Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2012

Ἡ Εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς


Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος (Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης)



«Χαίρετε! Εἶμαι ὁ Τζίμυ Μπράουν καὶ σᾶς κάλεσα ἀπόψε ἐδῶ. Δὲ μὲ ξέρετε οὔτε σᾶς ξέρω. Κι ὅμως ὅλοι δεχτήκατε αὐτὴ τὴν πρόσκληση καὶ οὔτε ἕνας σας δὲν ἀναρωτήθηκε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ μᾶς καλεῖ. Ἀλλὰ ὅλοι σας παραβλέψατε αὐτὴ τὴ λεπτομέρεια προκειμένου νὰ μὴ λείψετε ἀπὸ μία ἀκόμη ἐκδήλωση. Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ γι' αὐτὸ σᾶς κάλεσα. Μπορεῖτε νὰ συνεχίσετε. Καλή σας νύχτα!»

Εἶναι μία πρόσκληση-φάρσα, ποὺ κάνει ἕνας ἄνθρωπος στὴν Ἀστόρια τῆς Ἀμερικῆς, ὁ Τζίμυ Μπράουν, ἡ ὁποία λέει ἀκριβῶς ὅτι ἐπειδὴ ἀντιλαμβάνεται ὅτι κάποιους θὰ τοὺς ἐνδιέφερε μία ἐκδήλωση, τοὺς στέλνει μία πρόσκληση. Αὐτοὶ μαζεύονται χωρὶς νὰ ξέρουν ποιὸς εἶναι ὁ προσκαλῶν καὶ γιατί.

Ἀτυχῶς, ἐκκλησιαστικὰ βρισκόμαστε σὲ μία ἀναλογία δεδομένων! Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς στέλνουμε πρόσκληση στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴ Λειτουργία, ποὺ οὔτε τοὺς ξέρουμε οὔτε μᾶς ξέρουν. Ἢ ἂν θέλετε, (σὲ ἕνα ἄλλο μεγαλύτερο καὶ οὐσιαστικότερο ἐπίπεδο), μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς μία πρόσκληση, Ἐκεῖνος ξέροντάς μας καὶ ἐμεῖς ἀγνοώντας Τον.
 
* * *

Πάρα πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἂν ἕνας ἄνθρωπος ρωτήσει γιατί θὰ πρέπει νὰ πάει τὴν Κυριακὴ στὴν Εὐχαριστία, τοῦ ἀπαντᾶμε: «Αὐτὸ εἶναι τὸ καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ». Καὶ φυσικά, ἐπειδὴ πλέον οἱ ἄνθρωποι δὲ θέλουν νὰ ἔχουν καὶ δὲ δέχονται νὰ ὑλοποιοῦν καθήκοντα στὴ ζωή τους, ἔχουν διαγράψει ἀπὸ τὴν προοπτική τους τὸ θέμα. Ἴσως ἀντιδρώντας καὶ ὑγιῶς! Ἐπειδὴ ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα καθῆκον! Ἂν δὲν εἶναι κάτι περισσότερο, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ὑπάρχει. Ἂν δὲν ἔχει κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὴν ζωή μου, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ συμμετάσχω.

Γράφει σὲ κάποιο φίλο του χριστιανὸ ἕνας ἀναρχικός: «δὲν καταλαβαίνω γιὰ ποιὸ λόγο πᾶνε οἱ Χριστιανοὶ κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία». Τοῦ ἁπαντᾶ ἐκεῖνος: «Προφανῶς, κάποια βιβλία πού σοῦ ἀρέσανε τὰ ξαναδιαβάζεις. Ἔ, λοιπόν, ἔτσι καὶ οἱ Χριστιανοί, ξαναδιαβάζουμε τὴ Λειτουργία, ὅπως ἕνα συγκλονιστικὸ βιβλίο! Κάποιοι ἀποφασίσαμε κάθε Κυριακὴ νὰ τὴν ξαναδιαβάζουμε μαζί». Ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοση, ἀπ' τὸν Ἰουστίνο ποὺ εἶναι στὸν πρῶτο αἰώνα, εἶναι σαφὲς ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κάθε Κυριακὴ «ξαναδιαβάζουν τὴ Λειτουργία». Ὅλοι μαζί.

Στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν, κεφάλαιο τρίτο, περιγράφεται ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Προφήτη Ἠλία, στὸ ὁποῖο ὁ προφήτης κάποια στιγμὴ καταδιωκόμενος ἀπὸ τὴν Ἰεζάβελ (τὴν βασίλισσα τοῦ τόπου) καταφεύγει στὸ Χωρήβ, δηλ. στὸ ὄρος Σινά. Κάποια στιγμὴ κουράζεται καὶ ἀπὸ τὴν κούραση τὸν παίρνει ὁ ὕπνος. Λίγο πολὺ τὸ θυμάστε τὸ περιστατικό. Τὸν ξυπνάει κάποιος καὶ τοῦ λέει: «Ἀνάστηθι καὶ φάγε». Καὶ σηκώνεται καὶ τρώει. Καὶ λέει τὸ κείμενο ἐκεῖ, Γ΄ Βασιλειῶν 19 κεφάλαιο 8ος στίχος: «Καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ἰσχύι τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας». Τί ἀναλογία μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ δύο θέματα; Ἄμεση καὶ ἀπόλυτη. Καὶ ἐμᾶς μᾶς καταδιώκει κάποιος νὰ λάβει τὴν ψυχή μας. Ὁ «κύριος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ τόπου» ἂν δὲ συνειδητοποιήσουμε ποῦ θὰ μπορέσουμε νὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἔχουμε ἤδη μπερδευτεῖ.

Νὰ κάνω μία παρένθεση. Ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος, Ἕλληνας στὴν καταγωγή, ὁ ὁποῖος ἔχει περάσει στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία μὲ τὸ ὄνομα Γκουρτζίεφ. Καὶ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἵδρυμα καὶ στὴν Ἀθήνα μὲ τὸ ὄνομά του, τὸ ἵδρυμα Γκουρτζίεφ, ὁ ὁποῖος ἦταν πνευματιστής, ἦταν ἀποκρυφιστής. Ἔχει μία μέθοδο, τὴ μέθοδο Γκουρτζίεφ. Αὐτὸς σὲ κάποιο βιβλίο του περιγράφει τὸ ἑξῆς:

«Μία μέρα περπάταγα στὴ Μόσχα καὶ χιόνιζε. Καὶ ὅπως ἔκανε κρύο, προσπαθοῦσα νὰ συντομεύσω τὴ διαδρομή. Στὸ δρόμο, ὅμως, συνάντησα τὸ διάβολο. Ὁ ὁποῖος ἦταν κοκαλιάρης, ρακένδυτος καὶ ἔτρεμε. Καὶ τότε τοῦ εἶπα:

- Καλὰ σὲ αὐτὰ τὰ χάλια κατάντησες;

Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε:

- Ἐδῶ καὶ 500 χρόνια, οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουνε ψυχή. Καὶ μὴ ἔχοντας τί νὰ πάρω, ἔχω καταντήσει κοκαλιάρης.

