ἐμφανίστηκαν αὐτά τά σχέδια; Ἄν πάρω ἕνα πακέτο μέ κάρτες μόλις φερμένες ἀπό τό ἐργοστάσιο, μέ τίς τέσσερις ἄκρες τακτικά τοποθετημένες σέ σειρά κι ἀρχίσω νά τό ἀνακατεύω, τότε ὅσο ἀνακατεύονται τόσο τό ἀρχικό σχέδιο θά ἐξαφανίζεται καί θ' ἀντικαθίσταται ἀπό μίαν ἀνόητη ἀντιπαράθεση. Ἀλλά στήν περίπτωση τοῦ σύμπαντος ἔχει συμβεῖ τό ἀντίθετο. Μεσ' ἀπό ἕνα χάος ἀρχικό ἔχουν ξεπηδήσει σχέδια μέ πολυμορφία καί νόημα πού ὁλοέν' αὐξάνουν, κι ἀνάμεσα σέ ὅλ' αὐτά τά σχέδια τό πιό πολύμορφο καί τό πιό σημαντικό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Γιατί θάπρεπε ἡ διαδικασία ποὺ συμβαίνει στό πακέτο μέ τίς κάρτες ν' ἀντιστραφεῖ ἀκριβῶς στό ἐπίπεδο τοῦ σύμπαντος; Τί ἤ ποιός εἶναι ὑπεύθυνος γι' αὐτή τήν κοσμική τάξη καί τό σχέδιο; Τέτοια ἐρωτήματα δέν εἶναι παράλογα. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ λογική πού μέ σπρώχνει νά ψάξω γιά μίαν ἑρμηνεία ὁπουδήποτε διακρίνω τάξη καί νόημα.

«Τό Καλαμπόκι ἦταν Ἀνατολή καί Ἀθάνατο Σιτάρι πού ποτέ δέν θάπρεπε νά θεριστεῖ, μήτε ποτέ εἶχε σπαρθεῖ. Νόμιζα πώς ἦταν ἐκεῖ αἰώνια. Ἡ Σκόνη καί οἱ Πέτρες τοῦ Δρόμου ἦταν πολύτιμα σάν Χρυσάφι... Τά Πράσινα Δένδρα, ὅταν τά πρωτοεῖδα μέσα ἀπό μία Πύλη μέ γήτεψαν καί μέ μάγεψαν• ἡ Γλύκα τους καί ἡ ἀλλόκοτη Ὀμορφιά τους ἔκαναν τήν καρδιά μου νά πηδήξει, καί σχεδόν τρελός ἀπό Ἔκσταση πού ὑπῆρχαν τέτοια περίεργα καί θαυμάσια Πράγματα...» Ἡ ἀντίληψη τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Thomas Traherne γιά τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου μπορεῖ νά παραλληλιστεῖ μέ πολυάριθμα κείμενα ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Ἐδῶ π.χ. εἶναι τά λόγια του Πρίγκηπα Vladimir Monomakh τοῦ Κιέβου:

Κοίταξε τόν οὐρανό, τόν ἥλιο καί τή σελήνη καί τ' ἀστέρια, τό σκοτάδι καί τό φῶς, καί τή γῆ πού εἶναι ἁπλωμένη πάνω στά νερά, πῶς εἶναι ρυθμισμένα, Κύριε, ἀπό τήν πρόνοιά σου!