Εἶναι ἀλληγορία ἡ εἰκόνα, ἀλλὰ εἶναι τρομερή. Ὁ Γκουρτζίεφ εἶναι σχεδὸν στὸν 20° αἰώνα. Θέτει ἕνα χρονικὸ ὅριο μὲ τὰ λόγια του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ ξεκινάει ὁ Διαφωτισμὸς καὶ ἡ Ἀναγέννηση καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ρεύματα, τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν νὰ πείσουν τὸν ἄνθρωπο ὅτι «κανεὶς δὲν καταδιώκει νὰ λάβει τὴν ψυχή του», ὅπως λέει στὸν Προφήτη Ἠλία. Δὲ χρειάζεται καμία βρώση, ἡ ὁποία θὰ τὸν ἐνισχύσει σὲ αὐτὴ τὴν πορεία πρὸς ἕνα ὄρος στὸ ὁποῖο θὰ μπορέσει νὰ σωθεῖ.

Ὁ Προφήτης Ἠλίας πάει στὸ Χωρήβ, στὸ Σινά. Ἔχει προηγηθεῖ στὸ Σινὰ ὁ Μωϋσῆς. Τὸ Χωρὴβ εἶναι τὸ ὄρος τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ τὰ δεδομένα τὰ ἐκκλησιαστικὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐνεργεῖται πρὸ αἰώνων. Ἐνεργεῖτο καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γι' αὐτὸ ἔχουμε Ἁγίους ἀπ' τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐνεργεῖται καὶ στὴ Νέα Διαθήκη. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ ὁποίου ἡ σκιὰ φωτίζει τὴν Παλαιὰ καὶ οἱ ἐνέργειες φωτίζουν τὴ Νέα. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε: Τὸν ρωτάει ὁ Μωϋσῆς: πές μου ποιὸς εἶσαι, τί θὰ πῶ κατεβαίνοντας ἂν μὲ ρωτήσουν; Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ λέει: Πὲς τους εἶμαι ὁ Ὤν. Καὶ γράφει ὁ Ἰωάννης στὴν Πάτμο ὅτι ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε ὅτι Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Ὤν. Αὐτὸς ποὺ μιλάει στὸ Χωρὴβ καὶ αὐτὸς ποὺ μιλάει στὴν Πάτμο. Εἶναι ὁ ἴδιος.

Τὸ ὄρος λοιπόν, τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία. Καταφεύγοντας ἐκεῖ θὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας, γιατί κάποιος στὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς καταδιώκει νὰ τὴ λάβει. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ γελοιοποιήσαμε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀντίληψη τοῦ περιεχομένου τῆς λέξεως ψυχή. Εἴτε ἀγωνιώντας ἂν τὴν ἀποδέχεται ὡς ὑπαρκτὴ ἡ ψυχιατρική, εἴτε ἰδεολογικοποιώντας την, ὄντας ἐμεῖς πλατωνιστές. Οὐσιαστικὰ ἔχοντας ἁγνοήσει τὸ σῶμα μὴ πιστεύοντας καλὰ καλὰ στὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων γιατί πιστεύουμε ὅτι ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ ψυχή μας καὶ εἶναι…ἀθάνατη, τότε ὅλα καλὰ εἶναι! Χωρὶς νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι χωρὶς σῶμα μία ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ καὶ χωρὶς ψυχὴ ἕνα σῶμα εἶναι ἀνενεργὸ καὶ νεκρό.

Ἡ Εὐχαριστία, λοιπόν, εἶναι τὸ ὄρος τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ποὺ καταφεύγει ὁ κάθε Ἠλίας ἀπό μᾶς, προκειμένου νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν «Ἰεζάβελ» ποὺ τὸν καταδιώκει. Καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι μία καθολικὴ ὅραση. Δηλαδή, ἕνας τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ μαθαίνουν νὰ βλέπουν τὰ πάντα. Ὅ,τι συμβαίνει γύρω τους. Συνδέεται μὲ ὅλα, ὅπως συνδέεται ἡ καρδιὰ μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Καὶ βέβαια στὸ Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία.

Τί σημαίνει ὅμως Ἐκκλησία; Ἂν εἶναι ἕνα ἀκόμα ἰδεολόγημα, δὲν τὸ χρειάζεται ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος. Ἂν δὲ σαρκώνεται κάπου, ἂν δὲν περπατάει στὸ τώρα, τί νὰ τὸ κάνει ὁ ταλαίπωρος σημερινὸς ἄνθρωπος; Ὡς ἱστορικὴ ἀνάμνηση, δὲν τὸ θέλει. Ἡ παράδοση δὲν τὸν ἀπασχολεῖ. Τὸ παρελθὸν του εἶναι ἂν ὄχι ἀδιάφορο, πάντως ἄγνωστο. Ἂν δὲν καταλάβει τὸ 6ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην, ὅπου ὁ Χριστὸς περιγράφει ὅλη τὴ διδασκαλία γιὰ τὴν Εὐχαριστία, ἀπὸ ποῦ καὶ ὥς ποῦ ἐμεῖς, θὰ τοῦ ποῦμε, ἔλα νὰ λειτουργηθεῖς τὴν Κυριακή;. Ὅταν ὁ Φίλιππος λέει στὸ Ναθαναὴλ «ἔρχου καὶ ἴδε» τὸν καλεῖ νὰ δεῖ κάτι, νὰ τὸ ψηλαφήσει.

Ἐμεῖς, ποῦ τὸν καλοῦμε; Ποῦ νὰ 'ρθει; Σὲ ἕνα χῶρο ποῦ κανεὶς δὲν ξέρει κανέναν; Σὲ ἕνα “γήπεδο” στὸ ὁποῖο οὐσιαστικά μᾶς ἔφερε τὸ κοινὸ θέαμα, ὅπως συνδέει τοὺς θεατὲς τοῦ ποδοσφαίρου ὁ ποδοσφαιρικὸς ἀγώνας; Σὲ ἕνα χῶρο στὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς ποὺ πάει φοιτητὴς σὲ ἄλλη πόλη καὶ πάει στὴ Λειτουργία, χρειάζεται μετὰ τὴ Λειτουργία νὰ βγεῖ ἀπέναντι στὸ περίπτερο νὰ πάρει τσιγάρα γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάποιος καλημέρα!!! Στὴν ἐκκλησία δὲν τοῦ εἶπε. Εἶναι ὀδύνη αὐτό. Ὁ ναὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς μικρότερους τῆς Θεσσαλονίκης. Χωράει 50 ἀνθρώπους. Κανένας δὲ ρώτησε: καλὰ ποῦ βρέθηκες ἐσὺ ἐδῶ; Τί εἶσαι, ποιὸς εἶσαι; Κάτσε νὰ ποῦμε μία καλημέρα. Κάτσε νὰ σὲ κεράσουμε κάτι. Καὶ ἐδῶ εἶναι μὲ συγχωρεῖτε νὰ τὸ πῶ, τὸ «γινάτι» ποὺ λέμε. Τόσο συχνὰ βλέπουμε ἕνα νεαρὸ στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ μᾶς ἀφήνει ἀδιάφορους ἡ παρουσία του;
 
* * *

Ὅταν ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἀφήνει τὸ κρεβάτι του, ξεκινάει μία πορεία, νὰ σαρκωθεῖ ἡ Ἐκκλησία κάπου. Ὅταν ἀφήνει τὴ βολή του, τὴν ἄνεσή του, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ξεκινάει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ Λατρεία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τὸ ζεῖν κατὰ Χριστόν. Καὶ ὁ Φλωρόφσκυ φτάνει νὰ λέει τὴν τρομερὴ κουβέντα: ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει μεμονωμένα ἄτομα. Ἀκούει μονάχα τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἐπεξηγεῖ. Ἂν δὲν τὸ καταλάβουμε αὐτό, λέει, δὲ θὰ συνειδητοποιήσουμε ποτὲ τί σημαίνει μνημόσυνο! Πῶς «σαρκώνεται» μὲ τὸν οὐσιαστικότερο τρόπο, ἡ Ἐκκλησία στὴν προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς, ποὺ ἔχουν φύγει ἤδη. Προσευχὴ ἀτομικὴ κάνουν ὅλοι, καὶ οἱ εἰδωλολάτρες κι ὅλα τὰ θρησκεύματα. Γι' αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι μαζευόμαστε οἱ πάντες. Ζῶντες καὶ νεκροὶ ἐκεῖ σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις. Οἱ βιολογικὰ ζωντανοὶ καὶ οἱ βιολογικὰ πεθαμένοι.

Οἱ Χριστιανοὶ μαζευόντουσαν σὲ ἕνα ναό. Εἶχαν ζωγραφίσει στοὺς τοίχους τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπ' ἔξω ἀπ' τοὺς τοίχους τοῦ ναοῦ εἶχαν θάψει τοὺς συγγενεῖς τους. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν μία. Ἐμεῖς τώρα, δεχτήκαμε νὰ πᾶνε τὰ νεκροταφεῖα σὰν σκουπιδότοποι ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις. Δεχτήκαμε νὰ σπάσει ὁ κύκλος ὁ ὁποῖος ὑλοποιοῦσε τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στὴν πράξη καὶ ὁρατὰ καὶ νὰ χαιρόμαστε γιατί γίναν εὐπρεπῆ τὰ περίβολα τῶν ναῶν.

Καὶ φεύγει ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ἀπ' τὸ κρεβάτι του καὶ ἔρχεται στὴν Ἐκκλησία καὶ τί κάνει ἐκεῖ; Γίνεται ἀτυχῶς μία σύναξη θεατῶν! Κάθονται οἱ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα τώρα ποὺ γίναμε καὶ ἐμεῖς μοντέρνοι καὶ βάλαμε καθίσματα, κάθονται καὶ σηκώνονται -ἄλλη ἱστορία αὐτὴ- σὰν τὶς αἴθουσες τῶν ὀργανώσεων. Μαζεύονται θεατές. Μονάχα θεατές; Μουγκοὶ θεατές. Στὸ γήπεδο κάποιος φωνάζει καὶ λιγάκι, πετάει καὶ τίποτα καὶ ἐκτονώνεται. Ἐδῶ εἶναι μουγκὸς θεατής. Μονάχα μουγκὸς θεατής; Καὶ ἀλλόγλωσσος.

Ἕνα σημερινὸ νεαρὸ 18 χρονῶν, ἂν τοῦ κλείσουμε τὰ αὐτιὰ καὶ τὰ μάτια καὶ τὸν βάλουμε μέσα σὲ ἕνα ναό, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται ποῦ εἶναι, τί θὰ καταλάβει; Τίποτα ἀπολύτως. Νὰ ὑπονοιαστεῖ τὸ μυστήριο; Ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ ποῦ νὰ τὸ ὑπονοιαστεῖ; Χρειάζεται μία πρόσβαση στὸ μυαλὸ του τὸ μυστήριο. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «πῶς δὲ πιστεύσωσι χωρὶς κηρύσσοντος;» Ναί, ἀλλὰ τὸ κήρυγμα δὲ γίνεται σὲ γλώσσα ἄδηλη! Γιατί ὁ ἴδιος λέει ὅτι «ἂν σάλπιγξ ἄδηλον φωνὴ δῷ, οὐδεὶς ἑτοιμασθήσεται πρὸς πόλεμον». Ἅμα δὲν τὸ καταλαβαίνει τὸ σάλπισμα ὁ φαντάρος, δὲ θὰ ἑτοιμαστεῖ νὰ πάει στὸν πόλεμο. Οἱ προσευχὲς τῆς Λειτουργίας καὶ τῶν Μυστηρίων εἶναι τὸ οὐσιαστικότερο κήρυγμα. Ἐμεῖς τὸ ξεχάσαμε αὐτό. Θρησκειοποιήσαμε τὸ μυστήριο, βάλαμε ἕνα τελετουργὸ καὶ κάναμε τοὺς ἄλλους θεατές. Μουγκούς, ἀλλόγλωσσους, χωρὶς νὰ συμμετέχουν, χωρὶς νὰ λένε οὔτε τὸ ἀμήν. Ἀκόμα-ἀκόμα, οὔτε τὸ Πιστεύω, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ Εὐχαριστία.

Ὁμολογοῦμε ὅλοι ποὺ μαζευτήκαμε, τὴν ἴδια πίστη; Ἄραγε δὲν ἰσχύει ἐκεῖνο ποὺ λέει ἕνας Ρῶσος ἅγιος: τὸ Πιστεύω δὲ σοῦ ἀνήκει ἅμα δὲν τὸ ἔχεις ζήσει. Δὲν εἶναι ἡ κάρτα μέλους γιὰ νὰ περάσεις. Δὲν εἶναι τὸ passport γιὰ νὰ μπεῖς σὲ ἕνα χῶρο. Κάποια στιγμὴ πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλοι μας, καὶ περισσότερο ἐσεῖς οἱ νεαρότεροι καὶ οἱ λαϊκοί, θὰ πρέπει νὰ ἀπαιτήσετε μερικὰ πράγματα νὰ ἀλλάξουν. Ὅταν ὁ παπὰς λέει ἀνοησίες στὸ κήρυγμα θὰ πρέπει νὰ τοῦ πεῖτε ὅτι λέει ἀνοησίες. Καὶ ὅτι δὲν εἶστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὸν ἀκοῦτε. Ἂν δὲν κατανοεῖ τὴν ἀνάγκη ἡ ἐνορία νὰ εἶναι μία κοινότητα καὶ ὄχι ἕνα θρησκευτικὸ «φαστφουντάδικο» ἢ θὰ τὸ καταλάβει ἤ… θὰ φύγει. Ἂν δὲν εἶναι πατέρας, ἀλλὰ «δημόσιος προσευχητὴς» θὰ τοῦ πεῖτε ὅτι μπορεῖτε καὶ μόνοι σας. Ἂν ἔχει οἰκονομικὲς ἀπαιτήσεις θὰ τοῦ πεῖτε ὅτι συνήθως στὰ σπίτια οἱ πατεράδες δίνουν χρήματα στὰ παιδιὰ καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο.