Κοίταξε τά διάφορα ζῶα καί τά πουλιά καί τά ψάρια πῶς στολίζονται μέ τή στοργική σου φροντίδα, Κύριε! Καί γι' αὐτό τό θαῦμα, ἐπίσης ἀποροῦμε: πῶς ἔχεις δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή σκόνη καί πόσο διαφέρουν στήν ἐμφάνιση τ' ἀνθρώπινα πρόσωπα: ἀκόμη κι ἄν μπορούσαμε νά συγκεντρώσουμε ὅλους τους ἀνθρώπους ἀπ' ὅλο τόν κόσμο, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε ἕνας μέ τήν ἴδια ἐμφάνιση ἀλλά ὁ καθένας, μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἔχει τή δική του ἐμφάνιση. Ἄς θαυμάσουμε ἀκόμη πῶς τά πουλιά τ' οὐρανοῦ φεύγουν ἀπ' τόν παράδεισό τους: δέ μένουν σέ μία χώρα ἀλλά φεύγουν δυνατά καί ἀδύνατα μαζί, πρός ὅλες τίς χῶρες στήν προσταγή τοῦ Θεοῦ, σ' ὅλα τά δάση καί τούς ἀγρούς.
*
Αὐτή ἡ παρουσία τοῦ νοήματος μέσα στόν κόσμο μαζί μέ τή σύγχυση, τῆς συνοχῆς καί τῆς ὀμορφιᾶς μαζί μέ τήν ἀσημαντότητα μᾶς δίνει ἕνα πρῶτο «δείχτη» πρός τό Θεό. Βρίσκουμε ἕνα δεύτερο «δείχτη» μέσα μας. Γιατί, περ' ἀπ' τήν ἐπιθυμία μου γιά εὐχαρίστηση καί τήν ἀπαρέσκειά μου γιά τόν πόνο, νά ἔχω μέσα μου ἕνα αἴσθημα καθήκοντος καί ἠθικῆς ὑποχρέωσης, μίαν αἴσθηση τοῦ σωστοῦ καί τοῦ λάθους, μία συνείδηση; Καί αὐτή ἡ συνείδηση δέν μοῦ λέει ἁπλῶς νά ὑπακούω σέ κανόνες πού μέ δίδαξαν ἄλλοι• εἶναι προσωπική. Γιατί, ἐπί πλέον, ἔτσι καθώς εἶμαι τοποθετημένος μέσα στό χρόνο καί στό χῶρο, βρίσκω μέσα μου αὐτό ποῦ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ὀνομάζει «ἀπέραντη δίψα» ἤ δίψα γιά ὅ,τι εἶναι αἰώνιο; Ποιός εἶμαι; Τί εἶμαι;

Ἡ ἀπάντηση σ' αὐτές τίς ἐρωτήσεις κάθε ἄλλο παρά φανερή εἶναι. Τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐξαιρετικά πλατιά• ὁ καθένας ἀπό μᾶς ξέρει πολύ λίγα γιά τόν ἀληθινό καί βαθύ ἑαυτό του. Μέ τίς ἐξωτερικές κι ἐσωτερικές ἀντιληπτικές μας ἱκανότητες, μέ τή μνήμη μας καί μέ τή δύναμη τοῦ ἀσυνειδήτου, ἐκτεινόμαστε πάνω ἀπ' τό διάστημα, ἁπλωνόμαστε πρός τά πίσω καί πρός τά ἐμπρός μέσα στό χρόνο, καί φτάνουμε περ' ἀπ' τό χῶρο καί τό χρόνο μεσ' τήν αἰωνιότητα. «Μέσα στήν καρδιά εἶναι ἀπύθμενα βάθη», βεβαιώνουν οἱ Ὁμιλίες τοῦ ἁγ. Μακαρίου. «Δέν εἶναι παρά ἕνα μικρό σκεῦος: κι ὅμως ὑπάρχουν ἐκεῖ δράκοι καί λιοντάρια καί δηλητηριώδη πλάσματα καί ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς κακίας: ἄγρια, ἀπότομα μονοπάτια ὑπάρχουν ἐκεῖ καί ἀνοιχτά χάσματα. Ἐκεῖ ἐπίσης ὑπάρχει ὁ Θεός, ὑπάρχουν οἱ ἄγγελοι, ὑπάρχει ζωή καί Βασιλεία, ὑπάρχει φῶς καί οἱ Ἀπόστολοι, οἱ οὐράνιες πολιτεῖες καί οἱ θησαυροί τῆς χάριτος: τά πάντα ὑπάρχουν ἐκεῖ»