Ἀτυχῶς ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ ἔχουμε μπεῖ στὴ λογική τῆς ἀπαίτησης ἀποδοχῆς, ἐκ τῆς ἰδιότητος! Ὄχι ἐκ τῆς ποιότητος. Θεωροῦμε ὅτι ἡ Θεία Χάρις εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἐνεργεῖ κατὰ τὴν ἐντολή. Διαβάζουμε στὴν Εὐχαριστία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου «καὶ μὴ διὰ τὰς ἐμᾶς ἁμαρτίας κωλύσεις τὴν Χάριν Σου ἀπὸ τῶν προκειμένων Δώρων» καὶ δὲν τὸ πιστεύουμε. Τὸ θεωροῦμε αὐτονόητο ὅτι θὰ τελεστεῖ.

Τέλος πάντων. Ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας στὸ Χριστό, λέμε. Ἀρχίζει μετὰ τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως ἡ Ἀναφορά. Ποιὰ ἀναφορά; Οἱ ἄνθρωποι δὲν ξέρουν τί εἶναι τὸ πρόσφορο καλὰ καλά, δὲν τοὺς εἶναι πλέον καὶ συστατικὸ συντήρησης τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἦταν παλιότερα τὸ ψωμί! Ποιὰ ἀναφορά; Νὰ μεταβληθεῖ. Ποῦ νὰ μεταβληθεῖ; Καὶ πῶς νὰ μεταβάλει ἐμένα; Πότε συμμετεῖχα; Πρὶν ἀπὸ χρόνια; Ἂν δὲ συμμετέχω στὴν Εὐχαριστία, θὰ μεταβληθῶ πῶς; Λέμε τελειώνοντας τὴν Λειτουργία, εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιο. Εἴδομεν! Εἴδομεν καί… δὲν τὸ εἴδομεν. Σίγουρα πάντως δὲν ἐλάβομεν! Πῶς «ἐλάβομεν πνεῦμα» ἂν δὲ λέμε καλημέρα στὸ διπλανό; Αὐτὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τὸ ἐπουράνιο; Νὰ μὴ λέμε καλημέρα σ' αὐτὸν ποὺ βρίσκεται δίπλα μας ἢ τὸν σπρώξαμε γιὰ νὰ προλάβουμε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν νὰ μεταλάβουμε, γιατί μπροστὰ μας ἦταν γέρος καὶ σαλιάρης;

Πάρα πολλὲς φορὲς διαβάζουμε τὴν μετάληψη πρὶν νὰ μεταλάβουμε καὶ ἐκεῖ στὸν ἅγιο Συμεών, λέμε: «Καὶ θεοῖ με καὶ τρέφει». Ποιόν, ἐμένα; Ὄχι ἐμένα. Ἐκεῖνον! Ἐκεῖνον τὸν ἁγ. Συμεών. Ἔλεγε ὁ μακαρίτης ὁ πάτερ Ἰωάννης Ρωμανίδης: ἄπειροι ἄνθρωποι ἔχουν τὴ φράγκικη ἀντίληψη ὅτι τὰ μυστήρια εἶναι ἐνέσεις θεώσεως. Ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς κάνει ἔνεση ἁγιασμοῦ μὲ τὸ ζόρι. Θέλοντας καὶ μή. Ἅπαξ καὶ καταπιεῖς μία κουταλιὰ Εὐχαριστία ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ ἀλλάζουν ὅλα.

Πᾶμε ἄπειρες φορὲς στὴ Λειτουργία καὶ δὲ συμμετέχουμε στὴν Εὐχαριστία. Καὶ πῶς φαίνεται ὅτι δὲ συμμετέχουμε; Στὴ διαδοχὴ τῶν γενεῶν. Ἔσπασε ἡ διαδοχὴ τῶν γενεῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία! Ἀπὸ χίλιους ἄλλους λόγους ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς δεῖ (πολιτισμικὰ ἢ κοινωνιολογικὰ ἢ ἱστορικά), ἀλλὰ κι ἀπ' τὸν οὐσιαστικὸ αὐτὸ λόγο γιὰ τὸ σήμερα, ὅτι δὲν ἔχουμε νὰ ποῦμε στὸ παιδί μας γιὰ ποιὸ λόγο νὰ ἔρθει. Δὲ χορτάσαμε ἐμεῖς. Ἅμα δὲ χορτάσω πῶς θὰ μοιράσω τὸ ψωμὶ στὸν ἄλλο; Ἐπειδὴ ἡ δική μου συνήθεια μὲ ξαναπάει κάθε Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία; Δὲν τοῦ φτάνει αὐτουνοῦ ἡ δική μου διάθεση. Θέλει νὰ τὸ καταλάβει. Νὰ τὸ ζήσει. Νὰ συμμετάσχει.

Ἔλεγε ἕνας νεαρὸς φοιτητὴς ἰατρικῆς: Στὸ σπίτι μας δὲν εἴχαμε καμία σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, δὲ μύρισα ποτὲ λιβάνι, δὲν εἶχα δεῖ ποτὲ εἰκόνα, ἐπειδὴ πήγαινα ἰατρικὴ δὲν εἶχα μάθει τίποτε ἀπὸ ἀρχαῖα ἑλληνικά, καὶ τώρα μοῦ λὲς ἐμένα νὰ βρεθῶ σὲ ἕνα χῶρο ὁ ὁποῖος ἔχει ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ αἰσθάνομαι ἄνετα. Πῶς; Πῶς νὰ αἰσθανθεῖ ἄνετα;

Ἀδελφοί μου, ὁ Χριστὸς ἔγινε «ξένος», καὶ «κηπουρός». Ὄχι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἦταν ξένος ἢ κηπουρός. Ἀλλὰ ἐπειδὴ κάποιοι δὲν Τὸν ἔβλεπαν ὅπως ἦταν. Τὰ δικά τους μάτια δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν δοῦν. Αὐτοὶ Τὸν ἔβλεπαν ὡς ξένο καὶ ὡς κηπουρό. Ἀτυχῶς, εἴμαστε σὲ αὐτὴ τὴ φάση. Οἱ ἄνθρωποι πλέον τὸ Χριστὸ τὸν βλέπουν ὡς ξένο. Τὸν βλέπουν ὡς κηπουρὸ μιᾶς ἄλλης αὐλῆς. Ἐμεῖς, ἀτυχῶς, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας. Ὅτι ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου. Τὸν γνωρίσανε στὴν Εὐχαριστία.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα κατηγορούμενοι οἱ χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς τῆς Καρχηδόνας, ὅτι, παρὰ τὶς ἀπαγορεύσεις τοῦ Διοκλητιανοῦ συγκεντρώθηκαν τὴν Κυριακή, ἀπάντησαν: "Δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς τὸ Δεῖπνο τοῦ Κυρίου".

Σήμερα ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ὅσων δηλώνουν χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι παραδέχονται ὅτι σπάνια πηγαίνουν στὴν Κυριακάτικη Εὐχαριστία. Ὅμως ἡ Εὐχαριστία, λέει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Τί εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες;


Ἄγνωστος συγγραφεύς



Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν τὸν ὅρο τῆς Γραφῆς «δερμάτινοι χιτῶνες», γιὰ νὰ περιγράψουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν μετὰ τὴν πτώση κατάσταση τοῦ ἄνθρωπου. Μὲ τὸν ὅρο δηλαδὴ «δερμάτινοι χιτῶνες» ἀποδίδεται ἡ κατάσταση τῆς νεκρότητας καὶ τῆς φθορᾶς, τὴν ὁποία περιβλήθηκε ὡς δεύτερη φύση του, μετὰ τὴν πτώση του, ὁ ἄνθρωπος.

Ὁ Παναγιώτης Νέλλας στὸ βιβλίο του «Ζῶον Θεούμενον», μᾶς ἀναλύει διεξοδικὰ τὸ θέμα αὐτὸ τῶν δερματίνων χιτώνων καὶ λέει τὰ ἑξῆς:

«Ἡ νεκρότητα, ἡ ἀπουσία τῆς ζωῆς, ποὺ βιώνεται ἀπὸ τὶς εὐαίσθητες ψυχὲς κάθε ἐποχῆς ὡς ἀπουσία νοήματος, ὁ “ὑγρὸς καὶ διαλελυμένος” ἢ “κατεψυγμένος” βίος, εἶναι ἡ πρώτη διάσταση τῶν δερματίνων χιτώνων… Ἀλλὰ ἡ ζωὴ ποὺ ἐπιβάλλουν στὸν ἄνθρωπο οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι νεκρὴ ἢ βιολογικὴ ἢ ἄλογη, ἐπειδή, σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ὑλική.

Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες ταυτίζονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης μὲ τὰ “πρόσκαιρα φύλλα τῆς ὑλικῆς ταύτης ζωῆς, ἅπερ τῶν ἰδίων καὶ λαμπρῶν ἐνδυμάτων γυμνωθέντες, κακῶς ἑαυτοῖς συνεράψαμεν”. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, συνεχίζοντας τὸ παραπάνω χωρίο, προσδιορίζει τὰ “φύλλα τῆς ὑλικῆς ζωῆς” καὶ λέει ὅτι εἶναι οἱ τρυφὲς καὶ οἱ ἐφήμερες τιμὲς καὶ δόξες, ἡ ἡδονή, ὁ θυμός, ἡ γαστριμαργία, ἡ ἀπληστία καὶ τὰ ὅμοια. Σύμφωνα δὲ μὲ μία περιεκτικὴ φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι “τὸ φρόνημα τῆς σαρκός”.

Ἐνῶ, πρὶν ντυθεῖ ὁ ἄνθρωπος τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, φοροῦσε “θεοΰφαντη” στολή, τὸ ψυχοσωματικὸ ἔνδυμά του ἦταν ὑφασμένο μὲ τὴ Χάρη, μὲ τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ…. Στὸ ἔνδυμα ἐκεῖνο ἔλαμπε “ἡ πρὸς τὸ Θεῖον ὁμοίωσις”, ποὺ τὴ συνιστοῦσαν, ὄχι ἕνα “σχῆμα” ἢ ἕνα “χρῶμα”, ἀλλὰ ἡ “ἀπάθεια”, ἡ “μακαριότητα” καὶ ἡ “ἀφθαρσία”, τὰ χαρακτηριστικὰ μὲ τὰ ὁποῖα τὸ “θεῖον θεωρεῖται κάλλος”…. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀνοικτὴ στὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ τὸ Θεό, δὲν ἔφερνε ἀντίσταση, ἐπικοινωνοῦσε ἄνετα τόσο μὲ τὸν ἀγγελικὸ πνευματικὸ κόσμο, ὅσο καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Ὑπῆρχε τότε, γράφει ὁ θεηγόρος ἐπίσκοπος Νύσσης, μία ἑνιαία χοροστασία τῆς λογικῆς φύσεως, ἀγγελικῆς καὶ ἀνθρώπινης, “πρὸς ἕναν βλέπουσα, τὸν τοῦ χοροῦ Κορυφαῖον. “… Ἀλλὰ “τὴν ἔνθεον ἐκείνην διέλυσε τοῦ χοροῦ συνωδίαν” ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἅπλωσε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν πρώτων ἀνθρώπων, “τῶν ταῖς ἀγγελικαῖς δυνάμεσι συγχορευόντων”, τὴν γλίστρα τῆς ἀπάτης, κι ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, ἀναμίχθηκε μὲ τὴ λάσπη, αὐτομόλησε πρὸς τὸν ὄφη, ντύθηκε τὰ νεκρὰ δέρματα κι ἔγινε “πτῶμα”». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης τονίζει στὸ Μεγάλο Κανόνα του;

«Κατέρραψε, τοὺς δερματίνους χιτώνας, ἡ ἁμαρτία κἀμοί,γυμνώσασά με τῆς πρὶν θεοϋφάντου στολῆς».

Εἶναι ὅμως σωστό, ἐπειδὴ πείσθηκε ὁ Ἀδὰμ τόσο εὔκολα στὸν πονηρὸ σύμβουλο, καὶ ἔφαγε τὸν καρπό, νὰ ὑφιστάμεθα τώρα καὶ ἐμεῖς τὰ ἀποτελέσματα καὶ μάλιστα τὸ θάνατο;

Πολλοὶ κατηγοροῦν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ ἀθέτησαν τὴ συμβουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁδήγησαν ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὸ θάνατο. Ἀλλὰ ὁ Ἀδὰμ δὲν γνώριζε μὲ τὴν πείρα τί σήμαινε θανάσιμο βότανο καὶ τί ἦταν τελικὰ αὐτὸς ὁ θάνατος. Ἐνῶ ἐμεῖς γνωρίζουμε τί εἶναι θάνατος, γι’ αὐτὸ εἴμαστε περισσότερο κατακριτέοι ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Βέβαια δὲν ὑπάρχει «τὸ ξύλο τῆς γνώσεως» μπροστά μας, ὡς στοιχεῖο ἀσκήσεως τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς τελειώσεώς μας, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ ὑποχρέωση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ ἀσφαλιστικὸ κιγκλίδωμα γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἔνθεη ζωή. Καὶ ὅμως, παρότι γνωρίζουμε ὅτι, ἂν ἀθετήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁδηγούμαστε στὸν πνευματικὸ θάνατο, προτιμοῦμε νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ διαβόλου ἢ καὶ τὸ προσωπικό μας θέλημα καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο «ἐκπίπτουμε» ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, «τὴν ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία» καὶ γευόμαστε τὴν Κόλαση «ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος».