Μ' αὐτό τόν τρόπο ἔχουμε ὁ καθένας μέσα στή δική μας καρδιά, ἕνα δεύτερο «δείχτη» Τί σημαίνει ἡ συνείδησή μου; Ποιά εἶναι ἡ ἑρμηνεία γιά τήν αἴσθηση τοῦ ἀπείρου ποὺ ἔχω; Μέσα μου ὑπάρχει κάτι πού, συνέχεια, μέ κάνει νά κοιτάζω περ' ἀπ' τόν ἑαυτό μου. Μέσα μου φέρνω μία πηγή θαύματος, μία πηγή γιά μία συνεχῆ αὐτοϋπέρβαση.
*
Ἕνα τρίτος «δείχτης» πρέπει νά βρεθεῖ στίς σχέσεις μου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς -ἴσως μία ἤ δύο φορές μόνο σ' ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς μας- ἔχουν ὑπάρξει ξαφνικές ἀποκαλυπτικές στιγμές, ὅπου μᾶς φανερώθηκε ἡ πιό βαθειά ὕπαρξη καί ἡ ἀλήθεια ἑνός ἄλλου, καί ἀποκτήσαμε ἐμπειρία τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς σάν νά ἦταν δική μας. Καί αὐτή ἡ συνάντηση μέ τήν ἀληθινή προσωπικότητα ἑνός ἄλλου εἶναι, γι' ἄλλη μία φορά, μία ἐπαφή μέ τό ὑπερβατικό καί τό ἄχρονο, μέ κάτι πιό δυνατό ἀπ' τό θάνατο. Τό νά ποῦμε στόν ἄλλο, μ' ὅλη μας τήν καρδιά, «Σ' ἀγαπῶ», εἶναι σάν νά λέμε, «Δέν θά πεθάνεις ποτέ». Σέ τέτοιες στιγμές προσωπικῆς μετοχῆς ξέρουμε, ὄχι ἀπό ἐπιχειρήματα ἀλλ' ἀπό ἄμεση βεβαιότητα, ὅτι ὑπάρχει ζωή περ' ἀπ' τό θάνατο. Γι' αὐτό στίς σχέσεις μας μέ ἄλλους, καθώς καί στήν ἐμπειρία μας μέ τούς ἑαυτούς μας, ἔχουμε στιγμές ὑπερβατικότητας πού μαρτυροῦν ὅτι κάτι βρίσκεται πιό πέρα. Πῶς θά μπορέσουμε νά εἴμαστε πιστοί σ' αὐτές τίς στιγμές καί νά τίς νοιώθουμε;

Αὐτοί οἱ τρεῖς «δεῖχτες» - στόν κόσμο γύρω μας, στόν κόσμο μέσα μας, καί στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις- μποροῦν νά βοηθήσουν ὅλοι μαζί, σάν ἕνας τρόπος προσέγγισης, φέρνοντάς μας στό κατώφλι τῆς πίστης στό Θεό. Κανείς ἀπ' αὐτούς τούς «δεῖχτες» δέν ἀποτελεῖ μία λογική ἀπόδειξη. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ἄλλη ἐκλογή; Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ φανερή τάξη στό σύμπαν εἶναι ἁπλή σύμπτωση, ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι μόνο τό ἀποτέλεσμα τοῦ κοινωνικοῦ ἐθισμοῦ, καί ὅτι, ὅταν ἡ ζωή σ' αὐτό τόν πλανήτη τελικά ἐκλείψει, ὅλ' αὐτά πού τό ἀνθρώπινο γένος ἔχει ζήσει ὡς ἐμπειρίες καί ὅλες οἱ δυνατότητές μας θά εἶναι σάν νά μήν εἶχαν ὑπάρξει ποτέ; Μία τέτοια ἀπάντηση μοῦ φαίνεται ὄχι μόνο καθόλου ἱκανοποιητική καί ἀπάνθρωπη, ἀλλά καί τρομερά παράλογη.