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας βέβαια, μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν καταδίκη αὐτὴ τοῦ θανάτου, μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάστασή Του καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα, μὲ τὸν προσωπικό μας ἁγιασμὸ καὶ τὴ μετοχή μας στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, νὰ γινόμαστε μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματός Του καὶ νὰ ζοῦμε ἤδη ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὸν Παράδεισο τῆς Βασιλείας Του. Δὲν ἔχουμε κανένα πρόβλημα λοιπὸν οὔτε κανένα λόγο νὰ κατηγοροῦμε τὸν Ἀδάμ.

Πρέπει ὅμως νὰ σκεφτόμαστε καὶ τὸ ἑξῆς: Μπορεῖ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα νὰ εἶναι ἕνα σοβαρὸ καὶ ὀδυνηρὸ ἐπεισόδιο, ἀλλὰ καὶ «τὰ μεταπροπατορικὰ» ἁμαρτήματα εἶναι ἐξίσου σοβαρὰ καὶ πρέπει μὲ τὴ συνεχῆ ἄσκηση καὶ τὸν κατὰ Θεὸ ἀγώνα νὰ ἐξαλείφονται συνεχῶς, γιὰ νὰ συντελεῖται ἡ προκοπὴ καὶ ἡ τελείωση σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε λογικὰ ὄντα.

Ἀλλὰ γιατί ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ προγνώριζε ὅτι θὰ φθάσει στὴν πτώση καὶ στὸ θάνατο;

Ὁ Θεὸς κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε «ἐν χρόνῳ» τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπέβλεπε στὴν αἰώνια μακαριότητά του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μᾶς λέει σχετικά:

«Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιατί εἶχε κάποια ἀνάγκη ἢ ἀπὸ κάποια ἔλλειψη, ἀλλὰ τὸν ἔπλασε ἀπὸ μεγάλη ἀγάπη, διότι ἔπρεπε τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ μείνει ἀθέατο καὶ ἡ δόξα Του νὰ μὴ μείνει ἄγνωστη. Δημιούργησε δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν καὶ ἄλλα ὄντα τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ μὴ μένουν οἱ ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀργές, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποιος ποὺ νὰ μετέχει σ’ αὐτὲς καὶ νὰ τὶς χαίρεται».

Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει:

«Ὁ Θεὸς εἶναι πλούσιος καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα -αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τοῦ Θείου- γι’ αὐτὸ δημιούργησε τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἀρχαγγέλους, ἀπὸ ἀγαθότητα μόνο, καὶ γιὰ κανέναν ἄλλο λόγο. Διότι, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες τους καὶ τοὺς δημιούργησε, ἀσφαλῶς τοὺς δημιούργησε ἀπὸ τὴ μεγάλη Του ἀγαθότητα. Μετὰ δὲ ἀπὸ τὴ δημιουργία τῶν Ἀγγέλων, καὶ πάλι ἀπὸ ἀγαθότητα ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο καὶ «ἐνεφύσησε» σ’ αὐτὸν ζωή, καθὼς καὶ ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο».

Ἑπομένως ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ φέρει στὴν ὕπαρξη καὶ ἄλλα ὄντα τὰ ὁποῖα θὰ μετέχουν στὴ δόξα Του, στὴν ἀγάπη Του καὶ στὴ μακαριότητά Του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς λέει πώς· «Γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἡ αὐτοαγαθότητα, δὲν ἦταν αὐτὸ ἀρκετό, τὸ νὰ ζεῖ “τὴν ἀπεριόριστη καὶ μὴ ὑποκείμενη σὲ μέτρο ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς αὐτάρκους θεότητος”, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ διασκορπισθεῖ τὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ ἐξαπλωθεῖ, ὥστε νὰ γίνουν περισσότερα τὰ εὐεργετούμενα».

Ἐπίσης καὶ σύγχρονοι θεολόγοι, βασιζόμενοι στὸ πνεῦμα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, κάνουν τὶς ἴδιες θεολογικὲς τοποθετήσεις. Συγκεκριμένα ὁ Σέρβος θεολόγος π. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς λέει χαρακτηριστικά:

«Ἡ προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ ἀπεφάσισε, κατὰ τὴν ἄπειρον ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἰς τὴν μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, καὶ εἰς τὴν μετ’ αὐτοῦ κοινωνία, μετάσχουν καὶ ἄλλα ὄντα καὶ δημιουργήματα, τὰ ὁποῖα διὰ τοῦτο ἐδημιούργησεν ἐν χρόνῳ».

Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος

Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος ἀσκήτεψε στὴν Κύπρο κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν «ὀσφὺν νοητὴν ἀρεταῖς ἐζωσμένος». Ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ ὠφελοῦσε πολλούς, ὄχι μόνο μὲ τὸν βίο καὶ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ συμβουλή. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος οἱ Μάρτυρες



Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος ὁ ἰατρός, ἦταν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Ἀρκαδίου. Ἐρχόμενοι πρὸς αὐτὸν καὶ στηριζόμενοι στὰ λόγια του φρόντιζαν γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν αὔξησή τους.
Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ ἀσεβοῦς Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ ἀφοῦ βασανίσθηκαν ὑπερβολικά, ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὅταν ἔμαθε τὰ γενόμενα ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος λυπήθηκε, εὐχαρίστησε ὅμως τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τὰ οἰκονόμησε ἔτσι.



Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος καταγόταν ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη Ἄνδραπα τῆς Γαλατίας. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, φλεγόμενος ἀπὸ πόθο γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα του καὶ κατέφυγε στὰ πρὸς τὴν θάλασσα μέρη τῆς Ἀρδανίας, πρὸς τὸ ὄρος τοῦ Μαΐωνος, ὅπου ἔκτισε καλύβα καὶ διέμενε καλλιεργώντας τοὺς ἔρημους ἀγροὺς ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ κελί του. Γιὰ τὸ ἄνυδρο τοῦ τόπου κατέβηκε στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὅπου βρῆκε πηγὴ νεροῦ καὶ ἐκεῖ ἔκτισε ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ἔζησε αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο καὶ ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ποὺ εἶχε οἰκοδομήσει, πλησίον τῆς δεσποτικῆς πύλης καὶ μέσα σὲ λίθινη λάρνακα. Κατὰ τὸ ἔτος 781 μ.Χ., ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμασείας Θεοφύλακτος μετέφερε τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ στὴν Ἀμάσεια καὶ ἀπέθεσε αὐτὸ στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Θυσιαστηρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν σὴν κλῆσιν σφραγίζων Πάτερ τῷ τρόπῳ σου,  ἐν ἡσυχίᾳ διῆλθες τὴν σὴν ὁσίαν ζωήν, καὶ ἐδόξασας Χριστὸν τῇ πολιτείᾳ σου· καὶ θαυμάτων αὐτουργός, ἀνεδείχθης ἀληθῶς, Ἡσύχιε θεοφόρε, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Χριστὸν τὸν Θεόν, ποθήσας ἐκ νεότητος, αὐτοῦ τὸν Σταυρόν, ἄρας σοφὲ ἐπ’ ὤμων σου, αὐτῷ κατηκολούθησας, καὶ ἰσάγγελον βίον ἐβίωσας· καὶ νὺν δυσώπει ὑπὲρ ἡμῶν, Ἡσύχιε Πάτερ τῶν τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἡσυχίας θεῖος πυρσός, Ἡσύχιε Πάτερ, καὶ θησαύρισμα ἀρετῶν· χαίροις τῆς Τριάδος, θεράπων θεοφόρος, καὶ πρέσβυς ἡμῶν μέγας, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον.

Ὁ Ὅσιος Ἰὼβ ὁ Ἐρημίτης

Ὁ Ὅσιος Ἰώβ, κατὰ κόσμον Ἰωάννης, γεννήθηκε στὴν Μόσχα τὸ ἔτος 1635. Στὶς 3 Ἀπριλίου 1701 ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰὼβ στὴ μονὴ τοῦ Σολόφσκι καὶ ἄρχισε τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ στάρετς Ἰωνᾶ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1720.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας ὁ Κρατερός

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ὁ Κρατερὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 42 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν τὸ ἔτος 842 μ.Χ. Ἦταν εὐνοῦχος κουβικουλάριος στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλέως τοῦ Βυζαντίου Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.), ἄριστος ἱππέας καὶ δεξιότατος χειριστὴς τῶν ὅπλων

Οἱ Ἅγιοι Ἀέτιος, Βασσόης, Θεόδωρος, Θεόφιλος, Κάλλιστος, Κωνσταντῖνος καὶ ἄλλοι 36 Μάρτυρες






Οἱ 42 Ἅγιοι Μάρτυρες ἔζησαν στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου (829 – 842 μ.Χ.) καὶ ἦταν στρατηγοὶ καὶ ταξιάρχες, πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς. Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἦταν στρατηγὸς καὶ πατρίκιος, ὀΆγιος Ἀέτιος στρατηγός, ὁ Ἅγιος Βασσόης δρομεύς, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πρωτοσπαθάριος, ὁ Ἅγιος Κάλλιστος τουρμάρχης καὶ ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δρουγγάριος.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν Συρία ὁ Ἀμηρᾶς μὲ ἀναρίθμητο στρατό, κατὰ τῶν ἀνατολικῶν μερῶν τῆς ἐπικράτειας τῶν Ρωμαίων, ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν βασιλέα στρατιῶτες, γιὰ νὰ προστατέψουν τὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου, πρωτεύουσας τῆς Φρυγίας. Καὶ ὅταν εἶδαν τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν Σαρακηνῶν, εἰσῆλθαν στὸ ἐσωτερικὸ μέρος τοῦ κάστρου ἀγωνιζόμενοι μὲ καρτερία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ συνελήφθησαν, τὸ ἔτος 838 μ.Χ., ἀπὸ τὸν χαλίφη Μοτασέμ, ὁδηγήθηκαν εἰς Σάμαρα τῆς Μεσοποταμίας καὶ κλείσθηκαν στὴ φυλακή. Ὁ χαλίφης τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς ἀποκαταστήσει στὰ ἀξιώματά τους, ἐὰν ἀλλαξοπιστήσουν καὶ γίνουν Μωαμεθανοί. Ὅμως οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀρνήθηκαν μὲ γενναιότητα καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ὑπέστησαν πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, ἀποκεφαλίσθηκαν, τὸ ἔτος 842 μ.Χ. καὶ ἔτσι σφράγισαν τὴν ὁμολογία τους γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ αἷμα τους.
Ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων τεσσαράκοντα δύο τούτων Μαρτύρων ἀνήγειρε στὸ παλάτι τῶν Πηγῶν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976 – 1025).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν θεοσύλλεκτον, τοῦ Λόγου φάλαγγα, τοὺς Τεσσαράκοντα καὶ δύο Μάρτυρας, τοὺς ἐν μιᾷ πάντας σπουδῇ, ἀθλήσαντας τιμήσωμεν· οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, ἡνωμένοι τῇ χάριτι, δῆμον ἀκαθαίρετον, ἱερῶς συνεκρότησαν, καὶ ὤφθησαν Χριστοῦ κληρονόμοι, ξίφει τμηθέντες τοὺς αὐχένας.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ ἐν τῇ γῇ διὰ Χριστὸν ἠθληκότες, ἀναδειχθέντες εὐσεβεῖς στεφανῖται, τοὺς οὐρανοὺς ἐλάβατε οἰκεῖν ἐν χαρᾷ· πᾶσαν γὰρ ἐπίνοιαν, τοῦ ἐχθροῦ καθελόντες, πόνοις καὶ τοῖς αἵμασι, τῶν ὑμῶν παλαισμάτων, τοῖς εὐφημοῦσιν ἄνωθεν ἀεί, τῶν ὀφλημάτων, τὴν λύσιν βραβεύετε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἀθλοφόρων συναγωγή, οἱ ἐν Ἀμορίῳ, ἀριστεύσαντες ἱερῶς· ἐπὶ τὸ αὐτὸ γάρ, πιστῶς συντεταγμένοι, ἐχθροῦ τὰς παρατάξεις ἐθριαμβεύσατε.

Συναξαριστής 6 Μαρτίου


Οἱ Ἅγιοι 42 Μάρτυρες ἀπὸ τὸ Ἀμόριο

 
 

 

Τὸ Ἀμόριο, πόλη τῆς Φρυγίας, ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα ἦταν ἐπίσημο στρατιωτικὸ κέντρο τοῦ βυζαντινοῦ κράτους στὴν κεντρικὴ Ἀσία. Ὅταν τὸ 838 κυριεύθηκε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, μὲ πολιορκητὴ τὸ χαλίφη Μουτασίμ, ὕστερα ἀπὸ προδοσία, λέγεται ὅτι σκοτώθηκαν καὶ αἰχμαλωτίσθηκαν ἑβδομήντα χιλιάδες πολῖτες.

Μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων ἦταν καὶ 42 διαπρεπέστατοι πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ εὐγενῶν βυζαντινῶν οἰκογενειῶν. Αὐτοὺς τοὺς πῆγαν στὴ Βαγδάτη καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακὴ ἁλυσοδεμένους, μέσα στὸ σκοτάδι καὶ τὴν ὑγρασία. Ἐκεῖ, χωρὶς νερὸ καὶ ψωμί, ἔκαναν συνεχῶς προσευχὴ νὰ πεθάνουν τὸ γρηγορότερο. Κάποια μέρα, τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τοὺς παρουσίασαν στὸ χαλίφη.