Εἶναι βασικό στοιχεῖο στό χαρακτήρα μου σάν ἀνθρώπου νά ψάχνω παντοῦ γιά σημαντικές ἑρμηνεῖες. Τό κάνω αὐτό καί μέ τά μικρότερα πράγματα στή ζωή μου: δέν θά τό κάνω μέ τά μεγαλύτερα; Ἡ πίστη στό Θεό μέ βοηθάει νά καταλάβω γιατί ὁ κόσμος θάπρεπε νἄναι ὅπως εἶναι, ὄχι μόνο μέ τήν ὀμορφιά του ἀλλά καί μέ τήν ἀσχήμια του• γιατί θάπρεπε νἄμαι ὅπως εἶμαι, ὄχι μόνο μέ τήν εὐγένειά μου ἀλλά καί μέ τήν εὐτέλειά μου καί γιατί θάπρεπε ν' ἀγαπῶ τούς ἄλλους, βεβαιώνοντας τήν αἰώνιαν ἀξία τους. Δίχως τήν πίστη στό Θεό δέν μπορῶ νά δῶ ἄλλη ἑρμηνεία γιά ὅλ' αὐτά. Ἡ πίστη στό Θεό μέ κάνει ἱκανό ν' ἀντιλαμβάνομαι τά πράγματα, νά τά βλέπω σάν ἕνα σύνολο ἁρμονικό, μ' ἕνα τρόπο πού τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά μοῦ τό δώσει. Ἡ πίστη μέ κάνει ἱκανό νά κάνω ἀπό τά πολλά τό ἕνα.

Ο ναός είναι λιμάνι. (Οσ. Νικόδημου του Αγιορείτου)

 


Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις· πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σ’ αυτά καταφεύγομε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Και όπως ακριβώς ένα απάνεμο και ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σ’ αυτόν προστρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και ν’ ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή.
Ο ναός είναι θεμέλιο της αρετής και σχολείο της πνευματικής ζωής. Πάτησε στα πρόθυρά του μόνο, οποιαδήποτε ώρα, κι αμέσως θα ξεχάσεις τις καθημερινές φροντίδες. Πέρασε μέσα, και μια αύρα πνευματική θα περικυκλώσει την ψυχή σου. Αυτή η ησυχία προξενεί δέος και διδάσκει τη χριστιανική ζωή, ανορθώνει το φρόνημα και δεν σε αφήνει να θυμάσαι τα παρόντα· σε μεταφέρει από τη γη στον ουρανό. Κι αν τόσο μεγάλο είναι το κέρδος όταν δεν γίνεται λατρευτική σύναξη, σκέψου, όταν τελείται η Λειτουργία και ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, ο Θεός Πατέρας δέχεται την τελούμενη θυσία, το Άγιο Πνεύμα χορηγεί τη δική Του αγαλλίαση, τότε λοιπόν, με πόση ωφέλεια πλημμυρισμένοι δεν φεύγουν από το ναό οι εκκλησιαζόμενοι;
(Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Τί συμβολίζουν τα μέρη του ναού;

Αδελφοί μου, το άγιο Βήμα φανερώνει το θρόνο του Θεού. Το καθολικό φανερώνει τον παράδεισο και ο νάρθηκας φανερώνει την θύρα του παραδείσου. Να χαίρεστε και να ευφραίνεστε και η αγιοσύνη σας, άγιοι ιερείς, όπου σας εχάρισε ο Θεός το άγιο Βήμα, όπου είναι θρόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Να απέχετε, αδελφοί μου, οι κοσμικοί να μη μπαίνετε μέσα εις το άγιο Βήμα. Δεν πρέπει να μπαίνει κανείς άλλος από τον παπά όπου λειτουργεί, και ο διάκονος. Να χαίρεστε, αδελφοί μου, και σεις οι κοσμικοί, όπου σας εχάρισε ο Θεός το καθολικό, όπου φανερώνει τον παράδεισο. Να χαίρεστε και σεις οι γυναίκες, αδελφαί μου, όπου σας εχάρισεν ο Θεός τον νάρθηκα, όπου φανερώνει την θύρα του παραδείσου.
Και να εμβαίνετε, αδελφοί μου, άνδρες και γυναίκες, μέσα εις την εκκλησίαν με φόβο και τρόμο και να μη κάμνετε κουβέντες· και να μη εμ­βαίνετε μέσα εις την εκκλησίαν, διά να βλέπετε οι άνδρες τας γυναίκας και αι γυναίκες τους άν­δρας, αλλά να κάμνετε τον σταυρόν σας με φόβον και τρόμον, να ακούετε την θείαν Λειτουργίαν, να φωτίζεσθε και να καθαρίζεσθε από τας αμαρτίας σας.
(Αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός)

Τί πας στην εκκλησία αφού δεν καταλαβαίνεις εκείνα που λέγονται;