Αὐτός, μὲ ὕφος φιλικό, ἔταξε νὰ τοὺς ἀποκαταστήσει στὰ ἀξιώματά τους ἂν γίνονταν μουσουλμάνοι. Οἱ γενναῖοι ἄνδρες, χωρὶς ἀναβολή, εἶπαν στὸ χαλίφη ὅτι αὐτὸ δὲ γίνεται οὔτε κατὰ φαντασία. Τότε ὁ χαλίφης, ἐκνευρισμένος, διέταξε καὶ τοὺς θανάτωσαν μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ἔτσι, ἡ θυσία αὐτῶν τῶν ἁγίων μαρτύρων διδάσκει αὐτὸ ποὺ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅτι, δηλαδή, οἱ ἀγωνιστὲς τῆς πατρίδας καὶ τῆς πίστης εἶναι διπλὰ ἱεροὶ καὶ ἀποτελοῦν ἐκλεκτὴ παράταξη στὸ χορὸ τῶν ἁγίων του Θεοῦ.

 
Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος, Κωνσταντῖνος, Κάλλιστος, Θεόφιλος, Βασσόης (ἢ Βασσώης), Ἀέτιος, Δύο (2) Κρατεροί, Μελισσηνὸς καὶ Κύριλλος

ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν μεταξὺ τῶν πιὸ πάνω 42 μαρτύρων ἀπὸ τὸ Ἀμόριο. Ὁ Θεόδωρος ἦταν στρατηγὸς καὶ πρωτοσπαθάριος, ὁ Θεόφιλος στρατηγὸς καὶ πατρίκιος, ὁ Κάλλιστος τουρμάρχης, ὁ Κωνσταντῖνος δρουγγάριος, ὁ Βασσόης δρομεύς, οἱ Μελισσηνὸς καὶ Ἄετιος στρατηγοί, ὁ Κρατερὸς Εὐνοῦχος, ὁ ἄλλος Κρατερὸς στρατηγὸς καὶ ὁ Κύριλλος ἐπίσης στρατηγός.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία, ἀπὸ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνδρακίνα (κατὰ τὸν Μ. Γαλανὸ Νέα Κλαυδιούπολη). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, εἶχε κλήση πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, καὶ πῆγε πρὸς τὰ παραθαλάσσια μέρη τῆς Ἀρδανίας, πρὸς τὸ ὄρος τοῦ Μαΐωνος. Ἐκεῖ ἔκτισε καλύβα καὶ ζοῦσε ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν γύρω ἐρημικῶν τοποθεσιῶν.

Ἐπειδὴ ὅμως ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, κατέβηκε στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὅπου βρῆκε πηγὴ νεροῦ καὶ ἐκεῖ ἔκτισε ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Ἔζησε αὐστηρότατη ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ κάνει θαύματα.

Πέθανε σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ τάφηκε μέσα στὸ ναὸ ποὺ ἔκτισε ὁ ἴδιος, κοντὰ στὴ δεσποτικὴ πύλη καὶ μέσα σὲ πέτρινη λάρνακα. Ἐπὶ δὲ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης κατὰ τὸ ἔτος 781, ὁ ἐπίσκοπος Ἀμάσειας Θεοφύλακτος, μετέφερε τὸ Ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ στὴν Ἀμάσεια, καὶ ἐναπόθεσε αὐτὸ στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ θυσιαστηρίου.

 
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος Ὁσιομάρτυρας

Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.

 
Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν περιέλουσαν μὲ βραστὸ νερό.

 
Ἡ Εὕρεσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ παρὰ τῆς μακαρίας Ἑλένης

 


Ἡ Ἁγία Ἑλένη (247 – 328 μ.Χ.), μητέρα τοῦ πρώτου Χριστινανοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Α’ τοῦ Μεγάλου (280/288 – 337 μ.Χ.), τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν λῃστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς.

Κατὰ τὴν παράδοση, ὕστερα ἀπὸ τὴν πληροφορία κάποιου Ἑβραίου, μὲ τὸ ὄνομα Ἰούδας, ὑποδείχθηκε ἡ θέση ὅπου ἔγινε ἡ ἀνασκαφή, κατὰ τὴν ὁποία βρέθηκαν τρεῖς σταυροί, ἤτοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δύο λῃστῶν. Ἐπειδή, ὅμως, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀναγνωρισθεῖ ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἦταν τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη παρακάλεσε νὰ τεθεῖ διαδοχικὰ ἐπάνω στοὺς σταυροὺς ἕνας νεκρὸς ποὺ τὸν πήγαιναν γιὰ ἐνταφιασμό.

Μόλις λοιπὸν ὁ νεκρὸς ἐτέθη ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἀναστήθηκε. Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔθεσε τότε τὰ θεμέλια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ἀνέγερση τοῦ ὁποίου διέταξε ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὸ ἄφησε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι σήμερα, τὸ δὲ ἄλλο ἥμισυ μετὰ τῶν ἥλων (καρφιῶν) τὸ μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς Βασιλεύσι, κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.

 
Ἡ Εὕρεσις τῶν Τιμίων Ἥλων (Καρφιῶν)

Βλέπε 14η Σεπτεμβρίου, Ὕψωση Τιμίου Σταυροῦ.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Μνήμη Εὑρέσεως Τιμίου Σταυροῦ μετὰ τῶν Τιμίων Ἥλων ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης ( 6 Μαρτίου)


  
Ἡ Ἁγία Ἑλένη (247 – 328 μ.Χ.), μητέρα τοῦ πρώτου Χριστινανοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Α’ τοῦ Μεγάλου (280/288 – 337 μ.Χ.), τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν λῃστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Κατὰ τὴν παράδοση, ὕστερα ἀπὸ τὴν πληροφορία κάποιου Ἑβραίου, μὲ τὸ ὄνομα Ἰούδας, ὑποδείχθηκε ἡ θέση ὅπου ἔγινε ἡ ἀνασκαφή, κατὰ τὴν ὁποία βρέθηκαν τρεῖς σταυροί, ἤτοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δύο λῃστῶν. Ἐπειδή, ὅμως, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀναγνωρισθεῖ ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἦταν τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη παρακάλεσε νὰ τεθεῖ διαδοχικὰ ἐπάνω στοὺς σταυροὺς ἕνας νεκρὸς ποὺ τὸν πήγαιναν γιὰ ἐνταφιασμό. Μόλις λοιπὸν ὁ νεκρὸς ἐτέθη ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἀναστήθηκε. Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔθεσε τότε τὰ θεμέλια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ἀνέγερση τοῦ ὁποίου διέταξε ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.


Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὸ ἄφησε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι σήμερα, τὸ δὲ ἄλλο ἥμισυ μετὰ τῶν ἥλων (καρφιῶν) τὸ μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς Βασιλεύσι, κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...