Ο διάβολος, θέλοντας να εμποδίσει μερικούς Χριστιανούς να μη πηγαίνουν στην εκκλησία, βάζει σ’ αυτούς και αυτό τον εύλογο τάχα λογισμό· τί θέλετε να πάτε στην εκκλησία; Εσείς και στην εκκλησία αν πάτε με το σώμα, όμως με το νου δεν είσθε μέσα, αλλά έξω. Αλλά εσείς μην ακούσετε τον κακό αυτό λογισμό αλλά πηγαίνετε με προθυμία στην εκκλησία του Θεού και όσο το δυνατόν σας αγωνίζεσθε να μαζεύετε το νου σας και μη τον αφήνετε να τρέχει στα εξωτερικά και βιοτικά πράγματα, για να μη εφαρμοστεί και σε σας εκείνο το ιδιόμελο «πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών τη μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος, τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος». Εάν όμως παρ’ όλο που βρισκόσαστε στην εκκλησία με το σώμα, ο νους σας σκορπιστεί προς τα έξω, μη ταράζεστε, αλλά πάλι να τον γυρίζετε στην εκκλησία και στον εαυτό σας. Και αν πάλι τρέξει έξω, πάλι και πάλι να τον γυρίζετε και να τον συμμαζώνετε στη καρδιά σας, και από την εκκλησία να μη φεύγετε.
Φυλαχθείτε δε ακόμη, αδελφοί, και από τον λογισμό τούτο· «εσύ είσαι αγράμματος και αμαθής και δεν καταλαβαίνεις εκείνα που λέγονται στην εκκλησία, και λοιπόν γιατί να πας;». Σας απαντά ένας αββάς στο «Γεροντικό» ότι αν και σεις δεν καταλαβαίνετε εκείνα που λέγονται στην εκκλησία, ο διάβολος τα καταλαβαίνει, και για τούτο τρομάζει και φοβάται και φεύγει από σας· αφήνω δε, ότι και εσείς, αν και δεν τα καταλαβαίνετε όλα όσα λέγονται στην εκκλησία, όμως πολλά από αυτά τα ξέρετε και με εκείνα ωφελείσθε. Προσθέτω δε και τούτο, ότι αν εσείς συχνά πηγαίνετε στην εκκλησία και ακούτε τα θεία λόγια, η συνέχεια εκείνη με το καιρό σας κάνει να καταλαβαίνετε εκείνα που πριν δεν καταλαβαίνατε, όπως λέει ο Χρυσόστομος, διότι ο Θεός βλέποντας τη προθυμία σας ανοίγει το νου σας και τον φωτίζει στο να τα καταλαβαίνει.
Πώς θα φυλάξουμε την ωφέλεια από τον εκκλησιασμό;
Με ποίο τρόπο μπορείτε να φυλάξετε αμόλυντη εκτός της εκκλησίας την καθαρότητα εκείνη που λάβατε μέσα στην εκκλησία; Εγώ να σας πω: εάν θυμάστε πάντοτε εκείνα που ακούσατε και μάθατε στην εκκλησία.
Μάλιστα δε και με τούτο μπορείτε να φυλάτε ολόκληρη την καθαρότητα και ευλάβεια που λάβατε από την εκκλησία, εάν συχνά πηγαίνετε και ανανεώνετε με νέες διδασκαλίες την διάθεσή σας στο καλό, φωτίζοντας μεν το νου σας με το φως της θείας γνώσεως, θερμαίνοντας δε τη θέληση και καρδιά σας με την αγάπη των εντολών του Κυρίου. Διότι καθώς το ρούχο όταν πλένεται συχνά δεν λερώνει και καθώς όταν το φυτό συχνά ποτίζεται δεν ξεραίνεται, έτσι και ο Χριστιανός· όσο συχνά πηγαίνει στην εκκλησία του Χριστού και πλένεται και ποτίζεται από τα νάματα της θείας διδασκαλίας, φυλάγεται καθαρός και ούτε μολύνεται ούτε ξεραίνεται ο καρπός της αρετής του και ευλάβειας, αλλά αυξάνει ημέρα μα την ημέρα και κάνει καρπούς αθανάτους άξιους για την αποθήκη της Βασιλείας των ουρανών.
Μη μοιάσετε λοιπόν και σεις αδελφοί με τον κόρακα εκείνο που έστειλε ο Νώε από την Κιβωτό να δει αν σταμάτησε το νερό του κατακλυσμού και εκείνος πλέον δεν γύρισε πίσω γιατί κάθισε πάνω στα ψοφίμια και έτρωγε. Όχι, αλλά να μοιάσετε στο περιστέρι εκείνο που έστειλε και πάλι γύρισε στη Κιβωτό γιατί δεν βρήκε πουθενά ανάπαυση, για το πολύ νερό που ήταν ακόμη επάνω στη γη.
Επειδή και σήμερα όλος ο κόσμος είναι γεμάτος από το νερό του κατακλυσμού της αμαρτίας και των παθών και αλλού πουθενά δεν βρίσκει η ταλαίπωρη ψυχή του Χριστιανού ανάπαυση εκτός από την αγία εκκλησία, η οποία είναι τόπος καταφυγής και σωτηρίας

Ο Ιερέας, ο Άγγελος και ο Επίσκοπος(Διήγηση Γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτη)


Σ ένα μοναστήρι ζούσε ένας ευλαβέστατος Ιερεύς·
Ολιγογράμματος ήταν ό Ιερεύς, αλλά κληρικός δυνατής πί στεως, μεγάλης αρετής και πολλών πνευματικών αγώνων. Παρέμενε στην Προσκομιδή όρθιος για πολλές ώρες, παρ ‘όλο πού είχαν ανοίξει οι φλέβες των ποδιών του και έτρεχαν. Πολλές φορές φαίνονταν τα αί ματα, πού έτρεχαν κάτω στο έδαφος από την ορθοστασία για την μνημόνευση των πολλών ονομάτων. Μέχρι τελευταίας στιγμής άνθρωπος Θυσίας’ και μάλιστα εκοιμήθη αμέσως μετά από Θεία Λειτουργία.
‘Όπως ήταν ολιγογράμματος, από κάποια παρανόησι τρόπον τινά, δεν τοποθετούσε κανονικά τις μερίδες στον Άγιο Δίσκο,
Όταν τοποθετούμε τη μερίδα της Ύπεραγίας Θεοτόκου πάνω στον Άγιο Δίσκο, λέμε: “Παρέστη ή Βασίλισσα εκ δεξιών Σου…” ‘ Ο γέρον τας Ιερεύς νόμιζε ότι, αφού λέγει “εκ δεξιών Σου”, πρέπει να τοποθετείται ή μερίδα της Παναγίας δεξιά του “Αμνού (όπως κοίταζε τον Άγιο Δίσκο)· δηλαδή τοποθετούσε ανάποδα τις μερίδες.
Κάποτε επισκέφθηκε την Ιερά Μονή ένας Αρχιερεύς, για να χει ροτόνηση έναν διάκονο.
Στους Αίνους μπαίνει ό Αρχιερεύς στο Ιερό Βήμα, ντύνεται και εν συνεχεία πηγαίνει στην Προσκομιδή, ή οποία έχει ήδη ετοιμασθεί μέχρι κάποιου ορισμένου σημείου, και από κει και υστέρα συνεχίζει ό Αρχιερεύς πρώτος τις μνημονεύσεις, αυτός και μόνον αυτός.
Πρόσεξε, λοιπόν, ό Αρχιερεύς εκείνος ότι τις μερίδες τις είχε τοποθετήσει ανάποδα ό ιερεύς.
-Δεν τις έβαλες καλά, πάτερ μου, τις μερίδες, του είπε.
Για έλα εδώ, πάτερ. Ή Παναγία μπαίνει από ‘δω και τα Τάγματα μπαίνουν από ‘κει. Δεν σου το είπε κανένας, δεν σε είδε κανένας πώς κάνεις την Προσκομιδή;
-Ναι, Σεβασμιώτατε, απάντησε ό γέροντας Ιερεύς. Κάθε μέρα, πού λειτουργώ (διότι δεν υπήρξε ήμερα, πού να μη λειτουργήση), με βλέπει ό Άγγελος διάκονος μου, αλλά δεν μου είπε τίποτα. Συγγνώμη, πού σαν αγράμματος πού είμαι, έκανα τέτοιο λάθος· θα προσέχω από τώρα και στο εξής.
-Ποιος; ποιος είπες ότι σε υπηρετεί εδώ; ρώτησε ό επίσκοπος. Δεν σε υπηρετεί μοναχός;
-Όχι, είπε ό ιερεύς, Άγγελος Κυρίου.
Βουβάθηκε ό επίσκοπος, τί να πή;! Έμεινε κατάπληκτος και βέ βαια κατάλαβε ότι μπροστά του είχε έναν αγιασμένο κληρικό.
Το μεσημέρι, μετά την τράπεζα, ό επίσκοπος αποχαιρέτησε τον ‘ Ηγούμενο και τους υπολοίπους μοναχούς και αναχώρησε.
Την άλλη ήμερα, νύχτα ακόμη, όταν πήγε όπως πάντα ό γέροντας Ιερεύς ατό Άγιο Βήμα, για να κάνη την Προσκομιδή, κατέβηκε κι ό Άγγελος Κυρίου. Ενώ προσκομούσε, παρατήρησε ό Άγγελος πώς ό ιερεύς έβαλε σωστά τις μερίδες.
-Ωραία, του είπε, πάτερ! Τώρα τα έβαλες σωστά!
—Ναι, εσύ ήξερες το λάθος μου, πού έκανα τόσα χρόνια! Και γιατί δεν μου το έλεγες, γιατί δεν με διόρθωσες; ρώτησε.
-Το έβλεπα, αλλά εγώ δεν έχω τέτοιο δικαίωμα. Δεν είμαι άξιος να διορθώνω ιερέα. Εγώ, συνέχισε ό Άγγελος, έχω εντολή από τον Θεό να διακονώ και να υπηρετώ τον ιερέα. Μόνο ό επίσκοπος έχει τέτοιο δικαίωμα!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. ΠΑΤΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2009/09/blog-post_18.html

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...